Τα Δυτικά Ευρωπαϊκά Φύλα στη Ρωμαϊκή - Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Εισαγωγή
Ο Ε' αιώνας αποτελεί μία μεταβατική περίοδο στην ιστορία της δυτικής Ευρώπης. Η πανσπερμία των βαρβάρων που εισβάλλουν σταδιακά στις δυτικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε δια της ισχύος των όπλων, περιορίζουν την Ρωμαϊκή διοίκηση στα Ιταλικά εδάφη, όχι όμως και την επιρροή της Αυτοκρατορίας. Στην διάρκεια των επόμενων αιώνων, το Οικουμενικό Κράτος της εποχής αντικαθιστάται από διάφορα βαρβαρικά αντίγραφά του και μέσα απ' αυτά αναδύεται τελικά η Φραγκία, ως το μόνο κρατικό μόρφωμα που επέζησε και επικράτησε στη Δύση...
Στην συνέχεια η κάθε εικόνα τοποθετείται ως ιστορική συνέχεια της προηγούμενης. Έτσι το κάθε γεγονός, ως μέρος ενός μεγαλύτερου συμπλέγματος, συνδέεται με την επικαιρότητά του και επηρεάζει με την δυναμική του τις εξελίξεις. Η σχέση δεν είναι μαθηματική. Αυτό που οι ορθολογιστές περιγράφουν ως αστάθμητο παράγοντα, αλλά εμείς καλούμε Θεία Πρόνοια, δεν απουσιάζει. Δεν μπαίνουμε στο πειρασμό να καθορίσουμε τον ρόλο Της, διότι ζούμε σε μελλοντικό χρόνο και γνωρίζουμε τα ύστερα γεγονότα, κάτι που δεν ίσχυε για τους ανθρώπους της τότε εποχής.
Προέλευση και Κουλτούρα των Αρχαίων Γερμανικών Φύλων
Η δήλωση του Ιορδάνη, ότι η Σκάντζα (Σκανδιναβία) είναι η κυψέλη των φυλών και η μήτρα των εθνών, επαληθεύεται στην περίπτωση των Γερμανικών φύλων. Τα φύλα αυτά βρίσκονται την αυγή της δεύτερης χιλιετηρίδας στην νήσο Σκάντζα (οι αρχαίοι γεωγράφοι θεωρούν την Σκανδιναβική χερσόνησο ως νήσο) έτοιμα να εξορμήσουν στις απέναντι Ευρωπαϊκές ακτές της Βαλτικής. Από την νότια Σκανδιναβία περνούν στην Δανία και τις παρακείμενες περιοχές μεταξύ Έλβα και Όντερ.
Οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε, ότι την εποχή αυτή αλλά και στις πολύ μεταγενέστερες, ούτε ο όρος «Γερμανοί» υπάρχει ούτε κάποια κοινή εθνική συνείδηση, που να συνδέει τις φυλές αυτές και να καθοδηγεί τις μετακινήσεις τους. Σύνδεσμος και κοινή φυλετική συνείδηση υπάρχει ανάμεσα στα άτομα της ίδιας φυλής και μόνο. Αντιμετωπίζουν και αντιμετωπίζονται ως ίσοι, μόνο όσοι είναι πολεμιστές τις ίδιας φυλής και αντιμετωπίζουν με δυσπιστία ή ακόμα και εχθρότητα μέλη άλλων συγγενικών φυλών. Αυτό, βέβαια, έχει την εξήγησή του.
Σε μια περιοχή περιορισμένη, άνθρωποι νομάδες ψάχνουν τον ζωτικό χώρο στον οποίο θα εγκατασταθούν προσωρινά, μέχρι να εξαντλήσουν τις δυνατότητές του και στην συνέχεια θα μετακινηθούν στις περιοχές των γειτόνων τους, τους οποίους πρέπει να εκδιώξουν. Δύσκολα, λοιπόν, γειτονικές φυλές αναπτύσσουν τους απαραίτητους δεσμούς που θα σφυρηλατήσουν συμμαχία, κοινή δράση, ανταλλαγές πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση τη φυλής στη ράτσα και στη συνέχεια στο έθνος. Αυτό θα συμβεί πολύ αργότερα και θα δούμε κάτω από ποιες συνθήκες.
Περίπου το 1000 π.Χ. παρατηρείται μια κινητικότητα στη Βόρεια Ευρώπη. Τα ήδη εγκατεστημένα Γερμανικά φύλα εισβάλουν στις περιοχές των Κελτών και φέρνουν τα σύνορα στους ποταμούς Ρήνο στα ανατολικά και Μάιν στα νότια. Η μετακίνηση αυτή των συνόρων είναι αργή και σταδιακή και δεν ολοκληρώθηκε πριν το 200 π.Χ. Η Νότια Γερμανία πληρούται με Γερμανικό πληθυσμό και μετά το 100 π.Χ. ξεκινά η προσπάθεια υπέρβασης του Ρήνου και εισόδου στη Γαλατία.
Την εποχή αυτή γίνονται οι πρώτες επαφές Ρωμαίων και Γερμανών, για την ακρίβεια συγκρούσεις, με αποτέλεσμα την αναχαίτιση των τελευταίων και τον περιορισμό τους ανατολικά του Ρήνου. Στην Ανατολική Γερμανία καινούργιες μετοικήσεις από τη Σκανδιναβία λαμβάνουν χώρα στις ακτές μεταξύ των εκβολών του Όντερ και του Βιστούλα. Οι μετοικήσεις αυτές πραγματοποιούνται στην ύστερη περίοδο του Χαλκού (για την περιοχή), μεταξύ 600 και 300 π.Χ. και θα συνεχιστούν με την διάβαση του Βιστούλα και την εξάπλωση ανατολικά στην περιοχή των σημερινών Καρπάθιων ορέων.
Οι πρώτες επαφές Γερμανικών φυλών με τους Ρωμαίους καταγράφονται στο έργο του Ιούλιου Καίσαρα De Bello Gallico (Περί Γαλατικού Πολέμου), σύγγραμμα που γράφτηκε στα μέσα του α' π.Χ. αιώνος. Αυτός διαχωρίζει τους Κέλτες που ζούσαν στην δεξιά όχθη του Ρήνου από τους πιο πρωτόγονους Γερμανούς. Αναφορές βρίσκουμε και στα έργα του Τάκιτου Agricola και Germania, που γράφτηκαν στο τέλος του πρώτου μετά Χριστόν αιώνα.
Ο θαυμασμός που καταγράφεται από μέρους του Τάκιτου για την βάρβαρη και γι' αυτό ανεξέλεγκτη ζωή των αρχαίων Γερμανών, τον κατέστησε θεωρητικό καθοδηγητή για τις επόμενες γενιές ιστοριογράφων. Αυτοί, αν και ανδρωμένοι σε έναν πιο εξελιγμένο πολιτισμό, υπέρμαχοι της λογικής (raison), δεν δυσκολεύονται να την παραμερίσουν, οσάκις αναφέρονται στους «κοινούς προγόνους», τους οποίους εκθειάζουν ως τους ελεύθερους άνδρες, που εξήλθαν από τα δάση για να γονατίσουν τους ηγέτες του κόσμου (Ρωμαίους).
Παραλείπουν, όμως όλες τις ενδιάμεσες σελίδες της ιστορίας από την έξοδο των Τευτονικών φυλών από τα δάση μέχρι την επικράτησή τους στη Δυτική Ευρώπη. Οι Γερμανοί αποκρούσθηκαν αρχικά από τον Ιούλιο Καίσαρα και θα πάθαιναν συνεχόμενες πανωλεθρίες από όλους τους Καίσαρες και αυτοκράτορες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέχρι και την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτη. Την εποχή αυτή έγραψε γι' αυτούς ο Αμμιανός Μαρκελίνος στην ιστορία του Res Gestae. Άλλωστε δεν κέρδιζαν τον τίτλο «Γερμανικός» αναίμακτα οι Καίσαρες.
Ποιες, όμως, ήταν οι αιτίες που οδηγούσαν τους Βάρβαρους να περνάνε το Ρήνο και να έρχονται αντιμέτωποι με τις λεγεώνες των Ρωμαίων; Για ν' απαντήσει κάποιος σ' αυτή την ερώτηση θα πρέπει να ασχοληθεί με τον τρόπο ζωής των αρχαίων αυτών φύλων. Ήταν κυρίως νομάδες, περιπλανώμενοι πολεμιστές, που κατοικούσαν σε οάσεις στέπας περικυκλωμένες από άγρια δάση. Αυτή την περιγραφή δίνουν οι γεωγράφοι για τη μορφολογία της Γερμανίας την εποχή εκείνη.
Οι άνθρωποι αυτοί μισούσαν κάθε μορφή χειρωνακτικής εργασίας, ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, και σε ορισμένες περιπτώσεις επιδίδονταν στην καλλιέργεια ορισμένων φυτών, κυρίως για την παραγωγή μπύρας και υφασμάτων. Εννοείτε ότι τις εργασίες αυτές ανέθεταν, ως υποτιμητικές, σε γυναίκες ή δούλους, ενώ οι ελεύθεροι άνδρες επιδίδονταν στο κυνήγι ή τον πόλεμο. Στις περιπτώσεις που η αύξηση πληθυσμού καθιστούσε την περιοχή που είχαν εγκατασταθεί, ανεπαρκή για να τους διαθρέψει, οι προοπτικές που παρουσιάζονταν ήταν δύο.
Ή εκμετάλλευση της γης, που σημαίνει μόνιμη εγκατάσταση και σκληρή εργασία ή μετακίνηση που σημαίνει συγκρούσεις με γείτονες και κατάκτηση με αίμα, όσων δεν μπορεί να αποδώσει ο ιδρώτας. Η δεύτερη λύση ήταν αυτή, την οποία προτιμούσαν σχεδόν πάντα. Όταν, όμως, οι συγκρούσεις με την αυτοκρατορία σταμάτησαν την πρόοδό τους στην περιοχή της Γαλατίας, τότε παρουσιάστηκε και μια Τρίτη ευκαιρία.
Να εγκατασταθούν ως Φοιδεράτοι στα εδάφη που δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν και να υπηρετήσουν στις τάξεις του Ρωμαϊκού στρατού. Αυτό σήμαινε και την είσοδό τους στον πολιτισμένο κόσμο. Ήταν το σημείο εκκίνησης γι' αυτούς που μέχρι πριν λίγο καιρό ζούσαν περιπλανώμενοι, μια ημιάγρια νομαδική ζωή, να εγκατασταθούν μόνιμα, ν' αναπτύξουν συνήθειες πολιτισμένες και κυρίως ν' ασπαστούν τον Χριστιανισμό.
Από την πλευρά της αυτοκρατορίας, η ήττα στον Τευτοβούργιο Δρυμό, είχε δείξει, ότι το να υποτάξουν τους βάρβαρους πέρα από τον Ρήνο, απαιτούσε μεγάλη εισφορά σε Ρωμαϊκό αίμα, χωρίς τα ανάλογα οφέλη, εφόσον στην γη τους δεν υπήρχαν πόλεις για να κατακτήσουν, αγροκτήματα για να τα εκμεταλλευθούν, αλλά ούτε και ενιαία κεντρική διοίκηση για να την υποτάξουν. Η Γερμανία δεν είχε τίποτα να προσφέρει στη Ρώμη, εκτός από στρατιώτες.
Γι' αυτό τον λόγο οι Ρωμαίοι προχώρησαν στην κατασκευή ενός δικτύου συνοριακών φυλακίων κατά μήκος της αμυντικής γραμμής (limes) Ρήνου-Δούναβη, που ως αποστολή είχαν την αποτροπή των εισβολών στις Ρωμαϊκές επαρχίες. Η συνοριακή αυτή γραμμή ποτέ δεν υπήρξε στεγανή. Οι επαφές Ρωμαίων και Γερμανών συνεχίστηκαν και μάλιστα υπήρξαν ειρηνικές με κάποιες φυλές. Μέσω των Ρωμαίων, για παράδειγμα, οι Γερμανοί έμαθαν να πίνουν κρασί, αν και ποτέ δεν δοκίμασαν να το καλλιεργήσουν οι ίδιοι.
Έτσι το αγαθό αυτό έγινε εμπορεύσιμο προϊόν, μαζί με υφάσματα και άλλα είδη πολυτελείας, προϊόντα μεταλλοτεχνίας και υαλοτεχνίας, που παρήγαγε η Ρωμαϊκή βιοτεχνία. Κάποια προϊόντα υπόκειντο σε αυστηρό τελωνειακό έλεγχο και δεν επιτρεπόταν η εξαγωγή τους, όπως τα όπλα. Οι έμποροι φυλών που δεν διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με την Ρώμη μετακινούνταν με στρατιωτική συνοδεία μέχρι τους τελωνειακούς σταθμούς και πάλι πίσω στα σύνορα.
Εκτός από εμπορικές πραγματοποιήθηκαν και πολιτιστικές επιρροές στους Γερμανικούς λαούς. Ενώ το 1200 π.Χ. εντοπίστηκαν από την αρχαιολογική σκαπάνη λίγα πυρηνικά χωριά κυρίως στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας, τον 2ο μ.Χ. αι. τα χωριά αυτά επεκτείνονται και ο πληθυσμός τους αυξάνεται σταθερά μέχρι τον 4ο αι. Στα χωριά αυτά εντοπίζεται πάντα μια έπαυλη στα περίχωρα, κάτι που δείχνει την ύπαρξη ενός άρχοντα με σαφή κοινωνική διάκριση.
Ενώ μέχρι τώρα, δηλ. ο αρχηγός της φυλής είχε τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις βάσει του άγραφου νόμου, και κατοικούσε, όπως και οι υπόλοιποι ελεύθεροι άνδρες σε κάρο κατά την περίοδο των μετακινήσεων, τώρα εγκαθίσταται σε κατοικία που ξεχωρίζει από τις άλλες. Δεν θα ήταν άτοπο να υποθέσουμε, ότι τα προϊόντα της λαφυραγώγησης προμηθεύουν τις Γερμανικές φυλές με τον απαραίτητο νομισματικό όγκο για τις εμπορικές συναλλαγές τους.
Οι μισθοί των Φοιδεράτων δεν παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτές τις συναλλαγές καθότι αυτοί κατοικούν εντός των ορίων της Ρωμαϊκής επικράτειας. Αλλά και σε στρατιωτικό επίπεδο παρατηρούνται επιδράσεις. Αναφέρεται, λοιπόν, και σε συνέχεια της ανωτέρω παρατήρησης, ότι οι Xάττοι εγκαινίασαν πειθαρχία ανάμεσα στους πολεμιστές τους και μπορούσαν, όχι μόνο να εκλέξουν αρχηγό, αλλά και να υπακούουν σε αυτόν. Από τις τακτικές του Ρωμαϊκού στρατού, φυσικά, υιοθέτησαν, όσες μπορούσαν να προσαρμόσουν και να εφαρμόσουν στον δικό τους τρόπο μάχης.
Δάνεια λαμβάνουν οι φυλές του Βορρά και από το Ελληνορωμαϊκό πάνθεον. Οι Γερμανοί ήταν παγανιστές. Πιθανολογείται, ότι οι θεότητές τους είχαν Σκανδιναβική προέλευση, όπως και οι ίδιοι, και συμπεριλαμβάνονταν στην Σκανδιναβική μυθολογία. Έχει, βέβαια, διατυπωθεί η άποψη, ότι η θρησκευτικότητά τους ήταν περιορισμένη στο ελάχιστο, σχεδόν ανύπαρκτη.
Η άποψη αυτή στηρίζεται κυρίως στην περιγραφή του Ιουλίου Καίσαρα, ότι «λάτρευαν αυτούς μόνο από τους θεούς που μπορούσαν να δουν την μορφή τους και να αισθανθούν την ευεργετική τους επίδραση, όπως τον ήλιο, το φεγγάρι και το στοιχείο της φωτιάς (Vulcan)˙ για τους υπόλοιπους "θεούς" δεν είχαν ακούσει ποτέ». Ιερείς δεν συνάντησε στις επαφές που είχε μαζί τους ο εν λόγω Καίσαρας (δρυΐδες, όπως αναφέρει). Η άποψη που σχημάτισε γι' αυτούς ο μεγάλος στρατηγός της Ρώμης οφείλεται, ίσως, στο ότι τους συνάντησε μακριά από τις εστίες τους.
Ο μεταγενέστερος Τάκιτος αναφέρει τον Ερμή, τον Άρη και τον Ηρακλή, ως τους κύριους δαίμονες των Γερμανών και ειδικά για τους Σουηβούς προσθέτει την λατρεία της Ίσιδας. Είναι εμφανές, ότι στα χρόνια που μεσολάβησαν από την εποχή του Ιούλιου Καίσαρα, έως την εποχή που γράφει ο Τάκιτος, οι επιρροές που δέχθηκαν οι Γερμανοί, μέσω των εγκατεστημένων στις αυτοκρατορικές επαρχίες, ομοφύλων τους, είναι έντονες.
Η απόδοση Λατινικών ονομάτων στους Τευτονικούς δαίμονες αντιστοιχίζεται ως εξής: Mercury-Wuotan, Jupiter-Donar, Mars-Zious, Isis-Holda ή Berctha.
Τα Κύρια Χαρακτηριστικά της Λατρείας Αυτών
Είναι δύσκολο να συστηματοποιηθούν οι δοξασίες και οι προλήψεις τόσων πολλών, κατά πολύ διαφοροποιημένων, φυλών, και να ακολουθηθούν οι εξελίξεις τους στο πέρασμα των χρόνων. Δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες από τους ίδιους τους Γερμανούς, πολύ περισσότερο μια Γερμανική μυθολογία κατά τα πρότυπα της αρχαίας Ελληνικής. Ότι γνωρίζουμε προέρχεται από συγγράμματα των Ρωμαίων, παραδόσεις και τραγούδια.
Τα στοιχεία αυτά υπέστησαν επεξεργασία με κριτήρια δανεισμένα από την Σκανδιναβική μυθολογία, εφόσον οι Γερμανοί θεωρούνται Σκανδιναβικός κλάδος. Την πρακτική αυτή ακολούθησαν οι Karl Friedrich Koeppen (Nordische Mythologie) και Karl Joseph Simrock(Handbuch der Deutschen Mytholog). O Jacob Grimm κατέβαλε αξιόλογη προσπάθεια ν' αποκόψει την Γερμανική από την Σκανδιναβική μυθολογία, αλλά το αποτέλεσμα κρίθηκε ανεπαρκές. Εμείς θα σταθούμε σ' εκείνα τα σημεία του Γερμανικού παγανισμού που είναι κοινά, αν όχι σε όλες, τουλάχιστον στις περισσότερες φυλές.
Σε αυτά που γράψαμε παραπάνω για τους Γερμανικούς δαίμονες θα προσθέσουμε μερικά ονόματα ακόμα. Στον Tuisco, ένα δευτεροκλασάτο «γέννημα της γης», οφείλουν οι Τεύτονες (Deutsche) το όνομά τους. Σε μια γυναικεία φιγούρα, την Nerthus ή Hertha (αντίστοιχη της αρχαιοελληνικής Γαίας), βρίσκουμε την ετυμολογία της Αγγλικής λέξης earth για την γη (Γερμανικά Erde). Γιος του Tuisco ήταν ο Mannus, το πρώτο ανθρώπινο ον, πατέρας των Ingo, Isco, Irmino.
Αυτοί ήταν γενάρχες τριών φυλών, των Ingaevones, Iscaevones και Hermiones, στις οποίες εξαρχής διαιρέθηκε η Γερμανική ράτσα. Την μυθολογία αυτή συμπληρώνουν όντα, όπως Dwarfs (νάνοι), Elves (ξωτικά), Goblins (καλικάντζαροι) κ.α. τέρατα, που αναβιώνουν στη σύγχρονη λογοτεχνία του φανταστικού, και ιδιαίτερα στο έργο του John Ronald Reuel Tolkien «Ο άρχοντας των δακτυλιδιών».
Ξεχωριστοί τόποι λατρείας δεν υπάρχουν στην αρχαία Γερμανία. Ένας βωμός στηνόταν στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης, στην κορυφή ενός λόφου ή στην καρδιά ενός πυκνού δάσους και αυτό αρκούσε. Αναφέρεται η περίπτωση των Semnones, παρακλάδι των Σουηβών, οι οποίοι λατρεύουν τον Alfadir, μέσα σε αρχαίο και ανήλιαγο δάσος, ιερό γι' αυτούς, στην περιοχή του Βρανδεμβούργου.
Για την τελετή συγκεντρώνονταν αντιπρόσωποι από όλα τα γένη των Σουηβών και κατά την διάρκειά της τελούνταν ανθρωποθυσίες. Τέτοιου είδους θυσίες απαιτούσε και η λατρεία του Wuotan από τις άλλες φυλές, ενώ υποδεέστεροι δαίμονες αρκούνταν στις θυσίες ζώων. Κατά τον Walter Perry το φρικτό αυτό έθιμο συνεχίστηκε, σε κάποιες περιπτώσεις και από τους Φράγκους, όσους δεν μεταστράφηκαν στον Χριστιανισμό, κατά την διάρκεια του Μεσαίωνα.
Την πληροφορία αυτή επιβεβαιώνει η επιστολή του Αγίου Βονιφατίου στον πάπα Γρηγόριο Β' το 724 μ.Χ. Στην επιστολή αυτή ο ιεραπόστολος των Σαξόνων, αναφέρει στον Ρωμαίο Ποντίφικα την πορεία του έργου του και ζητά συμβουλές για την παραπέρα δράση του. Ένα από τα θέματα τα οποία θίγει, αφορά την πώληση σκλάβων στους ειδωλολάτρες για θυσία. Ο Πάπας του ζητά να απαγορεύσει αυτή την συνήθεια και όσοι από τους νεοφώτιστους Γερμανούς την πράττουν να επιτιμηθούν με επιτίμια ανάλογα της ανθρωποκτονίας.
Άλλο χαρακτηριστικό της θρησκείας αυτής είναι η ύπαρξη γυναικών προφητών κατά τα πρότυπα της αρχαιοελληνικής Πυθίας. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα μαντεία. Η προφητική ιδιότητα, κατ' αυτούς κατοικούσε στο γυναικείο φύλο και μόνο. Για παράδειγμα, η προφήτης της φυλής των Βρουκτέρων Veleda, που μάντεψε την νίκη τους έναντι των Ρωμαίων τιμήθηκε από τους ομοεθνείς της με Βασιλικές τιμές. Στη συνέχεια συνελήφθη και κόσμησε τον Θρίαμβο του Δομητιανού στην Ρώμη, όπως αναφέρει ο Ρωμαίος ποιητής Publius Papinius Statius.
Αυτή είναι και η μόνη περίπτωση, κατά την οποία γυναίκες συμμετέχουν στις λήψεις αποφάσεων. Εκτός των παραπάνω υπήρχαν και άλλες τελετές οιωνοσκοπίας. Οιωνούς έβλεπαν οι αρχαίοι Γερμανοί στο πέταγμα και το κελάιδισμα των πουλιών, στην μονομαχία ενός δικού τους πολεμιστή με έναν αιχμάλωτο, στην διακύμανση της φωνής κατά την εκτέλεση ενός Barditus, δηλαδή ενός πολεμικού παιάνα. Ρωμαίοι ιστορικοί αναφέρουν και την χρησιμοποίηση μιας ειδικής μεθόδου.
Κλαδί οπωροφόρου δένδρου τεμαχίζονταν και ρούνοι χαράσσονταν πάνω σε κάθε κομμάτι. Στη συνέχεια τα κομμάτια διασκορπίζονταν πάνω σε λευκό ύφασμα και ο εντεταλμένος ιερέας «διάβαζε το θέλημα των θεών».
Όπως αναφέραμε παραπάνω συγκεκριμένη Λευιτική τάξη, συγκεκριμένο ιερατείο δεν υπήρχε. Κάποιος από τους προκρίτους της φυλής που γνώριζε τα τυπικά των τελετών, μπορούσε να τις εκτελεί, είτε επρόκειτο για θυσίες, προσευχές ή οιωνοσκοπία. Σε οικογενειακό επίπεδο το ρόλο αυτό αναλάμβανε ο πατερφαμίλιας (paterfamiliae). Άλλο ένα συστατικό στοιχείο των δοξασιών τους είναι η πίστη στη μετά θάνατον ζωή.
Η άποψη που θεωρεί τους Γερμανούς ατρόμητους πολεμιστές, διότι «... παρ' ουδέν τιθέμενοι την του βίου τελευτήν. Ενισχύει γαρ παρ' αυτοίς ο Πυθαγόρου λόγος ότι τας ψυχάς των ανθρώπων αθανάτους είναι συμβέβηκε, και δι' ετών ορισμένων πάλιν βιούν εις έτερον σώμα της ψυχής εισδυομένης. Διό και κατά τας ταφάς των τετελευτηκότων ενίους επιστολάς γεγραμένας τοις οικείοις τετελευτηκόσιν εμβάλεις εις την πυράν ως των τετελευτηκότων αναγνωσομένων αυτάς», δεν μας βρίσκει σύμφωνους.
Ο αρχαίος αυτός συγγραφέας αναφέρεται στους Γαλάτες και όχι στους Γερμανούς. Για τους δεύτερους η περιγραφή της επόμενης ζωής κατά τα πρότυπα της Σκανδιναβικής Βαλχάλλα (κάτι ανάλογο με τα Ηλύσια Πεδία) είναι προτιμητέα, εφόσον πρόκειται για τον παράδεισο των γενναίων πολεμιστών και όχι για μετενσάρκωση. Επίσης καμιά πρακτική της καθημερινότητάς τους δεν αποκαλύπτει πίστη σε μετενσάρκωση.
Ο καταμερισμός των φυλών και η εξ' αυτής πολυδιάσπαση ανέπτυξε και τον ανάλογο τρόπο διοίκησης. Κάθε χωριό ήταν αυτοδιοίκητο και τις αποφάσεις ελάμβανε συμβούλιο αποτελούμενο από τα πρεσβύτερα άρρενα μέλη των διευρυμένων οικογενειών. Αυτό δημιουργούσε τύποις κοινωνικές θέσεις, κατά βάσει κληρονομικές. Οι θέσεις αυτές δεν ήταν τάξεις, στην πρώιμη φάση αυτών των κοινωνιών, δεν ήταν κλειστές.
Παρ' ότι ήταν κληρονομικές, μπορούσε κάποιο μέλος της κοινωνίας ν' ανέλθει, με την προϋπόθεση να είναι πολεμιστής και να επιτελεί ηρωικές πράξεις, υπό την αιγίδα πάντα κάποιου ιεραρχικά ανώτερου. Μπορούσε και να κατέλθει, αν έπιπτε στην εκτέλεση υποδεέστερων πράξεων, όπως η χειρωνακτική εργασία. Μπορούμε, λοιπόν, να μιλήσουμε, τηρουμένων των αναλογιών, για μια στρατιωτική αριστοκρατία. Η δομή αυτή εξυπηρετούσε κυρίως στρατιωτικούς σκοπούς. Απέβλεπε στο να μπορεί να προσφέρει κάθε χωριό, ανάλογα με το έδαφος που κατείχε, συγκεκριμένο αριθμό πολεμιστών.
Δικαστική εξουσία, με την έννοια που την αντιλαμβανόμαστε σήμερα επίσης δεν υπήρχε. Ο «δικαστής» κάθε χωριού είχε συμβουλευτικό ρόλο, πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον αρχηγό της φυλής. Εκπρόσωποι κάθε χωριού μετείχαν σε έναν ευρύτερο σχηματισμό της φυλής με νομοθετικό χαρακτήρα. Μέλη αυτού του συμβουλίου περιόδευαν στην επικράτεια της φυλής, επιβλέποντας την τήρηση των αποφάσεων. Τα μέτρα έπρεπε να επικυρωθούν από την συνέλευση του κάθε χωριού για ν' αποκτήσουν τοπική ισχύ.
Στις συνελεύσεις μετείχαν μόνο οι ελεύθεροι άρρενες πολεμιστές. Ο αρχηγός θεωρούνταν ως πρώτος μεταξύ ίσων. Την πρωτιά του καθόριζε μόνο η αναγωγή της καταγωγής του σε κάποια μυθική θεότητα και ήταν κληρονομική. Πέραν τούτου τίποτε άλλο δεν τον διαχώριζε από τους υπόλοιπους. Αυτό, όμως αποδείχθηκε αρκετό, ώστε μετά την επαφή των Γερμανών με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, και την εξ' αυτής μεταβολή της αρχηγίας σε Βασιλεία, αυτή να διατηρείται ως οικογενειακό προνόμιο, ακόμη και όταν δεν συναινούσε η κοινωνία.
Η μετάβαση της εξουσίας από την Μεροβίγγεια στην Καρολίγγεια δυναστεία ήταν μια ρηξικέλευθη τομή, που ενώ είχε πολιτικά στηρίγματα, ζήτησε την υποστήριξη της Εκκλησίας, όπως θα δούμε παρακάτω. Επανερχόμενοι, τονίζουμε ότι την εποχή αυτή μιλάμε για τοπική αρχηγία. Η εκτελεστική εξουσία βρίσκεται στα χέρια του κοινωνικού συνόλου. Αυτό σημαίνει αυτοδικία, κατά κύριο λόγο. Σε περιπτώσεις που κάποιος θίγεται από την παράνομη πράξη κάποιου άλλου, ο ίδιος ή η οικογένειά του πρέπει να λάβουν ικανοποίηση. Η απόδοση της δικαιοσύνης έχει την μορφή της εκδίκησης, της βεντέτας, και όχι της τιμωρίας.
Όταν κάποιος βρίσκονταν σε μειονεκτική κοινωνική θέση και δεν μπορούσε να απαιτήσει ικανοποίηση, μπορούσε να υπαχθεί στην προστασία ενός ισχυρότερου, ο οποίος μεριμνούσε γι' αυτό. Αυτή η σχέση δημιούργησε την έννοια του feud που συν τω χρόνω υπεισήλθε στο διοικητικό σύστημα και το καθόρισε ως φεουδαλισμό. Όλα τα ξεχωριστά νομικά συστήματα των Γερμανικών φυλών έχουν αυτή την κοινή αρχή, με κύριο εκπρόσωπο τον Σαλικό Νόμο.
Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα παραπάνω, πηγή κάθε εξουσίας και φορέας της ήταν μια συγκεκριμένη αριστοκρατική ομάδα, μια ελίτ των πολεμιστών. Δικαίωμα συμμετοχής στα συλλογικά όργανα είχαν μόνο αυτοί και το αντλούσαν εν μέρει από την καταγωγή τους και εν μέρει από την πολεμική τους ικανότητα και όχι από την κοινωνική προσφορά τους. Συνεπώς αρκούσε η στρατιωτική εκπαίδευση για να μπορέσει κάποιος ν' ανέλθει κοινωνικά.
Δεν χρειαζόταν άλλου είδους παιδεία. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι το σύστημα αυτό προσιδίαζε στην σπαρτιατική ολιγαρχία και όχι στην Αθηναϊκή δημοκρατία και σίγουρα απείχε κατά πολύ από τον συγκερασμό των δύο, που πέτυχε η Ρωμαϊκή δημοκρατία. Με αυτά κατά νου δεν συμμεριζόμαστε την άποψη του J. B. Bury, ότι κάθε Γερμανικό κράτος, είτε είχε Βασιλιά είτε όχι ήταν στην ουσία μια δημοκρατία.
Αντιλαμβανόμαστε, βέβαια, ότι την εποχή που δόθηκαν οι διαλέξεις του Άγγλου καθηγητή, η λεγόμενη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης», το καθεστώς που επιβλήθηκε στη Γερμανία, μετά την ήττα της στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, έπνεε τα λοίσθια. Η παραπάνω θέση, λοιπόν, θα μπορούσε να εκληφθεί, ως ακαδημαϊκή υποστήριξη σε ένα ασταθές κατεστημένο˙ αν όχι, τότε αποτελεί άλλη μια επίδειξη Αγγλικού φλεγματικού χιούμορ.
Σύνθεση τα συνομοσπονδίας των Γερμανικών φύλων που αποτέλεσαν τους Φράγκους, τα πρώτα καταγεγραμμένα ίχνη τους, Σάλιοι και Ριπουάριοι, οι πρώτοι βασιλείς και ο αχνός ρόλος τους στην ιστορία του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) αυτοκρατορίας.
Την εποχή που γράφει ο Τάκιτος, η ιστορία έχει καταγράψει ονόματα φυλών, όπως Κίμβροι, Βρουκτέροι, Κάττοι, Ερμουνδούροι, Τενκτέροι, Κερούσκοι κ.α. Λίγους αιώνες μετά οι φυλές αυτές φαίνεται να εξαφανίστηκαν και την θέση τους να πήραν Φράγκοι, Σάξονες, Αλαμανοί, Αλανοί, Βουργουνδοί, Θουρίγγιοι κ.α. Από αυτό συμπεραίνουμε μεταβολές στις συμμαχίες των φυλών και την ανάδυση νέων συνομοσπονδιών καθώς τα ονόματα αυτά φαίνεται να περιγράφουν αυτό ακριβώς˙ ενώσεις ή συμμαχίες Γερμανικών γενών ή φυλών.
Ο J. B. Bury αιτιολογεί τις αλλαγές των συνασπισμών με αναταράξεις στο τέλος του 2ου μ.Χ. αιώνα, ενώ ο D. Nicol επικεντρώνει στο 160 μ.Χ. Οι αναταραχές που ξέσπασαν πίσω από την συνοριακή γραμμή του Ρήνου δημιούργησαν νέες δυναμικές στις συνθέσεις των φυλετικών συνασπισμών. Έτσι οι Αλαμανοί σχηματίστηκαν από τους Σουηβούς και άλλες φυλές του άνω ρου του Ρήνου. Οι Θουρίγγιοι αντιπροσώπευαν τους αρχαίους Ερμουνδούρους. Οι Σάξονες ήταν σχηματισμός φυλών που κατοικούσαν στην ενδοχώρα μεταξύ Έλβα και Βέζερ.
Τέλος οι Φράγκοι σχηματίστηκαν από την ενοποίηση φυλών του κάτω ρου του Ρήνου και μερικών άλλων που είχαν ενταχθεί στην Ρωμαϊκή επαρχία της Κάτω Γερμανίας. Απ' αυτές κυρίαρχη ήταν αυτή των Σικαμβρών, που προερχόταν από την αρχέγονη των Iscaevones. Στους Φράγκους συμπεριλαμβάνονταν επίσης οι Βρουκτέροι, οι Χαμαβοί, οι Ανσιβάριοι, οι Τυβάντες, οι Μάρσοι και οι Καζουάριοι. Οι πέντε τελευταίες φυλές ανήκαν προηγουμένως στον σχηματισμό που υπό την ηγεσία του Αρμίνιου διέλυσαν τις Ρωμαϊκές λεγεώνες στον Τευτοβούργιο Δρυμό.
Για την προέλευση του ονόματος των Φράγκων επικρατέστερη άποψη είναι αυτή που ετυμολογεί από την αρχαία Γερμανική λέξη franchon (=ελεύθερος, frei). Άλλη άποψη (Adelung) επικαλείται την λέξη frak (= τολμηρός,). Υπάρχει και εκείνη που τους ονοματοδοτεί από την περίφημη «φραντζέσκα», το τσεκούρι που ήταν και το αγαπημένο τους όπλο. Πρώτη αναφορά των αρχαίων πηγών για τους Φράγκους βρίσκουμε σε έναν Ρωμαίο βιογράφο του Δ' αι. μ.Χ. τον Flavius Vospicus.
Στο έργο του Αυρηλιανός (c.7) αναφέρει την αναμέτρηση τμήματος της έκτης λεγεώνας, που στρατοπέδευε στον Ρήνο, με σώμα Φράγκων εισβολέων κοντά στην Mayence. Την σύγκρουση κέρδισαν οι Ρωμαίοι και οι εισβολείς αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν στο δάσος. Μια λάθος μεταγραφή της λέξης Fangones στον Κικέρωνα (Epistolae ad Atticum, lib. XIV. Epist.) σε Frangones θεωρήθηκε λανθασμένα πρώιμη ένδειξη της ύπαρξής τους τον Α' π.Χ. αι.
Στους Μεσαιωνικούς συγγραφείς, αποδίδεται προσπάθεια σύνδεσης των Φράγκων με τους πρόσφυγες της Τροίας, η οποία φυσικά δεν αντιστοιχεί στην πργματικότητα, αλλά επιχειρεί να συνδέσει την ιστορική πραγματικότητα της νεότευκτης ομοσπονδίας των εν λόγω Γερμανικών φυλών με την λεγόμενη «Ηρωική Εποχή».
Ήδη από το 270 μ.Χ. Φράγκοι εγκαθίστανται στις εγκαταλειμμένες από τους Ρωμαίους περιοχές βόρεια του Ξάντεν. Τον Δ' αι. είναι εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες ως laeti. Στα χρόνια της Βασιλείας του Μ. Κωνσταντίνου, οι Φράγκοι υπηρετούν στον Ρωμαϊκό στρατό ως Φοιδεράτοι. Στα τέλη του Δ' αι. ο Φράγκος Ριχίμερος έγινε στρατηγός στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, ενώ ο ανιψιός του Αρβογκάστης στη Δύση. Κατά τον David Nicolas δεν συγκαταλέγονται στα φύλα που πέρασαν τον Ρήνο, μετά την διάλυση τα συνοριακής γραμμής το 406 μ.Χ.
Στο έργο του Αμμιανού Μαρκελίνου συναντάμε για πρώτη φορά τον εθνογραφικό όρο Σάλιοι Φράγκοι (από το Λατινικό sal= εξορμώ), που περιγράφει το τμήμα της φυλής που πέρασε τον Ρήνο. Το δεύτερο τμήμα των Φράγκων, αυτό που παρέμεινε στην δυτική όχθη του ποταμού, ονομάστηκε Ριπουάριοι Φράγκοι (εκ του Λατινικού ripa=όχθη). Η δυναστεία που κυριάρχησε μέχρι τον Η' αι. ως ηγετική Βασιλική οικογένεια ήταν οι Μεροβίγγεια. Την ονομασία της οφείλει σε ένα ημι-μυθικό πρόσωπο, τον Μεροβαίο, που η καταγωγή του αποδόθηκε σε κάποιο θαλάσσιο δαίμονα και η ζωή του καλύφθηκε από την αχλύ του μύθου.
Ο πρώτος Σάλιος Φράγκος Βασιλιάς, που αναφέρεται από τον Γρηγόριο, επίσκοπο Τουρώνης (Tours), είναι ο Χλωδίον (Chlodio). Αυτός σύμφωνα με την παραπάνω αφήγηση: «κατοικούσε σε κάστρο στο Dispargum, κοντά στα σύνορα με την Θουριγγία. Και από κει, προς νότο και μέχρι το Λίγηρα κατοικούσαν οι Ρωμαίοι. Αλλά πέρα από τον Λίγηρα τον έλεγχο είχαν οι Γότθοι. Επίσης οι Βουργουνδοί, που ανήκαν στην αίρεση των Αρειανών, κατικούσαν στην περιοχή την παρακείμενη στον Ρήνο, μέχρι δίπλα στη Λυών.
Και ο Χλωδίον έστειλε κατασκόπους στην πόλη Καμπραί, και αυτοί πήγαν παντού, και ο ίδιος ακολούθησε και νίκησε τους Ρωμαίους και κατέλαβε την πόλη, στην οποία κατοίκησε για λίγο, και κατέλαβε την χώρα μέχρι τον ποταμό Σωμ». Ο J.B. Bury στηρίχθηκε σε ένα ποίημα του Σιδώνιου Απολλινάριου για ν' αποδείξει την ιστορικότητα του Χλωδίωνα. Στο ποίημα αυτό περιγράφεται η εισβολή των Φράγκων, υπό την ηγεσία του Χλωδίωνα, στην περιοχή Artois και η εγκατάσταση στρατοπέδου στον τόπο που καλούνταν Vicus Helena (Lens).
Εκεί τους νίκησε ο στρατηγός των Ρωμαίων Αέτιος και τους ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν στην περιοχή τους. Με αυτή την ένδειξη χρονολογήθηκε η βασιλεία του Χλωδίωνα γύρω στο 431 μ.Χ. Γιος αυτού το βασιλιά υπονοείται, αλλά δεν αναφέρεται με σαφήνεια από τον Γρηγόριο, ότι είναι ο Μεροβαίος («σίγουρες πηγές βεβαιώνουν ότι ο βασιλιάς Μεροβαίος, του οποίου γιος ήταν ο Χιλδεριχος, ήταν της οικογένειας του Χλωδίωνα»). Ο Fredegarius το θέτει κάπως διαφορετικά. Τον θεωρεί γιο της συζύγου του Χλωδίωνα και ενός θαλάσσιου δαίμονα (bistea Neptuni), αλλά αυτός ο μύθος εκλαμβάνεται ως απόπειρα εξήγησης του ονόματος Μεροβαίος (=γιος της θάλασσας).
Είναι κοινά αποδεκτό, ότι οι Σάλιοι που κατοικούσαν στις Ρωμαϊκές επαρχίες, συμμάχησαν με τον Αέτιο εναντίον της Ουννικής απειλής και του Αττίλα. Το ερώτημα ήταν ποιος από τους αρχηγούς των Φράγκων συνέδραμε στην προσπάθεια των Ρωμαίων και των περιστασιακών συμμάχων τους. Αν δεχθούμε ότι των Φράγκων ηγείτο ο Μεροβαίος, τότε αποδεχόμαστε έμμεσα την ιστορικότητα του προσώπου αυτού.
Ο θάνατος του Χλωδίωνα το 448 μ.Χ. σημαίνει ότι κάποιος από τους διαδόχους του ανέλαβε την ηγεσία την περίοδο που η «μάστιγα του Θεού» έπεφτε πάνω στις Γαλατικές επαρχίες (450). Όπως παρουσιάζει τις εξελίξεις ο Walter Perry, τον θάνατο του Χλωδίωνα ακολούθησε αγώνας για την αρχηγεία μεταξύ των διαδόχων του, ένας εκ των οποίων ήταν ο Μεροβαίος. Αυτός ζήτησε την συνδρομή των Ρωμαίων του Αέτιου, ενώ ο ανταγωνιστής του, του οποίου το όνομα δεν διασώθηκε, στράφηκε στους Ούννους και τον Αττίλα για βοήθεια.
Έτσι στην κρίσιμη μάχη στα Καταλαυνικά Πεδία (Châlons, Cabillonum) τμήμα Φράγκων (Λέτοι και Ριπουάριοι) συντάχθηκε με τους Ρωμαίους και τους Βησιγότθους του Θεοδώριχου, ενώ οι ανταπαιτητές με τους Ούννους. Η αξιομνημόνευτη νίκη των πρώτων καθόρισε και την άνοδο του Μεροβαίου στην εξουσία. Από την ιστορία αυτή μπορούμε με ασφάλεια να εξάγουμε το συμπέρασμα, ότι η Ρωμαϊκή εξουσία μπορούσε ακόμα να καθορίσει τις πολιτικές εξελίξεις στην Γαλατία την περίοδο αυτή.
Διάδοχος του Μεροβαίου (πέθανε το 455 μ.Χ.) ήταν ο γιος του Χιλδέριχος Α' (Hilde-rik=όμορφος και δυνατος, Childeric). Κατά την ιστορία του Γρηγορίου της Τουρώνης (Ι.12) αυτός ήταν εξαιρετικά άδικος και παράνομος ηγέτης και οι ομοεθνείς του τον εξόρισαν και ζήτησαν την διακυβέρνηση του Ρωμαίου στρατηγού Αιγίδιου (Aegidius). Ο Χιλδέριχος κατέφυγε στην επικράτεια των Θουρίγγιων υπό την προστασία του Βασιλιά τους Bassinus.
Μετά την παρέλευση οκταετίας έλαβε πληροφορία από τον φίλο του Wiomardus, ότι η κοινή γνώμη ήταν ευνοϊκή, επέστρεψε και ανέκτησε την αρχηγία των Φράγκων. Στην επιστροφή του τον ακολούθησε και η γυναίκα του προστάτη του, Bassina, με την οποία απέκτησε τον επόμενο Βασιλιά της Μεροβίγγιας δυναστείας τον Χλωδοβίκο Α' (Hlodo-wig=ξακουστός πολεμιστής,Clovis). Στην διήγηση αυτή ο J.B.Bury βλέπει τα μοτίβα δύο θρύλων.
Ο πρώτος αφορά την εξορία του Χιλδέριχου και την αντικατάστασή του με την Ρωμαϊκή εξουσία και τον Αιγίδιο. Από τον μύθο αυτό μπορούμε να εξάγουμε κάποια ιστορικά γεγονότα. Από ότι φαίνεται, για το σύντομο αυτό χρονικό διάστημα των οκτώ χρόνων, αυτοκρατορική αντεπίθεση απώθησε τους Φράγκους από τα εδάφη στα οποία εγκαταστάθηκαν μετά το 358 μ.Χ., ημερομηνία εξόδου τους από τα Μπαταβιανά νησιά στη Φλάνδρα.
Όπως το εξηγεί ο θεμελιωτής της έδρας τα Βυζαντινολογίας στην Μ. Βρετανία, καθηγητής J.B. Bury: «τέτοια ταπείνωση, αναμεμειγμένη με την εθνική υπερηφάνεια, αρχικά ερμηνεύτηκε στην ποιητική παράδοση ως φυγή του βασιλιά τους και ελεύθερη επιλογή του Ρωμαίου κατακτητή». Η επιλογή ως τόπου εξορίας του Χιλδέριχου, της Θουριγγίας, επίσης σημαίνει κάτι παραπάνω. Ότι οι Ρωμαίοι απελευθέρωσαν όλες τις περιοχές που είχαν κατακτήσει οι Φράγκοι την εποχή του Χλωδίωνα και οι τελευταίοι αναγκάσθηκαν να οπισθοχωρήσουν στις αρχικές θέσεις που κατείχαν πέρα από το δάσος των Αρδεννών.
Είναι προφανές ότι ο Γρηγόριος της Τουρώνης ακολούθησε πιστά την προφορική παράδοση, χωρίς να μπορεί να διασταυρώσει την αξιοπιστία της. Η μετατροπή της ιστορικής αλήθειας σε θρύλο στην περίπτωση αυτή ακολουθεί απλά μοτίβα. Αποτελεί, όμως, συνειδητή προσπάθεια παραχάραξης της αλήθειας, διότι γίνεται σε μια εποχή, κατά την οποία υπάρχει γραπτή παράδοση, υπάρχει γραμμένη ιστορία.
Και αν κάποιος θα ήθελε να επικαλεστεί έλλειψη ιστορικών στην πλευρά των Φράγκων, ως ελαφρυντικό, θα απαντούσαμε, ότι από την στιγμή που εμφανίζονται τέτοιοι σε αυτούς, η παραχάραξη συστηματοποιείται και η ιστορία καταγράφεται ως προπαγάνδα και όχι ως διατήρηση της εθνικής μνήμης. Και πάντα στο στόχαστρό της είχε την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο δεύτερος θρύλος αφορά την συνάντηση του Χιλδέριχου και της Βαφίνας, γόνου της Βασιλικής οικογένειας των Θουρίγγιων, και μητέρας του Χλωδοβίκου.
Ο Χλωδοβίκος ο Α' υπήρξε ο σημαντικότερος ίσως ηγέτης της Μεροβίγγιας δυναστείας. Διαδέχθηκε τον πατέρα του το 481 μ.Χ. και παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τον θάνατό του το 511 μ.Χ. Στα τριάντα αυτά χρόνια, πραγματικά αιματοκύλισε την Γαλατία, στην προσπάθειά του να παγιώσει την εξουσία του και να την επεκτείνει στα εδάφη των Ρωμαίων, των Αλαμανών και των Βησιγότθων.
Αξίζει να δώσουμε προσοχή στα γεγονότα αυτά και να τα δούμε με λεπτομέρειες, διότι είναι καθοριστικά για τους μετέπειτα αιώνες και ενδεικτικά της τακτικής των Φράγκων. Συνδέονται με την υιοθέτηση από αυτούς της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης και δημιουργούν την δυναμική των διπλωματικών σχέσεων τους με την Παλαιά αλλά και την Νέα Ρώμη. Βασική πηγή είναι ο Γρηγόριος της Τουρώνης
Το 476 μ.Χ. θεωρείται ως η επίσημη ημερομηνία της πτώσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (αν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο). Στην ουσία σταματά να υπάρχει Ρωμαίος αυτοκράτορας στην Παλαιά Ρώμη - ο τελευταίος είναι ο Ρωμύλος Αυγουστύλος - και καταργείται ο διαχωρισμός μεταξύ Δυτικού και Ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ίσχυε από τον θάνατο του Μ. Θεοδοσίου. Ο Οδόακρος καθαίρεσε τον αυτοκράτορα την Παλαιάς Ρώμης κι έστειλε τα διάσημα στον Ζήνωνα, λέγοντάς του, ότι ένας αυτοκράτορας αρκούσε.
Τα εδάφη στην Ιταλία βρίσκονται σε Γοτθική κυριαρχία (βασίλειο του Οδόακρου μέχρι το 493 μ.Χ. Οστρογότθοι και Θεοδόριχος στην συνέχεια), την στιγμή που το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού τους είναι Ρωμαίοι και θα παραμείνουν υπό αυτό το καθεστώς μέχρι την απελευθέρωσή τους από τον Ιουστινιανό. Το ίδιο θα συμβεί και στις επαρχίες της Β. Αφρικής που βρίσκονται υπό τον έλεγχο των Βανδάλων και περιμένουν τον απελευθερωτή Βελισσάριο.
Στην Ισπανία εκτεταμένες περιοχές κατέχουν οι Βησιγότθοι, αλλά υπάρχουν και πολλά αστικά κέντρα που αναγνωρίζουν την εξουσία του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Η Γαλατία βρίσκεται εξ' ολοκλήρου υπό Ρωμαϊκή επικυριαρχία μετά την μάχη της Ορλεάνης το 464 μ.Χ. και την εκδίωξη των Βησιγότθων. Στην μάχη αυτή τον Αιγίδιο και τους Ρωμαίους βοήθησαν οι Φράγκοι και οι Βουργουνδοί, γεγονός που δείχνει, ότι την εποχή αυτή εξακολουθούν να δρουν ως Φοιδεράτοι των Ρωμαίων. Ως τέτοιοι θα βοηθήσουν τον αντικαταστάτη του Αιγίδιου, κόμη Παύλο, στις επιχειρήσεις του εναντία στην εισβολή των Σαξόνων.
Αυτή την κατάσταση επιχείρησε και πέτυχε ν' αλλάξει ο Χλωδοβίκος με την άνοδό του στην ηγεσία των Φράγκων το 481 μ.Χ. Την εποχή αυτή αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ζήνων (474-491) και εκπρόσωπος της Ρωμαϊκής κυβέρνησης στη Γαλατία ο Συάγριος, γιος του Αιγίδιου. Τα εδαφικά κέρδη από την μάχη της Ορλεάνης εξανεμίστηκαν γρήγορα και στους Βησιγότθους της Ισπανίας παραχωρήθηκαν οι Ρωμαϊκές κτήσεις στην Ιβηρική χερσόνησο και νότια Γαλατία, από τον Ζήνωνα, με τη διαμεσολάβηση του Οδόακρου.
Όπως εξηγεί ο Τηλέμαχος Λουγγής: «η ειρηνική τακτική που ακολουθεί ο Ζήνων απέναντι στα γερμανικά κράτη είναι αποτέλεσμα ανάγκης και όχι καλής θελήσεως, γιατί ως τότε η αυτοκρατορία προσπαθούσε να αποτρέψει τις εδαφικές απώλειες με όλα τα μέσα». Από τις 18 Ρωμαϊκές επαρχίες, στις οποίες ήταν διαιρεμένη η Γαλατία στις αρχές του Ε' αι., απέμεινε μια περιοχή που αποτελούταν από την Αρμορίκη και τμήματα της Belgica secunda.
Σ' αυτήν την περιοχή η διαδοχή των τριών Στρατηγών των Γαλλιών (Αέτιου, Αιγίδιου, Συάγριου) είχε δημιουργήσει μια μικρή Ρωμαϊκή δυναστεία, αποκομμένη από τον κορμό της αυτοκρατορίας και από κάθε βοήθεια που θα μπορούσε αυτή να παράσχει άμεσα. Έμμεσα, η πολιτική σχέση Φράγκων και Βουργουνδών με την Νέα Ρώμη, ήταν αυτή των Φοιδεράτων. Εξ' ορισμού εκλαμβάνονταν ως σύμμαχοι και προϋπήρχε το απαραίτητο νομικό καθεστώς που διήγε αυτή την σχέση. Αλλά στη ρευστή κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, το μόνο ισχύον καθεστώς, ήταν αυτό των όπλων.
Το παράδειγμα είχαν δώσει οι Βησιγότθοι του Εύριχου και οι Φράγκοι δεν διέθεταν την απαραίτητη πίστη στο Ρωμαϊκό ιδεώδες, ώστε ν' αντισταθούν στον πειρασμό. Όπως γράφει χωρίς ενδοιασμούς ο Sir Charles Oman, αναπαράγοντας Ρωμαίους ιστορικούς, η φυλετική αμαρτία των Φράγκων ήταν η προδοσία και η επιορκία. Είχαν δοκιμάσει τις αντοχές του Ρωμαϊκού καθεστώτος, τόσο επί Αέτιου, όταν συμμάχησαν και μαζί του και με τους Ούννους, όσο και επί Αιγίδιου, όταν ο Χλωδίωνας επέκτεινε τις κτήσεις του, τις οποίες ανέκτησε ο Αιγίδιος, όπως είδαμε παραπάνω. Τώρα ήταν η σειρά του Συάγριου να δοκιμασθεί.
Σε μια παράσπονδη κίνηση, λοιπόν, οι δυνάμεις του Χλωδοβίκου, εισέβαλαν στις περιοχές των Ρωμαίων που διοικούσε ο Συάγριος. Στην επιχείρηση αυτή μετείχαν και οι δύο άλλοι συγγενείς αρχηγοί των Φράγκων, ο Ραγνάχαρος (Ragnachar) της Καμπραί και ο Χαράριχος (Chararich) της Τουρναί, ο οποίος κωλυσιεργούσε μέχρι να ξεκαθαριστεί το αποτέλεσμα της μάχης . Σε μια μόνο αποφασιστική μάχη στη Σουασσόν το 486 μ.Χ. οι Φράγκοι νίκησαν τους Ρωμαίους και ο Συάγριος κατέφυγε στην Τουλούζη, στον Βασιλιά των Βησιγότθων Αλάριχο Β'.
Αυτός υπέκυψε στις απειλές του Χλωδοβίκου, καθώς ήταν εντελώς απροετοίμαστος για πόλεμο με τους Φράγκους και παρέδωσε τον Συάγριο σε αυτούς, να τον εκτελέσουν. Οι λόγοι για τους οποίους οι Φράγκοι του Χλωδοβίκου καταπάτησαν τις συνθήκες που είχαν με την αυτοκρατορία, δεν είναι δύσκολο να γίνουν αντιληπτοί. Η εξήγηση που δίνει ο Αλέξανδρος Δουμάς, ότι δηλαδή ο Συάγριος είχε εγείρει αξιώσεις στη διαδοχή του Χιλδέριχου, διότι ο πατέρας διετέλεσε αρχηγός τους, στηρίζεται σε ένα θρύλο και δεν έχει ιστορική βάση.
Ούτε η αποχή του Φράγκου Χαράριχου από την μάχη συνάδει μ' αυτό. Ο Wallace Hadrill υποθέτει, και αυτός βάσει του θρύλου, ότι στην περιοχή του Συάγριου ίσως υπήρχαν Φράγκοι πολεμιστές, που είχαν εγκαταλείψει τον Χιλδέριχο, κατά την επάνοδό του. Η φυσική τους έφεση να επιστρέψουν, ίσως συνδυάστηκε με την επιθυμία του Χλωδοβίκου να τους διεκδικήσει. Υπάρχουν πολλά ίσως σε αυτήν την υπόθεση.
Ο ίδιος μιλά παρακάτω για Οπορτουνισμό και δηλώνει, ότι αντιτίθεται στην άποψη του Α. Van de Vyver ( Clovis et la politique méditeranénne, Études d' histoire dédićes à la mèmoire de Henri Pirenne, 1937), ο οποίος βλέπει προγραμματισμό και πρόοδο σε κάθε βήμα του. Και συμπληρώνει, ότι η κοντόφθαλμη πολιτική και η αναλγησία ήταν χαρακτηριστικό του κάθε βάρβαρου που εισέβαλε σε Ρωμαϊκό έδαφος.
Σε αυτό το μήκος κύματος κινείται - χωρίς ο ίδιος να το καταλαβαίνει - και η ερμηνεία του Walter Perry. Δεν θεωρεί ότι πρέπει ν' αποδοθεί προμελετημένο σχέδιο στις επιτυχίες του Χλωδοβίκου. Θεωρεί σαν κίνητρό του το πάθος για πόλεμο και πλιάτσικο. Ειδικά στην επίθεση εναντίον του Συάγριου, βλέπει την ζήλια του άξεστου βάρβαρου απέναντι στον πολιτισμικά ανώτερο, νομικά και κοινωνικά μορφωμένο, Ρωμαίο.
Από την άλλη για τον ειδωλολάτρη Φράγκο πολέμαρχο η δυνατότητα ν' αποτινάξει την Ρωμαϊκή επικυριαρχία και να υποτάξει τις εναπομείνασες ελεύθερες περιοχές θα του έδινε κάποιο πλεονέκτημα στο αγώνα που θ' ακολουθούσε, για την υποταγή των συγγενικών Γερμανικών φυλών στην δική του εξουσία. Ας μην ξεχνάμε, ότι οι Φράγκοι ήταν οι βάρβαροι που δεν κατάφεραν κάτι αξιοπρόσεκτο μέχρι στιγμής.
Συγκριτικά με την εξάπλωση των διαφόρων Γοτθικών φύλων η άλλων Γερμανικών, όπως για παράδειγμα των Βουργουνδών, που αν και Αρειανοί, είχαν καλύτερες διπλωματικές σχέσεις με την ρωμαϊκή εξουσία και είχαν ήδη κερδίσει θέσεις στην ιεραρχία, οι Φράγκοι ήταν περιορισμένοι σε μια γωνιά της Γαλατίας. Η νίκη στην Σουασσόν ήταν η πρώτη σημαντική απέναντι σε Ρωμαίους, διότι θα είχε μονιμότερα κέρδη.
Η κατοχή της πόλης αυτής, αλλά και της Ρεμ έδωσε την δυνατότητα να ελέγξουν την Βόρεια Γαλατία και η επέκταση στην Αρμορίκη έθεσε υπό την διοίκησή τους, μειονότητες, όπως οι μετανάστες Βρετόνοι και τα υπολείμματα της σαξονικής εισβολής. Ο Χλωδοβίκος, έγινε για τους ομοεθνείς του άξιος αρχηγός, μέσα σε μια νύχτα και σε ηλικία 21 ετών. Αν, λοιπόν υπήρχαν αμφιβολίες για την αξία του, είτε από τους συγγενείς του αρχηγούς, είτε από μέλη της φατρίας που διοικούσε, τώρα ξεπεράστηκαν.
Με την κατάκτηση αυτή σχετίζεται και το γνωστό περιστατικό με την υδρία, που αναφέρει ο Γρηγόριος της Τουρώνης. Θα την μεταφέρουμε εδώ περιληπτικά. Μετάφραση του εδάφιου υπάρχει στο δοκίμιο του Α. Σαββίδη, Κλόβης-Χλωδοβίκος Α' και Μεροβίγγειοι. Μέσα στα λάφυρα που αποκόμισαν οι πολεμιστές του Χλωδοβίκου ήταν και μια υδρία άφθαστης τέχνης. Αυτή ανήκε σε μια εκκλησία και ο επίσκοπος της πόλης (ο άγιος Ρεμίγγιος της Ρεμ κατά τον J.B. Bury) παρακάλεσε τον Χλωδοβίκο να του το επιστρέψει.
Ο τελευταίος ήθελε αφ' ενός να εκπληρώσει το αίτημα του επισκόπου, αφ' ετέρου δεν ήθελε να στερηθεί μέρος των λαφύρων που του αναλογούσε. Γι' αυτό ζήτησε να πάρει την υδρία χωρίς αυτή να προσμετρηθεί στο ποσοστό του. Όλοι οι συμπολεμιστές του συμφώνησαν εκτός από έναν, ο οποίος του είπε: « Όχι! Δεν θα πάρεις τίποτα παραπάνω από εκείνα που σου ανήκουν δικαιωματικά ανάμεσα στη λεία», και μ' ένα χτύπημα του τσεκουριού του κατέστρεψε την υδρία. Ο Χλωδοβίκος έπνιξε την οργή του αλλά δεν ξέχασε.
Μέσα στο χρόνο έκανε επιθεώρηση του στρατού του και όλοι οι πολεμιστές παρατάχθηκαν μπροστά του. Όταν έφθασε στον πολεμιστή που είχε καταστρέψει το βάζο βρήκε τα όπλα του σε άθλια κατάσταση, άρπαξε τον πέλεκύ του και τον πέταξε στο έδαφος. Όταν ο δεύτερος έσκυψε να τον σηκώσει, του κατάφερε χτύπημα στο κεφάλι με το δικό του τσεκούρι και τον θανάτωσε. Αυτή η ιστορία ενδέχεται να είναι ένας μεταγενέστερος θρύλος, διότι περιλαμβάνει στοιχεία από τρία ιστορικά γεγονότα σε συνδυασμό:
α) Την μεταστροφή του Χλωδοβίκου στον Χριστιανισμό συμβολίζεται με το αίτημα του άγιου Ρεμίγγιου, του επισκόπου που τον βάπτισε.
β) Την άρνηση απόδοσης λαφύρων στον συγγενή του αρχηγό Ragnachar και την αψιμαχία που προκάλεσε αυτή η άρνηση, με τον συμβολισμό του πολεμιστή που αρνείται την αδικία και καταστρέφει το βάζο.
γ) Την κωλυσιεργία του άλλου Μεροβίγγειου Chararich στην μάχη της Σουασσόν και την εξ' αυτής προκληθείσα διαμάχη του με τον Χλωδοβίκο, που συμβολίζεται με τον πολεμιστή που δεν είναι ετοιμοπόλεμος καθώς τα όπλα του είναι σε άθλια κατάσταση.
Ιστορικά οι δύο αυτοί συγγενείς του Χλωδοβίκου ήταν τα επόμενα θύματα της δίψας του για κατακτήσεις : « Ήρθε σε διαμάχη με τους συγγενείς του βασιλείς της Καμπραί και Τουρναί, με τον ένα διότι δεν τον βοήθησε ενάντια στον Συάγριο, και με τον άλλο διότι διεκδικούσε μερίδιο από τη λεία των Ρωμαίων, και τους έσφαξε, τον ένα με προδοσία, και τον άλλο σε ανοιχτή μάχη». Μπορούμε, λοιπόν, να ισχυρισθούμε, ότι η παραπάνω διήγηση του Γρηγόριου της Τουρώνης είναι ένας ακόμη μύθος, παρόμοιος με αυτόν που διέκρινε ο Bury στην διήγηση της εξορίας του Χιλδέριχου.
Είναι επίσης αξιοπρόσεκτο, το γεγονός, ότι αυτοί που μιλάνε για δημοκρατικές διαδικασίες στον πολιτικό βίο των αρχαίων Γερμανών στηρίζονται και σε αυτά τα δύο χωρία. Στο πρώτο βλέπουν την δυνατότητα εκλογής αρχηγού, παραβλέπουν όμως, ότι αυτή η δυνατότητα περιορίζονταν στα μέλη μιας συγκεκριμένης οικογένειας. Στο δεύτερο βλέπουν κάποια μορφής ισοπολιτεία. Αυτό, όμως είναι υποτιμητικό για την ίδια την έννοια της ισοπολιτείας, καθώς την περιορίζουν στο ίσο δικαίωμα συμμετοχής στη λεία του πολέμου. Και για να μην μακρηγορούμε στηρίζουν τις υποθέσεις τους σε θρύλους.
Άλλη μια ενδιαφέρουσα ιστορία του Γρηγόριου της Τουρώνης είναι αυτή που αφορά την σύζυγό του Χλοτίλδη (Hlodo-hilde=λαμπρή και ευγενής), κόρη του Βουργουνδού ηγεμόνα Χιλπέριχου της Λυών και της Αγριππίνας (ή Caretena), ανιψιά του Γανδοβαύδου (Gundobald) ηγεμόνα στη Βιέννη και στρατηλάτη των Γαλλιών μετά τον θάνατο του Συάγριου, ανιψιά επίσης του Gondesigil της Γενεύης. Σύμφωνα με την ιστορία αυτή ο Γανδοβαύδος επιτέθηκε εναντίον του πατέρα της Χλωτίλδης και τον σκότωσε.
Την μητέρα της έπνιξε σε πηγάδι, ενώ την αδελφή της Χρόνα (Chrona) την έκλεισε σε μοναστήρι. Ο Χλωδοβίκος, ενημερώθηκε για την ομορφιά της Χλωτίλδης και την ζήτησε σε γάμο. Την εποχή εκείνη ήταν ειδωλολάτρης αλλά επηρεάστηκε από την σύζυγό του και βαπτίσθηκε Χριστιανός. Μάλιστα την απόφαση αυτή έλαβε κατά την διάρκεια της μάχης με τους Αλαμανούς στο Τολβίακο. Στην μάχη αυτή οι Φράγκοι αρχικά έχαναν. Στη συνέχεια ο Χλωδοβίκος επικαλέστηκε τον Θεό της συζύγου του και νίκησε.
Έτσι έλαβε την απόφαση να βαπτισθεί στο Καθολικό δόγμα ή Καθολικό Χριστιανισμό. Στη συνέχεια της ιστορίας ο σύζυγος της Χλωτίλδης επιτέθηκε στους Βουργουνδούς και εκδικήθηκε την συμφορά της οικογένειάς της. Αυτή είναι μια πολύ ωραία ιστορία, διαθέτει τραγικά στοιχεία τύπου Αντιγόνης του Σοφοκλή και ευτυχισμένο τέλος, όπως όλα τα Μεσαιωνικά παραμύθια.
Το σπουδαιότερο είναι οι αναφορά στον καθολικό Χριστιανισμό που δεν υπάρχει στον Γρηγόριο αλλά την θεωρούν δεδομένη οι δυτικοί ιστορικοί, θα δούμε παρακάτω γιατί, την αναπαράγουν άκριτα δικοί μας, και είναι όλοι ικανοποιημένοι. Ας δούμε, όμως τι ιστορικά στοιχεία έχουμε:
- Ο τάφος της Καρετίνης βρίσκεται σε εκκλησία της Λυών και αναφέρει ως ημερομηνία θανάτου το 506 μ.Χ. πολύ μεταγενέστερη της χρονικής σειράς που αναφέρεται στον Γρηγόριο.
- Σε συλλυπητήρια επιστολή του επισκόπου Γενεύης Αβίτου προς τον Γανδοβαύδο για τον χαμό της κόρης του, γράφει: «Σε προηγούμενη περίπτωση θρήνησες με απαρηγόρητη λύπη τον χαμό του αδελφού σου και ο κόσμος σου συμπαραστάθηκε στο πένθος». Δεν συνάδει το πένθος και η θλίψη με υποθετική επίθεση και νίκη επί του αδελφού του.
- Οι Βουργουνδοί ήταν αιρετικοί Αρειανοί, πως, λοιπόν, η Χλωτίλδη προέκυψε «καθολική»; Δεν το αμφισβητούμε, αλλά προσπαθούμε να δούμε την αιτία και την πορεία της μεταστροφής αυτής στους κόλπους της αυλής της Βουργουνδίας.
- Η αδελφή της Χλωτίλδης ήταν Κτήτωρ του Αβαείου του Αγίου Βίκτωρ στην Γενεύη, όπου τελικά και μόνασε.
- Η μάχη στο Τολβίακο ενάντια στους Αλαμανούς έγινε το 506 μ.Χ.
Με τον θάνατο του Συάγριου το στρατιωτικό αξίωμα του στρατηλάτη των Γαλλιών (magister militum Galliorum, Wallace-Hadrill, The long-haired kings, sel.170) πέρασε στον Βουργουνδό Γανδοβαύδο, μόνο και μόνο διότι η φυλή αυτή ήταν η μόνη που παρέμεινε πιστή στο ρωμαϊκό ιδεώδες στη Δύση. Επρόκειτο για ολιγάριθμο λαό, όπως και οι Φράγκοι, σε σύγκριση με τους Γότθους γείτονές τους, κυρίως τους Οστρογότθους της Ιταλίας.
Αυτοί είχαν παραμείνει στα εδάφη που τους είχαν παραχωρηθεί από τους Ρωμαίους και βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση, διότι συνόρευαν προς νότο με τους Οστρογότθους του Οδόακρου και στη συνέχεια του Θευδέριχου, ενώ προς Βορρά με πλήθος αναξιόπιστων Γερμανικών φυλών. Η ύπαρξή τους ήταν στενά συνδεδεμένη με την αυτοκρατορία, γι' αυτό στην ιστορία του Γρηγορίου αναφέρονται συχνές αποστολές πρεσβευτών τους στην Κωνσταντινούπολη (πρεσβευτών Ρωμαίων στην υπηρεσία τους).
Για λόγους, λοιπόν, διπλωματίας παρέμενε ο Γανδοβαύδος Αρειανός, ενώ ο πατέρας της Χλωτίλδης Χιλδέριχος με την οικογένειά του ήταν ορθόδοξοι, ίσως και ο Gondesigil. Την ίδια εποχή ο Θευδέριχος προχώρησε σε μια σειρά από επιγαμίες με τους άλλους βάρβαρους ηγεμόνες, προσπαθώντας να φτιάξει έναν κοινό συνασπισμό ενάντια στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Για τον σκοπό αυτό ζήτησε και έλαβε το χέρι της αδελφής του Φράγκου Χλωδοβίκου, Αυδοφλέβας το 495 μ.Χ.
Πάντρεψε την μια κόρη του Αριάγνη ή Οστρογοτθώ με τον διάδοχο των Βουργουνδών Σιγισμούνδο, ενώ την άλλη κόρη του Θευδιχούσα έδωσε στον Αλάριχο Β' των Βησιγότθων. Ο βασιλιάς των Βανδάλων νυμφεύθηκε την αδελφή του Θευδέριχου Αμαλαφρίδα και έλαβε ως προίκα το φρούριο Λιλυβαίο στη Σικελία. Με τις παραπάνω επιγαμίες ένας ισχυρός βαρβαρικός συνασπισμός δημιουργούνταν.
Το 491 μ.Χ. ανέβηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης ο Αναστάσιος, ύστερα από γενική απαίτηση για γνήσιο Ρωμαίο αυτοκράτορα - ο προηγούμενος Ζήνων ήταν Ίσαυρος. Ο Αναστάσιος ήταν οξυδερκής πολιτικός και κατάλαβε, ότι πέρα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το ανατολικό σύνορο της αυτοκρατορίας, το βάρος της πολιτικής του έπρεπε να πέσει στο έλεγχο της Δύσης. Αντιλήφθηκε τις εξελίξεις στις σχέσεις των βαρβάρων και δημιούργησε συμμαχίες για ν' αντιμετωπίσει τον επερχόμενο πόλεμο.
Κατάλαβε, ότι οι ανίσχυροι Βουργουνδοί, αν και πιστοί Φοιδεράτοι, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο για αντιπερισπασμό. Αντίθετα οι Φράγκοι, αν και δεν είχαν επιτύχει τίποτα αξιοσημείωτο μέχρι την εποχή εκείνη, διέθεταν δυναμική και όρεξη για κατακτήσεις, εξαιτίας ακριβώς αυτού του γεγονότος. Επέτρεψε την επίθεση των Φράγκων στην Βουργουνδία (αν δεν την ώθησε), ως τιμωρία της συμμαχίας των δευτέρων με τους Οστρογότθους. Με αυτή του την ενέργεια πέτυχε δύο στόχους.
Πρώτον ξεκίνησε τις επαφές του με τους Φράγκους σε νέα βάση, αναβαθμίζοντας τον ρόλο τους - δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι η πρώτη διπλωματική αποστολή είναι αυτή που περιγράφει ο Γρηγόριος το 508 μ.Χ. στην οποία ο Χλωδοβίκος έλαβε το οφίκιο του ύπατου από τον Αναστάσιο, αντίθετα ήταν το επισφράγισμα των επιτυχημένων επαφών τους - και δεύτερον διέλυσε τις ψευδαισθήσεις των Βουργουνδών για βοήθεια από τους Οστρογότθους.
Πραγματικά, ο Θευδέριχος, σε μια επίδειξη κοντόφθαλμης πολιτικής, άφησε να διαρραγούν οι σχέσεις του με τον Γανδοβαύδο, εξαιτίας των βλέψεών του για την Προβηγκία που βρίσκονταν στα χέρια του δευτέρου. Ο Χλωδοβίκος κατέστησε τους Βουργουνδούς συμμάχους αυτού και του Αναστάσιου και επισφράγισε αυτή την συμμαχία με τον γάμο του με την ανιψιά του Γανδεβαύδου Χλωτίλδη, με την νίκη του στην μάχη της Dijon το 500 μ.Χ.
Ενδέχεται στη μάχη αυτή ο Γανδοβαύδος να ήταν μόνος του και ο αδελφός του να βοήθησε τους Φράγκους, όπως αναφέρει και ο Γρηγόριος, όχι λόγω προδοσίας, αλλά κυρίως επειδή δεν είχε κανένα όφελος από την συμμαχία του Γανδοβαύδου με τον Θευδέριχο, αντίθετα παρέμεινε πιστός στον Αναστάσιο.
Έτσι ο Αναστάσιος αναδιαμόρφωσε τον χάρτη των συμμαχιών στην Δύση. Ταυτόχρονα έκλεισε ειρήνη με τους Πέρσες στην Ανατολή και προετοιμάζονταν για την επίθεση των Οστρογότθων στα εδάφη του. Η αφορμή ήταν το δυτικό Ιλυρικό (Πανονία). Στην περιοχή αυτή είχαν εγκατασταθεί οι Γήπαιδες ολιγάριθμος βαρβαρικός λαός την τελευταία δεκαετία του Ε' αι. Η πρωτεύουσα της περιοχής, το Σίρμιο, είχε δοθεί στον ανατολικό αυτοκράτορα από τον Βαλεντιανό το 437 μ.Χ. (την εποχή εκείνη υπήρχαν δύο αυτοκράτορες).
Το 504 μ.Χ. οι Οστρογότθοι επιτέθηκαν στην επαρχία αυτή με αρχηγό τον κόμητα Πίτζα, κατέλαβαν το Σίρμιο και έδιωξαν τους Γήπαιδες. Πάτησαν το πόδι τους στην χερσόνησο του Αίμου, μεταβάλλοντας επικίνδυνα τις ισορροπίες εκεί. Από την Κωνσταντινούπολη στάλθηκε ο στρατηγός του Ιλλυρικού Σαβινιανός για να τους διώξει. Στην μάχη που δόθηκε στις όχθες του Μάργου ο Πίτζας νίκησε κατά κράτος τους Ρωμαίους, αλλά ο Θευδέριχος τον ανακάλεσε και προσπάθησε να κλείσει ειρήνη με τον Αναστάσιο, ο οποίος αρνήθηκε.
Τι είχε γίνει; Την ίδια εποχή οι Φράγκοι επικράτησαν των Αλαμαννών στην μάχη του Τολβίακου. Οι τελευταίοι υποχώρησαν στα εδάφη των Οστρογότθων για προστασία. Ο Χλωδοβίκος απαίτησε από τον Θευδέριχο να του επιτρέψει να τους καταδιώξει και αυτός αρνήθηκε. Τότε οι Φράγκοι εισέβαλαν στην επικράτεια των Οστρογότθων με αποτέλεσμα την ανάκληση του Πίτζα. Οι βλέψεις, όμως των Φράγκων δεν ήταν στην Ιταλία, αλλά στις κτήσεις των Βησιγότθων στην Γαλατία.
Με αφορμή τις διώξεις των Αρειανών κατά των Ορθοδόξων, ο Χλωδοβίκος επιτέθηκε εναντίον τους και με τη βοήθεια των Βουργουνδών τους νίκησε στη μάχη του Βουαγιέ κοντά στην πόλη Πικτάβων. Ο Αλάριχος Β' βρήκε το θάνατο από τα χέρια του Φράγκου βασιλιά. Στην επικράτειά του περιήλθε η Τουλούζη. Οι Βουργουνδοί κατέλαβαν την Αρελάτη, την Σεπτιμανία και προχώρησαν προς την Ναρβώνη. Ο Θευδέριχος για να σώσει του Βησιγότθους που κατέρρεαν επιτέθηκε στην Προβηγκία και κατέλαβε την Μασσαλία, που ανήκε στους Βουργουνδούς.
Φράγκοι και Βουργουνδοί ηττώνται από τον Ίββα μπροστά στο πολιορκημένο Αρελάτο με βαριές απώλειες (Ιούνιος 508 μ.Χ.). Τότε ο Αναστάσιος για να σώσει τους συμμάχους του προβαίνει στην πρώτη απελευθερωτική προσπάθεια στην Ιταλία. Στέλνει 200 πλοία στον Τάραντα στον Νότο της Χερσονήσου. Οι ελπίδες που είχε ο Θευδέριχος, ότι ο γαμπρός του Θρασαμούνδος των Βανδάλων θα τον βοηθούσε από την βάση που διέθετε στη Σικελία διαψεύστηκε. Οι Βάνδαλοι ήταν οι μόνοι βάρβαροι που διέθεταν στόλο, αλλά παρέμειναν στην επιδεικτική τους ουδετερότητα, απολαμβάνοντας τα πλούτη που τους προσέφερε η ρωμαϊκή Βόρεια Αφρική, υλικά και πνευματικά.
Μάλιστα, σε μια κίνηση καλής θέλησης προς τους Ρωμαίους ο Θρασαμούνδος σταμάτησε τους διωγμούς των Ορθοδόξων στις περιοχές του και έλαβε τον τίτλο του «φίλου» του Αναστάσιου. Αυτή η ουδετερότητα των Βανδάλων, οι οποίοι προνόησαν και δεν επιτέθηκαν σε τόσο υπερμεγέθη στόλο, άφησε τους Ρωμαίους μόνους κύριους της Μεσογείου. Και σ' αυτό το σημείο η στρατηγική του Αναστάσιου κρίνεται επιτυχής.
Οι θαλάσσιες οδοί της αυτοκρατορίας έμειναν ανοικτές σε όλοι τη Μεσόγειο και στα επόμενα χρόνια οι ενέργειες των ανατολικών προς δυσμάς θα γίνονταν ευχερέστερα δια θαλάσσης. Άξια, λοιπόν, η παραπάνω κίνηση χαρακτηρίστηκε ως η πρώτη απελευθερωτική της Δύσης, καθότι απάλλαξε την θαλάσσια επικράτεια από τους ανταγωνιστές.
Ο Θευδέριχος προσπάθησε να δημιουργήσει καινούργιες συμμαχίες. Πάντρεψε την ανιψιά του Αμαλαβέργα με τον Ερμενέφριδο των Θουρίγγιων και προσεταιρίστηκε τον Ερούλο Ροδούλφο. Δυστυχώς γι' αυτόν η τακτική αυτή δεν απέδωσε. Οι Ερούλοι ηττήθηκαν από τους Λογγοβάρδους (=μακρυγένιδες) και κατέφυγαν για προστασία στα εδάφη της αυτοκρατορίας μαζί με του Γήπαιδες. Εκεί υποτάχθηκαν και εντάχθηκαν ως το 512 μ.Χ. Έτσι τελείωσε ο πανβαρβαρικός Ευρωπαϊκός αυτός πόλεμος.
Μέσα σ' αυτό το χρονικό πλαίσιο και υπό την σκιά των εξελίξεων συνέβησαν δύο γεγονότα καθοριστικά για την εξέλιξη της Δύσης. Το πρώτο αφορά την μεταστροφή του Χλωδοβίκου στον Χριστιανισμό και το δεύτερο την αποστολή πρεσβείας από την Κωνσταντινούπολη στην Τουρώνη, που προσκόμισε και απέδωσε στον Φράγκο ηγεμόνα τον τίτλο του ύπατου. Τα δύο αυτά περιστατικά δεν μπορούν να ειδωθούν ανεξάρτητα μεταξύ τους, αλλά οπωσδήποτε το πρώτο πρέπει να ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για το δεύτερο, καθώς η αυτοκρατορία δεν θα μπορούσε να δεχθεί ως υψηλό τιτλούχο της έναν ειδωλολάτρη.
Συνάμα η αποδοχή του Χριστιανισμού από τον Χλωδοβίκο τον καθιστούσε τον μόνο Ορθόδοξο βάρβαρο ηγεμόνα, σε μια περίοδο που όλοι οι υπόλοιποι ήταν Αρειανοί. Οι Ορθόδοξοι υπήκοοί του θα τον αποδέχονταν ευκολότερα, εφόσον είχε την ίδια πίστη με αυτούς. Από την άλλη δημιουργούσε τα ερείσματα και τις προϋποθέσεις για να επεμβαίνει δυναμικά στις υποθέσεις τον γειτόνων του και να εμφανίζεται ως υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και προστάτης των διωκόμενων Ορθοδόξων από τους διώκτες τους Αρειανούς, Βησιγότθους και Οστρογότθους.
Όταν με τον στρατό του έφθασε στα σύνορα της χώρας του με την επικράτεια των Βησιγότθων στον ποταμό Λίγηρα φέρεται να είπε: «Το φέρω κατάκαρδα που αυτοί οι Αρειανοί κατέχουν μέρος της Γαλατίας. Ας πάμε με την βοήθεια του Θεού να τους κατακτήσουμε και να φέρουμε την χώρα υπό τον έλεγχό μας». Λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας επέβαλλαν στον Χλωδοβίκο να ασπαστεί τον Χριστιανισμό.
Για την ημερομηνία της βαπτίσεώς του έχουν προταθεί διάφορες ημερομηνίες κατά καιρούς από διάφορους ιστορικούς. Ενδεικτικά αναφέρουμε την πρόταση του J.B. Bury για το 496 μ.Χ., την οποία ακολουθούν οι Wallace-Hadrill και H. Davis, την πρόταση τη Αικ. Χριστοφιλοπούλου για το 494 μ.Χ. και του Τηλ. Λουγγή για τα Χριστούγεννα του 506 μ.Χ. Αν δεχθούμε την συνάρτηση των γεγονότων (γάμος με την Χλωτίλδη το 500 μ.Χ. νίκη επί των Αλαμαννών στο Τολβίακο το 506 μ.Χ.) όπως προκύπτει από την ιστορία του Γρηγορίου και περιγράφηκε παραπάνω με τις χρονολογήσεις του Τ. Λουγγή, τότε τα Χριστούγεννα του 506 μ.Χ. είναι η επικρατέστερη άποψη.
Η βάπτιση έγινε στον καθεδρικό ναό της Ρεμ από τον επίσκοπο της πόλης Ρεμίγγιο. Κατά την διάρκεια της τελετής αυτός είπε στον Χλωδοβίκο: «Κλίνον τον αυχένα Σικαμβρέ˙ Λάτρεψε εκείνα που έκαψες, κάψε εκείνα που λάτρευες». Μαζί του βαπτίσθηκαν και 3000 από τους επιφανείς ομοεθνείς του.
Ζήτημα δημιουργείται από την χρήση του όρου «καθολικό δόγμα» ή «καθολικός Χριστιανισμός» για την έκφραση του δόγματος, στο οποίο πίστεψε ο Χλωδοβίκος. Την χρήση του επιθέτου «καθολικός» βρίσκουμε στην οριστική διατύπωση του Πιστεύω μετά την συμπλήρωσή του από την Β' Οικουμενική Σύνοδο το 451 μ.Χ. ως εξής «Εις μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν».
Το ίδιο επίθετο βρίσκουμε και σε κείμενα Αποστολικών Πατέρων από τα τέλη του Α' κιόλας αιώνα. Ως παραδείγματα αναφέρουμε την επιστολή του Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας Σμυρναίοις, η οποία γράφτηκε καθ' οδόν προς την Ρώμη, όπου και μαρτύρησε: «Όπου αν φανή ο επίσκοπος, εκεί το πλήθος έστω˙ ώσπερ όπου αν ή Χριστός Ιησούς, εκεί η Καθολική Εκκλησία». Στο Μαρτύριο του Πολυκάρπου, XVI.2 που εστάλη από την Εκκλησία των Σμυρναίων στο Φιλομήλιο της Φρυγίας γράφει: «ων εις και ούτος γεγόνει ο θαυμασιώτατος μάρτυς Πολύκαρπος, εν τοις καθ' ημάς χρόνοις, διδάσκαλος αποστολικός και προφητικός γενόμενος, επίσκοπος της εν Σμύρνη Καθολικής Εκκλησίας».
O Άγιος Κλήμης Αλεξανδρείας στους λόγους του Προς Στρωματείς λέει: «Ότι μεταγενεστέρας της Καθολικής Εκκλησίας τας ανθρωπίνας συνηλύσεις (διαβούλια) πεποιήκασιν, ου πολλών δε λόγων». Αυτό που διαπιστώνουμε από την ανάγνωση των παραπάνω παραδειγμάτων αλλά και από το Πιστεύω, είναι ότι το επίθετο «καθολικός» προσδιορίζει την Εκκλησία και όχι το δόγμα. Μιλάμε για Καθολική Εκκλησία και όχι για καθολικό δόγμα ή Χριστιανισμό.
Και πως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί Καθολικό το Χριστιανικό Δόγμα, όταν η ύπαρξη και μόνο των Αιρέσεων αμφισβητεί αυτή την Καθολικότητα. Αντίθετα η Εκκλησία που πρεσβεύει και διαφυλάττει το Ορθό δόγμα (Ορθοδοξία), την πίστη των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων Οικουμενικών Συνόδων μέχρι την εποχή που μελετάμε, δύναται να είναι Καθολική, εφόσον εξαπλώθηκε σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο. Αυτή την σημαντική διαφοροποίηση τείνουν να την παραβλέπουν μερικοί από τους δυτικούς ιστορικούς και μιλούν για Καθολικό δόγμα αντί για Καθολική Εκκλησία, αναφερόμενοι σε μια εποχή που κάτι τέτοιο δεν υπάρχει.
Το λεγόμενο Ρωμαιοκαθολικό δόγμα, αυτό το συμπίλημα των Αιρέσεων θα εμφανιστεί πολύ αργότερα, μετά τον ΙΑ' αι. και την κατάληψη της Αγίας Έδρας από τους Γερμανούς επισκόπους. Αυθαιρετούν, λοιπόν, όσοι προσπαθούν να μεταφέρουν την μεταγενέστερη ορολογία στην εποχή αυτή, σκόπιμα, είτε μιλώντας για Καθολικό Δόγμα με συνειρμικές προεκτάσεις, είτε απ' ευθείας για Καθολικισμό. Το ορθό είναι ότι ο Χλωδοβίκος βαπτίσθηκε στο Ορθόδοξο Δόγμα και έγινε μέλος της Καθολικής εκκλησίας. Αυτό ακριβώς γράφει και ο Αγαθίας Σχολαστικός στις Ιστορίες του: «Χριστιανοί γαρ άπαντες τυγχάνουσιν όντες (οι Φράγγοι) και τη ορθοτάτη χρώμενοι δόξη».
Για να καλυφθεί αυτή η ιστορική αδυναμία επινοήθηκε ένα «Σχίσμα» στην «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία», ώστε να διαφοροποιηθεί η Εκκλησία της Ρώμης από την αδελφή Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης με αφορμή το «Ενωτικό» του Ζήνωνα. Με αυτό τον τρόπο προσπάθησαν να δημιουργήσουν Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πριν από τον ΙΑ' αι. και υποστήριξαν ότι σε αυτήν την τεχνητά αποστασιοποιημένη Εκκλησία εισήλθε ο Χλωδοβίκος και οι Φράγκοι.
Αυτό το ψέμα στηρίχθηκε στην εσφαλμένη απόδοση της εκκλησιαστικής ορολογίας της εποχής. Τι εννοούμε; Στην επιστολή Νο 46 του επισκόπου Βιέννης Άλκιμου Εκδίκιου Άβιτου προς τον Βασιλιά Χλωδοβίκο με αφορμή την βάπτισή του διαβάζουμε: «Αυτοί που επιδιώκουν τα διάφορα σχίσματα, με τις δικές τους γνώμες, διαφορετικής φύσης και πολλές σε αριθμό, αλλά όλες άδειες από την αλήθεια...». Επίσης στην επιστολή Νο 31 προς τον βασιλιά των Βουργουνδών γράφει: «και καθώς επικρατούμε στον εχθρό περισσότερο απ' ότι τον πείθουμε, ο αριθμός και των δύο, σχισμάτων και σχισματικών, μειώνεται».
Και στις δυο αυτές περιπτώσεις οι όροι «Σχίσμα» και «Σχισματικός» έχουν τις έννοιες «Αίρεση» και «Αιρετικός» αντίστοιχα. Για την Ορθόδοξη εκκλησιαστική ιστορία και την παραδοσιακή Ελληνική ιστοριογραφία υπάρχει μόνο ένα σχίσμα, αυτό του 1054 μ.Χ. Αν, λοιπόν, θέλουμε να ερμηνεύσουμε τα εκκλησιαστικά γεγονότα της υπό εξέτασιν εποχής, θα πρέπει να ανατρέξουμε στην επιρροή που είχε ο Αρειανός Οστρογότθος Θευδέριχος στην Εκκλησία της Ρώμης και στην πολιτική που άσκησε, με σκοπό να την αποκόψει από την Κωνσταντινούπολη.
Το «Ενωτικό» ήταν η πρόφαση που ζητούσε για να διαταράξει τις σχέσεις των δύο εκκλησιών. Για τις επιστολές του Άβιτου πολύ χρήσιμη η έκδοσή τους από τους Danuta Schanzer & Ian Wood, Liverpool University Press 2002, ep31, ep.46. Για την εκκλησιαστική πολιτική του Θευδέριχου J.B. Bury, History of the later Roman Empire, Νέα Υόρκη 1958.
Η μαζική προσχώρηση των Φράγκων στην Ορθοδοξία ήταν το τελευταίο βήμα τους για την είσοδο στη Ρωμαϊκή ιεραρχία. Όπως περιγράφει ο Γρηγόριος, ο Χλωδοβίκος επέστρεψε στην Τουρώνη μετά την νίκη του επί των Βησιγότθων. Εκεί τον ανέμενε μια αντιπροσωπεία από την Ανατολή και του απένειμε τον τίτλο του ύπατου μαζί με την πορφύρα και το διάδημα. Στη συνέχεια ο Φράγκος ηγεμόνας έφιππος μετέβη από τη βασιλική του Αγίου Μαρτίνου στην βασιλική του Αγίου Γρατιανού, σκορπώντας νομίσματα. Η αλήθεια είναι ότι αυτή είναι η μόνη βεβαιωμένη αναφορά που έχουμε για συνάντηση ρωμαϊκής αντιπροσωπείας με τον Χλωδοβίκο.
Αυτό, όμως, μπορεί να οφείλεται στο ότι το κείμενο του Γρηγορίου είναι και η πρώτη κοντά στα γεγονότα ιστορία αυτής της φυλής. Βασιζόμαστε δηλαδή στη δική του πληροφόρηση, η οποία δεν είναι και σύγχρονη της εποχής του Χλωδοβίκου. Έπειτα, αν αναλογισθούμε, ότι μέχρι την ημέρα της συνάντησης, επίσημοι φορείς της αυτοκρατορικής πολιτικής στη Δύση ήταν οι Βουργουνδοί, οι οποίοι με την αλλαγή της στάσης του Αναστάσιου υπέρ των Φράγκων χάνουν τα προνόμιά τους, καταλαβαίνουμε γιατί τέτοιες συναντήσεις έπρεπε να κρατηθούν μυστικές.
Οι Βουργουνδοί δεν έπρεπε να γνωρίζουν ότι υπήρχε αλλαγή του κλίματος στη Δύση και ότι οι Φράγκοι θα τους υποσκέλιζαν στην προτίμηση των Ρωμαίων, διότι κάτι τέτοιο μπορούσε να τους στρέψει σε συμμαχία με τους Οστρογότθους, σε μια στιγμή, που η συμμετοχή τους στον πόλεμο στο πλευρό της αυτοκρατορίας ήταν απαραίτητη. Συνεπώς όποιες επαφές μπορεί να έγιναν, δεν μαθεύτηκαν.
Και η συνάντηση την οποία γνωρίζουμε έχει χαρακτήρα ανταμοιβής προς τους συμμάχους (Φράγκους) που πέτυχαν τους στόχους, οι οποίοι τους ανατέθηκαν. Το 517 μ.Χ. ο βασιλιάς των Βουργουνδών Σιγισμούνδος βαπτίστηκε Ορθόδοξος, ίσως σε μια προσπάθεια να κερδίσει την χαμένη εύνοια της Κωνσταντινούπολης, αλλά δεν έγινε μαζική προσχώρηση στην Ορθοδοξία, όπως είχαν κάνει οι Φράγκοι. Φαίνεται απίθανο να έστειλε ο Αναστάσιος την πορφύρα και το διάδημα στον Χλωδοβίκο. Αυτά ήταν τα αυτοκρατορικά σύμβολα.
Ο τίτλος του υπάτου είναι ότι πιο ρεαλιστικό μπορούμε να υποθέσουμε. Επίσης αν αναλογιστούμε ότι οι ηγεμόνες των Φράγκων ήταν ακόμη αρχηγοί της φυλής και όχι πραγματικοί Βασιλιάδες, τότε η ανακήρυξη του Χλωδοβίκου σε rex francorum είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση την ταυτόχρονη αναγνώρισή του από την Ρωμαϊκή αυλή. Το ίδιο καταθέτει και ο Wallace-Hadrill και το στηρίζει στον Προκόπιο, ο οποίος γράφει στην Ιστορία των Πολέμων ότι οι Φράγκοι ποτέ δεν πίστευαν ότι κατέχουν τη Γαλατία με ασφάλεια μέχρι ο αυτοκράτορας να αναγνωρίσει τον τίτλο τους.
Ο ιστορικός αυτός θεωρεί ότι ο τιμητικός τίτλος του Χλωδοβίκου δεν μπορούσε να υπερβαίνει αυτόν του Βουργουνδού Βασιλιά Γανδοβαύδου (πατρίκιος), εμείς, όμως γνωρίζουμε, ότι οι τίτλοι αυτοί δεν ήταν μοναδικοί, ούτε αναντικατάστατοι. Εξάλλου ο Θευδέριχος έφερε τιμητικό Ρωμαϊκό τίτλο και ίσχυε στην επικράτειά του. Δεν πρέπει, λοιπόν, να περιμένουμε ακρίβεια στην αυλική εθιμοτυπία, στις περιπτώσεις απονομών στους βάρβαρους, εφόσον αυτές οι απονομές έπονταν των κατακτήσεων ρωμαϊκών εδαφών και σκοπό είχαν την υπαγωγή τους στην εξουσία του αυτοκράτορα, διπλωματική σίγουρα και όχι ως άμεση υποτέλεια.
Η αξία τους και η ισχύ τους δεν βασιζόταν στην δύναμη των Ρωμαϊκών όπλων, αλλά στην πολιτική παράδοση της εποχής. Οι τίτλοι ήταν περιζήτητοι από τους βάρβαρους ηγεμόνες που τους χρειαζόταν για να εξουσιάζουν Ρωμαϊκούς πληθυσμούς. Ο αυτοκράτορας από την πλευρά του τους απένειμε, καταφέρνοντας με αυτόν τον τρόπο να επηρεάζει την διοίκηση στα δυτικά εδάφη, προς όφελος των Ορθοδόξων Χριστιανών. Έμενε έτσι ο προστάτης τους, άσχετα αν δεν ήταν ο άμεσος επικυρίαρχος.
Εδώ υπάρχει ένα λεπτό σημείο. Οι Φράγκοι συνεργάσθηκαν με την αυτοκρατορία και βγήκαν κερδισμένοι. Η αυτοκρατορία από την πλευρά της μέσω των Φράγκων άσκησε την δική της πολιτική στη Δύση. Αυτό το καταλάβαιναν οι βάρβαροι ηγεμόνες και ήξεραν, ότι όσο ισχυροί και αν ήταν δεν μπορούσαν να κυβερνήσουν Ρωμαίους χωρίς την έγκρισή της. Η Κωνσταντινούπολη είτε με δικά της στρατεύματα, είτε με τη χρήση άλλων μισθοφορικών φυλών (με αντάλλαγμα τα κερδισμένα εδάφη, τίτλους, και χρήματα) θα τους έδιωχνε.
Στην απλούστερη περίπτωση μπορούσε να εκθρονίσει ισχυρούς ηγεμόνες, όπως τον Οδόακρο. Όλα αυτά εμείς σήμερα τα λέμε «Βυζαντινή διπλωματία» και ήταν πετυχημένη τακτική για αιώνες. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ο Χλωδοβίκος, ένας ασήμαντος φύλαρχος στην αρχή της καριέρας του, αποδέχθηκε τον τίτλο που του αποδόθηκε και έγινε έτσι έμμεσα υποτελής του αυτοκράτορα.
Αυτό μερικοί παλαιότεροι δυτικοί ιστορικοί, μέσα στην εθνική τους έπαρση, δεν μπόρεσαν να το αντιληφθούν και ωρύονταν: «Πρωτίστως, εκπλησσόμαστε, όταν πετυχημένοι πολεμιστές και ισχυροί βασιλείς, όπως ο Κλόβης (Χλωδοβίκος), ο Πεπίνος (του Ερσιτάλ) και ο ίδιος ο Καρλομάγνος καταδέχονταν να δεχθούν τέτοιες κενές τιμές από τα χέρια των άθλιων ευνουχισμένων μοναρχών της Ανατολής». Οι ιστορικοί αυτοί δεν λαμβάνουν υπόψη τους, ότι οι Βασιλείς εκείνοι ζούσαν την οικουμενική συγκυρία της εποχής τους.
Ειδικά ο Χλωδοβίκος αντιλαμβάνονταν ότι γενεσιουργός αιτία του κράτους του ήταν η αυτοκρατορική πολιτική και στήριγμα της διοίκησης αυτού, οι Ρωμαϊκή βοήθεια (κρατικοί υπάλληλοι, αλλά κυρίως επίσκοποι). Όσο η αυτοκρατορία χρειαζόταν την βοήθειά τους, αυτοί άκμαζαν. Όταν η αυτοκρατορία ανέλαβε αυτοπροσώπως την διαχείριση της Δύσης, μετά τις απελευθερώσεις εδαφών επί Ιουστινιανού, οι Φράγκοι βασιλείς παρήκμασαν, τόσο πολύ, ώστε καταγράφηκαν στην Ιστορία ως «Νωθροί Βασιλείς» (Ιdle Κings στην Αγγλόφωνη βιβλιογραφία).
Ο Χλωδοβίκος, ως ένδειξη αποδοχής της επικυριαρχίας του αυτοκράτορα, χάραξε την μορφή του Αναστάσιου στα νομίσματα της επικράτειάς του. Το ιδιαίτερο σημείο αυτής της αποδοχής είναι ότι ο Βασιλιάς των Φράγκων, με την είσοδό του στην Ρωμαϊκή ιεραρχία, ήταν υποκείμενος των εξελίξεων αυτής. Κανένας προβιβασμός, καμιά ανάδειξη σε υψηλότερο αξίωμα δεν μπορούσε να γίνει, χωρίς την έγκριση του ανώτατου άρχοντα της Κωνσταντινούπολης. Ο Χλωδοβίκος πέθανε το 511 μ.Χ. σε ηλικία 45 χρονών. Το κράτος του μοιράστηκε στους τέσσερις γιούς του:
α) Χιλδεβέρτο (Hilde-bert=λαμπρός πολεμιστής, Childebert A') στο Παρίσι,
β) Χλωδομερο (Hlodo-mer=ξακουστός βασιλιάς, Clodomir) στην Ορλεάνη,
γ) Κλοθάριο (Hlot-her=γενναιό-τερος,Clotaire) στη Σουασσόν,
δ) Θεοδέριχο (Theode-rik=εξαίσιος μονάρχης,Thierry) στην Μετζ.
Η επικράτεια διαιρέθηκε σταδιακά σε δυο μεγάλα διοικητικά τμήματα την Αυστρασία (Oster-Rike= Ανατολική Μοναρχία) και την Νευστρία (Nioster-Rike=όχι Ανατολική δηλ. Δυτιική Μοναρχία). Το 523 μ.Χ. οι Χλωδόμερος και Θεοδέριχος επιτέθηκαν στους Βουργουνδούς και κατέλαβαν την χώρα τους. Ο Χλωδόμερος σκοτώθηκε στην μάχη.
Επιγραμματικά αναφέρουμε ότι σημαντικός βασιλιάς της δυναστείας αυτής υπήρξε ο Δαγοβέρτος Α' (628-638) που επέκτεινε την χώρα του και ένωσε τη χώρα των Βάσκων (Gascony) με αυτήν. Την εποχή του Κλαθάριου Β' (584-629) κάνουν την εμφάνισή τους οι Μαγιορδόμοι (major-domus) ανώτεροι αυλικοί με αυξημένες αρμοδιότητες, στους οποίους περνά σταδιακά η διοίκηση του Βασιλείου. Οι Βασιλείς περιορίζονται σε διακοσμητικό ρόλο και αυτό που τους κρατά στην εξουσία μέχρι το 751 μ.Χ. είναι η αφοσίωση των Leudes(=πιστοί, αφωσιομένοι) στην δυναστεία καθ' εαυτή.
Την εποχή του Δαγοβέρτου Α' επιφανής Μαγιορδόμος είναι ο Πεπίνος ο Πρεσβύτερος (Pepin-de-Landen), του οποίου απόγονοι είναι οι Καρολίδες. Τελευταίος βασιλιάς της δυναστείας ήταν ο Χιλδέριχος Β' (742-751). Αυτός ανατράπηκε από τον Πεπίνο του Εριστάλ, πατέρα του Κάρλομάγνου.
(ΜΕΡΟΣ Α')
* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Β' - ΜΕΡΟΣ Γ'
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου