ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ 15ου ΑΙΩΝΑ
Κατά την κρίσιμη μάχη της Άγκυρας (1402), πολλοί από τους Τουρκμάνους πολεμιστές του Οθωμανού Σουλτάνου Γιλντιρίμ Μπεγιαζίτ (Μπαγιαζίτ ο Κεραυνός) συνειδητοποιούν ότι ο ηγέτης τους, όχι μόνο δεν είναι γνήσιος γόνος της ονομαστής Ογούζικης φυλής των Καγί, όπως ήταν ο πάγιος ισχυρισμός του οίκου των Οθωμανών, αλλά αντιθέτως έχει μετατραπεί σε τυπικό μονάρχη Ρωμέικου τύπου. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια από τις θυγατέρες του Μπαγιαζίντ, η Ερχοντού (Αρχοντώ), έχει Ελληνικό όνομα, ενώ και ένας από τους γιους του, ο Γιουσούφ, θα γίνει Χριστιανός ως "Δημήτριος"...
Οπότε σημειώνονται μαζικές αυτομολήσεις Τουρκμάνων ("πολύ" ή γνήσιοι Τούρκοι) προς τις ορδές του Ταμερλάνου, ο οποίος έτσι κατασυντρίβει, αιχμαλωτίζει και κλείνει σε κλουβί τον έως πρότινος πανίσχυρο Μπαγιαζίτ. Μέχρι το 1413, που τελικά θα εδραιωθεί ως Σουλτάνος ο Σεχζαντέ Μεχμέτ Τζελεμπή (πρίγκηπας Μωάμεθ ο Ευγενής), εξορμώντας από την Αμάσυα (Αμάσεια). Η Οθωμανική εξουσία θα διεκδικηθεί λυσσαλέα και από άλλους γιους του Μπαγιαζίτ Α', και συγκεκριμένα τον Σουλεϊμάν Τζελεμπή (Ευγενής Σολομών), φέρελπι Σουλτάνο, που μάλιστα αναγνωρίζει την επικυριαρχία του βασιλιά Αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγου.
Δρα με έδρα την οθωμανική πρωτεύουσα, Εντιρνέ (Αδριανώ Αδριανούπολη), διεκδίκηση θα γίνει και από τους, Ισά Τσελεμπή με έδρα στην πρωτεύουσα του Καρασί, Μπαλικεσίρ (Παλαιόκαστρο), και τον Μουσά Τζελεμπή με έδρα στην παλαιά πρωτεύουσα, Μπούρσα (Προύσα). Κατά παράδοξο τρόπο, κατά το τελικό στάδιο των αναμετρήσεων, δυνάμεις του Σεχζαντέ Μεχμέτ προστατεύουν τη Σταμπόλη του Μανουήλ Β' Παλαιολόγου, από τις δυνάμεις του Σεχζαντέ Μουσά, που επιχειρούν να την κατακτήσουν.
Η δυναστεία των Οσμανλιδών θα επιβιώσει της έριδας αυτής, και θα ξανασαρώσει τους λαούς της Ρουμ Ιλί (εξού και Ρούμελη, η Ευρωπαϊκή Ρωμανία) και της Μπιλάντ αρ Ρουμ (Ασιατική Ρωμανία, η Ανατολία). Όμως δεν θα ξανατολμήσει ν'αποκοπεί από την Τουρκική κληρονομιά της. Όπως θα διεκδικεί την πρωτοκαθεδρία στο (Σουνίτικο) Ισλάμ, έτσι θα διεκδικεί και την ηγεμονία ανάμεσα στα Τουρκικά έθνη, μαχόμενη με πάθος δυναστείες γνησιότερα Ογουζικές, όπως οι Ακ Κογιουνλού και οι Σαφαβίδες.
Και φυσικά θ'αποσιωπήσει το ότι κάποτε καμάρωνε ισχυριζόμενη ότι κατάγεται εξίσου από το Ογουζικό γένος του Καγί Αλπ, όσο κι από τον Ελληνικό οίκο του άρχοντα Ιωάννη Κομνηνού Τζελέπη (Ευγενής). Πάντως το 1416 - 1420, ξεσπά θρησκευτική, αλλά και κοινωνική, εξέγερση με ηγέτη έναν πρώην αξιωματούχο του εκλιπόντος Οθωμανού διεκδικητή Μουσά μπέη, τον Ελληνικής καταγωγής Σεΐχη Μπεντρεντίν Σιμαβνάογλου. Οι επαναστάτες ξεσηκώνουν μεγάλες περιοχές στην Ασιατική πλευρά του Αιγαίου, απαιτώντας Αδελφότητα και Δικαιοσύνη. Όμως το κίνημά τους, τελικά, καταπνίγεται από το Σουλτάνο Μεχμέτ Α΄τον Κυρίτζη (ως γιος του "κύρη" Μπαγιαζίτ).
Πραγματοποιείται η Σύνοδος της Κωνσταντίας (1414 - 1418), που οργανώνει ο Αυτοκράτωρ των Γερμανών και βασιλεύς Ουγγαρίας, ο Τσεχο-Γερμανός Σιγισμούνδος των Λούξεμπουργκ (1410 - 1437) για ν'αποκατασταθεί η ενότητα και η τάξη της Δυτικής Εκκλησίας, αλλά και να διασφαλιστεί το κύρος της, που αμφισβητείται ανοικτά, είτε από αιρετικούς, είτε και από ομοδόξους θεολόγους, που καλούν για ριζική Μεταρρύθμιση, ως προπομποί των Διαμαρτυρομένων / Προτεσταντών του επομένου αιώνα.
Κατά τη διάρκεια της Συνόδου κατακρίνεται η αναγκαιότητα ύπαρξης της Παπικής εξουσίας, ενώ αμφισβητείται και η αναγκαιότητα του Σχίσματος με την αδελφή Εκκλησία της Ανατολής. Άλλωστε, σταδιακά οι Πάπες αρχίζουν να λογίζονται σχεδόν ως κοσμικοί άρχοντες, ενοχλητικοί και αυτοδίκαιοι που δεν εννοούν να μην χώνονται στις υποθέσεις των άλλων, εύποροι αλλά ξιπασμένοι πρίγκηπες που τουλάχιστον προωθούν την καλλιτεχνική Αναγέννηση (με αποκορύφωμα π.χ τους φιλότεχνους Ιούλιο Β' τον Τρομερό. Με μητέρα Γραικικής καταγωγής Θεοδώρα Μανερόλο, ονομάστηκε "πάπα τερρίμπιλε" για την ιδιαιτέρως ενεργό κυρίαρχη πολιτική του και Λέοντα Ι' εκ του ονομαστού φιορεντίνικου οίκου των Μεδίκων).
Εν τούτοις, στη Σύνοδο της Κωνσταντίας τελικά φιμώνονται οι προοδευτικές φωνές ανθρώπων όπως ο Άγγλος Τζον Ουίκλιφ και ο Τσέχος Γιαν Χους, ο οποίος δελεάζεται να παραστεί στη σύνοδο για να εκθέσει τις θέσεις του, μονάχα για να δικαστεί και να καταδικαστεί επιτόπου. Έτσι ενώ αναιρείται το χάλι της ύπαρξης τριών αρχηγών της Καθολικής Εκκλησίας με Πάπες σε Αβινιόν, Ρώμη και Πίζα, η εκτέλεση του Γιαν Χους στην πυρά με απόφαση της Συνόδου το 1415, τρόπον τινά ανοίγει και το "κουτί της Πανδώρας" για τα χειρότερα που έπονται:
- Διαιρώντας εκ νέου τη Δυτική Χριστιανοσύνη.
- Εισάγοντας το κλίμα εμπάθειας μέσα στο οποίο θα γιγαντώσει η Μεταρρύθμιση σε λίγες δεκαετίες.
- Προκαλώντας αλλεπάλληλες συρράξεις σε Βοημία, Μοραβία, Πολωνία και λοιπή Ανατολική Ευρώπη.
- Αποσταθεροποιώντας τα ανερχόμενα κράτη αυτής της περιοχής.
- Εξουθενώντας το κύρος του Σιγισμούνδου και της Αυτοκρατορίας του.
- Αφήνοντας τη Ρωμέικη Τουρκία που στήνουν οι Οθωμανοί, χωρίς εμφανή ανταπαιτητή στην επέκτασή της στην Ευρώπη
Με τους Οθωμανούς χτυπιούνται και οι Βενετοί, αλλά περιστασιακά μονάχα, όπως π.χ. το 1417, όταν Βενετσιάνικη μοίρα γαλερών αιχμαλωτίζει Τουρκικά πλοία στην Τένεδο. Ακόμα και τότε, οι Βενετοί δεν τρέφουν ιδιαίτερη εμπάθεια εναντίον των Οθωμανών. Συγκεκριμένα, ο επικεφαλής της μοίρας, και μέλος του οίκου Λορεντάν, καταγράφει τα ακόλουθα σε αναφορά του προς τη Σινιορία και το Δόγη, όπου δίνει έμφαση στην παρουσία κατεργάρηδων (κωπηλάτες), ή και πολεμιστών, από δυνάμεις που υποτίθεται ότι στηρίζουν τους Οθωμανούς συστηματικά:
Πάντως αφού οι Οθωμανοί είναι παντελώς αστοιχείωτοι από θάλασσα, βασίζονται κυρίως σε Ρωμιούς υπηκόους τους και για τέχνες όπως Ναυσιπλοΐα & Ναυπηγική. Εν τω μεταξύ, οι Οθωμανοί Τούρκοι επεκτείνουν αστραπιαία τις κτήσεις τους. Ύστερα από πολιορκία της Σταμπόλης και της Σαλονίκης από το Σουλτάνο Μουράτ Β΄ το 1422, αλλά και μαζικές επιδρομές στο Μοριά από τον ανηλεή Ρωμιό εξομώτη, τον άρχοντα Τουραχάν (ο Ουτς - Μπεγί Τουραχάν Μπέη, ο οποίος παγιώνει την παρουσία του, χτίζοντας πυραμίδες από κρανία), το κατάλοιπο της Αυτοκρατορίας των Παλαιολόγων αναγνωρίζει εκ νέου την κυριαρχία των Οθωμανών.
Γενικά όλα τα κράτη που είχαν αποσχιστεί από την επικράτεια του Μπαγιαζίτ, προβάλλουν αντίσταση στη νέα προέλαση των Οθωμανών. Όμως γρήγορα οι όποιες αντιρρήσεις πατάσσονται από τα Οθωμανικά ασκέρια (από την Περσική λέξη, ασκάρ = στρατός). Ξεσπά και ο Α΄ Τουρκο-Βενετικός Πόλεμος (1423 - 1430), ο οποίος θα καταλήξει με την οριστική κατάληψη της Σαλονίκης από τους Οθωμανούς. Οι Βενετοί μόλις τώρα αντιλαμβάνονται τη θανάσιμη απειλή που αποτελεί το εμιράτο των Οθωμανών.
Περιστασιακή σύμπραξη, της διαρκούς συμμαχίας Λιθουανία & Πολωνία (οίκοι Γιαγκελλον & Πιαστ), με την Αυτοκρατορική διττότητα Ουγγαρία & Βοημία (από ένωση των κτήσεων των Πρεμυσλιδών και των Λούξεμπουργκ) δημιουργεί μια κραταιά Χριστιανική - Ρωμαιοκαθολική, υπερδύναμη που αγκαλιάζει σχεδόν ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη. Σε μια προσπάθεια στήριξης των Χριστιανών της περιοχής, ο αποφασισμένος, αλλά άτυχος, Λιθουανός - Ούγγρος Ρήγας της Πολωνίας ΣΤ΄ & της Ουγγαρίας Γ΄, Βλαδισλάβος Γιαγκελλών, οργανώνει σταυροφορία εναντίον του Σουλτάνου Μουράτ Β΄.
Με την αρωγή του Μαγιάρου, Βλαχικής καταγωγής, άρχοντα της Τρανσυλβανίας, του επονομαζόμενου και "Λευκού Ιππότη" Γιάνου Ουνυάδη Κορβίνου, και του Σέρβου δεσπότη, Γεωργίου Μπράνκοβιτς, εισέρχεται στην πάλαι ποτέ Ρωμανία, και φτάνει κατακτώντας μέχρι την περιοχή της Νις (Ναϊσσός) και της Σόφιας (Σαρδική). Απασχολημένος με την καθυπόταξη των Καραμάνων Τούρκων στην Ανατολία, ο Σουλτάνος Μουράτ Β΄ δελεάζει τους σταυροφόρους με μια σειρά όχι και τόσο γενναιόδωρων εδαφικών παραχωρήσεων στα βόρεια Βαλκάνια, και δεκαετή ανακωχή.
Ο Βλαδισλάβος ξεκινά τη λήξη της σταυροφορίας, ενώ οι συμμετέχοντες σταυροφόροι, αλλά και ο Σουλτάνος, ξεφυσούν ανακουφισμένοι. Ειδικά ο Σουλτάνος, ύστερα από την υποταγή της Καραμανίας Τουρκίας, και τη συμφωνία με την Πολωνία - Ουγγαρία, παραιτείται για χάριν του γιου του, του νεαρού Μεχμέτ Β'. Όμως ο Πάπας Ευγένιος Δ΄, έχει δεσμευτεί με τη σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας, για μια πραγματική σταυροφορία για την αντιμετώπιση των Μουσουλμάνων Τούρκων, και την ολοκλήρωση της πνευματικής υποταγής των Ορθοδόξων Ρωμιών.
Έτσι ο Ρήγας Πολωνίας & Ουγγαρίας Βλαδισλάβος Γ' υποχρεώνεται να επαναλάβει τη σταυροφορική του κάθοδο στα Βαλκάνια, αυτήν τη φορά όμως με κατά πολύ ελαττωμένο το στρατό του. Με συναρχηγό έναν στρατηγικά αστοιχείωτο καρδινάλιο, προελαύνει διαμέσου της Βουλγαρίας και πολιορκεί τη Βάρνα (Οδησσός), βοηθούμενος επίσης από Ρωμιούς του Ιωάννου Η' Παλαιολόγου, αλλά κι από δυνάμεις Βουλγάρων, Γενουατών και Βενετών.
Δυναμικός κι επίμονος, ένας από τους δεσπότες του Μοριά, ο Κωνσταντίνος ΙΒ΄ Δραγάσης Παλαιολόγος, όχι μόνο θωρακίζει την άμυνά του, αλλά κι επεκτείνεται εις βάρος της Ρωμιοτουρκίας, ελευθερώνοντας τη Φωκίδα το 1444. Επίσης, καθιστά υποτελή τον περιστασιακό σύμμαχο των Τούρκων και θανάσιμο εχθρό του οίκου Χαλκοκονδύλη (γι'αυτό και ο Λαόνικος φρόντισε για τη δυσφήμισή του), αν και λαμπρό φιλέλληνα, το Νέριο Β΄ Ατζαγιόλη, το Φλωρεντινό Δούκα των Αθηνών, από τον οποίο και αποσπά την περιοχή της Θήβας.
Παράλληλα, στέλνει και άγημα με επικεφαλής τον Φραντζή προς ενίσχυση της σταυροφορικής στρατιάς του Ρήγα Βλαδισλάβου Γιαγκελλών. Αξίζει να σημειωθεί, ότι σε απόσταση δύο ημερών από την Βάρνα, το άγημα θα διαπιστώσει την ήττα της Χριστιανικής στρατιάς, και θα ξεκινήσει αμαχητί το δρόμο της επιστροφής. Τότε είναι που ένας φιλολατίνος χιλίαρχος που συμμετέχει στο άγημα, ο Γεώργιος Λασκαρίδης, μεταστρέφεται στην ανένδοτο Ορθοδοξία, και παραμένει στη Μονή του Τιμίου Σταυρού, στα πέριξ των Σερρών. Είναι ο άνθρωπος που θα βρει μαρτυρικό θάνατο ως μοναχός Ραφαήλ ο Άγιος, κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της νήσου Λέσβου από τους Οθωμανούς το 1462.
Μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας τους, οι Ρωμιοί παραμένουν βαθιά διαιρεμένοι, καθώς το Αυτοκρατορικό περιβάλλον των Παλαιολόγων παραδέχεται μεν την κοσμική κυριαρχία των Οθωμανών, όμως αναγνωρίζει την πνευματική κυριαρχία των δυτικών Καθολικών (Λατίνοι), ελπίζοντας ότι η κινητοποίηση των δεύτερων για να "σώσουν" την πνευματική τους επένδυση, θ'απαλλάξει τουλάχιστον την επικράτεια από τους πρώτους.
Πιστοποιώντας τους μέχρι τώρα φιλοδυτικούς δεσμούς της οικογένειας των Λασκαριδών, η Ελένη Λασκαρίδου, αδελφή του Γεωργίου, έχει νυμφευτεί ήδη από το 1422 τον Μάρκο, υπασπιστή και Κονσιλιέρο του Καρόλου Α’ Τόκκου, Λατίνου παλατινού κόμητα Κεφαλονιάς & Ζάντε (Κεφαλληνία & Ζατσίντο), δούκα της Σάντα Μαύρας (Λευκάδα), και δεσπότη της Ρωμανίας. Έξαλλος με τις εξελίξεις στις Χώρες των Ρωμιών (Ρουμ- Ελή), ο νεαρός Σουλτάνος Μεχμέτ Β' (που σιγά σιγά αποδεικνύει εαυτόν πανούργο), στέλνει επιστολή στον πατέρα του, Μουράτ, που επιμένει να ιδιωτεύει στα βάθη της Ανατολίας.
"Αν είσαι ο Σουλτάνος, έλα να ηγηθείς των ασκεριών σου. Αν είμαι ο Σουλτάνος, σε διατάζω να ηγηθείς των ασκεριών μου". Οπότε, ο Μουράτ Β΄ επιστρέφει στην Ευρώπη με ενισχύσεις από την Ανατολία, ανασυντάσσοντας τ'ασκέρια της Ρούμελης (Τουρκοκρατούμενη Ευρωπαϊκή Ρωμανία). Έτσι, η πολυεθνική στρατιά των σταυροφόρων αναμετράται με υπέρτερες δυνάμεις, ίσως και τριπλάσιες, οπότε καταστρέφεται άδοξα (1444).
Η αποτυχία σφραγίζεται τόσο από την έλλειψη συντονισμού ανάμεσα στις χερσαίες και τις ναυτικές δυνάμεις των σταυροφόρων, όσο και από τους κατά τόπους άρχοντες, όπως ο Σέρβος Μπράνκοβιτς, που προσκυνούν για να διατηρήσουν την αίγλη τους. Πάντως, ο εξίσου αντιφατικός, Βλαχο - Μάγυαρος πολέμαρχος Γιάνος Ουνυάδης Κορβίνος, πατέρας του μεγαλοπρεπούς Ρήγα της Ουγγαρίας & της Βοημίας, Ματθία Κορβίνου (1458 - 1490), αποδεικνύεται ιδιαιτέρως αποτελεσματικός, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της μάχης της Βάρνας, όταν οι σταυροφόροι ουσιαστικά νικούσαν ακολουθώντας το πρόσταγμά του.
Σταδιακά καταλύεται η αυτονομία των διαφόρων υποτελών κρατών σε Ανατολή (Ανατολία) και Ρούμελη (Βαλκάνια). Ο Μουράτ Β΄, προσφάτως παραιτηθείς για χάριν του γιου του (1444), αλλά και εκ νέου επικεφαλής της Οθωμανικής πολεμικής μηχανής, επιτίθεται τώρα εναντίον του Κωνσταντίνου ΙΒ΄, ανακτά τη Φωκίδα κι εφαρμόζοντας την πανάρχαια αρχή του Ιμπεριαλισμού: "Τα δικά μου, δικά μου, και τα δικά σου, δικά μου", βομβαρδίζει το μεγαλοπρεπές τείχος του Εξαμιλίου και εισβάλλει στο Μοριά το 1446.
Τ' ασκέρια του Μουράτ Β΄ θ'απαγκιστρωθούν, κυρίως λόγω του έντονου ψύχους που θα φέρει ο ασυνήθιστα δριμύς χειμώνας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πλέον για το ότι οι δυνάμεις και οι συνθήκες στις χώρες της Ρωμανίας, δεν μπορούν ν'αναχαιτίσουν την επεκτατικότητα των Οθωμανών. Έτσι στα πλαίσια συγκεντρωτικής κίνησης από την πλευρά του νεαρού, αλλά αδίστακτου, Σουλτάνου Μεχμέτ Β΄, αλώνεται και η Βασιλεύουσα το 1453.
Στα μέσα του 14ου αιώνα ένας νέος εχθρός, οι Οθωμανοί Τούρκοι, εμφανίστηκαν στα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας. Ήταν σκληροί πολεμιστές και φανατικοί Μουσουλμάνοι. Τους πληθυσμούς που αντιστέκονταν στο πέρασμά τους, τους ανάγκαζαν ν’ αλλάξουν πίστη και να εξισλαμιστούν. Ανεμπόδιστοι σχεδόν κατέκτησαν ολόκληρη τη Μικρά Ασία και έφτασαν ως την Προύσα, την οποία έκαναν πρωτεύουσά τους.
Με αρχηγό τους τον Σουλτάνο Μουράτ Α´ έφτασαν στον Ελλήσποντο, πέρασαν στην Ευρωπαϊκή ακτή και κατέλαβαν περιοχές της Θράκης, της Μακεδονίας και της κεντρικής Ελλάδας. Το 1389 νίκησαν στο Κοσσυφοπέδιο της Σερβίας τον στρατό των ενωμένων Χριστιανικών λαών και κατέκτησαν ολόκληρη σχεδόν τη Βαλκανική. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ, διάδοχoς του Μουράτ Α´, πολιόρκησε στενά την Κωνσταντινούπολη, θέλοντας να την κάνει πρωτεύουσα του κράτους του. Για καλή τύχη της Πόλης όμως, εμφανίστηκε τότε στα ανατολικά σύνορα ένας άλλος Ασιατικός λαός, οι Μογγόλοι.
Με αρχηγό τους τον Ταμερλάνο λεηλατούσαν και αφάνιζαν τα πάντα στο πέρασμά τους. Τότε ο Βαγιαζήτ έλυσε την πολιορκία της Πόλης και έσπευσε να τους αντιμετωπίσει, πριν φτάσουν στην πρωτεύουσά του την Προύσα, όπου είχε την οικογένεια και τους θησαυρούς του. Στη μάχη της Άγκυρας όμως (1402) οι Τούρκοι νικήθηκαν και ο Βαγιαζήτ πιάστηκε αιχμάλωτος. Οι Μογγόλοι, παρά τη νίκη τους, δε συνέχισαν την προέλασή τους. Αφού ερήμωσαν τη Μικρά Ασία άλλαξαν πορεία και επέστρεψαν στην Ανατολή. Για είκοσι χρόνια οι Τούρκοι δεν ενόχλησαν ξανά το Βυζάντιο.
Το 1421 όμως έγινε Σουλτάνος ο Μουράτ Β´. Φιλόδοξος και ορμητικός καθώς ήταν, ήθελε να συνεχίσει το έργο που δεν ολοκλήρωσε ο Βαγιαζήτ. Γι’ αυτό οργάνωσε τον στρατό του και τον επόμενο χρόνο πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη από στεριά και θάλασσα, απορρίπτοντας όλες τις προτάσεις των Βυζαντινών για χρήματα και ειρήνη. Τα τείχη όμως και η ηρωική άμυνα των κατοίκων της έσωσαν την Πόλη κι αυτή τη φορά. Ο Μουράτ έλυσε την πολιορκία και με ορμητήριο τη δεύτερη πρωτεύουσά του, την Αδριανούπολη της Θράκης, στράφηκε προς την Ελλάδα, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη.
Κυρίευσε τη Θεσσαλονίκη (1430), ανάγκασε τους κατοίκους των Ιωαννίνων να του παραδώσουν το κάστρο και την πόλη τους κι έφτασε λεηλατώντας ως τον Ισθμό της Κορίνθου. Ύστερα στράφηκε προς τον Βορρά και νίκησε στη Βάρνα της Βουλγαρίας τους ενωμένους Χριστιανικούς λαούς, που προσπάθησαν να τον αντιμετωπίσουν (1444). Με τις κατακτήσεις αυτές τα σύνορα του Οθωμανικού κράτους απλώθηκαν κι έφτασαν από τον Ευφράτη ως το Δούναβη, την Αδριατική και το Αιγαίο. Μόνη ελεύθερη νησίδα ανάμεσά τους έμενε η Κωνσταντινούπολη.
Η ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Το κράτος που κλήθηκε να κυβερνήσει ο Ιωάννης Η' βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο πριν από την πτώση. Εδαφικά περιλάμβανε μόνο την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, ενώ στο εσωτερικό του ήταν επίσης αισθητή η παρακμή. Η οικονομική εξασθένιση μάλιστα ήταν τέτοια που δεν επέτρεψε στον Αυτοκράτορα να κόψει χρυσό νόμισμα. Η κοπή χρυσού νομίσματος ήταν σπάνια ήδη από τα χρόνια του Μανουήλ Β', ενώ επί Ιωάννη Η' επικράτησε το αργυρό νόμισμα. Μόνο στο δεσποτάτο του Μοριά οι Βυζαντινοί συνέχισαν να έχουν επιτυχίες εναντίον των Λατίνων γειτόνων τους.
Το 1427, ο κόμης της Κεφαλληνίας και Ηπείρου Carlo Tocco ηττήθηκε σε ναυμαχία από τους Βυζαντινούς και προτίμησε να έρθει σε συνεννόηση με τους τελευταίους. Πάντρεψε το 1428 την ανιψιά του με τον έναν από τους δεσπότες του Μοριά, τον Κωνσταντίνο, δίνοντάς της ως προίκα τις υπόλοιπες κτήσεις του στην Πελοπόννησο. Το 1430 ο Κωνσταντίνος κατέλαβε την Πάτρα, ενώ ο αδελφός του Θωμάς νίκησε τον πρίγκηπα Centurione II Zaccaria της Αχαΐας, ο οποίος του έδωσε ως σύζυγο την κόρη του μαζί με τις περισσότερες κτήσεις του στο Μοριά.
Έτσι, το 1430 όλη η Πελοπόννησος εκτός από τις Βενετικές κτήσεις Μεθώνη, Κορώνη, Ναύπλιο και Άργος ανήκε στους Βυζαντινούς. Όταν ύστερα από δύο χρόνια (1432) ο Κωνσταντίνος κατέλυσε τελείως το πριγκηπάτο της Αχαΐας μπορούσε να ελπίζει στη δημιουργία ενός Βυζαντινού κράτους στον Ελλαδικό χώρο. Τα γεγονότα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
Η Ένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία, που υπογράφτηκε στη σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας το 1439 στα πλαίσια της έκκλησης των Βυζαντινών στις δυτικές δυνάμεις και τον Πάπα για βοήθεια, δεν έγινε δεκτή από το μεγαλύτερο μέρος του Βυζαντινού λαού και προκάλεσε εσωτερικές έριδες στο κράτος. Επιπλέον, δεν προσπόρισε άμεσα πολιτικά οφέλη στους Βυζαντινούς, καθώς δε στάλθηκε σε αυτούς στρατιωτική βοήθεια.
Το μόνο που έκανε ο Πάπας ήταν να καλέσει τη Χριστιανική Δύση, κυρίως μετά τις νίκες του Βοϊβόδα της Τρανσυλβανίας Ιωάννη Ουνιάδη εναντίον των Τούρκων στη Σερβία και τη Βλαχία, σε σταυροφορία εναντίον του Ισλάμ. Οι Χριστιανοί ηγεμόνες ανταποκρίθηκαν. Τη σταυροφορία ευνοούσε επιπλέον η νικηφόρα προέλαση του Κωνσταντίνου, που, αφού κατέστησε το δούκα των Αθηνών Νέριο Β' φόρου υποτελή του, υπέταξε τη Φωκίδα και επέκτεινε την κυριαρχία του μέχρι την Πίνδο (1440). Ταυτόχρονα, ο Γεώργιος Καστριώτης Σκεντέρμπεης είχε ξεσηκώσει στην Αλβανία επανάσταση εναντίον των Τούρκων.
Οι συνθήκες ήταν κατάλληλες και έτσι η σταυροφορία ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1443. Σε αυτήν πήραν μέρος περίπου 25.000 σταυροφόροι με επικεφαλής το βασιλιά της Ουγγαρίας Βλαδισλάβο Γ', το Σέρβο Γεώργιο Μπράνκοβιτς και τον Ούγγρο άρχοντα Ουνιάδη. Τα πράγματα πήγαιναν καλά για τους σταυροφόρους, οι οποίοι μέχρι το Νοέμβριο του 1443 είχαν καταλάβει τη Ναϊσσό και τη Σόφια, όταν τον Ιούνιο του 1444 αντιπρόσωποί τους ήρθαν σε συνεννόηση με το Μουράτ Β' και υπέγραψαν δεκαετή ανακωχή μαζί του. Τη σταυροφορία συνέχισε ο Βλαδισλάβος επηρεασμένος από τον Καρδινάλιο Ιουλιανό Cesarini.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΒΑΡΝΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μάχη της Βάρνας, τον Νοέμβριο του 1444, αποτέλεσε την ύστατη προσπάθεια των λαών της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης για την αναχαίτιση της προέλασης των Οθωμανών στον Ευρωπαϊκό χώρο. Αρκετές δεκαετίες πριν ο Χριστιανικός κόσμος είχε αντιληφθεί την άμεση απειλή της υποδούλωσης, όμως η αδυναμία συνεννόησης ανάμεσα στα Χριστιανικά κράτη και η στρατιωτική υπεροχή των Τούρκων οδηγούσαν τη μία περιοχή μετά την άλλη κάτω από τον Τουρκικό ζυγό.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1440 οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν αποκτήσει τον έλεγχο ολόκληρης σχεδόν της Βαλκανικής χερσονήσου. Η ανακοπή της προέλασής τους έπειτα από τη νίκη του Ταμερλάνου στην Αγκυρα το 1402 ήταν προσωρινή, καθώς ανέκαμψαν γρήγορα και συνέχισαν την κατάκτηση του Βαλκανικού χώρου. Ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα είχαν καταλύσει τόσο το Σερβικό βασίλειο, όσο και το Βουλγαρικό βασίλειο του Βιδυνίου, με αποτέλεσμα ολόκληρα τα κεντρικά Βαλκάνια να γίνουν τμήμα της Αυτοκρατορίας τους.
Στη συνέχεια και μέχρι το 1430 οι Οθωμανοί ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Αλβανίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας και ήταν σε θέση να συνεχίσουν τις επιχειρήσεις τους βορειότερα, προς την Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία στην κεντρική Ευρώπη. Στα μέσα του 15ου αιώνα το κύριο βάρος για την αντιμετώπιση των Οθωμανών στον χώρο της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης έπεφτε στο βασίλειο της Ουγγαρίας, το οποίο ενώθηκε το 1440 με το βασίλειο της Πολωνίας υπό την εξουσία του Πολωνού βασιλιά Λαδίσλαου Γ' Γιάγκελον.
Το νέο βασίλειο αποτελούσε το προπύργιο του Καθολικισμού απέναντι στην εξάπλωση του Ισλάμ και το γεγονός αυτό επέτρεψε ταυτόχρονα στην Παπική Δύση να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στις εξελίξεις της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Από την άλλη πλευρά η άλλοτε κραταιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία ζούσε εκείνη την περίοδο τις τελευταίες στιγμές της υπερχιλιετούς ιστορίας της.
Είχε περιοριστεί εδαφικά στην Κωνσταντινούπολη και στα περίχωρά της, στο Δεσποτάτο του Μυστρά, σε μερικά λιμάνια στη Μαύρη θάλασσα και σε ελάχιστα νησιά στο βόρειο Αιγαίο, τα οποία εκχωρήθηκαν βαθμιαία κατά την απέλπιδα προσπάθεια ανεύρεσης συμμάχων για τη σωτηρία της. Στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας σημειωνόταν επίσης η έντονη σύγκρουση μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών, ιδιαίτερα μετά τη Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας το 1438 / 1439, η οποία επέφερε τον διχασμό στην Κωνσταντινούπολη και εξασθένισε ακόμη περισσότερο τη θέση της μπροστά στην απειλή των Οθωμανών.
ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Η μάχη της Βάρνας υπήρξε αποτέλεσμα της τελευταίας μεγάλης «σταυροφορίας» που ανέλαβαν οι δυτικές δυνάμεις, με πρωταγωνιστές τους Ούγγρους, τους Σέρβους, τους Βενετούς και τον Πάπα, προκειμένου να αναχαιτίσουν την προέλαση των Οθωμανών στον Ευρωπαϊκό χώρο. Η συγκεκριμένη «σταυροφορία» περιέλαβε σειρά εκστρατειών στην ευρύτερη περιοχή του Δούναβη κατά το διάστημα 1443 - 1444, διαπραγματεύσεις (ανακωχή της Αδριανούπολης), καθώς και την εκστρατεία εκείνη που κατέληξε στην αποφασιστική για τη γεωπολιτική ισορροπία των Βαλκανίων μάχη της Βάρνας.
Οι Οθωμανοί, σχετικά γρήγορα θα συνέλθουν από την ήττα τους από τους Μογγόλους στην Άγκυρα, το 1402. Στην Πόλη, που είχε κερδίσει εδάφη αλλά και χρόνο, ο Μανουήλ είναι πια γέρος και κουρασμένος. Ο συναυτοκράτορας του Ιωάννης, πιστεύει ότι η στιγμή είναι κατάλληλη για την υποκίνηση προβλημάτων στην οθωμανική δυναστεία και σε μια επίδειξη αλαζονείας και επιπολαιότητας απαιτεί να σταλούν δυο αδερφοί του σουλτάνου Μουράτ Β΄στην Πόλη.
Ο Σουλτάνος αρνείται, εξουδετερώνει το διεκδικητή του θρόνου Μουσταφά που βρισκόταν σε επαφή με την Πόλη και τον Ιούνιο του 1422 ξεκινά νέα Οθωμανική πολιορκία ως αντίποινα. Τα τείχη της Πόλης όμως, ήταν ακόμα ισχυρά, κανόνια και πολιορκητικές μηχανές δεν υπήρχαν, ενώ παράλληλα ξεσπά στην Ανατολία μια εσωτερική εξέγερση που θα απασχολήσει το Μουράτ. Η Κωνσταντινούπολη θα αντέξει. Δε θα συμβεί όμως το ίδιο με τα υπόλοιπα Ελληνικά εδάφη, την Ήπειρο, τη Θεσσαλονίκη, που από το 1423 παραχωρήθηκε από τους Βυζαντινούς στους Βενετούς και το 1430 θα καταληφτεί από τους Οθωμανούς.
Ο Μουράτ θα κινηθεί δυτικά και θα πολιορκήσει το Βελιγράδι, οι οχυρώσεις του όμως είναι ισχυρές και θα υποχρεωθεί να αποσυρθεί. Όταν οι Τούρκοι θα εμφανιστούν πάλι ισχυροί στα Βαλκάνια, θα αρχίσουν να δραστηριοποιούνται ο Πάπας και οι ηγεμόνες της Ευρώπης για την οργάνωση μιας νέας σταυροφορίας. Στο μεταξύ βέβαια έχει μεσολαβήσει η σύνοδος της Φερράρας- Φλωρεντίας (1439) και η υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας και οι πρωτοβουλίες του Πάπα Ευγένιου Δ΄ αποτελούν μια ανταμοιβή για τη δοκιμαζόμενη και απειλούμενη πάντα Κωνσταντινούπολη.
Ο Πάπας πείθει τους Ούγγρους που θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, στα Βαλκάνια ο Αλβανός οπλαρχηγός Γ. Σκεντέρμπεης κηρύσσει επαναστατικό κίνημα και στην Ασία ο εμίρης του Καραμάν επιτίθεται στους Οθωμανούς. Η στιγμή μοιάζει κατάλληλη, οι δυο στρατοί θα συναντηθούν στο Δούναβη, υπολογίζοντας όμως ο ένας τις δυνάμεις του άλλου θα κάνουν πίσω και τον Ιούνιο του 1444 θα υπογράψουν δεκαετή συμφωνία ανακωχής. Η ειρήνη που υπογράφηκε, είχε πολλούς εχθρούς και από τα δυο στρατόπεδα.
Στους φανατικούς Μουσουλμάνους η προοπτική μιας ειρήνης και υποχώρησης στις Χριστιανικές πιέσεις, φάνηκε σαν ήττα. Ωστόσο η αθέτηση της συμφωνίας θα γίνει από το βασιλιά της Ουγγαρίας Λαδίσλαο με την παρακίνηση του καρδινάλιου Τσεζαρίνι. Ο Ουγγρικός στρατός με επκεφαλης τον Ουνυάδη, νόθο γιο του Ούγγρου βασιλιά την 1η του Σεπτέμβη του 1444, διέσχισε το Δούναβη και έφτασε έξω από τη Βάρνα ενώ ο Βενετικός στόλος προστάτευε τα στενά για να εμποδίσει το Μουράτ να μεταφέρει ενισχύσεις στο Βαλκανικό μέτωπο.
Ο Μουράτ που είχε αποσύρει το στρατό του στην Μικρά Ασία, μόλις έμαθε την αθέτηση της συμφωνίας και τις κινήσεις των Ούγγρων κατόρθωσε να πραγματοποιήσει μια γρήγορη αντεπίθεση και να φτάσει στην Αδριανούπολη με σχεδόν τετραπλάσιο στράτευμα από ότι οι αντίπαλοί του. Ο μεικτός Χριστιανικός στρατός -που συνίστατο κύρια από Ουγγρικές και Πολωνικές δυνάμεις, μαζί με Τσέχους, Παπικούς ιππότες, Βόσνιους, Κροάτες, Βούλγαρους και Ρουμάνους- συναντήθηκε στο πεδίο της μάχης με τον αριθμητικά υπέρτερο Οθωμανικό στρατό.
Ήταν γεγονός ότι η αθέτηση της συμφωνίας από τους Ούγγρους και η παραβίαση του όρκου είχε προβληματίσει και διασπάσει τις χριστιανικές δυνάμεις. Απουσίαζαν οι Σέρβοι, ο ηγέτης τους Γεώργιος Μπράνκοβιτς απέσυρε τις δυνάμεις του και απέτρεψε και τον Σκεντέρμπεη να ενωθεί με τους συμμάχους. Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ από την Πόλη, αρνήθηκε την ούτως ή άλλως μικρή βοήθεια που θα μπορούσε να στείλει. Η μάχη δόθηκε κοντά στη Βάρνα της Βουλγαρίας, το Νοέμβρη του 1444. Παρά την αρχική επέλαση των Χριστιανών, που προκάλεσε έναν αρχικό πανικό στον Μουράτ, γρήγορα οι Τούρκοι άρχισαν να υπερισχύουν.
Ο ίδιος ο Ούγγρος βασιλιάς έπεσε νεκρός και ο Ουνυάδης που είχε δείξει ιδιαίτερες αρετές στη μάχη, αναγκάστηκε να σημάνει υποχώρηση. Η νέα ήττα των Ψριστιανικών δυνάμεων στη Βάρνα θα σημάνει την τελευταία προσπάθεια των Δυτικών να αναχαιτίσουν τους Οθωμανούς. Η νίκη των Τούρκων θα αποκαταστήσει τον έλεγχο του Σουλτάνου στην περιοχή μέχρι το Δούναβη. Ουσιαστικά θα καθορίσει το δυσοίωνο μέλλον της Κωνσταντινούπολης και της ευρύτερης περιοχής.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΟΥΝΥΑΔΗΣ
Ο Βοεβόδας της Τρανσυλβανίας Ιωάννης Ουνυάδης, στρατιωτικός ηγέτης και μετέπειτα αντιβασιλιάς των Ούγγρων, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής των συμμαχικών στρατευμάτων κατά τη μάχη της Βάρνας, αποτέλεσε τον ισχυρότερο αντίπαλο των Οθωμανών στα μέσα του 15ου αιώνα. Με τους ηρωϊκούς του αγώνες και την άμυνα που αντέταξε εκείνη την περίοδο απέναντι στην Οθωμανική επέκταση, πέτυχε πολλές και σημαντικές νίκες στο πεδίο της μάχης και αποτέλεσε τη μεγάλη ελπίδα των Βαλκανικών χωρών για ελευθερία, καθώς και σύμβολο αντίστασης για τους λαούς τους οποίους προσπάθησε να συσπειρώσει στον αντιτουρκικό αγώνα.
Η πρώτη του αναμέτρηση με τους Τούρκους έγινε το 1440, όταν υπερασπίσθηκε επιτυχώς τη Ρουμανική πόλη Σεβερίν ως επικεφαλής της φρουράς της. Η φήμη του άρχισε να κερδίζει περισσότερο έδαφος όταν υπερασπίστηκε το Σερβικό οχυρό Σμεντέροβο και απέκρουσε σποραδικές Τουρκικές επιδρομές στην Τρανσυλβανία. Το 1442 προστέθηκαν στο ενεργητικό του κι άλλες σημαντικές νίκες που αύξησαν το γόητρό του. Με ηρωϊκή έξοδο από την πολιορκούμενη πόλη Χέρμανσταντ της Τρανσυλβανίας νίκησε τον Μεζίντ Μπέη, τον αιχμαλώτισε και τον κατακρεούργησε μαζί με τον γιο του και άλλους Τούρκους αιχμαλώτους.
Λίγο αργότερα πέτυχε μια ακόμη νίκη στην πόλη Βάσαγκ, όπου συνέτριψε τις δυνάμεις του Σεχάντ Εντίν πασά και προκάλεσε βαρύτατες απώλειες στους Τούρκους. Αναγνωρίζοντας τις μεγάλες στρατιωτικές του ικανότητες ο Λαδίσλαος Γ' ανέθεσε στον Ουνυάδη την υπεράσπιση του Βελιγραδίου και του απένειμε τον τίτλο του Βοεβόδα της Τρανσυλβανίας. Μπροστά στα τείχη του Βελιγραδίου οι Ευρωπαϊκές στρατιές του Μουράτ Β' (1421 - 1451) δοκίμασαν το 1442 μια οδυνηρή ήττα.
Οι πολεμικές δραστηριότητες του Ουνυάδη επεκτάθηκαν και στην κεντρική Ευρώπη, όπου συγκρούστηκε με τους Βοημούς, εχθρούς των Πολωνών. Στη Δακία (Ρουμανία) βοήθησε τον έμπιστό του Δάνο να κυριαρχήσει και τον όρισε ηγεμόνα της χώρας, ελέγχοντας ουσιαστικά ο ίδιος τη Δακία.
Η ΑΝΤΙΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ 1443 - 1444
Οι αλλεπάλληλες νίκες του Ουνυάδη εναντίον των Τούρκων, με αποκορύφωμα τη συντριβή των τελευταίων στο Βελιγράδι, αναθέρμαναν τις ελπίδες στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στη Δύση για μια συνολική αντίσταση απέναντι στους Οθωμανούς. Η Δύση, με πρώτο τον ίδιο τον πάπα Ευγένιο Δ', άρχισε να επαναφέρει στην επιφάνεια το ζήτημα μιας σταυροφορίας, καθώς η Σύνοδος της Φλωρεντίας το 1439 είχε θέσει άτυπα ως στόχο μια τέτοια ενέργεια με επίκεντρό της την Ουγγαρία. Τελικά ο Πάπας κήρυξε τη νέα σταυροφορία στα μέσα του 1442.
Στην πρόσκλησή του ανταποκρίθηκαν οι Ούγγροι, οι Πολωνοί και οι Δάκες. Από τη δυτική Ευρώπη μόνο η Βουργουνδία του Φίλιππου Γ' δέχθηκε να συμμετάσχει. Ο Λαδίσλαος Γ' ζήτησε και τη βοήθεια της Βενετίας, όμως οι Βενετοί απάντησαν ότι βρίσκονταν σε ειρήνη με τους Τούρκους και δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Θετικά αντιμετώπισε το εγχείρημα και ο εμίρης της Καραμανίας, αντίζηλος του Μουράτ Β' στην Ανατολή. Η νέα σταυροφορία θύμιζε σε μεγάλο βαθμό εκείνη του 1396, όταν οι σταυροφόροι ηττήθηκαν από τους Τούρκους στη Νικόπολη του Δούναβη εξαιτίας της ανομοιογένειάς τους και της αλαζονείας των καθοδηγητών τους.
Είχε και πάλι ως επίκεντρο την Ουγγαρία και το κύριο βάρος για την επιτυχία της έπεφτε στους ώμους του Ιωάννη Ουνυάδη. Εκείνος κατάφερε να συγκεντρώσει γύρω του 25.000 άνδρες. Πέτυχε επίσης να συμμαχήσει με τον Γεώργιο Μπράνκοβιτς της Σερβίας και τον Ντράκουλ της Δακίας, ενισχύοντας έτσι τη δυναμική της σταυροφορίας και στη Βαλκανική. Τον ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή διεδραμάτιζε ο φανατικός πολέμιος των Τούρκων καρδινάλιος Ιουλιανός Τσεζαρίνι.
Μετά από εντατικές προετοιμασίες η νέα σταυροφορία άρχισε το καλοκαίρι του 1443, έχοντας ως ηγέτες τον Ιωάννη Ουνυάδη, τον Λαδίσλαο Γ' και τον Γεώργιο Μπράνκοβιτς. Ο συμμαχικός στρατός, προετοιμασμένος για μια αποφασιστική σύγκρουση, διέβη τον Δούναβη και εισήλθε στη Σερβία. Στην πρώτη μάχη που έγινε στη Νις έπεσαν 4.000 Τούρκοι και κυριεύθηκαν 400 σημαίες. Έπειτα από λίγο, ο Ουνυάδης εισήλθε θριαμβευτικά στη Σόφια και την πυρπόλησε στις 4 Δεκεμβρίου 1443.
Ο Τσεζαρίνι σε επιστολή του προς τη Βενετία μίλησε για ''περίλαμπρη και ένδοξη νίκη''. Οι σύμμαχοι συνέχισαν την προέλασή τους προς τη Φιλιππούπολη μέσα από δύσβατα περάσματα της οροσειράς του Αίμου. Με την άφιξή τους όμως στις νότιες πεδιάδες της Βουλγαρίας επήλθε το πρόωρο τέλος της επιχείρησης, καθώς οι στρατιώτες, ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες, ζήτησαν την επιστροφή στην Ουγγαρία.
Επιπλέον η κινητοποίηση, από τον Μουράτ Β', των Ευρωπαϊκών και των Ασιατικών στρατευμάτων του, δυσχέραινε αφάνταστα τη συνέχιση της προέλασης προς νότο και οι σύμμαχοι αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής για τη Βουδαπέστη διά μέσου της Σερβίας. Η τελευταία νίκη εναντίον των Τούρκων σε αυτή τη φάση της σταυροφορίας σημειώθηκε τον Ιανουάριο του 1444 στην οροσειρά της Κουπονίτσα, ανάμεσα στο Πίροτ και στη Νις.
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΑΡΝΑ
Οι στρατιωτικές επιτυχίες κατά την πρώτη φάση της σταυροφορίας ώθησαν τους επικεφαλής της να επιθυμούν τη συνέχειά της, καθώς οι Τούρκοι περιήλθαν σε δύσκολη θέση στρατιωτικά και διπλωματικά. Έτσι στις 15 Απριλίου 1444 στη σύσκεψη της Βούδας αποφασίστηκε να αρχίσει πάλι ο πόλεμος κατά των Τούρκων το προσεχές καλοκαίρι. Παρά τη φαινομενική αποφασιστικότητα όλων οι μέχρι τότε απώλειες και η κόπωση οδήγησαν σε σκέψεις για διαπραγματεύσεις με τον Σουλτάνο.
Η λύση αυτή ήταν συμφέρουσα εκείνη τη στιγμή και για τους Τούρκους, οι οποίοι δέχθηκαν ένα απρόσμενο δώρο έπειτα από τις ήττες τους τον προηγούμενο χρόνο. Οι δύο πλευρές συναντήθηκαν τον Ιούνιο του 1944 στην Ανδριανούπολη. Οι Τούρκοι επιθυμούσαν την ειρήνη για να μπορέσουν να ανασυνταχθούν, ενώ ο Ουνυάδης αποσκοπούσε κυρίως σε δύο σημεία: από τη μια να ενθαρρύνει τον Σουλτάνο για να συνεχίσει τον αγώνα του εναντίον του Καραμάνη στη Μικρά Ασία ώστε να αποσπάσει την προσοχή του από την Ευρώπη και από την άλλη να κερδίσει χρόνο ώσπου να φθάσει η ναυτική βοήθεια που περίμενε από τη Δύση στον Βόσπορο.
Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, η οποία θα είχε ισχύ για δέκα χρόνια και περιόριζε αισθητά την Τουρκική επιρροή στα Βαλκάνια, η Σερβία κέρδιζε την αυτονομία της και τα εδάφη που είχε χάσει το 1426 και τερματιζόταν η υποτέλεια της Βλαχίας, η οποία θα είχε χαλαρή εξάρτηση από τους Τούρκους. Ο Μουράτ με επιστολή του στον Λαδίσλαο εξέφραζε την ευχή να τηρηθεί η δεκάχρονη ειρήνη που συμφωνήθηκε στην Αδριανούπολη. Ο μόνος δυσαρεστημένος από τις εξελίξεις ήταν ο πάπας, ο οποίος έβλεπε να πέφτει στο κενό η προσπάθειά του για εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη.
Το ίδιο ένιωθε και ο Τσεζαρίνι, που επιθυμούσε ως μόνη λύση την πολεμική αναμέτρηση με τους Τούρκους. Ο Πάπας Ευγένιος Δ' παρότρυνε τότε τους Ούγγρους να παραβιάσουν τη συμφωνία με το πρόσχημα ότι "ο όρκος που δίνεται σε άπιστους είναι άκυρος''. Τους υποσχέθηκε επίσης ναυτική βοήθεια, την οποία εξασφάλισε από τη Βενετία και τον δούκα της Βουργουνδίας. Από την άλλη πλευρά και ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιωάννης Η' κάλεσε με επιστολή του τον Λαδίσλαο να μη συνθηκολογήσει αλλά να ηγηθεί μιας νέας σταυροφορίας.
Η χρονική συγκυρία ήταν ευνοϊκή για την επανάληψη των επιχειρήσεων. Ο Σουλτάνος ήταν απασχολημένος στην Ανατολή με τους Καραμάνηδες, μάλιστα υπήρχαν φήμες ότι οι τελευταίοι είχαν συμμαχήσει με τον Λαδίσλαο. Ο Γεώργιος Καστριώτης Σκεντέρμπεης επίσης απασχολούσε Τουρκικές δυνάμεις στην Αλβανία. Παράλληλα βρισκόταν σε άνοδο και το Δεσποτάτο του Μυστρά υπό τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Μετά από επίπονες προσπάθειες ο Τσεζαρίνι κατάφερε να μεταπείσει τον Ουνυάδη και ο τελευταίος παραβίασε τη συνθήκη λίγους μήνες αργότερα.
Όμως το μέτωπο των συμμάχων δεν παρέμεινε αρραγές. Ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς προτίμησε να μείνει πιστός στη συμφωνία, πληρώνοντας φόρο υποτέλειας στον σουλτάνο. Έπειτα από μια σύντομη προετοιμασία ο Λαδίσλαος και ο Ουνυάδης εισέβαλαν στη Βουλγαρία τον Σεπτέμβριο του 1444. Μαζί τους ήταν και ο Ντράκουλ της Δακίας με 1.000 ιππείς, Βοημικά στρατεύματα, καθώς και πολεμιστές από την Ιταλία και τη Γερμανία που θέλησαν να πολεμήσουν τους Οθωμανούς στο πλευρό του Ουνυάδη.
Ταυτόχρονα οκτώ Βενετικά και τέσσερα Βουργουνδικά πλοία απέπλευσαν με προορισμό τα στενά της Καλλίπολης για να παρεμποδίσουν τη μεταφορά Τουρκικών στρατευμάτων από την Ασία στην Ευρώπη. Ο Πάπας από την πλευρά του υποσχέθηκε στους σταυροφόρους ότι θα τους έστελνε άλλα δέκα πλοία. Έχοντας όλες αυτές τις διαβεβαιώσεις οι συμμαχικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν προς τα παράλια του Εύξεινου πόντου.
Η ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ
Η πρωτοβουλία για την οργάνωση της «σταυροφορίας» ανήκει στον Πάπα Ευγένιο Δ΄ και τον Καρδινάλιο Ιουλιανό Κεσαρίνι (Giuliano Cesarini), ο οποίος απευθύνθηκε στο βασιλιά της Ουγγαρίας Λαδίσλαο Γ΄ για το σκοπό αυτό. Ο Λαδίσλαος, μετά την εισβολή των Οθωμανών στη Σερβία (1439 / 1440), εξαιτίας της οποίας η Ουγγαρία βρισκόταν εκτεθειμένη στην Οθωμανική απειλή, φαινόταν πρόθυμος να αναλάβει επιθετική δράση κατά των Οθωμανών και έθεσε επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεών του ένα διακεκριμένο στρατηγό, τον Ιωάννη Ουνιάδη.
Οι Βενετοί, που επιδίωκαν τη διατήρηση της οικονομικής τους ισχύος στη Ρωμανία, αποφάσισαν να συμμετάσχουν με τη διάθεση στόλου. Στο συνασπισμό αυτό συμμετείχε επίσης ο δεσπότης της Σερβίας Γεώργιος Μπράνκοβιτς και ο δούκας της Βουργουνδίας Φίλιππος, ο οποίος επιδίωκε την απώθηση του τουρκικού κινδύνου. Το σχέδιο της «σταυροφορίας» προέβλεπε την εκκίνηση στρατού ξηράς κατά μήκος του Δούναβη από την Ουγγαρία προς την ανατολή και την υποστήριξή του από στόλο που θα στάθμευε στα Δαρδανέλια, παρέχοντας προστασία στην Κωνσταντινούπολη, και θα απέκοπτε την επικοινωνία ανάμεσα στην Ανατολία και την Ευρώπη εμποδίζοντας την επέλαση των Οθωμανών.
Οι διαπραγματεύσεις για τη συγκέντρωση στόλου, στον οποίο συνέβαλε και η Ραγούζα, διήρκεσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 1443. Τον Αύγουστο του 1444, ένας στόλος από περίπου τριάντα πλοία βρισκόταν τελικά στο Βόσπορο. Παράλληλα, ο στρατός ξηράς, ο οποίος αποτελούνταν από περίπου 25.000 στρατιώτες, ξεκίνησε από την Ουγγαρία (Βούδα) και κινήθηκε νοτιοανατολικά περνώντας το Δούναβη και φθάνοντας στο Βελιγράδι (Οκτώβριος 1443). Ακολούθησαν συγκρούσεις με τους Τούρκους στη Ναϊσό και τη Σόφια, καθώς και στα περάσματα Ζλατίτσα και Κουνοβίτσα, οι οποίες είχαν επιτυχή έκβαση για τους σταυροφόρους (Νοέμβριος 1443 - Ιανουάριος 1444).
Η έλευση του χειμώνα επέβαλε τον τερματισμό της λεγόμενης μακράς εκστρατείας και την απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων των σταυροφόρων στη βάση τους. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1444 άρχισαν διαπραγματεύσεις στις οποίες έλαβαν μέρος ο Λαδίσλαος, ο Ουνιάδης και ο Μπράνκοβιτς από τη μια μεριά και ο Μουράτ Β΄ από την άλλη. Οι διαπραγματεύσεις αυτές οδήγησαν στη σύναψη δεκαετούς ανακωχής (ανακωχή της Αδριανούπολης, 12 Ιουνίου 1444), ενώ προκάλεσαν σύγχυση μεταξύ των σταυροφόρων και αποτέλεσαν αντικείμενο διαφωνιών τόσο για τους συγγραφείς της εποχής όσο και για τους σύγχρονους ερευνητές.
Παρά ταύτα, οι προετοιμασίες για πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν. Tο Σεπτέμβριο του 1444, στρατός περίπου 16.000 ανδρών, υπό την ηγεσία των Λαδίσλαου, Ουνιάδη και Κεσαρίνι κατευθύνθηκε νότια από την Τρανσιλβανία (Szeged / Szegedin) και πέρασε το Δούναβη στην Όρσοβα ακολουθώντας πορεία νότια - νοτιοανατολικά, κατά μήκος του ποταμού. Στην εκστρατεία αυτή δε συμμετείχε ο Μπράνκοβιτς, ο οποίος παρέμεινε ουδέτερος μετά την ανακωχή της Αδριανούπολης.
Βασικοί σταθμοί της πορείας του στρατού ήταν οι: Βιδίνιο, Νικόπολη, Νόβι Παζάρ, Προβαντίγια και Βάρνα, καθώς και πλήθος περιοχών κατά μήκος του Δούναβη. Μάλιστα, στη Νικόπολη ο στρατός ενισχύθηκε από στρατιωτικές δυνάμεις (4.000 ή 7.000 οπλίτες) του Βοεβόδα της Βλαχίας Vlad Dracul. Έπειτα από σειρά νικών κατά των Οθωμανών, οι σταυροφόροι έφθασαν στη Βάρνα, την οποία κατέλαβαν (Νοέμβριος 1444).
Ωστόσο, ο στόλος των σταυροφόρων δεν κατόρθωσε να εμποδίσει τη διαπεραίωση των Οθωμανικών δυνάμεων από το Βόσπορο στις ακτές της Βουλγαρίας. Ο Μουράτ βρισκόταν στην Αδριανούπολη ήδη από τον Οκτώβριο του 1444 και το Νοέμβριο του ίδιου έτους οι στρατηγοί του είχαν κατορθώσει να ελέγξουν τα υψώματα και τα περάσματα γύρω από τη Βάρνα. Στις 10 Νοεμβρίου 1444, οι αντίπαλες δυνάμεις συγκρούστηκαν έξω από τη Βάρνα, σε πεδινή περιοχή κοντά στη θάλασσα.
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Μετά από μία ανεπιτυχή εκστρατεία, το 1441 / 1442 ενάντια στο Βελιγράδι, ο Οθωμανός Σουλτάνος Μουράτ Β' υπέγραψε μια δεκάχρονη συνθήκη ανακωχής με την Ουγγαρία και έκανε ειρήνη με το εμιράτο Καραμάν τον Αύγουστο του 1444. Κατόπιν παραιτήθηκε από το θρόνο χάριν του 12χρονου γιου του Μεχμέτ Β' Φατίχ (γνωστότερος ως Μωάμεθ Β'). Παρά τη συνθήκη που υπέγραψε, η Ουγγαρία συνεργάστηκε με τη Βενετία και τον Πάπα Ευγένιο Δ' για να οργανώσει ένα νέο σταυροφορικό στρατό.
Υπό την πίεση των νέων ο γιος ανακάλεσε τον Μουράτ Β' στο θρόνο. Εκείνος αρχικά αρνήθηκε επίμονα με την αιτιολογία ότι δεν ήταν πλέον Σουλτάνος. Πείστηκε εντέλει από τον γιο του, ο οποίος του έγραψε: "Αν είσαι ο Σουλτάνος, οδήγησε τις στρατιές σου. Αν είμαι εγώ ο Σουλτάνος, με το παρόν σε διατάζω να έλθεις και να οδηγήσεις τις στρατιές μου". Ο Μουράτ Β' δεν είχε άλλη επιλογή από το να αναλάβει και πάλι το θρόνο.
ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Ο μεικτός Χριστιανικός στρατός -που συνίστατο κύρια από Ουγγρικές και Πολωνικές δυνάμεις, μαζί με Τσέχους, Παπικούς ιππότες, Βόσνιους, Κροάτες, Σέρβους, Βούλγαρους και Ρουμάνους- συναντήθηκε στο πεδίο της μάχης με τον αριθμητικά υπέρτερο Οθωμανικό στρατό. Οι Ούγγροι ήσαν ελλειπώς εξοπλισμένοι και η βοήθεια από την Βλαχία, την Αλβανία και την Κωνσταντινούπολη δεν έφθασε ποτέ. Ο Ουγγρικός στρατός ήταν μικρότερος και ασταθής. Δεν είχε σχεδόν καθόλου πεζικό, εκτός από 100 έως 300 Τσέχους μισθοφόρους τυφεκιοφόρους.
Το υπόλοιπο του στρατού αποτελείτο από βαρύ ιππικό, κυρίως βασιλικό μαζί με μισθοφόρους και άλλα Επισκοπικές ίλες ή λάβαρα ευγενών. Οι Βενετοί είχαν υποσχεθεί ότι δε θα επέτρεπαν με το στόλο τους στους Οθωμανούς να περάσουν τον Βόσπορο. Εκεί θα συναντώνταν με πλοία του Παπικού στόλου και θα κινούνταν κατά μήκος της ακτογραμμής προς την Κωνσταντινούπολη, εκτοπίζοντας τους Οθωμανούς από τα Βαλκάνια.
Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Οι δυνάμεις των σταυροφόρων αναπτύχθηκαν σε μια σειρά μπροστά από τη λίμνη που περιέβαλλε τα τείχη της πόλης. Αριστερά παρατάχθηκε ο Ουνιάδης, στο κέντρο ο Λαδίσλαος, ενώ τη δεξιά πτέρυγα κάλυπτε ο Κεσαρίνι και άλλοι επίσκοποι με τα στρατεύματά τους. Πίσω από την κεντρική πτέρυγα είχε τοποθετηθεί εφεδρική δύναμη Βλάχων πολεμιστών. Απέναντι από τους σταυροφόρους είχαν παραταχθεί οι Οθωμανοί: στο κέντρο βρισκόταν ο Μουράτ μαζί με δυνάμεις γενιτσάρων, ενώ δεξιά είχαν τοποθετηθεί τα στρατεύματα της Ανατολίας υπό τον Karaca Bey και αριστερά τα Ευρωπαϊκά στρατεύματα υπό το Şihābeddīn Paşa.
Την αριστερή πτέρυγα προάσπιζαν επίσης σώματα ατάκτων (Ακιντζήδες) και πεζών στρατιωτών (Αζάπηδες), τα οποία επιτέθηκαν πρώτα κατά της δεξιάς πλευράς των σταυροφόρων. Αν και η πρώτη Οθωμανική επίθεση απέβη άκαρπη, η δεύτερη στέφθηκε με επιτυχία, καθώς η ταυτόχρονη επίθεση των σπαχήδων (ιππικού) της Ανατολίας οδήγησε στη διάσπαση της δεξιάς πτέρυγας των σταυροφόρων. Στο μεταξύ, ο Ουνιάδης και ο Λαδίσλαος επιτέθηκαν κατά των στρατευμάτων της Ανατολίας, τα οποία ανάγκασαν σε υποχώρηση, ενώ κατόρθωσαν να φονεύσουν τον αρχηγό τους, τον Karaca Bey.
Στη συνέχεια, ο Ουνιάδης επιτέθηκε κατά των Ευρωπαϊκών στρατευμάτων του Μουράτ πετυχαίνοντας την απομάκρυνσή τους από το πεδίο της μάχης και συνεπώς την απομόνωση του Σουλτάνου. Έτσι, ο Λαδίσλαος, που ανέμενε το αποτέλεσμα των επιθέσεων του Ουνιάδη, βρήκε την ευκαιρία να στραφεί κατά του Μουράτ. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χαλκοκονδύλη, η συγκεκριμένη επίθεση έγινε για λόγους γοήτρου. Όμως, οι γενίτσαροι νίκησαν το Λαδίσλαο, και το στράτευμά του διαλύθηκε όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του ηγέτη του.
Η επιστροφή του Τουρκικού ιππικού στο πεδίο της μάχης ολοκλήρωσε τη διάλυση των σταυροφορικών δυνάμεων και οδήγησε στον τερματισμό της μάχης. Οι αντίπαλες δυνάμεις είχαν μεγάλες απώλειες, ενώ η τύχη του Λαδίσλαου και του Κεσαρίνι, που παρέμεινε για αρκετές εβδομάδες αβέβαιη, συνδέθηκε με μύθους και φανταστικές ιστορίες. Ο Ουνιάδης κατόρθωσε να διαφύγει και να φτάσει στη Βλαχία, όπου όμως συνελήφθη από το Vlad Dracul. Μετά την απολύτρωσή του, επέστρεψε στην Ουγγαρία.
Όταν οι συμμαχικές δυνάμεις έφθασαν στα παράλια του Εύξεινου πόντου, στρατοπέδευσαν κοντά στη Βάρνα και στην Καλλιάκρα και σύντομα άρχισαν την πολιορκία των δύο πόλεων. Η Βάρνα παραδόθηκε στον Λαδίσλαο, ενώ η Καλλίακρος κατελήφθη έπειτα από πολιορκία. Οι δυνάμεις του Λαδίσλαου συνέχισαν την προέλασή τους νότια, φθάνοντας μέχρι την Ορεστιάδα. Εκείνο το χρονικό διάστημα ο Μουράτ Β' ήταν απασχολημένος στην Ανατολή με τον πόλεμο εναντίον του Καραμάνη και τη στιγμή της Ουγγρικής προέλασης πολιορκούσε το Ικόνιο.
Ο Καραμάνης, δεχόμενος την πίεση των στρατευμάτων του Μουράτ, απηύθυνε ευνοϊκές προτάσεις ειρήνης στους Τούρκους. Ταυτόχρονα μια πρεσβεία από τον ηγεμόνα των Σέρβων ανακοίνωσε στον Μουράτ τα σχετικά με την Ουγγρική εισβολή νότια του Δούναβη. Ο Μουράτ δέχθηκε τις προτάσεις του Καραμάνη και αφού έλαβε τον γιο του τελευταίου ως όμηρο αποσύρθηκε γρήγορα από την Ανατολία με τις δυνάμεις του. Πληροφορήθηκε ακόμη ότι τα στενά του Ελλησπόντου βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Βενετικού στόλου.
Παρόλα αυτά οδήγησε γρήγορα τον στρατό του στα Στενά και κατάφερε με την υποστήριξη των Γενοβέζων να τα περάσει απέναντι, εκμεταλλευόμενος τόσο τις κακές καιρικές συνθήκες, που δεν επέτρεπαν στα εχθρικά πλοία να πλεύσουν εναντίον του, όσο και την αποτελεσματικότητα των πυροβόλων του, τα οποία επέφεραν πλήγμα στα Βενετικά πλοία. Όταν ο στρατός του βρέθηκε ολόκληρος στην Ευρώπη, έστειλε πρεσβεία στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα ζητώντας τη συνδρομή του στον πόλεμο που άρχιζε, συνάντησε όμως την άρνησή του. Ο Μουράτ συνέχισε την προέλασή του βόρεια κινούμενος εναντίον των Ούγγρων.
Επί τέσσερις ημέρες στρατοπέδευε σε σημεία που νωρίτερα είχαν χρησιμοποιήσει οι Ούγγροι ώστε να εκτιμήσει τις δυνάμεις τους. Την πέμπτη ημέρα και ενώ βρισκόταν στην περιοχή της Βάρνας, ο Ουνυάδης, έχοντας αντιληφθεί ότι οι Τούρκοι τούς ακολουθούσαν, συζήτησε με τον Λαδίσλαο και αποφάσισαν να εμπλακούν σε μάχη την οποία επιθυμούσε και ο Μουράτ. Ήταν Νοέμβριος του 1444. Η μάχη της Βάρνας θα αποτελούσε την ισχυρότερη δοκιμασία για τον στρατό και τα τεχνολογικά μέσα που είχε επινοήσει ο Ουνυάδης, αλλά και για τη μεγάλη φήμη του πολέμαρχου ανάμεσα στους ανθρώπους της εποχής.
Εκτός από τους Ουσσίτες (Βοημοί επαναστάτες) μισθοφόρους και τους προσωπικούς του ακολούθους ο Ουνυάδης είχε εντάξει στον στρατό του και ένα είδος πολιτοφυλακής από τους χωρικούς της Τρανσυλβανίας. Πραγματικός επαγγελματίας πολεμιστής και έχοντας διδαχθεί την πολεμική τέχνη στην Ιταλία, ήταν πάντα πρόθυμος να αποδεχθεί νέα όπλα και τακτικές. Η ευφυής χρήση πυροβόλων όπλων επάνω σε άμαξες που σύρονταν σε κυκλική διάταξη, σχηματίζοντας στην ουσία ένα κινητό οχυρό, απέκτησε μεγάλη σημασία στον στρατό του Ουνυάδη.
Η ιδέα αυτή πιθανώς προερχόταν από παραδοσιακές νομαδικές τακτικές οι οποίες εκσυγχρονίστηκαν με τη χρήση των πυροβόλων που κατασκεύαζαν οι Βοημοί Ουσσίτες. Η τυπική τακτική του Ουνυάδη απέναντι στους Τούρκους είχε αμυντικό χαρακτήρα. Συνήθιζε να παρασύρει το ιππικό τους σε επίθεση εναντίον αυτοσχέδιων οχυρώσεων με μεγάλη ισχύ πυρός, όπως ήταν οι άμαξες - οχυρά που διέθετε, και στη συνέχεια επιτίθετο στα ακάλυπτα πλευρά τους με το ιππικό. Η τακτική αυτή είχε αποδώσει καρπούς κυρίως σε περιοχές με στενό μέτωπο, όπως ήταν οι κοιλάδες της Σερβίας και της Τρανσυλβανίας.
Το βαρύ ιππικό του Ουνυάδη αποτελείτο από Γερμανούς μισθοφόρους, ενώ το ελαφρύ από Ούγγρους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκηβόλα όπλα, π.χ. μικρά παλίντονα τόξα και βαλλίστρες, και έφεραν ελαφρά θωράκιση. Οι Τούρκοι αντιπαρέταξαν στον Ουνυάδη το σύνολο των Ευρωπαϊκών και Ασιατικών στρατευμάτων τους, τα οποία ήταν αρκετά εμπειροπόλεμα και με διάθεση να εκδικηθούν τους Ούγγρους για τις προηγούμενες επιτυχίες τους. Ο Σουλτάνος προστατευόταν από ένα σώμα πολεμιστών οι οποίοι έφεραν μεγάλες ασπίδες και αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του, η οποία μετέφερε τον οπλισμό της επάνω σε καμήλες.
Για περισσότερη ασφάλεια ο ίδιος και οι ανώτατοι αξιωματούχοι είχαν τοποθετήσει τις καμήλες μπροστά από το τείχος των ασπίδων της φρουράς. Η στρατιά της Ευρώπης είχε ως αρχιστράτηγο τον Καραζίη και παρατάχθηκε κατά ίλες, με μικρή απόσταση των τμημάτων μεταξύ τους. Με τον ίδιο τρόπο παρατάχθηκε και η στρατιά της Ασίας, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην αλληλοβοήθεια των τμημάτων της. Το πεζικό σχημάτισε μεγάλο και ευθύ μέτωπο. Από την άλλη πλευρά οι Ούγγροι παρατάχθηκαν κατά λόχους και φρήτρας (φυλές), καταλαμβάνοντας το δεξιό μέρος της παράταξης. Οι Δάκες τοποθετήθηκαν στο αριστερό.
Από την αρχή της μάχης ο Ουνυάδης, ο οποίος βρισκόταν απέναντι από την Ασιατική στρατιά των Τούρκων, κατάφερε να τρέψει γρήγορα σε φυγή τα αντίπαλα στρατεύματα και έριξε το βάρος στην εξουδετέρωση της Ευρωπαϊκής στρατιάς του Σουλτάνου, η οποία δεν παρουσίασε σημεία κάμψης και παρέμενε στη θέση της πολεμώντας με πείσμα. Οι Δάκες, βλέποντας τη φυγή της Ασιατικής στρατιάς, δεν προσπάθησαν να εξοντώσουν τους υποχωρούντες Τούρκους. Προτιμώντας ένα πρόσκαιρο όφελος, εισήλθαν στη σκηνή του Σουλτάνου και τη λεηλάτησαν αποκομίζοντας χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα, εξόντωσαν δε και τις καμήλες που βρίσκονταν εκεί.
Όταν ολοκλήρωσαν τη λεηλασία, δεν συνέχισαν να μάχονται αλλά επέστρεψαν στο στρατόπεδό τους. Ο Ουνυάδης, έχοντας ήδη τρέψει σε φυγή το Ασιατικό στράτευμα, εμφανίσθηκε μπροστά στον Λαδίσλαο ζητώντας του να συνεχίσουν τον πόλεμο μέχρι να επικρατήσουν ολοκληρωτικά σε βάρος των Τούρκων. Έχοντας τη συγκατάθεση του Λαδίσλαου επιτέθηκε αμέσως στην Ευρωπαϊκή στρατιά και ανάγκασε τους Τούρκους να υποχωρήσουν στο στρατόπεδό τους. Η Τουρκική αντεπίθεση, που επακολούθησε, απώθησε τον Ουνυάδη προς το δικό του στρατόπεδο.
Η σύγκρουση συνεχίστηκε με συνεχείς αντεπιθέσεις από τις δύο πλευρές, κατά τη διάρκεια των οποίων χάθηκαν χιλιάδες στρατιώτες. Τη σημαντικότερη απώλεια υπέστησαν οι Τούρκοι, όταν ο αρχιστράτηγος Καραζίης έπεσε από κτύπημα στο στήθος με ξίφος. Ο θάνατος του Καραζίη σε συνδυασμό με την επιτυχία σε βάρος της Ασιατικής στρατιάς κατά την πρώτη φάση της μάχης, έδειχνε ότι τελικά ο Ουνυάδης θα πετύχαινε άλλη μία, ίσως τη σπουδαιότερη, νίκη του σε βάρος των Τούρκων. Δεν μπορούσε όμως να υπολογίζει σε κάποιους αστάθμητους παράγοντες που είχαν καθοριστικό ρόλο στο πιο κρίσιμο σημείο της αναμέτρησης.
Στο άμεσο περιβάλλον του Λαδίσλαου υπήρχαν άνθρωποι που μισούσαν τον Τρανσυλβανό πολέμαρχο για τις πολεμικές του αρετές και τις μέχρι τότε επιτυχίες του. Όταν είδαν ότι ο Ουνυάδης είχε τρέψει σε φυγή την Ασιατική στρατιά και πολεμούσε επιτυχώς την Ευρωπαϊκή, με νεκρό ήδη τον αρχιστράτηγό της Καραζίη, είπαν στον Λαδίσλαο: "Βασιλιά γιατί καθόμαστε εδώ και περιμένουμε τα πάντα από τον Ουνυάδη, σαν να είναι ο μόνος άνδρας ανάμεσά μας; Για όλους εμάς είναι μεγάλη ντροπή να μένουμε άπραγοι και ο υπήκοός σου να επιτίθεται στους Τούρκους.
Πρέπει τόσο σε σένα, που είσαι βασιλιάς, όσο και σε εμάς να κάνουμε πράξεις που θα επαινέσουν οι άνθρωποι στην πατρίδα μας αλλά και οι εχθροί μας όταν πληροφορηθούν τα σχετικά με τη μάχη. Αυτός όμως, έχοντας καταφέρει να τρέψει σε φυγή τόσο εχθρικό στράτευμα, θα έχει στο μέλλον αθάνατη δόξα. Για σένα, που απλά κάθεσαι και παρακολουθείς τα τεκταινόμενα, θα μείνει μόνο η ντροπή στους απογόνους σου. Μη νομίζεις ακόμη πως όταν θα τους κατατροπώσει, η σκηνή του Μουράτ θα περιμένει εμάς. Ας πάμε λοιπόν εκεί, γιατί το δίκαιο είναι να συναντήσεις εσύ ως βασιλιάς τον ομόλογό σου".
Οι σύμβουλοι του Λαδίσλαου κατάφεραν να παρασύρουν με τα λόγια τους τον νεαρό βασιλιά και τον ώθησαν να εμπλακεί στη μάχη ώστε να πάρει κι αυτός μέρος από τη δόξα της τελικής νίκης. Παρά την αντίθετη γνώμη του Ουνυάδη ο Λαδίσλαος, έχοντας μαζί του περί τους 500 άνδρες, έσπευσε αμέσως στην πρώτη γραμμή, όπου βρέθηκε αντιμέτωπος με τη φρουρά του Μουράτ, η οποία πολεμούσε σκληρά για τον δικό της ηγεμόνα. Σε κάποια στιγμή το άλογό του δέχθηκε κτύπημα στα πόδια από τσεκούρι και σωριάστηκε στο έδαφος.
Την πτώση του βασιλιά δεν την αντιλήφθηκε κανένας από τη συνοδεία του μέσα στον πανικό και στον θόρυβο της μάχης. Οι σωματοφύλακες του Μουράτ, με πρώτο τον Θερίζη, αφαίρεσαν το κράνος του Λαδίσλαου και αφού τον αποκεφάλισαν πήγαν το κεφάλι του στον Σουλτάνο. Ο Μουράτ, βλέποντας λίγο νωρίτερα τους Ούγγρους σχεδόν δίπλα του, ήταν έτοιμος να φύγει από το πεδίο της μάχης. Άκουσε μάλιστα και ύβρεις από μερικούς δικούς του όταν αισθάνθηκαν ότι θα τους εγκατέλειπε. Ενώ η κατάληξη της αναμέτρησης φαινόταν προδιαγεγραμμένη, ήλθε σαν θείο δώρο στον Μουράτ το κεφάλι του Λαδίσλαου.
Από την άλλη πλευρά οι Ούγγροι αναζητούσαν τον βασιλιά τους. Σύντομα αντιλήφθηκαν ότι είχε πέσει στη μάχη. Το γεγονός αυτό καταρράκωσε το ηθικό τους και όπλισε με δύναμη τη φρουρά του Μουράτ. Αδυνατώντας να βρουν τον νεκρό βασιλιά τους οι Ούγγροι υποχώρησαν στο στρατόπεδό τους. Τα δυσάρεστα νέα σχετικά με τον Λαδίσλαο έφθασαν στον Ουνυάδη και στους άλλους Ούγγρους στρατηγούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τη μάχη απέναντι στην Ευρωπαϊκή στρατιά.
Ο Ουνυάδης δεν επέστρεψε στο στρατόπεδο αλλά αποχώρησε αμέσως με τις δυνάμεις του προς τον Δούναβη, ακολουθούμενος από τους συμμάχους του Δάκες. Το ίδιο έπραξε η ακολουθία και η φρουρά του Λαδίσλαου, η οποία πλήρωσε πολύ ακριβό τίμημα: κατά τη διάρκεια της υποχώρησής της σκοτώθηκε ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι μαζί με πολλούς Ούγγρους και Δάκες στρατιώτες που δεν απέφυγαν την εκδίκηση των Τουρκικών δυνάμεων. Ο Μουράτ, έχοντας πετύχει έναν απροσδόκητο θρίαμβο, τοποθέτησε το κεφάλι του Λαδίσλαου επάνω σε ένα ακόντιο και το περιέφερε μέσα στον στρατό του.
Κατά τη μάχη της Βάρνας έπεσαν 6.000 Τούρκοι, ενώ οι απώλειες των συμμάχων ήταν αρκετά μεγαλύτερες. Ο Μουράτ τίμησε με πολλά δώρα και αξιώματα τον Θερίζη ο οποίος του είχε φέρει το κεφάλι του Λαδίσλαου και έθαψε με μεγάλες τιμές τον Καραζίη στην Αδριανούπολη. Στη θέση του τελευταίου ως στρατηγό της Ασίας τοποθέτησε τον Αλβανικής καταγωγής Σκούρα, τον οποίο είχε αρπάξει μικρό από την Αλβανία. Ο Σκούρας είχε ανατραφεί κοντά στον Μουράτ. Έγινε ύπαρχος και τελικά στρατηγός των Ασιατικών στρατευμάτων του Σουλτάνου.
Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΟΝΙΚΟ ΧΑΛΚΟΚΟΝΔΥΛΗ
Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης περιγράφει την επίθεση του Ουνιάδη κατά των Ευρωπαϊκών στρατευμάτων του Μουράτ και το θάνατο του Karaca Bey:
''Ἰωάννης μὲν οὖν, ὡς ἐτρέψατο τὸ τῆς Ἀσίας στράτευμα, ἀφίκετο ἐπὶ Λαδισλάον βασιλέα, παραινῶν αὐτῷ ἵστασθαι καὶ ἱδρῦσθαι κατὰ χώραν, μηδὲ προϊέναι ποι συμβαλοῦντα τοῖς πολεμίοις, ὡς ἂν ἐπιόντι κατὰ τοῦ βασιλέως χαλεπὸν ἀποβαίη, καταφυγὴ ἐκ τῆς μάχης γένοιτο.
Καὶ παρεγγύα μηδενὶ τῶν ἀμφʹ αὑτὸν ἐπιτρέπειν ἄλλῃ πῃ ἀπιέναι, ἀλλʹ αὐτοῦ μένοντας ἐπιμένειν, ἐς ὃ ἂν μαχεσάμενος καὶ τὸ τῆς Εὐρώπης στράτευμα τρεψάμενος ὑποστρέψηται, καὶ τότε ἐπὶ τὰς θύρας ἅμα, ὑπολειπομένου τοῦ ἀγῶνος τούτου, ἐλῶσι μετὰ ταῦτα εἰπὼν ἀπῄει συνταξάμενος ἐπὶ τὸ τῆς Εὐρώπης στράτευμα, ὃ ἐπὶ τοῦ βασιλέως παρετάσσετο μέρος, καὶ συμβαλλὼν ἐμάχετο ἐπὶ χρόνον τινά.
Έγένετο δὲ ἡ μάχη οὕτως. ὡς συμβάλλοιεν οἱ Παίονες ἐς χεῖρας ἐλθόντες, τρεψάμενοι τοὺς Τούρκους ἐδίωκον, ἕως οὗ ἐγένοντο ἀγχοῦ τοῦ στρατοπέδου αὐτοῦ. μετὰ δὲ εὐθὺς συστρέψαντες οἱ Τοῦρκοι ἐδίωκον τοὺς Παίονας χρόνον ἱκανὸν ἄχρις οὗ γένοιντο καὶ οὗτοι ἐν τῷ στρατοπέδῳ αὑτῶν. καὶ ὁπότε μὲν βιασάμενοι οἱ Παίονες τοὺς Τούρκους ἐπικέοιντο διώκοντες, ἐνταῦθα συχνοὶ τῶν Τούρκων ἔπιπτον καταπατούμενοι ὑπὸ τῶν Παιόνων.
Καὶ μὲν δὴ καὶ Παίονες ἐν τῇ ἀποχωρήσει πολλοὶ ἀπεγίνοντο, ὁπότε δὴ αἰδοῖ ἀποχωροῦντες. ἐν τούτῳ πίπτει Καραζίης ὁ τῆς Εὐρώπης στρατηγός, ξίφει Παιωνικῷ βληθεὶς κατὰ τὸ στῆθος, δορατίου τραύματι. τὰ γὰρ Παιονικὰ ξίφη σχεδόν τι δή, καὶ τὰ τῆς Γερμανίας ἁπάσης, ἐληλαμένα τυγχάνει ἐπὶ μήκιστον καὶ ὀξέα, οὐ μέντοι τοιαῦτα οἷα καταίροντα κόπτειν ὅτι καὶ ἄξια λόγου, ὡς τὰ βαρβαρικὰ ἢ καὶ Ἰταλικά''.
Η Ένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Εκκλησία, που υπογράφτηκε στη σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας το 1439 στα πλαίσια της έκκλησης των Βυζαντινών στις δυτικές δυνάμεις και τον Πάπα για βοήθεια, δεν έγινε δεκτή από το μεγαλύτερο μέρος του Βυζαντινού λαού και προκάλεσε εσωτερικές έριδες στο κράτος. Επιπλέον, δεν προσπόρισε άμεσα πολιτικά οφέλη στους Βυζαντινούς, καθώς δε στάλθηκε σε αυτούς στρατιωτική βοήθεια.
Το μόνο που έκανε ο Πάπας ήταν να καλέσει τη Χριστιανική Δύση, κυρίως μετά τις νίκες του Βοϊβόδα της Τρανσυλβανίας Ιωάννη Ουνιάδη εναντίον των Τούρκων στη Σερβία και τη Βλαχία, σε σταυροφορία εναντίον του Ισλάμ. Οι Χριστιανοί ηγεμόνες ανταποκρίθηκαν. Τη σταυροφορία ευνοούσε επιπλέον η νικηφόρα προέλαση του Κωνσταντίνου, που, αφού κατέστησε το δούκα των Αθηνών Νέριο Β' φόρου υποτελή του, υπέταξε τη Φωκίδα και επέκτεινε την κυριαρχία του μέχρι την Πίνδο (1440). Ταυτόχρονα, ο Γεώργιος Καστριώτης Σκεντέρμπεης είχε ξεσηκώσει στην Αλβανία επανάσταση εναντίον των Τούρκων.
Οι συνθήκες ήταν κατάλληλες και έτσι η σταυροφορία ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1443. Σε αυτήν πήραν μέρος περίπου 25.000 σταυροφόροι με επικεφαλής το βασιλιά της Ουγγαρίας Βλαδισλάβο Γ', το Σέρβο Γεώργιο Μπράνκοβιτς και τον Ούγγρο άρχοντα Ουνιάδη. Τα πράγματα πήγαιναν καλά για τους σταυροφόρους, οι οποίοι μέχρι το Νοέμβριο του 1443 είχαν καταλάβει τη Ναϊσσό και τη Σόφια, όταν τον Ιούνιο του 1444 αντιπρόσωποί τους ήρθαν σε συνεννόηση με το Μουράτ Β' και υπέγραψαν δεκαετή ανακωχή μαζί του. Τη σταυροφορία συνέχισε ο Βλαδισλάβος επηρεασμένος από τον Καρδινάλιο Ιουλιανό Cesarini.
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΒΑΡΝΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η μάχη της Βάρνας, τον Νοέμβριο του 1444, αποτέλεσε την ύστατη προσπάθεια των λαών της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης για την αναχαίτιση της προέλασης των Οθωμανών στον Ευρωπαϊκό χώρο. Αρκετές δεκαετίες πριν ο Χριστιανικός κόσμος είχε αντιληφθεί την άμεση απειλή της υποδούλωσης, όμως η αδυναμία συνεννόησης ανάμεσα στα Χριστιανικά κράτη και η στρατιωτική υπεροχή των Τούρκων οδηγούσαν τη μία περιοχή μετά την άλλη κάτω από τον Τουρκικό ζυγό.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1440 οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν αποκτήσει τον έλεγχο ολόκληρης σχεδόν της Βαλκανικής χερσονήσου. Η ανακοπή της προέλασής τους έπειτα από τη νίκη του Ταμερλάνου στην Αγκυρα το 1402 ήταν προσωρινή, καθώς ανέκαμψαν γρήγορα και συνέχισαν την κατάκτηση του Βαλκανικού χώρου. Ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα είχαν καταλύσει τόσο το Σερβικό βασίλειο, όσο και το Βουλγαρικό βασίλειο του Βιδυνίου, με αποτέλεσμα ολόκληρα τα κεντρικά Βαλκάνια να γίνουν τμήμα της Αυτοκρατορίας τους.
Στη συνέχεια και μέχρι το 1430 οι Οθωμανοί ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Αλβανίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας και ήταν σε θέση να συνεχίσουν τις επιχειρήσεις τους βορειότερα, προς την Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία στην κεντρική Ευρώπη. Στα μέσα του 15ου αιώνα το κύριο βάρος για την αντιμετώπιση των Οθωμανών στον χώρο της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης έπεφτε στο βασίλειο της Ουγγαρίας, το οποίο ενώθηκε το 1440 με το βασίλειο της Πολωνίας υπό την εξουσία του Πολωνού βασιλιά Λαδίσλαου Γ' Γιάγκελον.
Το νέο βασίλειο αποτελούσε το προπύργιο του Καθολικισμού απέναντι στην εξάπλωση του Ισλάμ και το γεγονός αυτό επέτρεψε ταυτόχρονα στην Παπική Δύση να διαδραματίσει ενεργό ρόλο στις εξελίξεις της κεντρικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Από την άλλη πλευρά η άλλοτε κραταιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία ζούσε εκείνη την περίοδο τις τελευταίες στιγμές της υπερχιλιετούς ιστορίας της.
Είχε περιοριστεί εδαφικά στην Κωνσταντινούπολη και στα περίχωρά της, στο Δεσποτάτο του Μυστρά, σε μερικά λιμάνια στη Μαύρη θάλασσα και σε ελάχιστα νησιά στο βόρειο Αιγαίο, τα οποία εκχωρήθηκαν βαθμιαία κατά την απέλπιδα προσπάθεια ανεύρεσης συμμάχων για τη σωτηρία της. Στο εσωτερικό της Αυτοκρατορίας σημειωνόταν επίσης η έντονη σύγκρουση μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών, ιδιαίτερα μετά τη Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας το 1438 / 1439, η οποία επέφερε τον διχασμό στην Κωνσταντινούπολη και εξασθένισε ακόμη περισσότερο τη θέση της μπροστά στην απειλή των Οθωμανών.
ΓΕΝΙΚΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Η μάχη της Βάρνας υπήρξε αποτέλεσμα της τελευταίας μεγάλης «σταυροφορίας» που ανέλαβαν οι δυτικές δυνάμεις, με πρωταγωνιστές τους Ούγγρους, τους Σέρβους, τους Βενετούς και τον Πάπα, προκειμένου να αναχαιτίσουν την προέλαση των Οθωμανών στον Ευρωπαϊκό χώρο. Η συγκεκριμένη «σταυροφορία» περιέλαβε σειρά εκστρατειών στην ευρύτερη περιοχή του Δούναβη κατά το διάστημα 1443 - 1444, διαπραγματεύσεις (ανακωχή της Αδριανούπολης), καθώς και την εκστρατεία εκείνη που κατέληξε στην αποφασιστική για τη γεωπολιτική ισορροπία των Βαλκανίων μάχη της Βάρνας.
Οι Οθωμανοί, σχετικά γρήγορα θα συνέλθουν από την ήττα τους από τους Μογγόλους στην Άγκυρα, το 1402. Στην Πόλη, που είχε κερδίσει εδάφη αλλά και χρόνο, ο Μανουήλ είναι πια γέρος και κουρασμένος. Ο συναυτοκράτορας του Ιωάννης, πιστεύει ότι η στιγμή είναι κατάλληλη για την υποκίνηση προβλημάτων στην οθωμανική δυναστεία και σε μια επίδειξη αλαζονείας και επιπολαιότητας απαιτεί να σταλούν δυο αδερφοί του σουλτάνου Μουράτ Β΄στην Πόλη.
Ο Σουλτάνος αρνείται, εξουδετερώνει το διεκδικητή του θρόνου Μουσταφά που βρισκόταν σε επαφή με την Πόλη και τον Ιούνιο του 1422 ξεκινά νέα Οθωμανική πολιορκία ως αντίποινα. Τα τείχη της Πόλης όμως, ήταν ακόμα ισχυρά, κανόνια και πολιορκητικές μηχανές δεν υπήρχαν, ενώ παράλληλα ξεσπά στην Ανατολία μια εσωτερική εξέγερση που θα απασχολήσει το Μουράτ. Η Κωνσταντινούπολη θα αντέξει. Δε θα συμβεί όμως το ίδιο με τα υπόλοιπα Ελληνικά εδάφη, την Ήπειρο, τη Θεσσαλονίκη, που από το 1423 παραχωρήθηκε από τους Βυζαντινούς στους Βενετούς και το 1430 θα καταληφτεί από τους Οθωμανούς.
Ο Μουράτ θα κινηθεί δυτικά και θα πολιορκήσει το Βελιγράδι, οι οχυρώσεις του όμως είναι ισχυρές και θα υποχρεωθεί να αποσυρθεί. Όταν οι Τούρκοι θα εμφανιστούν πάλι ισχυροί στα Βαλκάνια, θα αρχίσουν να δραστηριοποιούνται ο Πάπας και οι ηγεμόνες της Ευρώπης για την οργάνωση μιας νέας σταυροφορίας. Στο μεταξύ βέβαια έχει μεσολαβήσει η σύνοδος της Φερράρας- Φλωρεντίας (1439) και η υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας και οι πρωτοβουλίες του Πάπα Ευγένιου Δ΄ αποτελούν μια ανταμοιβή για τη δοκιμαζόμενη και απειλούμενη πάντα Κωνσταντινούπολη.
Ο Πάπας πείθει τους Ούγγρους που θα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, στα Βαλκάνια ο Αλβανός οπλαρχηγός Γ. Σκεντέρμπεης κηρύσσει επαναστατικό κίνημα και στην Ασία ο εμίρης του Καραμάν επιτίθεται στους Οθωμανούς. Η στιγμή μοιάζει κατάλληλη, οι δυο στρατοί θα συναντηθούν στο Δούναβη, υπολογίζοντας όμως ο ένας τις δυνάμεις του άλλου θα κάνουν πίσω και τον Ιούνιο του 1444 θα υπογράψουν δεκαετή συμφωνία ανακωχής. Η ειρήνη που υπογράφηκε, είχε πολλούς εχθρούς και από τα δυο στρατόπεδα.
Στους φανατικούς Μουσουλμάνους η προοπτική μιας ειρήνης και υποχώρησης στις Χριστιανικές πιέσεις, φάνηκε σαν ήττα. Ωστόσο η αθέτηση της συμφωνίας θα γίνει από το βασιλιά της Ουγγαρίας Λαδίσλαο με την παρακίνηση του καρδινάλιου Τσεζαρίνι. Ο Ουγγρικός στρατός με επκεφαλης τον Ουνυάδη, νόθο γιο του Ούγγρου βασιλιά την 1η του Σεπτέμβη του 1444, διέσχισε το Δούναβη και έφτασε έξω από τη Βάρνα ενώ ο Βενετικός στόλος προστάτευε τα στενά για να εμποδίσει το Μουράτ να μεταφέρει ενισχύσεις στο Βαλκανικό μέτωπο.
Ο Μουράτ που είχε αποσύρει το στρατό του στην Μικρά Ασία, μόλις έμαθε την αθέτηση της συμφωνίας και τις κινήσεις των Ούγγρων κατόρθωσε να πραγματοποιήσει μια γρήγορη αντεπίθεση και να φτάσει στην Αδριανούπολη με σχεδόν τετραπλάσιο στράτευμα από ότι οι αντίπαλοί του. Ο μεικτός Χριστιανικός στρατός -που συνίστατο κύρια από Ουγγρικές και Πολωνικές δυνάμεις, μαζί με Τσέχους, Παπικούς ιππότες, Βόσνιους, Κροάτες, Βούλγαρους και Ρουμάνους- συναντήθηκε στο πεδίο της μάχης με τον αριθμητικά υπέρτερο Οθωμανικό στρατό.
Ήταν γεγονός ότι η αθέτηση της συμφωνίας από τους Ούγγρους και η παραβίαση του όρκου είχε προβληματίσει και διασπάσει τις χριστιανικές δυνάμεις. Απουσίαζαν οι Σέρβοι, ο ηγέτης τους Γεώργιος Μπράνκοβιτς απέσυρε τις δυνάμεις του και απέτρεψε και τον Σκεντέρμπεη να ενωθεί με τους συμμάχους. Ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ από την Πόλη, αρνήθηκε την ούτως ή άλλως μικρή βοήθεια που θα μπορούσε να στείλει. Η μάχη δόθηκε κοντά στη Βάρνα της Βουλγαρίας, το Νοέμβρη του 1444. Παρά την αρχική επέλαση των Χριστιανών, που προκάλεσε έναν αρχικό πανικό στον Μουράτ, γρήγορα οι Τούρκοι άρχισαν να υπερισχύουν.
Ο ίδιος ο Ούγγρος βασιλιάς έπεσε νεκρός και ο Ουνυάδης που είχε δείξει ιδιαίτερες αρετές στη μάχη, αναγκάστηκε να σημάνει υποχώρηση. Η νέα ήττα των Ψριστιανικών δυνάμεων στη Βάρνα θα σημάνει την τελευταία προσπάθεια των Δυτικών να αναχαιτίσουν τους Οθωμανούς. Η νίκη των Τούρκων θα αποκαταστήσει τον έλεγχο του Σουλτάνου στην περιοχή μέχρι το Δούναβη. Ουσιαστικά θα καθορίσει το δυσοίωνο μέλλον της Κωνσταντινούπολης και της ευρύτερης περιοχής.
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΟΥΝΥΑΔΗΣ
Ο Βοεβόδας της Τρανσυλβανίας Ιωάννης Ουνυάδης, στρατιωτικός ηγέτης και μετέπειτα αντιβασιλιάς των Ούγγρων, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής των συμμαχικών στρατευμάτων κατά τη μάχη της Βάρνας, αποτέλεσε τον ισχυρότερο αντίπαλο των Οθωμανών στα μέσα του 15ου αιώνα. Με τους ηρωϊκούς του αγώνες και την άμυνα που αντέταξε εκείνη την περίοδο απέναντι στην Οθωμανική επέκταση, πέτυχε πολλές και σημαντικές νίκες στο πεδίο της μάχης και αποτέλεσε τη μεγάλη ελπίδα των Βαλκανικών χωρών για ελευθερία, καθώς και σύμβολο αντίστασης για τους λαούς τους οποίους προσπάθησε να συσπειρώσει στον αντιτουρκικό αγώνα.
Η πρώτη του αναμέτρηση με τους Τούρκους έγινε το 1440, όταν υπερασπίσθηκε επιτυχώς τη Ρουμανική πόλη Σεβερίν ως επικεφαλής της φρουράς της. Η φήμη του άρχισε να κερδίζει περισσότερο έδαφος όταν υπερασπίστηκε το Σερβικό οχυρό Σμεντέροβο και απέκρουσε σποραδικές Τουρκικές επιδρομές στην Τρανσυλβανία. Το 1442 προστέθηκαν στο ενεργητικό του κι άλλες σημαντικές νίκες που αύξησαν το γόητρό του. Με ηρωϊκή έξοδο από την πολιορκούμενη πόλη Χέρμανσταντ της Τρανσυλβανίας νίκησε τον Μεζίντ Μπέη, τον αιχμαλώτισε και τον κατακρεούργησε μαζί με τον γιο του και άλλους Τούρκους αιχμαλώτους.
Λίγο αργότερα πέτυχε μια ακόμη νίκη στην πόλη Βάσαγκ, όπου συνέτριψε τις δυνάμεις του Σεχάντ Εντίν πασά και προκάλεσε βαρύτατες απώλειες στους Τούρκους. Αναγνωρίζοντας τις μεγάλες στρατιωτικές του ικανότητες ο Λαδίσλαος Γ' ανέθεσε στον Ουνυάδη την υπεράσπιση του Βελιγραδίου και του απένειμε τον τίτλο του Βοεβόδα της Τρανσυλβανίας. Μπροστά στα τείχη του Βελιγραδίου οι Ευρωπαϊκές στρατιές του Μουράτ Β' (1421 - 1451) δοκίμασαν το 1442 μια οδυνηρή ήττα.
Οι πολεμικές δραστηριότητες του Ουνυάδη επεκτάθηκαν και στην κεντρική Ευρώπη, όπου συγκρούστηκε με τους Βοημούς, εχθρούς των Πολωνών. Στη Δακία (Ρουμανία) βοήθησε τον έμπιστό του Δάνο να κυριαρχήσει και τον όρισε ηγεμόνα της χώρας, ελέγχοντας ουσιαστικά ο ίδιος τη Δακία.
Η ΑΝΤΙΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ 1443 - 1444
Οι αλλεπάλληλες νίκες του Ουνυάδη εναντίον των Τούρκων, με αποκορύφωμα τη συντριβή των τελευταίων στο Βελιγράδι, αναθέρμαναν τις ελπίδες στην Κωνσταντινούπολη αλλά και στη Δύση για μια συνολική αντίσταση απέναντι στους Οθωμανούς. Η Δύση, με πρώτο τον ίδιο τον πάπα Ευγένιο Δ', άρχισε να επαναφέρει στην επιφάνεια το ζήτημα μιας σταυροφορίας, καθώς η Σύνοδος της Φλωρεντίας το 1439 είχε θέσει άτυπα ως στόχο μια τέτοια ενέργεια με επίκεντρό της την Ουγγαρία. Τελικά ο Πάπας κήρυξε τη νέα σταυροφορία στα μέσα του 1442.
Στην πρόσκλησή του ανταποκρίθηκαν οι Ούγγροι, οι Πολωνοί και οι Δάκες. Από τη δυτική Ευρώπη μόνο η Βουργουνδία του Φίλιππου Γ' δέχθηκε να συμμετάσχει. Ο Λαδίσλαος Γ' ζήτησε και τη βοήθεια της Βενετίας, όμως οι Βενετοί απάντησαν ότι βρίσκονταν σε ειρήνη με τους Τούρκους και δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Θετικά αντιμετώπισε το εγχείρημα και ο εμίρης της Καραμανίας, αντίζηλος του Μουράτ Β' στην Ανατολή. Η νέα σταυροφορία θύμιζε σε μεγάλο βαθμό εκείνη του 1396, όταν οι σταυροφόροι ηττήθηκαν από τους Τούρκους στη Νικόπολη του Δούναβη εξαιτίας της ανομοιογένειάς τους και της αλαζονείας των καθοδηγητών τους.
Είχε και πάλι ως επίκεντρο την Ουγγαρία και το κύριο βάρος για την επιτυχία της έπεφτε στους ώμους του Ιωάννη Ουνυάδη. Εκείνος κατάφερε να συγκεντρώσει γύρω του 25.000 άνδρες. Πέτυχε επίσης να συμμαχήσει με τον Γεώργιο Μπράνκοβιτς της Σερβίας και τον Ντράκουλ της Δακίας, ενισχύοντας έτσι τη δυναμική της σταυροφορίας και στη Βαλκανική. Τον ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή διεδραμάτιζε ο φανατικός πολέμιος των Τούρκων καρδινάλιος Ιουλιανός Τσεζαρίνι.
Μετά από εντατικές προετοιμασίες η νέα σταυροφορία άρχισε το καλοκαίρι του 1443, έχοντας ως ηγέτες τον Ιωάννη Ουνυάδη, τον Λαδίσλαο Γ' και τον Γεώργιο Μπράνκοβιτς. Ο συμμαχικός στρατός, προετοιμασμένος για μια αποφασιστική σύγκρουση, διέβη τον Δούναβη και εισήλθε στη Σερβία. Στην πρώτη μάχη που έγινε στη Νις έπεσαν 4.000 Τούρκοι και κυριεύθηκαν 400 σημαίες. Έπειτα από λίγο, ο Ουνυάδης εισήλθε θριαμβευτικά στη Σόφια και την πυρπόλησε στις 4 Δεκεμβρίου 1443.
Ο Τσεζαρίνι σε επιστολή του προς τη Βενετία μίλησε για ''περίλαμπρη και ένδοξη νίκη''. Οι σύμμαχοι συνέχισαν την προέλασή τους προς τη Φιλιππούπολη μέσα από δύσβατα περάσματα της οροσειράς του Αίμου. Με την άφιξή τους όμως στις νότιες πεδιάδες της Βουλγαρίας επήλθε το πρόωρο τέλος της επιχείρησης, καθώς οι στρατιώτες, ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες, ζήτησαν την επιστροφή στην Ουγγαρία.
Επιπλέον η κινητοποίηση, από τον Μουράτ Β', των Ευρωπαϊκών και των Ασιατικών στρατευμάτων του, δυσχέραινε αφάνταστα τη συνέχιση της προέλασης προς νότο και οι σύμμαχοι αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της επιστροφής για τη Βουδαπέστη διά μέσου της Σερβίας. Η τελευταία νίκη εναντίον των Τούρκων σε αυτή τη φάση της σταυροφορίας σημειώθηκε τον Ιανουάριο του 1444 στην οροσειρά της Κουπονίτσα, ανάμεσα στο Πίροτ και στη Νις.
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗ ΒΑΡΝΑ
Οι στρατιωτικές επιτυχίες κατά την πρώτη φάση της σταυροφορίας ώθησαν τους επικεφαλής της να επιθυμούν τη συνέχειά της, καθώς οι Τούρκοι περιήλθαν σε δύσκολη θέση στρατιωτικά και διπλωματικά. Έτσι στις 15 Απριλίου 1444 στη σύσκεψη της Βούδας αποφασίστηκε να αρχίσει πάλι ο πόλεμος κατά των Τούρκων το προσεχές καλοκαίρι. Παρά τη φαινομενική αποφασιστικότητα όλων οι μέχρι τότε απώλειες και η κόπωση οδήγησαν σε σκέψεις για διαπραγματεύσεις με τον Σουλτάνο.
Η λύση αυτή ήταν συμφέρουσα εκείνη τη στιγμή και για τους Τούρκους, οι οποίοι δέχθηκαν ένα απρόσμενο δώρο έπειτα από τις ήττες τους τον προηγούμενο χρόνο. Οι δύο πλευρές συναντήθηκαν τον Ιούνιο του 1944 στην Ανδριανούπολη. Οι Τούρκοι επιθυμούσαν την ειρήνη για να μπορέσουν να ανασυνταχθούν, ενώ ο Ουνυάδης αποσκοπούσε κυρίως σε δύο σημεία: από τη μια να ενθαρρύνει τον Σουλτάνο για να συνεχίσει τον αγώνα του εναντίον του Καραμάνη στη Μικρά Ασία ώστε να αποσπάσει την προσοχή του από την Ευρώπη και από την άλλη να κερδίσει χρόνο ώσπου να φθάσει η ναυτική βοήθεια που περίμενε από τη Δύση στον Βόσπορο.
Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, η οποία θα είχε ισχύ για δέκα χρόνια και περιόριζε αισθητά την Τουρκική επιρροή στα Βαλκάνια, η Σερβία κέρδιζε την αυτονομία της και τα εδάφη που είχε χάσει το 1426 και τερματιζόταν η υποτέλεια της Βλαχίας, η οποία θα είχε χαλαρή εξάρτηση από τους Τούρκους. Ο Μουράτ με επιστολή του στον Λαδίσλαο εξέφραζε την ευχή να τηρηθεί η δεκάχρονη ειρήνη που συμφωνήθηκε στην Αδριανούπολη. Ο μόνος δυσαρεστημένος από τις εξελίξεις ήταν ο πάπας, ο οποίος έβλεπε να πέφτει στο κενό η προσπάθειά του για εκδίωξη των Τούρκων από την Ευρώπη.
Το ίδιο ένιωθε και ο Τσεζαρίνι, που επιθυμούσε ως μόνη λύση την πολεμική αναμέτρηση με τους Τούρκους. Ο Πάπας Ευγένιος Δ' παρότρυνε τότε τους Ούγγρους να παραβιάσουν τη συμφωνία με το πρόσχημα ότι "ο όρκος που δίνεται σε άπιστους είναι άκυρος''. Τους υποσχέθηκε επίσης ναυτική βοήθεια, την οποία εξασφάλισε από τη Βενετία και τον δούκα της Βουργουνδίας. Από την άλλη πλευρά και ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιωάννης Η' κάλεσε με επιστολή του τον Λαδίσλαο να μη συνθηκολογήσει αλλά να ηγηθεί μιας νέας σταυροφορίας.
Η χρονική συγκυρία ήταν ευνοϊκή για την επανάληψη των επιχειρήσεων. Ο Σουλτάνος ήταν απασχολημένος στην Ανατολή με τους Καραμάνηδες, μάλιστα υπήρχαν φήμες ότι οι τελευταίοι είχαν συμμαχήσει με τον Λαδίσλαο. Ο Γεώργιος Καστριώτης Σκεντέρμπεης επίσης απασχολούσε Τουρκικές δυνάμεις στην Αλβανία. Παράλληλα βρισκόταν σε άνοδο και το Δεσποτάτο του Μυστρά υπό τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Μετά από επίπονες προσπάθειες ο Τσεζαρίνι κατάφερε να μεταπείσει τον Ουνυάδη και ο τελευταίος παραβίασε τη συνθήκη λίγους μήνες αργότερα.
Όμως το μέτωπο των συμμάχων δεν παρέμεινε αρραγές. Ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς προτίμησε να μείνει πιστός στη συμφωνία, πληρώνοντας φόρο υποτέλειας στον σουλτάνο. Έπειτα από μια σύντομη προετοιμασία ο Λαδίσλαος και ο Ουνυάδης εισέβαλαν στη Βουλγαρία τον Σεπτέμβριο του 1444. Μαζί τους ήταν και ο Ντράκουλ της Δακίας με 1.000 ιππείς, Βοημικά στρατεύματα, καθώς και πολεμιστές από την Ιταλία και τη Γερμανία που θέλησαν να πολεμήσουν τους Οθωμανούς στο πλευρό του Ουνυάδη.
Ταυτόχρονα οκτώ Βενετικά και τέσσερα Βουργουνδικά πλοία απέπλευσαν με προορισμό τα στενά της Καλλίπολης για να παρεμποδίσουν τη μεταφορά Τουρκικών στρατευμάτων από την Ασία στην Ευρώπη. Ο Πάπας από την πλευρά του υποσχέθηκε στους σταυροφόρους ότι θα τους έστελνε άλλα δέκα πλοία. Έχοντας όλες αυτές τις διαβεβαιώσεις οι συμμαχικές δυνάμεις κατευθύνθηκαν προς τα παράλια του Εύξεινου πόντου.
Η ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ
Η πρωτοβουλία για την οργάνωση της «σταυροφορίας» ανήκει στον Πάπα Ευγένιο Δ΄ και τον Καρδινάλιο Ιουλιανό Κεσαρίνι (Giuliano Cesarini), ο οποίος απευθύνθηκε στο βασιλιά της Ουγγαρίας Λαδίσλαο Γ΄ για το σκοπό αυτό. Ο Λαδίσλαος, μετά την εισβολή των Οθωμανών στη Σερβία (1439 / 1440), εξαιτίας της οποίας η Ουγγαρία βρισκόταν εκτεθειμένη στην Οθωμανική απειλή, φαινόταν πρόθυμος να αναλάβει επιθετική δράση κατά των Οθωμανών και έθεσε επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεών του ένα διακεκριμένο στρατηγό, τον Ιωάννη Ουνιάδη.
Οι Βενετοί, που επιδίωκαν τη διατήρηση της οικονομικής τους ισχύος στη Ρωμανία, αποφάσισαν να συμμετάσχουν με τη διάθεση στόλου. Στο συνασπισμό αυτό συμμετείχε επίσης ο δεσπότης της Σερβίας Γεώργιος Μπράνκοβιτς και ο δούκας της Βουργουνδίας Φίλιππος, ο οποίος επιδίωκε την απώθηση του τουρκικού κινδύνου. Το σχέδιο της «σταυροφορίας» προέβλεπε την εκκίνηση στρατού ξηράς κατά μήκος του Δούναβη από την Ουγγαρία προς την ανατολή και την υποστήριξή του από στόλο που θα στάθμευε στα Δαρδανέλια, παρέχοντας προστασία στην Κωνσταντινούπολη, και θα απέκοπτε την επικοινωνία ανάμεσα στην Ανατολία και την Ευρώπη εμποδίζοντας την επέλαση των Οθωμανών.
Οι διαπραγματεύσεις για τη συγκέντρωση στόλου, στον οποίο συνέβαλε και η Ραγούζα, διήρκεσαν καθ’ όλη τη διάρκεια του 1443. Τον Αύγουστο του 1444, ένας στόλος από περίπου τριάντα πλοία βρισκόταν τελικά στο Βόσπορο. Παράλληλα, ο στρατός ξηράς, ο οποίος αποτελούνταν από περίπου 25.000 στρατιώτες, ξεκίνησε από την Ουγγαρία (Βούδα) και κινήθηκε νοτιοανατολικά περνώντας το Δούναβη και φθάνοντας στο Βελιγράδι (Οκτώβριος 1443). Ακολούθησαν συγκρούσεις με τους Τούρκους στη Ναϊσό και τη Σόφια, καθώς και στα περάσματα Ζλατίτσα και Κουνοβίτσα, οι οποίες είχαν επιτυχή έκβαση για τους σταυροφόρους (Νοέμβριος 1443 - Ιανουάριος 1444).
Η έλευση του χειμώνα επέβαλε τον τερματισμό της λεγόμενης μακράς εκστρατείας και την απόσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων των σταυροφόρων στη βάση τους. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1444 άρχισαν διαπραγματεύσεις στις οποίες έλαβαν μέρος ο Λαδίσλαος, ο Ουνιάδης και ο Μπράνκοβιτς από τη μια μεριά και ο Μουράτ Β΄ από την άλλη. Οι διαπραγματεύσεις αυτές οδήγησαν στη σύναψη δεκαετούς ανακωχής (ανακωχή της Αδριανούπολης, 12 Ιουνίου 1444), ενώ προκάλεσαν σύγχυση μεταξύ των σταυροφόρων και αποτέλεσαν αντικείμενο διαφωνιών τόσο για τους συγγραφείς της εποχής όσο και για τους σύγχρονους ερευνητές.
Παρά ταύτα, οι προετοιμασίες για πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν. Tο Σεπτέμβριο του 1444, στρατός περίπου 16.000 ανδρών, υπό την ηγεσία των Λαδίσλαου, Ουνιάδη και Κεσαρίνι κατευθύνθηκε νότια από την Τρανσιλβανία (Szeged / Szegedin) και πέρασε το Δούναβη στην Όρσοβα ακολουθώντας πορεία νότια - νοτιοανατολικά, κατά μήκος του ποταμού. Στην εκστρατεία αυτή δε συμμετείχε ο Μπράνκοβιτς, ο οποίος παρέμεινε ουδέτερος μετά την ανακωχή της Αδριανούπολης.
Βασικοί σταθμοί της πορείας του στρατού ήταν οι: Βιδίνιο, Νικόπολη, Νόβι Παζάρ, Προβαντίγια και Βάρνα, καθώς και πλήθος περιοχών κατά μήκος του Δούναβη. Μάλιστα, στη Νικόπολη ο στρατός ενισχύθηκε από στρατιωτικές δυνάμεις (4.000 ή 7.000 οπλίτες) του Βοεβόδα της Βλαχίας Vlad Dracul. Έπειτα από σειρά νικών κατά των Οθωμανών, οι σταυροφόροι έφθασαν στη Βάρνα, την οποία κατέλαβαν (Νοέμβριος 1444).
Ωστόσο, ο στόλος των σταυροφόρων δεν κατόρθωσε να εμποδίσει τη διαπεραίωση των Οθωμανικών δυνάμεων από το Βόσπορο στις ακτές της Βουλγαρίας. Ο Μουράτ βρισκόταν στην Αδριανούπολη ήδη από τον Οκτώβριο του 1444 και το Νοέμβριο του ίδιου έτους οι στρατηγοί του είχαν κατορθώσει να ελέγξουν τα υψώματα και τα περάσματα γύρω από τη Βάρνα. Στις 10 Νοεμβρίου 1444, οι αντίπαλες δυνάμεις συγκρούστηκαν έξω από τη Βάρνα, σε πεδινή περιοχή κοντά στη θάλασσα.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Ο 15ος αιώνας αποτελεί περίοδο ανατροπής των πολιτικών συσχετισμών στην περιοχή της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και στα Βαλκάνια γενικότερα. Η δυναμική εμφάνιση των Οθωμανών και η συνακόλουθη συρρίκνωση του Βυζαντινού κράτους κατέστησαν αναγκαία την ενεργοποίηση των όμορων και άμεσα θιγόμενων από την Οθωμανική επέκταση κρατών και συνεπώς την αλλαγή των πολιτικών στόχων τους.
Ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, η προώθηση των Οθωμανών στην Ουγγαρία (1394) σηματοδότησε το νέο κίνδυνο που απειλούσε τη Δύση από την ανατολή, και η «σταυροφορία» της Νικόπολης (1396) αποκάλυψε την αλλαγή του στόχου των σταυροφοριών, που δεν ήταν πλέον η κατάκτηση των Αγίων Τόπων, αλλά η καταστολή της Οθωμανικής απειλής.
Μάλιστα, από το 1430 κι εξής, οι Οθωμανοί υιοθέτησαν σαφή επιθετική πολιτική, η οποία στρεφόταν κατά των Βυζαντινών (επιθέσεις κατά της Κωνσταντινούπολης), των Βενετών (επιθέσεις κατά των Βενετικών βάσεων στον Ελλαδικό και Αλβανικό χώρο) και των Σέρβων (επιθέσεις κατά Σερβικών στρατηγικών θέσεων με σκοπό την επέκταση στην Τρανσιλβανία) και στόχευε στην Οθωμανική επέκταση και κυριαρχία στα Βαλκάνια. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η «σταυροφορία» της Βάρνας (1443 - 1445).
Η ιδέα της «σταυροφορίας» γεννήθηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την Ένωση των Εκκλησιών, στη σύνοδο Φεράρας - Φλωρεντίας (1439), όπου οι Βυζαντινοί πρότειναν σχέδιο επίθεσης κατά των Οθωμανών. Ακολούθησαν διπλωματικές ενέργειες από την πλευρά των Βυζαντινών και του Πάπα, οι οποίες αποσκοπούσαν είτε σε κινήσεις αντιπερισπασμού (επαναστάσεις σε Ανατολία, Αλβανία κ.α.), είτε στην εξασφάλιση συμμάχων, καθώς και σε προετοιμασίες για την οργάνωση και διεξαγωγή της «σταυροφορίας» (εξεύρεση χρημάτων, οπλισμού και στρατού, κατάρτιση πολεμικού σχεδίου).
Ο 15ος αιώνας αποτελεί περίοδο ανατροπής των πολιτικών συσχετισμών στην περιοχή της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και στα Βαλκάνια γενικότερα. Η δυναμική εμφάνιση των Οθωμανών και η συνακόλουθη συρρίκνωση του Βυζαντινού κράτους κατέστησαν αναγκαία την ενεργοποίηση των όμορων και άμεσα θιγόμενων από την Οθωμανική επέκταση κρατών και συνεπώς την αλλαγή των πολιτικών στόχων τους.
Ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα, η προώθηση των Οθωμανών στην Ουγγαρία (1394) σηματοδότησε το νέο κίνδυνο που απειλούσε τη Δύση από την ανατολή, και η «σταυροφορία» της Νικόπολης (1396) αποκάλυψε την αλλαγή του στόχου των σταυροφοριών, που δεν ήταν πλέον η κατάκτηση των Αγίων Τόπων, αλλά η καταστολή της Οθωμανικής απειλής.
Μάλιστα, από το 1430 κι εξής, οι Οθωμανοί υιοθέτησαν σαφή επιθετική πολιτική, η οποία στρεφόταν κατά των Βυζαντινών (επιθέσεις κατά της Κωνσταντινούπολης), των Βενετών (επιθέσεις κατά των Βενετικών βάσεων στον Ελλαδικό και Αλβανικό χώρο) και των Σέρβων (επιθέσεις κατά Σερβικών στρατηγικών θέσεων με σκοπό την επέκταση στην Τρανσιλβανία) και στόχευε στην Οθωμανική επέκταση και κυριαρχία στα Βαλκάνια. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η «σταυροφορία» της Βάρνας (1443 - 1445).
Η ιδέα της «σταυροφορίας» γεννήθηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για την Ένωση των Εκκλησιών, στη σύνοδο Φεράρας - Φλωρεντίας (1439), όπου οι Βυζαντινοί πρότειναν σχέδιο επίθεσης κατά των Οθωμανών. Ακολούθησαν διπλωματικές ενέργειες από την πλευρά των Βυζαντινών και του Πάπα, οι οποίες αποσκοπούσαν είτε σε κινήσεις αντιπερισπασμού (επαναστάσεις σε Ανατολία, Αλβανία κ.α.), είτε στην εξασφάλιση συμμάχων, καθώς και σε προετοιμασίες για την οργάνωση και διεξαγωγή της «σταυροφορίας» (εξεύρεση χρημάτων, οπλισμού και στρατού, κατάρτιση πολεμικού σχεδίου).
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Μετά από μία ανεπιτυχή εκστρατεία, το 1441 / 1442 ενάντια στο Βελιγράδι, ο Οθωμανός Σουλτάνος Μουράτ Β' υπέγραψε μια δεκάχρονη συνθήκη ανακωχής με την Ουγγαρία και έκανε ειρήνη με το εμιράτο Καραμάν τον Αύγουστο του 1444. Κατόπιν παραιτήθηκε από το θρόνο χάριν του 12χρονου γιου του Μεχμέτ Β' Φατίχ (γνωστότερος ως Μωάμεθ Β'). Παρά τη συνθήκη που υπέγραψε, η Ουγγαρία συνεργάστηκε με τη Βενετία και τον Πάπα Ευγένιο Δ' για να οργανώσει ένα νέο σταυροφορικό στρατό.
Υπό την πίεση των νέων ο γιος ανακάλεσε τον Μουράτ Β' στο θρόνο. Εκείνος αρχικά αρνήθηκε επίμονα με την αιτιολογία ότι δεν ήταν πλέον Σουλτάνος. Πείστηκε εντέλει από τον γιο του, ο οποίος του έγραψε: "Αν είσαι ο Σουλτάνος, οδήγησε τις στρατιές σου. Αν είμαι εγώ ο Σουλτάνος, με το παρόν σε διατάζω να έλθεις και να οδηγήσεις τις στρατιές μου". Ο Μουράτ Β' δεν είχε άλλη επιλογή από το να αναλάβει και πάλι το θρόνο.
ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Ο μεικτός Χριστιανικός στρατός -που συνίστατο κύρια από Ουγγρικές και Πολωνικές δυνάμεις, μαζί με Τσέχους, Παπικούς ιππότες, Βόσνιους, Κροάτες, Σέρβους, Βούλγαρους και Ρουμάνους- συναντήθηκε στο πεδίο της μάχης με τον αριθμητικά υπέρτερο Οθωμανικό στρατό. Οι Ούγγροι ήσαν ελλειπώς εξοπλισμένοι και η βοήθεια από την Βλαχία, την Αλβανία και την Κωνσταντινούπολη δεν έφθασε ποτέ. Ο Ουγγρικός στρατός ήταν μικρότερος και ασταθής. Δεν είχε σχεδόν καθόλου πεζικό, εκτός από 100 έως 300 Τσέχους μισθοφόρους τυφεκιοφόρους.
Το υπόλοιπο του στρατού αποτελείτο από βαρύ ιππικό, κυρίως βασιλικό μαζί με μισθοφόρους και άλλα Επισκοπικές ίλες ή λάβαρα ευγενών. Οι Βενετοί είχαν υποσχεθεί ότι δε θα επέτρεπαν με το στόλο τους στους Οθωμανούς να περάσουν τον Βόσπορο. Εκεί θα συναντώνταν με πλοία του Παπικού στόλου και θα κινούνταν κατά μήκος της ακτογραμμής προς την Κωνσταντινούπολη, εκτοπίζοντας τους Οθωμανούς από τα Βαλκάνια.
Οι δυνάμεις των σταυροφόρων αναπτύχθηκαν σε μια σειρά μπροστά από τη λίμνη που περιέβαλλε τα τείχη της πόλης. Αριστερά παρατάχθηκε ο Ουνιάδης, στο κέντρο ο Λαδίσλαος, ενώ τη δεξιά πτέρυγα κάλυπτε ο Κεσαρίνι και άλλοι επίσκοποι με τα στρατεύματά τους. Πίσω από την κεντρική πτέρυγα είχε τοποθετηθεί εφεδρική δύναμη Βλάχων πολεμιστών. Απέναντι από τους σταυροφόρους είχαν παραταχθεί οι Οθωμανοί: στο κέντρο βρισκόταν ο Μουράτ μαζί με δυνάμεις γενιτσάρων, ενώ δεξιά είχαν τοποθετηθεί τα στρατεύματα της Ανατολίας υπό τον Karaca Bey και αριστερά τα Ευρωπαϊκά στρατεύματα υπό το Şihābeddīn Paşa.
Την αριστερή πτέρυγα προάσπιζαν επίσης σώματα ατάκτων (Ακιντζήδες) και πεζών στρατιωτών (Αζάπηδες), τα οποία επιτέθηκαν πρώτα κατά της δεξιάς πλευράς των σταυροφόρων. Αν και η πρώτη Οθωμανική επίθεση απέβη άκαρπη, η δεύτερη στέφθηκε με επιτυχία, καθώς η ταυτόχρονη επίθεση των σπαχήδων (ιππικού) της Ανατολίας οδήγησε στη διάσπαση της δεξιάς πτέρυγας των σταυροφόρων. Στο μεταξύ, ο Ουνιάδης και ο Λαδίσλαος επιτέθηκαν κατά των στρατευμάτων της Ανατολίας, τα οποία ανάγκασαν σε υποχώρηση, ενώ κατόρθωσαν να φονεύσουν τον αρχηγό τους, τον Karaca Bey.
Στη συνέχεια, ο Ουνιάδης επιτέθηκε κατά των Ευρωπαϊκών στρατευμάτων του Μουράτ πετυχαίνοντας την απομάκρυνσή τους από το πεδίο της μάχης και συνεπώς την απομόνωση του Σουλτάνου. Έτσι, ο Λαδίσλαος, που ανέμενε το αποτέλεσμα των επιθέσεων του Ουνιάδη, βρήκε την ευκαιρία να στραφεί κατά του Μουράτ. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Χαλκοκονδύλη, η συγκεκριμένη επίθεση έγινε για λόγους γοήτρου. Όμως, οι γενίτσαροι νίκησαν το Λαδίσλαο, και το στράτευμά του διαλύθηκε όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του ηγέτη του.
Η επιστροφή του Τουρκικού ιππικού στο πεδίο της μάχης ολοκλήρωσε τη διάλυση των σταυροφορικών δυνάμεων και οδήγησε στον τερματισμό της μάχης. Οι αντίπαλες δυνάμεις είχαν μεγάλες απώλειες, ενώ η τύχη του Λαδίσλαου και του Κεσαρίνι, που παρέμεινε για αρκετές εβδομάδες αβέβαιη, συνδέθηκε με μύθους και φανταστικές ιστορίες. Ο Ουνιάδης κατόρθωσε να διαφύγει και να φτάσει στη Βλαχία, όπου όμως συνελήφθη από το Vlad Dracul. Μετά την απολύτρωσή του, επέστρεψε στην Ουγγαρία.
Όταν οι συμμαχικές δυνάμεις έφθασαν στα παράλια του Εύξεινου πόντου, στρατοπέδευσαν κοντά στη Βάρνα και στην Καλλιάκρα και σύντομα άρχισαν την πολιορκία των δύο πόλεων. Η Βάρνα παραδόθηκε στον Λαδίσλαο, ενώ η Καλλίακρος κατελήφθη έπειτα από πολιορκία. Οι δυνάμεις του Λαδίσλαου συνέχισαν την προέλασή τους νότια, φθάνοντας μέχρι την Ορεστιάδα. Εκείνο το χρονικό διάστημα ο Μουράτ Β' ήταν απασχολημένος στην Ανατολή με τον πόλεμο εναντίον του Καραμάνη και τη στιγμή της Ουγγρικής προέλασης πολιορκούσε το Ικόνιο.
Ο Καραμάνης, δεχόμενος την πίεση των στρατευμάτων του Μουράτ, απηύθυνε ευνοϊκές προτάσεις ειρήνης στους Τούρκους. Ταυτόχρονα μια πρεσβεία από τον ηγεμόνα των Σέρβων ανακοίνωσε στον Μουράτ τα σχετικά με την Ουγγρική εισβολή νότια του Δούναβη. Ο Μουράτ δέχθηκε τις προτάσεις του Καραμάνη και αφού έλαβε τον γιο του τελευταίου ως όμηρο αποσύρθηκε γρήγορα από την Ανατολία με τις δυνάμεις του. Πληροφορήθηκε ακόμη ότι τα στενά του Ελλησπόντου βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Βενετικού στόλου.
Παρόλα αυτά οδήγησε γρήγορα τον στρατό του στα Στενά και κατάφερε με την υποστήριξη των Γενοβέζων να τα περάσει απέναντι, εκμεταλλευόμενος τόσο τις κακές καιρικές συνθήκες, που δεν επέτρεπαν στα εχθρικά πλοία να πλεύσουν εναντίον του, όσο και την αποτελεσματικότητα των πυροβόλων του, τα οποία επέφεραν πλήγμα στα Βενετικά πλοία. Όταν ο στρατός του βρέθηκε ολόκληρος στην Ευρώπη, έστειλε πρεσβεία στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα ζητώντας τη συνδρομή του στον πόλεμο που άρχιζε, συνάντησε όμως την άρνησή του. Ο Μουράτ συνέχισε την προέλασή του βόρεια κινούμενος εναντίον των Ούγγρων.
Επί τέσσερις ημέρες στρατοπέδευε σε σημεία που νωρίτερα είχαν χρησιμοποιήσει οι Ούγγροι ώστε να εκτιμήσει τις δυνάμεις τους. Την πέμπτη ημέρα και ενώ βρισκόταν στην περιοχή της Βάρνας, ο Ουνυάδης, έχοντας αντιληφθεί ότι οι Τούρκοι τούς ακολουθούσαν, συζήτησε με τον Λαδίσλαο και αποφάσισαν να εμπλακούν σε μάχη την οποία επιθυμούσε και ο Μουράτ. Ήταν Νοέμβριος του 1444. Η μάχη της Βάρνας θα αποτελούσε την ισχυρότερη δοκιμασία για τον στρατό και τα τεχνολογικά μέσα που είχε επινοήσει ο Ουνυάδης, αλλά και για τη μεγάλη φήμη του πολέμαρχου ανάμεσα στους ανθρώπους της εποχής.
Εκτός από τους Ουσσίτες (Βοημοί επαναστάτες) μισθοφόρους και τους προσωπικούς του ακολούθους ο Ουνυάδης είχε εντάξει στον στρατό του και ένα είδος πολιτοφυλακής από τους χωρικούς της Τρανσυλβανίας. Πραγματικός επαγγελματίας πολεμιστής και έχοντας διδαχθεί την πολεμική τέχνη στην Ιταλία, ήταν πάντα πρόθυμος να αποδεχθεί νέα όπλα και τακτικές. Η ευφυής χρήση πυροβόλων όπλων επάνω σε άμαξες που σύρονταν σε κυκλική διάταξη, σχηματίζοντας στην ουσία ένα κινητό οχυρό, απέκτησε μεγάλη σημασία στον στρατό του Ουνυάδη.
Η ιδέα αυτή πιθανώς προερχόταν από παραδοσιακές νομαδικές τακτικές οι οποίες εκσυγχρονίστηκαν με τη χρήση των πυροβόλων που κατασκεύαζαν οι Βοημοί Ουσσίτες. Η τυπική τακτική του Ουνυάδη απέναντι στους Τούρκους είχε αμυντικό χαρακτήρα. Συνήθιζε να παρασύρει το ιππικό τους σε επίθεση εναντίον αυτοσχέδιων οχυρώσεων με μεγάλη ισχύ πυρός, όπως ήταν οι άμαξες - οχυρά που διέθετε, και στη συνέχεια επιτίθετο στα ακάλυπτα πλευρά τους με το ιππικό. Η τακτική αυτή είχε αποδώσει καρπούς κυρίως σε περιοχές με στενό μέτωπο, όπως ήταν οι κοιλάδες της Σερβίας και της Τρανσυλβανίας.
Το βαρύ ιππικό του Ουνυάδη αποτελείτο από Γερμανούς μισθοφόρους, ενώ το ελαφρύ από Ούγγρους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκηβόλα όπλα, π.χ. μικρά παλίντονα τόξα και βαλλίστρες, και έφεραν ελαφρά θωράκιση. Οι Τούρκοι αντιπαρέταξαν στον Ουνυάδη το σύνολο των Ευρωπαϊκών και Ασιατικών στρατευμάτων τους, τα οποία ήταν αρκετά εμπειροπόλεμα και με διάθεση να εκδικηθούν τους Ούγγρους για τις προηγούμενες επιτυχίες τους. Ο Σουλτάνος προστατευόταν από ένα σώμα πολεμιστών οι οποίοι έφεραν μεγάλες ασπίδες και αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του, η οποία μετέφερε τον οπλισμό της επάνω σε καμήλες.
Για περισσότερη ασφάλεια ο ίδιος και οι ανώτατοι αξιωματούχοι είχαν τοποθετήσει τις καμήλες μπροστά από το τείχος των ασπίδων της φρουράς. Η στρατιά της Ευρώπης είχε ως αρχιστράτηγο τον Καραζίη και παρατάχθηκε κατά ίλες, με μικρή απόσταση των τμημάτων μεταξύ τους. Με τον ίδιο τρόπο παρατάχθηκε και η στρατιά της Ασίας, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην αλληλοβοήθεια των τμημάτων της. Το πεζικό σχημάτισε μεγάλο και ευθύ μέτωπο. Από την άλλη πλευρά οι Ούγγροι παρατάχθηκαν κατά λόχους και φρήτρας (φυλές), καταλαμβάνοντας το δεξιό μέρος της παράταξης. Οι Δάκες τοποθετήθηκαν στο αριστερό.
Από την αρχή της μάχης ο Ουνυάδης, ο οποίος βρισκόταν απέναντι από την Ασιατική στρατιά των Τούρκων, κατάφερε να τρέψει γρήγορα σε φυγή τα αντίπαλα στρατεύματα και έριξε το βάρος στην εξουδετέρωση της Ευρωπαϊκής στρατιάς του Σουλτάνου, η οποία δεν παρουσίασε σημεία κάμψης και παρέμενε στη θέση της πολεμώντας με πείσμα. Οι Δάκες, βλέποντας τη φυγή της Ασιατικής στρατιάς, δεν προσπάθησαν να εξοντώσουν τους υποχωρούντες Τούρκους. Προτιμώντας ένα πρόσκαιρο όφελος, εισήλθαν στη σκηνή του Σουλτάνου και τη λεηλάτησαν αποκομίζοντας χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα, εξόντωσαν δε και τις καμήλες που βρίσκονταν εκεί.
Όταν ολοκλήρωσαν τη λεηλασία, δεν συνέχισαν να μάχονται αλλά επέστρεψαν στο στρατόπεδό τους. Ο Ουνυάδης, έχοντας ήδη τρέψει σε φυγή το Ασιατικό στράτευμα, εμφανίσθηκε μπροστά στον Λαδίσλαο ζητώντας του να συνεχίσουν τον πόλεμο μέχρι να επικρατήσουν ολοκληρωτικά σε βάρος των Τούρκων. Έχοντας τη συγκατάθεση του Λαδίσλαου επιτέθηκε αμέσως στην Ευρωπαϊκή στρατιά και ανάγκασε τους Τούρκους να υποχωρήσουν στο στρατόπεδό τους. Η Τουρκική αντεπίθεση, που επακολούθησε, απώθησε τον Ουνυάδη προς το δικό του στρατόπεδο.
Η σύγκρουση συνεχίστηκε με συνεχείς αντεπιθέσεις από τις δύο πλευρές, κατά τη διάρκεια των οποίων χάθηκαν χιλιάδες στρατιώτες. Τη σημαντικότερη απώλεια υπέστησαν οι Τούρκοι, όταν ο αρχιστράτηγος Καραζίης έπεσε από κτύπημα στο στήθος με ξίφος. Ο θάνατος του Καραζίη σε συνδυασμό με την επιτυχία σε βάρος της Ασιατικής στρατιάς κατά την πρώτη φάση της μάχης, έδειχνε ότι τελικά ο Ουνυάδης θα πετύχαινε άλλη μία, ίσως τη σπουδαιότερη, νίκη του σε βάρος των Τούρκων. Δεν μπορούσε όμως να υπολογίζει σε κάποιους αστάθμητους παράγοντες που είχαν καθοριστικό ρόλο στο πιο κρίσιμο σημείο της αναμέτρησης.
Στο άμεσο περιβάλλον του Λαδίσλαου υπήρχαν άνθρωποι που μισούσαν τον Τρανσυλβανό πολέμαρχο για τις πολεμικές του αρετές και τις μέχρι τότε επιτυχίες του. Όταν είδαν ότι ο Ουνυάδης είχε τρέψει σε φυγή την Ασιατική στρατιά και πολεμούσε επιτυχώς την Ευρωπαϊκή, με νεκρό ήδη τον αρχιστράτηγό της Καραζίη, είπαν στον Λαδίσλαο: "Βασιλιά γιατί καθόμαστε εδώ και περιμένουμε τα πάντα από τον Ουνυάδη, σαν να είναι ο μόνος άνδρας ανάμεσά μας; Για όλους εμάς είναι μεγάλη ντροπή να μένουμε άπραγοι και ο υπήκοός σου να επιτίθεται στους Τούρκους.
Πρέπει τόσο σε σένα, που είσαι βασιλιάς, όσο και σε εμάς να κάνουμε πράξεις που θα επαινέσουν οι άνθρωποι στην πατρίδα μας αλλά και οι εχθροί μας όταν πληροφορηθούν τα σχετικά με τη μάχη. Αυτός όμως, έχοντας καταφέρει να τρέψει σε φυγή τόσο εχθρικό στράτευμα, θα έχει στο μέλλον αθάνατη δόξα. Για σένα, που απλά κάθεσαι και παρακολουθείς τα τεκταινόμενα, θα μείνει μόνο η ντροπή στους απογόνους σου. Μη νομίζεις ακόμη πως όταν θα τους κατατροπώσει, η σκηνή του Μουράτ θα περιμένει εμάς. Ας πάμε λοιπόν εκεί, γιατί το δίκαιο είναι να συναντήσεις εσύ ως βασιλιάς τον ομόλογό σου".
Οι σύμβουλοι του Λαδίσλαου κατάφεραν να παρασύρουν με τα λόγια τους τον νεαρό βασιλιά και τον ώθησαν να εμπλακεί στη μάχη ώστε να πάρει κι αυτός μέρος από τη δόξα της τελικής νίκης. Παρά την αντίθετη γνώμη του Ουνυάδη ο Λαδίσλαος, έχοντας μαζί του περί τους 500 άνδρες, έσπευσε αμέσως στην πρώτη γραμμή, όπου βρέθηκε αντιμέτωπος με τη φρουρά του Μουράτ, η οποία πολεμούσε σκληρά για τον δικό της ηγεμόνα. Σε κάποια στιγμή το άλογό του δέχθηκε κτύπημα στα πόδια από τσεκούρι και σωριάστηκε στο έδαφος.
Την πτώση του βασιλιά δεν την αντιλήφθηκε κανένας από τη συνοδεία του μέσα στον πανικό και στον θόρυβο της μάχης. Οι σωματοφύλακες του Μουράτ, με πρώτο τον Θερίζη, αφαίρεσαν το κράνος του Λαδίσλαου και αφού τον αποκεφάλισαν πήγαν το κεφάλι του στον Σουλτάνο. Ο Μουράτ, βλέποντας λίγο νωρίτερα τους Ούγγρους σχεδόν δίπλα του, ήταν έτοιμος να φύγει από το πεδίο της μάχης. Άκουσε μάλιστα και ύβρεις από μερικούς δικούς του όταν αισθάνθηκαν ότι θα τους εγκατέλειπε. Ενώ η κατάληξη της αναμέτρησης φαινόταν προδιαγεγραμμένη, ήλθε σαν θείο δώρο στον Μουράτ το κεφάλι του Λαδίσλαου.
Από την άλλη πλευρά οι Ούγγροι αναζητούσαν τον βασιλιά τους. Σύντομα αντιλήφθηκαν ότι είχε πέσει στη μάχη. Το γεγονός αυτό καταρράκωσε το ηθικό τους και όπλισε με δύναμη τη φρουρά του Μουράτ. Αδυνατώντας να βρουν τον νεκρό βασιλιά τους οι Ούγγροι υποχώρησαν στο στρατόπεδό τους. Τα δυσάρεστα νέα σχετικά με τον Λαδίσλαο έφθασαν στον Ουνυάδη και στους άλλους Ούγγρους στρατηγούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τη μάχη απέναντι στην Ευρωπαϊκή στρατιά.
Ο Ουνυάδης δεν επέστρεψε στο στρατόπεδο αλλά αποχώρησε αμέσως με τις δυνάμεις του προς τον Δούναβη, ακολουθούμενος από τους συμμάχους του Δάκες. Το ίδιο έπραξε η ακολουθία και η φρουρά του Λαδίσλαου, η οποία πλήρωσε πολύ ακριβό τίμημα: κατά τη διάρκεια της υποχώρησής της σκοτώθηκε ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι μαζί με πολλούς Ούγγρους και Δάκες στρατιώτες που δεν απέφυγαν την εκδίκηση των Τουρκικών δυνάμεων. Ο Μουράτ, έχοντας πετύχει έναν απροσδόκητο θρίαμβο, τοποθέτησε το κεφάλι του Λαδίσλαου επάνω σε ένα ακόντιο και το περιέφερε μέσα στον στρατό του.
Κατά τη μάχη της Βάρνας έπεσαν 6.000 Τούρκοι, ενώ οι απώλειες των συμμάχων ήταν αρκετά μεγαλύτερες. Ο Μουράτ τίμησε με πολλά δώρα και αξιώματα τον Θερίζη ο οποίος του είχε φέρει το κεφάλι του Λαδίσλαου και έθαψε με μεγάλες τιμές τον Καραζίη στην Αδριανούπολη. Στη θέση του τελευταίου ως στρατηγό της Ασίας τοποθέτησε τον Αλβανικής καταγωγής Σκούρα, τον οποίο είχε αρπάξει μικρό από την Αλβανία. Ο Σκούρας είχε ανατραφεί κοντά στον Μουράτ. Έγινε ύπαρχος και τελικά στρατηγός των Ασιατικών στρατευμάτων του Σουλτάνου.
Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΟΝΙΚΟ ΧΑΛΚΟΚΟΝΔΥΛΗ
Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης περιγράφει την επίθεση του Ουνιάδη κατά των Ευρωπαϊκών στρατευμάτων του Μουράτ και το θάνατο του Karaca Bey:
''Ἰωάννης μὲν οὖν, ὡς ἐτρέψατο τὸ τῆς Ἀσίας στράτευμα, ἀφίκετο ἐπὶ Λαδισλάον βασιλέα, παραινῶν αὐτῷ ἵστασθαι καὶ ἱδρῦσθαι κατὰ χώραν, μηδὲ προϊέναι ποι συμβαλοῦντα τοῖς πολεμίοις, ὡς ἂν ἐπιόντι κατὰ τοῦ βασιλέως χαλεπὸν ἀποβαίη, καταφυγὴ ἐκ τῆς μάχης γένοιτο.
Καὶ παρεγγύα μηδενὶ τῶν ἀμφʹ αὑτὸν ἐπιτρέπειν ἄλλῃ πῃ ἀπιέναι, ἀλλʹ αὐτοῦ μένοντας ἐπιμένειν, ἐς ὃ ἂν μαχεσάμενος καὶ τὸ τῆς Εὐρώπης στράτευμα τρεψάμενος ὑποστρέψηται, καὶ τότε ἐπὶ τὰς θύρας ἅμα, ὑπολειπομένου τοῦ ἀγῶνος τούτου, ἐλῶσι μετὰ ταῦτα εἰπὼν ἀπῄει συνταξάμενος ἐπὶ τὸ τῆς Εὐρώπης στράτευμα, ὃ ἐπὶ τοῦ βασιλέως παρετάσσετο μέρος, καὶ συμβαλλὼν ἐμάχετο ἐπὶ χρόνον τινά.
Έγένετο δὲ ἡ μάχη οὕτως. ὡς συμβάλλοιεν οἱ Παίονες ἐς χεῖρας ἐλθόντες, τρεψάμενοι τοὺς Τούρκους ἐδίωκον, ἕως οὗ ἐγένοντο ἀγχοῦ τοῦ στρατοπέδου αὐτοῦ. μετὰ δὲ εὐθὺς συστρέψαντες οἱ Τοῦρκοι ἐδίωκον τοὺς Παίονας χρόνον ἱκανὸν ἄχρις οὗ γένοιντο καὶ οὗτοι ἐν τῷ στρατοπέδῳ αὑτῶν. καὶ ὁπότε μὲν βιασάμενοι οἱ Παίονες τοὺς Τούρκους ἐπικέοιντο διώκοντες, ἐνταῦθα συχνοὶ τῶν Τούρκων ἔπιπτον καταπατούμενοι ὑπὸ τῶν Παιόνων.
Καὶ μὲν δὴ καὶ Παίονες ἐν τῇ ἀποχωρήσει πολλοὶ ἀπεγίνοντο, ὁπότε δὴ αἰδοῖ ἀποχωροῦντες. ἐν τούτῳ πίπτει Καραζίης ὁ τῆς Εὐρώπης στρατηγός, ξίφει Παιωνικῷ βληθεὶς κατὰ τὸ στῆθος, δορατίου τραύματι. τὰ γὰρ Παιονικὰ ξίφη σχεδόν τι δή, καὶ τὰ τῆς Γερμανίας ἁπάσης, ἐληλαμένα τυγχάνει ἐπὶ μήκιστον καὶ ὀξέα, οὐ μέντοι τοιαῦτα οἷα καταίροντα κόπτειν ὅτι καὶ ἄξια λόγου, ὡς τὰ βαρβαρικὰ ἢ καὶ Ἰταλικά''.
Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (Αποδείξεις Ιστοριών δέκα)
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σε στρατιωτικό επίπεδο, επρόκειτο για μια μάχη εκ παρατάξεως η οποία διεξήχθη σε ανοιχτό πεδίο με τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων. Η εκμετάλλευση του χρόνου, ο αριθμός και το είδος των στρατιωτών, ο συντονισμός των κινήσεών τους, η οργάνωση των εφεδρειών και το ηθικό των πολεμιστών υπήρξαν βασικοί παράγοντες που επηρέασαν την έκβασή της. Έτσι, ο μεγάλος αριθμός στρατιωτών που παρέταξαν οι Τούρκοι και το πλεονέκτημα που είχαν σχετικά με την επιλογή του πεδίου της μάχης, το ελαφρύ πυροβολικό με το οποίο ήταν εφοδιασμένοι οι σταυροφόροι (πιθανώς δεν χρησιμοποιήθηκε στη μάχη).
Η έλλειψη συντονισμού μεταξύ Ουνιάδη και Λαδίσλαου και η πρωτοβουλία του τελευταίου να επιτεθεί μόνος εναντίον του σουλτάνου, ο πανικός του στρατού, καθώς και παραλείψεις σχετικά με την οργάνωση οδοφραγμάτων και την εξασφάλιση διόδων διαφυγής σε σχέση με τη μορφολογία του εδάφους (ελώδης περιοχή γύρω από τη Βάρνα), όλα αυτά συνέβαλαν τα μέγιστα στην ήττα των σταυροφόρων. Οπωσδήποτε το γεγονός ότι ο στόλος απέτυχε τελικά στην αποστολή του να υποστηρίξει τις χερσαίες δυνάμεις υπήρξε ένας επιπλέον, αλλά ουσιαστικός αρνητικός παράγοντας.
Συνεπώς, η τελευταία φάση της «σταυροφορίας» του 1443 - 1444 κατέληξε σε αποτυχία λόγω του πλημμελούς της οργάνωσης, της έλλειψης συντονισμού και της διάσπασης του πολεμικού στόχου. Το τελευταίο αίτιο συνδέεται βέβαια με τις επιπτώσεις της μάχης σε πολιτικό επίπεδο. Η διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ του Πάπα και των Βενετών σχετικά με το ρόλο του στόλου, η απόφαση των Βενετών να συνάψουν συνθήκη ειρήνης με το Μωάμεθ Β΄ (1446) και το ηθικό πλήγμα που δέχτηκε η δυτική Χριστιανοσύνη, κατά τα λεγόμενα του Κυριακού του Αγκωνίτη, υπήρξαν σημαντικές πτυχές της πολιτικής κρίσης που ακολούθησε.
Επιπλέον, η ήττα των σταυροφόρων θεωρήθηκε προανάκρουσμα της Οθωμανικής κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, καθώς η Ένωση των Εκκλησιών και η ιδέα της σταυροφορίας κατέρρευσαν. Αντίθετα, η Οθωμανική ισχύς επεκτάθηκε στο χώρο των Βαλκανίων: πραγματοποιήθηκαν εκστρατείες κατά του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στο Μοριά (1446), του Σκεντέρμπεη στην Αλβανία (1448 και 1450) και του Ουνιάδη στο Κόσοβο (1448). Μάλιστα οι Οθωμανοί επωφελήθηκαν και σε στρατιωτικό επίπεδο, εμπλουτίζοντας την πολεμική τους τακτική με νέες μεθόδους και νέα μέσα (μουσκέτα / πυροβόλα).
ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ
Οι 30.000 Σταυροφόροι συντρίφθηκαν από 120.000 Οθωμανούς. Περίπου οι μισοί στρατιώτες του ενωμένου στρατού σκοτώθηκαν. Ο θάνατος του Βλάντισλαβ Γ' στη μάχη άφησε την Ουγγαρία στα χέρια του τετράχρονου γιου του Λαντισλάους της Βοημίας και της Ουγγαρίας. Εις έκφραση ευγνωμοσύνης, ο Βουλγαρικός λαός έδωσε στον Βλάντισλαβ Γ' το επωνύμιο ''της Βάρνας'' (Varnenchik), από τον τόπο που πολέμησε και πέθανε. Με αυτή την ήττα σταμάτησε οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια παρεμπόδισης της διείσδυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ανατολική Ευρώπη για αρκετές δεκαετίες.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Η αποτυχία της Βάρνας επισφράγισε την κυριαρχία των Οθωμανών στα Βαλκάνια και προκάλεσε ρήγμα στις σχέσεις μεταξύ των συμμάχων. Όταν ο Ουνυάδης έφθασε στον Δούναβη διέλυσε τον στρατό του. Έχοντας μείνει με λίγους άνδρες συνελήφθη αιχμάλωτος από τον Ντράκουλ, με τον οποίο είχε μακροχρόνια αντιδικία. Οι δυνάμεις του Ντράκουλ λεηλατούσαν περιοχές που ανήκαν στον Ουνυάδη, ενώ ο ίδιος ο Ντράκουλ τον συκοφαντούσε ως φίλο των Τούρκων. Ο Ουνυάδης κλείστηκε στη φυλακή, ωστόσο οι απειλές των Ούγγρων ανάγκασαν τον Ντράκουλ να τον απελευθερώσει.
Λίγο αργότερα εκδικήθηκε τον αντίπαλό του βοηθώντας τον Δάνο να ανακτήσει την εξουσία του στη Δακία. Το αποτέλεσμα της ιστορικής μάχης της Βάρνας έχει δώσει αφορμή για ποικίλες κρίσεις ως προς την τελική της έκβαση. Από καθαρά στρατιωτική άποψη υποστηρίζεται ότι αν ο Μπράνκοβιτς και οι σερβικές δυνάμεις λάμβαναν μέρος στο πλευρό των συμμάχων, η νίκη θα έγερνε προς το μέρος τους. Σύμφωνα με μια πιο απλουστευτική εκδοχή η μάχη της Βάρνας ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό επεισόδιο στους Ουγγρο-Τουρκικούς πολέμους του 15ου αιώνα.
Με βάση τη γενικότερη κατάσταση, ήταν η τελευταία σοβαρή προσπάθεια του Χριστιανικού κόσμου να διώξει τους Τούρκους από την Ευρώπη και ταυτόχρονα το προοίμιο για την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Το τελικό αποτέλεσμα της μάχης της Βάρνας οριστικοποίησε τον ηγεμονικό ρόλο των Τούρκων στη νοτιοανατολική Ευρώπη και τους έδωσε τη δυνατότητα να επεκταθούν βορειότερα έχοντας ανακτήσει το γόητρό τους.
Η Τουρκική επιτυχία στη Βάρνα έφερε στο χείλος του γκρεμού και την Κωνσταντινούπολη, αφού ο Ιωάννης Η' δεν είχε δεχθεί να βοηθήσει τους Τούρκους να περάσουν στην Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι ήταν φόρου υποτελής στον Σουλτάνο. Στη Δύση ο Πάπας εξοργίσθηκε με τους Βενετούς επειδή δεν έφεραν σε πέρας την αποστολή τους και αρνήθηκε να τους πληρώσει όσα είχαν συμφωνηθεί ως αμοιβή για τη ναυτική βοήθεια. Η νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε στα Βαλκάνια επέτρεψε στους Οθωμανούς να διευθετήσουν και τις εκκρεμότητες που είχαν στη νότια Ελλάδα.
Ο Μουράτ ζήτησε από τον δεσπότη του Μυστρά να υποχωρήσει από τα εδάφη τα οποία είχε καταλάβει στη Στερεά. Όταν εκείνος αρνήθηκε, έστειλε εναντίον του χιλιάδες Αλβανούς που τον υποχρέωσαν να επιστρέψει στην Πελοπόννησο. Η Βενετία υπέγραψε το 1446 συνθήκη ειρήνης με τον Σουλτάνο για να διατηρήσει τα προνόμιά της στη θάλασσα. Απόηχος, όπως χαρακτηρίστηκε εύστοχα, της μάχης της Βάρνας υπήρξε η μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1448, κατά την οποία ο Ουνυάδης, ουσιαστικά δίχως συμμάχους, υπέστη νέα ήττα από τους Τούρκους.
Η εξέλιξη αυτή έθεσε οριστικό τέλος στις αμυδρές ελπίδες που υπήρχαν για την εκδίωξη των Τούρκων από τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Για τους τελευταίους η επιτυχία του Κοσσυφοπεδίου επισημοποίησε τον κυρίαρχο ρόλο τους στην περιοχή, που είχαν ουσιαστικά αποκτήσει μετά τη Βάρνα. Δεν τους απέμενε πια τίποτε άλλο παρά η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, ώστε να ενοποιήσουν τις κτήσεις τους στην Ασία και στην Ευρώπη και να τους δώσουν το φυσικό τους κέντρο εξουσίας, όπως συνέβαινε επί 11 αιώνες με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΝΑΣ
Προϊστορία
Προϊστορικοί οικισμοί, περισσότερο γνωστοί για τη χαλκολιθική τους νεκρόπολη (μέσα 5ης χιλιετίας π.Χ. με χρονολόγηση ραδιενεργού άνθρακα), βασικός αρχαιολογικός χώρος για την παγκόσμια προϊστορία, ονομαζόμενος αρχαίος (προ-Ινδοευρωπαικός) Ευρωπαικός πολιτισμός της Βάρνας και θεωρούμενος η αρχαιότερη παγκοσμίως μεγάλη ανακάλυψη αρχαίων αντικειμένων, υπήρχαν μέσα στα όρια της σύγχρονης πόλης.
Στην ευρύτερη περιοχή των λιμνών της Βάρνας (γλυκού νερού πριν τα 1900) και των γειτονικών Καρστικών πηγών και σπηλαίων έχουν ανασκαφεί πάνω από 30 προϊστορικοί οικισμοί, με τα αρχαιότερα αντικείμενα να χρονολογούνται από τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο ή πριν από 100.000 χρόνια.
Αρχαιότητα και Βουλγαρική Κατάκτηση
Η περιοχή της αρχαίας Θράκης κατοικείτο από Θράκες από το 1000 π.Χ. Έλληνες από τη Μίλητο ίδρυσαν την αποικία της Οδησσού προς το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. (τα αρχαιότερα Ελληνικά αρχαιολογικά ευρήματα χρονολογούνται από το 600 ως το 575 π.Χ.) ή, σύμφωνα με τον Ψευδο-Σκύμνο (άγνωστο γεωγράφο του 100 π.Χ. περίπου), την εποχή του Αστυάγη (Πέρση βασιλιά, πιθανόν 572 - 570 π.Χ.) μέσα σε προγενέστερο Θρακικό οικισμό. Το όνομα Οδησσός ήταν προελληνικό, πιθανόν Καρικής προέλευσης.
Μέλος της Ποντιακής Πεντάπολης, η Οδησσός ήταν μια μεικτή κοινότητα - περιοχή επαφής των Ελλήνων της Ιωνίας με τις Θρακικές φυλές (Γέτες, Κρόβυζοι, Τέριζοι) της ενδοχώρας. Ανασκαφές σε γειτονικές Θρακικές τοποθεσίες έχουν αποκαλύψει διακοπτόμενα διαστήματα κατοχής από τον 7ο ως τον 4ο αιώνα και στενές εμπορικές σχέσεις με την αποικία. Το Ελληνικό αλφάβητο έχει χρησιμοποιηθεί σε επιγραφές στη Θρακική γλώσσα τουλάχιστον από τον 5ο αιώνα π.Χ. και η πόλη λάτρευε ένα θρακικό μεγάλο θεό, του οποίου η λατρεία επέζησε και τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Η Οδησσός περιλαμβάνεται στην καταγραφή της Συμμαχίας της Δήλου το 425 π.Χ. Το 339 π.Χ. πολιορκήθηκε χωρίς επιτυχία από το Φίλιππο Β΄ (ιερείς των Γετών τον έπεισαν να συνάψει συνθήκη), αλλά παραδόθηκε στο Μέγα Αλέξανδρο το 335 π.Χ. και κυβερνήθηκε αργότερα από το διάδοχό του Λυσίμαχο, κατά του οποίου επαναστάτησε το 313 π.Χ., ως μέλος συνασπισμού με άλλες Ποντιακές πόλεις και τους Γέτες.
Η Ρωμαϊκή πόλη Οδησσός, που πρώτα περιελήφθη στην ''Praefectura orae maritimae'' και κατόπιν το 15 μ.Χ. προσαρτήθηκε στην επαρχία της Μοισίας, καταλάμβανε 47 εκτάρια στη σημερινή κεντρική Βάρνα και είχε επιφανή δημόσια λουτρά, Θέρμες, που ανεγέρθηκαν στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. και είναι σήμερα τα μεγαλύτερα Ρωμαϊκά ερείπια στη Βουλγαρία (το κτίριο είχε πλάτος 100, μήκος 70 και ύψος 25 μέτρα) και τα τέταρτα σε μέγεθος γνωστά Ρωμαϊκά λουτρά στην Ευρώπη. Μεγάλοι αθλητικοί αγώνες τελούνταν κάθε πέντε χρόνια, που πιθανότατα τους παρακολούθησε ο Γορδιανός Γ΄ το 238 μ.Χ.
Η Οδησσός ήταν Πρωτοχριστιανικό κέντρο, όπως πιστοποιείται από ερείπια δέκα αρχαίων βασιλικών, ενός μονοφυσιτικού μοναστηριού και ενδείξεις ότι υπηρέτησε εδώ ως επίσκοπος ένας από τους Εβδομήκοντα Αποστόλους, ο Αμπλίατος, μαθητής του Αγίου Ανδρέα (που, σύμφωνα με παράδοση της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κήρυξε στην πόλη το 56 μ.Χ.). Σε αυτοκρατορικά έγγραφα του 6ου αιώνα μ.Χ. αναφερόταν ως ''αγιοτάτη πόλις'', ''sacratissima civitas''. Το 442 μ.Χ. έγινε στην Οδησσό μία συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στο Θεοδόσιο Β΄ και τον Αττίλα.
Το 513 έγινε κομβικό σημείο της επανάστασης του Βιταλιανού (Βυζαντινού στρατηγού κατά του Αυτοκράτορα Αναστασίου Α΄). Το 536 ο Ιουστινιανός Α΄ την έκανε έδρα της ''Quaestura exercitus'', που διοικείτο από ένα ''έπαρχο της Σκυθίας'' και περιελάμβανε την Κάτω Μοισία, τη Σκυθία, την Καρία, τα Νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο. Αργότερα το στρατόπεδο έξω από την Οδησσό ήταν η έδρα ενός άλλου ανώτερου Ρωμαίου διοικητή, του ''magister militum per Thracias''.
Θεωρείται ότι η συνθήκη ειρήνης του 681 με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που ίδρυσε το νέο Βουλγαρικό κράτος, συνήφθη στη Βάρνα και η πρώτη Βουλγαρική πρωτεύουσα νότια του Δούναβη πιθανολογείται ότι βρισκόταν προσωρινά στην περιοχή της - πιθανόν σε μια αρχαία πόλη κοντά στη βόρεια ακτή της Λίμνης της Βάρνας, που ονομαζόταν Θεοδωριάς από τον Ιουστινιανό Α΄ - πριν μεταφερθεί στην Πλίσκα, 70 χιλιόμετρα δυτικά. Ο Ασπαρούχ οχύρωσε την πεδιάδα του ποταμού Βάρνα έναντι πιθανής Βυζαντινής απόβασης με το ''Ασπαρούχοβ Βαλ'' (Τείχος του Ασπαρούχ), που διατηρείται ακόμη.
Σε όλη την πόλη και ακόμη δυτικότερα έχουν ανασκαφεί πολλοί Βουλγαρικοί οικισμοί του 7ου αιώνα. Aναμφισβήτητα, από όλες τις περιοχές, οι πυκνότερα κατοικούμενες από Βουλγάρους ήταν οι βόρεις ακτές των λιμνών της Βάρνας. Πιστεύεται ότι ο Ασπαρούχ γνώριζε τη σημασία του Ρωμαϊκού στρατοπέδου (campus tribunalis), που ιδρύθηκε από τον Ιουστινιανό έξω από την Οδησσό και το θεωρούσε (ή τις επάλξεις του) λογική έδρα του ελέγχου τόσο της Κάτω Μοισίας, όσο και της Σκυθίας.
Μεσαίωνας
Ο έλεγχος της πόλης πέρασε αρκετές φορές από τους Βυζαντινούς στους Βουλγάρους κατά το Μεσαίωνα. Στα τέλη του 9ου και το πρώτο μισό του 10ου αιώνα η Βάρνα ήταν ο τόπος ενός πριγκιπικού Σκριπτόριουμ (χώρου συγγραφής) της Λογοτεχνικής Σχολής της Πρεσλάβας, σε ένα μοναστήρι υπό την προστασία του Βόρις Α΄, που πιθανόν το χρησιμοποίησε ως μοναστικό του αναχωρητήριο. Το Σκριπτόριουμ πρέπει να έπαιξε βασικό ρόλο στην εμφάνιση της Κυριλλικής γραφής από Βούλγαρους λογίους, υπό την καθοδήγηση ενός από τους μαθητές των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.
O Kάρελ Σκόρπιλ υποστήριξε ότι ο Βόρις Α΄ μπορεί να έχει ενταφιασθεί εκεί. Ο σύνθετος πολιτισμός με Ελληνιστικά, Θρακικά, Ρωμαικά, καθώς και ανατολικά - Αρμενικά, Συριακά, Περσικά - χαρακτηριστικά, που αναπτύχθηκε γύρω από την Οδησσό τον 6ο αιώνα υπό τον Ιουστινιανό, πιθανόν επηρέασε τον πολιτισμό της Πλίσκας και της Πρεσλάβας της Πρωτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, φαινομενικά στην αρχιτεκτονική και τις πλαστικές διακοσμητικές τέχνες, αλλά πιθανόν επίσης στη λογοτεχνία, περιλαμβανομένης της Κυριλλικής φιλολογίας.
Το 1201 ο Καλογιάν ανακατέλαβε το φρούριο της Βάρνας, που τότε ήταν στα χέρια των Βυζαντινών, το Μεγάλο Σάββατο, χρησιμοποιώντας ένα πολιορκητικό πύργο και το διασφάλισε για τη Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία. Στα τέλη του 13ου αιώνα, με τη συνθήκη του Νυμφαίου του 1261, η επιθετικοαμυντική συμμαχία μεταξύ του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και της Γένοβας, που άνοιξε τη Μαύρη Θάλασσα στο Γενοβέζικο εμπόριο, σε μια πολύβουη εμπορική πόλη - λιμάνι, όπου σύχναζαν εμπορικά πλοία Γενοβέζικα και αργότερα επίσης από τη Βενετία και τη Ραγούζα.
Oι δύο πρώτες θαλάσσιες δημοκρατίες είχαν προξενεία και αποικίες ομογενών εκεί (oι έμποροι από τη Ραγούζα διατήρησαν την παρουσία τους στο λιμάνι μέχρι το 17ο αιώνα, ενεργώντας από την αποικία τους στη γειτονική Προβάντια. Η πόλη πλαισιωνόταν από δύο φρούρια με μικρότερα δικά τους εμπορικά λιμάνια, το Καστρίτσι και το Γαλατά, με οπτική επαφή μεταξύ τους και προστατευόταν από δύο ισχυρά οχυρά, που δέσποζαν πάνω από τις λίμνες Μαγκλίζ και Πέτριτς.
Εξάγονταν κυρίως σιτάρι, δέρματα ζώων, μέλι και κερί, κρασί, ξυλεία και άλλα τοπικά αγροτικά προϊόντα στις αγορές της Ιταλίας και της Κωνσταντινούπολης και εισάγονταν Μεσογειακά τρόφιμα και είδη πολυτελείας. H πόλη εισήγαγε τη δική της νομισματική μονάδα, το πέρπερ της Βάρνας, στα μέσα του 14ου αιώνα. Η συναλλαγματική ισοτιμία Βουλγαρικού και Βενετικού νομίσματος καθορίστηκε με συνθήκη.
Αναπτύχθηκαν η κοσμηματοποιία, η κατασκευή οικιακών κεραμικών ειδών, η επεξεργασία τροφίμων και δερμάτων και άλλες βιοτεχνίες και ναυπηγεία στις εκβολές του ποταμού Καμτσίγια. Ιταλικοί Πορτολάνικοι χάρτες του 14ου αιώνα εμφανίζουν τη Βάρνα ως αναμφισβήτητα το σημαντικότερο λιμάνι μεταξύ Κωνσταντινούπολης και δέλτα του Δούναβη. Συνήθως ανέφεραν την περιοχή ως Ζαγκόρα. H πόλη πολιορκήθηκε χωρίς επιτυχία από τον Αμαδέο Στ΄ της Σαβοίας, που είχε καταλάβει όλα τα νότια αυτής Βουλγαρικά φρούρια, περιλαμβανομένου του Γαλατά, το 1366.
Το 1386 η Βάρνα έγινε για λίγο πρωτεύουσα του αποσχισθέντος Δεσποτάτου της Δοβρουτσάς και καταλήφθηκε στη συνέχεια από τους Οθωμανούς το 1389 (και πάλι το 1444), αφού παραχωρήθηκε προσωρινά στο Μιχαήλ Β΄ Παλαιολόγο το 1413 (ίσως μέχρι το 1444) και λεηλατήθηκε από (Τάταροι της Κριμαίας}Τατάρους το 1414.
Οθωμανική Διοίκηση
Μεγάλο λιμάνι, αγροτικό, εμπορικό και ναυπηγικό κέντρο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία τους 16ο και 17ο αιώνες, διατηρώντας σημαντικό και οικονομικά ενεργό Βουλγαρικό πληθυσμό, η Βάρνα έγινε αργότερα ένα από τα ''Τετράπλευρα Φρούρια'' ( με το Ρούσε, το Σούμεν και τη Σιλίστρα) αποκόπτοντας τη Δοβρουτσά από την υπόλοιπη Βουλγαρία και αναχαιτίζοντας τη Ρωσία στους Ρωσοτουρκικούς πολέμους. Οι Ρώσοι την κατέλαβαν προσωρινά το 1773 και πάλι το 1828, μετά την παρατεταμένη Πολιορκία της Βάρνας, επιστρέφοντάς τη στους Οθωμανούς δύο χρόνια αργότερα, αφού κατεδάφισαν το μεσαιωνικό φρούριο.
Στις αρχές του 19ου αιώνα πολλοί ντόπιοι Έλληνες εντάχθηκαν στην πατριωτική οργάνωση Φιλική Εταιρεία. Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης (1821) σημειώθηκε στη Βάρνα επαναστατική δράση, με αποτέλεσμα ντόπιοι προύχοντες, που συμμετείχαν στο Ελληνικό εθνικό κίνημα να εκτελεσθούν από τις Οθωμανικές αρχές, ενώ άλλοι κατάφεραν να διαφύγουν στην Ελλάδα και συνέχισαν τον αγώνα τους.
Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, που εκστράτευσαν κατά της Ρωσίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854 - 1856) χρησιμοποίησαν τη Βάρνα ως έδρα και κύρια ναυτική βάση. Πολλοί στρατιώτες πέθαναν από χολέρα και η πόλη καταστράφηκε από φωτιά. Ένα Βρετανικό και ένα Γαλλικό μνημείο σηματοδοτούν τα νεκροταφεία, όπου ενταφιάσθηκαν τα θύματα της χολέρας. Το 1866 η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή στη Βουλγαρία συνέδεσε τη Βάρνα με το Ρούσε στο Δούναβη, συνδέοντας την Οθωμανική πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη με την Κεντρική Ευρώπη. Για μερικά χρόνια το Οριάν Εξπρές περνούσε από αυτή τη γραμμή.
Το λιμάνι της Βάρνας αναπτύχθηκε ως μείζων προμηθευτής τροφίμων - κυρίως σιταριού από το γειτονικό σιτοβολώνα της Νότιας Δοβρουτσάς - για την Κωνσταντινούπολη και πολυσύχναστο κέντρο Ευρωπαϊκών εισαγωγών προς την πρωτεύουσα. Στην πόλη άνοιξαν 12 ξένα προξενεία. Ντόπιοι Βούλγαροι συμμετείχαν στη (Βουλγαρική) Εθνική Αναγέννηση και ο Βασίλ Λέβσκι ίδρυσε μια μυστική επαναστατική επιτροπή.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σε στρατιωτικό επίπεδο, επρόκειτο για μια μάχη εκ παρατάξεως η οποία διεξήχθη σε ανοιχτό πεδίο με τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού στρατιωτικών δυνάμεων. Η εκμετάλλευση του χρόνου, ο αριθμός και το είδος των στρατιωτών, ο συντονισμός των κινήσεών τους, η οργάνωση των εφεδρειών και το ηθικό των πολεμιστών υπήρξαν βασικοί παράγοντες που επηρέασαν την έκβασή της. Έτσι, ο μεγάλος αριθμός στρατιωτών που παρέταξαν οι Τούρκοι και το πλεονέκτημα που είχαν σχετικά με την επιλογή του πεδίου της μάχης, το ελαφρύ πυροβολικό με το οποίο ήταν εφοδιασμένοι οι σταυροφόροι (πιθανώς δεν χρησιμοποιήθηκε στη μάχη).
Η έλλειψη συντονισμού μεταξύ Ουνιάδη και Λαδίσλαου και η πρωτοβουλία του τελευταίου να επιτεθεί μόνος εναντίον του σουλτάνου, ο πανικός του στρατού, καθώς και παραλείψεις σχετικά με την οργάνωση οδοφραγμάτων και την εξασφάλιση διόδων διαφυγής σε σχέση με τη μορφολογία του εδάφους (ελώδης περιοχή γύρω από τη Βάρνα), όλα αυτά συνέβαλαν τα μέγιστα στην ήττα των σταυροφόρων. Οπωσδήποτε το γεγονός ότι ο στόλος απέτυχε τελικά στην αποστολή του να υποστηρίξει τις χερσαίες δυνάμεις υπήρξε ένας επιπλέον, αλλά ουσιαστικός αρνητικός παράγοντας.
Συνεπώς, η τελευταία φάση της «σταυροφορίας» του 1443 - 1444 κατέληξε σε αποτυχία λόγω του πλημμελούς της οργάνωσης, της έλλειψης συντονισμού και της διάσπασης του πολεμικού στόχου. Το τελευταίο αίτιο συνδέεται βέβαια με τις επιπτώσεις της μάχης σε πολιτικό επίπεδο. Η διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ του Πάπα και των Βενετών σχετικά με το ρόλο του στόλου, η απόφαση των Βενετών να συνάψουν συνθήκη ειρήνης με το Μωάμεθ Β΄ (1446) και το ηθικό πλήγμα που δέχτηκε η δυτική Χριστιανοσύνη, κατά τα λεγόμενα του Κυριακού του Αγκωνίτη, υπήρξαν σημαντικές πτυχές της πολιτικής κρίσης που ακολούθησε.
Επιπλέον, η ήττα των σταυροφόρων θεωρήθηκε προανάκρουσμα της Οθωμανικής κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης, καθώς η Ένωση των Εκκλησιών και η ιδέα της σταυροφορίας κατέρρευσαν. Αντίθετα, η Οθωμανική ισχύς επεκτάθηκε στο χώρο των Βαλκανίων: πραγματοποιήθηκαν εκστρατείες κατά του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στο Μοριά (1446), του Σκεντέρμπεη στην Αλβανία (1448 και 1450) και του Ουνιάδη στο Κόσοβο (1448). Μάλιστα οι Οθωμανοί επωφελήθηκαν και σε στρατιωτικό επίπεδο, εμπλουτίζοντας την πολεμική τους τακτική με νέες μεθόδους και νέα μέσα (μουσκέτα / πυροβόλα).
ΟΙ ΑΠΩΛΕΙΕΣ
Οι 30.000 Σταυροφόροι συντρίφθηκαν από 120.000 Οθωμανούς. Περίπου οι μισοί στρατιώτες του ενωμένου στρατού σκοτώθηκαν. Ο θάνατος του Βλάντισλαβ Γ' στη μάχη άφησε την Ουγγαρία στα χέρια του τετράχρονου γιου του Λαντισλάους της Βοημίας και της Ουγγαρίας. Εις έκφραση ευγνωμοσύνης, ο Βουλγαρικός λαός έδωσε στον Βλάντισλαβ Γ' το επωνύμιο ''της Βάρνας'' (Varnenchik), από τον τόπο που πολέμησε και πέθανε. Με αυτή την ήττα σταμάτησε οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια παρεμπόδισης της διείσδυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην ανατολική Ευρώπη για αρκετές δεκαετίες.
ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Η αποτυχία της Βάρνας επισφράγισε την κυριαρχία των Οθωμανών στα Βαλκάνια και προκάλεσε ρήγμα στις σχέσεις μεταξύ των συμμάχων. Όταν ο Ουνυάδης έφθασε στον Δούναβη διέλυσε τον στρατό του. Έχοντας μείνει με λίγους άνδρες συνελήφθη αιχμάλωτος από τον Ντράκουλ, με τον οποίο είχε μακροχρόνια αντιδικία. Οι δυνάμεις του Ντράκουλ λεηλατούσαν περιοχές που ανήκαν στον Ουνυάδη, ενώ ο ίδιος ο Ντράκουλ τον συκοφαντούσε ως φίλο των Τούρκων. Ο Ουνυάδης κλείστηκε στη φυλακή, ωστόσο οι απειλές των Ούγγρων ανάγκασαν τον Ντράκουλ να τον απελευθερώσει.
Λίγο αργότερα εκδικήθηκε τον αντίπαλό του βοηθώντας τον Δάνο να ανακτήσει την εξουσία του στη Δακία. Το αποτέλεσμα της ιστορικής μάχης της Βάρνας έχει δώσει αφορμή για ποικίλες κρίσεις ως προς την τελική της έκβαση. Από καθαρά στρατιωτική άποψη υποστηρίζεται ότι αν ο Μπράνκοβιτς και οι σερβικές δυνάμεις λάμβαναν μέρος στο πλευρό των συμμάχων, η νίκη θα έγερνε προς το μέρος τους. Σύμφωνα με μια πιο απλουστευτική εκδοχή η μάχη της Βάρνας ήταν κάτι παραπάνω από ένα απλό επεισόδιο στους Ουγγρο-Τουρκικούς πολέμους του 15ου αιώνα.
Με βάση τη γενικότερη κατάσταση, ήταν η τελευταία σοβαρή προσπάθεια του Χριστιανικού κόσμου να διώξει τους Τούρκους από την Ευρώπη και ταυτόχρονα το προοίμιο για την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Το τελικό αποτέλεσμα της μάχης της Βάρνας οριστικοποίησε τον ηγεμονικό ρόλο των Τούρκων στη νοτιοανατολική Ευρώπη και τους έδωσε τη δυνατότητα να επεκταθούν βορειότερα έχοντας ανακτήσει το γόητρό τους.
Η Τουρκική επιτυχία στη Βάρνα έφερε στο χείλος του γκρεμού και την Κωνσταντινούπολη, αφού ο Ιωάννης Η' δεν είχε δεχθεί να βοηθήσει τους Τούρκους να περάσουν στην Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι ήταν φόρου υποτελής στον Σουλτάνο. Στη Δύση ο Πάπας εξοργίσθηκε με τους Βενετούς επειδή δεν έφεραν σε πέρας την αποστολή τους και αρνήθηκε να τους πληρώσει όσα είχαν συμφωνηθεί ως αμοιβή για τη ναυτική βοήθεια. Η νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε στα Βαλκάνια επέτρεψε στους Οθωμανούς να διευθετήσουν και τις εκκρεμότητες που είχαν στη νότια Ελλάδα.
Ο Μουράτ ζήτησε από τον δεσπότη του Μυστρά να υποχωρήσει από τα εδάφη τα οποία είχε καταλάβει στη Στερεά. Όταν εκείνος αρνήθηκε, έστειλε εναντίον του χιλιάδες Αλβανούς που τον υποχρέωσαν να επιστρέψει στην Πελοπόννησο. Η Βενετία υπέγραψε το 1446 συνθήκη ειρήνης με τον Σουλτάνο για να διατηρήσει τα προνόμιά της στη θάλασσα. Απόηχος, όπως χαρακτηρίστηκε εύστοχα, της μάχης της Βάρνας υπήρξε η μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1448, κατά την οποία ο Ουνυάδης, ουσιαστικά δίχως συμμάχους, υπέστη νέα ήττα από τους Τούρκους.
Η εξέλιξη αυτή έθεσε οριστικό τέλος στις αμυδρές ελπίδες που υπήρχαν για την εκδίωξη των Τούρκων από τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Για τους τελευταίους η επιτυχία του Κοσσυφοπεδίου επισημοποίησε τον κυρίαρχο ρόλο τους στην περιοχή, που είχαν ουσιαστικά αποκτήσει μετά τη Βάρνα. Δεν τους απέμενε πια τίποτε άλλο παρά η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, ώστε να ενοποιήσουν τις κτήσεις τους στην Ασία και στην Ευρώπη και να τους δώσουν το φυσικό τους κέντρο εξουσίας, όπως συνέβαινε επί 11 αιώνες με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
- Νοέμβριος 1443 ‑ Ιανουάριος 1444: Η μακρά εκστρατεία (επιχειρήσεις των σταυροφόρων κατά της Ναϊσού και της Σόφιας και συγκρούσεις στα περάσματα της Ζλατίτσας και της Κουνοβίτσας).
- 12 Ιουνίου 1444: Ανακωχή της Αδριανούπολης.
- Αύγουστος 1444: Συγκέντρωση του στόλου των σταυροφόρων στο Βόσπορο.
- Σεπτέμβριος ‑ Νοέμβριος 1444: Συγκρούσεις μεταξύ σταυροφόρων και Οθωμανών στη διαδρομή Όρσοβα – Βάρνα.
- 10 Νοεμβρίου 1444: Μάχη της Βάρνας.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΡΝΑΣ
Προϊστορία
Προϊστορικοί οικισμοί, περισσότερο γνωστοί για τη χαλκολιθική τους νεκρόπολη (μέσα 5ης χιλιετίας π.Χ. με χρονολόγηση ραδιενεργού άνθρακα), βασικός αρχαιολογικός χώρος για την παγκόσμια προϊστορία, ονομαζόμενος αρχαίος (προ-Ινδοευρωπαικός) Ευρωπαικός πολιτισμός της Βάρνας και θεωρούμενος η αρχαιότερη παγκοσμίως μεγάλη ανακάλυψη αρχαίων αντικειμένων, υπήρχαν μέσα στα όρια της σύγχρονης πόλης.
Στην ευρύτερη περιοχή των λιμνών της Βάρνας (γλυκού νερού πριν τα 1900) και των γειτονικών Καρστικών πηγών και σπηλαίων έχουν ανασκαφεί πάνω από 30 προϊστορικοί οικισμοί, με τα αρχαιότερα αντικείμενα να χρονολογούνται από τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο ή πριν από 100.000 χρόνια.
Αρχαιότητα και Βουλγαρική Κατάκτηση
Η περιοχή της αρχαίας Θράκης κατοικείτο από Θράκες από το 1000 π.Χ. Έλληνες από τη Μίλητο ίδρυσαν την αποικία της Οδησσού προς το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ. (τα αρχαιότερα Ελληνικά αρχαιολογικά ευρήματα χρονολογούνται από το 600 ως το 575 π.Χ.) ή, σύμφωνα με τον Ψευδο-Σκύμνο (άγνωστο γεωγράφο του 100 π.Χ. περίπου), την εποχή του Αστυάγη (Πέρση βασιλιά, πιθανόν 572 - 570 π.Χ.) μέσα σε προγενέστερο Θρακικό οικισμό. Το όνομα Οδησσός ήταν προελληνικό, πιθανόν Καρικής προέλευσης.
Μέλος της Ποντιακής Πεντάπολης, η Οδησσός ήταν μια μεικτή κοινότητα - περιοχή επαφής των Ελλήνων της Ιωνίας με τις Θρακικές φυλές (Γέτες, Κρόβυζοι, Τέριζοι) της ενδοχώρας. Ανασκαφές σε γειτονικές Θρακικές τοποθεσίες έχουν αποκαλύψει διακοπτόμενα διαστήματα κατοχής από τον 7ο ως τον 4ο αιώνα και στενές εμπορικές σχέσεις με την αποικία. Το Ελληνικό αλφάβητο έχει χρησιμοποιηθεί σε επιγραφές στη Θρακική γλώσσα τουλάχιστον από τον 5ο αιώνα π.Χ. και η πόλη λάτρευε ένα θρακικό μεγάλο θεό, του οποίου η λατρεία επέζησε και τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Η Οδησσός περιλαμβάνεται στην καταγραφή της Συμμαχίας της Δήλου το 425 π.Χ. Το 339 π.Χ. πολιορκήθηκε χωρίς επιτυχία από το Φίλιππο Β΄ (ιερείς των Γετών τον έπεισαν να συνάψει συνθήκη), αλλά παραδόθηκε στο Μέγα Αλέξανδρο το 335 π.Χ. και κυβερνήθηκε αργότερα από το διάδοχό του Λυσίμαχο, κατά του οποίου επαναστάτησε το 313 π.Χ., ως μέλος συνασπισμού με άλλες Ποντιακές πόλεις και τους Γέτες.
Η Ρωμαϊκή πόλη Οδησσός, που πρώτα περιελήφθη στην ''Praefectura orae maritimae'' και κατόπιν το 15 μ.Χ. προσαρτήθηκε στην επαρχία της Μοισίας, καταλάμβανε 47 εκτάρια στη σημερινή κεντρική Βάρνα και είχε επιφανή δημόσια λουτρά, Θέρμες, που ανεγέρθηκαν στα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. και είναι σήμερα τα μεγαλύτερα Ρωμαϊκά ερείπια στη Βουλγαρία (το κτίριο είχε πλάτος 100, μήκος 70 και ύψος 25 μέτρα) και τα τέταρτα σε μέγεθος γνωστά Ρωμαϊκά λουτρά στην Ευρώπη. Μεγάλοι αθλητικοί αγώνες τελούνταν κάθε πέντε χρόνια, που πιθανότατα τους παρακολούθησε ο Γορδιανός Γ΄ το 238 μ.Χ.
Η Οδησσός ήταν Πρωτοχριστιανικό κέντρο, όπως πιστοποιείται από ερείπια δέκα αρχαίων βασιλικών, ενός μονοφυσιτικού μοναστηριού και ενδείξεις ότι υπηρέτησε εδώ ως επίσκοπος ένας από τους Εβδομήκοντα Αποστόλους, ο Αμπλίατος, μαθητής του Αγίου Ανδρέα (που, σύμφωνα με παράδοση της Βουλγαρικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κήρυξε στην πόλη το 56 μ.Χ.). Σε αυτοκρατορικά έγγραφα του 6ου αιώνα μ.Χ. αναφερόταν ως ''αγιοτάτη πόλις'', ''sacratissima civitas''. Το 442 μ.Χ. έγινε στην Οδησσό μία συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στο Θεοδόσιο Β΄ και τον Αττίλα.
Το 513 έγινε κομβικό σημείο της επανάστασης του Βιταλιανού (Βυζαντινού στρατηγού κατά του Αυτοκράτορα Αναστασίου Α΄). Το 536 ο Ιουστινιανός Α΄ την έκανε έδρα της ''Quaestura exercitus'', που διοικείτο από ένα ''έπαρχο της Σκυθίας'' και περιελάμβανε την Κάτω Μοισία, τη Σκυθία, την Καρία, τα Νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο. Αργότερα το στρατόπεδο έξω από την Οδησσό ήταν η έδρα ενός άλλου ανώτερου Ρωμαίου διοικητή, του ''magister militum per Thracias''.
Θεωρείται ότι η συνθήκη ειρήνης του 681 με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που ίδρυσε το νέο Βουλγαρικό κράτος, συνήφθη στη Βάρνα και η πρώτη Βουλγαρική πρωτεύουσα νότια του Δούναβη πιθανολογείται ότι βρισκόταν προσωρινά στην περιοχή της - πιθανόν σε μια αρχαία πόλη κοντά στη βόρεια ακτή της Λίμνης της Βάρνας, που ονομαζόταν Θεοδωριάς από τον Ιουστινιανό Α΄ - πριν μεταφερθεί στην Πλίσκα, 70 χιλιόμετρα δυτικά. Ο Ασπαρούχ οχύρωσε την πεδιάδα του ποταμού Βάρνα έναντι πιθανής Βυζαντινής απόβασης με το ''Ασπαρούχοβ Βαλ'' (Τείχος του Ασπαρούχ), που διατηρείται ακόμη.
Σε όλη την πόλη και ακόμη δυτικότερα έχουν ανασκαφεί πολλοί Βουλγαρικοί οικισμοί του 7ου αιώνα. Aναμφισβήτητα, από όλες τις περιοχές, οι πυκνότερα κατοικούμενες από Βουλγάρους ήταν οι βόρεις ακτές των λιμνών της Βάρνας. Πιστεύεται ότι ο Ασπαρούχ γνώριζε τη σημασία του Ρωμαϊκού στρατοπέδου (campus tribunalis), που ιδρύθηκε από τον Ιουστινιανό έξω από την Οδησσό και το θεωρούσε (ή τις επάλξεις του) λογική έδρα του ελέγχου τόσο της Κάτω Μοισίας, όσο και της Σκυθίας.
Μεσαίωνας
Ο έλεγχος της πόλης πέρασε αρκετές φορές από τους Βυζαντινούς στους Βουλγάρους κατά το Μεσαίωνα. Στα τέλη του 9ου και το πρώτο μισό του 10ου αιώνα η Βάρνα ήταν ο τόπος ενός πριγκιπικού Σκριπτόριουμ (χώρου συγγραφής) της Λογοτεχνικής Σχολής της Πρεσλάβας, σε ένα μοναστήρι υπό την προστασία του Βόρις Α΄, που πιθανόν το χρησιμοποίησε ως μοναστικό του αναχωρητήριο. Το Σκριπτόριουμ πρέπει να έπαιξε βασικό ρόλο στην εμφάνιση της Κυριλλικής γραφής από Βούλγαρους λογίους, υπό την καθοδήγηση ενός από τους μαθητές των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου.
O Kάρελ Σκόρπιλ υποστήριξε ότι ο Βόρις Α΄ μπορεί να έχει ενταφιασθεί εκεί. Ο σύνθετος πολιτισμός με Ελληνιστικά, Θρακικά, Ρωμαικά, καθώς και ανατολικά - Αρμενικά, Συριακά, Περσικά - χαρακτηριστικά, που αναπτύχθηκε γύρω από την Οδησσό τον 6ο αιώνα υπό τον Ιουστινιανό, πιθανόν επηρέασε τον πολιτισμό της Πλίσκας και της Πρεσλάβας της Πρωτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, φαινομενικά στην αρχιτεκτονική και τις πλαστικές διακοσμητικές τέχνες, αλλά πιθανόν επίσης στη λογοτεχνία, περιλαμβανομένης της Κυριλλικής φιλολογίας.
Το 1201 ο Καλογιάν ανακατέλαβε το φρούριο της Βάρνας, που τότε ήταν στα χέρια των Βυζαντινών, το Μεγάλο Σάββατο, χρησιμοποιώντας ένα πολιορκητικό πύργο και το διασφάλισε για τη Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία. Στα τέλη του 13ου αιώνα, με τη συνθήκη του Νυμφαίου του 1261, η επιθετικοαμυντική συμμαχία μεταξύ του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και της Γένοβας, που άνοιξε τη Μαύρη Θάλασσα στο Γενοβέζικο εμπόριο, σε μια πολύβουη εμπορική πόλη - λιμάνι, όπου σύχναζαν εμπορικά πλοία Γενοβέζικα και αργότερα επίσης από τη Βενετία και τη Ραγούζα.
Oι δύο πρώτες θαλάσσιες δημοκρατίες είχαν προξενεία και αποικίες ομογενών εκεί (oι έμποροι από τη Ραγούζα διατήρησαν την παρουσία τους στο λιμάνι μέχρι το 17ο αιώνα, ενεργώντας από την αποικία τους στη γειτονική Προβάντια. Η πόλη πλαισιωνόταν από δύο φρούρια με μικρότερα δικά τους εμπορικά λιμάνια, το Καστρίτσι και το Γαλατά, με οπτική επαφή μεταξύ τους και προστατευόταν από δύο ισχυρά οχυρά, που δέσποζαν πάνω από τις λίμνες Μαγκλίζ και Πέτριτς.
Εξάγονταν κυρίως σιτάρι, δέρματα ζώων, μέλι και κερί, κρασί, ξυλεία και άλλα τοπικά αγροτικά προϊόντα στις αγορές της Ιταλίας και της Κωνσταντινούπολης και εισάγονταν Μεσογειακά τρόφιμα και είδη πολυτελείας. H πόλη εισήγαγε τη δική της νομισματική μονάδα, το πέρπερ της Βάρνας, στα μέσα του 14ου αιώνα. Η συναλλαγματική ισοτιμία Βουλγαρικού και Βενετικού νομίσματος καθορίστηκε με συνθήκη.
Αναπτύχθηκαν η κοσμηματοποιία, η κατασκευή οικιακών κεραμικών ειδών, η επεξεργασία τροφίμων και δερμάτων και άλλες βιοτεχνίες και ναυπηγεία στις εκβολές του ποταμού Καμτσίγια. Ιταλικοί Πορτολάνικοι χάρτες του 14ου αιώνα εμφανίζουν τη Βάρνα ως αναμφισβήτητα το σημαντικότερο λιμάνι μεταξύ Κωνσταντινούπολης και δέλτα του Δούναβη. Συνήθως ανέφεραν την περιοχή ως Ζαγκόρα. H πόλη πολιορκήθηκε χωρίς επιτυχία από τον Αμαδέο Στ΄ της Σαβοίας, που είχε καταλάβει όλα τα νότια αυτής Βουλγαρικά φρούρια, περιλαμβανομένου του Γαλατά, το 1366.
Το 1386 η Βάρνα έγινε για λίγο πρωτεύουσα του αποσχισθέντος Δεσποτάτου της Δοβρουτσάς και καταλήφθηκε στη συνέχεια από τους Οθωμανούς το 1389 (και πάλι το 1444), αφού παραχωρήθηκε προσωρινά στο Μιχαήλ Β΄ Παλαιολόγο το 1413 (ίσως μέχρι το 1444) και λεηλατήθηκε από (Τάταροι της Κριμαίας}Τατάρους το 1414.
Οθωμανική Διοίκηση
Μεγάλο λιμάνι, αγροτικό, εμπορικό και ναυπηγικό κέντρο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία τους 16ο και 17ο αιώνες, διατηρώντας σημαντικό και οικονομικά ενεργό Βουλγαρικό πληθυσμό, η Βάρνα έγινε αργότερα ένα από τα ''Τετράπλευρα Φρούρια'' ( με το Ρούσε, το Σούμεν και τη Σιλίστρα) αποκόπτοντας τη Δοβρουτσά από την υπόλοιπη Βουλγαρία και αναχαιτίζοντας τη Ρωσία στους Ρωσοτουρκικούς πολέμους. Οι Ρώσοι την κατέλαβαν προσωρινά το 1773 και πάλι το 1828, μετά την παρατεταμένη Πολιορκία της Βάρνας, επιστρέφοντάς τη στους Οθωμανούς δύο χρόνια αργότερα, αφού κατεδάφισαν το μεσαιωνικό φρούριο.
Στις αρχές του 19ου αιώνα πολλοί ντόπιοι Έλληνες εντάχθηκαν στην πατριωτική οργάνωση Φιλική Εταιρεία. Με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης (1821) σημειώθηκε στη Βάρνα επαναστατική δράση, με αποτέλεσμα ντόπιοι προύχοντες, που συμμετείχαν στο Ελληνικό εθνικό κίνημα να εκτελεσθούν από τις Οθωμανικές αρχές, ενώ άλλοι κατάφεραν να διαφύγουν στην Ελλάδα και συνέχισαν τον αγώνα τους.
Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι, που εκστράτευσαν κατά της Ρωσίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο (1854 - 1856) χρησιμοποίησαν τη Βάρνα ως έδρα και κύρια ναυτική βάση. Πολλοί στρατιώτες πέθαναν από χολέρα και η πόλη καταστράφηκε από φωτιά. Ένα Βρετανικό και ένα Γαλλικό μνημείο σηματοδοτούν τα νεκροταφεία, όπου ενταφιάσθηκαν τα θύματα της χολέρας. Το 1866 η πρώτη σιδηροδρομική γραμμή στη Βουλγαρία συνέδεσε τη Βάρνα με το Ρούσε στο Δούναβη, συνδέοντας την Οθωμανική πρωτεύουσα Κωνσταντινούπολη με την Κεντρική Ευρώπη. Για μερικά χρόνια το Οριάν Εξπρές περνούσε από αυτή τη γραμμή.
Το λιμάνι της Βάρνας αναπτύχθηκε ως μείζων προμηθευτής τροφίμων - κυρίως σιταριού από το γειτονικό σιτοβολώνα της Νότιας Δοβρουτσάς - για την Κωνσταντινούπολη και πολυσύχναστο κέντρο Ευρωπαϊκών εισαγωγών προς την πρωτεύουσα. Στην πόλη άνοιξαν 12 ξένα προξενεία. Ντόπιοι Βούλγαροι συμμετείχαν στη (Βουλγαρική) Εθνική Αναγέννηση και ο Βασίλ Λέβσκι ίδρυσε μια μυστική επαναστατική επιτροπή.
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
http://www.livepedia.gr/content-providers/periskopio/stratiwtiki-istoria/170VARNA.pdf
(2) :
http://blacksea.ehw.gr/forms/filePage.aspx?lemmaId=10667
(3) :
http://vizantinonistorika.blogspot.gr/2013/05/1444.html
(4) :
http://iliatora.gr/news_details.php?id=1544
(5) :
http://www.arnos.gr/system/files/sxoliko33_0.pdf
(6) :
https://sites.google.com/site/romeandromania/Home/15th-c
(7) :
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%AC%CF%81%CE%BD%CE%B1
(8) :
http://www.ime.gr/chronos/10/gr/p/pb8/pb8b2.html
http://www.livepedia.gr/content-providers/periskopio/stratiwtiki-istoria/170VARNA.pdf
(2) :
http://blacksea.ehw.gr/forms/filePage.aspx?lemmaId=10667
(3) :
http://vizantinonistorika.blogspot.gr/2013/05/1444.html
(4) :
http://iliatora.gr/news_details.php?id=1544
(5) :
http://www.arnos.gr/system/files/sxoliko33_0.pdf
(6) :
https://sites.google.com/site/romeandromania/Home/15th-c
(7) :
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%AC%CF%81%CE%BD%CE%B1
(8) :
http://www.ime.gr/chronos/10/gr/p/pb8/pb8b2.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου