Greek English German Russian

ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΑΤΡΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ (ΜΕΡΟΣ Β')


Η ΑΡΧΑΙΑ ΜΙΕΖΑ

Η Παράδοση ο Χώρος και οι Αρχαιότητες

''Οἳ δὲ ἀπικόμενοι ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης οἴκησαν πέλας τῶν κήπων τῶν λεγομένων εἶναι Μίδεω τοῡ Γορδίεω, ἐν τοῑσι φύεται αὐτόματα ῥόδα, ἓν ἓκαστον ἔχον ἑξήκοντα φύλλα, ὀσμῇ δε ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων…. ἔν τούτοισι καὶ ὁ Σιληνός τοῖσι κήποις ἣλω, ὡς λέγεται ὑπὸ Μακεδόνων''.

Όταν λοιπόν, όπως μας εξιστορεί ο Ηρόδοτος, οι ιδρυτές του Μακεδονικού βασιλείου, ο Γαυάνης, ο Αέροπος και ο Περδίκας, έφθασαν σε μια περιοχή της Κάτω Μακεδονίας, διασχίζοντας ένα μεγάλο ποτάμι, εγκαταστάθηκαν σ’ έναν πλούσιο τόπο κοντά στα περιβόλια που λέγεται ότι είναι του Μίδα του γιου του Γορδία, όπου ευδοκιμούν τα περίφημα τριαντάφυλλα με τα εξήντα φύλλα και το απαράμιλλο άρωμα. Σ' αυτά τα περιβόλια, όπως διηγούνται οι Μακεδόνες, έπεσε σε παγίδα ο Σιληνός...


''Ὑπὲρ δὲ τῶν κήπων ὄρος κέεται Βέρμιον οὔνομα, ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος''

Πάνω από αυτά υψώνεται το όρος Βέρμιο που είναι αδιάβατο όλον τον χειμώνα.. Ἐντεῡθεν δὲ ὁρμώμενοι ὡς ταύτην ἔσχον, κατεστρέφοντο καὶ τὴν ἄλλην Μακεδονίαν. Αφού δε έγιναν κύριοι της περιοχής αυτής υποτάσσοντας ή διώχνοντας τον ντόπιο πληθυσμό που προφανώς συνάντησαν, άρχισαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους και προς άλλους τόπους της Μακεδονίας.

Είναι φανερό ότι η διήγηση αυτή απηχεί έναν ιδρυτικό μύθο των Μακεδόνων και αναφέρεται σε μια πρώιμη εγκατάσταση των Μακεδονικών φύλων στους πρόποδες του Βερμίου, κοντά στη σημερινή πόλη της Νάουσας. Στον ειδυλλιακό αυτόν χώρο, τον πνιγμένο στ’ αμπέλια και στα άλλα οπωροφόρα δένδρα, τον ευλογημένο από τα νερά και το πράσινο, κάπου εδώ θέλει η παράδοση τους κήπους του Μίδα και τον Σιληνό της ηροδότειας νουβέλας, ενώ εδώ ζούσαν και οι Νύμφες στις υγρές σπηλιές ενός Νυμφαίου.

Η Διονυσιακή ατμόσφαιρα είναι εμφανής στο φυσικό τοπίο και τα πρώτα αυτά μυθικά στοιχεία αρχίζουν να επαληθεύονται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Το Νυμφαίο είναι γνωστό από παλιά. Ο Διόνυσος, ο θεός της βλάστησης και του κρασιού, κάνει έντονη την παρουσία του στον κατεξοχήν ιερό του χώρο, στο αρχαίο θέατρο που αποκαλύφθηκε πρόσφατα σε μια πλαγιά με θέα τον απέραντο κάμπο της Κεντρικής Μακεδονίας.

Εκείνο που δεν αναφέρει ο αρχαίος ιστορικός είναι η μορφή, το όνομα και η διάρκεια ζωής της εγκατάστασης αυτής, στοιχεία για τα οποία μας ενημερώνει η μελέτη των γραπτών πηγών, αλλά και η εντατική αρχαιολογική έρευνα που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια στην περιοχή αυτή της Μακεδονίας. Στην Κάτω Μακεδονία υπήρχαν πολλές πόλεις που άκμασαν στα χρόνια των Μακεδόνων βασιλέων, όπως οι Αιγές και η Πέλλα, οι δύο διαδοχικές πρωτεύουσες του κράτους, αλλά και η Βέροια, η Έδεσσα και η Μίεζα, οι οποίες τοποθετούνται στους πρόποδες του Βερμίου.

Η θέση της Βέροιας και της Έδεσσας στα νότια και βόρεια περάσματα του βουνού αντίστοιχα, είναι βεβαιωμένη, αφού οι δύο αυτές πόλεις συνεχίζουν τη μακραίωνη ιστορία τους μέχρι τις μέρες μας, διατηρώντας τα αρχαία τους ονόματα. Η τοποθέτηση όμως της Μίεζας στα χαμηλότερα άνδηρα του ορεινού όγκου του Βερμίου, ανάμεσα στον Κοπανό, στα Λευκάδια και στην πόλη της Νάουσας που δεσπόζει στα δυτικά, σ΄ ένα επιβλητικό οροπέδιο, βασίζεται σε έναν ευτυχή συνδυασμό φιλολογικών πηγών και αρχαιολογικών στοιχείων.

Ανάμεσα στις πολλές φιλολογικές και επιγραφικές πηγές που αναφέρουν το όνομα της Μίεζας ξεχωρίζουμε δύο. Η μία, του Στέφανου Βυζάντιου, μας δίνει το μυθολογικό της στίγμα: η Μίεζα ήταν κόρη του Βέρητα και αδελφή της Βέροιας και του Όλγανου. Ο ποτάμιος Θεός Όλγανος, που μπορεί να ταυτίζεται με τον τοπικό ποταμό της Αράπιτσας, απεικονίζεται σε ένα ωραίο πορτρέτο του 2ου αιώνα μ.Χ. που βρέθηκε μέσα στο χωριό Κοπανός.

Η πιο καθοριστική όμως μαρτυρία για την ταύτιση του χώρου είναι αυτή του Πλούταρχου, ο οποίος στον βίο του Μ. Αλεξάνδρου αναφέρεται στο Νυμφαίο ''το περί Μίεζαν'', και στη Σχολή, όπου μέχρι την εποχή του σωζόταν τα λίθινα έδρανα και οι σκιεροί περίπατοι. Εδώ μύησε ο Αριστοτέλης τον νεαρό Αλέξανδρο και τους υψηλούς φίλους του -γόνους των εταίρων της βασιλικής αυλής- στη φιλοσοφία, τις τέχνες και τα μαθηματικά.

Όταν τα σπήλαια που αποκαλύφθηκαν στη θέση Ισβόρια της Νάουσας ταυτίστηκαν από τον καθηγητή Φώτιο Πέτσα με το ιερό των Νυμφών και με τη Σχολή του Αριστοτέλους, τότε και η ταύτιση όλης της περιοχής με τη Μίεζα φάνηκε πολύ πειστική. Οι Νύμφες λατρεύονταν σ’ ένα περιβάλλον με πλούσια βλάστηση και άφθονα νερά, μέσα σε φυσικά σπήλαια που σώζουν εμφανή στοιχεία ανθρώπινης επέμβασης.


Στον ίδιο χώρο, στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. κατασκευάστηκε, για τις λειτουργικές ανάγκες της Σχολής, μια Ιωνική στοά με κάθετη λάξευση του βράχου, ενώ διαμορφώθηκαν και εκτεταμένοι χώροι περιπάτου πέρα από το στεγασμένο τμήμα της. Το γεγονός ότι επιλέχθηκε η πόλη αυτή για να δημιουργηθεί μία αξιόλογη εκπαιδευτική Σχολή, στο πρότυπο της περιπατητικής Σχολής της Αθήνας, με δάσκαλο έναν σπουδαίο φιλόσοφο του 4ου αιώνα π.Χ., υποδηλώνει προφανώς την ήδη σημαίνουσα θέση της Μίεζας ανάμεσα στις πόλεις του Μακεδονικού βασιλείου.

Η ανθρώπινη δραστηριότητα στον χώρο αυτόν ανιχνεύεται στη δεύτερη χιλιετία, πολύ πριν την εγκατάσταση των Μακεδονικών φύλων με τον Περδίκα τον 7ο αιώνα π.Χ., όπως είδαμε στη διήγηση του Ηρoδότου. Εξάλλου η παράδοση αναφέρει ότι στην περιοχή του Βερμίου κατοικούσαν οι Φρύγες που διώχτηκαν γύρω στα 800 π.Χ., αλλά και οι Βοττιαίοι που κατείχαν την πεδιάδα της Ημαθίας πριν φθάσουν οι Μακεδόνες στα εδάφη αυτά.

Σε μια χαμηλή, αλλά εκτεταμένη τούμπα (προϊστορική θέση κατοίκησης) εντοπίστηκε κεραμική που καλύπτει μεγάλη περίοδο της εποχής του Χαλκού, τα σημαντικότερα δείγματα της οποίας ανήκουν στην κατηγορία της αμαυρόχρωμης κεραμικής. Πάνω στην καστανοκόκκινη επιφάνεια των αγγείων απλώνονται συμμετρικά, γεωμετρικά σχήματα με σκούρο καφέ πηλό, ανάμεσα στα οποία κυριαρχούν οι σπείρες και τα τρίγωνα.

Λίγα είναι τα στοιχεία που έχουμε από την εποχή του Σιδήρου, ενώ εντυπωσιακά είναι τα κατάλοιπα από τα Αρχαϊκά και Κλασικά χρόνια τα οποία προέρχονται κυρίως από τα ταφικά ευρήματα των διάσπαρτων νεκροταφείων. Ατομικοί λακκοειδείς και κιβωτιόσχημοι τάφοι, αλλά και οικογενειακά, λαξευτά στον βράχο μονοθάλαμα και διθάλαμα μνημεία, αποτελούσαν την τελευταία κατοικία των απλών πολιτών της περιοχής, που σε Πρώιμα χρόνια ζούσαν σε μικρούς οικισμούς, ενώ από τον 4ο αιώνα και μετά αποτελούσαν τον αστικό πληθυσμό της Μίεζας.

Αντίθετα, οι γνωστοί Μακεδονικοί τάφοι των πρώιμων Ελληνιστικών χρόνων, που βρέθηκαν διάσπαρτοι στην περιοχή, κτίστηκαν για τα μέλη της τοπικής αριστοκρατίας της πόλης. Συγκεκριμένα αποκαλύφθηκαν οκτώ ταφικά κτίσματα, τέσσερα από τα οποία σώζονται σε αρκετά καλή κατάσταση και διατηρούν σημαντικά δείγματα σπουδαίας ζωγραφικής στις προσόψεις και στους εσωτερικούς τους χώρους. Αποτελούν μαζί με αυτές των τάφων της Βεργίνας και του Αγίου Αθανασίου, μοναδικές ενδείξεις της μνημειακής ζωγραφικής τέχνης που φαίνεται ότι είχε ιδιαίτερα μεγάλη παράδοση στη Μακεδονία.

Τα ταφικά αυτά μνημεία ονομάζονται Μακεδονικά ακριβώς γιατί επιχωριάζουν στη Μακεδονία, όπου συνεχίζει να υπάρχει το αριστοκρατικό, πολιτικό σύστημα της βασιλείας. Είναι βέβαιο ότι εδώ θάβονταν τα μέλη των βασιλικών οικογενειών και των αξιωματούχων των τοπικών κοινωνιών, εταίροι και αυλικοί, άτομα δηλαδή που βρίσκονται πολύ κοντά στην βασιλική εξουσία. Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι η μεγαλύτερη συσσώρευση τέτοιων μνημείων παρατηρείται στη Βοττιαία, όπου τοποθετούνται οι δύο πρωτεύουσες του Μακεδονικού κράτους.

Πρόκειται για μνημειακά, οικογενειακά, υπόγεια οικοδομήματα με καμαρωτή στέγη και αρχιτεκτονικά διαμορφωμένη πρόσοψη, στην οποία οδηγεί ένας επικλινής δρόμος. Οι προσόψεις των τάφων αυτών μιμούνται τις προσόψεις ναών, δεν είναι όμως απίθανο να θυμίζουν και αρχιτεκτονικές λύσεις στις προσόψεις των παλατιών και των πλούσιων κατοικιών των Μακεδόνων πολιτών. Εσωτερικά έχουν έναν ή δύο θαλάμους και οι νεκροί ενταφιάζονται σε κτιστές μαρμάρινες κλίνες ή καίγονται και τα οστά τους τοποθετούνται σε μικρές πολύτιμες λάρνακες, ή ασημένια τεφροδόχα αγγεία.

Ανάμεσά τους ο τάφος της Κρίσεως είναι το μεγαλύτερο μνημείο αυτού του είδους με εντυπωσιακή διώροφη, Ιωνική και Δωρική, πρόσοψη και τέσσερις ολόσωμες γραπτές μορφές που αναπαριστούν την Κρίση στον Άδη. Ο νεκρός που οδηγείται στον Άδη από τον ψυχοπομπό Ερμή είναι ένας διακεκριμένος στρατιωτικός αξιωματούχος της περιοχής που εικονίζεται σε πλήρη πολεμική εξάρτυση. Ο τάφος αυτός είναι ο πιο πρώιμος και χρονολογείται στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ., ενώ λίγο μεταγενέστερος πρέπει να είναι ο τάφος των Ανθεμίων που πήρε το όνομά του από τη φυτική διακόσμηση του προθαλάμου του.

Πρόκειται για ένα διθάλαμο μνημείο με Ιωνική πρόσοψη και καλοδιατηρημένα τα ζωηρά χρώματα του γραπτού διακόσμου της. Κατάγραφος είναι και ο τάφος του Λύσωνος και Καλλικλέους, στον κυρίως θάλαμο του οποίου εικονίζεται ένα εσωτερικός χώρος με προοπτικά αποδοσμένες παραστάδες που ενώνονται με μία συνεχή φυτική γιρλάντα. Αποτελεί μοναδικό παράδειγμα Μακεδονικού μνημείου στο οποίο ανοίγονται είκοσι δύο θήκες όπου τοποθετήθηκαν οι στάχτες των μελών μιας οικογένειας, τα ονόματα των οποίων είναι γραμμένα πάνω από την κάθε μία.


Πρόκειται για την οικογένεια του Αριστοφάνους, τα μέλη της οποίας θα είχαν σημαίνουσα θέση στην στρατιωτική ιεραρχία της αρχαίας Μίεζας. Την ίδια υψηλή καταγωγή θα πρέπει να είχε και ο νεκρός του τάφου του Kinch, οι τοιχογραφίες του οποίου δε σώζονται σήμερα. Αν και η κατοίκηση στην περιοχή είναι συνεχής στα Ελληνιστικά, στα Ρωμαϊκά και στα Παλαιοχριστιανικά χρόνια, δεν είναι ακόμη σαφή τα όρια της πόλης, αφού δεν έχει εντοπιστεί η γραμμή των τειχών της, ούτε και ο αστικός της πυρήνας με τις κατοικίες των πολιτών της.

Στην ευρύτερη περιοχή της Μίεζας εντοπίστηκαν, και εν μέρει ανασκάφτηκαν, επαύλεις των Υστεροελληνιστικών και Αυτοκρατορικών χρόνων με εξαιρετικά ψηφιδωτά δάπεδα, όπως και μια ισχυρή Ελληνιστική οχύρωση που περιέβαλλε μιαν ακρόπολη στην άλλη πλευρά του ποταμού της Αράπιτσας. Αντίθετα οι ανασκαφές των τελευταίων χρόνων αποκαλύπτουν σταδιακά το δημόσιο κέντρο της πόλης. Λίγα χιλιόμετρα ΒΔ από το χωριό Κοπανός, στη θέση που ονομάζεται Μπελοβίνα, ανασκάπτεται ένα επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα που βάσιμα χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. και καταλαμβάνει μια έκταση σε μήκος περίπου 300 μ.

Το δημόσιο αυτό σύμπλεγμα, που χαρακτηρίζεται από έναν ενιαίο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, έχει προφανώς έναν σύνθετο χαρακτήρα και θα μπορούσε να οριστεί ως η αγορά της αρχαίας πόλης. ‘Όπως συμβαίνει γενικά στις αρχαίες αγορές τα διάφορα επιμέρους κτίσματα εξυπηρετούν ποικίλες δραστηριότητες θρησκευτικού, πολιτικού ή και εμπορικού χαρακτήρα. Έτσι στην περίπτωση της Μίεζας, ο δυτικός τομέας του όλου συγκροτήματος που έχει ανασκαφεί συστηματικότερα, φαίνεται να έχει έναν θρησκευτικό προορισμό με επίσημο και ίσως τελετουργικό χαρακτήρα.

Πρόκειται για ένα σύμπλεγμα κτηρίων που οργανώνεται γύρω από δύο, πιθανότατα περίστυλες, αυλές. Στην ανατολική αυλή σώζονται ενδείξεις της δυτικής στοάς με Δωρική κιονοστοιχία και πρόσβαση σε τετράγωνα δωμάτια με ψηφιδωτά δάπεδα. Η βόρεια πλευρά της σώζει μια περίτεχνη διαμόρφωση ενός υπόγειου διαδρόμου που ορίζεται από δύο αναλημματικούς τοίχους, ο ένας από τους οποίους φέρει εσωτερικά ημικίονες δημιουργώντας μια εικόνα ψευδοπρόσοψης. Στη συνέχεια ένα κεκλιμένο επίπεδο, που εξομαλύνει την υπάρχουσα υψομετρική διαφορά, οδηγεί στη δυτική στοά που αναφέραμε πιο πάνω.

Αμέσως βορειότερα αποκαλύφθηκε ένα ναόσχημο οικοδόμημα με πρόδομο, κυρίως χώρο και είσοδο με δύο Δωρικούς κίονες που πλαισιώνονται από παραστάδες. Τον λατρευτικό χαρακτήρα του χώρου ενισχύει ένα σημαντικό εύρημα: ένα σύνολο οστράκων Παναθηναϊκών αμφορέων του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκαν σε αποθέτη μπροστά από το ναόσχημο κτίσμα, αλλά και στο στρώμα καταστροφής του χώρου των ημικιόνων. Με δεδομένο ότι οι αμφορείς αυτοί αποτελούν συνήθως ευρήματα σε ιερά, στα οποία προσφέρονταν ως αναθήματα από αθλητές που συμμετείχαν στα Παναθήναια, θεωρούμε λογικό ότι πρόκειται για έναν χώρο με ιδιάζοντα τελετουργικό χαρακτήρα.

Αμέσως δυτικά και σε επαφή με το σύμπλεγμα αυτό, αναπτύσσεται ένα άλλο κτήριο σε σχήμα Γ, η δυτική πτέρυγα του οποίου φθάνει σε μήκος τα 98 μ., ενώ η βόρεια τα 55 μ. Στο μεγαλύτερο τμήμα του αποκαλύφθηκε μία σειρά τετράγωνων δωματίων, τα οποία ανά δύο έχουν έναν κοινό προθάλαμο. Ορισμένες κατασκευαστικές τους ιδιαιτερότητες, καθώς και η ανεύρεση δύο γυάλινων ενθεμάτων που με βεβαιότητα ανήκουν στη διακόσμηση συμποσιακών κλινών, οδήγησε στην ταύτιση των αιθουσών αυτών με χώρους εστίασης, η κάθε μια από τις οποίες έφερε επτά κλίνες περιμετρικά τοποθετημένες.

Ο προθάλαμος δε, που εντοπίστηκε μπροστά από αυτές, χρησίμευε πιθανώς για την αποθήκευση των συμποσιακών αγγείων και άλλων σκευών και γενικότερα για την εξυπηρέτηση των επίσημων γευμάτων που παραχωρούνταν στους επισκέπτες του ιερού. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει το συμπέρασμα ότι το κτήριο αυτό λειτουργούσε στο μεγαλύτερο τμήμα του ως εστιατόριο και είναι γνωστό ότι τα περισσότερα κτήρια με τη συγκεκριμένη χρήση και παρόμοια κάτοψη, αποκαλύπτονται σε χώρους μεγάλων ιερών και σχετίζονται με το λατρευτικό τους τυπικό.

Επιπλέον, η έρευνα έχει επισημάνει την ιδιαίτερη σχέση των εστιατορίων με τα ιερά του Ασκληπιού, όπως είναι της Επιδαύρου, της Δήλου, της Αθήνας και άλλων σημαντικών Ασκληπιείων. Η λατρεία του θεραπευτή θεού είναι η μόνη που μαρτυρείται επιγραφικά στη Μίεζα και μάλιστα στον 3ο αιώνα π.Χ. αναδεικνύεται η πιο σημαντική, αφού οι ιερείς του θεού αυτού είναι και οι επώνυμοι ιερείς της πόλης.

Αν συνδυάσουμε όλα τα πιο πάνω στοιχεία με την ανεύρεση μεγάλων αγωγών παροχής νερού που κατεβαίνουν από τα δυτικά υψώματα σε διάφορα σημεία του συγκροτήματος -στοιχείου απαραίτητου στις λατρευτικές πρακτικές ενός Ασκληπιείου- θεωρούμε πολύ πιθανό ότι η ανασκαφική δραστηριότητα στη Μίεζα αποκαλύπτει τμήματα ενός ιερού αφιερωμένου στον Ασκληπιό. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, τα κτηριακά κατάλοιπα που εντοπίστηκαν ανατολικότερα, δεν έχουν ανασκαφεί ακόμη συστηματικά και δυστυχώς δεν σώζονται σε καλή κατάσταση.


Έτσι δεν μπορούμε να ξέρουμε τον προορισμό τους και τις συγκεκριμένες δραστηριότητες που εξυπηρετούσαν. Το βέβαιο είναι ότι εντάσσονται στο ίδιο επιβλητικό συγκρότημα που θυμίζει τα δημόσια κέντρα των μεγάλων Ελληνιστικών πόλεων του Ελλαδικού χώρου αλλά και της Μικράς Ασίας. Αν στις περισσότερες από τις πιο σημαντικές αυτές πόλεις η ύπαρξη ενός θεάτρου είναι δεδομένη, η αποκάλυψη ενός θεατρικού οικοδομήματος σε μια πόλη της Μακεδονικής ενδοχώρας αποτέλεσε επιβεβαίωση της σημασίας της, αλλά και μία ευχάριστη έκπληξη, αφού λίγα είναι τα θέατρα που έχουν ανασκαφεί μέχρι σήμερα σε όλη τη Μακεδονία.

Για το θέατρο γίνεται αναλυτικά λόγος σε αυτοτελές κείμενο στον ίδιο τόμο, εδώ όμως πρέπει να αναφερθεί ότι η ανασκαφή του -στο νοτιοδυτικότερο άκρο του συγκροτήματος- αποκάλυψε μια όψιμη σχετικά φάση του που φαίνεται να χρονολογείται στα πρώιμα Ρωμαϊκά χρόνια, λόγω της συνύπαρξης Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών μορφολογικών στοιχείων. Έτσι θεωρήθηκε αρχικά ότι δεν έχει σχέση με το αποκαλυπτόμενο παραπλεύρως Ελληνιστικό κτιριακό συγκρότημα, καθώς και τα αρχαιολογικά ευρήματα, κεραμική και νομίσματα, παρέπεμπαν σε πιο όψιμη εποχή.

Ωστόσο, πρόσφατη περιορισμένη ανασκαφική έρευνα από άλλον αρχαιολόγο, στο πλαίσιο της συντήρησης και αποκατάστασής του, έφεραν στο φως λίγες, αλλά σημαντικές, ενδείξεις που τοποθετούν την αρχική κατασκευή του θεάτρου, αρκετά νωρίτερα, στα Ελληνιστικά χρόνια και ίσως συγχρόνως με το υπόλοιπα κτιριακά κατάλοιπα. Στο 2ο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. τα αστικά κέντρα της Μακεδονίας αυξάνονται εντυπωσιακά, αναδιοργανώνονται και ακμάζουν σε όλη τη διάρκεια των Ελληνιστικών χρόνων.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το παράδειγμα της Μίεζας, καθώς η υλοποίηση ενός τόσο εκτεταμένου και φιλόδοξου οικοδομικού προγράμματος υποδηλώνει την καίρια θέση της στο πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής. Αναδεικνύει επίσης νέες τάσεις και πρωτότυπες αρχιτεκτονικές λύσεις στη διαχείριση σύνθετων εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, στωικών και μη, που αναπτύσσονται σε πολλαπλά επίπεδα και δημιουργούν μια αίσθηση θεατρικότητας.

Όλα αυτά τα στοιχεία, τα οποία τα συναντούμε άλλωστε και στα δημόσια κτίσματα των άλλων μακεδονικών πόλεων, όπως η Πέλλα και η Βεργίνα, προοιωνίζονται τελικά τα μεγάλα επιτεύγματα της Ελληνιστικής αρχιτεκτονικής. Η διάρκεια ζωής του συγκροτήματος αυτού δεν είναι μεγάλη. Οι αρχαιολογικές ενδείξεις των κινητών ευρημάτων και κυρίως των νομισμάτων, σταματούν στο τέλος περίπου της βασιλείας του Αντιγόνου Γονατά. Αν υπάρχει κάποια σχέση της καταστροφής και της εγκατάλειψης του χώρου με τις επιδρομές των Γαλατών, οι οποίοι εμφανίζονται αυτήν την εποχή στην Κάτω Μακεδονία, μόνο ως υπόθεση μπορεί να συζητηθεί.

Το Αρχαίο Θέατρο της Μιέζας

Το 1992, ανατολικά της Νάουσας, στην περιοχή Μπελοβίνα Κοπανού όπου τοποθετείται η αρχαία πόλη της Βοττιαίας Μίεζα, εντοπίσθηκε τυχαία κατά τις εργασίες τοποθέτησης δικτύου ύδρευσης, το θέατρο της πόλης. Κατά την ανασκαφή του θεάτρου από το 19933 έως το 1995 αποκαλύφθηκαν η ορχήστρα, το κτίριο της σκηνής και οι σωζόμενες βαθμίδες των καθισμάτων του κοίλου. Το 1998 πραγματοποιήθηκαν συμπληρωματικές διερευνητικές τομές.


Το 1997 συντάχθηκε μελέτη για τη συντήρηση, μερική αποκατάσταση και επανάχρηση του θεάτρου της Μίεζας στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος που εκπονήθηκε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Η μελέτη αυτή δεν εγκρίθηκε από το ΚΑΣ καθώς προέβλεπε επανάχρηση του θεάτρου με την αποκατάσταση των εφτά σωζόμενων βαθμίδων καθισμάτων και την επέκτασή τους προς τα επάνω με την κατασκευή άλλων δέκα λυόμενων, οι οποίες θα τοποθετούνταν μόνο κατά τη διάρκεια των θεατρικών παραστάσεων.

Το 2005 συντάχθηκε νέα μελέτη με τίτλο: ''Αρχαίο Θέατρο Μίεζας. Έρευνα - Συντήρηση - Αποκατάσταση'', η οποία το 2006 εγκρίθηκε από το ΚΑΣ. Το 2007 το έργο εντάχθηκε στο πρόγραμμα ''Πολιτιστική Εγνατία'' του Γ’ Κ.Π.Σ. και η υλοποίησή του άρχισε τον Αύγουστο του 2007. Το πρώτο στάδιο των εργασιών ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2008. Αναμένεται η συνέχιση της χρηματοδότησης. 

Στο διάστημα αυτό πραγματοποιήθηκαν παράλληλα συμπληρωματικές ανασκαφικές εργασίες οι οποίες είχαν στόχο την προετοιμασία του μνημείου για την υλοποίηση της πρότασης αποκατάστασης και τη διαλεύκανση προβλημάτων τα οποία δεν είχαν αποσαφηνισθεί πλήρως από τις παλαιότερες ανασκαφές. Πρόκειται για ένα αρκετά μεγάλο επαρχιακό θέατρο, χωρίς ιδιαίτερα επιμελημένες κατασκευές, κτισμένο στην πλαγιά ενός χαμηλού λόφου, με ανατολικό προσανατολισμό και θέα προς τον κάμπο, σε πολύ μικρή απόσταση από την αγορά της αρχαίας πόλης, η οποία ήρθε στο φως πρόσφατα.

Η ορχήστρα έχει σχήμα κανονικού ημικυκλίου, το οποίο επεκτείνεται λίγο, κατά τις εφαπτόμενες στα άκρα του, προς το κτήριο της σκηνής. Η διάμετρός της, η οποία φθάνει τα 22 μέτρα, μπορεί να θεωρηθεί αρκετά μεγάλη, συγκρινόμενη με τις διαμέτρους των μεγάλων θεάτρων του Δίου και των Φιλίππων, οι οποίες είναι περίπου 26 και 25 μέτρα αντίστοιχα. Το δάπεδό της είναι στρωμένο με πατημένο χώμα. Διαπιστώθηκαν δύο επάλληλα δάπεδα. 

Το χαμηλότερο σχετίζεται με την κατασκευή του θεάτρου ενώ το δεύτερο, το οποίο βρίσκεται σε στάθμη 8 - 10 εκ. υψηλότερα, σχετίζεται με την εγκατάλειψη του θεάτρου και δημιουργήθηκε προσθετικά κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης λειτουργίας του. Η στάθμη του δαπέδου της ορχήστρας ορίζεται με μεγάλη σιγουριά τόσο από τα σωζόμενα τμήματά του, όσο και από τον στυλοβάτη του προσκηνίου και τα κατώφλια των εισόδων των παρόδων. Κατά την ανασκαφή δεν εντοπίσθηκε περιμετρικός αποχετευτικός αγωγός. 

Η αποχέτευση των ομβρίων, τόσο στην αρχαιότητα όσο και σήμερα, γινόταν από οπή στο φυσικό βράχο περίπου στο κέντρο της ορχήστρας. Η δημιουργία στρώματος αλάτων στα τοιχώματά της είναι ενδεικτική της λειτουργίας της. Κατά τις τελευταίες ανασκαφικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν τα έτη 2007 και 2008 εντοπίσθηκε κάτω από το χωμάτινο δάπεδο στο βορειοανατολικό τμήμα της ορχήστρας ακανόνιστη οπή στο φυσικό βράχο διαστάσεων 1,30 x 1,28 μ., η οποία διερευνήθηκε έως βάθος ενός μέτρου. Σε αυτήν καταλήγουν τρεις αύλακες λαξευμένες στο βράχο πλάτους περίπου 40 και βάθους 15 εκατοστών. 


Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για ένα σύστημα αποστράγγισης των ομβρίων της ορχήστρας, συμπληρωματικό της κεντρικής οπής. To κοίλο διαμορφώνεται στην πλαγιά του λόφου, εν μέρει με λάξευση του φυσικού μαλακού βράχου και εν μέρει με επίχωση από φερτό χώμα. Με τέσσερις κλίμακες ανόδου χωρίζεται σε πέντε κερκίδες. Οι βαθμίδες των καθισμάτων αρχίζουν αμέσως από την ορχήστρα χωρίς την παρεμβολή υπερυψωμένου πόδιου. 

Είναι κατασκευασμένες με γωνιόλιθους από τοπικό μαλακό πωρόλιθο και εδράζονται ή απευθείας στον κατάλληλα λαξευμένο φυσικό βράχο ή στην επίχωση μέσω υποδομής κατασκευασμένης από αργούς λίθους ή από τμήματα αρχιτεκτονικών μελών που προέρχονται από παλαιότερα κτίσματα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της χρήσης δύο τμημάτων Δωρικών κιόνων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως υποδομή εδωλίων στο νότιο τμήμα του κοίλου. Δεν στάθηκε δυνατή η διαπίστωση του συνολικού αριθμού των βαθμίδων των καθισμάτων. Σώζονται γωνιόλιθοι ''in situ'' στις εφτά πρώτες βαθμίδες. 

Από την 8η έως την 14η βαθμίδα σώζονται σε μεγάλη έκταση μόνο λαξεύματα για την προετοιμασία της έδρασης των γωνιολίθων στο φυσικό βράχο. Έως και αυτή τη βαθμίδα υπάρχει η βεβαιότητα απουσίας διαζώματος. Επίσης υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη δεκαεννέα βαθμίδων, όμως το κοίλο ήταν πολύ μεγαλύτερο όπως προκύπτει από έρευνα η οποία πραγματοποιήθηκε στην κοίτη της θεμελίωσης του αναλημματικού τοίχου στη βόρεια πάροδο.

Τα πέρατα του κοίλου, όπως διαμορφώνονται στη σημερινή κατάσταση του θεάτρου, δεν είναι συμμετρικά ως προς τον άξονά του και δείχνουν να μην ανήκουν στην αρχική του φάση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ουσιαστικά δεν υπάρχουν αναλημματικοί τοίχοι, αλλά ότι γίνεται μία προσπάθεια να προσαρμοσθεί το κοίλο στο φυσικό έδαφος δημιουργώντας υποτυπώδη, κατά το δυνατόν, αναλήμματα με ελάχιστες στρώσεις γωνιολίθων, τοποθετημένα ασύμμετρα και λοξά ως προς τις παρόδους.

Μετά από προσεκτική παρατήρηση και συμπληρωματική ανασκαφική έρευνα διαπιστώθηκε η ύπαρξη της κοίτης της θεμελίωσης του αναλημματικού τοίχου της αρχικής φάσης, λαξευμένη στο φυσικό βράχο, τόσο στη νότια όσο και στη βόρεια πάροδο, όπου η κοίτη αυτή αποκαλύφθηκε σε μεγάλο μήκος. Το μήκος αυτό είναι, έως ένα βαθμό, ενδεικτικό για το μέγεθος του κοίλου. Αυτοί οι αναλημματικοί τοίχοι, οι οποίοι είχαν πλάτος 1,10 μέτρα περίπου, ήταν παράλληλοι προς τους τοίχους του κτηρίου της σκηνής και σχετίζονται άμεσα με τα ανοίγματα των εισόδων από τις παρόδους προς την ορχήστρα. 

Στα κατώφλια αυτών των ανοιγμάτων υπάρχουν λαξεύσεις οι οποίες υποδηλώνουν με σαφήνεια τη θέση της ανατολικής παρειάς των αναλημματικών τοίχων. Οι τοίχοι αυτοί οι οποίοι ήταν κατασκευασμένοι με γωνιόλιθους από πωρόλιθο θα πρέπει να κατέρρευσαν, άγνωστο πότε, εξαιτίας των ωθήσεων της επίχωσης την οποία συγκρατούσαν. Μετά την κατάρρευσή τους καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τους σημερινούς υποτυπώδεις αναλημματικούς τοίχους, για την κατασκευή των οποίων χρησιμοποιήθηκαν γωνιόλιθοι του αρχικού αναλημματικού τοίχου. 


Οι νέοι αναλημματικοί τοίχοι εδράσθηκαν επάνω στο φυσικό βράχο με τρόπο που να ελαχιστοποιείται έως και να μηδενίζεται η επίχωση πίσω από αυτούς για τη νέα διαμόρφωση του κοίλου. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μεν στέρεη κατασκευή, η οποία δεν κινδύνευε από ανατροπή, όμως δεν ήταν εφικτό να κρατηθούν συμμετρίες εξαιτίας της ανάγκης προσαρμογής στο φυσικό βράχο. Με τα παραπάνω στοιχεία, μπορεί με μεγάλη βεβαιότητα να αποκατασταθεί γραφικά η μορφή της ορχήστρας και του κοίλου έως και την 14η σειρά καθισμάτων. 

Είναι αυτονόητο ότι κατά μήκος της εσωτερικής παρειάς των αναλημματικών τοίχων και επάνω σε αυτούς υπήρχαν κλίμακες ανόδου, των οποίων η θέση ορίζεται με σχετική ακρίβεια και με τη βοήθεια των γεωμετρικών χαράξεων του θεάτρου που αναλύονται παρακάτω. Κατά τη συμπληρωματική ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2008 στο κοίλο εντοπίσθηκαν, πάνω από την 7η βαθμίδα καθισμάτων, υπολείμματα τριών λαξεύσεων στο φυσικό βράχο, οι οποίες είναι ακτινωτά διατεταγμένες και έχουν όλα τα χαρακτηριστικά των κλιμάτων ανόδου του κοίλου. 

Οι άξονές τους συγκλίνουν σε σημείο της ορχήστρας το οποίο δεν συμπίπτει με το κέντρο της. Με δεδομένο ότι οι κατασκευές αυτές δεν βρίσκονται στις προεκτάσεις των κλιμάκων ανόδου του κοίλου, μπορούμε να υποθέσουμε ότι ανήκουν σε μια προγενέστερη φάση του θεάτρου με τελείως διαφορετική διάταξη, από την οποία δεν έχουν σωθεί άλλα στοιχεία. Το σκηνικό κτίσμα αυτής της φάσης θα πρέπει να ήταν ξύλινο και γι’ αυτό δεν έχουν σωθεί ίχνη του. Το κτήριο της σκηνής είναι κτισμένο με γωνιόλιθους από μαλακό τοπικό πωρόλιθο χωρίς χρήση μεταλλικών συνδέσμων. 

Παρόλο που σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση μπορούμε να διακρίνουμε το προσκήνιο, το κυρίως κτίσμα της σκηνής με δύο παρασκήνια, σε προσχώρηση στα άκρα του, και ανατολικά ένα μεγαλύτερο κτίσμα σε επαφή με αυτό. Η χρήση αυτού του κτίσματος δεν είναι σαφής, όμως ανήκει στην ίδια οικοδομική φάση με το κυρίως κτίσμα της σκηνής. Τα στοιχεία που σώθηκαν δεν μας επιτρέπουν να διαπιστώσουμε αν λειτουργικά ανήκει στο θέατρο ή αν είχε ανεξάρτητη χρήση από την ανατολική πλευρά του. Το κυρίως κτίσμα της σκηνής και τα παρασκήνια ήταν διώροφα. 

Αν προεκτείνουμε τους σωζόμενους τοίχους και κάνουμε συμπληρώσεις λαμβάνοντας υπόψη τις συμμετρίες που χαρακτηρίζουν τα θέατρα, το κτίσμα παίρνει σε κάτοψη τη μορφή που βλέπουμε στην εικόνα. Από το προσκήνιο σώζονται, σε χαμηλό ύψος ενός μόνο δόμου από πώρινους γωνιόλιθους, τμήματα των τοίχων που υπάρχουν μπροστά από τα παρασκήνια, καθώς και δύο από τους οκτώ ημικίονες με συμφυή πεσσό που υπήρχαν ανάμεσά τους. Οι ημικίονες είναι κατασκευασμένοι από σφονδύλους μεγάλων κιόνων δωρικού ρυθμού, παλαιότερου κτιρίου, οι οποίοι λαξεύτηκαν κατάλληλα για να προσαρμοστούν στη νέα χρήση. 

Επίχρισμα επάνω στον πωρόλιθο σε δύο λεπτές στρώσεις, μία με ασβεστοκονία και μία με μαρμαροκονία, έδινε στους ημικίονες μονολιθική εμφάνιση. Το ίδιο επίχρισμα, σε παχύτερες στρώσεις, με χρώματα στην επιφάνειά του, κάλυπτε εσωτερικά και εξωτερικά τους τοίχους του κτηρίου της σκηνής. Πολλά κομμάτια αυτών των επιχρισμάτων βρέθηκαν γύρω και μέσα στο κτήριο της σκηνής, ενώ ελάχιστα βρίσκονται ακόμη προσκολλημένα επάνω στους τοίχους.


Η θέση των άλλων έξι ημικιόνων του προσκηνίου ορίζεται με ακρίβεια από χαράγματα που σώζονται στο στυλοβάτη, τα οποία είχαν χαραχθεί με αιχμηρό εργαλείο κατά την κατασκευή για να διευκολύνουν την τοποθέτησή τους. Μεταξύ των δύο σωζόμενων ημικιόνων υπάρχει λίθινο διάφραγμα. Παρόμοια διαφράγματα υπήρχαν και σε άλλα μετακιόνια με τέτοια διάταξη ώστε να εναλλάσσονται με θυραία ανοίγματα. Έτσι διαμορφώνονταν στην κιονοστοιχία του προσκηνίου πέντε θυραία ανοίγματα και τέσσερα διαφράγματα. 

Το βόρειο άνοιγμα είναι κλεισμένο με γωνιόλιθο σε μεταγενέστερη φάση, όπως προκύπτει από την αδέξια τοποθέτηση του γωνιολίθου, από τη διαμόρφωση παραστάδας από την πλευρά του τοίχου και το περπατημένο κατώφλι, το οποίο είναι λειασμένο από τη χρήση. Από τον τοίχο της πρόσοψης του κτηρίου της σκηνής μεταξύ των παρασκηνίων σώζεται μόνο ένας γωνιόλιθος ''in situ''. Διαπιστώθηκε όμως ανασκαφικά η κοίτη της θεμελίωσής του στο έδαφος σε όλο το μήκος του. Με στρωματογραφική έρευνα εντοπίσθηκε επίσης σε αρκετή έκταση το δάπεδο από πατημένο χώμα του υποσκηνίου. 

Για τα επίσης χωμάτινα δάπεδα των υπόλοιπων χώρων του κτηρίου της σκηνής, τα οποία έχουν καταστραφεί πλήρως, ξέρουμε ότι βρίσκονταν μισό μέτρο περίπου υψηλότερα από το δάπεδο του υποσκηνίου. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι οι γωνιόλιθοι των τοίχων της πρόσοψης του κυρίως κτίσματος της σκηνής και των παρασκηνίων έχουν επιμελώς λαξευμένη μόνο την πλευρά τους η οποία βλέπει προς το προσκήνιο, ενώ στην πίσω πλευρά τους η οποία είναι αδρά δουλεμένη και κατά συνέπεια μη ορατή, δημιουργείται πατούρα η οποία ορίζει το πάχος των τοίχων στην ανοδομή στα 49 εκ. περίπου. 

Η στάθμη του χωμάτινου δαπέδου βρισκόταν μερικά εκατοστά επάνω από την πατούρα. Στο εσωτερικό του νότιου παρασκηνίου υπάρχουν δύο οριζοντιωμένοι γωνιόλιθοι με εγκοπή για τη στήριξη κατακόρυφου ξύλινου υποστηλώματος στην επάνω επιφάνειά τους. Οι επιφάνειες αυτές καθώς είναι περπατημένες, δίνουν με ακρίβεια τη στάθμη των δαπέδων. Εξαιτίας του χαμηλού ύψους των σωζόμενων τοίχων, σχεδόν κάτω από τη στάθμη των δαπέδων, είναι δύσκολο να εντοπισθεί με ακρίβεια η θέση των ανοιγμάτων επικοινωνίας μεταξύ των χώρων του κτιρίου της σκηνής. 

Επίσης δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία για τη θέση της κλίμακας ανόδου στον όροφο του κτηρίου της σκηνής και στο προσκήνιο (λογείο). Θα πρέπει να αποκλεισθεί η ύπαρξη ράμπας δεξιά και αριστερά από το προσκήνιο σε επαφή με τα παρασκήνια, εξαιτίας του μικρού μήκους και της διαμόρφωσης θυραίων ανοιγμάτων στα άκρα των δύο στενών διαδρόμων που υπάρχουν σε αυτές τις θέσεις. Η θέση της κλίμακας ανόδου θα πρέπει να αναζητηθεί στο διάδρομο στο πίσω μέρος του κτηρίου της σκηνής και ειδικότερα στο νότιο άκρο του, όπου κατά την ανασκαφική έρευνα του 2007 - 2008 εντοπίσθηκαν δύο εγκάρσιοι στενοί τοίχοι οι οποίοι είναι πολύ πιθανό να σχετίζονται με την κλίμακα.

Για το ύψος του προσκηνίου και την ανοδομή του κτηρίου της σκηνής υπάρχουν ελάχιστα στοιχεία. Οι συγκρίσεις όμως με άλλα παρόμοια κτήρια, σε συνδυασμό με τα υπάρχοντα στοιχεία οδήγησαν στον σχεδιασμό της αναπαράστασης. Οι χώροι στον όροφο θα πρέπει να ήταν περισσότερο ενοποιημένοι για λόγους λειτουργικούς. Εξάλλου η στήριξη των ζευκτών της στέγης δεν απαιτούσε κοντινές αποστάσεις μεταξύ των τοίχων όπως στο ισόγειο για τη στήριξη των δοκαριών των πατωμάτων του ορόφου.


Οι γεωμετρικές χαράξεις της κύριας φάσης του θεάτρου της Μίεζας παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς αποτελούν ένα ιδιόμορφο συνδυασμό των αναφορών του Βιτρούβιου για τη χάραξη των Ελληνικών και των Ρωμαϊκών θεάτρων. Η χάραξη του θεάτρου θα πρέπει σε γενικές γραμμές, να ακολούθησε την εξής πορεία: Χαράχθηκε περιφέρεια με ακτίνα ίση με την ακτίνα της ορχήστρας, η οποία όρισε τη θέση έναρξης των βαθμίδων του κοίλου. Οι εφαπτόμενες στα σημεία τομής της διαμέτρου, της παράλληλης προς το κτήριο της σκηνής, με την περιφέρεια όρισαν: 

α) Τη μορφή του κοίλου και της ορχήστρας, 

β) Το πλάτος του κτηρίου της σκηνής, αφού οι εφαπτόμενες αυτές περνούν από τους άξονες των εξωτερικών πλευρικών τοίχων της.

Η εφαπτόμενη στην περιφέρεια στο σημείο Γ της τομής με τον άξονα του θεάτρου ορίζει την εσωτερική παρειά του πίσω τοίχου του κυρίως κτίσματος της σκηνής, του παράλληλου προς το προσκήνιο. Η βάση του εγγεγραμμένου ισόπλευρου τριγώνου ΔΕΖ στην περιφέρεια της ορχήστρας ορίζει την εξωτερική παρειά των τοίχων των παρασκηνίων. Οι άξονες των εγκάρσιων τοίχων της σκηνής απέχουν μεταξύ τους κατά α/3, όπου (α) = η ακτίνα του κύκλου της ορχήστρας.

Αν εγγράψουμε στον κύκλο της ορχήστρας ορθογώνιο ΘΙΛΜ με μήκος της παράλληλης προς το κτίριο της σκηνής πλευράς ΘΙ = 3/4 της διαμέτρου της ορχήστρας ή ίσο με το ύψος ΔΗ του ισόπλευρου εγγεγραμμένου τριγώνου ΔΕΖ: 

α) Η πλευρά ΛΜ ορίζει τη θέση της εσωτερικής παρειάς του τοίχου της πρόσοψης του κυρίως κτίσματος της σκηνής, 

β) Οι κορυφές Θ και Ι ορίζουν τη θέση των αξόνων δύο κλιμάκων ανόδου του κοίλου. 

Αν χωρίσουμε το τόξο ΘΙ σε τρία ίσα μέρη ορίζονται οι άξονες των δύο μεσαίων κλιμάκων ανόδου. Όλοι οι άξονες των κλιμάκων συγκλίνουν στο κέντρο Κ1 της ορχήστρας. Οι θέσεις των αξόνων των δύο μεσαίων κλιμάκων ορίζονται επίσης από τις ακτίνες οι οποίες περνούν από τα σημεία της τομής Ν και Ξ της πλευράς ΘΙ του εγγεγραμμένου ορθογωνίου ΘΙΛΜ με τις πλευρές ΔΖ και ΔΕ του εγγεγραμμένου ισόπλευρου τριγώνου. Η θέση προσκηνίου (εξωτερική παρειά) ορίζεται: 

α) Από την ευθεία ΟΠ την παράλληλη προς το κτήριο της σκηνής σε απόσταση από τις γωνίες Θ και Ι του εγγεγραμμένου ορθογωνίου ΘΙΛΜ ίση με την ακτίνα α της ορχήστρας, ή 

β) Από την ευθεία ΦΧ την παράλληλη προς το κτίριο της σκηνής, η οποία τέμνει την πλευρά του εγγεγραμμένο τετραγώνου ΡΣΤΥ στα σημεία Φ και Χ σε απόσταση από τις κορυφές Τ και Υ ίση με το 1/4 της πλευράς του. 


Η απόσταση μεταξύ των αξόνων των ακραίων θυραίων ανοιγμάτων του προσκηνίου ανάμεσα στα οποία παρεμβάλλονται οι οκτώ ημικίονες, είναι ίση με την ακτίνα α της ορχήστρας. Το πλάτος των βαθμίδων των καθισμάτων του κοίλου ισούται με το 1/3 της ακτίνας της ορχήστρας. Η εφαπτόμενη η παράλληλη προς το κτήριο της σκηνής στο σημείο Ψ στην περιφέρεια που περνάει μεταξύ 3ης και 4ης βαθμίδας καθισμάτων του κοίλου, ορίζει τη θέση του πίσω τοίχου του κτηρίου της σκηνής, ο οποίος είναι κοινός με τον τοίχο του παρακείμενου κτιρίου. 

Η θέση των αξόνων των αναλημματικών τοίχων του κοίλου της αρχικής φάσης, οι οποίοι είναι παράλληλοι προς το κτίριο της σκηνής, ορίζεται από τόξο του κοίλου της ορχήστρας με χορδή ΔΩ ίση με την πλευρά ΘΙ του εγγεγραμμένου ορθογωνίου ΘΙΛΜ. Τα συμπεράσματα τα οποία προκύπτουν από την παραπάνω παρουσίαση και ανάλυση του μνημείου έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στο θέατρο της Μίεζας, όπως άλλωστε και στις χαράξεις του, παρατηρούμε την ανάμειξη κατασκευαστικών, τυπολογικών και μορφολογικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν τόσο τα ελληνιστικά όσο και τα θέατρα της ρωμαϊκής περιόδου.

Στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα Ελληνιστικά θέατρα είναι:

1. Το προσκήνιο με ημικίονες συμφυείς με πεσσούς και με θυραία ανοίγματα αντί του υπερυψωμένου πόδιου της σκηνής που χαρακτηρίζει τα Ρωμαϊκά θέατρα.

2. Οι ακάλυπτες πάροδοι. Τα καθίσματα του κοίλου σταματούν στους αναλημματικούς τοίχους, χωρίς να προχωρούν επάνω από τις παρόδους για να ενωθούν με το κτήριο της σκηνής, όπως συμβαίνει στα ρωμαϊκά θέατρα. Έτσι το κοίλο και το κτίριο της σκηνής μένουν ανεξάρτητες κατασκευές.

3. Η έλλειψη αξονικής κλίμακας ανόδου στο κοίλο.

4. Η κατασκευή του κοίλου στη φυσική πλαγιά λόφου και όχι σε κτιστή υποδομή.

5. Η έλλειψη υπερυψωμένου πόδιου στο κοίλο, καθώς οι βαθμίδες των καθισμάτων αρχίζουν αμέσως από την ορχήστρα.

Στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα θέατρα της Ρωμαϊκής περιόδου είναι:

1. Η μικτή χάραξη του θεάτρου με ορθογώνια και ισόπλευρα τρίγωνα.

2. Η παραλληλία των αναλημματικών τοίχων του κοίλου και των παρόδων με το κτίριο της σκηνής.

3. Το σχήμα της ορχήστρας που ορίζεται από την ημιπεριφέρεια και τις εφαπτόμενες στα άκρα της.

Η ύπαρξη στοιχείων που χαρακτηρίζουν τα Ρωμαϊκά θέατρα τοποθετεί το θέατρο της Μίεζας στη Ρωμαϊκή περίοδο. Όμως η επικράτηση των ελληνιστικών στοιχείων αποτελεί ένδειξη Πρωiμότητας και το τοποθετεί στα πρώιμα Ρωμαϊκά χρόνια, σε μια μεταβατική εποχή κατά την οποία δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμη ο τύπος του Ρωμαϊκού θεάτρου.


Η επέμβαση συντήρησης – αποκατάστασης στο θέατρο της Μίεζας θεωρήθηκε επιβεβλημένη εξαιτίας της κακής κατάστασης διατήρησής του. Στόχος της επέμβασης ήταν η παράταση της ζωής του μνημείου, η ανάδειξη των αισθητικών και ιστορικών αξιών του, η ενίσχυση του διδακτικού του χαρακτήρα, η εξασφάλιση της επισκεψιμότητάς του και ενδεχομένως της επαναλειτουργίας του με αυστηρές προϋποθέσεις.

Οι αρχές που υιοθετήθηκαν για το σχεδιασμό της επέμβασης είναι οι ακόλουθες:

Σεβασμός της αυθεντικότητας του μνημείου, που σε μεγάλο βαθμό αφορά στη διατήρηση του αρχαίου υλικού δομής. Βασικός στόχος της συντήρησης είναι η κατά το δυνατόν διατήρηση των αυθεντικών στοιχείων και η αντικατάσταση μόνο των τελεσίδικα κατεστραμμένων τμημάτων, με τοπικές επεμβάσεις. Η συντήρηση γίνεται με υλικά συμβατά (ασβεστοκονιάματα, ανάλογα με τα αυθεντικά, και ενέματα από υδράσβεστο και πουζολάνη) και οι επεμβάσεις περιορίζονται στις απόλυτα αναγκαίες.

Η προστασία και διατήρηση του αυθεντικού υλικού επεκτείνεται και στον ίδιο τον βράχο που φέρει λαξεύματα για την τοποθέτηση των εδράνων. Με δεδομένη, ωστόσο, τη μέτρια ποιότητά του και την κακή κατάσταση διατήρησής του προτάθηκε να παραμείνουν εκτεθειμένα ελάχιστα μόνο τμήματα του βράχου, ενώ τα υπόλοιπα θα προστατευθούν με κατάχωση.

Σεβασμός των ιστορικών φάσεων. Στην περίπτωση του θεάτρου της Μίεζας η έκταση του κοίλου, ήδη από την αρχαιότητα, είχε περιοριστεί από την πλευρά των παρόδων με δύο λοξούς τοίχους. Η επέμβαση αποκατάστασης σεβάστηκε το όριο αυτό, το οποίο διατηρεί και δεν επεκτείνεται μέχρι τους αρχικούς παρόδιους τοίχους. Η θέση των αρχικών παρόδιων τοίχων απλά θα υποδηλωθεί για διδακτικούς λόγους, με την τοποθέτηση μιας σειράς γωνιολίθων.

Περιορισμός των επεμβάσεων αποκατάστασης στις απόλυτα αναγκαίες, για μία διδακτική παρουσίαση του μνημείου. Από τη συνολική έκταση που σύμφωνα με τα ανασκαφικά ευρήματα καταλάμβανε το κοίλο, αποκαθίσταται κανονικά, με συμπλήρωση των πωρολίθινων εδράνων, μόνο το κατώτερο τμήμα, όπου διασώζεται ικανό ποσοστό των αρχαίων καθισμάτων σε ύψος επτά βαθμίδων.

Στην υπόλοιπη έκταση μία αποκατάσταση, παρά τη βεβαιωμένη θέση και μορφή των εδράνων, θα σήμαινε μία μεγάλης κλίμακας ανακατασκευή και αλλοίωση της αυθεντικότητας του μνημείου, που κρίθηκε ανεπιθύμητη για λόγους αρχής. Για τον λόγο αυτό προτάθηκε απλά η αποκατάσταση του όγκου του κοίλου με χώμα έως τη θέση και της 19ης βαθμίδας, η ύπαρξη της οποίας είναι διαπιστωμένη ανασκαφικά. Με τον τρόπο αυτό προστατεύονται οι λαξευμένες στο βράχο υποδομές των βαθμίδων των καθισμάτων, το θέατρο αποκτά σε μεγάλο ποσοστό την αρχική έκτασή του και τον χαρακτήρα του και αποκαθίσταται ικανοποιητικά η σχέση του με το περιβάλλον. 



Αντίστοιχα, το κτήριο της σκηνής, που διατηρείται σε τμήμα μόνο της κάτοψης και σε πολύ μικρό ύψος, μόλις ενός δόμου στη βάση των τοίχων, έγινε η ελάχιστη δυνατή συμπλήρωση των χαμένων τμημάτων μόνο για διδακτικούς λόγους. Αυτό σημαίνει την ολοκλήρωση της μορφής της κάτοψης με συμπλήρωση σε ύψος ενός δόμου των τμημάτων που έχουν χαθεί, χωρίς υπερυψώσεις των τοίχων. Οι συμπληρώσεις αυτές δίνουν επιπλέον τη δυνατότητα αποκατάστασης της στάθμης των δαπέδων στους διάφορους χώρους του κτηρίου της σκηνής.

Διάκριση των νέων, αποκαθιστούμενων στοιχείων, από τα παλιά με τρόπο που να αρμόζει αισθητικά στο σύνολο. Για την κατασκευή των νέων τμημάτων (εδράνων και δόμων τοίχων) γίνεται χρήση πωρόλιθου, ανάλογου με αυτόν των αρχαίων μελών, αλλά σε διαφορετική απόχρωση, σε αδρή κατεργασία (κτενισμένη επιφάνεια) και τυποποιημένη γεωμετρική μορφή, ώστε να είναι σαφής, αλλά και διακριτική, η διαφοροποίηση τους από τα αυθεντικά μέλη.

Η ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 

Η Θέση πριν την Ίδρυση της Πόλης

Ο Θερμαϊκός κόλπος δέχεται στο εσωτερικό του την εκβολή τεσσάρων μεγάλων Μακεδονικών ποταμών, του Γαλλικού, του Αξιού, του Λουδία και του Αλιάκμονα, στην ύπαρξη των οποίων οφείλει η Κεντρική Μακεδονία την ευφορία της, τα δάση της, που έδιναν ξυλεία για ασφαλή καλοτάξιδα πλοία, και τη δυνατότητα επικοινωνίας με την ενδοχώρα. Τα Πρωιμότερα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας γύρω από τον κόλπο του Θερμαϊκού ανάγονται στο τέλος της μέσης και στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο. Εντοπίστηκαν στο οικόπεδο του ''Βελλιδείου Κέντρου'' στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.

Κατάλοιπα Νεολιθικών οικισμών στην ευρύτερη ζώνη του Θερμαϊκού κόλπου ανασκάφτηκαν, επίσης, στη Σταυρούπολη, στον Τρίλοφο και στη Θέρμη. Σημαντικός οικισμός της εποχής του χαλκού γύρω από τον Θερμαϊκό κόλπο είναι ο οικισμός της Τούμπας Θεσσαλονίκης, στον οποίο διαπιστώθηκαν περισσότερες από δέκα αλλεπάλληλες οικοδομικές φάσεις. Κατά τη διάρκεια του πρώτου και δεύτερου αποικισμού, τον 12ο και 8ο αιώνα π.Χ., αρκετές Ελληνικές πόλεις της Νοτιοελλαδικής επικράτειας αναζητούν νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές στα παράλια της Μακεδονίας.

Τα προϊόντα που προσήλκυαν τους εποίκους ήταν η ναυπηγήσιμη ξυλεία, η παραγωγή σιτηρών και δημητριακών, και ο ορυκτός πλούτος. Η Αρχαϊκή εποχή σήμανε για τη Μακεδονία την έναρξη μιας περιόδου ακμής, τόσο για τους οικισμούς της ενδοχώρας όσο και για τους οικισμούς των παραλίων. Το εντατικό εμπόριο με την Εύβοια, τις παράλιες πόλεις της Ιωνίας, και την Κόρινθο, τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ., στο οποίο ενεργοποιείται και η Αττική από τον 6ο αιώνα, παράλληλα με την εκμετάλλευση των ορυχείων χρυσού, αργύρου, σιδήρου και της ξυλείας, έφεραν μεγάλη οικονομική άνθηση στις πόλεις του Μακεδονικού χώρου.

Στο Καραμπουρνάκι, την τράπεζα Λεμπέτ, στην Σταυρούπολη, στη Σίνδο, στην Αίνεια, στην Αγ. Παρασκευή, στον Αγ. Αθανάσιο, στην τούμπα Γκόνα, στο Σέδες και στη Θέρμη, αναπτύχθηκαν οικισμοί κατά τους Αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους, οι οποίοι συνέβαλαν στη δημιουργία της πόλης Θεσσαλονίκης, το 316 / 5 π. Χ. Η πόλη πήρε το όνομά της από τη γυναίκα του Κάσσανδρου, τη Θεσσαλονίκη, κόρη του Φιλίππου Β΄ και της Θεσσαλής αριστοκράτισσας Νικησιπόλεως, την οποία παντρεύτηκε το 353 π.Χ.


Η Θεσσαλονίκη του Κασσάνδρου (Τέλος 4ου αιώνα π.Χ.)

Ο τόπος που επέλεξε ο Κάσσανδρος για την ίδρυση της νέας πόλης διέθετε ασύγκριτα πλεονεκτήματα σχετικά με όλες τις άλλες θέσεις. Διέθετε φυσική οχύρωση, επαρκή χώρο για πολεοδομική ανάπτυξη προς τη θάλασσα, ασφαλές λιμάνι με έξοδο προς το Αιγαίο, εύκολη διείσδυση προς την ανατολική και δυτική ενδοχώρα και την κοιλάδα του Αξιού. Έτσι, η Θεσσαλονίκη γρήγορα εξελίχτηκε σε αξιόλογο εμπορικό λιμάνι και σε μια από τις πιο σημαντικές στρατιωτικές βάσεις. Συνήψε σχέσεις με τα μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου, τη Ρόδο, τη Δήλο, την Αλεξάνδρεια.

Τα οικοδομικά λείψανα της Κασσανδρινής Θεσσαλονίκης είναι ελάχιστα. Με τα υπάρχοντα αρχαιολογικά στοιχεία η δυνατότητα ανάπλασης της Ελληνιστικής πόλης είναι εξαιρετικά δύσκολη. Το 1989 αποκαλύφθηκε σε μήκος 30 μ. τμήμα του αρχαιότερου τείχους της εποχής του Κασσάνδρου, ενσωματωμένο στο Ρωμαϊκό οχυρωματικό περίβολο, στην περιοχή κοντά στον μεταγενέστερο πύργο του Τριγωνίου, στο βορειανατολικό τμήμα του τείχους.

Στα μεταγενέστερα χρόνια το τείχος του Κασσάνδρου εγκλωβίστηκε μέσα στο Ρωμαϊκό, ενώ σε επαφή με το τελευταίο, κτίστηκε εξωτερικά το Παλαιοχριστιανικό. Το μέγεθος της πόλης που ίδρυσε αρχικά ο Κάσσανδρος, δεν ήταν εξαρχής ίδιο με αυτό των ρωμαϊκών χρόνων. Αρχικά, είναι πιο πιθανό να οργανώθηκε ένας τειχισμένος οικισμός στα βορειοανατολικά, στη θέση της σημερινής Άνω Πόλης, το οποίο ''φύσει'' είναι το πιο οχυρωμένο μέρος της.

Τα οικοδομικά λείψανα της πρώιμης, της Κασσάνδρειας Θεσσαλονίκης, σε τμήματα της Πάνω Πόλης θα πρέπει να έχουν καταστραφεί από μεταγενέστερες κατοικίες των Παλαιοχριστιανικών χρόνων, που τις περισσότερες φορές ισοπέδωναν το φυσικό σχιστολιθικό βράχο για να θεμελιώσουν, αφήνοντας σποραδικά ορισμένους πρώιμους Ελληνιστικούς τοίχους, όπως έδειξαν ανασκαφές στις οδούς Κασσάνδρου, Ολυμπιάδος και Ευριπίδου. Είναι, ωστόσο, φυσικό ο σχεδιασμός της νεοϊδρυμένης πόλης να προέβλεπε δυνατότητες επέκτασής της προς τα νοτιότερα πεδινά τμήματα. Τα Ελληνιστικά κατάλοιπα στα πεδινά τμήματα της πόλης είναι ελάχιστα.

Οι πρόσφατες έρευνες στην πλατεία της αγοράς των Αυτοκρατορικών χρόνων έδειξαν ότι η χρήση του χώρου άρχισε εκεί μετά τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα, με εργαστήρια κατασκευής αγγείων και ειδωλίων. Μια στοά Ελληνιστικών χρόνων, που ανασκάφτηκε σε οικόπεδο κοντά στην πλατεία Ναβαρίνου, μας επιτρέπει να εκφράσουμε την άποψη ότι στην περιοχή αυτή τοποθετείται πιθανόν το Ελληνιστικό λιμάνι και ίσως μια εμπορική αγορά. Από έμμεσες πηγές γνωρίζουμε, επίσης, ότι η πρώιμη Ελληνιστική Θεσσαλονίκη διέθετε στάδιο και θέατρο, η θέση των οποίων μέχρι τώρα δεν ταυτίστηκε.


Οι Μέσοι Ελληνιστικοί Χρόνοι (3ος - 2ος αιώνας π.Χ.)

Η πόλη φαίνεται πως αναπτύχθηκε με ταχείς ρυθμούς στους μέσους Ελληνιστικούς χρόνους. Οι Μακεδόνες βασιλείς διατηρούσαν στενές σχέσεις με τη Θεσσαλονίκη και διέμεναν στην πόλη συχνά. Έρευνες στα βαθύτερα στρώματα της πλατείας Διοικητηρίου, κατά τη δεκαετία του '90, αποκάλυψαν τμήμα ενός λαμπρού οικοδομήματος των πρώιμων και μέσων Ελληνιστικών χρόνων, που θα μπορούσε να ταυτιστεί με τη βασιλική κατοικία.

Οι γραμματειακές πληροφορίες μας για την πολιτική οργάνωση της Θεσσαλονίκης προέρχονται από την εποχή των Αντιγονιδών. Το βασικό πολιτειακό σχήμα, όμως, ανάγεται στα χρόνια της ίδρυσης της πόλης. Η οργάνωση ήταν κατά το πρότυπο των άλλων Ελληνικών πόλεων. Οι πόλεις διαιρούνταν σε φυλές και σε δήμους. Είναι γνωστές οι φυλές Αντιγονίς, Διονυσιάς και Ασκληπιάς και οι δήμοι Βουκεφάλεια και Κεκροπίς.

Τα κύρια πολιτειακά όργανα ήταν η βουλή και η εκκλησία του δήμου. Η πόλη είχε δικό της επώνυμο άρχοντα, με τον τίτλο του ιερέως. Ωστόσο, τα επίσημα κείμενα χρονολογούνταν με το έτος του εκάστοτε βασιλιά και το ημερολόγιο ήταν Μακεδονικό. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια αυτόνομη πόλη με δική της διοίκηση. Αποτελούσε, όμως, οργανικό μέλος του Μακεδονικού βασιλείου και ήταν εξαρτημένη από την κεντρική κυβέρνηση, δηλαδή από το βασιλιά.

Η Θεσσαλονίκη, με τις δυναμικές οικονομικές δραστηριότητές της, γρήγορα πήρε τα χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας ανοικτής στις επιδράσεις από τον εξωτερικό χώρο. Η κατάσταση αυτή αντανακλάται, ως ένα σημείο, και στη θρησκευτική της ζωή. Εκτός από το Δωδεκάθεο, ο Διόνυσος κατείχε από τα πρώιμα χρόνια κυρίαρχη θέση. Ο Δίας, η Αθηνά, η Αφροδίτη, ο Έρωτας κι ο Ηρακλής ήταν αγαπητές, Θεότητες του Ελληνικού πανθέου.

Αρκετά νωρίς διαδόθηκαν και εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη οι Θεότητες του Αιγυπτιακού κύκλου, της Ίσιδας και του Όσιρι, -με την εξελληνισμένη του μορφή ως Σάραπι. Μέσα στη θρησκευτική ρευστότητα της εποχής κάνουν την εμφάνισή τους και επικρατούν και άλλες ανατολικές λατρείες: της Κυβέλης, του Άττι και του Μίθρα. Σε δύο γειτονικά οικόπεδα στην Άνω Πόλη ερευνήθηκαν το 2000 τα κατάλοιπα ενός ιερού του 1ου αιώνα π.Χ.- 1ου αιώνα μ.Χ. για λατρεία κάποιας χθόνιας γυναικείας θεότητας, δηλαδή, ένα Θεσμοφόριο.

Στοιχεία για την καθημερινή ζωή στην Ελληνιστική Θεσσαλονίκη αντλούνται από τους τάφους στο ανατολικό και δυτικό νεκροταφείο και την ευρύτερη περιοχή της. Οι Μακεδονικοί τάφοι στη συνοικία της Νεάπολης, στην οδό Μοναστηρίου και στην πλατεία Σιντριβανίου, σχετίζονται με την ύπαρξη κύριων οδικών αξόνων. Οι πιο απομακρυσμένοι, αλλά εξίσου σημαντικοί, Μακεδονικοί τάφοι στο παλιό Μαιευτήριο, στη Χαριλάου και στον Φοίνικα ανήκαν σε πλούσιους γαιοκτήμονες, που εκμεταλλεύονταν τη γη γύρω από την πόλη.

Η θέση τους υποδεικνύει την κατεύθυνση των αρχαίων οδικών διακλαδώσεων, που ένωναν τη Θεσσαλονίκη με πόλεις της Χαλκιδικής και της ενδοχώρας της Μακεδονίας. Εκτός από τους Μακεδονικούς τάφους, οι πολλοί κιβωτιόσχημοι, κεραμοσκεπείς ή λακκοειδείς τάφοι, που έχουν αποκαλυφθεί στην ευρύτερη περίμετρο της πόλης, προσφέρουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα ταφικά έθιμα, την τοπική παραγωγή αγγείων και ειδωλίων, καθώς και για τις εισαγωγές προϊόντων στα Ελληνιστικά χρόνια.


Οι συγκρούσεις της Ρώμης με τη Μακεδονία στο μεταίχμιο του 3ου προς τον 2ο αιώνα π.Χ. είναι ίσως η πιο σημαντική πτυχή της Ρωμαϊκής παρέμβασης στην Ανατολή. Οι δύο πρώτοι πόλεμοι διεξάγονται στη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου Ε'. Μετά την ήττα του Μακεδονικού στρατού στις Κυνός Κεφαλές, το 197 π.Χ., ο Φίλιππος Ε' αποσύρεται στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να διαπραγματευθεί με τους Ρωμαίους την τύχη των Μακεδονικών πόλεων.

Ο διάδοχος του θρόνου, ο Περσέας, γιος του Φιλίππου Ε', αντιμετωπίστηκε, επίσης, με καχυποψία από τη Ρώμη. Το 168 π.Χ., ο Μακεδονικός στρατός ηττήθηκε στην Πύδνα. O Περσέας κατέφυγε αρχικά στην καλά οχυρωμένη Θεσσαλονίκη και διέταξε την πυρπόληση του Μακεδονικού στόλου, που ήταν αγκυροβολημένος στο λιμάνι, για να μην περιέλθει στα χέρια των εχθρών.

Οι Ύστεροι Ελληνιστικοί Χρόνοι - Ρωμαϊκή Κυριαρχία

Μετά την ήττα του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά, η Θεσσαλονίκη, όπως και οι υπόλοιπες Μακεδονικές πόλεις, παραδόθηκε στους Ρωμαίους. Ωστόσο, παρά την περίλαμπρη νίκη, η επαναδημιουργία ενός ενιαίου Μακεδονικού κράτους αποτελούσε διαρκή απειλή για τη Ρώμη. Για το λόγο αυτό, ο Αιμίλιος Παύλος συγκάλεσε στην Αμφίπολη τους αντιπροσώπους των πόλεων και στο όνομα της Συγκλήτου κατάργησε το Μακεδονικό κράτος. Στη θέση του δημιουργήθηκαν τέσσερις διοικητικές περιφέρειες, οι μερίδες, οι οποίες αποτελούσαν και χωριστές πολιτικές οντότητες, με τέσσερις ξεχωριστές πρωτεύουσες.

Στα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. έγινε μία τελευταία προσπάθεια αποτίναξης του Ρωμαϊκού ζυγού με πρωτοβουλία του Ανδρίσκου, ο οποίος, θεωρώντας τον εαυτό του νόμιμο διάδοχο του Μακεδονικού θρόνου, αυτοαναγορεύτηκε βασιλιάς στην Πέλλα και ξεκίνησε τον απελευθερωτικό του αγώνα. Αλλά το καλοκαίρι του 148 π.Χ. νικήθηκε στην περιοχή νότια της Πύδνας από τον στρατηγό Κόιντο Καικίλιο Μέτελλο. Οι πόλεις της Μακεδονίας, κυρίως η Πέλλα, λεηλατήθηκαν ανελέητα. Όσα καλλιτεχνήματα είχαν απομείνει μεταφέρθηκαν στην Ιταλία και ο Ανδρίσκος, αφού διαπομπεύτηκε στον θρίαμβο του Ρωμαίου στρατηγού στη Ρώμη, θανατώθηκε.

Η Μακεδονία αποτέλεσε οριστικά πια επαρχία του Ρωμαϊκού κράτους με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη. Το διοικητικό διαμέρισμα του Ρωμαϊκού κράτους που ονομάστηκε επαρχία της Μακεδονίας, ήταν γεωγραφικά πολύ μεγαλύτερο από το παλαιό Μακεδονικό βασίλειο. Προς τα βορειοδυτικά έφτανε ως την Αδριατική, ενώ προς τα νότια εκτεινόταν ως την Οίτη. Η Θεσσαλονίκη παρέμεινε φόρου υποτελής (civitas tributaria) στους Ρωμαίους, παράλληλα, όμως, αποτελούσε και την έδρα του Ρωμαίου διοικητή της Μακεδονίας, ο οποίος έφερε τον τίτλο του ανθυπάτου (proconsul).

Οι κατακτητές θέλησαν εσκεμμένα να αναδείξουν άλλες πόλεις, να δημιουργήσουν τη δική τους πρωτεύουσα και η θέση της Θεσσαλονίκης παρείχε όλα τα εχέγγυα για αυτή τη διαδοχή. Είχε δυνατότητες επέκτασης, διέθετε ασφαλές λιμάνι, βρισκόταν σε κομβικό σημείο επικοινωνίας. Σταδιακά άρχισαν να δίνουν κάποιες ελευθερίες παρέχοντας ταυτόχρονα προνόμια και δυνατότητες ανάπτυξης. Mακροπρόθεσμα, η αντιμετώπιση αυτή έθεσε τις βάσεις για ανάδειξη της Θεσσαλονίκης σε πρώτη πόλη της Βαλκανικής χερσονήσου.

Η ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης, έδρας της Ρωμαϊκής διοίκησης, δέθηκε άρρηκτα με την Εγνατία οδό. Ο κύριος αυτός οδικός άξονας περνούσε έξω από τα δυτικά τείχη της πόλης. Η Εγνατία ήταν δρόμος επιτελικός, που δημιουργήθηκε πάνω σε παλαιότερες χαράξεις, με αρχικό προορισμό τη διακίνηση των Ρωμαϊκών στρατευμάτων. Για τον λόγο αυτό δεν διερχόταν μέσα από καμιά πόλη, ούτε βέβαια μέσα από τη Θεσσαλονίκη, και σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται με τη σημερινή Εγνατία οδό.


Η Θεσσαλονίκη, μέσω της Εγνατίας οδού της αρχαιότητας, είχε το πλεονέκτημα να επικοινωνεί με όλες τις περιοχές που εξυπηρετούσε αυτή η αρτηρία. Έγινε ο σύνδεσμος Ανατολής και Δύσης, το σημείο συνάντησης δύο κόσμων. Η συνέχιση των Ρωμαϊκών κατακτήσεων στο κέντρο και στο βορρά της Χερσονήσου του Αίμου συνέβαλε ακόμη περισσότερο στην οικονομική ανάπτυξή της. Προσελκύστηκαν νέοι κάτοικοι, ανάμεσα στους οποίους αρκετοί Ιταλοί και Εβραίοι, η παρουσία των οποίων διαπιστώνεται στην πόλη ήδη από τον 2ο Προχριστιανικό αιώνα.

Ο κοσμοπολιτικός χαρακτήρας της επιτάθηκε στους χρόνους της πρώιμης Ρωμαιοκρατίας με την εγκατάσταση Ιταλών κατοίκων. Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, αλλά και για τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της οικονομίας και της διακίνησης του εμπορίου από το λιμάνι της και τις χερσαίες οδούς, μεγάλες και πλούσιες Ρωμαϊκές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη αναδιαμορφώνοντας το χάρτη της τοπικής αριστοκρατικής τάξης. Το 58 π.Χ. φιλοξενήθηκε επί επτά μήνες στη Θεσσαλονίκη ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων ως εξόριστος.

Στο διάστημα αυτό γράφει και στέλνει συνεχώς επιστολές στην οικογένειά του και τον φίλο του Αττικό. Δέκα χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια της εμφύλιας διαμάχης του Καίσαρα με τον Πομπήιο, ο τελευταίος παρέμεινε με τους επικεφαλής της δημοκρατικής παράταξης για λίγο στη Θεσσαλονίκη, όπου και εγκατέστησε το στρατηγείο του πριν από τη μάχη στα Φάρσαλα. Ο Πομπήιος, στα τέλη του 49 π.Χ., όπως μαρτυρεί ο Δίων ο Κάσσιος, πιεζόμενος από τον Ιούλιο Καίσαρα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ιταλία και να καταφύγει με διακόσιους περίπου συγκλητικούς και τους δύο υπάτους στη Θεσσαλονίκη.

Μετά την ήττα του Πομπήιου στα Φάρσαλα, τον Αύγουστο του 48 π.Χ., η πόλη τιμά τον Ιούλιο Καίσαρα με απόδοση Θεϊκών τιμών στο Ρωμαίο στρατηγό και με καθιέρωση της λατρείας του. Κατά τη διετία 44 - 42 π.Χ. κατέφυγαν στη Μακεδονία οι δολοφόνοι του Ιουλίου Καίσαρα, ο Βρούτος και ο Κάσσιος, τους οποίους οι Θεσσαλονικείς αρνήθηκαν να δεχτούν. Για τον λόγο αυτό, την επόμενη μέρα της νίκης της Τριανδρίας, των Οκταβιανού - Μάρκου Αντωνίου - Λέπιδου, το 42 π.Χ. στους Φιλίππους.

Η Θεσσαλονίκη ανταμείφτηκε για τη στάση της και ανακηρύχτηκε ''ελεύθερη'' (civitas libera) με δύο βασικά προνόμια: απόσυρση της Ρωμαϊκής φρουράς και απαλλαγή της από την καταβολή φόρων στο Ρωμαϊκό δημόσιο. Κατά τα άλλα διατηρούσε τους θεσμούς και την οργάνωσή της και παρέμενε έδρα του Ρωμαίου διοικητή με ανθυπατική εξουσία (proconsul). Ανασκαφές στην πλατεία Κυπρίων Αγωνιστών αποκάλυψαν οικοδόμημα στον τύπο της Ελληνικής κατοικίας, με μεγάλη περίστυλη αυλή, στρωμένη με εξαγωνικές πλίνθους γύρω από την οποία αναπτύσσονται ευρύχωρες αίθουσες.

Ίσως πρόκειται για το ενδιαίτημα του διοικητή της πόλης, το γνωστό από τις Ευαγγελικές πηγές ''πραιτώριο'', το οποίο, καθώς θα ήταν το κέντρο διοίκησης της εποχής, θα καταλάμβανε μια ολόκληρη πολεοδομική νησίδα. Κάτω από τη νέα τάξη πραγμάτων, που επέβαλε η εξουσία του Οκταβιανού Αυγούστου και του Ρωμαϊκού imperium (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.), η Θεσσαλονίκη απολαμβάνει τα αγαθά της ''Ρωμαϊκής ειρήνης''. Η πόλη γνωρίζει ήδη από τα πρώτα χρόνια της Αυτοκρατορίας σημαντική άνθηση.

Αναδεικνύεται με τον καιρό σε γενέτειρα λαμπρών ανθρώπων των γραμμάτων και κέντρο συρροής πλήθους λογίων, εμπόρων, τεχνιτών, Ελλήνων και Ρωμαίων. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε μία από τις τρεις πόλεις της χερσονήσου του Αίμου που επισκέφθηκε ο Απόστολος Παύλος. Στα μέσα του 1ου αιώνα κήρυξε τον Χριστιανισμό στην Ελληνόφωνη Εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης με έντονο τον παγανιστικό χαρακτήρα.


Οι Μέσοι Αυτοκρατορικοί Χρόνοι (2ος - 3ος αιώνας μ.Χ.)

Στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. η Θεσσαλονίκη χαρακτηριζόταν ως η πολυανθρωπότερη πόλη της επαρχίας της Μακεδονίας. Στο κέντρο της οικοδομήθηκε το συγκρότημα της αγοράς, η οποία για τρεις αιώνες αποτέλεσε το διοικητικό της κέντρο. Η αγορά της Θεσσαλονίκης, σχήματος ανοικτού Π, είχε βορεινό προσανατολισμό με κύρια είσοδο από τα βόρεια, δηλαδή από το παλαιό τμήμα της πόλης. Στις τρεις πτέρυγες υπήρχαν διπλές και διώροφες στοές κορινθιακού ρυθμού και πίσω τους αναπτύσσονταν αίθουσες δημόσιων υπηρεσιών.

Η διπλή στοά της νότιας πτέρυγας θεμελιώνεται πάνω σε επιβλητική κρυπτή στοά (cryptoporticus), σοφή αρχιτεκτονική λύση για τη μετάβαση στο χαμηλότερο επίπεδο της πόλης. Εκεί, υπάρχει μια σειρά είκοσι καταστημάτων με προσβάσεις από έναν εμπορικό δρόμο. Βόρεια και νότια της αγοράς υπήρχαν και άλλα δημόσια κτήρια και συγκροτήματα. Βορειοανατολικά, ήρθε στο φως ένα κτήριο το οποίο ταυτίστηκε ως ναός αυτοκρατορικής λατρείας Η κύρια είσοδος ήταν στη νότια πλευρά για να υπάρχει στενή επικοινωνία με την αγορά, που εκτείνεται αμέσως στα νότια.

Στη νοτιοανατολική γωνία του αρχαιολογικού χώρου της αγοράς ανασκάφτηκε τμήμα ενός Ελληνιστικού Βαλανείου του 2ου αιώνα π.Χ., το οποίο καταστράφηκε στα χρόνια του Βεσπασιανού (78 μ. Χ.). Αποκαλύφθηκε κυκλική αίθουσα εφίδρωσης (πυριατήριο ή laconicum) με είκοσι πέντε πυέλους, στεγασμένο με θόλο. Βόρεια του πυριατηρίου αποκαλύφθηκε μια ορθογώνια διώροφη αίθουσα, και νότια ερευνήθηκε θερμαντικός κλίβανος (praefurnium) και πισίνα θερμού λουτρού, ενώ μια πισίνα ψυχρού λουτρού ανοίγεται στα ανατολικά.

Το Βαλανείο αποτελεί το πρωιμότερο ορατό κτίσμα της Ελληνιστικής Θεσσαλονίκης. Η οικοδομική νησίδα όπου ανασκάφτηκε το Ελληνιστικό Βαλανείο δεν άλλαξε χρήση στους Αυτοκρατορικούς χρόνους, αλλά επανασχεδιάστηκε με άλλες αρχές. Με ένα τέτοιο συγκρότημα, ιδιαίτερα πολυτελές, συσχετίζονται οι γνωστές Μαγεμένες ή στοά των Ειδώλων, η οποία πιθανόν ανήκει σε πολυτελές Αυτοκρατορικό συγκρότημα θερμών.

Στις αρχές της δεκαετίας του '90 σε δύο οικόπεδα στην οδό Απελλού ανασκάφτηκε το καμπύλο τμήμα ενός θεάτρου, το πλάτος του οποίου υπολογίζεται σε 100 μ., το οποίο ταυτίστηκε με το γνωστό από τις πηγές θέατρο - στάδιο. Η Θεσσαλονίκη ήταν μια μεγάλη επαρχιακή πόλη με δικούς της ρυθμούς ζωής, που δεν ταράσσονταν από εξωτερικούς παράγοντες για πολλές δεκαετίες. Δεν δημιουργούσε προβλήματα στην Αυτοκρατορία, δεν υπήρχαν τοπικές προστριβές, ούτε αντιθέσεις μεταξύ του ετερογενούς πληθυσμού, στον οποίο, όμως, κυριαρχούσε το Ελληνικό στοιχείο.

Οι δύο αιώνες των μέσων Αυτοκρατορικών χρόνων, ο 2ος και 3ος μ. Χ., ήταν αρκετοί για να δημιουργηθεί ένας σημαντικότατος εμπορικός και επικοινωνιακός κόμβος, μία μεγαλούπολη σε στρατηγικό σημείο για τη σύνδεση της Ανατολής και της Δύσης, ένας ρόλος που ακόμη και σήμερα της αποδίδεται, όχι πάντα επιτυχώς. Η μετέπειτα Βυζαντινή συμβασιλεύουσα, εξάλλου, δηλαδή η δεύτερη πόλη της αχανούς Βυζαντινής αυτοκρατορίας, δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί επάξια σε μια τόσο σημαντική θέση, αν δεν είχε ήδη αναπτυχθεί στους Ρωμαϊκούς χρόνους.

Δύο Αυτοκράτορες, ο Σεπτίμιος Σεβήρος και ο Καρακάλλας, επισκέφτηκαν τη Θεσσαλονίκη. Το 241 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Γορδιανός Γ' της παρέχει το δικαίωμα τέλεσης οικουμενικών αγώνων, των ''Πυθίων''. Με αφορμή το γεγονός έκοψε νομίσματα και της παρασχέθηκε ο τίτλος της ''νεωκόρου''. Το ενδιαφέρον των Αυτοκρατόρων για τη Θεσσαλονίκη και η νομιμοφροσύνη των πολιτών απέναντί τους, εκδηλωνόταν με την ίδρυση ναών για την τέλεση της Αυτοκρατορικής λατρείας, με τη διεξαγωγή αγώνων προς τιμή του Αυτοκράτορα και με την ανέγερση τιμητικών μνημείων.

Με την Αυτοκρατορική αυλή συνδέεται μία άγνωστη από αλλού λατρεία, του θεού Φούλβου, πιθανώς στη μνήμη του πρόωρα χαμένου γιου του Μάρκου Αυρηλίου. Την ίδια εποχή αναβίωσε η λατρεία του Θεοποιημένου Μεγάλου Αλεξάνδρου και της οικογενείας του. Η λατρεία αυτή, προϊόν της ενθάρρυνσης δύο αυτοκρατόρων, του Καρακάλλα και του Αλέξανδρου Σεβήρου, κολάκευε τον πατριωτισμό των Μακεδόνων, καθώς ανακαλούσε το παλαιό κλέος του Μακεδονικού βασιλείου.


Εκτός από τη λατρεία του Αυτοκράτορα και των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, συνεχίζουν να λατρεύονται πολλοί Θεοί του Ελληνικού Πανθέου: ο Δίας, η Αθηνά, η Αφροδίτη, ο Έρωτας, ο Ηρακλής, ο Διόνυσος. Την πρώτη θέση κατέχει η λατρεία των Αιγυπτίων θεών, που στον 2ο και 3ο αιώνα γνώρισε μεγάλη διάδοση σε όλη τη Μακεδονία, όπως μαρτυρούν τα μνημεία.

Η Εποχή της Τετραρχίας (4ος αιώνας μ.Χ.)

Το μεταίχμιο του 3ου προς τον 4ο μ.Χ. αιώνα χάρισε στη Θεσσαλονίκη τη μεγαλύτερή της ακμή. Η απέραντη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε ήδη μοιραστεί σε τέσσερα γεωγραφικά διαμερίσματα με ισάριθμους ηγεμόνες: τον Διοκλητιανό, τον Μαξιμιανό, τον Γαλέριο και τον Κωνστάντιο τον Χλωρό. Η λεγόμενη τετραρχία ήταν μια συλλογική αρχή με υπέρτατο άρχοντα τον Διοκλητιανό.

Οι τέσσερις άρχοντες της οικουμένης έχουν ενιαία αντιμετώπιση όλων των ζητημάτων και κοινή πολιτική, την οποία ασκούσε ο καθένας από την έδρα του σε διαφορετική πόλη της Αυτοκρατορίας. Το ένα από τα τέσσερα τμήματα της Αυτοκρατορίας, στο οποίο ανήκε και η Ελληνική χερσόνησος, ανατέθηκε στον Καίσαρα Γαλέριο Μαξιμιανό, τον χαρισματικό εκείνον ηγέτη που ανέδειξε τη Θεσσαλονίκη σε πρωτεύουσα των Βαλκανίων. Ως έδρα ενός από τους τετράρχες γνώρισε ξεχωριστή αίγλη μέσα από την οικοδομική δραστηριότητα του Γαλερίου.

Ο τετράρχης έχτισε ένα μεγάλο ανακτορικό συγκρότημα σε μία έκταση περίπου 150 στρεμμάτων ανάμεσα στο ανατολικό τείχος και το στάδιο, το οποίο περιλάμβανε το καθαυτό ανάκτορο, τον ιππόδρομο, και βορειότερα τη θριαμβική αψίδα, γνωστή ως ''Καμάρα'', την είσοδο ενός μεγαλόπρεπου ιερού της Αυτοκρατορικής αυλής, μέσα στο οποίο κυριαρχούσε η Ροτόντα, το Πάνθεον της Θεσσαλονίκης. Το κυρίως ανάκτορο ήταν στραμμένο προς την πλευρά της θάλασσας, που εκείνη την εποχή εισχωρούσε μέχρι την είσοδο του παλατιού, δημιουργώντας εκεί κοντά ένα φυσικό λιμάνι.

Στο ισόγειο υπήρχαν πολυτελή λουτρά, χώροι υποδοχής, μια μεγάλη βασιλική αίθουσα, καθώς και άλλου είδους λειτουργίες σε χώρους που σήμερα βρίσκονται θαμμένοι κάτω από πολυώροφες οικοδομές. Το ανάκτορο βρισκόταν σε άμεση επαφή με τον ιππόδρομο, ώστε ο Αυτοκράτορας να παρακολουθεί από μία ειδικά διαμορφωμένη εξέδρα τα θεάματα. Δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Γαλερίου, ο Μέγας Κωνσταντίνος εγκαθίσταται στη Θεσσαλονίκη, ενισχύει τα τείχη της πόλης, κατασκευάζει στόλο και ιδρύει ένα μεγάλο λιμάνι στη θέση της σημερινής συνοικίας ''Λαδάδικα''.

Προς στιγμή σκέφτεται να καταστήσει τη Θεσσαλονίκη δεύτερη πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Τελικά, όμως, επιλέγει το Βυζάντιο, την μετέπειτα ξακουστή Κωνσταντινούπολη. Η Θεσσαλονίκη παρέμεινε ως τα χρόνια του Θεοδοσίου ένα ισχυρό Παγανιστικό κέντρο. Ο Ιουλιανός, στα λίγα χρόνια της βασιλείας του, αναζήτησε στη Μακεδονική πρωτεύουσα στηρίγματα της φιλελληνικής του πολιτικής. Ενίσχυσε τα τείχη της και επιχείρησε την μετατροπή του ωδείου της Ρωμαϊκής αγοράς σε θέατρο. Η πόλη τίμησε τον Ιουλιανό, τον υποστηρικτή του Ελληνισμού, μιας ιδεολογίας που, στη συνείδηση των Χριστιανών, ταυτιζόταν επί αιώνες με την ειδωλολατρία.

Μετά τον θάνατο του Ιουλιανού, το Ρωμαϊκό κράτος απειλήθηκε από τους Γότθους. Η Μακεδονία και η Θράκη δοκιμάστηκαν σκληρά. Για την αποσόβηση του κινδύνου κλήθηκε ο Θεοδόσιος, στρατηγός της Ισπανίας, ο οποίος ήρθε στη Θεσσαλονίκη, αναδιοργάνωσε το στρατό του και χρησιμοποίησε την πόλη ως ορμητήριο ενάντια στα βαρβαρικά φύλα. Παράλληλα, προσηλυτίστηκε στον Χριστιανισμό και υποχρέωσε τους υπηκόους του κράτους να ασπασθούν τη νέα θρησκεία.

Με αφορμή ένα ασήμαντο γεγονός ερωτικής αντιζηλίας μεταξύ αθλητών και αρματοδρόμων, ο Θεοδόσιος βρήκε ευκαιρία να σφαγιάσει στον ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης 7.000 Εθνικούς, καθαρίζοντας την πόλη από την παρουσία τους, έτσι ώστε να επικρατήσει γρηγορότερα η νέα θρησκεία, πράξη για την οποία ο επίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος τον ανάγκασε σε δημόσια μετάνοια. Έμεινε για λίγα ακόμη χρόνια στη Θεσσαλονίκη, ώσπου, ανεπιθύμητος, αποφάσισε να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη.


Ο Θεοδόσιος, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μακεδονική πρωτεύουσα, ανέπτυξε πλούσια οικοδομική δραστηριότητα. Ενίσχυσε τα ευαίσθητα πεδινά τμήματα του οχυρωματικού περιβόλου με ένα δεύτερο τείχος με τριγωνικούς πύργους στην εξωτερική του πλευρά. Οι θρησκευτικές αντιλήψεις του Θεοδοσίου καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την οικοδομική του πολιτική. Δημόσιοι χώροι που είχαν άμεση σχέση με αρχαίους θεσμούς, όπως η αγορά, αφέθηκαν σε εγκατάλειψη, ενώ μεγάλες μετατροπές έγιναν και στον χώρο των ανακτόρων.

ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ - ΣΤΑΔΙΟ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

Τα Ανασκαφικά Δεδομένα ενός Αναπάντεχου Ευρήματος

Το 1986 και το 1989 ανασκάφτηκαν στη Θεσσαλονίκη, σε δύο γειτονικά οικόπεδα, τα κατάλοιπα ενός μεγαλειώδους κτηρίου, το οποίο, όπως φάνηκε από τη διαμόρφωση των διασωθέντων τμημάτων του, ήταν ένα τεράστιο κτήριο θεαμάτων. Τα οικόπεδα βρίσκονται σε ένα πολύ μικρό δρόμο, κάθετο στην οδό Αλεξάνδρου Σβώλου και πολύ κοντά στην πλατεία Ναβαρίνου, όπου έχουν ανασκαφτεί τμήματα του ανακτόρου του Γαλέριου.

Τα στοιχεία που προέκυψαν από την αποκάλυψη αυτή αποδείχτηκαν εξαιρετικής σπουδαιότητας για την πόλη, δεδομένου ότι με το κτήριο που αποκαλύφτηκε, φωτίζονται πτυχές της ιστορίας και της τοπογραφίας της Θεσσαλονίκης, και ερμηνεύονται δυσνόητες μέχρι τώρα γραμματειακές πληροφορίες. Συγκεκριμένα, στον περιορισμένο χώρο των δύο γειτονικών οικοπέδων, αποκαλύφτηκε ένας φαρδύς τοίχος πλάτους 3,50 μ., ο οποίος σχημάτιζε καμπύλη.

Στο μέσον του πλάτους του διαμορφώνεται ένα κλιμακοστάσιο με δύο συμμετρικά σκέλη ως προς τον άξονα μίας ημικυλινδρικής καμάρας που γεφυρώνει το πλατύσκαλο. Όλη η δόμηση του κυκλικού αυτού τοίχου με την κλίμακα έγινε με χυτή τοιχοποιΐα. Προφανώς, πρόκειται για τον εξωτερικό δακτύλιο ενός κτηρίου θεαμάτων, πάνω στον οποίο εδράζονταν οι τελευταίες σειρές κερκίδων.

Ομοιόθετα και ομόκεντρα στην καμπύλη του τοίχου και εξωτερικά από αυτόν ήρθαν στο φως επτά ορθογώνιοι πεσσοί, οι οποίοι, όπως φάνηκε από τη στρωματογραφία, προστέθηκαν εκ των υστέρων, σε μια μεταγενέστερη προσπάθεια επιπλέον εξωραϊσμού του κτηρίου. Οι πεσσοί ήταν συμπαγείς, κτισμένοι με πλίνθους και επενδυμένοι με ορθομαρμάρωση. Το τμήμα με τις συμμετρικές κλίμακες και την είσοδο ανάμεσά τους αποτελεί τυπικό δείγμα προσπέλασης στο θέατρο από δευτερεύουσες θέσεις περιμετρικά του κοίλου.

Από το διασωθέν καμπύλο τμήμα του θεάτρου, το πλάτος του κτηρίου υπολογίζεται σε τουλάχιστον 100 μ. Με βάση τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι τα τμήματα του κτηρίου στην οδό Απελλού αποτελούν μικρό μόνο μέρος ενός τεράστιου οικοδομήματος, του μεγαλύτερου στη Θεσσαλονίκη μετά τον ιππόδρομο και πολύ προγενέστερου εκείνου. Το κτήριο αυτό είναι γυρισμένο με τα ''νώτα'' προς το ανάκτορο του Γαλέριου, εκτεινόταν δηλαδή προς τα ανατολικά.

Καθώς σώζεται μικρό μέρος μόνο του καμπύλου τμήματος του κτηρίου θεαμάτων δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το μήκος του. Θεωρητικά θα μπορούσε να είναι ένα κτήριο με κυκλική ή ελλειψοειδή κάτοψη, ένα αμφιθέατρο δηλαδή, ανάλογο με εκείνους τους χώρους θεαμάτων που απαντούν στις μεγάλες Ρωμαϊκές πόλεις των δυτικών επαρχιών. Η παρουσία, ωστόσο, κτηρίων αυτής της τυπολογίας στις ανατολικές επαρχίες είναι εξαιρετικά σπάνια, γεγονός που ελαχιστοποιεί την περίπτωση της ύπαρξης ενός τέτοιου κτηρίου στη Θεσσαλονίκη.

Περισσότερο πιθανή είναι η περίπτωση του θεάτρου - σταδίου. Δηλαδή ενός κτηρίου που η μία του πλευρά απολήγει σε κοίλο, όπως για παράδειγμα το Παναθηναϊκό Στάδιο στην Αθήνα, ή τα στάδια στους Δελφούς και στη Ρόδο. Ο τύπος αυτός είναι πιο προσφιλής στις ανατολικές επαρχίες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έτσι, βρίσκει ερμηνεία και η προφορική μαρτυρία του καθηγητή Νικόλαου Μουτσόπουλου ότι κατά την ανέγερση πολυκατοικιών στη δεκαετία του 1950, κατά μήκος της νότιας πλευράς της οδού Αλεξάνδρου Σβώλου (τότε Πρίγκιπος Νικολάου).


Βρίσκονταν συμπαγείς φαρδείς ευθύγραμμοι τοίχοι σε μεγάλο μήκος, οι οποίοι τότε δεν είχαν ερμηνευτεί. Πιθανότατα, λοιπόν, τότε είχαν βρει τα ευθύγραμμα σκέλη του γιγάντιου κτηρίου θεαμάτων, τα οποία με την ανεξέλεγκτη οικοδομική λαίλαπα των ετών εκείνων μάλλον έχουν καταστραφεί ολοσχερώς. Αν, όντως, έτσι έχουν τα πράγματα τότε το θέατρο - στάδιο, σύμφωνα με τις διαστάσεις που θα έπρεπε να έχει, θα έφθανε σχεδόν μέχρι το τέλος της σημερινής οδού Αλεξάνδρου Σβώλου, δηλαδή λίγο πριν την αυλή της Αγίας Σοφίας.

Οι Πηγές και η Χρονολόγηση του Θεάτρου - Σταδίου

Η παρουσία θεάτρου στη Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη είναι πολλαπλά μαρτυρημένη, σε επιγραφικά ευρήματα, αλλά και σε γραπτές πηγές. Πιο γνωστή, αλλά και περισσότερο προβληματική από όλες, υπήρξε αυτή στην οποία αναφέρεται ότι ''το θέατρον το καλούμενον στάδιον'' ήταν ο τόπος μαρτυρίου του Αγίου Δημητρίου. Έτσι, η αναζήτηση του θεάτρου - σταδίου αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες αντικείμενο επίπονης έρευνας, χωρίς, ωστόσο, να δοθούν ικανοποιητικές απαντήσεις σε βασικά ερωτήματα σχετικά με το θέμα της μορφής και της θέσης του κτηρίου στον πολεοδομικό ιστό της πόλης.

Πιο πρώιμη από όλες τις πηγές θα πρέπει να θεωρηθεί το γνωστό γλαφυρό έργο του Λουκιανού ''Λούκιος ή Όνος''. Εκεί αναφέρεται ότι ο συγγραφέας, ερχόμενος στην πόλη, παρακολούθησε εντυπωσιακές θεατρικές και αθλητικές εκδηλώσεις. Από επιγραφή του 141 μ.Χ. πληροφορούμαστε τη χρηματοδότηση από ιδιώτη μονομαχικών αγώνων και κυνηγίων προς τιμήν του Αυτοκράτορα. Σε εξαιρετικά σημαντική επιγραφή της εποχής των Σεβήρων, χρονολογημένη το 252 μ.Χ., μαρτυρείται διεξαγωγή κλασικών αγωνισμάτων στην πόλη κατά τη διάρκεια της τέταρτης Πυθιάδας.

Στον κατάλογο αυτόν αναφέρονται οι νικητές πολλών αγώνων, όπως του πεντάθλου, του δολίχου, της πυγμής, του παγκρατίου, καθώς και οι πόλεις της καταγωγής τους, η Αθήνα, η Θήβα, το Άργος, η Πέργαμος, η Αλεξάνδρεια και πολλές άλλες, ορισμένες από τις οποίες ήταν από απομακρυσμένες περιοχές του Ρωμαϊκού κόσμου. Στην ίδια επιγραφή αναφέρονται, όμως, και νικητές δραματικών αγώνων, γεγονός που δείχνει ότι κατά τη διάρκεια των Πυθίων διεξάγονταν ταυτόχρονα αθλητικά και θεατρικά γεγονότα.

Αυτές όλες οι εκδηλώσεις που αναφέρονται στις παραπάνω πηγές, οι οποίες λόγω της οικουμενικότητάς τους θα συγκέντρωναν πλήθη, δεν είναι δυνατόν να έχουν διεξαχθεί στα δύο άλλα κτήρια θεαμάτων που έχουν έρθει στο φως στη Θεσσαλονίκη, το ωδείο και τον ιππόδρομο, για διαφορετικούς λόγους που αναφέρονται στο καθένα από αυτά. Το μεν ωδείο ήταν εξαιρετικά μικρού μεγέθους για τέτοιες πολυπληθείς εκδηλώσεις, που απαιτούσαν συγκεκριμένες διαστάσεις κτηρίων, ο δε ιππόδρομος, την εποχή που διεξάγονταν αυτοί οι αγώνες στα Πύθια, δεν είχε ακόμη κατασκευαστεί.

Από την άλλη, οι δύο διαφορετικού τύπου εκδηλώσεις, όπως αναφέρονται στις επιγραφές, τα ρωμαϊκά θεάματα αφενός και τα αγωνίσματα της κλασικής αρχαιότητας αφετέρου, απαιτούσαν κτήρια ειδικών προδιαγραφών. Τα πρώτα ένα περίκεντρο οικοδόμημα, τα δεύτερα έναν επιμήκη χώρο και μάλιστα συγκεκριμένου μήκους, ενός σταδίου. Έτσι, για την τέλεσή τους χρειάζονταν είτε δύο αυθύπαρκτα κτήρια θεαμάτων, ενός θεάτρου με ορχήστρα και ενός σταδίου, είτε ενός κτηρίου στο οποίο θα συνδυαζόταν οι δύο χρήσεις.


Η περίπτωση αυτή είναι του θεάτρου-σταδίου, ενός κανονικού, δηλαδή, σταδίου, που η μία του στενή πλευρά απολήγει σε κοίλο, όπως για παράδειγμα το στάδιο στην Αθήνα (Παναθηναϊκό), τα στάδια των Δελφών και της Ρόδου. Ο τύπος αυτός του κτηρίου ήταν προσφιλής στις ανατολικές επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, γιατί μπορούσε να συνδυάσει με μεγαλύτερη ευελιξία τα Ελληνικά αθλήματα με τα Ρωμαϊκά αθλητικά θεάματα, τα θεατρικά δρώμενα, τις παρελάσεις και τις ποικίλες γιορτές.

Για τα θέατρα - στάδια στην Αθήνα και τους Δελφούς μαρτυρείται η διπλή αυτή ονομασία. Αντίστοιχα, μεταγενέστερες Βυζαντινές πηγές διέσωσαν την ονομασία αυτή και για ένα παρόμοιο κτήριο θεαμάτων στη Θεσσαλονίκη. Η μαρτυρία για ''το θέατρον το καλούμενον στάδιον'' μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι και στην πόλη αυτή οικοδομήθηκε ένας ανάλογος χώρος, ο οποίος συνδύαζε την Ελληνική με τη Ρωμαϊκή παράδοση.

Στην περίπτωση αυτή απαιτείται καθαρό μήκος ενός σταδίου και κοίλο, η ακτίνα του οποίου υπολογίζεται, από το ανασκαμμένο τμήμα στην οδό Απελλού, γύρω στα 50,00 μ.. Με τα δεδομένα αυτά το συνολικό μήκος του θεάτρου - σταδίου στη Θεσσαλονίκη θα ήταν γύρω στα 250 μ. Έτσι, η αφετηρία του κτηρίου θα βρισκόταν σε μικρή απόσταση ανατολικά από τη θέση που αργότερα αναγέρθηκε ο, μέχρι σήμερα σωζόμενος, ναός της Αγίας Σοφίας. Το θέατρο - στάδιο γνώρισε κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του και μεταγενέστερες φάσεις.

Σπουδαιότερη θα πρέπει να θεωρηθεί αυτή του εξωραϊσμού του κτηρίου με προσθήκη πεσσών και κιόνων στην ανωδομή, περιμετρικά του κοίλου, η οποία, σύμφωνα με τα αρχαιολογικά δεδομένα, ανάγεται στα χρόνια της Τετραρχίας ή λίγο μετά. Ο χρόνος κατασκευής του κτηρίου δεν κατέστη δυνατόν να προσδιοριστεί, διότι σε βάθος 8,00 μ. περίπου, εξαιτίας της ανύψωσης της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα, η ανασκαφή σταμάτησε, χωρίς να φθάσει σε επίπεδο υποθεμελίωσης του κτηρίου και φυσικού εδάφους.

Ωστόσο, στο βάθος αυτό βρέθηκαν νομίσματα της εποχής των Φλαβίων, άρα αυτό το κτήριο των θεαμάτων υπάρχει κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. Στον χώρο ανασκάφτηκαν, επίσης, φάσεις χρήσης του 6ου και 7ου αιώνα μ.Χ., οι οποίες δεν σχετίζονται με το θέατρο - στάδιο. Συνεπώς, εκεί, κάπου στο τέλος του 4ου με αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ. και ασφαλώς μετά το σχετικό διάταγμα του Θεοδοσίου για απαγόρευση των ειδωλολατρικών αγώνων, θα μπορούσε να τοποθετηθεί η εγκατάλειψη του κτηρίου.

Στους δύο αιώνες που μεσολάβησαν, από τις αρχές του 5ου μέχρι τον 7ο αιώνα, το πολυτελές κτήριο αποτέλεσε χώρο λιθορυχίας. Από εδώ, άλλωστε, θα πρέπει να προέρχονται τα γνωστά μαρμάρινα έδρανα που χρησιμοποιήθηκαν στη βάση του δυτικού τείχους της Θεσσαλονίκης, σήμερα στην οδό Ειρήνης, και όχι από τον ιππόδρομο, όπως είχε ειπωθεί, ο οποίος εξακολουθούσε να λειτουργεί και κατά τους πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους.


Το Θέατρο - Στάδιο και η Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης

Η θέση του θεάτρου - σταδίου στο νοτιοανατολικό άκρο της Θεσσαλονίκης, εκεί από όπου άρχιζαν τα νεκροταφεία, οριοθετεί την έκταση της Ρωμαϊκής πόλης προς τα ανατολικά, έως τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. που κτίστηκαν τα πεδινά τμήματα των τειχών και λίγες δεκαετίες αργότερα οικοδομήθηκε στην περιοχή αυτή το ανάκτορο του Γαλέριου. Με την ταύτιση του θεάτρου - σταδίου της Θεσσαλονίκης επανήλθαν στο προσκήνιο της έρευνας θέματα μείζονος σημασίας για την ιστορία της Θεσσαλονίκης.

Τα βασικότερα από αυτά είναι:

1. Τα καινούργια στοιχεία για το μέγεθος και την έκταση του ανακτόρου του Γαλέριου, το οποίο οργανώνεται στα δυτικά του με κάθετους και οριζόντιους άξονες, και κατά συνέπεια πάνω στο θέμα της επέκτασης της πόλης στα χρόνια της Τετραρχίας.

Όπως προέκυψε από τα δεδομένα της ανασκαφής των οικοδομικών καταλοίπων της οδού Απελλού, το ανάκτορο εκτεινόταν σε μια στενή λωρίδα εδάφους, πλάτους περίπου 110 μ., που έτρεχε δυτικά και παράλληλα του Ιπποδρόμου, η έκταση της οποίας υπολογίζεται γύρω στα 50.000 τ.μ. Με άλλα λόγια το ενδιαίτημα του Αυτοκράτορα βρισκόταν ανάμεσα στα δύο κτήρια θεαμάτων, το θέατρο - στάδιο στα δυτικά του και τον ιππόδρομο στα ανατολικά του.

2. Το ζήτημα των πολεοδομικών αξόνων της πόλης. Το μέγεθος του κτηρίου και το μικρό σχετικά τμήμα που αποκαλύφτηκε δεν μπορεί, βέβαια, να δώσει ασφαλή στοιχεία για την κατεύθυνση του άξονα του κτηρίου, δεδομένου ότι δεν έχει βρεθεί ακόμη κανένα τμήμα της υποδομής του κτηρίου. Σύμφωνα με τον πολεοδομικό χάρτη της Θεσσαλονίκης, όλα τα οικοδομήματα που αποκαλύφτηκαν βόρεια του σταδίου ακολουθούν το ορθογώνιο σύστημα νησίδων, ενώ στο τμήμα νότια του σταδίου μέχρι το θαλάσσιο τείχος οι άξονες αποκλίνουν από 6ο έως 30ο.

Η μικρότερη απόκλιση απαντά στο λεγόμενο Κωνσταντίνειο κτίσμα που βρίσκεται κάτω από τον ναό της Αγίας Σοφίας, καθώς και σε κάποια υπολείμματα ρωμαϊκών στωικών κτηρίων που αποκαλύφτηκαν δυτικά του οκταγώνου. Εξαιτίας της άμεσης γειτνίασης των κτισμάτων αυτών με τη νότια μακριά πλευρά του θεάτρου - σταδίου, είναι πολύ πιθανόν ο άξονας του μεγάλου αυτού οικοδομήματος να απέκλινε κατά 6ο.

3. Το καθαρά ιστορικό θέμα που αφορά στον τόπο που διεξήχθη η σφαγή των 7.000 Θεσσαλονικέων κατά διαταγή του Θεοδοσίου.

4.Το ζήτημα της τοπογραφικής ερμηνείας των μεταγενέστερων Βυζαντινών πηγών, ιδίως σε συσχετισμό με τις περιγραφές που αναφέρονται στο μαρτύριο του αγίου Δημητρίου, όπως αυτό απεικονίζεται και στη λεγόμενη ιστορική τοιχογραφία του ομώνυμου παλαιοχριστιανικού ναού. Στην τοιχογραφία αυτή εικονίζεται έφιππος Αυτοκράτορας να προβάλλεται μπροστά από καλλιμάρμαρο στάδιο με κατεύθυνση προς μία βασιλική στα δυτικά του.

Η βασιλική αυτή θα μπορούσε να συσχετιστεί, λοιπόν, με το οικοδόμημα του θεάτρου-σταδίου και τη βασιλική που έχει ανασκαφτεί κάτω από την Αγία Σοφία. Έτσι, η επιγραφή ''Η Αγία Εκκλησία η εν τω Σταδίω'', η οποία τόσο πολύ έχει απασχολήσει την έρευνα, βρίσκει μια πειστική ερμηνεία.


Το Θέατρο - Στάδιο και το Μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου

Με τα κτήρια που έχουν έρθει στο φως, το θέατρο - στάδιο, οι θέρμες, η βασιλική κάτω από την Αγία Σοφία, θα πρέπει να συσχετιστούν άμεσα και τα γεγονότα γύρω από την πάλη του Νέστορα με τον Λυαίο, καθώς και θέματα λατρείας που αφορούν στη διδασκαλία, στη σύλληψη και στον θάνατο του αγίου Δημητρίου.

Σύμφωνα με τον Δαμασκηνό, το μαρτύριο του πολιούχου της πόλης διαδραματίστηκε σε φυλακή κοντά στο Ανάκτορο, και με βάση άλλες πηγές στα υπόγεια ενός λουτρού. Οι δύο αυτές πληροφορίες ταιριάζουν πλέον πολύ καλά μεταξύ τους. Ένα πολύ μεγάλο συγκρότημα θερμών ανασκάφτηκε στα νότια της Αγίας Σοφίας, δυτικά του θεάτρου - σταδίου και σε άμεση γειτνίαση με αυτό, καθώς και με τις υπόγειες στοές, όπου σήμερα βρίσκεται το αγίασμα του Αγίου Ιωάννη. Για την ακρίβεια και οι στοές αυτές, καθώς και το μαρμάρινο Νυμφαίο, αποτελούσαν μέρος αυτού του μεγάλου συγκροτήματος θερμών.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στους μαρμάρινους κίονες μιας μεγάλης αίθουσας του λουτρού βρέθηκαν χαραγμένοι σταυροί, ίσως για καθαγιασμό του χώρου από Χριστιανούς της εποχής εκείνης. Αν, λοιπόν, αυτός είναι ο τόπος που φυλακίστηκε ο Δημήτριος, εκεί θα πρέπει να κατέφυγε και ο Νέστωρ για να τον ευλογήσει, πριν από την πάλη του στο στάδιο με τον ειδωλολάτρη Λυαίο.

Αμέσως μετά τη νίκη του Νέστορα, στον σκληρό αγώνα μπροστά στον Αυτοκράτορα Γαλέριο Μαξιμιανό, μέσα στο κατάμεστο από πλήθος στάδιο, ακολούθησε, σύμφωνα με τις πηγές, το μαρτύριο του Δημητρίου, αφού θεωρήθηκε ως κύριος υπαίτιος της ήττας και του θανάτου του ειδωλολάτρη μονομάχου, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και πολύ αγαπητός στον Αυτοκράτορα.

Ο καθαγιασμός του λουτρού, νότια της Αγίας Σοφίας, η πίστη για την ύπαρξη αγιάσματος στις υπόγειες στοές του Αγίου Ιωάννη, η πεντάκλιτη βασιλική, δηλαδή ''η εκκλησία η εν τω σταδίω'', που ιδρύθηκε στον τόπο του μαρτυρίου, καταλαμβάνοντας το δυτικό τμήμα του θεάτρου - σταδίου, αποτελούν σημαντικά στοιχεία που μιλούν για την ''ιερότητα'' της περιοχής και την απήχηση που είχε στους Θεσσαλονικείς, ενισχύοντας την άποψη ότι τα γεγονότα του μαρτυρίου του αγίου Δημητρίου έλαβαν χώρα στην περιοχή αυτή.

Τα δεδομένα που προσφέρει το θέατρο - στάδιο για την ερμηνεία ιστορικών γεγονότων της πόλης δεν αντιβαίνουν σε όλα τα σημεία με την επικρατούσα μέχρι τώρα άποψη. Είναι απόλυτα λογικό, και άξιον απορίας πως μέχρι την αποκάλυψη του θεάτρου - σταδίου δεν το σκέφτηκε κανείς από τους ερευνητές, ο τόπος μαρτυρίου του αγίου Δημητρίου να διαφοροποιείται από τον τόπο ταφής του. Βρισκόμαστε σε περίοδο απόλυτης κυριαρχίας των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, και ένας φυλακισμένος Χριστιανός δεν θα μπορούσε να ταφεί στο σημείο που θανατώθηκε.

Είναι πολύ πιο αληθοφανές το ιερό σώμα του να μεταφέρθηκε κρυφά από άλλους πιστούς και να τάφηκε σε άλλο σημείο της πόλης, εκεί όπου λίγα χρόνια μετά κτίστηκε η βασιλική του Αγίου Δημητρίου. Άλλωστε, στους δύο αυτούς απομακρυσμένους μεταξύ τους τόπους κτίστηκαν κατά την Παλαιοχριστιανική εποχή οι δύο μεγαλύτεροι ναοί όχι μόνο της Θεσσαλονίκης, αλλά ολόκληρης της Μακεδονίας. Από τις δύο πεντάκλιτες βασιλικές, η μία, στο ορεινό μέρος της πόλης, διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας.

Η άλλη, στο πεδινό και ευαίσθητο τμήμα, καταστράφηκε σχετικά νωρίς και στη θέση της κτίστηκε ένας μικρότερος ναός, ο ναός της Αγίας Σοφίας, καταλαμβάνοντας το μισό δυτικό της τμήμα. Το ανατολικό τμήμα της άλλοτε πεντάκλιτης βασιλικής με μεγάλη κόγχη ιερού διατηρήθηκε, επισκευάστηκε και λειτούργησε επί πολλούς αιώνες, σύμφωνα με τα δεδομένα των αρχαιολογικών ανασκαφών. Αξίζει να σημειωθεί ότι κοντά στην Αγία Τράπεζα υπήρχε κλίμακα που οδηγούσε σε υπόγειο χώρο, η λειτουργία του οποίου δεν διερευνήθηκε εξαιτίας τεχνικών δυσκολιών, που επέβαλαν τη διακοπή της έρευνας σε εκείνο το σημείο.

Με τη νέα αυτή ταύτιση αναθεωρούνται αρκετές από τις προηγούμενες απόψεις σχετικά με την τοπογραφία της Ρωμαϊκής και Πρωτοβυζαντινής Θεσσαλονίκης. Έτσι, τίθεται πλέον το ζήτημα του συσχετισμού των δύο πεντάκλιτων, η σχέση με τη μετέπειτα λατρεία του αγίου και ο λόγος που στις κατά παράδοση πληροφορίες των Βυζαντινών πηγών έχουν συμπτυχθεί όλα τα γεγονότα τα οποία σχετίζονται με τα θαύματα του πολιούχου στην περιοχή της βασιλικής του Αγίου Δημητρίου, συμπαρασύροντας σε σύγχυση θέματα που αφορούν στην τοπογραφία της Ρωμαϊκής πόλης.

Υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων είναι απαραίτητη, επίσης, και έχει ήδη προταθεί, η επαναθεώρηση της διαδρομής που ακολουθούσε η πομπή που γινόταν την παραμονή της εορτής του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη, και στην οποία συμμετείχε όλος ο λαός, όπως περιγράφεται από τον Συμεών, Επίσκοπο Θεσσαλονίκης, σε κώδικα της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών. Η πομπή ξεκινούσε από την εκκλησία της Παναγίας της Καταφυγής και κατέληγε στον ναό του Αγίου Δημητρίου.


Πληροφορίες για την ίδια τελετή αντλούμε, επίσης, και από δύο πανηγυρικούς λόγους που εκφώνησαν δύο εξέχουσες φυσιογνωμίες του 14ου αιώνα, ο Γρηγόριος Παλαμάς και ο Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος. Τα τρία αυτά κείμενα συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους στο ότι η πομπή άρχιζε από μια, μικρή σχετικά, εκκλησία και κατέληγε στον ναό του Αγ. Δημητρίου, αναπαριστώντας την αρχή και την τελείωση του μαρτυρίου. Ο Στ. Πελεκίδης με αφορμή το κείμενο του Συμεών θεώρησε ως σημείο εκκίνησης τη βασιλική της Αχειροποιήτου.

Ο Α. Ξυγγόπουλος αναζήτησε την εκκλησία αυτή στο κέντρο της πόλης, κοντά στη Ρωμαϊκή αγορά. Ωστόσο, η άποψη του Πελεκίδη φαίνεται να ισχυροποιείται με τα νέα ανασκαφικά δεδομένα. Φαίνεται, λοιπόν, πολύ λογική η σκέψη του ότι η Καταφυγή θα πρέπει να βρίσκεται πολύ κοντά στον ναό της Αγ. Σοφίας. Γνωρίζουμε καλά ότι ο τελευταίος, ή και κάποιος άλλος ναός εκεί κοντά, αποτελούσε άσυλο για τους Θεσσαλονικείς στα Βυζαντινά χρόνια. Ένας ναός όπου μπορούσε κανείς να καταφύγει για να αποφύγει την οργή της στιγμής, ένα άσυλο.

Η ιερότητα του χώρου γύρω από την Αγ. Σοφία, η σχέση του με το μαρτύριο του Αγ. Δημητρίου και η λειτουργία του ασύλου στην περιοχή είναι σημαντικοί λόγοι για να αναζητήσει κανείς την Παναγία την Καταφυγή πολύ κοντά στην εκκλησία της Αγ. Σοφίας, στον αυλόγυρο του άλλοτε μητροπολιτικού ναού, ίσως στο εναπομείναν τμήμα της παλαιότερης βασιλικής, το οποίο οι Θεσσαλονικείς φρόντιζαν να διατηρούν ως αναπόσπαστο στοιχείο τοπικής λατρείας.

Εξάλλου, ο κλήρος της Αγ. Σοφίας κατείχε εξέχουσα θέση στην τελετή της πομπής αυτής, που άρχιζε από τον διπλανό ναό της Καταφυγής, στον τόπο δηλαδή θανάτου του Αγ. Δημητρίου, για να καταλήξει ''δια της λεωφόρου'' στο μέρος όπου είχε ταφεί ο άγιος, και όπου τελικά ιδρύθηκε η πεντάκλιτη βασιλική και παρέμεινε ως η μεγαλύτερη εκκλησία της πόλης κατά την Παλαιοχριστιανική περίοδο.

ΤΟ ΩΔΕΙΟ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

Η Αποκάλυψη του Ωδείου και της Αγοράς

Το ωδείο της αγοράς των Αυτοκρατορικών χρόνων της Θεσσαλονίκης ήρθε για πρώτη φορά στο φως το 1962 κατά τις εργασίες εκσκαφής για την ανέγερση του δικαστικού μεγάρου, στον μεγάλο αδόμητο χώρο, ανάμεσα στις οδούς Ολύμπου, Φιλίππου, Αγνώστου Στρατιώτου και Μακεδονικής Αμύνης, που είχε αφεθεί ελεύθερος μετά την καταστρεπτική για όλο το ιστορικό κέντρο πυρκαγιά του 1917.

Εκεί, και πάνω στον άξονα της Αριστοτέλους, με βάση το Σχέδιο του Εμπράρ, είχε προγραμματιστεί η ανέγερση των δημόσιων κτηρίων της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, του δημαρχιακού μεγάρου και των δικαστηρίων. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το 1917 έως την έναρξη των εργασιών οικοδόμησης του δικαστικού μεγάρου, η ανοικτή πλατεία φιλοξένησε διάφορες χρήσεις. Για την ιστορία της περιοχής ανάμεσα στις οδούς Εγνατία και Αγ. Δημητρίου, όπου εκτείνεται ο σημερινός αρχαιολογικός χώρος της αγοράς, μέχρι την πυρκαγιά του 1917 υπάρχουν λίγα και αποσπασματικά στοιχεία.

Προέρχονται από πληροφορίες σε Οθωμανικά αρχεία, τοπικές παραδόσεις, σύντομες αναφορές σύγχρονων λογοτεχνών, από τον τοπικό τύπο και τις ανασκαφικές έρευνες. Οι τελευταίες δίνουν στοιχεία για κάποιες χρήσεις ή κτήρια μέχρι τον 13ο - 14ο αιώνα. Αναμφίβολα, από το 1495 μέχρι και το 1917, η περιοχή της αγοράς ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την εγκατάσταση των Ισπανοεβραίων μετά την εκδίωξή τους από την Ισπανία από τον βασιλιά Φερδινάνδο και την Ισαβέλλα.


Με την παρουσία των Εβραίων στην περιοχή συνδέεται η ονομασία ενός δρόμου στο τμήμα νότια της αγοράς, ο οποίος άρχιζε από την Εγνατία με την ονομασία στα Τούρκικα Suretler. Μετά την απελευθέρωση, το 1912, το όνομα του δρόμου μεταφράστηκε και παρέμεινε γνωστό με την ονομασία ''Οδός Ειδώλων'', από το γνωστό μνημείο (τα Είδωλα, τις Μαγεμένες ή Incantades), που υπήρχε στην αυλή ενός Εβραϊκού σπιτιού. Μετά τη διάλυση του μεγαλόπρεπου αυτού συνόλου, το 1865, για μεταφορά του στη Γαλλία, η ακριβής θέση του δεν ήταν γνωστή.

Ωστόσο, κατά τις ανασκαφές στην αγορά της τελευταίας εικοσαετίας του 20ου αιώνα, διαπιστώθηκε ότι η χάραξη της οδού Ειδώλων προχωρούσε και μέσα στον χώρο της αγοράς, η τομή της, μάλιστα, είναι ορατή στη νότια παρειά του αρχαιολογικού χώρου. Η οδός Ειδώλων συνεχιζόταν ως τη νοτιοδυτική γωνία της διπλής στοάς, συναντούσε την παλαιά οδό Φιλίππου και συνεχιζόταν από εκεί και πέρα πιο στενή και δαιδαλώδης, διατηρώντας την ίδια ονομασία, όπου συναντούσε την οδό Ολύμπου.

Με βάση το στοιχείο αυτό και τον συσχετισμό του Οθωμανικού πολεοδομικού κανάβου με τον σύγχρονο, ταυτίστηκε η θέση του οικοπέδου του Εβραϊκού σπιτιού με τις ''Μαγεμένες''. Είναι ακριβώς στην αμμοδόχο της παιδικής χαράς του πάρκου νότια του αρχαιολογικού χώρου. Η εκτεταμένη πυρκαγιά του 1917, που ισοπέδωσε ολόκληρη την περιοχή του ιστορικού κέντρου της Θεσσαλονίκης, δεν εξαίρεσε την συνοικία των Εβραίων. Η σωζόμενη μέχρι τη Μεταβυζαντινή περίοδο συνέχεια του ιστορικού ιστού της πόλης χάθηκε οριστικά.

Η ''Διεθνής Επιτροπή Νέου Σχεδίου'', που συγκροτήθηκε αμέσως μετά την πυρκαγιά του 1917 με επικεφαλής τον πεφωτισμένο πολυεπιστήμονα Ερνέστ Εμπράρ, δημιούργησε τον άξονα της Αριστοτέλους, χωροθετώντας στην, αμέσως πάνω από την Εγνατία, πλατεία τα δικαστήρια και το δημαρχιακό μέγαρο. Για πολλές δεκαετίες η περιοχή παρέμεινε αδόμητη. Εκεί όπου σήμερα εκτείνεται η αγορά στήθηκε, προσωρινά, μία λαχαναγορά, με ξύλινα παραπήγματα, που αποτελούσε ταυτοχρόνως και προσφυγική συνοικία, από την οποία δεν διαθέτουμε οπτικές μαρτυρίες, εκτός από τη φάση της κατεδάφισής της.

Το νότιο τμήμα της λεγόμενης πλατείας Δικαστηρίων, με πρωτοβουλία του δήμου, εξωραΐστηκε με θάμνους κατά τη δεκαετία του 1930 και μετατράπηκε σε ένα μικρό πάρκο. Ο σημερινός χώρος της αγοράς παρέμεινε ένας ανοιχτός χώρος, καλυμμένος με χώμα, με ευκαιριακές χρήσεις παιδικής αναψυχής, με εφήμερα μικρά λούνα παρκ, ή ως χώρος στρατιωτικών ασκήσεων.

Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής, ο σημερινός αρχαιολογικός χώρος χρησιμοποιήθηκε, από το 1942 έως το 1944, ως στρατόπεδο συγκέντρωσης Πολωνών αιχμαλώτων, οι οποίοι, υπό τις διαταγές Γερμανών αξιωματικών, διεξήγαγαν ανασκαφικές έρευνες, με την πρόφαση διάνοιξης χαρακωμάτων, κατά τη διάρκεια των οποίων βρέθηκε ακέραιο γυναικείο άγαλμα και φυγαδεύτηκε στην Αυστρία. Πρόκειται για το εικονιστικό άγαλμα του δεύτερου μισού του 3ου αιώνα μ.Χ., σήμερα στο Μουσείο Θεσσαλονίκης, μετά την επιστροφή του μεταπολεμικά ως λάφυρο πολέμου.

Ήδη από τη δεκαετία του 1950, με την εμφάνιση των πρώτων πολυκατοικιών και την επικράτηση της αστικής συγκοινωνίας, ο χώρος μετατρέπεται σε αφετηρίες λεωφορείων. Οι θάμνοι ξεριζώθηκαν, ενώ αρκετά χρόνια αργότερα, φυτεύτηκαν δένδρα. Η για τρεις αιώνες Εβραϊκή συνοικία Ρογκός, βυθισμένη στο στρώμα της πυρκαγιάς της, μετατράπηκε σε έναν τεράστιο χώρο στάθμευσης.


Στον τύπο της εποχής, με υπερηφάνεια διαπιστώνεται ότι η πλατεία είχε μετατραπεί σε ''κόμβο συγκοινωνιών''. Παρά τις συνεχείς έγγραφες υπομνήσεις της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στον Δήμο Θεσσαλονίκης για τις άμεσες βλάβες που προκαλούνταν από τους ρύπους, οι αφετηρίες των λεωφορείων απομακρύνθηκαν από εκεί μόλις το 2003.

Η Ιστορία της Έρευνας στον Αρχαιολογικό Χώρο

Η πρώτη περίοδος εργασιών στην αγορά της Θεσσαλονίκης διήρκεσε από το 1962 έως το 1973. Άρχισε με αφορμή την εκσκαφή θεμελίων για ανέγερση του δικαστικού μεγάρου, του οποίου η θέση είχε χωροθετηθεί, αμέσως μετά το 1917, στον ανοικτό χώρο νότια από τον σημερινό αρχαιολογικό χώρο. Για άγνωστους λόγους, όταν, στο τέλος της δεκαετίας του '50, επανεργοποιήθηκε το σχέδιο οικοδόμησης του δικαστικού μεγάρου, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθεί η πάνω πλατεία, αυτή όπου σήμερα αναπτύσσεται ο αρχαιολογικός χώρος, και όχι η κάτω, όπως είχε αρχικά προταθεί.

Το 1962 με τις πρώτες εκσκαφικές εργασίες ήλθε στην επιφάνεια το ωδείο. Η αποκάλυψή του διήρκεσε ως το 1964, όταν στο μεταξύ αποφασίστηκε μετακίνηση του δικαστικού μεγάρου νοτιότερα και ήλθε στο φως η κρυπτή στοά και αμέσως μετά, το 1965 - 66, η πλατεία. Οι εργασίες ανέγερσης διακόπτονταν κάθε τόσο από την ανεύρεση αρχαίων κτισμάτων και οι ανασκαφικές έρευνες σταματούσαν με τη διακοπή των κονδυλίων, όταν αποφάσιζαν την επανάληψη της προσπάθειας για ανέγερση του μεγάρου.

Στα χρόνια που μεσολάβησαν έγινε ένας τιτάνειος αγώνας, από πλευράς Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, για τη διάσωση του χώρου. Η δυναμική απόφαση του τότε εφόρου αρχαιοτήτων Φώτη Πέτσα, που πρωτοστατούσε στον αγώνα, έχοντας αρχικά την υποστήριξη τεσσάρων εφημερίδων και στη συνέχεια τον πνευματικό κόσμο της πόλης, να ανυψώσει τον μοναδικό κίονα της ανατολικής στοάς μέσα σε μια μόνο εβδομάδα, αποδείχθηκε ενέργεια καταλυτική για την τύχη των αρχαίων.

Η εσπευσμένη αναστήλωση, παρά το γεγονός ότι αποδείχτηκε εσφαλμένη, αφού ο κίονας προέρχεται από την εσωτερική κιονοστοιχία της στοάς, έπεισε τις μέχρι τότε αδιάλλακτες αρχές για τη σπουδαιότητα του συγκροτήματος της αγοράς. Το 1969 ο χώρος κηρύσσεται αρχαιολογικός και με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, δημοσιευμένη σε ΦΕΚ (ΦΕΚ 653/Β/6-10-69, Υ.Α. 15189/12-9-69), μετονομάζεται από ''Πλατεία Δικαστηρίων'' σε ''Πλατεία της Αρχαίας Αγοράς''.

Στα επόμενα χρόνια, από το 1970 έως το 1973, ο έφορος Ανδρέας Βαβρίτσας, παράλληλα με ορισμένες σύντομες ανασκαφικές εργασίες, κυρίως στη νότια κρηπίδα, προβαίνει και σε άμεσες στερεωτικές επεμβάσεις στις κερκίδες του ωδείου, ενέργεια σωτήρια για τη μετέπειτα αντίστασή τους στη φθορά που προκύπτει από την έκθεσής τους στις εναλλασσόμενες κλιματολογικές συνθήκες. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, επίσης, συντηρούνται και τα ψηφιδωτά δάπεδα της ανατολικής και νότιας πτέρυγας.

Για δύο δεκαετίες περίπου μετά τις εργασίες του '70, η Εφορεία Αρχαιοτήτων επιδίωξε την αποπεράτωση των εργασιών και την ανάδειξη του χώρου με τη σύνταξη τριών μελετών. Καμιά από αυτές δεν υλοποιήθηκε, λόγω έλλειψης των απαραίτητων πόρων, μέχρι τον Οκτώβριο του 1989, οπότε η Ιουλία Βοκοτοπούλου ήλθε σε συνεννόηση με τον Δήμο Θεσσαλονίκης, για τη διάθεση κονδυλίου προκειμένου να αποχωματωθεί η Κρυπτή Στοά. Η αρχή είχε γίνει, η δεύτερη περίοδος εργασιών είχε ουσιαστικά αρχίσει.


Την επόμενη χρονιά το Υπουργείο Πολιτισμού ανέθεσε στον αρχιτέκτονα - αρχαιολόγο Γιώργο Βελένη την εκπόνηση ερευνητικού προγράμματος για τη μελέτη αναστήλωσης και διαμόρφωσης της αρχαίας αγοράς, ενώ από πλευράς Εφορείας ορίστηκε υπεύθυνη η Π. Αδάμ - Βελένη. Στο μεταξύ, από το 1991 έως το 1994 ο χώρος εντάχθηκε στο πιλοτικό πρόγραμμα του Οργανισμού Θεσσαλονίκης για την ανάδειξη των εμπορικών κέντρων της πόλης, ενώ από το 1995 έως το 1999 εξασφαλίστηκε διαρκής ροή χρηματοδότησης από τα Περιφερειακά Ευρωπαϊκά Προγράμματα του Β΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης.

 Ιδιαίτερα σημαντική, ήταν η συνεισφορά του Ιδρύματος Α. Γ. Λεβέντη, το οποίο από το 1993 ανέλαβε με μια γενναία χορηγία την αποπεράτωση της αναστήλωσης του ωδείου. Το 2002 συνεχίστηκαν οι εργασίες στον χώρο, με την ένταξή του στο Γ΄ ΚΠΣ, οι οποίες και αποπερατώθηκαν με την έκθεση στο υπόσκαφο Μουσείο το 2009.

Τα Ανασκαφικά Δεδομένα και Χρονολόγηση των Κτιριακών Φάσεων του Ωδείου

Η περιοχή της αγοράς πριν την κατασκευή του μεγαλειώδους συγκροτήματος γνώρισε διάφορες χρήσεις. Από τη μελέτη της στρωματογραφίας και των οικοδομικών φάσεων των κτηρίων, η εξέλιξη στον χώρο θα μπορούσε να περιγραφεί συνοπτικά ως εξής: η περιοχή της αγοράς χρησιμοποιείται για πρώτη φορά στην τελευταία εικοσιπενταετία του 3ου αιώνα π.Χ. για τη δημιουργία εργαστηρίων που εκμεταλλεύονται το φυσικό καθαρό κόκκινο χώμα.

Άφθονες μήτρες για την κατασκευή λυχναριών και ειδωλίων πιστοποιούν τη λειτουργία εργαστηρίων, καθώς και σφραγίδες, πηλόμαζες και κακοψημένα αγγεία που πετιούνταν και σφραγίζουν στους λάκκους εξόρυξης, όταν είχαν πάρει από αυτούς όλον τον εκμεταλλεύσιμο πηλό, αποτελώντας πολύτιμα για τους αρχαιολόγους κλειστά σύνολα χρονολόγησης. Η πρώτη οικιστική εγκατάσταση με χρήση ιδιωτική εντοπίζεται γύρω στα μέσα του 2ου Προχριστιανικού αιώνα. Η φάση διαρκεί μέχρι και τον 1ο Μεταχριστιανικό αιώνα.

Στην περίοδο αυτή ανάγεται το Βαλανείο, η ανέγερση του οποίου προσδιορίζεται προς το τέλος του 3ου αιώνα και αρχές του 2ου αιώνα π.Χ., ενώ η καταστροφή προσδιορίζεται στα χρόνια του Βεσπασιανού, γύρω στο 78 μ.Χ.. Προς το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ. δημιουργείται ένα συγκρότημα δημόσιου χαρακτήρα, ίσως μια πρώτη αγορά, η διάρκεια ζωής της οποίας φθάνει μέχρι τα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.. Τότε ανεγείρεται, στην ανατολική πτέρυγα, το πρώτο ημικυκλικό ωδείο - βουλευτήριο, το νομισματοκοπείο, το αρχείο εγγράφων και σειρά καταστημάτων νοτιοανατολικά έξω από την αγορά.

Μετά τα μέσα του 3ου αιώνα το υπάρχον ωδείο μετασκευάζεται και γίνεται μεγαλύτερο σε χωρητικότητα για να εξυπηρετήσει τις νέες ανάγκες της πόλης. Γύρω στα μέσα του 4ου αιώνα γίνεται προσπάθεια να μετατραπεί το ωδείο σε ανοικτό θέατρο, πολύ μεγαλύτερης χωρητικότητας, προσπάθεια η οποία δεν αποπερατώνεται ποτέ. Γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ. εντοπίζεται σε όλους τους χώρους εγκατάλειψη και μετατροπή τους σε δευτερεύουσες εργαστηριακές χρήσεις, με άνοιγμα και πάλι μεγάλων λάκκων για εξόρυξη πηλού.

Μετά τον 5ο αιώνα, ίσως στους Πρωτοβυζαντινούς χρόνους, το ωδείο μετατρέπεται σε χοάνη υποδοχής ομβρίων υδάτων. Διάσπαρτα στον χώρο δημιουργούνται μικρές δεξαμενές νερού και κινστέρνες. Τα καταστήματα νότια της κρυπτής στοάς χρησιμοποιούνται τμηματικά μέχρι και τον 13ο - 14ο αιώνα μ.Χ.. Η αγορά, καθώς αποτελούσε το κέντρο διοίκησης της πόλης κατά τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ., ήταν χώρος κλειστός και απόλυτα ελεγχόμενος. Οι πολίτες εισέρχονταν σε αυτήν από συγκεκριμένες εισόδους. Τα διαστήματα ανάμεσα στους κίονες έκλειναν με μαρμάρινα θωράκια.


Στην αγορά αναρτούσαν ποικίλες ανακοινώσεις για ενημέρωση των πολιτών, ντόπιων και ξένων. Στην πλατεία στήνονταν οι ανδριάντες σημαντικών προσώπων της δημόσιας ζωής, επιφανών Ρωμαίων ή ντόπιων αριστοκρατών, που νοιάζονταν για τα κοινά και έκαναν πλουσιοπάροχες χορηγίες. Η αγορά της πόλης ήταν ένας τόπος που θα έσφυζε από ζωή. Συγκέντρωνε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και ταυτόχρονα εξυπηρετούσε τις ανάγκες κοινωνικής ζωής των κατοίκων.

Το βουλευτήριο - ωδείο συνδύαζε διττή χρήση, ως χώρος διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων για ζητήματα της πόλης και ως χώρος εκλεπτυσμένων διασκεδάσεων. Το νομισματοκοπείο, στη βορειοανατολική γωνία, λειτουργούσε σε χώρο ιερό υπό την προστασία της Καπιτωλικής τριάδας, δηλώνοντας τιμή και υποταγή στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα. Στο αρχείο εγγράφων, στη νοτιοανατολική αίθουσα της ανατολικής πτέρυγας, θα συγκεντρώνονταν τα ληξιαρχικά στοιχεία που αφορούσαν στις οικογένειες της πόλης.

Περιγραφή του Ωδείου του 3ου αιώνα μ.Χ.

Από τα πρώτα κτήρια δημόσιας χρήσης στην περιοχή της αγοράς ήταν ένα ορθογώνιο βουλευτήριο του 1ου αιώνα μ.Χ., το οποίο λόγω της ύπαρξης άλλων φάσεων χρήσης πάνω από αυτό δεν έγινε δυνατόν να ερευνηθεί διεξοδικά. Μέσα στον 2ο αιώνα μ.Χ., στη θέση του υπάρχοντος ορθογώνιου βουλευτηρίου του 1ου αιώνα π.Χ., αποφασίζεται η ανέγερση ενός ωδείου, το οποίο γίνεται μεγαλύτερο μετά τα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ.. Η παλαιότερη φάση του ωδείου διερευνήθηκε με αφορμή τη συντήρηση των πλακών της ορχήστρας που απομακρύνθηκαν για να συγκολληθούν.

Μια δοκιμαστική τομή στην ορχήστρα έφερε στο φως τα λείψανα της φάσης του 2ου αιώνα. Αποκαλύφτηκαν δύο σειρές κερκίδων, οι οποίες ήταν σχεδόν όμοιων διαστάσεων με τις μεταγενέστερες του 3ου αιώνα. Οι κερκίδες του ωδείου του 2ου αιώνα είναι κτισμένες με χυτή τοιχοποιΐα. Ανάμεσά τους υπήρχε διάδρομος ανόδου με κλίμακα, επίσης στην ίδια θέση με αυτόν του 3ου αιώνα. Στο δάπεδο διαμορφώνονταν με πήλινα επιμήκη πλακίδια μεγάλα τετράγωνα, μέσα στα οποία σχηματίζονταν κοσμήματα εν είδη ψαροκόκκαλου.

Τα διαστήματα ανάμεσα στα τετράγωνα ορίζονταν από επιμήκη κομμάτια λευκού μαρμάρου. Το γεγονός ότι στον 3ο Μεταχριστιανικό αιώνα η κεντρική ορθογώνια αίθουσα της ανατολικής πτέρυγας αντικαταστάθηκε από ένα νέο, εγγεγραμμένο και πάλι, μεγαλύτερο ωδείο σε προκαθορισμένων διαστάσεων θέση, δημιούργησε ένα κτήριο ξεχωριστής τυπολογίας. Το προσφερόμενο βάθος ήταν δεδομένο εξαιτίας των γειτονικών κτισμάτων. Οι τρεις ορθογώνιοι χώροι στο νότιο τμήμα της πτέρυγας παρέμειναν ακέραιοι.


Με δεδομένο το ανάπτυγμα της πρόσοψης και την έλλειψη δυνατότητας πρόσβασης στο εσωτερικό του ωδείου από πλάγιες θέσεις του κοίλου, ο αρχιτέκτονας χωροθέτησε όλες τις προσβάσεις, θεατών και ηθοποιών, στην πρόσοψη. Οι ηθοποιοί εισέρχονταν από τις ακραίες θύρες, από εκείνες δηλαδή που σώζουν ακόμη τα θυρώματά τους, ενώ το κοινό χρησιμοποιούσε τις ενδιάμεσες θύρες. Εισερχόταν, δηλαδή, κανείς σε έναν επιμήκη προθάλαμο, κάτω ακριβώς από το δάπεδο της σκηνής, και στη συνέχεια διοχετευόταν δεξιά και αριστερά, όπου υπήρχαν κλίμακες ανόδου στο μοναδικό διάζωμα του κοίλου.

Από τη σχέση σκηνής και προθαλάμου εισόδου σε δύο επάλληλα επίπεδα προκύπτει μοναδική τυπολογία για το ωδείο της Θεσσαλονίκης, καθώς αναγκαστικά το δάπεδο της σκηνής ήταν αρκετά υπερυψωμένο. Ταυτόχρονα, ο αρχιτέκτονας φρόντισε να μετριάσει το ύψος του προσκηνίου, που διαμορφώνεται με εναλλασσόμενες κόγχες με οίκους, ανεβάζοντας το δάπεδο της ορχήστρας σε οριακή στάθμη, έτσι ώστε να είναι δυνατή και η προσπέλαση των ηθοποιών από τα παρασκήνια, τα οποία βρίσκονταν πλευρικά κάτω από τα πέρατα του κοίλου.

Για τους δύο αυτούς λόγους, την παρουσία των παρασκηνίων κάτω από το κοίλο και το μεγάλο ύψος του προσκηνίου, το πόδιο του κοίλου υψώθηκε υπερβολικά, έτσι ώστε οι θεατές των πρώτων εδωλίων να μπορούν να βλέπουν ολόκληρο τον χώρο της σκηνής. Το ιδιαίτερα αυτό ψηλό πόδιο αποτέλεσε αφορμή να υποστηριχθεί η άποψη από παλαιότερους ερευνητές ότι ο χώρος λειτουργούσε ως αρένα. Η θεωρία αυτή, βέβαια, είναι μάλλον ατυχής εξαιτίας του μικρού μεγέθους της ορχήστρας, αλλά και όλου του κτηρίου, που καθιστούν τη λειτουργία αυτή σχεδόν απαγορευτική.

Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα προγραμματίστηκε επέκταση του ωδείου και παράλληλα η μετατροπή του σε θέατρο. Δημιουργείται ένα πρόσθετο κοίλο πλάτους δεκαπέντε μέτρων περίπου, για την κατασκευή του οποίου διατέθηκαν χώροι προς τα ανατολικά, που λειτουργούσαν ως ιδιωτικές κατοικίες, τα θεμέλια των οποίων ενσωματώθηκαν στην υποδομή του κοίλου. Για τις απαιτήσεις της σκηνής του νέου θεατρικού κτηρίου θυσιάστηκε μέρος της εσωτερικής στοάς και σφραγίστηκαν οι τρεις κεντρικές είσοδοι του κοινού.

Για την είσοδο των θεατών στο θέατρο δημιουργήθηκαν δύο φαρδιά κτιστά κλιμακοστάσια, που οδηγούσαν σε ένα κεντρικό διάζωμα. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαρές στρωματογραφικές ενδείξεις ότι η φάση αυτή δεν ολοκληρώθηκε.


Ο ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 

Το 299 μ.Χ. ήταν ένα έτος καθοριστικό για την εξέλιξη και την περαιτέρω ανάπτυξη της Θεσσαλονίκης. Ο Τετράρχης Γαλέριος, έχοντας πλέον ως έδρα την πόλη, μερίμνησε για την ανέγερση ενός μεγαλειώδους ανακτορικού συγκροτήματος, στο οποίο, εκτός από το ενδιαίτημα για την οικογένειά του, περιλαμβάνονταν και πολλά άλλα κτήρια που εξυπηρετούσαν τη διοικητική λειτουργία του τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που κυβερνούσε. Με άλλα λόγια, όλο το ανακτορικό συγκρότημα ήταν ένα τεράστιο διοικητικό κέντρο, μέσα στο οποίο διέμεναν και πολλοί αξιωματούχοι με τις οικογένειές τους.

Το οργανωμένο αυτό σύνολο διέθετε και ένα ευμεγέθες κτήριο θεαμάτων, έναν ιππόδρομο, οργανικά προσαρτημένο στο ανακτορικό συγκρότημα στα ανατολικά του. Όπως έδειξαν οι έρευνες που έγιναν κατά τη δεκαετία του 1990 στα δύο οικόπεδα της οδού Απελλού, στο σωζόμενο τμήμα του θεάτρου - σταδίου, και στο ίδιο το ανάκτορο, με αφορμή τις ανασκαφικές και αναστηλωτικές εργασίες κατά την τελευταία εικοσαετία, ο χώρος όπου οικοδομήθηκε το συγκρότημα του ανακτόρου ήταν μία στενόμακρη λωρίδα γης που είχε απομείνει ελεύθερη ανάμεσα στο θέατρο - στάδιο και το ανατολικό τείχος της πόλης.

Λόγω έλλειψης επαρκούς χώρου, ο ιππόδρομος χωροθετήθηκε αντίθετα με την κλίση του εδάφους, με προσανατολισμό ΒΑ - ΝΔ, κατά μήκος του όλου ανακτορικού συγκροτήματος, σε επαφή με το ανατολικό τείχος, το οποίο και εκμεταλλεύτηκε για να στηρίξει την ανατολική πλευρά του. Ο ιππόδρομος εντοπίστηκε αρχικά το 1931 από τον Δανό αρχαιολόγο Κ. Dyggve, ο οποίος ερεύνησε ορισμένα τμήματά του και δημοσίευσε κάποια πρώτα πορίσματα το 1941.

Ωστόσο, κατά το μεγαλύτερο μέρος του ανασκάφτηκε πολύ αποσπασματικά και καθόλου μεθοδικά, κυρίως κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960, όταν υπήρχε μεγάλη ανεπάρκεια προσωπικού στην Αρχαιολογική Υπηρεσία της Θεσσαλονίκης και, επιπλέον, υπήρχε ακόμη χαμηλή εκτίμηση για τις ρωμαϊκές αρχαιότητες και ό,τι αυτές μπορούσαν να σημαίνουν για την απόκτηση μιας ολοκληρωμένης άποψης για τη φυσιογνωμία της πόλης.

Έτσι, χωρίς δεύτερη σκέψη, σε πολλά από τα οικόπεδα στα οποία βρισκόταν ο ιππόδρομος ανοικοδομήθηκαν πολυώροφες πολυκατοικίες, στις οποίες οι εργολάβοι, με την ανοχή και των τότε Εφόρων Αρχαιοτήτων, δεν επέτρεψαν να γίνουν έρευνες, συχνά καταστρέφοντας τα αρχαιολογικά δεδομένα και τα οικοδομικά κατάλοιπα του ιπποδρόμου κατά τις νυκτερινές ώρες, προβάλλοντας ως δικαιολογία ότι ''ήταν Ρωμαϊκά'' και άρα ήσσονος σπουδαιότητας σύμφωνα με την τότε κρίση τους.

Με τον τρόπο αυτό, η Θεσσαλονίκη έχασε τη δυνατότητα να φέρει στο φως έναν από τους καλύτερους και μεγαλύτερους ιπποδρόμους της ύστερης αρχαιότητας. Με τεράστιες διαστάσεις, θα καταλάμβανε έναν επιμήκη χώρο που εκτείνεται σήμερα από την Εγνατία οδό, στα βόρεια, έως την οδό Μητροπόλεως, στα νότια. Εκεί περίπου κατά τους χρόνους αυτούς θα έφθανε η θάλασσα, όπως προκύπτει από τις σχετικές πληροφορίες για ύπαρξη άμεσης πρόσβασης του ανακτόρου σε ένα λιμάνι στην περιοχή.

Το μνημειακό μέγεθος και το σχήμα του γίνονται αντιληπτά από μία επιμήκη πλατεία, με ομώνυμη ονομασία: πλατεία ιπποδρομίου. Οι αφετηρίες του ιπποδρόμου εντοπίστηκαν σε οικόπεδα ανάμεσα στις οδούς Αγαπηνού, Καμβουνίων και Εγνατίας. Ο Εύριπος (η διαχωριστική λωρίδα κατά μήκος του αγωνιστικού χώρου) του ιπποδρόμου σήμερα είναι χώρος πρασίνου με δένδρα. Η spina (ο αγωνιστικός χώρος) είναι ο σημερινός ασφαλτοστρωμένος δρόμος, ενώ οι πολυκατοικίες διατάσσονται η μία πλάι στην άλλη, ακριβώς πάνω από τις κερκίδες του μνημείου, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές το σχήμα του.

Σημαντική μελέτη για τον ιππόδρομο θεωρείται ακόμη και σήμερα η μελέτη του M. Vickers, το 1972, ο οποίος συνόψισε τα μέχρι τότε δεδομένα, ενώ το 1996 ο M. Vitti, στη μελέτη του για την πολεοδομία της αρχαίας Θεσσαλονίκης, προσπάθησε να παρουσιάσει και να ερμηνεύσει με συστηματικό τρόπο τα ανασκαφικά στοιχεία και να εντάξει τον ιππόδρομο και το ανάκτορο στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής τους.


Από τα προκαταρκτικά δεδομένα που δόθηκαν στα χρονικά του Αρχαιολογικού Δελτίου κατά την έρευνα τμημάτων του ιπποδρόμου σε εννέα οικόπεδα και με σύγκριση των λίγων δεδομένων με άλλους ιπποδρόμους του Ρωμαϊκού κόσμου, μπορεί να γίνει μερική ανάπλαση του περίφημου αυτού κτηρίου θεαμάτων της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για ένα τεράστιο κτήριο, με διαστάσεις περίπου 470 μ. μήκος, 85,00 μ. το καθαρό πλάτος του αγωνιστικού χώρου και 125 μ. πλάτος μαζί με τα έδρανα. Χωρίζεται από το ανάκτορο μόνο από μία μακρόστενη αίθουσα, μία Βασιλική.

Χωροταξικά βρίσκεται στις παρυφές της πόλης, όπως συνηθιζόταν και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις σε πόλεις του ρωμαϊκού κράτους της εποχής αυτής, στην Αντιόχεια επί του Ορόντη, στους Τρεβήρους, στο Μιλάνο, στην Ακυληία, στο Σίρμιο και λίγο αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Παντού το ανάκτορο και ο ιππόδρομος βρίσκονται σε άμεσο συσχετισμό μεταξύ τους και είναι εμφανώς απομακρυσμένα από τον πυρήνα της πόλης και από την πολύβουη και πολυπληθή καθημερινότητά της, δίνοντας στον ηγέτη το προνόμιο να επιλέγει εκείνος τον τρόπο και τον χρόνο εμφάνισής του στον λαό.

Η ανέγερση οργανωμένων ανακτορικών συγκροτημάτων, τα οποία, εκτός από αίθουσες για διοίκηση και άσκηση εξουσίας, διέθεταν και χώρους θεαμάτων, οφείλεται προφανώς στην κοινή πολιτειακή και πολιτιστική πολιτική που εφαρμόστηκε και κατά την πρώτη και δεύτερη Τετραρχία. Το πρότυπο ''Ανάκτορο - Ιππόδρομος'' ανάγεται στην εποχή του Διοκλητιανού. Σε αυτόν οφείλεται η πρώτη εφαρμογή του συνδυασμού, το 293 μ.Χ., στη Νικομήδεια πρώτα και στη συνέχεια, το 299 - 302 μ.Χ., στην Αντιόχεια. Παρόμοιο οικοδομικό σύστημα ακολούθησε και ο άλλος Αύγουστος της Τετραρχίας, ο Μαξιμιανός, στα 293 .Χ. στο Μιλάνο και λίγο αργότερα στην Ακυληία.

Με μικρή χρονική διαφορά ακολούθησε η οικοδόμηση παρόμοιων συγκροτημάτων στη Θεσσαλονίκη, το 305 μ.Χ., και των Τρεβήρων, έδρας του Κωνσταντίου του Χλωρού, το 306 μ.Χ.. Στη δεύτερη αυτή φάση οικοδόμησης ανακτορικών συγκροτημάτων ανήκει, επίσης, το ανάκτορο της έδρας του Μαξεντίου στη Ρώμη, το 307 μ.Χ., και ένα χρόνο μετά, το 308 μ.Χ., του ιππόδρομου στο ανάκτορο στο Σίρμιο, όπου ήταν η έδρα του Λικινίου.

Η χωροθέτηση του ιπποδρόμου κατά μήκος των ανατολικών τειχών επέλυε μια σειρά προβλημάτων που θα μπορούσαν να ανακύψουν από την ανέγερση ενός τόσο ογκώδους κτηρίου ακόμη και στις παρυφές της πόλης. Με τον προσανατολισμό ΒΑ - ΝΔ καταλάμβανε μικρότερη οικοδομήσιμη επιφάνεια, ενώ η επαφή με τα τείχη δημιουργούσε ένα πολύ βολικό ανάλημμα στα ανατολικά. Έτσι, φαίνεται ότι στην ανατολική πλευρά του ιπποδρόμου οι κερκίδες δεν εδράζονταν σε στεγασμένες καμάρες, αλλά ακουμπούσαν πάνω στα τείχη.

Αντίθετα, τα έδρανα των κερκίδων στη βορειοδυτική πλευρά στηρίζονταν πάνω σε επάλληλους καμαροσκέπαστους διαδρόμους, οι οποίοι ήταν κτισμένοι με μικτή τοιχοποιΐα, χυτή αργολιθοδομή με άφθονη χρήση ασβεστοκονιάματος, σε συνδυασμό με οπτόπλινθους. Μικρό μέρος αυτής της υποδομής παρέμεινε ορατό σε ακάλυπτο πολυκατοικίας, μία από τις τελευταίες που οικοδομήθηκαν στην περιοχή το 1985.

Ο ιππόδρομος είχε πλούσια διακοσμημένο εύριπο, όπως βεβαιώνεται από επιγραφή του 4ου αιώνα μ.Χ., η οποία προέρχεται από άγνωστη θέση της Θεσσαλονίκης μας πληροφορεί, ωστόσο, ότι ο Domitius Catafronius vir perfectissimus procurator sacrae monetae δώρησε αγάλματα προκειμένου να κοσμηθεί ο Εύριπος. Ιδιαίτερα προβληματικός είναι ο εντοπισμός του θεωρείου των κριτών (tribunal iudicium), το οποίο συνηθιζόταν να τοποθετείται κοντά στις ιππαφέσεις (carceres). Για τις τελευταίες, τις αφετηρίες δηλαδή του ιπποδρόμου, τα δεδομένα από τις ανασκαφές είναι ελλιπή.

Κατά την ανασκαφή σε οικόπεδο στην οδό Αγαπηνού 9, προς το τέλος της δεκαετίας του 1980, από την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, για το οποίο δεν δόθηκαν ποτέ στοιχεία από την ανασκαφέα, αλλά επιβεβαιώθηκε από προσωπική επιτόπια αυτοψία της υπογράφουσας, όσο ακόμη το οικόπεδο ανασκάπτονταν, θα πρέπει να εντοπίστηκαν ακριβώς ορισμένες από τις θέσεις των ιππαφέσεων.


Έτσι, θεωρούμε πολύ πιθανό ότι αυτές θα πρέπει να βρίσκονταν ανάμεσα στις οδούς Αγαπηνού, Καμβουνίων και Εγνατίας και να είχαν για λόγους λειτουργικούς ημικυκλικό σχήμα, που αντιστοιχεί περίπου με αυτό που είχε η Εγνατία κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στο σημείο εκείνο, όπως δείχνουν οι χάρτες της εποχής. Όπως και στο Μιλάνο, το ανάκτορο επικοινωνούσε άμεσα με τον ιππόδρομο μέσω ενός θεωρείου (pulvinar), για άμεση πρόσβαση του Αυτοκράτορα σε αυτόν.

Για τον πιθανό εντοπισμό του Αυτοκρατορικού θεωρείου διέσωσε κάποια στοιχεία ο Dyggve, ο οποίος κατά τη διάρκεια των ερευνών του αποκάλυψε στη βορειοδυτική πλευρά του ιπποδρόμου ένα οικοδόμημα διακοσμημένο με μικρούς κίονες και επενδυμένο με πολύχρωμες ορθομαρμαρώσεις, χωρίς, ωστόσο, σήμερα να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε που ακριβώς βρισκόταν το θεωρείο αυτό.

Λογικό, πάντως, φαίνεται η θέση που θα επέλεγε ο Αυτοκράτορας για το θεωρείο του να βρισκόταν στο μέσον της βορειοδυτικής πλευράς του ιπποδρόμου, από όπου μπορούσε εύκολα, περνώντας από τα ιδιαίτερα διαμερίσματα, να διέλθει μέσω της βασιλικής και να εμφανιστεί στο πλήθος του ιπποδρόμου.

Άλλωστε είναι γνωστό ότι, από τους χρόνους της πρώτης Τετραρχίας και μετά, ο Αυτοκράτορας συνηθίζει να εμφανίζεται δημόσια με έναν ολοένα και πιο θεατρικό τρόπο και περισσή μεγαλοπρέπεια στους υπηκόους του, σύμφωνα με συγκεκριμένο και αυστηρά τηρούμενο πρωτόκολλο. Έτσι, ο ιππόδρομος, επειδή αποτελεί έναν από τους κύριους χώρους από όπου παρουσιάζεται η αυτοκρατορική εξουσία στον λαό, θεωρείται στο εξής αναπόσπαστο οργανικό κομμάτι του κάθε ανακτορικού συγκροτήματος με ρόλο ύπαρξης ιδιαίτερης σημασίας και βαρύτητας.

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΑΜΦΙΠΟΛΗΣ 

Το αρχαίο θέατρο της Αμφίπολης, βρίσκεται ΒΑ του αρχαίου γυμνασίου, σε εξέχουσα αμφιθεατρική θέση, με θέα προς τις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα και τα βουνά που τον πλαισιώνουν. Δυστυχώς δεν έχει ερευνηθεί ακόμα συστηματικά. Μια πρώτη δοκιμαστική έρευνα πραγματοποιήθηκε στην ''ορχήστρα'' του θεάτρου προ τριακονταετίας από τον αείμνηστο Δ. Λαζαρίδη, σε βάθος αρκετών μέτρων (7 - 8 μ.), στην περιοχή που σήμερα καλύπτεται από ελαιώνα δίπλα στο αρχαίο γυμνάσιο.

Το δομικό υλικό του κοίλου του θεάτρου δε σώζεται πλέον, διακρίνεται όμως καθαρά η διαμόρφωσή του. Σε αυτήν, άλλωστε, παραπέμπει και η χαρακτηριστική ονομασία ''σκαλάκια'' της θέσης, από όπου οι κάτοικοι της Αμφίπολης και των περιχώρων προμηθεύονταν, από το 1920 και μετά, άφθονο οικοδομικό υλικό, που αποτέλεσε ενίοτε εμπορεύσιμο είδος για τον ιδιοκτήτη της περιοχής. Υπολογίζεται ότι σε μεγάλο βάθος σώζονται η ορχήστρα και μερικές από τις πρώτες σειρές των εδωλίων του κοίλου, με την αποκάλυψη των οποίων θα μπορούσε να γίνει μια ικανοποιητική προσπάθεια αναπαράστασης του αρχαίου θεάτρου.


Την άμεση σχέση του θεάτρου με το αρχαίο γυμνάσιο καταδεικνύει και ένας μεγάλος λίθινος αποχετευτικός αγωγός, που αποκαλύφθηκε με την ανασκαφή του γυμνασίου και ξεκινά από το χώρο του θεάτρου διασχίζοντας το γυμνάσιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι για να πραγματοποιηθεί ανασκαφική έρευνα στην περιοχή του αρχαίου θεάτρου είναι απαραίτητο να προηγηθεί η αγορά ή απαλλοτρίωση του ελαιώνα που καλύπτει ένα μεγάλο μέρος του αρχαίου θεάτρου, καθώς και η χορήγηση ικανοποιητικών πιστώσεων για την έρευνα και αποκατάσταση του μνημείου.

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΩΝ ΦΙΛΙΠΠΩΝ

Ι. Το Θέατρο της Υστεροκλασικής - Ελληνιστικής Πόλης

Καθώς το θέατρο περιλαμβάνεται στα δημόσια κτήρια που προσδιορίζουν την υπόσταση της Ελληνικής πόλης, αναμενόμενη είναι η πρώιμη εμφάνισή του, τόσο στον αρχικό πολεοδομικό σχεδιασμό της θασιακής αποικίας των Κρηνίδων, όσο και στον ανασχεδιασμό της ως νέας πόλης με το όνομα Φίλιπποι. Την ένταξη του θεάτρου στα έργα με τα οποία αναμόρφωσε ο Φίλιππος Β΄ τη θασιακή αποικία των Κρηνίδων στηρίζουν φιλολογικές μαρτυρίες και αρχαιολογικές ενδείξεις.

H ισόδομη τοιχοποιία των μνημειακών αναλημμάτων του κοίλου παραπέμπει στην αρχαιότερη φάση των τειχών της πόλης, την ανέγερση των οποίων φιλολογικές μαρτυρίες αποδίδουν στον Φίλιππο Β΄. Το θέατρο αποτελεί ενιαία κατασκευή με πύργο του ανατολικού περιβόλου των τειχών. Χωροθετώντας το θέατρο στους ΝΑ πρόποδες της οχυρής ακρόπολης, ο αρχαίος αρχιτέκτονας εκμεταλλεύθηκε την ισχυρή κλίση του λόφου, εξασφαλίζοντας παράλληλα από τους εκβραχισμούς μάρμαρο για την ανοικοδόμησή του.

Ο νότιος προσανατολισμός του θεάτρου δεν είναι αυτός που συνιστά αργότερα στους αρχιτέκτονες της εποχής του ο Βιτρούβιος, αλλά εξασφάλιζε στους αρχαίους θεατές θέα προς την πόλη και το Παγγαίο, το ιερό βουνό του Διόνυσου. Αποσπασματική είναι η εικόνα του θεατρικού οικοδομήματος των ύστερων Κλασικών και των Ελληνιστικών χρόνων, καθώς αυτό αλλοιώθηκε και εν πολλοίς εξαφανίσθηκε από τις μετασκευές και τις προσθήκες των Ρωμαϊκών χρόνων. Σ’ αυτή την αρχική φάση ανήκουν οι κτισμένοι κατά το ισόδομο σύστημα αναλημματικοί τοίχοι του κοίλου και των παρόδων.

Από ένα δεύτερο αποχετευτικό αγωγό ομβρίων που αποκαλύφθηκε πρόσφατα προκύπτει ότι η ορχήστρα του Υστεροκλασσικού θεάτρου ήταν μικρότερη από αυτήν του Ρωμαϊκού. Για το κτήριο της σκηνής του θεάτρου των Υστεροκλασσικών και Ελληνιστικών χρόνων δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε. Το μόνο αρχιτεκτονικό κατάλοιπο το οποίο συνδέεται με το κτήριο της σκηνής είναι ένα μικρό τμήμα του αναλήμματος της ράμπας της ανατολικής παρόδου, που οδηγούσε στο κτήριο της σκηνής πιθανόν σε μια νεότερη οικοδομική φάση Ελληνιστικών χρόνων.

Η παντελής απουσία λιθόκτιστων αρχιτεκτονικών καταλοίπων κάτω από το κτήριο της σκηνής των Ρωμαϊκών χρόνων και η ανεύρεση κάτω από το δάπεδο του υποσκηνίου των Ρωμαϊκών χρόνων ενός μαρμάρινου γωνιόλιθου με εγκοπή για τη στήριξη ξύλινου υποστυλώματος συνηγορούν για ένα ξύλινο κτήριο σκηνής. Με τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν είναι δυνατόν να τεκμηριωθεί η τοπογραφική σχέση του θεάτρου με τα Ιερά και τους δημόσιους χώρους της Ελληνιστικής πόλης.


Από τον χαρακτήρα, ωστόσο, των κτηρίων της Ρωμαϊκής και της Παλαιοχριστιανικής περιόδου που αποκαλύφθηκαν στην δυτικά του θεάτρου περιοχή, προκύπτει η αναγνώριση της περιοχής αυτής ως χώρου δημόσιας λατρείας στη διαχρονική ιστορία της πόλης. Η απουσία, επίσης, κτισμάτων στα νότια της πλακόστρωτης πλατείας του θεάτρου θεωρείται ένδειξη για την ύπαρξη άλσους στην περιοχή αυτή της αρχαίας πόλης.

ΙΙ. Το Θέατρο της Πόλης των Ρωμαϊκών Χρόνων

1. Από το Ελληνικό στο Ρωμαϊκό Θέατρο

Μετά την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας στους Φιλίππους (Colonia Iulia Augusta Philippensis), το 31 π.Χ., στο θέατρο, κεντρικό κτήριο της δημόσιας και της θρησκευτικής ζωής της πόλης, πραγματοποιούνται εργασίες που το μεταμορφώνουν σε χώρο προβολής της αίγλης του Ρωμαίου Αυτοκράτορα και του δυναμισμού της εγκατεστημένης στους Φιλίππους Ρωμαϊκής κοινωνίας.

Κατά την πρώτη μετασκευή του θεάτρου (Ρωμαϊκή φάση 1) διευρύνθηκε η ορχήστρα, με την αφαίρεση των πρώτων εδράνων του Υστεροκλασικού κοίλου, και κατασκευάσθηκε νέος περιμετρικός αποχετευτικός αγωγός εξωτερικά του Υστεροκλασσικού αγωγού. Το δάπεδο της διευρυμένης ορχήστρας πλακοστρώθηκε, και στη βάση του κοίλου διαμορφώθηκε πόδιο με χαμηλό μαρμάρινο προστατευτικό στηθαίο. Οι πάροδοι επικαλύφθηκαν με καμάρες, πάνω στις οποίες επεκτάθηκαν τα έδρανα του διευρυμένου κοίλου.

Το νέο λιθόκτιστο κτήριο της σκηνής είχε δύο ορόφους πάνω από το δάπεδο του ξύλινου προσκηνίου. Η πρόσοψή του προς τη ορχήστρα (frons scaenae) είχε πέντε θυραία ανοίγματα και έφερε πλούσιο αρχιτεκτονικό και γλυπτικό διάκοσμο. Από αυτή τη μνημειακή πρόσοψη σώθηκε μόνο το κάτω τμήμα των τοίχων και ένας μεγάλος αριθμός διάσπαρτων αρχιτεκτονικών μελών. Ο αρχιτεκτονικός διάκοσμος συμπληρωνόταν με αγάλματα θεών και Ρωμαίων Αυτοκρατόρων. Ένα αποσπασματικά σωζόμενο άγαλμα, πιθανότατα Μούσας, ανέσυρε ο L. Heuzey από τα ερείπια της σκηνής και το μετέφερε στο Λούβρο.

Από τον γλυπτό διάκοσμο της σκηνής πιθανότατα προέρχεται και ένα θραύσμα αγαλματίου με ερωτιδέα πάνω σε δελφίνι, ανασκαφικό εύρημα από τις τελευταίες ανασκαφές στην ορχήστρα. Η νότια όψη του κτηρίου της σκηνής ήταν τριόροφη. Στα σωζόμενα κατάλοιπα περιλαμβάνεται μνημειακή στοά με εσωτερικούς συνεχόμενους χώρους και τοξοστοιχία από μαρμάρινα πιθανότατα τόξα. Τα μέτωπα των πεσσών της τοξοστοιχίας φέρουν ανάγλυφη διακόσμηση με μορφές, συμβολικά ζώα και αντικείμενα του Διονυσιακού κόσμου.

Στον δυτικό πεσσό ο μυθικός βασιλιάς της Θράκης Λυκούργος, γενειοφόρος, τρέχει με τα υποδήματα του οδοιπόρου, κρατώντας τσεκούρι στα υψωμένα χέρια του, κυνηγός των μαινάδων που απεικονίζονται σε εκστατική χορευτική στάση στα μέτωπα των επόμενων πεσσών. Καθώς λείπουν τα ανάγλυφα μέτωπα των τελευταίων πεσσών, δεν ξέρουμε το σύνολο των μορφών που απεικονίζονται στη νότια πρόσοψη του κτιρίου της σκηνής. Στον ανατολικό πεσσό, ωστόσο, όπου σώζονται τα πόδια μιας όρθιας μορφής, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε τον θεό Διόνυσο.


Στη δεύτερη σειρά αναγλύφων, πάνω από τις μορφές του Λυκούργου και των μαινάδων, απεικονίζονται σύμβολα της Διονυσιακής λατρείας, πάνθηρες που πίνουν κρασί από το τελετουργικό αγγείο του Διόνυσου, τον κάνθαρο, λατρευτικά κάνιστρα με καρπούς, προσωπεία σατύρων. Στα νότια του κτηρίου της σκηνής, όπου βρίσκετε και η προς την πόλη κύρια είσοδο του θεάτρου, διαμορφώθηκε μεγάλη πλατεία πλακόστρωτη, με αποχετευτικό αγωγό ομβρίων.

Ο πρώτος ανασκαφέας του θεάτρου P. Collart χρονολόγησε το νέο κτήριο της σκηνής και τις κτιριακές αλλαγές στο κοίλο και τις παρόδους στον 2ο αιώνα μ.Χ., με βάση τις τυπολογικές συγκρίσεις της αρχιτεκτονικής σύνθεσης και του γλυπτού διακόσμου του κτηρίου της σκηνής με παράλληλα παραδείγματα Ρωμαϊκών θεάτρων του 2ου αιώνα μ.Χ.. Το θέατρο της Ασπένδου ανήκει στα πλησιέστερα στο θέατρο των Φιλίππων παράλληλα παραδείγματα. Ωστόσο, πρόσφατα ευρήματα μας υποχρεώνουν να μελετήσουμε εκ νέου το αρχαιολογικό υλικό πριν αποκλείσουμε τη χρονολόγηση μιας πρώτης φάσης μετασκευών -  επισκευών στον 1ο αιώνα μ.Χ..

Στο θέατρο της Ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων συνεχίζεται η Ελληνική θεατρική παράδοση, αφού κυριαρχεί η σκηνή, που προορίζεται να εξυπηρετήσει με υψηλές προδιαγραφές τις θεατρικές παραστάσεις. Τα θέματα του γλυπτού διακόσμου του κτιρίου της σκηνής, θεατρικά προσωπεία, κληματίδα, πλοχμοί, βούκρανα, όπως και το ανάγλυφο βούκρανο στο τόξο της εισόδου στη δυτική πάροδο, τονίζουν τη σχέση του θεατρικού οικοδομήματος με τον θεό των θεατρικών δρωμένων, τον Διόνυσο.

Η επιλογή του μύθου του Λυκούργου στις ανάγλυφες πλάκες των μετώπων των πεσσών της νότιας στοάς ασφαλώς δεν είναι τυχαία. Στην πόλη που βρίσκεται κάτω από τη σκιά του Παγγαίου, λίκνου της διονυσιακής λατρείας, η εμφάνιση του μυθικού βασιλιά των Ηδωνών, που αντιστρατεύτηκε στη Διονυσιακή λατρεία και τιμωρήθηκε σκληρά για την ύβριν του, αντικατοπτρίζει τη δυναμική επιβίωση των τοπικών μύθων και μαρτυρεί την αίγλη και την απήχηση της Ελληνικής θεατρικής παράδοσης και της Ελληνικής τέχνης στη Ρωμαϊκή κοινωνία της πόλης.

Στη μεγαλόπρεπη σκηνή του νέου θεάτρου της Ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων πρέπει να παρουσιάσθηκαν θεατρικές παραστάσεις της Ελληνικής θεατρικής παράδοσης, αλλά και της Λατινικής γραμματείας, και φυσικά και τα ιδιαίτερα αγαπητά στους Ρωμαϊκούς Αυτοκρατορικούς χρόνους θεατρικά θεάματα, το μιμόδραμα και η παντομίμα. Στη θεατρική ζωή της Ρωμαϊκής πόλης παραπέμπει πήλινο θεατρικό προσωπείο κόρης, κτέρισμα τάφου του ανατολικού νεκροταφείου των Φιλίππων. Επιγραφικές μαρτυρίες διασώζουν ονόματα προσώπων της κοινωνίας των Φιλίππων που συμμετείχαν στα θεατρικά δρώμενα κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους.

Από Λατινόγλωσση επιτύμβια επιγραφή του νεκροταφείου των Φιλίππων πληροφορούμαστε ότι ο M(arcus) Numisius Valens ήταν ''choragiarius'' (χοραγιάριος), χρηματοδότης δηλαδή των σκηνογραφιών θεατρικών παραστάσεων. Μια επίσης Λατινόγλωσση επιτύμβια επιγραφή που βρέθηκε στη Δράμα διασώζει το όνομα ενός αρχιμίμου Λατίνου (archimimus latinus). O T. Uttiedius Venerianus είχε υπηρετήσει το θέατρο επί 27 χρόνια, ως επικεφαλής ομάδας μίμων Λατίνων, και επί 18 χρόνια ως ''promisthota'', μισθωτής δηλαδή θεατρικών θεαμάτων.


2. Από το Ρωμαϊκό Θέατρο στην Αρένα

Τμήμα του Ελληνορωμαϊκού κόσμου, η Μακεδονία δέχθηκε ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ. τα νέα θεάματα, τις μονομαχίες (munera) και τα κυνηγέσια (venations), που χρηματοδοτούνταν από τον Αυτοκράτορα, τις πόλεις και τα κοινά ή και από πολίτες, άνδρες και γυναίκες, στους οποίους εξασφάλιζαν δημοτικότητα. Στην Ελλάδα και στην Μικρά Ασία, όπου το θεατρικό οικοδόμημα, συνδεδεμένο με τη λατρεία και τη θεατρική παιδεία, είχε παράδοση αιώνων, δεν χρειάσθηκε να κτισθούν αμφιθέατρα.

Οι Ελληνικές πόλεις κατά κανόνα κράτησαν τα θέατρά τους, τα οποία προσάρμοσαν σταδιακά στις ανάγκες των νέων θεαμάτων. Στο θέατρο των Φιλίππων, καθώς και στα θέατρα άλλων δύο σημαντικών πόλεων, της Θάσου και της Μαρώνειας, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις κτιριακές αλλαγές που περιγράφουν το πέρασμα από το Ελληνικό θέατρο στη Ρωμαϊκή αρένα. Η μετατροπή του θεάτρου των Φιλίππων σε αρένα, η οποία αποτελεί δραματική αλλαγή που επηρέασε όχι μόνο τη μορφή αλλά και τον ρόλο του θεατρικού οικοδομήματος στην Ελληνορωμαϊκή κοινωνία της πόλης, πραγματοποιήθηκε σε δύο στάδια.


Στο πρώτο στάδιο (Ρωμαϊκή φάση 2), η αύξηση του αριθμού των θεατών επέβαλε την κατασκευή επιθεάτρου με περιμετρικό καμαροσκέπαστο διάδρομο. Στους εκβραχισμούς που απαιτήθηκαν για την κατασκευή του επιθεάτρου καταστράφηκαν ανάγλυφα των παρακείμενων ιερών των βράχων, θραύσματα των οποίων χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικό υλικό. Παράλληλα, διευρύνθηκε η ορχήστρα από την πλευρά του κοίλου με την αφαίρεση του πόδιου και του εδωπίου, χωρίς να θιγεί το ξύλινο προσκήνιο της σκηνής.

Για την προστασία των θεατών κατασκευάσθηκε υψηλό μαρμάρινο στηθαίο, σε εγκοπές του οποίου στηρίχθηκε ένα σύστημα αφαιρούμενων ξύλινων υποστηλωμάτων, επάνω στα οποία απλώνονταν ισχυρά προστατευτικά δίχτυα. Τα κενά ανάμεσα στο κοίλο και το προσκήνιο έκλειναν με μεγάλες δίφυλλες κιγκλιδωτές θύρες, όπως προκύπτει από τα ίχνη τους στο σωζόμενο κατώφλι. Είναι προφανές ότι στο στάδιο αυτό το μνημείο λειτουργούσε παράλληλα ως θέατρο και ως αρένα.

Στο δεύτερο στάδιο (Ρωμαϊκή φάση 3), το θέατρο των Φιλίππων, όπως και της Μαρώνειας, μετατράπηκε αποκλειστικά σε αρένα. Κατεδαφίστηκε το ξύλινο προσκήνιο και συμπληρώθηκε ο λίθινος δακτύλιος από την πλευρά του κτηρίου της σκηνής με μαρμάρινους ορθοστάτες. Στένεψαν οι θύρες των παρόδων και έγιναν μονόφυλλες.

Από τις εγκοπές των ορθοστατών και τις εγκοπές που εμφανίζονται κατά διαστήματα στην πάνω επιφάνεια του μαρμάρινου τοιχοβάτη του δακτυλίου της αρένας, προκύπτει ότι στο προστατευτικό στηθαίο υπήρχαν εναλλάξ θύρες, υψηλές για τους μονομάχους και χαμηλότερες με ανασυρόμενα κιγκλιδώματα για τα θηρία. Κατακόρυφες εγκοπές στην πίσω πλευρά των ορθοστατών πιστοποιούν την τοποθέτηση ξύλινων υποστηλωμάτων για τη στήριξη ισχυρών προστατευτικών διχτυών.

Αντίστοιχες εγκοπές που εντοπίσθηκαν και στα έδρανα του κοίλου βεβαιώνουν τη χρήση όμοιων ξύλινων υποστυλωμάτων για τη στήριξη ισχυρών διχτυών, με τρόπο ανάλογο με αυτόν που εφαρμόσθηκε στο στηθαίο από την πλευρά του κοίλου. Από τις κλίμακες του κοίλου μόνο η αξονική και άλλες δύο κράτησαν επικοινωνία με την ορχήστρα, ελεγχόμενη, ωστόσο, με κιγκλιδωτές θύρες. Οι υπόλοιπες φράχθηκαν από το προστατευτικό στηθαίο της αρένας. Παράλληλα, στη θέση του κατεδαφισμένου προσκηνίου, λαξεύθηκε στον βράχο υπόγειος χώρος και διάδρομος προσαγωγής των θηρίων, ο οποίος περνάει κάτω από το κτήριο της σκηνής.

Από τη μελέτη των ορθογωνικής διατομής εγκοπών στο δάπεδο και στα τοιχώματα του υπόγειου χώρου έγινε δυνατή η αναπαράσταση του τρόπου προσαγωγής και ανόδου των θηρίων στην αρένα. Ένας ξύλινος πύργος στο κέντρο του υπόγειου χώρου στήριζε το κλουβί ανόδου, ενώ τρία ξύλινα δάπεδα όριζαν από κάτω προς τα επάνω το επίπεδο χειρισμού των ανυψωτικών μηχανισμών, το επίπεδο κίνησης των θηρίων, το επίπεδο των ανθρώπων, οι οποίοι οδηγούσαν τα θηρία προς το κλουβί, και το επίπεδο της αρένας.


Ο υπόγειος αυτός χώρος παραπέμπει σε μικρογραφία στα δαιδαλώδη υπόγεια του Κολοσσαίου, το οποίο, ασφαλώς, αποτέλεσε το πρότυπο για τους ρωμαίους αποίκους των Φιλίππων. Με τα θεάματα της αρένας συνδέονται τα ανάγλυφα στις παραστάδες της τοξωτής εισόδου που οδηγεί από την ορχήστρα στη δυτική πάροδο, τα οποία χρονολογούνται στα τέλη του 2ου με αρχές 3ου αιώνα μ.Χ. Έχουν λαξευτεί οι τρεις θεοί που συνδέονταν με τα δρώμενα της αρένας: ο Άρης με τη Νίκη στη νότια παραστάδα και η Νέμεσις στη βόρεια.

Από τις συνοδευτικές επιγραφές πληροφορούμαστε ότι οι εικόνες, ''τα αφυδρεύματα των θεῶν'', όπως ονομάζονται, αποτελούν αναθήματα του ιερέα της Ανεικήτου Νεμέσεως M. Βελείου Ζωσίμου ''υπέρ φιλοκυνηγών του στέμματος''. Ανάγλυφη παράσταση Νέμεσης λαξεύθηκε, επίσης, στο κλειδί του τόξου της ίδιας εισόδου, αντικαθιστώντας το ανάγλυφο βούκρανο της Ρωμαϊκής φάσης 1.

Η επιλογή της απεικόνισης στη δυτική πάροδο των θεών, που ήταν οι προστάτες των μονομάχων και των κυνηγών, με ιδιαίτερα τονισμένη την παρουσία της Νέμεσης, δεν ήταν τυχαία. Η πρόσφατα εντοπισμένη, σχεδόν συνεχόμενη με τη δυτική πάροδο, στοά οριοθετεί από τα νότια έναν χώρο, ο οποίος θα μπορούσε να ήταν αφιερωμένος σε λατρείες θεών συνδεδεμένων με τα δρώμενα στον χώρο του θεάτρου, του Διόνυσου αρχικά και στη συνέχεια της Νέμεσης.

Από επιγραφικές μαρτυρίες που βρέθηκαν στην πόλη και στη χώρα των Φιλίππων γνωρίζουμε ονόματα ανθρώπων που πήραν μέρος στις μονομαχίες και στα κυνηγέσια που διοργανώνονταν στο θέατρο των Φιλίππων, είτε ως πρωταθλητές είτε ως οργανωτές των αγώνων. Επιγραφή σε τοίχωμα σαρκοφάγου, που χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό στη Βασιλική Β', υπομνηματίζει τη ζωή και τον θάνατο ενός μονομάχου και κυνηγού, ο οποίος πέθανε στους Φιλίππους.

Μια χαμένη σήμερα επιτύμβια επιγραφή ''σε κάλυμμα σαρκοφάγου από το ανατολικό νεκροταφείο των Φιλίππων'', αναφέρεται σε δωρεά πλούσιου κατοίκου των Φιλίππων, ο οποίος χρηματοδότησε μονομαχίες με επτά ζεύγη μονομάχων, τέσσερα κυνηγέσια και στρώσιμο της αρένας με λουλούδια αρωματικού κρόκου. Σε επιγραφές επιτύμβιες ή τιμητικές αναφέρονται, επίσης, ως ''munerarii'', χρηματοδότες δηλαδή δημόσιων θεαμάτων, πολίτες που έχουν αναλάβει πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα στην πόλη των Φιλίππων.

Η αγριότητα αυτών των θεαμάτων ολοκλήρωσε, με τον ευτελισμό της πνευματικότητας του θεατρικού χώρου, την παρακμιακή κατάληξη του θεάτρου, η οποία και στην πόλη των Φιλίππων συνέπεσε και με το τέλος του αρχαίου κόσμου.


3. Τα Έργα Αντιστήριξης στο Θέατρο και η Ανακαίνιση του Τείχους

Κατά την πλήρη μετατροπή του θεάτρου σε αρένα (Ρωμαϊκή φάση 3), η οποία χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ., πραγματοποιήθηκε η αντιστήριξη του ανατολικού αναλημματικού τοίχου του κοίλου, για την αντιμετώπιση των στατικών προβλημάτων που είχαν προκύψει. Κατασκευάσθηκαν δύο τόξα αντιστήριξης, τα οποία μεταβίβασαν τα φορτία του αναλήμματος στο παρακείμενο, ανακατασκευαζόμενο την ίδια εποχή, τείχος.


Η επείγουσα ανάγκη να προστατευθεί η πόλη από τις απειλητικές βαρβαρικές επιδρομές των Γότθων επέβαλε στους Φιλίππους την υλοποίηση ενός εκτεταμένου προγράμματος ανακαίνισης των τειχών της, τα οποία είχαν καταρρεύσει στην περίοδο της ''Ρωμαϊκής Ειρήνης'' (Pax Romana). Στο μεγάλο αυτό οικοδομικό πρόγραμμα είχε συμπεριληφθεί και η κατασκευή του προτειχίσματος.

ΙΙΙ. Το Θέατρο Μετά τη Διακοπή των Παραστάσεων

1. Παλαιοχριστιανικοί Χρόνοι

Με την επικράτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους, το θέατρο παύει να αποτελεί το κέντρο της πολιτικής και της Θρησκευτικής ζωής στην πόλη των Φιλίππων. Αρχαιολογικά ευρήματα τοποθετούν τη διακοπή της λειτουργίας του ως χώρου παραστάσεων στα τέλη 4ου - αρχές 5ου αιώνα μ.Χ.. Στο κτήριο της σκηνής στεγάζονται εργαστηριακοί χώροι, οι οποίοι αρχικά περιορίζονται στη νότια στοά, όπου τα ανοίγματα της τοξοστοιχίας κλείνουν με λασπότοιχους.


Μετά από μεγάλη πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε το κτήριο της σκηνής, αρχίζει η λιθολόγησή του και παράλληλα η ανέγερση συγκροτημάτων κατοικιών και βιοτεχνικών εγκαταστάσεων στην πλακόστρωτη πλατεία και στην γύρω από το θέατρο περιοχή. Ένας κτιστός αγωγός τροφοδοτεί αυτά τα κτήρια με νερό από το υδραγωγείο της πόλης. Στις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ. τα κτίσματα αυτά καταστρέφονται από πυρκαγιά και εγκαταλείπονται. Το καλά χρονολογημένο στρώμα καταστροφής είναι σύγχρονο με το αποδιδόμενο σε ισχυρό σεισμό στρώμα καταστροφής της πόλης των Φιλίππων.

2. Βυζαντινοί - Οθωμανικοί Χρόνοι

Η λιθολόγηση του θεάτρου προχώρησε με τη συρρίκνωση της πόλης των Φιλίππων κατά τους Βυζαντινούς χρόνους και εν συνεχεία με την εγκατάλειψή της στην οθωμανική περίοδο. Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, νότια του κτηρίου της σκηνής και πάνω από τα ερείπια του 7ου αιώνα π.Χ. πέρασε λιθόστρωτος δρόμος που ένωνε το λιμάνι της Βυζαντινής Χριστούπολης (Καβάλας) με την ενδοχώρα. Τον δρόμο αυτό διαδέχθηκε ο πλακόστρωτος δρόμος Καβάλας - Δράμας, ο οποίος ήταν σε χρήση όταν το 1873 η Γαλλική Επιστημονική Αποστολή με τους Leon Heuzey και Henri Daumet επισκέφθηκε τους Φιλίππους.


3. Οι Περιηγητές

Η πρώτη μαρτυρία για το θέατρο είναι του Κυριάκου d’ Ancona, που επισκέφθηκε τους Φιλίππους ανάμεσα στο 1426 και 1430. Η πρώτη, ωστόσο, γενική περιγραφή των Φιλίππων είναι του P. Belon, που επισκέπτεται τον αρχαιολογικό ερειπιώνα το 1530 και εντυπωσιάζεται από το θέατρο: ''Υπάρχει ένα ωραίο αμφιθέατρο που σώζεται σχεδόν σ’ όλο το ύψος του, το οποίο θα παρέμεινε για χρόνια αν οι Τούρκοι δεν το λιθολογούσαν. Η κάτοψή του δεν είναι ελλειψοειδής, όπως του θεάτρου Ottricoli, αλλά κυκλική…''.

Το Θέατρο παραμένει εντυπωσιακό ως το 1860, όταν φτάνουν στους Φιλίππους ο αρχαιολόγος L. Ηeuzey και ο αρχιτέκτονας H. Daumet, μέλη της Επιστημονικής Αποστολής του Ναπολέοντα Γ': ''Ανάμεσα στα σπάνια ερείπια αρχαίων κτηρίων που υπάρχουν ακόμα στο εσωτερικό των τειχών το θέατρο είναι το μόνο πρωιμότερo των Ρωμαϊκών χρόνων μνημείο. Λαξευμένο στους πρόποδες των βράχων της ακρόπολης, κοντά στην πύλη της Νεάπολης, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Μακεδονικού περιβόλου''.

Η λιθολόγηση του θεάτρου, ωστόσο, δυο δεκαετίες αργότερα έχει τόσο πολύ προχωρήσει, ώστε ο Γάλλος αρχαιολόγος G. Perrot δυσκολεύεται να το αναγνωρίσει.


IV. Ανασκαφές και Αναστηλώσεις

1. 1914 - 1935

Στα 1914, με την έναρξη των συστηματικών ανασκαφών της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής των Αθηνών στους Φιλίππους, το θέατρο είναι από τα πρώτα μνημεία στα οποία στρέφουν την προσοχή τους οι πρώτοι ανασκαφείς του χώρου Ch. Picard και Ch. Avezou. Συστηματική ανασκαφή του αρχίζει το 1921 ο G. Daux, την οποία συνεχίζουν οι J. Charboneux και P. Chapoutier κατά τα έτη 1922 - 1924 και ο P. Collart κατά το 1927 και 1935.

2. 1957 - 1964

Με το όραμα της αναβίωσης του αρχαίου δράματος και στον Βορειοελλαδικό χώρο, το οποίο διαμορφώθηκε μέσα στο γόνιμο πνευματικό κλίμα του Συνδέσμου Φίλων Γραμμάτων και Τεχνών, πραγματοποιείται το 1957 η πρώτη παράσταση αρχαίου δράματος στα αρχαία θέατρα των Φιλίππων και της Θάσου. Ο έφορος αρχαιοτήτων Δ. Λαζαρίδης, με μοναδικό αρχικά βοηθό τον Χ. Λαλένη, αρχίζει το 1958 τις πρώτες πρόχειρες επεμβάσεις για τη διαμόρφωση των δύο αρχαίων θεάτρων σε χώρους παραστάσεων.

Για την έναρξη του ''Φεστιβάλ Φιλίππων - Θάσου'' οι εργασίες πραγματοποιούνται με τα ελάχιστα διαθέσιμα μέσα εκείνης της εποχής. Απελευθερώνεται η ορχήστρα και οι πάροδοι από τα συγκεντρωμένα από ανασκαφές των Γάλλων αρχιτεκτονικά μέλη, και ανακατασκευάζεται το κάτω διάζωμα του κοίλου με χρήση αρχιτεκτονικού υλικού και πρόχειρο κτίσιμο νέων εδράνων. Ακολουθεί συστηματική αρχαιολογική έρευνα από τον Δ. Λαζαρίδη, με τη στήριξη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής και της Διεύθυνσης Αναστηλώσεως του Υπουργείου Προεδρίας, στο οποίο υπαγόταν τότε η Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή άρχισε την αποτύπωση του θεάτρου, την οποία συνέχισε η τότε αρχιτέκτων του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων Μάρω Φίλιππα. Σ’ αυτήν τη φάση άρχισαν και οι ανασκαφικές έρευνες στο κτήριο της σκηνής και στην περιοχή της ανατολικής παρόδου από τον Δ. Λαζαρίδη και τις επιμελήτριες αρχαιοτήτων Κατερίνα Ρωμιοπούλου και Ευγενία Γιούρη.

3. 1975 - 1992

Στα έτη 1975 - 1991 συνεχίσθηκε η αρχαιολογική έρευνα του Θεάτρου με ανασκαφές, τις οποίες πραγματοποίησε η ΙΗ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Οι ανασκαφές επικεντρώθηκαν στο ανατολικό ανάλημμα του κοίλου και στα δύο τόξα αντιστήριξης του.


4. 1992 - 2004

Από το 1992 άρχισε πρόγραμμα ανασκαφικής έρευνας και συνολικής μελέτης του θεάτρου με συνεργασία της Εφορείας Αρχαιοτήτων και του Τμήματος Αρχιτεκτόνων της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τη διεύθυνση αντίστοιχα της εφόρου αρχαιοτήτων Χ. Κουκούλη - Χρυσανθάκη και του αναπληρωτή καθηγητή Γ. Καραδέδου.

4.1. 1992 - 2000

Το πρόγραμμα άρχισε με ανασκαφική εργασία στον υπό κατάρρευση ανατολικό αναλημματικό τοίχο του κοίλου. Οι πρώτες αναστηλωτικές εργασίες στο θέατρο χρηματοδοτήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του προγράμματος ''Ενίσχυση Πειραματικών Σχεδίων Διατήρησης της Ευρωπαϊκής Αρχιτεκτονικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς'', το οποίο για το 1994 είχε θέμα ''Ιστορικά κτίρια και Χώροι Θεαμάτων''. Η μελέτη με την οποία πήρε μέρος στον διαγωνισμό η ΙΗ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων, πήρε την 4η θέση ανάμεσα σε 61 μελέτες που διακρίθηκαν και στις 700 που είχαν υποβληθεί.

Το 1995 συντάχθηκε η οριστική μελέτη ''Μερική Αποκατάσταση - Αναστήλωση του ανατολικού αναλημματικού τοίχου'', η οποία υλοποιήθηκε το 1997 μαζί με την αποκατάσταση του μικρού τόξου αντιστήριξης. Από τον ανατολικό αναλημματικό τοίχο, ο οποίος ανήκει στην αρχική φάση του θεάτρου, ταυτίσθηκαν και επανατοποθετήθηκαν συνολικά 76 γωνιόλιθοι. Την ίδια χρονιά συντάχθηκε η οριστική μελέτη ''Μερική Αναστήλωση του μεγάλου τόξου αντιστήριξης'', η οποία υλοποιήθηκε μετά από έγκριση του ΚΑΣ το 1998. Από το μεγάλο τόξο ταυτίσθηκαν πέντε ζεύγη θολιτών και αναστηλώθηκαν τέσσερα.

Το 1998 συντάχθηκε και εγκρίθηκε από το ΚΑΣ η ''Μελέτη Αποκατάστασης-Αναστήλωσης του κτηρίου της σκηνής και των τοίχων των παρόδων''. Στο κτήριο της σκηνής και στις παρόδους η ερειπιώδης κατάσταση και η επαλληλία των αποσπασματικά σωζόμενων οικοδομικών φάσεων δημιουργούσε εικόνα συγκεχυμένη που δυσκόλευε την κατανόηση του κτηρίου. Η μελέτη έπρεπε να αντιμετωπίσει:

α) Προβλήματα συντήρησης και στερέωσης του υλικού,

β) Προβλήματα αισθητικής παρουσίασης, αναγνωσιμότητας και κατανόησης του μνημείου, και

γ) Προβλήματα προσπέλασης, επισκεψιμότητας και λειτουργίας.


Κύριοι στόχοι του έργου ήταν:

α) Η αντιμετώπιση των προβλημάτων του θεάτρου ως επισκέψιμου μνημείου,

β) Η αντιμετώπιση των προβλημάτων του ως χώρου πολιτιστικών εκδηλώσεων, ο οποίος από το 1957 έχει συνδεθεί με το ''Φεστιβάλ Φιλίππων - Θάσου'',

γ) Η ανάδειξη του ίδιου του μνημείου και του περιβάλλοντός του.

Οι βασικές αρχές των επεμβάσεων ήταν:

α) Ο σεβασμός της αυθεντικότητας του μνημείου και των ιστορικών του φάσεων,

β) Η ανάδειξη των αισθητικών αξιών του και του διδακτικού χαρακτήρα του.

Οι προτεινόμενες εργασίες αναστήλωσης περιορίστηκαν στις απολύτως αναγκαίες συμπληρώσεις και ανακαστακευές που εξασφάλιζαν την αναγνωσιμότητα του μνημείου από τον σύγχρονο επισκέπτη. Η επανατοποθέτηση στην αρχική θέση τους όλων των ταυτισμένων αρχιτεκτονικών μελών, καθώς και οι μικρής κλίμακας ανακτήσεις, που θεωρήθηκαν απόλυτα αναγκαίες, οδήγησαν στον τονισμό της πρώτης φάσης των Ρωμαϊκών χρόνων, η οποία σώζεται πιο ολοκληρωμένη.

Παρ' όλα αυτά, κρατήθηκαν χαρακτηριστικά στοιχεία των υπόλοιπων φάσεων, τα οποία τεκμηριώνουν την ιστορική πορεία του μνημείου στον χρόνο. Κατά τα έτη 1996 - 2000 οι εργασίες αποκατάστασης στο θέατρο χρηματοδοτήθηκαν από το έργο ''Συντήρηση - Ανάδειξη Μνημείων Φιλίππων'' του περιφερειακού σκέλους του Β΄ ΚΠΣ.

4.2. 2001 - 2004

Το 2001, το έργο εντάχθηκε στο ''Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Μεγάλων Έργων'' του Υπουργείου Πολιτισμού και χρηματοδοτήθηκε από το περιφερειακό σκέλος του Γ΄ ΚΠΣ. Από το 2002 ως το 2004 η επιστημονική ομάδα με επικεφαλής την επίτιμη έφορο αρχαιοτήτων Χ. Κουκούλη - Χρυσανθάκη, πρόεδρο της Επιστημονικής Επιτροπής του έργου, και τον Γ. Καραδέδο, συντάκτη των μελετών και επιβλέποντα αρχιτέκτονα του έργου.


Ολοκλήρωσε τις ανασκαφικές έρευνες στο κτήριο της σκηνής, στην ορχήστρα, στις παρόδους, στο επιθέατρο και στο παρακείμενο στο θέατρο τμήμα του τείχους, και άρχισε την ανασκαφική έρευνα στην περιοχή του δυτικού αναλημματικού τοίχου του κοίλου. Παράλληλα, πραγματοποίησε εργασίες συντήρησης - στερέωσης και αποκατάστασης-αναστήλωσης στο κτήριο της σκηνής, στις παρόδους, στην ορχήστρα, στο επιθέατρο και στο ανατολικό τείχος.

Στο κτήριο της σκηνής έγιναν στερεωτικές εργασίες και μικρής κλίμακας ανακτήσεις στους σωζόμενους τοίχους, πραγματοποιήθηκαν εργασίες μερικής αποκατάστασης στα κλιμακοστάσια, σε ορισμένα τόξα θυραίων ανοιγμάτων και στην πεσσοστοιχία της νότιας στοάς, όπου τοποθετήθηκαν αντίγραφα από χυτό υλικό των ανάγλυφων των πεσσών για να προστατευθούν τα αυθεντικά, τα οποία είναι εν μέρει ασβεστοποιημένα από την πυρκαγιά που είχε καταστρέψει το κτήριο της σκηνής.

Οι συμπληρώσεις των τόξων των θυρών είναι αυτές που μαζί με τις μικρής κλίμακας ανακτήσεις τοίχων και τη αναστήλωση των παραστάδων και των πεσσών της τοξοστοιχίας, τόνισαν την τρίτη διάσταση και ανέδειξαν τα ερείπια του κτηρίου της σκηνής σε ενιαίο κτίσμα. Παράλληλα, προχώρησε η καταγραφή και η μελέτη του αρχιτεκτονικού και γλυπτού διακόσμου του κτηρίου της σκηνής, με στόχο την ακριβή χρονολόγηση και την κατά το δυνατόν αναπαράσταση των δύο προσόψεων του (Frons scaenae, Post scaenae).

Στην ορχήστρα καλύφθηκε ο υπόγειος χώρος της αρένας με μεταλλική κατασκευή, πάνω στην οποία αποκαταστάθηκε το χωμάτινο δάπεδο. Ένα τετράγωνο άνοιγμα στην μεταλλική οροφή του υπόγειου χώρου σηματοδοτεί την καταπακτή που υπήρχε σε αυτήν τη θέση, εξασφαλίζοντας και τον αερισμό του υπόγειου χώρου, ο οποίος είναι επισκέψιμος, και παράλληλα μπορεί να λειτουργήσει ως χαρώνεια κλίμακα στις παραστάσεις αρχαίου δράματος.

Αποκαταστάθηκε η περίμετρος του δακτυλίου της αρένας, και εξασφαλίσθηκε η απομάκρυνση των ομβρίων του θεάτρου με την επαναλειτουργία του αποχετευτικού δικτύου των Ρωμαϊκων χρόνων, με μικρή τροποποίησή του λόγω της καταστροφής τμήματός του από τη λάξευση του υπόγειου χώρου της αρένας. Συντηρήθηκε, επίσης, η σωζόμενη πλακόστρωση της ορχήστρας, η οποία συμπληρώθηκε με νέες πλάκες, σε περιορισμένη έκταση, για να δοθεί η δυνατότητα κάλυψης του περιμετρικού αποχετευτικού αγωγού.

Στο επιθέατρο συντηρήθηκαν οι τοίχοι του περιμετρικού καμαροσκέπαστου διαδρόμου, δόθηκαν οι κατάλληλες κλίσεις στο γύρω έδαφος για τη διευθέτηση των ομβρίων, αναδείχθηκαν τα παρακείμενα ανάγλυφα των βράχων, και στον κεντρικό χώρο του περιμετρικού διαδρόμου εγκαταστάθηκε λυόμενο ηλεκτρολογείο για τις ανάγκες των παραστάσεων. Στην ανατολική πάροδο ανακατασκευάσθηκε τμήμα του νότιου τοίχου της και το θυραίο άνοιγμα που υπήρχε σε αυτόν, τα οποία είχαν εξαφανισθεί από τη λιθολόγηση.

Στη δυτική πάροδο πραγματοποιήθηκαν ανακτήσεις στον νότιο μαρμαρόκτιστο τοίχο, και συντάχθηκε μελέτη αναστήλωσης των παραστάδων και του τόξου της εισόδου που οδηγεί από τη δυτική πάροδο στην ορχήστρα. Οι αυθεντικοί και οι ανακατασκευασμένοι θολίτες του τόξου αναστηλώθηκαν στο έδαφος επάνω σε καλούπι από μεταλλικό σκελετό πριν από την τοποθέτησή του στις αναστηλωμένες παραστάδες. Επίσης, διαμορφώθηκε η είσοδος στον χώρο του θεάτρου με βάση τον πλακόστρωτο δρόμο της τουρκοκρατίας, και τοποθετήθηκαν ενημερωτικές πινακίδες.


Η ΘΑΣΟΣ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ 

Ο Τόπος και η Ιστορία του

Στις αρχές του 7ου Προχριστιανικού αιώνα Πάριοι άποικοι, τμήμα του γενικότερου αποικιστικού ρεύματος της εποχής που φέρνει τον Ελληνισμό από τις Ηράκλειες στήλες ως την Αζοφική θάλασσα, φτάνουν στη Θάσο και εγκαθίστανται στα ριζά του λόφου όπου βρίσκεται η σημερινή ακρόπολη της αρχαίας πόλης. Ο τόπος της νέας τους εγκατάστασης δεν είναι ακατοίκητος. Θρακικά φύλα, οι Σίντες, κατοικούν στο νησί έχοντας με τους ομόφυλούς τους στην απέναντι στεριά κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά.

Την κατάσταση μεταβάλλουν οι Έλληνες άποικοι οι οποίοι του λοιπού διαμορφώνουν μια νέα πραγματικότητα στον τόπο και επηρεάζουν πλέον τα πολιτιστικά ρεύματα της ευρύτερης περιοχής. Εγκατάσταση Φοινίκων στην Θάσο αναφέρουν οι αρχαίες πηγές, ωστόσο δεν υπάρχουν αρχαιολογικά κατάλοιπα να την πιστοποιήσουν παρά μόνον οι ονομασίες Κοίνυρα και Αίνυρα, που έμειναν σε τόπους όπου βρίσκονται τα αρχαιότερα μεταλλεία χρυσού.

Η εγκατάσταση των Παρίων αποτελεί τον πυρήνα της μετέπειτα πόλης της Θάσου, μοναδικής στο νησί, εκτός από έναν οικισμό μικρής σημασίας στα νότια της Θάσου. Η χώρα κατοικείται σιγά - σιγά και πολύ αργότερα, από τον 4ο αιώνα π.Χ. Το νησί είναι πλούσιο σε μεταλλεύματα, χρυσό, ασήμι, σίδηρο, σε ξυλεία, πολύτιμη για την ναυπήγηση του πολεμικού στόλου, σε προϊόντα της θάλασσας και σε γεωργικά προϊόντα, καθώς οι στενόμακρες κοιλάδες του με τις Αλουβιακές τους αποθέσεις αποτελούν ιδιαίτερα παραγωγική γη. Περιζήτητο στην αρχαιότητα ήταν το Θασίτικο κρασί.

Οι οξυπύθμενοι αμφορείς για τη μεταφορά του, σφραγισμένοι για το βάρος και την ποιότητα του περιεχομένου με την αναγραφή της πόλης, δείχνουν την εμπορική δραστηριότητα της Θάσου, αφού βρέθηκαν στις εσχατιές του Ελληνικού κόσμου. Το μεγάλο δώρο της φύσης στην Θάσο, που η τωρινή του αλόγιστη εκμετάλλευση αποδεικνύεται καταστροφική και για τα μνημεία και για το περιβάλλον του νησιού, είναι το μάρμαρο, λευκό, χοντρόκοκκο και εύκολο στην εξόρυξη και την μεταφορά του, εφόσον τα περισσότερα αρχαία λατομεία βρίσκονται στην ακτογραμμή.

Οι πιο πλούσιες φλέβες εντοπίζονται στην περιοχή ''Σαλιάρα'' της Παναγίας, καθώς και στις νοτιοανατολικές ακτές, κυρίως στην χερσόνησο της Αλυκής. Εδώ η συνεχής εκμετάλλευση των λατομείων από τον 6ο αιώνα π.Χ. μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ. έχει αποκόψει τη μισή χερσόνησο, ενώ τα ίχνη επεξεργασίας του μαρμάρου έχουν δημιουργήσει ένα μοναδικό μουσείο αρχαίας τεχνολογίας. Οι Θάσιοι, αμέσως μετά την δημιουργία της πόλης τους στο βορειότερο σημείο του νησιού, στρέφουν το βλέμμα τους στην απέναντι στεριά.

Εδώ τους προσελκύει ο πλούτος σε μεταλλεύματα της Σκαπτής Ύλης, η ξυλεία, τα αγροτικά προϊόντα. Με τα εμπόρια και τις αποικίες που εγκαθιστούν από τον Νέστο μέχρι τον Στρυμόνα δημιουργούν μια ελεγχόμενη παραλιακή ζώνη, την λεγόμενη ''Θασίων Περαία'' ή ''Θασίων Ήπειρο''. Ο πλούτος του νησιού, ο έλεγχος των προσόδων της Περαίας και των θαλάσσιων δρόμων του βόρειου Αιγαίου υπήρξαν οι παράγοντες που κατέστησαν το κράτος των Θασίων σημαντική δύναμη στον αρχαίο κόσμο.

Στην Αρχαϊκή και Κλασική εποχή, και μέχρι τα χρόνια του Φιλίππου, η Θάσος αποτελεί ένα σπουδαίο οικονομικό κέντρο του Αιγαίου και ήδη από αποικία μεταβάλλεται σε μητρόπολη. Το νόμισμά της ανταγωνίζεται το Αθηναϊκό, τα προϊόντα της εξάγονται σε όλη την Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Οι σχέσεις με την υπερδύναμη Αθήνα περνούν από πολλές διακυμάνσεις συμμαχίας και αντιπαλότητας, και αυτό έχει αντίκτυπο στην διαχείριση των πόρων της Περαίας της, συνεπώς στην ίδια την ύπαρξη του νησιού.


Οι κατακτήσεις του Φιλίππου δημιουργούν νέα δεδομένα στον Ελληνικό κόσμο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η Θάσος αισθάνεται ασφαλής, μένει αμέτοχη και ευημερεί. Η οικονομική διείσδυση στην Θρακική ενδοχώρα τώρα ολοκληρώνεται. Οι σχέσεις φιλίας που καλλιεργεί στη συνέχεια με την νέα υπερδύναμη Ρώμη, αφήνουν το νησί έξω από τις συγκρούσεις και βοηθούν την περαιτέρω οικονομική του άνθηση μέχρι το τέλος του αρχαίου κόσμου, που στην περιοχή επέρχεται με την κάθοδο των Σλαβικών φύλων γύρω στα 600 μ.Χ..

Οι Αρχαιολογικοί Χώροι και τα Μνημεία

Η Θάσος είχε πάντοτε σημείο αναφοράς τη θάλασσα, αφού από αυτήν αντλούσε και σ’ αυτήν όφειλε την δύναμή της. Ένα κλειστό πολεμικό λιμάνι, που διατηρεί ακόμη το αρχαίο του σχήμα με τους λιμενοβραχίονες και τους φάρους στη θέση των αρχαίων προστατευτικών πύργων, προστάτευε τον στόλο της. Το εμπορικό λιμάνι είναι πιο ανοιχτό και βρίσκεται βορειότερα. Ισχυρός μόλος με κυκλικό πύργο στην απόληξή του, ορατός με ήσυχη θάλασσα, το προστάτευε από τους βοριάδες.

Η Θάσος απέκτησε οχυρωματικό τείχος ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. Κατά το πέρασμα της στρατιάς του Ξέρξη από την απέναντι Θρακική παραλία αναγκάστηκε η πόλη να το κατεδαφίσει, αμέσως όμως το ξανάκτισε, ισχυρό και μαρμάρινο από το υλικό που αφθονεί στον λόφο της ακρόπολης. Η περίμετρός του φτάνει τα 4,5 χλμ περίπου και στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του μπορεί ο επισκέπτης να το ακολουθήσει, κυρίως στον λόφο της ακρόπολης ανεβαίνοντας από το Εβραιόκαστρο, όπου το Θεσμοφόριο της πόλης, και καταλήγοντας στην πύλη Δία - Ήρας.

Πολλές από τις πύλες του σώζονται σε μνημειακό ύψος και μερικές έχουν ανάγλυφες παραστάσεις, που σχετίζονται και με τις λατρείες της πόλης. Η πύλη της θεάς με το άρμα, η πύλη της βόρειας συνοικίας, η πύλη του Παρμένωνα, η πύλη του Σειληνού με την εντυπωσιακή παράσταση του δαιμονικού όντος και η πύλη Δία - Ήρας είναι μερικές από αυτές. Το πολιτικό και εμπορικό κέντρο της Θάσου, όπως και κάθε αρχαίας πόλης, αποτελεί η αγορά. Είναι μια μεγάλη πλατεία δίπλα στο μικρό λιμάνι, με σκιερά πλατάνια και όμορφες δάφνες που περιστοιχίζουν τα μνημεία.

Η πλατεία της αγοράς έχει είσοδο από το λιμάνι και ορίζεται στις τρεις πλευρές της από στοές, όπου ασκούνταν οι εμπορικές συναλλαγές, με κιονοστοιχίες στην πρόσοψη και δωμάτια στο βάθος. Η τέταρτη πλευρά στα βόρεια αποτελούσε το πολιτικό κέντρο, αφού εδώ δίπλα στο λεγόμενο ''κτήριο με τα παρασκήνια'' πρέπει να αναζητήσουμε το βουλευτήριο της πόλης. Το οικοδομικό πρόγραμμα στην αγορά άρχισε τον 5ο αιώνα π.Χ. και ολοκληρώθηκε στα Ρωμαϊκά χρόνια, την εποχή του Αδριανού.

Ο χώρος της πλατείας είναι γεμάτος με μνημεία, όπως ο τάφος του Γλαύκου, ενός από τους πρώτους αποίκους της Θάσου, το μνημείο του Θεαγένη, αθλητή - ήρωα Ολυμπιονίκη που δόξασε την πόλη σε τέσσερις Ολυμπιάδες, ο βωμός των Γάιου και Λεύκιου Καίσαρα, το ιερό του Διός Αγοραίου. Πλήθος βάθρων αγαλμάτων είναι μάρτυρες της ακμής της πόλης. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένα βάθρο σε σχήμα πλώρης πλοίου, όπου θα στεκόταν κάποτε άγαλμα σαν αυτό της Νίκης της Σαμοθράκης.


Η έξοδος της αγοράς στα νοτιοανατολικά περνά από την λεγόμενη ''δίοδο των Θεωρών''. Το πέρασμα αυτό στα αρχαία χρόνια ήταν διακοσμημένο με ανάγλυφες παραστάσεις, πλάκες των οποίων σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο του Λούβρου, και επενδυμένο με επιγραφές, όπου αναγράφονταν οι Θεωροί, άρχοντες αρμόδιοι για τις λατρείες της πόλης.

Η δίοδος των Θεωρών βρίσκεται στον άξονα του κεντρικού δρόμου της αρχαίας πόλης, που οδηγεί από τη μία προς την ακρόπολη και από την άλλη προς την πόλη, περνά από το ωδείο της Θάσου, την αψίδα του Καρακάλλα, το Ηράκλειο, την πύλη Δία - Ήρας και διασχίζοντας το αρχαίο νεκροταφείο βγαίνει στη χώρα. Στη διαδρομή αυτή άξιο μνείας είναι το ιερό του Ηρακλή, βασικού ήρωα της Θάσου, που απεικονίζεται σε πύλη του τείχους της, αλλά και στα νομίσματα της πόλης.

Από τον Ιωνικό ναό του 5ου αιώνα π.Χ., μοναδικού για το σχήμα του, σώζονται τα θεμέλια του σηκού και της περίστασης, καθώς και το κάτω μέρος της μνημειακής μαρμάρινης πόρτας του. Προς την πλευρά την ακρόπολης ο δρόμος μας φέρνει στο ιερό του Διονύσου, όπου σώζονται αναθήματα στον θεό και τις Μούσες, στο ιερό του Ποσειδώνα, σε μία ανασκαμμένη και εντυπωσιακή αρχαία συνοικία που διατηρεί τις οικοδομικές της νησίδες και τα σπίτια από τα αρχαϊκά μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, και στο Εβραιόκαστρο, όπου βρισκόταν το θεσμοφόριο της πόλης.

Ακολουθώντας την πορεία του τείχους από την εξωτερική πλευρά φτάνει κανείς στο αρχαίο θέατρο. Το θέατρο της Θάσου υπήρχε ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ., αυτό όμως που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης είναι η Ρωμαϊκή του φάση, όταν πια έχει γίνει χώρος παραστάσεων ναυμαχιών και κυνηγεσίων, θεάματα που διακαιολογούν την ύπαρξη θωρακείου στην ορχήστρα, και έχει αποκτήσει μνημειακή διώροφη σκηνή. Το θέατρο βρίσκεται σε στάδιο αναστήλωσης, ωστόσο παραχωρείται για παραστάσεις στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του τοπικού φεστιβάλ.

Η διαδρομή που ακολουθήσαμε μας φέρνει στην ακρόπολη της Θάσου. Εδώ εντυπωσιάζουν τα τείχη και οι Μεσαιωνικοί πύργοι των Gatelusi. Στα αρχαία χρόνια υπήρχε εδώ το ιερό του Πυθίου Απόλλωνος, πολιούχου της Θάσου. Λίγο μακρύτερα ένα εντυπωσιακό άνδηρο ανακρατεί τα θεμέλια του ναού της Αθηνάς και πιο πέρα βλέπει κανείς ένα λατρευτικό σπήλαιο του Πανός δίπλα σε αρχαία λατομεία μαρμάρου. Ο περίπατος ολοκληρώνεται με την κατάβαση από την άλλη πλευρά της ακρόπολης, το πέρασμα από την πύλη του Παρμένωνα και την επίσκεψη στην συνοικία του Σειληνού.

Εκτός της πόλης της Θάσου, ο εντυπωσιακότερος αρχαιολογικός χώρος είναι η Αλυκή. Εδώ η ανθρώπινη παρουσία από τον 7ο αιώνα π.Χ. μέχρι τις μέρες μας δημιούργησε ένα θαυμάσιο σύνολο αρχαίων και τωρινών κτισμάτων εναρμονισμένων με την κλίμακα του τοπίου. Ένα διπλό αρχαίο ιερό των Διοσκούρων από τα αρχαία χρόνια, δύο μνημειακές βασιλικές από την Βυζαντινή εποχή και δίπλα τα αρχαία λατομεία μαρμάρου. Αρχαιολογικός χώρος και τοπίο συνιστούν ένα από τα ομορφότερα μέρη της Ελλάδας.


ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΘΑΣΟΥ 

Η Θέση του Θεάτρου

Στη δυτική πλαγιά της ακρόπολης της Θάσου, στο ανώτερο σημείο μιας φυσικής θεατρικής διαμόρφωσης του εδάφους, μέσα σε ένα περιβάλλον καταπράσινο όπου κυριαρχούν η ελιά και το πεύκο, βρίσκεται το θέατρο της Θάσου. Από τη θέση του αποτελεί ένα μνημείο, όπου ο επισκέπτης του τόπου κάθεται και απολαμβάνει την ιστορική γνώση, την όμορφη φύση και μια υπέροχη θέα στην αρχαία πόλη και την απέναντι ακτή, φέρνοντας στην μνήμη τις βλέψεις των Θασίων για την Θρακική ενδοχώρα, που από εκείνα τα αρχαία χρόνια αποτελούσε το αντικείμενο της επιθυμίας για επέκταση των κατοίκων του νησιού.

Το θέατρο ακουμπά στο αρχαίο τείχος της πόλης, χάνοντας εξ αυτού του λόγου την απόλυτη γεωμετρικότητα του κοίλου του στο ανατολικό του τμήμα. Η πρόσβαση στο θέατρο εξυπηρετείται από πετρόκτιστη σκάλα, που ανεβαίνει στριφογυριστά από το Διονύσιο την πλαγιά του λόφου, επίσης και από φυσικό μονοπάτι παράλληλο εξωτερικά του τείχους, που από το λιμάνι οδηγεί στο Εβραιόκαστρο και από εκεί στο θέατρο.


Τα τελευταία χρόνια ο κίνδυνος πυρκαγιάς έκανε απαραίτητη τη διάνοιξη δασικού δρόμου που οδηγεί στο μνημείο, παρακάμπτοντας τον λόφο της ακρόπολης. Ο δρόμος αυτός εξυπηρετεί πλέον τη μεταφορά των σκηνικών για τις παραστάσεις, καθώς και την πρόσβαση των ατόμων με αναπηρία.

Η Ιστορία της Έρευνας και οι Στερεωτικές Επεμβάσεις

Το 1921 ο G. Daux, μέλος της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής, άρχισε την ανασκαφική έρευνα στον χώρο του θεάτρου. Οι εργασίες δεν κράτησαν περισσότερο από δύο χρόνια, δημοσιεύτηκαν σαν ανασκαφικά χρονικά στο Bulletin de Correspondance Hellenique και ουσιαστικά τότε αποκαλύφτηκε το μνημείο και πήρε τη μορφή που είχε μέχρι να ξαναρχίσουμε την ανασκαφή το 1992. Επί πλέον ο Daux αφιέρωσε στο θέατρο της Θάσου το Memoire του σαν μέλος της Σχολής. Στα επόμενα χρόνια μόνο περιορισμένης έκτασης ανασκαφικές έρευνες έγιναν στο μνημείο, από τις οποίες δυστυχώς τις περισσότερες φορές δεν έχουμε ούτε τα σχέδια.

Η έρευνα ασχολήθηκε κυρίως με τη μελέτη του ήδη αποκαλυφθέντος υλικού και σχεδόν πάντοτε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος αποτελούσε το κτήριο της σκηνής. Το μνημείο ωστόσο δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, μια και ποτέ δεν τελείωσε η ανασκαφική έρευνα. Η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, που δραστηριοποιείται στο νησί ουσιαστικά μετά το 1960, δεν ασχολήθηκε με την ερευνητική πλευρά του μνημείου, επικέντρωσε όμως από νωρίς το ενδιαφέρον της στη στερέωση και τη συντήρησή του.

Έτσι προκειμένου το θέατρο να ενταχθεί στο πρόγραμμα των παραστάσεων του Φεστιβάλ Φιλίππων - Θάσου, που άρχισε το 1961, εποχή τουριστικής ανάπτυξης της Ελλάδας, έπρεπε να γίνει η απαραίτητη προετοιμασία. Για τον λόγο αυτόν, με ενέργειες του τότε Εφόρου Δ. Λαζαρίδη, στερεώθηκαν στη θέση που βρίσκονταν τα περισσότερα μαρμάρινα εδώλια του κοίλου και μόνο οι πέντε πρώτες σειρές διευθετήθηκαν, κατά τρόπο όμως που μόνο προβλήματα δημιούργησε στη μετέπειτα κατανόηση του μνημείου και της μορφής του κοίλου και αυτό γιατί υπερυψώθηκαν και τακτοποιήθηκαν σε θέση που καμιά σχέση δεν είχε με κανένα από τα αρχαία κέντρα χάραξης του κοίλου.

Τότε αποκαταστάθηκε σχεδόν στο σύνολό του το λίθινο ενεπίγραφο θωρακείο της ορχήστρας, ενώ στο κοίλο συμπληρώθηκαν με κατασκευές dexion και ξύλινα καθίσματα τα κενά μεταξύ των μαρμάρινων εδωλίων, σκάλες πρόσβασης κατασκευάστηκαν, ηλεκτροδοτήθηκε κατά κάποιον τρόπο το μνημείο και διευθετήθηκε το αρχιτεκτονικό υλικό που είχαν φέρει στο φως οι ανασκαφές και που προερχόταν κυρίως από τους τοίχους-επενδύσεις των παρόδων, αλλά είχε αφεθεί στον χώρο των παρόδων και στην ορχήστρα.

Με τον καιρό όμως τα ξένα υλικά άρχισαν να παλιώνουν και να φθείρονται, τα ξύλινα συμπληρώματα να σπάζουν, οι σκάλες να διαλύονται και ο κίνδυνος για τους θεατές να είναι μεγάλος. Το μνημείο το ίδιο άρχισε να καταρρέει και τα εδώλια να μετατοπίζονται λόγω φυσικής διάβρωσης του χωμάτινου υπόβαθρου, είτε να μετακινούνται βίαια και να σπάζουν λόγω του εναγκαλισμού τους με τις ρίζες των δένδρων, που κατά ακατανόητο τρόπο αφέθηκαν μετά την πρώτη αποκάλυψη του θεάτρου.

Και αναπτύχθηκαν στο κοίλο, δημιουργώντας πλέον μια παραπλανητική εικόνα και μια ψευδαίσθηση ρομαντισμού στους απληροφόρητους επισκέπτες, δίνοντας παράλληλα δικαιολογίες σε όσους από προσκόλληση στην παράδοση δυσκολεύονται να προχωρήσουν σε αποφασιστικές κινήσεις και διαιωνίζουν την κακή κατάσταση.


Τα δέντρα αυτά κόπηκαν κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, δυστυχώς όχι χωρίς να προκαλέσουν διαμαρτυρίες από ''ευαίσθητους'' πολίτες, που δεν είχαν όμως τη γνώση να δεχτούν ότι είναι μάλλον δύσκολο να σκεφτεί κανείς το κοίλο του θεάτρου αναστηλωμένο, τα εδώλια βαλμένα στη θέση τους, έναν κώνο που τελικά θα επιλεγεί κανονικά σχηματισμένο και μεταξύ των θεατών να θροϊζουν τα δέντρα, να τους εμποδίζουν την θέαση, κι από κάτω να ''δουλεύουν'' οι ρίζες τους.

Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Καβάλας με εισήγησή της και απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου απαγόρευσε τις παραστάσεις στο αρχαίο θέατρο το έτος 1984. Αυτό επέβαλαν λόγοι προστασίας του μνημείου, η ανάγκη να επανενταχθεί το θέατρο στο πρόγραμμα των παραστάσεων σε κατάσταση που να μπορεί να αντέξει την καταπόνηση χιλιάδων θεατών, αλλά και επειδή έπρεπε κάποτε να ολοκληρωθεί η ανασκαφική έρευνα και να δημοσιευτεί επιτέλους το μνημείο

Τότε εγκρίθηκε και η προμελέτη αναστήλωσης του αρχιτέκτονα Νίκου Παπαγιαννάκου, που αργότερα συνέταξε και την οριστική μελέτη αναστήλωσης. Κι έτσι αρχίσαμε το 1992 σε συνεργασία με τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή την ανασκαφή του θεάτρου, έχοντας κατά νουν σε απόλυτη προτεραιότητα τις απαιτήσεις της αναστήλωσης και βέβαια την προοπτική να αποκτήσουμε τώρα όλα τα αρχαιολογικά στοιχεία ώστε να προχωρήσει το αναστηλωτικό πρόγραμμα με ασφαλή δεδομένα.

Καθώς εξελισσόταν το ανασκαφικό πρόγραμμα κατανοούσαμε και τις ελλείψεις προετοιμασίας για ένα έργο όπως η αναστήλωση ενός θεάτρου. Έπρεπε να δημιουργηθεί το απαραίτητο υπόβαθρο. Έτσι λοιπόν για να προχωρήσει η αναστήλωση πάνω στη βάση επιστημονικά παραδεκτής πρότασης χρειάστηκε να συνταχθεί μια σειρά μελετών. Κατά πρώτον η ''Γεωδαιτική Μελέτη Θεάτρου Θάσου'' μας έδωσε στοιχεία για τη διαμόρφωση του εδάφους, τη σύστασή του και την αντοχή του και υπέδειξε τρόπους ασφαλούς στερέωσης τοίχων και εδωλίων.

Μετρήθηκαν στη συνέχεια εκ νέου όλα τα σημεία του θεάτρου και συντάχθηκε πλήρες αρχείο τοπογραφικής - φωτογραμμετρικής αποτύπωσης του κοίλου. Η μελέτη αποτύπωσης του κοίλου επεξεργάστηκε τα στοιχεία με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών και διερεύνησε την αρχική ιδέα δημιουργίας του θεάτρου, τα κέντρα χάραξης των διαφόρων οικοδομικών φάσεών του και πρότεινε τη δημιουργία κώνων ή του βέλτιστου κώνου του κοίλου για την αναστήλωση.

Μετά και τα νέα ανασκαφικά στοιχεία στους τοίχους εξωτερικά της σκηνής, και για να μπορέσει να στερεωθεί το μεγάλο ύψος των τοίχων, που σε μερικά σημεία φτάνει τα 8 μ., χρειάστηκε να συνταχθεί και να εκτελεστεί σε δύο φάσεις ειδική μελέτη στερέωσης της σκηνής του θεάτρου. Ενισχύθηκαν λοιπόν με δοκούς στήριξης οπλισμένου σκυροδέματος τα θεμέλια των εξωτερικών τοίχων και με μεταλλικά αγκύρια στον βράχο και εσωτερικά ενέμματα οι αναλημματικοί τοίχοι της σκηνής και τμήμα του τοίχου στήριξης της νότιας παρόδου. Παράλληλα προχωρήσαμε στο αρμολόγημα και τη στερέωση όλων των τοίχων της σκηνής.


Η Έρευνα και τα Συμπεράσματά της

Η Ανασκαφή

Η ανασκαφική έρευνα στο θέατρο θεωρείται ολοκληρωμένη. Το μνημείο ερευνήθηκε σε τρεις τομείς: το κοίλο ανασκάφηκε στην πρώτη περίοδο και ακολούθησε το κτήριο της σκηνής, οι πάροδοι και η ορχήστρα. Η έρευνα επεκτάθηκε και στον περιβάλλοντα το μνημείο χώρο, για παράδειγμα αμέσως έξω στα ανατολικά του τείχους, όπου ήρθε στο φως αριθμός ταφών της παλαιοχριστιανικής εποχής. Ήταν όλοι κιβωτιόσχημοι, προχειροκτισμένοι και ακτέριστοι.

Κατοίκηση Προγενέστερη στον Χώρο του Θεάτρου

Μπροστά από το βορειοανατολικό πέρας του προσκηνίου και δίπλα στο κατώφλι της παρόδου, μια τομή που έφτασε μέχρι τον φυσικό βράχο, αποκάλυψε ταπεινά λείψανα αρκετών τοίχων. Σε συνάφεια με τα αρχιτεκτονικά λείψανα βρήκαμε αρχαϊκή κεραμική, καθώς και αμαυρόχρωμη κεραμική του τύπου που ο P. Bernard είχε βρει στα βαθύτερα αρχαιολογικά στρώματα της Θάσου. Η στρωματογραφική έρευνα ήταν εξαιρετικά δύσκολη, αφού πρόκειται για τοίχους σε μικρό βάθος που πατούν αμέσως πάνω σε βράχο και σε μέρος όπου το χώμα παρασύρθηκε και δεν έμεινε στην αρχική θέση παρά ελάχιστο.

Το πιθανότερο είναι ότι στα κτίσματα αυτά πρέπει να αναγνωρίσουμε λείψανα πολλών φάσεων κατοίκησης. Δεν αποκλείεται η χρονολόγηση των αμαυρόχρωμων οστράκων να φτάνει μέχρι τα ύστερα αρχαϊκά χρόνια. Μάλλον πρέπει να σχετίσουμε αυτά τα αρχιτεκτονικά λείψανα με την ανέγερση του τείχους της πόλης, στο οποίο είμαστε εξαιρετικά κοντά. Σ΄ αυτή την περίπτωση η οικιστική δραστηριότητα και η κεραμική που τη συνοδεύει δεν μπορεί να είναι αρχαιότερη του τέλους του 6ου αιώνα.

Το Κοίλον

Λόγοι πρακτικοί, αλλά και η επιταγή της όσο το δυνατόν γρηγορότερα απόδοσης του μνημείου σε χρήση για παραστάσεις, μας ανάγκασαν να αρχίσουμε την ανασκαφή από το κοίλο. Χαράξαμε λοιπόν τρεις ανασκαφικές τομές, δύο μέσα στο κοίλο και μια στα ανατολικά του όρια, για να μπορέσουμε να προσδιορίσουμε, με στρωματογραφικά κριτήρια, τη χρονολόγηση της τελευταίας φάσης των εδωλίων, που είναι ακόμα ορατά, να επαληθεύσουμε την ύπαρξη της Ελληνιστικής φάσης του κοίλου -σύγχρονης με τα ερείπια του προσκηνίου- και να μελετήσουμε τον τρόπο και τον χρόνο δημιουργίας του κοίλου του πρώτου θεάτρου.

Επίσης για να εξακριβώσουμε τα εξωτερικά όρια του ημικυκλίου του κοίλου κατά τη διάρκεια των διαφορετικών του φάσεων και να ερευνήσουμε τη σχέση του με το τείχος της πόλης. Η γειτνίαση του τείχους τουλάχιστον σε κάποια μεταγενέστερη φάση στέρησε από το θέατρο τη δυνατότητα ανάπτυξης κανονικής καμπύλης της γραμμής του ημικυκλίου του κοίλου. Στα Ελληνικά χρόνια το κοίλο ήταν πιο μικρό και δεν έφτανε ως το τείχος.

Όσον αφορά στην εξακρίβωση των ανώτατων ορίων του ημικυκλίου τα αποτελέσματα ήταν πολύ φτωχά. Πάντως έχουμε το κέρδος της διαπίστωσης ότι στην περιοχή όπου αργότερα -τουλάχιστον κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα- εγκαταστάθηκε το θέατρο στα Αρχαϊκά χρόνια υπήρχαν σπίτια, ενώ μετά την εγκατάλειψη του θεάτρου στην Παλαιοχριστιανική εποχή, στον χώρο εγκαταστάθηκε νεκροταφείο.

Μόνο αργότερα, κατά τη διάρκεια αναστηλωτικών εργασιών με συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας στο σημείο αυτό διαπιστώσαμε την ύπαρξη μιας οιωνεί στοάς, που παρακολουθεί στο ανώτατο σημείο την καμπύλη του κοίλου και προφανώς χρησίμευε στην κίνηση, πρόσβαση και αποχώρηση των θεατών στις σειρές των εδωλίων. Πιθανότατα λειτουργούσε σαν διάζωμα, εφόσον είναι διαπιστωμένο ότι το θέατρο της Θάσου δεν διέθετε διάζωμα σε καμία οικοδομική του φάση.

Σημαντικότερη ήταν η τομή 12 x 4 μ. που ανοίχτηκε στο νότιο μέρος του κοίλου, σε σημείο όπου δεν υπήρχαν εδώλια. Αμέσως βρήκαμε το στρώμα κατολίσθησης και καταστροφής των θεμελίων των εδωλίων στην τελευταία τους φάση. Οι κατασκευές αυτές, διαλυμένες σε μεγάλο βαθμό, αποτελούνταν από πλάκες σχιστολίθου σχηματίζοντας στρώσεις ύψους 0,20 μ. κατά κανονικά διαστήματα. Στο επίπεδο αυτό εδράζονται τα μαρμάρινα εδώλια που σώζονται ακόμα περίπου στη θέση τους. Τα εδώλια αυτά πατούν σε χώμα που συσσωρεύτηκε κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορικής εποχής.


Είναι ένα παχύ στρώμα, που στο ανώτερο σημείο της τομής φτάνει σε ύψος το 1 μ., και σωρεύτηκε για να ενισχύσει την κλίση του κοίλου και να αυξήσει σε σημαντικό ύψος την κλίση της προηγούμενης κατασκευής. Οι εργασίες αυτές εξηγούνται πιθανόν από τη θέληση να αυξήσουν τη χωρητικότητα του μνημείου, αλλά επίσης, χωρίς αμφιβολία, και από την εξέλιξη των θεαμάτων από την Κλασική - Ελληνιστική εποχή στον 2ο αιώνα μ.Χ..

Εάν ένα κοίλο που υψώνεται σε μικρό ύψος κλίσης από το επίπεδο της ορχήστρας προοριζόταν για δραματικούς αγώνες, ορχηστρικούς ή μουσικούς, που διαδραματίζονταν μέσα στην ορχήστρα ή στο προσκήνιο, η εγκατάσταση μιας αρένας περίπου 1,5 μ. χαμηλότερα από το επίπεδο της πρώτης σειράς των εδράνων και προφυλαγμένης με ένα λίθινο θωρακείο ύψους περίπου 2 μ., χρειαζόταν ένα κοίλο με μεγαλύτερη κλίση, για να προσφέρει στους θεατές των εικονικών κυνηγίων και των αγώνων των μονομάχων ικανοποιητική ορατότητα.

Η χρονολόγηση στον 2ο αιώνα μ.Χ. της επίχωσης αυτής και των εδωλίων που έφερε, επιβεβαιώνεται από την κεραμική, αλλά πιθανόν και από επιγραφή που μνημονεύει εδώλια του θεάτρου και κατά το σχήμα των γραμμάτων της χρονολογείται στα τέλη 2ου - αρχές 3ου αιώνα μ.Χ.. Κάτω από την επίχωση της Αυτοκρατορικής εποχής ανασκάφηκε ως τον φυσικό βράχο την προγενέστερη επίχωση που ανάγεται στις αρχές της Ελληνιστικής περιόδου. Η επιφάνεια της επίχωσης παρουσιάζει κλίση 30% σε διάστημα 4 μ..

Στο ανώτερο τμήμα της τομής η κλίση μεγάλωνε από ένα λεπτό καστανό στρώμα πλούσιο σε κεραμική. Η επιφάνειά του δημιουργεί την εντύπωση επιπέδου δαπέδου που σχηματίστηκε μάλλον σε μια στιγμή που διαλύθηκαν τα κτίσματα της ελληνιστικής περιόδου για να σχηματιστούν οι επιχώσεις της εποχής των Σεβήρων. Τα νεότερα στοιχεία της κεραμικής και τα νομίσματα δίνουν χρονολόγηση στις αρχές της ελληνιστικής εποχής. Η χρονολόγηση λοιπόν των εργασιών διευθέτησης στο κοίλο μοιάζει να συμφωνεί με αυτή του κτηρίου της σκηνής, όπως φαίνεται και από τη μελέτη των αρχιτεκτονικών θραυσμάτων του προσκηνίου.

Οι δύο τομές που ανοίχτηκαν στο κοίλο μας επέτρεψαν να κατανοήσουμε, στηριζόμενοι σε στρωματογραφικά δεδομένα, τις δύο φάσεις του θεάτρου της Θάσου: μια Ελληνιστική και μια της Ρωμαϊκής εποχής. Όσον αφορά στην πρώτη, η κεραμική δε φαίνεται να αλλάζει τη χρονολόγηση που πρότεινε ο Fr. Salviat: τέλος 4ου αιώνα π.Χ. Για τη δεύτερη χρονολόγηση, τον 2ο αιώνα μ.Χ., που ενισχύεται και από την αφιέρωση του θωρακείου της ορχήστρας. Το κτήριο της σκηνής της Ρωμαϊκής περιόδου παρουσιάζει εμφανώς δύο διαφορετικές φάσεις κατασκευής, που θα έπρεπε να χρονολογήσουμε.

Ουσιαστικά η πρόταση του Fr. Salviat να αποδοθεί στον πρώτο όροφο του κτιρίου της Ελληνιστικής σκηνής τα μέλη του δωρικού θριγκού που βρήκε ο G.Daux στις τομές που διενήργησε στην ορχήστρα και που ο ίδιος ονόμασε μικρό θριγκό, για να τα ξεχωρίσει από τα μεγάλα μέλη που ανήκουν στο Ελληνιστικό κτίριο, δεν μας φαινόταν πλέον ικανοποιητική, αφού μια τέτοια αρχιτεκτονική λύση δεν έχει κανένα παράλληλο στην αρχιτεκτονική του Ελληνιστικού θεάτρου. Σ΄ αυτές τις ερωτήσεις προσπαθήσαμε να δώσουμε απάντηση κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ανασκαφικών περιόδων από το 1992 έως το 1995.

Η Ορχήστρα

Οι τομές που χαράχθηκαν κυρίως στην περιφέρεια της ορχήστρας, κάθετα στον τοιχοβάτη του θωρακείου, απέβλεπαν στο να ερευνήσουν τη στρωματογραφία με την ελπίδα ότι νέα στοιχεία θα χρονολογούσαν ή ενδεχομένως θα έδιναν στοιχεία για μετακινήσεις του εσωτερικού ορίου του κοίλου στο διάστημα από τα Ελληνιστικά ως τα Ρωμαϊκά χρόνια. Δυστυχώς η φύση του υλικού της επίχωσης δεν επέτρεψε να ξεχωρίσουμε, όπως θα θέλαμε, τα επάλληλα αρχαιολογικά στρώματα.

Το μόνο στοιχείο που αυτή τη στιγμή διαθέτουμε για την αποκατάσταση του σχεδίου της Ελληνιστικής ορχήστρας, εκτός από την κλίση της πρώτης φάσης του κοίλου, είναι ο αγωγός που βρέθηκε κάτω από το κατώφλι της βορειοανατολικής παρόδου. Ο αγωγός αυτός που απομάκρυνε τα νερά προς την πλαγιά του λόφου πίσω από τη σκηνή του θεάτρου, δε φαίνεται να ήταν σε χρήση κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής φάσης, γιατί τότε μάλλον είχε καλυφθεί. Το πέρας του θα μπορούσε να θεωρηθεί στοιχείο ενδεικτικό για τον καθορισμό του ορίου της Ελληνιστικής ορχήστρας.


Μια μεγάλη τομή που ανοίχθηκε στο κέντρο και στον άξονα της ορχήστρας, επέτρεψε να απαλλαγούμε οριστικά από την υπόθεση ύπαρξης κατά τη Ρωμαϊκή εποχή μιας ''via venetationes'', που είχε διατυπώσει ο G. Daux στη διάρκεια των πρώτων ανασκαφικών εργασιών του. Οι τοίχοι που εκείνος βρήκε και που περιείχαν αρχιτεκτονικά μέλη που φαινόταν να ανήκουν στο θέατρο, όπως για παράδειγμα τα κομμάτια του μικρού θριγκού, ανήκουν με μεγάλη βεβαιότητα σε τοίχο ασβεστοκάμινου. Συγκεντρώσαμε ουσιαστικά πολλά στοιχεία από την παρειά τοίχου ενός καμινιού, καθώς και μικρά κομμάτια μαρμάρου με τη χαρακτηριστική πάτινα της φωτιάς.

Οι Πάροδοι

Το σχήμα των παρόδων εκ πρώτης όψεως φάνηκε παράξενο στους πρώτους ανασκαφείς. Από το γεγονός προκύπτει ότι το θέατρο είναι κτισμένο στα όρια της κορυφογραμμής του λόφου της ακρόπολης, από όπου περνά και το αρχαίο τείχος, το θέατρο της Θάσου ακουμπά στο τείχος, το οποίο έτσι παίζει κατά κάποιον τρόπο ρόλο αναλήμματος του κοίλου. Οπωσδήποτε είναι βέβαιο ότι το τείχος σ΄ αυτή την περιοχή δεν είχε πύλη. Δεν έμενε λοιπόν στους θεατές παρά μόνο μια πρόσβαση, αυτή της κλίμακας από τη νοτιοδυτική πάροδο; Η ερώτηση ακόμα δε βρήκε οριστική απάντηση.

Δεν αποκλείεται βέβαια να υπήρχε δρόμος που να ερχόταν από την πόλη, να κατέληγε δίπλα στο κτήριο της σκηνής και από εκεί να οδηγούσε σε είσοδο από τη βορειοανατολική πάροδο. Όπως κι αν έχει το πράγμα το σχήμα των δύο τοίχων-αναλημμάτων, που δίνει στο κοίλο τη μορφή όχι ακέραιου ημικυκλίου, δεν είναι σπάνιο για να εντυπωσιάζει.

Η Νοτιοδυτική Πάροδος

Η νοτιοδυτική πάροδος αποτελεί το επίπεδο ενός αναλήμματος, που στηρίζει ισχυρός τοίχος, κτισμένος με μεγάλους δόμους σχιστόλιθου τοποθετημένους κατά κανονικές σειρές αλλά όχι ισοδομικά. Ο τοίχος αυτός κτίστηκε κάθετα στη στενή νοτιοδυτική πλευρά του κτιρίου της Ελληνιστικής σκηνής. Από αυτόν τον τοίχο βρήκαμε άφθονο υλικό της ανωδομής του, το οποίο κατά τη διάρκεια της ανασκαφής αριθμήθηκε, σχεδιάστηκε και φωτογραφήθηκε κατά στρώσεις πτώσεως.

Προσεκτική μελέτη των ευρημάτων της ανασκαφής πιθανόν θα δώσει στοιχεία για ακριβέστερη χρονολόγηση, αλλά το πιθανότερο είναι ότι αυτή η επίχωση σχετίζεται μ΄ αυτή που συναντήθηκαν στις τομές του κοίλου, καθώς και με την επίχωση που έχει σωρευθεί πίσω από τη σκηνή και η οποία πιθανότατα πρέπει να σχετίζεται με τη σύγχρονη φάση των στοιχείων της κιονοστοιχίας του προσκηνίου και του μεγάλου Δωρικού θριγκού. Κολλήσεις σε αρκετά όστρακα προερχόμενα από διαφορετικά σημεία δίνουν την ίδια χρονολόγηση γι΄ αυτή την οικοδομική φάση.

Η Βορειοανατολική Πάροδος

Διάφορες τομές ανοίχτηκαν κάθετα στον τοίχο - ανάλημμα του κοίλου μέσα στη βορειοανατολική πάροδο, με σκοπό να βρεθούν οι διαδοχικοί τοίχοι που σχημάτιζαν τα διάφορα επίπεδα, όπως το ανάλημμα της νοτιοδυτικής παρόδου. Η τομή ανάμεσα στο ανάλημμα του κοίλου και το τείχος της πόλης, μέσα σε μικρό χώρο που άφησαν οι έρευνες των προγενεστέρων ανασκαφέων, επέτρεψε να αποκαλυφθεί το στρώμα καταστροφής του θεάτρου, μέσα στο οποίο βρήκαμε πολλούς μαρμάρινους δόμους που προέρχονται από την ανωδομή της επένδυσης του αναλήμματος.

Το στρώμα αυτό περιείχε ένα τουλάχιστον όστρακο χαρακτηριστικής κεραμικής. Η εξαντλητική μελέτη των ευρημάτων θα επιτρέψει να προσδιορίσουμε ακριβέστερα αυτή την πρώτη χρονολογική ένδειξη σχετικά με την εγκατάλειψη του θεάτρου της Θάσου. Όλες οι ενδείξεις μας οδηγούν σε χρονολόγηση του αναλήμματος στην αυτοκρατορική εποχή. Δεν βρήκαμε κανένα ίχνος από προγενέστερο αναλημματικό τοίχο. Εάν το κοίλο άλλαξε σχήμα, κάτι που οπωσδήποτε δεν είναι βέβαιο, το αρχικό όριο πρέπει να αναζητηθεί πίσω από το ανάλημμα της ρωμαϊκής εποχής.

Το Κτήριο της Σκηνής

Η παλαιότερη ανασκαφική έρευνα στο κτήριο της σκηνής είχε αποκαλύψει την Ρωμαϊκή φάση, ως εκ τούτου αυτό μόνο μας ήταν γνωστό. Επίσης γνωρίζαμε ότι ξαναχρησιμοποιήθηκε το σύνολο του δωρικού θριγκού του Ελληνιστικού προσκηνίου, εφόσον πολλές μετόπες απέκτησαν γλυπτό διάκοσμο μέσα στο 2ο αιώνα μ.Χ.. Ωστόσο έμεναν αναπάντητα πολλά ερωτήματα και αυτά οδήγησαν τις μετέπειτα έρευνές μας. Η κατάσταση διατήρησης των τοίχων του κτιρίου της σκηνής φανερώνει αμέσως την ύπαρξη δύο κατασκευαστικών φάσεων κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής εποχής που έπρεπε να χρονολογήσουμε.


Άλλωστε ήταν βέβαιο ότι το Ελληνιστικό προσκήνιο είχε διαλυθεί, τουλάχιστον κατά τις εργασίες της πρώτης Ρωμαϊκής φάσης. Το ερώτημα είναι εάν άλλαξε και θέση. Οπωσδήποτε τα ορατά ερείπια της σκηνής, κυρίως οι πεσσοί που βρίσκονται μπροστά από τον τοίχο της πρόσοψης, έδειχναν πολύ καθαρά ότι προορίζονται να φέρουν μια ''scena frons'' με κόγχες και κίονες, αλλά κανένα στοιχείο από την αρχιτεκτονική διακόσμηση της ανωδομής δε βρέθηκε ή δεν ταυτίστηκε. Το τελευταίο πρόβλημα αφορούσε την αποκατάσταση του μικρού Δωρικού θριγκού, του οποίου πολλά κομμάτια βρήκε ο G. Daux σαν σπόλια σε τοίχους της ορχήστρας.

Ο Fr. Salviat προσπάθησε να τα αποδώσει στο πρώτο όροφο του κτηρίου της Ελληνιστικής σκηνής. Μια τέτοια λύση δε μας φαινόταν καθόλου ικανοποιητική και μάλλον προτιμούμε να διατυπώσουμε την υπόθεση, είτε ότι πρόκειται για θριγκό προερχόμενο από άλλη θέση, για παράδειγμα από το πίσω μέρος του κτιρίου της σκηνής, είτε ότι πρόκειται για μια άλλη φάση της ίδιας περίπου εποχής.

Το Προσκήνιο

Η αποκάλυψη μέσα στην ορχήστρα και μπροστά από το νοτιοδυτικό άκρο του προσκηνίου ενός μικρού συμπαγούς θεμελίου αποτέλεσε ένα σημαντικό εύρημα της ανασκαφής μας. Πρόκειται για δύο μικρούς κάθετους τοίχους. Ο πρώτος σχηματίζει ορθή γωνία με τον στυλοβάτη του προσκηνίου, με τον οποίον συνδέεται με σταθερή πλοκή του οικοδομικού υλικού, ο δεύτερος είναι παράλληλος με τον στυλοβάτη. Αυτή η ανακάλυψη που πιστοποιεί την ύπαρξη μιας κατασκευής, που σχηματίζει προεξοχή προς τη μεριά της ορχήστρας σ΄ αυτό το σημείο του προσκηνίου, μας έκανε να χαράξουμε μια τομή στο άλλο άκρο για να βεβαιωθούμε εάν έχουμε στη Θάσο μια προγενέστερη φάση του προσκηνίου με παρασκήνια.

Δυστυχώς στο βορειοανατολικό άκρο του προσκηνίου δεν βρέθηκαν ανάλογα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, κι έτσι η ύπαρξη μιας στοάς με παρασκήνια στο θέατρο της Θάσου δεν είναι ακόμα βέβαιη. Παρόλα αυτά η ενδιαφέρουσα αυτή αποκάλυψη ενισχύει την υπόθεση μιας αρχαιότερης φάσης για τον στυλοβάτη του προσκηνίου. Επομένως θα μπορούσαμε να σχετίσουμε τα μέλη του μικρού Δωρικού θριγκού με αυτή τη φάση. Είναι όμως δύσκολο να προχωρήσουμε σε χρονολόγηση, πριν την ολοκλήρωση της μελέτης της κεραμικής.

Αλλά εάν η χρονολόγηση του Fr. Salviat για τον Ελληνιστικό θριγκό στα τελευταία χρόνια του 4ου αιώνα π.Χ. είναι σωστή, πρέπει τότε να αναζητήσουμε μια παλαιότερη χρονολόγηση για την πρώτη φάση του προσκηνίου. Αυτό που οπωσδήποτε μπορούμε να πούμε είναι ότι έχουμε να κάνουμε με ένα από τα παλαιότερα λίθινα θέατρα του αρχαίου κόσμου. Αυτή η ιδιαιτερότητα της Θάσου πάντως δεν μας ξενίζει. Αρκεί να θυμίσουμε τη φήμη που είχαν μερικοί Θάσιοι ηθοποιοί στον Ελληνικό κόσμο, την ποιότητα των χορηγικών μνημείων που κοσμούσαν το Διονύσιο και τέλος την ύπαρξη στη Θάσο ενός άγνωστου σ΄ άλλα μέρη δραματικού είδους, του νυκτερινού.

Τα Ερείπια κάτω από το Προσκήνιο

Σε βάθος λιγότερο των δύο μέτρων μέσα στην Ελληνιστική επίχωση βρέθηκε ανάμεσα στον τοίχο της πρόσοψης του κτιρίου της σκηνής και στον στυλοβάτη του προσκηνίου ένας εξαιρετικά επιμελημένος τοίχος, κτισμένος με μαρμάρινες πλίνθους, σε αρκετά μεγάλη κλίση σε σχέση με τον άξονα του προσκηνίου, που αλλάζει κατεύθυνση αμέσως μετά το κατώφλι της νοτιοανατολικής παρόδου. Αυτός ο τοίχος σώζεται σ΄ όλο το ύψος του. Έχει την εξωτερική παρειά ψευδοϊσοδομική, ενώ κατά κάποιον τρόπο επιστέφεται από σχιστολιθικές πλάκες που προεξέχουν ελαφρά. Πρόκειται οπωσδήποτε για έναν τοίχο που ανακρατεί ένα επίπεδο.

Είναι η αρχαιότερη μνημειακή κατασκευή που βρέθηκε σ΄ αυτό το σημείο του θεάτρου, αλλά είναι ακόμα αδύνατο να προτείνουμε χρονολόγηση με βάση τα στρωματογραφικά δεδομένα. Δυστυχώς δεν κατέστη δυνατόν, για λόγους ασφαλείας, να σκάψουμε κάτω από το επίπεδο της θεμελίωσης. Έτσι το μόνο στοιχείο χρονολόγησης αποτελεί η Ελληνιστική επίχωση που τον καλύπτει. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι πρόκειται για μνημειακό κτίσμα εξαιρετικής ποιότητας, η κατασκευή του οποίου δεν υπολείπεται σε τίποτα των μεταγενέστερων φάσεων. Ίσως πρέπει να δούμε εδώ τα κατάλοιπα ενός πρώτου κτίσματος προορισμένου να δεχθεί θεατρικές παραστάσεις.

Το Κεντρικό Κτίσμα της Σκηνής

Αμέσως με τις πρώτες εργασίες καθαρισμού του μακρού τοίχου πίσω από το κτήριο της σκηνής βρήκαμε τον Ελληνιστικό τοίχο, που αργότερα ενσωματώθηκε στον όγκο του τοίχου της Ρωμαϊκής εποχής. Παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι ενισχύεται από αντηρίδες τοποθετημένες σε κανονικά διαστήματα ξεκινώντας από τις γωνίες. Ο τοίχος της στενής νοτιοανατολικής πλευράς δεν είναι κάθετος στον άξονα του κτηρίου, αλλά σχηματίζει μαζί του αμβλεία γωνία.


Τα τρία δωμάτια του κτηρίου της σκηνής ανασκάφηκαν σε όσο βάθος στάθηκε δυνατόν. Αλλά σε κανένα δεν μπορέσαμε να φτάσουμε ως τον φυσικό βράχο. Το πρώτο ζητούμενο αρχίζοντας από τα ψηλότερα στρώματα ήταν να δούμε και να μελετήσουμε την τάφρο θεμελιώσεως των τοίχων της ρωμαϊκής εποχής. Αλλά η ιδιαίτερη τεχνική αυτών των θεμελιώσεων ''fondation en coffrage'', καθώς και η χρησιμοποίηση στη ρωμαϊκή εποχή υλικών επιχώσεως της Ελληνιστικής περιόδου, μας αποστέρησαν τα στρωματογραφικά δεδομένα, τουλάχιστον γι΄ αυτή τη φάση του κτηρίου.

Από την άλλη, η ανασκαφή στο εσωτερικό των δωματίων μας επεφύλασσε κάποιες εκπλήξεις. Επέτρεψε να αποκαλύψουμε τα θεμέλια μιας σειράς ισχυρών κατασκευών που ανήκουν σε διάφορες φάσεις του κτιρίου της σκηνής: αυτές οι ανακαλύψεις είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες αφού ανήκουν σε οικοδομικές φάσεις ή σε αλλαγές της αρχιτεκτονικής μορφής του μνημείου που μέχρι τώρα ήταν τελείως άγνωστες.

Το αρχαιότερο αρχιτεκτονικό κατάλοιπο σ΄ αυτή τη ζώνη βρέθηκε μέσα στα τρία δωμάτια του κτιρίου της σκηνής. Δεν διαθέτουμε για την ώρα κανένα σίγουρο χρονολογικό στοιχείο, αλλά είναι βέβαιο ότι κτίστηκε τουλάχιστον πριν από τη σώρευση των επιχώσεων, που σχετίζονται με τις μεταγενέστερες φάσεις της σκηνής. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τοίχο-ανάλημμα, αλλά η συσχέτισή του με τον ψευδοϊσοδομικό τοίχο που βρήκαμε κάτω από το προσκήνιο δεν μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη. Το ερώτημα είναι αν πρόκειται για σύγχρονα κτίσματα ή για διαφορετικές φάσεις.

Πάντως είναι ένας ισχυρός αναλημματικός τοίχος, όπως δείχνει τόσο η θέση του στον χώρο, όσο και η διαφορά στην κατασκευή των δύο παρειών του. Δεν είμαστε ακόμα σε θέση να προτείνουμε χρονολόγηση με ικανοποιητική προσέγγιση, αλλά πρόκειται για κτίσμα αρχαιότερο του ελληνικού τοίχου του κτιρίου της σκηνής, αυτού με τις αντηρίδες, εφόσον αυτός σκεπάστηκε από την επίχωση που σωρεύτηκε από την πλευρά της εσωτερικής παρειάς του τελευταίου.

Επομένως η ανασκαφική έρευνα προσέφερε στοιχεία για ακόμη δύο συμπληρωματικές φάσεις της κατασκευής του θεάτρου. Πρόκειται για την πρώτη φάση του τοίχου-αναλήμματος μέσα στα δωμάτια της σκηνής και τη δεύτερη φάση αυτού του τοίχου. Η ακριβής χρονολόγηση αυτών των διαφορετικών φάσεων είναι εξαιρετικά δύσκολη, αφού είναι στενοί οι χώροι που ανασκάψαμε και μεγάλες οι δυσκολίες παρακολούθησης της στρωματογραφίας μέσα στην οποία οι ίδιες πάντοτε επιχώσεις συστηματικά ξαναχρησιμοποιούντ αιώνια.

Παρατηρεί κανείς μεγάλες διαφορές στον προσανατολισμό των τοίχων, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα έπρεπε να ερμηνευτούν σαν διαφορετικές χρονολογικές φάσεις. Το ανάγλυφο του εδάφους είναι τέτοιο -έχει διπλή κλίση και πολύ μεγάλη κατωφέρεια- που υπαγόρευσε συγκεκριμένες διευθετήσεις. Μια τελευταία έκπληξη μας περίμενε. Ο καθαρισμός της εσωτερικής όψης του πίσω τοίχου της Ελληνιστικής σκηνής έδειξε ότι αυτός ήταν ενισχυμένος από συμπαγείς εν είδει πεσσών κατασκευές κατά τρόπο που φαίνεται να προεκτείνουν προς την πλευρά της ορχήστρας τις εξωτερικές αντηρίδες του τοίχου.

Αυτή η εντυπωσιακή διευθέτηση, με προορισμό οπωσδήποτε να ανακρατήσει την ανωδομή του κτιρίου της σκηνής, παρά να χρησιμεύσει σαν ανάλημμα στο όλο κατασκεύασμα του θεάτρου, συνδέεται με τον αναλημματικό τοίχο που βρίσκεται αμέσως προς την πλευρά της ορχήστρας με καμπύλα τοιχάρια. Φαίνεται ότι οι κατασκευαστές του ελληνιστικού θεάτρου χρησιμοποίησαν τους προϋπάρχοντες τοίχους που ήταν δυνατόν να ενισχύσουν τη σταθερότητα του κτιρίου, σ΄ ένα σημείο όπου είναι ιδιαίτερα μεγάλη και απότομη η φυσική κλίση του εδάφους.

Στη Ρωμαϊκή εποχή επιχειρήθηκε ενίσχυση από το μέρος της κατωφέρειας του τοίχου με τις αντηρίδες στο πίσω μέρος της σκηνής. Κόλλησαν λοιπόν στην εξωτερική πλευρά του τοίχου της προγενέστερης φάσης μια ογκώδη κατασκευή, που αποτελείται από αρκετά στοιχεία. Κυρίως οι δύο γωνίες ενισχύθηκαν ιδιαίτερα. Στη νοτιοανατολική γωνία προστέθηκε στον ελληνιστικό τοίχο ένα βαρύ και συμπαγές τρίγωνο, που τελικά έδωσε σχήμα τετράπλευρου στη σκηνή. Η βορειοδυτική γωνία ξανακτίστηκε εξολοκλήρου.


Σε κάποια χρονική στιγμή, που δεν μπορούμε ακόμα να προσδιορίσουμε, προστέθηκε από ένας χώρος και στις δύο στενές πλευρές της σκηνής. Ο χώρος στα βορειοανατολικά διατηρήθηκε σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τον αντίστοιχο της άλλης πλευράς. Έχει σχήμα τετράπλευρο και άνοιγμα προς την ορχήστρα. Πίσω από το κτήριο της σκηνής και σε απόσταση περίπου 0,5 μ. αποκαλύψαμε έναν τοίχο με διαμορφωμένη διπλή παρειά. Ο τοίχος αυτός δεν στάθηκε δυνατόν να ερευνηθεί παρά μόνο τμηματικά.

Η κατάσταση διατήρησής του δεν επέτρεψε να τον ανασκάψουμε από την εξωτερική πλευρά της κατωφέρειας. Την παρειά αυτή την αποκαλύψαμε σε μήκος μόνο ενός μέτρου. Αντίθετα την πλευρά της ανωφέρειας μπορέσαμε να την αποκαλύψουμε σε όλο το ύψος της. Την παρειά αποτελούν μικρές μαρμάρινες πλίνθοι καλοπελεκημένες, όχι κατά ισοϋψείς στρώσεις αλλά κτισμένες με κάποια κανονικότητα. Ο τοίχος πατά στον φυσικό βράχο και δεν είναι παράλληλος με τον εξωτερικό τοίχο της σκηνής.

Είναι πολύ πιθανόν ότι ο τοίχος αυτός χρησίμευσε στους κατασκευαστές του θεάτρου των διαφορετικών φάσεων σαν ανάλημμα. Κατά κύριο λόγο ανακρατά, τουλάχιστον μετά την Ελληνιστική φάση, την επίχωση των εξωτερικών τοίχων της σκηνής, που ακολούθησαν χρονικά.

Συμπεράσματα

Η ανασκαφή τεσσάρων χρόνων στο θέατρο της Θάσου έχει πλουτίσει σημαντικά τις γνώσεις μας. Στις δύο οικοδομικές φάσεις που αναγνώριζε ως τώρα η έρευνα πρέπει να προσθέσουμε οπωσδήποτε ακόμα δύο. Επίσης γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι το σχέδιο του προσκηνίου δεν ήταν πάντοτε αυτό που ταυτίσαμε με τη ρωμαϊκή εποχή.

Μπορέσαμε να κατανοήσουμε ότι οι δυσκολίες του εδάφους δεν απέτρεψαν τους Θάσιους, αντίθετα του έδωσαν αφορμή να προχωρήσουν σε λύσεις πρωτότυπες και σε ρηξικέλευθες τεχνικές θεμελίωσης και αντιστήριξης. Τα στοιχεία που κερδίσαμε από την ανασκαφική έρευνα τα αξιοποιήσαμε για την αναστήλωση του μνημείου, την οποία περιγράφουμε στη συνέχεια συνοπτικά, δεδομένου ότι δεν έχει ολοκληρωθεί.

Το Αναστηλωτικό Πρόγραμμα 1997 - 2001

Πρώτο μέλημα πριν από την έναρξη των εργασιών αναστήλωσης ήταν η κοπή των δέντρων -προαναφέρθηκαν οι λόγοι που μας οδήγησαν στην απόφαση- και το ξερίζωμά τους. Το έργο αποδείχτηκε επίπονο, απαιτούσε δύσκολους χειρισμούς και ιδιαίτερη προσοχή, δεδομένου ότι πολλά δέντρα με τις ρίζες τους είχαν αγκαλιάσει εδώλια, και σε μερικές περιπτώσεις τα είχαν σπάσει. Άλλωστε στο μέτρο του δυνατού δεν έπρεπε να διαταραχθεί η θέση των μαρμάρινων εδωλίων και το επίπεδο της κλίσης του χωμάτινου κοίλου.

Στο τμήμα του κοίλου που δεν σωζόταν εδώλια, ή αυτά ήταν ελάχιστα και μετακινημένα, κατασκευάστηκε μεταλλικό ικρίωμα από ανοξείδωτο μέταλλο. Προς τούτο χρειάστηκε να διανοιγούν οπές κάθετες μέχρι τον φυσικό βράχο. Στις οπές αυτές στερεώθηκαν μεταλλικά αγκύρια, στις απολήξεις των οποίων κολλήθηκε η μεταλλική κατασκευή. Το ικρίωμα αυτό εξασφάλισε 13 σειρές καθισμάτων για τους θεατές. Η επάνω επιφάνεια των καθισμάτων επενδύθηκε με ξύλο.

Η επιφάνεια του κοίλου που κάλυψε η μεταλλική κατασκευή ομαλοποιήθηκε προηγουμένως, εξυγιάνθηκε και, προκειμένου να εμποδιστεί η ανάπτυξη βλάστησης, καλύφτηκε από ένα λεπτό στρώμα κονιάματος, πάχους κατά μέσον όρο 5 εκ., με μεγάλη περιεκτικότητα σε άμμο, κουρασάνι, ασβέστη, και ελάχιστο τσιμέντο. Για να έχει μεγαλύτερη αντοχή το στρώμα αυτό περιείχε λεπτό πλέγμα κασσιτέρου. Η κλίση της μεταλλικής κατασκευής υπήρξε οδηγός για όλες τις επεμβάσεις και αναστηλωτικές εργασίες που ακολούθησαν και που αφορούσαν το τμήμα από το ικρίωμα μέχρι την ορχήστρα και το τμήμα πάνω από το μεταλλικό ικρίωμα.


Οι τρεις κατώτατες σειρές εδωλίων είναι ίσως και οι μόνες που εν μέρει διέσωζαν μαρμάρινα εδώλια στη θέση τους, ουσιαστικά αυτά που ο Δ. Λαζαρίδης είχε τοποθετήσει κατ’ οικονομίαν στις πρώτες στερεωτικές εργασίες στο θέατρο. Σ’ αυτές τοποθετήθηκαν στην σωστή θέση τους, από την άποψη ύψους και θέση τους στον κώνο του θεάτρου, τα αρχαία μαρμάρινα εδώλια, συμπληρώθηκαν τα κενά με νέα κομμάτια μαρμάρου, αρμολογήθηκαν, και στη συνέχεια τα νέα εδώλια χτυπήθηκαν ώστε να αποκτήσουν επιφάνεια παρόμοια με των αρχαίων.

Στα δύο άκρα δεξιά και αριστερά διαμορφώθηκαν σκάλες για την πρόσβαση των θεατών από το επίπεδο των παρόδων. Πίσω από τα θωράκεια της ορχήστρας ανακατασκευάστηκε ο τοίχος που αποτελούσε και την υποδομή για το πρώτο πάτημα των εδωλίων. Προηγήθηκε η κατασκευή ενός πλέγματος ανοξείδωτων μεταλλικών ράβδων, οι οποίες καρφώθηκαν στον φυσικό βράχο και κολλήθηκαν στην μεταλλική κατασκευή του ικριώματος. Κατά τον ίδιο τρόπο στερεώθηκε και η υποδομή των εδωλίων που ανατάχθηκαν στο πάνω μέρος του κοίλου και το πλέγμα κολλήθηκε στο μεταλλικό ικρίωμα.

Οι εργασίες στο υπόλοιπο τμήμα του κοίλου αφορούσαν γενικά τακτοποίηση των εδωλίων και παράλληλη απομάκρυνση αυτών -των λίγων- που πριν υπήρχαν στον χώρο που κάλυψε η μεταλλική κατασκευή. Εκτεταμένες εργασίες αφορούσαν στη συντήρηση των εδωλίων και σε πολλές περιπτώσεις συγκολλήσεις τμημάτων, όπου αυτό ήταν δυνατόν. Το αναστηλωτικό πρόγραμμα του θεάτρου της Θάσου θα ολοκληρωθεί όταν προχωρήσουμε στην αναστήλωση των παρόδων και του σκηνικού οικοδομήματος του μνημείου. Αυτή είναι η επόμενη προγραμματισμένη φάση επεμβάσεων στο μνημείο.

Το υλικό που διασώθηκε είναι αρκετό για να υποστηρίξει αξιόπιστες προτάσεις αναστήλωσης. Ειδικά από τις παρόδους σώζεται μεγάλος αριθμός μαρμάρινων πλίνθων της Ρωμαϊκής επένδυσης των τοίχων, η οποία κάλυπτε την λιθορριπή των αναλημμάτων, ενώ και το υλικό που προέρχεται από το ελληνιστικό προσκήνιο ανταποκρίνεται σε όλες τις προϋποθέσεις ώστε, όταν πραγματοποιηθεί η αναστήλωσή του, το θέατρο της Θάσου θα αποκτήσει νέα, πλήρη εικόνα.

ΤΟ ΩΔΕΙΟ ΤΗΣ ΘΑΣΟΥ

Το κτίσμα που αποκαλύφτηκε το 1929 και ως σήμερα παρέμενε ατελώς μελετημένο και δημοσιευμένο, ακόμα και στις μέρες μας δίνει την εντύπωση μνημειακού κτιρίου. Κι ας είναι το μεγαλύτερο μέρος του κάτω από σύγχρονο δρόμο της πόλης και ουσιαστικά ορατό μόνο το κατώτερο μέρος, με τις πρώτες σειρές των εδωλίων του. Είναι βέβαιο ότι στα αρχαία χρόνια θα παρουσίαζε πολύ εντυπωσιακή εικόνα και θα αποτελούσε ένα μεγαλοπρεπές οικοδόμημα.

Στο χρονικό της ανασκαφής που δημοσίευσαν οι Y. Bequignon και P. Devambez υπέθεσαν ότι πρόκειται για ένα ωδείο της εποχής του Αδριανού, που έμεινε όμως ατελές. Αυτή η ερμηνεία ως μικρού στεγασμένου θεάτρου δεν θεωρήθηκε ικανοποιητική και επανατέθηκε πρόσφατα επί τάπητος. Μία νέα εξέταση των οικοδομικών λειψάνων, στο πλαίσιο της έρευνας που διενεργείται σε ένα σύνολο κτισμάτων της Αυτοκρατορικής περιόδου στη νότια πλευρά της αγοράς της Θάσου, επιτρέπει να προτείνουμε μία πληρέστερη αποκατάσταση της κάτοψης αυτού του εντυπωσιακού κτιρίου και να αναθεωρήσουμε την ερμηνεία του.

Σωστική ανασκαφή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καβάλας το 1981, στα νοτιοανατολικά των λειψάνων που γνωρίζαμε από το 1929, αποκάλυψε τοίχο που στήριζε τις κατώτερες σειρές των εδωλίων. Και αυτό είναι το στοιχείο που αποτελεί το κλειδί στην ερμηνεία του κτίσματος. Έτσι, με συμπληρωμένο αυτό το τμήμα, το μνημείο απέκτησε, στην τελική μορφή του, το κατώτερο μέρος του κοίλου, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να προτείνουμε και αποκατάσταση των σειρών εδωλίων στο σύνολο του κοίλου.

Το ανώτερο τμήμα του κοίλου, που παλαιότερα πιστευόταν πως στηρίζεται σε θολωτή στοά, τώρα πλέον είναι φανερό ότι τελειώνει σε ημικυκλικό στιβαρό τοίχο, ο οποίος στηρίζεται σε επτά όμοια στο σχήμα και τις διαστάσεις ημικυκλικά ανοίγματα. Ανάμεσα στα δύο τμήματα κάτω από το κοίλο, η στέγαση είναι θολωτή. Η ύπαρξη τέτοιων ανοιγμάτων - διαμερισμάτων είναι συνήθης στα Ρωμαϊκά χρόνια, ανάμεσα σε στηρίγματα των ανωτέρων τμημάτων του κοίλου των ωδείων με την διαφορά ότι αυτά συνήθως είναι ορθογώνια ή τραπεζοειδή σε κάτοψη, όπως για παράδειγμα στο ωδείο του Άργους.


Μια πιο ολοκληρωμένη ανασκαφή θα επέτρεπε ενδεχομένως να διορθώσουμε ή και να συμπληρώσουμε την μορφή του κτιρίου, κυρίως όσον αφορά το σκηνικό οικοδόμημα, για το οποίο ακόμα αμφιβάλλουμε αν πρόκειται για μνημειακή κατασκευή, όπως στην Κόρινθο, ή για μια απλή στοά, όπως για παράδειγμα στο μνημείο των Αγωνοθετών στην Απολλωνία της Ιλλυρίας, το ''βουλευτήριο'' της Τροίας ή το αντίστοιχο της Νύσσας. Ας δούμε πρώτα το ίδιο το μνημείο.

Το κτίσμα αποτελείται από ένα κοίλο με δύο σειρές εδωλίων, που σχηματίζουν μη εγγεγραμμένο ημικύκλιο, από μία ορχήστρα και από ένα κτίριο σκηνής. Η ορχήστρα δεν έχει πλακόστρωση, ούτε ίχνη αγωγού απορροής ομβρίων. Από τις παρόδους σώζονται μόνο οι δύο αναλημματικοί τοίχοι προς την πλευρά του κοίλου. Από το κοίλο, μπορούμε να αποκαταστήσουμε δεκατρείς ή δεκατέσσερις σειρές εδωλίων ως τις αντηρίδες. Ένας ορθογώνιος χώρος-διαμέρισμα που οδηγούσε στις παρόδους υπήρχε από τις δύο πλευρές του κοίλου.

Είναι πολύ πιθανόν ότι πρόκειται για χώρους ξύλινων κλιμακοστασίων που οδηγούσαν στις σειρές των εδωλίων ψηλά, εφόσον η πρώτη σειρά των εδωλίων βρίσκεται περίπου ένα μέτρο ψηλότερα από το επίπεδο της ορχήστρας και είναι μάλλον αδύνατη από αυτό το σημείο η ανάβαση των θεατών. Στο χώρο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται η σκηνή δεν μπορούμε να αποδώσουμε με βεβαιότητα κανένα αρχιτεκτονικό κατάλοιπο, κι έτσι αρκούμαστε στην υπόθεση ότι πιθανόν το όποιο σκηνικό οικοδόμημα θα έμοιαζε πιο πολύ με απλή στοά, που μπορεί να ήταν και ξύλινη.

Για τη χρονολόγηση του μνημείου δεν έχουμε αδιάσειστα στοιχεία. Επιγραφή που βρέθηκε κοντά στο μνημείο και αναφέρεται στον Αυτοκράτορα Αδριανό, ονομάζοντάς τον Κτίστη και Σωτήρα, σχετίζεται περισσότερο με την λατρεία του Αυτοκράτορα, παρά είναι ένδειξη για συμμετοχή του στην ανέγερση του ωδείου.

Μόνο η συσχέτιση της ανέγερσής του με εκτεταμένο οικοδομικό πρόγραμμα του κέντρου της πόλης της Θάσου, και πιο συγκεκριμένα η σχεδίαση κτισμάτων και χώρων από την περιοχή νότια της αγοράς μέχρι και την αψίδα του Καρακάλλα, μας οδηγεί χρονολογικά στο τέλος της εποχής των Αντωνίνων ή στις αρχές της κυριαρχίας των Σεβήρων. Τυπολογικά στοιχεία του ωδείου, όπως η κάτοψη του σχεδόν ημικυκλικού κοίλου και οι αντηρίδες που στηρίζουν το κτίριο κάθε δύο μέτρα, είναι στοιχεία που βρίσκουμε στο βουλευτήριο της Εφέσου ή στο ωδείο της Πάτρας. Χρονολογικά είναι στοιχεία μνημείων του Β’ μισού του 2ου αιώνα μ.Χ..

Και πάντοτε έχουμε υπόψη μας και το ωδείο της αγοράς της Θεσσαλονίκης, που γεωγραφικά είναι το πλησιέστερο στην Θάσο. Επανερχόμαστε στη λειτουργία του κτιρίου, το οποίο προβλημάτισε όχι μόνο τους πρώτους ανασκαφείς - μελετητές του, αλλά και την μεταγενέστερη έρευνα. Έγιναν συσχετίσεις με ωδεία αλλά και με δημόσια κτίρια συγκέντρωσης πολιτών, καθώς και με βουλευτήρια. Οπωσδήποτε η κατασκευή του κτιρίου δείχνει ότι αυτό ήταν στεγασμένο. Επομένως πρόκειται για κτίσμα-αίθουσα συγκεντρώσεων, δηλαδή ωδείο ή χώρο πολιτικών δραστηριοτήτων.

Η άποψη ότι πρόκειται για βουλευτήριο προσκρούει σε σοβαρό αντεπιχείρημα, στο μέγεθος. Τα βουλευτήρια είναι κτίσματα μικρού μεγέθους, όπου συγκεντρωνόταν περιορισμένος αριθμός πολιτών, ενώ στο Θασιακό ωδείο με τις δύο σειρές εδωλίων μπορούσαν να καθίσουν πάνω από χίλια άτομα. Εκτός κι αν δεχτούμε ότι έχουμε εδώ το μεγαλύτερο βουλευτήριο της Ρωμαϊκής εποχής. Αλλά και το σχήμα του δεν είναι παρά το σχήμα του Ελληνικού θεάτρου, με την κυκλική ορχήστρα και το ελεύθερο εξωτερικά ημικυκλικό σχήμα του κοίλου, το οποίο όπως δείχνουν τα ανασκαφικά δεδομένα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εγγράφεται σε κτίσμα.

Επομένως παρόλο που δεν θα μπορούσε θεωρητικά να αποκλειστεί η λειτουργία του ως βουλευτηρίου, αφού ήταν χώρος συγκέντρωσης και δη κοντά στο κέντρο της πόλης και στην αγορά, το πιθανότερο είναι πως ο χώρος αυτός είναι χώρος θεαμάτων αν δεν είναι ένα μικρό θέατρο, είναι μάλλον ένα ωδείο. Την ερμηνεία αυτή ενισχύει και μια κατασκευαστική ιδιαιτερότητα, που ήδη αναφέρθηκε: η αδυναμία πρόσβασης των θεατών από την ορχήστρα προς τις σειρές των εδωλίων.


Το στοιχείο αυτό είναι κατανοητό μάλλον σε ένα θέατρο ή γενικά σε χώρο θεαμάτων, όπου οι θεατές δεν έχουν ανάγκη πρόσβασης στην ορχήστρα, είναι όμως αδιανόητο για έναν χώρο πολιτικών συγκεντρώσεων, όπως ένα βουλευτήριο, όπου οι ομιλητές προσέρχονται ή αποχωρούν από την ορχήστρα, όπου θα ήταν στημένο το βήμα. Πιστεύεται ότι, προκαταλαμβάνοντας και το συμπέρασμα από όσα ακολουθούν, ότι στο περιγραφόμενο κτίριο της Θάσου, που έχει τη μορφή ενός μικρού στεγασμένου θεάτρου, μπορούμε να δούμε μάλλον ένα ωδείο, όπου φυσικά θα μπορούσαν να λαμβάνουν χώρα και εκδηλώσεις πολιτικού χαρακτήρα και μουσικές εκδηλώσεις.

Ωστόσο μένει να εξηγήσουμε γιατί οι Θάσιοι έκτισαν ένα δεύτερο οικοδόμημα, που προοριζόταν για θεάματα, και στη συνέχεια, γιατί όχι, να γενικεύσουμε την συζήτηση, πώς δηλαδή λειτουργούν δύο παρόμοια οικοδομήματα σε αρκετές πόλεις στα χρόνια της Ρωμαϊκής εποχής, όπως στην Κυρήνη, την Κνίδο, την Κόρινθο, ακόμα και στην Αθήνα . Ποια ήταν η ανάγκη που οδήγησε τελικά στην κατασκευή ενός νέου οικοδομήματος που προοριζόταν και αυτό για εκδηλώσεις θεαμάτων; Αυτή η στεγασμένη αίθουσα λειτουργούσε σαν το δίδυμο του θεάτρου;

Τα ζητήματα αυτά θέτουν κατά περίπτωση το πρόβλημα του προσδιορισμού της λειτουργίας των ωδείων και επιπρόσθετα το θέμα της εξέλιξης των θεαμάτων στα θέατρα. Γνωρίζουμε ότι οι αλλαγές στο θέατρο της Θάσου κατά την Αυτοκρατορική περίοδο, δηλαδή ο μετασχηματισμός της ορχήστρας σε αρένα, η κατασκευή υψηλού θωρακείου στην περιφέρεια της ορχήστρας, δεν επέφεραν την καταστροφή του σκηνικού οικοδομήματος, του προσκηνίου, όπως συνέβη για παράδειγμα στο θέατρο της Δωδώνης.

Δεν μπορούμε επομένως να ισχυριστούμε ότι το ωδείο κτίστηκε για να δεχτεί τα έργα του Κλασικού Ελληνικού ρεπερτορίου σε μία χρονική στιγμή που αυτές δεν μπορούσαν να παρουσιαστούν στο θέατρο. Και θυμίζουμε ότι στη θεματολογία των μετοπών του προσκηνίου, που σίγουρα δημιουργήθηκε όταν η ορχήστρα ήταν ήδη αρένα και είχε κτιστεί η ''scenae frons'', δίπλα στον Άρη και τη Νέμεση εικονογραφείται και ο Διόνυσος, κατεξοχήν θεός του θεάτρου.

Παραδείγματα ύπαρξης διπλών κτιρίων με αποστολή να λειτουργούν σαν χώροι θεαμάτων στα Ρωμαϊκά χρόνια έχουμε πολλά, κυρίως κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ.. Αλλά μάλλον αυτό δεν σχετίζεται αναγκαστικά με κάποια εξειδίκευση στην λειτουργικότητά τους. Για παράδειγμα στην Κόρινθο αγώνες μονομάχων μαρτυρούνται τόσο στο θέατρο, όσο και στο ωδείο, είναι αλήθεια βέβαια στις αρχές του 3ου αιώνα και πολύ νωρίτερα από την ίδρυση του ωδείου.

Το ίδιο ισχύει και για την Αθήνα, όπου κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. τουλάχιστον τέσσερα κτίσματα προοριζόταν για θεάματα, χωρίς να είναι πάντοτε εύκολο να προσδιορίσουμε τον τύπο του θεάματος για το καθένα. Ξέρουμε ότι το ωδείο του Περικλέους, που κάηκε στα χρόνια του Σύλλα, ξανακτίστηκε από τον Αριοβαρζάνη Β’ Φιλοπάτορα, βασιλιά της Καππαδοκίας (63 / 2 - 52 / 1 π.Χ.), ενώ μετά από λίγα χρόνια ένας τρίτος χώρος θεαμάτων, ένα εντυπωσιακό κτίσμα, προστίθεται στον αριθμό των προϋπαρχόντων, το μνημείο του Αγρίππα. Ποια ήταν η λειτουργία αυτού του μνημείου;

Ο Φιλόστρατος το αναφέρει ως θέατρο και ο Παυσανίας πότε ως θέατρο και πότε ως ωδείο . Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι το ''Μνημείο του Αγρίππα'' υποκατέστησε το Διονυσιακό θέατρο μετά την μετασκευή της ορχήστρας του τελευταίου σε αρένα. Και ενώ είναι σχεδόν γενική παραδοχή ότι δεν μπορεί κανείς να προσδιορίσει την λειτουργία των προαναφερθέντων μνημείων, κοντά στα τέλη του 2ου αιώνα προστίθεται ακόμα ένα κτίριο, το λεγόμενο ωδείο του Ηρώδη του Αττικού στην πλαγιά της ακρόπολης, για το οποίο όμως η έρευνα των τελευταίων χρόνων υποστηρίζει ότι πρόκειται για θέατρο.

Αυτή η ''νέα'' ερμηνεία δεν αναιρεί κατά κανένα τρόπο την λειτουργία του μνημείου, στην πραγματικότητα ενός θεάτρου, που θα μπορούσε να στεγάσει γύρω στους 5.000 θεατές. Και βέβαια σημειώνουμε ότι πρόκειται για τυπικό δείγμα Ρωμαϊκού θεάτρου, σε αντίθεση με το παρακείμενο θέατρο του Διονύσου. Είναι φανερό γιατί κάνουμε τόσο μεγάλη αναφορά σε Ρωμαϊκά μνημεία, για τα οποία υπάρχει ανοιχτό το θέμα της λειτουργίας τους, αν πρόκειται για ωδεία ή θέατρα. Θα μπορούσαμε να αριθμήσουμε πολλά ακόμα, που ενδεχομένως λειτουργούν κατ’ αυτόν τον διπλό τρόπο. Βρίσκουμε ωδεία στη Γόρτυνα, το Άργος, την Κόρινθο, την Πάτρα.


Σ’ όλες τις περιπτώσεις παρατηρείται το ίδιο: τα μνημεία κτίζονται στα Αυτοκρατορικά χρόνια και δεν έχουν αποκλειστική και προσδιορισμένη χρήση. Μπορούν κάλλιστα να αποτελούν χώρο παραστάσεων του παραδοσιακού Ελληνικού ρεπερτορίου, όπως και μουσικών εκδηλώσεων. Όμως τα θέατρα, ακόμα κι αν μετασχηματίστηκαν για να δεχτούν θεάματα τσίρκου, εξακολουθούν να αποτελούν χώρο των παραδοσιακών θεαμάτων. Επομένως πώς εξηγείται η αύξηση των ωδείων στον Ελληνικό κόσμο;

Προτείνουμε στη διπλή χρήση των μνημείων διπλή εξήγηση, κατά περίπτωση λειτουργική ή κοινωνική. Η πρώτη σχετίζεται με την τυπολογία των δημοσίων κτισμάτων, ανάγεται στην Ελληνιστική εποχή και όχι μόνο επιζεί, αλλά ενισχύεται στα Ρωμαϊκά χρόνια. Τα ωδεία, των οποίων η ακουστική ήταν πολύ καλύτερη των θεάτρων, προορίζονταν για μουσικές εκδηλώσεις ή φωνητικά φεστιβάλ, ήταν δηλαδή αυτό που αποκαλούμε ''auditoria''. Αναφέραμε ότι στα θέατρα διδάσκονταν ακόμα η αρχαία τραγωδία και κωμωδία, αλλά στη συνέχεια και παραστάσεις μίμων και παντομίμας, αγώνες μονομάχων και εικονικά κυνηγέσια.

Όλα αυτά τα είδη παραστάσεων έχουν τις δικές τους απαιτήσεις και χρειάζονται ιδιαίτερη αρχιτεκτονική οργάνωση χώρων. Στο πλαίσιο αυτό αντιλαμβανόμαστε την ανάγκη ίδρυσης ενός ωδείου. Αλλά αυτή η αναντίρρητη τυπολογική ιδιαιτερότητα δεν πρέπει να υπερεκτιμάται, δεν ανταποκρίνεται πάντοτε σε αυστηρή λειτουργική διαφορετικότητα και σε χρήση προσδιορισμένα διαφορετική. Υπάρχει όμως και μια εξήγηση κοινωνική. Το ωδείο ήταν -έπρεπε να είναι- ο τόπος όπου συναντιόταν η ελίτ, είτε για να ''γευτεί'' κι αυτή τα λαϊκά θεάματα, είτε για να έχει τον δικό της χώρο συνεύρεσης.

Στη Θάσο ξέρουμε ότι οι οργανωτές των αγώνων των μονομάχων ανήκαν στην πολιτική και κοινωνική ελίτ της πόλης, ωστόσο οι παραστάσεις τσίρκου θα μπορούσαν να θεωρηθούν καλύτερα ως δρώμενο του σταδίου ή του γυμνασίου. Τα στεγασμένα ωδεία προσέφεραν σε κάθε περίπτωση τον χώρο για κάποια δραστηριότητα αναμφίβολα συνδεδεμένη με εκδηλώσεις υψηλής ποιότητας, αποτελούσαν δηλαδή έναν χώρο ελιτίστικο για τον Ελληνικό πολιτισμό. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: η αύξηση του αριθμού των κτιρίων που προορίζονταν για θεάματα στις Ελληνικές πόλεις αύξησε τόσο την δυνατότητα προσέλευσης, όσο και την δυνατότητα επιλογής.

Αυτά τα διαφορετικά κτίρια ήταν μερικές φορές συγκεντρωμένα σε ένα τμήμα της πόλης, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ''Τετράγωνο των θεάτρων''. Το παράδειγμα της Κορίνθου είναι το πιο χαρακτηριστικό, με το ωδείο και το θέατρο σε επαφή και ευρισκόμενα αμέσως στα βορειοδυτικά της αγοράς, συναπαρτίζοντας έτσι το μνημειακό κέντρο της πόλης. Το ίδιο παρατηρούμε και στην νότια πλαγιά της Αθηναϊκής ακρόπολης, όπου το ωδείο του Ηρώδη του Αττικού είναι κοντά στο Διονυσιακό θέατρο και το ωδείο του Περικλή. Άλλωστε η Στοά του Ευμένους σχετίζεται ήδη από τον Βιτρούβιο με το Διονυσιακό θέατρο, εφόσον αναφέρεται στο κεφάλαιο που αφορά τις ''porticus post scaenam''.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


















(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)




(ΜΕΡΟΣ Β')


* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Α'




ΠΗΓΕΣ :

(1) :

(2) :

(3) :

(4) :


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Copy Right

print and pdf

Print Friendly and PDF

Share This

Related Posts