ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ (742 μ.Χ. - 814 μ.Χ.)
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Οι Καταβολές του
Ο παλαιότερος εξακριβωμένος πρόγονος του Καρλομάγνου είναι ο Άγιος Αρνούλφος, που υπήρξε επίσκοπος του Μετς, και πέθανε στο πρώτο ήμισυ του 7ου αιώνα μ.Χ. Το δεύτερο γνωστό μέλος των Καρολιδών ή Καρολίγγειων ή Καρλοβιγγειανών είναι ο Πεπίνος Α΄ του Λάντεν, γνωστότερος και ως Πεπίνος ο Παλαιός. Και οι δύο ήταν παππούδες του Πεπίνου Β΄ του Έρισταλ: ο Αρνούλφος ήταν πατέρας του Ansegisel, και ο Πεπίνος πατερας της Begga, των γονέων του Πεπίνου του Β΄...
ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Ο Καρλομάγνος αποτέλεσε ταυτόχρονα το πρότυπο του μεσαιωνικού στιβαρού ηγεμόνα-πολεμιστή και του «εκλεπτυσμένου» προστάτη της Καθολικής Εκκλησίας, της επιστήμης και των τεχνών. Εστεμμένος ως αυτοκράτορας της Δύσης από τον πάπα Λέοντα Γ' το έτος 800 μ.Χ., πρωτοστάτησε στην εδραίωση της έννοιας «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία».
Τον 4ο-5ο αιώνα μ.Χ. η δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν εξασθενημένη οικονομικά και στρατιωτικά από τους αδιάκοπους εμφυλίους πολέμους μεταξύ των φιλόδοξων Ρωμαίων στρατηγών που επεδίωκαν να ανακηρυχθούν αυτοκράτορες εκμεταλλευόμενοι το κενό εξουσίας, την πολιτική απάθεια και τη δυσλειτουργία των κρατικών θεσμών.
Αρχικά οι άνδρες των Γερμανικών φυλών χρησιμοποιήθηκαν στις λεγεώνες ως βοηθητικοί (auxilia) και αμοιβή τους ήταν η άδεια παραμονής τους σε Ρωμαϊκά εδάφη ή ο Ρωμαϊκός χρυσός. Παράλληλα η αδιάκοπη προώθηση των αήττητων έφιππων ορδών των Ούννων και των συμμάχων τους προς τις πεδιάδες της δυτικής Ευρώπης ανάγκασε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι Βουργουνδοί, οι Φράγκοι και οι Γότθοι, να μεταναστεύσουν μαζικά βρίσκοντας καταφύγιο στα ασφαλή εδάφη της αυτοκρατορίας.
Η ορμητική εμφάνιση των Φράγκων στα εδάφη της σημερινής Γαλλίας αποτέλεσε ένα μόνιμο στρατιωτικό πρόβλημα το οποίο οι ανίσχυροι Ρωμαίοι στρατηγοί δεν κατόρθωσαν να επιλύσουν. Η εμφάνισή τους στη Γαλατία δεν ήταν απρόσμενη, καθώς πρόγονοι των Φράγκων θεωρούντο οι πολεμοχαρείς Γερμανικές φυλές που ήδη από το 9 μ.Χ. είχαν εξολοθρεύσει τις τρεις ρωμαϊκές λεγεώνες του Βάρου στην «κόλαση» του Τευτοβούργειου δρυμού. Κοιτίδα της φυλής θεωρείται το δέλτα του Ρήνου στη Βόρεια θάλασσα.
Γενικά οι Φράγκοι οργανώνονταν σε μεγάλες πολεμικές ομάδες, αποτελούμενες αρχικά από πεζούς πολεμιστές οι οποίοι φημίζονταν για την ταχύτητά τους και τη χρήση θανατηφόρων πολεμικών οργάνων, όπως ήταν τα ακόντια και ο περίφημος βαρύς πολεμικός πέλεκυς (francisca), από τον οποίο μάλλον προέρχεται και η ετυμολογία του ονόματός τους. Σε αντίθεση με άλλες Γερμανικές φυλές εκτός από ακόντια (άγγονες) κατά το Ρωμαϊκό πρότυπο (pilum) κράδαιναν και εκτόξευαν με ιδιαίτερη επιτυχία τα ακονισμένα τσεκούρια τους, αντί να τα χρησιμοποιούν σε μάχες εκ παρατάξεως.
Μετά τις αιματηρές συγκρούσεις η πολιτισμική επίδραση μεταξύ των κατακτημένων Γαλλο-Βρετόνων και των ανήσυχων Τευτόνων ήταν αμφίδρομη. Ο μέσος Ρωμαίος πολίτης είτε Κελτικής, είτε Λατινικής καταγωγής επεδίωκε να μοιάσει στην πολεμική αρετή με τους υψηλόσωμους Φράγκους, ενώ αντίθετα οι Φράγκοι ευγενείς αντέγραφαν με λατρευτική πιστότητα τις συνήθειες και την ενδυμασία των Ρωμαίων αριστοκρατών προσπαθώντας να εκρωμαϊστούν και να αφομοιώσουν τον τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά των Πατρικίων.
Με την πάροδο των χρόνων η αρχική χαλαρή ομοσπονδία των άτακτων Φραγκικών ομάδων μετατράπηκε σε εδραιωμένο και ενοποιημένο βασίλειο, κυρίως υπό τη σθεναρή ηγεσία της σχεδόν μυθικής δυναστείας των Μεροβίγγειων βασιλέων. Ιδρυτής της συγκεκριμένης δυναστείας ήταν ο θρυλικός βασιλιάς Χλοδοβίκος (Clovis, 481 μ.Χ.-511 μ.Χ.) ο οποίος αφού έκαμψε την αντίσταση του Συάγριου, τελευταίου Ρωμαίου έπαρχου της βόρειας Γαλλίας (regem romanorum), ασπάστηκε το καθολικό δόγμα εγκαταλείποντας την αίρεση του Αρειανισμού, που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη μεταξύ των βάρβαρων λαών της Γερμανίας.
Γεωγραφικά το εκτεταμένο φραγκικό βασίλειο (regnum frankorum) συμπεριελάμβανε εδάφη που εκτείνονταν από τη σημερινή Ολλανδία και το Βέλγιο μέχρι την Ισπανία και από τις όχθες του Ατλαντικού ως τη Βαυαρία και τη Βεστφαλία.
Την πραγματική εξουσία επί των Φράγκων ασκούσαν υψηλοί αξιωματούχοι της Φραγκικής βασιλικής Αυλής, οι επονομαζόμενοι Μαγιορδόμοι (major domi), που εκτελούσαν χρέη διαχειριστών του παλατιού και των κρατικών υποθέσεων φέροντες αξίωμα όμοιο ιεραρχικά με εκείνο του Δούκα. Τον 8ο αιώνα η δράση τέτοιων χαρισματικών αξιωματούχων διατήρησε τη συνοχή του απέραντου Φραγκικού βασιλείου.
Αν και δεν ανήκε νόμιμα στους Μεροβίγγειους ο Μαρτέλος, ο επονομαζόμενος «Σφυροκοπητής», έθεσε τη βάση για τη δημιουργία της ισχυρής δυναστείας των Καρολιγγείων (γνωστοί και ως Πεπίνειοι ή Αρνοφλιανοί). Το 751 μ.Χ. με τη συγκατάθεση του πάπα Ζαχαρία ο γιος του Μαρτέλου, Πεπίνος Γ' ο Βραχύς (741 μ.Χ.-768 μ.Χ.), εκθρόνισε τον τελευταίο Μεροβιγγειανό βασιλιά των Φράγκων, Χιλδέριχο Γ', περιορίζοντάς τον σε μοναστική ζωή.
Οι σχέσεις του Πεπίνου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έγιναν ακόμα στενότερες όταν ο νέος πάπας, Στέφανος Γ' (754 μ.Χ.), προσέφερε στον Πεπίνο και στους δύο αρσενικούς διαδόχους του την κληρονομική βασιλεία και τον τίτλο των Ρωμαίων πατρικίων με αντάλλαγμα οι στρατιές των Φράγκων να υπερασπίζουν τα παπικά συμφέροντα έναντι των απειλητικών Λομβαρδών της βόρειας Ιταλίας. Με την ανανεωμένη αναγνώριση των δύο απογόνων του, Κάρολου (Καρλομάγνου) και Καρλομάνου, ο Πεπίνος έγινε ο πιστός υπερασπιστής της Αγίας Έδρας αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του πάπα στα εδάφη της νότιας Ιταλίας (Λάτιο, Τοσκάνη).
Η ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Σύμφωνα με τη Φραγκική παράδοση οι δύο νεαροί διάδοχοι μοιράστηκαν την εξουσία ισότιμα, αν και ήδη από τα πρώτα χρόνια της κοινής βασιλείας τους (768 μ.Χ.-771 μ.Χ.) ο Κάρολος (Καρλομάγνος) έδειχνε να υπερέχει σε επίπεδο προσωπικότητας από τον ασθενικού χαρακτήρα αδερφό του. Ιδιαίτερα ψηλός, ανδροπρεπής, με έντονα χαρακτηριστικά προσώπου και σταθερό τόνο φωνής, χειριζόταν με την ίδια ευχέρεια τα Λατινικά και τα Γερμανικά.
Έδρα της δυναστείας των Καρολιγγείων ήταν το παλάτι και η ευρύτερη περιοχή του Άαχεν (Ακυίσγρανον) κοντά στην Κολωνία, στη βόρεια Γαλατία. Η συγκεκριμένη περιοχή ήταν παλαιά Γαλατορωμαϊκή λουτρόπολη (Αίξ λα Σαπέλ) από όπου ο Κάρολος αντλούσε φυσικούς πόρους, φρουρές έμπιστων πολεμιστών (scara) και οικονομική υποστήριξη για τις πολυάριθμες εκστρατείες του και τους μισθούς των στρατιωτών του.
Εκστρατεύοντας με μεγάλη ταχύτητα, επικεφαλής των ετοιμοπόλεμων στρατιωτών της Αυστρασίας, ο Κάρολος κατατρόπωσε τις επαναστατημένες μονάδες των Ακουϊτανών σε ολόκληρη τη νότια Γαλλία, καταδιώκοντας τον απελπισμένο Ουνόλδο και τον διασπασμένο στρατό του μέχρι το Μπορντώ. Ο Ουνόλδος επιχείρησε να διαφύγει στη γειτονική επαρχία της Γασκωνίας την οποία διοικούσε ο έπαρχος Λύκος, ο οποίος φοβούμενος την απειλητική παρουσία του Καρόλου συνθηκολόγησε και παρέδωσε τον γηραιό επαναστάτη στον νικητή βασιλιά.
Η επιτυχημένη έκβαση της εκστρατείας ισχυροποίησε τη θέση του τελευταίου και τού προσέφερε τη διπλωματική δυνατότητα να καταλήξει σε συνθηκολόγηση με διάφορα γειτονικά έθνη όπως οι Βαυαροί και οι Λομβαρδοί, που αναγνώρισαν τη νόμιμη και αναμφισβήτητη κυριαρχία του επί του Φραγκικού βασιλείου.
Οι εχθροί πλήθαιναν και παράλληλα τα σύννεφα του πολέμου συσσωρεύονταν απειλητικά πάνω από το Φραγκικό βασίλειο. Κατά το παρελθόν οι πρόγονοι του Καρόλου είχαν εκχριστιανίσει φυλές της Γερμανίας, τους Φρίσιους, τους Θουρίγγειους και τους Βαυαρούς, παρέχοντάς τους το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης. Όμως δεν είχαν κατορθώσει να επιβληθούν ολοκληρωτικά έναντι των πολεμοχαρών
Σαξώνων. Οι τελευταίοι αποτελούσαν μια χαλαρή ομοσπονδία παγανιστικών φυλών που αγνοούσαν επιδεικτικά τη Φραγκική εξουσία προβαίνοντας σε διαρκείς εξεγέρσεις οι οποίες κλόνιζαν τη συνοχή των Φραγκικών επαρχιών. Το νέο κύμα Σαξωνικών επιθέσεων και λεηλασιών σε Φραγκικά μοναστήρια και μικρά οχυρά συνδυάστηκε με την έναρξη της Φραγκο-Λομβαρδικής διένεξης ύστερα από τον ατιμωτικό χωρισμό με τη Δεζιράτη.
ΠΡΩΤΗ ΣΑΞΩΝΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Το καλοκαίρι του 772 μ.Χ. ο Κάρολος αποφάσισε να ασχοληθεί προσωπικά με τη Σαξωνική εξέγερση των Ενγκρίων (Σαξωνική φυλή), εγκαινιάζοντας την πρώτη μίας σειράς από πολυάριθμες εκστρατείες οι οποίες θα διαρκούσαν τουλάχιστον 30 χρόνια μέχρι να καμφθεί η μαχητικότητα των Σαξώνων.
Οι κατάφρακτοι ιππείς των Φράγκων δεν μπορούσαν να επιβληθούν στις άτακτες Σαξωνικές φυλές, οι οποίες προστατευμένες από την έλλειψη δρόμων, την πυκνή βλάστηση και τους εκτεταμένους βαλτότοπους απέφευγαν την κατά μέτωπο σύγκρουση και παρακολουθούσαν υπομονετικά τις Φραγκικές περιπόλους να αναλώνονται σε επιπόλαιες και αναποτελεσματικές τιμωρίες παραδειγματισμού.
Σύμφωνα με τη συνήθη Φραγκική πρακτική ο Κάρολος συγκέντρωσε τη μικρή αλλά πάνοπλη στρατιά του (5.000-10.000 άνδρες) τους ανοιξιάτικους μήνες, με την προοπτική να εκστρατεύσει κατά των εχθρικών θέσεων το καλοκαίρι. Εχοντας εξασφαλίσει τις απαραίτητες προμήθειες προωθήθηκε μέσα στα Σαξωνικά εδάφη σε βάθος 50 περίπου χιλιομέτρων, κατακτώντας τα συνοριακά οχυρά Ερεσμπουργκ και Πάντερμπορν και εξουδετερώνοντας με ιδιαίτερη ευκολία την ασθενική αντίσταση των εχθρών του.
Αποφασισμένος να τονίσει τη θρησκευτική ανωτερότητα και την επικράτηση των χριστιανικών δυνάμεων έναντι των ειδωλολατρών εισχώρησε στα ιερά εδάφη των Σαξώνων, έκοψε συμβολικά το Ιρμινσούλ, το οποίο αποτελούσε ένα είδος λατρευτικού «τοτέμ» που συμβόλιζε τη θρησκευτική ενότητα των παγανιστικών φυλών, και δήμευσε τον μεγάλο θησαυρό του ιερού. Ο συμβολισμός της πράξης ήταν ενδεικτικός των Φραγκικών διαθέσεων: «Υποταγή ή θάνατος».
Στο μεταξύ οι Λομβαρδοί, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Καρόλου στον βορρά, είχαν αναλάβει επιθετική πρωτοβουλία εναντίον των Παπικών εδαφών της νότιας Ιταλίας με αφορμή την αμοιβαία διεκδίκηση, με την Αγία Έδρα, των εδαφών του πρώην Βυζαντινού εξαρχάτου της Ραβένας και της πόλης Φεράρα.
Όπως αναμενόταν, ο Κάρολος υπερασπίστηκε τον Αδριανό απαιτώντας να αποσυρθούν οι λομβαρδικές δυνάμεις από τη Ρώμη. Η επίμονη άρνηση του Θεοδώριχου δρομολόγησε τα γεγονότα της επόμενης Φραγκικής εκστρατείας. Ο κύβος είχε ριφθεί.
Η ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΗΣ ΛΟΜΒΑΡΔΙΑΣ- Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
Από τις Γερμανικές φυλές που κατέλυσαν το ύστερο Ρωμαϊκό κράτος οι Λομβαρδοί/Λογγοβάρδοι, οι επονομαζόμενοι «μακριές γενειάδες», ήταν οι μόνοι οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα άλογα εκτενώς, σε αντίθεση με τους πρώιμους Φράγκους, τους Αλαμανούς ή τους Βουργουνδούς που πολεμούσαν κυρίως πεζοί.
Φημισμένοι για την ορμητικότητά τους οι Λομβαρδοί αποτέλεσαν την πρόδρομη μορφή του Μεσαιωνικού ιππότη, καθώς έφεραν ισχυρή μεταλλική θωράκιση και στήριζαν τις επιθέσεις τους στη χρήση της λόγχης και της μακριάς σπάθας. Τις ξύλινες ασπίδες τους κοσμούσαν σταυροί και εικόνες Αγίων.
Εναντίον των Λομβαρδών ο Κάρολος εφάρμοσε το αγαπημένο του σχέδιο εισβολής και δράσης, σύμφωνα με το οποίο ο ίδιος ή κάποιος γιος του ανελάμβανε τη γενική διοίκηση της κύριας Φραγκικής στρατιάς και μία ή περισσότερες βοηθητικές στρατιές ετίθεντο υπό τις διαταγές κάποιου έμπιστου και πεπειραμένου στρατηγού. Στηριζόμενος στη μεγάλη ταχύτητα των Φράγκων πολεμιστών ο Κάρολος περικύκλωνε με περίτεχνους ελιγμούς τις εχθρικές δυνάμεις και τις αποτελείωνε με τη συνδυασμένη δράση των στρατιών του, που ενώνονταν λίγο πριν το τελειωτικό πλήγμα κατά των σαστισμένων αντιπάλων.
Το 773 μ.Χ. ο Φραγκικός στρατός στρατοπέδευσε και διαχείμασε στη Γενεύη. Αντιλαμβανόμενος τον επικείμενο κίνδυνο ο Θεοδώριχος έλυσε την πολιορκία της Ρώμης και έσπευσε να οργανώσει τη γραμμή άμυνάς του στη βόρεια Ιταλία, γνωρίζοντας πως τα στενά των Άλπεων θα αποτελούσαν τον στόχο του Κάρολου. Προβλέποντας τα αμυντικά σχέδια του Θεοδώριχου ο Κάρολος διαίρεσε τον στρατό του.
Εμβρόντητοι οι Λομβαρδοί εγκατέλειψαν βιαστικά τις οχυρωμένες θέσεις τους και αναδιπλώθηκαν πίσω από τα ασφαλή τείχη της Παβίας, πρωτεύουσας της Λομβαρδίας, επιτρέποντας στον Κάρολο να στρατοπεδεύσει με τους σιδηρόφρακτους στρατιώτες του έξω από τη μεγάλη πόλη και να προβεί σε μια μακρά πολιορκία που διήρκεσε εννέα μήνες.
Η μοναδική ελπίδα σωτηρίας του αποκλεισμένου Θεοδώριχου στηριζόταν στις δυνάμεις ενίσχυσης των Λομβαρδών ευγενών, οι οποίοι προσπαθώντας να αντιδράσουν στη φραγκική πλημμυρίδα συσπειρώθηκαν στα περίχωρα της Βερόνας στο πλευρό του πρίγκιπα Αδαλγίζ, γιου του Θεοδώριχου.
Πριν προλάβουν να ενωθούν με τους πολιορκημένους οι πολυπόθητες ενισχύσεις ηττήθηκαν από τις δυνάμεις του Καρόλου, ο οποίος καταδιώκοντας τους αποδεκατισμένους Λομβαρδούς κατέλαβε επίσης τη Βερόνα, την Μπρέσια και το Μπέργκαμο. Ο Αδαλγίζ ταπεινωμένος αναζήτησε καταφύγιο στην Αυλή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Κοπρώνυμου στην Κωνσταντινούπολη.
Σε αντίθεση με τα ευπαθή ξύλινα οχυρά των Σαξωνικών συνόρων, που δεν αποτελούσαν ισχυρά εμπόδια έναντι των βαρβαρικών επιδρομών, σε περιοχές όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, η κατοχή μεγάλων αστικών κέντρων οχυρωμένων με επιβλητικά πέτρινα τείχη διευκόλυνε καταλυτικά την ολοκληρωτική κατάκτηση μιας απείθαρχης επαρχίας. Η ασφυκτική πολιορκία της Παβίας από τους «σιδερένιους» Φράγκους οδήγησε τους κάτοικους της πόλης στα όρια της εξαθλίωσης, καθώς τα λιγοστά διαθέσιμα τρόφιμα σύντομα εξαντλήθηκαν.
Μετά το 774 μ.Χ. οι Λομβαρδοί στελέχωσαν μαζικά τις τάξεις του Φραγκικού στρατού συντελώντας στη σταδιακή μετατροπή του έφιππου μαχητή σε κυρίαρχη μορφή του πεδίου μάχης έναντι του πεζού πολεμιστή. Από τον 9ο αιώνα το ιππικό, με την εκτεταμένη χρήση του αναβολέα (αναβατήρα), αναδείχθηκε στην αφρόκρεμα του Φραγκικού στρατού.
Η ΣΑΞΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Παβίας ο Κάρολος επισκέφθηκε επίσημα τη Ρώμη το Πάσχα του 774 μ.Χ.. Γοητευμένος από την αίγλη και την κατανυκτική ατμόσφαιρα της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας δέχθηκε πολλαπλά πνευματικά και διπλωματικά μηνύματα, τα οποία φαίνεται πως τον επηρέασαν στη συνέχεια της πορείας του προς την αναρρίχηση στον αυτοκρατορικό θώκο (800 μ.Χ.).
Μετά την περιπετειώδη κατάκτηση της Λομβαρδίας το άλυτο Σαξωνικό ζήτημα απασχόλησε εκ νέου τον Φράγκο βασιλιά. Ο πυρετός της επανάστασης είχε επανέλθει στους Σάξωνες, οι οποίοι αθετώντας τις συμφωνίες ειρήνης επιτέθηκαν εναντίον μοναστηριών και συνοριακών οχυρών εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Φραγκικού στρατού στις πεδιάδες της Λομβαρδίας. Η αντίδραση του Καρόλου, όπως αναμενόταν, ήταν ιδιαίτερα σκληρή.
Οι εχθροπραξίες διακρίνονταν από την εφαρμογή απάνθρωπων μεθόδων στις οποίες είχαν κυρίαρχο ρόλο ο βίαιος εκχριστιανισμός και οι ομαδικές σφαγές. Ανήμποροι να αντισταθούν οι Εστφαλοί Σάξωνες αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν αποδεχόμενοι να βαπτισθούν χριστιανοί, ακολουθούμενοι από τους Ενγκριους Σάξωνες.
Από το 779 μ.Χ. ως το 785 μ.Χ. ηγέτης της ανανεωμένης Σαξωνικής αντίστασης αναδείχθηκε ο πολεμιστής Βιτίκινδος, ο οποίος σαν νέος Βερκιγκετόριξ (Γαλάτης αρχηγός) πραγματοποίησε αιφνιδιαστικές επιδρομές όταν ο «Καίσαρας» Κάρολος απουσίαζε από τη Γερμανία.
Η ένταση και το φοβερό φυλετικό μίσος μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών διαφαίνεται στο γλαφυρό απόσπασμα ενός χρονικού το οποίο περιγράφει τα δραματικά γεγονότα της σύγκρουσης στο όρος Ζύντελ («πεδίο του ραπίσματος»): «….το 782 μ.Χ. οι κόμητες Γκέιλο και Αδαλγίζ επικεφαλής ενός Φραγκικού αποσπάσματος που επέστρεφε από επιτυχημένη εκστρατεία κατά των Σόρβων Σλάβων οι οποίοι είχαν εισβάλει στη Θουριγγία, ενημερώθηκαν από περιπόλους ότι Σαξωνικά στίφη βρίσκονταν κοντά τους.
Οι Σαξωνικές φάλαγγες παρατάχθηκαν μπροστά από τον καταυλισμό τους αναμένοντας τη θυελλώδη επίθεση. Η άτακτη και ασυντόνιστη επίθεση των ιππέων με τα προτεταμένα ξίφη και τις γυμνές λόγχες χωρίς την υποστήριξη του πεζικού τους, είχε ως αποτέλεσμα τη σφαγή τεσσάρων ευγενών, δύο διοικητικών υπαλλήλων και είκοσι ακόμα επιφανών πολεμιστών και των ακολούθων τους, οι οποίοι ακολούθησαν τους αρχηγούς τους στον αναπόφευκτο όλεθρο μη καταδεχόμενοι να υποχωρήσουν σε έναν αγώνα τιμής…».
Η αντίδραση του Καρόλου κλόνισε ακόμα και τους συμμάχους του προκαλώντας γενικό αποτροπιασμό. Στο ματωμένο στρατόπεδο του Βερντέν, στις όχθες του ποταμού Αλε, 4.500 αιχμάλωτοι Σάξωνες οπλαρχηγοί και πολεμιστές αποκεφαλίστηκαν εν ψυχρώ δεμένοι οπισθάγκωνα για να ανταποδοθεί η προσβολή της ήττας. Οι Σάξωνες διψούσαν για εκδίκηση.
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΣΤΑ ΠΥΡΗΝΑΙΑ
Η επιτυχία του Καρόλου έγκειται στο γεγονός πως η κεντρική εξουσία του είχε κατορθώσει να επιβληθεί έναντι των ισχυρών γαιοκτημόνων και της αριστοκρατίας (Κόμητες, Δούκες, Μαρκήσιοι). Το κράτος ήταν διαιρεμένο σε 230 κομητείες, επικεφαλής των οποίων βρίσκονταν οι Κόμητες που δρούσαν διοικητικά ως αντιπρόσωποι του μεγάλου Ηγεμόνα.
Το 777 μ.Χ. στη συνέλευση του Πάντερμπορν, που πιστοποίησε την υποταγή των Σαξώνων, συμμετείχαν και πρεσβευτές του Σαρακηνού ηγεμόνα της Βαρκελώνης, Σουλεϊμάν Ιμπν Αλαραμπί, της Χερόνας και άλλων μικρότερων συνοριακών Αραβικών πόλεων της βόρειας Ισπανίας οι οποίες υποσχέθηκαν να αναγνωρίσουν τον Κάρολο ως επικυρίαρχό τους αν τους βοηθούσε στρατιωτικά στην εμφύλια διαμάχη τους με τον χαλίφη της Κόρδοβας Αμπντ αρ Ραχμάν Α'.
Από την εποχή του Μαρτέλου οι Αραβες αποτελούσαν μόνιμη απειλή για το Φραγκικό βασίλειο, καθώς διέσχιζαν τα Πυρηναία και πολιορκούσαν μεγάλα αστικά κέντρα στη νότια Γαλλία. Η πρώτη οργανωμένη εκστρατεία του Καρόλου εναντίον των Αράβων της Κόρδοβας ξεκίνησε την άνοιξη του 778 μ.Χ. με δύο σώματα στρατού.
Η εξέλιξη αυτή τερμάτισε κάθε όνειρο για άνευ όρων συνθηκολόγηση της Σαραγόσας. Τα αιφνιδιασμένα φραγκικά στρατεύματα τέθηκαν αντιμέτωπα με τις υπέρτερες δυνάμεις του Χαλίφη που επεδίωκαν να εξολοθρεύσουν τους εισβολείς από τον παγωμένο βορρά. Οι ευκίνητες έφιππες Αραβικές ίλες προκαλούσαν σύγχυση και διάσπαση στο Φραγκικό πεζικό, που κινδύνευε να περικυκλωθεί από τις Μαυριτανικές δυνάμεις.
Αργότερα στη δυτική ποίηση και λογοτεχνία ο Ρολάνδος αποτέλεσε κεντρική φιγούρα σε θέματα θρύλων, δοξασιών, τραγουδιών (Chanson de Roland), ποιημάτων και μυθιστορημάτων, τα οποία εξιδανίκευσαν τη μορφή και τον θάνατό του και θεωρούνται από τα πρώτα μνημεία της Μεσαιωνικής Γαλλικής λογοτεχνίας. Ο θρύλος του λαβωμένου μαχητή που πέθανε μαχόμενος κατά των «απίστων» αποτέλεσε πρότυπο υπερηφάνειας, αρετής, γενναιότητας, ανδρείας και πίστης στη θρησκεία και στον βασιλιά, καλλιεργώντας έτσι την ανάπτυξη του ιπποτικού ιδεώδους τον 11ο και τον 12ο αιώνα.
Από το 781 μ.Χ. ως το 814 μ.Χ. ο Κάρολος είχε αναθέσει διοικητικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες στους τρεις νόμιμους γιους του: ο πρωτότοκος Κάρολος ανέλαβε τις επαρχίες της Νευστρίας (Ανζού, Μαίην, Τουραίνη) εναντίον των απείθαρχων Βρετόνων της Μαρκιονίας της Αρμορικής και των Τσέχων, ο δευτερότοκος Πεπίνος ανέλαβε την αντιβασιλεία και την επίβλεψη της Λομβαρδίας και των Αβάρων και ο νεώτερος Λουδοβίκος, ο επονομαζόμενος Ευσεβής, διοικούσε την ευρύτερη περιοχή της Ακουϊτανίας, συνεπώς και την περιοχή των Πυρηναίων.
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΝ ΛΑΩΝ
Οι Άβαροι αποτελούσαν συγγενικό φύλο των Λευκών Ούννων το οποίο πιεζόμενο από Τουρκικά φύλα μετανάστευσε δυτικά, διασχίζοντας στα μέσα του 6ου αιώνα τη νότια Ρωσία και καταλήγοντας στις όχθες του Δούναβη στην Παννονία.
Η επαφή των Φράγκων με τους Αβάρους και τις υπόλοιπες Σλαβικές φυλές επισπεύσθηκε μετά την κρίση που εκδηλώθηκε στην επαναστατημένη Βαυαρία, την οποία διοικούσε ο δούκας Τασιλών Γ' που είχε ορκισθεί υποταγή στον Κάρολο και στους απογόνους του. Ο Τασιλών επηρεαζόταν αρνητικά εναντίον του Καρόλου από τη σύζυγό του, πριγκίπισσα Λιουτβέργη, κόρη του ηττημένου Θεοδώριχου, η οποία αρνείτο να αποδεχθεί την κατάρρευση του Λομβαρδικού βασιλείου και επεδίωκε την καταστροφή των Φράγκων.
Το 795 μ.Χ. οι προελαύνοντες σύμμαχοι πολιόρκησαν τη θρυλική πρωτεύουσα των Αβάρων, που βρισκόταν βορείως του σημερινού Βελιγραδίου. Η πόλη ήταν ουσιαστικά ένας κυκλικός καταυλισμός οχυρωμένος με πασσάλους, στον οποίο υπήρχε το θησαυροφυλάκιο του Χαγάνου, του μεγάλου πολεμικού αρχηγού των Αβάρων. Ο θησαυρός που είχαν συγκεντρώσει επί δεκαετίες οι Άβαροι προερχόταν από εισφορές, λύτρα και φόρους τους οποίους εισέπρατταν από ληστρικές επιδρομές εναντίον των υποτελών Σλάβων ή βαριά φορολογούμενων λαών όπως οι Βυζαντινοί.
Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ
Η στέψη του Καρόλου ως αυτοκράτορα της Δύσης έγινε στη βασιλική του Αγίου Πέτρου τα Χριστούγεννα του έτους 800 μ.Χ. Η τελετή με τον πάπα Λέοντα Γ' σηματοδότησε για αρκετούς Δυτικούς ιστορικούς τη γένεση της Ευρώπης με τη σημερινή της έννοια και οντότητα.
Αντικειμενικά η στέψη του Καρόλου αποτελούσε ένα μοναδικό πραξικόπημα σε θρησκευτικό και πολιτικό επίπεδο. Μετά από έντονο διπλωματικό παρασκήνιο και διαβουλεύσεις οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν τα πρωτεία του αυτοκρατορικού τίτλου, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του Καρόλου στον τίτλο μόνο εντός των Φραγκικών εδαφών, ενώ ο Βυζαντινός αυτοκράτορας διατηρούσε τον τίτλο "Βασιλέας Ρωμαίων" σε όλη την οικουμένη. Οι Βυζαντινοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη Φραγκική εξάπλωση στην περιοχή της βορειοανατολικής Ιταλίας και στο Δουκάτο του Μπενεβέντο.
Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Καρόλου εμφανίστηκε μία νέα απειλή από τον βορρά, οι αγέρωχοι Βίκινγκ. Οι κουρσάροι-πολεμιστές από τις Σκανδιναβικές χώρες άρχισαν το 799 μ.Χ. να λεηλατούν τα ανυπεράσπιστα παράλια της βόρειας Ευρώπης εξοπλισμένοι με τα ευέλικτα πλοιάριά τους, τα περιβόητα Ντράκαρ, χωρητικότητας 50-60 ανδρών και μήκους 25 περίπου μέτρων.
Οι δύο αγαπημένοι γιοι του Καρόλου, ο Πεπίνος και ο πρωτότοκος συνονόματός του, πέθαναν πρόωρα το 810 μ.Χ. και το 811 μ.Χ. αντίστοιχα. Νόμιμος διάδοχος της δυναστείας παρέμεινε ο Λουδοβίκος, ο υπέρμαχος του πολέμου κατά των Αράβων. Τον Σεπτέμβριο του 813 μ.Χ. κατά τη συνέλευση του Άαχεν στέφθηκε στον καθεδρικό ναό της πόλης με πλήρη επισημότητα συναυτοκράτορας με τον γηραιό πατέρα του.
Ο ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ ΚΑΙ Η ΕΙΡΗΝΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ
Οι καμπάνες του Αγίου Πέτρου χτυπούσαν χαρμόσυνα, καθώς ο πάπας Λέων Γ’ έχριζε με κάθε επισημότητα τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ήταν Χριστούγεννα του 800 μ.Χ. κι ο νέος μονάρχης ζούσε τον θρίαμβό του. Το κράτος του απλωνόταν στα εδάφη που σήμερα απαρτίζουν τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αυστρία και τη Γερμανία και συνόρευε με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, όπου η Ειρήνη η Αθηναία πάσχιζε να επιβιώσει.
Τη χρονιά που ο Κωνσταντίνος Ε’ ανέβηκε στον θρόνο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (741 μ.Χ.), πέθανε ο ηγεμόνας των Φράγκων Κάρολος Μαρτέλλος που είχε νικήσει τους Άραβες της Ισπανίας και είχε σταματήσει οριστικά την επέκτασή τους στην Ευρώπη. Οι Φράγκοι αναγνώρισαν βασιλιά τους τον γιο του, Πεπίνο Βραχύ (715 μ.Χ. - 768 μ.Χ.). Ο Πεπίνος παντρεύτηκε τη Βέρθα την Ποδαρού, όπως αποκλήθηκε από τα μεγάλα της πόδια. Απέκτησαν δυο γιους: Τον Κάρολο (742 μ.Χ. - 814 μ.Χ.) και τον Καρλομάνο.
Πολεμώντας συνεχώς, ο Κάρολος δεν μπόρεσε να νικήσει τους Άραβες της Ισπανίας και να επεκτείνει το κράτος του νότια των Πυρηναίων. Στη μάχη του Ρονσεβάλ (778 μ.Χ.), σκοτώθηκε ο ανιψιός του Ρολάνδος. Ο θάνατός του τραγουδήθηκε από τους Φράγκους, που δημιούργησαν το «Έπος του Ρολάνδου», αντίστοιχο προς το Βυζαντινό «Έπος του Διγενή Ακρίτα». Η Βυζαντινή αντιπροσωπεία έφτασε στο παλάτι του τυλιγμένη στη χλιδή και την επισημότητα. Η πρόταση ήταν σαφής:
Γράφει ο χρονογράφος της εποχής:
«Απέστειλεν η Ειρήνη Κωνσταντίνον σακελλάριον (=εκκλησιαστικό αξιωματούχο) και Μάμαλον τον πριμικήριον (=αυλικό αξιωματούχο) προς Κάρουλον τον ρήγα των Φράγκων, όπως την αυτού θυγατέρα, Ερυθρώ λεγομένην, νυμφεύσηται τω βασιλεί Κωνσταντίνω τω υιώ αυτής».
Ο Κάρολος είχε μια κόρη που η Βυζαντινοί ονόμαζαν Ερυθρώ. Η Ειρήνη είχε γιο τον ανήλικο ακόμα Κωνσταντίνο. Αν τους πάντρευαν, οι Φράγκοι θ’ αποκτούσαν ισχυρούς συμμάχους στ’ ανατολικά. Η τιμή ήταν από αυτές που δεν μπορεί κανένας να τις αρνηθεί. Το βασιλόπουλο του παραμυθιού γαμπρός ενός ταλαίπωρου μονάρχη της άγριας Ευρωπαϊκής Δύσης. Φυσικά και δέχτηκε. Ήταν το 781 μ.Χ. Οι αρραβώνες έγιναν με αλληλογραφία.
Κι ενώ ο Κάρολος βυθίστηκε σε σκέψεις για το νόημα της αυτοκρατορικής χειρονομίας, η Ειρήνη «κατέλιπεν Ελισαίον τον ευνούχον και νοτάριον (=στενογράφο) προς το διδάξαι αυτήν (δηλαδή την Ερυθρώ) τα τε των Γραικών γράμματα και την γλώσσαν και παιδεύσαι αυτήν τα ήθη της Ρωμαίων βασιλείας».
Η Ειρήνη χρειαζόταν τη συμμαχία για να τα βγάλει πέρα στο εσωτερικό της χώρας, καθώς οι παλιοί στρατιωτικοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις ερωτοτροπίες της με τα μοναστήρια και την αποδυναμωμένη Εκκλησία. Ο πάπας ευλόγησε τη συμμαχία, καθώς την είδε σαν μια καλή ευκαιρία για την ανάδειξη της Ρώμης στην πρωτοκαθεδρία της χριστιανοσύνης. Πρωτοκαθεδρία που τότε ανήκε στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Κι ο Κάρολος πολεμούσε:
Κατάφερε να καταλύσει το κράτος των Λογγοβάρδων της Ιταλίας (783 μ.Χ.), να διαλύσει το κράτος των Αβάρων και να ενώσει στο σκήπτρο του όλα τα εδάφη που σήμερα απαρτίζουν τα κράτη Γαλλίας, Γερμανίας, Αυστρίας και Ιταλίας.
Στην Κωνσταντινούπολη, οι καλόγεροι έπεισαν την Ειρήνη να αποκαταστήσει τη λατρεία των εικόνων (787 μ.Χ. Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας) και, τον επόμενο χρόνο, να διαλύσει τον αρραβώνα του γιου της με την κόρη του Καρόλου και να τον παντρέψει με τη Μαρία την Παφλαγονία. Ο Κάρολος δεν αντέδρασε αμέσως.
Στα 790 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ ενηλικιώθηκε, οπότε αναγκαστικά η Ειρήνη παραμερίστηκε. Όμως, ο νέος αυτοκράτορας δε φημιζόταν για την εξυπνάδα του. Δυο χρόνια αργότερα, προσέλαβε τη μητέρα του ως συμβασίλισσα, κάνοντας τους στρατιωτικούς να βγουν από τα ρούχα τους. Στα 795 μ.Χ. έδιωξε και τη γυναίκα του για να παντρευτεί κάποια Θεοδότη, υπάλληλο της Αυλής, οπότε εκκλησιαστικοί και μοναχοί στράφηκαν εναντίον του.
Στις 25 Δεκεμβρίου του 800 μ.Χ. ο πάπας Λέων ο Γ’ (795 μ.Χ. - 816 μ.Χ.) τον αναγόρευσε αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ήταν πια ο Κάρολος Α’ ο Μέγας ή Καρλομάγνος, ο πιο μεγάλος αυτοκράτορας της Ευρωπαϊκής Δύσης. Αυτοκράτορας ο Καρλομάγνος, αυτοκράτειρα και η Ειρήνη. Ο Φράγκος συνέλαβε το φιλόδοξο σχέδιο:
Πάνω στις συζητήσεις για το πώς μπορούσε να διευθετηθεί το ζήτημα, επαναστάτησαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, ανατρέψανε την αυτοκράτειρα, ξέχασαν πως ο γιος της ζούσε ακόμα κι αναγόρευσαν αυτοκράτορα τον υπουργό Νικηφόρο (802 μ.Χ.). Η Ειρήνη βρέθηκε εξόριστη στο Πριγκιπονήσι (κοντά στη Μυτιλήνη), όπου και πέθανε το 803 μ.Χ. Ο Νικηφόρος Α’ ξανάρχισε την εικονομαχία και βάλθηκε ν’ ανορθώσει το ρημαγμένο κράτος. Σκοτώθηκε το 811 μ.Χ. πολεμώντας τους Βουλγάρους.
Όμως, ο Καρλομάγνος πέθανε το 814 μ.Χ. Οι διάδοχοί του φρόντισαν να μοιραστούν τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Από το 842 μ. Χ. ξεπρόβαλαν τα χωριστά κράτη της Γαλλίας και της Γερμανίας. Αργά αλλά σταθερά, η Δύση δεχόταν όλο και πιο πολύ την εποχή της φεουδαρχίας και των εκλεκτόρων. Και στην Ανατολή, το Βυζάντιο προχωρούσε στον εκχριστιανισμό των Σλάβων και των Βουλγάρων.
ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η πορεία του Καρόλου από επιτυχία σε επιτυχία στον στρατιωτικό και τον πολιτικό τομέα κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων του 8ου αι. ενοχλούσε ασφαλώς πολύ και απασχολούσε το Βυζάντιο.
Ιδιαίτερα η κατάλυση του Λομβαρδικού Βασιλείου, στο οποίο ανήκαν πλέον και τα Βυζαντινά εδάφη τηs περιοχής Πενταπόλεως και Ραβέννας το 774 μ.Χ. και η προσθήκη του τίτλου του βασιλέως των Λομβαρδών (reχ Laηgobardorum) στον επίσημο τίτλο του Kαρόλου ως βασιλιά των Φράγκων (reχ Fraηcorum), αλλά και ο ρόλος του προστάτη της Εκκλησίας τηs Ρώμης, που ο Kάρολος είχε ιδιοποιηθεί υπό την πίεση του πάπα Αδριανού Α’, αποτελούσαν ενέργειες που έθιγαν αισθητά τα συμφέροντα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίαs.
Ωστόσο η κατάσταση αυτή άλλαξε το 786 μ.Χ. άρδην. Πολιτικά και εκκλησιαστικά ήταν τα αίτια που οδήγησαν στο ναυάγιο των φιλικών σχέσεων. Αφενός οξύνθηκε ένα πολιτικό πρόβλημα, που είχε μείνει άλυτο, ο έλεγχος του Λομβαρδικού δουκάτου του Βενεβέντου, το οποίο διεκδικούσε ο Κάρολος ωs βασιλιάς των Λομβαρδών, ενώ συγχρόνως το διεκδικούσε και η Βυζαντινή κυβέρνηση, η οποία άλλωστε φιλοξενούσε ως πολιτικό πρόσφυγα στην Kωνσταντινούπολη τον γιο του τελευταίου Λομβαρδού βασιλιά.
Διάλυση του Δυναστικού Συνοικεσίου
Η σύγκρουση στο πολιτικό και το εκκλησιαστικό πεδίο οδήγησε στη διάλυση του δυναστικού συνοικεσίου και έτσι δημιουργήθηκε ένα καθεστώς οξύτητας. Μια σειρά από πυκνές διπλωματικές πρεσβείες από τιs δυο μεριές φρόντιζαν να μένει ζωντανός ο διάλογος, χωρίς όμως αυτός να καταλήγει σε συμφωνία οριστικήs ειρήνης.
Είναι φυσικό ότι τέθηκε τότε το θέμα ανάληψης της αυτοκρατορικής εξουσίας από τον Κάρολο, που βρισκόταν στο απόγειο τηs δύναμήs του. Ωστόσο ένα επεισόδιο στη Ρώμη επιτάχυνε τιs εξελίξεις. Οι αντίπαλοι του Πάπα Λέοντα Γ’ επιχείρησαν το 799 μ.Χ. να τον τυφλώσουν και να τον καθαιρέσουν. Ο Λέων γλίτωσε και κατέφυγε στον Κάρολο που τότε βρισκόταν στη Γερμανία, ο οποίος δέχθηκε τον Πάπα με όλες τις τιμές.
Επανεγκατέστησε τον Λέοντα στο θρόνο του, οργάνωσε μια δίκη στη Ρώμη, στην οποία προήδρευσε αυτοπροσώπως, όπου διακηρύχτηκε η αθωότητα του Πάπα και καταδικάστηκαν οι αντίπαλοί του. Όλες αυτές οι ενέργειες του Καρόλου βρίσκονταν βέβαια έξω από τιs βασιλικές του αρμοδιότητες, αφού ανήκαν στα καθιερωμένα προνόμια του Βυζαντινού αυτοκράτορα.
Για την πολιτειακή τάξη της εποχής, την οποία συμμερίζονταν όλοι οι σύγχρονοι με τα γεγονότα, η αναγόρευση και στέψη του Καρόλου ήταν ένα πολιτειακό και εκκλησιαστικό πραξικόπημα, που συντελέστηκε μέσα στην εκκλησία το Αγίου Πέτρου, κατά τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων. Πέραν όμως από τον σφετερισμό του τίτλου και την πολιτειακή αρμονία η στέψη του Καρόλου απειλούσε να έχει κρίσιμες πολιτικές συνέπειες.
Συμφωνία Ειρήνης
Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις με τουs διαδόχους της Ειρήνης, η συμφωνία ειρήνης υπογράφτηκε το 812 μ.Χ. Το Φραγκικό Χρονικό περιγράφει ωs εξής την τελετή υπογραφής της συμφωνίαsς: «Στο Άαχεν, όπου πήγαν στον αυτοκράτορα (Κάρολο), οι Βυζαντινοί πρέσβεις έλαβαν από αυτόν το έγγραφο της συνθήκης μέσα στην εκκλησία, τον επευφήμησαν κατά το τυπικό τους, δηλαδή στην Ελληνική γλώσσα με αντίφωνα και τον αναγόρευσαν ως βασιλέα (δηλαδή αυτοκράτορα) και imperatorem».
Ο περιορισμός του τίτλου μέσα στη Φραγκική επικράτεια είχε την πολιτική συνέπεια ο Κάρολοs να παραιτηθεί από τυχόν επεκτατικές βλέψεις σε βάρος των Βυζαντινών. Λυδία λίθος του περιορισμού αυτού αναδεικνυόταν η περιοχή της βορειοανατολικής Ιταλίας (Βενετία, Ιστρία και Δαλματικές Ακτές), που παρέμεναν Βυζαντινέs κτήσεις, ενώ οριζόταν ως νότιο σύνορο των δύο αυτοκρατοριών στην Ιταλία η παραμεθόριος μεταξύ του δουκάτου του Βενεβέντου και της Βυζαντινής νότιας Ιταλίας.
Οι Βυζαντινοί έμαθαν πολλά από τη μακρά προστριβή τους με τουs Φράγκους. Ο βιογράφος του Καρόλου Εγινάρδος γράφει ότι οι Βυζαντινοί είχαν συντάξει ένα γνωμικό, με το οποίο εξέφραζαν τα αισθήματά τους προς τους κατακτητές της Ευρώπης, το οποίο και παραθέτει στα Ελληνικά μέσα στο Λατινικό του κείμενο:
Την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 800 μ.Χ. ενώ ο Κάρολος προσευχόταν γονατιστός στο ναό του Αγίου Πέτρου της Ρώμης, ο Πάπας Λέων Γ΄ τοποθέτησε μια χρυσή κορώνα στο σκυμμένο κεφάλι του βασιλιά στέφοντάς τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Imperator Romanorum). Ο Καρλομάγνος λέγεται πως εξεπλάγη από τη στέψη, δηλώνοντας ότι δεν θα είχε μπει στην εκκλησία αν ήξερε το σχέδιο του Πάπα. Εντούτοις, μερικοί ιστορικοί λένε ότι ο Πάπας δεν θα είχε τολμήσει να ενεργήσει χωρίς την έγκριση του Καρλομάγνου.
Ο Καρλομάγνος δεν έκανε χρήση του τίτλου Imperator Romanorum («Ρωμαίος Αυτοκράτορας», που αποτελούσε τίτλο του Αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) αλλά του τίτλου Imperator Romanum gubernans Imperium («Αυτοκράτορας που κυβερνά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία»). Πιθανώς ο Καρλομάγνος να το θεωρούσε αυτό δείγμα μετριοπάθειας, καθώς επιζητούσε να διασφαλίσει πρώτα τη Βυζαντινή αναγνώρισή του ως Αυτοκράτορα, δηλαδή ως συναυτοκράτορα ή συγκυβερνήτη του Βυζαντινού άρχοντα.
Συνεχίζοντας τις μεταρρυθμίσεις του πατέρα του, ο Καρλομάγνος κατήργησε το βασιζόμενο στο χρυσό σόλιδο νομισματικό σύστημα. Καθιέρωσε νέα μονάδα, τη λίβρα — χρηματική μονάδα και μονάδα βάρους — η οποία άξιζε 20 σολίδους ή 240 δηνάρια.
Ο Καρλομάγνος δεν σταμάτησε ποτέ να μορφώνεται. Έφερε στην Αυλή του στο Άαχεν έναν Άγγλο μοναχό τον Αλκουίνο, και διάφορους άλλους δασκάλους. Στο Άαχεν δημιουργήθηκε σημαντική σχολή και ιστορικοί μιλάνε για την Καρολίγγεια αναγέννηση που συνοδεύεται με τη βασιλεία του Καρλομάγνου.
Οργάνωσε την αυτοκρατορία του σε 350 κομητείες, που κάθε μια διοικούνταν από έναν διορισμένο κόμη. Οι Κόμητες υπηρετούσαν όπως οι δικαστές, οι διοικητές, και τα μέλη των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Όταν ο Καρλομάγνος πέθανε στις 28 Ιανουαρίου του 814 μ.Χ., ετάφη στον δικό του καθεδρικό ναό στο Άαχεν.
ΚΑΡΟΛΙΓΓΕΙΑ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Στα χρόνια της βασιλείας του Καρλομάγνου αλλά και του διαδόχου του Λουδοβίκου του Ευσεβούς παρατηρείται μια ανάκαμψη των γραμμάτων και των τεχνών που είχαν εκπέσει μετά την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ. με αποτέλεσμα την απομάκρυνση από την αρχαία και Ελληνορωμαϊκή γραμματεία. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε -για κάποιους ιστορικούς πιθανώς υπερβολικά- Καρολίγγεια Αναγέννηση.
Την εποχή εκείνη η πνευματική ζωή επηρεαζόταν ως επί το πλείστον από την στάση του εκάστοτε ηγεμόνα και από την πατρωνία που μπορούσαν να παρέχουν οι αρχές στους καλλιτέχνες και λόγιους. Έτσι έχουμε ένα βαθύ χάσμα ανάμεσα στην «επιχορηγούμενη» αυλική κουλτούρα και σε μια πιο ελεύθερη πολιτισμική ζωή.
Θρησκεία Εκπαίδευση
Αρχικός στόχος του Καρλομάγνου ήταν να εξυψώσει το μορφωτικό επίπεδο του λαού του. Ξεκινώντας από τον κλήρο που ήταν και ο φορέας της γνώσης και των τεχνικών μετάδοσης της, στην χριστιανική αυτοκρατορία που επιθυμούσε να έχει προχώρησε στις εξής ανακατατάξεις:
Αντικατέστησε τις μητροπόλεις από τις αρχιεπισκοπές, υπάγοντας όλα τα μοναστήρια της αυτοκρατορίας του στον κανονισμό των Βενεδικτίνων μοναχών και ίδρυσε ενοριακές, επισκοπικές και μοναστικές σχολές για να βελτιώσει την εκπαίδευση των κληρικών. Σε αυτές διέταξε να λειτουργούν σχολεία όπου θα μπορούσαν να μορφωθούν μόνο τα αγόρια και μόνο στην ανάγνωση, μια και πίστευε ότι η γραφή διέφθειρε την νεολαία.
Επανίδρυσε την ανακτορική σχολή εν είδει Ακαδημίας, για την ανώτερη μόρφωση του κλήρου και κάλεσε διάσημους λόγιους της εποχής να διδάξουν στο ανάκτορο του στο Αιξ-λα Σαπέλ (Άαχεν), όπως τους Πέτρο της Πίζας, Παυλίνο της Ακυληίας, τον ιστορικό Παύλο το Διάκονο κ.ά.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Αλκουίνος της Υόρκης (732 μ.Χ.-811 μ.Χ.) στον οποίο ανέθεσε την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης. Ο τελευταίος συστηματοποίησε τη Λατινική ορθογραφία και γραμματική και κατήρτισε στην Ανακτορική σχολή έναν απαιτητικό κύκλο σπουδών σε δύο επίπεδα: την τριττύα (trivium που περιελάμβανε τη γραμματική, τη ρητορική και τη διαλεκτική) και την τετρακτύα (quadrivium που περιλαμβάνει τη γεωμετρία, την αριθμητική, την αστρονομία και τη θεωρία της μουσικής).
Επέβαλε, επίσης, μία ενιαία θεία λειτουργία σε όλο το βασίλειο το 786 μ.Χ. βασισμένη στο Γρηγοριανό λειτουργικό, που αντικατέστησε τις αντίστοιχες τοπικές. Παράλληλα καθιέρωσε, μέσα από τα εργαστήρια συγγραφής των μοναστηριών (scriptoria), μια νέα μορφή μικρογράμματης γραφής, κάτι που διευκόλυνε το έργο της αντιγραφής των χειρογράφων.
Τα κείμενα που αντιγράφηκαν εκείνη την εποχή, είναι το πλείστον έργα Λατινικής γραμματείας αλλά και Λατινικές μεταφράσεις Ελληνικών εκκλησιαστικών κειμένων, ενώ εκδόθηκαν και λίγα πρωτότυπα έργα, τα οποία διακοσμούνταν με εξαιρετικής τεχνικής μικρογραφίες.
Έτσι, υπήρξε μία επαναπροσέγγιση της κλασικής και Λατινικής παιδείας και την αναγέννηση της Λατινικής γλώσσας, μέσα από την ευρύτερη χρήση της ως κύριας γλώσσας της αυτοκρατορίας, μόνο όμως για την εκκλησία και την λογιοσύνη, σε μια εποχή που ήδη έχουν αρχίσει να εδραιώνονται τα τοπικά ιδιώματα (δημώδεις γλώσσες) στον λαό. Η διαφορά, όμως της επίσημης γλώσσας από την ομιλούμενη δεν επέτρεψε τη γενικότερη άνοδο του μορφωτικού επιπέδου.
Η αρχαία Ελληνική γραμματεία έγινε ευρύτερα γνωστή αργότερα μέσα από μεταφράσεις από τα Αραβικά στα Λατινικά κειμένων του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, τα οποία είχαν αρχικά μεταφράσει από τα Ελληνικά στα Αραβικά Άραβες λόγιοι.
Τέχνες
Αναγέννηση, όμως, υπήρξε και στις τέχνες. Στην αρχιτεκτονική λόγω της μεγάλης εύνοιας, που έχαιρε πλέον η εκκλησία, παρατηρήθηκε κατασκευαστικός οργασμός (από το 768 μ.Χ. ως το 855 μ.Χ. κτίσθηκαν 27 νέοι καθεδρικοί ναοί και 417 μ.Χ. μοναστήρια). Τα κτήρια συνδύαζαν ποικίλες επιρροές, από τις οποίες η πιο εμφανής ήταν η Βυζαντινή.
Στη ζωγραφική, τη μικρογραφία, την επεξεργασία του μετάλλου και του ελεφαντοστού, στην κοσμηματοτεχνία, στην εσωτερική και εξωτερική διακόσμηση, εμφανίστηκαν επιρροές από διάφορα στυλ και τεχνοτροπίες της εποχής, (Ρωμαϊκή, Βυζαντινή, Φραγκική κ.ά.) και έτσι διαμορφώθηκε μία τάση από την οποία άντλησε την έμπνευσή της στα επόμενα χρόνια η τέχνη της Δύσης. Στη μουσική τέλος επινοήθηκε η πολυφωνία, που προετοίμασε το έδαφος για τη μεταγενέστερη εξέλιξη της μουσικής.
Μετά τον θάνατο του Καρλομάγνου το 814 μ.Χ. ο γιος του Λουδοβίκος ο Ευσεβής συνέχισε την προσπάθεια του πατέρα του. Οι διάδοχοι όμως του τελευταίου μοιράστηκαν την αυτοκρατορία του, η οποία κατακερματίστηκε σταδιακά και εξέπεσε. Ωστόσο, το πρότυπο της διοικητικής δομής που κατάφερε να επιβάλλει ο Καρλομάγνος στην αυτοκρατορία του, συνέχισε να επηρεάζει στους μετέπειτα αιώνες τα κράτη που δημιουργήθηκαν.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΥ
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
http://www.livepedia.gr/content-providers/periskopio/stratiwtiki-istoria/197KARLOMAGN.pdf
(2) :
http://www.historyreport.gr/index.php/%CE%A0%CF%81%CF%8C%CF%83%CF%89%CF%80%CE%B1/1990-2012-01-02-17-19-18
(3) :
http://helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/13095/1/Kathimerini_7_80.pdf
(4) :
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%BF%CE%BB%CE%AF%CE%B3%CE%B3%CE%B5%CE%B9%CE%B1_%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%83%CE%B7
(5) :
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%BB%CE%BF%CE%BC%CE%AC%CE%B3%CE%BD%CE%BF%CF%82
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου