Ο ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Στην Αίγυπτο, στην εύφορη κοιλάδα του Νείλου, αναπτύχθηκε ένας από τους σημαντικότερους πολιτισμούς της Ανατολικής Μεσογείου. Την Αίγυπτο, που ο Ηρόδοτος αποκαλεί «το Δώρο του Ποταμού», διασχίζει από Νότο προς Βορρά ο ποταμός Νείλος σχηματίζοντας μία στενή εύφορη κοιλάδα στο μέσο ερήμων και, λίγο πριν την εκβολή του στη Μεσόγειο, το πλατύ γόνιμο Δέλτα του Νείλου. Ο Αιγύπτιος ιερέας και ιστορικός Μανέθωνας, γύρω στο 280 π.Χ.. συνέγραψε πρώτος Τα Αιγυπτιακά, την ιστορία δηλαδή της Αιγύπτου, συσχετίζοντας τα ιστορικά γεγονότα και την πολιτισμική εξέλιξη με τις 30 βασιλικές οικογένειες (Δυναστείες)...
Το συμβατικό αυτό σύστημα χρονολόγησης διατήρησαν και οι σύγχρονοι ιστορικοί εντάσσοντας τις δυναστείες σε ευρύτερες χρονικές περιόδους, τα Βασίλεια (Αρχαίο, Μέσο, Νέο), την Ύστερη Περίοδο, και προσθέτοντας την Ελληνορωμαϊκή Εποχή. Μεταξύ τους παρενέβαλαν τις τρεις Μεταβατικές Περιόδους που είναι διαστήματα αναρχίας, εμφυλίων πολέμων και γενικά πολιτικής αδυναμίας. Κατά την Προδυναστική περίοδο (5400 - 3000 π.Χ), πριν δηλαδή από τη δημιουργία των πρώτων δυναστειών, διάφορα αυτόνομα βασίλεια, με ξεχωριστές θεότητες, διαφορετικά σύμβολα, αλλά κοινή τη χρήση βασικών ιερογλυφικών στοιχείων και την πίστη στη μεταθάνατο ζωή, αναπτύχθηκαν στο νότιο και στο βόρειο τμήμα της Αιγύπτου
Τα κύρια χαρακτηριστικά δημιουργήματά τους, είναι λίθινα αγγεία, χρωματοτρίπτες (σκεύη προοριζόμενα αρχικά για τον καλλωπισμό), κεφαλοθραύστες τελετουργικά μαχαίρια, εμπεριέχουν τα βασικά στοιχεία του μετέπειτα Φαραωνικού πολιτισμού. Γύρω στο 3000 π.Χ. επιτυγχάνεται η ενοποίηση της Αιγύπτου από τον Φαραώ Νάρμερ ή Άχα που, ίσως, ταυτίζεται με το μυθικό βασιλιά Μήνη σύμφωνα με τον Μανέθωνα.
Ακολουθεί η πρωτοδυναστική περίοδος (περίπου το 3000 - 2575 π.Χ.,.1η - 3η Δυναστεία), η οποία σηματοδοτείται από την καθιέρωση της θεοκρατικής μοναρχίας, όπου ο Φαραώ, απόλυτος μονάρχης, ταυτίζεται με τον θεό Ώρο, και θεωρείται ενσάρκωση του θεού στη γη. Παράλληλα, εδραιώνεται η τάξη των ευγενών και εξελίσσονται τα ιερογλυφικά. Τα αγάλματα και ειδώλια των Φαραώ, των κοινών ανθρώπων και των ιερών ζώων χαρακτηρίζονται από μετωπικότητα, μνημειακότητα και φυσιοκρατία, ενώ τα ανάγλυφα από τη στενή σχέση λόγου (ιερογλυφικών) και εικόνας.
Με πρωτεύουσα τη Μέμφιδα ισχυροί και πλούσιοι Φαραώ του Αρχαίου Βασιλείου (2575 - 2134 π.Χ., 4η - 8η Δυναστεία) καθιερώνουν, από την 5η δυναστεία, τη λατρεία του Ήλιου και αποκαλούνται, στο εξής, «Γιοί του Ήλιου». Το Αρχαίο Βασίλειο αποτελεί ακμάζουσα περίοδο της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής, Κτίζονται ηλιακοί ναοί με σημείο αναφοράς τους γιγάντιους οβελίσκους, όπου ετελείτο η λατρεία του Ρα (Θεός Ήλιος), πυραμίδες ως βασιλικοί τάφοι και Μαστάμπα (ορθογώνια υπέργεια οικοδομήματα με έναν ή περισσότερους επικοινωνούντες υπόγειους λαξευτούς θαλάμους) ως τάφοι των μελών της βασιλικής οικογένειας και των ευγενών.
Οι τάφοι τύπου Μαστάμπα διακοσμούνται με ανάγλυφα και αγάλματα, που απεικονίζουν σε μετωπική στάση ήρεμες και μεγαλόπρεπες νεανικές μορφές με τέλειες αναλογίες. Στο Αρχαίο Βασίλειο γνωρίζει σημαντική εξέλιξη η ιερογλυφική γραφή. Τα «Κείμενα των Πυραμίδων» αποτελούν σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη της γλώσσας των ανθρώπων της εποχής και απηχούν τις μεταθανάτιες αντιλήψεις τους.
Με έδρα τις Θήβες, ικανοί Φαραώ του Μέσου Βασιλείου (2040 - 1640 π.Χ., Δυναστεία 11η - 13η) επαναφέρουν την ενότητα, μετά από μία περίοδο αναρχίας κατά την Πρώτη Μεταβατική Περίοδο (2134 - 2040 π.Χ., Δυναστείας 9η - αρχές 11ης Δυναστείας) και επεκτείνουν την κυριαρχία τους προς τα νότια ασκώντας παράλληλα έντονη επιρροή στην Εγγύς Ανατολή. Το Μέσο Βασίλειο αποτελεί την κλασική περίοδο της λογοτεχνίας.
Με έδρα τις Θήβες, ικανοί Φαραώ του Μέσου Βασιλείου (2040 - 1640 π.Χ., Δυναστεία 11η - 13η) επαναφέρουν την ενότητα, μετά από μία περίοδο αναρχίας κατά την Πρώτη Μεταβατική Περίοδο (2134 - 2040 π.Χ., Δυναστείας 9η - αρχές 11ης Δυναστείας) και επεκτείνουν την κυριαρχία τους προς τα νότια ασκώντας παράλληλα έντονη επιρροή στην Εγγύς Ανατολή. Το Μέσο Βασίλειο αποτελεί την κλασική περίοδο της λογοτεχνίας.
Στον τομέα της τέχνη έχουμε την δημιουργία αρχικά βασιλικών αγαλμάτων - πορτραίτων (όπως του Σέσωστρι Γ΄ και του γιού του Αμενεμχάτ Γ΄) και αργότερα την δημιουργία αγαλμάτων ιδιωτών με τονισμένη την προσωπικότητα και με έμφαση στην εσωτερικότητα. Παράλληλα, στην ύστερη 11η δυναστεία και κυρίως στην 12η, μια λαϊκότερη τέχνη, που ωστόσο χαρακτηρίζεται από μια καλλιτεχνική ζωντάνια βρίσκει την έκφρασή της στη δημιουργία ξύλινων ταφικών ομοιωμάτων, πλοίων και υπηρετών που ασχολούνται με την παραγωγή των αναγκαίων αγαθών για το Kα (ψυχή, ζωική ενέργεια) του νεκρού
Κατά τη Δεύτερη Μεταβατική περίοδο (1640 - 1532 π.Χ., Δυναστεία14η - 17η) Ασιατικοί λαοί, οι Υκσώς, καταλαμβάνουν την Αίγυπτο, ιδρύουν το βασίλειο τους στο Δέλτα του Νείλου, με πρωτεύουσα την Άβαρι, και καθιστούν φόρου υποτελείς τους γηγενείς Φαραώ. Οι Υκσώς για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας υιοθετούν πολλά στοιχεία του Φαραωνικού πολιτισμού.
Μετά την εκδίωξη των Υκσώς από τη 18η Θηβαϊκή δυναστεία του Νέου Βασιλείου (1550 - 1070 π.Χ., Δυναστεία 18η - 20η), την ενοποίηση της Αιγύπτου και την επέκταση της τόσο προς τα δυτικά και νότια (Λιβύη, Νουβία) όσο και προς τα ανατολικά (Συροπαλαιστίνη), η Αίγυπτος μετασχηματίζεται σε Αυτοκρατορία στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Ο πλούτος που συσσωρεύεται στη χώρα, η επαφή με τους κατακτημένους λαούς και το εμπόριο με την Κρήτη, τη Μυκηναϊκή Ελλάδα, τη Μ. Ασία, τη Σομαλία και ίσως μέχρι τη μακρινή Υεμένη συντελούν στη δημιουργία μιας νέας μεγαλόπρεπης και πιο περίτεχνης τεχνοτροπίας που αποτυπώνεται στα μνημεία των Θηβών.
Κατά τη Δεύτερη Μεταβατική περίοδο (1640 - 1532 π.Χ., Δυναστεία14η - 17η) Ασιατικοί λαοί, οι Υκσώς, καταλαμβάνουν την Αίγυπτο, ιδρύουν το βασίλειο τους στο Δέλτα του Νείλου, με πρωτεύουσα την Άβαρι, και καθιστούν φόρου υποτελείς τους γηγενείς Φαραώ. Οι Υκσώς για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας υιοθετούν πολλά στοιχεία του Φαραωνικού πολιτισμού.
Μετά την εκδίωξη των Υκσώς από τη 18η Θηβαϊκή δυναστεία του Νέου Βασιλείου (1550 - 1070 π.Χ., Δυναστεία 18η - 20η), την ενοποίηση της Αιγύπτου και την επέκταση της τόσο προς τα δυτικά και νότια (Λιβύη, Νουβία) όσο και προς τα ανατολικά (Συροπαλαιστίνη), η Αίγυπτος μετασχηματίζεται σε Αυτοκρατορία στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Ο πλούτος που συσσωρεύεται στη χώρα, η επαφή με τους κατακτημένους λαούς και το εμπόριο με την Κρήτη, τη Μυκηναϊκή Ελλάδα, τη Μ. Ασία, τη Σομαλία και ίσως μέχρι τη μακρινή Υεμένη συντελούν στη δημιουργία μιας νέας μεγαλόπρεπης και πιο περίτεχνης τεχνοτροπίας που αποτυπώνεται στα μνημεία των Θηβών.
Λαξευτοί τάφοι, με ξεχωριστούς ταφικούς ναούς, κατασκευάζονται στη δυτική όχθη του Νείλου (Κοιλάδα των Βασιλέων), ενώ κτίζονται νέα πλούσια ανάκτορα (του Αμένωφι Γ΄ στη θέση Μαλκάτα της δυτικής όχθης) και μεγαλοπρεπείς ναοί στις θέσεις Λούξορ και Καρνάκ (στην ανατολική όχθη).
Μετά από μια μικρή περίοδο μονοθεϊστικών τάσεων (θρησκευτική μεταρρύθμιση του Αχενατών) και τη δημιουργία της χαρακτηριστικής τεχνοτροπίας της Αμάρνα, παρατηρείται επιστροφή στην παραδοσιακή τεχνοτροπία του Νέου Βασιλείου με αποκορύφωμα στα χρόνια της βασιλείας του Ραμσή Β’.
Η αδυναμία διακυβέρνησης των τελευταίων διαδόχων του Ραμσή Β΄ οδήγησε στην Τρίτη Μεταβατική περίοδο (1070 - 712 π.Χ, Δυναστεία 21η - 24η), κατά την οποία η χώρα συρρικνώνεται εδαφικά. Στην περίοδο της 21ης Δυναστείας η εξουσία μοιράζεται μεταξύ του Αρχιερέα του Άμμωνος Χεριχόρ (με πρωτεύουσα τις Θήβες) και του φαραώ Σμένδη της Κάτω Αιγύπτου (με πρωτεύουσα την Τανίδα). Αργότερα (22η - 24η Δυναστεία), η εξουσία καταλύεται από τους Λιβύους, απογόνους Λιβύων μεταναστών, εγκαταστημένων στο Δέλτα του Νείλου.
Μετά από μια μικρή περίοδο μονοθεϊστικών τάσεων (θρησκευτική μεταρρύθμιση του Αχενατών) και τη δημιουργία της χαρακτηριστικής τεχνοτροπίας της Αμάρνα, παρατηρείται επιστροφή στην παραδοσιακή τεχνοτροπία του Νέου Βασιλείου με αποκορύφωμα στα χρόνια της βασιλείας του Ραμσή Β’.
Η αδυναμία διακυβέρνησης των τελευταίων διαδόχων του Ραμσή Β΄ οδήγησε στην Τρίτη Μεταβατική περίοδο (1070 - 712 π.Χ, Δυναστεία 21η - 24η), κατά την οποία η χώρα συρρικνώνεται εδαφικά. Στην περίοδο της 21ης Δυναστείας η εξουσία μοιράζεται μεταξύ του Αρχιερέα του Άμμωνος Χεριχόρ (με πρωτεύουσα τις Θήβες) και του φαραώ Σμένδη της Κάτω Αιγύπτου (με πρωτεύουσα την Τανίδα). Αργότερα (22η - 24η Δυναστεία), η εξουσία καταλύεται από τους Λιβύους, απογόνους Λιβύων μεταναστών, εγκαταστημένων στο Δέλτα του Νείλου.
Η εποχή χαρακτηρίζεται από τον πλούτο των ταφικών εθίμων, την τελειοποίηση της τεχνικής της ταρίχευσης και την άνθιση στον τομέα της μεταλλοτεχνίας. Κατά την Ύστερη περίοδο (712 - 332 π.Χ.), λόγω της συνεχιζόμενης πολιτικής αδυναμίας και αστάθειας, εκτός από μια μικρή περίοδο διακυβέρνησης από Αιγυπτίους Φαραώ (26η Δυναστεία - γνωστή ως Σαϊτική, 28η - 30η Δυναστεία), η χώρα βρίσκεται υπό την κυριαρχία ξένων λαών, από την Αφρική (Noυβίων - 25η Δυναστεία) και την Εγγύς Ανατολή (Ασσυρίων 671-664 π.Χ. και Αχαιμενιδών Περσών, 27η και 31η Δυναστεία).
Στον τομέα της τέχνης, παρατηρείται η τάση αναβίωσης της τέχνης παλαιότερων εποχών. Στενή ήταν η σχέση μεταξύ των Φαραώ της Σαϊτικής δυναστείας και Ελληνικών φύλλων κυρίως από τα παράλια της Μ. Ασίας. Ο Ψαμμήτιχος Α΄ χρησιμοποιεί Έλληνες μισθοφόρους για να εκδιώξει τους κατακτητές Ασσυρίους από τη χώρα του, ενώ ο Άμασις Β΄ συσφίγγει περισσότερο τους δεσμούς παραχωρώντας σε Έλληνες την πόλη Ναύκρατι μαζί με το αποκλειστικό προνόμιο του θαλάσσιου εμπορίου.
Με την κατάκτηση της Αιγύπτου το 332 π.Χ. από τον Αλέξανδρο -ο οποίος γίνεται δεκτός ως ελευθερωτής της από τον Περσικό ζυγό- αλλά και τους διαδόχους (Μακεδονική δυναστεία 332 - 304 και την δυναστεία των Πτολεμαίων, η χώρα περνά σε μια νέα εποχή, την Ελληνιστική (332 - 30 π.Χ.) που χαρακτηρίζεται στον τομέα της θρησκείας και της τέχνης από την αλληλεπίδραση του Ελληνικού και του Αιγυπτιακού πολιτισμού και τη δημιουργία μιας μικτής τεχνοτροπίας.
Με την ήττα από τους Ρωμαίους και το θάνατο της τελευταίας Πτολεμαίας βασίλισσας, της γνωστής Κλεοπάτρας της 7ης, η Αίγυπτος μετατρέπεται σε Ρωμαϊκή επαρχία (30 π.Χ - 395 μ.Χ). Η τέχνη περιορίζεται στο χώρο της μικροτεχνίας με την κατασκευή περίτεχνων κοσμημάτων από πολύτιμα μέταλλα και λίθους. Λαμπρή εξαίρεση αποτελούν τα περίφημα πορτραίτα τύπου Φαγιούμ και τα γνωστά κοπτικά υφάσματα.
Με την κατάκτηση της Αιγύπτου το 332 π.Χ. από τον Αλέξανδρο -ο οποίος γίνεται δεκτός ως ελευθερωτής της από τον Περσικό ζυγό- αλλά και τους διαδόχους (Μακεδονική δυναστεία 332 - 304 και την δυναστεία των Πτολεμαίων, η χώρα περνά σε μια νέα εποχή, την Ελληνιστική (332 - 30 π.Χ.) που χαρακτηρίζεται στον τομέα της θρησκείας και της τέχνης από την αλληλεπίδραση του Ελληνικού και του Αιγυπτιακού πολιτισμού και τη δημιουργία μιας μικτής τεχνοτροπίας.
Με την ήττα από τους Ρωμαίους και το θάνατο της τελευταίας Πτολεμαίας βασίλισσας, της γνωστής Κλεοπάτρας της 7ης, η Αίγυπτος μετατρέπεται σε Ρωμαϊκή επαρχία (30 π.Χ - 395 μ.Χ). Η τέχνη περιορίζεται στο χώρο της μικροτεχνίας με την κατασκευή περίτεχνων κοσμημάτων από πολύτιμα μέταλλα και λίθους. Λαμπρή εξαίρεση αποτελούν τα περίφημα πορτραίτα τύπου Φαγιούμ και τα γνωστά κοπτικά υφάσματα.
Από γεωγραφικής άποψης το μεγαλύτερο τμήμα της αρχαίας Αιγύπτου καταλάμβανε τμήμα της Βόρειας Αφρικής αν και η χερσόνησος του Σινά βρίσκεται στη νοτιοδυτική Ασία. Είχε τις ίδιες ακτογραμμές στην Ερυθρά θάλασσα και τη Μεσόγειο με τη Λιβύη προς δυσμάς το σημερινό Σουδάν νότια και την Παλαιστίνη ανατολικά. Ουσιαστικά σε εκείνη την εποχή διαιρείτο σε δύο βασίλεια γνωστά ως Άνω (νότια) και Κάτω (βόρεια) Αίγυπτος. Στην πραγματικότητα τούτος ο γεωγραφικός προσδιορισμός ακολουθούσε τον άξονα του Νείλου ποταμού.
Ο Νείλος, γύρω από τον οποίο συναθροιζόταν και συνεχίσει να συναθροίζεται το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού υπήρξε ζωοδότρια πηγή του Αιγυπτιακού πολιτισμού ήδη από την εποχή του Λίθου και τον πολιτισμό Νακάντα. Τα δύο βασίλεια ενωμένα σχημάτιζαν ότι αποκαλούσε ο Ηρόδοτος μαύρη γη. Το όνομα μαύρη γη (kmt) ή Κεμέτ προέκυψε πιθανώς εξαιτίας των σκοτεινόχρωμων αποθέσεων από τις πλημμύρες του Νείλου.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
(Δυναστεία 0, περίπου 3180 / 3130 - 3032 / 2982 π.Χ.)
Η μακρόχρονη ιστορική διαδικασία που οδήγησε στην ίδρυση του ενιαίου Αιγυπτιακού κράτους της Άνω (νότιας) και Κάτω (βόρειας) Αιγύπτου είχε τις ρίζες της στην περιοχή του πολιτισμού της Naqada, στη νότια Αίγυπτο. Η 4η χιλιετία π.Χ. υπήρξε μια περίοδος πολιτιστικής πολυμορφίας, κατά την οποία η χώρα ήταν διασπασμένη σε διάφορους τοπικούς πολιτισμούς περιορισμένης γεωγραφικής εμβέλειας.
Στο δεύτερο μισό της 4ης χιλιετίας π.Χ. ο πολιτισμός της Naqada με βάση τη σύνθετη κοινωνική του διαστρωμάτωση ξεχώριζε από τους υπόλοιπους και ακολουθούσε έναν ταχύτερο ρυθμό εξέλιξης. Υφαίνοντας ένα δίκτυο οικονομικών εξαρτήσεων, είτε μέσω εμπορικών επαφών είτε με την επιβολή φόρων υποτελείας σε πιο αδύναμα πολιτικά κέντρα, επεκτεινόταν σταδιακά προς Βορρά και Νότο (φάση Naqada ΙΙ).
Στο τέλος αυτής της περιόδου επέκτασης (Naqada ΙΙ d), που όπως φαίνεται είχε κυρίως ειρηνικό χαρακτήρα, επήλθε η πολιτιστική ενοποίηση της Αιγύπτου, καθώς σε όλη τη χώρα υιοθετήθηκε ο υλικός πολιτισμός της Naqada. Πολιτικά ωστόσο η χώρα παρέμενε διασπασμένη σε διάφορα τοπικά βασίλεια που είχαν το κέντρο τους στην κοιτίδα του πολιτισμού της Naqada, στη νότια Αίγυπτο, και αντιμάχονταν το ένα το άλλο, διεκδικώντας την αύξηση της σφαίρας επιρροής τους.
Μετά από μια μακρόχρονη περίοδο μαχών, όπως προκύπτει κυρίως από τις εικονογραφικές πηγές, το βασίλειο της Αβύδου κατόρθωσε να επικρατήσει των αντιπάλων του και να ενώσει την Αίγυπτο κάτω από ενιαία πολιτική εξουσία. Οι βασιλείς αυτής της Δυναστείας, ένα είδος "Πρωτοφαραώ", προηγούνταν χρονολογικά του Μήνη, με τον οποίo αρχίζει κατά την αιγυπτιακή παράδοση η Φαραωνική ιστορία και η 1η Δυναστεία. Για αυτό το λόγο τοποθετούνταν από τους Αιγυπτιολόγους στη συμβατικά ονομαζόμενη Δυναστεία 0.
ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
(1η - 2η Δυναστεία, περίπου 3032 / 2982 - 2707 / 2657 π.Χ.)
Ιδρυτής του ενιαίου Αιγυπτιακού κράτους υπήρξε κατά το Μανέθωνα ο Μήνης, με τον οποίο αρχίζει παραδοσιακά κάθε Φαραωνική γενεαλογία ως πρώτο βασιλιά της 1ης Δυναστείας. Ο Μήνης ταυτίστηκε αρχικά με το Φαραώ Narmer, ο οποίος απεικονίζεται στις συμβολικές εικόνες της διάσημης ομώνυμης παλέτας ως ο ηγέτης που ένωσε την Άνω και Κάτω Αίγυπτο, υποτάσσοντας τους εχθρούς του. Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, ωστόσο, ο Μήνης πρέπει να ταυτιστεί με το διάδοχο του Narmer, Aha, ο οποίος φέρει το Min ως δεύτερο βασιλικό όνομα.
Με αυτόν το Φαραώ αρχίζει και η χρήση του βασιλικού νεκροταφείου της Σακκάρα, που βρίσκεται δίπλα στην -κατά την παράδοση- πρώτη πρωτεύουσα του Αιγυπτιακού κράτους, Μέμφιδα. Για την ιστορία των δύο πρώτων Αιγυπτιακών Δυναστειών διαθέτουμε λίγες μόνο πληροφορίες. Η γραφή βρισκόταν ήδη σε χρήση (από την εποχή της Δυναστείας 0), χωρίς ωστόσο να έχει φθάσει ακόμα στο επίπεδο των κειμένων. Η βασικότερή της λειτουργία σε αυτή την περίοδο ήταν να ονοματίζει τόπους, πρόσωπα και προϊόντα, είτε για την εξυπηρέτηση των διοικητικών αναγκών του κράτους είτε για την επεξήγηση των σύνθετων συμβολικών σκηνών της βασιλικής εικονογραφίας.
Τις σημαντικότερες πηγές για την ανασύνθεση της ιστορίας της "Αρχαϊκής περιόδου" αποτελούν τα αρχαιολογικά ευρήματα και η εικονογραφία, που κυριαρχούνταν από πολεμικά θέματα και μεσοποταμιακές επιδράσεις. Μέσω αυτών παραδίδονται ένοπλες συγκρούσεις με "Λίβυους" στα δυτικά του κράτους, και κυρίως στο δυτικό Δέλτα, η επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής στη Νουβία μέχρι το ύψος του Δεύτερου Καταρράκτη και οι συχνές εμπορικές επαφές με την Εγγύς Ανατολή.
Η πολιτική ένωση της χώρας, που επιτεύχθηκε στην αρχή της 1ης Δυναστείας, δεν ήταν οριστική. Η 2η Δυναστεία υπήρξε μια ταραγμένη περίοδος. Μια σειρά μακροχρόνιων εμφύλιων συγκρούσεων μεταξύ των ισχυρών τοπικών κέντρων της χώρας φαίνεται πως οδήγησε στη διάσπαση της πολιτικής ενότητας του νεοσύστατου κράτους. Η ενότητα αυτή αποκαταστάθηκε μόλις με τον τελευταίο Φαραώ της 2ης Δυναστείας Chasechemui.
Τα Θεμέλια της Βασιλικής Ιδεολογίας
Σε αυτή την πρώιμη περίοδο της Αιγυπτιακής ιστορίας αποκρυσταλλώθηκε βαθμιαία η ιδέα της Θεοκρατικής εξουσίας του Φαραώ. Ήδη πριν την ίδρυση του ενιαίου κράτους ο Αιγύπτιος βασιλιάς θεωρούνταν ενσάρκωση του ιερακόμορφου Θεού Ώρου. Μέσω της πίστης στη Θεϊκή καταγωγή του Φαραώ κατοχυρωνόταν η νομιμότητα της βασιλικής εξουσίας απέναντι στους υπηκόους. Ο Φαραώ ήταν ο ηγέτης του κόσμου, εγγυητής της φυσικής αρμονίας και τάξης, και θριαμβευτής απέναντι στους εχθρούς του κράτους.
Η τελετουργία που έπαιξε βασικό ρόλο για τη θεμελίωση και διατήρηση της Φαραωνικής εξουσίας σε αυτή την πρώιμη περίοδο της Αιγυπτιακής ιστορίας ήταν η "Ακολουθία του Ώρου", η πλεύση δηλαδή του Νείλου από το Φαραώ - Ώρο και την ακολουθία του, που πραγματοποιούνταν κάθε δεύτερο χρόνο με στόχο τη συγκέντρωση των εισφορών και την απονομή της δικαιοσύνης.
ΑΡΧΑΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
(3η - 8η Δυναστεία, περίπου 2707 / 2657 - 2170 / 2120 π.Χ.)
Το Αρχαίο Βασίλειο αποτελεί την πρώτη περίοδο ακμής της Αιγυπτιακής ιστορίας. Η δύναμη του Φαραώ έφθασε στο αποκορύφωμά της, καθώς στο πρόσωπό του αφιερωνόταν το σύνολο του κοινωνικού και οικονομικού δυναμικού του Αιγυπτιακού κράτους. Δε γνωρίζουμε τις ακριβείς ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε αυτή η εξέλιξη, βλέπουμε όμως το αποτέλεσμά τους: τις πυραμίδες της 3ης και 4ης Δυναστείας.
Πρόκειται για τους μνημειώδεις τάφους των βασιλέων αυτής της περιόδου, η κατασκευή των οποίων -όπως προδίδουν οι γιγαντιαίες διαστάσεις τους- ήταν αναμφίβολα το αποτέλεσμα της συλλογικής προσπάθειας ενός κράτους σε διάστημα πολλών χρόνων ή και δεκαετιών, δείχνοντας έτσι πόσο ολοκληρωτικά προσανατολισμένη στο πρόσωπο του Φαραώ ήταν η Αιγυπτιακή κοινωνία.
Πυραμίδες
Η πρώτη πυραμίδα κατασκευάστηκε στα χρόνια του Φαραώ Djoser (η "Βαθμιδωτή Πυραμίδα"). Στον αρχικό πυρήνα του κτίσματος (ένας βασιλικός τάφος τύπου Μασταμπά), ανεγέρθηκαν διαδοχικά βαθμιδωτοί όροφοι (τέσσερις συνολικά). Στο τελικό του στάδιο το οικοδόμημα είχε τη μορφή μιας βαθμιδωτής πυραμίδας που ορθωνόταν στο κέντρο ενός τεράστιου αρχιτεκτονικού συγκροτήματος, της μνημειώδους αιώνιας κατοικίας του Φαραώ, που αποτελούσε μια απομίμηση του επίγειου ανακτόρου του.
Η συνολική έκταση του ταφικού συγκροτήματος του Djoser, που περικλειόταν από ένα τείχος ύψους 10 μ., κάλυπτε 150.000 τ.μ. Ο αρχιτέκτονας, Βεζύρης Imhotep, ανακηρύχθηκε μετά θάνατον σοφός και λατρευόταν σαν Θεός. Το αποκορύφωμα αυτής της νέας μνημειώδους ταφικής αρχιτεκτονικής αποτελούν οι τρεις πυραμίδες των Χέοπα, Χέφρεν και Μυκερίνου. Ο προκάτοχός τους στο Φαραωνικό θρόνο, Snofru, ίδρυσε τρεις συνολικά πυραμίδες, οι δύο όμως από αυτές εγκαταλείφθηκαν πριν την ολοκλήρωσή τους, προφανώς λόγω ανυπέρβλητων κατασκευαστικών δυσκολιών.
Την περίοδο αυτή των αρχιτεκτονικών πειραματισμών μαρτυρούν και άλλες πυραμίδες της 3ης και 4ης Δυναστείας, οι οποίες έμειναν για διάφορους λόγους ημιτελείς. Ο λίθος αντικαθιστά τις πήλινες πλίνθους ως βασικό οικοδομικό υλικό των μεγαλόπρεπων αυτών κτισμάτων, εκφράζοντας έτσι στον τομέα της αρχιτεκτονικής τις έννοιες της αιωνιότητας και του αμετάβλητου, που παίζουν πλέον κεντρικό ρόλο στη Φαραωνική ιδεολογία.
Θρησκεία
Η λατρεία του Θεού ήλιου Ρα (πολιούχου της Ηλιούπολης) αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη σημασία. Όλοι οι Φαραώ της 5ης Δυναστείας ίδρυσαν ένα ναό αφιερωμένο στο Ρα, στο κέντρο του οποίου υψώθηκε ένας μνημειώδης οβελίσκος. Οι πυραμίδες της 5ης Δυναστείας είναι μικρότερες από αυτές της 4ης, καθώς το κύριο ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από την αρχιτεκτονική τους μεγαλοπρέπεια στην ανάγλυφη διακόσμηση των ταφικών ναών δίπλα σε αυτές. Ο πλούσιος αυτός ανάγλυφος διάκοσμος εξιστορούσε τα σημαντικότερα επεισόδια της ζωής του Φαραώ.
Δίπλα τους υψώνονταν και άλλα ταφικά οικοδομήματα, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της ταφικής λατρείας (προσφορές στο νεκρό και ταφικές τελετουργίες), τα οποία κοσμούνταν επίσης με ανάγλυφες σκηνές. Ενώ στην εποχή του Djoser στις υπόγειες στοές και τους θαλάμους του ταφικού συγκροτήματος αποθηκεύονταν τεράστιες ποσότητες προσφορών και κτερισμάτων για το νεκρό, στη διάρκεια της 5ης Δυναστείας συντελέστηκε η μετάβαση από την πράξη στον τελετουργικό συμβολισμό, καθώς οι προσφορές δε γίνονταν αλλά απεικονίζονταν σε ανάγλυφα.
Οι απεικονίσεις αυτές εγγυούνταν με τη μαγική τους δύναμη την αδιάλειπτη συντήρηση του νεκρού με την αιώνια επαναλαμβανόμενη ικανοποίηση των αναγκών του.
Διοίκηση
Προϋπόθεση για την ανέγερση και ολοκλήρωση των πυραμίδων ήταν ο απόλυτος κρατικός συγκεντρωτισμός. Γύρω από το Φαραώ και τη βασιλική αυλή αναπτύχθηκε έτσι ένας σύνθετος διοικητικός οργανισμός, με τη βοήθεια του οποίου ήταν δυνατή η απορρόφηση του συνόλου των οικονομικών αποθεμάτων του αιγυπτιακού κράτους. Σε αυτή την περίοδο έχει τις ρίζες της η διαίρεση της χώρας σε επαρχίες (στην τελική της μορφή αποτελούνταν από 22 επαρχίες στην Άνω και 20 στην Κάτω Αίγυπτο).
Η ίδρυση πολιτικών και διοικητικών κέντρων στις επαρχίες αυτές ευνόησαν τη δημιουργία μιας τοπικής αριστοκρατίας που έμελλε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην ιστορία του Αιγυπτιακού κράτους ως παράγοντας πολιτικής αστάθειας. Με πρωτοβουλία της βασιλικής αυλής οργανώθηκαν αποστολές στη Χερσόνησο του Σινά, την έρημο ή τη Νουβία για την προμήθεια πολύτιμων πρώτων υλών ή εξωτικών προϊόντων.
Το συγκεντρωτικό αυτό σύστημα, με τις τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις για τη συντήρηση της ταφικής λατρείας των νεκρών Φαραώ, οδήγησε στη βαθμιαία οικονομική αποδυνάμωση του κράτους και την κατάρρευση της πολιτικής ενότητας στο τέλος της 6ης Δυναστείας. Η κύρια αιτία αυτής της εξέλιξης ήταν η αυξανόμενη δύναμη των τοπαρχών που βαθμιαία ανεξαρτητοποιήθηκαν από την κεντρική εξουσία οδηγώντας στη διάσπαση της πολιτικής δύναμης σε διάφορα επαρχιακά κέντρα.
1η ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
(9η - 10η Δυναστεία, περίπου 2170 / 2120 - 2025 / 2020 π.Χ.)
Ήδη κατά τη διάρκεια της 5ης Δυναστείας το κληρονομικό δικαίωμα στο υψηλό αξίωμα των τοπαρχών οδήγησε στη δημιουργία πανίσχυρων επαρχιακών "αριστοκρατικών γενών", τα οποία υπονόμευαν αργά αλλά σταθερά την κεντρική Φαραωνική εξουσία, συγκεντρώνοντας όλο και μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική δύναμη στα χέρια τους. Η κεντρική εξουσία άρχισε στο τέλος της 6ης Δυναστείας να καταρρέει.
Το Αιγυπτιακό κράτος κατακερματίστηκε σε πολλά τοπικά βασίλεια (Ηρακλεόπολη, Θήβες τα σημαντικότερα), στην κορυφή των οποίων βρίσκονταν ηγέτες, που αυτοπροβάλλονταν ως συνεχιστές της εξουσίας των παναιγύπτιων Φαραώ του Αρχαίου Βασιλείου. Σε μια περίοδο που η Αιγυπτιακή κοινωνία μαστιζόταν από λιμούς και αλλεπάλληλες κοινωνικές κρίσεις οι τέχνες και τα γράμματα γνώρισαν στα διάφορα επαρχιακά κέντρα μια μοναδική άνθηση, απελευθερωμένα από τους αυστηρούς κανόνες καλλιτεχνικής έκφρασης που είχαν παγιωθεί στο Αρχαίο Βασίλειο.
ΜΕΣΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
(11η - 12η Δυναστεία, 2119 - 1794 / 1793 π.Χ.)
Από το ισχυρότερο ίσως επαρχιακό κέντρο της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου, τις Θήβες στη νότια Αίγυπτο, ξεκίνησε η διαδικασία πολιτικής επανένωσης της χώρας. Οι τοπάρχες της περιοχής των Θηβών υπέταξαν αρχικά τα γειτονικά πολιτικά κέντρα εξουσίας, αυτοανακηρύχθηκαν Φαραώ και με το Μεντουχότεπ Β' κατόρθωσαν τελικά να ενοποιήσουν και πάλι το αιγυπτιακό κράτος. Ο πρώτος Φαραώ της 12ης Δυναστείας, Αμενεμχέτ Α', μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους από τις Θήβες στη Μέμφιδα.
Οι Θήβες ωστόσο διατήρησαν την πολιτική και θρησκευτική τους σημασία (πολιούχος της πόλης ήταν ο Άμμωνας). Οι Φαραώ αυτής της Δυναστείας κυβέρνησαν διατηρώντας αρχικά τις πολιτικές και κοινωνικές δομές που είχαν παγιωθεί κατά την Πρώτη Μεταβατική Περίοδο. Τα τοπικά κέντρα εξουσίας στις επαρχίες παρέμειναν στα χέρια ισχυρών οικογενειών που κληροδοτούσαν το αξίωμα στους απογόνους τους. Κατά τον ίδιο τρόπο διατηρήθηκε το δικαίωμα ιδιοκτησίας γης αλλά και η σχετική ανεξαρτησία των βιοτεχνικών κλάδων παραγωγής.
Στην εποχή του Σέσωστρι Γ', ωστόσο, η κεντρική εξουσία επενέβη με βίαιο τρόπο ανατρέποντας τις παραδοσιακές αυτές κοινωνικές δομές και θέτοντας κάτω από τον άμεσο έλεγχό της τα τοπικά κέντρα εξουσίας. Πολλές αριστοκρατικές οικογένειες εκδιώχθηκαν από τις παραδοσιακές τους έδρες και έχασαν τα υψηλά πολιτικά αξιώματα που μονοπωλούσαν μεταβιβάζοντάς τα κληρονομικά από τη μια γενιά στην άλλη. Αυτά τα μέτρα συνδυάστηκαν με μια νέα προσπάθεια κρατικού συγκεντρωτισμού και άμεσου ελέγχου της συνολικής οικονομικής παραγωγής από ένα ενιαίο κέντρο.
Το Αιγυπτιακό κράτος ένιωσε αυτή την εποχή για πρώτη φορά στην ιστορική του εξέλιξη την ανάγκη οικονομικής και πολιτικής επέκτασης. Η περιοχή της όασης του Φαγιούμ έγινε με την αποξήρανση των ελών και την κατασκευή αρδευτικών καναλιών και φραγμάτων οικονομικά εκμεταλλεύσιμη. Ο υποκινητής αυτού του φιλόδοξου προγράμματος, Φαραώ Αμενεμχέτ Γ', ίδρυσε στην ίδια περιοχή την πυραμίδα του και λατρευόταν μετά θάνατον ως τοπική θεότητα. Σποραδικά οργανώθηκαν εκστρατείες στην περιοχή της Παλαιστίνης και Συρίας αλλά και στη Λιβύη.
Ολόκληρη η Κάτω Νουβία μέχρι το Δεύτερο Καταρράκτη, και κατά την εποχή του Σέσωστρι ακόμα νοτιότερα (μέχρι τη Semna), καταλήφθηκε από τα Αιγυπτιακά στρατεύματα. Γρήγορα οργανώθηκε ένα δίκτυο στρατιωτικών οχυρών, τα οποία εγγυούνταν την ασφαλή εκμετάλλευση των πλούσιων ορυχείων χρυσού της περιοχής. Στη 13η Δυναστεία, 250 περίπου χρόνια μετά την ενοποίηση της χώρας από το Μεντουχότεπ Β', η Αίγυπτος βυθίστηκε σε μια νέα περίοδο κρίσης.
Οι Φαραώ που ανέβαιναν στο θρόνο ήταν κατά κανόνα ασήμαντες προσωπικότητες που δεν κατόρθωναν να κυβερνήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ανάμεσά τους υπήρχαν άνθρωποι απλής καταγωγής, στρατιωτικοί, ακόμα και "Ασιάτες". Η πολιτική δύναμη πέρασε και πάλι στα χέρια των "Βεζύρηδων" (ανώτατων αξιωματούχων), την ίδια εποχή που στη Νουβία χάθηκε ο Αιγυπτιακός έλεγχος στο τοπικό βασίλειο της Κέρμα (Άνω Νουβία).
Τέχνη
Στον τομέα της τέχνης και της λογοτεχνίας συνεχίστηκε συνειδητά η παράδοση όχι της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου αλλά του Αρχαίου Βασιλείου. Η εικονογραφία ξεπέρασε τα όρια της "κλασικιστικής" απεικόνισης, φθάνοντας στο επίπεδο απόδοσης φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών. Η λογοτεχνία χαρακτηρίζεται για την πολυμορφία της: "παιδείες", παραμύθια, διηγήσεις, προφητείες και άλλα είδη πεζού λόγου που περιστρέφονται όχι μόνο γύρω από το πρόσωπο του Φαραώ ως φωτισμένου ηγέτη, αλλά αγγίζουν με κριτικό μάτι και πιο ρεαλιστικά θέματα, όπως την αντίθεση μεταξύ ιδεατού και πραγματικού στην Αιγυπτιακή κοινωνία.
Η καλλιτεχνική παραγωγή της 12ης Δυναστείας υπήρξε γενικά για τις μεταγενέστερες περιόδους πρότυπο μίμησης. Αυτό ίσχυε κυρίως για τη λογοτεχνία, της οποίας η γλώσσα και το ύφος απέκτησαν το χαρακτήρα του κλασικού και χρησιμοποιούνταν για πολλούς αιώνες μετά το τέλος του Μέσου Βασιλείου. Για μια σύντομη χρονική περίοδο ο τύπος του βασιλικού τάφου άλλαξε. Οι τελευταίοι Φαραώ της 11ης Δυναστείας (πρώτοι παναιγύπτιοι Φαραώ του Μέσου Βασιλείου), ακολουθώντας την τοπική παράδοση των Θηβών, θάβονταν σε λαξευτούς τάφους που κοσμούνταν με τοιχογραφίες. Οι επόμενοι Φαραώ της 12ης Δυναστείας επέστρεψαν ωστόσο στον τύπο της πυραμίδας.
2η ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
(13η - 17η Δυναστεία, 1794 / 1793 - 1550 π.Χ.)
Οι Δυναστείες 13η - 17η, που κάλυπταν τη Δεύτερη Μεταβατική Περίοδο, δεν ακολουθούσαν χρονικά η μία την άλλη, αλλά υπήρξαν κατά μεγάλα διαστήματα σύγχρονες. Στη διάρκεια της 13ης Δυναστείας ο Αιγυπτιακός θρόνος άλλαξε συχνά χέρια. Η ενότητα της χώρας διατηρήθηκε ωστόσο προσωρινά κάτω από την κεντρική εξουσία. Στην περιοχή του Δέλτα κυριάρχησαν διάφοροι τοπικοί ηγέτες, που είναι γνωστοί στις μεταγενέστερες γενεαλογίες ως βασιλείς της 14ης Δυναστείας. Ανάμεσά τους υπήρχαν και ηγέτες Παλαιστινιακής / Χαναανίτικης καταγωγής.
Ένας από αυτούς κατάφερε να κυριεύσει το πολιτικό κέντρο των βασιλέων της 13ης Δυναστείας, κοντά στη Μέμφιδα, βάζοντας τέλος σε αυτή. Στην περιοχή του Δέλτα τη 13η Δυναστεία διαδέχτηκε η 15η, η εποχή των ξενόφερτων Υκσώς που γρήγορα άπλωσαν την κυριαρχία τους σε όλη την Αίγυπτο. Σύγχρονοι με τους Υκσώς ήταν οι υποτελείς τους βασιλείς της 16ης Δυναστείας στις Θήβες.
Η διάδοχη Θηβαϊκή δυναστεία (17η), οι βασιλείς της οποίας θεωρούσαν τους εαυτούς τους νόμιμους διαδόχους των Αιγύπτιων Φαραώ της 13ης Δυναστείας, οργάνωσε τον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Υκσώς, πετυχαίνοντας τελικά να τους εκδιώξει και να αποκαταστήσει την πολιτική αυτονομία της χώρας.
Υκσώς
Κατά τη διάρκεια της 15ης Δυναστείας η εξουσία της πολιτικά διασπασμένης Αιγύπτου πέρασε στα χέρια των Υκσώς ("Ηγέτες των Ξένων Χωρών"), μελών της Συροπαλαιστινιακής αριστοκρατίας, που είχαν ήδη θέσει κάτω από τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο τμήμα της Παλαιστίνης. Η στρατιωτική δύναμη αυτών των "ιπποτών" βασιζόταν σε ένα επίλεκτο σώμα πολεμικών αρμάτων. Στην Αίγυπτο υποστηρίχθηκαν προφανώς από τμήματα του πληθυσμού που είχαν κοινή καταγωγή με αυτούς και είχαν εγκατασταθεί από καιρό στο ανατολικό Δέλτα.
Σε αυτή την περιοχή ίδρυσαν και την πρωτεύουσά τους Αύαρι (στο σημερινό Tell el Dab'a). Οι τοπικοί ηγέτες των Θηβών, που στις Αιγυπτιακές βασιλικές γενεαλογίες αποτελούσαν τους Φαραώ της 14ης, 16ης και 17ης Δυναστείας, υπήρξαν υποτελείς των Υκσώς. Οι τελευταίοι ηγέτες της 17ης Δυναστείας ανέλαβαν να εκδιώξουν τους ξένους ηγεμόνες από την Αίγυπτο. Με μια έντονη "εθνική προπαγάνδα" ξεκίνησαν έναν απελευθερωτικό αγώνα και μετά από αιματηρές μάχες κατόρθωσαν τελικά να αποκαταστήσουν και πάλι την αιγυπτιακή κυριαρχία στη χώρα.
Ο αγώνας απελευθέρωσης εναντίον των Υκσώς ολοκληρώθηκε με το Φαραώ Άμωσι, ο οποίος κατέκτησε την Αύαρι και ηγήθηκε των πρώτων εκστρατειών στο εσωτερικό της Παλαιστίνης.
ΝΕΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Μετά την εκδίωξη των Υκσώς και την εγκατάσταση γηγενών ηγεμόνων στο Φαραωνικό θρόνο άρχισε για την Αίγυπτο μία περίοδος επέκτασης σε Βορρά και Νότο. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η Αίγυπτος εγκατέλειψε την παραδοσιακή της εσωστρέφεια και εξελίχτηκε με στρατιωτικά, διπλωματικά και οικονομικά μέσα σε διεθνή υπερδύναμη της Εγγύς Ανατολής. Στο αποκορύφωμα αυτής της επεκτατικής πολιτικής, στη διάρκεια της 18ης Δυναστείας, η Αιγυπτιακή κυριαρχία απλώθηκε από τον ορεινό Λίβανο στο Βορρά μέχρι τον Τέταρτο Καταρράκτη του Νείλου στο Νότο.
Ως κινητήριος μοχλός της "Ιμπεριαλιστικής" επέκτασης λειτούργησε προφανώς η τραυματική εμπειρία της κυριαρχίας των Υκσώς και η ανάγκη δημιουργίας μιας ευρύχωρης ζώνης ασφαλείας στα βόρεια σύνορα. Η Φαραωνική ηγεμονία στη Συροπαλαιστίνη εδραιώθηκε την εποχή του Τούθμωσι Γ', ο οποίος οργάνωσε 17 νικηφόρες εκστρατείες στην περιοχή, κατορθώνοντας μάλιστα σε μια από αυτές να διασχίσει τον Ευφράτη. Την ίδια περίοδο αποκαταστάθηκε η Αιγυπτιακή εξουσία στη Νουβία, η οποία, λόγω των πλούσιων ορυχείων χρυσού αλλά και άλλων προϊόντων, είχε ζωτική σημασία για την Αίγυπτο.
Ο άμεσος έλεγχος των αποθεμάτων χρυσού της Νουβίας έκανε την Αίγυπτο το οικονομικά ισχυρότερο κράτος της Εγγύς Ανατολής. Η Παλαιστίνη και η Νουβία ενσωματώθηκαν ως υποτελείς επαρχίες στο Αιγυπτιακό διοικητικό σύστημα και υποχρεώθηκαν στην καταβολή ετήσιων φόρων υποτέλειας στους απεσταλμένους του Φαραώ. Η Αιγυπτιακή πολιτική επιρροή στο Βορρά έφθανε τουλάχιστον μέχρι την περιοχή της νότιας Συρίας (και κατά μήκος της ακτής μέχρι την Ugarit), όπου μια σειρά από τοπικούς ηγέτες αναγνώριζαν τη φαραωνική κυριαρχία προσφέροντας σε τακτά χρονικά διαστήματα δώρα υποτέλειας αλλά και άλλες υπηρεσίες στον Αιγύπτιο βασιλιά.
Με την υιοθέτηση του πολεμικού άρματος γεννήθηκε μια νέα τάξη στρατιωτικής αριστοκρατίας, τα μέλη της οποίας ως επιβράβευση των πολεμικών τους υπηρεσιών καταλάμβαναν σταδιακά νευραλγικές θέσεις στο διοικητικό μηχανισμό της χώρας. Οι ναοί κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους από τη Φαραωνική εξουσία και αύξησαν τη δύναμή τους, είτε μέσω των δωρεών του Φαραώ είτε μέσω του μεγάλου μεριδίου τους στα πολεμικά λάφυρα. Το ιερατείο αποτελούσε έτσι, δίπλα στη βασιλική αυλή, τον κυρίαρχο ρυθμιστή των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων.
Στην συντριπτική του πλειονότητα ο αγροτικός πληθυσμός της Αιγύπτου "νοίκιαζε" αγροτεμάχια ιδιοκτησίας του ανακτόρου ή των ναών και είχε τη υποχρέωση να καταβάλλει ένα σημαντικό τμήμα της παραγωγής ως "φόρο" ή "ενοίκιο" στον ιδιοκτήτη. Τα επιβλητικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία δεν αποτελούσαν πλέον οι βασιλικοί τάφοι αλλά οι ναοί, αφιερωμένοι σε διάφορες Θεότητες του Αιγυπτιακού πάνθεου. Οι Φαραώ θάβονταν αυτή την περίοδο σε υπόγειους λαξευτούς τάφους, σε μια κοιλάδα στη δυτική όχθη των Θηβών ("Κοιλάδα των Βασιλέων").
Κοντά σε αυτούς τους τάφους, στην άκρη της εύφορης ζώνης της δυτικής όχθης του ποταμού, ιδρύονταν μνημειώδη ναϊκά οικοδομήματα για την ταφική λατρεία των Φαραώ. Ο καλύτερα διατηρημένος από αυτούς είναι ο ναός της Χατσεψούτ στο Deir el Bahari.
Η Εποχή της Αμάρνας
Στη διάρκεια της βασιλείας του Αμένωφι Γ' η λατρεία του θεού ήλιου Ρα αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη σημασία. Ο χαρακτήρας του Θεού οριζόταν σε νέες Θεολογικές βάσεις και ο Φαραώ αυτοαποκαλούνταν Αρχιερέας του Ρα. Η ανθρώπινη μορφή του Θεού στην Αιγυπτιακή εικονογραφία έδωσε τη θέση της στην απεικόνιση του ηλιακού δίσκου Ατών, από τον οποίο ξεπηδούσαν ακτίνες. Σε αυτή την εξέλιξη είχε τις ρίζες της η θρησκευτική κρίση που συγκλόνισε την Αίγυπτο στα χρόνια του Αμένωφι Δ', διαδόχου του Αμένωφι Γ'.
Μετά την άνοδό του στο θρόνο ο τελευταίος ίδρυσε για την ηλιακή Θεότητα ένα νέο ναό στο Καρνάκ, δίπλα στο εθνικό ιερό της Αιγύπτου, αφιερωμένο στον Άμμωνα, οδηγώντας έτσι τη θρησκευτική κρίση πολύ γρήγορα σε μια δραματική κορύφωση. Στο 5ο έτος της βασιλείας του αντικατέστησε το όνομά του Αμένωφις -που περιείχε το συνθετικό Άμμων- με ένα νέο Θεοφόρο όνομα, το Ακενατών ("Ευχάριστος για τον Ατών"). Τον ίδιο χρόνο ίδρυσε σε παρθένο έδαφος στη Μέση Αίγυπτο μια νέα πρωτεύουσα, στη θέση της σημερινής Αμάρνας, την Αχετατών ("Ορίζοντας του Ατών").
Σε όλη τη χώρα καταστράφηκαν οι απεικονίσεις των παραδοσιακών Θεών και σβήστηκαν τα ονόματά τους από όλες τις δημόσιες επιγραφές, πάνω από όλα του Άμμωνα. Την πιο πλήρη θεολογική και καλλιτεχνική έκφραση της νέας Θεότητας αποτελούσε ο "Ύμνος του Ήλιου", τον οποίο συνέταξε -σύμφωνα με τις πηγές- ο ίδιος ο Ακενατών για να δοξάσει το θεό του ως ζωοδότη, δημιουργό και προστάτη του Σύμπαντος. Ο Φαραώ συνιστούσε, σύμφωνα με το νέο θεολογικό δόγμα, το μοναδικό σύνδεσμο μεταξύ θεού και ανθρώπων καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα άμεσης επαφής μεταξύ των δύο πλευρών.
Η εποχή της Αμάρνας έφερε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις και στον τομέα της τέχνης. Για πρώτη φορά στην Αιγυπτιακή ιστορία η "Ιερογλυφική", "Ιδεατή" απόδοση των μορφών υποχωρεί μπροστά σε μια νέα τάση ρεαλιστικής και φυσιοκρατικής απόδοσης. Στην πρωιμότερη φάση της εποχής της Αμάρνας καθιερώθηκε μάλιστα ένας σχεδόν "εξπρεσιονιστικός" ρυθμός απεικόνισης του προσώπου και του σώματος της βασιλικής οικογένειας, ο οποίος ωστόσο στα επόμενα χρόνια εξελίχθηκε σε μια ηπιότερη, φυσιοκρατική απόδοση.
Η Αποκατάσταση
Η ριζοσπαστική μονοθεϊστική διδασκαλία του Ακενατών είχε μικρή διάρκεια ζωής. Ο Φαραώ πέθανε προφανώς στο 17ο έτος της βασιλείας του από άγνωστη αιτία. Ο διάδοχός του Σεμενχκαρέ (σύζυγος της κόρης του Ακενατών Μεριτατών) κυβέρνησε πιθανότατα για ένα πολύ σύντομο διάστημα. Τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Τουταγχατών, σύζυγος μιας άλλης κόρης του Ακενατών, της Ανχεσενατών. Ο ανήλικος Τουταγχατών, αναμφίβολα κάτω από την καθοδήγηση των συμβούλων του, απαρνήθηκε τη λατρεία του Ατών, αποκαθιστώντας τη λατρεία των πατροπαράδοτων θεών.
Στο 2ο έτος της βασιλείας του εγκατέλειψε την Αμάρνα, επιστρέφοντας στη Μέμφιδα, και άλλαξε το όνομά του σε Τουταγχαμών, επαναφέροντας το "Άμμων" ως κύριο συνθετικό του Θεοφόρου βασιλικού ονόματος. Στο πλαίσιο μιας damnatio memoriae το αιρετικό θεολογικό κήρυγμα του Ακενατών καταδικάστηκε σε λήθη. Στη διάρκεια της 19ης Δυναστείας το όνομα του Ατών σβήστηκε επιμελώς από όλα τα Αιγυπτιακά μνημεία και επιγραφές, και ο ναός του στο Καρνάκ ισοπεδώθηκε.
ΥΣΤΕΡΟ ΝΕΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Ο νεαρός Τουταγχαμών πέθανε στο 9ο έτος της βασιλείας του σε ηλικία 18 χρονών. Ο στρατηγός Haremhab, που ανέβηκε στο θρόνο λίγα χρόνια αργότερα, συγκέντρωσε με πραξικοπηματικό τρόπο όλη την πολιτική, θρησκευτική και στρατιωτική εξουσία στα χέρια του. Οι επόμενοι τρεις Φαραώ μέχρι και το Ραμσή Β' προέρχονταν από τις τάξεις του στρατού, ο οποίος μετά τη βαθιά πολιτική και θρησκευτική κρίση της εποχής της Αμάρνας πρόβαλε ως ο μόνος ρυθμιστικός παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων.
Η 66χρονη βασιλεία του Ραμσή Β' (1279 - 1213 π.Χ.) σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή αποτελώντας το "χρυσό αιώνα" της Αιγυπτιακής ιστορίας αλλά παράλληλα και την τελευταία περίοδο μεγάλης ακμής του Φαραωνικού κράτους. Στον 5ο μόλις χρόνο της βασιλείας του νεαρού Φαραώ οι δύο υπερδυνάμεις της εποχής, Αιγύπτιοι και Χετταίοι, συγκρούστηκαν στο Συριακό Καντές (1275 π.Χ.) διεκδικώντας τον πολιτικό έλεγχο των Συροπαλαιστινιακών πόλεων - κρατών. Παρά το γεγονός ότι η θρυλική αυτή μάχη έληξε χωρίς ουσιαστικό νικητή, έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις.
Στο διάστημα που ακολούθησε, οι διπλωματικές επαφές μεταξύ των δύο πλευρών κατέληξαν στην υπογραφή μιας ειρηνευτικής συνθήκης το 1259 π.Χ. Η μακρόχρονη ειρηνική περίοδος που ακολούθησε ήταν πρωτόγνωρη για την Αίγυπτο και αποτέλεσε την προϋπόθεση για την πραγματοποίηση του λαμπρότερου οικοδομικού προγράμματος της Αιγυπτιακής ιστορίας. Σε όλα τα μεγάλα κέντρα της χώρας αλλά και έξω από τα σύνορά της, στην υποταγμένη Νουβία και ίσως και την Παλαιστίνη, ο Ραμσής Β' ίδρυσε μεγαλοπρεπείς ναούς, αφιέρωσε αγάλματα κολοσσιαίων διαστάσεων και ύψωσε οβελίσκους, ένα μεγάλο μέρος των οποίων σώζεται μέχρι σήμερα.
Στο γιγαντιαίων διαστάσεων ναό του Abu Simbel τόλμησε να τοποθετήσει το άγαλμά του μεταξύ των ειδώλων των Θεών, απαιτώντας έτσι -για πρώτη φορά στην Αιγυπτιακή ιστορία- την εν ζωή τέλεση λατρείας στο πρόσωπό του. Οι τέχνες και τα γράμματα γνώρισαν μια μοναδική άνθηση. Αιγυπτιακή πρωτεύουσα αυτή την περίοδο ήταν η Πι-Ραμέσσε, η "Πόλη (Οίκος) του Ραμσή", που ιδρύθηκε δίπλα στα ερείπια της παλιάς πρωτεύουσας των Υκσώς, Αυάριδος. Στη διάρκεια της 19ης Δυναστείας το ιερατείο ανέκτησε σταδιακά την παλιά του αίγλη και οικονομική ευρωστία.
Οι συνεχείς δωρεές πολύτιμων αγαθών και γης από τους Φαραώ στα μεγάλα ιερά της χώρας είχαν ένα διπλό αποτέλεσμα: από τη μια πλευρά οι ναοί αναδείχθηκαν σε ανεξάρτητους οικονομικούς οργανισμούς, ενώ από την άλλη η πολιτική εξουσία εξάντλησε τα οικονομικά της αποθέματα. Η φυσική συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν για μια ακόμα φορά η σταδιακή κατάρρευση της κεντρικής διοίκησης. Τα οικονομικά προβλήματα και η διαφθορά των κρατικών υπαλλήλων προκάλεσαν συνεχείς κοινωνικές αναταραχές.
Σε αυτή την περίοδο το Αιγυπτιακό κράτος έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσει τις επιδρομές Λιβύων και των "Λαών της Θάλασσας" στα βόρεια σύνορα της χώρας. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων ανάγκασε τη Φαραωνική εξουσία στο τέλος του Νέου Βασιλείου να εγκαταλείψει τις κτήσεις της στη Συρία και την Παλαιστίνη, στο εξωτερικό, και να χάσει τον έλεγχο της χώρας, στο εσωτερικό. Η Αίγυπτος οδηγήθηκε στην παρακμή, χάνοντας οριστικά λίγες δεκαετίες αργότερα την πολιτική της αυτονομία.
Πριν από την κατάκτησή της από το Μεγάλο Αλέξανδρο (332 π.Χ.) η χώρα έπεσε στα χέρια Λιβύων, Νουβίων και Ασσυρίων, που ανέβηκαν στον Αιγυπτιακό θρόνο ως νόμιμοι διάδοχοι των Αιγύπτιων Φαραώ υιοθετώντας τον τίτλο τους.
ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ
ΓΕΝΙΚΑ
Το Αιγυπτιακό χρονολογικό σύστημα αποτελεί το πιο πλήρες της Αρχαιότητας, επιτρέποντας την ακριβή παρακολούθηση της ιστορικής εξέλιξης όχι μόνο του Αιγυπτιακού αλλά και των άλλων πολιτισμών με τους οποίους είχαν αναπτυχθεί δεσμοί. H μελέτη αρχαίων πηγών, η σχετική και η απόλυτη χρονολόγηση εγγράφων και ευρημάτων συνθέτουν ένα σχετικά πλήρες σύστημα για την αποκατάσταση της χρονολογικής ακολουθίας των περιόδων και την κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης του Αιγυπτιακού πολιτισμού.
ΑΠΟΛΥΤΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΑ
Η σχετική χρονολογία επιτρέπει την αποκατάσταση της χρονολογικής ακολουθίας των ιστορικών περιόδων αλλά και τη διακρίβωση του ανώτερου και κατώτερου χρονικού τους ορίου. Η απόλυτη χρονολογία μας οδηγεί ένα βήμα μακρύτερα στην κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης ενός πολιτισμού, προσδιορίζοντας τη διάρκεια των περιόδων αυτών αλλά και τη χρονική τους απόσταση. Πρόκειται με άλλα λόγια για την τοποθέτηση ιστορικών περιόδων ή επεισοδίων σε ένα συγκεκριμένο έτος του δικού μας χρονολογικού συστήματος, ορόσημο του οποίου αποτελεί η γέννηση του Χριστού.
Αίγυπτος
Κανένας άλλος αρχαίος πολιτισμός δε διέσωσε πιο αξιόπιστη και πιο βαθιά στο ιστορικό παρελθόν διεισδύουσα χρονολογία όσο η Αίγυπτος. Οι πηγές που διαθέτουμε επιτρέπουν μια κατά περιόδους ακριβή χρονολογική παρακολούθηση της ιστορικής εξέλιξης, μέχρι τουλάχιστον το 2000 π.Χ., και μια κατά προσέγγιση χρονολόγηση μέχρι περίπου το 3000 π.Χ. Σε αυτά τα χρονολογικά δεδομένα στηρίζεται η απόλυτη χρονολόγηση πολιτισμών οι οποίοι σε διάφορες φάσεις της ιστορικής τους εξέλιξης είχαν αναπτύξει πολιτιστικούς δεσμούς με την Αίγυπτο.
Η Αιγυπτιακή χρονολογία μπορεί μεν να αποτελεί το πιο πλήρες χρονολογικό σύστημα της αρχαιότητας, απέχει ωστόσο αρκετά από το να είναι απόλυτα ασφαλής ή ακριβής. Αιτία είναι μια σειρά χρονολογικών προβλημάτων σχετικών με τη διάρκεια της βασιλείας ορισμένων Φαραώ αλλά και κάποιες σκοτεινές περίοδοι της Αιγυπτιακής ιστορίας (κυρίως η Πρώτη και η Δεύτερη Μεταβατική Περίοδος).
Αιγυπτιακή Χρονολογία
Ακολουθώντας μια συνήθη πρακτική των πολιτισμών της Εγγύς Ανατολής, ο τρόπος Αιγυπτιακής χρονολόγησης την εποχή του Φαραωνικού κράτους βασιζόταν στους γενεαλογικούς καταλόγους των Φαραώ που περιείχαν ακριβή στοιχεία για το χρονικό διάστημα διακυβέρνησης του καθενός. Κανένας από τους σωζόμενους βασιλικούς καταλόγους της Αιγύπτου δε διατηρήθηκε πλήρης, ωστόσο για το μεγαλύτερο διάστημα της αιγυπτιακής ιστορίας διαθέτουμε σε γενικές γραμμές λεπτομερή χρονολογικά στοιχεία. Τα κενά μπορούν καταρχήν να συμπληρωθούν με βάση τους συγχρονισμούς με τις χρονολογίες άλλων πολιτισμών.
Πολύτιμα είναι επίσης ως πηγές τα διάφορα αστρονομικά δεδομένα, οι αναφορές δηλαδή των Αιγυπτιακών πηγών σε αστρονομικά φαινόμενα, όπως εκλείψεις ηλίου και σελήνης και ηλιακές επιτολές συγκεκριμένων αστεριών. Η σημασία των ραδιοχρονολογήσεων παραμένει για την Αιγυπτιακή ιστορία περιορισμένη, καθώς αυτές δεν είναι ούτε ακριβείς αλλά ούτε και αξιόπιστες, αν συγκριθούν με τα χρονολογικά δεδομένα των γραπτών πηγών. Για αυτό το λόγο χρησιμοποιούνται κατά κανόνα μόνο για την περίοδο της Αιγυπτιακής Προϊστορίας (πριν το 3000 π.Χ.).
Χρονολόγηση των Αιγυπτιακών Εγγράφων
Στην αρχή της Αιγυπτιακής ιστορίας οι Αιγύπτιοι ονόμαζαν το κάθε έτος με βάση κάποιο σημαντικό γεγονός. Τα "επώνυμα" αυτά γεγονότα αποτελούσαν κατά κύριο λόγο σημαντικά ιστορικά επεισόδια ή ετήσιες τελετουργίες. Ήδη από το Αρχαίο Βασίλειο καθιερώθηκε, ωστόσο, η αρίθμηση των ετών με βάση τα χρόνια εξουσίας του κυβερνώντος Φαραώ. Η αρίθμηση αυτή ξεκινούσε με την ημέρα της ανόδου του νέου Φαραώ στο θρόνο. Ως αφετηρία του 2ου έτους λαμβανόταν, ωστόσο, η αρχή του ημερολογιακού έτους.
Κατ' αυτόν τον τρόπο το 1ο έτος της βασιλείας ενός Φαραώ μπορούσε θεωρητικά να είχε διάρκεια λίγων μηνών ή και ακόμα λίγων εβδομάδων. Στους βασιλικούς γενεαλογικούς καταλόγους και τα Φαραωνικά χρονικά το έτος της διαδοχής στο βασιλικό θρόνο υπολογιζόταν, σε αντίθεση με τη Βαβυλωνία και άλλες χώρες της Εγγύς Ανατολής, ως έτος του νέου και όχι του παλαιού ηγέτη. Αυτή η μέθοδος χρονολόγησης ίσχυε και κατά τη διάρκεια του Μέσου Βασιλείου αλλά και της Ύστερης Περιόδου.
Στο Νέο Βασίλειο και την Τρίτη Μεταβατική Περίοδο υιοθετήθηκε, ωστόσο, μια διαφορετική μέθοδος: το έτος διακυβέρνησης ενός Φαραώ αποσυνδέθηκε πλήρως από το ημερολογιακό έτος και άρχιζε και τελείωνε κάθε φορά στην επέτειο της ανόδου του Φαραώ στο θρόνο. Το πρόβλημα πολλών αιγυπτιακών κειμένων με τις ημερομηνίες είναι ότι αυτές δε γράφονταν πάντα ολόκληρες. Το όνομα του Φαραώ αλλά ακόμα και το ίδιο το έτος δεν αναφερόταν ως αυτονόητο, ένα γεγονός που τις περισσότερες φορές καθιστά μια απόλυτη χρονολόγηση αυτών των πηγών, χωρίς τη βοήθεια άλλων δεδομένων, δύσκολη έως αδύνατη.
Η Εποχή των Αιγυπτιακών Δυναστειών
Η ιστορία της Φαραωνικής Αιγύπτου καλύπτει συνολικά πάνω από τρεις χιλιετίες. Το τέλος αυτής της περιόδου τοποθετείται συμβατικά το φθινόπωρο του 332 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε τη χώρα του Νείλου. Οι ηγέτες ωστόσο της Μακεδονικής δυναστείας των Πτολεμαίων αλλά και οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες διατήρησαν τον τίτλο του Φαραώ. Ο Αιγυπτιακός πολιτισμός έσβησε οριστικά τον 4ο αιώνα μ.Χ. με την ολοκληρωτική επικράτηση του Χριστιανισμού.
Ακολουθώντας το έργο του ιστορικού Μανέθωνα, το χρονικό αυτό διάστημα διακρίνεται σε 31 Δυναστείες. Οι Δυναστείες αυτές δεν είχαν την έννοια των Ευρωπαϊκών δυναστικών οικογενειών αλλά είχαν κυρίως γεωγραφικό χαρακτήρα καθώς αποτελούνταν από ομάδες Φαραώ με κοινό κέντρο εξουσίας. Πρώτος Αιγύπτιος Φαραώ κατά τη Μανεθωνική παράδοση ήταν ο Μήνης, με τον οποίο ξεκίνησε η 1η Δυναστεία. Ο Μήνης σίγουρα δεν ήταν ο ιδρυτής του ενιαίου Φαραωνικού κράτους. Σύμφωνα με πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα η ενοποίηση της Άνω και Κάτω Αιγύπτου υπήρξε μια μακρά ιστορική διαδικασία.
Από αρχαιολογικές και επιγραφικές πηγές μπορούν να ταυτιστούν με ασφάλεια τέσσερις τουλάχιστον παναιγύπτιοι Φαραώ που κυβέρνησαν πριν από το Μήνη. Οι Αιγυπτιολόγοι διακρίνουν δίπλα στις Δυναστείες τέσσερις κύριες περιόδους του Αιγυπτιακού πολιτισμού, το Αρχαίο, Μέσο, Νέο Βασίλειο και την Ύστερη Περίοδο. Οι τρεις εποχές παρακμής που μεσολάβησαν μεταξύ των τεσσάρων κύριων αυτών χρονικών διαστημάτων και χαρακτηρίστηκαν από κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές είναι γνωστές ως Πρώτη, Δεύτερη και Τρίτη Μεταβατική Περίοδος.
Χρονολογικά Προβλήματα
Τα ασφαλή δεδομένα απόλυτης χρονολόγησης φθάνουν μέχρι το Μέσο Βασίλειο. Για το Αρχαίο Βασίλειο και την Πρώτη Μεταβατική περίοδο δεν υπάρχουν ανάλογες πληροφορίες, με αποτέλεσμα η χρονολόγησή τους να παραμένει μη ακριβής και σε γενικές γραμμές υποθετική. Πρωταρχική σημασία έχει στο πλαίσιο της απόλυτης χρονολογίας η όσο το δυνατόν ακριβέστερη αποκατάσταση της διάρκειας βασιλείας των Φαραώ. Όταν αυτή δε μας παραδίδεται μέσω των βασιλικών καταλόγων είμαστε υποχρεωμένοι να την υπολογίζουμε κατά προσέγγιση με βάση τις υπάρχουσες αρχαιολογικές και επιγραφικές ενδείξεις.
Πρόκειται για ενεπίγραφα αντικείμενα ή παραστάσεις που δηλώνουν το έτος βασιλείας ενός Φαραώ επιτρέποντας έτσι τον προσδιορισμό του ελάχιστου δυνατού χρόνου βασιλείας του. Είναι αυτονόητο ότι με αυτό τον τρόπο δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί απόλυτη ακρίβεια. Τα στοιχεία της Μανεθωνικής παράδοσης είναι κατά κανόνα μη αξιόπιστα. Μια γενική αβεβαιότητα στην προσπάθεια απόλυτης χρονολόγησης προκαλεί επίσης το περιοδικά εμφανιζόμενο φαινόμενο της συμβασιλείας, όταν δηλαδή ένας Φαραώ όριζε το διάδοχό του ως συμβασιλέα.
Σε αυτή την περίπτωση τα τελευταία χρόνια της βασιλείας ενός Φαραώ συνέπιπταν χρονικά με τα πρώτα χρόνια του συμβασιλέα διαδόχου του, ο οποίος αποκτούσε και αυτός το δικαίωμα αρίθμησης των ετών με βάση το πρόσωπό του. Η πρακτική αυτή φαίνεται ωστόσο πως δεν αποτελούσε κανόνα, αλλά λύση ανάγκης για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων πολιτικών προβλημάτων. Μαρτυρούμενες ή σχεδόν βέβαιες συμβασιλείες απαντούν καθ' όλη τη διάρκεια της 12ης Δυναστείας (Μέσο Βασίλειο), ενώ στη μεταγενέστερη περίοδο, του Νέου Βασιλείου, είναι σπάνιες.
Χαρακτηριστικότερες από τις τελευταίες είναι αυτές μεταξύ των Χατσεψούτ και Τούθμωσι Γ', Τούθμωσι Γ' και Αμένωφι Γ', Αμένωφι Γ' και Αμένωφι Δ' / Ακενατών, Αμένωφι Δ' / Ακενατών και Σεμενχκαρέ στη 18η Δυναστεία, όπως επίσης και μεταξύ των Σέθου Α' και Ραμσή Β' στη 19η Δυναστεία. Το πρόβλημα όλων των αρχαίων συστημάτων χρονολόγησης που βασίζονταν στον ήλιο και τη σελήνη ήταν ο συνδυασμός του σεληνιακού μήνα, η διάρκεια του οποίου κυμαινόταν μεταξύ 29 και 30 ημερών. (Ο συνοδικός σεληνιακός μήνας είχε ακριβή διάρκεια 29 ημέρες, 12 ώρες και 49 λεπτά), με το ηλιακό έτος (διάρκεια περίπου 365 ημέρες, 5 ώρες και 49 λεπτά).
Μετά από ορισμένα έτη παρεμβαλλόταν αναγκαστικά ένας 13ος σεληνιακός μήνας. Για να λύσει το πρόβλημα ο Ιούλιος Καίσαρας, κάτω από την επίδραση και του Αιγυπτιακού προτύπου, εισήγαγε το 45 π.Χ. ένα νέο ημερολόγιο που ήταν ανεξάρτητο από τη σελήνη. Το Ιουλιανό αυτό ημερολόγιο επιδέχτηκε κάποιες μικρές διορθώσεις, το 1582 μ.Χ., με την πρωτοβουλία του Πάπα Γρηγόριου ΙΓ' και ισχύει σήμερα σχεδόν σε παγκόσμια κλίμακα (γνωστό και ως Γρηγοριανό ημερολόγιο).
Το Αιγυπτικό Ημερολόγιο
Οι Αιγύπτιοι εισήγαγαν ήδη στην πρώιμη 3η χιλιετία, πριν από κάθε άλλο γνωστό πολιτισμό, ένα συμβατικό ημερολόγιο το οποίο δε βασιζόταν πλέον στο σεληνιακό ή ηλιακό έτος. Το Αιγυπτιακό αυτό ημερολόγιο, που δημιουργήθηκε αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση διοικητικών αναγκών, αποτελούνταν από τρεις εποχές, κάθε εποχή από τέσσερις μήνες και κάθε μήνας από τριάντα ημέρες. Σε αυτούς τους μήνες προστίθεντο στο τέλος κάθε έτους 5 συμπληρωματικές ημέρες, οι λεγόμενες "επαγόμενες". Το έτος είχε λοιπόν συνολικά 365 ημέρες.
Το Αιγυπτιακό ημερολογιακό έτος ήταν ωστόσο ένα τέταρτο της ημέρας (έξι περίπου ώρες) συντομότερο από το αστρονομικό ηλιακό έτος. Κατά αυτόν τον τρόπο οι ημερομηνίες του παρέκλιναν κάθε τέσσερα χρόνια κατά μία ολόκληρη ημέρα σε σχέση με το ηλιακό έτος και συνέπιπταν πάλι με αυτό μετά από 1460 περίπου χρόνια. Αυτή η παρέκκλιση είχε φυσικά ως αποτέλεσμα να χάσουν οι εποχές του Αιγυπτιακού έτους τη σημασία τους καθώς, μετά από ορισμένες δεκαετίες, δε συνέπιπταν πλέον με τα φυσικά φαινόμενα στα οποία αναφέρονταν.
Οι Αιγύπτιοι είχαν παρατηρήσει χωρίς αμφιβολία από νωρίς την ημερολογιακή αυτή ασυμφωνία μεταξύ του φυσικού και του συμβατικού έτους και των εποχών του, παρ' όλα αυτά επέμειναν από συντηρητισμό στον παραδοσιακό αυτό τρόπο χρονολόγησης μέχρι και την Ύστερη Περίοδο.
Το Σεληνιακό Ημερολόγιο και Ημερομηνίες
Το πρωιμότερο Αιγυπτιακό ημερολόγιο ήταν κατά πάσα πιθανότητα -όπως και στους περισσότερους αρχαίους πολιτισμούς- ένα σεληνιακό ημερολόγιο, το οποίο περιλάμβανε 12 μήνες διάρκειας 29 ή 30 ημερών ανάλογα με τη διάρκεια της σεληνιακής φάσης, και ξεκινούσε την ημέρα της ηλιακής επιτολής του Σείριου (Σώθις). Στο τέλος αυτού του σεληνιακού έτους, εάν ακόμη δεν είχε εμφανιστεί το αστέρι παρεμβαλλόταν ένας 13ος μήνας.
Όταν αργότερα εισήχθη το συμβατικό ετήσιο ημερολόγιο των 365 ημερών το σεληνιακό ημερολόγιο διατηρήθηκε στη λατρεία, καθώς οι θρησκευτικές εορτές συνδέονταν όχι με κάποιες συγκεκριμένες ημερομηνίες αλλά με τις φάσεις της σελήνης. Το συμβατικό αυτό ημερολόγιο ξεκινούσε, όπως και το σεληνιακό, την ημέρα της πρώτης νέας σελήνης μετά την ηλιακή επιτολή του Σείριου. Παράλληλα με το συμβατικό ημερολόγιο χρησιμοποιούνταν στην Αίγυπτο ένα σεληνιακό ημερολόγιο, οι μήνες του οποίου ισοδυναμούσαν με έναν πλήρη σεληνιακό κύκλο.
Η αρχή του σεληνιακού μήνα καθοριζόταν, σε αντίθεση με άλλους πολιτισμούς, από την τελευταία ημέρα ορατότητας της φθίνουσας σελήνης. Αν τη χαραυγή η ημισέληνος έπαυε να είναι ορατή, με την ανατολή του ηλίου ξεκινούσε μαζί με τη νέα ημερολογιακή ημέρα και ο νέος σεληνιακός μήνας. Αυτή η πρώτη ημέρα του σεληνιακού μήνα αναφέρεται συχνά στις Αιγυπτιακές πηγές. Αυτές οι αναφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δεδομένα απόλυτης χρονολόγησης μόνο όταν είναι γνωστό το συγκεκριμένο έτος της βασιλείας ενός Φαραώ, καθώς μετά από έναν κύκλο 25 ετών οι φάσεις της σελήνης επανέρχονται στις ίδιες ημέρες του Αιγυπτιακού έτους.
Η μετατροπή μιας αναφοράς του νέου σεληνιακού μήνα σε μια απόλυτη ημερομηνία προϋποθέτει λοιπόν το συνδυασμό της με άλλα χρονολογικά στοιχεία (μία ιστορική ημερομηνία ή μία αναφορά ηλιακής επιτολής της Σώθιος). Τις προϋποθέσεις αυτές πληρούν οι ακόλουθες τρεις πηγές: το αρχείο του Εl-Lahun, οι επιγραφές του Καρνάκ από την εποχή του Τούθμωσι Γ' και το ημερολόγιο καταστρώματος του παπύρου Leiden.
Το Αρχείο του Εl-Lahun
(Σέσωστρις Γ', 12η Δυναστεία)
Το αρχείο του Εl-Lahun περιλαμβάνει, εκτός της αναφοράς στην ηλιακή επιτολή της Σώθιος τη 16η ημέρα του 7ου έτους βασιλείας του Σέσωστρι Γ', και μια μακρά σειρά "σεληνιακών ημερομηνιών" από το διάστημα βασιλείας του ίδιου Φαραώ και του διαδόχου του Αμενεμχέτ Γ'. Ο συνδυασμός των δύο αυτών χρονολογικών πληροφοριών συμβάλλει στην ακριβέστερη απόλυτη χρονολόγησή τους.
Τα 19 χρόνια της βασιλείας του Σέσωστρι Γ' τοποθετούνται, με βάση τις τρεις συνολικά αναφορές, στην αρχή του νέου σεληνιακού μήνα μεταξύ του 1873 / 1872 και 1854 / 1853 π.Χ. Με τον ίδιο τρόπο οι εννέα αναφορές της ίδιας σεληνιακής ημερομηνίας από τον καιρό του Αμενεμχέτ επιτρέπουν τη χρονολόγηση της βασιλείας τους, διάρκειας 45 - 48 ετών, μεταξύ του 1854 / 1853 και 1809 / 1806 π.X.
Οι Επιγραφές του Καρνάκ
(Τούθμωσις Γ', 18η Δυναστεία)
Από τη βασιλεία του Τούθμωσι Γ' σώζονται δύο σεληνιακές ημερομηνίες. Η πρώτη περιλαμβάνεται στα "Χρονικά", μια βασιλική επιγραφή στο ναό του Καρνάκ. Η αφήγηση της μάχης της Μεγγιδώ ξεκινά με την καταχώρηση: "Έτος (βασιλείας) 23ο, 21η (ημέρα) 9ου (μήνα), ημέρα της εορτής της νέας σελήνης". Μια ανάλογη ημέρα νέας σελήνης ήταν και η 30ή ημέρα του 6ου μήνα του 24ου έτους, όταν ο Τούθμωσις, σύμφωνα με μια άλλη βασιλική επιγραφή του Καρνάκ, θεμελίωσε το ναό του στο εθνικό αυτό ιερό των Αιγυπτίων.
Στο χρονικό πλαίσιο του 15ου αιώνα π.Χ., όταν κυβέρνησε ο Τούθμωσις Γ', υπάρχουν για το ζευγάρι αυτών των ημερομηνιών με βάση τα αστρονομικά δεδομένα τρεις διαφορετικές πιθανότητες:
Κατά αναλογία η αρχή της βασιλείας του Τούθμωσι Γ' μπορεί να χρονολογηθεί σε ένα από τα έτη 1504, 1479 ή 1454 π.Χ. Όπως προκύπτει ωστόσο από το συνδυασμό αυτών των στοιχείων με άλλα χρονολογικά δεδομένα, η δεύτερη χρονολόγηση (1479 π.Χ.) είναι η πιθανότερη.
Ημερολόγο Καταστρώματος του Πάπυρου Leiden
(Ραμσής Β', 19η Δυναστεία)
Στο ημερολόγιο καταστρώματος ενός πλοίου που εκτελούσε δρομολόγια στο Νείλο σώζεται η καταχώρηση μιας ημέρας νέας σελήνης, την 27η ημέρα του 6ου μήνα του 52ου έτους βασιλείας του Φαραώ Ραμσή Β'. Η βασιλεία του Ραμσή, που διήρκεσε 66 χρόνια, τοποθετείται εξ ολοκλήρου στο 13ο αιώνα π.Χ. Σε αυτό το διάστημα υπάρχουν με βάση τα αστρονομικά δεδομένα τρεις δυνατότητες χρονολόγησης της παρακάνω ημερομηνίας:
Η άνοδος τoυ Ραμσή Β' στο θρόνο πρέπει λοιπόν να τοποθετηθεί σε ένα από τα ακόλουθα τρία έτη: 1304, 1290 ή 1279 π.Χ. Όπως ωστόσο προκύπτει από ένα συνδυασμό αυτών των στοιχείων με άλλα χρονολογικά δεδομένα, ο Ραμσής ανέβηκε στο θρόνο το 1279 π.Χ.
Η Ηλιακή Επιτολή της Σώθιος και οι Ημερομηνίες της
Στην προϊστορική Αίγυπτο η αρχή του νέου έτους προσδιοριζόταν με βάση την ετήσια άνοδο της στάθμης του Νείλου το καλοκαίρι. Το φαινόμενο αυτό είχε ζωτική σημασία για τη βασιζόμενη στην αγροτική παραγωγή Αιγυπτιακή κοινωνία, καθώς αποτελούσε το μοναδικό τρόπο ύδρευσης της εύφορης λωρίδας γης στις όχθες του ποταμού. Ήδη σε αυτή την πρώιμη περίοδο οι Αιγύπτιοι πρέπει να είχαν παρατηρήσει ότι η άνοδος των νερών του Νείλου συνέπιπτε χρονικά με την ηλιακή επιτολή του Σείριου (η Αιγυπτιακή Σώθις, ο α του Μεγάλου Κυνός).
Το αστέρι θεωρούνταν ως θεότητα (Σώθις), η οποία προκαλούσε την άνοδο της στάθμης του ποταμού. Τον καιρό της εισαγωγής του Αιγυπτιακού ημερολογίου το νέο έτος άρχιζε κατά πάσα πιθανότητα με την πρώτη νέα σελήνη που ακολουθούσε την ηλιακή επιτολή του Σείριου. Με βάση τις λεπτομερείς παρατηρήσεις του γεωγράφου και αστρονόμου Κλαύδιου Πτολεμαίου είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την ακριβή σχέση του Αιγυπτιακού ημερολογίου με το Ιουλιανό. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατόν να μετατραπεί κάθε Αιγυπτιακή ημερομηνία στην αντίστοιχή της του μοντέρνου ημερολογίου, με την προϋπόθεση φυσικά ότι είναι γνωστό το έτος.
Οι "Σωθιακές ημερομηνίες" αποτελούν το θεμέλιο λίθο της Αιγυπτιακής απόλυτης χρονολογίας. Πρόκειται για τις αναφορές εκείνες των Αιγυπτιακών εγγράφων σε μια συγκεκριμένη ημέρα του Αιγυπτιακού ημερολογίου, κατά τη διάρκεια της οποίας παρατηρήθηκε η ηλιακή επιτολή του άστρου. Ο τρόπος χρονολογικού προσδιορισμού του φαινομένου αυτού, στο πλαίσιο του δικού μας συστήματος χρονολόγησης, είναι εξαιρετικά πολύπλοκος καθώς επιτυγχάνεται από ένα συνδυασμό αστρονομικών και ημερολογιακών δεδομένων και δεν μπορεί να είναι απόλυτα ασφαλής.
Συνολικά παραδίδονται τέσσερις "Σωθιακές ημερομηνίες", οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν από τη σκοπιά της απόλυτης χρονολόγησης. Οι δύο από αυτές ανήκουν, όπως προαναφέρθηκε, στην περίοδο ακμής του Αιγυπτιακού πολιτισμού (Μέσο και Νέο Βασίλειο). Οι δύο άλλες προέρχονται από έγγραφα της Eλληνιστικής και Pωμαϊκής περιόδου αντίστοιχα.
α) Ο Πάπυρος του Εl-Lahun (Μέσο Βασίλειο, 12η Δυναστεία, εποχή Σέσωστρι Γ').
Η παλαιότερη και σημαντικότερη ημερομηνία της Σώθιος σώζεται σε έναν πάπυρο από το αρχείο του ναού της Πυραμίδας του Σέσωστρι Β' (12η Δυναστεία) στο Εl-Lahun, στην είσοδο της όασης του Φαγιούμ. Ο πάπυρος αναφέρει την ηλιακή επιτολή της Σώθιος στο 7ο έτος της βασιλείας ενός Φαραώ που δεν κατονομάζεται, αλλά πρέπει να ταυτιστεί κατά πάσα πιθανότητα με το διάδοχο του ιδρυτή του ναού, Σέσωστρι Γ'. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για μια παρατήρηση του φαινομένου, αλλά για μια πρόβλεψη ότι πρόκειται να επέλθει σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία στο άμεσο μέλλον (τη 16η ημέρα του 8ου μήνα).
Σε ένα άλλο σημείο του ίδιου παπύρου καταγράφονται στη 17η ημέρα του ίδιου μήνα οι προσφορές για την εορτή της εμφάνισης του άστρου, ένα γεγονός που έμμεσα επιβεβαιώνει την ορθότητα της παραπάνω πρόβλεψης. Με βάση το γεγονός ότι η πρόβλεψη και παρατήρηση του φαινομένου έγινε στη Μέμφιδα και ότι το "τόξο ορατότητας" ήταν 8°.5 - 9°.5, προκύπτει μια ημερομηνία μεταξύ των ετών 1873 και 1862 π.Χ.
Με τη βοήθεια, ωστόσο, περαιτέρω δεδομένων από την καταγραφή των σεληνιακών φάσεων στο ίδιο αρχείο επιτεύχθηκε μια ακριβής χρονολόγησή του στις 17 Ιουλίου του 1866 π.Χ. Σε αυτή και μόνο την ημερομηνία στηρίζεται ολόκληρο το σύστημα της αιγυπτιακής απόλυτης και σχετικής χρονολόγησης από το Παλαιό Βασίλειο μέχρι και τη Δεύτερη Μεταβατική Περίοδο.
β) Ο Ιατρικός Πάπυρος Ebers (Νέο Βασίλειο, 18η Δυναστεία, εποχή Αμένωφι Α').
Η οπίσθια όψη ενός "ιατρικού παπύρου", που αγόρασε το 1869 ο αιγυπτιολόγος G. Ebers στην Αίγυπτο, είχε χρησιμοποιηθεί για την καταγραφή ενός ημερολογίου που κάλυπτε το 9ο έτος του Αμένωφι Α'. Η 9η ημέρα του 11ου μήνα περιλαμβάνει την καταχώρηση της ηλιακής επιτολής της Σώθιος. Η σημείωση αυτή αποτέλεσε το δεύτερο θεμέλιο λίθο της Αιγυπτιακής χρονολογίας δίπλα στην ανάλογή της από τον πάπυρο του Εl-Lahun. Ο Αμένωφις Α' ήταν ο δεύτερος Φαραώ της 18ης Δυναστείας και του Νέου Βασιλείου.
Η ακριβής χρονολόγηση της συγκεκριμένης ημερομηνίας στο πλαίσιο του δικού μας ημερολογίου ήταν αρχικά αδύνατη, καθώς ο τόπος της παρατήρησης του φαινομένου παρέμενε άγνωστος. Οι υποψήφιες πόλεις ήταν δύο: οι Θήβες, η πρωτεύουσα της εποχής του Νέου Βασιλείου, από όπου προέρχεται πιθανότατα και ο πάπυρος, και η Μέμφις, ο παραδοσιακός τόπος αστρονομικών παρατηρήσεων στην Αίγυπτο. Με δεδομένο ένα "τόξο ορατότητας" μεταξύ 8°.6 - 9°.4 για τη Μέμφιδα και 8°.5 - 9°.3 για τις Θήβες η συγκεκριμένη ημερομηνία τοποθετείται μεταξύ των ετών 1538 και 1534 π.X. ή 1519 και 1515 π.X. αντίστοιχα.
Πρόσφατα, ωστόσο, η παραδοσιακή ερμηνεία του ημερολογίου του παπύρου Ebers και τα συνακόλουθα χρονολογικά συμπεράσματα αμφισβητήθηκαν έντονα από διάφορες πλευρές. Η κριτική εστιάστηκε στη σύνδεση της αναφοράς της ηλιακής επιτολής της Σώθιος με την 9η ημέρα του 11ου μήνα. Σύμφωνα με τη νέα ερμηνεία του ημερολογίου η καταχώρηση δεν αφορούσε τη συγκεκριμένη ημερομηνία αλλά ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, από την 9η ημέρα του 11ου μήνα έως την 8η ημέρα του 12ου μήνα, κατά τη διάρκεια του οποίου παρατηρήθηκε η ηλιακή επιτολή του άστρου.
Κατά συνέπεια η "Σωθιακή ημερομηνία" στον πάπυρο Ebers μπορεί να υπολογιστεί μόνο κατά προσέγγιση στο διάστημα 1538 - 1450 π.X. (Μέμφις) ή 1519 - 1431 π.X. (Θήβες). Με βάση ιστορικά στοιχεία και άλλους χρονολογικούς συγχρονισμούς γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι μια χρονολόγηση του 9ου έτους βασιλείας του Αμένωφι Α' μετά το 1500 π.Χ. είναι απίθανη. Το διάστημα λοιπόν στο οποίο παρατηρήθηκε η συγκεκριμένη ηλιακή επιτολή της Σώθιος μπορεί να μειωθεί στις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα π.Χ.
γ) Το Ψήφισμα του Πτολεμαίου Γ' (247-222 π.Χ.).
Το Ψήφισμα του Πτολεμαίου, το οποίο αποτέλεσε μια -αποτυχημένη- απόπειρα μεταρρύθμισης του παραδοσιακού Αιγυπτιακού ημερολογίου, αναφέρει μια ηλιακή επιτολή της Σώθιος στην 1η ημέρα του 10ου Αιγυπτιακού μήνα του 8ου έτους βασιλείας του. Πρόκειται για τη 19η Ιουλίου του 239 π.Χ. στο πλαίσιο του Ιουλιανού ημερολογίου.
δ) Η Αναφορά του Ρωμαίου συγγραφέα Κηνσωρίνου στο έργο του De die natali (238 μ.Χ.).
Ο Ρωμαίος συγγραφέας Censorinus αναφέρει στο έργο του De die natali, που γράφτηκε το 238 μ.Χ., ότι το έτος 139 μ.Χ. -στη δεύτερη υπατεία του Αυτοκράτορα Αντωνίνου και του Bruttius Praesens- η ηλιακή επιτολή του Σείριου συνέπεσε με την πρωτοχρονιά του Αιγυπτιακού έτους ("Αποκατάσταση"). Πρόκειται για την 20ή Ιουλίου του 139 μ.Χ. Η συγκεκριμένη ημερομηνία έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στις προσπάθειες των ερευνητών να προσδιορίσουν χρονολογικά το έτος εισαγωγής του Αιγυπτιακού ημερολογίου.
Ο ιστορικός Ed. Meyer έχοντας ως δεδομένο ότι η "Αποκατάσταση" συνέβαινε κάθε 1460 χρόνια υπολόγισε με μια απλή αφαίρεση δύο ακόμα "Αποκαταστάσεις" στη Φαραωνική ιστορία, το 1321 π.Χ. (Νέο Βασίλειο) και το 2781 π.Χ. (Αρχαίο Βασίλειο). Καθώς ήταν αποδεδειγμένο ότι κατά τη διάρκεια του Αρχαίου Βασιλείου το Αιγυπτιακό ημερολόγιο ήδη χρησιμοποιούνταν, ο Meyer αφαίρεσε άλλα 1460 έτη και κατέληξε στο 4241 π.Χ. ως το έτος εισαγωγής του αιγυπτιακού ημερολογίου και ταυτόχρονα την "πρώτη βέβαιη ημερομηνία της Παγκόσμιας Ιστορίας".
Γρήγορα, ωστόσο, αποδείχτηκε ότι το έτος της "Αποκατάστασης" δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με τη μέθοδο της απλής αφαίρεσης ενός διαστήματος 1460 ετών αλλά μόνο με αστρονομικές μεθόδους, καθώς εξαρτάται από το ηλιακό έτος και την τροχιά της Σώθιος (Σείριου). Με βάση αυτά τα στοιχεία το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο "Αποκαταστάσεων" στο παρελθόν δεν ήταν σταθερό, αλλά γινόταν κατά δύο έτη συντομότερο (1456, 1454, 1452 έτη).
Χρονολογικός Προσδιορισμός ''Σωθιακών Ημερομηνιών''
Η ακριβής χρονολόγηση μιας "Σωθιακής ημερομηνίας", στο πλαίσιο του δικού μας χρονολογικού συστήματος, εξαρτάται αρχικά από το γεωγραφικό σημείο παρατήρησης του φαινομένου και από το "τόξο ορατότητας" (arcus visionis). Το γεωγραφικό σημείο παρατήρησης: Η Αίγυπτος εκτείνεται μεταξύ του 24ου (Ασσουάν, στο Νότο) και του 31ου (Αλεξάνδρεια, στο Βορρά) γεωγραφικού παραλλήλου. Με δεδομένο ότι ανά γεωγραφικό παράλληλο ο υπολογισμός της "Σωθιακής ημερομηνίας" μετατοπίζεται κατά τέσσερα χρόνια, η γνώση του γεωγραφικού σημείου της παρατήρησης παίζει χωρίς αμφιβολία καθοριστικό ρόλο.
Το "τόξο ορατότητας" (arcus visionis): Ως τόξο ορατότητας ορίζεται η οπτική γωνία, κάτω από την οποία γίνεται για πρώτη φορά ορατό το άστρο του Σείριου στο σκοτεινό ακόμα ουρανό, λίγο πριν την ανατολή του ηλίου. Αυτή η γωνία ήταν στην αρχαιότητα μικρότερη απ' ό,τι στην εποχή μας. Επίσης διέφερε ελαφρώς μεταξύ βόρειας και νότιας Αιγύπτου.
Μία διορθωτική επέμβαση: Οι Αιγύπτιοι αντίθετα με το δικό μας σύστημα θεωρούσαν αρχή της ημερολογιακής ημέρας όχι τη δωδέκατη νυχτερινή ώρα αλλά την ανατολή του ηλίου. Έτσι η ηλιακή επιτολή της Σώθιος, που συνέβαινε λίγο πριν την ανατολή, ανήκε κατά τους Αιγύπτιους στο τέλος της προηγούμενης ημέρας και όχι στην αρχή της νέας, σύμφωνα με το δικό μας ημερολόγιο. Ως ακριβής ημερομηνία του φαινομένου αυτού δε θεωρείται λοιπόν η αντίστοιχη της Αιγυπτιακής στο Ιουλιανό ημερολόγιο αλλά η επόμενή της.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗΣ
Oι πηγές που διαθέτουμε επιτρέπουν μία κατά περιόδους ακριβή χρονολογική παρακολούθηση της ιστορικής εξέλιξης μέχρι τουλάχιστον το 2000 π.X. και μια κατά προσέγγιση χρονολόγηση μέχρι το 3000 π.X. Οι άμεσες πηγές περιλαμβάνουν αιγυπτιακά αρχεία, χρονικά, παπύρους, βασιλικούς γενεαλογικούς πίνακες, διπλωματική αλληλογραφία καθώς και αστρονομικά φαινόμενα της εποχής που μπορούν να χρονολογηθούν με σχετική ακρίβεια, ενώ οι έμμεσες πηγές αφορούν κυρίως σε κείμενα μεταγενέστερων ιστορικών περιόδων.
Έλληνες Ιστορικοί
Ο Ηρόδοτος στο B' Βιβλίο των Ιστοριών του, που είναι αφιερωμένο στην Αίγυπτο, επιχείρησε μεταξύ άλλων και μια ανασκόπηση της φαραωνικής ιστορίας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, οι ιερείς του Φθα στη Μέμφιδα τού διάβασαν τα ονόματα 330 Φαραώ που κυβέρνησαν πριν την περίοδο της 26ης Δυναστείας (664 - 525 π.Χ.). Ο κατάλογος των Φαραώ που διέσωσε ο ίδιος στο έργο του στηρίχθηκε σε διάφορες, όχι ιδιαίτερα αξιόπιστες, πηγές. Ξεκινά σωστά -όπως όλοι οι επίσημοι Αιγυπτιακοί κατάλογοι- με το Μήνη, στη συνέχεια όμως περιέχει πολλά λάθη, αναχρονολογήσεις και παρερμηνείες.
Το χαρακτηριστικότερο λάθος του αποτελεί η τοποθέτηση των ιδρυτών των τριών μεγάλων Πυραμίδων της Γκίζας -των Φαραώ Χέοπα, Χέφρεν και Μυκερίνου- μετά το Φαραώ Ραμσή Γ' της 20ής Δυναστείας, περίπου δηλαδή 1400 χρόνια μετά την εποχή της βασιλείας τους. Οι πληροφορίες του Ηροδότου αποτέλεσαν βασικό σημείο αναφοράς για τους μεταγενέστερους Έλληνες ιστορικούς. Ο Διόδωρος Σικελιώτης διατήρησε στην Παγκόσμια Ιστορία του τη χρονολογική σειρά των Φαραώ του Ηρόδοτου, συμπληρώνοντας και άλλα- στις περισσότερες περιπτώσεις φανταστικά- ονόματα Φαραώ.
Στον Ερατοσθένη τον Κυρηναίο οφείλουμε μια από τις πρώτες προσπάθειες ανάπτυξης ενός χρονολογικού συστήματος της αιγυπτιακής ιστορίας. Ωστόσο το έργο του, μια Χρονογραφία της παγκόσμιας ιστορίας, σώζεται σε εξαιρετικά αποσπασματική μορφή, μέσα από αναφορές άλλων συγγραφέων.
Μανέθων
Το Μανέθων είναι η Ελληνοποιημένη μορφή του ονόματος ενός Αιγύπτιου ιερέα του ναού της Ηλιούπολης, που έζησε τον 3ο αιώνα π.Χ. Ο Μανέθων συνέγραψε σε Ελληνική γλώσσα μια ιστορία της Αιγύπτου (Αιγυπτιακά), από τη μυθική εποχή της κυριαρχίας των θεών έως τη δεύτερη Περσική κατάκτηση (242 π.Χ.). Η -σε γενικές γραμμές- αξιόπιστη πηγή που χρησιμοποίησε πρέπει να ήταν ένας βασιλικός γενεαλογικός κατάλογος ή κάποια μορφή χρονικών στο ναό της Ηλιούπολης.
Το έργο αυτό, που γράφτηκε γύρω στο 280 π.Χ. -πιθανότατα με την υποκίνηση του Πτολεμαίου Β'- και αποτέλεσε το κέντρο του ενδιαφέροντος των Αλεξανδρινών λογίων, δυστυχώς δε σώζεται πλέον στην αρχική του μορφή. Οι τελευταίοι επενέβησαν, διορθώνοντας ή μετατρέποντας αρκετά σημεία του έργου, αλλά και συνέγραψαν μια συντομευμένη μορφή του, τη λεγόμενη Επιτομή. Σε αυτή τη νέα έκδοση του έργου του Μανέθωνα από τους Αλεξανδρινούς φαίνεται πως εισήχθη για πρώτη φορά το σύστημα διαίρεσης της Αιγυπτιακής ιστορίας σε Δυναστείες.
Μανεθωνική Παράδοση
Το έργο του Μανέθωνα αντιγράφτηκε πολλές φορές από τους μεταγενέστερους ιστορικούς. Οι νέες αυτές εκδοχές δεν περιείχαν μόνο αρκετά λάθη αλλά και σκόπιμες αλλαγές ορισμένων χωρίων του κειμένου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε συχνά από τους αντιμαχόμενους Αλεξανδρινούς και Ιουδαίους λόγιους για την εξυπηρέτηση εθνικών συμφερόντων.
Σε αυτό ακριβώς το ιστορικό κλίμα τοποθετείται και το έργο του Ιουδαίου ιστορικού Φλάβιου Ιώσηπου (37 έως περίπου 110 μ.Χ.), ο οποίος διέσωσε πολλά αποσπάσματα από το έργο του Μανέθωνα, περιοριζόμενος ωστόσο στην περίοδο της κυριαρχίας των Υκσώς και του Νέου Βασιλείου (18η - 19η Δυναστεία). Οι τελευταίοι Φαραώ του Νέου Βασιλείου παρουσιάζονταν εδώ σε λάθος σειρά, ακολουθώντας προφανώς όχι το πρωτότυπο έργο του Μανέθωνα αλλά μια νεότερη εκδοχή του. Σε αυτή τη λανθασμένη σειρά βασίστηκαν ωστόσο όλοι οι μεταγενέστεροι χρονογράφοι.
Ο Χριστιανός ιστορικός Ιούλιος Αφρικανός (Α' μισό 3ου αιώνα μ.Χ.) διέσωσε έναν κατάλογο Αιγύπτιων Φαραώ, ο οποίος είχε ως πρότυπο μια αντιγραφή του έργου του Μανέθωνα, που ήταν ήδη επηρεασμένη από την εκδοχή του Φλάβιου Ιώσηπου. Ο κατάλογος του Ιούλιου σώθηκε σε αποσπασματική και αλλοιωμένη μορφή από το Γεώργιο Σύγκελλο, καλύπτει ωστόσο σε αντίθεση με το Φλάβιο Ιώσηπο το μεγαλύτερο διάστημα της Αιγυπτιακής ιστορίας.
Μια άλλη εκδοχή του Μανεθωνικού κειμένου, ωστόσο και αυτή επηρεασμένη από τη χρονολογική ακολουθία που είχε παγιωθεί από το Φλάβιο Ιώσηπο, φαίνεται πως είχε ως πρότυπό της την αναφορά στην Αίγυπτο στους Χρονικούς Κανόνες του Ευσέβιου της Καισάρειας (265 - 339 μ.Χ.). Γύρω στο 800 μ.Χ. τέλος ο Βυζαντινός λόγιος Γεώργιος Σύγκελλος συγκέντρωσε στην Εκλογή Χρονογραφίας διάφορα χρονικά, μεταξύ των οποίων και τα έργα των Ιούλιου Αφρικάνου, Ευσέβιου, αλλά και αποσπάσματα από το έργο του Φλάβιου Ιώσηπου.
Ο τρόπος λοιπόν που μας παραδίδεται το πρωτότυπο κείμενο του Μανέθωνα (μέσω πάμπολλων αντιγραφών και διαφορετικών εκδοχών) καθιστά την αξιοπιστία του ως ιστορική πηγή σε πολλά σημεία αμφίβολη. Λάθη είναι πιθανόν ότι έγιναν και από τον ίδιο το Μανέθωνα κατά την αντιγραφή των γραμμένων στα ιερατικά Αιγυπτιακών κειμένων. Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλά ονόματα Φαραώ δεν είναι εύκολο να ταυτιστούν, αλλά και αρκετά χρονολογικά στοιχεία δεν πρέπει να θεωρούνται ως απολύτως αξιόπιστα, καθώς δεν αντιγράφηκαν με προσοχή ή αλλοιώθηκαν με σκοπιμότητα.
Η ιστορική σημασία του έργου του Μανέθωνα στη μορφή που αυτό έχει διασωθεί σήμερα είναι ωστόσο -παρά την πληθώρα των μεταγενέστερων προσθηκών και ανακριβειών- μεγάλη. Η διαίρεση της Αιγυπτιακής ιστορίας σε 31 Δυναστείες και η σε γενικές γραμμές σωστή χρονολογική ακολουθία περιόδων και Φαραώ αποτελεί το σκελετό της Αιγυπτιακής χρονολογίας. Αποφασιστικής σημασίας είναι η συμβολή του στη συμπλήρωση των πολλών κενών των Αιγυπτιακών γενεαλογικών καταλόγων. Για την Ύστερη Περίοδο της Αιγυπτιακής ιστορίας (μετά το Νέο Βασίλειο) διαθέτει μάλιστα αρκετά αξιόπιστα στοιχεία.
ΑΠΟΛΥΤΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΔΩΝ
Απόλυτη ονομάζεται η ακριβής χρονολόγηση ιστορικών γεγονότων σε έτη προ Χριστού. Πρόκειται δηλαδή για την αποκατάσταση ιστορικών περιόδων, τη διάρκειά τους σε έτη, την ιστορική αλληλουχία τους και τη χρονική τοποθέτηση σημαντικών γεγονότων σε αυτές. H απόλυτη χρονολόγηση της Αιγυπτιακής ιστορίας στηρίζεται σε δύο κυρίως δεδομένα: στην άνοδο των Φαραώ στο θρόνο και στους χρονολογικούς συσχετισμούς.
Τα αστρονομικά φαινόμενα, τα επιγραφικά δεδομένα, οι συσχετισμοί με Ασσυρία και Βαβυλωνία, οι βασιλικοί κατάλογοι και πάπυροι αποτελούν ιστορικά αξιόπιστες πληροφορίες που συνιστούν τη βάση για την αποκατάσταση χρονολογιών. Τα ενεπίγραφα ευρήματα επίσης συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία. Καλύτερα χρονολογημένες είναι οι νεότερες περίοδοι, ενώ οι αρχαιότερες παρουσιάζουν περισσότερα προβλήματα και έλλειψη δεδομένων.
Νέο Βασίλειο
(1550 - 1070 / 1069 π.Χ.)
Η απόλυτη χρονολόγηση της περιόδου του Νέου Βασιλείου, που περιλαμβάνει τη 18η, 19η και 20ή Δυναστεία, στηρίζεται σε δύο κυρίως δεδομένα:
α) Την ακριβή χρονολόγηση της ανόδου του Ραμσή Β' στο θρόνο, το 1279 π.Χ., με βάση ένα συνδυασμό αστρονομικών δεδομένων και χρονολογικών συσχετισμών με την Ασσυρία, και
β) Τη χρονολόγηση της 37χρονης βασιλείας του Αμένωφι Γ' στο διάστημα 1396 / 1385 - 1359 / 1348π.X., με βάση τους χρονολογικούς συσχετισμούς με την Ασσυρία και τη Βαβυλωνία.
Με αφετηρία το δεύτερο αυτό χρονολογικό δεδομένο και, γνωρίζοντας τη βασιλεία του Τούθμωσι από σεληνιακές ημερομηνίες, η άνοδός του στο θρόνο μπορεί να τοποθετηθεί με σχετική ασφάλεια στο 1479 π.Χ. Το τέλος της 20ής Δυναστείας και ταυτόχρονα και του Νέου Βασιλείου χρονολογείται με βάση στοιχεία της ακόλουθης περιόδου μεταξύ του 1070 και 1069 π.Χ. Συνολικά λοιπόν το Νέο Βασίλειο καλύπτει το χρονικό διάστημα 1550 - 1070 / 1069 π.Χ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το τελευταίο διάστημα του Νέου Βασιλείου, από την άνοδο του Ραμσή Β' στο θρόνο έως το τέλος της 20ής Δυναστείας, αποτελεί το ασφαλέστερα χρονολογημένο τμήμα της αιγυπτιακής ιστορίας. Για τη χρονολογία του Νέου Βασιλείου τα δεδομένα του Μανέθωνα μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο τμηματικά, καθώς σε αυτό το μέρος του έργου του επικρατεί σύγχυση. Ωστόσο, σε αντίθεση με παλαιότερες απόψεις που θεωρούσαν ολόκληρο το τμήμα του Νέου Βασιλείου στο Μανέθωνα ιστορικά αναξιόπιστο, ορισμένες από τις πληροφορίες του είναι ακριβείς και μπορούν να επιβεβαιωθούν με βάση τα επιγραφικά δεδομένα.
Αυτή η δυνατότητα ελέγχου του έργου του Μανέθωνα, την οποία μας επιτρέπουν τα ενεπίγραφα αντικείμενα που ήλθαν στο φως σε ανασκαφές στην Αίγυπτο, διευκολύνει τη διαπίστωση των μεταγενέστερων επεμβάσεων στον αρχικό πυρήνα του έργου, επιτρέποντας την αποκατάστασή του στην πρώτη του μορφή. Ασαφή και λανθασμένα είναι τέλος τα στοιχεία του Μανέθωνα που αφορούν την εποχή της Αμάρνας, οι Φαραώ της οποίας υπήρξαν θύματα μιας damnatio memoriae και δε συμπεριλαμβάνονταν στους γενεαλογικούς καταλόγους.
Το πρόβλημα της τόπου παρατήρησης της ηλιακής επιτολής του Σείριου στη διάρκεια της βασιλείας του Αμένωφι Α' (Μέμφις ή Θήβες), που ήταν στο παρελθόν υπεύθυνο για την αδυναμία μιας ασφαλούς απόλυτης χρονολόγησης στο Νέο Βασίλειο, φαίνεται πως λύνεται με βάση την ιστορική αξιολόγηση των αστρονομικών δεδομένων. Με ένα συνδυασμό σεληνιακών ημερομηνιών και "σχετικής" χρονολόγησης του διαστήματος βασιλείας του Φαραώ, το 9ο έτος βασιλείας τοποθετείται χρονικά στο 1517 π.Χ. και η άνοδός του στο θρόνο στο 1525 π.Χ.
Η 18η Δυναστεία είναι από Αιγαιακής πλευράς η πιο ενδιαφέρουσα Αιγυπτιακή περίοδος, καθώς στη διάρκειά της διαπιστώνονται οι στενότερες επαφές του Φαραωνικού κράτους με το Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό. Δυστυχώς όμως η διάρκεια βασιλείας των Φαραώ αυτής της περιόδου, η οποία είναι από χρονολογικής άποψης εξαιρετικά σημαντική για την Αιγαιακή Προϊστορία, δεν παραδίδεται ούτε στις Αιγυπτιακές βασιλικές γενεαλογίες ούτε στο Μανέθωνα.
Αποκλειστική πηγή για την αποκατάστασή της αποτελούν ενεπίγραφα αντικείμενα από αυτό το χρονικό διάστημα και κυρίως τα σφραγίσματα αγγείων που αναφέρουν το έτος της βασιλείας (όχι όμως και το όνομα) των Φαραώ. Από αυτά μπορεί να προσδιοριστεί σε κάθε περίπτωση ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα παραμονής ενός Φαραώ στο θρόνο. Με βάση επιγραφικά δεδομένα ο Τούθμωσις Γ' κυβέρνησε 54 χρόνια (ή 51,5 λόγω συμβασιλείας), ο Αμένωφις Β' τουλάχιστον 26 και ο Αμένωφις Γ' 38 χρόνια.
Η συμβασιλεία Αμένωφι Γ' και Αμένωφι Δ' (Ακενατών) θεωρείται βέβαιη, ωστόσο δεν έχει χρονολογικές συνέπειες γιατί υπήρξε κατά πάσα πιθανότητα σύντομη. Σημαντικό είναι εδώ ότι τα ενεπίγραφα αντικείμενα με τα έτη βασιλείας των Φαραώ αναφέρονται όχι και στους δύο ηγέτες αλλά μόνο στο νεότερο, αποφεύγοντας έτσι τη δημιουργία χρονολογικής σύγχυσης. Η περίοδος της Αμάρνας παρουσιάζει πολλά χρονολογικά προβλήματα.
Ο Αμένωφις Δ' (Ακενατών), ο αιρετικός Φαραώ που εισήγαγε τη θρησκεία του θεού Ήλιου και μετέφερε στο 5ο έτος της βασιλείας του την πρωτεύουσα του αιγυπτιακού κράτους στην Αμάρνα, μια πόλη που είχε ο ίδιος ιδρύσει σε παρθένο έδαφος στη Μέση Αίγυπτο, πρέπει να κυβέρνησε συνολικά -με βάση επιγραφικά δεδομένα- γύρω στα 17 χρόνια. Η περίοδος αυτή της αιγυπτιακής ιστορίας παραμένει πολύ σκοτεινή.
Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ακενατών ανακηρύχθηκε συμβασιλέας ο Semenchkare, σύζυγος της Μεριτατών, κόρης του Ακενατών. Ο Semenchkare βασίλευσε για ένα σύντομο μόνο διάστημα (έναν περίπου χρόνο). Η συμβασιλεία της Νεφερτίτης είναι επίσης πιθανή, χωρίς ωστόσο να έχει χρονολογικές επιπτώσεις. Με τον ίδιο τρόπο η βασιλεία των διαδόχων του Τουταγχαμών (Φαραώ που προέρχονταν για πρώτη φορά στα Αιγυπτιακά χρονικά από το στρατό) μπορεί να υπολογιστεί κατά προσέγγιση.
Η Άνοδος του Ραμσή Β’ στο Θρόνο
Το γεγονός αυτό χρονολογείται με ακρίβεια στην 27η ημέρα του 9ου μήνα του Αιγυπτιακού έτους που αντιστοιχεί στις 31 Μαΐου του Ιουλιανού ημερολογίου (1279 π.Χ.). Και τα άλλα ορόσημα της μακρόχρονης βασιλείας του Ραμσή μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια, όπως η μάχη του Καντές (12 Μαΐου 1274 π.Χ.) και η ειρηνευτική συνθήκη με τους Χετταίους (21 Νοεμβρίου 1259 π.Χ.).
Χρονολόγηση της 2ης Μεταβατικής Περιόδου
(1794 / 1793 - 1550 π.Χ.)
Η Δεύτερη Μεταβατική Περίοδος υπήρξε μια εποχή κονωνικής και πολιτικής αστάθειας που οδήγησε το Φαραωνικό κράτος σταθερά στην παρακμή. Η χρονολογία της παρουσιάζει πολλά σκοτεινά σημεία και προβλήματα και δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί με ακρίβεια. Οι Αιγυπτιολόγοι πίστευαν αρχικά ότι επρόκειτο για ένα διάστημα πολλών αιώνων, λόγω του μεγάλου αριθμού των σωζόμενων βασιλικών ονομάτων αλλά και της Μανεθωνικής παράδοσης, με βάση την οποία η συνολική διάρκεια αυτής της περιόδου ξεπερνούσε τη μία χιλιετία.
Ωστόσο ακόμα και τότε ήταν γνωστό ότι οι Δυναστείες 13η - 17η ήταν τμηματικά σύγχρονες μεταξύ τους. Μόνο μετά την ανακάλυψη της "Σωθιακής ημερομηνίας" από το αρχείο του Εl-Lahun το 1899, η οποία έκανε δυνατή μια ακριβέστερη και ασφαλέστερη χρονολόγηση της 12ης Δυναστείας, διαπιστώθηκε οριστικά ότι η διάρκεια της Δεύτερης Μεταβατικής Περιόδου δεν ήταν μεγαλύτερη από 200 - 250 χρόνια. Oι ασφαλείς χρονολογήσεις του τέλους του Μέσου και της αρχής του Νέου Βασιλείου προσφέρουν αντίστοιχα το ανώτατο (1794 / 1793 π.Χ.) και το κατώτατο (1550 π.Χ.) χρονικό όριο για τη Δεύτερη Ενδιάμεση Περίοδο.
Οι Δυναστείες 13η - 17η δεν ακολουθούν χρονολογικά η μία την άλλη αλλά είναι κατά μεγάλο τμήμα σύγχρονες μεταξύ τους. Η 13η Δυναστεία περιλαμβάνει τους Αιγύπτιους βασιλείς μέχρι την έλευση των Υκσώς. Η 14η Δυναστεία είναι σύγχρονη με τη 13η και αποτελείται από τους βασιλείς της Κάτω (βόρειας) Αιγύπτου, η 15η από τους Υκσώς Φαραώ -ηγεμόνες Συροπαλαιστινιακής προέλευσης- και η 16η και 17η Δυναστεία από τους σύγχρονους με τους Υκσώς Αιγύπτιους βασιλείς των Θηβών στη νότια Αίγυπτο.
Για τη 15η Δυναστεία ο βασιλικός πάπυρος του Τορίνου σώζει τη συνολική διάρκεια της βασιλείας των Υκσώς (108 χρόνια). Το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μπορεί να υπολογιστεί με βάση το δεδομένο ότι το τέλος της βασιλείας των Υκσώς επήλθε στο 12ο - 15ο έτος του Άμωσι. Έτσι προκύπτει μια χρονολόγηση της 15ης Δυναστείας μεταξύ του 1649 / 1644 και 1539 / 1536 π.Χ. Οι υπόλοιπες Δυναστείες της Δεύτερης Μεταβατικής Περιόδου δεν μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια. Στη 13η Δυναστεία κυβέρνησαν 50 περίπου βασιλείς σε ένα διάστημα 150 περίπου ετών.
Η 17η Δυναστεία, η αρχή της οποίας σε γενικές γραμμές συμπίπτει με την άνοδο των Υκσώς στην εξουσία, είχε διάρκεια 95 περίπου ετών. Η ταύτιση των έξι Υκσώς Φαραώ της 15ης Δυναστείας που αναφέρονται στο Μανέθωνα με τα ονόματα που παραδίδονται από αρχαιολογικά και επιγραφικά ευρήματα παραμένει προβληματική. Μόνο για τον 4ο και 5ο βασιλέα, Κυάν και Απόφι αντίστοιχα, η ταύτιση των δεδομένων της Μανεθωνικής και ιστορικής παράδοσης είναι ασφαλής.
Χρονολόγηση του Μέσου Βασιλείου
(2119 - 1794 / 1793 π.Χ.)
Η Μανεθωνική παράδοση δεν προσφέρει αξιόπιστες πληροφορίες για την εποχή της 12ης Δυναστείας και γενικότερα του Μέσου Βασιλείου. Η χρονολογική αποκατάσταση αυτής της περιόδου στηρίζεται αποκλειστικά στο βασιλικό πάπυρο του Τορίνου και τους βασιλικούς καταλόγους της Αβύδου και Σακκάρας. Το θεμέλιο για την απόλυτη χρονολόγηση του Μέσου Βασιλείου αποτελεί η "Σωθιακή ημερομηνία" από το 7ο έτος της βασιλείας του Σέσωστρι Γ'.
Με βάση τις σεληνιακές ημερομηνίες από τη βασιλεία του ίδιου του Φαραώ και του διαδόχου του Αμενεμχέτ Γ' μπορούμε να χρονολογήσουμε το συγκεκριμένο αστρονομικό φαινόμενο στις 17 Ιουλίου του 1866 π.Χ. Έτσι ο Σέσωστρις ανέβηκε στο θρόνο το έτος 1872 π.Χ. Μια ελάχιστη διάρκεια της βασιλείας των Φαραώ της 12ης Δυναστείας μπορεί να υπολογιστεί με βάση τα ενεπίγραφα αντικείμενα που αναφέρουν κάποιο συγκεκριμένο έτος τους στον Αιγυπτιακό θρόνο.
H απόλυτη ακρίβεια είναι και σε αυτή την περίπτωση αδύνατη. Τα υπάρχοντα στοιχεία, τα οποία έχουν σίγουρα ιστορική βάση, επιτρέπουν μια διόρθωση των διαστημάτων βασιλείας του βασιλικού παπύρου του Τορίνου, συνδυάστηκαν ωστόσο με λάθος ονόματα. Για τους δύο τελευταίους ηγέτες της δυναστείας αυτής (Αμενεμχέτ Δ' και βασίλισσα Nefru-sobek) στηριζόμαστε αποκλειστικά στα δεδομένα του βασιλικού παπύρου του Τορίνου.
Ως ιδρυτής της 11ης Δυναστείας και του Μέσου Βασιλείου γενικότερα θεωρείται ο Μεντουχοτέπ Β', ο οποίος με κέντρο τις Θήβες στην Άνω Αίγυπτο έθεσε τέρμα στις βασιλικές δυναστείες της Ηρακλεόπολης στην Κάτω Αίγυπτο (9η - 10η Δυναστεία) αποκαθιστώντας έτσι και πάλι, μετά τη διάσπαση της πολιτικής εξουσίας κατά την Πρώτη Μεταβατική Περίοδο, την ενότητα του Αιγυπτιακού κράτους. Για το συνολικό διάστημα αυτής της δυναστείας αλλά και για τα έτη της βασιλείας των Φαραώ υπάρχουν ακριβή στοιχεία στο βασιλικό πάπυρο του Τορίνου.
Τα στοιχεία αυτά συμπληρώνονται από ευρήματα που χρονολογούνται στο διάστημα αυτό αλλά και από τη βασιλική γενεαλογία του Καρνάκ. Η 11η Δυναστεία τελείωσε με την ανατροπή του Μεντουχότεπ Δ' από τον Αμενεμχέτ Α', τον ιδρυτή της 12ης Δυναστείας, διαρκώντας μεταξύ του 2119 και 1976 π.Χ. Η επανένωση της Αιγύπτου -μετά την πολιτική διάσπαση της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου- επιτεύχθηκε μεταξύ του 20ού και 30ού έτους του Μεντουχότεπ, σε απόλυτους αριθμούς δηλαδή μεταξύ του 2027 και 2017 π.Χ.
Συμβασιλείες
Μια συνηθισμένη πολιτική πρακτική στο Μέσο Βασίλειο ήταν η ανακήρυξη του βασιλικού διαδόχου σε συμβασιλέα του Φαραώ. Αυτές οι συμβασιλείες επιβεβαιώνονται και ιστορικά με βάση ενεπίγραφα αντικείμενα τα οποία φέρουν διπλές ημερομηνίες, δηλώνοντας το τρέχον έτος της βασιλείας και των δύο ηγετών χωριστά. Για τον υπολογισμό της συνολικής διάρκειας αυτής της περιόδου, μια απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε απόπειρα απόλυτης χρονολόγησης, δεν είναι πλέον σημαντική η συνολική διάρκεια βασιλείας του κάθε Φαραώ αλλά μόνο εκείνο το διάστημα στο οποίο κυβερνούσε μόνος, χωρίς συμβασιλέα.
Χρονολόγηση της 1ης Μεταβατικής Περιόδου
(περίπου 2170 / 2120 - 2025 / 2020 π.Χ.)
Μετά την κατάρρευση του Αρχαίου Βασιλείου και τη διάσπαση της ενότητας του Φαραωνικού κράτους σε διάφορα τοπικά βασίλεια ακολούθησε η Πρώτη Μεταβατική Περίοδος, μια εποχή έντονων πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών. Οι ιστορικές πληροφορίες για τους ηγέτες αυτής της περιόδου στη μεταγενέστερη παράδοση είναι ελάχιστες, καθώς δεν αποτελούσαν "παναιγύπτιους" Φαραώ και δε συμπεριλαμβάνονταν κατά κανόνα στις επίσημες γενεαλογίες.
Ενώ στο Μανέθωνα -και συμβατικά και στη σύγχρονη αιγυπτιολογική έρευνα- το Αρχαίο Βασίλειο τελειώνει με το τέλος της 6ης Δυναστείας, από το βασιλικό κατάλογο της Αβύδου και το βασιλικό πάπυρο του Τορίνου προκύπτει ότι οι Αιγύπτιοι περιλάμβαναν στο Αρχαίο Βασίλειο και τους βασιλείς της 8ης Δυναστείας. Στην Πρώτη Μεταβατική Περίοδο συγκαταλέγονταν λοιπόν η 9η και 10η Δυναστεία, η περίοδος δηλαδή των βασιλέων της Ηρακλεόπολης. Το διάστημα των δύο αυτών Δυναστειών πρέπει να υπήρξε σύντομο και να μην ξεπέρασε τη μία γενιά.
Αυτή η άποψη βασίζεται στο γεγονός ότι η απόσταση μεταξύ της 11ης και της 8ης Δυναστείας μπορεί να υπολογιστεί μεταξύ 0 και 50 ετών. Ως ένα πιθανό διάστημα θεωρούνται εδώ κατά προσέγγιση τα 25 χρόνια. Η Πρώτη Μεταβατική Περίοδος (9η - 10η Δυναστεία) τοποθετείται λοιπόν κατά προσέγγιση μεταξύ του 2170 και 2120 π.Χ.
Χρονολόγηση του Αρχαίου Βασιλείου
(Περίπου 2707 / 2657 - 2170 / 2120 π.Χ.)
Η περίοδος του Αρχαίου Βασιλείου περιλαμβάνει, σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη, το διάστημα από την 3η έως την 6η Δυναστεία. Σύμφωνα, όμως, με την Αιγυπτιακή παράδοση σε αυτή την περίοδο ανήκαν και οι βασιλείς της 8ης Δυναστείας. Η χρονολόγηση του Αρχαίου Βασιλείου στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο Λίθο του Παλέρμου, τη Μανεθωνική παράδοση ή τις βασιλικές γενεαλογίες και παρουσιάζει αρκετά προβλήματα. Από αυτή την πρώιμη περίοδο δε σώθηκε κανένα αστρονομικό ή άλλο ημερολογιακό δεδομένο που θα επέτρεπε μια απόλυτη χρονολόγηση.
Μια πρόσθετη δυσκολία αποτελεί το διάστημα βασιλείας των Φαραώ, το οποίο δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια. Το διάστημα από την 6η έως και την 8η Δυναστεία μπορεί να υπολογιστεί με βάση το βασιλικό πάπυρο του Τορίνου σε 187 χρόνια. Η 6η Δυναστεία διήρκεσε σύμφωνα με την ίδια πηγή πιθανότατα 131 χρόνια. Πιο χαρακτηριστικό γεγονός αποτελεί εδώ η μακρόχρονη βασιλεία του Πέπι Β', η οποία κατά το βασιλικό πάπυρο του Τορίνου διήρκεσε τουλάχιστον 90 και κατά το Μανέθωνα 100 έτη.
Παρά το γεγονός ότι αυτοί οι αριθμοί προφανώς δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ο Πέπι βασίλευσε αρκετές δεκαετίες (τουλάχιστον 60 έτη). Η 7η Δυναστεία είχε μία πολύ σύντομη διάρκεια (κατά το Μανέθωνα μόνο 70 ημέρες) και η 8η Δυναστεία 46 χρόνια. Το διάστημα αυτό τοποθετείται χρονολογικά μεταξύ του 2347 / 2297 και 2170 / 2120 π.Χ. Η διαφορά των 50 ετών που χωρίζει τις δύο προτεινόμενες ημερομηνίες προκύπτει από τη δυσκολία ακριβούς χρονολογικού προσδιορισμού της διάρκειας της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου.
Η χρονολογική ακολουθία και διάρκεια βασιλείας των εννέα Φαραώ της 5ης Δυναστείας μπορεί να αποκατασταθεί με σχετική ασφάλεια, με βάση τους βασιλικούς καταλόγους της Αβύδου και Σακκάρας αλλά και το Μανέθωνα. Το διάστημα αυτό υπολογίζεται σε 158 έτη και χρονολογείται με βάση όσα ισχύουν για τις μεταγενέστερες δυναστείες του Αρχαίου Βασιλείου μεταξύ 2504 / 2454 και 2347 / 2297 π.Χ.
Το χρονικό διάστημα της 4ης Δυναστείας, της εποχής δηλαδή των Φαραώ που ίδρυσαν τις μεγάλες πυραμίδες, παρουσιάζει προβλήματα, καθώς τυχαίνει να σώζεται μόνο αποσπασματικά στις διάφορες βασιλικές γενεαλογίες. Από την άλλη πλευρά τα στοιχεία που παρατίθενται στο Μανέθωνα δεν είναι αξιόπιστα. Ο J. von Beckerath υπολογίζει με ένα συνδυασμό επιγραφικών και ιστορικών δεδομένων τη συνολική διάρκεια των οκτώ Φαραώ αυτής της περιόδου σε 135 χρόνια, μεταξύ του 2639 / 2589 και 2504 / 2454 π.Χ. Λίγες ιστορικές πληροφορίες σώζονται για το διάστημα της 3ης Δυναστείας.
Στα ελάχιστα ενεπίγραφα μνημεία αυτής της περιόδου παραδίδονται τα ονόματα πέντε Φαραώ, τα οποία ωστόσο δεν μπορούν να ταυτιστούν με βεβαιότητα με τα τέσσερα έως πέντε ονόματα των αιγυπτιακών γενεαλογιών ή τα εννέα βασιλικά ονόματα που παραθέτει ο Μανέθωνας. Για την αποκατάσταση της χρονολογικής διάρκειας αλλά και τη χρονολόγηση αυτής της περιόδου βασιζόμαστε κυρίως στο Λίθο του Παλέρμου και την υποθετική συμπλήρωση του μη σωζόμενου μέρους του. Με βάση αυτά τα στοιχεία προκύπτει για την 3η Δυναστεία μία διάρκεια 68 - 76 ετών σύμφωνα με διάφορους μελετητές.
Χρονολόγηση της Αρχαϊκής Εποχής
(Περίπου 3032 / 2982 - 2707 / 2657 π.Χ.)
Η Αρχαϊκή εποχή της Αιγυπτιακής ιστορίας περιλαμβάνει τις δύο πρώτες Δυναστείες, την περίοδο δηλαδή διαμόρφωσης του ενιαίου Φαραωνικού κράτους. Τα ονόματα των Φαραώ που παραδίδονται από τα ενεπίγραφα αντικείμενα αυτής της περιόδου δεν μπορούν να συνδυαστούν εύκολα με αυτά που σώζονται στις βασιλικές γενεαλογίες και τη Μανεθωνική παράδοση. Δεν υπάρχει επίσης καμία ένδειξη ή έμμεση μαρτυρία για την απόλυτη χρονολόγηση της πρωιμότερης αυτής φάσης της Αιγυπτιακής ιστορίας.
Ο πρώτος Φαραώ της 1ης Δυναστείας και, κατά την Αιγυπτιακή και Μανεθωνική παράδοση, ο ιδρυτής του ενιαίου κράτους της Άνω και Κάτω Αιγύπτου υπήρξε ο Μήνης. Από αρχαιολογικές και επιγραφικές ενδείξεις είναι ωστόσο βέβαιο ότι πριν από το Μήνη υπήρξαν και άλλοι βασιλείς οι οποίοι κυβέρνησαν ως "παναιγύπτιοι" Φαραώ. Αυτοί οι ηγέτες τοποθετούνται σήμερα από την Αιγυπτιολογική έρευνα στη συμβατικά ονομαζόμενη Δυναστεία 0.
Κατά τη διάρκεια της 1ης Δυναστείας κυβέρνησαν πιθανότατα 8 Φαραώ, ενώ στην ακόλουθη 2η Δυναστεία 9 Φαραώ. Για τη διάρκεια της βασιλείας του καθενός από αυτούς στηριζόμαστε σχεδόν αποκλειστικά στο Λίθο του Παλέρμου και στην υποθετική αποκατάσταση του μη σωζόμενου μέρους του. Με βάση αυτά τα στοιχεία προκύπτει για την 1η Δυναστεία μία συνολική διάρκεια 179 - 193 ετών και για τη 2η μία διάρκεια 146 - 156 ετών (σύμφωνα με διάφορους μελετητές). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι τα στοιχεία αυτά δε συμφωνούν με τις διάρκειες βασιλείας των Φαραώ που παραδίδει ο Μανέθωνας.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΙ
ΓΕΝΙΚΑ
Τη σημαντικότερη βάση για την απόλυτη χρονολόγηση της Αιγαιακής Προϊστορίας αποτελούν οι χρονολογικοί συγχρονισμοί με τον Αιγυπτιακό πολιτισμό. Xρονολογικός συγχρονισμός επιτυγχάνεται μέσω της εύρεσης Αιγαιακών αντικειμένων στην Αίγυπτο και αντίστροφα Αιγυπτιακών αντικειμένων σε Αιγαιακές θέσεις. Η ιστορική αξιοπιστία και ακρίβεια του κάθε συγχρονισμού εξαρτάται άμεσα από τη δυνατότητα ακριβούς χρονολόγησης δύο παραμέτρων:
α) Του ίδιου του αντικειμένου και
β) Της αρχαιολογικής του συνάφειας (context).
Οι περιπτώσεις όπου ένα ασφαλώς χρονολογημένο εισηγμένο αντικείμενο ανακαλύφθηκε σε ένα κλειστό, με ακρίβεια χρονολογημένο context είναι δυστυχώς περιορισμένες. Τις περισσότερες φορές υπάρχουν προβλήματα στην ακριβή χρονολόγηση ενός από τους δύο αυτούς παράγοντες, με αποτέλεσμα την αποκατάσταση ενός πολύ χαλαρού χρονολογικού δεσμού μεταξύ Αιγαίου και Αιγύπτου, ο οποίος μπορεί να μετακινηθεί ακόμα και κατά αιώνες προς τα άνω ή προς τα κάτω ανάλογα με τον τρόπο ερμηνείας των δεδομένων.
Σε αυτού του είδους, τους μη ασφαλείς, χρονολογικούς συγχρονισμούς εντοπίζεται και η διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών της υψηλής και της χαμηλής χρονολόγησης του Αιγαιακού πολιτισμού. Λόγω της έλλειψης ιστορικών δεδομένων από την εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο, η καταγραφή της πολιτιστικής εξέλιξης και η διάκριση των εποχών βασίζεται στο σύστημα της κεραμικής χρονολόγησης, σύμφωνα με το οποίο μία συγκεκριμένη περίοδος συνδέεται με έναν ή περισσότερους χαρακτηριστικούς κεραμικούς ρυθμούς.
Η διάρκεια ωστόσο αυτών των κεραμικών φάσεων είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Τις εγκυρότερες ενδείξεις προσφέρουν τα στρωματογραφικά δεδομένα, και πιο συγκεκριμένα το πάχος, ο πλούτος των ευρημάτων και κυρίως ο αριθμός των οικοδομικών φάσεων των στρωμάτων που αντιστοιχούν σε κάθε κεραμική φάση. Με αυτό τον τρόπο προκύπτει μία πρόχειρη μόνο προσέγγιση της διάρκειας μιας φάσης, η οποία δεν μπορεί να είναι ούτε ακριβής ούτε βέβαιη.
ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Για την Πρώιμη εποχή του Χαλκού δεν υπάρχουν ασφαλείς χρονολογικοί συγχρονισμοί μεταξύ Αιγαίου και Αιγύπτου. Ως μία ένδειξη μόνο χρονολογικού συσχετισμού της Μινωικής Κρήτης και της Αιγύπτου μπορούν να θεωρηθούν τα τμήματα εισηγμένων λίθινων Αιγυπτιακών αγγείων που ήλθαν στο φως σε ασφαλή χρονολογημένα πρωτομινωικά contexts στην Κνωσό. Το πρώτο από αυτά είναι το τμήμα χείλους ενός κυπέλλου από οψιανό, ενός τύπου συνηθισμένου κατά τη διάρκεια της 1ης - 2ης Δυναστείας στην Αίγυπτο.
Από ένα αμιγές πρωτομινωικό ΙΙ στρώμα προέρχεται και το δεύτερο παράδειγμα, το τμήμα χείλους και τοιχώματος μιας λοπάδας από διορίτη, που μπορεί να χρονολογηθεί στην 4η Δυναστεία ή και πρωιμότερα. Μια δεύτερη ένδειξη χρονολογικού συσχετισμού προσφέρουν επίσης δύο τύποι πρωτομινωικών λίθινων αγγείων, ο μικρογραφικός αμφορέας και το μικρό κυλινδρικό αγγείο. Αυτά μιμούνται κατά πάσα πιθανότητα Αιγυπτιακά πρότυπα δημοφιλή από την 5η έως την 7η / 8η Δυναστεία και από την 6η έως και τη 10η Δυναστεία αντίστοιχα.
Ενδιαφέρον είναι, τέλος, ότι το πρωιμότερο, με ασφάλεια χρονολογημένο παράδειγμα του μικρογραφικού αμφορέα (ωστόσο σε αυτή την περίπτωση χωρίς τις μικροσκοπικές λαβές) προέρχεται από το πρωτομινωικό ΙΙ Α context ενός θολωτού τάφου των Αρχανών. Και στις δύο περιπτώσεις δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί ένας ακριβής χρονολογικός συσχετισμός καθώς από τη μια πλευρά τα αιγυπτιακά αγγεία έχουν μακρά διάρκεια χρήσης, ενώ από την άλλη πλευρά τα όρια των πρωτομινωικών ΙΙ και ΙΙΙ φάσεων δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ασφάλεια.
ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Για τη Μέση εποχή του Χαλκού υπάρχουν σαφώς περισσότεροι και ακριβέστεροι χρονολογικοί συγχρονισμοί σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο, οι οποίοι επιτρέπουν αυτή τη φορά έναν ασφαλέστερο χρονολογικό συσχετισμό των Αιγαιακών κεραμικών φάσεων με τις απόλυτα χρονολογημένες περιόδους της Αιγυπτιακής ιστορίας. Οι συσχετισμοί αυτοί αφορούν στο σύνολό τους τις σχέσεις Αιγύπτου και Μινωικής Κρήτης (εισηγμένα Μινωικά αντικείμενα στην Αίγυπτο ή εισηγμένα Αιγυπτιακά αντικείμενα στην Κρήτη).
Αντίθετα, για τις επαφές της Αιγύπτου με την ηπειρωτική Ελλάδα ή και με τις Κυκλάδες δεν υπάρχουν, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, αρχαιολογικές ενδείξεις. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα προκύπτει η ακόλουθη σύνδεση μεταξύ Μινωικής και Αιγυπτιακής χρονολογίας: Η Μεσομινωική Ι Α περίοδος πρέπει να συμπίπτει χρονικά με την Πρώτη Μεταβατική Περίοδο και την αρχή του Μέσου Βασιλείου (9η - 11η Δυναστεία, περίπου 2170 - 1970 π.Χ.), όπως υποδηλώνεται από την αρχαιολογική συνάφεια των Αιγυπτιακών σκαραβαίων της Λεβήνας.
Η Μεσομινωική Ι Β ήταν εν μέρει σύγχρονη με την πρώιμη 12η Δυναστεία (περίπου 1970 - 1900), αν κανείς δεχθεί ότι τα στενότερα παράλληλα του αγγείου του Qubbet el-Hawa ανήκουν σε αυτή την περίοδο. Η Μεσομινωική ΙΙ κεραμική στις Αιγυπτιακές θέσεις συνδέεται σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις με contexts της 12ης έως και του τέλους της 13ης Δυναστείας (περίπου 1900 - 1760 π.Χ.).
Στην προσπάθεια ενός ακριβέστερου προσδιορισμού αυτής της περιόδου στο πλαίσιο της απόλυτης χρονολόγησης θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η Μεσομινωική ΙΙ Α σχετίζεται πιθανότατα με την εποχή των Σέσωστρι Β' έως και Αμενεμχέτ Γ' (1882 - 1806 / 1805 π.Χ.), καλύπτοντας χρονικά τον 19ο αιώνα π.Χ. Το κατώτερο χρονικό της όριο θα μπορούσε, με βάση τη μαρτυρία του σκαραβαίου της Κνωσού, να τοποθετηθεί στο τέλος της 12ης Δυναστείας γύρω στο 1795 π.Χ. Η Μεσομινωική ΙΙ Β περίοδος πρέπει κατά συνέπεια να συσχετιστεί κυρίως με τη 13η Δυναστεία, δηλαδή με την αρχή της Δεύτερης Μεταβατικής Περιόδου (από το 1795 π.Χ. και έπειτα).
Μεσομινωική Ι Α – Β Περίοδος
Κρήτη
Για το τέλος της Προανακτορικής και την αρχή της Παλαιοανακτορικής περιόδου (Μεσομινωική Ι Α / Β) διαθέτουμε μία σειρά χρονολογικών συγχρονισμών με την Αίγυπτο, οι οποίοι βασίζονται στους Αιγυπτιακούς σκαραβαίους από ασφαλώς χρονολογημένους μινωικούς τάφους (στις Γούρνες, τη Λεβήνα, τις Αρχάνες και τον Πλάτανο). Τον πιο ασφαλή, ωστόσο όχι χρονολογικά ακριβή, συγχρονισμό προσφέρει η ανακάλυψη δύο σκαραβαίων της 11ης - 12ης Δυναστείας ή ελαφρώς μεταγενέστερων στο Μεσομινωικό Ι Α / Β τάφο των Γουρνών Πεδιάδας.
Οι δύο πρωιμότερες Μεσομινωικές φάσεις μπορούν κατά συνέπεια να συσχετισθούν χρονολογικά είτε με την 11η είτε με τη 12η Δυναστεία. Έναν ακριβέστερο χρονολογικό συσχετισμό της Μεσομινωικής ΙΑ φάσης με την Αίγυπτο επιτρέπουν τα ευρήματα των θολωτών τάφων της Λεβήνας (Λέντα). Σε τρεις από αυτούς τους τάφους (στις θέσεις Γεροκάμπου και Παπούρας) βρέθηκαν τρεις σκαραβαίοι που μπορούν να χρονολογηθούν με βάση τεχνοτροπικά κριτήρια στην Πρώτη Μεταβατική Περίοδο (ή το αργότερο στην πρώιμη 12η Δυναστεία).
Και οι τρεις συνευρέθηκαν με Μεσομινωική Ι Α κεραμική. Ο σκαραβαίος από το θολωτό τάφο Ι (θέση Παπούρα), που μπορεί να χρονολογηθεί στην Πρώτη Μεταβατική Περίοδο ή την πρώιμη 12η Δυναστεία, βρέθηκε σε συνάφεια με Μεσομινωική Ι Α κεραμική. Από αυτό το δεδομένο προκύπτει ότι η αρχή της Μεσομινωικής Ι Α περιόδου στην κεντρική Κρήτη μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά μέσα στα όρια της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου.
Αίγυπτος
Ένα Μινωικού χαρακτήρα αγγείο ήλθε στο φως σε έναν τάφο στο Qubbet el-Hawa του Ασσουάν, στο νεκροταφείο των λαξευτών τάφων της ανώτατης κοινωνικής τάξης της Ελεφαντίνης. Τα κτερίσματα του τάφου που αποκαλύφθηκαν κοντά στο συγκεκριμένο αγγείο χρονολογούνται μεταξύ της ύστερης Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου και της 12ης Δυναστείας. Το σχήμα του δεν έχει κάποιο στενό παράλληλο στη Μινωική Κρήτη. Μόνο ο τύπος του ποδιού συνδέεται με σχήματα της Κνωσιακής Μεσομινωικής Ι Β περιόδου -το συγκεκριμένο αγγείο ωστόσο είναι βέβαιο ότι δεν προέρχεται από την Κνωσό.
Η διακόσμησή του από εναλλασσόμενες λευκές, κόκκινες και μελανές ταινίες είναι συνηθισμένη στην κεραμική της Κνωσού και των Μαλίων. Τα πλαστικά λουλούδια μπορούν να συνδεθούν με τον "πλαστικό ρυθμό" του Παλαίκαστρου, που τοποθετείται στη Μεσομινωική Ι Β - ΙΙ Α περίοδο στο πλαίσιο της Κνωσιακής χρονολόγησης. Με βάση αυτά τα παράλληλα το αγγείο του Qubbet el-Hawa μπορεί να χρονολογηθεί στη Μεσομινωική Ι Β περίοδο.
Για την προέλευσή του οι γνώμες διχάζονται, καθώς δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα αν πρόκειται για ένα εισηγμένο Μινωικό ή για Αιγυπτιακό αγγείο που μιμείται Κρητικά πρότυπα. Η χημική ανάλυση του λευκού χρώματος της διακόσμησης του αγγείου ανίχνευσε ωστόσο φώσφορο και χλώριο, δύο συστατικά που δεν απαντούν στα χρώματα που χρησιμοποιούνταν στα Κρητικά αγγεία, προσφέροντας έτσι μια ισχυρή ένδειξη για την ντόπια κατασκευή του.
Για μια οριστική, ωστόσο, λύση του προβλήματος καταγωγής του συγκεκριμένου αγγείου απαιτείται μία ευρύτερη βάση εργαστηριακών αναλύσεων για τη χημική σύσταση των χρωμάτων της Μινωικής κεραμικής.
Μεσομινωική ΙΙ Α – Β Περίοδος
Κρήτη
Ελάχιστα είναι τα Αιγυπτιακά αντικείμενα αυτής της περιόδου που βρέθηκαν σε ασφαλώς χρονολογήσιμα contexts στην Κρήτη. Τον πιθανό συσχετισμό ενός μέρους της Μεσομινωικής ΙΙ περιόδου με την ύστερη 12η ή την πρώιμη 13η Δυναστεία υποδεικνύει η εύρεση ενός σκαραβαίου αυτής της εποχής σε ένα Μεσομινωικό ΙΙ (ή ίσως Μεσομινωικό ΙΙ Α) στρώμα στην Κνωσό. Ένας σκαραβαίος της 12ης Δυναστείας βρέθηκε επίσης στο θολωτό τάφο Β του Πλατάνου, ο οποίος ήταν σε χρήση από την Πρωτομινωική ΙΙΙ έως και τη Μεσομινωική Ι Β / ΙΙ περίοδο.
Αίγυπτος
Μεσομινωική κεραμική της Μεσομινωικής ΙΙ Α-Β περιόδου βρέθηκε σε διαφορετικές Αιγυπτιακές θέσεις. Ιδιαίτερη χρονολογική σημασία έχουν τα αγγεία και όστρακα από την Άβυδο, το el-Lahun, Lisht, Harageh, τα οποία προέρχονται σε γενικές γραμμές από ασφαλώς χρονολογημένα contexts. Και εδώ όμως η χρονολόγηση δεν είναι ακριβής αλλά εκτείνεται σε ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από αυτό μιας Δυναστείας, με αποτέλεσμα ένα συγχρονισμό μόνο κατά προσέγγιση.
Άβυδος
Σε ένα λακκοειδή τάφο στην Άβυδο βρέθηκε το τμήμα ενός Μεσομινωικού ΙΙ Β γεφυρόστομου πιθαμφορίσκου, προφανώς Κνωσιακής προέλευσης, με διακόσμηση ροδάκων, κυματοειδών γραμμών και κυματοειδών ταινιών με στιγμές. Το Μινωικό αγγείο ήλθε στο φως δίπλα σε ενεπίγραφους ψήφους που έφεραν τα ονόματα των Σέσωστρι Β', Αμενεμχέτ Γ' και ίσως του Σέσωστρι Γ'. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι ψήφοι αυτοί ήταν σε χρήση την εποχή που βασίλευσαν οι συγκεκριμένοι Φαραώ και όχι αργότερα.
Από αυτό το στοιχείο προκύπτει μια χρονολόγηση της απόθεσης του αγγείου στη 12η Δυναστεία, αν και η χρήση του τάφου είναι πιθανόν ότι συνεχίστηκε μέχρι και την πρώιμη 13η Δυναστεία. Όπως διαπιστώνεται από τον αρχιτεκτονικό τύπο και το κτερισματικό σύνολο, ο κάτοχος του τάφου ήταν ένα πρόσωπο όχι ιδιαίτερα υψηλής κοινωνικής θέσης.
Εl-Lahun
Στον οικισμό του el-Lahun ("Είσοδος στους Βάλτους"), που στη βιβλιογραφία απαντά και με τη λανθασμένη ονομασία Kahun, βρέθηκαν 25 περίπου τμήματα εισηγμένων μινωικών της Μεσομινωικής Ι Β / ΙΙ Α περιόδου ή "Μινωιζόντων" αγγείων, Αιγυπτιακών δηλαδή απομιμήσεων Μινωικών έργων. Ο οικισμός αυτός ιδρύθηκε για τους εργάτες που απασχολούνταν στο κτίσιμο της πυραμίδας του Σέσωστρι Β', η κατοίκησή του όμως συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του συγκεκριμένου Φαραώ.
Τα Μινωικά και "Μινωίζοντα" όστρακα ήλθαν στο φως σε διάφορα σημεία του οικισμού, στο εσωτερικό οικιών, αλλά και στο χώρο απορριμμάτων. Η αρχαιολογική τους συνάφεια χρονολογείται πιθανότατα στη 12η Δυναστεία, αν και ο οικισμός κατοικούνταν έως κάποιο χρονικό σημείο της 13ης Δυναστείας. Οι εργαστηριακές αναλύσεις των οστράκων που ανήκουν σε εισηγμένα Μινωικά αγγεία υπέδειξαν ως πιθανότερο τόπο κατασκευής τους τα εργαστήρια παραγωγής της "Καμαραϊκής" κεραμικής στη Φαιστό και γενικότερα στην περιοχή της Μεσαράς. Ανάμεσά τους διακρίνονται γεφυρόστομοι αμφορείς, "τσαγιέρες", κύπελλα με κυματοειδές χείλος και λοπάδες.
Harageh
Στα νεκρoταφεία του Harageh βρέθηκαν, σύμφωνα με την ανασκαφική έκθεση, 20 περίπου τμήματα εισηγμένων Μεσομινωικών Ι Β - ΙΙ Α αγγείων αλλά και ντόπιων απομιμήσεων. Η διάρκεια χρήσης αυτών των νεκροπόλεων χρονολογείται στην ύστερη 12η (μετά το θάνατο του Αμενεμχέτ Γ') και τη 13η Δυναστεία. Διακρίνονται τμήματα κλειστών αγγείων "Τραχωτού" ρυθμού, γεφυρόστομων αμφορέων και ενός ηθμού.
Δύο κύπελλα με κυματοειδές χείλος από το νεκροταφείο Β, που αποτελούν προφανώς ντόπιες απομιμήσεις Μινωικής κεραμικής, αντιγράφουν κατά τον J.A. MacGillivray πρωτότυπα έργα της περιοχής της ανατολικής Κρήτης, τα οποία χρονολογούνται στην πρώιμη Παλαιοανακτορική περίοδο.
Lisht
Στο Lisht, στη δυτική πλευρά της πυραμίδας του Αμενεμχέτ Α', βρέθηκαν σε ένα context- που μπορεί να χρονολογηθεί μόνο κατά προσέγγιση μεταξύ της πρώιμης 12ης και της ύστερης 13ης Δυναστείας- έξι τουλάχιστον Μεσομινωικά όστρακα της Μεσομινωικής Ι Β - Μεσομινωικής ΙΙ Α περιόδου. Η περιοχή εύρεσης των Μινωικών οστράκων καταλαμβανόταν από ένα νεκροταφείο του Μέσου Βασιλείου, πάνω στο οποίο ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της 13ης Δυναστείας ένας οικισμός από οικογένειες χαμηλής κοινωνικής τάξης.
Αξιοσημείωτη είναι η εύρεση, σε ένα λακκοειδή τάφο κάτω από το δάπεδο μιας οικίας, ενός ιδιόμορφου διπλού αγγείου Μινωικού χαρακτήρα, το οποίο δεν μπορεί με βεβαιότητα να ταυτιστεί ως εισαγωγή από την Κρήτη ή ντόπια απομίμηση. Τα πιο στενά του παράλληλα προέρχονται από την κεραμική της Μεσομινωικής Ι Β περιόδου. Μεταξύ των υπόλοιπων οστράκων διακρίνονται τμήματα κυπέλλων και γεφυρόστομων αμφορέων.
Αύαρις
Στην Αύαρι, και πιο συγκεκριμένα στον τομέα της Χαναανίτικης νεκρόπολης, βρέθηκαν δύο Μεσομινωικά όστρακα ανακτορικού χαρακτήρα ("Καμαραϊκά"). Το πρώτο από αυτά είναι η βάση και το κατώτερο τμήμα του τοιχώματος ενός ημισφαιρικού κυπέλλου της Μεσομινωικής ΙΙ Β περιόδου, με τη συνηθισμένη στην Κνωσό διακόσμηση των κυματοειδών γραμμών. Το στρωματογραφημένο context του αγγείου τοποθετείται στην πρώιμη 13η Δυναστεία. Το δεύτερο όστρακο ανήκει σε ένα εισηγμένο Μεσομινωικό ΙΙΙ αγγείο και προέρχεται από ένα διαταραγμένο context.
Βηρυτός και Ugarit
Η χρονολογική σύνδεση Αιγαίου και Αιγύπτου είναι δυνατή και εκτός των γεωγραφικών ορίων των δύο περιοχών, και πιο συγκεκριμένα στα Συροπαλαιστινιακά κέντρα, όπου Αιγαιακά και Αιγυπτιακά βρέθηκαν συχνά στην ίδια αρχαιολογική συνάφεια. Σε έναν τάφο της Βηρυτού συνευρέθηκε ένα "Καμαραϊκό" κύπελλο με ένα Αιγυπτιακό λίθινο αγγείο πιθανότατα της 12ης Δυναστείας. Ο J.A. MacGillivray χρονολογεί το κύπελλο, με βάση το σχήμα του, στην ύστερη Μεσομινωική ΙΙ Β ή την πρώιμη Μεσομινωική ΙΙΙ Α περίοδο. Μεσομινωικά ΙΙ κύπελλα βρέθηκαν επίσης και στην Ugarit σε ένα context που περιείχε αντικείμενα της 12ης -13ης Δυναστείας.
Εt-Tod
Για διάφορους λόγους η ομάδα των 153 αργυρών αγγείων από την et-Tod δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένας ασφαλής χρονολογικός συγχρονισμός με το Αιγαίο. Για την προέλευση και χρονολόγηση των αγγείων αλλά και για τη χρονολόγηση του Αιγυπτιακού τους context διατυπώθηκαν κατά καιρούς διαφορετικές απόψεις. Πιθανότερο είναι, σύμφωνα με την ερμηνεία των υπαρχόντων δεδομένων, ότι τα αγγεία αυτά τοποθετήθηκαν στο σημείο εύρεσής τους την εποχή του Αμενεμχέτ Β'.
Τα στενότερα παράλληλά τους φαίνεται πως προέρχονται από την Κνωσιακή "Καμαραϊκή" κεραμική του τέλους της Μεσομινωικής Ι Β ή της αρχής της Μεσομινωικής ΙΙ Α περιόδου, όπως προκύπτει από το σχήμα αλλά και τη διακόσμησή τους με σπείρες, κάθετα τόξα και ρόδακες. Η σύνδεση των δύο αυτών μινωικών περιόδων με τη βασιλεία του Αμενεμχέτ Β' συμφωνεί και με τις μαρτυρίες των υπόλοιπων χρονολογικών συγχρονισμών για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Μεσομινωική ΙΙΙ
Κρήτη
Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα Αιγυπτιακά εισηγμένα αντικείμενα στη Μινωική Κρήτη αποτελεί το πώμα ενός αλαβάστρινου αγγείου με τη Δέλτο του Υκσώς Φαραώ Κυάν, σε ένα υποτιθέμενο Μεσομινωικό ΙΙΙ (ή ακριβέστερα Μεσομινωικό ΙΙΙ Α) στρώμα στο βόρειο τμήμα του ανακτόρου της Κνωσού (Lustral Area). Πέρα από την αναμφίβολη ιστορική σημασία αυτού του αντικειμένου, που ίσως έφθασε στην Κρήτη ως ένα δώρο του Υκσώς βασιλιά στο Μινωίτη ομόλογό του, το επιστημονικό ενδιαφέρον μονοπώλησε η χρονολογική του σημασία, καθώς θεωρητικά θα επέτρεπε έναν ακριβή χρονολογικό συγχρονισμό.
Οι υποστηρικτές της παραδοσιακής, χαμηλής χρονολογίας πιστεύουν ότι το στρώμα εύρεσης του πώματος αποτελεί ένα κλειστό context, με αποτέλεσμα να θεωρούν ένα τμήμα της Μεσομινωικής ΙΙΙ Α περιόδου σύγχρονο με το διάστημα βασιλείας του Κυάν (1648 - 1630 π.Χ.) και να την χρονολογούν κατά προσέγγιση μεταξύ του 1700 και 1640 π.Χ., με τη Μεσομινωική ΙΙΙ Β να ακολουθεί. Αυτή η χρονολόγηση ωστόσο δε χαίρει γενικής αποδοχής. Οι υποστηρικτές της υψηλής χρονολόγησης αμφισβητούν έντονα την ομοιογένεια του στρώματος εύρεσης του συγκεκριμένου αντικειμένου, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την όποια χρονολογική του σημασία.
Αίγυπτος
Στην Αίγυπτο απουσιάζουν Μινωικά εισηγμένα αγγεία αυτής της περιόδου. Αξιοσημείωτη είναι ωστόσο μία πρόχους Συροπαλαιστινιακού τύπου από ένα λακκοειδή τάφο στο Εl-Lisht, η οποία φέρει διακόσμηση πτηνών και δελφινιών. Το διακοσμητικό θέμα των δελφινιών είναι παντελώς άγνωστο στην Αίγυπτο και προδίδει πιθανότατα μια Μινωική επίδραση. Το στενότερο παράλληλό του προσφέρει η διακόσμηση δύο ταφικών πίθων από την Παχύαμμο, που χρονολογούνται στη Μεσομινωική ΙΙΙ και Μεσομινωική ΙΙΙ / Υστερομινωική Ι (ή Υστερομινωική Ι Α) αντίστοιχα.
Το ίδιο το αγγείο είναι συροπαλαιστινιακό και προέρχεται πιθανότατα από την περιοχή της Γάζας. Ο λακκοειδής τάφος χρονολογείται στη 13η Δυναστεία ή αμέσως μετά το τέλος της. Η αδυναμία ακριβούς χρονολόγησης των δύο κρητικών παραλλήλων αλλά και το γεγονός ότι η πρόχους δεν αποτελεί μινωικό αγγείο αποκλείουν τη δυνατότητα διακρίβωσης ενός ασφαλούς χρονολογικού συγχρονισμού. Γενικά μπορεί κανείς να την θεωρήσει ως ένδειξη για ένα terminus ante quem για τη Μεσομινωική ΙΙΙ ή Υστερομινωική Ι Α γύρω στο 1650 π.Χ.
ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Η γενική εντύπωση από τους υπάρχοντες χρονολογικούς συσχετισμούς είναι ότι η Μεσομινωική ΙΙ - ΙΙΙ κεραμική απαντά σε contexts της 12ης - 13ης Δυναστείας, ενώ η υστερομινωική Ι Β / υστεροελλαδική ΙΙ Α κεραμική σε contexts της πρώιμης 18ης Δυναστείας. Μεταξύ των δύο αυτών Αιγαιακών περιόδων υπάρχει ένα κενό στη Μεσομινωική ΙΙΙ - Υστερομινωική Ι Α, καθώς κεραμική ή άλλα αντικείμενα από αυτόν το χρονολογικό ορίζοντα είναι σπάνια στην Αίγυπτο, αλλά και αντίστροφα σπανίζουν τα Αιγυπτιακά αντικείμενα στο Αιγαίο.
Η εικόνα αυτή των σποραδικών μόνο ανταλλαγών μεταξύ των δύο περιοχών θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί στο ταραγμένο πολιτικό κλίμα που κυριάρχησε στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Μεταβατικής Περιόδου. Όπου απαντούν Υστερομινωικά Ι Α / Υστεροελλαδικά Ι αγγεία ή στην Αίγυπτο είναι σε contexts της αρχής της 18ης Δυναστείας, όπως στην Kerma και πιθανώς στο Kom Rabi'a. Κατά τον St. Manning η Υστερομινωική Ι Α περίoδος τελείωσε πριν την έναρξη της 18ης Δυναστείας.
Υστερομινωική Ι Α- Β και Υστεροελλαδικη ΙΙ Α Περίοδος
Για αυτή την Αιγαιακή περίοδο υπάρχει μια σειρά συγχρονισμών είτε με το πρώιμο Νέο Βασίλειο έως την εποχή του Τούθμωσι Γ' είτε μόνο με την εποχή του Τούθμωσι Γ'. Οι υποστηρικτές της υψηλής χρονολογίας θεωρούν αξιόπιστους τους συγχρονισμούς της Υστερομινωικής Ι Β περιόδου με το πρώιμο Νέο Βασίλειο (έως και τη βασιλεία του Τούθμωσι Α', μεταξύ 1504 και 1492 π.Χ.), ενώ οι υποστηρικτές της χαμηλής χρονολογίας αυτούς με τη βασιλεία του Τούθμωσι Γ' (1479 / 1425 π.Χ.).
Είναι προς το παρόν αδύνατον να δοθεί μια οριστική λύση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Η άγνοιά μας για τη χρονική διάρκεια της Υστερομινωικής Ι Β περιόδου αλλά και η θεωρητική δυνατότητα ότι κάποια από τα Αιγαιακά αγγεία που βρέθηκαν στην Αίγυπτο μπορεί να προέρχονται από contexts μεταγενέστερα της εποχής κατασκευής τους κάνουν το πρόβλημα αξιοποίησης αυτών των συγχρονισμών ακόμα μεγαλύτερο.
Το πότε ακριβώς άρχισε η Υστερομινωική Ι Α / Yστεροελλαδική Ι περίοδος στο πλαίσιο της απόλυτης χρονολογίας παραμένει αδιευκρίνιστο, καθώς οι υπάρχοντες χρονολογικοί συγχρονισμοί αδυνατούν να προσφέρουν μία σαφή ένδειξη. Η διάρκεια της Υστερομινωικής Ι Β περιόδου θεωρείται από τους ερευνητές σύντομη (συντομότερη από αυτή της προηγούμενης Υστερομινωικής Ι Α περιόδου). Ωστόσο, τα ισχυρά σε πάχος και πλούσια σε περιεχόμενο Υστερομινωικά Ι Β στρώματα στην Κρήτη συνηγορούν για μια μεγαλύτερη χρονική διάρκεια.
Τα Υστερομινωικά Ι Α-Β όστρακα του Kom Rabi'a και της Αβύδου αλλά και μια επανεκτίμηση της χρονολογίας της αρχαιολογικής συνάφειας των δύο μυκηναϊκών αγγείων στη Σακκάρα φαίνεται να συνηγορούν υπέρ της υψηλής χρονολόγησης. Στο αντίθετο ακριβώς συμπέρασμα οδηγεί ωστόσο η αναθεωρημένη χρονολόγηση των τοιχογραφιών της Αυάριδος στην αρχή της 18ης Δυναστείας.
Αίγυπτος
Kerma
Σε ένα χώρο του Αιγυπτιακού οχυρού της Kerma στη Νουβία βρέθηκε το όστρακο ενός Υστερομινωικού / Υστεροελλαδικού Ι αγγείου. Ο συγκεκριμένος χώρος ήταν σε χρήση μεταξύ των τελευταίων χρόνων της 17ης και της αρχής της 18ης Δυναστείας, ένα στοιχείο που συνδέει την Υστερομινωική / Υστεροελλαδική Ι με το τέλος της Δεύτερης Μεταβατικής Περιόδου και την αρχή του Νέου Βασιλείου.
Kom Rabi'a
Στον ίδιο χρονολογικό ορίζοντα (Δεύτερη Μεταβατική Περίοδος - πρώιμη 18η Δυναστεία) ανήκουν η Αιγαιακή κεραμική του οικισμού Kom Rabi'a στην περιοχή της Μέμφιδος. Από χρονολογική σκοπιά το σημαντικότερο όστρακο αυτής της ομάδας είναι το τμήμα χείλους και λαιμού ενός πιθανότατα Υστερομινωικού Ι Α - πρώιμου Υστερομινωικού Ι Β αγγείου, το σχήμα του οποίου δεν μπορεί να ταυτιστεί με βεβαιότητα.
Το συγκεκριμένο όστρακο ήλθε στο φως σε μια ξεκάθαρη στρωματογραφική ακολουθία, σε ένα κλειστό context, που βρισκόταν μεταξύ ενός στρώματος της Δεύτερης Μεταβατικής Περιόδου και ενός δαπέδου που χρονολογείται -με τη βοήθεια ενός σκαραβαίου- στα χρόνια του Τούθμωσι Α'. Η κεραμική αυτού του context μπορεί επίσης να χρονολογηθεί με σχετική ακρίβεια στην εποχή των Άμωσι - Αμένωφι Α', δηλαδή μεταξύ του 1550 - 1504 π.Χ.
Καθώς η χρονολόγηση του οστράκου δεν μπορεί να περιοριστεί σε μία μόνο κεραμική φάση, προκύπτει από τα παραπάνω ότι η Υστερομινωική Ι Α ή η Υστερομινωική Ι Β περίοδος ήταν εν μέρει τουλάχιστον σύγχρονες με το β' μισό του 16ου αιώνα π.Χ.
Αύαρις
Η νέα χρονολόγηση των τοιχογραφιών της Αυάριδος στην αρχή της 18ης Δυναστείας, μετά την καταστροφή της πρωτεύουσας των Υκσώς από τον Άμωσι (1530 π.Χ.), συνηγορεί υπέρ της παραδοσιακής, χαμηλής χρονολόγησης, καθώς αυτές συνδέονται στενά με τις Υστερομινωικές Ι Α τοιχογραφίες της Θήρας.
Η εύρεση επίσης ελαφρόπετρας από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας σε ένα ομοιογενές στρώμα του Νέου Βασιλείου στην Αύαρι, οδηγεί σε μια απόλυτη χρονολόγηση της έκρηξης μεταξύ της βασιλείας του Άχμωσι και του Τούθμωσι Γ', γύρω στο 1500 π.Χ. Αν αυτή η υπόθεση ισχύει, τότε είναι πιθανόν ότι το κατακλυσμικό φαινόμενο που αναφέρεται στη "Στήλη της Θύελλας" του Άμωσι αποτελεί την πρώτη γραπτή αναφορά στην έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας.
Άβυδος
Σε έναν τάφο της Αβύδου βρέθηκε το τμήμα ενός Υστερομινωικού Ι Β ανοικτού αγγείου. Δυστυχώς, σε αντίθεση με την ακριβή χρονολόγηση του οστράκου, το Αιγυπτιακό του context δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ανάλογη ασφάλεια. Τα περισσότερα από τα συνευρήματά του ανήκουν στην εποχή της 13ης - 15ης Δυναστείας, ωστόσο ένα αγγείο χρονολογείται πιθανότατα στην εποχή του Τούθμωσι Γ'. Δίπλα στο Μινωικό όστρακο βρέθηκε μια Αιγυπτιακή στήλη του Β' μισού της 13ης Δυναστείας, η οποία κατέπεσε στο λακκοειδή τάφο από το υπέργειο ταφικό ιερό.
Με βάση αυτά τα δεδομένα είναι λοιπόν θεωρητικά δυνατόν να συνδεθεί η Υστερομινωική Ι Β περίοδος είτε με την εποχή της 13ης - 15ης Δυναστείας είτε -όπως πιστεύουν οι υποστηρικτές της παραδοσιακής, "χαμηλής" χρονολογίας- με τη 18η Δυναστεία. Και σε αυτή πάντως την περίπτωση δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί ένας αδιαμφισβήτητος χρονολογικός συσχετισμός. Πιθανότερη φαίνεται εδώ η σύνδεση με την πρωιμότερη Αιγυπτιακή περίοδο, όπως υποδηλώνεται από τη σαφή ποσοτική υπεροχή των κτερισμάτων από αυτόν το χρονολογικό ορίζοντα σε αντίθεση με ένα μεμονωμένο μεταγενέστερο αγγείο.
Λαμβάνοντας υπόψη και την πιθανή συγχρονία της Υστερομινωικής Ι Β με τη βασιλεία των Άμωσι - Αμένωφι Α', όπως υποδηλώνεται από το όστρακο του Kom Rabi'a, φαίνεται πως η Υστερομινωική Ι Β υπήρξε μια ιδιαίτερα μακρά περίοδος.
Σακκάρα
Σε έναν τάφο κοντά στην πυραμίδα του Τέτι στη Σακκάρα ήλθε στο φως μια αδιατάρακτη ταφή δύο γυναικών σε μία σαρκοφάγο. Στο εξωτερικό της σαρκοφάγου, δίπλα στη μια στενή πλευρά της, είχαν τοποθετηθεί δύο Μυκηναϊκά αγγεία (ένα Υστεροελλαδικό ΙΙ Α αλάβαστρο και ένα Υστεροελλαδικό ΙΙ Α - Υστεροελλαδικό ΙΙΙ Α 1 κύπελλο), τρία Κυπριακά (δύο δακτυλιόποδα Ι προχοΐδια και μία ερυθρόστιλπνη πρόχους) και ένα Αιγυπτιακό που χρονολογείται στην πρώιμη 18η Δυναστεία (το αργότερο μέχρι την εποχή του Aμένωφι Α').
Τα αγγεία αυτά συνόδευαν πιθανότατα τη δεύτερη, νεότερη ταφή της σαρκοφάγου, καθώς ανακαλύφθηκαν in situ. Ο τύπος της σαρκοφάγου ανήκει, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, στην εποχή του Αμένωφι Α' και όχι στην πρώιμη βασιλεία του Τούθμωσι Γ', όπως υποστήριξαν οι P. Warren και V. Hankey. Πρόκειται για το πρωιμότερο παράδειγμα ανθρωπόμορφης σαρκοφάγου με διακόσμηση φτερών.
Η συνεύρεση δύο Μυκηναϊκών αγγείων (ένα από τα οποία χρονολογείται με ακρίβεια στην Υστεροελλαδική ΙΙ Α) με τρία Κυπριακά σε ένα Αιγυπτιακό context που ανήκει πιθανότατα στα χρόνια του Αμένωφι Α' προσφέρουν έναν από τους πιο ασφαλείς χρονολογικούς συγχρονισμούς της Ύστερης εποχής του Χαλκού, με βάση τον οποίο ένα μέρος της Υστεροελλαδικής ΙΙ Α περιόδου πρέπει να ήταν σύγχρονο με το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα π.Χ.
Aniba
Το αλάβαστρο που βρέθηκε σε έναν τάφο στο Aniba, Αιγυπτιακό διοικητικό κέντρο στην Κάτω Νουβία, προέρχεται από ένα context που χρονολογείται με βάση ένα απιόσχημο αγγείο και ένα σκαραβαίο στην πρώιμη 18η Δυναστεία, συμπεριλαμβανομένης και της βασιλείας του Τούθμωσι Γ'. Προβληματική είναι ωστόσο η χρονολόγηση του ίδιου του αγγείου, το οποίο φαίνεται να αποτελεί ένα ντόπιο έργο Αιγαιακής επίδρασης και συνδυάζει διακοσμητικά μοτίβα διάφορων περιόδων.
Τα πρότυπά του στο σχήμα και τη διακόσμηση χρονολογούνται από τους P. Warren και V. Hankey στην Υστερομινωική Ι / Υστεροελλαδική ΙΙ Α ενώ από τον Ph. Betancourt στην Υστερομινωική ΙΙΙ Α 1. Η δυσκολία ακριβούς χρονολόγησης του αγγείου έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία διατύπωσης ενός ασφαλούς χρονολογικού συγχρονισμού.
Άλλες Αιγυπτιακές Θέσεις
Το Υστερομινωικό Ι Β αλάβαστρο που βρέθηκε σε έναν τάφο του Sidmunt δεν προσφέρει ασφαλή χρονολογικό συσχετισμό, καθώς βρέθηκε σε τάφο που δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ασφάλεια. Το γεγονός ότι δύο γειτονικοί τάφοι φαίνεται να ανήκουν στην πρώιμη 18η Δυναστεία έως και την εποχή του Τούθμωσι Γ' δεν αποτελεί τίποτε παραπάνω από μια απλή ένδειξη χρονολόγησης. Ένα υστεροελλαδικό ΙΙ Α αλάβαστρο βρέθηκε σε έναν τάφο στο Medinet el-Gurob. Το περιεχόμενο του τάφου ανήκει κατά τους B. Kemp και R. Merrillees πιθανότατα στην πρώιμη 18η Δυναστεία, χωρίς να μπορεί δυστυχώς να χρονολογηθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Ένας Υστεροελλαδικός ΙΙ Α πιθαμφορέας του ανακτορικού ρυθμού βρέθηκε σε τάφο του νεκροταφείου των Θηβών, στη θέση Dra Abu el-Naga. Ο συγκεκριμένος τάφος είναι σαφώς προγενέστερος από ένα γειτονικό του, ο οποίος λαξεύτηκε εν μέρει πάνω του. Ο δεύτερος αυτός τάφος μπορεί να χρονολογηθεί στην εποχή των Τούθμωσι Β' έως και Τούθμωσι Γ'. Με βάση αυτό το δεδομένο προκύπτει για το context του Μυκηναϊκού αγγείου ένα terminus ante quem στην περίοδο μεταξύ του 1479 και 1425 π.Χ.
Παλαιστίνη
Το Υστεροελλαδικό ΙΙ Α κύπελλο από το Lahish βρέθηκε κοντά στο βωμό του Fosse Temple I, κάτω από το δάπεδο του μεταγενέστερου Fosse Temple II. Η ασφαλής χρονολόγηση του Fosse Temple I στο Β' μισό της βασιλείας του Τούθμωσι Γ' και του Fosse Temple IΙ την εποχή του Αμένωφι Γ' επιτρέπουν σε γενικές γραμμές μια ακριβή χρονολόγηση των ορίων του context του Μυκηναϊκού αγγείου. Αν δεχθούμε ως δεδομένο ότι το συγκεκριμένο αγγείο αποτέθηκε στο σημείο εύρεσής του λίγο μετά την κατασκευή του, προκύπτει ο συγχρονισμός ενός τμήματος της Υστεροελλαδικής ΙΙ Α περιόδου με το χρονικό διάστημα περίπου μεταξύ του 1450 και 1425 π.Χ.
Υστερομινωική ΙΙ Α- Β και Υστεροελλαδικη ΙΙ Β Περίοδος
Κατά γενική παραδοχή η Υστεροελλαδική ΙΙ Β και Υστερομινωική ΙΙ (και ίσως ακόμα και η Υστερομινωική ΙΙΙ Α 1) άρχισαν πριν το τέλος της βασιλείας του Τούθμωσι Γ', ίσως μάλιστα σε κάποιο χρονικό σημείο στην πρώιμη φάση της βασιλείας του. Το μοναδικό μέχρι τώρα γνωστό παράδειγμα Αιγαιακής κεραμικής αυτής της περιόδου στην Αίγυπτο, ένα υστεροελλαδικό ΙΙ Β προχοΐδιο, συνευρέθηκε στον τάφο του Maket στο Εl-Lahun με ένα σκαραβαίο του Τούθμωσι Γ', αποτελώντας έτσι μια σοβαρή ένδειξη ότι η αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙ Β περιόδου συμπίπτει με κάποιο χρονικό σημείο της βασιλείας του συγκεκριμένου Φαραώ.
Ο τάφος περιείχε συνολικά 10 σαρκοφάγους και χρησιμοποιήθηκε για 50 περίπου χρόνια από την εποχή του Τούθμωσι Α' έως την εποχή του Τούθμωσι Γ'. Η προσπάθεια μιας ακριβέστερης χρονολόγησης του context του προχοϊδίου στην πρώιμη ή ύστερη βασιλεία του Τούθμωσι Γ', με βάση τον τύπο του σκαραβαίου ή τη θέση της σαρκοφάγου στον τάφο, είναι παρακινδυνευμένες. Βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι η μετάβαση από την Υστεροελλαδική ΙΙ Α στην Υστεροελλαδική ΙΙ Β περίοδο τοποθετείται σε κάποιο χρονικό σημείο της βασιλείας του Τούθμωσι Γ', δηλαδή μεταξύ του 1479 και 1425 π.Χ.
Αξιοσημείωτο είναι τέλος ότι με βάση τα δεδομένα της κεραμικής χρονολόγησης από τον Αιγαιακό χώρο η μετάβαση από την Υστερομινωική Ι Β στην Υστερομινωική ΙΙ περίοδο, πρέπει να χρονολογηθεί ελαφρώς μεταγενέστερα από αυτή των αντίστοιχων Ελλαδικών φάσεων. Οι P. Warren και V. Hankey, που συνδέουν το προχοΐδιο του Εl-Lahun με το ύστερο διάστημα της βασιλείας του Τούθμωσι Γ', χρονολογούν έτσι τη μετάβαση από την Υστεροελλαδική Ι Α στην Υστεροελλαδική ΙΙ Β περίοδο γύρω στο 1450 / 1440 π.Χ. και αυτή από την Υστερομινωική Ι Β στην Υστερομινωική ΙΙ περίοδο γύρω στο 1430 / 1425 π.Χ.
Ugarit
Ένας έμμεσος χρονολογικός συγχρονισμός αφορά ένα Μεσοποταμιακό σφραγιδοκύλινδρο που βρέθηκε στον Υστεροελλαδικό Ι - Υστεροελλαδικό ΙΙ Β θαλαμωτό τάφο αρ. 517 των Μυκηνών. Σφραγιδοκύλινδροι αυτού του καλλιτεχνικού ρυθμού βρέθηκαν στην Ugarit σε συνάφεια με ένα σκαραβαίο του Τούθμωσι Δ' (1397 - 1388 π.Χ.) και ένα αλαβάστρινο αγγείο με τη δέλτο του διαδόχου του Αμένωφι Γ' (1388 - 1351 / 1350 π.Χ.).
Η περίοδος ακμής του συγκεκριμένου εργαστηρίου τοποθετείται γύρω στο 1400 π.Χ. Έτσι είναι πιθανόν ότι η Υστεροελλαδική ΙΙ Β (Υστερομινωική ΙΙ) διήρκεσε μέχρι το 1400 π.Χ., ένα στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της χαμηλής χρονολόγησης. Η αξιοπιστία, ωστόσο, αυτού του έμμεσου χρονολογικού συγχρονισμού είναι ελεγχόμενη.
Παραστάσεις Αιγαίων σε Αιγυπτιακους Τάφους
Οι απεικονίσεις Αιγαίων απεσταλμένων με δώρα για τον Αιγύπτιο βασιλιά στους τάφους ανώτατων αξιωματούχων στα νεκροταφεία των Θηβών δεν μπορούν -παρά την αδιαμφισβήτητη ιστορική τους σημασία- να προσφέρουν αξιόπιστα χρονολογικά δεδομένα, καθώς αποτελούν έμμεσες πηγές επηρεασμένες από διάφορες εικονογραφικές συμβατικότητες.
Η υπόθεση ότι η αλλαγή του τύπου του Μινωικού περιζώματος στον τάφο του Ρεχμιρέ (εποχή κατασκευής: ύστερη βασιλεία Τούθμωσι Γ' - πρώιμη βασιλεία Αμένωφι Β') αντανακλά την αλλαγή πολιτικού σκηνικού στην Κνωσό -με την έλευση των Μυκηναίων στο νησί μετά το τέλος της Υστερομινωικής Ι Β- αποδείχθηκε λανθασμένη, καθώς και ο δεύτερος τύπος περιζώματος δεν είναι Μυκηναϊκός αλλά απαντά στη Μινωική Κρήτη ήδη από τη Μεσομινωική περίοδο.
Κατά συνέπεια η τοιχογραφία του τάφου του Ρεχμιρέ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για το συγχρονισμό της Υστερομινωικής Ι (Υστερομινωικής Ι Β) με την πρώιμη φάση της βασιλείας του Τούθμωσι Γ' ούτε και για το συγχρονισμό της μετάβασης από την Υστερομινωική ΙΒ / Υστεροελλαδική ΙΙ Α στην Υστερομινωική ΙΙ / Υστεροελλαδική ΙΙ Β με τα χρόνια περίπου της διαδοχής του Τούθμωσι Γ' από τον Αμένωφι Β'.
Υστερομινωική και Υστεροελλαδικη ΙΙΙ Α1 Περίοδος
Από αυτή την περίοδο και έπειτα η υψηλή και χαμηλή χρονολογία συγκλίνουν σταδιακά και καταλήγουν -από το τέλος της Υστερομινωικής / Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 1- να συμπίπτουν μέχρι και το τέλος της Ύστερης εποχής του Χαλκού. Για τη συγχρονία της Υστεροελλαδικής / Υστερομινωικής ΙΙΙ Α 1 περιόδου με τη βασιλεία του Αμένωφι Γ' (1388-1351 / 1350 π.Χ.) επικρατεί ομοφωνία. Η τελευταία βασική διαφορά μεταξύ υψηλής και χαμηλής χρονολογίας εντοπίζεται ωστόσο στο πότε άρχισε αυτή η φάση.
Οι οπαδοί της υψηλής χρονολογίας τάσσονται υπέρ μιας μακράς διάρκειας της Υστεροελλαδικής / Υστερομινωικής ΙΙΙ Α 1 περιόδου, υποστηρίζοντας ότι αυτή άρχισε ήδη τον καιρό της βασιλείας του Τούθμωσι Γ'. Οι οπαδοί της χαμηλής χρονολογίας αντίθετα την αποσυνδέουν από το διάστημα της βασιλείας του Τούθμωσι θεωρώντας την ως μια σύντομη φάση που δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη σε διάρκεια από το διάστημα της βασιλείας του Αμένωφι Γ'.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαμάχη παίζει η χρονολόγηση ενός αμφορέα με τη δέλτο του Τούθμωσι Γ' που βρέθηκε σε ένα Υστερομινωικό ΙΙΙ Α 1 τάφο στον Κατσαμπά. Το τέλος αυτής της περιόδου πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Αμένωφι Γ', καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι η ακόλουθη φάση (Υστερομινωική ΙΙΙ Α 2) ξεκίνησε ήδη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του συγκεκριμένου Φαραώ.
Κατσαμπάς
Στο θαλαμοειδή τάφο Β του Κατσαμπά ήλθε στο φως ένας Αιγυπτιακός αμφορέας από αλάβαστρο που φέρει μια εγχάρακτη δέλτο του Τούθμωσι Γ'. Το context του αγγείου χρονολογείται με ασφάλεια στην Υστερομινωική ΙΙΙ Α 1 περίοδο. Από τον ίδιο τάφο προέρχεται και ένα Αιγυπτιακό λίθινο αγγείο του Αρχαίου Βασιλείου. Οι οπαδοί της υψηλής χρονολογίας πιστεύουν πως το συγκεκριμένο αγγείο κατέληξε στον τάφο την εποχή της βασιλείας του ονομαζόμενου Φαραώ.
Σύμφωνα με αυτούς η Υστερομινωική ΙΙΙ Α 1 υπήρξε μια μακρά σε διάρκεια κεραμική φάση, που άρχισε πριν το τέλος της βασιλείας του Τούθμωσι Γ' και διήρκεσε μέχρι και κάποιο χρονικό σημείο της βασιλείας του Αμένωφι Γ', όπως υποδηλώνεται από άλλους χρονολογικούς συγχρονισμούς. Οι υποστηρικτές της παραδοσιακής, χαμηλής χρονολογίας αντίθετα αμφισβητούν την εγκυρότητα αυτού του συγχρονισμού υποστηρίζοντας ότι το Αιγυπτιακό αγγείο ήταν λόγω της ιδιαίτερης αξίας του ένα κειμήλιο, το οποίο αποτέθηκε στον τάφο αρκετές δεκαετίες μετά την εποχή κατασκευής του.
Σελλόπουλο
Ο σκαραβαίος που φέρει το όνομα του Αμένωφι Γ' (1388 - 1351 / 1350 π.Χ.) και συνόδευε την τελευταία ταφή του, τάφος 4 στο Σελλόπουλο (κοντά στην Κνωσό), αποτελεί έναν από τους πιο ασφαλείς χρονολογικούς συγχρονισμούς μεταξύ Αιγαίου και Αιγύπτου.Η κεραμική του τάφου είναι ένα ομοιογενές υστερομινωικό ΙΙΙ Α 1 σύνολο και περιλαμβάνει επίσης ένα εισηγμένο Υστεροελλαδικό ΙΙΙ Α 1 αγγείο. Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ότι δεν πρόκειται για ένα γνήσιο Αιγυπτιακό σκαραβαίο, αλλά μια απομίμηση από έναν καλλιτέχνη που δε γνώριζε ιερογλυφικά.
Ο σκαραβαίος αυτός κατασκευάστηκε πιθανότατα εκτός Αιγύπτου, ίσως στη Συροπαλαιστίνη (όπου τα τοπικά κέντρα ειδικεύονταν στην παραγωγή Αιγυπτιαζόντων αντικειμένων) ή και στην Κρήτη. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι αποτελούσε τμήμα ενός περιδέραιου της τρίτης ταφής. Η τελευταία αυτή ταφή συνοδευόταν από ένα Υστερομινωικό ΙΙΙ Α 1 αγγείο και ήταν μεταγενέστερη της ταφής με το Υστεροελλαδικό ΙΙΙ Α 1 αγγείο. Από αυτά τα δεδομένα προκύπτει ένα terminus post quem για την Υστερομινωική / Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 1 σε κάποιο χρονικό σημείο της βασιλείας του Αμένωφι Γ'.
Και οι δύο περίοδοι πρέπει να είχαν αρχίσει πριν την έναρξη της βασιλείας του Φαραώ. Γνωρίζουμε επίσης ότι η Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 άρχισε νωρίτερα από την αντίστοιχη Κρητική περίοδο, Υστερομινωική ΙΙΙ Α 2, όπως βεβαιώνεται από τη συνεύρεση υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 και Υστερομινωικής ΙΙΙ Α 1 κεραμικής στα Χανιά. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η εύρεση του Υστεροελλαδικού ΙΙΙ Α 1 αγγείου στον τάφο του Σελλόπουλου συνηγορεί υπέρ μιας ακριβέστερης χρονολόγησής του πριν από το τελευταίο στάδιο της Υστερομινωικής ΙΙΙ Α 1 περιόδου.
Άλλες Θέσεις
Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία η Υστερομινωική (Υστεροελλαδική) ΙΙΙ Α 1 περίοδος πρέπει να ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονη με τη βασιλεία του Αμένωφι Γ'. Ιδιαίτερη σημασία έχει σε αυτή τη συνάφεια ότι ο συγκεκριμένος συγχρονισμός επιβεβαιώνεται και από άλλα ευρήματα. Χαρακτηριστική είναι η συνεύρεση Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 1-2 κεραμικής με μια σφραγίδα του Αμένωφι Γ' και με κυπριακή κεραμική των ρυθμών Λευκόχριστου ΙΙ και Δακτυλιόποδων ΙΙ σε έναν αδιατάρακτο τάφο νότια της Akra στην Παλαιστίνη.
Μια ανάλογη χρονολογική ένδειξη προσφέρει το context ενός θαλαμοειδούς τάφου στον Άγιο Ηλία της Αιτωλίας, που περιείχε μεταξύ άλλων υστεροελλαδική ΙΙ Β - πρώιμη υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 κεραμική και ένα σκαραβαίο του Αμένωφι Γ'. Μια ένδειξη τέλος ότι η Υστερομινωική / Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 1 θα μπορούσε εν μέρει να συμπίπτει χρονικά και με την προγενέστερη περίοδο στην Αίγυπτο αποτελεί το ειδώλιο ενός πιθήκου από φαγεντιανή με τη δέλτο του Αμένωφι Β' που βρέθηκε σε ένα υστεροελλαδικό ΙΙΙ Α context στην Τίρυνθα.
Υστερομινωική και Υστεροελλαδικη ΙΙΙ Α2 – Β1 Περίοδος
Αναφορικά με την αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 περιόδου πρέπει να σημειωθεί ότι τα πρωιμότερα κεραμικά δείγματα αυτής της φάσης που βρέθηκαν σε συνάφεια με χρονολογήσιμα Αιγυπτιακά αντικείμενα, όπως στην Akko και τον Άγιο Ηλία, συνηγορούν για μια σύνδεσή της με τη βασιλεία του Αμένωφι Γ'. Είναι πολύ πιθανόν, λοιπόν ότι η συγκεκριμένη περίοδος άρχισε σε κάποιο -ύστερο- χρονικό σημείο της βασιλείας του Αμένωφι, δηλαδή στο πλαίσιο της απόλυτης χρονολόγησης πριν τo 1350 π.Χ.
Η μεγάλη Μυκηναϊκή κεραμική ομάδα από την Αμάρνα δείχνει από την άλλη πλευρά ότι η ακόλουθη κεραμική φάση, Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β, είχε ήδη αρχίσει το αργότερο κατά τη βασιλεία του Τουταγχαμών, ίσως μάλιστα και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ακενατών. Από το συνδυασμό αυτών των χρονολογικών δεδομένων φαίνεται πως η Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 υπήρξε μια σύντομη περίοδος που ίσως δεν ξεπέρασε σε διάρκεια τη μια γενιά (30 περίπου χρόνια). Η γενική εντύπωση από τα υπάρχοντα δεδομένα είναι ότι η βασιλεία του Αμένωφι Γ' ήταν σύγχρονη με την ύστερη Υστερομινωική / Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 1 και το πρώιμο τμήμα της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 περιόδου.
Αιγαίο
Την έναρξη της Υστερομινωικής ΙΙΙ Β περιόδου το αργότερο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τουταγχαμών υποδηλώνει και η εύρεση ενός σκαραβαίου της Ανχεσαμούν, της βασιλικής συζύγου του νεαρού Φαραώ, σε ένα context της Υστερομινωικής ΙΙΙ Β στον Πόρο Ηρακλείου.
Αίγυπτος
Αμάρνα
Από το πλήθος των Μυκηναϊκών οστράκων (1500 - 1600 τον αριθμό) και τα δύο ακέραια αγγεία που βρέθηκαν στην Αμάρνα, την εφήμερη πρωτεύουσα του Αιγυπτιακού κράτους κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αιρετικού Φαραώ Ακενατών (1351 - 1334 π.Χ.), η συντριπτική πλειονότητα ανήκει στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 φάση, ενώ λίγα μόνο παραδείγματα στην προηγούμενη Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 1 και την επόμενη Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β 1 κεραμική φάση. Ο μεγάλος όγκος αυτής της κεραμικής ήλθε στο φως σε ένα μόνο σημείο και συγκεκριμένα στο χώρο των απορριμμάτων, λίγο έξω από τον αστικό πυρήνα της Αμάρνας.
Η Αμάρνα εγκαταλείφθηκε για πάντα στο τρίτο έτος της βασιλείας του Τουταγχαμών (περίπου 1330 π.Χ.). Η αξιοπιστία αυτού του terminus ante quem για την εισαγωγή της Μυκηναϊκής κεραμικής αμφισβητήθηκε με το επιχείρημα ότι ορισμένες κατοικίες της Αμάρνας συνέχισαν να κατοικούνται από τον κύριο όγκο των κατοίκων της και μετά την εγκατάλειψη της πόλης.
Οι νεότερες ανασκαφές οδήγησαν ωστόσο στο συμπέρασμα ότι η κατοίκηση αυτή περιορίστηκε στο "Χωριό των Εργατών", όπου μια ομάδα χοιροτρόφων εγκαταστάθηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, που δεν είναι βέβαιο ότι διήρκεσε και μετά το τέλος της βασιλείας του Ακενατών. Ακόμα όμως και αν δεχθεί κανείς ότι ο συγκεκριμένος οικισμός κατοικούνταν και μετά την εγκατάλειψη της πόλης, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν αυτή η εντυπωσιακή ποσότητα Μυκηναϊκής κεραμικής έφθασε στην Αμάρνα στην περίοδο κατοίκησής της από κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Η χρονολογική ομοιογένεια της κεραμικής αλλά και η σαφής συγκέντρωσή της σε ένα μόνο σημείο εύρεσης υποδηλώνουν ότι πιθανότατα επρόκειτο για ένα μόνο φορτίο αγγείων, τα οποία μαζί με το περιεχόμενό τους απέπλευσαν από την ηπειρωτική Ελλάδα με προορισμό την τότε Αιγυπτιακή πρωτεύουσα στο χρονικό σημείο της μετάβασης από τον Υστεροελλαδικό ΙΙΙ Α 2 στον Υστεροελλαδικό ΙΙΙ Β κεραμικό ρυθμό. Από αυτά τα ξεκάθαρα χρονολογικά δεδομένα προκύπτει ότι η μετάβαση από την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β 1 περίοδο πραγματοποιήθηκε μεταξύ του 1350 και 1330 π.Χ.
Σακκάρα
Ο χρονολογικός συγχρονισμός της Μυκηναϊκής κεραμικής στην Αμάρνα ενισχύεται και από άλλα ευρήματα Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 - Β κεραμικής στη Σακκάρα σε έναν ανάλογο χρονολογικό ορίζοντα. Τα αγγεία αυτά ήλθαν στο φως στους τάφους του Φαραώ Haremhab αλλά και σε αυτούς των αξιωματούχων της ύστερης 18ης και της πρώιμης 19ης Δυναστείας.
Soleb
Στο νεκροταφείο του Soleb, ενός Αιγυπτιακού οικισμού στη Νουβία που ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότητα από τον Αμένωφι Γ', βρέθηκε ένας Αιγυπτιακός ψευδόστομος αμφορέας από φαγεντιανή που μιμείται διακόσμηση της ύστερης Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 ή Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β 1 περιόδου. Ο τάφος στον οποίο βρέθηκε το συγκεκριμένο αγγείο βρισκόταν σε χρήση από την εποχή του Αμένωφι Γ' έως και τα χρόνια του Σέθου Α'.
Οι σκαραβαίοι του Τούθμωσι Γ' που ανήκαν μεταξύ των κτερισμάτων πρέπει να κατασκευάστηκαν μετά το θάνατο του Φαραώ για χρήση ως φυλακτά (μια πρακτική που επιβεβαιώνεται και αρχαιολογικά) και δεν είναι από χρονολογικής σκοπιάς αξιόπιστοι. Σε αυτή την ερμηνεία οδηγούμαστε από το δεδομένο της ίδρυσης του οικισμού από το Φαραώ Αμένωφι Γ' και όχι πρωιμότερα.
Sesebi
Στο Αιγυπτιακό οχυρό Sesebi στη Νουβία, μεταξύ του 2ου και του 3ου Καταρράκτη του Νείλου, βρέθηκε υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 κεραμική. Ο χρονολογικός ορίζοντας κατοίκησης του οχυρού είναι σχεδόν ταυτόσημος με αυτόν της Αμάρνας, καθώς ιδρύθηκε στα πέντε πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ακενατών και εγκαταλείφθηκε είτε λίγο πριν το θάνατό του είτε το αργότερο στο πρώιμο στάδιο της βασιλείας του Τουταγχαμών.
Παλαιστίνη – Συρία
Στο νεκροταφείο της Akko στην Παλαιστίνη βρέθηκε υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 κεραμική και το τμήμα ενός Υστερομινωικού ΙΙΙ Α 2 κυπέλλου σε συνάφεια με ένα ασημένιο δακτυλίδι που έφερε τη Δέλτο του Φαραώ Αμένωφι Γ'. Με βάση αυτή την ένδειξη και σε συνδυασμό με άλλους συγχρονισμούς της βασιλείας του Φαραώ αυτού με την προηγούμενη Υστερομινωική / Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 1 περίοδο, προκύπτει ότι η μετάβαση από την Υστερομινωική / Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 1 στην Υστεροελλαδική / Υστερομινωική ΙΙΙ Α 2 έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της ύστερης φάσης της βασιλείας του Αμένωφι Γ', δηλαδή μεταξύ του 1388 και 1351 / 1350 π.Χ.
Στη Συριακή Qatna, σε ένα κτήριο που καταστράφηκε είτε πριν το θάνατο του Αμένωφι Γ' είτε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Ακενατών, βρέθηκαν δύο αγγεία της πρώιμης Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 περιόδου μαζί με μία Υστεροκυπριακή φιάλη του ρυθμού Δακτυλιόποδων ΙΙ. Με βάση αυτό το δεδομένο προκύπτει ένα terminus ante quem για την αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 περιόδου μεταξύ του 1388 και 1344 π.Χ.
Μια περαιτέρω ένδειξη για τη συγχρονία της υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 - πρώιμης ΙΙΙ Β κεραμικής με την περίοδο της βασιλείας του Ακενατών ή του προκατόχου του Αμένωφι Γ' πρόσφεραν οι ανασκαφές στην Παλαιστινιακή πόλη Kamid el-Loz, όπου βρέθηκαν Μυκηναϊκά αγγεία των δύο αυτών κεραμικών φάσεων -ένας σκαραβαίος του Αμένωφι Γ' και ορισμένες επιστολές της διπλωματικής αλληλογραφίας του τοπικού ηγέτη με τον Αμένωφι Γ' ή το διάδοχό του Ακενατών- σε κτήρια της πόλης που καταστράφηκαν ταυτόχρονα από φωτιά.
Uluburun
Στο ναυάγιο του Uluburun βρέθηκαν ύστερα Υστεροελλαδικά ΙΙΙ Α 2 αγγεία μαζί με ένα σκαραβαίο της Νεφερτίτης, ο οποίος φέρει ένα βασιλικό τίτλο της που αποκτήθηκε μετά το 5ο έτος της βασιλείας του Ακενατών. Η συνεύρεση Μυκηναϊκής κεραμικής και σκαραβαίου φαίνεται αρχικά να επιβεβαιώνει το χρονολογικό συγχρονισμό της ύστερης υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 περιόδου με την εποχή της Αμάρνας. Ωστόσο σημαντικά χρονολογικά προβλήματα δημιουργεί εδώ το γεγονός ότι το πλοίο κατά πάσα πιθανότητα βυθίστηκε αρκετά χρόνια μετά το τέλος της εποχής της Αμάρνας, στην προτελευταία δεκαετία του 14ου αιώνα π.Χ.
Αυτό επιβεβαιώθηκε πρόσφατα και από τα δεδομένα της δενδροχρονολόγησης, η οποία καταλήγει στο έτος 1317 / 1316 ± 2, την εποχή δηλαδή της βασιλείας του Haremhab ως ένα terminus post quem για τη βύθιση του πλοίου. Προς το παρόν είναι πολύ δύσκολο να εναρμονιστούν τα παραπάνω χρονολογικά δεδομένα. Για το σκαραβαίο της Νεφερτίτης θα μπορούσε κανείς χωρίς δυσκολία να υποθέσει ότι πρόκειται για ένα κειμήλιο, το οποίο βρισκόταν σε κυκλοφορία αρκετό καιρό μετά το θάνατο της ομώνυμης βασίλισσας. Στην περίπτωση, ωστόσο, της Μυκηναϊκής κεραμικής ένας τέτοιος συλλογισμός είναι αδιανόητος.
Υστερομινωική και Υστεροελλαδικη ΙΙΙ Β Περίοδος
Η Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β περίοδος φαίνεται πως υπήρξε κατά τη μεγαλύτερη διάρκειά της σύγχρονη με την 66χρονη βασιλεία του Ραμσή Β', μεταξύ του 1279 και 1213 π.Χ. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από μια σειρά ασφαλών χρονολογικών συγχρονισμών. Οι πιο χαρακτηριστικοί από αυτούς αφορούν την εύρεση Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β κεραμικής σε Αιγυπτιακά contexts της εποχής του Ραμσή αλλά και τη συνεύρεση Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β κεραμικής με αντικείμενα που φέρουν το όνομα του Φαραώ στα Συροπαλαιστινιακά κέντρα.
Αίγυπτος
Gurob
Σε έναν τάφο του Gurob ήλθε στο φως ένας ψευδόστομος αμφορέας της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β 1 περιόδου σε συνάφεια με ένα σκαραβαίο του Ραμσή Β'. Ο τύπος μιας σαρκοφάγου και ενός ushebti, που περιλαμβάνονταν μεταξύ των ευρημάτων του τάφου, συνηγορούν για μια χρονολόγησή του σε ένα πρώιμο στάδιο της βασιλείας του Ραμσή Β'.
Tel Sera'
Στο Tel Sera', στη δυτική Negev, στο στρώμα που αντιπροσώπευε την εγκατάσταση της Αιγυπτιακής διοίκησης της εποχής του Ραμσή Β', βρέθηκαν Υστεροελλαδικά ΙΙΙ Β 1 αγγεία αλλά και Υστεροκυπριακή ΙΙ κεραμική του ρυθμού Δακτυλιόποδων.
Βηρυτός
Στο νεκροταφείο του Κharji στο κέντρο της Βηρυτού, ένας τάφος περιείχε Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β κεραμική (τουλάχιστον έναν ακέραιο ψευδόστομο αμφορέα, έναν ακέραιο κρατήρα του εικονιστικού ρυθμού και όστρακα), Υστεροκυπριακή κεραμική των ρυθμών Δακτυλιόποδων ΙΙ και Λευκόχριστου ΙΙ, μαζί με Αιγυπτιακά αγγεία από ασβεστολιθικό πέτρωμα, ένα από τα οποία έφερε τον πλήρη βασιλικό τίτλο του Ραμσή Β'.
Ugarit
Σε έναν τάφο του νεκροταφείου της Ugarit συνευρέθηκαν τμήματα ενός αγγείου από ασβεστολιθικό πέτρωμα με τη δέλτο του Ραμσή Β' και ύστερη Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β κεραμική.
Τέλος Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β και Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ
Κεραμική της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ περιόδου απουσιάζει παντελώς από την Αίγυπτο. Οι διάφοροι συγχρονισμοί για αυτό το χρονικό διάστημα προέρχονται -όπως και εν μέρει στην περίπτωση της προηγούμενης περιόδου- από τη συνεύρεση Αιγαιακής κεραμικής και χρονολογήσιμων Αιγυπτιακών αντικειμένων στα Συροπαλαιστινιακά κέντρα.
Οι αμφοροειδείς κρατήρες που βρέθηκαν στο στρώμα καταστροφής της Ugarit είναι προβληματικοί στη χρονολόγησή τους. Με βάση ρυθμολογικά κριτήρια τοποθετούνται είτε στο τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β είτε στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ περίοδο. Στον ίδιο χρονολογικό ορίζοντα της Ugarit ανήκει και ένα ξίφος του Φαραώ Merenptah, διαδόχου του Ραμσή Β', ο οποίος βασίλευσε για ένα σύντομο διάστημα στο τέλος του 13ου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα μεταξύ του 1213 και 1203 π.Χ.
Ωστόσο το πιο αξιόπιστο terminus ante quem για την παρουσία της Μυκηναϊκής κεραμικής προσφέρει η καταστροφή της Ugarit που χρονολογείται λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Merenptah, μεταξύ του 1196 και 1191 π.Χ. Στο ιερό του Deir 'Alla στην Ιορδανία, που καταστράφηκε από σεισμό, βρέθηκαν ένας Υστεροελλαδικός ΙΙΙ Β 1 ψευδόστομος αμφορέας, ένας δεύτερος Υστεροελλαδικός ΙΙΙ Β ψευδόστομος αμφορέας, μία Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β 1 φλάσκη και ένας Υστερομινωικός ΙΙΙ Β ψευδόστομος αμφορέας.
Το Μινωικό αγγείο μπορεί να χρονολογηθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια στην Υστερομινωική ΙΙΙ Β 2 περίοδο, με βάση ένα στενό του παράλληλο από ένα κλειστό Κυπριακό context. Ένα σαφές terminus post quem για την καταστροφή του ιερού και για την απόλυτη χρονολόγηση της Αιγαιακής κεραμικής προσφέρει ένα Αιγυπτιακό αγγείο από φαγεντιανή με τη δέλτο της Θουόρεως, της χήρας του Σέθου Β', η οποία βασίλευσε μεταξύ του 1194 / 1193 και 1186 / 1185 π.Χ.
Ακολουθώντας το χρονολογικό συγχρονισμό του Ιορδανικού ιερού Deir 'Alla μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β περίοδος διήρκεσε μέχρι και την αρχή του 12ου αιώνα π.Χ. Αν ωστόσο αποδειχθεί στο μέλλον ότι οι κρατήρες της Ugarit ανήκουν στην πρώιμη Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ, τότε το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β πρέπει να χρονολογηθεί πρωιμότερα, γύρω στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ.
Σε αυτή την περίπτωση τα Αιγαιακά αγγεία του Deir 'Alla, είτε είναι σαφώς πρωιμότερα από το context τους είτε υποδηλώνουν τη συνέχεια χρήσης του Υστεροελλαδικού ΙΙΙ Β κεραμικού ρυθμού στην αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ περιόδου, μια υπόθεση που δε φαίνεται απίθανη. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β πρέπει να χρονολογηθεί προς το παρόν μόνο κατά προσέγγιση, μεταξύ του 1200 και 1180 π.Χ.
Η πιο σημαντική ένδειξη για τη χρονολόγηση της πρώιμης Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ περιόδου στο πλαίσιο της Αιγυπτιακής ιστορίας προέρχεται από το νεκροταφείο της Έγκωμης, όπου βρέθηκαν σκαραβαίοι του Ραμσή Γ' (1183 / 1182 - 1152 / 1151 π.Χ.). Οι συγκεκριμένοι τάφοι είναι νεότεροι από το στρώμα καταστροφής του οικισμού, που περιείχε και πρώιμη Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ κεραμική. Έτσι προκύπτει για την αρχή της περιόδου αυτής ένα terminus ante quem μεταξύ περίπου του 1180 και 1150 π.Χ.
Έναν πιθανό τέλος χρονολογικό συσχετισμό της μέσης Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ με τη βασιλεία του Ραμσή ΣΤ' (1142 / 1140 - 1134 / 1132 π.Χ.) προσφέρει η εύρεση Μυκηναϊκής κεραμικής αυτής της περιόδου σε ένα στρώμα του Beth Shan, που χρονολογείται στα χρόνια του προαναφερθέντος Φαραώ. Η αξιοπιστία του χρονολογικού αυτού συγχρονισμού είναι ωστόσο αμφισβητούμενη καθώς το κατώτερο χρονικό όριο του συγκεκριμένου στρώματος είναι πιθανόν ότι φθάνει μέχρι το τέλος της 20ής Δυναστείας, δηλαδή γύρω στο 1070 π.Χ.
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
(ΜΕΡΟΣ Α')
* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Β'
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
http://www.ime.gr/projects/cooperations/egypt/gr/index.html
(2) :
http://www.namuseum.gr/collections/egypt/e_culture-gr.html
(3) :
http://www.artofwise.gr/filosofia-k-thriskeia/175-arxaia-aigyptiaka-mystiria.html
ΜΕΡΟΣ Α' : http://greekworldhistory.blogspot.gr/2014/06/blog-post_30.html
ΜΕΡΟΣ Β' : http://greekworldhistory.blogspot.gr/2014/07/2.html
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
(Δυναστεία 0, περίπου 3180 / 3130 - 3032 / 2982 π.Χ.)
Η μακρόχρονη ιστορική διαδικασία που οδήγησε στην ίδρυση του ενιαίου Αιγυπτιακού κράτους της Άνω (νότιας) και Κάτω (βόρειας) Αιγύπτου είχε τις ρίζες της στην περιοχή του πολιτισμού της Naqada, στη νότια Αίγυπτο. Η 4η χιλιετία π.Χ. υπήρξε μια περίοδος πολιτιστικής πολυμορφίας, κατά την οποία η χώρα ήταν διασπασμένη σε διάφορους τοπικούς πολιτισμούς περιορισμένης γεωγραφικής εμβέλειας.
Στο δεύτερο μισό της 4ης χιλιετίας π.Χ. ο πολιτισμός της Naqada με βάση τη σύνθετη κοινωνική του διαστρωμάτωση ξεχώριζε από τους υπόλοιπους και ακολουθούσε έναν ταχύτερο ρυθμό εξέλιξης. Υφαίνοντας ένα δίκτυο οικονομικών εξαρτήσεων, είτε μέσω εμπορικών επαφών είτε με την επιβολή φόρων υποτελείας σε πιο αδύναμα πολιτικά κέντρα, επεκτεινόταν σταδιακά προς Βορρά και Νότο (φάση Naqada ΙΙ).
Στο τέλος αυτής της περιόδου επέκτασης (Naqada ΙΙ d), που όπως φαίνεται είχε κυρίως ειρηνικό χαρακτήρα, επήλθε η πολιτιστική ενοποίηση της Αιγύπτου, καθώς σε όλη τη χώρα υιοθετήθηκε ο υλικός πολιτισμός της Naqada. Πολιτικά ωστόσο η χώρα παρέμενε διασπασμένη σε διάφορα τοπικά βασίλεια που είχαν το κέντρο τους στην κοιτίδα του πολιτισμού της Naqada, στη νότια Αίγυπτο, και αντιμάχονταν το ένα το άλλο, διεκδικώντας την αύξηση της σφαίρας επιρροής τους.
Μετά από μια μακρόχρονη περίοδο μαχών, όπως προκύπτει κυρίως από τις εικονογραφικές πηγές, το βασίλειο της Αβύδου κατόρθωσε να επικρατήσει των αντιπάλων του και να ενώσει την Αίγυπτο κάτω από ενιαία πολιτική εξουσία. Οι βασιλείς αυτής της Δυναστείας, ένα είδος "Πρωτοφαραώ", προηγούνταν χρονολογικά του Μήνη, με τον οποίo αρχίζει κατά την αιγυπτιακή παράδοση η Φαραωνική ιστορία και η 1η Δυναστεία. Για αυτό το λόγο τοποθετούνταν από τους Αιγυπτιολόγους στη συμβατικά ονομαζόμενη Δυναστεία 0.
ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ
(1η - 2η Δυναστεία, περίπου 3032 / 2982 - 2707 / 2657 π.Χ.)
Ιδρυτής του ενιαίου Αιγυπτιακού κράτους υπήρξε κατά το Μανέθωνα ο Μήνης, με τον οποίο αρχίζει παραδοσιακά κάθε Φαραωνική γενεαλογία ως πρώτο βασιλιά της 1ης Δυναστείας. Ο Μήνης ταυτίστηκε αρχικά με το Φαραώ Narmer, ο οποίος απεικονίζεται στις συμβολικές εικόνες της διάσημης ομώνυμης παλέτας ως ο ηγέτης που ένωσε την Άνω και Κάτω Αίγυπτο, υποτάσσοντας τους εχθρούς του. Σύμφωνα με τη νεότερη έρευνα, ωστόσο, ο Μήνης πρέπει να ταυτιστεί με το διάδοχο του Narmer, Aha, ο οποίος φέρει το Min ως δεύτερο βασιλικό όνομα.
Με αυτόν το Φαραώ αρχίζει και η χρήση του βασιλικού νεκροταφείου της Σακκάρα, που βρίσκεται δίπλα στην -κατά την παράδοση- πρώτη πρωτεύουσα του Αιγυπτιακού κράτους, Μέμφιδα. Για την ιστορία των δύο πρώτων Αιγυπτιακών Δυναστειών διαθέτουμε λίγες μόνο πληροφορίες. Η γραφή βρισκόταν ήδη σε χρήση (από την εποχή της Δυναστείας 0), χωρίς ωστόσο να έχει φθάσει ακόμα στο επίπεδο των κειμένων. Η βασικότερή της λειτουργία σε αυτή την περίοδο ήταν να ονοματίζει τόπους, πρόσωπα και προϊόντα, είτε για την εξυπηρέτηση των διοικητικών αναγκών του κράτους είτε για την επεξήγηση των σύνθετων συμβολικών σκηνών της βασιλικής εικονογραφίας.
Τις σημαντικότερες πηγές για την ανασύνθεση της ιστορίας της "Αρχαϊκής περιόδου" αποτελούν τα αρχαιολογικά ευρήματα και η εικονογραφία, που κυριαρχούνταν από πολεμικά θέματα και μεσοποταμιακές επιδράσεις. Μέσω αυτών παραδίδονται ένοπλες συγκρούσεις με "Λίβυους" στα δυτικά του κράτους, και κυρίως στο δυτικό Δέλτα, η επέκταση της πολιτικής και οικονομικής επιρροής στη Νουβία μέχρι το ύψος του Δεύτερου Καταρράκτη και οι συχνές εμπορικές επαφές με την Εγγύς Ανατολή.
Η πολιτική ένωση της χώρας, που επιτεύχθηκε στην αρχή της 1ης Δυναστείας, δεν ήταν οριστική. Η 2η Δυναστεία υπήρξε μια ταραγμένη περίοδος. Μια σειρά μακροχρόνιων εμφύλιων συγκρούσεων μεταξύ των ισχυρών τοπικών κέντρων της χώρας φαίνεται πως οδήγησε στη διάσπαση της πολιτικής ενότητας του νεοσύστατου κράτους. Η ενότητα αυτή αποκαταστάθηκε μόλις με τον τελευταίο Φαραώ της 2ης Δυναστείας Chasechemui.
Τα Θεμέλια της Βασιλικής Ιδεολογίας
Σε αυτή την πρώιμη περίοδο της Αιγυπτιακής ιστορίας αποκρυσταλλώθηκε βαθμιαία η ιδέα της Θεοκρατικής εξουσίας του Φαραώ. Ήδη πριν την ίδρυση του ενιαίου κράτους ο Αιγύπτιος βασιλιάς θεωρούνταν ενσάρκωση του ιερακόμορφου Θεού Ώρου. Μέσω της πίστης στη Θεϊκή καταγωγή του Φαραώ κατοχυρωνόταν η νομιμότητα της βασιλικής εξουσίας απέναντι στους υπηκόους. Ο Φαραώ ήταν ο ηγέτης του κόσμου, εγγυητής της φυσικής αρμονίας και τάξης, και θριαμβευτής απέναντι στους εχθρούς του κράτους.
Η τελετουργία που έπαιξε βασικό ρόλο για τη θεμελίωση και διατήρηση της Φαραωνικής εξουσίας σε αυτή την πρώιμη περίοδο της Αιγυπτιακής ιστορίας ήταν η "Ακολουθία του Ώρου", η πλεύση δηλαδή του Νείλου από το Φαραώ - Ώρο και την ακολουθία του, που πραγματοποιούνταν κάθε δεύτερο χρόνο με στόχο τη συγκέντρωση των εισφορών και την απονομή της δικαιοσύνης.
ΑΡΧΑΙΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
(3η - 8η Δυναστεία, περίπου 2707 / 2657 - 2170 / 2120 π.Χ.)
Το Αρχαίο Βασίλειο αποτελεί την πρώτη περίοδο ακμής της Αιγυπτιακής ιστορίας. Η δύναμη του Φαραώ έφθασε στο αποκορύφωμά της, καθώς στο πρόσωπό του αφιερωνόταν το σύνολο του κοινωνικού και οικονομικού δυναμικού του Αιγυπτιακού κράτους. Δε γνωρίζουμε τις ακριβείς ιστορικές συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε αυτή η εξέλιξη, βλέπουμε όμως το αποτέλεσμά τους: τις πυραμίδες της 3ης και 4ης Δυναστείας.
Πρόκειται για τους μνημειώδεις τάφους των βασιλέων αυτής της περιόδου, η κατασκευή των οποίων -όπως προδίδουν οι γιγαντιαίες διαστάσεις τους- ήταν αναμφίβολα το αποτέλεσμα της συλλογικής προσπάθειας ενός κράτους σε διάστημα πολλών χρόνων ή και δεκαετιών, δείχνοντας έτσι πόσο ολοκληρωτικά προσανατολισμένη στο πρόσωπο του Φαραώ ήταν η Αιγυπτιακή κοινωνία.
Πυραμίδες
Η πρώτη πυραμίδα κατασκευάστηκε στα χρόνια του Φαραώ Djoser (η "Βαθμιδωτή Πυραμίδα"). Στον αρχικό πυρήνα του κτίσματος (ένας βασιλικός τάφος τύπου Μασταμπά), ανεγέρθηκαν διαδοχικά βαθμιδωτοί όροφοι (τέσσερις συνολικά). Στο τελικό του στάδιο το οικοδόμημα είχε τη μορφή μιας βαθμιδωτής πυραμίδας που ορθωνόταν στο κέντρο ενός τεράστιου αρχιτεκτονικού συγκροτήματος, της μνημειώδους αιώνιας κατοικίας του Φαραώ, που αποτελούσε μια απομίμηση του επίγειου ανακτόρου του.
Η συνολική έκταση του ταφικού συγκροτήματος του Djoser, που περικλειόταν από ένα τείχος ύψους 10 μ., κάλυπτε 150.000 τ.μ. Ο αρχιτέκτονας, Βεζύρης Imhotep, ανακηρύχθηκε μετά θάνατον σοφός και λατρευόταν σαν Θεός. Το αποκορύφωμα αυτής της νέας μνημειώδους ταφικής αρχιτεκτονικής αποτελούν οι τρεις πυραμίδες των Χέοπα, Χέφρεν και Μυκερίνου. Ο προκάτοχός τους στο Φαραωνικό θρόνο, Snofru, ίδρυσε τρεις συνολικά πυραμίδες, οι δύο όμως από αυτές εγκαταλείφθηκαν πριν την ολοκλήρωσή τους, προφανώς λόγω ανυπέρβλητων κατασκευαστικών δυσκολιών.
Την περίοδο αυτή των αρχιτεκτονικών πειραματισμών μαρτυρούν και άλλες πυραμίδες της 3ης και 4ης Δυναστείας, οι οποίες έμειναν για διάφορους λόγους ημιτελείς. Ο λίθος αντικαθιστά τις πήλινες πλίνθους ως βασικό οικοδομικό υλικό των μεγαλόπρεπων αυτών κτισμάτων, εκφράζοντας έτσι στον τομέα της αρχιτεκτονικής τις έννοιες της αιωνιότητας και του αμετάβλητου, που παίζουν πλέον κεντρικό ρόλο στη Φαραωνική ιδεολογία.
Θρησκεία
Η λατρεία του Θεού ήλιου Ρα (πολιούχου της Ηλιούπολης) αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη σημασία. Όλοι οι Φαραώ της 5ης Δυναστείας ίδρυσαν ένα ναό αφιερωμένο στο Ρα, στο κέντρο του οποίου υψώθηκε ένας μνημειώδης οβελίσκος. Οι πυραμίδες της 5ης Δυναστείας είναι μικρότερες από αυτές της 4ης, καθώς το κύριο ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από την αρχιτεκτονική τους μεγαλοπρέπεια στην ανάγλυφη διακόσμηση των ταφικών ναών δίπλα σε αυτές. Ο πλούσιος αυτός ανάγλυφος διάκοσμος εξιστορούσε τα σημαντικότερα επεισόδια της ζωής του Φαραώ.
Δίπλα τους υψώνονταν και άλλα ταφικά οικοδομήματα, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της ταφικής λατρείας (προσφορές στο νεκρό και ταφικές τελετουργίες), τα οποία κοσμούνταν επίσης με ανάγλυφες σκηνές. Ενώ στην εποχή του Djoser στις υπόγειες στοές και τους θαλάμους του ταφικού συγκροτήματος αποθηκεύονταν τεράστιες ποσότητες προσφορών και κτερισμάτων για το νεκρό, στη διάρκεια της 5ης Δυναστείας συντελέστηκε η μετάβαση από την πράξη στον τελετουργικό συμβολισμό, καθώς οι προσφορές δε γίνονταν αλλά απεικονίζονταν σε ανάγλυφα.
Οι απεικονίσεις αυτές εγγυούνταν με τη μαγική τους δύναμη την αδιάλειπτη συντήρηση του νεκρού με την αιώνια επαναλαμβανόμενη ικανοποίηση των αναγκών του.
Διοίκηση
Προϋπόθεση για την ανέγερση και ολοκλήρωση των πυραμίδων ήταν ο απόλυτος κρατικός συγκεντρωτισμός. Γύρω από το Φαραώ και τη βασιλική αυλή αναπτύχθηκε έτσι ένας σύνθετος διοικητικός οργανισμός, με τη βοήθεια του οποίου ήταν δυνατή η απορρόφηση του συνόλου των οικονομικών αποθεμάτων του αιγυπτιακού κράτους. Σε αυτή την περίοδο έχει τις ρίζες της η διαίρεση της χώρας σε επαρχίες (στην τελική της μορφή αποτελούνταν από 22 επαρχίες στην Άνω και 20 στην Κάτω Αίγυπτο).
Η ίδρυση πολιτικών και διοικητικών κέντρων στις επαρχίες αυτές ευνόησαν τη δημιουργία μιας τοπικής αριστοκρατίας που έμελλε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην ιστορία του Αιγυπτιακού κράτους ως παράγοντας πολιτικής αστάθειας. Με πρωτοβουλία της βασιλικής αυλής οργανώθηκαν αποστολές στη Χερσόνησο του Σινά, την έρημο ή τη Νουβία για την προμήθεια πολύτιμων πρώτων υλών ή εξωτικών προϊόντων.
Το συγκεντρωτικό αυτό σύστημα, με τις τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις για τη συντήρηση της ταφικής λατρείας των νεκρών Φαραώ, οδήγησε στη βαθμιαία οικονομική αποδυνάμωση του κράτους και την κατάρρευση της πολιτικής ενότητας στο τέλος της 6ης Δυναστείας. Η κύρια αιτία αυτής της εξέλιξης ήταν η αυξανόμενη δύναμη των τοπαρχών που βαθμιαία ανεξαρτητοποιήθηκαν από την κεντρική εξουσία οδηγώντας στη διάσπαση της πολιτικής δύναμης σε διάφορα επαρχιακά κέντρα.
1η ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
(9η - 10η Δυναστεία, περίπου 2170 / 2120 - 2025 / 2020 π.Χ.)
Ήδη κατά τη διάρκεια της 5ης Δυναστείας το κληρονομικό δικαίωμα στο υψηλό αξίωμα των τοπαρχών οδήγησε στη δημιουργία πανίσχυρων επαρχιακών "αριστοκρατικών γενών", τα οποία υπονόμευαν αργά αλλά σταθερά την κεντρική Φαραωνική εξουσία, συγκεντρώνοντας όλο και μεγαλύτερη πολιτική και οικονομική δύναμη στα χέρια τους. Η κεντρική εξουσία άρχισε στο τέλος της 6ης Δυναστείας να καταρρέει.
Το Αιγυπτιακό κράτος κατακερματίστηκε σε πολλά τοπικά βασίλεια (Ηρακλεόπολη, Θήβες τα σημαντικότερα), στην κορυφή των οποίων βρίσκονταν ηγέτες, που αυτοπροβάλλονταν ως συνεχιστές της εξουσίας των παναιγύπτιων Φαραώ του Αρχαίου Βασιλείου. Σε μια περίοδο που η Αιγυπτιακή κοινωνία μαστιζόταν από λιμούς και αλλεπάλληλες κοινωνικές κρίσεις οι τέχνες και τα γράμματα γνώρισαν στα διάφορα επαρχιακά κέντρα μια μοναδική άνθηση, απελευθερωμένα από τους αυστηρούς κανόνες καλλιτεχνικής έκφρασης που είχαν παγιωθεί στο Αρχαίο Βασίλειο.
ΜΕΣΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
(11η - 12η Δυναστεία, 2119 - 1794 / 1793 π.Χ.)
Από το ισχυρότερο ίσως επαρχιακό κέντρο της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου, τις Θήβες στη νότια Αίγυπτο, ξεκίνησε η διαδικασία πολιτικής επανένωσης της χώρας. Οι τοπάρχες της περιοχής των Θηβών υπέταξαν αρχικά τα γειτονικά πολιτικά κέντρα εξουσίας, αυτοανακηρύχθηκαν Φαραώ και με το Μεντουχότεπ Β' κατόρθωσαν τελικά να ενοποιήσουν και πάλι το αιγυπτιακό κράτος. Ο πρώτος Φαραώ της 12ης Δυναστείας, Αμενεμχέτ Α', μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους από τις Θήβες στη Μέμφιδα.
Οι Θήβες ωστόσο διατήρησαν την πολιτική και θρησκευτική τους σημασία (πολιούχος της πόλης ήταν ο Άμμωνας). Οι Φαραώ αυτής της Δυναστείας κυβέρνησαν διατηρώντας αρχικά τις πολιτικές και κοινωνικές δομές που είχαν παγιωθεί κατά την Πρώτη Μεταβατική Περίοδο. Τα τοπικά κέντρα εξουσίας στις επαρχίες παρέμειναν στα χέρια ισχυρών οικογενειών που κληροδοτούσαν το αξίωμα στους απογόνους τους. Κατά τον ίδιο τρόπο διατηρήθηκε το δικαίωμα ιδιοκτησίας γης αλλά και η σχετική ανεξαρτησία των βιοτεχνικών κλάδων παραγωγής.
Στην εποχή του Σέσωστρι Γ', ωστόσο, η κεντρική εξουσία επενέβη με βίαιο τρόπο ανατρέποντας τις παραδοσιακές αυτές κοινωνικές δομές και θέτοντας κάτω από τον άμεσο έλεγχό της τα τοπικά κέντρα εξουσίας. Πολλές αριστοκρατικές οικογένειες εκδιώχθηκαν από τις παραδοσιακές τους έδρες και έχασαν τα υψηλά πολιτικά αξιώματα που μονοπωλούσαν μεταβιβάζοντάς τα κληρονομικά από τη μια γενιά στην άλλη. Αυτά τα μέτρα συνδυάστηκαν με μια νέα προσπάθεια κρατικού συγκεντρωτισμού και άμεσου ελέγχου της συνολικής οικονομικής παραγωγής από ένα ενιαίο κέντρο.
Το Αιγυπτιακό κράτος ένιωσε αυτή την εποχή για πρώτη φορά στην ιστορική του εξέλιξη την ανάγκη οικονομικής και πολιτικής επέκτασης. Η περιοχή της όασης του Φαγιούμ έγινε με την αποξήρανση των ελών και την κατασκευή αρδευτικών καναλιών και φραγμάτων οικονομικά εκμεταλλεύσιμη. Ο υποκινητής αυτού του φιλόδοξου προγράμματος, Φαραώ Αμενεμχέτ Γ', ίδρυσε στην ίδια περιοχή την πυραμίδα του και λατρευόταν μετά θάνατον ως τοπική θεότητα. Σποραδικά οργανώθηκαν εκστρατείες στην περιοχή της Παλαιστίνης και Συρίας αλλά και στη Λιβύη.
Ολόκληρη η Κάτω Νουβία μέχρι το Δεύτερο Καταρράκτη, και κατά την εποχή του Σέσωστρι ακόμα νοτιότερα (μέχρι τη Semna), καταλήφθηκε από τα Αιγυπτιακά στρατεύματα. Γρήγορα οργανώθηκε ένα δίκτυο στρατιωτικών οχυρών, τα οποία εγγυούνταν την ασφαλή εκμετάλλευση των πλούσιων ορυχείων χρυσού της περιοχής. Στη 13η Δυναστεία, 250 περίπου χρόνια μετά την ενοποίηση της χώρας από το Μεντουχότεπ Β', η Αίγυπτος βυθίστηκε σε μια νέα περίοδο κρίσης.
Οι Φαραώ που ανέβαιναν στο θρόνο ήταν κατά κανόνα ασήμαντες προσωπικότητες που δεν κατόρθωναν να κυβερνήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ανάμεσά τους υπήρχαν άνθρωποι απλής καταγωγής, στρατιωτικοί, ακόμα και "Ασιάτες". Η πολιτική δύναμη πέρασε και πάλι στα χέρια των "Βεζύρηδων" (ανώτατων αξιωματούχων), την ίδια εποχή που στη Νουβία χάθηκε ο Αιγυπτιακός έλεγχος στο τοπικό βασίλειο της Κέρμα (Άνω Νουβία).
Τέχνη
Στον τομέα της τέχνης και της λογοτεχνίας συνεχίστηκε συνειδητά η παράδοση όχι της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου αλλά του Αρχαίου Βασιλείου. Η εικονογραφία ξεπέρασε τα όρια της "κλασικιστικής" απεικόνισης, φθάνοντας στο επίπεδο απόδοσης φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών. Η λογοτεχνία χαρακτηρίζεται για την πολυμορφία της: "παιδείες", παραμύθια, διηγήσεις, προφητείες και άλλα είδη πεζού λόγου που περιστρέφονται όχι μόνο γύρω από το πρόσωπο του Φαραώ ως φωτισμένου ηγέτη, αλλά αγγίζουν με κριτικό μάτι και πιο ρεαλιστικά θέματα, όπως την αντίθεση μεταξύ ιδεατού και πραγματικού στην Αιγυπτιακή κοινωνία.
Η καλλιτεχνική παραγωγή της 12ης Δυναστείας υπήρξε γενικά για τις μεταγενέστερες περιόδους πρότυπο μίμησης. Αυτό ίσχυε κυρίως για τη λογοτεχνία, της οποίας η γλώσσα και το ύφος απέκτησαν το χαρακτήρα του κλασικού και χρησιμοποιούνταν για πολλούς αιώνες μετά το τέλος του Μέσου Βασιλείου. Για μια σύντομη χρονική περίοδο ο τύπος του βασιλικού τάφου άλλαξε. Οι τελευταίοι Φαραώ της 11ης Δυναστείας (πρώτοι παναιγύπτιοι Φαραώ του Μέσου Βασιλείου), ακολουθώντας την τοπική παράδοση των Θηβών, θάβονταν σε λαξευτούς τάφους που κοσμούνταν με τοιχογραφίες. Οι επόμενοι Φαραώ της 12ης Δυναστείας επέστρεψαν ωστόσο στον τύπο της πυραμίδας.
2η ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
(13η - 17η Δυναστεία, 1794 / 1793 - 1550 π.Χ.)
Οι Δυναστείες 13η - 17η, που κάλυπταν τη Δεύτερη Μεταβατική Περίοδο, δεν ακολουθούσαν χρονικά η μία την άλλη, αλλά υπήρξαν κατά μεγάλα διαστήματα σύγχρονες. Στη διάρκεια της 13ης Δυναστείας ο Αιγυπτιακός θρόνος άλλαξε συχνά χέρια. Η ενότητα της χώρας διατηρήθηκε ωστόσο προσωρινά κάτω από την κεντρική εξουσία. Στην περιοχή του Δέλτα κυριάρχησαν διάφοροι τοπικοί ηγέτες, που είναι γνωστοί στις μεταγενέστερες γενεαλογίες ως βασιλείς της 14ης Δυναστείας. Ανάμεσά τους υπήρχαν και ηγέτες Παλαιστινιακής / Χαναανίτικης καταγωγής.
Ένας από αυτούς κατάφερε να κυριεύσει το πολιτικό κέντρο των βασιλέων της 13ης Δυναστείας, κοντά στη Μέμφιδα, βάζοντας τέλος σε αυτή. Στην περιοχή του Δέλτα τη 13η Δυναστεία διαδέχτηκε η 15η, η εποχή των ξενόφερτων Υκσώς που γρήγορα άπλωσαν την κυριαρχία τους σε όλη την Αίγυπτο. Σύγχρονοι με τους Υκσώς ήταν οι υποτελείς τους βασιλείς της 16ης Δυναστείας στις Θήβες.
Η διάδοχη Θηβαϊκή δυναστεία (17η), οι βασιλείς της οποίας θεωρούσαν τους εαυτούς τους νόμιμους διαδόχους των Αιγύπτιων Φαραώ της 13ης Δυναστείας, οργάνωσε τον απελευθερωτικό αγώνα κατά των Υκσώς, πετυχαίνοντας τελικά να τους εκδιώξει και να αποκαταστήσει την πολιτική αυτονομία της χώρας.
Υκσώς
Κατά τη διάρκεια της 15ης Δυναστείας η εξουσία της πολιτικά διασπασμένης Αιγύπτου πέρασε στα χέρια των Υκσώς ("Ηγέτες των Ξένων Χωρών"), μελών της Συροπαλαιστινιακής αριστοκρατίας, που είχαν ήδη θέσει κάτω από τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο τμήμα της Παλαιστίνης. Η στρατιωτική δύναμη αυτών των "ιπποτών" βασιζόταν σε ένα επίλεκτο σώμα πολεμικών αρμάτων. Στην Αίγυπτο υποστηρίχθηκαν προφανώς από τμήματα του πληθυσμού που είχαν κοινή καταγωγή με αυτούς και είχαν εγκατασταθεί από καιρό στο ανατολικό Δέλτα.
Σε αυτή την περιοχή ίδρυσαν και την πρωτεύουσά τους Αύαρι (στο σημερινό Tell el Dab'a). Οι τοπικοί ηγέτες των Θηβών, που στις Αιγυπτιακές βασιλικές γενεαλογίες αποτελούσαν τους Φαραώ της 14ης, 16ης και 17ης Δυναστείας, υπήρξαν υποτελείς των Υκσώς. Οι τελευταίοι ηγέτες της 17ης Δυναστείας ανέλαβαν να εκδιώξουν τους ξένους ηγεμόνες από την Αίγυπτο. Με μια έντονη "εθνική προπαγάνδα" ξεκίνησαν έναν απελευθερωτικό αγώνα και μετά από αιματηρές μάχες κατόρθωσαν τελικά να αποκαταστήσουν και πάλι την αιγυπτιακή κυριαρχία στη χώρα.
Ο αγώνας απελευθέρωσης εναντίον των Υκσώς ολοκληρώθηκε με το Φαραώ Άμωσι, ο οποίος κατέκτησε την Αύαρι και ηγήθηκε των πρώτων εκστρατειών στο εσωτερικό της Παλαιστίνης.
ΝΕΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Μετά την εκδίωξη των Υκσώς και την εγκατάσταση γηγενών ηγεμόνων στο Φαραωνικό θρόνο άρχισε για την Αίγυπτο μία περίοδος επέκτασης σε Βορρά και Νότο. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η Αίγυπτος εγκατέλειψε την παραδοσιακή της εσωστρέφεια και εξελίχτηκε με στρατιωτικά, διπλωματικά και οικονομικά μέσα σε διεθνή υπερδύναμη της Εγγύς Ανατολής. Στο αποκορύφωμα αυτής της επεκτατικής πολιτικής, στη διάρκεια της 18ης Δυναστείας, η Αιγυπτιακή κυριαρχία απλώθηκε από τον ορεινό Λίβανο στο Βορρά μέχρι τον Τέταρτο Καταρράκτη του Νείλου στο Νότο.
Ως κινητήριος μοχλός της "Ιμπεριαλιστικής" επέκτασης λειτούργησε προφανώς η τραυματική εμπειρία της κυριαρχίας των Υκσώς και η ανάγκη δημιουργίας μιας ευρύχωρης ζώνης ασφαλείας στα βόρεια σύνορα. Η Φαραωνική ηγεμονία στη Συροπαλαιστίνη εδραιώθηκε την εποχή του Τούθμωσι Γ', ο οποίος οργάνωσε 17 νικηφόρες εκστρατείες στην περιοχή, κατορθώνοντας μάλιστα σε μια από αυτές να διασχίσει τον Ευφράτη. Την ίδια περίοδο αποκαταστάθηκε η Αιγυπτιακή εξουσία στη Νουβία, η οποία, λόγω των πλούσιων ορυχείων χρυσού αλλά και άλλων προϊόντων, είχε ζωτική σημασία για την Αίγυπτο.
Ο άμεσος έλεγχος των αποθεμάτων χρυσού της Νουβίας έκανε την Αίγυπτο το οικονομικά ισχυρότερο κράτος της Εγγύς Ανατολής. Η Παλαιστίνη και η Νουβία ενσωματώθηκαν ως υποτελείς επαρχίες στο Αιγυπτιακό διοικητικό σύστημα και υποχρεώθηκαν στην καταβολή ετήσιων φόρων υποτέλειας στους απεσταλμένους του Φαραώ. Η Αιγυπτιακή πολιτική επιρροή στο Βορρά έφθανε τουλάχιστον μέχρι την περιοχή της νότιας Συρίας (και κατά μήκος της ακτής μέχρι την Ugarit), όπου μια σειρά από τοπικούς ηγέτες αναγνώριζαν τη φαραωνική κυριαρχία προσφέροντας σε τακτά χρονικά διαστήματα δώρα υποτέλειας αλλά και άλλες υπηρεσίες στον Αιγύπτιο βασιλιά.
Με την υιοθέτηση του πολεμικού άρματος γεννήθηκε μια νέα τάξη στρατιωτικής αριστοκρατίας, τα μέλη της οποίας ως επιβράβευση των πολεμικών τους υπηρεσιών καταλάμβαναν σταδιακά νευραλγικές θέσεις στο διοικητικό μηχανισμό της χώρας. Οι ναοί κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους από τη Φαραωνική εξουσία και αύξησαν τη δύναμή τους, είτε μέσω των δωρεών του Φαραώ είτε μέσω του μεγάλου μεριδίου τους στα πολεμικά λάφυρα. Το ιερατείο αποτελούσε έτσι, δίπλα στη βασιλική αυλή, τον κυρίαρχο ρυθμιστή των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων.
Στην συντριπτική του πλειονότητα ο αγροτικός πληθυσμός της Αιγύπτου "νοίκιαζε" αγροτεμάχια ιδιοκτησίας του ανακτόρου ή των ναών και είχε τη υποχρέωση να καταβάλλει ένα σημαντικό τμήμα της παραγωγής ως "φόρο" ή "ενοίκιο" στον ιδιοκτήτη. Τα επιβλητικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία δεν αποτελούσαν πλέον οι βασιλικοί τάφοι αλλά οι ναοί, αφιερωμένοι σε διάφορες Θεότητες του Αιγυπτιακού πάνθεου. Οι Φαραώ θάβονταν αυτή την περίοδο σε υπόγειους λαξευτούς τάφους, σε μια κοιλάδα στη δυτική όχθη των Θηβών ("Κοιλάδα των Βασιλέων").
Κοντά σε αυτούς τους τάφους, στην άκρη της εύφορης ζώνης της δυτικής όχθης του ποταμού, ιδρύονταν μνημειώδη ναϊκά οικοδομήματα για την ταφική λατρεία των Φαραώ. Ο καλύτερα διατηρημένος από αυτούς είναι ο ναός της Χατσεψούτ στο Deir el Bahari.
Η Εποχή της Αμάρνας
Στη διάρκεια της βασιλείας του Αμένωφι Γ' η λατρεία του θεού ήλιου Ρα αποκτούσε όλο και μεγαλύτερη σημασία. Ο χαρακτήρας του Θεού οριζόταν σε νέες Θεολογικές βάσεις και ο Φαραώ αυτοαποκαλούνταν Αρχιερέας του Ρα. Η ανθρώπινη μορφή του Θεού στην Αιγυπτιακή εικονογραφία έδωσε τη θέση της στην απεικόνιση του ηλιακού δίσκου Ατών, από τον οποίο ξεπηδούσαν ακτίνες. Σε αυτή την εξέλιξη είχε τις ρίζες της η θρησκευτική κρίση που συγκλόνισε την Αίγυπτο στα χρόνια του Αμένωφι Δ', διαδόχου του Αμένωφι Γ'.
Μετά την άνοδό του στο θρόνο ο τελευταίος ίδρυσε για την ηλιακή Θεότητα ένα νέο ναό στο Καρνάκ, δίπλα στο εθνικό ιερό της Αιγύπτου, αφιερωμένο στον Άμμωνα, οδηγώντας έτσι τη θρησκευτική κρίση πολύ γρήγορα σε μια δραματική κορύφωση. Στο 5ο έτος της βασιλείας του αντικατέστησε το όνομά του Αμένωφις -που περιείχε το συνθετικό Άμμων- με ένα νέο Θεοφόρο όνομα, το Ακενατών ("Ευχάριστος για τον Ατών"). Τον ίδιο χρόνο ίδρυσε σε παρθένο έδαφος στη Μέση Αίγυπτο μια νέα πρωτεύουσα, στη θέση της σημερινής Αμάρνας, την Αχετατών ("Ορίζοντας του Ατών").
Σε όλη τη χώρα καταστράφηκαν οι απεικονίσεις των παραδοσιακών Θεών και σβήστηκαν τα ονόματά τους από όλες τις δημόσιες επιγραφές, πάνω από όλα του Άμμωνα. Την πιο πλήρη θεολογική και καλλιτεχνική έκφραση της νέας Θεότητας αποτελούσε ο "Ύμνος του Ήλιου", τον οποίο συνέταξε -σύμφωνα με τις πηγές- ο ίδιος ο Ακενατών για να δοξάσει το θεό του ως ζωοδότη, δημιουργό και προστάτη του Σύμπαντος. Ο Φαραώ συνιστούσε, σύμφωνα με το νέο θεολογικό δόγμα, το μοναδικό σύνδεσμο μεταξύ θεού και ανθρώπων καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα άμεσης επαφής μεταξύ των δύο πλευρών.
Η εποχή της Αμάρνας έφερε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις και στον τομέα της τέχνης. Για πρώτη φορά στην Αιγυπτιακή ιστορία η "Ιερογλυφική", "Ιδεατή" απόδοση των μορφών υποχωρεί μπροστά σε μια νέα τάση ρεαλιστικής και φυσιοκρατικής απόδοσης. Στην πρωιμότερη φάση της εποχής της Αμάρνας καθιερώθηκε μάλιστα ένας σχεδόν "εξπρεσιονιστικός" ρυθμός απεικόνισης του προσώπου και του σώματος της βασιλικής οικογένειας, ο οποίος ωστόσο στα επόμενα χρόνια εξελίχθηκε σε μια ηπιότερη, φυσιοκρατική απόδοση.
Η Αποκατάσταση
Η ριζοσπαστική μονοθεϊστική διδασκαλία του Ακενατών είχε μικρή διάρκεια ζωής. Ο Φαραώ πέθανε προφανώς στο 17ο έτος της βασιλείας του από άγνωστη αιτία. Ο διάδοχός του Σεμενχκαρέ (σύζυγος της κόρης του Ακενατών Μεριτατών) κυβέρνησε πιθανότατα για ένα πολύ σύντομο διάστημα. Τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Τουταγχατών, σύζυγος μιας άλλης κόρης του Ακενατών, της Ανχεσενατών. Ο ανήλικος Τουταγχατών, αναμφίβολα κάτω από την καθοδήγηση των συμβούλων του, απαρνήθηκε τη λατρεία του Ατών, αποκαθιστώντας τη λατρεία των πατροπαράδοτων θεών.
Στο 2ο έτος της βασιλείας του εγκατέλειψε την Αμάρνα, επιστρέφοντας στη Μέμφιδα, και άλλαξε το όνομά του σε Τουταγχαμών, επαναφέροντας το "Άμμων" ως κύριο συνθετικό του Θεοφόρου βασιλικού ονόματος. Στο πλαίσιο μιας damnatio memoriae το αιρετικό θεολογικό κήρυγμα του Ακενατών καταδικάστηκε σε λήθη. Στη διάρκεια της 19ης Δυναστείας το όνομα του Ατών σβήστηκε επιμελώς από όλα τα Αιγυπτιακά μνημεία και επιγραφές, και ο ναός του στο Καρνάκ ισοπεδώθηκε.
ΥΣΤΕΡΟ ΝΕΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Ο νεαρός Τουταγχαμών πέθανε στο 9ο έτος της βασιλείας του σε ηλικία 18 χρονών. Ο στρατηγός Haremhab, που ανέβηκε στο θρόνο λίγα χρόνια αργότερα, συγκέντρωσε με πραξικοπηματικό τρόπο όλη την πολιτική, θρησκευτική και στρατιωτική εξουσία στα χέρια του. Οι επόμενοι τρεις Φαραώ μέχρι και το Ραμσή Β' προέρχονταν από τις τάξεις του στρατού, ο οποίος μετά τη βαθιά πολιτική και θρησκευτική κρίση της εποχής της Αμάρνας πρόβαλε ως ο μόνος ρυθμιστικός παράγοντας των πολιτικών εξελίξεων.
Η 66χρονη βασιλεία του Ραμσή Β' (1279 - 1213 π.Χ.) σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή αποτελώντας το "χρυσό αιώνα" της Αιγυπτιακής ιστορίας αλλά παράλληλα και την τελευταία περίοδο μεγάλης ακμής του Φαραωνικού κράτους. Στον 5ο μόλις χρόνο της βασιλείας του νεαρού Φαραώ οι δύο υπερδυνάμεις της εποχής, Αιγύπτιοι και Χετταίοι, συγκρούστηκαν στο Συριακό Καντές (1275 π.Χ.) διεκδικώντας τον πολιτικό έλεγχο των Συροπαλαιστινιακών πόλεων - κρατών. Παρά το γεγονός ότι η θρυλική αυτή μάχη έληξε χωρίς ουσιαστικό νικητή, έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις.
Στο διάστημα που ακολούθησε, οι διπλωματικές επαφές μεταξύ των δύο πλευρών κατέληξαν στην υπογραφή μιας ειρηνευτικής συνθήκης το 1259 π.Χ. Η μακρόχρονη ειρηνική περίοδος που ακολούθησε ήταν πρωτόγνωρη για την Αίγυπτο και αποτέλεσε την προϋπόθεση για την πραγματοποίηση του λαμπρότερου οικοδομικού προγράμματος της Αιγυπτιακής ιστορίας. Σε όλα τα μεγάλα κέντρα της χώρας αλλά και έξω από τα σύνορά της, στην υποταγμένη Νουβία και ίσως και την Παλαιστίνη, ο Ραμσής Β' ίδρυσε μεγαλοπρεπείς ναούς, αφιέρωσε αγάλματα κολοσσιαίων διαστάσεων και ύψωσε οβελίσκους, ένα μεγάλο μέρος των οποίων σώζεται μέχρι σήμερα.
Στο γιγαντιαίων διαστάσεων ναό του Abu Simbel τόλμησε να τοποθετήσει το άγαλμά του μεταξύ των ειδώλων των Θεών, απαιτώντας έτσι -για πρώτη φορά στην Αιγυπτιακή ιστορία- την εν ζωή τέλεση λατρείας στο πρόσωπό του. Οι τέχνες και τα γράμματα γνώρισαν μια μοναδική άνθηση. Αιγυπτιακή πρωτεύουσα αυτή την περίοδο ήταν η Πι-Ραμέσσε, η "Πόλη (Οίκος) του Ραμσή", που ιδρύθηκε δίπλα στα ερείπια της παλιάς πρωτεύουσας των Υκσώς, Αυάριδος. Στη διάρκεια της 19ης Δυναστείας το ιερατείο ανέκτησε σταδιακά την παλιά του αίγλη και οικονομική ευρωστία.
Οι συνεχείς δωρεές πολύτιμων αγαθών και γης από τους Φαραώ στα μεγάλα ιερά της χώρας είχαν ένα διπλό αποτέλεσμα: από τη μια πλευρά οι ναοί αναδείχθηκαν σε ανεξάρτητους οικονομικούς οργανισμούς, ενώ από την άλλη η πολιτική εξουσία εξάντλησε τα οικονομικά της αποθέματα. Η φυσική συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν για μια ακόμα φορά η σταδιακή κατάρρευση της κεντρικής διοίκησης. Τα οικονομικά προβλήματα και η διαφθορά των κρατικών υπαλλήλων προκάλεσαν συνεχείς κοινωνικές αναταραχές.
Σε αυτή την περίοδο το Αιγυπτιακό κράτος έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσει τις επιδρομές Λιβύων και των "Λαών της Θάλασσας" στα βόρεια σύνορα της χώρας. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων ανάγκασε τη Φαραωνική εξουσία στο τέλος του Νέου Βασιλείου να εγκαταλείψει τις κτήσεις της στη Συρία και την Παλαιστίνη, στο εξωτερικό, και να χάσει τον έλεγχο της χώρας, στο εσωτερικό. Η Αίγυπτος οδηγήθηκε στην παρακμή, χάνοντας οριστικά λίγες δεκαετίες αργότερα την πολιτική της αυτονομία.
Πριν από την κατάκτησή της από το Μεγάλο Αλέξανδρο (332 π.Χ.) η χώρα έπεσε στα χέρια Λιβύων, Νουβίων και Ασσυρίων, που ανέβηκαν στον Αιγυπτιακό θρόνο ως νόμιμοι διάδοχοι των Αιγύπτιων Φαραώ υιοθετώντας τον τίτλο τους.
ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ
ΓΕΝΙΚΑ
Το Αιγυπτιακό χρονολογικό σύστημα αποτελεί το πιο πλήρες της Αρχαιότητας, επιτρέποντας την ακριβή παρακολούθηση της ιστορικής εξέλιξης όχι μόνο του Αιγυπτιακού αλλά και των άλλων πολιτισμών με τους οποίους είχαν αναπτυχθεί δεσμοί. H μελέτη αρχαίων πηγών, η σχετική και η απόλυτη χρονολόγηση εγγράφων και ευρημάτων συνθέτουν ένα σχετικά πλήρες σύστημα για την αποκατάσταση της χρονολογικής ακολουθίας των περιόδων και την κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης του Αιγυπτιακού πολιτισμού.
ΑΠΟΛΥΤΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΑ
Η σχετική χρονολογία επιτρέπει την αποκατάσταση της χρονολογικής ακολουθίας των ιστορικών περιόδων αλλά και τη διακρίβωση του ανώτερου και κατώτερου χρονικού τους ορίου. Η απόλυτη χρονολογία μας οδηγεί ένα βήμα μακρύτερα στην κατανόηση της ιστορικής εξέλιξης ενός πολιτισμού, προσδιορίζοντας τη διάρκεια των περιόδων αυτών αλλά και τη χρονική τους απόσταση. Πρόκειται με άλλα λόγια για την τοποθέτηση ιστορικών περιόδων ή επεισοδίων σε ένα συγκεκριμένο έτος του δικού μας χρονολογικού συστήματος, ορόσημο του οποίου αποτελεί η γέννηση του Χριστού.
Αίγυπτος
Κανένας άλλος αρχαίος πολιτισμός δε διέσωσε πιο αξιόπιστη και πιο βαθιά στο ιστορικό παρελθόν διεισδύουσα χρονολογία όσο η Αίγυπτος. Οι πηγές που διαθέτουμε επιτρέπουν μια κατά περιόδους ακριβή χρονολογική παρακολούθηση της ιστορικής εξέλιξης, μέχρι τουλάχιστον το 2000 π.Χ., και μια κατά προσέγγιση χρονολόγηση μέχρι περίπου το 3000 π.Χ. Σε αυτά τα χρονολογικά δεδομένα στηρίζεται η απόλυτη χρονολόγηση πολιτισμών οι οποίοι σε διάφορες φάσεις της ιστορικής τους εξέλιξης είχαν αναπτύξει πολιτιστικούς δεσμούς με την Αίγυπτο.
Η Αιγυπτιακή χρονολογία μπορεί μεν να αποτελεί το πιο πλήρες χρονολογικό σύστημα της αρχαιότητας, απέχει ωστόσο αρκετά από το να είναι απόλυτα ασφαλής ή ακριβής. Αιτία είναι μια σειρά χρονολογικών προβλημάτων σχετικών με τη διάρκεια της βασιλείας ορισμένων Φαραώ αλλά και κάποιες σκοτεινές περίοδοι της Αιγυπτιακής ιστορίας (κυρίως η Πρώτη και η Δεύτερη Μεταβατική Περίοδος).
Αιγυπτιακή Χρονολογία
Ακολουθώντας μια συνήθη πρακτική των πολιτισμών της Εγγύς Ανατολής, ο τρόπος Αιγυπτιακής χρονολόγησης την εποχή του Φαραωνικού κράτους βασιζόταν στους γενεαλογικούς καταλόγους των Φαραώ που περιείχαν ακριβή στοιχεία για το χρονικό διάστημα διακυβέρνησης του καθενός. Κανένας από τους σωζόμενους βασιλικούς καταλόγους της Αιγύπτου δε διατηρήθηκε πλήρης, ωστόσο για το μεγαλύτερο διάστημα της αιγυπτιακής ιστορίας διαθέτουμε σε γενικές γραμμές λεπτομερή χρονολογικά στοιχεία. Τα κενά μπορούν καταρχήν να συμπληρωθούν με βάση τους συγχρονισμούς με τις χρονολογίες άλλων πολιτισμών.
Πολύτιμα είναι επίσης ως πηγές τα διάφορα αστρονομικά δεδομένα, οι αναφορές δηλαδή των Αιγυπτιακών πηγών σε αστρονομικά φαινόμενα, όπως εκλείψεις ηλίου και σελήνης και ηλιακές επιτολές συγκεκριμένων αστεριών. Η σημασία των ραδιοχρονολογήσεων παραμένει για την Αιγυπτιακή ιστορία περιορισμένη, καθώς αυτές δεν είναι ούτε ακριβείς αλλά ούτε και αξιόπιστες, αν συγκριθούν με τα χρονολογικά δεδομένα των γραπτών πηγών. Για αυτό το λόγο χρησιμοποιούνται κατά κανόνα μόνο για την περίοδο της Αιγυπτιακής Προϊστορίας (πριν το 3000 π.Χ.).
Χρονολόγηση των Αιγυπτιακών Εγγράφων
Στην αρχή της Αιγυπτιακής ιστορίας οι Αιγύπτιοι ονόμαζαν το κάθε έτος με βάση κάποιο σημαντικό γεγονός. Τα "επώνυμα" αυτά γεγονότα αποτελούσαν κατά κύριο λόγο σημαντικά ιστορικά επεισόδια ή ετήσιες τελετουργίες. Ήδη από το Αρχαίο Βασίλειο καθιερώθηκε, ωστόσο, η αρίθμηση των ετών με βάση τα χρόνια εξουσίας του κυβερνώντος Φαραώ. Η αρίθμηση αυτή ξεκινούσε με την ημέρα της ανόδου του νέου Φαραώ στο θρόνο. Ως αφετηρία του 2ου έτους λαμβανόταν, ωστόσο, η αρχή του ημερολογιακού έτους.
Κατ' αυτόν τον τρόπο το 1ο έτος της βασιλείας ενός Φαραώ μπορούσε θεωρητικά να είχε διάρκεια λίγων μηνών ή και ακόμα λίγων εβδομάδων. Στους βασιλικούς γενεαλογικούς καταλόγους και τα Φαραωνικά χρονικά το έτος της διαδοχής στο βασιλικό θρόνο υπολογιζόταν, σε αντίθεση με τη Βαβυλωνία και άλλες χώρες της Εγγύς Ανατολής, ως έτος του νέου και όχι του παλαιού ηγέτη. Αυτή η μέθοδος χρονολόγησης ίσχυε και κατά τη διάρκεια του Μέσου Βασιλείου αλλά και της Ύστερης Περιόδου.
Στο Νέο Βασίλειο και την Τρίτη Μεταβατική Περίοδο υιοθετήθηκε, ωστόσο, μια διαφορετική μέθοδος: το έτος διακυβέρνησης ενός Φαραώ αποσυνδέθηκε πλήρως από το ημερολογιακό έτος και άρχιζε και τελείωνε κάθε φορά στην επέτειο της ανόδου του Φαραώ στο θρόνο. Το πρόβλημα πολλών αιγυπτιακών κειμένων με τις ημερομηνίες είναι ότι αυτές δε γράφονταν πάντα ολόκληρες. Το όνομα του Φαραώ αλλά ακόμα και το ίδιο το έτος δεν αναφερόταν ως αυτονόητο, ένα γεγονός που τις περισσότερες φορές καθιστά μια απόλυτη χρονολόγηση αυτών των πηγών, χωρίς τη βοήθεια άλλων δεδομένων, δύσκολη έως αδύνατη.
Η Εποχή των Αιγυπτιακών Δυναστειών
Η ιστορία της Φαραωνικής Αιγύπτου καλύπτει συνολικά πάνω από τρεις χιλιετίες. Το τέλος αυτής της περιόδου τοποθετείται συμβατικά το φθινόπωρο του 332 π.Χ., όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέλαβε τη χώρα του Νείλου. Οι ηγέτες ωστόσο της Μακεδονικής δυναστείας των Πτολεμαίων αλλά και οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες διατήρησαν τον τίτλο του Φαραώ. Ο Αιγυπτιακός πολιτισμός έσβησε οριστικά τον 4ο αιώνα μ.Χ. με την ολοκληρωτική επικράτηση του Χριστιανισμού.
Ακολουθώντας το έργο του ιστορικού Μανέθωνα, το χρονικό αυτό διάστημα διακρίνεται σε 31 Δυναστείες. Οι Δυναστείες αυτές δεν είχαν την έννοια των Ευρωπαϊκών δυναστικών οικογενειών αλλά είχαν κυρίως γεωγραφικό χαρακτήρα καθώς αποτελούνταν από ομάδες Φαραώ με κοινό κέντρο εξουσίας. Πρώτος Αιγύπτιος Φαραώ κατά τη Μανεθωνική παράδοση ήταν ο Μήνης, με τον οποίο ξεκίνησε η 1η Δυναστεία. Ο Μήνης σίγουρα δεν ήταν ο ιδρυτής του ενιαίου Φαραωνικού κράτους. Σύμφωνα με πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα η ενοποίηση της Άνω και Κάτω Αιγύπτου υπήρξε μια μακρά ιστορική διαδικασία.
Από αρχαιολογικές και επιγραφικές πηγές μπορούν να ταυτιστούν με ασφάλεια τέσσερις τουλάχιστον παναιγύπτιοι Φαραώ που κυβέρνησαν πριν από το Μήνη. Οι Αιγυπτιολόγοι διακρίνουν δίπλα στις Δυναστείες τέσσερις κύριες περιόδους του Αιγυπτιακού πολιτισμού, το Αρχαίο, Μέσο, Νέο Βασίλειο και την Ύστερη Περίοδο. Οι τρεις εποχές παρακμής που μεσολάβησαν μεταξύ των τεσσάρων κύριων αυτών χρονικών διαστημάτων και χαρακτηρίστηκαν από κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές είναι γνωστές ως Πρώτη, Δεύτερη και Τρίτη Μεταβατική Περίοδος.
Χρονολογικά Προβλήματα
Τα ασφαλή δεδομένα απόλυτης χρονολόγησης φθάνουν μέχρι το Μέσο Βασίλειο. Για το Αρχαίο Βασίλειο και την Πρώτη Μεταβατική περίοδο δεν υπάρχουν ανάλογες πληροφορίες, με αποτέλεσμα η χρονολόγησή τους να παραμένει μη ακριβής και σε γενικές γραμμές υποθετική. Πρωταρχική σημασία έχει στο πλαίσιο της απόλυτης χρονολογίας η όσο το δυνατόν ακριβέστερη αποκατάσταση της διάρκειας βασιλείας των Φαραώ. Όταν αυτή δε μας παραδίδεται μέσω των βασιλικών καταλόγων είμαστε υποχρεωμένοι να την υπολογίζουμε κατά προσέγγιση με βάση τις υπάρχουσες αρχαιολογικές και επιγραφικές ενδείξεις.
Πρόκειται για ενεπίγραφα αντικείμενα ή παραστάσεις που δηλώνουν το έτος βασιλείας ενός Φαραώ επιτρέποντας έτσι τον προσδιορισμό του ελάχιστου δυνατού χρόνου βασιλείας του. Είναι αυτονόητο ότι με αυτό τον τρόπο δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί απόλυτη ακρίβεια. Τα στοιχεία της Μανεθωνικής παράδοσης είναι κατά κανόνα μη αξιόπιστα. Μια γενική αβεβαιότητα στην προσπάθεια απόλυτης χρονολόγησης προκαλεί επίσης το περιοδικά εμφανιζόμενο φαινόμενο της συμβασιλείας, όταν δηλαδή ένας Φαραώ όριζε το διάδοχό του ως συμβασιλέα.
Σε αυτή την περίπτωση τα τελευταία χρόνια της βασιλείας ενός Φαραώ συνέπιπταν χρονικά με τα πρώτα χρόνια του συμβασιλέα διαδόχου του, ο οποίος αποκτούσε και αυτός το δικαίωμα αρίθμησης των ετών με βάση το πρόσωπό του. Η πρακτική αυτή φαίνεται ωστόσο πως δεν αποτελούσε κανόνα, αλλά λύση ανάγκης για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων πολιτικών προβλημάτων. Μαρτυρούμενες ή σχεδόν βέβαιες συμβασιλείες απαντούν καθ' όλη τη διάρκεια της 12ης Δυναστείας (Μέσο Βασίλειο), ενώ στη μεταγενέστερη περίοδο, του Νέου Βασιλείου, είναι σπάνιες.
Χαρακτηριστικότερες από τις τελευταίες είναι αυτές μεταξύ των Χατσεψούτ και Τούθμωσι Γ', Τούθμωσι Γ' και Αμένωφι Γ', Αμένωφι Γ' και Αμένωφι Δ' / Ακενατών, Αμένωφι Δ' / Ακενατών και Σεμενχκαρέ στη 18η Δυναστεία, όπως επίσης και μεταξύ των Σέθου Α' και Ραμσή Β' στη 19η Δυναστεία. Το πρόβλημα όλων των αρχαίων συστημάτων χρονολόγησης που βασίζονταν στον ήλιο και τη σελήνη ήταν ο συνδυασμός του σεληνιακού μήνα, η διάρκεια του οποίου κυμαινόταν μεταξύ 29 και 30 ημερών. (Ο συνοδικός σεληνιακός μήνας είχε ακριβή διάρκεια 29 ημέρες, 12 ώρες και 49 λεπτά), με το ηλιακό έτος (διάρκεια περίπου 365 ημέρες, 5 ώρες και 49 λεπτά).
Μετά από ορισμένα έτη παρεμβαλλόταν αναγκαστικά ένας 13ος σεληνιακός μήνας. Για να λύσει το πρόβλημα ο Ιούλιος Καίσαρας, κάτω από την επίδραση και του Αιγυπτιακού προτύπου, εισήγαγε το 45 π.Χ. ένα νέο ημερολόγιο που ήταν ανεξάρτητο από τη σελήνη. Το Ιουλιανό αυτό ημερολόγιο επιδέχτηκε κάποιες μικρές διορθώσεις, το 1582 μ.Χ., με την πρωτοβουλία του Πάπα Γρηγόριου ΙΓ' και ισχύει σήμερα σχεδόν σε παγκόσμια κλίμακα (γνωστό και ως Γρηγοριανό ημερολόγιο).
Το Αιγυπτικό Ημερολόγιο
Οι Αιγύπτιοι εισήγαγαν ήδη στην πρώιμη 3η χιλιετία, πριν από κάθε άλλο γνωστό πολιτισμό, ένα συμβατικό ημερολόγιο το οποίο δε βασιζόταν πλέον στο σεληνιακό ή ηλιακό έτος. Το Αιγυπτιακό αυτό ημερολόγιο, που δημιουργήθηκε αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση διοικητικών αναγκών, αποτελούνταν από τρεις εποχές, κάθε εποχή από τέσσερις μήνες και κάθε μήνας από τριάντα ημέρες. Σε αυτούς τους μήνες προστίθεντο στο τέλος κάθε έτους 5 συμπληρωματικές ημέρες, οι λεγόμενες "επαγόμενες". Το έτος είχε λοιπόν συνολικά 365 ημέρες.
Το Αιγυπτιακό ημερολογιακό έτος ήταν ωστόσο ένα τέταρτο της ημέρας (έξι περίπου ώρες) συντομότερο από το αστρονομικό ηλιακό έτος. Κατά αυτόν τον τρόπο οι ημερομηνίες του παρέκλιναν κάθε τέσσερα χρόνια κατά μία ολόκληρη ημέρα σε σχέση με το ηλιακό έτος και συνέπιπταν πάλι με αυτό μετά από 1460 περίπου χρόνια. Αυτή η παρέκκλιση είχε φυσικά ως αποτέλεσμα να χάσουν οι εποχές του Αιγυπτιακού έτους τη σημασία τους καθώς, μετά από ορισμένες δεκαετίες, δε συνέπιπταν πλέον με τα φυσικά φαινόμενα στα οποία αναφέρονταν.
Οι Αιγύπτιοι είχαν παρατηρήσει χωρίς αμφιβολία από νωρίς την ημερολογιακή αυτή ασυμφωνία μεταξύ του φυσικού και του συμβατικού έτους και των εποχών του, παρ' όλα αυτά επέμειναν από συντηρητισμό στον παραδοσιακό αυτό τρόπο χρονολόγησης μέχρι και την Ύστερη Περίοδο.
Το Σεληνιακό Ημερολόγιο και Ημερομηνίες
Το πρωιμότερο Αιγυπτιακό ημερολόγιο ήταν κατά πάσα πιθανότητα -όπως και στους περισσότερους αρχαίους πολιτισμούς- ένα σεληνιακό ημερολόγιο, το οποίο περιλάμβανε 12 μήνες διάρκειας 29 ή 30 ημερών ανάλογα με τη διάρκεια της σεληνιακής φάσης, και ξεκινούσε την ημέρα της ηλιακής επιτολής του Σείριου (Σώθις). Στο τέλος αυτού του σεληνιακού έτους, εάν ακόμη δεν είχε εμφανιστεί το αστέρι παρεμβαλλόταν ένας 13ος μήνας.
Όταν αργότερα εισήχθη το συμβατικό ετήσιο ημερολόγιο των 365 ημερών το σεληνιακό ημερολόγιο διατηρήθηκε στη λατρεία, καθώς οι θρησκευτικές εορτές συνδέονταν όχι με κάποιες συγκεκριμένες ημερομηνίες αλλά με τις φάσεις της σελήνης. Το συμβατικό αυτό ημερολόγιο ξεκινούσε, όπως και το σεληνιακό, την ημέρα της πρώτης νέας σελήνης μετά την ηλιακή επιτολή του Σείριου. Παράλληλα με το συμβατικό ημερολόγιο χρησιμοποιούνταν στην Αίγυπτο ένα σεληνιακό ημερολόγιο, οι μήνες του οποίου ισοδυναμούσαν με έναν πλήρη σεληνιακό κύκλο.
Η αρχή του σεληνιακού μήνα καθοριζόταν, σε αντίθεση με άλλους πολιτισμούς, από την τελευταία ημέρα ορατότητας της φθίνουσας σελήνης. Αν τη χαραυγή η ημισέληνος έπαυε να είναι ορατή, με την ανατολή του ηλίου ξεκινούσε μαζί με τη νέα ημερολογιακή ημέρα και ο νέος σεληνιακός μήνας. Αυτή η πρώτη ημέρα του σεληνιακού μήνα αναφέρεται συχνά στις Αιγυπτιακές πηγές. Αυτές οι αναφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δεδομένα απόλυτης χρονολόγησης μόνο όταν είναι γνωστό το συγκεκριμένο έτος της βασιλείας ενός Φαραώ, καθώς μετά από έναν κύκλο 25 ετών οι φάσεις της σελήνης επανέρχονται στις ίδιες ημέρες του Αιγυπτιακού έτους.
Η μετατροπή μιας αναφοράς του νέου σεληνιακού μήνα σε μια απόλυτη ημερομηνία προϋποθέτει λοιπόν το συνδυασμό της με άλλα χρονολογικά στοιχεία (μία ιστορική ημερομηνία ή μία αναφορά ηλιακής επιτολής της Σώθιος). Τις προϋποθέσεις αυτές πληρούν οι ακόλουθες τρεις πηγές: το αρχείο του Εl-Lahun, οι επιγραφές του Καρνάκ από την εποχή του Τούθμωσι Γ' και το ημερολόγιο καταστρώματος του παπύρου Leiden.
Το Αρχείο του Εl-Lahun
(Σέσωστρις Γ', 12η Δυναστεία)
Το αρχείο του Εl-Lahun περιλαμβάνει, εκτός της αναφοράς στην ηλιακή επιτολή της Σώθιος τη 16η ημέρα του 7ου έτους βασιλείας του Σέσωστρι Γ', και μια μακρά σειρά "σεληνιακών ημερομηνιών" από το διάστημα βασιλείας του ίδιου Φαραώ και του διαδόχου του Αμενεμχέτ Γ'. Ο συνδυασμός των δύο αυτών χρονολογικών πληροφοριών συμβάλλει στην ακριβέστερη απόλυτη χρονολόγησή τους.
Τα 19 χρόνια της βασιλείας του Σέσωστρι Γ' τοποθετούνται, με βάση τις τρεις συνολικά αναφορές, στην αρχή του νέου σεληνιακού μήνα μεταξύ του 1873 / 1872 και 1854 / 1853 π.Χ. Με τον ίδιο τρόπο οι εννέα αναφορές της ίδιας σεληνιακής ημερομηνίας από τον καιρό του Αμενεμχέτ επιτρέπουν τη χρονολόγηση της βασιλείας τους, διάρκειας 45 - 48 ετών, μεταξύ του 1854 / 1853 και 1809 / 1806 π.X.
Οι Επιγραφές του Καρνάκ
(Τούθμωσις Γ', 18η Δυναστεία)
Από τη βασιλεία του Τούθμωσι Γ' σώζονται δύο σεληνιακές ημερομηνίες. Η πρώτη περιλαμβάνεται στα "Χρονικά", μια βασιλική επιγραφή στο ναό του Καρνάκ. Η αφήγηση της μάχης της Μεγγιδώ ξεκινά με την καταχώρηση: "Έτος (βασιλείας) 23ο, 21η (ημέρα) 9ου (μήνα), ημέρα της εορτής της νέας σελήνης". Μια ανάλογη ημέρα νέας σελήνης ήταν και η 30ή ημέρα του 6ου μήνα του 24ου έτους, όταν ο Τούθμωσις, σύμφωνα με μια άλλη βασιλική επιγραφή του Καρνάκ, θεμελίωσε το ναό του στο εθνικό αυτό ιερό των Αιγυπτίων.
Στο χρονικό πλαίσιο του 15ου αιώνα π.Χ., όταν κυβέρνησε ο Τούθμωσις Γ', υπάρχουν για το ζευγάρι αυτών των ημερομηνιών με βάση τα αστρονομικά δεδομένα τρεις διαφορετικές πιθανότητες:
- 16 Μαΐου 1482 / 24 Φεβρουαρίου 1480 π.Χ.,
- 9 Μαΐου 1457 / 18 Φεβρουαρίου 1455 π.Χ. και
- 3 Μαΐου 1432 / 12 Φεβρουαρίου 1430 π.Χ. αντίστοιχα.
Κατά αναλογία η αρχή της βασιλείας του Τούθμωσι Γ' μπορεί να χρονολογηθεί σε ένα από τα έτη 1504, 1479 ή 1454 π.Χ. Όπως προκύπτει ωστόσο από το συνδυασμό αυτών των στοιχείων με άλλα χρονολογικά δεδομένα, η δεύτερη χρονολόγηση (1479 π.Χ.) είναι η πιθανότερη.
Ημερολόγο Καταστρώματος του Πάπυρου Leiden
(Ραμσής Β', 19η Δυναστεία)
Στο ημερολόγιο καταστρώματος ενός πλοίου που εκτελούσε δρομολόγια στο Νείλο σώζεται η καταχώρηση μιας ημέρας νέας σελήνης, την 27η ημέρα του 6ου μήνα του 52ου έτους βασιλείας του Φαραώ Ραμσή Β'. Η βασιλεία του Ραμσή, που διήρκεσε 66 χρόνια, τοποθετείται εξ ολοκλήρου στο 13ο αιώνα π.Χ. Σε αυτό το διάστημα υπάρχουν με βάση τα αστρονομικά δεδομένα τρεις δυνατότητες χρονολόγησης της παρακάνω ημερομηνίας:
- 25 Δεκεμβρίου 1253,
- 22 Δεκεμβρίου 1239 και
- 19 Δεκεμβρίου 1228 π.X.
Η άνοδος τoυ Ραμσή Β' στο θρόνο πρέπει λοιπόν να τοποθετηθεί σε ένα από τα ακόλουθα τρία έτη: 1304, 1290 ή 1279 π.Χ. Όπως ωστόσο προκύπτει από ένα συνδυασμό αυτών των στοιχείων με άλλα χρονολογικά δεδομένα, ο Ραμσής ανέβηκε στο θρόνο το 1279 π.Χ.
Η Ηλιακή Επιτολή της Σώθιος και οι Ημερομηνίες της
Στην προϊστορική Αίγυπτο η αρχή του νέου έτους προσδιοριζόταν με βάση την ετήσια άνοδο της στάθμης του Νείλου το καλοκαίρι. Το φαινόμενο αυτό είχε ζωτική σημασία για τη βασιζόμενη στην αγροτική παραγωγή Αιγυπτιακή κοινωνία, καθώς αποτελούσε το μοναδικό τρόπο ύδρευσης της εύφορης λωρίδας γης στις όχθες του ποταμού. Ήδη σε αυτή την πρώιμη περίοδο οι Αιγύπτιοι πρέπει να είχαν παρατηρήσει ότι η άνοδος των νερών του Νείλου συνέπιπτε χρονικά με την ηλιακή επιτολή του Σείριου (η Αιγυπτιακή Σώθις, ο α του Μεγάλου Κυνός).
Το αστέρι θεωρούνταν ως θεότητα (Σώθις), η οποία προκαλούσε την άνοδο της στάθμης του ποταμού. Τον καιρό της εισαγωγής του Αιγυπτιακού ημερολογίου το νέο έτος άρχιζε κατά πάσα πιθανότητα με την πρώτη νέα σελήνη που ακολουθούσε την ηλιακή επιτολή του Σείριου. Με βάση τις λεπτομερείς παρατηρήσεις του γεωγράφου και αστρονόμου Κλαύδιου Πτολεμαίου είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την ακριβή σχέση του Αιγυπτιακού ημερολογίου με το Ιουλιανό. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατόν να μετατραπεί κάθε Αιγυπτιακή ημερομηνία στην αντίστοιχή της του μοντέρνου ημερολογίου, με την προϋπόθεση φυσικά ότι είναι γνωστό το έτος.
Οι "Σωθιακές ημερομηνίες" αποτελούν το θεμέλιο λίθο της Αιγυπτιακής απόλυτης χρονολογίας. Πρόκειται για τις αναφορές εκείνες των Αιγυπτιακών εγγράφων σε μια συγκεκριμένη ημέρα του Αιγυπτιακού ημερολογίου, κατά τη διάρκεια της οποίας παρατηρήθηκε η ηλιακή επιτολή του άστρου. Ο τρόπος χρονολογικού προσδιορισμού του φαινομένου αυτού, στο πλαίσιο του δικού μας συστήματος χρονολόγησης, είναι εξαιρετικά πολύπλοκος καθώς επιτυγχάνεται από ένα συνδυασμό αστρονομικών και ημερολογιακών δεδομένων και δεν μπορεί να είναι απόλυτα ασφαλής.
Συνολικά παραδίδονται τέσσερις "Σωθιακές ημερομηνίες", οι οποίες μπορούν να αξιοποιηθούν από τη σκοπιά της απόλυτης χρονολόγησης. Οι δύο από αυτές ανήκουν, όπως προαναφέρθηκε, στην περίοδο ακμής του Αιγυπτιακού πολιτισμού (Μέσο και Νέο Βασίλειο). Οι δύο άλλες προέρχονται από έγγραφα της Eλληνιστικής και Pωμαϊκής περιόδου αντίστοιχα.
α) Ο Πάπυρος του Εl-Lahun (Μέσο Βασίλειο, 12η Δυναστεία, εποχή Σέσωστρι Γ').
Η παλαιότερη και σημαντικότερη ημερομηνία της Σώθιος σώζεται σε έναν πάπυρο από το αρχείο του ναού της Πυραμίδας του Σέσωστρι Β' (12η Δυναστεία) στο Εl-Lahun, στην είσοδο της όασης του Φαγιούμ. Ο πάπυρος αναφέρει την ηλιακή επιτολή της Σώθιος στο 7ο έτος της βασιλείας ενός Φαραώ που δεν κατονομάζεται, αλλά πρέπει να ταυτιστεί κατά πάσα πιθανότητα με το διάδοχο του ιδρυτή του ναού, Σέσωστρι Γ'. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για μια παρατήρηση του φαινομένου, αλλά για μια πρόβλεψη ότι πρόκειται να επέλθει σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία στο άμεσο μέλλον (τη 16η ημέρα του 8ου μήνα).
Σε ένα άλλο σημείο του ίδιου παπύρου καταγράφονται στη 17η ημέρα του ίδιου μήνα οι προσφορές για την εορτή της εμφάνισης του άστρου, ένα γεγονός που έμμεσα επιβεβαιώνει την ορθότητα της παραπάνω πρόβλεψης. Με βάση το γεγονός ότι η πρόβλεψη και παρατήρηση του φαινομένου έγινε στη Μέμφιδα και ότι το "τόξο ορατότητας" ήταν 8°.5 - 9°.5, προκύπτει μια ημερομηνία μεταξύ των ετών 1873 και 1862 π.Χ.
Με τη βοήθεια, ωστόσο, περαιτέρω δεδομένων από την καταγραφή των σεληνιακών φάσεων στο ίδιο αρχείο επιτεύχθηκε μια ακριβής χρονολόγησή του στις 17 Ιουλίου του 1866 π.Χ. Σε αυτή και μόνο την ημερομηνία στηρίζεται ολόκληρο το σύστημα της αιγυπτιακής απόλυτης και σχετικής χρονολόγησης από το Παλαιό Βασίλειο μέχρι και τη Δεύτερη Μεταβατική Περίοδο.
β) Ο Ιατρικός Πάπυρος Ebers (Νέο Βασίλειο, 18η Δυναστεία, εποχή Αμένωφι Α').
Η οπίσθια όψη ενός "ιατρικού παπύρου", που αγόρασε το 1869 ο αιγυπτιολόγος G. Ebers στην Αίγυπτο, είχε χρησιμοποιηθεί για την καταγραφή ενός ημερολογίου που κάλυπτε το 9ο έτος του Αμένωφι Α'. Η 9η ημέρα του 11ου μήνα περιλαμβάνει την καταχώρηση της ηλιακής επιτολής της Σώθιος. Η σημείωση αυτή αποτέλεσε το δεύτερο θεμέλιο λίθο της Αιγυπτιακής χρονολογίας δίπλα στην ανάλογή της από τον πάπυρο του Εl-Lahun. Ο Αμένωφις Α' ήταν ο δεύτερος Φαραώ της 18ης Δυναστείας και του Νέου Βασιλείου.
Η ακριβής χρονολόγηση της συγκεκριμένης ημερομηνίας στο πλαίσιο του δικού μας ημερολογίου ήταν αρχικά αδύνατη, καθώς ο τόπος της παρατήρησης του φαινομένου παρέμενε άγνωστος. Οι υποψήφιες πόλεις ήταν δύο: οι Θήβες, η πρωτεύουσα της εποχής του Νέου Βασιλείου, από όπου προέρχεται πιθανότατα και ο πάπυρος, και η Μέμφις, ο παραδοσιακός τόπος αστρονομικών παρατηρήσεων στην Αίγυπτο. Με δεδομένο ένα "τόξο ορατότητας" μεταξύ 8°.6 - 9°.4 για τη Μέμφιδα και 8°.5 - 9°.3 για τις Θήβες η συγκεκριμένη ημερομηνία τοποθετείται μεταξύ των ετών 1538 και 1534 π.X. ή 1519 και 1515 π.X. αντίστοιχα.
Πρόσφατα, ωστόσο, η παραδοσιακή ερμηνεία του ημερολογίου του παπύρου Ebers και τα συνακόλουθα χρονολογικά συμπεράσματα αμφισβητήθηκαν έντονα από διάφορες πλευρές. Η κριτική εστιάστηκε στη σύνδεση της αναφοράς της ηλιακής επιτολής της Σώθιος με την 9η ημέρα του 11ου μήνα. Σύμφωνα με τη νέα ερμηνεία του ημερολογίου η καταχώρηση δεν αφορούσε τη συγκεκριμένη ημερομηνία αλλά ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, από την 9η ημέρα του 11ου μήνα έως την 8η ημέρα του 12ου μήνα, κατά τη διάρκεια του οποίου παρατηρήθηκε η ηλιακή επιτολή του άστρου.
Κατά συνέπεια η "Σωθιακή ημερομηνία" στον πάπυρο Ebers μπορεί να υπολογιστεί μόνο κατά προσέγγιση στο διάστημα 1538 - 1450 π.X. (Μέμφις) ή 1519 - 1431 π.X. (Θήβες). Με βάση ιστορικά στοιχεία και άλλους χρονολογικούς συγχρονισμούς γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι μια χρονολόγηση του 9ου έτους βασιλείας του Αμένωφι Α' μετά το 1500 π.Χ. είναι απίθανη. Το διάστημα λοιπόν στο οποίο παρατηρήθηκε η συγκεκριμένη ηλιακή επιτολή της Σώθιος μπορεί να μειωθεί στις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα π.Χ.
γ) Το Ψήφισμα του Πτολεμαίου Γ' (247-222 π.Χ.).
Το Ψήφισμα του Πτολεμαίου, το οποίο αποτέλεσε μια -αποτυχημένη- απόπειρα μεταρρύθμισης του παραδοσιακού Αιγυπτιακού ημερολογίου, αναφέρει μια ηλιακή επιτολή της Σώθιος στην 1η ημέρα του 10ου Αιγυπτιακού μήνα του 8ου έτους βασιλείας του. Πρόκειται για τη 19η Ιουλίου του 239 π.Χ. στο πλαίσιο του Ιουλιανού ημερολογίου.
δ) Η Αναφορά του Ρωμαίου συγγραφέα Κηνσωρίνου στο έργο του De die natali (238 μ.Χ.).
Ο Ρωμαίος συγγραφέας Censorinus αναφέρει στο έργο του De die natali, που γράφτηκε το 238 μ.Χ., ότι το έτος 139 μ.Χ. -στη δεύτερη υπατεία του Αυτοκράτορα Αντωνίνου και του Bruttius Praesens- η ηλιακή επιτολή του Σείριου συνέπεσε με την πρωτοχρονιά του Αιγυπτιακού έτους ("Αποκατάσταση"). Πρόκειται για την 20ή Ιουλίου του 139 μ.Χ. Η συγκεκριμένη ημερομηνία έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο στις προσπάθειες των ερευνητών να προσδιορίσουν χρονολογικά το έτος εισαγωγής του Αιγυπτιακού ημερολογίου.
Ο ιστορικός Ed. Meyer έχοντας ως δεδομένο ότι η "Αποκατάσταση" συνέβαινε κάθε 1460 χρόνια υπολόγισε με μια απλή αφαίρεση δύο ακόμα "Αποκαταστάσεις" στη Φαραωνική ιστορία, το 1321 π.Χ. (Νέο Βασίλειο) και το 2781 π.Χ. (Αρχαίο Βασίλειο). Καθώς ήταν αποδεδειγμένο ότι κατά τη διάρκεια του Αρχαίου Βασιλείου το Αιγυπτιακό ημερολόγιο ήδη χρησιμοποιούνταν, ο Meyer αφαίρεσε άλλα 1460 έτη και κατέληξε στο 4241 π.Χ. ως το έτος εισαγωγής του αιγυπτιακού ημερολογίου και ταυτόχρονα την "πρώτη βέβαιη ημερομηνία της Παγκόσμιας Ιστορίας".
Γρήγορα, ωστόσο, αποδείχτηκε ότι το έτος της "Αποκατάστασης" δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με τη μέθοδο της απλής αφαίρεσης ενός διαστήματος 1460 ετών αλλά μόνο με αστρονομικές μεθόδους, καθώς εξαρτάται από το ηλιακό έτος και την τροχιά της Σώθιος (Σείριου). Με βάση αυτά τα στοιχεία το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο "Αποκαταστάσεων" στο παρελθόν δεν ήταν σταθερό, αλλά γινόταν κατά δύο έτη συντομότερο (1456, 1454, 1452 έτη).
Χρονολογικός Προσδιορισμός ''Σωθιακών Ημερομηνιών''
Η ακριβής χρονολόγηση μιας "Σωθιακής ημερομηνίας", στο πλαίσιο του δικού μας χρονολογικού συστήματος, εξαρτάται αρχικά από το γεωγραφικό σημείο παρατήρησης του φαινομένου και από το "τόξο ορατότητας" (arcus visionis). Το γεωγραφικό σημείο παρατήρησης: Η Αίγυπτος εκτείνεται μεταξύ του 24ου (Ασσουάν, στο Νότο) και του 31ου (Αλεξάνδρεια, στο Βορρά) γεωγραφικού παραλλήλου. Με δεδομένο ότι ανά γεωγραφικό παράλληλο ο υπολογισμός της "Σωθιακής ημερομηνίας" μετατοπίζεται κατά τέσσερα χρόνια, η γνώση του γεωγραφικού σημείου της παρατήρησης παίζει χωρίς αμφιβολία καθοριστικό ρόλο.
Το "τόξο ορατότητας" (arcus visionis): Ως τόξο ορατότητας ορίζεται η οπτική γωνία, κάτω από την οποία γίνεται για πρώτη φορά ορατό το άστρο του Σείριου στο σκοτεινό ακόμα ουρανό, λίγο πριν την ανατολή του ηλίου. Αυτή η γωνία ήταν στην αρχαιότητα μικρότερη απ' ό,τι στην εποχή μας. Επίσης διέφερε ελαφρώς μεταξύ βόρειας και νότιας Αιγύπτου.
Μία διορθωτική επέμβαση: Οι Αιγύπτιοι αντίθετα με το δικό μας σύστημα θεωρούσαν αρχή της ημερολογιακής ημέρας όχι τη δωδέκατη νυχτερινή ώρα αλλά την ανατολή του ηλίου. Έτσι η ηλιακή επιτολή της Σώθιος, που συνέβαινε λίγο πριν την ανατολή, ανήκε κατά τους Αιγύπτιους στο τέλος της προηγούμενης ημέρας και όχι στην αρχή της νέας, σύμφωνα με το δικό μας ημερολόγιο. Ως ακριβής ημερομηνία του φαινομένου αυτού δε θεωρείται λοιπόν η αντίστοιχη της Αιγυπτιακής στο Ιουλιανό ημερολόγιο αλλά η επόμενή της.
ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗΣ
Oι πηγές που διαθέτουμε επιτρέπουν μία κατά περιόδους ακριβή χρονολογική παρακολούθηση της ιστορικής εξέλιξης μέχρι τουλάχιστον το 2000 π.X. και μια κατά προσέγγιση χρονολόγηση μέχρι το 3000 π.X. Οι άμεσες πηγές περιλαμβάνουν αιγυπτιακά αρχεία, χρονικά, παπύρους, βασιλικούς γενεαλογικούς πίνακες, διπλωματική αλληλογραφία καθώς και αστρονομικά φαινόμενα της εποχής που μπορούν να χρονολογηθούν με σχετική ακρίβεια, ενώ οι έμμεσες πηγές αφορούν κυρίως σε κείμενα μεταγενέστερων ιστορικών περιόδων.
Έλληνες Ιστορικοί
Ο Ηρόδοτος στο B' Βιβλίο των Ιστοριών του, που είναι αφιερωμένο στην Αίγυπτο, επιχείρησε μεταξύ άλλων και μια ανασκόπηση της φαραωνικής ιστορίας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, οι ιερείς του Φθα στη Μέμφιδα τού διάβασαν τα ονόματα 330 Φαραώ που κυβέρνησαν πριν την περίοδο της 26ης Δυναστείας (664 - 525 π.Χ.). Ο κατάλογος των Φαραώ που διέσωσε ο ίδιος στο έργο του στηρίχθηκε σε διάφορες, όχι ιδιαίτερα αξιόπιστες, πηγές. Ξεκινά σωστά -όπως όλοι οι επίσημοι Αιγυπτιακοί κατάλογοι- με το Μήνη, στη συνέχεια όμως περιέχει πολλά λάθη, αναχρονολογήσεις και παρερμηνείες.
Το χαρακτηριστικότερο λάθος του αποτελεί η τοποθέτηση των ιδρυτών των τριών μεγάλων Πυραμίδων της Γκίζας -των Φαραώ Χέοπα, Χέφρεν και Μυκερίνου- μετά το Φαραώ Ραμσή Γ' της 20ής Δυναστείας, περίπου δηλαδή 1400 χρόνια μετά την εποχή της βασιλείας τους. Οι πληροφορίες του Ηροδότου αποτέλεσαν βασικό σημείο αναφοράς για τους μεταγενέστερους Έλληνες ιστορικούς. Ο Διόδωρος Σικελιώτης διατήρησε στην Παγκόσμια Ιστορία του τη χρονολογική σειρά των Φαραώ του Ηρόδοτου, συμπληρώνοντας και άλλα- στις περισσότερες περιπτώσεις φανταστικά- ονόματα Φαραώ.
Στον Ερατοσθένη τον Κυρηναίο οφείλουμε μια από τις πρώτες προσπάθειες ανάπτυξης ενός χρονολογικού συστήματος της αιγυπτιακής ιστορίας. Ωστόσο το έργο του, μια Χρονογραφία της παγκόσμιας ιστορίας, σώζεται σε εξαιρετικά αποσπασματική μορφή, μέσα από αναφορές άλλων συγγραφέων.
Μανέθων
Το Μανέθων είναι η Ελληνοποιημένη μορφή του ονόματος ενός Αιγύπτιου ιερέα του ναού της Ηλιούπολης, που έζησε τον 3ο αιώνα π.Χ. Ο Μανέθων συνέγραψε σε Ελληνική γλώσσα μια ιστορία της Αιγύπτου (Αιγυπτιακά), από τη μυθική εποχή της κυριαρχίας των θεών έως τη δεύτερη Περσική κατάκτηση (242 π.Χ.). Η -σε γενικές γραμμές- αξιόπιστη πηγή που χρησιμοποίησε πρέπει να ήταν ένας βασιλικός γενεαλογικός κατάλογος ή κάποια μορφή χρονικών στο ναό της Ηλιούπολης.
Το έργο αυτό, που γράφτηκε γύρω στο 280 π.Χ. -πιθανότατα με την υποκίνηση του Πτολεμαίου Β'- και αποτέλεσε το κέντρο του ενδιαφέροντος των Αλεξανδρινών λογίων, δυστυχώς δε σώζεται πλέον στην αρχική του μορφή. Οι τελευταίοι επενέβησαν, διορθώνοντας ή μετατρέποντας αρκετά σημεία του έργου, αλλά και συνέγραψαν μια συντομευμένη μορφή του, τη λεγόμενη Επιτομή. Σε αυτή τη νέα έκδοση του έργου του Μανέθωνα από τους Αλεξανδρινούς φαίνεται πως εισήχθη για πρώτη φορά το σύστημα διαίρεσης της Αιγυπτιακής ιστορίας σε Δυναστείες.
Μανεθωνική Παράδοση
Το έργο του Μανέθωνα αντιγράφτηκε πολλές φορές από τους μεταγενέστερους ιστορικούς. Οι νέες αυτές εκδοχές δεν περιείχαν μόνο αρκετά λάθη αλλά και σκόπιμες αλλαγές ορισμένων χωρίων του κειμένου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε συχνά από τους αντιμαχόμενους Αλεξανδρινούς και Ιουδαίους λόγιους για την εξυπηρέτηση εθνικών συμφερόντων.
Σε αυτό ακριβώς το ιστορικό κλίμα τοποθετείται και το έργο του Ιουδαίου ιστορικού Φλάβιου Ιώσηπου (37 έως περίπου 110 μ.Χ.), ο οποίος διέσωσε πολλά αποσπάσματα από το έργο του Μανέθωνα, περιοριζόμενος ωστόσο στην περίοδο της κυριαρχίας των Υκσώς και του Νέου Βασιλείου (18η - 19η Δυναστεία). Οι τελευταίοι Φαραώ του Νέου Βασιλείου παρουσιάζονταν εδώ σε λάθος σειρά, ακολουθώντας προφανώς όχι το πρωτότυπο έργο του Μανέθωνα αλλά μια νεότερη εκδοχή του. Σε αυτή τη λανθασμένη σειρά βασίστηκαν ωστόσο όλοι οι μεταγενέστεροι χρονογράφοι.
Ο Χριστιανός ιστορικός Ιούλιος Αφρικανός (Α' μισό 3ου αιώνα μ.Χ.) διέσωσε έναν κατάλογο Αιγύπτιων Φαραώ, ο οποίος είχε ως πρότυπο μια αντιγραφή του έργου του Μανέθωνα, που ήταν ήδη επηρεασμένη από την εκδοχή του Φλάβιου Ιώσηπου. Ο κατάλογος του Ιούλιου σώθηκε σε αποσπασματική και αλλοιωμένη μορφή από το Γεώργιο Σύγκελλο, καλύπτει ωστόσο σε αντίθεση με το Φλάβιο Ιώσηπο το μεγαλύτερο διάστημα της Αιγυπτιακής ιστορίας.
Μια άλλη εκδοχή του Μανεθωνικού κειμένου, ωστόσο και αυτή επηρεασμένη από τη χρονολογική ακολουθία που είχε παγιωθεί από το Φλάβιο Ιώσηπο, φαίνεται πως είχε ως πρότυπό της την αναφορά στην Αίγυπτο στους Χρονικούς Κανόνες του Ευσέβιου της Καισάρειας (265 - 339 μ.Χ.). Γύρω στο 800 μ.Χ. τέλος ο Βυζαντινός λόγιος Γεώργιος Σύγκελλος συγκέντρωσε στην Εκλογή Χρονογραφίας διάφορα χρονικά, μεταξύ των οποίων και τα έργα των Ιούλιου Αφρικάνου, Ευσέβιου, αλλά και αποσπάσματα από το έργο του Φλάβιου Ιώσηπου.
Ο τρόπος λοιπόν που μας παραδίδεται το πρωτότυπο κείμενο του Μανέθωνα (μέσω πάμπολλων αντιγραφών και διαφορετικών εκδοχών) καθιστά την αξιοπιστία του ως ιστορική πηγή σε πολλά σημεία αμφίβολη. Λάθη είναι πιθανόν ότι έγιναν και από τον ίδιο το Μανέθωνα κατά την αντιγραφή των γραμμένων στα ιερατικά Αιγυπτιακών κειμένων. Το αποτέλεσμα είναι ότι πολλά ονόματα Φαραώ δεν είναι εύκολο να ταυτιστούν, αλλά και αρκετά χρονολογικά στοιχεία δεν πρέπει να θεωρούνται ως απολύτως αξιόπιστα, καθώς δεν αντιγράφηκαν με προσοχή ή αλλοιώθηκαν με σκοπιμότητα.
Η ιστορική σημασία του έργου του Μανέθωνα στη μορφή που αυτό έχει διασωθεί σήμερα είναι ωστόσο -παρά την πληθώρα των μεταγενέστερων προσθηκών και ανακριβειών- μεγάλη. Η διαίρεση της Αιγυπτιακής ιστορίας σε 31 Δυναστείες και η σε γενικές γραμμές σωστή χρονολογική ακολουθία περιόδων και Φαραώ αποτελεί το σκελετό της Αιγυπτιακής χρονολογίας. Αποφασιστικής σημασίας είναι η συμβολή του στη συμπλήρωση των πολλών κενών των Αιγυπτιακών γενεαλογικών καταλόγων. Για την Ύστερη Περίοδο της Αιγυπτιακής ιστορίας (μετά το Νέο Βασίλειο) διαθέτει μάλιστα αρκετά αξιόπιστα στοιχεία.
ΑΠΟΛΥΤΗ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΔΩΝ
Απόλυτη ονομάζεται η ακριβής χρονολόγηση ιστορικών γεγονότων σε έτη προ Χριστού. Πρόκειται δηλαδή για την αποκατάσταση ιστορικών περιόδων, τη διάρκειά τους σε έτη, την ιστορική αλληλουχία τους και τη χρονική τοποθέτηση σημαντικών γεγονότων σε αυτές. H απόλυτη χρονολόγηση της Αιγυπτιακής ιστορίας στηρίζεται σε δύο κυρίως δεδομένα: στην άνοδο των Φαραώ στο θρόνο και στους χρονολογικούς συσχετισμούς.
Τα αστρονομικά φαινόμενα, τα επιγραφικά δεδομένα, οι συσχετισμοί με Ασσυρία και Βαβυλωνία, οι βασιλικοί κατάλογοι και πάπυροι αποτελούν ιστορικά αξιόπιστες πληροφορίες που συνιστούν τη βάση για την αποκατάσταση χρονολογιών. Τα ενεπίγραφα ευρήματα επίσης συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία. Καλύτερα χρονολογημένες είναι οι νεότερες περίοδοι, ενώ οι αρχαιότερες παρουσιάζουν περισσότερα προβλήματα και έλλειψη δεδομένων.
Νέο Βασίλειο
(1550 - 1070 / 1069 π.Χ.)
Η απόλυτη χρονολόγηση της περιόδου του Νέου Βασιλείου, που περιλαμβάνει τη 18η, 19η και 20ή Δυναστεία, στηρίζεται σε δύο κυρίως δεδομένα:
α) Την ακριβή χρονολόγηση της ανόδου του Ραμσή Β' στο θρόνο, το 1279 π.Χ., με βάση ένα συνδυασμό αστρονομικών δεδομένων και χρονολογικών συσχετισμών με την Ασσυρία, και
β) Τη χρονολόγηση της 37χρονης βασιλείας του Αμένωφι Γ' στο διάστημα 1396 / 1385 - 1359 / 1348π.X., με βάση τους χρονολογικούς συσχετισμούς με την Ασσυρία και τη Βαβυλωνία.
Με αφετηρία το δεύτερο αυτό χρονολογικό δεδομένο και, γνωρίζοντας τη βασιλεία του Τούθμωσι από σεληνιακές ημερομηνίες, η άνοδός του στο θρόνο μπορεί να τοποθετηθεί με σχετική ασφάλεια στο 1479 π.Χ. Το τέλος της 20ής Δυναστείας και ταυτόχρονα και του Νέου Βασιλείου χρονολογείται με βάση στοιχεία της ακόλουθης περιόδου μεταξύ του 1070 και 1069 π.Χ. Συνολικά λοιπόν το Νέο Βασίλειο καλύπτει το χρονικό διάστημα 1550 - 1070 / 1069 π.Χ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το τελευταίο διάστημα του Νέου Βασιλείου, από την άνοδο του Ραμσή Β' στο θρόνο έως το τέλος της 20ής Δυναστείας, αποτελεί το ασφαλέστερα χρονολογημένο τμήμα της αιγυπτιακής ιστορίας. Για τη χρονολογία του Νέου Βασιλείου τα δεδομένα του Μανέθωνα μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο τμηματικά, καθώς σε αυτό το μέρος του έργου του επικρατεί σύγχυση. Ωστόσο, σε αντίθεση με παλαιότερες απόψεις που θεωρούσαν ολόκληρο το τμήμα του Νέου Βασιλείου στο Μανέθωνα ιστορικά αναξιόπιστο, ορισμένες από τις πληροφορίες του είναι ακριβείς και μπορούν να επιβεβαιωθούν με βάση τα επιγραφικά δεδομένα.
Αυτή η δυνατότητα ελέγχου του έργου του Μανέθωνα, την οποία μας επιτρέπουν τα ενεπίγραφα αντικείμενα που ήλθαν στο φως σε ανασκαφές στην Αίγυπτο, διευκολύνει τη διαπίστωση των μεταγενέστερων επεμβάσεων στον αρχικό πυρήνα του έργου, επιτρέποντας την αποκατάστασή του στην πρώτη του μορφή. Ασαφή και λανθασμένα είναι τέλος τα στοιχεία του Μανέθωνα που αφορούν την εποχή της Αμάρνας, οι Φαραώ της οποίας υπήρξαν θύματα μιας damnatio memoriae και δε συμπεριλαμβάνονταν στους γενεαλογικούς καταλόγους.
Το πρόβλημα της τόπου παρατήρησης της ηλιακής επιτολής του Σείριου στη διάρκεια της βασιλείας του Αμένωφι Α' (Μέμφις ή Θήβες), που ήταν στο παρελθόν υπεύθυνο για την αδυναμία μιας ασφαλούς απόλυτης χρονολόγησης στο Νέο Βασίλειο, φαίνεται πως λύνεται με βάση την ιστορική αξιολόγηση των αστρονομικών δεδομένων. Με ένα συνδυασμό σεληνιακών ημερομηνιών και "σχετικής" χρονολόγησης του διαστήματος βασιλείας του Φαραώ, το 9ο έτος βασιλείας τοποθετείται χρονικά στο 1517 π.Χ. και η άνοδός του στο θρόνο στο 1525 π.Χ.
Η 18η Δυναστεία είναι από Αιγαιακής πλευράς η πιο ενδιαφέρουσα Αιγυπτιακή περίοδος, καθώς στη διάρκειά της διαπιστώνονται οι στενότερες επαφές του Φαραωνικού κράτους με το Μινωικό και Μυκηναϊκό πολιτισμό. Δυστυχώς όμως η διάρκεια βασιλείας των Φαραώ αυτής της περιόδου, η οποία είναι από χρονολογικής άποψης εξαιρετικά σημαντική για την Αιγαιακή Προϊστορία, δεν παραδίδεται ούτε στις Αιγυπτιακές βασιλικές γενεαλογίες ούτε στο Μανέθωνα.
Αποκλειστική πηγή για την αποκατάστασή της αποτελούν ενεπίγραφα αντικείμενα από αυτό το χρονικό διάστημα και κυρίως τα σφραγίσματα αγγείων που αναφέρουν το έτος της βασιλείας (όχι όμως και το όνομα) των Φαραώ. Από αυτά μπορεί να προσδιοριστεί σε κάθε περίπτωση ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα παραμονής ενός Φαραώ στο θρόνο. Με βάση επιγραφικά δεδομένα ο Τούθμωσις Γ' κυβέρνησε 54 χρόνια (ή 51,5 λόγω συμβασιλείας), ο Αμένωφις Β' τουλάχιστον 26 και ο Αμένωφις Γ' 38 χρόνια.
Η συμβασιλεία Αμένωφι Γ' και Αμένωφι Δ' (Ακενατών) θεωρείται βέβαιη, ωστόσο δεν έχει χρονολογικές συνέπειες γιατί υπήρξε κατά πάσα πιθανότητα σύντομη. Σημαντικό είναι εδώ ότι τα ενεπίγραφα αντικείμενα με τα έτη βασιλείας των Φαραώ αναφέρονται όχι και στους δύο ηγέτες αλλά μόνο στο νεότερο, αποφεύγοντας έτσι τη δημιουργία χρονολογικής σύγχυσης. Η περίοδος της Αμάρνας παρουσιάζει πολλά χρονολογικά προβλήματα.
Ο Αμένωφις Δ' (Ακενατών), ο αιρετικός Φαραώ που εισήγαγε τη θρησκεία του θεού Ήλιου και μετέφερε στο 5ο έτος της βασιλείας του την πρωτεύουσα του αιγυπτιακού κράτους στην Αμάρνα, μια πόλη που είχε ο ίδιος ιδρύσει σε παρθένο έδαφος στη Μέση Αίγυπτο, πρέπει να κυβέρνησε συνολικά -με βάση επιγραφικά δεδομένα- γύρω στα 17 χρόνια. Η περίοδος αυτή της αιγυπτιακής ιστορίας παραμένει πολύ σκοτεινή.
Στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Ακενατών ανακηρύχθηκε συμβασιλέας ο Semenchkare, σύζυγος της Μεριτατών, κόρης του Ακενατών. Ο Semenchkare βασίλευσε για ένα σύντομο μόνο διάστημα (έναν περίπου χρόνο). Η συμβασιλεία της Νεφερτίτης είναι επίσης πιθανή, χωρίς ωστόσο να έχει χρονολογικές επιπτώσεις. Με τον ίδιο τρόπο η βασιλεία των διαδόχων του Τουταγχαμών (Φαραώ που προέρχονταν για πρώτη φορά στα Αιγυπτιακά χρονικά από το στρατό) μπορεί να υπολογιστεί κατά προσέγγιση.
Η Άνοδος του Ραμσή Β’ στο Θρόνο
Το γεγονός αυτό χρονολογείται με ακρίβεια στην 27η ημέρα του 9ου μήνα του Αιγυπτιακού έτους που αντιστοιχεί στις 31 Μαΐου του Ιουλιανού ημερολογίου (1279 π.Χ.). Και τα άλλα ορόσημα της μακρόχρονης βασιλείας του Ραμσή μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια, όπως η μάχη του Καντές (12 Μαΐου 1274 π.Χ.) και η ειρηνευτική συνθήκη με τους Χετταίους (21 Νοεμβρίου 1259 π.Χ.).
Χρονολόγηση της 2ης Μεταβατικής Περιόδου
(1794 / 1793 - 1550 π.Χ.)
Η Δεύτερη Μεταβατική Περίοδος υπήρξε μια εποχή κονωνικής και πολιτικής αστάθειας που οδήγησε το Φαραωνικό κράτος σταθερά στην παρακμή. Η χρονολογία της παρουσιάζει πολλά σκοτεινά σημεία και προβλήματα και δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί με ακρίβεια. Οι Αιγυπτιολόγοι πίστευαν αρχικά ότι επρόκειτο για ένα διάστημα πολλών αιώνων, λόγω του μεγάλου αριθμού των σωζόμενων βασιλικών ονομάτων αλλά και της Μανεθωνικής παράδοσης, με βάση την οποία η συνολική διάρκεια αυτής της περιόδου ξεπερνούσε τη μία χιλιετία.
Ωστόσο ακόμα και τότε ήταν γνωστό ότι οι Δυναστείες 13η - 17η ήταν τμηματικά σύγχρονες μεταξύ τους. Μόνο μετά την ανακάλυψη της "Σωθιακής ημερομηνίας" από το αρχείο του Εl-Lahun το 1899, η οποία έκανε δυνατή μια ακριβέστερη και ασφαλέστερη χρονολόγηση της 12ης Δυναστείας, διαπιστώθηκε οριστικά ότι η διάρκεια της Δεύτερης Μεταβατικής Περιόδου δεν ήταν μεγαλύτερη από 200 - 250 χρόνια. Oι ασφαλείς χρονολογήσεις του τέλους του Μέσου και της αρχής του Νέου Βασιλείου προσφέρουν αντίστοιχα το ανώτατο (1794 / 1793 π.Χ.) και το κατώτατο (1550 π.Χ.) χρονικό όριο για τη Δεύτερη Ενδιάμεση Περίοδο.
Οι Δυναστείες 13η - 17η δεν ακολουθούν χρονολογικά η μία την άλλη αλλά είναι κατά μεγάλο τμήμα σύγχρονες μεταξύ τους. Η 13η Δυναστεία περιλαμβάνει τους Αιγύπτιους βασιλείς μέχρι την έλευση των Υκσώς. Η 14η Δυναστεία είναι σύγχρονη με τη 13η και αποτελείται από τους βασιλείς της Κάτω (βόρειας) Αιγύπτου, η 15η από τους Υκσώς Φαραώ -ηγεμόνες Συροπαλαιστινιακής προέλευσης- και η 16η και 17η Δυναστεία από τους σύγχρονους με τους Υκσώς Αιγύπτιους βασιλείς των Θηβών στη νότια Αίγυπτο.
Για τη 15η Δυναστεία ο βασιλικός πάπυρος του Τορίνου σώζει τη συνολική διάρκεια της βασιλείας των Υκσώς (108 χρόνια). Το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μπορεί να υπολογιστεί με βάση το δεδομένο ότι το τέλος της βασιλείας των Υκσώς επήλθε στο 12ο - 15ο έτος του Άμωσι. Έτσι προκύπτει μια χρονολόγηση της 15ης Δυναστείας μεταξύ του 1649 / 1644 και 1539 / 1536 π.Χ. Οι υπόλοιπες Δυναστείες της Δεύτερης Μεταβατικής Περιόδου δεν μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια. Στη 13η Δυναστεία κυβέρνησαν 50 περίπου βασιλείς σε ένα διάστημα 150 περίπου ετών.
Η 17η Δυναστεία, η αρχή της οποίας σε γενικές γραμμές συμπίπτει με την άνοδο των Υκσώς στην εξουσία, είχε διάρκεια 95 περίπου ετών. Η ταύτιση των έξι Υκσώς Φαραώ της 15ης Δυναστείας που αναφέρονται στο Μανέθωνα με τα ονόματα που παραδίδονται από αρχαιολογικά και επιγραφικά ευρήματα παραμένει προβληματική. Μόνο για τον 4ο και 5ο βασιλέα, Κυάν και Απόφι αντίστοιχα, η ταύτιση των δεδομένων της Μανεθωνικής και ιστορικής παράδοσης είναι ασφαλής.
Χρονολόγηση του Μέσου Βασιλείου
(2119 - 1794 / 1793 π.Χ.)
Η Μανεθωνική παράδοση δεν προσφέρει αξιόπιστες πληροφορίες για την εποχή της 12ης Δυναστείας και γενικότερα του Μέσου Βασιλείου. Η χρονολογική αποκατάσταση αυτής της περιόδου στηρίζεται αποκλειστικά στο βασιλικό πάπυρο του Τορίνου και τους βασιλικούς καταλόγους της Αβύδου και Σακκάρας. Το θεμέλιο για την απόλυτη χρονολόγηση του Μέσου Βασιλείου αποτελεί η "Σωθιακή ημερομηνία" από το 7ο έτος της βασιλείας του Σέσωστρι Γ'.
Με βάση τις σεληνιακές ημερομηνίες από τη βασιλεία του ίδιου του Φαραώ και του διαδόχου του Αμενεμχέτ Γ' μπορούμε να χρονολογήσουμε το συγκεκριμένο αστρονομικό φαινόμενο στις 17 Ιουλίου του 1866 π.Χ. Έτσι ο Σέσωστρις ανέβηκε στο θρόνο το έτος 1872 π.Χ. Μια ελάχιστη διάρκεια της βασιλείας των Φαραώ της 12ης Δυναστείας μπορεί να υπολογιστεί με βάση τα ενεπίγραφα αντικείμενα που αναφέρουν κάποιο συγκεκριμένο έτος τους στον Αιγυπτιακό θρόνο.
H απόλυτη ακρίβεια είναι και σε αυτή την περίπτωση αδύνατη. Τα υπάρχοντα στοιχεία, τα οποία έχουν σίγουρα ιστορική βάση, επιτρέπουν μια διόρθωση των διαστημάτων βασιλείας του βασιλικού παπύρου του Τορίνου, συνδυάστηκαν ωστόσο με λάθος ονόματα. Για τους δύο τελευταίους ηγέτες της δυναστείας αυτής (Αμενεμχέτ Δ' και βασίλισσα Nefru-sobek) στηριζόμαστε αποκλειστικά στα δεδομένα του βασιλικού παπύρου του Τορίνου.
Ως ιδρυτής της 11ης Δυναστείας και του Μέσου Βασιλείου γενικότερα θεωρείται ο Μεντουχοτέπ Β', ο οποίος με κέντρο τις Θήβες στην Άνω Αίγυπτο έθεσε τέρμα στις βασιλικές δυναστείες της Ηρακλεόπολης στην Κάτω Αίγυπτο (9η - 10η Δυναστεία) αποκαθιστώντας έτσι και πάλι, μετά τη διάσπαση της πολιτικής εξουσίας κατά την Πρώτη Μεταβατική Περίοδο, την ενότητα του Αιγυπτιακού κράτους. Για το συνολικό διάστημα αυτής της δυναστείας αλλά και για τα έτη της βασιλείας των Φαραώ υπάρχουν ακριβή στοιχεία στο βασιλικό πάπυρο του Τορίνου.
Τα στοιχεία αυτά συμπληρώνονται από ευρήματα που χρονολογούνται στο διάστημα αυτό αλλά και από τη βασιλική γενεαλογία του Καρνάκ. Η 11η Δυναστεία τελείωσε με την ανατροπή του Μεντουχότεπ Δ' από τον Αμενεμχέτ Α', τον ιδρυτή της 12ης Δυναστείας, διαρκώντας μεταξύ του 2119 και 1976 π.Χ. Η επανένωση της Αιγύπτου -μετά την πολιτική διάσπαση της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου- επιτεύχθηκε μεταξύ του 20ού και 30ού έτους του Μεντουχότεπ, σε απόλυτους αριθμούς δηλαδή μεταξύ του 2027 και 2017 π.Χ.
Συμβασιλείες
Μια συνηθισμένη πολιτική πρακτική στο Μέσο Βασίλειο ήταν η ανακήρυξη του βασιλικού διαδόχου σε συμβασιλέα του Φαραώ. Αυτές οι συμβασιλείες επιβεβαιώνονται και ιστορικά με βάση ενεπίγραφα αντικείμενα τα οποία φέρουν διπλές ημερομηνίες, δηλώνοντας το τρέχον έτος της βασιλείας και των δύο ηγετών χωριστά. Για τον υπολογισμό της συνολικής διάρκειας αυτής της περιόδου, μια απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε απόπειρα απόλυτης χρονολόγησης, δεν είναι πλέον σημαντική η συνολική διάρκεια βασιλείας του κάθε Φαραώ αλλά μόνο εκείνο το διάστημα στο οποίο κυβερνούσε μόνος, χωρίς συμβασιλέα.
Χρονολόγηση της 1ης Μεταβατικής Περιόδου
(περίπου 2170 / 2120 - 2025 / 2020 π.Χ.)
Μετά την κατάρρευση του Αρχαίου Βασιλείου και τη διάσπαση της ενότητας του Φαραωνικού κράτους σε διάφορα τοπικά βασίλεια ακολούθησε η Πρώτη Μεταβατική Περίοδος, μια εποχή έντονων πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών. Οι ιστορικές πληροφορίες για τους ηγέτες αυτής της περιόδου στη μεταγενέστερη παράδοση είναι ελάχιστες, καθώς δεν αποτελούσαν "παναιγύπτιους" Φαραώ και δε συμπεριλαμβάνονταν κατά κανόνα στις επίσημες γενεαλογίες.
Ενώ στο Μανέθωνα -και συμβατικά και στη σύγχρονη αιγυπτιολογική έρευνα- το Αρχαίο Βασίλειο τελειώνει με το τέλος της 6ης Δυναστείας, από το βασιλικό κατάλογο της Αβύδου και το βασιλικό πάπυρο του Τορίνου προκύπτει ότι οι Αιγύπτιοι περιλάμβαναν στο Αρχαίο Βασίλειο και τους βασιλείς της 8ης Δυναστείας. Στην Πρώτη Μεταβατική Περίοδο συγκαταλέγονταν λοιπόν η 9η και 10η Δυναστεία, η περίοδος δηλαδή των βασιλέων της Ηρακλεόπολης. Το διάστημα των δύο αυτών Δυναστειών πρέπει να υπήρξε σύντομο και να μην ξεπέρασε τη μία γενιά.
Αυτή η άποψη βασίζεται στο γεγονός ότι η απόσταση μεταξύ της 11ης και της 8ης Δυναστείας μπορεί να υπολογιστεί μεταξύ 0 και 50 ετών. Ως ένα πιθανό διάστημα θεωρούνται εδώ κατά προσέγγιση τα 25 χρόνια. Η Πρώτη Μεταβατική Περίοδος (9η - 10η Δυναστεία) τοποθετείται λοιπόν κατά προσέγγιση μεταξύ του 2170 και 2120 π.Χ.
Χρονολόγηση του Αρχαίου Βασιλείου
(Περίπου 2707 / 2657 - 2170 / 2120 π.Χ.)
Η περίοδος του Αρχαίου Βασιλείου περιλαμβάνει, σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη, το διάστημα από την 3η έως την 6η Δυναστεία. Σύμφωνα, όμως, με την Αιγυπτιακή παράδοση σε αυτή την περίοδο ανήκαν και οι βασιλείς της 8ης Δυναστείας. Η χρονολόγηση του Αρχαίου Βασιλείου στηρίζεται κατά κύριο λόγο στο Λίθο του Παλέρμου, τη Μανεθωνική παράδοση ή τις βασιλικές γενεαλογίες και παρουσιάζει αρκετά προβλήματα. Από αυτή την πρώιμη περίοδο δε σώθηκε κανένα αστρονομικό ή άλλο ημερολογιακό δεδομένο που θα επέτρεπε μια απόλυτη χρονολόγηση.
Μια πρόσθετη δυσκολία αποτελεί το διάστημα βασιλείας των Φαραώ, το οποίο δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια. Το διάστημα από την 6η έως και την 8η Δυναστεία μπορεί να υπολογιστεί με βάση το βασιλικό πάπυρο του Τορίνου σε 187 χρόνια. Η 6η Δυναστεία διήρκεσε σύμφωνα με την ίδια πηγή πιθανότατα 131 χρόνια. Πιο χαρακτηριστικό γεγονός αποτελεί εδώ η μακρόχρονη βασιλεία του Πέπι Β', η οποία κατά το βασιλικό πάπυρο του Τορίνου διήρκεσε τουλάχιστον 90 και κατά το Μανέθωνα 100 έτη.
Παρά το γεγονός ότι αυτοί οι αριθμοί προφανώς δεν ανταποκρίνονται στην ιστορική πραγματικότητα πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ο Πέπι βασίλευσε αρκετές δεκαετίες (τουλάχιστον 60 έτη). Η 7η Δυναστεία είχε μία πολύ σύντομη διάρκεια (κατά το Μανέθωνα μόνο 70 ημέρες) και η 8η Δυναστεία 46 χρόνια. Το διάστημα αυτό τοποθετείται χρονολογικά μεταξύ του 2347 / 2297 και 2170 / 2120 π.Χ. Η διαφορά των 50 ετών που χωρίζει τις δύο προτεινόμενες ημερομηνίες προκύπτει από τη δυσκολία ακριβούς χρονολογικού προσδιορισμού της διάρκειας της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου.
Η χρονολογική ακολουθία και διάρκεια βασιλείας των εννέα Φαραώ της 5ης Δυναστείας μπορεί να αποκατασταθεί με σχετική ασφάλεια, με βάση τους βασιλικούς καταλόγους της Αβύδου και Σακκάρας αλλά και το Μανέθωνα. Το διάστημα αυτό υπολογίζεται σε 158 έτη και χρονολογείται με βάση όσα ισχύουν για τις μεταγενέστερες δυναστείες του Αρχαίου Βασιλείου μεταξύ 2504 / 2454 και 2347 / 2297 π.Χ.
Το χρονικό διάστημα της 4ης Δυναστείας, της εποχής δηλαδή των Φαραώ που ίδρυσαν τις μεγάλες πυραμίδες, παρουσιάζει προβλήματα, καθώς τυχαίνει να σώζεται μόνο αποσπασματικά στις διάφορες βασιλικές γενεαλογίες. Από την άλλη πλευρά τα στοιχεία που παρατίθενται στο Μανέθωνα δεν είναι αξιόπιστα. Ο J. von Beckerath υπολογίζει με ένα συνδυασμό επιγραφικών και ιστορικών δεδομένων τη συνολική διάρκεια των οκτώ Φαραώ αυτής της περιόδου σε 135 χρόνια, μεταξύ του 2639 / 2589 και 2504 / 2454 π.Χ. Λίγες ιστορικές πληροφορίες σώζονται για το διάστημα της 3ης Δυναστείας.
Στα ελάχιστα ενεπίγραφα μνημεία αυτής της περιόδου παραδίδονται τα ονόματα πέντε Φαραώ, τα οποία ωστόσο δεν μπορούν να ταυτιστούν με βεβαιότητα με τα τέσσερα έως πέντε ονόματα των αιγυπτιακών γενεαλογιών ή τα εννέα βασιλικά ονόματα που παραθέτει ο Μανέθωνας. Για την αποκατάσταση της χρονολογικής διάρκειας αλλά και τη χρονολόγηση αυτής της περιόδου βασιζόμαστε κυρίως στο Λίθο του Παλέρμου και την υποθετική συμπλήρωση του μη σωζόμενου μέρους του. Με βάση αυτά τα στοιχεία προκύπτει για την 3η Δυναστεία μία διάρκεια 68 - 76 ετών σύμφωνα με διάφορους μελετητές.
Χρονολόγηση της Αρχαϊκής Εποχής
(Περίπου 3032 / 2982 - 2707 / 2657 π.Χ.)
Η Αρχαϊκή εποχή της Αιγυπτιακής ιστορίας περιλαμβάνει τις δύο πρώτες Δυναστείες, την περίοδο δηλαδή διαμόρφωσης του ενιαίου Φαραωνικού κράτους. Τα ονόματα των Φαραώ που παραδίδονται από τα ενεπίγραφα αντικείμενα αυτής της περιόδου δεν μπορούν να συνδυαστούν εύκολα με αυτά που σώζονται στις βασιλικές γενεαλογίες και τη Μανεθωνική παράδοση. Δεν υπάρχει επίσης καμία ένδειξη ή έμμεση μαρτυρία για την απόλυτη χρονολόγηση της πρωιμότερης αυτής φάσης της Αιγυπτιακής ιστορίας.
Ο πρώτος Φαραώ της 1ης Δυναστείας και, κατά την Αιγυπτιακή και Μανεθωνική παράδοση, ο ιδρυτής του ενιαίου κράτους της Άνω και Κάτω Αιγύπτου υπήρξε ο Μήνης. Από αρχαιολογικές και επιγραφικές ενδείξεις είναι ωστόσο βέβαιο ότι πριν από το Μήνη υπήρξαν και άλλοι βασιλείς οι οποίοι κυβέρνησαν ως "παναιγύπτιοι" Φαραώ. Αυτοί οι ηγέτες τοποθετούνται σήμερα από την Αιγυπτιολογική έρευνα στη συμβατικά ονομαζόμενη Δυναστεία 0.
Κατά τη διάρκεια της 1ης Δυναστείας κυβέρνησαν πιθανότατα 8 Φαραώ, ενώ στην ακόλουθη 2η Δυναστεία 9 Φαραώ. Για τη διάρκεια της βασιλείας του καθενός από αυτούς στηριζόμαστε σχεδόν αποκλειστικά στο Λίθο του Παλέρμου και στην υποθετική αποκατάσταση του μη σωζόμενου μέρους του. Με βάση αυτά τα στοιχεία προκύπτει για την 1η Δυναστεία μία συνολική διάρκεια 179 - 193 ετών και για τη 2η μία διάρκεια 146 - 156 ετών (σύμφωνα με διάφορους μελετητές). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι τα στοιχεία αυτά δε συμφωνούν με τις διάρκειες βασιλείας των Φαραώ που παραδίδει ο Μανέθωνας.
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΙ
ΓΕΝΙΚΑ
Τη σημαντικότερη βάση για την απόλυτη χρονολόγηση της Αιγαιακής Προϊστορίας αποτελούν οι χρονολογικοί συγχρονισμοί με τον Αιγυπτιακό πολιτισμό. Xρονολογικός συγχρονισμός επιτυγχάνεται μέσω της εύρεσης Αιγαιακών αντικειμένων στην Αίγυπτο και αντίστροφα Αιγυπτιακών αντικειμένων σε Αιγαιακές θέσεις. Η ιστορική αξιοπιστία και ακρίβεια του κάθε συγχρονισμού εξαρτάται άμεσα από τη δυνατότητα ακριβούς χρονολόγησης δύο παραμέτρων:
α) Του ίδιου του αντικειμένου και
β) Της αρχαιολογικής του συνάφειας (context).
Οι περιπτώσεις όπου ένα ασφαλώς χρονολογημένο εισηγμένο αντικείμενο ανακαλύφθηκε σε ένα κλειστό, με ακρίβεια χρονολογημένο context είναι δυστυχώς περιορισμένες. Τις περισσότερες φορές υπάρχουν προβλήματα στην ακριβή χρονολόγηση ενός από τους δύο αυτούς παράγοντες, με αποτέλεσμα την αποκατάσταση ενός πολύ χαλαρού χρονολογικού δεσμού μεταξύ Αιγαίου και Αιγύπτου, ο οποίος μπορεί να μετακινηθεί ακόμα και κατά αιώνες προς τα άνω ή προς τα κάτω ανάλογα με τον τρόπο ερμηνείας των δεδομένων.
Σε αυτού του είδους, τους μη ασφαλείς, χρονολογικούς συγχρονισμούς εντοπίζεται και η διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών της υψηλής και της χαμηλής χρονολόγησης του Αιγαιακού πολιτισμού. Λόγω της έλλειψης ιστορικών δεδομένων από την εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο, η καταγραφή της πολιτιστικής εξέλιξης και η διάκριση των εποχών βασίζεται στο σύστημα της κεραμικής χρονολόγησης, σύμφωνα με το οποίο μία συγκεκριμένη περίοδος συνδέεται με έναν ή περισσότερους χαρακτηριστικούς κεραμικούς ρυθμούς.
Η διάρκεια ωστόσο αυτών των κεραμικών φάσεων είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Τις εγκυρότερες ενδείξεις προσφέρουν τα στρωματογραφικά δεδομένα, και πιο συγκεκριμένα το πάχος, ο πλούτος των ευρημάτων και κυρίως ο αριθμός των οικοδομικών φάσεων των στρωμάτων που αντιστοιχούν σε κάθε κεραμική φάση. Με αυτό τον τρόπο προκύπτει μία πρόχειρη μόνο προσέγγιση της διάρκειας μιας φάσης, η οποία δεν μπορεί να είναι ούτε ακριβής ούτε βέβαιη.
ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Για την Πρώιμη εποχή του Χαλκού δεν υπάρχουν ασφαλείς χρονολογικοί συγχρονισμοί μεταξύ Αιγαίου και Αιγύπτου. Ως μία ένδειξη μόνο χρονολογικού συσχετισμού της Μινωικής Κρήτης και της Αιγύπτου μπορούν να θεωρηθούν τα τμήματα εισηγμένων λίθινων Αιγυπτιακών αγγείων που ήλθαν στο φως σε ασφαλή χρονολογημένα πρωτομινωικά contexts στην Κνωσό. Το πρώτο από αυτά είναι το τμήμα χείλους ενός κυπέλλου από οψιανό, ενός τύπου συνηθισμένου κατά τη διάρκεια της 1ης - 2ης Δυναστείας στην Αίγυπτο.
Από ένα αμιγές πρωτομινωικό ΙΙ στρώμα προέρχεται και το δεύτερο παράδειγμα, το τμήμα χείλους και τοιχώματος μιας λοπάδας από διορίτη, που μπορεί να χρονολογηθεί στην 4η Δυναστεία ή και πρωιμότερα. Μια δεύτερη ένδειξη χρονολογικού συσχετισμού προσφέρουν επίσης δύο τύποι πρωτομινωικών λίθινων αγγείων, ο μικρογραφικός αμφορέας και το μικρό κυλινδρικό αγγείο. Αυτά μιμούνται κατά πάσα πιθανότητα Αιγυπτιακά πρότυπα δημοφιλή από την 5η έως την 7η / 8η Δυναστεία και από την 6η έως και τη 10η Δυναστεία αντίστοιχα.
Ενδιαφέρον είναι, τέλος, ότι το πρωιμότερο, με ασφάλεια χρονολογημένο παράδειγμα του μικρογραφικού αμφορέα (ωστόσο σε αυτή την περίπτωση χωρίς τις μικροσκοπικές λαβές) προέρχεται από το πρωτομινωικό ΙΙ Α context ενός θολωτού τάφου των Αρχανών. Και στις δύο περιπτώσεις δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί ένας ακριβής χρονολογικός συσχετισμός καθώς από τη μια πλευρά τα αιγυπτιακά αγγεία έχουν μακρά διάρκεια χρήσης, ενώ από την άλλη πλευρά τα όρια των πρωτομινωικών ΙΙ και ΙΙΙ φάσεων δεν μπορούν να προσδιοριστούν με ασφάλεια.
ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Για τη Μέση εποχή του Χαλκού υπάρχουν σαφώς περισσότεροι και ακριβέστεροι χρονολογικοί συγχρονισμοί σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο, οι οποίοι επιτρέπουν αυτή τη φορά έναν ασφαλέστερο χρονολογικό συσχετισμό των Αιγαιακών κεραμικών φάσεων με τις απόλυτα χρονολογημένες περιόδους της Αιγυπτιακής ιστορίας. Οι συσχετισμοί αυτοί αφορούν στο σύνολό τους τις σχέσεις Αιγύπτου και Μινωικής Κρήτης (εισηγμένα Μινωικά αντικείμενα στην Αίγυπτο ή εισηγμένα Αιγυπτιακά αντικείμενα στην Κρήτη).
Αντίθετα, για τις επαφές της Αιγύπτου με την ηπειρωτική Ελλάδα ή και με τις Κυκλάδες δεν υπάρχουν, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, αρχαιολογικές ενδείξεις. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα προκύπτει η ακόλουθη σύνδεση μεταξύ Μινωικής και Αιγυπτιακής χρονολογίας: Η Μεσομινωική Ι Α περίοδος πρέπει να συμπίπτει χρονικά με την Πρώτη Μεταβατική Περίοδο και την αρχή του Μέσου Βασιλείου (9η - 11η Δυναστεία, περίπου 2170 - 1970 π.Χ.), όπως υποδηλώνεται από την αρχαιολογική συνάφεια των Αιγυπτιακών σκαραβαίων της Λεβήνας.
Η Μεσομινωική Ι Β ήταν εν μέρει σύγχρονη με την πρώιμη 12η Δυναστεία (περίπου 1970 - 1900), αν κανείς δεχθεί ότι τα στενότερα παράλληλα του αγγείου του Qubbet el-Hawa ανήκουν σε αυτή την περίοδο. Η Μεσομινωική ΙΙ κεραμική στις Αιγυπτιακές θέσεις συνδέεται σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις με contexts της 12ης έως και του τέλους της 13ης Δυναστείας (περίπου 1900 - 1760 π.Χ.).
Στην προσπάθεια ενός ακριβέστερου προσδιορισμού αυτής της περιόδου στο πλαίσιο της απόλυτης χρονολόγησης θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η Μεσομινωική ΙΙ Α σχετίζεται πιθανότατα με την εποχή των Σέσωστρι Β' έως και Αμενεμχέτ Γ' (1882 - 1806 / 1805 π.Χ.), καλύπτοντας χρονικά τον 19ο αιώνα π.Χ. Το κατώτερο χρονικό της όριο θα μπορούσε, με βάση τη μαρτυρία του σκαραβαίου της Κνωσού, να τοποθετηθεί στο τέλος της 12ης Δυναστείας γύρω στο 1795 π.Χ. Η Μεσομινωική ΙΙ Β περίοδος πρέπει κατά συνέπεια να συσχετιστεί κυρίως με τη 13η Δυναστεία, δηλαδή με την αρχή της Δεύτερης Μεταβατικής Περιόδου (από το 1795 π.Χ. και έπειτα).
Μεσομινωική Ι Α – Β Περίοδος
Κρήτη
Για το τέλος της Προανακτορικής και την αρχή της Παλαιοανακτορικής περιόδου (Μεσομινωική Ι Α / Β) διαθέτουμε μία σειρά χρονολογικών συγχρονισμών με την Αίγυπτο, οι οποίοι βασίζονται στους Αιγυπτιακούς σκαραβαίους από ασφαλώς χρονολογημένους μινωικούς τάφους (στις Γούρνες, τη Λεβήνα, τις Αρχάνες και τον Πλάτανο). Τον πιο ασφαλή, ωστόσο όχι χρονολογικά ακριβή, συγχρονισμό προσφέρει η ανακάλυψη δύο σκαραβαίων της 11ης - 12ης Δυναστείας ή ελαφρώς μεταγενέστερων στο Μεσομινωικό Ι Α / Β τάφο των Γουρνών Πεδιάδας.
Οι δύο πρωιμότερες Μεσομινωικές φάσεις μπορούν κατά συνέπεια να συσχετισθούν χρονολογικά είτε με την 11η είτε με τη 12η Δυναστεία. Έναν ακριβέστερο χρονολογικό συσχετισμό της Μεσομινωικής ΙΑ φάσης με την Αίγυπτο επιτρέπουν τα ευρήματα των θολωτών τάφων της Λεβήνας (Λέντα). Σε τρεις από αυτούς τους τάφους (στις θέσεις Γεροκάμπου και Παπούρας) βρέθηκαν τρεις σκαραβαίοι που μπορούν να χρονολογηθούν με βάση τεχνοτροπικά κριτήρια στην Πρώτη Μεταβατική Περίοδο (ή το αργότερο στην πρώιμη 12η Δυναστεία).
Και οι τρεις συνευρέθηκαν με Μεσομινωική Ι Α κεραμική. Ο σκαραβαίος από το θολωτό τάφο Ι (θέση Παπούρα), που μπορεί να χρονολογηθεί στην Πρώτη Μεταβατική Περίοδο ή την πρώιμη 12η Δυναστεία, βρέθηκε σε συνάφεια με Μεσομινωική Ι Α κεραμική. Από αυτό το δεδομένο προκύπτει ότι η αρχή της Μεσομινωικής Ι Α περιόδου στην κεντρική Κρήτη μπορεί να τοποθετηθεί χρονικά μέσα στα όρια της Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου.
Αίγυπτος
Ένα Μινωικού χαρακτήρα αγγείο ήλθε στο φως σε έναν τάφο στο Qubbet el-Hawa του Ασσουάν, στο νεκροταφείο των λαξευτών τάφων της ανώτατης κοινωνικής τάξης της Ελεφαντίνης. Τα κτερίσματα του τάφου που αποκαλύφθηκαν κοντά στο συγκεκριμένο αγγείο χρονολογούνται μεταξύ της ύστερης Πρώτης Μεταβατικής Περιόδου και της 12ης Δυναστείας. Το σχήμα του δεν έχει κάποιο στενό παράλληλο στη Μινωική Κρήτη. Μόνο ο τύπος του ποδιού συνδέεται με σχήματα της Κνωσιακής Μεσομινωικής Ι Β περιόδου -το συγκεκριμένο αγγείο ωστόσο είναι βέβαιο ότι δεν προέρχεται από την Κνωσό.
Η διακόσμησή του από εναλλασσόμενες λευκές, κόκκινες και μελανές ταινίες είναι συνηθισμένη στην κεραμική της Κνωσού και των Μαλίων. Τα πλαστικά λουλούδια μπορούν να συνδεθούν με τον "πλαστικό ρυθμό" του Παλαίκαστρου, που τοποθετείται στη Μεσομινωική Ι Β - ΙΙ Α περίοδο στο πλαίσιο της Κνωσιακής χρονολόγησης. Με βάση αυτά τα παράλληλα το αγγείο του Qubbet el-Hawa μπορεί να χρονολογηθεί στη Μεσομινωική Ι Β περίοδο.
Για την προέλευσή του οι γνώμες διχάζονται, καθώς δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα αν πρόκειται για ένα εισηγμένο Μινωικό ή για Αιγυπτιακό αγγείο που μιμείται Κρητικά πρότυπα. Η χημική ανάλυση του λευκού χρώματος της διακόσμησης του αγγείου ανίχνευσε ωστόσο φώσφορο και χλώριο, δύο συστατικά που δεν απαντούν στα χρώματα που χρησιμοποιούνταν στα Κρητικά αγγεία, προσφέροντας έτσι μια ισχυρή ένδειξη για την ντόπια κατασκευή του.
Για μια οριστική, ωστόσο, λύση του προβλήματος καταγωγής του συγκεκριμένου αγγείου απαιτείται μία ευρύτερη βάση εργαστηριακών αναλύσεων για τη χημική σύσταση των χρωμάτων της Μινωικής κεραμικής.
Μεσομινωική ΙΙ Α – Β Περίοδος
Κρήτη
Ελάχιστα είναι τα Αιγυπτιακά αντικείμενα αυτής της περιόδου που βρέθηκαν σε ασφαλώς χρονολογήσιμα contexts στην Κρήτη. Τον πιθανό συσχετισμό ενός μέρους της Μεσομινωικής ΙΙ περιόδου με την ύστερη 12η ή την πρώιμη 13η Δυναστεία υποδεικνύει η εύρεση ενός σκαραβαίου αυτής της εποχής σε ένα Μεσομινωικό ΙΙ (ή ίσως Μεσομινωικό ΙΙ Α) στρώμα στην Κνωσό. Ένας σκαραβαίος της 12ης Δυναστείας βρέθηκε επίσης στο θολωτό τάφο Β του Πλατάνου, ο οποίος ήταν σε χρήση από την Πρωτομινωική ΙΙΙ έως και τη Μεσομινωική Ι Β / ΙΙ περίοδο.
Αίγυπτος
Μεσομινωική κεραμική της Μεσομινωικής ΙΙ Α-Β περιόδου βρέθηκε σε διαφορετικές Αιγυπτιακές θέσεις. Ιδιαίτερη χρονολογική σημασία έχουν τα αγγεία και όστρακα από την Άβυδο, το el-Lahun, Lisht, Harageh, τα οποία προέρχονται σε γενικές γραμμές από ασφαλώς χρονολογημένα contexts. Και εδώ όμως η χρονολόγηση δεν είναι ακριβής αλλά εκτείνεται σε ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από αυτό μιας Δυναστείας, με αποτέλεσμα ένα συγχρονισμό μόνο κατά προσέγγιση.
Άβυδος
Σε ένα λακκοειδή τάφο στην Άβυδο βρέθηκε το τμήμα ενός Μεσομινωικού ΙΙ Β γεφυρόστομου πιθαμφορίσκου, προφανώς Κνωσιακής προέλευσης, με διακόσμηση ροδάκων, κυματοειδών γραμμών και κυματοειδών ταινιών με στιγμές. Το Μινωικό αγγείο ήλθε στο φως δίπλα σε ενεπίγραφους ψήφους που έφεραν τα ονόματα των Σέσωστρι Β', Αμενεμχέτ Γ' και ίσως του Σέσωστρι Γ'. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι οι ψήφοι αυτοί ήταν σε χρήση την εποχή που βασίλευσαν οι συγκεκριμένοι Φαραώ και όχι αργότερα.
Από αυτό το στοιχείο προκύπτει μια χρονολόγηση της απόθεσης του αγγείου στη 12η Δυναστεία, αν και η χρήση του τάφου είναι πιθανόν ότι συνεχίστηκε μέχρι και την πρώιμη 13η Δυναστεία. Όπως διαπιστώνεται από τον αρχιτεκτονικό τύπο και το κτερισματικό σύνολο, ο κάτοχος του τάφου ήταν ένα πρόσωπο όχι ιδιαίτερα υψηλής κοινωνικής θέσης.
Εl-Lahun
Στον οικισμό του el-Lahun ("Είσοδος στους Βάλτους"), που στη βιβλιογραφία απαντά και με τη λανθασμένη ονομασία Kahun, βρέθηκαν 25 περίπου τμήματα εισηγμένων μινωικών της Μεσομινωικής Ι Β / ΙΙ Α περιόδου ή "Μινωιζόντων" αγγείων, Αιγυπτιακών δηλαδή απομιμήσεων Μινωικών έργων. Ο οικισμός αυτός ιδρύθηκε για τους εργάτες που απασχολούνταν στο κτίσιμο της πυραμίδας του Σέσωστρι Β', η κατοίκησή του όμως συνεχίστηκε και μετά το θάνατο του συγκεκριμένου Φαραώ.
Τα Μινωικά και "Μινωίζοντα" όστρακα ήλθαν στο φως σε διάφορα σημεία του οικισμού, στο εσωτερικό οικιών, αλλά και στο χώρο απορριμμάτων. Η αρχαιολογική τους συνάφεια χρονολογείται πιθανότατα στη 12η Δυναστεία, αν και ο οικισμός κατοικούνταν έως κάποιο χρονικό σημείο της 13ης Δυναστείας. Οι εργαστηριακές αναλύσεις των οστράκων που ανήκουν σε εισηγμένα Μινωικά αγγεία υπέδειξαν ως πιθανότερο τόπο κατασκευής τους τα εργαστήρια παραγωγής της "Καμαραϊκής" κεραμικής στη Φαιστό και γενικότερα στην περιοχή της Μεσαράς. Ανάμεσά τους διακρίνονται γεφυρόστομοι αμφορείς, "τσαγιέρες", κύπελλα με κυματοειδές χείλος και λοπάδες.
Harageh
Στα νεκρoταφεία του Harageh βρέθηκαν, σύμφωνα με την ανασκαφική έκθεση, 20 περίπου τμήματα εισηγμένων Μεσομινωικών Ι Β - ΙΙ Α αγγείων αλλά και ντόπιων απομιμήσεων. Η διάρκεια χρήσης αυτών των νεκροπόλεων χρονολογείται στην ύστερη 12η (μετά το θάνατο του Αμενεμχέτ Γ') και τη 13η Δυναστεία. Διακρίνονται τμήματα κλειστών αγγείων "Τραχωτού" ρυθμού, γεφυρόστομων αμφορέων και ενός ηθμού.
Δύο κύπελλα με κυματοειδές χείλος από το νεκροταφείο Β, που αποτελούν προφανώς ντόπιες απομιμήσεις Μινωικής κεραμικής, αντιγράφουν κατά τον J.A. MacGillivray πρωτότυπα έργα της περιοχής της ανατολικής Κρήτης, τα οποία χρονολογούνται στην πρώιμη Παλαιοανακτορική περίοδο.
Lisht
Στο Lisht, στη δυτική πλευρά της πυραμίδας του Αμενεμχέτ Α', βρέθηκαν σε ένα context- που μπορεί να χρονολογηθεί μόνο κατά προσέγγιση μεταξύ της πρώιμης 12ης και της ύστερης 13ης Δυναστείας- έξι τουλάχιστον Μεσομινωικά όστρακα της Μεσομινωικής Ι Β - Μεσομινωικής ΙΙ Α περιόδου. Η περιοχή εύρεσης των Μινωικών οστράκων καταλαμβανόταν από ένα νεκροταφείο του Μέσου Βασιλείου, πάνω στο οποίο ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια της 13ης Δυναστείας ένας οικισμός από οικογένειες χαμηλής κοινωνικής τάξης.
Αξιοσημείωτη είναι η εύρεση, σε ένα λακκοειδή τάφο κάτω από το δάπεδο μιας οικίας, ενός ιδιόμορφου διπλού αγγείου Μινωικού χαρακτήρα, το οποίο δεν μπορεί με βεβαιότητα να ταυτιστεί ως εισαγωγή από την Κρήτη ή ντόπια απομίμηση. Τα πιο στενά του παράλληλα προέρχονται από την κεραμική της Μεσομινωικής Ι Β περιόδου. Μεταξύ των υπόλοιπων οστράκων διακρίνονται τμήματα κυπέλλων και γεφυρόστομων αμφορέων.
Αύαρις
Στην Αύαρι, και πιο συγκεκριμένα στον τομέα της Χαναανίτικης νεκρόπολης, βρέθηκαν δύο Μεσομινωικά όστρακα ανακτορικού χαρακτήρα ("Καμαραϊκά"). Το πρώτο από αυτά είναι η βάση και το κατώτερο τμήμα του τοιχώματος ενός ημισφαιρικού κυπέλλου της Μεσομινωικής ΙΙ Β περιόδου, με τη συνηθισμένη στην Κνωσό διακόσμηση των κυματοειδών γραμμών. Το στρωματογραφημένο context του αγγείου τοποθετείται στην πρώιμη 13η Δυναστεία. Το δεύτερο όστρακο ανήκει σε ένα εισηγμένο Μεσομινωικό ΙΙΙ αγγείο και προέρχεται από ένα διαταραγμένο context.
Βηρυτός και Ugarit
Η χρονολογική σύνδεση Αιγαίου και Αιγύπτου είναι δυνατή και εκτός των γεωγραφικών ορίων των δύο περιοχών, και πιο συγκεκριμένα στα Συροπαλαιστινιακά κέντρα, όπου Αιγαιακά και Αιγυπτιακά βρέθηκαν συχνά στην ίδια αρχαιολογική συνάφεια. Σε έναν τάφο της Βηρυτού συνευρέθηκε ένα "Καμαραϊκό" κύπελλο με ένα Αιγυπτιακό λίθινο αγγείο πιθανότατα της 12ης Δυναστείας. Ο J.A. MacGillivray χρονολογεί το κύπελλο, με βάση το σχήμα του, στην ύστερη Μεσομινωική ΙΙ Β ή την πρώιμη Μεσομινωική ΙΙΙ Α περίοδο. Μεσομινωικά ΙΙ κύπελλα βρέθηκαν επίσης και στην Ugarit σε ένα context που περιείχε αντικείμενα της 12ης -13ης Δυναστείας.
Εt-Tod
Για διάφορους λόγους η ομάδα των 153 αργυρών αγγείων από την et-Tod δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ένας ασφαλής χρονολογικός συγχρονισμός με το Αιγαίο. Για την προέλευση και χρονολόγηση των αγγείων αλλά και για τη χρονολόγηση του Αιγυπτιακού τους context διατυπώθηκαν κατά καιρούς διαφορετικές απόψεις. Πιθανότερο είναι, σύμφωνα με την ερμηνεία των υπαρχόντων δεδομένων, ότι τα αγγεία αυτά τοποθετήθηκαν στο σημείο εύρεσής τους την εποχή του Αμενεμχέτ Β'.
Τα στενότερα παράλληλά τους φαίνεται πως προέρχονται από την Κνωσιακή "Καμαραϊκή" κεραμική του τέλους της Μεσομινωικής Ι Β ή της αρχής της Μεσομινωικής ΙΙ Α περιόδου, όπως προκύπτει από το σχήμα αλλά και τη διακόσμησή τους με σπείρες, κάθετα τόξα και ρόδακες. Η σύνδεση των δύο αυτών μινωικών περιόδων με τη βασιλεία του Αμενεμχέτ Β' συμφωνεί και με τις μαρτυρίες των υπόλοιπων χρονολογικών συγχρονισμών για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Μεσομινωική ΙΙΙ
Κρήτη
Ένα από τα πιο πολυσυζητημένα Αιγυπτιακά εισηγμένα αντικείμενα στη Μινωική Κρήτη αποτελεί το πώμα ενός αλαβάστρινου αγγείου με τη Δέλτο του Υκσώς Φαραώ Κυάν, σε ένα υποτιθέμενο Μεσομινωικό ΙΙΙ (ή ακριβέστερα Μεσομινωικό ΙΙΙ Α) στρώμα στο βόρειο τμήμα του ανακτόρου της Κνωσού (Lustral Area). Πέρα από την αναμφίβολη ιστορική σημασία αυτού του αντικειμένου, που ίσως έφθασε στην Κρήτη ως ένα δώρο του Υκσώς βασιλιά στο Μινωίτη ομόλογό του, το επιστημονικό ενδιαφέρον μονοπώλησε η χρονολογική του σημασία, καθώς θεωρητικά θα επέτρεπε έναν ακριβή χρονολογικό συγχρονισμό.
Οι υποστηρικτές της παραδοσιακής, χαμηλής χρονολογίας πιστεύουν ότι το στρώμα εύρεσης του πώματος αποτελεί ένα κλειστό context, με αποτέλεσμα να θεωρούν ένα τμήμα της Μεσομινωικής ΙΙΙ Α περιόδου σύγχρονο με το διάστημα βασιλείας του Κυάν (1648 - 1630 π.Χ.) και να την χρονολογούν κατά προσέγγιση μεταξύ του 1700 και 1640 π.Χ., με τη Μεσομινωική ΙΙΙ Β να ακολουθεί. Αυτή η χρονολόγηση ωστόσο δε χαίρει γενικής αποδοχής. Οι υποστηρικτές της υψηλής χρονολόγησης αμφισβητούν έντονα την ομοιογένεια του στρώματος εύρεσης του συγκεκριμένου αντικειμένου, απορρίπτοντας ταυτόχρονα την όποια χρονολογική του σημασία.
Αίγυπτος
Στην Αίγυπτο απουσιάζουν Μινωικά εισηγμένα αγγεία αυτής της περιόδου. Αξιοσημείωτη είναι ωστόσο μία πρόχους Συροπαλαιστινιακού τύπου από ένα λακκοειδή τάφο στο Εl-Lisht, η οποία φέρει διακόσμηση πτηνών και δελφινιών. Το διακοσμητικό θέμα των δελφινιών είναι παντελώς άγνωστο στην Αίγυπτο και προδίδει πιθανότατα μια Μινωική επίδραση. Το στενότερο παράλληλό του προσφέρει η διακόσμηση δύο ταφικών πίθων από την Παχύαμμο, που χρονολογούνται στη Μεσομινωική ΙΙΙ και Μεσομινωική ΙΙΙ / Υστερομινωική Ι (ή Υστερομινωική Ι Α) αντίστοιχα.
Το ίδιο το αγγείο είναι συροπαλαιστινιακό και προέρχεται πιθανότατα από την περιοχή της Γάζας. Ο λακκοειδής τάφος χρονολογείται στη 13η Δυναστεία ή αμέσως μετά το τέλος της. Η αδυναμία ακριβούς χρονολόγησης των δύο κρητικών παραλλήλων αλλά και το γεγονός ότι η πρόχους δεν αποτελεί μινωικό αγγείο αποκλείουν τη δυνατότητα διακρίβωσης ενός ασφαλούς χρονολογικού συγχρονισμού. Γενικά μπορεί κανείς να την θεωρήσει ως ένδειξη για ένα terminus ante quem για τη Μεσομινωική ΙΙΙ ή Υστερομινωική Ι Α γύρω στο 1650 π.Χ.
ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ
Η γενική εντύπωση από τους υπάρχοντες χρονολογικούς συσχετισμούς είναι ότι η Μεσομινωική ΙΙ - ΙΙΙ κεραμική απαντά σε contexts της 12ης - 13ης Δυναστείας, ενώ η υστερομινωική Ι Β / υστεροελλαδική ΙΙ Α κεραμική σε contexts της πρώιμης 18ης Δυναστείας. Μεταξύ των δύο αυτών Αιγαιακών περιόδων υπάρχει ένα κενό στη Μεσομινωική ΙΙΙ - Υστερομινωική Ι Α, καθώς κεραμική ή άλλα αντικείμενα από αυτόν το χρονολογικό ορίζοντα είναι σπάνια στην Αίγυπτο, αλλά και αντίστροφα σπανίζουν τα Αιγυπτιακά αντικείμενα στο Αιγαίο.
Η εικόνα αυτή των σποραδικών μόνο ανταλλαγών μεταξύ των δύο περιοχών θα μπορούσε ίσως να αποδοθεί στο ταραγμένο πολιτικό κλίμα που κυριάρχησε στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Μεταβατικής Περιόδου. Όπου απαντούν Υστερομινωικά Ι Α / Υστεροελλαδικά Ι αγγεία ή στην Αίγυπτο είναι σε contexts της αρχής της 18ης Δυναστείας, όπως στην Kerma και πιθανώς στο Kom Rabi'a. Κατά τον St. Manning η Υστερομινωική Ι Α περίoδος τελείωσε πριν την έναρξη της 18ης Δυναστείας.
Υστερομινωική Ι Α- Β και Υστεροελλαδικη ΙΙ Α Περίοδος
Για αυτή την Αιγαιακή περίοδο υπάρχει μια σειρά συγχρονισμών είτε με το πρώιμο Νέο Βασίλειο έως την εποχή του Τούθμωσι Γ' είτε μόνο με την εποχή του Τούθμωσι Γ'. Οι υποστηρικτές της υψηλής χρονολογίας θεωρούν αξιόπιστους τους συγχρονισμούς της Υστερομινωικής Ι Β περιόδου με το πρώιμο Νέο Βασίλειο (έως και τη βασιλεία του Τούθμωσι Α', μεταξύ 1504 και 1492 π.Χ.), ενώ οι υποστηρικτές της χαμηλής χρονολογίας αυτούς με τη βασιλεία του Τούθμωσι Γ' (1479 / 1425 π.Χ.).
Είναι προς το παρόν αδύνατον να δοθεί μια οριστική λύση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς. Η άγνοιά μας για τη χρονική διάρκεια της Υστερομινωικής Ι Β περιόδου αλλά και η θεωρητική δυνατότητα ότι κάποια από τα Αιγαιακά αγγεία που βρέθηκαν στην Αίγυπτο μπορεί να προέρχονται από contexts μεταγενέστερα της εποχής κατασκευής τους κάνουν το πρόβλημα αξιοποίησης αυτών των συγχρονισμών ακόμα μεγαλύτερο.
Το πότε ακριβώς άρχισε η Υστερομινωική Ι Α / Yστεροελλαδική Ι περίοδος στο πλαίσιο της απόλυτης χρονολογίας παραμένει αδιευκρίνιστο, καθώς οι υπάρχοντες χρονολογικοί συγχρονισμοί αδυνατούν να προσφέρουν μία σαφή ένδειξη. Η διάρκεια της Υστερομινωικής Ι Β περιόδου θεωρείται από τους ερευνητές σύντομη (συντομότερη από αυτή της προηγούμενης Υστερομινωικής Ι Α περιόδου). Ωστόσο, τα ισχυρά σε πάχος και πλούσια σε περιεχόμενο Υστερομινωικά Ι Β στρώματα στην Κρήτη συνηγορούν για μια μεγαλύτερη χρονική διάρκεια.
Τα Υστερομινωικά Ι Α-Β όστρακα του Kom Rabi'a και της Αβύδου αλλά και μια επανεκτίμηση της χρονολογίας της αρχαιολογικής συνάφειας των δύο μυκηναϊκών αγγείων στη Σακκάρα φαίνεται να συνηγορούν υπέρ της υψηλής χρονολόγησης. Στο αντίθετο ακριβώς συμπέρασμα οδηγεί ωστόσο η αναθεωρημένη χρονολόγηση των τοιχογραφιών της Αυάριδος στην αρχή της 18ης Δυναστείας.
Αίγυπτος
Kerma
Σε ένα χώρο του Αιγυπτιακού οχυρού της Kerma στη Νουβία βρέθηκε το όστρακο ενός Υστερομινωικού / Υστεροελλαδικού Ι αγγείου. Ο συγκεκριμένος χώρος ήταν σε χρήση μεταξύ των τελευταίων χρόνων της 17ης και της αρχής της 18ης Δυναστείας, ένα στοιχείο που συνδέει την Υστερομινωική / Υστεροελλαδική Ι με το τέλος της Δεύτερης Μεταβατικής Περιόδου και την αρχή του Νέου Βασιλείου.
Kom Rabi'a
Στον ίδιο χρονολογικό ορίζοντα (Δεύτερη Μεταβατική Περίοδος - πρώιμη 18η Δυναστεία) ανήκουν η Αιγαιακή κεραμική του οικισμού Kom Rabi'a στην περιοχή της Μέμφιδος. Από χρονολογική σκοπιά το σημαντικότερο όστρακο αυτής της ομάδας είναι το τμήμα χείλους και λαιμού ενός πιθανότατα Υστερομινωικού Ι Α - πρώιμου Υστερομινωικού Ι Β αγγείου, το σχήμα του οποίου δεν μπορεί να ταυτιστεί με βεβαιότητα.
Το συγκεκριμένο όστρακο ήλθε στο φως σε μια ξεκάθαρη στρωματογραφική ακολουθία, σε ένα κλειστό context, που βρισκόταν μεταξύ ενός στρώματος της Δεύτερης Μεταβατικής Περιόδου και ενός δαπέδου που χρονολογείται -με τη βοήθεια ενός σκαραβαίου- στα χρόνια του Τούθμωσι Α'. Η κεραμική αυτού του context μπορεί επίσης να χρονολογηθεί με σχετική ακρίβεια στην εποχή των Άμωσι - Αμένωφι Α', δηλαδή μεταξύ του 1550 - 1504 π.Χ.
Καθώς η χρονολόγηση του οστράκου δεν μπορεί να περιοριστεί σε μία μόνο κεραμική φάση, προκύπτει από τα παραπάνω ότι η Υστερομινωική Ι Α ή η Υστερομινωική Ι Β περίοδος ήταν εν μέρει τουλάχιστον σύγχρονες με το β' μισό του 16ου αιώνα π.Χ.
Αύαρις
Η νέα χρονολόγηση των τοιχογραφιών της Αυάριδος στην αρχή της 18ης Δυναστείας, μετά την καταστροφή της πρωτεύουσας των Υκσώς από τον Άμωσι (1530 π.Χ.), συνηγορεί υπέρ της παραδοσιακής, χαμηλής χρονολόγησης, καθώς αυτές συνδέονται στενά με τις Υστερομινωικές Ι Α τοιχογραφίες της Θήρας.
Η εύρεση επίσης ελαφρόπετρας από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας σε ένα ομοιογενές στρώμα του Νέου Βασιλείου στην Αύαρι, οδηγεί σε μια απόλυτη χρονολόγηση της έκρηξης μεταξύ της βασιλείας του Άχμωσι και του Τούθμωσι Γ', γύρω στο 1500 π.Χ. Αν αυτή η υπόθεση ισχύει, τότε είναι πιθανόν ότι το κατακλυσμικό φαινόμενο που αναφέρεται στη "Στήλη της Θύελλας" του Άμωσι αποτελεί την πρώτη γραπτή αναφορά στην έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας.
Άβυδος
Σε έναν τάφο της Αβύδου βρέθηκε το τμήμα ενός Υστερομινωικού Ι Β ανοικτού αγγείου. Δυστυχώς, σε αντίθεση με την ακριβή χρονολόγηση του οστράκου, το Αιγυπτιακό του context δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ανάλογη ασφάλεια. Τα περισσότερα από τα συνευρήματά του ανήκουν στην εποχή της 13ης - 15ης Δυναστείας, ωστόσο ένα αγγείο χρονολογείται πιθανότατα στην εποχή του Τούθμωσι Γ'. Δίπλα στο Μινωικό όστρακο βρέθηκε μια Αιγυπτιακή στήλη του Β' μισού της 13ης Δυναστείας, η οποία κατέπεσε στο λακκοειδή τάφο από το υπέργειο ταφικό ιερό.
Με βάση αυτά τα δεδομένα είναι λοιπόν θεωρητικά δυνατόν να συνδεθεί η Υστερομινωική Ι Β περίοδος είτε με την εποχή της 13ης - 15ης Δυναστείας είτε -όπως πιστεύουν οι υποστηρικτές της παραδοσιακής, "χαμηλής" χρονολογίας- με τη 18η Δυναστεία. Και σε αυτή πάντως την περίπτωση δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί ένας αδιαμφισβήτητος χρονολογικός συσχετισμός. Πιθανότερη φαίνεται εδώ η σύνδεση με την πρωιμότερη Αιγυπτιακή περίοδο, όπως υποδηλώνεται από τη σαφή ποσοτική υπεροχή των κτερισμάτων από αυτόν το χρονολογικό ορίζοντα σε αντίθεση με ένα μεμονωμένο μεταγενέστερο αγγείο.
Λαμβάνοντας υπόψη και την πιθανή συγχρονία της Υστερομινωικής Ι Β με τη βασιλεία των Άμωσι - Αμένωφι Α', όπως υποδηλώνεται από το όστρακο του Kom Rabi'a, φαίνεται πως η Υστερομινωική Ι Β υπήρξε μια ιδιαίτερα μακρά περίοδος.
Σακκάρα
Σε έναν τάφο κοντά στην πυραμίδα του Τέτι στη Σακκάρα ήλθε στο φως μια αδιατάρακτη ταφή δύο γυναικών σε μία σαρκοφάγο. Στο εξωτερικό της σαρκοφάγου, δίπλα στη μια στενή πλευρά της, είχαν τοποθετηθεί δύο Μυκηναϊκά αγγεία (ένα Υστεροελλαδικό ΙΙ Α αλάβαστρο και ένα Υστεροελλαδικό ΙΙ Α - Υστεροελλαδικό ΙΙΙ Α 1 κύπελλο), τρία Κυπριακά (δύο δακτυλιόποδα Ι προχοΐδια και μία ερυθρόστιλπνη πρόχους) και ένα Αιγυπτιακό που χρονολογείται στην πρώιμη 18η Δυναστεία (το αργότερο μέχρι την εποχή του Aμένωφι Α').
Τα αγγεία αυτά συνόδευαν πιθανότατα τη δεύτερη, νεότερη ταφή της σαρκοφάγου, καθώς ανακαλύφθηκαν in situ. Ο τύπος της σαρκοφάγου ανήκει, σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, στην εποχή του Αμένωφι Α' και όχι στην πρώιμη βασιλεία του Τούθμωσι Γ', όπως υποστήριξαν οι P. Warren και V. Hankey. Πρόκειται για το πρωιμότερο παράδειγμα ανθρωπόμορφης σαρκοφάγου με διακόσμηση φτερών.
Η συνεύρεση δύο Μυκηναϊκών αγγείων (ένα από τα οποία χρονολογείται με ακρίβεια στην Υστεροελλαδική ΙΙ Α) με τρία Κυπριακά σε ένα Αιγυπτιακό context που ανήκει πιθανότατα στα χρόνια του Αμένωφι Α' προσφέρουν έναν από τους πιο ασφαλείς χρονολογικούς συγχρονισμούς της Ύστερης εποχής του Χαλκού, με βάση τον οποίο ένα μέρος της Υστεροελλαδικής ΙΙ Α περιόδου πρέπει να ήταν σύγχρονο με το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα π.Χ.
Aniba
Το αλάβαστρο που βρέθηκε σε έναν τάφο στο Aniba, Αιγυπτιακό διοικητικό κέντρο στην Κάτω Νουβία, προέρχεται από ένα context που χρονολογείται με βάση ένα απιόσχημο αγγείο και ένα σκαραβαίο στην πρώιμη 18η Δυναστεία, συμπεριλαμβανομένης και της βασιλείας του Τούθμωσι Γ'. Προβληματική είναι ωστόσο η χρονολόγηση του ίδιου του αγγείου, το οποίο φαίνεται να αποτελεί ένα ντόπιο έργο Αιγαιακής επίδρασης και συνδυάζει διακοσμητικά μοτίβα διάφορων περιόδων.
Τα πρότυπά του στο σχήμα και τη διακόσμηση χρονολογούνται από τους P. Warren και V. Hankey στην Υστερομινωική Ι / Υστεροελλαδική ΙΙ Α ενώ από τον Ph. Betancourt στην Υστερομινωική ΙΙΙ Α 1. Η δυσκολία ακριβούς χρονολόγησης του αγγείου έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία διατύπωσης ενός ασφαλούς χρονολογικού συγχρονισμού.
Άλλες Αιγυπτιακές Θέσεις
Το Υστερομινωικό Ι Β αλάβαστρο που βρέθηκε σε έναν τάφο του Sidmunt δεν προσφέρει ασφαλή χρονολογικό συσχετισμό, καθώς βρέθηκε σε τάφο που δεν μπορεί να χρονολογηθεί με ασφάλεια. Το γεγονός ότι δύο γειτονικοί τάφοι φαίνεται να ανήκουν στην πρώιμη 18η Δυναστεία έως και την εποχή του Τούθμωσι Γ' δεν αποτελεί τίποτε παραπάνω από μια απλή ένδειξη χρονολόγησης. Ένα υστεροελλαδικό ΙΙ Α αλάβαστρο βρέθηκε σε έναν τάφο στο Medinet el-Gurob. Το περιεχόμενο του τάφου ανήκει κατά τους B. Kemp και R. Merrillees πιθανότατα στην πρώιμη 18η Δυναστεία, χωρίς να μπορεί δυστυχώς να χρονολογηθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Ένας Υστεροελλαδικός ΙΙ Α πιθαμφορέας του ανακτορικού ρυθμού βρέθηκε σε τάφο του νεκροταφείου των Θηβών, στη θέση Dra Abu el-Naga. Ο συγκεκριμένος τάφος είναι σαφώς προγενέστερος από ένα γειτονικό του, ο οποίος λαξεύτηκε εν μέρει πάνω του. Ο δεύτερος αυτός τάφος μπορεί να χρονολογηθεί στην εποχή των Τούθμωσι Β' έως και Τούθμωσι Γ'. Με βάση αυτό το δεδομένο προκύπτει για το context του Μυκηναϊκού αγγείου ένα terminus ante quem στην περίοδο μεταξύ του 1479 και 1425 π.Χ.
Παλαιστίνη
Το Υστεροελλαδικό ΙΙ Α κύπελλο από το Lahish βρέθηκε κοντά στο βωμό του Fosse Temple I, κάτω από το δάπεδο του μεταγενέστερου Fosse Temple II. Η ασφαλής χρονολόγηση του Fosse Temple I στο Β' μισό της βασιλείας του Τούθμωσι Γ' και του Fosse Temple IΙ την εποχή του Αμένωφι Γ' επιτρέπουν σε γενικές γραμμές μια ακριβή χρονολόγηση των ορίων του context του Μυκηναϊκού αγγείου. Αν δεχθούμε ως δεδομένο ότι το συγκεκριμένο αγγείο αποτέθηκε στο σημείο εύρεσής του λίγο μετά την κατασκευή του, προκύπτει ο συγχρονισμός ενός τμήματος της Υστεροελλαδικής ΙΙ Α περιόδου με το χρονικό διάστημα περίπου μεταξύ του 1450 και 1425 π.Χ.
Υστερομινωική ΙΙ Α- Β και Υστεροελλαδικη ΙΙ Β Περίοδος
Κατά γενική παραδοχή η Υστεροελλαδική ΙΙ Β και Υστερομινωική ΙΙ (και ίσως ακόμα και η Υστερομινωική ΙΙΙ Α 1) άρχισαν πριν το τέλος της βασιλείας του Τούθμωσι Γ', ίσως μάλιστα σε κάποιο χρονικό σημείο στην πρώιμη φάση της βασιλείας του. Το μοναδικό μέχρι τώρα γνωστό παράδειγμα Αιγαιακής κεραμικής αυτής της περιόδου στην Αίγυπτο, ένα υστεροελλαδικό ΙΙ Β προχοΐδιο, συνευρέθηκε στον τάφο του Maket στο Εl-Lahun με ένα σκαραβαίο του Τούθμωσι Γ', αποτελώντας έτσι μια σοβαρή ένδειξη ότι η αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙ Β περιόδου συμπίπτει με κάποιο χρονικό σημείο της βασιλείας του συγκεκριμένου Φαραώ.
Ο τάφος περιείχε συνολικά 10 σαρκοφάγους και χρησιμοποιήθηκε για 50 περίπου χρόνια από την εποχή του Τούθμωσι Α' έως την εποχή του Τούθμωσι Γ'. Η προσπάθεια μιας ακριβέστερης χρονολόγησης του context του προχοϊδίου στην πρώιμη ή ύστερη βασιλεία του Τούθμωσι Γ', με βάση τον τύπο του σκαραβαίου ή τη θέση της σαρκοφάγου στον τάφο, είναι παρακινδυνευμένες. Βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι η μετάβαση από την Υστεροελλαδική ΙΙ Α στην Υστεροελλαδική ΙΙ Β περίοδο τοποθετείται σε κάποιο χρονικό σημείο της βασιλείας του Τούθμωσι Γ', δηλαδή μεταξύ του 1479 και 1425 π.Χ.
Αξιοσημείωτο είναι τέλος ότι με βάση τα δεδομένα της κεραμικής χρονολόγησης από τον Αιγαιακό χώρο η μετάβαση από την Υστερομινωική Ι Β στην Υστερομινωική ΙΙ περίοδο, πρέπει να χρονολογηθεί ελαφρώς μεταγενέστερα από αυτή των αντίστοιχων Ελλαδικών φάσεων. Οι P. Warren και V. Hankey, που συνδέουν το προχοΐδιο του Εl-Lahun με το ύστερο διάστημα της βασιλείας του Τούθμωσι Γ', χρονολογούν έτσι τη μετάβαση από την Υστεροελλαδική Ι Α στην Υστεροελλαδική ΙΙ Β περίοδο γύρω στο 1450 / 1440 π.Χ. και αυτή από την Υστερομινωική Ι Β στην Υστερομινωική ΙΙ περίοδο γύρω στο 1430 / 1425 π.Χ.
Ugarit
Ένας έμμεσος χρονολογικός συγχρονισμός αφορά ένα Μεσοποταμιακό σφραγιδοκύλινδρο που βρέθηκε στον Υστεροελλαδικό Ι - Υστεροελλαδικό ΙΙ Β θαλαμωτό τάφο αρ. 517 των Μυκηνών. Σφραγιδοκύλινδροι αυτού του καλλιτεχνικού ρυθμού βρέθηκαν στην Ugarit σε συνάφεια με ένα σκαραβαίο του Τούθμωσι Δ' (1397 - 1388 π.Χ.) και ένα αλαβάστρινο αγγείο με τη δέλτο του διαδόχου του Αμένωφι Γ' (1388 - 1351 / 1350 π.Χ.).
Η περίοδος ακμής του συγκεκριμένου εργαστηρίου τοποθετείται γύρω στο 1400 π.Χ. Έτσι είναι πιθανόν ότι η Υστεροελλαδική ΙΙ Β (Υστερομινωική ΙΙ) διήρκεσε μέχρι το 1400 π.Χ., ένα στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της χαμηλής χρονολόγησης. Η αξιοπιστία, ωστόσο, αυτού του έμμεσου χρονολογικού συγχρονισμού είναι ελεγχόμενη.
Παραστάσεις Αιγαίων σε Αιγυπτιακους Τάφους
Οι απεικονίσεις Αιγαίων απεσταλμένων με δώρα για τον Αιγύπτιο βασιλιά στους τάφους ανώτατων αξιωματούχων στα νεκροταφεία των Θηβών δεν μπορούν -παρά την αδιαμφισβήτητη ιστορική τους σημασία- να προσφέρουν αξιόπιστα χρονολογικά δεδομένα, καθώς αποτελούν έμμεσες πηγές επηρεασμένες από διάφορες εικονογραφικές συμβατικότητες.
Η υπόθεση ότι η αλλαγή του τύπου του Μινωικού περιζώματος στον τάφο του Ρεχμιρέ (εποχή κατασκευής: ύστερη βασιλεία Τούθμωσι Γ' - πρώιμη βασιλεία Αμένωφι Β') αντανακλά την αλλαγή πολιτικού σκηνικού στην Κνωσό -με την έλευση των Μυκηναίων στο νησί μετά το τέλος της Υστερομινωικής Ι Β- αποδείχθηκε λανθασμένη, καθώς και ο δεύτερος τύπος περιζώματος δεν είναι Μυκηναϊκός αλλά απαντά στη Μινωική Κρήτη ήδη από τη Μεσομινωική περίοδο.
Κατά συνέπεια η τοιχογραφία του τάφου του Ρεχμιρέ δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα για το συγχρονισμό της Υστερομινωικής Ι (Υστερομινωικής Ι Β) με την πρώιμη φάση της βασιλείας του Τούθμωσι Γ' ούτε και για το συγχρονισμό της μετάβασης από την Υστερομινωική ΙΒ / Υστεροελλαδική ΙΙ Α στην Υστερομινωική ΙΙ / Υστεροελλαδική ΙΙ Β με τα χρόνια περίπου της διαδοχής του Τούθμωσι Γ' από τον Αμένωφι Β'.
Υστερομινωική και Υστεροελλαδικη ΙΙΙ Α1 Περίοδος
Από αυτή την περίοδο και έπειτα η υψηλή και χαμηλή χρονολογία συγκλίνουν σταδιακά και καταλήγουν -από το τέλος της Υστερομινωικής / Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 1- να συμπίπτουν μέχρι και το τέλος της Ύστερης εποχής του Χαλκού. Για τη συγχρονία της Υστεροελλαδικής / Υστερομινωικής ΙΙΙ Α 1 περιόδου με τη βασιλεία του Αμένωφι Γ' (1388-1351 / 1350 π.Χ.) επικρατεί ομοφωνία. Η τελευταία βασική διαφορά μεταξύ υψηλής και χαμηλής χρονολογίας εντοπίζεται ωστόσο στο πότε άρχισε αυτή η φάση.
Οι οπαδοί της υψηλής χρονολογίας τάσσονται υπέρ μιας μακράς διάρκειας της Υστεροελλαδικής / Υστερομινωικής ΙΙΙ Α 1 περιόδου, υποστηρίζοντας ότι αυτή άρχισε ήδη τον καιρό της βασιλείας του Τούθμωσι Γ'. Οι οπαδοί της χαμηλής χρονολογίας αντίθετα την αποσυνδέουν από το διάστημα της βασιλείας του Τούθμωσι θεωρώντας την ως μια σύντομη φάση που δεν ήταν πολύ μεγαλύτερη σε διάρκεια από το διάστημα της βασιλείας του Αμένωφι Γ'.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη διαμάχη παίζει η χρονολόγηση ενός αμφορέα με τη δέλτο του Τούθμωσι Γ' που βρέθηκε σε ένα Υστερομινωικό ΙΙΙ Α 1 τάφο στον Κατσαμπά. Το τέλος αυτής της περιόδου πρέπει να τοποθετηθεί χρονικά στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Αμένωφι Γ', καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι η ακόλουθη φάση (Υστερομινωική ΙΙΙ Α 2) ξεκίνησε ήδη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του συγκεκριμένου Φαραώ.
Κατσαμπάς
Στο θαλαμοειδή τάφο Β του Κατσαμπά ήλθε στο φως ένας Αιγυπτιακός αμφορέας από αλάβαστρο που φέρει μια εγχάρακτη δέλτο του Τούθμωσι Γ'. Το context του αγγείου χρονολογείται με ασφάλεια στην Υστερομινωική ΙΙΙ Α 1 περίοδο. Από τον ίδιο τάφο προέρχεται και ένα Αιγυπτιακό λίθινο αγγείο του Αρχαίου Βασιλείου. Οι οπαδοί της υψηλής χρονολογίας πιστεύουν πως το συγκεκριμένο αγγείο κατέληξε στον τάφο την εποχή της βασιλείας του ονομαζόμενου Φαραώ.
Σύμφωνα με αυτούς η Υστερομινωική ΙΙΙ Α 1 υπήρξε μια μακρά σε διάρκεια κεραμική φάση, που άρχισε πριν το τέλος της βασιλείας του Τούθμωσι Γ' και διήρκεσε μέχρι και κάποιο χρονικό σημείο της βασιλείας του Αμένωφι Γ', όπως υποδηλώνεται από άλλους χρονολογικούς συγχρονισμούς. Οι υποστηρικτές της παραδοσιακής, χαμηλής χρονολογίας αντίθετα αμφισβητούν την εγκυρότητα αυτού του συγχρονισμού υποστηρίζοντας ότι το Αιγυπτιακό αγγείο ήταν λόγω της ιδιαίτερης αξίας του ένα κειμήλιο, το οποίο αποτέθηκε στον τάφο αρκετές δεκαετίες μετά την εποχή κατασκευής του.
Σελλόπουλο
Ο σκαραβαίος που φέρει το όνομα του Αμένωφι Γ' (1388 - 1351 / 1350 π.Χ.) και συνόδευε την τελευταία ταφή του, τάφος 4 στο Σελλόπουλο (κοντά στην Κνωσό), αποτελεί έναν από τους πιο ασφαλείς χρονολογικούς συγχρονισμούς μεταξύ Αιγαίου και Αιγύπτου.Η κεραμική του τάφου είναι ένα ομοιογενές υστερομινωικό ΙΙΙ Α 1 σύνολο και περιλαμβάνει επίσης ένα εισηγμένο Υστεροελλαδικό ΙΙΙ Α 1 αγγείο. Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ότι δεν πρόκειται για ένα γνήσιο Αιγυπτιακό σκαραβαίο, αλλά μια απομίμηση από έναν καλλιτέχνη που δε γνώριζε ιερογλυφικά.
Ο σκαραβαίος αυτός κατασκευάστηκε πιθανότατα εκτός Αιγύπτου, ίσως στη Συροπαλαιστίνη (όπου τα τοπικά κέντρα ειδικεύονταν στην παραγωγή Αιγυπτιαζόντων αντικειμένων) ή και στην Κρήτη. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι αποτελούσε τμήμα ενός περιδέραιου της τρίτης ταφής. Η τελευταία αυτή ταφή συνοδευόταν από ένα Υστερομινωικό ΙΙΙ Α 1 αγγείο και ήταν μεταγενέστερη της ταφής με το Υστεροελλαδικό ΙΙΙ Α 1 αγγείο. Από αυτά τα δεδομένα προκύπτει ένα terminus post quem για την Υστερομινωική / Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 1 σε κάποιο χρονικό σημείο της βασιλείας του Αμένωφι Γ'.
Και οι δύο περίοδοι πρέπει να είχαν αρχίσει πριν την έναρξη της βασιλείας του Φαραώ. Γνωρίζουμε επίσης ότι η Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 άρχισε νωρίτερα από την αντίστοιχη Κρητική περίοδο, Υστερομινωική ΙΙΙ Α 2, όπως βεβαιώνεται από τη συνεύρεση υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 και Υστερομινωικής ΙΙΙ Α 1 κεραμικής στα Χανιά. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η εύρεση του Υστεροελλαδικού ΙΙΙ Α 1 αγγείου στον τάφο του Σελλόπουλου συνηγορεί υπέρ μιας ακριβέστερης χρονολόγησής του πριν από το τελευταίο στάδιο της Υστερομινωικής ΙΙΙ Α 1 περιόδου.
Άλλες Θέσεις
Με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία η Υστερομινωική (Υστεροελλαδική) ΙΙΙ Α 1 περίοδος πρέπει να ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονη με τη βασιλεία του Αμένωφι Γ'. Ιδιαίτερη σημασία έχει σε αυτή τη συνάφεια ότι ο συγκεκριμένος συγχρονισμός επιβεβαιώνεται και από άλλα ευρήματα. Χαρακτηριστική είναι η συνεύρεση Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 1-2 κεραμικής με μια σφραγίδα του Αμένωφι Γ' και με κυπριακή κεραμική των ρυθμών Λευκόχριστου ΙΙ και Δακτυλιόποδων ΙΙ σε έναν αδιατάρακτο τάφο νότια της Akra στην Παλαιστίνη.
Μια ανάλογη χρονολογική ένδειξη προσφέρει το context ενός θαλαμοειδούς τάφου στον Άγιο Ηλία της Αιτωλίας, που περιείχε μεταξύ άλλων υστεροελλαδική ΙΙ Β - πρώιμη υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 κεραμική και ένα σκαραβαίο του Αμένωφι Γ'. Μια ένδειξη τέλος ότι η Υστερομινωική / Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 1 θα μπορούσε εν μέρει να συμπίπτει χρονικά και με την προγενέστερη περίοδο στην Αίγυπτο αποτελεί το ειδώλιο ενός πιθήκου από φαγεντιανή με τη δέλτο του Αμένωφι Β' που βρέθηκε σε ένα υστεροελλαδικό ΙΙΙ Α context στην Τίρυνθα.
Υστερομινωική και Υστεροελλαδικη ΙΙΙ Α2 – Β1 Περίοδος
Αναφορικά με την αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 περιόδου πρέπει να σημειωθεί ότι τα πρωιμότερα κεραμικά δείγματα αυτής της φάσης που βρέθηκαν σε συνάφεια με χρονολογήσιμα Αιγυπτιακά αντικείμενα, όπως στην Akko και τον Άγιο Ηλία, συνηγορούν για μια σύνδεσή της με τη βασιλεία του Αμένωφι Γ'. Είναι πολύ πιθανόν, λοιπόν ότι η συγκεκριμένη περίοδος άρχισε σε κάποιο -ύστερο- χρονικό σημείο της βασιλείας του Αμένωφι, δηλαδή στο πλαίσιο της απόλυτης χρονολόγησης πριν τo 1350 π.Χ.
Η μεγάλη Μυκηναϊκή κεραμική ομάδα από την Αμάρνα δείχνει από την άλλη πλευρά ότι η ακόλουθη κεραμική φάση, Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β, είχε ήδη αρχίσει το αργότερο κατά τη βασιλεία του Τουταγχαμών, ίσως μάλιστα και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ακενατών. Από το συνδυασμό αυτών των χρονολογικών δεδομένων φαίνεται πως η Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 υπήρξε μια σύντομη περίοδος που ίσως δεν ξεπέρασε σε διάρκεια τη μια γενιά (30 περίπου χρόνια). Η γενική εντύπωση από τα υπάρχοντα δεδομένα είναι ότι η βασιλεία του Αμένωφι Γ' ήταν σύγχρονη με την ύστερη Υστερομινωική / Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 1 και το πρώιμο τμήμα της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 περιόδου.
Αιγαίο
Την έναρξη της Υστερομινωικής ΙΙΙ Β περιόδου το αργότερο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τουταγχαμών υποδηλώνει και η εύρεση ενός σκαραβαίου της Ανχεσαμούν, της βασιλικής συζύγου του νεαρού Φαραώ, σε ένα context της Υστερομινωικής ΙΙΙ Β στον Πόρο Ηρακλείου.
Αίγυπτος
Αμάρνα
Από το πλήθος των Μυκηναϊκών οστράκων (1500 - 1600 τον αριθμό) και τα δύο ακέραια αγγεία που βρέθηκαν στην Αμάρνα, την εφήμερη πρωτεύουσα του Αιγυπτιακού κράτους κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αιρετικού Φαραώ Ακενατών (1351 - 1334 π.Χ.), η συντριπτική πλειονότητα ανήκει στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 φάση, ενώ λίγα μόνο παραδείγματα στην προηγούμενη Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 1 και την επόμενη Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β 1 κεραμική φάση. Ο μεγάλος όγκος αυτής της κεραμικής ήλθε στο φως σε ένα μόνο σημείο και συγκεκριμένα στο χώρο των απορριμμάτων, λίγο έξω από τον αστικό πυρήνα της Αμάρνας.
Η Αμάρνα εγκαταλείφθηκε για πάντα στο τρίτο έτος της βασιλείας του Τουταγχαμών (περίπου 1330 π.Χ.). Η αξιοπιστία αυτού του terminus ante quem για την εισαγωγή της Μυκηναϊκής κεραμικής αμφισβητήθηκε με το επιχείρημα ότι ορισμένες κατοικίες της Αμάρνας συνέχισαν να κατοικούνται από τον κύριο όγκο των κατοίκων της και μετά την εγκατάλειψη της πόλης.
Οι νεότερες ανασκαφές οδήγησαν ωστόσο στο συμπέρασμα ότι η κατοίκηση αυτή περιορίστηκε στο "Χωριό των Εργατών", όπου μια ομάδα χοιροτρόφων εγκαταστάθηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, που δεν είναι βέβαιο ότι διήρκεσε και μετά το τέλος της βασιλείας του Ακενατών. Ακόμα όμως και αν δεχθεί κανείς ότι ο συγκεκριμένος οικισμός κατοικούνταν και μετά την εγκατάλειψη της πόλης, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν αυτή η εντυπωσιακή ποσότητα Μυκηναϊκής κεραμικής έφθασε στην Αμάρνα στην περίοδο κατοίκησής της από κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Η χρονολογική ομοιογένεια της κεραμικής αλλά και η σαφής συγκέντρωσή της σε ένα μόνο σημείο εύρεσης υποδηλώνουν ότι πιθανότατα επρόκειτο για ένα μόνο φορτίο αγγείων, τα οποία μαζί με το περιεχόμενό τους απέπλευσαν από την ηπειρωτική Ελλάδα με προορισμό την τότε Αιγυπτιακή πρωτεύουσα στο χρονικό σημείο της μετάβασης από τον Υστεροελλαδικό ΙΙΙ Α 2 στον Υστεροελλαδικό ΙΙΙ Β κεραμικό ρυθμό. Από αυτά τα ξεκάθαρα χρονολογικά δεδομένα προκύπτει ότι η μετάβαση από την Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β 1 περίοδο πραγματοποιήθηκε μεταξύ του 1350 και 1330 π.Χ.
Σακκάρα
Ο χρονολογικός συγχρονισμός της Μυκηναϊκής κεραμικής στην Αμάρνα ενισχύεται και από άλλα ευρήματα Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 - Β κεραμικής στη Σακκάρα σε έναν ανάλογο χρονολογικό ορίζοντα. Τα αγγεία αυτά ήλθαν στο φως στους τάφους του Φαραώ Haremhab αλλά και σε αυτούς των αξιωματούχων της ύστερης 18ης και της πρώιμης 19ης Δυναστείας.
Soleb
Στο νεκροταφείο του Soleb, ενός Αιγυπτιακού οικισμού στη Νουβία που ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότητα από τον Αμένωφι Γ', βρέθηκε ένας Αιγυπτιακός ψευδόστομος αμφορέας από φαγεντιανή που μιμείται διακόσμηση της ύστερης Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 ή Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β 1 περιόδου. Ο τάφος στον οποίο βρέθηκε το συγκεκριμένο αγγείο βρισκόταν σε χρήση από την εποχή του Αμένωφι Γ' έως και τα χρόνια του Σέθου Α'.
Οι σκαραβαίοι του Τούθμωσι Γ' που ανήκαν μεταξύ των κτερισμάτων πρέπει να κατασκευάστηκαν μετά το θάνατο του Φαραώ για χρήση ως φυλακτά (μια πρακτική που επιβεβαιώνεται και αρχαιολογικά) και δεν είναι από χρονολογικής σκοπιάς αξιόπιστοι. Σε αυτή την ερμηνεία οδηγούμαστε από το δεδομένο της ίδρυσης του οικισμού από το Φαραώ Αμένωφι Γ' και όχι πρωιμότερα.
Sesebi
Στο Αιγυπτιακό οχυρό Sesebi στη Νουβία, μεταξύ του 2ου και του 3ου Καταρράκτη του Νείλου, βρέθηκε υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 κεραμική. Ο χρονολογικός ορίζοντας κατοίκησης του οχυρού είναι σχεδόν ταυτόσημος με αυτόν της Αμάρνας, καθώς ιδρύθηκε στα πέντε πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ακενατών και εγκαταλείφθηκε είτε λίγο πριν το θάνατό του είτε το αργότερο στο πρώιμο στάδιο της βασιλείας του Τουταγχαμών.
Παλαιστίνη – Συρία
Στο νεκροταφείο της Akko στην Παλαιστίνη βρέθηκε υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 2 κεραμική και το τμήμα ενός Υστερομινωικού ΙΙΙ Α 2 κυπέλλου σε συνάφεια με ένα ασημένιο δακτυλίδι που έφερε τη Δέλτο του Φαραώ Αμένωφι Γ'. Με βάση αυτή την ένδειξη και σε συνδυασμό με άλλους συγχρονισμούς της βασιλείας του Φαραώ αυτού με την προηγούμενη Υστερομινωική / Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 1 περίοδο, προκύπτει ότι η μετάβαση από την Υστερομινωική / Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α 1 στην Υστεροελλαδική / Υστερομινωική ΙΙΙ Α 2 έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της ύστερης φάσης της βασιλείας του Αμένωφι Γ', δηλαδή μεταξύ του 1388 και 1351 / 1350 π.Χ.
Στη Συριακή Qatna, σε ένα κτήριο που καταστράφηκε είτε πριν το θάνατο του Αμένωφι Γ' είτε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του διαδόχου του Ακενατών, βρέθηκαν δύο αγγεία της πρώιμης Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 περιόδου μαζί με μία Υστεροκυπριακή φιάλη του ρυθμού Δακτυλιόποδων ΙΙ. Με βάση αυτό το δεδομένο προκύπτει ένα terminus ante quem για την αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 περιόδου μεταξύ του 1388 και 1344 π.Χ.
Μια περαιτέρω ένδειξη για τη συγχρονία της υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 - πρώιμης ΙΙΙ Β κεραμικής με την περίοδο της βασιλείας του Ακενατών ή του προκατόχου του Αμένωφι Γ' πρόσφεραν οι ανασκαφές στην Παλαιστινιακή πόλη Kamid el-Loz, όπου βρέθηκαν Μυκηναϊκά αγγεία των δύο αυτών κεραμικών φάσεων -ένας σκαραβαίος του Αμένωφι Γ' και ορισμένες επιστολές της διπλωματικής αλληλογραφίας του τοπικού ηγέτη με τον Αμένωφι Γ' ή το διάδοχό του Ακενατών- σε κτήρια της πόλης που καταστράφηκαν ταυτόχρονα από φωτιά.
Uluburun
Στο ναυάγιο του Uluburun βρέθηκαν ύστερα Υστεροελλαδικά ΙΙΙ Α 2 αγγεία μαζί με ένα σκαραβαίο της Νεφερτίτης, ο οποίος φέρει ένα βασιλικό τίτλο της που αποκτήθηκε μετά το 5ο έτος της βασιλείας του Ακενατών. Η συνεύρεση Μυκηναϊκής κεραμικής και σκαραβαίου φαίνεται αρχικά να επιβεβαιώνει το χρονολογικό συγχρονισμό της ύστερης υστεροελλαδικής ΙΙΙ Α 2 περιόδου με την εποχή της Αμάρνας. Ωστόσο σημαντικά χρονολογικά προβλήματα δημιουργεί εδώ το γεγονός ότι το πλοίο κατά πάσα πιθανότητα βυθίστηκε αρκετά χρόνια μετά το τέλος της εποχής της Αμάρνας, στην προτελευταία δεκαετία του 14ου αιώνα π.Χ.
Αυτό επιβεβαιώθηκε πρόσφατα και από τα δεδομένα της δενδροχρονολόγησης, η οποία καταλήγει στο έτος 1317 / 1316 ± 2, την εποχή δηλαδή της βασιλείας του Haremhab ως ένα terminus post quem για τη βύθιση του πλοίου. Προς το παρόν είναι πολύ δύσκολο να εναρμονιστούν τα παραπάνω χρονολογικά δεδομένα. Για το σκαραβαίο της Νεφερτίτης θα μπορούσε κανείς χωρίς δυσκολία να υποθέσει ότι πρόκειται για ένα κειμήλιο, το οποίο βρισκόταν σε κυκλοφορία αρκετό καιρό μετά το θάνατο της ομώνυμης βασίλισσας. Στην περίπτωση, ωστόσο, της Μυκηναϊκής κεραμικής ένας τέτοιος συλλογισμός είναι αδιανόητος.
Υστερομινωική και Υστεροελλαδικη ΙΙΙ Β Περίοδος
Η Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β περίοδος φαίνεται πως υπήρξε κατά τη μεγαλύτερη διάρκειά της σύγχρονη με την 66χρονη βασιλεία του Ραμσή Β', μεταξύ του 1279 και 1213 π.Χ. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται από μια σειρά ασφαλών χρονολογικών συγχρονισμών. Οι πιο χαρακτηριστικοί από αυτούς αφορούν την εύρεση Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β κεραμικής σε Αιγυπτιακά contexts της εποχής του Ραμσή αλλά και τη συνεύρεση Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β κεραμικής με αντικείμενα που φέρουν το όνομα του Φαραώ στα Συροπαλαιστινιακά κέντρα.
Αίγυπτος
Gurob
Σε έναν τάφο του Gurob ήλθε στο φως ένας ψευδόστομος αμφορέας της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β 1 περιόδου σε συνάφεια με ένα σκαραβαίο του Ραμσή Β'. Ο τύπος μιας σαρκοφάγου και ενός ushebti, που περιλαμβάνονταν μεταξύ των ευρημάτων του τάφου, συνηγορούν για μια χρονολόγησή του σε ένα πρώιμο στάδιο της βασιλείας του Ραμσή Β'.
Tel Sera'
Στο Tel Sera', στη δυτική Negev, στο στρώμα που αντιπροσώπευε την εγκατάσταση της Αιγυπτιακής διοίκησης της εποχής του Ραμσή Β', βρέθηκαν Υστεροελλαδικά ΙΙΙ Β 1 αγγεία αλλά και Υστεροκυπριακή ΙΙ κεραμική του ρυθμού Δακτυλιόποδων.
Βηρυτός
Στο νεκροταφείο του Κharji στο κέντρο της Βηρυτού, ένας τάφος περιείχε Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β κεραμική (τουλάχιστον έναν ακέραιο ψευδόστομο αμφορέα, έναν ακέραιο κρατήρα του εικονιστικού ρυθμού και όστρακα), Υστεροκυπριακή κεραμική των ρυθμών Δακτυλιόποδων ΙΙ και Λευκόχριστου ΙΙ, μαζί με Αιγυπτιακά αγγεία από ασβεστολιθικό πέτρωμα, ένα από τα οποία έφερε τον πλήρη βασιλικό τίτλο του Ραμσή Β'.
Ugarit
Σε έναν τάφο του νεκροταφείου της Ugarit συνευρέθηκαν τμήματα ενός αγγείου από ασβεστολιθικό πέτρωμα με τη δέλτο του Ραμσή Β' και ύστερη Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β κεραμική.
Τέλος Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β και Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ
Κεραμική της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ περιόδου απουσιάζει παντελώς από την Αίγυπτο. Οι διάφοροι συγχρονισμοί για αυτό το χρονικό διάστημα προέρχονται -όπως και εν μέρει στην περίπτωση της προηγούμενης περιόδου- από τη συνεύρεση Αιγαιακής κεραμικής και χρονολογήσιμων Αιγυπτιακών αντικειμένων στα Συροπαλαιστινιακά κέντρα.
Οι αμφοροειδείς κρατήρες που βρέθηκαν στο στρώμα καταστροφής της Ugarit είναι προβληματικοί στη χρονολόγησή τους. Με βάση ρυθμολογικά κριτήρια τοποθετούνται είτε στο τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β είτε στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ περίοδο. Στον ίδιο χρονολογικό ορίζοντα της Ugarit ανήκει και ένα ξίφος του Φαραώ Merenptah, διαδόχου του Ραμσή Β', ο οποίος βασίλευσε για ένα σύντομο διάστημα στο τέλος του 13ου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα μεταξύ του 1213 και 1203 π.Χ.
Ωστόσο το πιο αξιόπιστο terminus ante quem για την παρουσία της Μυκηναϊκής κεραμικής προσφέρει η καταστροφή της Ugarit που χρονολογείται λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Merenptah, μεταξύ του 1196 και 1191 π.Χ. Στο ιερό του Deir 'Alla στην Ιορδανία, που καταστράφηκε από σεισμό, βρέθηκαν ένας Υστεροελλαδικός ΙΙΙ Β 1 ψευδόστομος αμφορέας, ένας δεύτερος Υστεροελλαδικός ΙΙΙ Β ψευδόστομος αμφορέας, μία Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β 1 φλάσκη και ένας Υστερομινωικός ΙΙΙ Β ψευδόστομος αμφορέας.
Το Μινωικό αγγείο μπορεί να χρονολογηθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια στην Υστερομινωική ΙΙΙ Β 2 περίοδο, με βάση ένα στενό του παράλληλο από ένα κλειστό Κυπριακό context. Ένα σαφές terminus post quem για την καταστροφή του ιερού και για την απόλυτη χρονολόγηση της Αιγαιακής κεραμικής προσφέρει ένα Αιγυπτιακό αγγείο από φαγεντιανή με τη δέλτο της Θουόρεως, της χήρας του Σέθου Β', η οποία βασίλευσε μεταξύ του 1194 / 1193 και 1186 / 1185 π.Χ.
Ακολουθώντας το χρονολογικό συγχρονισμό του Ιορδανικού ιερού Deir 'Alla μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Υστεροελλαδική ΙΙΙ Β περίοδος διήρκεσε μέχρι και την αρχή του 12ου αιώνα π.Χ. Αν ωστόσο αποδειχθεί στο μέλλον ότι οι κρατήρες της Ugarit ανήκουν στην πρώιμη Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ, τότε το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β πρέπει να χρονολογηθεί πρωιμότερα, γύρω στο τέλος του 13ου αιώνα π.Χ.
Σε αυτή την περίπτωση τα Αιγαιακά αγγεία του Deir 'Alla, είτε είναι σαφώς πρωιμότερα από το context τους είτε υποδηλώνουν τη συνέχεια χρήσης του Υστεροελλαδικού ΙΙΙ Β κεραμικού ρυθμού στην αρχή της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ περιόδου, μια υπόθεση που δε φαίνεται απίθανη. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα το τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β πρέπει να χρονολογηθεί προς το παρόν μόνο κατά προσέγγιση, μεταξύ του 1200 και 1180 π.Χ.
Η πιο σημαντική ένδειξη για τη χρονολόγηση της πρώιμης Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ περιόδου στο πλαίσιο της Αιγυπτιακής ιστορίας προέρχεται από το νεκροταφείο της Έγκωμης, όπου βρέθηκαν σκαραβαίοι του Ραμσή Γ' (1183 / 1182 - 1152 / 1151 π.Χ.). Οι συγκεκριμένοι τάφοι είναι νεότεροι από το στρώμα καταστροφής του οικισμού, που περιείχε και πρώιμη Υστεροελλαδική ΙΙΙ Γ κεραμική. Έτσι προκύπτει για την αρχή της περιόδου αυτής ένα terminus ante quem μεταξύ περίπου του 1180 και 1150 π.Χ.
Έναν πιθανό τέλος χρονολογικό συσχετισμό της μέσης Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Γ με τη βασιλεία του Ραμσή ΣΤ' (1142 / 1140 - 1134 / 1132 π.Χ.) προσφέρει η εύρεση Μυκηναϊκής κεραμικής αυτής της περιόδου σε ένα στρώμα του Beth Shan, που χρονολογείται στα χρόνια του προαναφερθέντος Φαραώ. Η αξιοπιστία του χρονολογικού αυτού συγχρονισμού είναι ωστόσο αμφισβητούμενη καθώς το κατώτερο χρονικό όριο του συγκεκριμένου στρώματος είναι πιθανόν ότι φθάνει μέχρι το τέλος της 20ής Δυναστείας, δηλαδή γύρω στο 1070 π.Χ.
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
(ΜΕΡΟΣ Α')
* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Β'
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
http://www.ime.gr/projects/cooperations/egypt/gr/index.html
(2) :
http://www.namuseum.gr/collections/egypt/e_culture-gr.html
(3) :
http://www.artofwise.gr/filosofia-k-thriskeia/175-arxaia-aigyptiaka-mystiria.html
ΜΕΡΟΣ Α' : http://greekworldhistory.blogspot.gr/2014/06/blog-post_30.html
ΜΕΡΟΣ Β' : http://greekworldhistory.blogspot.gr/2014/07/2.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου