''Ο ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ'' (1861 -1913)
ΚΑΤΑΓΩΓΗ - ΜΟΡΦΩΣΗ - Ο ΑΤΥΧΗΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ 1897

Σε ηλικία 16 ετών εγκαταλείπει τη Ρουμανία, για να έλθει νέος ακόμα να καταταγεί ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό και να υπηρετήσει την πατρίδα του, γεγονός το οποίο δεν πραγματοποιείται λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Ο Βελισσαρίου τότε αναγκάζεται να καταφύγει στην Αίγυπτο, όπου βρίσκεται η αδελφή της μητέρας του. Μπαίνει σε Γαλλικό Κολέγιο για μία τριετία και επανέρχεται στην Αθήνα, όπου εκπληρώνει τον άσβεστο πόθο του να καταταγεί εθελοντής. Έγινε δεκτός στο Τάγμα Πεζικού Μαυρομιχάλη, το οποί ο αποτελούσαν ορεσίβιοι εύσωμοι και σκληραγωγημένοι νέοι, επιλεγμένοι ειδικά από τον διοικητή τους...
Προπαιδευμένος στο Τάγμα αυτό πέρασε όλες τις φάσεις των σκληρών πεζικών ασκήσεων, έγινε δε και διδάσκαλος των Γαλλικών του διοικητή του. Γεμάτος ενθουσιασμό άρχισε στο στρατό τη σταδιοδρομία του δείχνοντας μεγάλη προθυμία, επίδοση και αντοχή στις σκληρές ασκήσεις, τις κακουχίες και τις εξαντλητικές πορείες, γεγονός που προκάλεσε την προσοχή του διοικητή του, που τον προσέλαβε στην ακολουθία του. Μετά τη συμπλήρωση του απαραίτητου χρόνου υπηρεσίας ως εθελοντής, μπαίνει στη Σχολή των Υπαξιωματικών από την οποία αποφοιτά με το βαθμό του ανθυπολοχαγού του Πεζικού το 1887.
Ήταν εύσωμος, μάλλον ψηλός, ευθυτενής με αετίσιο και ζωηρό βλέμμα, με πλούσια μαλλιά, με πυκνά φρύδια, που κάλυπταν τα ζωηρά και εκφραστικά γαλανά του μάτια. Διατηρούσε το υπογένειο της εποχής εκείνης. Κρατούσε μαστίγιο στο χέρι, φορούσε «υποδήματα εφίππου» με σπιρούνια και ήταν άριστος ιππέας. Στους δε Βαλκανικούς Πολέμους είχε ένα μεγαλόπρεπο μαύρο άλογο και γι΄αυτό από τους ευζώνους του ονομάστηκε «Μαύρος Καβαλάρης».
Ήταν πνεύμα ανήσυχο, που ήθελε να ικανοποιεί κάθε γνώση. Μελετηρός, τον έβρισκες πάντοτε μεταξύ στρατώνα, βιβλιοθήκης και σπιτιού. Αγνός στο ήθος, σώφρων, ασκητικός, κύριος των κινήσεών του, επιβλητικός, που έκανε εντύπωση σε όλους. Προικισμένος με αξιο θαύμα στη φιλομάθεια, εκτός της στρατιωτικής και της πολιτικής ιστορίας, είχε σε άριστο βαθμό γνώσεις αρχαιολογίας. Όταν ομάδα Γερμανών αξιωματικών επισκέφθηκε την Αθήνα το 1890, ήταν ο μόνος νεαρός αξιωματικός που γνώριζε γερμανικά και ανέλαβε να τους ξεναγήσει στους αρχαιολογικούς χώρους όπου τους κατέπληξε με την ευρυμάθεια του, έτσι ώστε να νομίσουν οι Γερμανοί αξιωματικοί ότι ήταν καθηγητής της Αρχαιολογίας.
Είχε εξαιρετικές διοικητικές ικανότητες. Μελετούσε το χαρακτήρα και την ψυχολογία των υφισταμένων του μπαίνοντας στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, που μελετούσε με ενδιαφέρον και με στοργή. Κατακτούσε τις καρδιές των ανδρών του και με το παράδειγματου τους παρέσυρε προς τη δόξα και το θάνατο. Αγνός, ηθικός, τίμιος, γενναίος μέχρι υπερβολής αψηφούσε τους κινδύνους, όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Γνώριζε καλά να προσεγγίζει τις στιγμές αυτές ο Βελισσαρίου, ώστε στις κυριότερες μάχες των πολέμων 1912-1913 να χρησιμοποιεί τη στρατιωτική του μεγαλοφυία και το έμψυχο υλικό του, το οποίο αυτός είχε προπαρασκευάσει και διαμορφώσει από τη δύσκαμπτη και δυσδιοίκητη μάζα των ορεσίβιων τσολιάδων στην ενδοξότερη δύναμη του ελληνικού στρατού, ετσί ώστε να παραμείνει σαν ίνδαλμα ο αθάνατος τσολιάς.
Λένε μετέπειτα κριτικοί για αυτόν: «Δεν ήτο απλώς ένας ηρωικός μαχητής ο Ιωάννης Βελισσαρίου. Την έμφυτον ορμητικότητα του συνεδύαζεν ούτος με την σωφροσύνην, και με την πατρικήν του μέριμναν περί των υπό τας διαταγάς του ανδρών. Δεν τους παρέσυρεν ασκόπως εις ουσίας άνευ λόγου. Όταν όμως ή τακτική κατάστασις το επέβαλεν, ετίθετο αυτός ο ίδιος επίκεφαλής και με το παράδειγμα της αταραξίας και της περιφρονήσεως του κινδύνου ηλέκτριζε τους άνδρας του και τους καθίστα και αυτούς ήρωας. Διότι ήτο μελετητής της Ιστορίας και της τακτικής, είχε δε συγγράψει πολύτιμα στρατιωτικά συγγράμματα. Απετέλη δηλαδή τον τέλειον τύπον ηγήτρος, ο οποίος εμπνέει λόγω γνώσεων και πείρας εμπιστοσύνην και σεβασμόν, αλλά και αγάπην εις τους υπ’ αυτόν. Ανεδείχθη ούτω ο Ιωάννης Βελισσαρίου ως μία εκ των μάλλον αντιπροσωπευτικών στρατιωτικών φυσιογνωμιών της νεωτέρας Ελλάδος, κατά πάντα αντάξια των αθανάτων προτύπων αρετής των αρχαίων ημών προγόνων».
«Το πολεμικόν σύνθημα, το οποίον καθιέρωσεν ο Βελισσαρίου, «Ταχύτης, ορμή», ή το συμφυές με την ορμητικήν ιδιοσυγκρασίαν, αλλά και απαύγασμα βαθείας μελέτης και ακριβούς γνώσεως του Εθνικού χαρακτήρα και της πολεμικής τέχνης».
Με αυτές τις αρχές ο Βελισσαρίου (έχει το βαθμό του ανθυπολοχαγού από το 1887) έλαβε μέρος στον ατυχή πόλεμο του 1897. Κατέχει με διμοιρία ανώνυμο οχύρωμα στη διάβαση της Μελούνας όπου πολεμά γενναία και δεν υποχωρεί, παρά μόνο όταν του έστειλαν γραπτή διαταγή. Έ τσι, παρέμεινε εκεί σχεδόν ένα ο λόκληρο 24ωρο, ενώ όλα τα άλλα τμήματα είχαν υποχωρήσει από το απόγευμα.
Στη μάχη της Δερβέν-Φούρκας στις 7 Μα ΐου 1897, με τη δύναμη του 3ου Λόχου του 5ου Συντάγματος καλύπτει την υποχώρηση των ελληνικών τμημάτων. Το Λόχο του Βελισσαρίου ο Τούρκος διοικητής τον υπολογίζει για δύναμη ταξιαρχίας, μην μπορώντας με μεγαλύτερες στρατιωτικές δυνάμεις να προχωρήσει. Γι΄ αυτό ο αρχιστράτηγος τότε Διάδοχος, στην έκθεση του, αναφέρει μόνο τον Βελισσαρίου μεταξύ όλων των αξιωματικών εξαιτίας της γενναιότητας και της τόλμης που έδειξε. Τον επόμενο χρόνο 1898, προάγεται σε υπολοχαγό και το 1905 σε λοχαγό.
Ο ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ Α’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Η Ελλάδα ταπεινωμένη στον πόλεμο του 1897 και εξουθενωμένη από τις πολιτικές διαμάχες, συνήλθε και ανασυγκροτήθηκε το 1910 κάτω από τη φωτισμένη ηγεσία του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος την προετοίμασε για νέα εξόρμηση, εθνική ανάταση και απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών της Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, των Νησιών και της Μ. Ασίας.
Στον κοινό τούτο πόθο της ελευθερίας των αλύτρωτων αδελφών συνταυτίστηκαν και οι από βορρά γείτονες μας, έτσι ώστε να γίνει η Βαλκανική Συμμαχία εναντίον των Τούρκων τον Οκτώβριο του 1912. Οχτώ μεραρχίες από ελληνικής πλευράς επιτέθηκαν εναντίον των Τούρκων στην Ελασσόνα και μετά στα στενά του Σαραντάπορου. Ο Βελισσαρίου τότε υπηρετεί διοικητής του 3ου Τάγματος του IV Συντάγματος Πεζικού, του οποίου διοικητής ήταν ο σύγγαμπρος του Συνταγματάρχης Ι. Παπακυριαζής.
Κατά τη μάχη του Σαραντάπορου το Τάγμα του Βελισσαρίου ήταν σε εφεδρεία, αλλά κατά την επίθεση εξόρμησε και υπερπήδησε τα δύο άλλα και έτσι βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Αφού πέρασε πρώτα από απρόσιτες κορυφές, βρέθηκε στα μετόπισθεν προκαλώντας τη σύγχυση και τη γενική υποχώρηση. Τη μάχη αυτήν τη χαρακτήρισε ο Βελισσαρίου «Δευτέραν Πλεύναν». Παρά την ευτυχή έκβαση της μάχης, μεταξύ των δύο γιγάντων αξιωματικών και συγγάμπρων, Παπακυριαζή και Βελισσαρίου, όπως αναφέρει ο στρατηγός Πάγκαλος, δημιουργήθηκε σοβαρό επεισόδιο, το οποίο λίγο έλειψε να είχε δυσάρεστες συνέπειες.
Κατά την επίθεση στο Σαραντάπορο ο Συνταγματάρχης Παπακυριαζής, στον ενθουσιασμό του πάνω, δεν καθόρισε σημείο κατεύθυνσης. Ο Βελισσαρίου τον ρώτησε: «Κύριε Συνταγματάρχα, σημείον κατευθύνσεως;». Ο Παπακυριαζής του απαντά χαριτολογώντας: «Η Κωνσταντινούπολις», χωρίς να νομίζει ότι ο Βελισσαρίου θα το μετέφερε. Ο Βελισσαρίου, όμως, με τη βροντώδη φωνή του, στράφηκε προς τους λοχαγούς του και επανέλαβε τη φράση: «Κύριοι λοχαγοί, σημείον κατευθύνσεως η Κωνσταντινούπολις». Αυτό θεωρήθηκε ειρωνεία από τον Παπακυριαζή, ο οποίος, ευέξαπτος όπως ήταν, παρεκτράπηκε σε βαριές φράσεις εναντίον του Βελισσαρίου, ο οποίος, όμως, αντέδρασε με οξύτητα. Τότε ο Παπακυριαζής ξιφούλκησε, για να του επιτεθεί. Ατάραχος, όμως, ο Βελισσαρίου του είπε: «Σε ατενίζω ως ο Ζευς από του Ολύμπου», εννοώντας ότι ατάραχος και γαλήνιος, με το ολύμπιο βλέμμα του, καθόλου δε θορυβείται από την ξιφούλκηση του μανιασμένου Συνταγματάρχη του.
«Στη στεριά δε ζει το ψάρι ούτ’ ανθός στην αμμουδιά και οι Σουλιώτισσες δε ζούνε δίχως την ελευθερία».
Ο Βελισσαρίου συμμεριζόμενος τις κακουχίες έδινε θάρρος, ανακούφιζε και τόνωνε με την πατρική του στοργή τους ευζώνους του και, βρίσκοντας την ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του καθενός, τους έδινε ό,τι είχαν ανάγκη. Χαρακτηριστικό ήταν το παράδειγμα ενός φτωχού εύζωνα που έχασε την κατσίκα του (το πληροφορήθηκε από γράμμα της γυναίκας του) και του έδωσε το αντίτιμο για να την αναπληρώσει, έτσι ώστε να μη σκέπτεται ο στρατιώτης τα προβλήματα του σπιτιού του. Τώρα πλέον βρισκόμαστε στην εξιστόρηση των τελευταίων φάσεων του αγώνα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, 19-21 Φεβρουαρίου 1913.
Τα δύο ευζωνικά τάγματα υπό τον Βελισσαρίου και Ιατρίδη έδιωξαν τον εχθρό, που μαχόταν και υποχωρούσε με το πλεονέκτημα, όμως, ότι καλυπτόταν από τέλματα και τάφρους κατά την υποχώρηση, πράγμα που ανάγκαζε να βυθίζονται μέχρι τα γόνατα οι άνδρες των δύο ευζωνικών ταγμάτων. Κάτω από τις δυσχερείς αυτές συνθήκες πολεμώντας ο Βελισσαρίου και προπορευόμενος του Ιατρίδη τον παρέσυρε στο απροχώρητο, όπου καταλαμβάνεται μετά από σκληρή μάχη ο Άγιος Νικόλαος και η Ραψίστα. Τότε ο εχθρός πανικοβλήθηκε και έφυγε προς την πόλη των Ιωαννίνων, όπου «μετέφερε» τον πανικό.
Ο αντικειμενικός σκοπός, όμως, της φάλαγγας Γιαννακίτσα, ήταν η μέχρι Ραψίστα κατάληψη της περιοχής για τις 20 Φεβρουαρίου. Η διαταγή επιχειρήσεων που στάλθηκε προς τον Βελισσαρίου να εγκαταστήσει προφυλακές εκεί (Ραψίστα) ευτυχώς δεν έφθασε ποτέ, γιατί η Διοίκηση της Φάλαγγας δεν μπορούσε να παρακολουθήσει και να φανταστεί την ταχύτητα του Βελισσαρίου.
Ο Βελισσαρίου τότε εγκατέστησε προφυλακές, απέκοψε τις επικοινωνίες της πόλης των Ιωαννίνων με το Μπιζάνι και συνέλαβε πολλούς αιχμαλώτους, τους οποίους έκλεισε στον περίβολο του Αγίου Ιωάννη. Έπειτα, ζήτησε ενισχύσεις από τον διοικητή της Φάλαγγας, ο οποίος έκπληκτος βρισκόταν σε απορία, τι να κάνει μπροστά στο τολμηρό εγχείρημα του Βελισσαρίου. Η τύχη, όμως, βοηθά τους τολμηρούς και στην προκειμένη περίπτωση δόξασε τον Βελισσαρίου και τον έκανε πρωταθλητή της νίκης των Ιωαννίνων και ελευθερωτή.
Αλλά ας δούμε πώς ο ίδιος περιγράφει τα γεγονότα. Να λοιπόν το επίσημο κείμενο της έκθεσης του.
Επίσης απέστειλα τον ανθυπασπιστήν των πολυβόλων Μπάφαν, έφιππον προς την οδόν Φιλιππιάδος το πρώτον, καθ’ όσον η της Ραψίστης δια μέσου τελματώδους πεδιάδος, ή το δύσκολος την νύκτα, ίνα πληροφόρηση παν ημέτερον στράτευμα περί της εκεί παρουσίας μας και με την παράκλησιν να πλησιάσουν. Αλλ’ επέστρεψεν άπρακτος μετ’ ολίγον, διότι η οδός εκείνη εφρουρείτο υπό των Τούρκων του Μπιζανίου. Μετά ταύτα τον απέστειλα προς Ραψίσταν παρά τω κ. Διοικητή, παρ’ ώ ο 3ος λόχος μου και το τάγμα του 17 Πεζικού συντάγματος.
Τότε λέγω προς τον κ. Ιατρίδην, ότι εις εξ ημών ανάγκη να τους συνοδεύση είς Εμίν Αγά, όπως διευκολύνει την ταχυτέραν δια των προφυλακών διέλευσιν των άνευ βραδύτητας, λόγω της εξαιρετικώς κρισίμου θέσεως μας, (είχομεν οπίσω μας και δεξιά τον όγκον των τουρκικών στρατευμάτων), και πριν η εξημερώσει και την αντιληφθούν. Απεφασίσθη να τους συνοδεύσω εγώ, επιβάς την ην είχον αμάξης με τά των λοιπών τριών.
Αφιχθέντος εις τας προφυλακάς Μπιζανίου, επί της οδού, εγενόμεθα δεκτοί δια πυροβολισμών παρ’ αγρίου σκοπού πυροβολούντος και κραυγάζοντας «Ντουρ» ενώ 4 σφαίραι εσύριζον εις τα ώτα μας, κατέρχεται ο υπολοχαγός Ρεούφ προχωρών μόνος και με κόπον επιτυγχάνει να πείση τον σκοπόν να ησυχάση. Ελθόντος εν τέλει του αρχιφύλακος, διευκολύνθη η διέλευσις, αφού εξηγήθη, ο σκοπός της αποστολής και ούτω ανενόχλητοι πλέον αφίχθημεν εις τας ημετέρας του Αυγού προφυλακάς, ένθα ετηλεφώνησα εις Εμίν Αγά, ζητήσας και αυτοκίνητον προς ταχυτέραν μετάβασιν, όπερ και εγένετο.
Άρα λοιπόν, η κατάληψη και παράδοση των Ιωαννίνων προήλθε από τη θυελλώδη ορμή του Βελισσαρίου και περιορίστηκε η παραπέρα αιματοχυσία τη σκοτεινή εκείνη νύχτα. Όλες οι ενέργειες που έγιναν τη νύχτα εκείνη είναι αποτέλεσμα της αστραπιαίας ταχύτητας και ετοιμότητας του Βελισσαρίου. Τις στιγμές αυτές, η προ της πόλεως των Ιωαννίνων παρουσία του έδρασε ψυχολογικά στον διοικητή των Τούρκων Εσσάτ πασά, ώστε να προτείνει την παράδοση, ενώ ακόμη οι οχυρές θέσεις των Τούρκων Μπιζανίου - Καστρίτσας - Σαδοβίτσας ήταν στα χέρια των Τούρκων, όπου μπορούσαν να μάχονται.
«Βελισσαρίου, είσαι άξιος ραπίσματος, αλλά και φιλήματος. Εγώ αρκούμαι εις το φίλημα».
Ο ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Αλλά ας δούμε σύντομα ποια ήταν η πολεμική πορεία και το ένδοξο τέλος του Βελισσαρίου, το οποίο πολύ σύντομα (μετά από 5 μήνες) καλύφθηκε με ένδοξες δάφνες εθνικού μεγαλείου. Δεν επιτρέπουν ανάπαυση οι στιγμές τις οποίες περνάει η πατρίδα. Οι Βούλγαροι άρχισαν τις εχθροπραξίες στη Θεσσαλονίκη. Ενώ νέες πολύνεκρες μάχες γίνονται βόρεια της πόλης, όπου και ο στρατός της Ηπείρου βρίσκεται εκεί. Το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων προχωρεί προς τη μάχη.
«Δεν έχομε καιρό για ασπασμούς, έχουμε να εκδικηθούμε τα αδέλφια μας, που σφάζει ο Βούλγαρος. Καλήν αντάμωσιν».
Και στρεφόμενος προς τον επιτ/ρχην ο ήρως προσέθεσε:
Η κατάσταση ήταν κρίσιμη τόσο στο παρακείμενο Κιλκίς όσο και στο Λαχανά, που βρίσκεται ο Βελισσαρίου και μάλιστα στους πρόποδες του φοβερού πράσινου λόφου, ο οποίος ήταν αντάξιος του Μπιζανίου, «φύσει οχυρωτά του», με διπλές σειρές από βαθιά ορύγματα και ισχυρά πυροβολεία. Το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων, εκτός του ηρωικού θανάτου του ταγματάρχη Ιατρίδη, είχε απώλειες και το 1/3 των διοικητών των λόχων. Την επίθεση κατά της «φύσει και θέσει» οχυρός θέσης, που θα έκρινε και τη μάχη του Κιλκίς, την έκανε ο Βελισσαρίου με τέσσερεις λόχους του Τάγματος του και με άλλους δύο του ακέφαλου Τάγματος του Ιατρίδη. Την περιγράφει δε ο παρευρισκόμενος εκεί επιτελής της Μεραρχίας:
Αμέσως όλοιοι λόχοι ώρμησαν με τον Βελισσαρίου πρώτον. Η γραμμή των εορμώντων λόχων, με τας απαστράπτουσας υπό τον ήλιον υπερχιλίας λόγχας, ωμίαζεν με χαλυβδίνην ταινίαν, και με πυρίνην ρομφαίαν, η οποία απειλητική επήρχετο εναντίον των εχθρικών ορυγμάτων.
Πριν αυτή φθάση εις απόστασιν 150 μέτρων περίπου και καθ’ ην στιγμήν το πυροβολικόν μας ηναγκάζετο να επιμηκύνη την βολήν του, οι αμυνόμενοι εγκατέλειψαν τα χαρακώματα φεύγοντες, ολίγοι κατ’ αρχάς, αθρόως βραδύτερον. Όταν οι αλαλάζοντες εύζωνοι του Βελισσαρίου επλησίαζοντας προσβάσεις των και τους έπληττον δια λογχών, ο Βελισσαρίου ανελθών επί λίθου εκράτη την σημαίαν την εκίνη και εφώναζεν:
Ο Βελισσαρίου, όμως, και ο Συνταγματάρχης Παπαδόπουλος ήταν υπέρ της καταδίωξης μέχρι το Στρυμόνα και της κατάληψης των γεφυρών, Κουμάριανης και του Όρλιακο. Ο Βελισσαρίου, όμως, προχώρησε μέχρι του τελευταίου υψώματος στο Μπάς κιόϊ. Από εκεί στις 26 Ιουνίου λαμβάνει διαταγή να καταλάβει τη διάβαση του Δεμίρ Κάπου, ύψ. 1.604, στο όρος Μπέλες.
Ο Βελισσαρίου ενήργησε πάλι αστραπιαία και επιτέθηκε ακάθεκτα εναντίον των Βουλγάρων, τους οποίους, μετά από σκληρό αγώνα, ανάγκασε να τραπούν σε φυγή. Ανέβηκε στο ύψωμα Πιλάφ-τεπέ και καταδίωξε τους Βουλγάρους μέχρι Κοζοβίτσας Ασάρ.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΕΛΙΣΣΑΡΙΟΥ
Έτσι λοιπόν, στη νέα αυτή φάση των αγώνων του Έθνους, αδιάκοπα από τις 19 Ιουνίου μέχρι τις 7 Ιουλίου μαχόμενος βρίσκεται πριν από τα στενά της Κρέσνας. Στη στενωπό αυτή που οδηγεί προς την Άνω Τζουμαγιά, είχαν οργανωθεί οι Βούλγαροι αμυντικά και συγκεκριμένα στη βόρεια έξοδο της Κρέσνας, όπου «φύσει και θέσει» υπάρχει το οχυρό-Ρούζ-κεν Σιμιτλί Πόρογκος Μαχαλάς. Επίσης ο βουλγαρικός στρατός, είχε υπέρμετρα ενισχυθεί από δυνάμεις που μετακίνησε από το Σερβοβουλγαρικό μέτωπο, αλλά και από δυνάμεις που υποχώρησαν μετά τις μάχες του Κιλκίς-Λαχανά. Έτσι, οι Βούλγαροι προετοιμάστηκαν από τις οχυρές αυτές θέσεις να ενεργήσουν επίθεση κατά του προελαύνοντος Ελληνικού Στρατού.
Πέρα από τις παραπάνω Βουλγαρικές δυνάμεις, προστέθηκε και το επίλεκτο Σύνταγμα της Βασιλικής Φρουράς του Φερδινάνδου. Λόγω της κρίσιμης κατάστασης που υπήρχε και με την προοπτική της διαφαινόμενης σύναψης ειρήνης, οι Βούλγαροι ήθελαν να κατοχυρώσουν περισσότερα εδάφη. Έτσι, ήταν της μοίρας γραφτό να λάβουν μέρος στη φονική αυτή μάχη προ της Άνω Τζουμαγιάς τα δύο γενναιότερα και ενδοξότερα τμήματα και από τα δύο μέρη, το 1/38 Σύνταγμα Ευζώνων και το Σύνταγμα της Βασιλικής Βουλγαρικής Φρουράς.
Στις επιθέσεις αυτές στις 12 Ιουλίου, οι εύζωνοι του Βελισσαρίου πραγματοποιούν βαθιές «σφήνες» μέσα στα εχθρικά τμήματα, που τα μεταγωγικά του Ελληνικού Στρατού είναι αδύνατο να τους παρακολουθήσουν για εφοδιασμό νέων πυρομαχικών. Αυτοί στρεφόμενοι προς τον ταγματάρχη τους του έλεγαν: «Δεν έχομεν πυρομαχικά». Και τότε ο ηρωικός ταγματάρχης, που ήταν πάντοτε έτοιμος να δώσει λύση και στις πιο κρίσιμες στιγμές του αγώνα είπε: «Και δεν υπάρχουν πέτρες;». Τότε άρπαξε ο ίδιος έναν ογκώδη λίθο και επιτέθηκε. Αστραπιαία όρμησαν και οι εύζωνοί του πετώντας πέτρες στους Βουλγάρους, με αποτέλεσμα πάρα πολλοί από αυτούς να σκοτωθούν από τις πέτρες.
Δεν καταλήφθηκε, όμως, στις 12 Ιουλίου, αν και τα τμήματα εξακολουθούσαν να μάχονται μέχρι την 21η ώρα. Δύο μυθικοί ήρωες, ο λοχίας Τόλιας και ο εύζωνας Μακρίτας, στην παραζάλη της επίθεσης και μεθυσμένοι από την άτακτη υποχώρηση των Βουλγάρων, τους ακολούθησαν καταδιώκοντας τους κατά πόδας, γιατί νόμιζαν ότι τους παρακολουθούσαν τα τμήματα τους. Έτσι, έφθασαν μέχρι την κορυφή, αλλά βρήκαν ένδοξο θάνατο. Τους βρήκαν την επόμενη μέρα (13/7/1913) οι δικοί μας διάτρητους από τα εχθρικά βόλια. Οι αντίπαλοι παραμένουν στις θέσεις τους. Οι μεν Βούλγαροι συγκέντρωναν περισσότερες δυνάμεις, ενώ οι δικοί μας ήταν δύσκολο να στείλουν ενισχύσεις, παρά τις απεγνωσμένες παρακλήσεις του συνταγματάρχη Παπαδόπουλου, όπως φαίνεται στην αναφορά του προς την VI Μεραρχία:
Στις αιτήσεις αυτές των μαχομένων δεν στάλθηκε καμία ενίσχυση, αλλά ούτε ένα φυσίγγι. Αντίθετα, για απάντηση έλαβαν επιτιμητική διαταγή ακατανόητη για τις κρίσιμες αυτές στιγμές. Η θέση λοιπόν των δικών μας είχε φθάσει να είναι από δύσκολη μέχρι τραγική και με αυτές τις συνθήκες άρχισε ο αγώνας στις 13 Ιουλίου, της τελευταίας ημέρας της ζωής του Βελισσαρίου. Οι Βούλγαροι από πλεονεκτική θέση άρχισαν στις 13 Ιουλίου το πρωί σφοδρές επιθέσεις κατά των ευζωνικών τμημάτων του Βελισσαρίου. Αποκρούστηκαν, όμως, όλες από τα τμήματα του που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή.
Γράφει ο κριτικός του πολέμου για τη μάχη αυτή:
Πώς, όμως, φονεύθηκε και ποιες οι τελευταίες στιγμές του;
«Εξημέρωσε θολή και αγρία η ήμερα, πιο μαύρη από την νύκτα, σύννεφα καταμέλανα εις μεγάλους όγκους κυλίονται προς την Ροδόπην. Ου δέν μετήλλαξεν. Την σκοτεινιά της νυκτός διαδέχεται ή μαυρίλα της ημέρας. Στη σκοτεινιά εκείνης μεσ’ το διάστημα δύο αστραπών, μιας του ουρανού και μιας ενός κανονιού έφυγε ο Κολοκοτρώνης. Στή μαυρίλα του αίματος που έχυσε η σκοτεινιασμένη ημέρα επνίγη το άλλο όνομα που εδόξασε τόσον την πατρίδα χωρίς και δι’ αυτό να αποθάνη, ευρισκόμενος ακόμη εκεί με διεύθυνσιν προς την Γράδοβαν επί των δυτικών πορειών του υψώματος 1378.
Κατέχομεν ακόμα τας θέσεις που με τόσον αίμα διετηρήσαμεν αφ’ εσπέρας. Ακόμη εκεί δίπλα μας εκοίτοντο τα πτώματα των φονευθέντων. Δεξιά και επάνω μόλις διεκρίνετο το ύψωμα και αι δυτικαί πλευραί καθισμέναι και εκείναι με το αίμα που εχύθη στο διάστημα των πέντε νυκτερινών εφόδων της προηγουμένης. Κάτω και αριστερά ήπλουντο σαν ογκώδεις ανοιγμένοι δάκτυλοι επιμήκεις ανώμαλοι γήινοι ραβδώσεις αρχόμενοι χίλια μέτρα αριστερά της κορυφής από των θέσεων μας. Το 8ον καί 9ον ευζωνικόν ετήρουντας προφυλακάς με όψιν προς το ύψωμα. Πεντήκοντα μέτρα δεξιώτερον και όπισθεν άλλης συστάδος ο λόχος του Καζα νά εξηπλωμένος ως μόνη εφεδρεία. Άνωθεν των δένδρων ένας τάφος ανοιγμένος και πλαγίως ένας νεκρός της προηγουμένης.
Ο νεκρός του Κολοκοτρώνη είναι κατάστικτος εκ των βολίδων. Πριν εισέτι το φως της νέας ημέρας αρχίση τον προπέμπουν ο Συνταγματάρχης, ο Βελισσαρίου, ο Βασιλούκης και δύο τρεις αξιωματικοί των. «Στο καλό φίλε μου!» δακρύζει ο Συνταγματάρχης, «Στο καλό Κολοκοτρώνη και καλήν αντάμωσιν σε λίγο!» ακούγεται κάπως πένθιμα η φωνή του Ταγματάρχου Βελοσσαρίου. Τον επιπλήττει γλυκέως ο άλλος. Γύρω οι άδειες κάσσες των φυσιγγίων ο μιλούν δια τη μάχη της προηγουμένης, τους νεκρούς των, τους τραυματίας. Ο Παπαδόπουλος σκεπτικός, ο Βελισσαρίου σοβαρός, ο Τυρογιάννης ο γενναίος υπολοχαγός αστείος, επέρασεν ως ένα τέταρτον σιγής και άρχισαν και πάλιν οι οβίδες να θραύωνται πλησιέστερον.
Σαν ανήσυχος και περίεργος ο Βελισσαρίου εσηκώθη έκανε τρία βήματα δεξιά, τρία αριστερά. Αι οβίδες έσκασαν γύρω του πυκνά. «Γιατρέ, είπε, να δίωξης τους τραυματίες». Έπειτα κάπως απότομα έστρεψε το κεφάλι προς τα οπίσω και αποτεινόμενος προς τους σαλπιγκτάς είπε: «Τί ημέρα έχομεν;» «Δέκατρεις του μηνός» είπε εις των σαλπιγκτών, ενώ ο Τυρογιάννης κλείον τον ένα οφθαλμόν έσπευσεν να διορθώση «δώδεκα» ο δε Βελισσαρίου αφηρημένος ως προσέχων άλλου εδέχθη χωρίς αντίρρησιν. «Ναι δώδεκα». Πόσον διέψευσε και των δύο τους λόγους η μοίρα!
Εις την χάλαζαν των σφαιρών των πολυβόλων και των οβίδων του εχθρού την ενδεκάτην ώραν 60 εκτός μάχης. Ιατρός, νοσοκόμοι διεκόμιζον τους ζώντας τραυματίας εις τα μετώπισθεν. Αι τάξεις των γενναίων ηραιώνοντο, αυτός άκαμπτος, μεγαλοπρεπής, όρθιος οδήγη τους ήρωας του προς τον θάνατο μη υποχωρών. Όρθιος εξώρμα με το μαστίγιον εις τας χείρας και ήτο μεγαλοπρεπής και αγρίως ωραίος. Δεν είναι δυνατόν να μιμηθεί κανείς τον τόνον και αδύνατον να παραστήσει την επίδρασιν. Η φωνή του ηλέκτριζε και έκαμνε τον θάνατον γλυκύν.
Το αναλογίζομαι ακόμη μετά του ιδίου ρίγους και συγκινήσεως που πάντοτε εδοκίμασα. Οι διακόσιοι πεντήκοντα εναπομείναντες γύρω του, από το ηρωικό του τάγμα, εχρειάζοντο ενθάρρυνσιν και έδιδε το παράδειγμα, εκτεθειμένος εντελώς ακάλυπτος εις το επαναληφθέν πυρ του εχθρού, το όποιον τώρα, ότε αι θέσεις εγένοντο καταφανείς, επήρχετο ακράτητον και έπιπταν διαρκώς αι οβίδες, και ετραυματίζοντο ευχαριστημένοι ίσως τώρα υπό τα όμματα του αρχηγού των. Αι τάξεις των ανδρών του αραιώνονται επικινδύνως.
Αλλ’ ιδού μία δύο οβίδες, η μία κατόπιν της άλλης έσπασαν υπεράνω της κεφαλής του μένει όμως ακλόνητος. Ουδέ κατά βήμα μετήλλαξε θέσιν. Τρίτη, μη διαρραγείσα, μεθ’ ορμής εισέδυσε έμπροσθεν του βαθύτα τα ανατινάξασα ολόκληρα τμήματα πηλού και κονιορτού συγχρόνως, όστις τον κατεκάλυψε. Ο Ηλιού εν νεφέλαις δεν θα ήτο περισσότερον ατάραχος! Ανέμενε έως ου κατέπεσε ο κονιορτός και τώρα γαλήνιος απετάθη προς τους στρατιώτας.
Ο Ταγματάρχης εκυλίετο εις την κλιτήν. Έπεσεν εκείνος με τας λέξεις: «Α! Καζανά, έπεσα». Διατηρώ στην ψυχή μου το παράπονόν μου και κάποιαν μνησικακίαν κατά του Καζανά δια την προτίμησιν(!). Ο Ταγματάρχης μου, όστις με περιέβαλλε με τόσα δείγματα εκτιμήσεως, την στιγμήν που μόνον εμού ίσως είχε ανάγκη την συνδρομήν να ζήτηση, αντί να στραφεί προς εμέ απετάνθη προς τον λοχαγόν του. Αλλά τί ημήν εγώ εν σχέσει προς τον ήρωα λοχαγόν του 4ου λόχου, που εχάνε το διώκων και κατακεραυνών τον εχθρόν εις πάν παράγγελμα;
Στο πρόσωπο μου εκεραύνου όλας τας αναξιότητας αυτός που ήξευρε ότι για το τάγμα του αυτός ήτο η νίκη, η ασφάλεια και ουχί τα εις χείρας όλων όπλα. Τον έσυρα με τά κόπου βαρύν προς τα δένδρα. Ο Παπακωνσταντίνου, οι σαλπιγκταί του με έβοήθησαν. Διήνοιξα τα ρούχα του. Μια πληγή άνευ εξόδου κάτωθεν της δεξιάς κλειδός έχυνεν αιμορροούσα ηπίως. Η βολίς είχε εισδύσει εις τον πνεύμονα. Του προσεφέραμεν πάσαν βοήθειαν. Δις εις ελάχιστον χρόνον είχε λιποθυμήσει και δις συνήλθε. Ισχυρά δύσπνοια ομίλη προφανώς περί εσωτερικής αιμορραγίας.
Ανήσυχος διαρκώς ο νους του εστρέφετο ακόμη προς την μάχην, ενώ με πρόχειρον φορείον τον απεμακρύνα μεν απ’ αυτήν. Με την πρώτην απομάκρυνσίν μας οι άνδρες του λόχου ήρχισαν πυρά ομαδόν. Αντετάσσοντο προς τον επερχόμενον θάνατον πιστεύοντες ότι ούτω θα εξεδικούντο. Ουδεμία δύναμις ηδύνατο να τους συγκράτηση. Όλοι εζήτησαν τον θάνατον. Ποια δύναμις εχθρική ήτο ικανή να αντιμετώπιση τους συντρόφους του Βελισσαρίου; Τί ήτο η ζωή άνευ του ηρωός των; Όπισθεν μιας προεξοχής του εδάφους εσταματήσαμεν. Εφαίνετο ωχρός και ολίγον ήσυχος, παρεπονείτο όμως ότι τα χέρια του κουράζονται. «Δεν είναι τίποτε» είπα, μου απάντησε: «Δεν είναι άλλως τε γραφτό να κουρασθούν αυτά τα χέρια... Γιατρέ! πολύ φοβούμαι πως δεν θα ξαναϋπηρετήσω την Πατρίδα. Μόνον εκείνη δεν κουράζει τον θέλοντα να την υπηρέτηση».
Ένας σύνδεσμος περνά βιαστικός ζητώντας τον Ταγματάρχην. Πριν λάβει απάντησιν διακρίνει τον μανδύαν του. «Α τραυματισμένος δυστυχία μας!». Πήγαινε λεβέντη μου επάνω. «Είναι άλλος Διοικητής τώρα, λέγει. Μη φοβάσαι όμως. Να ξεκουρασθώ λιγάκι και το βράδυ θα είμαι πάλι κοντά σας». Ωμίλησε πολύ και νέα δύσπνοια με ανησυχίαν. Ένας βήχας έφερε λιποθυμίαν. Συνήλθε και πάλιν. «Πώς πάνε τα παιδιά πάνω, ρωτά». Μείνετε ήσυχος θα σας εκδικηθούν εκείνοι». «Ω το πιστεύω θα νικήσητε, θα φθάσετε στη Σόφια. Τί κρίμα να μην είμαι και εγώ κοντά σας όπως και στα Γιάννενα!». Ημιέκλεισε τα μάτια του. Εκκινήσαμεν εκ νέου. Εκείνος καθήμενος επί του φορείου είχε τας χείρας του υψηλά και με περιέβαλε δια της δεξιάς «Α! Να έτσι είναι καλά, μπράβο σαλπιγκταί μου, αλλά που είναι ο Βλάχος;»... «Α! ξέχασα Γιατρέ στο στόμα ήταν τραυματισμένος». «Ναι αλλά μην ομιλείτε σας κάμνει κακό» «Α γιατρέ ευρήκες τη δύναμη σου, σ’ ακούω, να που ήλθε και η αράδα σου να διάταξης.
Σ’ ακούω, όπως και συ τόσον καιρό». Αίφνης ωχρία σε μέχρι λιποθυμίας. Εφάνη να συνέρχεται. Τα χείλη του εψιθύρισαν. «Ναι! Στη Σόφια. Στη Σόφια, όπως είπαμε. Το τελευταίο ταξίδι δεν φαίνεται να είναι... το πιο τυχερό!». Εκκινήσαμεν εκ νέου όπως πριν. Η πληγή αιμορροούσε, ολίγον ακουμβούσε επί του στήθους μου και αιματωμένος ο επίδεσμος έβρεχε την χλαίνην, την οποίαν διατηρώ αιματωμένην. Η ωχρότης επεχύθη επί του προσώπου του. Τον ενόμισαν νεκρόν και όπως κατεβίβασα το χέρι του από τον ώμον μου δια να τον κατακλίνω έθεσα σ’ αυτό ένα κρυφό φίλημα. Ήνοιξε όμως τα μάτια του και ως αισθανθείς την θέσιν του κοι τάζοντάς με κατάματα με ηρώτησε με έσβεσμένη την φωνή «Τί είναι Γιατρέ. Το νεκροφίλημα;».
Εκοκκίνησα, έσπευσα να δικαιολογηθώ κάπως παιδιάστικα. «Όχι, αλλά ξεύρετε πρέπει να γυρίσω πίσω στο τάγμα μας. Να εδώ είναι ο Γιατρός του Συντάγματος. Θα φροντίση καλλίτερα εκείνος». «Καλά έχεις δίκαιο. Εξέχασα ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα να σε κρατήσω πλέον. Ανήκεις στο τάγμα. Πήγαινε γιατρέ μου τώρα σε ευχαριστώ». Σε λίγο ήρθε ο Συνταγματάρχης σύνοφρυς. Του παρέδωσα, τας διόπτρας του και το περίστροφόν του. Έφυγα ρίπτων ένα τελευταίον βλέμμα χωρίς να έχω το θάρρος να του ευχηθώ καλήν αντάμωσιν. Θα ήτο το μόνον ψέμα αφ’ ό του υπηρέτησα υπό τας διαταγάς του. Τρεις ώρας αργότερον ο υψιπέτης αναβάτης του Δεμίρ Κάπου κατήρχετο προς τον θάνατον. Την θλιβεράν είδησιν έφερεν εις το τάγμα εις των Σαλπιγκτών. Εξεψύχησεν με τας λέξεις που και πριν είχεν ειπεί:
(Γράδεβον, 20 Ιουλίου 1913
Κ. Μπούκουρας Ιατρός Τάγματος).
«Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων».
(Κωνσταντίνος - Βασιλεύς των Ελλήνων).
«Εμπρός και πάντοτε εμπρός ήταν το σύμβολο σου. Όσαι μάχαι και τόσα στεφάνια νίκης, το απόρθητο Σαραντάπορο, οι οξείς βράχοι της Αετοράχης, τα θρυλικά Γιάννενα, το ανδροκτόνο Κλέπε, ή Λιγκοβάνη, τα βαθειά χαρακώμα τα του Λαχανά, τα χαλύβδινα στενά του Δεμίρ-Χισάρ, η ματωμένη και λαβυρινθώδης Κρέσνα, τα ερυθρά υψώματα της Τζουμαγιάς το 1378 όλα σκύβουν ταπεινά και με ευλάβεια προσκυνούν την μνήμη του μεγάλου πορθητού και θα διαλαλούν απόγενεάς εις γενεάν το θριαμβευτικόν πέρασμα του μαύρου Καβαλλάρη. Πάντοτε ταχύς, ορμητικός σαν θύελλα σκόρπιζες κεραυνούς και έδρεπες δάφνες.
Η δόξα, η πατρίς, οι Θεοί της Ελλάδος χειροκροτούμενοι ηκολούθουν το φλογερό άρμα του. Αγέρωχος και μεγαλοπρεπής στο υπερήφανο άτι του έφέρε το πτερώπους προς την αθανασίαν. Στον ιλιγγιώδη δρόμο του εσκόρπισε τόσα πτώματα εχθρού, που η Βουλγαρία με λύσσα θα ενθυμήται τον φοβερό διώκτη της. Ένδοξε και τιμημένε, ο αθάνατος θάνατος σου ακτινοβολεί σαν ήλιος σε κάθε Ελληνική ψυχή. Εκεί επάνω στους γαλανούς κάμπους των Ηλισίων η μεγάλη πατρίς και η τιμή δρέπουν ολοπόρφυρες δάφνες και πλέκουν το αμάραντο στεφάνι της δόξας και ραίνουν με ολόλευκα την σεπτήν σκιάν σου. Τιμημένε, η εθνική ευγνωμοσύνη ανεγείρει μαυσωλεία στα στήθη των Πανελλήνων και χείλη ελευθερωθέντων σκλάβων ψάλλουν το αιωνία η μνήμη».
Η λαϊκή Μούσα των συμπολεμιστών του αφιέρωσε το παρακάτω τραγούδι:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου