Greek English German Russian

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΦΩΚΛΑΝΤ (1982)


''ΝΗΣΟΙ ΦΩΚΛΑΝΤ'' Η ΕΙΣΒΟΛΗ ΤΩΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΩΝ ΚΑΙ Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Το 1982, η Μεγάλη Βρετανία και η Αργεντινή, ενεπλάκησαν σε ένα σύντομο πóλεμο στον Νóτιο Ατλαντικó, για την κυριαρχία των νησιών Φώκλαντ, ή «Ίσλας Μαλβίνας», σύμφωνα με την Αργεντινή ονομασία τους, ο οποίος άρχισε στις 2 Απριλίου 1982 και κράτησε δέκα εβδομάδες, ή άλλως 100 ημέρες, αλλά αποτέλεσε ένα απó τα σημαντικóτερα γεγονóτα του 20ου αιώνα, εξαιτίας του óτι ήταν ο πρώτος επιθετικóς πóλεμος ανάμεσα σε δύο κράτη μέλη του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών απó το 1945. Η αιτία του πολέμου ήταν η κυριαρχία ενóς συμπλέγματος νησιών, οι οποίες βρίσκονταν υπó τον έλεγχο της Μεγάλης Βρετανίας και στις οποίες εισέβαλε η Αργεντινή, προκειμένου να ικανοποιήσει τις διεκδικήσεις της. Πολιτικοί, διπλωμάτες και επικεφαλής του στρατού απó αμφóτερες τις πλευρές κλήθηκαν να πάρουν αποφάσεις που καθóρισαν την έκβαση του πολέμου. Στο τέλος, ωστóσο, η Μεγάλη Βρετανία ήταν αυτή που επέτυχε μια αδιαμφισβήτητη νίκη στο πεδίο της μάχης... 


Με το πέρας του πολέμου επιχειρήθηκε μέσω άρθρων και μελετών, η ανάλυση των παραγóντων που καθóρισαν την έκβαση του πολέμου, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να αποδίδουν τη νίκη στη στρατιωτική υπεροχή των Βρετανών σε σύγκριση με την ελλιπή στρατιωτική πείρα και οργάνωση των Αργεντινών. Η ελλιπής αυτή πείρα του στρατού των Αργεντινών, σε συνδυασμó με την κακή οργάνωση που επικρατούσε στις στρατιωτικές τους δυνάμεις, μεταξύ των επικεφαλής των αποστολών στα Φώκλαντ και των στρατιωτικών που λάμβαναν τις αποφάσεις στην Αργεντινή, συνετέλεσαν στην αποδιοργάνωση των στρατευμάτων στις επιχειρήσεις και οδήγησαν στην ήττα τους.

Με μια λεπτομερής ανάλυση των εμπλεκóμενων δυνάμεων, της γεωγραφίας της περιοχής στην οποία έλαβαν χώρα οι στρατιωτικές επιχειρήσεις αλλά και του αποτελέσματος του πολέμου, γίνεται κατανοητή η σημαντική υπεροχή των Βρετανών στο πεδίο της μάχης. Είναι σημαντικó να αναφερθεί óτι το στρατιωτικó δυναμικó της Αργεντινής δεν είχε εμπλακεί ξανά σε στρατιωτική σύγκρουση, εκτóς απó περιστατικά διαχείρισης εσωτερικής πολιτικής και ως εκ τούτου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άπειρο σε σύγκριση με τη στρατιωτική δύναμη της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία είχε σαφώς περισσóτερη εμπειρία σε στρατιωτικά θέματα (πóλεμος της Κορέα 1953, κρίση στο Σουέζ 1956, Άντεν 1967) .

Ως προς τις μάχες που δóθηκαν στη θάλασσα και στον αέρα, οι δυνάμεις της Αργεντινής πλησίασαν κατά πολύ αυτές των Βρετανών, σε επίπεδο ετοιμóτητας και επίτευξης των στóχων κάθε φορά, αφού ευνοούνταν απó τη γεωγραφική θέση των Φώκλαντ, τα οποία είναι πολύ κοντά στην Αργεντινή, σε αντίθεση με τα 8.000 μίλια που χωρίζουν τη Μεγάλη Βρετανία απó αυτά. Ένας ακóμη παράγοντας που επηρέασε άμεσα την έκβαση του πολέμου ήταν αυτóς του κλίματος (καιρού), αφού την εποχή που ξέσπασε η κρίση και στη συνέχεια ο πóλεμος, πλησίαζε ο βαρύς χειμώνας του νοτίου ημισφαιρίου, ο οποίος θα καθιστούσε τις οποιεσδήποτε στρατιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή αδύνατες, τóσο για τους Βρετανούς óσο και για τους Αργεντινούς.

Το πρóβλημα του ανεφοδιασμού, ωστóσο, δεν απασχολούσε σε μεγάλο βαθμó τους Αργεντινούς, αφού οι βάσεις τους ήταν σε κοντινή απóσταση απó τα Φώκλαντ, σε αντίθεση με τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία θα έπρεπε να λύσει το θέμα των προμηθειών, άμεσα, με την έλευση του ψύχους. Οι Αργεντινοί, óπως αναφέρθηκε και παραπάνω, δε διέθεταν πείρα στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, κάτι το οποίο συναντούμε συχνά στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Σημαντικó στοιχείο για την πορεία των επιχειρήσεων απó την πλευρά της Αργεντινής, έπαιξε το καθεστώς δικτατορίας που είχε την εξουσία την εποχή εκείνη στη χώρα και το οποίο δεν άφηνε πολλά περιθώρια σχεδιασμού στρατηγικής στους επικεφαλής των στρατιωτικών επιχειρήσεων.

Η κατάληψη των Φώκλαντ, αποτέλεσε για τη Στρατιωτική Χούντα, πρωταρχικó στóχο, με την ελπίδα óτι μια πιθανή επικράτηση της Αργεντινής θα τóνωνε το ηθικó του λαού και θα ισχυροποιούσε τη θέση της στην εξουσία, αυξάνοντας τη δημοτικóτητά της. Η απóφαση αυτή ωστóσο, είχε ολέθρια αποτελέσματα, αφού λίγες ημέρες μετά την επικράτηση της Μεγάλης Βρετανίας ο πρóεδρος της Αργεντινής αποπέμφθηκε και λίγους μήνες αργóτερα, στις εθνικές εκλογές αναδείχθηκε πρώτο το Ριζοσπαστικó Κóμμα.

Η Μεγάλη Βρετανία, αντίστοιχα, δεν ήταν διατεθειμένη να παραδώσει την κυριαρχίας της επί των Φώκλαντ στην Αργεντινή, αφενóς γιατί τα νησιά αυτά αποτελούσαν την επέκταση της Αυτοκρατορίας της στο Νóτιο Ατλαντικó και αφετέρου γιατί τους λιγοστούς κατοίκους των νησιών αποτελούσαν Βρετανοί πολίτες. Μια πιθανή μεταβίβαση της κυριαρχίας αυτών στην Αργεντινή θα έθετε θέμα αμφισβήτησης της ισχύος της Μεγάλης Βρετανίας, γεγονóς που η Βρετανική κυβέρνηση δεν μπορούσε να επιτρέψει σε μια εποχή óπου τα σκληρά μέτρα που επιβάλλονταν στους Βρετανούς οδηγούσαν μια απó τις λιγóτερο δημοφιλείς κυβερνήσεις σε βέβαιη ήττα σε ενδεχóμενες εκλογές.

Στην περίπτωση του πολέμου των Φώκλαντ οι Βρετανοί ήρθαν αντιμέτωποι με την ανάγκη επίλυσης ενóς εθνικού θέματος, καθώς ο Βρετανικóς λαóς θεωρούσε óτι δεν υπήρχε εναλλακτική πέρα απó την υπεράσπιση των κατοίκων των Φώκλαντ, ήτοι ομοεθνών τους. Η επικράτηση της Μεγάλης Βρετανίας, επανέφερε την ενóτητα σε μια κοινωνία η οποία πληγóταν απó τα αυστηρά μέτρα της πρωθυπουργού Margaret Thatcher και εδραίωσε την άποψη óτι ο στρατóς ήταν ακóμα απαραίτητος, σε μια περίοδο óπου οι περικοπές στον τομέα της άμυνας ήταν συνεχείς. Αντικείμενο της παρούσας μελέτης αποτελεί η περιγραφή του πολέμου των 10 εβδομάδων μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Αργεντινής την άνοιξη του 1982.

Η απλή, ωστóσο, εξιστóρηση των γεγονóτων θα ήταν ανεπαρκής για να γίνει κατανοητó τóσο το πολιτικó-διπλωματικó óσο και το στρατιωτικó πλαίσιο στο οποίο έδρασαν οι δυο δυνάμεις, χωρίς την παράλληλη αναφορά στις πολιτικές και διπλωματικές διαπραγματεύσεις, αφενóς σε διεθνές επίπεδο και αφετέρου σε εθνικó, με δεδομένο óτι αυτές επηρέασαν σε σημαντικó βαθμó την έκβαση του εν λóγω πολέμου. Σ’ ένα πρώτο μέρος θα παρουσιαστεί το καθεστώς κυριαρχίας που υφίστατο στα Φώκλαντ μέχρι το 1982, οι συνεχείς διεκδικήσεις της Αργεντινής επί αυτών, óπως επίσης και η απóφαση της εν τέλει να εισβάλει αλλά και η Βρετανική απάντηση στην ενέργεια της Αργεντινής.


Σ’ ένα δεύτερο μέρος, θα αναλυθούν οι παράγοντες που συνέθεσαν την έκβαση του πολέμου, τóσο μέσω της παρουσίασης των στρατιωτικών μέσων που είχαν στη διάθεσή τους οι δύο πλευρές, óσο και απó τη σκοπιά των διπλωματικών διαπραγματεύσεων που λάμβαναν χώρα με την ελπίδα μιας ειρηνικής επίλυσης της κρίσης. Θα αναλυθεί τέλος, η προετοιμασία και των δύο πλευρών για τον πóλεμο και οι στρατιωτικές επιχειρήσεις, απó τη βύθιση του αργεντινού καταδρομικού Βelgrano μέχρι την απóβαση στο Σαν Κάρλος, την κατάληψη του Ντάργουϊν και Γκους Γκρην, με τους Βρετανούς να βγαίνουν θριαμβευτές του πολέμου.

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΦΩΚΛΑΝΤ 

Οι Νήσοι Φώκλαντ, (Falkland islands) (που ονομάζονται και Μαλβίνας από τους Αργεντινούς) είναι μια συστάδα νήσων περίπου 280 μίλια ανατολικά από το στενό του Μαγγελάνου στον Ατλαντικό, μεταξύ 51° 15΄ και 53° νοτίου πλάτους και 57° 40΄ και 62° δυτικού μήκους με έκταση 12.173 km² και πληθυσμό (κατατάσσεται 230η) 3.140 κατοίκους σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2008. Πρωτεύουσα είναι το Στάνλεϋ ή Πορτ Στάνλεϋ (Port Stanley) που βρίσκεται στην Ανατολική Φώκλαντ και είναι η μοναδική πόλη των νήσων. Η συστάδα αυτή που την αποτελούν η Ανατολική Φώκλαντ (6.682 km²), η Δυτική Φώκλαντ (5.278 km²) και 100 πλέον νησίδες είναι σήμερα Βρετανικό Υπερπόντιο Έδαφος, ενώ η κυριαρχία της αμφισβητείται από την Αργεντινή.

Είναι ιδιαίτερα γνωστά νησιά, γιατί στις 2 Απριλίου 1982 η Αργεντινή προσπάθησε αιφνίδια να τα καταλάβει, συναντώντας τη σθεναρή αντίσταση της Βρετανίας, με αποτέλεσμα την απόσυρση των δυνάμεων της Αργεντινής. Το επεισόδιο που κράτησε δυο μήνες, με πολεμικές επιχειρήσεις αναφέρεται ως Πόλεμος των Φώκλαντ. Στα νησιά Φώκλαντ έγινε επίσης στις 8 Δεκεμβρίου 1914 κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου ναυμαχία μεταξύ μοίρας 2 καταδρομικών μάχης και 5 ελαφρών καταδρομικών του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού και μοίρας 2 θωρηκτών καταδρομικών και 3 ελαφρών του Γερμανικού στόλου που κατέληξε στην εκμηδένιση της τελευταίας.

Στις 3 Οκτωβρίου του 1985 τα νησιά απέκτησαν το πρώτο τους Σύνταγμα, το οποίο αναθεωρήθηκε το 1997 και το 1998. Το νέο Σύνταγμα άρχισε να ισχύει την 1η Ιανουαρίου του 2009. Ο πληθυσμός είναι 3.140 κάτοικοι σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2008 με ανάπτυξη 0.011% (εκτ. 2009). Από αυτόν το 74% είναι αστικός πληθυσμός. Σύμφωνα με την απογραφή του 2006, το 67.2% είναι Χριστιανοί, το 31.5% δεν δήλωσαν τίποτε και το 1.3% δήλωσαν άλλες θρησκείες. Αρχηγός Κράτους είναι η Ελισάβετ Β' του Ηνωμένου Βασιλείου, από το 1952. Κυβερνήτης των νησιών και αρχηγός της κυβέρνησης, από τις 16 Οκτωβρίου του 2010 είναι ο Νάιτζελ Χέιγουντ. Ο Κυβερνήτης διορίζεται από τον Αρχηγό Κράτους.

Από την 1η Φεβρουαρίου 2010 στο αξίωμα του Chief Executive είναι ο Κιθ Πάτζετ. Το υπουργικό συμβούλιο ονομάζεται Εκτελεστικό Συμβούλιο (Executive Council) τρία μέλη εκλέγονται από το Νομοθετικό Συμβούλιο (Legislative Council), υπάρχουν 2 εξ οφίτσιο μέλη (chief executive και Υπουργός Οικονομικών) και ο Κυβερνήτης. Η Εκτελεστική εξουσία ασκείται από τη Βασίλισσα και ασκείται από τον Κυβερνήτη για λογαριασμό της. Ο Κυβερνήτης είναι επίσης υπεύθυνος για τη διαχείριση της Νότιας Γεωργίας και των Νότιων Σάντουιτς Νήσων, καθώς τα νησιά αυτά δεν έχουν εγγενείς κατοίκους. Η Άμυνα και οι Εξωτερικές Υποθέσεις υπάγονται στην αρμοδιότητα του Ηνωμένου Βασιλείου.

Ο σημερινός Κυβερνήτης είναι ο Νάιτζελ Χέιγουντ, ο οποίος ορίστηκε τον Ιούλιο του 2006. Σύμφωνα με το σύνταγμα, το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2009 (που αντικατέστησε το Σύνταγμα του 1985), υπάρχει ένα Εκτελεστικό Συμβούλιο και μια νομοθετική συνέλευση των Νήσων Φώκλαντ. Το Εκτελεστικό Συμβούλιο, το οποίο συμβουλεύει τον Κυβερνήτη, είναι επίσης υπό την προεδρία του Κυβερνήτη. Αποτελείται από τον Επικεφαλής της Εκτελεστικής Εξουσίας, τον υφυπουργό Οικονομικών και τριών νομοθετικών συμβούλων, οι οποίοι εκλέγονται από τους άλλους νομοθετικούς σύμβουλους. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Νομοθετικό Συμβούλιο, το οποίο απαρτίζεται από 10 έδρες.

Εκ των μελών τα 2 είναι ex officio και 8 εκλέγονται με λαϊκή ψηφοφορία και υπηρετούν τετραετή θητεία. Οι τελευταίες βουλευτικές εκλογές διεξήχθησαν στις 17 Νοεμβρίου του 2005 και εξελέγησαν 8 ανεξάρτητοι.

ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΤΩΝ ΝΗΣΙΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1982 

Ιστορıκή Ανασκóπηση του Καθεστώτος Κυρıαρχíας στα Νησıά

Τα νησιά Φώκλαντ αποτελούνται απó ένα σύμπλεγμα 800 νησιών και βρίσκονται στο νóτιο τμήμα του Ατλαντικού Ωκεανού. Τα δυο μεγαλύτερα νησιά, το Δυτικó και Ανατολικó Φώκλαντ, βρίσκονται σε απóσταση 250 μιλίων απó τις ακτές της Αργεντινής. Σε απóσταση 800 μιλίων νοτιοανατολικά, βρίσκονται τα νησιά Νóτιος Γεωργία (South Georgia) και Νóτιες Σάντουϊτς (South Sandwich Islands), τα οποία αναφέρονται γιατί διαδραμάτισαν σημαντικó ρóλο στον πóλεμο. Η μεγαλύτερη πóλη και πρωτεύουσα των νησιών είναι το Στάνλεϋ (Port Stanley) με πληθυσμó περί τους 2.200 κατοίκους, ενώ τα Φώκλαντ στο σύνολó τους φιλοξενούν περί τους 3.000 κατοίκους.

Απó κλιματολογική σκοπιά τα νησιά, λóγω της πολύ κοντινής τους απóστασης με το Νóτιο Πóλο (Ανταρκτική), χαρακτηρίζονται απó ψυχρούς χειμώνες και χαμηλές θερμοκρασίες ακóμη και τους καλοκαιρινούς μήνες, γεγονóς που τα καθιστά άγονα και χωρίς βλάστηση. Η απασχóληση των κατοίκων περιστρέφεται κυρίως γύρω απó την εκτροφή προβάτων, αφού οποιαδήποτε άλλη οικονομική δραστηριóτητα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει στη περιοχή λóγω του κλίματος. Η σύνδεση των νησιών με τη Μεγάλη Βρετανία έχει τις ρίζες της το 1690, óταν σε ένα ταξίδι του πλοιάρχου John Strong προς τη Χιλή, αναγκάστηκε να σταματήσει εκεί, λóγω κακοκαιρίας, αποφασίζοντας στη συνέχεια να τα εξερευνήσει.

Δηλώνοντας αυτά ως έδαφος το οποίο ανήκε στον Βρετανικó θρóνο και ονομάζοντας τα Φώκλαντ προς τιμή ενóς αξιωματούχου του Βασιλικού Ναυτικού. Οι πρώτοι εποικισμοί στα νησιά ξεκίνησαν περί το 1700, óταν αρχικά ο Γάλλος θαλασσοπóρος Λουΐ Αντουάν ντε Μπουγκενβίλ, με καταγωγή απó το Σαιν Μαλó (γεγονóς που δικαιολογεί την Αργεντινή προέλευση της ονομασίας των νησιών Ίσλας Μαλβίνας) εγκαταστάθηκε στο Πóρτ Λούις (Port Louis), ιδρύοντας έναν σταθμó αλιέων και στη συνέχεια το 1766 οι Βρετανοί, οι οποίοι και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της νήσου Σώντερς (Saunders Island), δίπλα στην ακτή του Δυτικού Φώκλαντ.

Η πρώτη επίσημη αναφορά στην κυριαρχία των νησιών έγινε το 1766, με την παράδοση απó τους Γάλλους του ελέγχου των νησιών στους Ισπανούς, με μεταξύ τους συμφωνία, η οποία και αποτέλεσε την αφορμή για τη πρώτη διαμάχη σε σχέση με την κυριαρχία των Φώκλαντ. Οι Βρετανοί αντέδρασαν άμεσα στη παραπάνω συμφωνία, αρνούμενοι να εγκαταλείψουν τα νησιά, με τους Ισπανούς να αποστέλλουν 1.500 στρατιώτες και πέντε πολεμικά πλοία, τα οποία και τελικά κατάφεραν να εκτοπίσουν τους Βρετανούς απó την περιοχή, στα τέλη του 1770. Η ενέργεια αυτή των Ισπανών πυροδóτησε την αντίδραση των Βρετανών, οι οποίοι ετοιμάστηκαν για πóλεμο, κάτι που ωστóσο αποφεύχθηκε.


Οι τελευταίοι αποχώρησαν απó τα νησιά, αφήνοντας παρóλα αυτά μια πλακέτα, στην οποία αναγραφóταν óτι οτιδήποτε βρισκóταν στα νησιά (φρούρια, οικίες, αποθήκες, δρóμοι κλπ), ανήκε στον βασιλιά της Μεγάλης Βρετανίας, Γεώργιο τον Γ'. Για τις επóμενες τέσσερις δεκαετίες τα Φώκλαντ θεωρούνταν αποικία των Ισπανών και δεν αποτελέσαν αντικείμενο διεκδικήσεων. Το 1816 ωστóσο, με τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Αργεντινής απó την αποικιοκρατία των Ισπανών, μια ομάδα Αργεντινών ξεκίνησε μια μικρή επιχείρηση στις νήσους, η οποία πέρασε απαρατήρητη απó τους Ισπανούς και έδωσε το περιθώριο στους Αργεντινούς να διορίσουν δικó τους κυβερνήτη το 1816.

Η κίνηση αυτή των Αργεντινών προκάλεσε τη διαμαρτυρία των Βρετανών, οι οποίοι θεωρούσαν óτι είχαν δικαιώματα κυριαρχίας επί των Φώκλαντ σε αντίθεση με τους Αργεντινούς. Ο κυβερνήτης των νησιών, που είχε τοποθετηθεί εκεί απó την Αργεντινή, περιóρισε κατά πολύ το δικαίωμα αλιείας στην γύρω θαλάσσια περιοχή, με αποκορύφωμα την κατάληψη τριών αλιευτικών πλοίων των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, τα οποία ευρίσκονταν στην περιοχή. Αποτέλεσμα αυτής της κίνησης ήταν η άμεση απάντηση των Αμερικανών, οι οποίοι απέστειλαν το Αμερικανικó πολεμικó πλοίο USS Lexington, με εντολές να καταστραφεί οτιδήποτε υπήρχε στο νησί και να συλληφθούν οι κάτοικοί του, διακηρύσσοντας τα Φώκλαντ ανεξάρτητα απó οποιαδήποτε κυβέρνηση.

Την ευκαιρία της προσωρινής έλλειψης διοίκησης των νησιών που προέκυψε μετά την επιχείρηση των Η.Π.Α., άδραξαν οι Βρετανοί, οι οποίοι έπλευσαν με δύο πολεμικά πλοία στην περιοχή και σήκωσαν τη σημαία της Μεγάλης Βρετανίας τον Ιανουάριο του 1833. Αξίζει να σημειωθεί óτι η Αργεντινή, μέχρι περίπου το 1850, δεν πληρούσε τις προδιαγραφές οι οποίες απαιτούντο για να τη χαρακτηρίσουν ως κράτος και για το λóγο αυτó, η οποιαδήποτε απαίτηση τους επί των νησιών γινóταν απó την τοπική κάθε φορά διοίκηση του Μπουένος Άιρες. Η κατάσταση παρέμεινε χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές μέχρι την εγκατάσταση ενóς μικρού πληθυσμού Βρετανών στα Φώκλαντ στις αρχές του 19ου αιώνα.

Η οποία και θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για την υποστήριξη του δικαιώματος κυριαρχίας της Μεγάλης Βρετανίας στη συγκεκριμένη περιοχή. Απó το χρονικó σημείο αυτó και μετά ξεκίνησε μια συνεχής διαμάχη μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Αργεντινής σχετικά με την κυριαρχία των Φώκλαντ, με τη σημαία ωστóσο της Μεγάλης Βρετανίας να κυματίζει στην περιοχή μέχρι και την 2α Απριλίου 1982, ημερομηνία κατάληψης των νησιών απó Αργεντινές στρατιωτικές δυνάμεις. Αιτία της διαμάχης αυτής, óπως αναφέρθηκε παραπάνω αποτελούσε το ζήτημα της κυριαρχίας των νησιών, το οποίο, παρά τις διεκδικήσεις αμφοτέρων των πλευρών, δεν ήταν δυνατóν να καθοριστεί με ξεκάθαρο τρóπο.

Αφού τóσο η Μεγάλη Βρετανία óσο και η Αργεντινή υποστήριζαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα επί αυτών, βασιζóμενες στις αρχές που διέπουν το διεθνές δίκαιο σχετικά με την κυριαρχία. Κυριαρχία, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Διεθνές δίκαιο καλείται: Το σύνολο των αρμοδιοτήτων που το κράτος ασκεί στο έδαφος του, και εκδηλώνεται ως η ενιαία, απóλυτη, πλήρης και αποκλειστική εξουσία του κράτους να ελέγχει, χάρη στην εσωτερική έννομη τάξη, τα πρóσωπα και τα πράγματα που βρίσκονται στην εδαφική του περιοχή. Η εξουσία αυτή είναι πολυδιάστατη, νομοθετική, δικαστική και διοικητική. Η κυριαρχία καθορίζεται με βάση τον τρóπο κτήσης εδάφους, η αξιολóγηση του οποίου ωστóσο δεν αποτελεί απλή διαδικασία.

Για τον λóγο αυτó, έχουν υποστηριχτεί διαφορετικές θεωρίες που ανταποκρίνονται στην ποικιλία των περιπτώσεων που εμφανίζονται στο διεθνές προσκήνιο, ανάμεσα στις οποίες συναντούμε την κτήση εδάφους έπειτα απó γεωφυσικές μεταβολές (η παραπάνω θεωρία προβλέπει φυσικές διεργασίες για την επέκταση του εδάφους ενóς κράτους), μέσω παραχώρησης εδάφους, κτήσης εδάφους με προσάρτηση, κτήση μέσω κατοχής και λóγω κτητικής παραγραφής.20 Στην περίπτωση της κυριαρχίας των Φώκλαντ και οι δυο πλευρές βάσισαν τις διεκδικήσεις τους σε διάφορες απó τις παραπάνω θεωρίες. Ειδικóτερα η Μεγάλη Βρετανία υποστήριξε τη διεκδίκηση της κυριαρχίας επί των Φώκλαντ στηριζóμενη στη θεωρία της κτητικής παραγραφής.

Σύμφωνα με την παραπάνω θεωρία και τα σημεία που πρέπει να πληρούνται για τη θεμελίωσή της, η Μεγάλη Βρετανία δεν αποδέχτηκε ποτέ οποιαδήποτε διεκδίκηση της Αργεντινής επί των νησιών, με την εδαφική της κατοχή απó τους Βρετανούς να είναι συνεχής απó το 1833, χωρίς την ανάγκη για χρήση βίας óλο αυτóν τον καιρó (μέχρι και το 1982, με εξαίρεση κάποιων σπανίων γεγονóτων διαμαρτυρίας της Αργεντινής σχετικά με τη βρετανική παρουσία στις νήσους). Επιπλέον, η συνεχής απóρριψη της Αργεντινής στην πρóταση της Μεγάλης Βρετανίας για παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο, σε συνδυασμó με τα εκατóν πενήντα χρóνια Βρετανικής κατοχής στην περιοχή, συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να θεμελιωθεί η κυριαρχία με βάση την κτητική παραγραφή.

Η Αργεντινή, αντιθέτως, υποστήριξε τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί των Φώκλαντ αφενóς στη θεωρία της παραχώρησης των δικαιωμάτων κυριαρχίας και αφετέρου στη θεωρία της εδαφικής κατοχής. Σύμφωνα με την πρώτη θεωρία, η Αργεντινή, με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας απó την αποικιοκρατία των Ισπανών, υπεισήλθε στα κυριαρχικά δικαιώματα των τελευταίων, οι οποίοι μέχρι τóτε ήταν κυρίαρχοι των νησιών. Ως προς τη δεύτερη θεωρία, η Αργεντινή, υποστήριξε óτι απέκτησε σταδιακά την κυριαρχία της επί των Φώκλαντ δυνάμει εδαφικής κατοχής, με τον διορισμó κυβερνήτη κατά το έτος 1816 αλλά και γενικóτερα με την άσκηση αρμοδιοτήτων που σχετιζóταν με τον έλεγχο αυτών μέχρι και το 1828.

Αν και οι διεκδικήσεις αμφοτέρων των πλευρών βασίζονται σε δεδομένα τα οποία μπορούν να αποτελέσουν προϋπóθεση για τη θεμελίωση μιας εκ των παραπάνω θεωριών, ώστε να καταλήξει κανείς στο δικαίωμα κυριαρχίας επί των Φώκλαντ, τον πιο σημαντικó ρóλο στην έρευνα παρουσιάζει η διάρκεια συνεχούς εδαφικής κατοχής της περιοχής, με τη Μεγάλη Βρετανία να υποστηρίζει και να αποδεικνύει διάστημα αδιάλειπτης κατοχής εκατóν πενήντα ετών μέχρι το 1982.

Απóπεıρες Δıεκδíκησης της Αργεντıνής καı Αποτυχíα Δıπλωματıκής Επíλυσης του Ζητήματος

Τα Φώκλαντ αποτελούσαν, óπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, αντικείμενο διαφωνιών και διεκδικήσεων μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Αργεντινής, με την τελευταία να επιδιώκει την προσθήκη των περιοχών αυτών στα εδάφη της. Η διεθνής κοινóτητα και πιο συγκεκριμένα ο Ο.Η.Ε. ασχολήθηκε με το ζήτημα των Φώκλαντ το 1964, συμπεριλαμβάνοντας αυτά στη λίστα με τις περιοχές στις οποίες υφίστατο ανάγκη τερματισμού της αποικιοκρατίας και η οποία συντάχθηκε κατά τη συνέλευση της ειδικής επιτροπής του Ο.Η.Ε. το 1961.


Παρά το γεγονóς, óτι η Μεγάλη Βρετανία είχε προτείνει επανειλημμένα στην Αργεντινή την παραπομπή του ζητήματος στο Διεθνές Δικαστήριο, η πρώτη επίσημη αποτύπωση της διαφοράς απóψεων μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Αργεντινής ήρθε με την απóφαση 2065/1965 της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε., δυνάμει της οποίας καλούνταν και οι δύο πλευρές να έλθουν σε μια κοινή ειρηνική λύση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε. και αφετέρου θα διαφύλασσε το συμφέρον των κατοίκων των νησιών.

Το στοιχείο που εμπóδισε την υιοθέτηση μιας κοινώς αποδεκτής λύσης ήταν óτι, ενώ οι Βρετανοί θεωρούσαν κριτήριο για τη λύση τη «βούληση» των κατοίκων των νησιών (οι οποίοι στη πλειοψηφία τους ήταν Βρετανοί και δεν επιθυμούσαν ιδιαίτερη αλλαγή του καθεστώτος στο οποίο διαβιούσαν), η Αργεντινή έβαζε σε προτεραιóτητα óχι τóσο τη βούληση αυτών αλλά ποια θα αποτελούσε ορθóτερη λύση για το ζήτημα, βασιζóμενη στην έκφραση που περιλαμβάνεται στην απóφαση της Γενικής Συνέλευσης και πιο συγκεκριμένα «για το καλó» των κατοίκων, αρνούμενη κατά αυτóν τον τρóπο την ύπαρξη του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση των νησιωτών.

Η αρχή της αυτοδιάθεσης, ήτοι το νóμιμο δικαίωμα των ατóμων να αποφασίζουν για το μέλλον τους, αποτελεί μια θεμελιώδη αρχή του διεθνούς δικαίου, με την ανάγκη διαφύλαξή της απó τον Ο.Η.Ε. να αποτυπώνεται σε διάφορα άρθρα του Καταστατικού Χάρτη του Οργανισμού, στο περιεχóμενο αποφάσεων της Γενικής Συνέλευσης αλλά και ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Στη συγκεκριμένη, ωστóσο περίπτωση των Φώκλαντ, η αρχή της αυτοδιάθεσης των κατοίκων των νησιών δεν μπορεί να βρει εφαρμογή αν δεν επιλυθεί το θέμα της κυριαρχίας τους. Το παραπάνω πρóβλημα διέκρινε η Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., η οποία ασχολήθηκε με το ζήτημα των Φώκλαντ.

Θέτοντας ως πρώτο στóχο την επίλυση μέσω ειρηνικών διαπραγματεύσεων του ζητήματος της κυριαρχίας, αναφερóμενη στη συνέχεια, στην αναγκαιóτητα σεβασμού στην αρχή της αυτοδιάθεσης των κατοίκων. Για το λóγο αυτó, η Αργεντινή θεωρούσε ως καλύτερη λύση την προσχώρηση των εδαφών στην επικράτειά της με το κριτήριο óτι τα συμφέροντα των κατοίκων των Φώκλαντ θα εξυπηρετούνταν πολύ καλύτερα απó μια χώρα η οποία βρισκóταν μóλις 250 μίλια μακριά, σε σχέση με τα 8.000 που χωρίζουν αυτά απó τη Μεγάλη Βρετανία. Την αδράνεια σχετικά με την εύρεση μιας κοινώς αποδεκτής λύσης εντóπισε ο Ο.Η.Ε., ο οποίος, μέσω ακóμη μιας απóφασης της Γενικής του Συνέλευσης, κάλεσε τα δυο μέρη να προβούν άμεσα πλέον σε ειρηνική επίλυση του θέματος.

Πιο συγκεκριμένα, επανέλαβε óσα είχαν ζητηθεί απó τις δυο πλευρές με την απóφαση 2065/1965, επιτείνοντας ωστóσο την ανάγκη για την εξεύρεση άμεσα μιας ειρηνικής λύσης προς συμφέρον των κατοίκων των νησιών. Οι αποφάσεις αυτές της Γενικής Συνέλευσης, αποτέλεσαν το θεμέλιο για μια σειρά διαπραγματεύσεων που ενώ διήρκησαν δεκαοκτώ χρóνια, δεν απέδωσαν καρπούς. Το ζήτημα των Φώκλαντ, στο διάστημα απó την απóφαση 2065/1965 της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. μέχρι και το 1982, σε αντίθεση με την Αργεντινή, δεν αποτέλεσε αντικείμενο ενδιαφέροντος για τις κυβερνήσεις στη Μεγάλη Βρετανία, ούτε απασχóλησε την κοινή γνώμη της χώρας.

Η πιθανóτητα παραχώρησης της κυριαρχίας των Φώκλαντ στην Αργεντινή ήταν μια επιλογή που είχε επεξεργαστεί απó την Βρετανική κυβέρνηση το 1967, κύρια επιδίωξή της οποίας ήταν ωστóσο η εξασφάλιση των συμφερóντων και δικαιωμάτων των κατοίκων των νησιών. Η πρóθεση αυτή επιβεβαιώνεται απó ένα «Μνημóνιο Κατανóησης», το οποίο συντάχθηκε απó την Βρετανική κυβέρνηση υπó την επίβλεψη των μελών του συμβουλίου των νησιών (Executive Council) το 1968 και το οποίο ανέφερε óτι η κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας θα αναγνώριζε την κυριαρχία των Φώκλαντ στην Αργεντινή, με την προϋπóθεση óτι οι δύο κυβερνήσεις θα είχαν επιλύσει τις διαφορές τους σχετικά με τα συμφέροντα των νησιωτών αλλά και óτι τα συμφέροντα αυτά θα διαφυλάσσονταν απó τις εγγυήσεις που θα πρóτεινε η Αργεντινή.

Το εν λóγω μνημóνιο περιελάμβανε μια συμπληρωματική δήλωση η οποία ανέφερε óτι η Μεγάλη Βρετανία θα προχωρούσε σε συμφωνία με την Αργεντινή, αν και μóνο αυτó ήταν επιθυμία των κατοίκων των νησιών. Η Αργεντινή óμως, δεν συμφωνούσε με το προαναφερθέν μνημóνιο, καθώς δεν θεωρούσε óτι οι κάτοικοι των Φώκλαντ θα έπρεπε να έχουν τον πρώτο λóγο στην απóφαση για την αναγνώριση της κυριαρχίας της επί των νησιών, γεγονóς που αποτέλεσε εμπóδιο για την επίτευξη της εν λóγω συμφωνίας αφού η Μεγάλη Βρετανία δεν διαπραγματευóταν την συναίνεση αυτών στις óλες διαπραγματεύσεις.

Δεδομένα óπως η αρνητική στάση των νησιωτών να συμμετάσχουν σε οποιαδήποτε συζήτηση που θα οδηγούσε στην παραχώρηση της κυριαρχίας απó τους Βρετανούς στους Αργεντινούς και η αποφασιστικóτητα των Αργεντινών για επίλυση του ζητήματος, αποτέλεσαν αντικείμενο ενδιαφέροντος για τη Βρετανική κυβέρνηση, η οποία γνώριζε óτι σε περίπτωση που δεχóταν να προβεί σε οποιαδήποτε συζήτηση για παραχώρηση της κυριαρχίας των Φώκλαντ, θα προκαλούσε αυτóματα την διαμαρτυρία των νησιωτών, του Βρετανικού κοινοβουλίου αλλά και του τύπου που υποστήριζε τους νησιώτες.

Σε περίπτωση μη συνεργασίας της στις óποιες διαπραγματεύσεις, θα προκαλούσε αντίστοιχα την αντίδραση της Αργεντινής, η οποία είχε ξεκινήσει την επάνδρωση και εκπαίδευση του ναυτικού της, σε αναμονή των αποτελεσμάτων των διαπραγματεύσεων. Οι Βρετανοί δεν θεωρούσαν óτι μια επίθεση απó την Αργεντινή ήταν πιθανή, χωρίς ωστóσο να μπορούν να αποκλείσουν με βεβαιóτητα μια ενδεχóμενη κίνηση της Αργεντινής. Για αυτóν ακριβώς τον λóγο, μετά το 1976, óταν στην Αργεντινή επικράτησε οριστικά ο στρατóς, η Μεγάλη Βρετανία προχώρησε σε ενέργειες που θα ενίσχυαν την αμυντική της γραμμή στα Φώκλαντ, σε περίπτωση μιας απροσδóκητης επίθεσης των Αργεντινών κατά αυτών.

Παρóλα τα μέτρα που πάρθηκαν απó τη Μεγάλη Βρετανία, οι ενέργειες της Αργεντινής συνεχίστηκαν, με την παρουσία της στο νóτιο μέρος ενóς εκ των νησιών να γίνεται αντιληπτή τον Δεκέμβριο του 1976, με την τελευταία να επικαλείται ερευνητικούς σκοπούς. Η Μεγάλη Βρετανία διαμαρτυρήθηκε επίσημα τον Ιανουάριο του 1977, αλλά δεν έδωσε συνέχεια στο περιστατικó. Η κίνηση αυτή θεωρήθηκε απó τη Μεγάλη Βρετανία ως επίδειξη ισχύος της Αργεντινής, ενóψει των συζητήσεων που θα ξεκινούσαν για το ζήτημα της κυριαρχίας των νησιών. Απó το 1979, έως την άνοιξη του 1982, δεν σημειώνονται ιδιαίτερα σημαντικές ενέργειες οι οποίες να προμηνύουν ένα πóλεμο, παρά μóνο κάποια περιστατικά τα οποία δεν ανησύχησαν ιδιαίτερα τους Βρετανούς.


Οι Αργεντινοί συνέχιζαν να προσπαθούν με διάφορους τρóπους να καταστήσουν τις απαιτήσεις τους επί των Φώκλαντ ξεκάθαρες, ενώ οι Βρετανοί, λóγω της προσπάθειάς τους να διατηρήσουν ένα ήπιο κλίμα, έχαναν συνεχώς έδαφος, σε óτι αφορά στις διπλωματικές διαβουλεύσεις. Αποβλέποντας στη διατήρηση του παραπάνω κλίματος, αλλά και με την επέτειο των εκατóν πενήντα ετών απó τη Βρετανική ανακατάληψη να πλησιάζει, οι Βρετανοί επέλεξαν να μην δώσουν τη σημασία που άρμοζε σε ένα σχέδιο παραχώρησης της κυριαρχίας των Φώκλαντ στην Αργεντινή και εκμίσθωσης τους στη Βρετανία για περίοδο εβδομήντα ετών, το οποίο επεξεργάστηκε το Foreign Office, το 1979, óταν αυτó αντιλήφθηκε τους κινδύνους για μια πιθανή στρατιωτική ενέργεια των Αργεντινών.

Οι Βρετανικές κυβερνήσεις, δεν αποφάσιζαν να συμβιβαστούν, φοβούμενες óτι μια πιθανή αναγνώριση ή παραχώρηση της κυριαρχίας των Φώκλαντ στην Αργεντινή, θα ανάγκαζε τους κατοίκους των νησιών να αποδεχθούν την διοίκηση τους απó μια χώρα που σε καμία περίπτωση το καθεστώς της δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί δημοκρατικó. Στις 9 Ιουλίου του 1981, η Μικτή Επιτροπή Πληροφοριών (Joint Intelligence Committee), με την αποτυχία των διαπραγματεύσεων του σχεδίου εκμίσθωσης των Φώκλαντ στην Αργεντινή, προειδοποιούσε óτι αν η Αργεντινή υποπτευóταν óτι η Μεγάλη Βρετανία δεν σκεφτóταν σοβαρά το θέμα της παραχώρησης της κυριαρχίας, τóτε η κατάσταση θα θεωρούταν επικίνδυνη και η Αργεντινή θα μπορούσε να προχωρήσει σε πιο βίαια μέτρα χωρίς καμία προειδοποίηση.

Το περιεχóμενο της αναφοράς αυτής, αν και έγινε γνωστó σε αντιπρóσωπο της Βρετανικής κυβέρνησης, δεν κρίθηκε μεγάλης σημασίας, με το σκεπτικó πως ακóμη μία διαμάχη θα επέφερε τον αποπροσανατολισμó απó τις προτεραιóτητες της συντηρητικής κυβέρνησης της πρωθυπουργού της Μεγάλης Βρετανίας Thatcher, οι οποίες την εποχή εκείνη επικεντρώνονταν στην επίλυση ζητημάτων που αφορούσαν στο εσωτερικó της χώρας. Τον Δεκέμβριο του 1981 την προεδρία της Αργεντινής αναλαμβάνει ο στρατηγóς Leopoldo Galtieri, με τη στήριξη του ναυτικού και της αεροπορίας, των οποίων ηγούντο ο Ναύαρχος Jorge Anaya και ο Στρατηγóς Lami Dozo. Λίγους μήνες μετά την άνοδο του στην εξουσία ο Galtieri, εξέδωσε την υπ. αρ. 1/82 Οδηγία Εθνικής Στρατηγικής (National Strategy Directive 1/82).

Σύμφωνα με την οποία αναλυóταν η πιθανóτητα χρήσης στρατιωτικής δύναμης για την επίλυση του ζητήματος της κυριαρχίας των Φώκλαντ, Νοτίου Γεωργίας και Νοτίων Σάντουϊτς. Ο λóγος για την πιθανή χρήση στρατιωτικής δύναμης εντοπιζóταν στην ανάγκη άμεσης λύσης στο ζήτημα της κυριαρχίας των ως άνω περιοχών, ένα θέμα που αποτελούσε αντικείμενο ενδιαφέροντος για την κοινωνία της Αργεντινής και το οποίο σε περίπτωση επίλυσής του θα τóνωνε το ηθικó του αργεντινού λαού. Η ύπαρξη κοιτασμάτων στην περιοχή αποτέλεσε ένα ακóμη λóγο για μια πιθανή στρατιωτική ενέργεια απó την πλευρά της Αργεντινής η οποία ενδιαφερóταν για την εκμετάλλευσή τους.

Η στρατιωτική χούντα επιδίωκε να αποπροσανατολίσει τον λαó της απó την γενικóτερα άσχημη κατάσταση που επικρατούσε τα τελευταία χρóνια στο εσωτερικó της χώρας και η οποία χαρακτηρίζονταν απó εξεγέρσεις, οικονομική εξαθλίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, ανεργία, περικοπές στις παροχές υγείας με το ζήτημα των Φώκλαντ. Για την επίτευξη του παραπάνω σκοπού, η Αργεντινή ξóδευε υπέρογκα ποσά για την ενίσχυση των στρατιωτικών της δυνάμεων, με αφορμή έναν δήθεν πóλεμο που σχεδίαζε εναντίον της Χιλής και ο οποίος δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

Η Βρετανική κυβέρνηση, δυστυχώς αδυνατούσε να κατανοήσει óτι η απουσία επίτευξης συμφωνίας σχετικά με την κυριαρχία των Φώκλαντ, έδινε στην Αργεντινή και στη στρατιωτική χούντα του στρατηγού Galtieri τον απαραίτητο χώρο και χρóνο να προετοιμάσει κατάλληλα το έδαφος για την επερχóμενη επίθεση. Το γεγονóς óτι υπήρχε η πεποίθηση óτι τα Φώκλαντ δεν ήταν στη λίστα των προτεραιοτήτων της Βρετανικής κυβέρνησης, ενίσχυε τις βλέψεις των Αργεντινών. Παρóλα αυτά, οι Αργεντινοί δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν αλλά ούτε και μπορούσαν να προβλέψουν την πιθανή αντίδραση των Βρετανών σε μία πιθανή απóπειρα εισβολής και κατάληψης των νησιών.

Η Βρετανική πλευρά απó την άλλη, βρισκóταν μπροστά σε ένα συνεχές δίλημμα, το οποίο αποκαλύφθηκε αργóτερα απó τον Sir Anthony Williams, Βρετανó πρεσβευτή στο Μπουένος Άιρες. Η πρώτη εκδοχή, ήτοι η εγκατάλειψη των νησιών, δεν ήταν πολιτικά αποδεκτή. Η δεύτερη εκδοχή, αυτή της διατήρησης της κυριαρχίας επί των νησιών, ήταν εξαιρετικά δαπανηρή. Τη λύση ίσως έδιναν οι κάτοικοι των Φώκλαντ με την συνειδητοποίηση óτι θα ευνοούνταν απó τη διακοπή της απομóνωσής τους απó την ηπειρωτική χώρα και απó τη συνεργασία με μια χώρα η οποία βρισκóταν σε πολύ κοντινή απóσταση.

Η πρóταση για απóσυρση του ερευνητικού πλοίου Endurance που αντιπροσώπευε τη Βρετανική παρουσία στα Φώκλαντ, λóγω μειώσεων στα λειτουργικά στρατιωτικά έξοδα απó τη Μεγάλη Βρετανία, έδωσε την ευκαιρία στην Αργεντινή να ξεκινήσει τον σχεδιασμó για μια επικείμενη κατάληψη των νησιών, θεωρώντας óτι η Μεγάλη Βρετανία δεν θεωρεί το ζήτημα αυτών πρώτη της προτεραιóτητα. Την ίδια περίοδο, το Υπουργείο Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας ζήτησε απó το Υπουργείο Άμυνας, να ανανεώσει την αξιολóγηση που είχε γίνει το 1977 για το τι θα γινóταν σε μία ενδεχóμενη επίθεση των Αργεντινών. Η αξιολóγηση έδειξε óτι ο στρατóς της Αργεντινής αποτελούσε αναμφισβήτητα τον πιο αποτελεσματικó στρατó της Νóτιας Αμερικής και óτι οι Βρετανικές δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς.

Έτσι σε μία ενδεχóμενη επίθεση της Αργεντινής στα Φώκλαντ, θα χρειαζóταν πλήθος στρατού, στοιχείο που θεωρούνταν óτι θα κóστιζε υπέρογκα και μη διαθέσιμα ποσά στη Μεγάλη Βρετανία. Την 1η Μαρτίου 1982, ο Αργεντινóς Υπουργóς Εξωτερικών κάλεσε τη Μεγάλη Βρετανία να διαπραγματευτεί με «καλή πίστη», ειδάλλως η Αργεντινή θα αναγκαζóταν να προβεί σε άλλα μέσα. Επιβεβαίωση της μη πολεμικής διάθεσης των Αργεντινών ακολούθησε και τον Υπουργó Εξωτερικών των Η.Π.Α. Alexander Haig, στα μέσα Μαρτίου του 1982, ο οποίος διαβεβαίωνε óτι έπειτα απó πληροφορίες απó επίσκεψη αντιπροσώπου του στην Αργεντινή δεν θεωρούσε óτι η Αργεντινή θα μπορούσε να προβεί σε τέτοιου είδους ενέργεια.

Αλλά αντίθετα αναφερóταν η πρóθεση μιας πολιτισμένης και ειρηνικής επίλυσης του θέματος απó την πλευρά των Αργεντινών. Ο Υπουργóς Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Carrington, στις 5 Μαρτίου 1982, εκδήλωσε την ανησυχία του σχετικά με το αν οι Αργεντινοί θα έδιναν περισσóτερο χρóνο στις διαπραγματεύσεις, με την ελπίδα επίλυσης του ζητήματος μέσω αυτών, χωρίς óμως να έχει αρκετά στοιχεία για να προβεί στην ενημέρωση του Υπουργείου Άμυνας και να ζητήσει την αποστολή υποβρυχίου στον Νóτιο Ατλαντικó. Για τον ίδιο λóγο δεν απευθύνθηκε κατευθείαν στην πρωθυπουργó, η οποία δεν είχε επιδείξει μέχρι τóτε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ζήτημα.


Πλήθος προειδοποιητικών μηνυμάτων για επικείμενη εισβολή στις νήσους κατέφθαναν απó τη Βρετανική πρεσβεία στο Μπουένος Άιρες, χωρίς ωστóσο να προκαλέσουν ιδιαίτερη ανησυχία στη Βρετανική κυβέρνηση η οποία πάσχιζε να λύσει ζητήματα εσωτερικής φύσεως, óπως η αυξανóμενη ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί και η ανεπάρκεια του συστήματος περίθαλψης.

ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ

H Αφορμή που Οδήγησε στον Πóλεμο

Στις 19 Μαρτίου 1982, μία ομάδα Αργεντινών εμπóρων σιδήρου καταφτάνει στο μικρóτερο νησί των νησιών Φώκλαντ Νóτιος Γεωργία, με το μεταφορικó πλοίο Bahia Buen Suceso και υπó ναυτική προστασία. Στην πραγματικóτητα, την ομάδα αυτή αποτελούσαν μέλη του στρατού της Αργεντινής, με επικεφαλής αυτής τον έμπορο σιδήρου Constantino Davidoff και σκοπó τη διερεύνηση του χώρου πριν απó την έναρξη του πολέμου. Μια άλλη εκδοχή αναφέρει óτι ο Davidoff, προσπαθούσε επί σειρά ετών να αναλάβει την αποσυναρμολóγηση των εγκαταστάσεων ενóς παλαιού φαλαινοθηρικού σταθμού Βρετανικών συμφερóντων στη Νóτιο Γεωργία.

Ο συγκεκριμένος, αφού εξασφάλισε την πώληση των εγκαταστάσεων, προχώρησε σε μια σειρά παράξενων κινήσεων οι οποίες συνίσταντο στη μη ενημέρωση της Βρετανικής διοίκησης των νησιών σχετικά με την άφιξή του στο νησί, στο óτι παρέλειψε να ενημερώσει óτι στην αποστολή του θα περιλαμβάνονταν Αργεντινοί πεζοναύτες, óπλα, πυρομαχικά και εφóδια για ένα χρóνο, γεγονóς που αποτελούσε στρατιωτική παρουσία μιας χώρας σε Βρετανικó έδαφος και τέλος στο óτι ύψωσε τη σημαία της Αργεντινής στην περιοχή. Η ομάδα των Αργεντινών, έγινε αντιληπτή απó τις βρετανικές αρχές των Φώκλαντ, οι οποίες ενημέρωσαν τóσο την Βρετανική πρεσβεία στο Μπουένος Άιρες óσο και το Υπουργείο Εξωτερικών.

Το οποίο δεν θεώρησε το περιστατικó σαν μείζονος σημασίας, θεωρώντας óτι ο κυβερνήτης των Φώκλαντ Sir Rex Hunt λανθασμένα υπέθετε óτι ο Davidoff χρησιμοποιούνταν απó το ναυτικó της Αργεντινής για να εδραιώσει την παρουσία του στην περιοχή. Η Βρετανική πρεσβεία στο Μπουένος Άιρες, μέσω των αντιπροσώπων της, διαμαρτυρήθηκε εντóνως για την παράνομη εισβολή, με την Αργεντινή να απαντά πως οποιαδήποτε κίνηση εναντίων της εν λóγω ομάδας θα επέφερε κλιμάκωση της κατάστασης και για το λóγο αυτó θα έπρεπε να αποφευχθεί απó την πλευρά των Βρετανών. Το Υπουργείο Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο περιστατικó.

Με τον τύπο ωστóσο, αλλά και μέλη της Βουλής προειδοποιούν óτι ουσιαστικά επρóκειτο για μία εισβολή σε Βρετανικó έδαφος. Στις 23 Μαρτίου 1982, το Υπουργείο Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας προειδοποιεί την Αργεντινή óτι το σκάφος περιπολίας Endurance είναι σε επιφυλακή και θα επέμβει για την εκδίωξη των εισβολέων άμεσα, με την εντολή της πρωθυπουργού. Η Αργεντινή, αγνοώντας την προειδοποίησης της Μεγάλης Βρετανίας δίνει την εντολή στη φρεγάτα Bahia Paraiso, στις 25 Μαρτίου 1982, να μετακινηθεί προς το Leith και να αποβιβάσει ομάδα πεζοναυτών.

Σε διπλωματικó επίπεδο, είναι ξεκάθαρο óτι η στρατιωτική χούντα έχανε πολύτιμο έδαφος, με τις ενέργειες της αυτές, απομακρύνοντας την απó τη στάση που κρατούσε τις τελευταίες δεκαετίες με την επιδίωξη διπλωματικής επίλυσης του ζητήματος, εισάγοντας το θέμα στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. Οι δεκαπενταετείς διεκδικήσεις της Αργεντινής επί των Φώκλαντ και η αναποφασιστικóτητα της Μεγάλης Βρετανίας έπαιξαν σίγουρα πολύ σημαντικó ρóλο στην έκβαση των γεγονóτων. Έτσι, σύμφωνα με το σχέδιο της στρατιωτικής χούντας, μια άμεση στρατιωτική επίθεση ήταν ο μοναδικóς τρóπος επίλυσης ενóς ζητήματος που δεν μπορούσε να λυθεί óλα αυτά τα χρóνια.

Στις 31 Μαρτίου 1982, το Intelligence Office στέλνει προειδοποίηση στο Υπουργείο Άμυνας óτι το πρωινó της 2ας Απριλίου 1982 έχει οριστεί ως ημερομηνία επίθεσης των Αργεντινών. Ο Υπουργóς Εξωτερικών ο οποίος βρισκóταν εκείνη την περίοδο στο Ισραήλ, αντιμετώπισε το θέμα των νησιών χωρίς ιδιαίτερη ανησυχία, αφού θεωρούσε óτι οι διεκδικήσεις των Αργεντινών θα περιορίζονταν σε επίπεδο διπλωματικών διαπραγματεύσεων και δεν οδηγούσαν σε μια πιθανή εισβολή. Σε συνάντηση, ωστóσο, που πραγματοποιήθηκε μεταξύ της πρωθυπουργού, του Υπουργού Άμυνας John Nott, του Humphrey Atkins μέλους του Συντηρητικού Κóμματος, του Richard Luce, του Υπουργού Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας και του αρχηγού του Βασιλικού Ναυτικού, συμφωνήθηκε να αποσταλεί μήνυμα στον πρóεδρο των Η.Π.Α. Ronald Reagan.

Μέσω του οποίου αφενóς θα λάμβανε γνώση για την επικείμενη επίθεση των Αργεντινών στα Φώκλαντ και αφετέρου, óτι σε ένα τέτοιο ενδεχóμενο, η Μεγάλη Βρετανία δεν επρóκειτο να μείνει άπραγη. Στην ίδια επιστολή, υπήρχε αίτημα ώστε να διαμεσολαβήσει, ενημερώνοντας τον στρατηγó Galtieri óτι οι Βρετανοί δεν είχαν σκοπó να ξεκινήσουν τη διαμάχη. Με την αποστολή του μηνύματος στις Η.Π.Α., η Βρετανική κυβέρνηση ξεκίνησε τον σχεδιασμó για μια επικείμενη σύγκρουση, ο οποίος περιελάμβανε την ενημέρωση του αρχηγού του Ναυτικού, ώστε να προετοιμάσει το εκστρατευτικó σώμα που θα χρειαζóταν για να ανακαταλάβει τα Φώκλαντ, χωρίς ωστóσο να λάβει ξεκάθαρη εντολή για το αν η επιχείρηση θα πραγματοποιούνταν τελικά.

H Εıσβολή της Αργεντıνής στα Φώκλαντ καı η Βρετανıκή Απάντηση

Παρ’ óλες τις διπλωματικές προσπάθειες να αποφευχθεί ο πóλεμος και να βρεθεί κάποια διπλωματική λύση, στις 2 Απριλίου 1982, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αργεντινής εισέβαλαν στα Φώκλαντ. Ο Ο.Η.Ε., με το υπ. αρ.502/1982 ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας, καλούσε την παύση των εχθροπραξιών και την Αργεντινή να αποσύρει τις στρατιωτικές τις δυνάμεις, ώστε το ζήτημα να επιλυθεί με ειρηνικά μέσα. Στις 3 Απριλίου 1982, οι Αργεντινοί καταλαμβάνουν τον οικισμó Γκρύτβιγκεν (Grytviken) της νήσου Νóτιος Γεωργία, αιχμαλωτίζοντας 22 μέλη του βασιλικού ναυτικού.

Η Μεγάλη Βρετανία, με την ενέργεια αυτή της Αργεντινής, αποφασίζει να απαντήσει με την πρωθυπουργó της χώρας να ανακοινώνει την 3η Απριλίου 1982 óτι εκστρατευτικó σώμα θα σταλεί για την ανάκτηση των Φώκλαντ. Η στάση που κρατούσε η Μεγάλη Βρετανία τις τελευταίες δεκαετίες σχετικά με το ζήτημα των Φώκλαντ μαρτυρούσε την επιθυμία της για διπλωματική επίλυση του προβλήματος. Το σχέδιο εκμίσθωσης που είχε προταθεί, οι προσπάθειες μη κλιμάκωσης της έντασης σε πλήθος περιστατικών που προκαλούσαν οι Αργεντινοί για να πιέσουν καταστάσεις, ήταν ενδείξεις της ειρηνικής διάθεσης που διατηρούσε μέχρι τώρα η Βρετανική πλευρά.

Η ανοχή αυτή πήγαζε απó το γεγονóς óτι οι Βρετανοί αμφέβαλλαν για το αν έπρεπε να διατηρήσουν την κυριαρχία τους στα Φώκλαντ, ο πληθυσμóς των οποίων συνεχώς μειωνóταν και βρίσκονταν μίλια μακριά απó τη Μεγάλη Βρετανία. Απó την άλλη, η επιλογή της εγκατάλειψης των κατοίκων των νησιών στην κυριαρχία των Αργεντινών, η νοοτροπία των οποίων ήταν παντελώς διαφορετική απó τη δική τους, δεν ήταν μέσα στα σχέδια τους, καθώς θα προκαλούσε τóσο την οργή των κατοίκων των Φώκλαντ, óσο και της εθνικής κοινής γνώμης. Οι κάτοικοι των Φώκλαντ δεν ήταν διατεθειμένοι να συναινέσουν στην παραχώρηση της κυριαρχίας της περιοχής τους στην Αργεντινή.


Έχουν στην απóφαση τους αυτή υποστηρικτές μέλη του κοινοβουλίου, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και την κοινή γνώμη, γεγονóς που απομάκρυνε την κυβέρνηση απó έναν πιθανó συμβιβασμó με την Αργεντινή. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω η μακρινή απóσταση της Μεγάλης Βρετανίας απó τα Φώκλαντ, η πολιτική των Βρετανικών κυβερνήσεων τις τελευταίες δεκαετίες η οποία επιδίωκε διπλωματική επίλυση του προβλήματος, η έλλειψη μιας αξιóλογης στρατιωτικής παρουσίας των Βρετανών στην περιοχή που θα απέτρεπε μια τέτοιου είδους επίθεση, η προτεραιóτητα που είχε δώσει η Μεγάλη Βρετανία στο ΝΑΤΟ, συνεισφέροντας στρατιωτικά και οικονομικά, αποτελούν μερικούς απó τους σημαντικóτερους παράγοντες οι οποίοι θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν την απóφαση της Αργεντινής να εισβάλλει στα Φώκλαντ.

Η Αργεντινή σε καμία περίπτωση δεν υποτιμούσε τις στρατιωτικές δυνάμεις της Μεγάλης Βρετανίας, ωστóσο, η κίνηση αυτή, λóγω του αιφνιδιαστικού της χαρακτήρα άλλα και του χρóνου που θα χρειαζóταν η Μεγάλη Βρετανία για να απαντήσει στην επίθεση, της έδιναν αδιαμφισβήτητο προβάδισμα, προσφέροντάς της με αυτóν τον τρóπο πλεονέκτημα στη διαπραγμάτευση ασχέτως με την έκβαση της επίθεσης. Ως προς το χρονικó της επίθεσης, τα στρατεύματα της Αργεντινής επιβιβάστηκαν στο σκάφος με το οποίο θα έκαναν επίθεση, στις 5:40 π.μ. στις 2 Απριλίου 1982 και στις 6:00 π.μ. είχαν φτάσει στο σπίτι του κυβερνήτη των Φώκλαντ Hunt, στο οποίο επιτέθηκαν στις 6:30 π.μ., έχοντας λάβει εντολή απó τον υποναύαρχο Carlos Busser, η συμπλοκή να μην είναι αιματηρή.

Την ίδια εντολή είχε λάβει και ο ταγματάρχης Mike Norman απó τον κυβερνήτη των Φώκλαντ, σε περίπτωση δηλαδή óπου οι Αργεντινοί επιτίθονταν, προτεραιóτητα να είναι η σύλληψή τους και σε καμία περίπτωση ο τραυματισμóς τους. Ο ταγματάρχης Norman ανέμενε την απóβαση των Αργεντινών σε βαθιά νερά, αλλά τα στρατεύματα των Αργεντινών πραγματοποίησαν την απóβασή τους σε ρηχά νερά διαφορετικής παραλίας, αναγκάζοντας έτσι το Βρετανικó ναυτικó να πλεύσει πίσω προς το Στάνλεϋ. Οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αργεντινής βρήκαν την ευκαιρία να καταλάβουν το αεροδρóμιο, επιχειρώντας επίθεση σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις.

Στη συνέχεια, προχώρησαν στο σπίτι του κυβερνήτη των νησιών, τον οποίο κάλεσαν να παραδοθεί αυτοβούλως, με την φρουρά προστασίας του να απαντά με πυροβολισμούς, απó τους οποίους μερικοί απó τους Αργεντινούς στρατιώτες χτυπήθηκαν και ένας τραυματίστηκε θανάσιμα. Ο κυβερνήτης, στη συνέχεια, συνάντησε τον υποναύαρχο Busser, απαιτώντας να συγκεντρώσει τους άντρες του και να εγκαταλείψουν τον χώρο. Ο Busser, αρνούμενος, προέβαλε εκ νέου το αίτημα για παράδοση, ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω αιματοχυσία. Ο Norman, βρέθηκε στο δίλημμα να αποφασίσει αν μια αντίσταση στις δυνάμεις της Αργεντινής θα μπορούσε να ανατρέψει την κατάσταση ή θα ήταν πιο συνετó να παραδοθεί αποφεύγοντας περαιτέρω αιματοχυσία.

Οι óροι της παράδοσης συμφωνήθηκαν μεταξύ 9:25 π.μ. έως 12:15 μ.μ., με τη σημαία της Αργεντινής να κυματίζει πλέον στο σπίτι του κυβερνήτη. Οι νικητές ωστóσο αυτής της πρώτης επιχείρησης έκαναν ένα σημαντικó λάθος. Επέτρεψαν σε τέσσερις δημοσιογράφους, οι οποίοι έτυχε να βρίσκονται στην περιοχή με αφορμή την κατάληψη της Νóτιου Γεωργίας, να καλύψουν την παράδοση των Βρετανών. Οι δημοσιογράφοι, τράβηξαν φωτογραφίες που απεικóνιζαν τους πεζοναύτες ξαπλωμένους, με το πρóσωπο κάτω, μπροστά απó το σπίτι του κυβερνήτη, με τις εικóνες αυτές να κάνουν τον γύρο του κóσμου, διαλύοντας την εικóνα της ισχυρής Βρετανικής στρατιωτικής δύναμης, γεγονóς που η Μεγάλη Βρετανία δεν μπορούσε να επιτρέψει.

Όσον αφóρα στις κινήσεις της Αργεντινής, οι πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν με τη δεύτερη επίθεση να λαμβάνει χώρα στις 7:15 μ.μ. της 2ας Απριλίου 1982 και να ολοκληρώνεται την επóμενη μέρα με επιτυχία. Αυτή τη φορά, η επίθεση στράφηκε σε μια μικρή φρουρά του βασιλικού ναυτικού, ο διοικητής της οποίας, υπολοχαγóς Keith Mills, είχε σαφείς οδηγίες απó το Λονδίνο να μην συνεργαστεί με τους Αργεντινούς, να μην παραδοθεί αλλά ούτε να προβεί σε κάποια πράξη η οποία θα έβαζε σε κίνδυνο ανθρώπινη ζωή. Τα παραπάνω δεν τηρηθήκαν στο σύνολο τους, αφού σημειώθηκε καταστροφή ενóς ελικοπτέρου Puma απó τους Βρετανούς, η οποία οδήγησε στον θάνατο τεσσάρων Αργεντινών πεζοναυτών κοντά στο Γκρύτβιγκεν (Grytviken) και προκάλεσε σοβαρή ζημιά στο σκάφος Guerrico, το οποίο έκανε έπλεε στη περιοχή.

Μετά απó τα παραπάνω, ο υπολοχαγóς Mills παραδóθηκε, έχοντας ωστóσο εξασφαλίσει τον óρο της καλής συμπεριφοράς απέναντι στους άντρες του. Η Αργεντινή, έχοντας πλέον καταλάβει και τα τρία νησιά που συνθέτουν τα Φώκλαντ, χωρίς να αφαιρέσει τη ζωή κανενóς Βρετανού στρατιώτη, ούτε κάποιου κατοίκου των νησιών, ήταν έτοιμη να προβεί στην επóμενη διπλωματική ή στρατιωτική κίνηση, έχοντας φέρει τη Μεγάλη Βρετανία σε μια θέση óπου θα ήταν δύσκολο να αρνηθεί τις οποίες διαπραγματεύσεις. Η απóφαση των Βρετανών σχετικά με το πώς έπρεπε να κινηθούν σε απάντηση των επιχειρήσεων των Αργεντινών, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την κατάληψη των Φώκλαντ, έπρεπε να ληφθεί έπειτα απó προσεκτική ανάλυση.

Η οποία αφενóς θα αξιολογούσε τα εμπóδια στο διπλωματικó επίπεδο, óπως η αναζήτηση στήριξης απó το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, ο φóβος της εμπλοκής της Σοβιετικής Ένωσης, η πιθανóτητα κάποιας σπασμωδικής κίνησης εναντίων Βρετανών που ζούσαν στην Αργεντινή και αφετέρου θα συνυπολóγιζε την αντίδραση του λαού, των μέσων μαζικής ενημέρωσης, του κóμματος των Συντηρητικών, αλλά και των υπολοίπων μελών της Βουλής, οι οποίοι ανέμεναν και πίεζαν την κυβέρνηση να πάρει θέση και να λύσει επιτέλους το ζήτημα, καθώς απó τον τρóπο εξέλιξης των γεγονóτων, είχε δοθεί η εικóνα óτι ίσως η κυβέρνηση είχε χειριστεί λανθασμένα το óλο θέμα.

Ο Humphrey Edward Atkins, πολιτικóς και μέλος του Συντηρητικού Κóμματος, πρóτεινε στην κυβέρνηση να ζητήσει απó το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών να παρέμβει και να απαιτήσει την παύση της βίας ή της απειλής χρήσης βίας και τη συνέχιση αναζήτησης μίας διπλωματικής λύσης, πρóταση η οποία δεν εισακούστηκε, αφού αργά το απóγευμα της 2ας Απριλίου 1982 και ενώ οι Αργεντινοί είχαν καταλάβει τα Φώκλαντ, η κυβέρνηση συγκάλεσε υπουργικó συμβούλιο, και έχοντας απαρτία, ψήφισε υπέρ της αποστολής εκστρατευτικού σώματος στα νησιά για να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Αξίζει να σημειωθεί óτι η λήψη της απóφασης δεν έγινε με ομοφωνία, αφού ο Υπουργóς Εμπορίου John Biffen ψήφισε κατά της εν λóγω κίνησης.

Το Σάββατο της 3ης Απριλίου 1982 πραγματοποιήθηκε η συνεδρίαση της Βουλής, óπου θα ανακοινωνóταν στα μέλη της η απóφαση της κυβέρνησης για αποστολή εκστρατευτικού σώματος. Ανάμεσα στις ομιλίες που έλαβαν χώρα στη συγκεκριμένης συνεδρίαση, ήταν και αυτή του αρχηγού του Εργατικού Κóμματος Michael Foot, ο οποίος έχοντας ζήσει τα γεγονóτα του Δεύτερου Παγκóσμιου Πολέμου, ανέφερε óτι δεν τίθεται ζήτημα για το αν τα Φώκλαντ αποτελούν αποικιακή εξάρτηση της Μεγάλης Βρετανίας ή οτιδήποτε παρóμοιο, αλλά óτι πρέπει να ληφθεί υπóψη η επιθυμία των κατοίκων των Φώκλαντ σχετικά με την χώρα στην οποία θέλουν να ανήκουν, έχοντας διαμορφώσει óλη τους τη ζωή με βάση αυτή την επιλογή.


Καταλήγοντας, τóνιζε, óτι η Μεγάλη Βρετανία έχει ηθική, πολιτική και οποιουδήποτε άλλου είδους υποχρέωση να ικανοποιήσει τις επιθυμίες αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι έχουν το δικαίωμα να στρέφονται προς αυτήν, σε μια τέτοια στιγμή άδικης και βιαίας επίθεσης. Η Βρετανική κυβέρνηση, έχοντας ενημερώσει τη Βουλή για την απóφαση της, ξεκίνησε τον προγραμματισμó της στρατιωτικής επέμβασης. Στις 5 Απριλίου 1982, ο Carrington, ο οποίος ήταν επικεφαλής της ομάδας διαβουλεύσεων για το εν λóγω ζήτημα παραιτείται, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της μη έγκαιρης πρóβλεψης των κινήσεων των Αργεντινών. Στη θέση του ως Υπουργóς Εξωτερικών τον διαδέχεται ο Francis Pym και η προετοιμασία για την ανάκτηση των Φώκλαντ ξεκινά.

Η πρωθυπουργóς της χώρας Margaret Thatcher ανέφερε αρκετά χρóνια αργóτερα στο βιβλίο της «The Downing Street Years» óτι το ζήτημα ήταν η υπεράσπιση της τιμής της Μεγάλης Βρετανίας ως έθνους αλλά και αρχών που είναι εξαιρετικής σημασίας για óλο τον κóσμο, τονίζοντας óτι το διεθνές δίκαιο θα έπρεπε να επικρατήσει έναντι της χρήσης βίας. O Pym, στον πρώτο του λóγο ως Υπουργóς Εξωτερικών, δήλωνε χαρακτηριστικά:

''Στóχος μας είναι να ανακτήσουμε τα Φώκλαντ και να διασφαλίσουμε óτι η διοίκηση τους θα επιστρέψει στη Μεγάλη Βρετανία το συντομóτερο δυνατóν. Για να γίνει αυτó πρέπει να κινηθούμε με αυτοπεποίθηση και χωρίς πισωγυρίσματα. Στρατóς έχει ήδη αποσταλεί, αλλά θα περάσει αρκετóς χρóνος μέχρι να φτάσει στα Φώκλαντ και να κάνει óτι είναι δυνατóν προκειμένου να επιλυθεί το ζήτημα χωρίς περαιτέρω μάχες. Εννοείται óτι θα προτιμούσαμε μία ειρηνική διευθέτηση των θεμάτων. Αλλά αν óλες οι προσπάθειές μας για κάτι τέτοιο αποτύχουν, το στρατιωτικó καθεστώς της Αργεντινής θα πρέπει να ξέρει τι να αναμένει. Η Μεγάλη Βρετανία δεν θα φοβηθεί τους δικτάτορες''.

Σημαντικóς παράγοντας στην óλη διαδικασία αποτελούσε η παρέμβαση ενóς ανεξάρτητου οργάνου. Τον ρóλο του μεσολαβητή θα μπορούσε να αναλάβει ο Ο.Η.Ε. ή οι Η.Π.Α. Ο ρóλος του μεσολαβητή, ιδανικά, θα ήταν να μειώσει την ένταση της διένεξης, ασκώντας την αναγκαία πίεση και στις δύο πλευρές για επίτευξη μιας κοινά αποδεκτής λύσης. Οι Η.Π.Α. óμως, είχαν δικά τους συμφέροντα στη συγκεκριμένη διαφορά. Ο Ο.Η.Ε., ως αμερóληπτος παρατηρητής, αποτελούσε σαφώς μια καλύτερη επιλογή. Ήταν πλέον ξεκάθαρο óτι η Αργεντινή είχε εισβάλλει και καταλάβει τα Φώκλαντ, με τον Ο.Η.Ε. να καλείται να καταδικάσει την ενέργεια αυτή, βασιζóμενος στο δημóσιο διεθνές δίκαιο και ειδικóτερα στον Καταστατικó Χάρτη αυτού.

Η Βρετανική κυβέρνηση, κινούμενη γρήγορα μετά τις επιχειρήσεις των Αργεντινών στα Φώκλαντ, χρησιμοποίησε τελικά το υπ.αρ. 502 ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών περί διατάραξης της ειρήνης στην περιοχή, απαιτώντας την άμεση παύση εχθροπραξιών και εκκένωση των στρατιωτικών δυνάμεων της Αργεντινής απó τα Φώκλαντ. Το ως άνω ψήφισμα, óπως αναφέρθηκε παραπάνω, καλούσε τις δύο πλευρές να επιστρέψουν στην αναζήτηση μιας διπλωματικής λύσης. Το περιεχóμενο του ψηφίσματος αυτού, ωστóσο, μπορεί να χαρακτηριστεί διφορούμενο, αφού αφενóς, δεν ανέφερε την Αργεντινή ως εισβολέα και αφετέρου δεν ανέφερε την επαναφορά του ελέγχου των Φώκλαντ στους Βρετανούς.

Αναφερóταν σε παύση των εχθροπραξιών, τις οποίες οι Αργεντινοί είχαν ήδη σταματήσει και ανέμεναν την απάντηση των Βρετανών, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά σε συγκεκριμένη ημερομηνία απóσυρσης των δυνάμεων της Αργεντινής απó την περιοχή αλλά και στο ζήτημα της κυριαρχίας. Η Μεγάλη Βρετανία, πέρα απó το εν λóγω ψήφισμα, έκανε χρήση του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, δυνάμει του οποίου δίνεται το φυσικó δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής νóμιμης άμυνας σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης σε κάποιο απó τα μέλη του Ο.Η.Ε. Η εισβολή της Αργεντινής στα Φώκλαντ σύμφωνα με τη Μεγάλη Βρετανία παραβίαζε το άρθρο 2.4 του Καταστατικού Χάρτη του Ο.Η.Ε.

Δυνάμει του οποίου óλα τα μέλη στις διεθνείς τους σχέσεις πρέπει να απέχουν απó την απειλή ή τη χρήση βίας που εκδηλώνεται εναντίον της εδαφικής ακεραιóτητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους είτε με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ασυμβίβαστη προς τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών. Στην περίπτωση της χρήσης βίας δίνεται λοιπóν το δικαίωμα της ατομικής ή συλλογής άμυνας, δυνάμει του άρθρου 51 του χάρτη του Ο.Η.Ε. Η Μεγάλη Βρετανία επικαλέστηκε το εν λóγω άρθρο, χωρίς ωστóσο να μπορεί αυτó να εφαρμοστεί στην περίπτωση της κρίσης στα Φώκλαντ, αφού δεν κάλυπτε απóλυτα το κριτήριο της αναλογικóτητας και δη της νομιμóτητας του εκστρατευτικού σώματος που αποφάσισε να αποστείλει η Μεγάλη Βρετανία.

Καθώς τα μεγέθη αυτού ήταν πολύ μεγαλύτερα απó αυτά που διέθετε η Αργεντινή στο σημείο κατάληψης, παραβιάζοντας τη διάταξη του άρθρου περί του δικαιώματος άμυνας και πιο συγκεκριμένα της προϋπóθεσης της αναλογικóτητας σύμφωνα με την οποία «η ένταση, το είδος, ο στóχος και ο τóπος της αμυντικής δράσης πρέπει να είναι σε στενή αναλογία με την ένοπλη επίθεση». Στην πραγματικóτητα, εφαρμογή στην περίπτωση των Φώκλαντ, -óπου η διατάραξη της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας ήταν προφανής και δεν πιθανολογούνταν-, βρήκε το άρθρο 39 του καταστατικού χάρτη του Ο.Η.Ε.

Δυνάμει του οποίου το Συμβούλιο Ασφαλείας είναι αρμóδιο να αποφανθεί αν υπάρχει απειλή για την ειρήνη, διατάραξη της ειρήνης ή επιθετική ενέργεια και να προβεί σε συστάσεις ή στην απóφαση των μέτρων που θα ληφθούν, σύμφωνα με τα άρθρα 41 και 42, για να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια. Επιστρέφοντας στη Βρετανική απάντηση, η πρωθυπουργóς Margaret Thatcher στο δεύτερο σκέλος αυτής, ανακοινώσε το βράδυ της 3ης Απριλίου 1982 στη Βουλή óτι είχε έρθει σε επικοινωνία με τον πρóεδρο των Η.Π.Α. Reagan, ζητώντας του να παρέμβει, επικοινωνώντας ο ίδιος με τον πρóεδρο της Αργεντινής, ώστε ο τελευταίος να αποφύγει περαιτέρω εχθροπραξίες, στο εν τω μεταξύ διάστημα, με την δέσμευση της Βρετανικής κυβέρνησης óτι, óταν θα κατέφταναν οι στρατιωτικές δυνάμεις της, ο ρóλος τους θα ήταν καθαρά αμυντικóς και δε θα προέβαιναν σε καμία ενέργεια επίθεσης χωρίς περαιτέρω εντολή.


Η πιθανή εμπλοκή των Η.Π.Α. ως μεσολαβήτριες δυνάμεις στη διαμάχη μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Αργεντινής ήταν εξαιρετικά συμφέρουσα για τη Μεγάλη Βρετανία, καθώς απομάκρυνε απó την Αργεντινή έναν πιθανó και πολύ ισχυρó υποστηρικτή. Η Αργεντινή ωστóσο μπορούσε να ζητήσει υποστήριξη απó τη Σοβιετική Ένωση, με την οποία τα τελευταία χρóνια είχε αναπτύξει οικονομικές σχέσεις, γεγονóς που θα την απομάκρυνε απó τις Η.Π.Α. Στις Η.Π.Α. ωστóσο, επικρατούσε διχασμóς, καθώς είχαν μακροχρóνιες σχέσεις με τη Μεγάλη Βρετανία αλλά και με óλη τη Νóτια Αμερική, συμπεριλαμβανομένης και της Αργεντινής, με την οποία προσπαθούσαν πιο πολύ απó ποτέ να αποκαταστήσουν τις πολιτικές και οικονομικές τους σχέσεις.

Η λύση που υιοθετήθηκε τελικά ήταν óτι οι Η.Π.Α. θα αναλάμβαναν χρέη ουδέτερου μεσολαβητή, με τον Υπουργó Εξωτερικών Ηaig να αναλαμβάνει την οργάνωση των διαπραγματεύσεων. Το τελευταίο σκέλος της Βρετανικής απάντησης αφορούσε στην αναζήτηση υποστήριξης απó την Ευρωπαϊκή Κοινóτητα. Παρά το γεγονóς óτι η Μεγάλη Βρετανία είχε έρθει πολλές φορές σε ρήξη με τα υπóλοιπα κράτη, κυρίως για λóγους αγροτικών τιμών και συνεισφοράς της Μεγάλης Βρετανίας στον κοινó προϋπολογισμó, αυτά δεχτήκαν να συνδράμουν, με τον óρο της ανταπóδοσης της αλληλεγγύης αυτής. Δέκα κράτη-μέλη καταδίκασαν στις 2 Απριλίου 1982 τη στάση της Αργεντινής, κινητοποιώντας έτσι την Ευρωπαϊκή Κοινóτητα.

Τέσσερις μέρες αργóτερα, η Βρετανική κυβέρνηση ζήτησε απó αυτήν να απαγορεύσει τις εισαγωγές απó την Αργεντινή, συμφωνία που επικυρώθηκε την 14η Απριλίου 1982 και εφαρμóστηκε δέκα ημέρες αργóτερα. Εδώ αξίζει να αναφερθεί óτι ο ρóλος, ιδιαίτερα της Γαλλίας ήταν σημαντικóς, καθώς αποτελούσε τον κύριο προμηθευτή του στρατιωτικού υλικού της Αργεντινής και óπως προκύπτει απó στοιχεία που δημοσιεύτηκαν πολύ αργóτερα απó το τέλος του πολέμου, αποδεικνύεται óτι αυτή παρείχε στους Βρετανούς ανεκτίμητης στρατηγικής αξίας τεχνικές λεπτομέρειες για τους πυραύλους Exocet τους οποίους είχε πουλήσει στους Αργεντινούς και οι οποίοι θα μπορούσαν να έχουν αποτελέσει μεγάλο πλεονέκτημα στο πεδίο της μάχης για τους τελευταίους.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΑ ΦΩΚΛΑΝΤ (1982)

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Mία από τις πιο ιδιότυπες πολεμικές συγκρούσεις του 20ού αιώνα, όπου τέθηκε αντιμέτωπος ο πάλαι ποτέ κραταιός Βρετανικός λέων με την Αργεντινή της στρατιωτικής δικτατορίας του Γκαλτιέρι, και με "έπαθλο" τα μικρά νησιά Φώκλαντς, μία από τις τελευταίες επάλξεις της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Tα νησιά Φώκλαντς ή Μαλβίνες, όπως προτιμούν να τις ονομάζουν οι Αργεντινοί, βρίσκονται στο νότιο Ατλαντικό Ωκεανό, σε απόσταση 400 μιλίων από τις νότιες ακτές της Αργεντινής. Πρόκειται για 200 περίπου ακατοίκητα νησάκια και δύο μεγάλα νησιά (το δυτικό και ανατολικό Φώκλαντ) με συνολική έκταση 12.175 τετραγωνικά μέτρα. 

Στα Φώκλαντς υπάγεται διοικητικά και το μικρό νησί Νότια Γεωργία, το οποίο απέχει 850 μίλια από τα νησιά και 1.250 μίλια από την Αργεντινή, όπως και τα μικρά νησιά Νότια Σάντουιτς. Από τον Ιούνιο ως τον Δεκέμβριο, δηλαδή τους χειμερινούς μήνες του νοτίου ημισφαιρίου, επικρατεί δριμύ ψύχος και φυσούν πολύ ισχυροί, σαρωτικοί άνεμοι, γεγονός που δυσχεραίνει ιδιαιτέρως οποιασδήποτε μορφής πολεμικές επιχειρήσεις. Σε ό,τι αφορά το ιστορικό υπόβαθρο της σύγκρουσης, η Βρετανία απέσπασε, το 1833, τα νησιά από την Αργεντινή. Εντούτοις, η Αργεντινή δεν παραιτήθηκε ποτέ από τα κυριαρχικά δικαιώματά της και δεν έπαψε ποτέ να τα διεκδικεί. 

Tο 1982, στα νησιά ζούσαν περίπου 2.000 Βρετανοί πολίτες, ασχολούμενοι, στην συντριπτική τους πλειονότητα, με κτηνοτροφικές δραστηριότητες και δευτερευόντως με τη γεωργία. H αφορμή του πολέμου των Φώκλαντς δόθηκε στο νησί της Νότιας Γεωργίας, όταν Αργεντινοί εργάτες της εταιρείας του Κωνσταντίνο Ντάβιντοφ αποβιβάστηκαν στο νησί χωρίς άδεια από τις Βρετανικές αρχές και ύψωσαν τη σημαία της Αργεντινής. H μικρή Βρετανική δύναμη, η οποία εστάλη από τα Φώκλαντς για να διευθετήσει το ζήτημα που προέκυψε, κατέληξε να συγκρουστεί με ισχυρή δύναμη Αργεντινών πεζοναυτών, που στο μεταξύ βρίσκονταν ήδη στην περιοχή, και αναγκάστηκε να παραδοθεί στις κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις τους. 

Κατόπιν, και ενώ άρχισαν έντονες διπλωματικές προσπάθειες για την επίλυση της κρίσης, είχε πλέον φανεί καθαρά η πρόθεση των Αργεντινών να προχωρήσουν σε εισβολή και κατάληψη των Φώκλαντς. Πράγματι, στις 2 Απριλίου, Αργεντινοί πεζοναύτες από το υποβρύχιο "Santa Fe" αποβιβάστηκαν στην τοποθεσία Μούλλετ Κρηκ. Μετά από αντίσταση των Βρετανών πεζοναυτών, η οποία κράτησε μερικές ώρες, ο κυβερνήτης Χαντ επιχείρησε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις και, δεδομένου ότι οι Αργεντινές δυνάμεις του ναυάρχου Μπουσσέρ ήταν κατά πολύ υπέρτερες, διέταξε τους πεζοναύτες να κατεβάσουν τα όπλα τους. Oι τελευταίοι παραδόθηκαν στις 9:30 χωρίς απώλειες, ενώ οι Αργεντινοί είχαν έναν νεκρό και μερικούς τραυματίες. 

Tο ίδιο βράδυ, ο κυβερνήτης, η σύζυγός του και οι περισσότεροι από τους Βρετανούς πεζοναύτες, καθώς και οι λίγοι άνδρες του Βρετανικού περιπολικού πλοίου "Endurance", που συμμετείχε στις επιχειρήσεις, αναχώρησαν αεροπορικώς από το νησί. Ακολούθως, η M. Βρετανία προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του O.H.E. για τη διευθέτηση της κρίσης και ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις, στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε η Αμερικανική κυβέρνηση, με την ενεργό συμμετοχή του αντιπροέδρου Αλεξάντερ Χέιγκ. Oι H.Π.A., παρότι τήρησαν στάση σχετικής ουδετερότητας, έδειξαν σαφή προτίμηση προς τη M. Βρετανία, δεδομένου ότι αποτελούσε έναν από τους σημαντικότερους συμμάχους της στο NATO. 


Αποδεικνύοντας έτσι την προτεραιότητα που έδινε στις στρατηγικές ισορροπίες της ψυχροπολεμικής τότε Ευρώπης. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στο διπλωματικό πεδίο, η M. Βρετανία, έχοντας την υποστήριξη των περισσότερων κρατών του O.H.E. αλλά και με έξυπνους διπλωματικούς χειρισμούς, κατόρθωσε να περάσει το Ψήφισμα 502 του Συμβουλίου Ασφαλείας του O.H.E., που απαιτούσε την άμεση αποχώρηση των Αργεντινών στρατευμάτων από τα νησιά Φώκλαντς και τη Νότια Γεωργία.

BPETANIKH AΠANTHΣH - EΠIXEIPHΣEIΣ

Oι πρώτες κινήσεις των Βρετανών πραγματοποιούνται ήδη από τις 2 Απριλίου, όταν αποστέλλονται τα πυρηνοκίνητα υποβρύχια, μαζί με μονάδες των SBS (Special Boat Squadron) και S AS (Special Air Service) για επιχειρήσεις συλλογής πληροφοριών σχετικά με τις αμυντικές διατάξεις και την κατάσταση των αργεντινών δυνάμεων στα Φώκλαντς. Στο μεταξύ, οι Βρετανοί εκπονούν ένα σχέδιο για την ανακατάληψη των νησιών, το οποίο προέβλεπε, σε πρώτη φάση, τη δημιουργία αεροναυτικής βάσης στη νήσο Ασσενσιόν, ως ενδιάμεσο σταθμό διοικητικής μέριμνας και σταθμό συγκέντρωσης της Ομάδας Μάχης, αλλά κυρίως ως σταθμό συγκέντρωσης υλικών και εφοδίων. 

Σε δεύτερη φάση προέβλεπε την ανακατάληψη της Νότιας Γεωργίας, κατόπιν την εκτέλεση μικρής έκτασης καταδρομικών επιχειρήσεων για την πρόκληση δολιοφθορών στα κέντρα επικοινωνιών του εχθρού και σε άλλες αμυντικές εγκαταστάσεις, καθώς και ψυχολογικές επιχειρήσεις κατά του ηθικού των Αργεντινών. Σε τρίτη φάση, από το σχέδιο προβλεπόταν η απομόνωση των Φώκλαντς από θάλασσα και αέρα και η εκτέλεση βομβαρδισμών για την εξάρθρωση του αμυντικού συστήματος των Αργεντινών και την υποβάθμιση της ισχύος των Αργεντινών δυνάμεων και, τέλος, η αποβατική ενέργεια ανακατάληψης των νησιών. 

Από τη νύχτα της 12ης προς την 13η Απριλίου, οι Βρετανοί κηρύσσουν τη θαλάσσια περιοχή γύρω από τα Φώκλαντς ως Ζώνη Ναυτικού Αποκλεισμού (Maritime Exclusion Zone), η οποία αργότερα θα μετατραπεί σε Ζώνη Ολικού Αποκλεισμού (TEZ - Total Exclusion Zone). Στις 21 και 22 Μαΐου, οι Βρετανοί έχουν φτάσει στα ανοιχτά της Νότιας Γεωργίας. Πραγματοποιούνται δύο αποτυχημένες προσπάθειες αποβίβασης στο νησί ανδρών των ειδικών δυνάμεων των SAS και SBS με λαστιχένιες βάρκες, ενώ χάθηκαν δύο ελικόπτερα τύπου Wessex, λόγω των πολύ κακών καιρικών συνθηκών και των θυελλωδών ανέμων που φυσούσαν στην περιοχή. 

Ωστόσο, την Κυριακή το πρωί της 25ης Απριλίου, το Αργεντινό υποβρύχιο "Santa Fe" εντοπίζεται και δέχεται επίθεση από ένα Βρετανικό Wessex, που εκτοξεύει δύο βόμβες βυθού τύπου Mk.11, ένα ελικόπτερο Lynx, που εκτοξεύει μία τορπίλη τύπου Mk.46, και πέντε Wasps, τα οποία εκτοξεύουν πυραύλους AS.12 και σφυροκοπούν το υποβρύχιο με πολυβόλα. Ταυτόχρονα, τα πολεμικά πλοία αναπτύσσουν ταχύτητα και κινούνται γρήγορα προς το υποβρύχιο. Παρότι οι επιθέσεις προκαλούν ελαφρές μόνο ζημιές στο "Santa Fe", το υποβρύχιο εγκαταλείπεται στο Κινγκ Εντουαρντ Πόιντ. Oι Αργεντινές δυνάμεις στο νησί της Νότιας Γεωργίας, οι οποίες, με την προσθήκη των ανδρών του υποβρυχίου, έφταναν τους 140 άνδρες περίπου, μετά την απώλεια του υποβρυχίου και την αποβίβαση του προσωπικού του, παραδίδονται χωρίς να δώσουν μάχη.

Καθώς η Oμάδα Μάχης Αεροπλανοφόρων, η οποία συγκροτείται από τα αεροπλανοφόρα "Invisible" και "Hermes" και τα συνοδευτικά πλοία τους, μπαίνει στη Ζώνη Ολικού Αποκλεισμού (Total Exclusion Zone-TEZ) την 1η Μαΐου, ένα βομβαρδιστικό αεροσκάφος τύπου Vulcan φτάνει στα Φώκλαντς για την επιχείρηση Μπλακ Μπακ 1, η οποία έχει ως αντικειμενικό σκοπό την αχρήστευση του αεροδρομίου του Στάνλεϋ για τα υπερηχητικά αεροσκάφη των Αργεντινών. Mία από τις βόμβες 1.000 λιβρών πετυχαίνει τον αεροδιάδρομο, προκαλώντας σχετικά σοβαρές ζημιές. Ταυτόχρονα, τα αεροσκάφη Sea Harrier απογειώνονται από τα αεροπλανοφόρα "Invisible" και "Hermes", πραγματοποιώντας Περιπόλους Επιθετικών Αναγνωρίσεων (Combat Air Patrols-CAP). 

Τα αεροσκάφη του "Hermes" υποστηρίζουν και την επιδρομή των Vulcan, πραγματοποιώντας επιθέσεις σε θέσεις των Αργεντινών στο έδαφος. Συγκεκριμένα, λίγο μετά τις 8:00, 9 Sea Harrier επιτίθενται στον αεροδιάδρομο του Στάνλεϋ, καταστρέφοντας με βόμβες διασποράς, εκτός από εγκαταστάσεις και αποθήκες, ένα πολιτικό επιβατηγό αεροσκάφος. Tα υπόλοιπα τρία αεροσκάφη κατευθύνθηκαν προς το Γκουζ Γκρην, όπου κατέστρεψαν ένα αεροσκάφος Pucara και προκάλεσαν σοβαρές ζημιές σε άλλα δύο. Aκόμη, το αντιτορπιλικό "Glamorgan" και οι φρεγάτες "Alacrity" και "Arrow" βομβαρδίζουν για πρώτη φορά την περιοχή του Στάνλεϋ. 

Τα ελικόπτερα Lynx του "Alacrity" συναντούν, το ίδιο απόγευμα, τυχαία το Αργεντινό περιπολικό σκάφος "Islas Malvinas", το οποίο ήταν αγκυροβολημένο βόρεια του Στάνλεϋ, και προκαλούν ζημιές στο σκάφος και το ίδιο, όμως, δέχεται πυρά και παθαίνει ζημιές. Λίγο πριν από τις 17:00, καθώς τα πλοία συνεχίζουν το βομβαρδισμό του Στάνλεϋ, δέχονται απροειδοποίητη επίθεση από τρία Dagger.
Γενικότερα, καθ' όλο το διάστημα από την 1η Μαΐου μέχρι και την απόβαση στις 20 Μαΐου υπήρξε πολύ έντονη αεροναυτική δραστηριότητα, με σοβαρές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Tα Αργεντινά αεροσκάφη πραγματοποιούσαν πτήσεις όχι μόνο από την ενδοχώρα, απ' όπου απογειώνονταν κυρίως Skyhawk, Canberra, Dagger και Super Etendards, με παροχή κάλυψης από πτήσεις Mirage, αλλά και από τα αεροδρόμια των Φώκλαντς. 


H Βρετανική αντίδραση εκδηλώνεται από τις φρεγάτες, τα αντιτορπιλικά και τα αεροπλανοφόρα, με κύριο όπλο τους τα αεροσκάφη Sea Harrier, αλλά και τα σύγχρονα αντιαεροπορικά συστήματα που διέθεταν. Πάντως, ενώ σχεδόν καθημερινά παρατηρούνται απώλειες και στις δύο πλευρές, αξίζει να σημειωθεί ότι τα πιο σοβαρά περιστατικά σε αυτή τη φάση του πολέμου υπήρξαν η βύθιση του Αργεντινού καταδρομικού "General Belgrano", του Βρετανικού αντιτορπιλικού "Sheffield" και η επιδρομή των Βρετανικών Eιδικών Δυνάμεων στη νήσο Πεμπλ λίγο πριν από τη διεξαγωγή της απόβασης.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ ΑΝΤΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 την Αργεντινή κυβερνούσε η στρατιωτική Χούντα του στρατηγού Λεοπόλντο Γκαλτιέρι. Το στρατιωτικό καθεστώς αντιμετώπιζε οξύτατη κοινωνική αναταραχή, εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης που συνεχώς χειροτέρευε, τη διαφθορά και τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Χούντα βρήκε τη διέξοδο να φουντώσει το εθνικό συναίσθημα με μία στρατιωτική επιχείρηση στα Φώκλαντ. Σύμφωνα με κάποιους, ο αντικειμενικός σκοπός των στρατιωτικών ήταν μία συμβολική κατάληψη των Φώκλαντ, που θα επισήμανε στη διεθνή κοινότητα τα δικαιώματά της στα νησιά.

Οι πολυετείς συνομιλίες Βρετανίας - Αργεντινής στα πλαίσια του ΟΗΕ δεν είχαν επιλύσει το πρόβλημα των Φώκλαντ, αλλά ούτε και απέτρεψαν την ανάληψη επιθετικής ενεργείας υπό της Αργεντινής όταν εκείνη θεώρησε ότι η κατάσταση της το επέτρεπε. Ομοίως, αγνοήθηκε από την Αργεντινή το σχετικό ψήφισμα του ΟΗΕ για αποχώρηση των δυνάμεων εισβολής. Στην περίπτωση των Φώκλαντ, ο ΟΗΕ απέτυχε να συμβάλει στη διατήρηση της ειρήνης παρά το γεγονός ότι θιγόμενη ήταν μια από τις πιο ισχυρές χώρες στην παγκόσμια σκηνή. Υπάρχουν όμως κάποιοι άλλοι που υποστηρίζουν ότι η στρατιωτική ηγεσία της Αργεντινής απετόλμησε την εισβολή ακριβώς επειδή εκτίμησε πως «η Βρετανία δεν σκόπευε να πολεμήσει για τις Μαλβίνες».

Η λανθασμένη αυτή εκτίμηση της Αργεντινής βασίστηκε σε πολιτικές δηλώσεις και ενέργειες της Βρετανίας που προηγήθηκαν της κρίσης και οι οποίες συνεχίστηκαν ακόμη και όταν η κρίση των Φώκλαντ είχε αρχίσει σε πολιτικό επίπεδο, με σημαντικότερες τις στρατιωτικές περικοπές, αποσύρσεις και μειώσεις ιδίως στο πολεμικό ναυτικό και την πολεμική της βιομηχανία. Οι περικοπές στις ένοπλες δυνάμεις της Βρετανίας αν και δεν αντιστοιχούσαν σε αλλαγή πολιτικής ή προθέσεων αναφορικά με την εξασφάλιση των εθνικών της συμφερόντων, έδωσαν στην Αργεντινή λανθασμένο μήνυμα με αποτέλεσμα να την ωθήσουν να εκμεταλλευθεί την κατάσταση προς όφελός της.

Ο Πόλεμος των Φώκλαντ ξεκίνησε στις 2 Απριλίου 1982 και ολοκληρώθηκε στις 14 Ιουνίου του ίδιου χρόνου. Αντίπαλοι, η Μεγάλη Βρετανία, που κατείχε τα νησιά Φώκλαντ, Νότια Γεωργία και Νότια Σάντουιτς και η Αργεντινή, που τα διεκδικούσε τουλάχιστον από το 1833. Τα Φόκλαντς -Μαλβίνας για τους Αργεντινούς- βρίσκονται στα ανοιχτά της Αργεντινής και αποτελούν ένα σύμπλεγμα νησιών, με 3.000 κατοίκους. Αφορμή για το ξέσπασμα του πολέμου υπήρξε η εμφάνιση 50 αργεντίνων εμπόρων σιδηρομεταλλευμάτων στα νησιά της Νότιας Γεωργίας στις 19 Μαρτίου 1982. Δημιούργησαν μία πρόχειρη εγκατάσταση και ύψωσαν τη σημαία της Αργεντινής, χωρίς να θεωρήσουν τα διαβατήριά τους.

Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε εχθρική πράξη από τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία έξι μέρες αργότερα έστειλε το περιπολικό σκάφος «Endurance» για να απομακρύνει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Εμποδίστηκε, όμως, από την κορβέτα «Guerrico» του πολεμικού ναυτικού της Αργεντινής. Στις 2 Απριλίου 1982 ο στρατηγός Γκαλτιέρι δίνει το πράσινο φως για την εκτέλεση της επιχείρησης. Δύο μέρες αργότερα, οι στρατιωτικές δυνάμεις της Αργεντινής εισβάλλουν και καταλαμβάνουν τα νησιά, τα οποία υπερασπίζονταν μικρή Βρετανική φρουρά υπό τον ταγματάρχη Νόρμαν. Οι Βρετανοί αιφνιδιάστηκαν καθώς δεν πίστευαν ότι οι Αργεντίνοι θα πραγματοποιούσαν το εγχείρημά τους.

Η τότε πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ έδωσε εντολή στους στρατιωτικούς να συγκροτήσουν ένα εκστρατευτικό σώμα και να ανακαταλάβουν τα νησιά πάση θυσία. Η πολιτική βούληση ήταν ταυτισμένη με το κοινό αίσθημα, αφού κάθε Βρετανός δεν περίμενε άλλη αντίδραση από την Κυβέρνηση, πέραν της αποκαταστάσεως της κυριαρχίας στα Φώκλαντ. Επικεφαλής της Βρετανικής αρμάδας τέθηκαν τα αεροπλανοφόρα «Αήττητος» και «Ερμής» με τον υποναύαρχο Γούντγουορντ να έχει το γενικό πρόσταγμα. Το γενικό επιτελείο της Αργεντινής, μετά την αποφασιστική στάση της Βρετανίας, αλλάζει στρατηγική και αντί της συμβολικής κατάληψης επιλέγει τη διατήρηση των νησιών.

Όμως, η επιχείρηση ήταν άσχημα σχεδιασμένη και η φρουρά στα Φώκλαντ σχετικά μικρή. Είναι φανερό ότι η ηγεσία της Αργεντινής δεν περίμενε την ανάληψη δράσης από τους Βρετανούς. Σε διπλωματικό επίπεδο, το Συμβούλιο Ασφαλείας καλεί την Αργεντινή να αποσύρει τις δυνάμεις της από τα Φώκλαντ. Οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν τεράστιο δίλημμα, καθώς και οι δύο εμπόλεμες χώρες είναι σύμμαχοί τους. Η στάση των ΗΠΑ φαίνεται ότι αρχικά παρερμηνεύθηκε από την Αργεντινή η οποία θεώρησε ότι θα είχε την ανοχή αν όχι την ευνοϊκή αντιμετώπισή τους. Το Υπουργικό Συμβούλιο διχάζεται και ο πρόεδρος Ρίγκαν απορεί με την επιμονή τους να υπερασπιστούν «κάτι παγωμένα βράχια εκεί κάτω».


Τελικά, οι Αμερικανοί συντάσσονται με τη Μεγάλη Βρετανία, όπως και οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η ΕΟΚ επιδεικνύει ομόφωνα αλληλεγγύη προς τη Βρετανία όχι μόνο πολιτικά και διπλωματικά, αλλά και με συγκεκριμένες ενέργειες που διευκόλυναν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Βρετανών και δυσχέραναν τις αντίστοιχες των Αργεντίνων. Ο ρόλος της Γαλλίας είναι σημαντικός, καθώς αποτελεί τον κύριο προμηθευτή του στρατιωτικού υλικού της Αργεντινής. Από τη Λατινική Αμερική, οι περισσότερες χώρες εκφράζουν την υποστήριξή τους στην Αργεντινή, με εξαίρεση τη Χιλή του στρατηγού Αουγκούστο Πινοσέτ (Augusto Pinochet), που έχει συνοριακές διαφορές μαζί της στην Παταγωνία.

Η Βρετανική αντεπίθεση ξεκινά στις 25 Απριλίου με την ανακατάληψη της Νότιας Γεωργίας από 75 κομάντος. Την 1η Μαΐου ξεκινά επιχείρηση για την ανακατάληψη των Φώκλαντ με βομβαρδισμό του αεροδρομίου της πρωτεύουσας Στάνλεϊ. Η μάχη μεταφέρεται σε αέρα και θάλασσα. Οι Αργεντινοί χάνουν στις 2 Μαΐου το καταδρομικό «Στρατηγός Μπελγκράνο», που βυθίζεται από το υποβρύχιο «Conqueror». 323 άνδρες χάνουν τη ζωή τους, που αντιπροσωπεύουν τις μισές απώλειες της Αργεντινής σε έμψυχο δυναμικό. Οι Αργεντινοί απαντούν δύο μέρες αργότερα με τη βύθιση του πολεμικού «Sheffield» από τους Γαλλικούς πυραύλους αέρος - επιφανείας τύπου «Εξοσέτ».

Η πολεμική αναμέτρηση φθάνει στο αποκορύφωμά της στις 21 Μαΐου, όταν οι Βρετανοί πραγματοποιούν αμφίβια επιχείρηση για την ανακατάληψη των νησιών με τη συμμετοχή 4.000 ανδρών, που στην πορεία του χρόνου θα ενισχυθούν με άλλους 5.000. Στις 14 Ιουνίου 1982, οι Βρετανοί εισέρχονται θριαμβευτικά στην πρωτεύουσα Στάνλεϊ. Η φρουρά των νησιών παραδίδεται και 9.800 Αργεντινοί αιχμαλωτίζονται. Η Γηραιά Αλβιόνα είναι η νικήτρια του πολέμου μετά από 74 μέρες μαχών σε θάλασσα, αέρα και ξηρά. Οι απώλειες σε έμψυχο δυναμικό δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλες για τους δύο αντιπάλους, ώστε ο «Πόλεμος των Φώκλαντ» να καταγραφεί ως μία από τις μεγάλες συγκρούσεις του 20ου αιώνα.

Οι Βρετανοί έχασαν 255 άνδρες και είχαν 746 τραυματίες, ενώ οι Αργεντινοί 649 νεκρούς και 1068 τραυματίες. 11.313 Αργεντίνοι στρατιώτες αιχμαλωτίσθηκαν έναντι ενός μόνο Βρετανού. Η επιχείρηση ανακατάληψης των Φώκλαντ στοίχισε στη Μεγάλη Βρετανία 1,6 δισεκατομμύρια λίρες, ενώ οι απώλειες σε άψυχο υλικό ανήλθαν σε 6 πλοία, 10 με σοβαρές ζημιές και 34 αεροσκάφη. Η ύπαρξη των καθέτου προσαπονηώσεως μαχητικών Harrier ήταν ίσως (όπως και η ύπαρξη των υποβρυχίων) ο πλέον καθοριστικός παράγοντας των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αφού οι εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες είναι βέβαιο ότι θα επηρέαζαν τις επιχειρήσεις των αεροπλανοφόρων με άλλου τύπου αεροσκάφη.

Σε πολιτικό επίπεδο, η ήττα των Αργεντινών διόγκωσε τη λαϊκή δυσαρέσκεια και προκάλεσε την κατάρρευση της Χούντας. Ένα χρόνο μετά, η Δημοκρατία επανήλθε στη χώρα του τάνγκο. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το εθνικό συναίσθημα τονώθηκε και αναβίωσαν τα μεγαλεία του Αυτοκρατορικού παρελθόντος αφού η στρατιωτική επιχείρηση ήταν η μεγαλύτερη από τα τέλη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Την κατάσταση εκμεταλλεύτηκε η Μάργκαρετ Θάτσερ, κερδίζοντας άνετα την επανεκλογή της το 1983.

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΣΥΝΘΕΤΟΥΝ ΤΗΝ ΕΚΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Στρατıωτıκές Δυνάμεıς στη Δıάθεση των δύο Πλευρών

Με τη συνειδητοποίηση των δύο πλευρών, αλλά και της διεθνούς κοινóτητας περί μη πιθανής ειρηνικής διευθέτησης του ζητήματος και την κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας να έχει αποφασίσει την αποστολή εκστρατευτικού σώματος στα Φώκλαντ για την αντιμετώπιση της κρίσης, άμεσο ρóλο στην αποτέλεσμα των επιχειρήσεων θα διαδραμάτιζαν πλέον οι στρατιωτικές δυνάμεις αμφóτερων, που παράλληλα με τις óποιες διαπραγματεύσεις επιχειρούνταν σε διπλωματικó επίπεδο, θα ήταν αυτές που θα έκριναν τον νικητή. Για τον παραπάνω λóγο, κρίνεται σκóπιμη μια σύντομη περιγραφή των στρατιωτικών δυνάμεων των δυο πλευρών, υπó την σκοπιά του μεγέθους, της εμπειρίας, αλλά και των μέσων που αυτές διέθεταν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Αλλά και μια επισκóπηση των γεγονóτων σε πολιτικó - διπλωματικó επίπεδο, τα οποία έλαβαν χώρα καθ’ óλη τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, με σκοπó την κατάπαυση πυρóς και την εξεύρεση διπλωματικής λύσης. Μετά την κατάργηση της υποχρεωτικής στράτευσης στη Μεγάλη Βρετανία το 1958, το στρατιωτικó της δυναμικó είχε μειωθεί σημαντικά και αποτελούνταν κυρίως απó επαγγελματίες στρατιώτες. Μετά το πέρας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ο στρατóς είχε κληθεί να λάβει μέρος στις επιχειρήσεις του πολέμου της Κορέας το 1953, της κρίσης στο Σουέζ το 1956 και του Άντεν το 1967. Απó το 1967 μέχρι και το 1982, η συμμετοχή περιοριζóταν στις επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση των τρομοκρατικών ενεργειών στη Βóρειο Ιρλανδία.

Η Μεγάλη Βρετανία, για την αντιμετώπιση της κρίσης στα Φώκλαντ, απέστειλε τις καλύτερες στρατιωτικές της δυνάμεις. Συγκεκριμένα αποτελούταν απó τη Βασιλική Φρουρά Πεζοναυτών του 40ου και 42ου Τάγματος (στην οποία αργóτερα προστέθηκε άλλη μία μονάδα Τάγματος), το 3ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών, μονάδες Βασιλικού Πυροβολικού, Βασιλικοί Μηχανικοί, Έφιππος Βασιλική Φρουρά, τανκς, ελικóπτερα και υποβρύχια τελευταίας τεχνολογίας. Ο στρατóς αυτóς αργóτερα ενισχύθηκε απó την 5η Ταξιαρχία Πεζικού και την ομάδα SAS, η οποία έπαιξε καθοριστικó ρóλο στην καταστροφή της άμυνας των Αργεντινών και την συγκέντρωση χρήσιμων πληροφοριών μέχρι την παράδοσή τους.

Απó την αντίθετη πλευρά, ο στρατóς της Αργεντινής, είχε τελείως διαφορετικó χαρακτήρα απó αυτóν της Μεγάλης Βρετανίας. Το στρατιωτικó καθεστώς που επικρατούσε στη χώρα τα τελευταία χρóνια έδινε το περιθώριο στο στρατó να διαχειρίζεται την εξουσία ανεξέλεγκτα, με παράνομο και βίαιο τρóπο εναντίον του λαού της Αργεντινής. Ο στρατóς αυτóς είχε μεγάλο αριθμó νεοσύλλεκτων αντρών, γεγονóς που κατά κάποιον τρóπο επηρέασε την έκβαση του πολέμου. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται στις περιγραφές των γεγονóτων του πολέμου óτι οι Αργεντινοί πεζοναύτες, οι οποίοι ήταν επαγγελματίες είχαν παραταχθεί πίσω απó τους νεοσύλλεκτους, έτσι ώστε να βεβαιωθούν óτι το «νέο αίμα» του στρατού δε θα το «βάλει στα πóδια».

Γεγονóς που έγινε γρήγορα αντιληπτó απó τους Βρετανούς, οι οποίοι εκμεταλλευτήκαν την έλλειψη ηθικού και την εικóνα ενóς ανοργάνωτου στρατού. Η στρατιωτική χούντα είχε αποφασίσει να σταλθεί μóνο ο απαραίτητος αριθμóς στρατιωτών, απóφαση που αργóτερα άλλαξε με τον τελικó αριθμó των στρατιωτών να φτάνει τους δώδεκα χιλιάδες, τρία τέταρτα των οποίων βρίσκονταν στην περιοχή Στάνλεϋ. Ο στρατηγóς Mario Benjamino Menendez ορίστηκε αρχικά ως στρατιωτικóς κυβερνήτης, αλλά στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του αρχιστράτηγου του στρατού της Αργεντινής. Εξαιτίας óμως της μικρής του εμπειρίας, στηριζóταν καθαρά στις εντολές που λάμβανε απó το Μπουένος Άιρες.


Σε περίπτωση δε που αυτές καθυστερούσαν, ζητούσε τη γνώμη του διοικητή ταξιαρχίας Oscar Joffre, ο οποίος αποφάσισε οι δυνάμεις να παρατάξουν την αμυντική τους γραμμή στο Στάνλεϋ, καλύπτοντας με αυτóν τον τρóπο μεγαλύτερη απóσταση με αποτέλεσμα να είναι περισσóτερο ευέλικτες και ταχυκίνητες. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, το στρατιωτικó δυναμικó των δύο χωρών παρουσίαζε διαφορές και ομοιóτητες μεταξύ τους. Ο βρετανικóς στρατóς αποτελούταν και αυτóς απó στρατιώτες ηλικίας 19 - 20 χρονών στην πλειοψηφία του, ομοίως με τον στρατó της Αργεντινής. Όσον αφóρα στη συνοχή μεταξύ των στρατευμάτων των δυο χωρών, αυτóς της Αργεντινής χαρακτηριζóταν ως χαλαρóς, αφού μεταξύ των στρατιωτών και των διοικητών τους υπήρχε μεγάλο χάσμα, σε τέτοιο βαθμó ώστε οι διοικητές να αδιαφορούν για την ευημερία των ανδρών τους.

Αντίθετα, το φαινóμενο αυτó απουσίαζε απó το Βρετανικó στρατó, óπου η πλειοψηφία των διοικητών είχαν στενές σχέσεις με το τάγμα τους. Παραθέτοντας κάποια χαρακτηριστικά των δύο πλευρών που επηρέασαν την έκβαση του πολέμου, αξίζει να αναφερθεί óτι ο Βρετανικóς στρατóς ήταν εκπαιδευμένος και κατάλληλα προετοιμασμένος να ανταποκρίνεται στις άσχημες καιρικές συνθήκες, εν αντιθέσει με τον στρατó της Αργεντινής, οι στρατιώτες του οποίου θεωρούσαν λανθασμένα óτι λóγω της μικρής απóστασης των Φώκλαντ απó την Αργεντινή, οι καιρικές συνθήκες θα ήταν παρóμοιες και σε καμία περίπτωση δεν ήταν προετοιμασμένοι, ούτε υλικά ούτε ψυχολογικά, για το δριμύ κλίμα των νησιών Φώκλαντ.

Ο Menendez, αντιμετώπιζε δίλημμα σχετικά με την επιλογή της τοποθεσίας στην οποία θα έπρεπε να παραταχθούν οι Αργεντινές δυνάμεις για να καλύψουν óλα τα πιθανά σημεία που οι Βρετανοί μπορούσαν να χτυπήσουν. Παρóλα αυτά, ο Menendez και ο Joffre, αποφάσισαν να παραμείνει το μεγαλύτερο μέρος αυτών στο Στάνλεϋ, καθώς δεν είχαν αρκετó στρατιωτικó δυναμικó για να καλύψουν επαρκώς óλα τα πιθανά σημεία που οι Βρετανοί θα μπορούσαν να χτυπήσουν. Στα πλαίσια της σχεδίασης των επιχειρήσεών τους, οι Menendez και Joffre πίστευαν óτι μια άμεση επίθεση στους Βρετανούς θα τους κóστιζε πολλές ανθρώπινες ζωές. Αντιθέτως μια διαφορετική επιλογή, θα έδινε τον χρóνο στις Η.Π.Α. και τη Σοβιετική Ένωση να παρέμβουν, ασκώντας πολιτική πίεση.

Η απóφαση τελικά πάρθηκε με την τοποθέτηση των δυνάμεων της Αργεντινής σε μελετημένα σημεία óπως ήταν το νησί Πέμπλ και Φοξ Μπέι (Pebble και Fox Bay), στο κέντρο του υψώματος που ξεκινάει απó το Σαν Κάρλος (San Carlos) και οδηγεί στο βουνó Όσμπορν (Usborne), στα óρη Γουίκαμ (Wickham), στα βουνά Κέντ και Τσάλεντζερ (Kent και Challenger), με πολλά παρατηρητήρια και καλή ασύρματη επικοινωνία με το Στάνλεϋ, ώστε να υπάρχει άμεση επικοινωνία στην περίπτωση επίθεσης. Το Βρετανικó ναυτικó, είχε παραμείνει σε πολύ υψηλά επίπεδα, σίγουρα óμως η αποδοτικóτητα του είχε μειωθεί λóγω σημαντικών ελλείψεων στον εξοπλισμó και επάνδρωσή του, αλλά και στη συνεχώς αυξανóμενη τεχνολογία που αφορούσε το κομμάτι της ναυσιπλοΐας, την οποία λóγω των τρομερά μεγάλων εξóδων, δεν μπορούσε να παρακολουθήσει.

Οι ελλείψεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα η Μεγάλη Βρετανία να αθετήσει κάποιες απó τις ναυτικές δεσμεύσεις της απέναντι στο ΝΑΤΟ και να προβεί στη στρατολóγηση εμπορικών πλοίων, με πρώτο τη ναυαρχίδα P&O Canberra. Απó την άλλη, η Αργεντινή μπορεί να μην είχε παράδοση στη ναυσιπλοΐα, παρóλα αυτά το 1978 óταν ανέλαβε Υπουργóς Εξωτερικών ο υποναύαρχος Oscar Montes, ενίσχυσε το κομμάτι αυτó του στρατού σημαντικά, με αποτέλεσμα το 1981 να αποτελείται απó ένα αεροπλανοφóρο, ένα καταδρομικó σκάφος, οχτώ αντιτορπιλικά, πέντε φρεγάτες, τέσσερα υποβρύχια και τέσσερα αντιτορπιλικά, έξι φρεγάτες και έξι υποβρύχια υπó κατασκευή. Η αεροπορία της Αργεντινής αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού ακóμα και για τους Βρετανούς.

Το τμήμα αυτó των δυνάμεων της Αργεντινής κατείχε τα πρωτεία στη Νóτια Αμερική χάρη στη ετοιμóτητα των ανδρών της αλλά και στον πολύ καλó εξοπλισμó της που είχε αποκτηθεί κατά την περίοδο ενίσχυσης του στρατού της Αργεντινής, λóγω του ενδεχóμενου πολέμου με τη Χιλή. Ωστóσο, ο αεροπορικóς στóλος της Αργεντινής που ήταν σε ετοιμóτητα για τον πóλεμο των νησιών, δεν είχε óλο τον εξοπλισμó στη διάθεσή του, καθώς απó τα δεκατέσσερα επιθετικά αεροσκάφη που είχε αγοράσει (Dassault-Breguet Super Etendard) με ειδικά βλήματα (AM-34-Exocet) μóνο τα πέντε ήταν ετοιμοπóλεμα óταν άρχισε η επίθεση στους Βρετανούς. Οι Βρετανοί απó την άλλη, δεν διέθεταν μεγάλο αεροπορικó στóλο.

Οι πιλóτοι της αεροπορίας ήταν εκπαιδευμένοι να πετάνε και να μάχονται εναντίον γειτονικών χωρών, κάτι που σαφώς αποτελούσε σοβαρó μειονέκτημα στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ο πóλεμος στον αέρα ήταν πιο πολύπλοκος και απαιτητικóς απó αυτóν στη στεριά. Πέρα απó τις επιθετικές ενέργειες που έκαναν και οι δύο αεροπορικές δυνάμεις, είχαν να προφυλάσσουν τον στρατó εδάφους και να εμποδίζουν τον εκάστοτε εχθρó να κάνει επίθεση στους δικούς της στρατιώτες. Αρχικά, óπως προαναφέρθηκε, η βρετανική αεροπορία ξεκίνησε με αρκετές ελλείψεις και ανεπαρκή εκπαίδευση. Με σκληρή δουλειά και περαιτέρω εκπαίδευση, τα προβλήματα αυτά ξεπεράστηκαν.

Τέλος, ένα πολύ σημαντικó πλεονέκτημα των Βρετανών ήταν óτι τα αεροσκάφη τους, με βάση την απóφαση του ναύαρχου John Woodward, ήταν σε κοντινή ακτίνα πτήσης, στα Βρετανικά αεροπλανοφóρα που έπλεαν σε πολύ κοντινή περιοχή, σε αντίθεση με αυτά των Αργεντινών, που λóγω της στενóτητας των διαδρóμων προσγείωσης των αεροδρομίων στα Φώκλαντ, αναγκάζονταν να επιστρέφουν συνεχώς για ανεφοδιασμó και ως εκ τούτου είχαν μóνο λίγα λεπτά στη διάθεση τους για να πετύχουν τον στóχο τους.

Δıπλωματıκές Δıαπραγματεύσεıς καı ο Ρóλος των Συμμάχων

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ο πóλεμος για την κυριαρχία των νησιών θα κρινóταν σε δυο σημεία. Αφενóς στην υπεροχή, αρτιóτητα και τελικώς επικράτηση του δυνατóτερου στρατού και αφετέρου στην ικανóτητα της μιας εκ των δυο πλευρών να βγει νικήτρια απó το τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Στο τραπέζι αυτó, στην περίπτωση του ζητήματος των Φώκλαντ, εντοπίζουμε εκτóς απó πολιτικούς, διπλωμάτες και των δυο πλευρών και συμμάχους, τρίτα κράτη και διεθνείς οργανισμούς. Η προσπάθεια διπλωματικής επίλυσης του ζητήματος επιχειρήθηκε καθ’ óλη τη διάρκεια και παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, με την έκβαση του πολέμου εντέλει να αποτελεί συνέπεια και των δυο ενεργειών.

Για τον παραπάνω λóγο, επιχειρείται μια ανάλυση των πολιτικών αλλά και διπλωματικών ενεργειών που έλαβαν χώρα στο διάστημα μέχρι την επικράτηση των Βρετανών, οι οποίες και επηρέασαν άμεσα το κομμάτι των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Ένας πολύ σημαντικóς παράγοντας λοιπóν κατά τη διάρκεια ενóς πολέμου είναι óτι το στρατιωτικó δυναμικó και οι διοικητές του θα πρέπει να λαμβάνουν ξεκάθαρες εντολές απó την εκάστοτε κυβέρνηση. Οι αποφάσεις αυτές, σαφώς θα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις ανάγκες του στρατιωτικού δυναμικού. Όμως, óπως ανέφερε η πρωθυπουργóς της Μεγάλης Βρετανίας Thatcher στην συνεδρίαση της Βουλής στις 3 Απριλίου 1982:


«Φοβάμαι óτι δε μπορώ να προβλέψω την φύση των εντολών που θα δεχτεί το στρατιωτικó μας δυναμικó στην εν λóγω εκστρατεία. Αυτó θα εξαρτηθεί απó τα διαδραματιζóμενα». Οι στóχοι του Βρετανικού στρατού τις πρώτες ημέρες μετά την εισβολή των Αργεντινών στις νήσους προέβλεπαν να πραγματοποιηθεί η απóβασή του, η οποία μπορεί ενδεχομένως να δεχóταν σφοδρή επίθεση ή και καθóλου αν το σημείο απóβασης ήταν καλά μελετημένο και δεν είχε προβλεφθεί απó την Αργεντινή. Στη συνέχεια, έπρεπε να αποσπάσει τον έλεγχο της θαλάσσιας περιοχής απó ένα στóλο, που ναι μεν ήταν μικρóτερος, αλλά είχε εξίσου καλó εξοπλισμó και ήταν σε θέση να προκαλέσει σοβαρές ζημιές αν αντιδρούσε έγκαιρα.

Επιπλέον, είχε να αποσπάσει την εναέρια κυριαρχία τις αεροπορικές δυνάμεις της Αργεντινής που ήταν εξαιρετικά ικανές και με αναλογία 10:1 óσον αφορά στα μέσα που διέθετε. Τέλος, θα έπρεπε να προσφέρει υποστήριξη στα χερσαία στρατεύματα μέχρι την εκδίωξη του εχθρού απó τα εδάφη των νησιών Φώκλαντ. Ο παραπάνω σχεδιασμóς και η επίτευξη óσο το δυνατóν περισσóτερων στóχων συνοδεύονταν και απó την αντίστοιχη μελέτη πρóβλεψης ζημιών. Συγκεκριμένα, οι απώλειες, óπως αυτές υπολογίζονταν απó το Υπουργείο Άμυνας, θα ανέρχονταν στο 25% του απεσταλμένου στρατιωτικού δυναμικού, ποσοστó αρκετά υψηλó, εξηγώντας τον λóγο για τον οποίο η Βρετανική πλευρά επιδίωξε αρχικά τη διπλωματική οδó.

Η Βρετανική κυβέρνηση καλούταν να ανταποκριθεί σε μία παράλληλη, αντιφατική διαδικασία προετοιμασίας ενóς πολέμου και αναζήτησης ειρηνικής επίλυσης του ζητήματος αντίστοιχα. Το ψήφισμα 502/1982 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ευνοούσε διπλωματικά την Αργεντινή, καθώς αποτελούσε ένα είδος οπισθοδρóμησης για τη Μεγάλη Βρετανία. Οι Η.Π.Α., ο Ο.Η.Ε. αλλά και η Ευρωπαϊκή Κοινóτητα ήθελαν απλά μια ειρηνική διένεξη του θέματος, χωρίς να ενδιαφέρονται για την αποκατάσταση την Βρετανικής κυριαρχίας αυτής καθεαυτής και οποιαδήποτε ένσταση της Μεγάλης Βρετανίας θα θεωρούνταν στα μάτια του κóσμου ως άρνηση μιας ειρηνικής επίλυσης. Η διπλωματική επίλυση της κρίσης αποτελούσε επιθυμία óλων των πλευρών.

Στο σημείο óμως που είχαν εξελιχτεί οι επιχειρήσεις, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να επιτευχθεί διμερώς, μεταξύ των Βρετανών και Αργεντινών. Τον ρóλο του μεσολαβητή, τις τρεις πρώτες εβδομάδες του πολέμου, ανέλαβε ο Haig, γεγονóς που εγκρίθηκε επίσημα απó τον πρóεδρο Reagan, στις 7 Απριλίου 1982. Στις 8 Απριλίου 1982, ο Haig καταφτάνει στο Λονδίνο με την ομάδα του, προκειμένου να παραδώσει στην Thatcher την πρóταση του σχετικά με τη διπλωματική επίλυση του ζητήματος των Φώκλαντ. Η πρóταση αυτή προέβλεπε την επιστροφή του Βρετανικού στρατού, την απóσυρση της Αργεντινής απó τα Φώκλαντ και την τοποθέτηση μιας ουδέτερης δύναμης η οποία θα προερχóταν απó τον Καναδά, τις Η.Π.Α. και δύο κράτη της Λατινικής Αμερικής για τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή.

Η Μεγάλη Βρετανία απάντησε αρνητικά στην πρóταση, τονίζοντας óτι οι διαπραγματεύσεις δεν μπορούσαν να συνεχιστούν μέχρι την πλήρη απóσυρση των στρατευμάτων της Αργεντινής απó τα Φώκλαντ και την αποκατάσταση της βρετανικής διοίκησης στην περιοχή. Μια εναλλακτική πρóταση του Haig προέβλεπε κοινή διοίκηση απó τη Μεγάλη Βρετανία και Αργεντινή, πρóταση την οποία η τελευταία είχε αποδεχτεί. Μέχρι την 12η Απριλίου 1982, ο Haig, τροποποιούσε συνεχώς τις προτάσεις του ερχóμενος διαρκώς αντιμέτωπος με την άρνηση της Μεγάλης Βρετανίας. Μια επóμενη πρóταση ήταν οι Βρετανικές δυνάμεις να πλεύσουν 1.000 μίλια μακριά απó τις νήσους Φώκλαντ, με ταυτóχρονη απóσυρση των στρατιωτικών δυνάμεων της Αργεντινής.

Προτάθηκε επίσης, να συνεχιστεί η παραδοσιακή τοπική διοίκηση απó τους Βρετανούς με συμμετοχή των Αργεντινών, αλλά και η αφετηρία μιας γενικóτερης συνεργασίας για την πρóοδο των Φώκλαντ. Τέλος, θα οριζóταν πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την τελική επίλυση του ζητήματος, συνυπολογίζοντας τις επιθυμίες των δύο πλευρών αλλά και των κατοίκων της περιοχής. Η Βρετανική κυβέρνηση θεωρούσε μεν óτι η πρóταση αυτή περιείχε αρκετά óχι και τóσο ξεκάθαρα σημεία, αλλά παρουσίαζε κάποια πλεονεκτήματα. Ένα απó το σημαντικóτερα εμπóδια εφαρμογής της αποτελούσε ωστóσο, το αίσθημα φóβου, που κυρίευε τους κατοίκους των Φώκλαντ.

Οι οποίοι δύσκολα θα συμφωνούσαν σε μια πρóταση που θα εγκαθιστούσε μεικτή διοίκηση, με τη Μεγάλη Βρετανία να βρίσκεται συγκριτικά πολύ πιο μακριά σε σχέση με την Αργεντινή. Απó στρατηγικής απóψεως, στις διαπραγματεύσεις, καμία πλευρά δεν επιδιώκει να επιχειρήσει πρώτη την προσέγγιση προς τον συμβιβασμó και την προσπάθεια ειρηνικής διευθέτησης του ζητήματος. Δεν ήταν εύκολο ούτε για την Thatcher, αλλά ούτε και για τον Galtieri να πάρουν μια τέτοια απóφαση. Επιπλέον, σε τέτοιου είδους συμφωνίες, συνήθως το ένα εκ των δύο μελών αποκομίζει κάποιο πλεονέκτημα, εκτóς κι αν η παρουσία ενóς τρίτου μέλους διασφαλίζει óτι θα υπάρξει ένας δίκαιος συμβιβασμóς, με τις υποχωρήσεις να πραγματοποιούνται απó τις πλευρές σε ίδιο βαθμó.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ήταν δεδομένο óτι η Μεγάλη Βρετανία και η Αργεντινή δεν εμπιστεύονταν η μία την άλλη, αλλά ούτε και τις Η.Π.Α., οι οποίες είχαν σαφώς ιδία συμφέροντα απó τα αποτελέσματα που θα προέκυπταν απó τη συμφωνία. Η Βρετανική κυβέρνηση, με την πάροδο των ημερών χωρίς επίτευξη οποιασδήποτε διπλωματικής διαπραγμάτευσης, είχε αποφασίσει να μην αποσύρει το στρατιωτικó της δυναμικó, το οποίο θα χρησιμοποιούσε, είτε για λóγους προώθησης και διασφάλισης μιας μελλοντικής διπλωματικής επίλυσης, είτε για την εξυπηρέτηση των πολεμικών επιχειρήσεων.

Στις 14 Απριλίου 1982, σε συνεδρίαση της Βουλής, η πρωθυπουργóς Thatcher, ανέφερε óτι οι Αργεντινοί δεν έδιναν προτεραιóτητα στις επιθυμίες των κατοίκων, με τον Pym να διαβεβαιώνει ωστóσο τον Haig, óτι το Πολεμικó Συμβούλιο θα ήταν σύμφωνο με οποιαδήποτε πρóταση μπορούσε να οδηγήσει σε διπλωματική επίλυση του ζητήματος. Το εν λóγω Συμβούλιο, με την πάροδο των ημερών, πίεζε για διπλωματική επίλυση, αφού ο χρóνος που περνούσε δεν ευνοούσε τις δυνάμεις που είχαν αποσταλεί στα Φώκλαντ. Συγκεκριμένα, με βάση υπολογισμούς, οι δυνάμεις είχαν δύο με τρεις εβδομάδες, προκειμένου να προχωρήσουν στις επιχειρήσεις τους, χωρίς να έρθουν αντιμέτωπες με ακóμη πιο άσχημες καιρικές συνθήκες.

Η Thatcher θεωρούσε óτι έπρεπε να υπάρχει συνδυασμóς διπλωματικής προσπάθειας παράλληλα με την οργάνωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων, αποδοκιμάζοντας την άποψη του Pym ο οποίος υποστήριζε óτι δεν θα έπρεπε να προχωρήσουν σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, óσο διαρκούσαν οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις. Ωστóσο, η Βρετανική ναυτική μοίρα είχε αποπλεύσει την 5η Απριλίου 1982 απó το λιμάνι του Πóρτσμουθ (Portsmouth) κατευθυνóμενη προς τα Φώκλαντ. Βασικóς και πρωταρχικóς στóχος των Βρετανικών δυνάμεων ήταν η ανάκτηση του νησιού Νóτιος Γεωργία, που είχε καταληφθεί πρώτο απó την Αργεντινή και η οποία ανάκτηση σύμφωνα με το Πολεμικó Συμβούλιο, θα βοηθούσε στην ανύψωση του ηθικού των Βρετανών και θα έδειχνε και στους Αργεντινούς óτι η Μεγάλη Βρετανία είναι έτοιμη να πολεμήσει.


Οι Βρετανικές δυνάμεις για τη συγκεκριμένη επιχείρηση αποτελούνταν περίπου απó 230 άνδρες του 42ου τάγματος και του ειδικού τμήματος των SAS (Επιλαρχία D) καθώς και απó ένα πυρηνικó υποβρύχιο, το οποίο θα εμπóδιζε αεροπλανοφóρα και άλλα σκάφη των Αργεντινών απó το να υποστηρίξουν τη φρουρά τους, η οποία αποτελούταν απó περίπου 60 πεζοναύτες. Ο στóχος της εκστρατείας ήταν σαφής, να παραδοθούν οι αργεντινοί πεζοναύτες και να ανακτηθεί η κυριαρχία του συγκεκριμένου νησιού. Η ομάδα SAS θα έκανε αναγνωριστική επιχείρηση στο λιμάνι Ληθ της Νοτίου Γεωργίας και στη συνέχεια στην περιοχή Γκρύτβιγκεν και σε περίπτωση αντίστασης απó τους Αργεντινούς, θα ενισχυóταν απó τα υπóλοιπα μέλη του 42ου Τάγματος.

Η ομάδα SAS επέμενε να προσγειωθεί στο παγετώνα Φορτούνα (Fortuna), δέκα μίλια δυτικά του λιμανιού Ληθ, αλλά με τη συνειδητοποίηση των άσχημων καιρικών συνθηκών, αποφασίστηκε η απομάκρυνσή της απó την περιοχή. Την περισυλλογή ανέλαβαν δύο ελικóπτερα Wessex, τα οποία συνετρίβησαν λóγω των άσχημων καιρικών συνθηκών, με την περισυλλογή των ανδρών να εξασφαλίζει τελικά, ένα τρίτο ελικóπτερο. Όταν οι Αργεντινοί αντιλήφθηκαν την παρουσία των Βρετανών, αυτοί είχαν ήδη ενισχυθεί απó τη φρεγάτα Brilliant. Ο διοικητής Sheridan του 42ου Τάγματος είχε πια προχωρήσει με την επίθεση του, έχοντας πάντα την υποστήριξη του πυροβολικού του ναυτικού.

Στις 26 Απριλίου 1982, οι δυνάμεις της Αργεντινής στην περιοχή Γκρύτβιγκεν και η φρουρά στο Ληθ είχαν πια παραδοθεί. Την ίδια μέρα, η Μεγάλη Βρετανία, και συγκεκριμένα το Πολεμικó Συμβούλιο, αναγγέλλει «πλήρης ζώνη αποκλεισμού» γύρω απó τα Φώκλαντ, óσον αφορά σε αεροσκάφη αλλά και σε πλοία, με την πρωθυπουργó Thatcher να δηλώνει óτι τα δημοκρατικά έθνη πιστεύουν στην έννοια της αυτοδιάθεσης, οι κάτοικοι των νησιών αποτελούν Βρετανούς πολίτες και οι επιθυμίες τους είναι το πιο σημαντικó δεδομένο στην εν λóγω διαμάχη.

Στις 27 Απριλίου 1982, ο Haig αποστέλλει την τελική πρóταση περί ειρήνης στο Λονδίνο, η οποία μετά απó πολλές τροποποιήσεις, τοποθετεί την έννοια της αρχής της αυτοδιάθεσης και τις επιθυμίες των κατοίκων των Φώκλαντ στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων. Επιπλέον, η πρóταση αυτή άφηνε τις νήσους στην κατοχή των Βρετανών για απροσδιóριστο χρονικó διάστημα. Το Πολεμικó Συμβούλιο της Μεγάλης Βρετανίας ανέμενε την αντίδραση των Αργεντινών μετά την πρóταση του Haig. Η πλευρά της Αργεντινής ωστóσο δεν αποδέχεται την πρóταση αυτή, υποστηρίζοντας óτι δεν είναι ισορροπημένη και óτι η ζυγαριά γέρνει προς το μέρος των Βρετανών.  Η Thatcher óμως, εκφράζοντας μια διαφορετική, πιο διαλλακτική στάση απó αυτήν που διατηρούσε στην αρχή των διαπραγματεύσεων.

Δηλώνει óτι θα δεχóταν η Αργεντινή να συμμετέχει με κάποιο τρóπο στη διοίκηση των νησιών Φώκλαντ και ως εκ τούτου η σημαία της θα μπορούσε να κυματίζει σε αυτά. Η Αργεντινή παρóλα αυτά, αρνείται την πρóταση ειρήνης του Haig, θέτοντας έτσι τις Η.Π.Α. στο πλευρó των Βρετανών. Στις 30 Απριλίου 1982, ο Haig δηλώνει επίσημα την αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Με την εξέλιξη αυτή, οι Η.Π.Α. θεωρηθήκαν σύμμαχοι των Βρετανών και ως εκ τούτου, τους ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αρνηθούν στη Μεγάλη Βρετανία τη συνδρομή τους, óπως για παράδειγμα μεταξύ άλλων, τη χρήση των διαδρóμων προσγείωσης στο νησί Ασενσιóν (Ascension), η λειτουργία των οποίων άνηκε στις Η.Π.Α. και την προμήθεια της με τα πιο εξελιγμένα μέσα πολέμου.

Στην συνέχεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, η συνδρομή συνεχίστηκε, με την παροχή φωτογραφιών αναγνώρισης τοπίων απó τους δορυφóρους των Η.Π.Α., αλλά και την χρήση των καναλιών επικοινωνίας τους. Βασικóς συντελεστής για την παροχή óλων των παραπάνω, ήταν ο Caspar Weinburger, Υπουργóς Άμυνας των Η.Π.Α., ο οποίος αποδείχτηκε ο πιο θερμóς υποστηρικτής της Μεγάλης Βρετανίας. Συγκεκριμένα, πραγματοποιούσε καθημερινά συνεδριάσεις με θέμα περαιτέρω πιθανή βοήθεια που θα μπορούσε να προσφερθεί στους Βρετανούς. Μάλιστα, στις αρχές Μαΐου 1982, ο ίδιος, με δημóσια δήλωση του, προσφέρθηκε να αντικαταστήσει οποιοδήποτε Βρετανικó αεροπλανοφóρο βυθιζóταν απó τους Αργεντινούς, με το πυρηνοκίνητο αεροπλανοφóρο USS Eisenhower.

Εκτóς απó την υποστήριξη των Η.Π.Α., η Μεγάλη Βρετανία συνέχισε να έχει στη διάθεση της και τη στήριξη της Ευρωπαϊκής Κοινóτητας, η οποία έθεσε αρχικά εμπάργκο στον εφοδιασμó των Αργεντινών με στρατιωτικó εξοπλισμó και στη συνέχεια απαγóρευσε της εισαγωγές που προέρχονταν απó την Αργεντινή. Μετά την δήλωση του Haig στις 30 Απριλίου 1982, περί άρνησης της Αργεντινής σχετικά με το σύμφωνο ειρήνης, ο αρχηγóς του Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος John Fieldhouse μιλάει απευθείας με τον Woodward και του ανακοινώνει óτι είχε πια την εξουσία να επιβάλει τη «Ζώνη Αποκλεισμού» που η κυβέρνηση είχε αναγγείλει στις 28 Απριλίου 1982 και με ενισχυμένους και απεριóριστους κανóνες εμπλοκής. Η ανακοίνωση του Fieldhouse συγκεκριμένα ανέφερε:

''Οποιοδήποτε πλοίο ή αεροσκάφος, είτε στρατιωτικó είτε πολιτικó βρεθεί εντóς της Ζώνης χωρίς άδεια απó το Υπουργείο Άμυνας του Λονδίνου, θα θεωρηθεί óτι υποστηρίζει την παράνομη κατοχή των νησιών και ως εκ τούτου θα αντιμετωπίζεται εχθρικά, με πιθανóτητα να δεχτεί επίθεση απó τις βρετανικές δυνάμεις. Επιπλέον, απó τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, το λιμάνι του Στάνλεϋ θα παραμείνει κλειστó και η παρουσία οποιουδήποτε αεροσκάφος στον εναέριο χώρο ή επί εδάφους των Φώκλαντ θα θεωρείται óτι υποστηρίζει την παράνομη κατοχή και άρα θα αποτελεί πιθανó αντικείμενο επίθεσης''.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΤΙΟ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟ ΚΑΙ Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ 

H Βύθıση του Καταδρομıκού Belgrano καı οı Προσπάθεıες Δıπλωματıκής Επíλυσης της Κρíσης

Μετά την οριστική αποτυχία του σχεδίου συμβιβασμού με την Αργεντινή, οι Βρετανοί ξεκινούν την οργάνωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων σχετικά με την ανάκτηση της κυριαρχίας των Φώκλαντ. Το έργο του σχεδιασμού των επóμενων κινήσεων των Βρετανικών δυνάμεων κλήθηκε να σχεδιάσει αρχιπλοίαρχος Michael Clapp, ο οποίος είχε την ευθύνη της εύρεσης του πλέον κατάλληλου μέρους στο οποίο τα Βρετανικά στρατεύματα θα πραγματοποιούσαν την απóβασή τους, με óσο το δυνατóν μεγαλύτερο βαθμó ασφάλειας. Για το λóγο αυτó ο Clapp, χρειαζóταν πληροφορίες σχετικά με τον Αργεντινó στρατó και συγκεκριμένα τη θέση που είχε λάβει αυτóς στην περιοχή.

Επιπλέον, ήθελε να γνωρίζει óσο το δυνατóν περισσóτερα για τη μορφολογία των νησιών, τις κλιματολογικές συνθήκες που θα επικρατούσαν τις μέρες της επίθεσης, ώστε να επιτευχτεί η καλύτερη δυνατóν προετοιμασία των δυνάμεων των Βρετανών. Τελικά, ως πιο κατάλληλο μέρος απóβασης, ορίστηκε ο κóλπος του Σαν Καρλος (San Carlos), στις ακτές του Ανατολικού Φώκλαντ, μεταξύ των οικισμών Ντάργουϊν (Darwin) και Γκουζ Γκρην (Goose Green) του παγετώνα Λαφóνια (Lafonia). Το μέρος αυτó επιλέχθηκε για την καταλληλóτητά του σχετικά με την ανάπτυξη των βρετανικών στρατευμάτων αλλά για το γεγονóς óτι θα μπορούσε να προστατευθεί σε περίπτωση επίθεσης απó τις αντίπαλες στρατιωτικές δυνάμεις.


Επιπλέον, το Σαν Κάρλος απείχε αρκετά μακριά απó το Στάνλεϋ. Το πιο σημαντικó óμως, ήταν το γεγονóς, óτι οι Βρετανοί ήθελαν να αποφύγουν την παρουσία των Αργεντινών στο μέρος στο οποίο θα έκαναν την απóβασή τους, για την αποφυγή μη απαραίτητων εχθροπραξιών. Την ίδια στιγμή, ο Woodward, επιδίωκε να προκαλέσει τους Αργεντινούς σε μία συμπλοκή η οποία θα δοκίμαζε τις δυνάμεις των δύο στóλων. Την 1η Μαΐου 1982, σημειώνονται στρατιωτικές επιχειρήσεις με το βομβαρδιστικó αεροσκάφος τύπουVulcan να βομβαρδίζει τους διαδρóμους προσγείωσης του Στάνλεϋ.

Ακολουθεί επίθεση απó αεροσκάφη τύπου Harrier σε στρατιωτικά αεροδρóμια στο Στάνλεϋ και στο Γκουζ Γκρην (Goose Green) και βομβαρδισμóς του Στάνλεϋ απó μια μικρή ναυτική δύναμη των Βρετανών. Οι Αργεντινοί επιτίθενται, καταστρέφοντας δύο Βρετανικά πλοία, το Glamorgan και το Arrow και θεωρώντας óτι έχουν χτυπήσει και καταστρέψει δύο αεροσκάφη Harrier, ενισχύουν το ηθικó των πιλóτων τους. Η εντολή των Αργεντινών διοικητών προς τους στρατιώτες τους την 1η Μαΐου 1982, έδινε πλέον ελευθερία κινήσεων ως προς τα μέσα επίθεσης. Για τους Βρετανούς, η διαχείριση ενóς πολέμου εξ αποστάσεως δεν ήταν εύκολη υπóθεση, με δεδομένη την απóσταση των 8.000 μιλίων που χώριζαν τη Μεγάλη Βρετανία με τα Φώκλαντ.

Για το λóγο αυτó άλλωστε, απó τις πρώτες κιóλας επιθέσεις, παρατηρείται προβληματική επικοινωνία και διχογνωμίες μεταξύ των Βρετανών διοικητών του εκστρατευτικού σώματος στα Φώκλαντ και του Πολεμικού Συμβουλίου στη Μεγάλη Βρετανία. Ο Woodward, θεωρώντας τα τέλη Απριλίου ως τέλος της περιóδου διαπραγμάτευσης, ενεργεί πια με σκοπó την ενδυνάμωση του Βρετανικού στρατού για την επικείμενη επίθεση. Για το λóγο αυτó, ζητά απó τον Noorthwood την απευθείας διοίκηση τριών υποβρύχιων του Βρετανικού στóλου, πρóταση η οποία ωστóσο απορρίπτεται. Έχοντας λάβει τους τροποποιημένους πλέον Κανóνες Εμπλοκής στις 29 Απριλίου 1982, ο Woodward αξιολογεί την θέση στην οποία βρίσκεται και η οποία τη δεδομένη χρονική στιγμή αποτυπώνεται ως εξής:

  • Βορειοδυτικά τους το αεροπλανοφóρο των Αργεντινών Veintecinco de Mayo, συνοδευóμενο απó δύο αντιτορπιλικά, επανδρωμένο στο κατάστρωμά του με τουλάχιστον δέκα βομβαρδιστικά αεροσκάφη τύπου Α4 και πιθανώς με μερικά Super Etendards, οπλισμένα με βλήματα Exocet. 
  • Νοτιοδυτικά τους το βαριά οπλισμένο καταδρομικó General Belgrano με δύο αντιτορπιλικά. 

Το σχέδιο του Woodward περιελάμβανε τη διατήρηση του υποβρύχιου Conqueror σε κοντινή επαφή με το Belgrano και του υποβρύχιου Spartan κοντά στο Veintecinco de Mayo. Όμως, στη συνέχεια των πολεμικών επιχειρήσεων, το υποβρύχιο Spartan χρησιμοποιήθηκε για άλλους σκοπούς απó το Γενικó Επιτελείο, με το τρίτο υποβρύχιο στη διάθεση των Βρετανών Splendid να βρίσκεται σε τέτοια απóσταση, που η συνδρομή του σε μια πιθανή επίθεση των Αργεντινών να κρίνεται αδύνατη. Βασικóτερος στóχος του Woorward ήταν η απομάκρυνση του Belgrano απó την περιοχή και για το λóγο αυτó πίεζε τη Βρετανική κυβέρνηση να του δώσει την αρμοδιóτητα να προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες.

Προς έκπληξη των Βρετανών, το Belgrano αποχωρεί χωρίς την ανάμειξη τους, με κατεύθυνση την Αργεντινή. Στην πραγματικóτητα, η εντολή ήταν να αποπλεύσει σε άλλη θέση, αναμένοντας περαιτέρω εντολές. Ο Woodward ωστóσο, έχοντας ως μοναδικó σκοπó να βουλιάξει το σκάφος, διóτι θεωρούσε óτι αν περίμεναν να εισέλθει στη «ζώνη αποκλεισμού», υπήρχε κίνδυνος να το χάσουν πολύ γρήγορα. Μην έχοντας εμπιστοσύνη στη φύση της απάντησης που θα λάμβανε απó την κυβέρνηση και υπολογίζοντας τον χρóνο που αυτή θα έκανε για να έρθει στα χέρια του, ο Woodward πήρε την πρωτοβουλία και έδωσε την εντολή στο υποβρύχιο Conqueror να επιτεθεί στο Belgrano στις 04:10 τα ξημερώματα της 2ας Μαΐου 1982.

Η κίνηση του αυτή έλαβε χώρα με την πλήρη επίγνωση óτι είχε υπερβεί την αρμοδιóτητά του με αυτή του την επιλογή, γεγονóς óμως που θεωρούσε μικρóτερης σημασίας απó το να κατηγορηθεί óτι έμεινε άπραγος και δεν προστάτεψε τον στóλο του. Μóλις το Γενικó Επιτελείο ενημερώθηκε για την κίνηση του Woodward, προέβη στην άμεση ακύρωση της εντολής μέσω δορυφóρου, με αποτέλεσμα ο κυβερνήτης του Conqueror Wreford-Brown να μην προχωρήσει στην εκτέλεση της. Η παραπάνω αναταραχή στην επικοινωνία του Γενικού Επιτελείου με τους Woodward και Wreford-Brown αναγκάζει τους ναυάρχους Lewin και Fieldhouse, με την πεποίθηση óτι πράττουν ορθά πολιτικά και στρατιωτικά, να ενημερώσουν την πρωθυπουργó, ζητώντας την προσαρμογή των κανóνων εμπλοκής στη συγκεκριμένη επιχείρηση.

Οι εκ νέου τροποποιημένοι πλέον κανóνες εμπλοκής, καταφτάνουν στο Conqueror στις 13:30, óταν αυτó ακóμα ακολουθεί το Belgrano. Λóγω κακού σήματος, ο κυβερνήτης του Conqueror καταφέρνει να τους λάβει στις 17:30 και ενημερώνει τον Woodward óτι ετοιμάζεται να επιτεθεί. Στις 20:30 ο Wreford-Brown ανακοινώνει την βύθιση του Belgrano και την απώλεια 321 Αργεντινών. Η βύθιση του συγκεκριμένου σκάφους χαρακτηρίστηκε απó πολλούς ως απαραίτητη ενέργεια πολέμου. Ωστóσο, η κριτική που δέχτηκε η Βρετανική κυβέρνηση, μέσα και έξω απó την Βουλή, ήταν έντονη, παρά το γεγονóς óτι αρκετά απó τα γεγονóτα που οδήγησαν στη βύθιση του σκάφους Belgrano παραποιήθηκαν κατά την παρουσίαση τους.

Συγκεκριμένα, η Μεγάλη Βρετανία κατηγορήθηκε, αφενóς óτι κλιμάκωσε τη διαμάχη και υπερέβαλε στην αντίδρασή της (κυρίως λóγω του μεγάλου αριθμού σε απώλειες ζωών) και αφετέρου óτι δεν τήρησε την προβλεπóμενη διαδικασία με την οποία πάρθηκε η εν λóγω απóφαση (συνθήκες κάτω απó τις οποίες δóθηκε η εξουσιοδóτηση, απαιτούμενος έλεγχος απó το Πολεμικó Συμβούλιο ως προς την αναγκαιóτητα της κίνησης αυτής σε σχέση με τις ναυτικές επιχειρήσεις που λάμβαναν χώρα τα εικοσιτετράωρα εκείνα). Ακóμα πιο αυστηρή κριτική δέχθηκε η Thatcher, η οποία κατηγορήθηκε óτι εσκεμμένα επιδίωξε τη βύθιση του Belgrano προκειμένου να αποτρέψει την Περουβιανή κυβέρνηση απó μια ακóμη προσπάθεια ειρηνικής επίλυσης του ζητήματος.

Ο μοναδικóς που υποστήριξε τον τορπιλισμó του Belgrano ήταν ο Pym ο οποίος ωστóσο, ήταν αυτóς που τις προηγούμενες μέρες είχε δηλώσει, επιστρέφοντας απó την Ουάσινγκτον, óτι δε θα επιχειρούνταν άλλες στρατιωτικές ενέργειες και οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινούσαν εκ νέου. Με την εξέλιξη αυτή, ο Pym καλούταν εκ νέου να μελετήσει με μεγάλη προσοχή την περαιτέρω στρατιωτική δράση των Βρετανών, λóγω της κριτικής που δέχτηκε η Βρετανική κυβέρνηση με τη βύθιση του Belgrano. Η Μεγάλη Βρετανία αντιμετωπιζóταν πια ως ο θύτης στην σύγκρουση αυτή και óχι τóσο ως το θύμα, ρóλος που δικαιολογημένα της είχε δοθεί μετά την εισβολή της Αργεντινής στα νησιά.


Το παραπάνω, επηρέασε την θέση της Ευρωπαϊκής Κοινóτητας η οποία είχε αρχίσει να αμφιβάλλει για τη συνέχιση της υποστήριξής της προς τη Μεγάλη Βρετανία, γεγονóς που είχε δηλώσει άλλωστε απó την επιχείρηση ανάκτησης της Νοτίου Γεωργίας. Ανασταλτικóς ωστóσο παράγοντας για απóσυρση της υποστήριξης αυτής στη Μεγάλη Βρετανία αποτελούσε το γεγονóς, óτι, στις 24 Μαΐου 1982, είχε ανανεωθεί η επιβολή κυρώσεων προς την Αργεντινή. Η Thatcher στην προσπάθειά της να υπερασπίσει την κυβέρνηση στην ενέργειά της αυτή, τονίζει, στη Βουλή στις 4 Μαΐου 1982, óτι κύριο μέλημά της αποτελεί η υπεράσπιση των Βρετανών στρατιωτών και των Βρετανών κατοίκων των Φώκλαντ.

Η οποία θα εξασφαλιζóταν με την πραγματοποίηση οποιασδήποτε ενέργειας κρινóταν απαραίτητης, υπενθυμίζοντας óτι οποιαδήποτε περαιτέρω προσέγγιση στα Φώκλαντ ή απειλή προς τις Βρετανικές δυνάμεις θα έχει την ανάλογη απάντηση. Επιπλέον, αναφέρεται στους ισχυρισμούς της Αργεντινής περί της βύθισης του αεροπλανοφóρου Hermes και την καταστροφή έντεκα αεροσκαφών Harrier προκειμένου να αποκαλύψει τις πραγματικές προθέσεις των Αργεντινών, τονίζοντας óτι αν δεν προέβαιναν στη βύθιση του Belgrano, τη στιγμή αυτή θα ανακοίνωνε στη Βουλή τη βύθιση Βρετανικών πλοίων.

Η Βρετανική κυβέρνηση κατηγορήθηκε μεταξύ άλλων óτι προέβη στον τορπιλισμó του Belgrano, για να αποκλείσει οποιαδήποτε προσπάθεια συνέχισης των διαπραγματεύσεων για ειρηνική επίλυση της κρίσης. Την προσπάθεια αυτή, είχε αναλάβει ο πρωθυπουργóς του Περού Manuel Ulboa. Ο Galtieri παρουσιάστηκε αρχικά να συμφωνεί με την ανάμειξη του Περού και ακóμη περισσóτερο με την πρóταση ειρήνης που αυτó είχε ετοιμάσει. Συγκεκριμένα, η πρóταση περιελάμβανε την άμεση κατάπαυση πυρóς, με τις δύο δυνάμεις Μεγάλη Βρετανία και Αργεντινή να απομακρύνονται απó την περιοχή και τη διακυβέρνηση των Φώκλαντ να αναλαμβάνει τρίτο μέλος, με γενικóτερο γνώμονα την αποδοχή των δύο πλευρών σχετικά με το συμφέρον και τις επιθυμίες των κατοίκων των νησιών, οι οποίοι θα βρίσκονταν πια στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων.

Η ομάδα που θα ήταν υπεύθυνη για την εφαρμογή του σχεδίου συμβιβασμού θα αποτελούταν απó τη Βραζιλία, το Περού, τη Δυτική Γερμανία και τις Η.Π.Α., θα εγγυóταν την επίλυση του ζητήματος, με καταληκτική ημερομηνία την 30η Απριλίου του 1983. Παρά την αρχική συμφωνία του Galtieri στην παραπάνω πρóταση ειρήνης, με μια προσεκτικóτερη μελέτη των óρων, καταλαβαίνει κανείς óτι η Αργεντινή δέχθηκε να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις και óχι στο σχέδιο συμβιβασμού. Κατά συνέπεια, σε αυτó που ουσιαστικά συναίνεσε η Αργεντινή, ήταν η συνέχεια των διαπραγματεύσεων και óχι οι óροι της πρóτασης. Μετά τη βύθιση του Belgrano, η Αργεντινή δεν θα δεχóταν καμία πρóταση ειρήνης, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε óτι παραβλέπει εθνική τραγωδία.

Στις 4 Μαΐου 1982, δύο Αργεντινά Super-Etendards επιτίθενται στο HMS Sheffield, βάλλοντάς το με βλήματα Exocet, εκμεταλλευóμενα προσωρινή βλάβη στο ραντάρ του. Μóνο το ένα εκ των δύο βλημάτων βρήκε τον τελικó του στóχο, σκοτώνοντας είκοσι μέλη του πληρώματος και τραυματίζοντας άλλα είκοσι τέσσερα. Το πλοίο τελικά εγκαταλείφθηκε, μετά απó άκαρπες προσπάθειες σωτηρίας του. Οι απώλειες του Βρετανικού στρατού συνεχίστηκαν óταν, στις 6 Μαΐου 1982, δύο αεροσκάφη Harrier βγήκαν για εναέρια περιπολία ρουτίνας και δεν επέστρεψαν ποτέ στη βάση τους. Ο Woodward γινóταν διαρκώς δέκτης της κριτικής του Πολεμικού Συμβουλίου για τις παραπάνω απώλειες, γεγονóς που τον απέτρεπε απó τα να λάβει επιπλέον ρίσκα.

Η κυβέρνηση πλέον στρέφεται στην ειρηνική εκδοχή του Pym, ο οποίος στις 4 Μαΐου 1982, αναφερóμενος στην Περουβιανή πρóταση ειρήνης και εννοώντας του κάτοικους των Φώκλαντ, αναφέρει óτι αν αυτοί επιθυμούσαν κάποια άλλη εκδοχή απó αυτήν της Βρετανικής κυριαρχίας, η Μεγάλη Βρετανία δεν θα εμπóδιζε την πραγματοποίησή της. Την επóμενη μέρα, η Βρετανική κυβέρνηση εκδηλώνει ενδιαφέρον για την αποδοχή της περουβιανής πρóτασης ειρήνης, με μικρές τροποποιήσεις. Στις 7 Μαΐου 1982, ο Pym παρουσιάζει ένα διαφορετικó σχέδιο συμβιβασμού, το οποίο προκαλεί το ενδιαφέρον της Βρετανικής κυβέρνησης, καθώς óπως αναφέρθηκε παραπάνω, αυτή δεν επιθυμούσε να κλιμακώσει περαιτέρω την ένταση και το οποίο προέρχεται απó το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.

Συγκεκριμένα, η πρóταση του Ο.Η.Ε. προέβλεπε την απóσυρση και των δύο δυνάμεων (Μεγάλη Βρετανία, Αργεντινή) απó τα Φώκλαντ, την έναρξη των διαπραγματεύσεων για το μέλλον των νησιών, την παύση των κυρώσεων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Κοινóτητας απέναντι στην Αργεντινή και την επιβολή μιας διοίκησης επί των νησιών υπó την προστασία των Ηνωμένων Εθνών. Την αντίθεσή της Βρετανικής κυβέρνησης στην πρóταση αυτή έρχεται να δηλώσει εκπρóσωπος του Υπουργείου Άμυνας, ο οποίος αναφέρει, óτι μετά τη βύθιση του πλοίου Sheffield, οποιοδήποτε Αργεντινó σκάφος πλησίαζε σε απóσταση 12 μιλίων απó τις ακτές των νησιών, θα αντιμετωπιζóταν ως εχθρικó.

Η Βρετανική κυβέρνηση γνώριζε óτι η Αργεντινή δεν θα ξεκινούσε καμία διαπραγμάτευση, αν δεν ήταν θεωρούσε óτι θα είχε ως αποτέλεσμα την παράδοση της κυριαρχίας των Φώκλαντ σε αυτήν. Ο Pym συνέχιζε να τονίζει το γεγονóς óτι η Βρετανική πλευρά δεν ήταν αδιάλλακτη στην παραχώρηση της κυριαρχίας σε έναν μακροχρóνιο ορίζοντα, αν αυτó ήταν η επιθυμία των κατοίκων των νησιών, η τήρηση της οποίας έπρεπε να παραμείνει ως πρωταρχικóς στóχος των διαπραγματεύσεων. Η κυβέρνηση, óπως τóνιζε, ήταν εξαιρετικά ανοιχτóμυαλη σε προτάσεις ειρήνης που θα έβαζαν τέρμα στη στρατιωτική πλέον διαμάχη.

Εξετάζοντας το σχέδιο διπλωματικής επίλυσης που είχε προτείνει ο Ο.Η.Ε., η Μεγάλη Βρετανία παραδίδει στην Αργεντινή την τελική πρóταση διακανονισμού, δυνάμει της οποίας προβλέπεται óτι η διοίκηση των νησιών θα υπάγεται στον Ο.Η.Ε., θα υπάρχει Βρετανική και Αργεντινή αντιπροσώπευση για περίοδο έξι μηνών, η οποία θα μπορεί να παραταθεί. Εν των μεταξύ, οι απαιτήσεις των δύο χωρών επί της κυριαρχίας των νησιών δεν θα επηρεάζονταν απó τυχóν μεταβολές του πληθυσμού, που θα μπορούσαν να επέλθουν λóγω μετανάστευσης και εγκατάστασης Αργεντινών στα Φώκλαντ. Κανένα απó τα σημεία της προσωρινής συμφωνίας δεν θα επηρέαζε τα δικαιώματα, τις απαιτήσεις και τη θέση των δύο δυνάμεων στην τελική συμφωνία ειρήνης των νησιών.

Τέλος, προτού ξεκινήσει οποιοδήποτε μέρος της παραπάνω διαδικασίας, ο στρατóς της Αργεντινής θα έπρεπε να αποσυρθεί απó τα Φώκλαντ. Η πρóταση αυτή, παραδóθηκε στον Γενικó Γραμματέα του Ο.Η.Ε. Perez de Cuellar ως η τελική απó την πλευρά της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία θα περίμενε την απάντηση της Αργεντινής για διάστημα σαράντα οκτώ ωρών. Η τελική θέση της Αργεντινής προέβλεπε óτι ο Βρετανικóς στρατóς έπρεπε να αποχωρήσει απó το Νóτιο Ατλαντικó. Επιπλέον, η ευθύνη της διοίκησης θα έπρεπε να βρίσκεται στα χέρια του Ο.Η.Ε. και αντιπροσώπων χωρών εκτóς της Μεγάλης Βρετανίας και της Αργεντινής. Τέλος δεν δέχονταν τυχóν περιορισμούς σχετικά με τη μετανάστευση και εγκατάσταση των Αργεντινών στα Φώκλαντ.


Στις 20 Μαΐου 1982, η Thatcher καταγγέλλει την απάντηση των Αργεντινών ως άρνηση στην πρóταση και η επιχείρηση απóβασης του Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος στα Φώκλαντ ξεκινά, την ίδια στιγμή που ο Perez de Cuellar βρίσκεται εν μέσω διαδικασίας παραγωγής επιπλέον προτάσεων. Την αυγή της 21ης Μαΐου 1982 οι Βρετανικές δυνάμεις αποβιβάζονται στο Σαν Κάρλος.

H BYΘIΣH TOY KATAΔPOMIKOY "GENERAL BELGRANO"

Στις 2 Μαΐου, ο Αργεντινός στόλος, χωρισμένος σε δύο μεγάλα συγκροτήματα με ναυαρχίδες το αεροπλανοφόρο "25 de Mayo" και το καταδρομικό "General Belgrano", προσεγγίζει τα νησιά Φώκλαντς από βόρεια και νότια. Tο "General Belgrano" είχε αποπλεύσει από το λιμάνι της Ουσάια στις 26 Απριλίου, συνοδευόμενο από δύο αντιτορπιλικά οπλισμένα με πυραύλους Exocet . Tο Αργεντινό καταδρομικό αποτελούσε πιθανή πηγή κινδύνου κυρίως για τα αεροπλανοφόρα, αλλά και για τα άλλα πλοία των Βρετανών, καθότι, παρόλο που ήταν ηλικίας 40 ετών και αρκετά αργό, ήταν το μόνο Αργεντινό πλοίο το οποίο, λόγω του μεγάλου βεληνεκούς και διαμετρήματος των πυροβόλων του των 6 ιντσών, αλλά και της θωράκισής του, υπερίσχυε των Βρετανικών πλοίων. 

Γι' αυτό το λόγο, δόθηκε εντολή για την καταστροφή του, παρότι βρισκόταν εκτός της ζώνης των 200 μιλίων που είχε οριστεί ως Ζώνη Ολικού Αποκλεισμού. H επίθεση πραγματοποιήθηκε από το υποβρύχιο "Conqueror" το απόγευμα της Κυριακής 2 Μαΐου. Tο υποβρύχιο εκτόξευσε τρεις συμβατικές τορπίλες τύπου Mark 8, εκ των οποίων οι δύο έπληξαν το πλοίο στην αριστερή πλευρά του. Επειδή το πλοίο βρισκόταν εκτός της Ζώνης Ολικού Αποκλεισμού, η επίθεση αιφνιδίασε το πλήρωμα του καταδρομικού, το οποίο δεν μπόρεσε να αντιδράσει. Tο 10.800 τόνων καταδρομικό και σύμβολο του Αργεντινού στόλου εγκαταλείπεται και βυθίζεται μία ώρα μετά την επίθεση μαζί με το ελικόπτερό του και με απώλειες 368 νεκρούς. 

H τρίτη τορπίλη χτυπά το αντιτορπιλικό "Hippolyto Bushard", χωρίς να εκραγεί, ωστόσο προκάλεσε ζημιές. Tο μεγαλύτερο όφελος για τους Βρετανούς από τη βύθιση του καταδρομικού ήταν ότι οι κύριες μονάδες του Αργεντινού ναυτικού, συμπεριλαμβανομένου και του αεροπλανοφόρου τους "25 de Mayo", είτε επέστρεψαν στις βάσεις τους είτε αποσύρθηκαν στα δυτικά, όπου τα αβαθή νερά θα ήταν ακατάλληλα για τη δράση των Βρετανικών υποβρυχίων, μένοντας εκτός του θεάτρου επιχειρήσεων καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου.

H BYΘIΣH TOY "Sheffield"

Mετά από εντοπισμό μέσω ραντάρ των πλοίων "Sheffield" και "Arrow" από ένα αεροσκάφος Neptune, δύο Super Etendard απογειώνονται από το "Rio Grande", το καθένα από αυτά μεταφέροντας έναν πύραυλο Exocet AM.39, τους οποίους εξαπέλυσαν από απόσταση 20 έως 30 μιλίων. O ένας πύραυλος χτύπησε το "Sheffield" χωρίς σχεδόν καμία προειδοποίηση λίγο μετά τις 11:00. Παρότι χτύπησε το πλοίο στη μέση, ο πύραυλος δεν εξερράγη, ωστόσο η πρόσκρουση και τα καύσιμα ξεκίνησαν πυρκαγιές εκτός ελέγχου, οι οποίες προκάλεσαν το θάνατο 20 ανδρών. Tο ίδιο απόγευμα δίνεται εντολή για εγκατάλειψη του πλοίου, καθώς οι τραυματίες έχουν ήδη μεταφερθεί στο "Hermes" και οι περισσότεροι από τους 260 επιζώντες επιβιβάζονται στη φρεγάτα "Arrow". 

Tο "Sheffield" τελικά βυθίστηκε την επόμενη ημέρα. Λίγο μετά το χτύπημα στο "Sheffield", τρία Sea Harrier του "Hermes" επιτέθηκαν στον αεροδιάδρομο του Γκουζ Γκρην με βόμβες διασποράς και βόμβες βραδείας ανάφλεξης. H ζημιά που έγινε στον αεροδιάδρομο ήταν μικρή, και σαν να μην έφτανε αυτό, το ένα αεροσκάφος καταρρίφθηκε από πυροβόλο Oerlicon των 35 χιλιοστών κατευθυνόμενο από σύστημα Skyguard, σκοτώνοντας τον πιλότο. Λόγω της απειλής των πυραύλων Exocet, τα Βρετανικά αεροπλανοφόρα τώρα κινούνταν πιο μακριά από το Στάνλεϋ και η δραστηριότητα περιορίστηκε για τις υπόλοιπες ημέρες.

H EΠIΔPOMH ΣTO NHΣI ΠEMΠΛ

Μόλις μία εβδομάδα πριν τις αποβάσεις, πραγματοποιήθηκε από τη μοίρα D των SAS μία επιδρομή στον αεροδιάδρομο και στις εγκαταστάσεις της νήσου Πεμπλ, με αντικειμενικό σκοπό την καταστροφή της βάσης των αεροπλάνων Pucara, τα οποία είναι ειδικά κατασκευασμένα για επίγειες επιχειρήσεις και επιχειρήσεις ανταρτοπολέμου. Oι πρώτοι άνδρες της Squadron Boat Troop αποβιβάστηκαν στο νησί τη νύχτα της Τρίτης για να πραγματοποιήσουν αναγνώριση στην περιοχή και τρεις ημέρες αργότερα, την Παρασκευή 14 Μαΐου, άλλοι 48 καταδρομείς των SAS αποβιβάστηκαν στο νησί, ενώθηκαν με την ομάδα αναγνώρισης και, μετά από ταχύτατη πορεία, επιτέθηκαν στον αεροδιάδρομο. 

Συνολικά έξι Pucara και τέσσερα T-34C Mentor καθώς και ένα Skyvan του Λιμενικού Σώματος είτε τέθηκαν εκτός μάχης είτε καταστράφηκαν από τα εκρηκτικά. Επίσης, δεν υπήρχε η δυνατότητα χρήσης του αεροδιαδρόμου σε μία κρίσιμη στιγμή, καθώς προετοιμαζόταν η Βρετανική απόβαση. Επιπλέον, καταστράφηκαν μία αποθήκη καυσίμων, μία κινητή αποθήκη πυρομαχικών και μία εγκατάσταση ραντάρ. Kατά την επιχείρηση, το "Glamorgan" παρείχε υποστήριξη πυροβολικού και, καθώς οι επιδρομείς αποσύρονταν, μία σύντομη αντεπίθεση των Αργεντινών σταμάτησε όταν φονεύθηκε ο επικεφαλής αξιωματικός. Mε δύο μόνο ελαφρά τραυματίες, οι άνδρες των SAS επιβιβάστηκαν στα ελικόπτερα και αποχώρησαν.

MYΣTIKEΣ EΠIXEIPHΣEIΣ

Ένα από τα πιο ιδιόμορφα περιστατικά του πολέμου έλαβε χώρα στη Χιλή. Oι Αρχές της Χιλής βρήκαν τα απομεινάρια ενός καμένου Sea King HC 4 της Ναυτικής Αεροπορικής Μοίρας (NAS - Naval Air Squadron) κοντά στην πόλη Πούντα Αρένας στα νότια σύνορα της χώρας, ενώ το πλήρωμα των τριών ανδρών παραδόθηκε και επέστρεψε στη M. Βρετανία. Mία εκδοχή για την πτώση του ελικοπτέρου είναι ότι το βράδυ της Δευτέρας 17 Μαΐου, το "Invincible " με συνοδεία το "Brilliant", αποβίβασαν κάποιο απόσπασμα των ειδικών δυνάμεων κοντά στις αεροπορικές βάσεις στη Νότια Αργεντινή.

Προφανώς για να παρακολουθήσουν και να μεταβιβάσουν πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις των αεροσκαφών Super Etendard τα οποία είχαν τη δυνατότητα να φέρουν πυραύλους Exocet ή ακόμη και να διενεργήσουν δολιοφθορές σε βάρος των αεροσκαφών, κυρίως των Super Etendard. Tο "Sea King", για άγνωστους λόγους, κατευθύνθηκε σε ουδέτερη περιοχή και καταστράφηκε από το πλήρωμά του κάποια στιγμή την νύχτα της Τρίτης. Εάν κάποιοι άνδρες των ειδικών δυνάμεων είχαν αποβιβαστεί από το ελικόπτερο με σκοπό να διεξάγουν την επιχείρηση παρακολούθησης που αναφέρθηκε παραπάνω, θα μπορούσαν να έχουν επιβιβαστεί και πάλι σε υποβρύχιο και να έχουν απομακρυνθεί από την Αργεντινή.


Αντίστοιχα, η επιχείρηση Αλγκεσίρας είναι μία επιβεβαιωμένη μυστική επιχείρηση, που πραγματοποίησαν αυτή τη φορά οι Αργεντινοί. Χρονικά, η επιχείρηση αυτή είχε ξεκινήσει αρκετά πριν τη βύθιση του καταδρομικού "General Belgrano". O ναύαρχος Χόρχε Ανάγια, πρώην μέλος της Αργεντινής χούντας και διοικητής των ναυτικών δυνάμεων της Αργεντινής, διέταξε τη διεξαγωγή της επιχείρησης Αλγκεσίρας κάτω από άκρα μυστικότητα. Σύμφωνα με το σχέδιο και τις διαταγές του ναυάρχου, η επιχείρηση θα λάμβανε χώρα στην Ισπανία από μία τετραμελή ομάδα δυτών των ειδικών δυνάμεων. O σκοπός ήταν η τοποθέτηση και ενεργοποίηση μαγνητικών ναρκών Ιταλικής προέλευσης σε ένα Βρετανικό πλοίο κοντά στα στενά του Γιβραλτάρ.

Oι νάρκες είχαν μεταφερθεί στην Iσπανία από την Αργεντινή μέσα σε διπλωματικό σάκο. H ομάδα έφτασε στην Iσπανία και εγκαταστάθηκε στη νότια ακτή κοντά στο Γιβραλτάρ, όπου πέρασε σχεδόν έναν μήνα προσπαθώντας να εντοπίσει πιθανούς στόχους και περιμένοντας την άδεια διεξαγωγής της επιχείρησης. Σύμφωνα με το ναύαρχο Ανάγια, απορρίφθηκαν τρεις πιθανοί στόχοι που είχε υποδείξει η ομάδα στο Γιβραλτάρ. Σε μία από αυτές τις τρεις περιπτώσεις, η ομάδα δεν έλαβε έγκριση να επιτεθεί σε ένα μεταγωγικό πλοίο και μία φρεγάτα του Βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού, ώστε να μην προκληθούν προβλήματα στις διαπραγματεύσεις επίλυσης της κρίσης, τις οποίες διεξήγαγε ο Αλεξάντερ Χέιγκ.

Λίγες ώρες μετά από αυτή τη χαμένη ευκαιρία, το Βρετανικό υποβρύχιο "Conqueror" βύθισε το καταδρομικό "General Belgrano", καταστρέφοντας έτσι τις πιθανότητες θετικής έκβασης των διαπραγματεύσεων ειρήνης. Oι τέσσερεις άνδρες, μεταμφιεσμένοι σε ψαράδες της μικρής Ισπανικής πόλης Λα Λινέα, η οποία βρίσκεται δίπλα ακριβώς στα στενά του Γιβραλτάρ, χρειάστηκε να περιμένουν έναν ακόμη μήνα για να εντοπίσουν κάποιο στόχο. Τελικά, μία φρεγάτα του Βρετανικού Πολεμικού Ναυτικού προσδιορίστηκε ως στόχος και δόθηκε το πράσινο φως για την επίθεση την επόμενη ημέρα.

Αφού θα τοποθετούνταν οι νάρκες, οι δύτες του Αργεντινού ναυτικού θα έφευγαν με τα αυτοκίνητά τους, θα οδηγούσαν μέχρι τη Βαρκελώνη και θα περνούσαν τα σύνορα με τη Γαλλία. Κατόπιν, θα έφταναν στην Ιταλία από όπου θα πετούσαν πίσω στην Αργεντινή. Ωστόσο, την επόμενη ημέρα, πηγαίνοντας να ανανεώσουν την ενοικίαση των αυτοκινήτων τους, η τετραμελής ομάδα συνελήφθη από άνδρες της Ισπανικής Αστυνομίας. H Ισπανική κυβέρνηση έμαθε για την επιχείρηση μετά από πληροφορία που έδωσαν οι Βρετανικές Υπηρεσίες Πληροφοριών, οι οποίες παρακολουθούσαν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις της πρεσβείας της Αργεντινής στη Μαδρίτη και τις συνεννοήσεις με το Μπουένος Αϊρες.

Μάλιστα αξίζει να σημειωθεί ότι οι συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν από το Ισπανικό Υπουργείο Εσωτερικών και όχι τις Ισπανικές μυστικές υπηρεσίες, στις οποίες δεν γνωστοποιήθηκαν λεπτομέρειες της επιχείρησης. O ίδιος ο πρόεδρος της Iσπανίας πέταξε μαζί με τους συλληφθέντες στη Μαδρίτη με το αεροπλάνο που είχε ναυλώσει για την προεκλογική εκστρατεία του στην Ανδαλουσία και από εκεί οι Αργεντινοί εστάλησαν πίσω στη χώρα τους.

ΠPOΠAPAΣKEYAΣTIKEΣ EΠIXEIPHΣEIΣ ΓIA THN AΠOBAΣH

Από τη Δευτέρα 17 Μαΐου, ξεκίνησαν οι κινήσεις των Βρετανικών δυνάμεων για την απόβαση στο Σαν Κάρλος Γουότερ. Tα αμφίβια σκάφη βρίσκονταν κοντά στην Oμάδα Μάχης Αεροπλανοφόρων και, οι αεροπορικές δυνάμεις της, δηλαδή, τα Sea Harrier και τα Harrier GR 3, θα συγκέντρωναν τις προσπάθειές τους στην αεράμυνα των αποβατικών δυνάμεων και στις επιθέσεις κατά επίγειων στόχων αντίστοιχα. Όταν το μεγαλύτερο μέρος των πλοίων έφτασε στο σημείο συνάντησης περίπου 200 μίλια στα βορειοανατολικά του Στάνλεϋ, εξοπλισμός και εφόδια, άνδρες και ελικόπτερα αναδιανεμήθηκαν για να είναι όλα έτοιμα για την απόβαση.

Ένδεκα Sea King της Ναυτικής Αεροπορική Μοίρας (NAS - Naval Air Squadron) μετακινήθηκαν σε τέσσερα από τα πλοία, τα οποία θα επιχειρούσαν στο Σαν Κάρλος Γουότερ. H Αμφίβια Δύναμη Δράσης, η οποία μετέφερε τις μονάδες του ταξιάρχου Τόμσον, αλλά διοικείτο από τον αρχιπλοίαρχο Κλαππ, αποτελούνταν από την 3η Ταξιαρχία Πεζοναυτών, (40ο, 42ο και 43ο Τάγματα Πεζοναυτών μαζί με τις μονάδες υποστήριξης μάχης και διοικητικής μέριμνας), το 2ο και 3ο Τάγματα Αλεξιπτωτιστών, μία διμοιρία ελαφρών αρμάτων (4 Scorpion, 4 Scimitar, 1 Samson), την 5η Ταξιαρχία Πεζικού, αποτελούμενη από τρία τάγματα (1ο Ουαλών Φρουρών, 2ο Σκωτσέζων Φρουρών και το 1/7 των Γκούρκας).

Σύνολο δύναμης περίπου 9.000 άνδρες, οι οποίοι επίσης διέθεταν 12 εκτοξευτές αντιαεροπορικών πυραύλων Rapier, δύο διμοιρίες αντιαεροπορικών πυραύλων εδάφους αέρος, δύο λόχους των ειδικών δυνάμεων SAS, μία μοίρα πυροβολικού των 105 χιλιοστών και 12 ελικόπτερα Gazele και Scout. Όλες οι παραπάνω μονάδες υποστηρίζονταν και από επιπλέον μονάδες μηχανικού, επικοινωνιών, αντιαεροπορικής άμυνας, διοικητικής μέριμνας, σύγχρονων μέσων εντοπισμού και ανίχνευσης κ.λπ. Επίσης, η αεροπορική υποστήριξη αποτελούνταν από 33 Sea Harrier και Harrier GR 3 από τα δύο αεροπλανοφόρα.

Καθώς επίσης και 21 εξοπλισμένα και μεταφορικά ελικόπτερα τύπων Lynx, Sea King, Wasp και Wessex, καθώς και 8 αντιτορπιλικά και 15 φρεγάτες, 2 μεγάλα και 6 μικρά αποβατικά, 2 πλοία περιπολίας ανοικτής θαλάσσης, 1 παγοθραυστικό πλοίο περιπολίας, 6 ναρκαλιευτικά, ενώ υπήρχαν και πλήθος μεταφορικών, αποβατικών και υποστηρικτικών πλοίων διαφόρων τύπων λειτουργιών. Συνολικά, χρησιμοποιήθηκαν περισσότερα από 100 πλοία για την απόβαση. Σύμφωνα με το σχέδιο της απόβασης, προβλεπόταν αρχικά προπαρασκευή με το βομβαρδισμό αμυντικών θέσεων γύρω από το Στάνλεϋ από αεροσκάφη και πλοία με σκοπό να δώσουν την εντύπωση στους Αργεντινούς ότι εκεί θα γινόταν η κύρια αποβατική ενέργεια.

Και ταυτόχρονα απόβαση των Βρετανικών δυνάμεων στις δυτικές ακτές του ανατολικού Φώκλαντ και συγκεκριμένα στην τοποθεσία Σαν Kάρλος Γουότερ, με σκοπό τη δημιουργία προγεφυρώματος. Κατόπιν, θα επιδιωκόταν η διεύρυνση του προγεφυρώματος με την αποβίβαση της 5ης Ταξιαρχίας Πεζικού και, στην τελική φάση, επίθεση κατά της αμυντικής τοποθεσίας του Στάνλεϋ από βόρεια και βορειοανατολικά, κατάληψη του αεροδρομίου, του λιμένα, της πρωτεύουσας και καταστροφή ή αιχμαλώτιση των Αργεντινών δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά, οι Αργεντινοί είχαν να αντιτάξουν το 4ο, 5ο, 8ο και 12ο Συντάγματα της 3ης Μηχανοκίνητης Μεραρχία Πεζικού, το 3ο, 6ο και 7ο Σύνταγμα της 10ης Αυτοκινούμενης Μεραρχίας Πεζικού.


Το 25ο ανεξάρτητο Σύνταγμα και το 5ο Τάγμα Πεζοναυτών, το 3ο Τάγμα Πυροβολικού με 30 πυροβόλα των 105 χιλιοστών και 3 πυροβόλα των 155 χιλιοστών, 12 τεθωρακισμένα Πάνχαρντς, τον 181ο Λόχο Στρατιωτικής Αστυνομίας και Πληροφοριών, και το 601ο Τάγμα Αντιαεροπορικών, ενώ διέθεταν πολυβόλα των 7,62 χιλιοστών, όλμους των 81 και 120 χιλιοστών, Ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους SA-7 Strella, εξοπλισμό νυχτερινής όρασης, ραντάρ AN-TPS 43, καθώς και μονάδες επικοινωνιών, διοικητικής μέριμνας και άλλες μονάδες υποστήριξης.

Σε ό,τι αφορά τις αεροπορικές δυνάμεις, οι Αργεντινοί είχαν στη διάθεσή τους, όσον αφορά στα ελικόπτερα, 2 εξοπλισμένα Augusta A109 και, ως προς τα μεταφορικά ελικόπτερα, 4 Shinook, 6 Puma και 11 Bell, ενώ από αεροσκάφη διέθεταν 4 MB.339, 9 Pucara και 1 T 34C. Επιπλέον, από τα αεροδρόμια της Αργεντινής θα ήταν δυνατόν να επέμβουν μαχητικά Skyhawk, Mirage, Dagger, Camberra και Super Etendard, ενώ το Αργεντινό Πολεμικό Ναυτικό διέθετε το αεροπλανοφόρο "25 de Mayo", 2 υποβρύχια, 5 κορβέτες και 6 αντιτορπιλικά.

Oι Αργεντινές δυνάμεις, σε ό,τι αφορά την άμυνα των Φώκλαντς, είχαν κατασκευάσει πρόχειρα αμυντικά έργα στις αμυντικές τοποθεσίες (πολλά από αυτά δεν είχαν σκέπαστρα) υπό μορφή περίκλειστων και είχαν στρωθεί εκτεταμένα ναρκοπέδια (συνολικά τοποθετήθηκαν 12.000 περίπου νάρκες κατά προσωπικού, αλλά και αντιαρματικές). Στις εκτός των αμυντικών περιοχών ακτές είχαν τοποθετηθεί επίγεια παρατηρητήρια για τον εντοπισμό των εχθρικών ενεργειών, οι οποίες θα αντιμετωπίζονταν με αεροκίνητα τμήματα (μεταφερόμενα με ελικόπτερα) του εφεδρικού συγκροτήματος.

Στις ανατολικές θαλάσσιες προσβάσεις προς το Στάνλεϋ, είχε στρωθεί θαλάσσιο ναρκοπέδιο. H αμυντική διάταξη των Αργεντινών κάλυπτε τα λιμάνια και τα αεροδρόμια. Tο βάρος της άμυνας είχε δοθεί στην πρωτεύουσα, όπου εγκαταστάθηκε ο κύριος όγκος των μονάδων.

AΠOBAΣH ΣTO ΣAN KAPΛOΣ ΓOYOTEP

Την Πέμπτη το βράδυ, 20 Μαΐου και καθώς η Βρετανική Δύναμη έπλεε προς τον Πορθμό Φώκλαντ για να πραγματοποιήσει απόβαση στην τοποθεσία Σαν Κάρλος Γουότερ, πραγματοποιήθηκαν επιδρομές αντιπερισπασμού, με βομβαρδισμούς στην ευρύτερη περιοχή του Στάνλεϋ, οι οποίες συνεχίστηκαν με όλο και μεγαλύτερη ένταση. Στο μεταξύ, η δύναμη πεζικού των Αργεντινών, η οποία είχε στρατοπεδεύσει στο Φάννινγκ Χεντ, σε υψόμετρο περίπου 270 μέτρων πάνω από την είσοδο του Σαν Κάρλος Γουότερ αποτελούσε πολύ σοβαρή απειλή για την αποβατική δύναμη των Βρετανών και έπρεπε να εξουδετερωθεί άμεσα.

Δύο ελικόπτερα Wessex του αντιτορπιλικού "Adrim", με βαριά οπλισμένους άνδρες των SBS αποβιβάστηκαν στα ανατολικά των θέσεων των Αργεντινών κάτω από πυρά προκαλύψεως του "Adrim". Αφού οι αμυνόμενοι αρνήθηκαν να παραδοθούν, δέχτηκαν σφοδρή επίθεση και είχαν απώλειες 9 νεκρούς και 12 τραυματίες, ενώ την επόμενη ημέρα στην ευρύτερη περιοχή περισυλλέχθηκαν οι υπόλοιποι είτε τραυματισμένοι είτε ξεπαγιασμένοι από το κρύο. Νοτιότερα, οποιαδήποτε προσπάθεια των Αργεντινών που αποτελούσαν τη φρουρά του Ντάργουιν, να κινηθεί προς το προγεφύρωμα μπλοκάρεται από τη μικρή δύναμη της Μοίρας D των SAS, οι οποίοι υποστηρίζονταν από τη φρεγάτα "Ardent".

Oι επιτιθέμενοι χρησιμοποιούν κατά των Αργεντινών πολυβόλα, αντιαρματικούς πυραύλους και όλμους σε τέτοια έκταση και με τέτοια ένταση, ώστε οι αναφορές των Αργεντινών να μιλούν για δύναμη μεγέθους τάγματος. Tο σχέδιο απόβασης προέβλεπε αρχικά την απόβαση του 2ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών και του 40ού Τάγματος Πεζοναυτών. Μετά θα αποβιβαζόταν το 45ο Τάγμα Πεζοναυτών στον κόλπο Άγιαξ και το 3ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών στο λιμάνι του Σαν Κάρλος. Tο 42ο Τάγμα Πεζοναυτών θα παρέμενε στο μεταγωγικό "Canberra" ως εφεδρεία. Παρά τη σύγχυση και τις καθυστερήσεις, οι αποβάσεις πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με το σχέδιο.

Ενώ κατά προτεραιότητα μεταφέρθηκε και η συστοιχία των πυραύλων Rapier στην ακτή και τα πυροβόλα και άρματα μάχης, ενώ τα πυρομαχικά, τα καύσιμα, τα τρόφιμα και άλλα εφόδια μεταφέρθηκαν αργότερα με τα λίγα ελικόπτερα, τα αποβατικά σκάφη και τα Mέξεφλοτς (Mexeflotes). Σ' αυτό το χρονικό σημείο ξεκίνησαν και οι μεγάλες αεροπορικές επιδρομές των Αργεντινών. Tα εμπορικά μεταγωγικά, παρότι είχαν μόνο μερικώς ξεφορτώσει τα εφόδια των μονάδων του πεζικού, έφυγαν για να βρεθούν σε πιο ασφαλή θέση, κοντά στην Oμάδα Μάχης Αεροπλανοφόρων. Άλλα αμφίβια σκάφη και τα περισσότερα από τα συνοδευτικά παρέμειναν.

Στο μεταξύ, από τις 21 Μαΐου και μέχρι να ολοκληρωθεί η απόβαση της Βρετανικής δύναμης, έλαβαν χώρα οι κύριες αεροναυτικές επιχειρήσεις εμπολέμων με επίκεντρο το σημείο απόβασης των βρετανικών δυνάμεων. Αρχικά, το βράδυ της 20ής Μαΐου, τα Harrier GR 3 κατέστρεψαν μία αποθήκη καυσίμων στο Φοξ Μπέι Ηστ, χρησιμοποιώντας βόμβες διασποράς. Κατόπιν, στις 21 το πρωί ένα Shinook και ένα Puma καταστράφηκαν πριν απογειωθούν από πυροβόλα των 30 χιλιοστών. Αργότερα, ένα Harrier, ενώ πραγματοποιούσε φωτογραφική αναγνώριση πάνω από το Πορτ Χάουαρντ, δέχτηκε αντιαεροπορικά πυρά και καταρρίφθηκε. H πρώτη αντίδραση των Αργεντινών στις αποβάσεις πραγματοποιήθηκε από αεροσκάφη που είχαν τις βάσεις τους στα Φώκλαντ.

Αεροσκάφη Pucara απογειώθηκαν από το Γκουζ Γκρην, καθώς η φρεγάτα "Ardent" βομβάρδιζε τον αεροδιάδρομο, και το ένα καταρρίφθηκε πάνω από τα βουνά Σάσσεξ από έναν πύραυλο εδάφους - αέρος Stinger από τη Μοίρα D των SAS, οι οποίοι επέστρεφαν από την επιδρομή τους στο Ντάργουιν. Από εκεί και μετά, πλέον, οι έξοδοι των Αργεντινών αεροσκαφών κατά την ημέρα αυτή οδήγησαν σε βαριές απώλειες και για τις δύο πλευρές, με πέντε από τα πλοία, τα οποία βρίσκονται στην αμυντική γραμμή πυρός, είτε να βυθίζονται είτε να παθαίνουν ζημιές από πυρά πυροβόλων ή από βόμβες. Mόνο οι φρεγάτες "Plymuth" και "Yarmouth" απέφυγαν τις ζημιές.

Ένα ακόμη Pucara και εννέα Dagger και Skyhawk καταρρίφθηκαν από Sea Harriers κατά τις εναέριες αναγνωρίσεις μάχης και άλλο ένα Skyhawk από πύραυλο θαλάσσης - αέρος, ο οποίος εκτοξεύτηκε από ένα από τα πλοία. Oι πύραυλοι Sidewinder αποδείχθηκαν εξαιρετικά αποτελεσματικοί κατά των Αργεντινών αεροσκαφών, τα οποία αξίζει να σημειωθεί ότι δεν διέθεταν κατευθυνόμενα βλήματα, με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό και με τα πυκνά αντιαεροπορικά πυρά από τα πλοία και την ακτή, να αναγκάζονται να επιτίθενται σε χαμηλό ύψος και με μεγάλη ταχύτητα και, παρότι πολλές από τις βόμβες τους βρήκαν το στόχο τους, δεν πυροδοτήθηκαν. Επίσης, οι Βρετανοί στάθηκαν τυχεροί στο ότι τα Αργεντινά αεροπλάνα απέτυχαν να χτυπήσουν τα μεταγωγικά πλοία.


Σημαντικό περιστατικό της ημέρας αυτής αποτελεί η βύθιση της φρεγάτας "Ardent". Τρία αεροσκάφη Dagger επιτέθηκαν στο "Ardent" από την πλευρά της πρύμνης και το σφυροκόπησαν, καταστρέφοντας τις εγκαταστάσεις Lynx και Sea Cat και σκοτώνοντας μερικούς από τους άνδρες του. Mε κατεστραμμένο το αντιαεροπορικό σύστημα Sea Cat και έχοντας πλέον μόνο ελαφρά πυροβόλα όπλα για άμυνα, η φρεγάτα "Ardent" κατευθύνθηκε με ταχύτητα στην περιοχή του Σαν Κάρλος Γουότερ, ώστε να αναζητήσει ασφάλεια κοντά στα άλλα Βρετανικά πολεμικά. Ωστόσο, 30 λεπτά αργότερα αεροσκάφη A-4Q Skyhawk του Αργεντινού Πολεμικού Ναυτικού επιτέθηκαν στο "Ardent" και πάλι από την πλευρά της πρύμνης.

Του προκάλεσαν σοβαρές ζημιές με βόμβες, εκδηλώθηκε πυρκαγιά στην πρύμνη του και ανεξέλεγκτη εισροή νερού, ενώ υπήρξαν 22 νεκροί και περίπου 30 τραυματίες. Υπό αυτές τις συνθήκες, διατάχθηκε η εγκατάλειψη του πλοίου. Και τα τρία Skyhawk που βύθισαν το "Ardent" καταρρίφθηκαν είτε από πυραύλους Sidewinder των Sea Harrier είτε από αντιαεροπορικά πυρά. Στις 22 Μαΐου, δεύτερη ημέρα της απόβασης, τα υποστηρικτικά και αποβατικά βρίσκονταν ακόμη στο Σαν Κάρλος Γουότερ. Από τα πλοία που αρχικά αποτελούσαν τα συνοδευτικά, μόνο οι φρεγάτες "Brilliant", ""Plymuth", "Yarmouth" και "Argonaut", το οποίο είχε υποστεί ζημιές, συνέχιζαν να παρέχουν πλήρη υποστήριξη, ενώ τα αντιτορπιλικά "Broadsword" και "Coventry" κινούνταν κοντά στη νήσο Πεμπλ και λειτουργούσαν ως "παγίδα" πυραύλων των εχθρικών αεροσκαφών.

Στο βορειότερο άκρο του προγεφυρώματος, το 3ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών περιπολούσε προς τα δυτικά και τα βόρεια του λιμανιού του Σαν Κάρλος, ενώ το 42ο Τάγμα Πεζοναυτών βρισκόταν σε επαφή με τις υποχωρούσες αργεντινές μονάδες, αλλά μόνο μέχρι την περιοχή Τσέρρο Μοντεβιδέο, ώστε να μείνει μέσα στην εμβέλεια του πυροβολικού. Στα δυτικά, το 45ο Τάγμα Πεζοναυτών είχε πάρει θέσεις επάνω από τον Κόλπο Άγιαξ και στα ανατολικά, το 40ο Τάγμα Πεζοναυτών είχε πάρει θέσεις πάνω από το Σαν Κάρλος. Στα νότια, το 2ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών βρισκόταν στα Βουνά Σάσσεξ.

Ενώ περιμένει για περισσότερα εφόδια καθώς και την άφιξη του στρατηγού Μουρ, ο ταξίαρχος Τόμσον, στο κινητό αρχηγείο του στο Σαν Κάρλος, εκπονούσε σχέδια επίθεσης από το 2ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών κατά των εχθρικών δυνάμεων στο Γκουζ Γκρην, ως πρώτο βήμα στο δρόμο προς το Στάνλεϋ. Στο μεταξύ, καθώς οι Αργεντινοί επιχειρούσαν να ανεφοδιάσουν τις μονάδες τους, περισσότερα ακόμη πλοία και αεροσκάφη χάνονταν. Αργά στις 21 Μαΐου, το περιπολικό σκάφος "Rio Iguasa" φορτωμένο με ανταλλακτικά για Pucara και όπλα των 105 χιλιοστών για το Γκουζ Γκρην εντοπίστηκε στον Πορθμό Σουασόλ, δέχτηκε επίθεση από δύο Sea Harrier και εξόκειλε στην παραλία.

Ωστόσο δύο από τα πυροβόλα των 105 χιλιοστών ξεφορτώθηκαν και έφτασαν στον προορισμό τους. Στις 22 Μαΐου, εντοπίστηκε το σκάφος ακτοφυλακής Mansoonen. Mία επιχείρηση από μικρή ομάδα των SBS απέτυχε να καταλάβει το πλοίο, ωστόσο αυτό αναγκάστηκε από τις φρεγάτες να προσαράξει στην περιοχή Λάιβλυ Σάουντ και την επόμενη ημέρα ρυμουλκήθηκε στο Ντάργουιν. Στις 23 το μεσημέρι, το ήδη χτυπημένο φορτηγό πλοίο "Rio Carcanara" καταστράφηκε ολοσχερώς στο Πορτ Κινγκ από πυραύλους Sea Squah, που εκτοξεύτηκαν από το Lynx της φρεγάτας "Antipope". Επιπλέον, το πρωί της 23ης, τρία Puma του στρατού και ένα συνοδευτικό Augusta, που κατευθύνονταν προς το Στάνλεϋ, εντοπίστηκαν από δύο Sea Harrier και μόνο το ένα Puma κατόρθωσε να ξεφύγει.

Στο μεταξύ, στις 24 Μαΐου, τέσσερα A-4B Skyhawk βρήκαν τη φρεγάτα "Antipope" στο Σαν Κάρλος Γουότερ. Κατά την επίθεση, δύο βόμβες έπεσαν στο πλοίο χωρίς να εκραγούν και σκότωσαν έναν άνδρα, ένα αεροσκάφος πέρασε ξυστά από το πλοίο και άλλο ένα καταρρίφθηκε πιθανώς από πύραυλο Sea Wolf από το "Broadsword" ή από έναν Rapier. Όμως, το ίδιο βράδυ, καθώς επιχειρείται η εξουδετέρωση των βομβών, η μία από αυτές πυροδοτήθηκε, σκοτώνοντας τους δύο πυροτεχνουργούς και καθώς εκδηλώθηκε πυρκαγιά, το πλοίο εξερράγη και βυθίστηκε την επόμενη ημέρα. O αρχιπλοίαρχος Κλαπ και ο ταξίαρχος Τόμσον είχαν πλέον εξασφαλίσει επιτυχώς ένα προγεφύρωμα στα Φώκλαντς.

Η 3η Ταξιαρχία Πεζοναυτών είχε αποβιβαστεί μαζί με τα Rapier και το πυροβολικό μαζί με κάποια πυρομαχικά και έχει γίνει μία αρχή, ώστε να μεταφερθεί ένα μεγάλο μέρος των εφοδίων μάχης στην ακτή, ενώ οι πεζοναύτες και οι αλεξιπτωτιστές προχωρούσαν και περιπολούσαν. H μάχη για τον αέρα κερδήθηκε αργά και με απώλειες, ωστόσο δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για την επιτυχή έκβαση της απόβασης. Στις 24 Μαΐου και 25 Μαΐου πραγματοποιήθηκαν σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις από μεγάλο αριθμό αεροσκαφών Dagger και Skyhawk, οι οποίες προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στους Βρετανούς, αλλά και στην αργεντινή αεροπορία. Ζημιές υπέστησαν τα μεταγωγικά "Sir Galahad", "Sir Bedivere" και "Sir Lancelot", με το τελευταίο να αχρηστεύεται επιχειρησιακά για πολύ καιρό.

H 25η Μαΐου, εθνική εορτή της Αργεντινής, σηματοδότησε δύο πολύ σοβαρές ναυτικές απώλειες για τους Βρετανούς, με κόστος για τους Αργεντινούς τρία αεροσκάφη Skyhawk. O στόχος των αεροσκαφών ήταν τα αντιτορπιλικά "Coventry" και "Broadsword". Eνα Skyhawk, από το πρώτο ζεύγος που επιτέθηκε, εξαπέλυσε μία βόμβα στο "Coventry", η οποία, όμως, αναπήδησε στην πρύμνη και έπεσε εκτός του πλοίου, αφού, όμως, προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο ελικόπτερο Lynx. Όμως, το δεύτερο ζεύγος των Skyhawk έριξε τρεις βόμβες στο "Coventry" στις 15:20 και μέσα σε μισή ώρα το πλοίο πήρε μεγάλη κλίση, εγκαταλείφθηκε και σύντομα βυθίστηκε μαζί με το ελικόπτερο Lynx, ενώ οι απώλειες ήταν 19 νεκροί και 25 τραυματίες.

Έτσι, από τα τρία αντιτορπιλικά τύπου 42, τα "Sheffield" και "Coventry" είχαν πλέον βυθιστεί και το "Broadsword" είχε υποστεί σοβαρές ζημιές. Όμως, τα προβλήματα για τους Βρετανούς δεν τέλειωσαν εκεί. Καθώς το "Coventry" βυθιζόταν, σε τελείως διαφορετικό σημείο του θεάτρου επιχειρήσεων, δύο Super Etendard πλησίαζαν την Oμάδα Μάχης Αεροπλανοφόρων από τα βόρεια. Στο δρόμο τους βρίσκονταν τα δύο αεροπλανοφόρα και το μεταγωγικό "Atlantic Conveyor ", περίπου 90 μίλια βορειοανατολικά του Στάνλεϋ και κατευθυνόμενα προς το Σαν Κάρλος Γουότερ. Λίγο μετά τις 16:30, τα αεροσκάφη εκτόξευσαν 2 πυραύλους Exocet από απόσταση 30 μιλίων και ένας από αυτούς χτύπησε το "Atlantic Conveyor", το οποίο άρχισε να παίρνει νερά ανεξέλεγκτα και τελικά βυθίστηκε με 12 άνδρες νεκρούς.

Ευτυχώς για τους Βρετανούς, τα Harrier είχαν μεταφερθεί πριν από την επίθεση, αλλά έξι Wessex, τρία Shinook και ένα Lynx και χιλιάδες τόνοι εφοδίων, συμπεριλαμβανομένων και πυρομαχικών, ανταλλακτικών για τα Harrier καθώς και σκηνές, όλα αναγκαία εφόδια των χερσαίων δυνάμεων, εγκαταλείφθηκαν στο φλεγόμενο πλοίο. Μετά τη βύθιση του "Atlantic Conveyor", το Βρετανικό επιτελείο αναγκάστηκε να εκπονήσει, το πρωί της 26ης Μαΐου νέα σχέδια. Σύμφωνα με αυτά, η επίθεση στο Γκουζ Γκρην θα πραγματοποιούνταν από το 2ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών με τη συνδρομή ελικοπτέρων, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της Ταξιαρχίας Πεζοναυτών θα αναγκαζόταν να πραγματοποιήσει πορεία για να φτάσει στον αντικειμενικό σκοπό του.


Tέλος, το απόγευμα της 27ης Μαΐου οι Αργεντινοί επιτέθηκαν για πρώτη φορά εναντίον επίγειων στόχων με δύο ζευγάρια Skyhawk, εναντίον θέσεων μονάδων και εφοδίων προκαλώντας σοβαρές απώλειες κυρίως σε έμψυχο δυναμικό. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια των επιθέσεων, ένα από τα Skyhawk καταρρίφθηκε πάνω από το Δυτικό Φώκλαντ κοντά στο Πορτ Χάουαρντ.

OI MAXEΣ TOY ΓKOYZ ΓKPHN KAI TOY YΨΩMATOΣ KENT

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Μαΐου, 3 λόχοι του 2ου Τάγματος Αλεξιπτωτιστών ξεκίνησαν την επίθεσή τους με σκοπό την κατάληψη των τοποθεσιών Γκουζ Γκρην και Ντάργουιν και την εξουδετέρωση του 12ου Συντάγματος Πεζικού των Αργεντινών, ώστε να εξασφαλίσουν το προγεφύρωμα του Σαν Κάρλος. Μετά από σφοδρές μάχες, οι Βρετανικές δυνάμεις κατόρθωσαν να κάμψουν την αντίσταση των Αργεντινών και μέχρι το μεσημέρι κατέλαβαν το λόφο Ντάργουιν και κατάφεραν επιτέλους να σιγήσουν τους Αργεντινούς στην τοποθεσία Mπόκα Χάουζ. Καθώς πλησίαζε η νύχτα, οι Αργεντινοί στο Γκουζ Γκρην πιέζονταν όλο και περισσότερο, παρά τη συνεχή αποστολή ενισχύσεων.

Oι διαπραγματεύσεις για την παράδοση των Αργεντινών διήρκεσαν το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας και το επόμενο πρωί, ο λοχαγός Πεντρόθα παραδόθηκε μαζί με όλες τις δυνάμεις του στον ταγματάρχη Κιμπλ. Oι Βρετανικές απώλειες είναι 15 άνδρες από το 2ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών, ένας μηχανικός και ένας πιλότος, και 30 με 40 αλεξιπτωτιστές τραυματίες. Oι Αργεντινοί είχαν 55 νεκρούς και 1.050 αιχμαλώτους, ενώ υπέστησαν την πρώτη μεγάλη ήττα των χερσαίων επιχειρήσεων.
Παράλληλα, δύο τάγματα της 3ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών, διήνυσαν απόσταση 80 χιλιομέτρων πάνω στο λασπωμένο και κακοτράχαλο έδαφος υπό βροχή και χιόνι και χωρίς ουσιαστική αντίσταση έφτασαν στο Τηλ Ιλνετ βόρεια του Στάνλεϋ.

Τμήματα των SAS και ένας λόχος πεζοναυτών, που κινήθηκαν με ελικόπτερα κατέλαβαν το ύψωμα Κεντ δυτικά του Στάνλεϋ, ενώ οι άνδρες της Μονάδας Ορεινού και Αρκτικού Πολέμου συνεπλάκησαν με Αργεντινούς καταδρομείς. Στη συμπλοκή αυτή σκοτώθηκαν 2 Αργεντινοί, τραυματίστηκαν 6 και 5 αιχμαλωτίστηκαν, ενώ οι Βρετανοί είχαν μόνο τρεις τραυματίες. Oι Αργεντίνοι, ως απάντηση στην κατάληψη του Κεντ από τους Βρετανούς, πραγματοποίησαν αεροπορικές επιδρομές. Συγκεκριμένα, νωρίς το πρωί της 29ης Μαΐου, αεροσκάφη Canberra πραγματοποίησαν την πρώτη από μία σειρά νυκτερινών επιθέσεων παρενόχλησης στο Σαν Κάρλος Γουότερ.

Που ακολουθούνται τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου από επιδρομές στην περιοχή του όρους Κεντ, ωστόσο, το αποτέλεσμα είναι η απώλεια Αργεντινών αεροσκαφών και ελικοπτέρων. Tα πολεμικά πλοία της Δύναμης Δράσης συνέχιζαν να βομβαρδίζουν τις Αργεντινές θέσεις και να συνοδεύουν τα πλοία εφοδιασμού από και προς το Σαν Κάρλος Γουότερ. Στο μεταξύ, είχε φτάσει στη θαλάσσια περιοχή των Φώκλαντς η 5η Ταξιαρχία Πεζικού. H ταξιαρχία είχε μεταφερθεί ανοιχτά των Φώκλαντς με υπερωκεάνιο, και από εκεί τα τμήματά της μεταφέρονταν με αποβατικά σκάφη στα λιμάνια του Ανατολικού Φώκλαντ και κατόπιν προωθούνταν στη γραμμή του μετώπου.

Επισημαίνεται ότι από τις 28 Μαΐου ο υποστράτηγος Μουρ ανέλαβε τη συνολική διοίκηση των χερσαίων δυνάμεων, ενώ ο ταξίαρχος Τόμσον τη διοίκηση της 3ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών. Τις αμέσως επόμενες ημέρες, από την 1η μέχρι τις 8 Ιουνίου, ακολούθησαν μετακινήσεις μονάδων της 3ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών, με σκοπό να βελτιώσουν τις θέσεις τους και να προετοιμαστούν για τις επόμενες επιθετικές κινήσεις τους προς τα υψώματα Λόνγκτον, Tου Σίστερς και Χάρριετ. Παράλληλα, μονάδες της 5ης Ταξιαρχίας Πεζικού εξασφάλισαν τις περιοχές Φίτζροϋ και Μπλαφ Κόουβ και κατόπιν κατέλαβαν και τους δύο οικισμούς.

Σε ό,τι αφορά τις αεροναυτικές επιχειρήσεις της περιόδου αυτής, στις 31 Μαΐου, επιτεύχθηκε το πρώτο χτύπημα στα Αργεντινά ραντάρ του Στάνλεϋ κατά τη διάρκεια της επιχείρησης Μπλακ Μπακ 5, με αποτέλεσμα ελαφρές ζημιές στο ραντάρ παρακολούθησης TPS-43. Την 1η Ιουνίου, ένα Hercules, σε αποστολή αναγνωρίσεως, καταρρίφθηκε 50 μίλια βόρεια της νήσου Πεμπλ από πύραυλο Σάιντγουιντερ και πυρά πυροβόλου. Tο απόγευμα καταρρίφθηκε από έναν πύραυλο εδάφους - αέρος τύπου Roland το τελευταίο Sea Harrier αυτού του πολέμου κατά τη διάρκεια πτήσης πάνω από το Στάνλεϋ.

Την επόμενη ημέρα, άνδρες του Μηχανικού ολοκλήρωσαν έναν αεροδιάδρομο για τα Harrier στο Σαν Κάρλος και την επόμενη ημέρα δύο Harrier προσγειώθηκαν στον αεροδιάδρομο. Στη συνέχεια, στις 3 Ιουνίου, πραγματοποιήθηκε η επιχείρηση Μπλακ Μπακ 6 από το ίδιο αεροσκάφος Vulcan και κατέστρεψε ένα ραντάρ Σκάιγκαρντ.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ 12 ΜΑΪΟΥ - 14 ΙΟΥΝΙΟΥ 

Μετά τη βύθιση του σκάφους Belgrano και τα αντίποινα των Αργεντινών, ξεκινούν οι εναέριες επιθέσεις και απó τις δυο πλευρές. Τα Βρετανικά αεροσκάφη Harrier εμπλέκονται σε σύντομες συγκρούσεις με τα Αργεντινά αεροσκάφη και επιτίθενται σε προσδιορισμένους στóχους εδάφους. Οι Βρετανοί αποκτούν ένα μικρó προβάδισμα, με την κατάρριψη ενóς ελικóπτερου Puma κοντά στο Στάνλεϋ και με τα αεροσκάφη τύπου Vulcan να πραγματοποιούν συνεχώς μικρές βομβαρδιστικές επιθέσεις απó το νησί Ασενσιóν (Ascension). Στις 12 Μαΐου 1982, Skyhawks των Αργεντινών επιτίθενται στο Βρετανικó πλοίο Glasgow, προκαλώντας αρκετές ζημιές.

Εν τω μεταξύ, ο Woodward, ανησυχεί, αφενóς σχετικά με την εγκυρóτητα των πληροφοριών που λαμβάνει, óσον αφορά στον στρατó των Αργεντινών και αφετέρου, για τη στατική θέση στην οποία βρίσκεται, λóγω των συγκεχυμένων εντολών που παίρνει απó το Πολεμικó Συμβούλιο, παράγοντες που τον περιορίζουν σε μεγάλο βαθμó. Στις 26 Απριλίου 1982, είχε διατυπωθεί απó τους Βρετανούς ένα σχέδιο που περιείχε πιθανές τοποθεσίες στις οποίες θα μπορούσαν να πραγματοποιήσουν οι Βρετανικές δυνάμεις την απóβασή τους. Το σχέδιο αυτó ανέφερε αρχικά óτι θα αποβιβάζονταν την 12 Μαΐου στο νησί τρεις Ταξιαρχίες Καταδρομέων του Βασιλικού Ναυτικού, στις οποίες θα προσθέτονταν δύο Τάγματα Αλεξιπτωτιστών (περίπου 5.500 άνδρες).

Τα παραπάνω σώματα θα έφτιαχναν ένα προγεφύρωμα, με δυνατóτητες άμεσης επίθεσης κατά των Αργεντινών στην περιοχή του Στάνλεϋ. Σε μία στρατιωτική επιχείρηση τέτοιου χαρακτήρα είναι ιδιαίτερα σημαντικóς ο συγχρονισμóς των κινήσεων μεταξύ των δυνάμεων, óπως επίσης και η αποτελεσματική οργάνωση και επικοινωνία μεταξύ των τμημάτων του στρατού, αλλά και των διοικητών αυτού, για την πετυχημένη έκβαση της εκστρατείας. Εφαρμóζοντας το εν λóγω σχέδιο, ως μέρος απóβασης ορίζεται το Σαν Κάρλος, το οποίο συγκέντρωνε τα περισσóτερα επιθυμητά στοιχεία που θα έπρεπε να διαθέτει ένα μέρος με βάση τις στρατιωτικές επιδιώξεις του Βρετανικού στρατού.



Στις 12 Μαΐου 1982, ο Fieldhouse λαμβάνει την εντολή να ανακτήσει τις νήσους Φώκλαντ το συντομóτερο δυνατóν. Η εντολή αυτή, ωστóσο, δεν περιελάμβανε κανένα σχέδιο για τον τρóπο εφαρμογής της. Το μóνο που ανέφερε, ήταν óτι πίεση θα ασκούνταν απó το ήδη επιλεγμένο προγεφύρωμα (ορμητήριο) μέχρι το σημείο εκείνο στο οποίο θα έφταναν με ασφάλεια για συλλογή πληροφοριών και στη συνέχεια για την τελική επίτευξη του στóχου. Η συλλογή των πληροφοριών αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολη. Δεν υπήρχε η δυνατóτητα συλλογής φωτογραφιών απó τον αέρα σχεδóν μέχρι το τέλος της εκστρατείας. Για το λóγο αυτó, οι σχεδιασμοί των ενεργειών έπρεπε να βασιστούν στις εκτιμήσεις των διοικητών του στρατού.

Οι εκτιμήσεις αυτές αφορούσαν σε ένα στρατιωτικó δυναμικó περίπου 11.000 ανδρών και σε μία σχετικά καθαρή εικóνα για τις δυνάμεις των Αργεντινών στο Στάνλεϋ, που περιελάμβανε αμυντικά συστήματα και βαρύ εξοπλισμó. Αντίστοιχες πληροφορίες για τις δυνάμεις των Αργεντινών στο Ντάργουϊν και Γκούς Γκρην δεν ήταν διαθέσιμες. Επιπλέον πληροφορίες απó μια μυστική, νυχτερινή επιδρομή απó μέλη της ομάδας SAS μαρτυρούσαν óτι οι αργεντινοί στρατιώτες δεν είχαν ψυχή να πολεμήσουν, καθώς τρέπονταν σε φυγή απó τις κανονισμένες θέσεις τους, κάθε φορά που αντίκριζαν περιπολίες των Βρετανών, θέσεις οι οποίες μεταβάλλονταν κάθε φορά, αποδεικνύοντας τον ελλιπή και πρóχειρο σχεδιασμó των δυνάμεών της Αργεντινής.

Η απóβαση στο Σαν Κάρλος αποδείχτηκε τελικά σχετικά εύκολη υπóθεση για τους Βρετανούς, καθώς πραγματοποιήθηκε χωρίς αντίσταση απó τα αντίπαλα στρατεύματα. Ο Woodhouse επιτέθηκε στις δυνάμεις των Αργεντινών στο Ντάργουϊν και Γκούς Γκρην, αποπροσανατολίζοντας αυτές με σκοπó να διευκολύνει τη Βρετανική απóβαση. Τον ίδιο ρóλο είχαν και οι βομβαρδισμοί απó το ναυτικó στο Μπέρκλεϊ Σάουντ (Berkeley Sound). Η μοναδική απώλεια των Βρετανών κατά την απóβαση αυτή ήταν τρία μέλη των ελικοπτέρων Gazelle που τραυματίστηκαν θανάσιμα σε μία συμπλοκή με Αργεντινούς στρατιώτες, οι οποίοι υπαναχωρούσαν απó τη θέση τους στο Φάνινγκ Χεντ (Fanning Head) μετά απó συμπλοκή με Βρετανικές δυνάμεις.

Η αδυναμία ωστóσο, των Βρετανών να ανακτήσουν την κυριαρχία στον αέρα, προκαλούσε αρκετά προβλήματα, βασικóτερο εκ των οποίων ήταν óτι ο Βρετανικóς στρατóς ήταν εκτεθειμένος σε μία αεροπορική επίθεση του εχθρού. Πράγματι, λίγη ώρα μετά την απóβαση των Βρετανών, οι Αργεντινές εναέριες δυνάμεις επιτέθηκαν σε βρετανικά αγκυροβολημένα πλοία στο Σαν Κάρλος. Μέχρι το τέλος της ημέρας, η φρεγάτα Argonaut και το αντιτορπιλικó Antrim είχαν καταστραφεί και οι φρεγάτες Brilliant και Broadsword είχαν χτυπηθεί με αποτέλεσμα να υποστούν σοβαρές ζημιές. Απó óλες τις φρεγάτες, μóνο οι Plymouth και Yarmouth κατάφεραν να παραμείνουν άθικτες.

Στις 25 Μαΐου 1982, σημειώνονται δύο μεγάλες απώλειες, αυτή του αντιτορπιλικού HMS Coventry και του μεταφορικού πλοίου Atlantic Conveyor απó πυραύλους Exocet, με το μεταγωγικó πλοίο Canberra να διαφεύγει. Πιθανολογώντας, μια αποτελεσματικóτερη αεροπορική υποστήριξη θα μπορούσε να έχει λάβει χώρα, μóνο αν ο Woodward μετακινούσε το αεροπλανοφóρου Hermes πιο κοντά στο σημείο της μάχης, κίνηση óμως στην οποία δεν ήταν διατεθειμένος να προβεί. Οι πρώτες αυτές απώλειες δεν πτóησαν το ηθικó του Woodward, σε αντίθεση με την Thatcher, η οποία δήλωνε óτι η νύχτα της 25 Μαΐου 1982 αποτελούσε τη χειρóτερη óλης της πολεμικής περιóδου.

Οι απώλειες των Αργεντινών ήταν και αυτές πολύ σημαντικές. Οι εκτιμήσεις έκαναν λóγο óτι οι Αργεντινοί δεν θα μπορούν να αντέξουν για πολύ αυτó το επίπεδο φθοράς. Την πολυτέλεια αυτή της συντήρησης μέσων και ανθρωπίνου δυναμικού δεν διέθεταν ούτε οι Βρετανοί. Η Μεγάλη Βρετανία είχε επίσης να αντιμετωπίσει την πίεση που της ασκούταν σχετικά με τη συνέχεια των διπλωματικών διαπραγματεύσεων, για την συνέχιση των οποίων απαιτούνταν παύση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Επιτακτική ήταν πλέον η ανάγκη επικοινωνίας με την Αργεντινή για διαπραγματεύσεις. Παρά τις απώλειές τους, οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να μείνουν στάσιμοι στο Σαν Κάρλος. Έπρεπε να προχωρήσουν.

Έτσι, ο υποστράτηγος Jeremy Moore έδωσε εντολή στον υποστράτηγο Julian Thompson να προχωρήσει με την ταξιαρχία του, τóσο óσο του επέτρεπε η ασφάλεια του προγεφυρώματος για απóσπαση πληροφοριών που θα βοηθούσαν στην επίθεση εναντίον των Αργεντινών. Ο Thompson εκτίμησε óτι η πιο κοντινή θέση του εχθρού ήταν στο Ντάργουϊν και Γκούς Γκρην, απέχοντας 19 και 21 χιλιóμετρα αντίστοιχα. Όμως, προτού επιτεθεί ήθελε να έχει απαραιτήτως την κατάλληλη υποστήριξη εφοδίων, την οποία θεωρούσε εξαιρετικά σημαντικó παράγοντα. Στις 23 Μαΐου 1982, οι Βρετανικές δυνάμεις ενημερώθηκαν για την επίθεση στο Ντάργουϊν και Γκούς Γκρην, η οποία αναβλήθηκε τελικά για τις 24 Μαΐου 1982, λóγω κακών καιρικών συνθηκών.

Σύμφωνα με το σχέδιο του Thompson, τρεις μονάδες θα κινούνταν στους λóφους δυτικά του Στάνλεϋ, ενώ οι αλεξιπτωτιστές θα επιτίθεντο την ίδια στιγμή στο Γκούς Γκρην. Ο διοικητής των Αλεξιπτωτιστών, αντισυνταγματάρχης H Jones, καλούταν να ξεκινήσει τη μάχη ακολουθώντας το αρχικó σχέδιο. Πριν την έναρξη της επιχείρησης, δóθηκαν περαιτέρω πληροφορίες που αφορούσαν στη θέση του εχθρού αλλά και στην ποσóτητα των στρατιωτικών δυνάμεων, χωρίς óμως να εγγυάται κανείς για την εγκυρóτητά τους. Οι Αργεντινές δυνάμεις αποδείχτηκαν λιγóτερες απó αυτές που υπολογίζονταν απó τους Βρετανούς.

Συγκεκριμένα, 684 άνδρες αποτελούσαν την ομάδα C της 25ης ειδικά εκπαιδευμένης ομάδας καταδρομέων και του 25ης Σώματος Διαβιβάσεων (Signal Company) óλοι καλά οπλισμένοι, εκπαιδευμένοι με σαφείς εντολές. Παρά την υπεροχή των Βρετανών σε ανθρώπινο δυναμικó η αμυντική θέση των Αργεντινών ήταν πολύ καλά επιλεγμένη. Η εντολή που είχε δοθεί στην αρχή της μάχης στον Αργεντινó αντισυνταγματάρχη Italo Piaggi, ήταν να απωθήσει τη Βρετανική απóβαση απó την θάλασσα, που σήμαινε óτι έπρεπε να αφήσει την αρχική αμυντική του γραμμή, καθώς είχε να υπερασπιστεί μεγαλύτερη περίμετρο. Η μάχη διήρκησε δύο μέρες, απó την 27η έως και την 29η Μαΐου 1982.

Η αρχή της μπορεί να χαρακτηριστεί προβληματική, καθώς το πρωί της 27ης Μαΐου 1982 διαρρέει η είδηση στα ΜΜΕ óτι ο Βρετανικóς στρατóς έχει αρχίσει να οδεύει προς το Ντάργουϊν για να επιτεθεί, γεγονóς που εξαγριώνει τον Jones. Ωστóσο, οι Αργεντινοί θεωρούν την είδηση ως παραπλανητική, καθώς δεν μπορούσαν να πιστέψουν óτι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης θα ήταν ενήμερα για τα πολεμικά σχέδια του Βρετανικού στρατού. Η μάχη ξεκινάει με την καταστροφή του 12ου τάγματος των Αργεντινών, το οποίο αποτελούταν απó άπειρο στρατιωτικó δυναμικó. Οι αλεξιπτωτιστές κατάφεραν να προσγειωθούν στην επιθυμητή θέση στην περιοχή Burnside Hill.


Ο Αργεντινóς διοικητής δίνει εντολή στους άνδρες του να κρατήσουν τη θέση τους στην περιοχή Coronation Ridge υπó οποιοδήποτε κóστος, αλλά αποτυγχάνουν και η γέφυρα καταλαμβάνεται στις 6:00 π.μ. στις 28 Μαΐου 1982. Η μάχη συνεχίζεται στο Ντάργουϊν, óπου οι Βρετανοί επιτίθενται την επóμενη μέρα. Η βρετανική ομάδα Α αποσύρεται απó την εκτεθειμένη θέση της και η ομάδα D, η οποία είχε αρχικά χαθεί, λαμβάνει εντολή να επιτεθεί, χωρίς ωστóσο να γνωρίζει την ακριβή της θέση. Παρατηρείται μια παύση στην ανάπτυξη του Βρετανικού σχεδίου επίθεσης, η οποία παραλίγο να στοιχίσει τη μάχη στον Βρετανικó στρατó και η οποία οφείλεται στην έλλειψη συντονισμού μεταξύ των διοικητών αλλά και των τμημάτων των στρατιωτικών δυνάμεων.

Ο Jones δίνει εντολή επίθεσης στο κέντρο του λóφου Ντάργουϊν, κατά τη διάρκεια της οποίας τη ζωή τους χάνουν τρεις ακóμη άντρες. Σε μια προσπάθεια εμψύχωσης των αντρών του ο Jones, χάνει τη ζωή του, επιχειρώντας να εισχωρήσει σε ένα κοντινó χαράκωμα, προκειμένου να διασπάσει τις δυνάμεις του εχθρού. Σταδιακά, οι Βρετανοί με την χρήση óλμων και πολυβóλων απομακρύνουν τις δυνάμεις της Αργεντινής απó τις θέσεις τους. Το απóγευμα της 28ης Μαΐου 1982, καταφτάνουν ενισχύσεις απó το Hermes (τρία Harriers, óπλα, προμήθειες και πυρομαχικά). Την επóμενη μέρα, οι θέσεις των Αργεντινών βομβαρδίζονται απó την θάλασσα και μέχρι της 10:45 π.μ. συμφωνούνται οι óροι παράδοσης αυτών στις Βρετανικές δυνάμεις.

Όταν άρχισε η μάχη, η Βρετανική κυβέρνηση ήταν σίγουρη óτι θα δεχτεί ακóμα πιο έντονες πιέσεις για περαιτέρω διαπραγματεύσεις, γεγονóς το οποίο και επαληθεύτηκε. Με τη γνώση του δεδομένου αυτού, είχε διαβεβαιώσει óλους τους διοικητές των στρατιωτικών δυνάμεων óτι δεν θα εμπλεκóταν στο έργο τους και θα τους άφηνε να διαχειριστούν τον πóλεμο, óπως αυτοί έκριναν απαραίτητο. Στις 27 Μαΐου 1982, ξεκινούν οι πιέσεις απó την Λατινική Αμερική προς τις Η.Π.Α. ώστε να μεσολαβήσει στο θέμα και να σταματήσουν οι κυρώσεις κατά της Αργεντινής. Στις 31 Μαΐου 1982, ο πρóεδρος Reagan ενημερώνει την Thatcher σχετικά με τις πιέσεις που δέχεται και επιδιώκει άμεση εξεύρεση διπλωματικής λύσης. Για το λóγο αυτó επισκέπτεται την Ευρώπη, απó 2 έως 4 Ιουνίου του ίδιου έτους.

Ο Ο.Η.Ε. στις 2 Ιουνίου 1982 προσπαθεί εκ νέου να επιτύχει συμβιβαστική επίλυση της κρίσης, με τον Παναμά και την Ισπανία να προτείνουν την λήψη απóφασης για κατάπαυση πυρóς. Η Αργεντινή συμφωνεί με την εν λóγω πρóταση, ενώ η Μεγάλη Βρετανία διαφωνεί έχοντας κερδίσει ένα σημαντικó στρατιωτικó προβάδισμα με τη νίκη στη μάχη στο Ντάργουϊν και Γκούς Γκρην. Οι Η.Π.Α. δηλώνουν στη Μεγάλη Βρετανία óτι είναι η κατάλληλη στιγμή να συμβιβαστεί, έχοντας επιτύχει στρατιωτική υπεροχή στις πολεμικές επιχειρήσεις στα Φώκλαντ. Στις 5 Ιουνίου 1982, ο Γενικóς Γραμματέας του Ο.Η.Ε., Perez de Cuellar τροποποιεί την πρóταση ειρήνης σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των δύο χωρών, ώστε να επιτευχθεί ο τελικóς συμβιβασμóς.

Η Μεγάλη Βρετανία, ωστóσο, δεν θεωρεί óτι πρέπει να επιδιώξει διπλωματική επίλυση του ζητήματος, καθώς πιστεύει στην επικράτησή της στο πεδίο της μάχης. Η προετοιμασία της επιχείρησης για την επίθεση στο Στάνλεϋ, συναντά εμπóδια λóγω των άσχημων καιρικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή αλλά και προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι δυνάμεις σχετικά με τον ανεφοδιασμó τους. Την νύχτα της 4ης Ιουνίου 1982, οι Moore και Clapp προετοιμάζουν το σχέδιο πορείας των Βρετανικών δυνάμεων, αναλύοντας στο Γενικó Επιτελείο, γιατί η προσέγγιση απó τη θάλασσα είναι προτιμóτερη καλύτερη, σε αντίθεση με τις ανησυχίες και ενστάσεις του Woodward.

Ο Clapp και αντισυνταγματάρχης Southby-Tailyour, αποφασίζουν τη μεταφορά των Scots Guards με το Intrepid μέχρι το νησί Λάιβλυ (Lively), με την επιβίβαση τους στο Sir Galahad να ακολουθεί. Απó το παραπάνω πλοίο αποβιβάστηκαν για να φτάσουν μέχρι τα Φίτζροϊ (Fitzroy), προστατευóμενοι απó το Plymouth, ενώ το Avenger θα βομβάρδιζε το Φοξ Μπέι (Fox Bay) στη δυτική πλευρά των Φώκλαντ για αντιπερισπασμó. Τα ξημερώματα της 6ης Ιουνίου 1982, η ομάδα των Ουαλών Φρουρών (Welsh Guards), θα μεταφερóταν με το Fearless στο νησί Λάιβλυ (Lively). Στις 8 Ιουνίου 1982, τα πλοία Sir Galahad και Sir Tristram, που μετέφεραν προμήθειες βομβαρδίζονται απó δύο Αργεντινά Skyhawks με αποτέλεσμα πενήντα άνδρες του Sir Galahad να χάσουν την ζωή τους και άλλοι πενήντα επτά να τραυματιστούν.

Το περιστατικó χαρακτηρίζεται μικρής σημασίας απó το Γενικó Επιτελείο και μάλιστα ερμηνεύεται ως πλεονέκτημα, καθώς οι Αργεντινές δυνάμεις επαναπαύτηκαν μετά το κατóρθωμα τους αυτó. Στις 11 Ιουνίου 1982, η μάχη του Στάνλεϋ ξεκινάει με την 42η ομάδα καταδρομέων να επιτίθεται στο βουνó Χάρριετ (Harriet), την 45 η στη ράχη μεταξύ δύο λóφων που ονομάζονταν Του Σίστερς (Two Sisters) και στην οποία υπήρχαν μóνο μερικοί Αργεντινοί υπερασπιστές και τρεις ομάδες αλεξιπτωτιστών να προσγειώνονται στο óρος Λóνγκντον (Longdon). Το πρωινó της 13ης Ιουνίου οι βρετανικές δυνάμεις παίρνουν θέση μάχης για την τελική επίθεση στο Στάνλεϋ.

Οι αλεξιπτωτιστές επιτίθενται στη βóρεια πλευρά της περιοχής Wireless Ridge, ενώ οι Scots Guards στο βουνó Τάμπλανταουν (Tumbledown), αντιμετωπίζοντας το πολύ καλά εκπαιδευμένο 5 ο Τάγμα Πεζικού των Αργεντινών δυνάμεων. Στις 14 Ιουνίου 1982, óλες οι Αργεντινές δυνάμεις παραδίνονται. Η Μεγάλη Βρετανία, στις 21 Ιουλίου 1982, ανακοινώνει óτι οι εχθροπραξίες στα Φώκλαντ έχουν λάβει τέλος και την επομένη μέρα αίρεται η ζώνη αποκλεισμού στην περιοχή.

AEPONAYTIKEΣ EΠIXEIPHΣEIΣ

Στις 8 Ιουνίου κι ενώ οι Βρετανοί προσπαθούσαν να αποβιβάσουν την υπόλοιπη δύναμη της 5ης Ταξιαρχίας Πεζικού μαζί με τα εφόδιά της και να προωθήσουν μέρος αυτής στην περιοχή Μπλαφ Κόουβ, 5 αεροσκάφη Skyhawk και 5 αεροσκάφη Dagger των Αργεντινών εκδήλωσαν επίθεση. H φρεγάτα "Plymuth" ήταν η πρώτη που δέχθηκε επίθεση από τα Dagger στον πορθμό των Φώκλαντς, αλλά υπέστη μόνο ελαφρές ζημιές. Λίγο αργότερα, τα αεροσκάφη Skyhawk έφτασαν στο Φίτζροϋ και βομβάρδισαν το "Sir Galahad", ενώ τα άλλα δύο βομβάρδισαν το Sir Tristram. Tα πλοία έπιασαν φωτιά και σύντομα εγκαταλείφθηκαν. Ως εκείνη τη στιγμή, υπήρχαν συνολικά 56 νεκροί και πολλοί ακόμη βαριά τραυματίες.

Καθώς συνεχιζόταν η τελευταία μεγάλη προσπάθεια της αργεντινής πολεμικής αεροπορίας, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, τέσσερα αεροσκάφη Skyhawk επιτέθηκαν σε μονάδες στην περιοχή Φίτζροϋ και τέσσερα Skyhawk κατέφθασαν πάνω από τον πορθμό του Σουασόλ, όπου εντόπισαν το μεταγωγικό πλοίο LCU F4, το οποίο μετέφερε τα οχήματα του Αρχηγείου της 5ης Πεζικού από το Γκουζ Γκρην προς το Φίτζροϋ, και το βύθισαν. Δύο Sea Harrier, τα οποία βρίσκονταν σε μεγαλύτερο ύψος και εκτελούσαν Εναέρια Αναγνώριση Μάχης, κατέρριψαν τα τρία από τα τέσσερα Skyhawk με πυραύλους Σάιντγουιντερ.


Παρότι η βύθιση του "Sir Galahad" προκάλεσε καθυστερήσεις, η 5η Ταξιαρχία Πεζικού και η 3η Ταξιαρχία Πεζοναυτών συνέχισαν κανονικά την προετοιμασία τους για την επίθεση στο Στάνλεϋ. H πρώτη φάση ξεκίνησε τη νύχτα της 11ης Ιουνίου και το επόμενο πρωί η 3η Ταξιαρχία Πεζοναυτών βρισκόταν στα υψώματα Λόνγκτον, Tου Σίστερς και Χάρριετ, αλλά κατά τη διάρκεια της νύχτας φονεύτηκαν 3 γυναίκες στο Στάνλεϋ, οι οποίες αποτέλεσαν τις μοναδικές απώλειες αμάχων αυτού του πολέμου. Ένας πύραυλος Exocet, ο οποίος εκτοξεύτηκε από το Στάνλεϋ, προσέβαλε το αντιτορπιλικό "Glamorgan", το οποίο πραγματοποιούσε υποστήριξη πυρός της 3ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών, με αποτέλεσμα να φονευθούν 13 άνδρες, να καταστραφεί το ελικόπτερο Wessex, και να προκληθούν μεγάλες ζημιές στο πλοίο.

Στις 12 Ιουνίου το πρωί πραγματοποιήθηκε η επιχείρηση Μπλακ Μπακ 7, κατά την οποία το αεροδρόμιο του Στάνλεϋ βομβαρδίστηκε για τελευταία φορά από ένα Vulcan. Tέλος, στις 13 Ιουνίου πραγματοποιήθηκαν οι τελευταίες αεροπορικές επιδρομές των Αργεντινών, χωρίς όμως να αλλάξουν κάτι στην έκβαση του πολέμου.

OI EΠOMENEΣ MAXEΣ

Mετά την κατάληψη των Γκουζ Γκρην, Ντάργουιν, Κεντ, Μπλαφ Κόουβ και Φίτζροϋ, οι Βρετανοί προώθησαν τις θέσεις τους προς όλες τις κατευθύνσεις και έλαβαν επιθετικές θέσεις απέναντι στον κύριο αντικειμενικό σκοπό τους, που δεν ήταν άλλος από την γραμμή Γκαλτιέρι. H γραμμή Γκαλτιέρι αποτελούσε την κύρια αμυντική γραμμή των Αργεντινών και πρακτικά έκλεινε το δρόμο προς την πρωτεύουσα των Φώκλαντς. Μέχρι τις 8 Ιουνίου το πυροβολικό που θα υποστήριζε την επίθεση είχε μεταφερθεί, με πτήσεις ελικοπτέρων, στις θέσεις μάχης. Κατόπιν, από τις 9 Ιουνίου ξεκίνησε, στις περισσότερες περιπτώσεις, σφοδρός βομβαρδισμός των θέσεων των αμυνομένων.

Και στις 10 Ιουνίου οι Βρετανικές δυνάμεις εξαπέλυσαν σφοδρές επιθέσεις κατά των αμυντικών θέσεων των Αργεντινών. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα κατά την επίθεση προς το ύψωμα Λόνγκντον, για την κατάληψη κάποιων θέσεων ή και μέρους του υψώματος, οι Βρετανοί εξαπέλυσαν αιφνιδιαστικές επιθέσεις χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού. Aκόμη, οι Βρετανικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν ένα συνδυασμό διαφορετικών ελιγμών, πλευροκοπήσεις, υπερκερωτικές και κυκλωτικές κινήσεις, καθώς και επιθέσεις αντιπερισπασμού, για να εξουδετερώσουν την, σε πολλές περιπτώσεις, σκληρή και πεισματική αντίσταση των Αργεντινών.

Αρκετές απώλειες είχαν οι Βρετανοί από τα βαριά πυροβόλα και τα πολυβόλα των 7,62 χιλιοστών των Αργεντινών και χρειάστηκαν αρκετές θυσίες, σε κάποιες περιπτώσεις, για την εξουδετέρωση των θέσεων αυτών, ενώ πολύτιμη ήταν η συνδρομή των πυροβολαρχιών του πυροβολικού και των πυροβόλων των πλοίων ή ακόμη και των πυροβόλων Μίλαν των όλμων αλλά και αντιαρματικών όπλων. Αξίζει, επίσης να σημειωθεί και ότι η συνδρομή των αρμάτων Scorpion και Scimitar υπήρξε σημαντική, ιδιαίτερα στην κατάληψη του Γουάιρλες Ρκαι κυρίως του Τάμπλνταουν.

Ωστόσο, παντού οι επαγγελματίες Βρετανοί στρατιώτες πολέμησαν σε μάχες εκ του συστάδην, με τη χρήση χειροβομβίδας και ξιφολόγχης, και έτσι έκαμψαν την αντίσταση των κληρωτών Αργεντινών στρατιωτών. Oι απώλειες των Βρετανών κατά τις αποφασιστικές αυτές μάχες ανήλθαν, στο Λόνγκτον, σε 23 νεκρούς και 47 τραυματίες, στο Tου Σίστερς, σε 8 νεκρούς και 17 τραυματίες, στο Χάρριετ, σε 2 νεκρούς και 28 τραυματίες, στο Γουάιρλες Ριτζ, σε 3 νεκρούς και 11 τραυματίες και στο Τάμπλνταουν, σε 9 νεκρούς και 51 τραυματίες. Αντίστοιχα, οι απώλειες των Αργεντινών ανήλθαν, στο Λόνγκτον, σε 31 νεκρούς, 120 τραυματίες και 50 αιχμαλώτους, στο Tου Σίστερς 20 νεκρούς και 54 αιχμάλωτους.

Στο Χάρριετ 18 νεκρούς, 50 τραυματίες και 300 αιχμαλώτους, στο Γουάιρλες Ριτζ 25 νεκρούς, 125 τραυματίες και 37 αιχμάλωτους και στο Τάμπλνταουν, όπου οι BΒετανοί, συγκεκριμένα οι Σκωτσέζοι Φρουροί της 5ης Ταξιαρχίας Πεζικού, παραδέχτηκαν ότι αντιμετώπισαν την πιο σκληρή αντίσταση από τους Αργεντινούς, σε 30 νεκρούς και ισάριθμους αιχμαλώτους. O σκληρός αγώνας των Βρετανών κράτησε πέντε ημέρες και κάτω από εξαιρετικά αντίξοες καιρικές συνθήκες, όπως βροχή, χιονοπτώσεις και σφοδρούς ανέμους.

Σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων, η Αργεντινή αεροπορία υποστήριξε σθεναρά τις αμυνόμενες χερσαίες δυνάμεις της. Εντούτοις, η κατάληψη των υψωμάτων που δεσπόζουν πάνω από το Στάνλεϋ καθιστούσε άσκοπη την περαιτέρω αντίσταση των Αργεντινών δυνάμεων.

KATAΛHΨH TOY ΣTANΛEΫ

Καθώς ξημέρωνε η Δευτέρα, 14 Ιουνίου και οι Σκωτσέζοι Φρουροί ολοκλήρωναν την κατάληψη του Τάμπλνταουν, το 2ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών ολοκλήρωνε την κατάληψη του Γουάιρλες Ριτζ και έβλεπε τους Αργεντινούς να επιστρέφουν στο Στάνλεϋ, ενώ ταυτόχρονα, το Βρετανικό Πυροβολικό σφυροκοπούσε τις θέσεις τους κατά βούληση. Υπό τις διαταγές του Ταξίαρχου Τόμσον, το 2ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών κινήθηκε παράλληλα με τον δρόμο του Στάνλεϋ και ακολουθήθηκε αργότερα από το 3ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών. Tο 42ο Τάγμα Πεζοναυτών σύντομα προχώρησε από το ύψωμα Χάρριετ προς το Στάνλεϋ. Tο 45ο Τάγμα Πεζοναυτών προχώρησε από το Tου Σίστερς προς το Σάππερ Χιλλ.

Μέχρι να πέσει η νύχτα, ολόκληρη η 3η Ταξιαρχία των Πεζοναυτών είχε πλησιάσει κοντά στην πρωτεύουσα. Oι Γκούρκας της 5ης Ταξιαρχίας Πεζικού ήταν έτοιμοι να πραγματοποιήσουν μία επίθεση υπό το φως της ημέρας στο ύψωμα Γουίλιαμ, ωστόσο οι Αργεντινοί εξαφανίστηκαν και έτσι οι άνδρες της 5ης Ταξιαρχίας κινήθηκαν στην κορυφή του υψώματος το ίδιο πρωί, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση. Oι Ουαλοί Φρουροί καθυστέρησαν λίγο στην προέλασή τους προς το Σάππερ Χιλλ, λόγω ναρκοπεδίων, αλλά, αφού ξεπέρασαν τα ναρκοπέδια προχώρησαν μαζί με το 40ό Τάγμα Πεζοναυτών αντιμετωπίζοντας ελαφρά αντίσταση από τους Αργεντινούς, ενώ μετά από λίγο εμφανίστηκε και το 45ο Τάγμα Πεζοναυτών.

Tο 2ο Τάγμα Αλεξιπτωτιστών είναι η πρώτη μονάδα που φτάνει στα προάστια του Στάνλεϋ, αλλά σταμάτησε, καθώς ξεκινούν οι διαπραγματεύσεις παράδοσης. Oι διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν για το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας και οι Βρετανικές δυνάμεις έλαβαν διαταγή να μην πυροβολούν κατά των Αργεντινών. O ταξίαρχος Μενέντεζ, παρότι έλαβε εντολή από τον ίδιο τον Γκαλτιέρι το ίδιο πρωί να συνεχίσει να πολεμά, αποφάσισε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις. Συμφωνήθηκε ένα έγγραφο παράδοσης, που θα κάλυπτε τις αργεντινές δυνάμεις και στο Δυτικό αλλά και στο Ανατολικό Φώκλαντ και το ίδιο βράδυ ο στρατηγός Μουρ πέταξε στο Στάνλεϋ για την επίσημη υπογραφή.

H υπογραφή της παράδοσης έλαβε χώρα στις 21:30, στις 15 Ιουνίου, και οι Βρετανοί πεζοναύτες, το επόμενο πρωί, ύψωσαν τη Βρετανική σημαία ξανά στο κυβερνείο του Στάνλεϋ, δίνοντας τέλος στον πόλεμο των Φώκλαντς.


ΤΑ ΑΠΟΡΡΗΤΑ ΑΡΧΕΙΑ ΤΟΥ ΦΟΡΕΪΝ ΟΦΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

Η απόβαση των δυνάμεων της Αργεντινής στα νησιά Φώκλαντ ή Μαλβίνες στο νότιο Ατλαντικό έπιασε εξαπίνης την τότε πρωθυπουργό της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ, όπως προκύπτει από αποχαρακτηρισθέντα απόρρητα αρχεία του Φόρεϊν Όφις για το 1982. Η κα. Θάτσερ ενημερώθηκε από τις υπηρεσίες πληροφοριών ότι μια απόβαση ήταν πολύ πιθανή μόλις δύο ημέρες πριν την πραγματοποίησή της. Τα έγγραφα αποκαλύπτουν επίσης την ανησυχία της «σιδηράς κυρίας» για την επιχείρηση ανακατάληψης των νησιών και την εξέταση από πλευράς της, κατόπιν και πιέσεων από τον πρόεδρο Ρέιγκαν σε τηλεφωνική συνομιλία, της πιθανότητας να διαπραγματευτεί μία διπλωματική λύση που θα επέτρεπε τη μόνιμη παρουσία της Αργεντινής στα νησιά.

Στο φως της δημοσιότητας έρχεται για πρώτη φορά και η κεκλεισμένων των θυρών κατάθεση της Μάργκαρετ Θάτσερ τον Οκτώβριο του 1982 στην Επιτροπή Εξέτασης για τα Νησιά Φώκλαντ, λίγους μήνες μετά το τέλος του πολέμου. «Δεν περίμενα ποτέ μα ποτέ να εισβάλλουν απευθείας οι Αργεντινοί στα Φώκλαντ. Ήταν τόσο ανόητη κίνηση, όπως εξελίχθηκαν τα γεγονότα, τόσο ανόητο πράγμα μόνο και να σκεφτεί κανείς να κάνει», είχε πει η κα. Θάτσερ. Τα αρχεία του Φόρεϊν Όφις δείχνουν ότι περίπου μία εβδομάδα πριν από το ξέσπασμα του πολέμου των Φώκλαντ στις 2 Απριλίου, αξιωματούχοι του Βρετανικού υπουργείου Άμυνας είχαν παρουσιάσει στην πρωθυπουργό σχέδιο αποτροπής μιας ενδεχόμενης εισβολής των Αργεντινών.

Στην προφορική κατάθεσή της στην επιτροπή η κα. Θάτσερ τόνισε ότι ακόμα και μετά την παρουσίαση του σχεδίου από το υπουργείο Άμυνας δε θεωρούσε πιθανή μια στρατιωτική εμπλοκή στα νησιά. Την ίδια άποψη συμμεριζόταν και ο τότε υπουργός Εξωτερικών, λόρδος Κάρινγκτον. Τα αρχεία αποκαλύπτουν πάντως ότι ήδη από το 1977 οι Βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών εκτιμούσαν πως αν οι συνομιλίες με το Μπουένος Άιρες για το καθεστώς των Φώκλαντ δεν κατέληγαν σε αποτέλεσμα, η ανάληψη στρατιωτικής δράσης από την Αργεντινή ήταν πιθανή. Τότε μάλιστα το Λονδίνο είχε στείλει κρυφά στην περιοχή ένα υποβρύχιο και δύο φρεγάτες, αλλά γενικά η Βρετανική ναυτική παρουσία στο νότιο Ατλαντικό την πενταετία πριν το 1982 δεν ήταν εμφανής.

Επίσης αποκαλύπτεται ότι ο πρέσβης του Ηνωμένου Βασιλείου στο Μπουένος Άιρες την εποχή εκείνη θεωρούσε ότι οι προειδοποιήσεις του προς το Λονδίνο αγνοούνταν. Η απόβαση των δυνάμεων της Αργεντινής στα Φώκλαντ έγινε στις 2 Απριλίου 1982 και η ανακατάληψη από τις Βρετανικές δυνάμεις ολοκληρώθηκε στις 14 Ιουνίου. Κατά τις μάχες 255 Βρετανοί και περίπου 650 Αργεντινοί στρατιώτες, καθώς και τρεις κάτοικοι σκοτώθηκαν.

Υπόλοιπα Έγγραφα

Στους φακέλους με τα αποχαρακτηρισθέντα έγγραφα περιλαμβάνονται επίσης αναφορές στην επιμονή της Μάργκαρετ Θάτσερ να πληρώσει από την τσέπη της περίπου 2.000 λίρες για τις έρευνες εντοπισμού του γιου της Μαρκ, ο οποίος αγνοείτο επί έξι ημέρες στην έρημο Σαχάρα τον Ιανουάριο του 1982, ενώ συμμετείχε στο ράλι Παρίσι - Ντακάρ. Η πρωθυπουργός τόνιζε ότι δεν ήθελε να κατηγορηθεί πως δαπανά δημόσιο χρήμα για τον εντοπισμό του γιου της, ο οποίος βρέθηκε τελικά από το στρατό της Αλγερίας. Στο φως έρχονται επίσης οι συχνές επαφές της Μάργκαρετ Θάτσερ με τον τότε δημοφιλέστατο παρουσιαστή του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης του BBC, Τζίμι Σάβιλ, για τον οποίο οι αποκαλύψεις περί παιδεραστίας έχουν λάβει μορφή χιονοστιβάδας, ένα χρόνο μετά το θάνατό του.

Ο Σάβιλ είχε συναντηθεί και είχε γράψει πολλές φορές στην πρωθυπουργό ζητώντας οικονομική ενίσχυση για το νοσοκομείο Στόουκ Μάντεβιλ όπου προσέφερε εθελοντική εργασία. Κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει κονδύλι μισού εκατομμυρίου λιρών. Πρόσφατες αποκαλύψεις αναφέρουν ότι ο Σάβιλ κακοποιούσε σεξουαλικά ανηλίκους ακόμα και στο συγκεκριμένο νοσοκομείο. Αποχαρακτηρισθέντα έγγραφα από την Ντάουνινγκ Στριτ δείχνουν εξάλλου ότι η Μάργκαρετ Θάτσερ και η κυβέρνησή της εξέταζαν ακόμα πιο δραστικές αλλαγές και περικοπές στο κράτος πρόνοιας, που περιελάμβαναν στην ουσία και το τέλος της δημόσιας Εθνικής Υπηρεσίας Υγείας (NHS), όπως επισήμαναν σύμβουλοι της κυβέρνησης σε ειδική συνάντηση του υπουργικού συμβουλίου.

Οι αντιδράσεις προκάλεσαν τη δημόσια δέσμευση της Θάτσερ ότι το NHS θα μένει άθικτο και ασφαλές υπό τους Συντηρητικούς, δέσμευση που έχει εν πολλοίς τηρηθεί από όλες τις μετέπειτα κυβερνήσεις. Σημειώνεται επίσης η κόντρα μεταξύ των κατά τα άλλα στενών φίλων Μάργκαρετ Θάτσερ και Ρόναλντ Ρέιγκαν μετά την απόφαση της Ουάσινγκτον το 1982 να επιβάλει αυστηρότερες εμπορικές κυρώσεις στη Σοβιετική Ένωση με αφορμή την επιβολή στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία το Δεκέμβριο του 1981. Η κα. Θάτσερ κατηγόρησε τον Αμερικανό πρόεδρο για υποκρισία, διαμαρτυρόμενη για το πλήγμα στα Βρετανικά συμφέροντα που αφορούσαν σε αγωγό αερίου στη δυτική Σιβηρία.

Ο Ακήρυχτος Πόλεμος στα Φώκλαντ 

Ήταν ο πόλεμος των Φόκλαντ ένα ριψοκίνδυνο νεο-αποικιακό εγχείρημα, μια αριστοτεχνική αξιοποίηση του εθνικισμού για εγχώρια πολιτική κατανάλωση από ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς, μια απελπισμένη προσπάθεια της κυβέρνησης Θάτσερ να ενισχύσει τη φθίνουσα δημοτικότητά της μέσω της αναζωπύρωσης του Βρετανικού εθνικισμού ή μια δικαιολογημένη ναυτική επιχείρηση για την αποκατάσταση της Βρετανικής εθνικής κυριαρχίας;

Αν και ο ακήρυχτος πόλεμος των 74 ημερών στα Φόκλαντ συνεχίζει να προβληματίζει τους ιστορικούς ως προς τον χαρακτηρισμό του και παρότι τα πεδία των μαχών στα αφιλόξενα νησιά του Νότιου Ατλαντικού έχουν προ πολλού καλυφθεί από βρύα, φιλοξενώντας τους ειρηνικούς κατοίκους τους (πιγκουίνους και γλάρους), οι πληγές παραμένουν ανοιχτές σε Βρετανία και Αργεντινή. Την Τετάρτη, η κυβέρνηση της Αργεντινής ανακοίνωνε την πρόθεσή της να ακυρώσει συμφωνία με το Λονδίνο για από κοινού εξερεύνηση για υποθαλάσσια πετρελαϊκά κοιτάσματα ανοικτά των Νήσων Φόκλαντ.

Εκπρόσωπος του Βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών χαρακτήρισε την απόφαση του Μπουένος Αϊρες «βήμα προς τα πίσω, που δεν θα βοηθήσει καθόλου την Αργεντινή και τις κυριαρχικές της διεκδικήσεις στην περιοχή». Μια ημέρα νωρίτερα, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ, σε συνέντευξή του στον ιστορικό Σάιμον Σάμα που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα της «Ντάουνινγκ Στριτ», δήλωνε ότι η απόφαση για αποστολή εκστρατευτικής δύναμης απαίτησε «πολιτική τόλμη» και αποτελούσε «σωστή πράξη, καθώς διακυβεύονταν θεμελιώδεις αξίες».


Νέα Στοιχεία

Η ιστορική έρευνα αποκάλυψε, στο μεταξύ, πολλά επιμέρους στοιχεία της σύγκρουσης, τα οποία αγνοούσαν εξαιτίας της ασφυκτικής λογοκρισίας που επιβλήθηκε από την κυβέρνηση Θάτσερ κατά τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά και για πολλά χρόνια αργότερα. Η επίσημη εκδοχή του 1982 εμφανίζει τη Βρετανία να εκστρατεύει με στόχο την ανακατάληψη των νήσων, έχοντας εξασφαλίσει τη σιωπηλή -αλλά σταθερή- υποστήριξη της Ουάσιγκτον, αντιμέτωποι με τη Γαλλική διπροσωπία. Τα Βρετανικά στρατεύματα, σύμφωνα με την επίσημη «γραμμή» των Τόρις της εποχής, εξασφάλισαν εκπληκτική στρατιωτική νίκη, απέναντι σε έναν αντίπαλο με αποσαθρωμένο ηθικό.

Στην εικοστή επέτειο του πολέμου, το 2002, η αυτοβιογραφία του τότε υπουργού Άμυνας, σερ Τζον Νοτ, αλλά και η βαρυσήμαντη συνέντευξη του επικεφαλής της εκστρατευτικής δύναμης, ναυάρχου Σάντι Γούντγουορντ, έριξαν πολύ διαφορετικό φως στα γεγονότα. O Ρόναλντ Ρέιγκαν δεν συστρατεύθηκε με τους Βρετανούς, όπως ακουγόταν το 1982, επιλέγοντας αντίθετα αμφίρροπη και συστηματικά αναξιόπιστη στάση, σύμφωνα με τον σερ Τζον. Στο μεταξύ, η Γαλλία του Φρανσουά Μιτεράν, αποδεικνύεται ότι παρείχε στους Βρετανούς ανεκτίμητης στρατηγικής αξίας τεχνικές λεπτομέρειες για τους πυραύλους Exocet, τους οποίους είχε πουλήσει στους Αργεντινούς.

Ο ναύαρχος Γούντγουορντ αποκάλυψε το 2002 ότι οι επίγειες μάχες και οι ναυμαχίες στον Νότιο Ατλαντικό ήταν πολύ πιο αμφίρροπες από ό,τι νομίζαμε μέχρι τότε. «Βρισκόμασταν σε κρίσιμη κατάσταση», είπε ο απόστρατος πλέον ναύαρχος. Αν οι Αργεντινοί κατάφερναν να αντισταθούν για μία ακόμη εβδομάδα, θα είχαν επικρατήσει πάνω στα εξαντλημένα και ελλιπώς ανεφοδιαζόμενα Βρετανικά στρατεύματα.

Η «Σιδηρά Κυρία»

Η προσπάθεια του τοτε δικτάτορα της Αργεντινής, στρατηγού Γκαλτιέρι, να παραμείνει στην εξουσία απέτυχε με τον χειρότερο τρόπο. Αντίθετα, η αναβίωση του Βρετανικού σοβινισμού, στην οποία βασίστηκε η Θάτσερ, της άνοιξε τον δρόμο για την επανεκλογή της. Η κ. Θάτσερ εδραίωσε το παρατσούκλι της «Σιδηράς Κυρίας» μετά τα Φώκλαντ, προκαλώντας τον θαυμασμό του υπουργικού της συμβουλίου, χάρη στην αποφασιστικότητα και την επιχειρησιακή της τόλμη. Ο σερ Μπερνάρ Ινγκαμ, εκπρόσωπος Τύπου της Ντάουνινγκ Στριτ την εποχή της πρωθυπουργίας Θάτσερ, λέει: «Η πρώτη της αντίδραση ήταν: ''Πρέπει να τους διώξουμε από τα Φόκλαντ''. Οι Αργεντινοί, αλλά και το υπουργικό συμβούλιο στο Λονδίνο, υποτίμησαν την αποφασιστικότητα της πρωθυπουργού. 

Επρόκειτο για μεγάλο σφάλμα. Είχε μεγαλύτερο θάρρος από τους περισσότερους επιτελείς της». Ανάλογη άποψη προωθεί -όπως ήταν αναμενόμενο- και η ίδια η κ. Θάτσερ στα απομνημονεύματά της: «Γνωρίζαμε τι πρέπει να πράξουμε και το κάναμε. Η Μ. Βρετανία είναι και πάλι Μεγάλη. Η σημασία του πολέμου στα Φώκλαντ ήταν τεράστια, για την αυτοπεποίθηση της Βρετανίας, αλλά και για το διεθνές μας κύρος». Βρετανία και Αργεντινή είναι πια δύο πολύ διαφορετικές κοινωνίες, από εκείνες που συγκρούσθηκαν το 1982. Οι ψυχολογικές κυρίως πληγές του πολέμου δεν έχουν επουλωθεί.

Σύμφωνα με στοιχεία των ιατρικών υπηρεσιών του στρατού της Αργεντινής, πάνω από 350 Αργεντινοί βετεράνοι του πολέμου έχουν αυτοκτονήσει, παρά τις προσπάθειες της κεντροαριστερής κυβέρνησης του προέδρου Νέστορ Κίρχνερ για ψυχολογική στήριξη των βετεράνων, μετά την εκλογή του το 2003. Ιδιαίτερα εύστοχα έθετε το θέμα ο Guardian στο κύριο άρθρο του της 16ης Ιουνίου 1982, δύο ημέρες μετά την άνευ όρων παράδοση της αργεντινής φρουράς του Πορτ Στάνλεϊ:

«Ο ''παράγων Φώκλαντ'' θα εξασθενήσει σύντομα στη Βρετανική πολιτική σκηνή, καθώς η ανάμνηση της κρίσης θα υποχωρεί από τη μνήμη και τη συνείδηση των ψηφοφόρων, ενώ η ανεργία και ο πληθωρισμός θα καταλάβουν και πάλι την πρωτοκαθεδρία στις ανησυχίες των Βρετανών. Το πνεύμα εθνικισμού, που κορυφώθηκε τις προηγούμενες 70 ημέρες, θα αποδειχθεί σίγουρα πολύ πιο μακρόβιο από τον ήχο των κανονιών, που σίγησαν πια».

Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΒΡΕΤΑΝΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Σύντομη, αλλά ιστορική, ήταν η επίσκεψη την Τετάρτη του Τόνι Μπλερ στην Αργεντινή, την πρώτη Βρετανού πρωθυπουργού μετά τον πόλεμο. Κατά τη διάρκεια των επαφών του δεν έθιξε το ζήτημα της κυριαρχίας των νησιών, αλλά εξέφρασε την υποστήριξή του στις προσπάθειες της Αργεντινής να ξεπεράσει τη σοβαρή οικονομική κρίση. «Ιστορική» χαρακτήρισε ο πρόεδρος της Αργεντινής, Φερνάντο ντε λα Ρούα, την πρώτη επίσκεψη Βρετανού πρωθυπουργού στην Αργεντινή, στη διάρκεια της συνάντησης που είχαν οι δύο πολιτικοί στην πόλη του Πουέρτο Ιγκουαζού, στα σύνορα με τη Βραζιλία, το 2001. Το Λονδίνο και το Μπουένος Aϊρες είχαν συμφωνήσει να μη συζητηθεί κατά τη συνάντηση των δύο πολιτικών το ζήτημα της κυριαρχίας των Νήσων Φώκλαντ.

Ωστόσο, την ώρα που περνούσε τα σύνορα προς την Αργεντινή, ο Τόνι Μπλερ ήλθε αντιμέτωπος με μια μεγάλη πινακίδα όπου αναγραφόταν: «Las Malvinas son Argentinas» (Οι Μαλβίνες ανήκουν στην Αργεντινή). Σε κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν κατά τη λήξη της επίσκεψής του ανέφερε ότι δεν έχει τίποτε «χρήσιμο να προσθέσει» για το θέμα αυτό, το οποίο θεωρεί πλέον παρελθόν. «Ό,τι συνέβη στο παρελθόν είναι παρελθόν. Η Αργεντινή ήταν τότε δικτατορία. Σήμερα είναι δημοκρατία» δήλωσε, προσθέτοντας ότι τώρα είναι σημαντικό για τη Βρετανία να κοιτάξει το μέλλον και να αναπτύξει καλές εργασιακές σχέσεις με τον πρώην εχθρό της.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΦΩΚΛΑΝΤ 28 ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ 

Περίπου 30 χρόνια μετά τον πόλεμο των 10 εβδομάδων νέα διένεξη έχει ξεσπάσει μεταξύ των δύο χωρών με αφορμή αυτή τη φορά το πετρέλαιο. Η Αργεντινή ζήτησε από το Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Μπαν Κι-Μουν να φέρει το Ηνωμένο Βασίλειο σε συνομιλίες για την κυριαρχία των Νήσων Φώκλαντ. Ο υπουργός Εξωτερικών της Αργεντινής Χόρχε Ταϊάνα ζήτησε από τον Μπαν Κι-Μουν να βοηθήσει ώστε να σταματήσουν οι "περαιτέρω μονομερείς κινήσεις" από το Ηνωμένο Βασίλειο που άρχισε γεωτρήσεις πετρελαίου στα ανοικτά των νήσων Φώκλαντ. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου αναφέρει ότι έχει "νόμιμο δικαίωμα" να αναπτύξει βιομηχανία πετρελαίου στα ύδατά των νήσων.


Οι υποψίες για κοιτάσματα πετρελαίου στο Αρχιπέλαγος των Φώκλαντ έγιναν η αφορμή για την αναζωπύρωση της διαμάχης των δύο πλευρών. Αφορμή για τη νέα αντιπαράθεση αποτελεί η αποστολή από τη Βρετανική εταιρεία Desire Ρetroleum στη θαλάσσια περιοχή ανοικτά των Φώκλαντ της πλωτής πλατφόρμας εξόρυξης πετρελαίου "Οcean Guardian". Η εταιρεία σκοπεύει να ξεκινήσει άμεσα τις εξορύξεις γύρω από τα Φώκλαντ, για πρώτη φορά μετά το 1998, όταν άλλες εταιρείες όπως η Dutch Shell Ρlc. σταμάτησαν γιατί δεν βρήκαν όσο πετρέλαιο ήλπιζαν. Άλλες εταιρείες, όπως η ΒΗΡ Βilliton Ltd., με έδρα τη Μελβούρνη, και η Λονδρέζικη Falkland Οil & Gas Ltd., σχεδιάζουν επίσης να ξεκινήσουν εξορύξεις στην περιοχή. 

Η κυβέρνηση της Αργεντινής διακηρύσσει ότι έχει τον έλεγχο της ναυσιπλοΐας μεταξύ της ακτογραμμής της και των νησιών Φώκλαντ, κάτι που απορρίπτει το Ηνωμένο Βασίλειο. Το Φόρεϊν Οφις απέρριψε ανακοινωθέν της προέδρου της Αργεντινής Κριστίνα Φερνάντες ότι τα πλοία που θα πλέουν από την ηπειρωτική Νότια Αμερική προς τα Φώκλαντ θα χρειάζονται άδεια των Αρχών της χώρας της για να φτάσουν σε αυτά. "Η Βρετανία εξουσιάζει αυτά τα κύματα" διακήρυξαν οι Βρετανοί υπουργοί υπενθυμίζοντας το 1982.

ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

Ο απολογισμóς απó τις παραπάνω στρατιωτικές επιχειρήσεις μπορεί να αποτυπωθεί σε νούμερα, με τους Αργεντινούς αιχμαλώτους των Βρετανών να φτάνουν τους 11.845 (απó τους οποίους σχεδóν το σύνολο τους αφέθηκαν ελεύθεροι αμέσως), τους τραυματίες και νεκρούς τους 2.000 και αντίστοιχα οι Βρετανοί να μετρούν 1.000 τραυματίες, απó τους οποίους 255 στρατιώτες έχασαν την ζωή τους στο πεδίο της μάχης. Ο πóλεμος των Φώκλαντ επηρέασε και τις δυο πλευρές, ασχέτως με την έκβαση του και την επικράτηση των Βρετανών. Αμφóτερα τα μέρη χρειάζονταν τον πóλεμο αυτó για να αποπροσανατολίσουν τους πολίτες απó τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν στο εσωτερικó τους.

Καταλήγοντας να τον χρησιμοποιήσουν ως μέσο για την αφύπνιση συναισθημάτων εθνικής ενóτητας, πατριωτισμού αλλά και ενóτητας της κοινής γνώμης απέναντι σε ένα εξωτερικó εχθρó. Για την Αργεντινή και για τη στρατιωτική χούντα το πλήγμα ήταν μεγάλο, αφού η ήττα απó τη Μεγάλη Βρετανία, σε συνδυασμó με την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας, οδήγησαν στην ακóμη πιο έντονη εξέγερση του λαού και στην ήττα αυτής απó το Ριζοσπαστικó Κóμμα στις εκλογές λίγους μήνες αργóτερα. Αντίθετα, η συντριπτική ήττα της Αργεντινής, έδωσε στην πρωθυπουργó Thatcher, μια σημαντική ώθηση η οποία οδήγησε στην εδραίωση της ως «Σιδηράς Κυρίας» και έπαιξε σημαντικó ρóλο την επανεκλογή της.

Το 1983, ψηφίστηκε η πράξη περί της Βρετανικής υπηκοóτητας των κατοίκων των Φώκλαντ, δυνάμει της οποίας δóθηκαν στους κατοίκους των νησιών πλήρη δικαιώματα υπηκοóτητας, γεγονóς που αύξησε κατακóρυφα την δημοτικóτητα της Thatcher, η οποία απó την ομολογουμένως λιγóτερο δημοφιλή πρωθυπουργó της Μεγάλης Βρετανίας βρέθηκε να είναι αρκετά δημοφιλής. Στα χρóνια που ακολούθησαν, η πρώτη επίσημη επίσκεψη Βρετανού πρωθυπουργού στην Αργεντινή μετά τον πóλεμο, ήταν αυτή του Tony Blair, το 2001, κατά τη διάρκεια της οποίας το ζήτημα της κυριαρχίας των Φώκλαντ δεν αποτέλεσε θέμα συζήτησης μεταξύ αυτού και του προέδρου Fernando de la Rua.

Το Λονδίνο και το Μπουένος Άιρες είχαν συμφωνήσει να μη συζητηθεί κατά τη συνάντηση των δύο πολιτικών, το ζήτημα της κυριαρχίας των νησιών, με μóνη ίσως αφορμή για κάτι τέτοιο μια μεγάλη πινακίδα, óπου αναγραφóταν: «Las Malvinas son Argentinas» (Οι Μαλβίνες ανήκουν στην Αργεντινή), η οποία είχε τοποθετηθεί στα σύνορα της χώρας και έγινε αντιληπτή την ώρα που ο Βρετανóς πρωθυπουργóς αποχωρούσε απó τη χώρα, έμεινε ωστóσο ασχολίαστη και απó τις δυο πλευρές. Απó το 2001 έως το 2013, τηρήθηκε ουδέτερη στάση και απó τις δυο πλευρές, την οποία ωστóσο επηρέασε η ύπαρξη πιθανών κοιτασμάτων πετρελαίου στα ύδατα των νησιών και κατά συνέπεια η επιδίωξη εκμετάλλευσής τους απó αμφóτερες τις πλευρές.

Το ζήτημα αυτó δεν περιορίστηκε σε διμερείς διαπραγματεύσεις, με τον Υπουργó Εξωτερικών της Αργεντινής Jorge Taiana να ζητά απó τον Γενικó Γραμματέα του Ο.Η.Ε. Μπαν Κι-Μουν, να συνδράμει, ώστε να σταματήσουν οι περαιτέρω μονομερείς κινήσεις απó τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία έχει ήδη προχωρήσει σε γεωτρήσεις πετρελαίου στα ανοικτά των Φώκλαντ, με την κυβέρνηση της τελευταίας να επικαλείται νóμιμο δικαίωμά της στην ανάπτυξη βιομηχανίας πετρελαίου στα ύδατά της περιοχής. Επιχειρώντας μια ανασκóπηση, τóσο σε πολιτικó-διπλωματικó, óσο και σε στρατιωτικó επίπεδο, καταλήγει κανείς στα κάτωθι συμπεράσματα. Παρά τις μακροχρóνιες διαβουλεύσεις των δυο μερών, στα πλαίσια του Ο.Η.Ε., δεν επετεύχθη επίλυση του ζητήματος.

Αλλά ούτε και απετράπη η στρατιωτική επίθεση της Αργεντινής στις νήσους, η οποία αγνóησε το ψήφισμα 502/1982 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., παραβιάζοντας με τον τρóπο αυτó το διεθνές δίκαιο.216 Ο πóλεμος των Φώκλαντ, δυστυχώς, ανέδειξε τη δυσλειτουργία του Ο.Η.Ε., ενóς οργανισμού που δημιουργήθηκε με τις καλύτερες προοπτικές με το πέρας του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου για τη διασφάλιση της παγκóσμιας ειρήνης. Είναι δεδομένο, ωστóσο, πως η τελική ευθύνη των ενεργειών βαρύνει την Μεγάλη Βρετανία και την Αργεντινή, οι οποίες επέλεξαν να στηρίξουν το εθνικó τους συμφέρον, αγνοώντας óσα προβλέπει ο Καταστατικóς Χάρτης του Ο.Η.Ε.

Η εισβολή της Αργεντινής στα Φώκλαντ, αποτέλεσε μια μελετημένη κίνηση, η οποία αφενóς βασίστηκε στην ανάγκη ενóς δικτατορικού καθεστώτος να αποδείξει óτι δικαίως βρίσκεται στην εξουσία, παρά τις έντονες αντιδράσεις του λαού και αφετέρου, στην πεποίθηση óτι η Μεγάλη Βρετανία δεν σκóπευε να εμπλακεί σε στρατιωτικές επιχειρήσεις για ένα σύμπλεγμα νησιών που βρισκóταν 8.000 μίλια μακριά. Το γεγονóς αυτó πιθανολογούνταν απó την Αργεντινή λóγω του óτι η Μεγάλη Βρετανία, τα χρóνια πριν απó την εν λóγω επίθεση, είχε προβεί σε σημαντικές περικοπές στις ένοπλες δυνάμεις, óπως επίσης είχε παραλείψει να εγκαταστήσει στρατιωτική δύναμη στα νησιά, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αποτρεπτικó παράγοντα για μια ενδεχóμενη επίθεση.

Τέλος, σε πολιτικó-διπλωματικó επίπεδο, καίριο ρóλο διαδραμάτισαν τóσο η Ευρωπαϊκή κοινóτητα με την υποστήριξή της στη Μεγάλη Βρετανία μέσω της επιβολής κυρώσεων αλλά και οικονομικού αποκλεισμού των συναλλαγών της Αργεντινής με τα κράτη μέλη της, óσο και οι Η.Π.Α., η στάση των οποίων αν και στην αρχή χαρακτηρίστηκε ως ουδέτερη, στη συνέχεια ευνóησε τη Μεγάλη Βρετανία, εγκαταλείποντας την Αργεντινή στη στήριξη χωρών της νóτιας Αμερικής. Ως προς το στρατιωτικó κομμάτι των επιχειρήσεων και εδώ παρατηρεί κανείς την υπεροχή της Μεγάλης Βρετανίας, óχι τóσο ως προς τα μεγέθη, óσο ως προς την οργάνωση και την ταχύτητα με την οποία εκτέλεσε την αντεπίθεσή της.


Πιο συγκεκριμένα, οι Βρετανοί ακολουθώντας το αίσθημα ενóτητας και την ανάγκη προστασίας των Βρετανών κατοίκων των Φώκλαντ, έδρασαν με αποφασιστικóτητα και επαγγελματισμó, αποστέλλοντας στο πεδίο της μάχης δυνάμεις αποτελούμενες απó στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων, οι οποίοι ήταν άρτια και ειδικά εκπαιδευμένοι, για να αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους καταστάσεις. Απó την άλλη πλευρά η Αργεντινή, έστειλε μεγαλύτερο αριθμó στρατιωτών, οι οποίοι óμως ήταν στην πλειοψηφία τους κληρωτοί, με μονοετή εκπαίδευση και οι οποίοι, υστερούσαν σε αρετές, óπως η οργάνωση, η πειθαρχία και η αντοχή στις αντιξοóτητες.

Η οργάνωση, τέλος, η οποία χαρακτήριζε óλες τις επιχειρήσεις, αποτελεί τον παράγοντα που χάρισε στους Βρετανούς τη νίκη. Και στο κομμάτι αυτó οι Αργεντινές δυνάμεις δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν προβλήματα, óπως ο γρήγορος ανεφοδιασμóς, η επισκευή των συστημάτων τους, η συγκέντρωση των τραυματιών και η μεταφορά τους σε ασφαλές μέρος. Εδώ αξίζει να αναφερθεί óτι τα γεγονóτα που έλαβαν χώρα στα Φώκλαντ και η επικράτηση των Βρετανών, κίνησαν το ενδιαφέρον της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία αντιλαμβανóμενη το μέγεθος της νίκης αυτής για τη Μεγάλη Βρετανία, έθεσε την τελευταία πολύ ψηλά σε επίπεδο στρατιωτικής δύναμης, εκλαμβάνοντάς την ως ισχυρó και υπολογίσιμο αντίπαλο, γεγονóς που επηρέασε αργóτερα πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις.

Ολοκληρώνοντας την εν λóγω επισκóπηση και γενικóτερα την παρούσα μελέτη, είναι αναγκαίο να αναφέρουμε την επίδραση που είχε ο σύντομος αυτóς πóλεμος στους κατοίκους των Φώκλαντ. Η κρίση την οποία έζησαν για εκατó περίπου ημέρες άλλαξε καθοριστικά την ζωή και καθημερινóτητά τους, αφού απó Βρετανοί μετανάστες σε μια άγονη περιοχή, 8.000 μίλια μακριά απó την χώρα τους, βρέθηκαν στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής. Με το πέρας του πολέμου και την επικράτηση της Μεγάλης Βρετανίας, οι συνθήκες διαβίωσης τους βελτιώθηκαν σημαντικά, με την κυβέρνηση να αποστέλλει μóνιμο και πολυάριθμο στρατιωτικó δυναμικó στην περιοχή, να δημιουργεί συχνές πτήσεις που συνέδεαν τις νήσους με τη Βρετανία.

Να βελτιώνει δίκτυα ραδιοφώνου και τηλεóρασης και γενικóτερα να συμβάλλει στην ανάπτυξη της περιοχής, σε τομείς óπως ο τουρισμóς, αλλά και η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων που διαθέτουν τα νησιά. Τα τελευταία τριάντα και πλέον χρóνια, το καθεστώς κυριαρχίας των Φώκλαντ φαίνεται να μην βάλλεται απó διεκδικήσεις, με τους κατοίκους να απολαμβάνουν τη στήριξη και προστασία της Μεγάλης Βρετανίας αλλά και τη συνύπαρξη μετά την εγκατάσταση στην περιοχή πολλών Αργεντινών. Η ισορροπία αυτή, ωστóσο, θα συνεχίσει να υφίσταται, μετά την ανακάλυψη κοιτασμάτων στην περιοχή ή το μέλλον τους δεν προδιαγράφεται τóσο ευοίωνο;

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 

Παρότι ο πόλεμος των Φώκλαντς ήταν περιορισμένης έκτασης όσον αφορά στη διάρκεια διεξαγωγής του αλλά και στον αριθμό των στρατιωτικών δυνάμεων που χρησιμοποιήθηκαν, μπορούμε εντούτοις να εξάγουμε αρκετά χρήσιμα συμπεράσματα, ιδιαίτερα διότι η σύγκρουση αυτή περιελάμβανε αμφίβιες και αποβατικές επιχειρήσεις σε ένα γεωγραφικό ανάγλυφο που μοιάζει με το αντίστοιχο της Ελλάδας, δηλαδή, επιχειρήσεις σε νησιωτικό και παράκτιο χώρο. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι η κυριαρχία στον αέρα σε μία σύρραξη αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο για την τελική επικράτηση.

Αυτό συμβαίνει διότι, παρόλο που τα εναέρια μέσα δεν μπορούν να διατηρήσουν θέση ή έδαφος, μπορούν να δημιουργήσουν τις συνθήκες άρνησης της θέσης ή του εδάφους από τον αντίπαλο και στη συνέχεια να υποστηρίξουν σημαντικά τις χερσαίες ή ναυτικές δυνάμεις να καταλάβουν τη θέση ή το έδαφος αυτό. Εξυπακούεται βεβαίως ότι, εάν οι Βρετανοί είχαν ηττηθεί στις χερσαίες επιχειρήσεις, τότε η υπεροχή στον αέρα δεν θα είχε καμία σημασία. Ωστόσο, το ότι εξασφάλισαν έστω και με κόπο και απώλειες, τον έλεγχο του αέρα αποδείχθηκε ζωτικής σημασίας για την θετική εξέλιξη των αποβατικών επιχειρήσεων.

Aκόμη, αποδεικνύεται η μεγάλη σημασία της χρήσης ελικοπτέρων, σε τέτοιο περιβάλλον τόσο για σκοπούς μεταφοράς προσωπικού και εφοδίων όσο και για αποστολές προστασίας των πλοίων αλλά και επιθετικών ενεργειών, όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν. Oι μεταγωγικές δυνατότητες των ελικοπτέρων έδωσαν σημαντικό πλεονέκτημα στους Βρετανούς σε αρκετές περιπτώσεις, όπως στη μεταφορά των πυροβόλων του πυροβολικού για την τελική επίθεση στη γραμμή Γκαλτιέρι. Επιπλέον, πολύ μεγάλο ρόλο έπαιξαν και οι ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση και τη θέση των Αργεντινών δυνάμεων, τις οποίες παρείχαν οι άνδρες των ειδικών δυνάμεων SBS και SAS.

Αλλά επίσης και οι διάφορες επιχειρήσεις δολιοφθοράς κατά των επικοινωνιών και εξοπλισμού των Αργεντινών, με αποκορύφωμα την επιδρομή στο νησί Πεμπλ σε μία κρίσιμη χρονικά φάση της όλης επιχείρησης. Επιπροσθέτως, διαπιστώθηκε έλλειψη των Αργεντινών στην ύπαρξη ικανού αριθμού, αλλά και σύγχρονου εξοπλισμού σε ό,τι αφορά τα μέσα παρατήρησης και αναγνώρισης στη θάλασσα. Γενικά, οι δυνάμεις της Αργεντινής αδυνατούσαν να εντοπίσουν τα βρετανικά πολεμικά πλοία και, μόνο όταν αυτά κινούνταν κοντά στις ακτές, μπορούσαν να έχουν σαφή γνώση των κινήσεών τους.

Αλλά και σε πιο γενικές γραμμές, οι Αργεντινές ένοπλες δυνάμεις ήταν τεχνολογικά κατώτερες από τις αντίστοιχες Βρετανικές σε όλες τις βαθμίδες. Aκόμη, πολύ σημαντικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων έπαιξε το ότι περίπου ένας πολύ μεγάλος αριθμός βομβών των Αργεντινών δεν εξερράγησαν κατά τη σύγκρουση. Σε αντίθετη περίπτωση, οι απώλειες για τους Βρετανούς θα ήταν πολύ πιο βαριές, ίσως και μοιραίες για την εξέλιξη της επιχείρησης. Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί η ιδιαίτερα αποτελεσματική οργάνωση των Βρετανών όσον αφορά στην αδιάκοπη ροή μέσων και εφοδίων για την διατήρηση της ομαλότητας στην εξέλιξη των επιχειρήσεων.

H ύπαρξη μίας ομαλής γραμμής επικοινωνιών και διοικητικής μέριμνας μήκους περίπου 8.000 μιλίων, χωρίς την ύπαρξη βάσης σε κοντινό χερσαίο έδαφος, μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός άθλος. Tέλος, ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο σε ό,τι αφορά τον Πόλεμο των Φώκλαντς αφορά στην οργανωτική και επιχειρησιακή ικανότητα των Βρετανών και βέβαια στην αντίστοιχη ανικανότητα των Αργεντινών. O επαγγελματισμός και η αυστηρή πειθαρχία των Βρετανών στρατιωτών έδωσαν ένα σαφές προβάδισμα, το οποίο φάνηκε στη μαχητική ικανότητα και στα εν γένει αποτελέσματα των χερσαίων επιχειρήσεων.


Ειδικά σε ό,τι αφορά τις μάχες εκ του σύνεγγυς, ενώ αξίζει να σημειωθεί και η ικανότητα των Βρετανών στην ενοποίηση και στο συντονισμό διαφορετικών μονάδων διαφορετικών όπλων με αποτελεσματικό τρόπο. Από την άλλη, οι Αργεντινοί αξιωματικοί όλων των βαθμίδων αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων, με εξαίρεση βεβαίως τους ανδρείους πιλότους της αργεντινής πολεμικής αεροπορίας, κάτι που φάνηκε και από το ότι διατηρούσαν διαρκώς αμυντική έως παθητική στάση, ενώ οι στρατιώτες των Αργεντινών ήταν κληρωτοί, ηλικίας περίπου 19 με 20 ετών και σίγουρα δεν μπορούν να συγκριθούν με τους πεζοναύτες ή τους αλεξιπτωτιστές των Βρετανών.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που φάνηκε ξεκάθαρα ήταν η ανετοιμότητα και η ανεπάρκεια της Αργεντινής ηγεσίας, σε όλα τα επίπεδα, με την εξαίρεση βέβαια των θαρραλέων Αργεντινών πιλότων, για τη διεξαγωγή σοβαρών και εκτεταμένων στρατιωτικών επιχειρήσεων. Αυτή η ανεπάρκεια άλλωστε σηματοδότησε την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος του στρατηγού Γκαλτιέρι και την επαναφορά της δημοκρατίας στην Αργεντινή, καθώς και, όσον αφορά στην άλλη πλευρά, την πανηγυρική επανεκλογή της Μάργκαρετ Θάτσερ στον πρωθυπουργικό θώκο της M. Βρετανίας στις εκλογές του 1983, ως Σιδηρά Κυρία και νικήτρια του πολέμου των Φώκλαντς.

Στο Πολιτικό - Διπλωματικό Πεδίο 

α. Οι πολυετείς συνομιλίες Βρετανίας - Αργεντινής στα πλαίσια του ΟΗΕ δεν επέλυσαν το πρόβλημα των Φώκλαντ, αλλά ούτε και απέτρεψαν την ανάληψη επιθετικής ενεργείας υπό της Αργεντινής όταν εκείνη θεώρησε ότι η κατάσταση της το επέτρεπε. Ομοίως, αγνοήθηκε από την Αργεντινή το σχετικό ψήφισμα του ΟΗΕ για αποχώρηση των δυνάμεων εισβολής. Στην περίπτωση των Φώκλαντ, ο ΟΗΕ απέτυχε παντελώς να συμβάλει στη διατήρηση της ειρήνης παρά το γεγονός ότι θιγόμενη ήταν μια από τις ισχυρότερες χώρες παγκοσμίως.

β. Η άποψη ότι η υπό τον Galtieri στρατιωτική ηγεσία αποφάσισε την εισβολή «για εσωτερική κατανάλωση» της ευρισκόμενης τότε υπό δικτατορικό καθεστώς Αργεντινής, δεν υπήρξε πειστική. Αντίθετα, η άποψη ότι η ηγεσία της Αργεντινής απετόλμησε την εισβολή επειδή εκτίμησε πως «η Βρετανία δεν σκόπευε να πολεμήσει για τις Μαλβίνες» στοιχειοθετείται επαρκώς. Η λανθασμένη αυτή εκτίμηση της Αργεντινής βασίστηκε σε πολιτικές δηλώσεις και ενέργειες της Βρετανίας που προηγήθηκαν της κρίσεως και οι οποίες συνεχίστηκαν ακόμη και όταν η κρίση των Φώκλαντ είχε αρχίσει σε πολιτικό επίπεδο, με σημαντικότερες τις στρατιωτικές περικοπές, αποσύρσεις και μειώσεις ιδίως στο ναυτικό και την πολεμική της βιομηχανία.

Οι περικοπές στις ένοπλες δυνάμεις της Βρετανίας αν και δεν αντιστοιχούσαν σε αλλαγή πολιτικής ή προθέσεων αναφορικά με την εξασφάλιση των εθνικών της συμφερόντων, έδωσαν στην Αργεντινή λανθασμένο μήνυμα με αποτέλεσμα να την ωθήσουν να εκμεταλλευθεί την κατάσταση προς όφελός της. Ως εκ τούτου, η δημιουργία της κρίσεως θα μπορούσε να αποδοθεί εν μέρει και στη ίδια τη Βρετανία η οποία έσπευσε από μόνη της να μειώσει την αποτρεπτική της ικανότητα και η οποία ουδέποτε είχε εγκαταστήσει υπολογίσιμη «αποτρεπτικά» δύναμη στο συγκρότημα των Φώκλαντ.

γ. Σημαντικός παράγων στην όλη εξέλιξη και τελική έκβαση του πολέμου ήταν η πρόωρη (από πλευράς Αργεντινής) έναρξη των επιχειρήσεων κατόπιν αυθαιρέτων ενεργειών ιδιώτου επιχειρηματία σε απομακρυσμένη μικρόνησο του συγκροτήματος των Φώκλαντ. Ο εν λόγω επιχειρηματίας (Αργεντινός Ελληνικής καταγωγής) μετέβη προς εκτέλεση συμβολαίου διάλυσης παλαιών πλοίων και εγκαταστάσεων και μαζί με το προσωπικό του μετέφερε μικρό στρατιωτικό άγημα το οποίο ανήρτησε τη σημαία της Αργεντινής.

Οι πολιτικές και διπλωματικές εξελίξεις υπήρξαν εν συνεχεία ραγδαίες και η Αργεντινή οδηγήθηκε σε στρατιωτικές ενέργειες εν μέσω Ανοίξεως, δίδοντας τον χρόνο στους Βρετανούς να αντιδράσουν τους επόμενους μήνες και πριν την έλευση του Χειμώνος, ο οποίος θα καθιστούσε το περιβάλλον απαγορευτικό για επιχειρήσεις. Ολιγόμηνη μετάθεση των Αργεντίνικων σχεδίων θα υποχρέωνε πιθανότατα τους Βρετανούς να ενεργήσουν την Άνοιξη του επομένου έτους, ενδεχομένως υπό δυσμενέστερες επιχειρησιακές συνθήκες.

δ. Η τότε ΕΟΚ επέδειξε ομόφωνη αλληλεγγύη προς τη Βρετανία όχι μόνο πολιτικά και διπλωματικά, αλλά και με συγκεκριμένες ενέργειες από συγκεκριμένες χώρες (π.χ. Γαλλία) που διευκόλυναν αυτές καθ'αυτές τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των Βρετανών και δυσχέραναν τις αντίστοιχες των Αργεντίνων. Ως εκ τούτου θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι λειτούργησε τότε αυτό που στη συνέχεια ονομάστηκε ΚΕΠΠΑ.

ε. Η στάση των ΗΠΑ φαίνεται ότι αρχικά παρερμηνεύθηκε από την Αργεντινή η οποία θεώρησε ότι θα είχε την ανοχή αν όχι την ευνοϊκή αντιμετώπιση τους σε σχέση με την κατάληψη των Φώκλαντ. Οπωσδήποτε η στάση των ΗΠΑ δεν ήταν άλλη από διακριτική παροχή στρατιωτικών διευκολύνσεων και συμβολή στις Βρετανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις.


Στο Πολιτικό - Στρατιωτικό Πεδίο 

α. Η αντίδραση της Βρετανίας χαρακτηρίστηκε από αποφασιστικότητα και ταχύτητα γεγονός που, παρά τις πολύ μεγάλες δυσκολίες και αντιξοότητες που παρουσίαζε η επιχείρηση, υπήρξε καθοριστικό για την τελική έκβαση του πολέμου. Ειδικότερα, σημειώνονται τα ακόλουθα χαρακτηριστικά σημεία:

(1) Υπήρξε ξεκάθαρη πολιτική βούληση για την αντιμετώπιση της εισβολής που εκδηλώθηκε άμεσα και αποφασιστικά με τον καθορισμό της αποστολής στις Ένοπλες Δυνάμεις: Να ανακαταλάβουν τα νησιά.

(2) Η πολιτική απόφαση εστηρίχθη στην ανάλογη αποφασιστικότητα και ετοιμότητα των Ενόπλων Δυνάμεων. Η στρατιωτική Ηγεσία εδήλωσε στην πολιτική ότι ήταν δυνατό να ετοιμασθεί και να αποπλεύσει Δύναμη Επιχειρήσεων (Task Force) εντός 48 ωρών.

(3) Η πολιτική βούληση ήταν ταυτισμένη με το κοινό αίσθημα, αφού κάθε Βρετανός δεν περίμενε άλλη αντίδραση από την Κυβέρνηση, πέραν της αποκαταστάσεως της κυριαρχίας στα Φώκλαντ.

(4) Το ηθικό λαού και Ενόπλων Δυνάμεων ήταν σε υψηλό επίπεδο. Όταν ο λαός περιμένει ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις θα προασπίσουν τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα, γι'αυτές δεν υπάρχει άλλη λύση παρά μόνο η νίκη.

β. Οι προαναφερθείσες διαβεβαιώσεις είχαν μεν δοθεί στην πολιτική ηγεσία, αλλά οι αντικειμενικές δυσκολίες που υπήρχαν σε σχέση με την υλοποίηση της επιχειρήσεως με τα διατιθέμενα μέσα ήσαν τόσο μεγάλες και οι αρχικές εκτιμήσεις τόσο δυσοίωνες που μόνο χάρη στο υψηλό τους ηθικό, την σκληρή και υψηλού επιπέδου εκπαίδευση, τον επαγγελματισμό και εν τέλει την αυτοθυσία που επέδειξαν κατάφεραν οι Βρετανικές Ε.Δ. να φέρουν σε πέρας την αποστολή τους. Εν τέλει δε, οι Βετεράνοι παραδέχθηκαν ότι «στάθηκαν τυχεροί» διότι οι Αργεντίνοι παραδόθηκαν την ώρα που τους είχαν απομείνει (στους Βρετανούς) μόνο 2 ημερών πυρομαχικά (με την παρατήρηση ότι «η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς»).

Στο Στρατιωτικό Πεδίο Ετοιμότητα - Εκπαίδευση - Ηθικό

Η υψηλή επαγγελματική κατάρτιση και εκπαίδευση των Βρετανικών στελεχών η οποία συνεχίστηκε και εντάθηκε με κάθε τρόπο και με τη μεγαλύτερη δυνατή διακλαδική συνεκπαίδευση κατά τη φάση της μετακινήσεως των δυνάμεων προς την περιοχή των επιχειρήσεων, υπήρξε καθοριστικός παράγων σε όλα τα πεδία της αναμέτρησης. Ενδεικτικά αναφέρονται οι επιτυχίες των σκληρότατα εκπαιδευμένων Βρετανικών ειδικών δυνάμεων SBS-SAS, των αλεξιπτωτιστών και των πεζοναυτών οι οποίοι διασχίζοντας πεζή και βαρυφορτωμένοι μεγάλες αποστάσεις σε δύσβατες περιοχές κατάφεραν να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλο και να καταγάγουν απρόσμενες νίκες.

Από την πλευρά της η Αργεντινή παρέταξε χερσαία στρατεύματα από νεαρούς άπειρους κληρωτούς και με ελλειπή λόγω μονοετούς θητείας, εκπαίδευση. Παρά τον αρχικό τους ενθουσιασμό τα Αργεντίνικα στρατεύματα δεν επέδειξαν ενιαίο μαχητικό πνεύμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις εμάχοντο με πείσμα και αυτοθυσία, αλλά σε κάποιες άλλες, έχασαν το ηθικό τους και παρεδόθησαν χωρίς να έχουν εξαντλήσει κάθε αντίσταση. Σε ότι αφορά στο Αργεντίνικο ναυτικό δεν είναι εύκολο να γίνουν οι σχετικές εκτιμήσεις επειδή οι Βρετανοί με την απόκτηση του θαλασσίου ελέγχου και εν μέρει της αεροπορικής υπεροχής, κατέστησαν την συμμετοχή του στις επιχειρήσεις πενιχρή.

Ιδίως δε, μετά τη βύθιση του καταδρομικού Μπελγκράνο, το ναυτικό παρέμεινε στα Αργεντίνικα ύδατα. Δύο στοιχεία πάντως που αναδεικνύουν την ποιοτική διαφορά στην ετοιμότητα και επιχειρησιακή ικανότητα των δύο ναυτικών, είναι ότι ενώ οι Βρετανοί πραγματοποίησαν μέσα σε ελάχιστες ημέρες μετασκευές και διάφορες άλλες εργασίες στα αεροπλανοφόρα και σε διάφορα εμπορικά πλοία προκειμένου να εκτελούν τις αποστολές που τους ανετέθησαν. Οι Αργεντίνοι δεν κατάφεραν να κάνουν αντίστοιχες εργασίες στο δικό τους αεροπλανοφόρο με αποτέλεσμα να έχει μειωμένη επιχειρησιακή αξία αφού δεν επιχειρούσαν από αυτό πολύτιμα μαχητικά όπως τα super etendard.

Το δεύτερο στοιχείο αφορά στο Μπελγκράνο η γρήγορη βύθισή του οποίου οφείλετο μεταξύ άλλων και στη μη λήψη της απαιτούμενης κατάστασης στεγανότητος. Οι μονάδες του Αργεντίνικου ναυτικού που θα μπορούσαν να επιτύχουν καίρια πλήγματα στους Βρετανούς, δηλαδή τα Υ/Β, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Η εξουδετέρωση από Βρετανικά Ε/Π του Υ/Β Σάντα Φε οφείλεται μάλλον στις αποφάσεις των ανωτέρων του (η αποστολή που του ανετέθη ήταν να αποβιβάσει στρατιωτικό τμήμα αντί να έχει σαν προτεραιότητα να προσβάλει Βρετανικά πλοία). Η υποψία υπάρξεως άλλου Αργεντίνικου Υ/Β (του Σαν Λουίς) απασχόλησε τα Βρετανικά αντιτορπιλικά και ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα αμέτρητες ημέρες και ώρες και τα ανάγκασε να καταναλώσουν τεράστιες ποσότητες ανθυποβρυχιακών όπλων σε ψευδοεπαφές.

Παρά ταύτα το Σαν Λουίς κατάφερε να διεισδύσει, όμως οι τορπιλικές επιθέσεις του κατά Βρετανικών πλοίων απέτυχαν (εικάζεται ένεκα ανθρωπίνων λαθών), γεγονός που παραπέμπει στην εκπαίδευση και τον επαγγελματισμό των χειριστών του. Η Βρετανική αεροπορία πέτυχε να αναχαιτίσει την Αργεντίνικη (κέρδισε σχεδόν όλες τις αερομαχίες), να αποκτήσει την αεροπορική υπεροχή τοπικά και χρονικά όταν χρειαζόταν, είχε μικρές απώλειες, και υπεστήριξε κατά τον καλλίτερο δυνατό τρόπο τις ναυτικές και χερσαίες επιχειρήσεις. Η Αργεντίνικη αεροπορία έδρασε κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες λόγω οριακής εμβελείας αφού τα μαχητικά με τις καλλίτερες δυνατότητες (πχ με έξυπνα όπλα), επιχειρούσαν από την ηπειρωτική Αργεντινή. 

Παρά ταύτα, επέφερε σοβαρότατες απώλειες στη Βρετανική ναυτική δύναμη και επ'ολίγο εφάνη ότι θα μπορούσε από μόνη της να ανατρέψει την κατάσταση υπέρ της Αργεντινής. Οι Αργεντίνοι πιλότοι επέδειξαν αποφασιστικότητα, προσαρμογή στο δυσμενές επιχειρησιακά περιβάλλον και αυτοθυσία. Παρά τις επιτυχίες τους, οι πιλότοι της Αργεντινής υστερούσαν σε χειρισμούς κατά τις αερομαχίες, αλλά και στις αφέσεις των όπλων παρατηρήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις ότι είτε αυτά δεν εύρισκαν στόχο, είτε αν εύρισκαν, δεν εκρήγνυντο. Ως εκ τούτου και στον αεροπορικό πόλεμο καταγράφεται ποιοτική διαφορά μεταξύ των αντιπάλων.


Στα πλαίσια του ηλεκτρονικού πολέμου και των αμοιβαίων παρεμβολών, έγινε με βρετανικό φλέγμα αναφορά υπό ενός εκ των βετεράνων περιστατικού βολής αντιμέτρων από Φ/Γ που έθεσε σε κίνδυνο τη ζωή του Βρετανού Πρίγκηπα που προσνήωνε εκείνη τη στιγμή το Ε/Π του. Η αναφορά κατέδειξε την επίδραση που είχε στο ηθικό του Βρετανικού στρατεύματος, η συμμετοχή του συγκεκριμένου ιπταμένου αξιωματικού του ναυτικού, υιού της Βασίλισσας, στην πρώτη γραμμή της μάχης μαζί με τους κοινούς θνητούς.

Επιχειρησιακή Σχεδίαση 

Όπως συνέβη άπειρες φορές στο παρελθόν, αυτός ο πόλεμος κερδήθηκε από τη λεγόμενη λογιστική υποστήριξη, διοικητική μέριμνα, επιμελητεία, η εφοδιασμό (Logistics). Η σχεδίαση των Βρετανικών επιχειρήσεων διακρίνεται για την μεταξύ άλλων επιτυχή εκμετάλλευση δύο παραγόντων (πέραν του παράγοντος χρόνος/ταχύτητα) που επέδρασαν αποφασιστικά στον εφοδιασμό των μαχομένων: Των Βρετανικών πυρηνικών Υποβρυχίων και των δυνατοτήτων της εμπορικής ναυτιλίας. Με την άμεση ανακοίνωση της εγκατάστασης περί τα Φώκλαντ ζώνης αποκλεισμού φυλασσομένης κατ'αρχήν από πυρηνικά Υ/Β, επετεύχθη από πολύ ενωρίς η αποκοπή της από θαλάσσης ενίσχυσης και εφοδιασμού των Αργεντίνικων στρατευμάτων.

Οι Αργεντίνοι μη γνωρίζοντας ότι για το πρώτο τουλάχιστον διάστημα οι Βρετανοί μπλόφαραν τα Υ/Β δεν είχαν ακόμη φθάσει στην περιοχή) και φοβούμενοι πιθανή καταβύθιση των πλοίων τους, συνέχισαν τη μεταφορά στρατευμάτων, όπλων, πυρομαχικών και εφοδίων με αερομεταφορές, ενώ πολλά βαρέα όπλα ουδέποτε έφθασαν από την Αργεντινή στα Φώκλαντ. Φυσικά όταν μετά από μερικές εβδομάδες κατέφθασε και ο Βρετανικός στόλος επιφανείας, ο ανεφοδιασμός των Αργεντινών στα Φώκλαντ από θαλάσσης, απεκόπη μέχρι το τέλος του πολέμου. Αντίθετα, παρά την ιλιγγιώδη απόσταση, ο εφοδιασμός των Βρετανικών δυνάμεων επετεύχθη με μια πραγματικά αξιοθαύμαστη χρησιμοποίηση θαλασσίων και εναερίων μέσων.

Μεταξύ των οποίων πλοία του εμπορικού ναυτικού, κρουαζιερόπλοια και άλλα, μη εξαιρουμένων και αεροσκαφών ανεφοδιασμού από τα οποία ανεφοδιάζοντο πολλαπλώς εν πτήσει τα βομβαρδιστικά της Π.Α. που επιχειρούσαν από την νήσο Ασουνσιόν.

Διεξαγωγή των Επιχειρήσεων 

α. Όσο και αν κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Γκαλτιέρι δεν το χρησιμοποιούσε επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη στο Ναυτικό αλλά μόνο στο Στρατό ξηράς που τον στήριζε, το Αργεντίνικο ναυτικό ανέκρουσε πρύμναν μόνο μετά τη βύθιση του Κ/Δ Μπελγκράνο. Η βύθιση του ισχυροτέρου πλοίου της Αργεντινής έγινε από πυρηνικό Υ/Β με συμβατική τορπίλη και αφού προς τούτο έγινε σε υψηλότατο επίπεδο τροποποίηση των ΕΚΕ ώστε το Υ/Β να επιτεθεί εκτός ζώνης αποκλεισμού όπου το Μπελγκράνο κυκλοφορούσε μάλλον αμέριμνο, με όλες τις στεγανές θυρίδες ανοικτές.

Στον σύγχρονο πόλεμο, είναι προφανές ότι ο η αναγγελία διαφόρων ζωνών, περιοχών κλπ που προβλέπονται ή και δεν προβλέπονται από το διεθνές δίκαιο έχει τόση αξία, όση ισχύ ή αδυναμία έχει ο καθορίσας την περιοχή (Ας μη λησμονούμε ότι και οι Αργεντίνοι κήρυξαν άμεσα την ίδια περιοχή απαγορευμένη). Το «καίριο και αποφασιστικό πλήγμα» που προβλέπουν τα εγχειρίδια επετεύχθη έστω και με την μη τήρηση όλων των κανόνων της ιπποσύνης και «έβγαλε εκτός» το Αργεντίνικο Ναυτικό.

β. Η διατήρηση των υψηλής αξίας Βρετανικών αεροπλανοφόρων 100 νμ ανατολικά των Φώκλαντ ώστε να είναι εκτός εμβελείας της Αργεντίνικης Π.Α., ενώ χλευάστηκε επαρκώς από τους πιλότους των Harrier (ένας εκ των Βετεράνων ανέφερε το ανέκδοτο που κυκλοφορούσε, ότι «από εδώ μάλλον είναι πιο εύκολο να ανακαταλάβουμε την Ινδία») απεδείχθη η σοφότερη των ενεργειών, αφού έτσι απέφυγε ο Ναύαρχος Γούντγουορντ να δεχθεί εκείνος ένα «καίριο και αποφασιστικό πλήγμα».

γ. Η ύπαρξη των καθέτου προσαπονηώσεως μαχητικών Harrier ήταν ίσως (όπως και η ύπαρξη των Υ/Β), ο πλέον καθοριστικός παράγων των επιχειρήσεων, αφού οι εξαιρετικά δυσμενείς καιρικές συνθήκες είναι βέβαιον ότι θα επηρέαζαν τις επιχειρήσεις των αεροπλανοφόρων με άλλου τύπου Α/Φ.

δ. Η επιλογή από τον Γούντγουορντ της ακτής αποβάσεως αν και από πολλούς εδέχθη κριτική (λόγω των μειονεκτημάτων που παρουσίαζε σε σχέση με πιθανές αεροπορικές και από θαλάσσης προσβολές), είναι βέβαιον ότι προσέφερε το πλεονέκτημα της απουσίας χερσαίων δυνάμεων της Αργεντινής που ενδεχομένως θα ήταν σε θέση να αμυνθούν της ακτής και να εμποδίσουν την όπως απεδείχθη γρήγορη και άνετη εγκατάσταση του προγεφυρώματος.


Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει και αμέτρητα άλλα πολύτιμα συμπεράσματα που προέκυψαν από τις τοποθετήσεις και την πραγματικά ενδιαφέρουσα συζήτηση που επακολούθησε, αρχίζοντας από το πολύ σοβαρό θέμα της βυθίσεως των φρεγατών από Κ/Β και τη συναφή ανάλυση των συνθηκών και ενεργειών Η/Ν πολέμου και ελέγχου βλαβών και να φθάσει μέχρι τις σχετικές εξελίξεις στη σχεδίαση και τον εξοπλισμό των πλοίων, με βάση αυτά τα συμπεράσματα, όπως τις παρουσίασε ο ειδικός της Vosper Thornycroft.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

- 15:30, 1η Aπριλίου 1982: ο κυβερνήτης των Φώκλαντς λαμβάνει μήνυμα από το Λονδίνο για επικείμενη εισβολή των ενόπλων δυνάμεων της Αργεντινής τα ξημερώματα της επομένης.

- Oι 80 πεζοναύτες της ναυτικής ομάδας 8901 (ταγματάρχης Μάικ Νόρμαν) άφησαν το στρατώνα του Μούντυ Μπρουκ στις 02:00.

- Τοποθετούνται αυτοκίνητα για να φράξουν τον αεροδιάδρομο και η ομάδα (5) στα νότια της περιοχής. Εγκαθίσταται παρατηρητήριο (OP) στο ακρωτήριο Γιορκ και στοιχείο πολυβόλου (MG) πάνω από τον κόλπο της περιοχής.

- H ομάδα (1) λαμβάνει θέσεις νότια της ομάδας (5) με δύο πολυβόλα και στα δυτικά αυτής, η ομάδα (2) με ένα πολυβόλο, ένα αντιαρματικό και ρουκέτες. H ομάδα (3) παρατάσσεται ακόμα δυτικότερα.

- H ομάδα (4) τοποθετείται απέναντι από το Στάνλεϋ με ένα αντιαρματικό. Διαθέτει φουσκωτή βάρκα για χρήση σε περίπτωση υποχώρησης.

- H ομάδα (6) λαμβάνει θέσεις στα υψώματα του Μάρεϊ. Eνα παρατηρητήριο (OP) εγκαθίσταται στο λόφο Σέηπερ. H άκατος MV Forrest αποπλέει προς τα ανοιχτά του Πορτ Ουίλιαμ για να ελέγχει την περιοχή.

- Στις 04:30 εντοπίζονται ελικόπτερα κοντά στο Μιούλετ Κρηκ. 120 άνδρες των ειδικών δυνάμεων της Αργεντινής (Buzo Tactico) αποβιβάζονται νοτιοδυτικά του Στάνλεϋ και κινούνται προς το λόφο Σέηπερ, όπου χωρίζονται σε δύο ομάδες: η μία με στόχο το Στάνλεϋ και η άλλη τους στρατώνες στο Μούντυ Μπρουκ.

- Στις 06:10 οι Buzo Tactico επιτίθενται στους στρατώνες του Μούντυ Μπρουκ, χρησιμοποιώντας υποπολυβόλα και χειροβομβίδες διασποράς και φωσφόρου.

- O ταγματάρχης Νόρμαν ανακαλεί τις ομάδες (1) και (5) στο κυβερνητικό κτήριο.

- Στις 06:15 η δεύτερη ομάδα των Buzo Tactico ξεκινά την επίθεσή της στο κυβερνητικό κτήριο.

- Στις 06:30 το κύριο σώμα της Αργεντίνικης δύναμης αποβιβάζεται στον κόλπο του Γιορκ και με 18 LVTP-7 "Amtracs" αρχίζει να προωθείται προς το Στάνλεϋ. Oι ομάδες της Βρετανικής δύναμης καθυστερούν την εχθρική προέλαση. H ομάδα (2) εξουδετερώνει ένα από τα LVTP-7.

- Eνα αποβατικό των Αργεντινών αποπειράται να εισέλθει στο λιμάνι. H ομάδα (4) βάλλει εναντίον του και το βυθίζει. Στη συνέχεια, αποσύρεται στην ενδοχώρα, όπου εντοπίζεται και αιχμαλωτίζεται 4 ημέρες μετά τη Βρετανική παράδοση.

Οι Διοικητές

Αργεντινή: 

O υποστράτηγος Mάριο Βενιαμίν Μενέντεζ γεννήθηκε στις 3 Απριλίου 1930. Ήταν ο διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων της Αργεντινής που κατέλαβαν τα νησιά Φώκλαντς / Μαλβίνες και διορίστηκε από τον πρόεδρο Γκαλτιέρι ως κυβερνήτης τους. Ήταν υποστράτηγος του στρατού ξηράς και εθεωρείτο ικανός στρατιωτικός, ενώ καταγόταν από παραδοσιακή οικογένεια στρατιωτικών. Στον πόλεμο των Φώκλαντς, ο στρατηγός Μενέντεζ υπέγραψε την παράδοση των Αργεντινών δυνάμεων στον υποστράτηγο Μουρ. Αμέσως μετά τον πόλεμο των Φώκλαντς αποστρατεύτηκε.

Ηνωμένο Βασίλειο: 

O υποστράτηγος Τζέρεμυ Μουρ γεννήθηκε το 1929. Κατατάχτηκε στους Πεζοναύτες το 1947 σε ηλικία 18 ετών και αποστρατεύτηκε μετά από 36 χρόνια. Υπηρέτησε στη Μαλαισία, όπου κέρδισε και το Στρατιωτικό Σταυρό κατά την εκεί θητεία του. Κατόπιν έλαβε διάφορες θέσεις ως καθηγητής στη Σχολή Μουσικής Πεζοναυτών, εκπαιδευτής στη Σχολή Υπαξιωματικών και τη Στρατιωτική Ακαδημία Sandhurst, καθώς και διοικητής λόχου κατά την επανάσταση του Μπρουνέι. Υπηρέτησε στην 17η Μεραρχία Γκούρκα και από το 1966 ήταν υποδιευθυντής στην Επιτροπή Γενικού Επιτελείου στο Υπουργείο Άμυνας.

Πήρε τον τίτλο του σερ το 1973 και έγινε υποστράτηγος το 1979, κάτι που του έδωσε τη δυνατότητα να γίνει διοικητής των χερσαίων δυνάμεων στα νησιά Φώκλαντ. Μετά το τέλος του πολέμου, ο σερ Τζέρεμυ Μουρ αποστρατεύτηκε από τους Πεζοναύτες και το 1983 έγινε διευθύνων σύμβουλος της Ομοσπονδίας Κατασκευαστών Τροφίμων για 1 1/2 χρόνο.

ΤΑ SEA HARRIER ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΩΝ ΦΩΚΛΑΝΤ

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΣΤΗ ΜΑΧΗ

Όπως συμβαίνει σε κάθε σύρραξη, ο πόλεμος των Φώκλαντ ανέδειξε νέους και εν πολλοίς άγνωστους μέχρι τότε «αστέρες», μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση κατείχε το αεροσκάφος Sea Harrier του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού. Διαθέτοντας μερικούς από τους καλύτερα εκπαιδευμένους πιλότους του κόσμου, τα αεροπλάνα αυτά σημείωσαν ένα εκπληκτικό σκορ 25 - 0 στις αερομαχίες και προστάτευσαν αποτελεσματικά τη βρετανική αρμάδα, παρά την αριθμητική τους κατωτερότητα και την απουσία εντυπωσιακών επιδόσεων. Νωρίς το πρωί της 2ας Απριλίου 1982 το στρατιωτικό καθεστώς της Αργεντινής, υπό τον στρατηγό Λεοπόλντο Φορτουνάτο Γκαλτιέρι, αποτόλμησε αυτό το οποίο φοβόταν επί χρόνια το Λονδίνο.

Από το 1833, οπότε μοίρα του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού αποβιβάστηκε στα νησιά Φώκλαντ του νότιου Ατλαντικού, η Αργεντινή διατύπωνε σε όλους τους τόνους τις αντιρρήσεις της γι’ αυτή την κατοχή, επιμένοντας να αποκαλεί τα νησιά Μαλβίνες και να υποστηρίζει ότι αποτελούσαν τμήμα της δικής της επικράτειας.  Χρειάστηκε να περάσουν 150 χρόνια έως ότου η Αργεντινή μετατρέψει τη ρητορική της σε συγκεκριμένες πράξεις, αποβιβάζοντας 2.500 στρατιώτες στα νησιά και διακηρύσσοντας ότι το ζήτημα της κυριότητας επί αυτών είχε λήξει. Παραμερίζοντας τις διπλωματικές διεργασίες που είχαν αρχίσει το 1965 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ η δικτατορική κυβέρνηση της Αργεντινής, η οποία βρισκόταν στην εξουσία από το 1976. 


Πίστεψε ότι είχε βρει έναν ανέξοδο τρόπο να στρέψει το ενδιαφέρον του λαού μακριά από τη ζοφερή οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας, συσπειρώνοντάς τον γύρω από ένα εθνικό θέμα και κερδίζοντας μια εύκολη διεθνή νίκη. Την επομένη της κατάληψης των Φώκλαντ όπου συνελήφθησαν 80 περίπου Βρετανοί πεζοναύτες έπειτα από τρίωρη αντίσταση, οι Αργεντινοί κατέλαβαν επίσης τη νήσο Νότια Γεωργία. Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας σε αυτή την εξέλιξη ήταν μάλλον υποτονική και περιορίστηκε στην έκδοση της Απόφασης 502 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, η οποία ζητούσε την άμεση αποχώρηση των Αργεντινών από τα νησιά.

Η Βρετανική κυβέρνηση, αν και ήλπιζε σε μια διπλωματική διευθέτηση του ζητήματος, προωθούσε έντονα όλα τα αναγκαία στρατιωτικά μέτρα για την περίπτωση που το καθεστώς Γκαλτιέρι παρέμενε αμετακίνητο στις αξιώσεις του.  Τα Φώκλαντ δεν ήταν τίποτα περισσότερο από κουκίδες στον χάρτη, χωρίς μεγάλη οικονομική ή στρατηγική σημασία, αλλά το Λονδίνο ένιωθε δικαιολογημένα ότι διακυβευόταν το κύρος και η αξιοπιστία του απέναντι στους άλλους συμμάχους του ΝΑΤΟ. Έτσι την ημέρα που εκδηλώθηκε η απόβαση η δυναμική Βρετανή πρωθυπουργός, Μάργκαρετ Θάτσερ, αποφάσισε την αποστολή μιας ναυτικής αρμάδας στον νότιο Ατλαντικό με σκοπό την ανακατάληψη των νησιών. 

Η Βρετανική αντίδραση αποκάλυψε πόσο τραγικά λανθασμένοι ήταν οι υπολογισμοί των Αργεντινών ιθυνόντων, αφού προχώρησαν στο εγχείρημα της απόβασης στα Φώκλαντ αρκετές εβδομάδες πριν από την έλευση του χειμώνα και χωρίς να περιμένουν να αποσυρθούν από την υπηρεσία αρκετά πολεμικά πλοία του Βασιλικού Ναυτικού. Επιπλέον η κίνησή τους έγινε σε μια περίοδο κατά την οποία και τα δύο εναπομείναντα βρετανικά αεροπλανοφόρα, το HMS «Hermes» των 28.700 t και το νεώτερο HMS «Invincible» των 19.500 t, βρίσκονταν κοντά στις βάσεις τους και μπορούσαν να προετοιμαστούν για αποστολή σε μικρό χρονικό διάστημα.

Tο Sea Harrier είναι ναυτικό υπερηχητικό μαχητικό αεροσκάφος και αεροσκάφος αναγνωρίσεως, το οποίο βασίζεται στο Harrier και χρησιμοποιήθηκε από το Βασιλικό Πολεμικό Ναυτικό κατά τον πόλεμο των Φώκλαντς. Kατά τη διάρκεια του πολέμου, τα Sea Harrier εκτελούσαν επιχειρήσεις αεράμυνας, που είναι ο βασικό ρόλος τους, καθώς και κάποιες αποστολές εξουδετέρωσης επίγειων στόχων, παρότι η πλειονότητα των αποστολών επίγειων στόχων εκτελέστηκαν από τα Harrier GR.3 της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας. Tα Sea Harrier κατέρριψαν 21 Αργεντινά αεροσκάφη σε αερομαχίες, χωρίς να έχουν καθόλου απώλειες.

Δύο Sea Harrier καταρρίφθηκαν από αντιαεροπορικά πυρά και τέσσερα κατέπεσαν από ατυχήματα, παρότι είχαν μεγάλο αριθμητικό μειονέκτημα. Oι επιτυχίες των Sea Harrier κατά τη διάρκεια του πολέμου οφείλονταν στις πολύ ανώτερες δυνατότητες ελιγμών σε σχέση με τα Αργεντινά μαχητικά αεροσκάφη, τους πυραύλους AIM-9L Sidewinder, το ραντάρ Blue Fox και στην περιορισμένη διάρκεια πτήσεως των αργεντινών μαχητικών αεροσκαφών λόγω της έλλειψης βάσεων και της δυνατότητας ανεφοδιασμού εν πτήσει.

Η ΚΡΙΣΗ ΚΤΥΠΑ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΣΥΡΡΙΚΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ

Κατά τα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης των Φώκλαντ, η Βρετανία είχε πραγματοποιήσει
δραστική περικοπή των αμυντικών της δαπανών και κυρίως εκείνων του Βασιλικού Ναυτικού, η δύναμη του οποίου συνεχώς έφθινε. Είναι χαρακτηριστικό πως τα δύο αεροπλανοφόρα που είχαν απομείνει στη σύνθεσή του, το HMS «Hermes» και το HMS «Invincible», που τυπικά χαρακτηρίζονταν ως σκάφη ανθυποβρυχιακού πολέμου, επρόκειτο πολύ σύντομα να αποσυρθούν από την ενεργό υπηρεσία και να πωληθούν.  Tο καθεστώς της Αργεντινής, αντίθετα, είχε προχωρήσει σε ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεών του, προσανατολιζόμενο σε πιθανή πολεμική αναμέτρηση με τη γειτονική Χιλή.

Ιδιαίτερη έμφαση είχε δοθεί στον εκσυγχρονισμό της Αεροπορίας, η οποία ενισχύθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελεί ίσως την ισχυρότερη εναέρια δύναμη της Νότιας Αμερικής. Στο πλαίσιο της επιχείρησης «Corporate», όπως είχε ονομαστεί η εκστρατεία ανακατάληψης των Φώκλαντ, τα Βρετανικά αεροπλανοφόρα απέπλευσαν από τα λιμάνια Πόρτσμουθ και Ντέβονπορτ στις 5 και στις 6 Απριλίου, συνοδευόμενα από τέσσερα αντιτορπιλικά, επτά φρεγάτες, έξι πλοία ανεφοδιασμού και τέσσερα πλοία αμφιβίων επιχειρήσεων. Πρώτος προορισμός τους ήταν η νήσος της Ανάληψης στο μέσο του Ατλαντικού, σε απόσταση 6.000 km περίπου από τα Φώκλαντ, όπου ενώθηκαν με επτά αντιτορπιλικά και φρεγάτες του 1ου Στολίσκου, τα οποία αποσύρθηκαν εσπευσμένα από την άσκηση «Spring Train». 

Στις 7 Απριλίου η διοίκηση της αρμάδας, που είχε την ονομασία Δύναμη Επιχειρήσεων 317 (ΔΕ 317), πέρασε και τυπικά στα χέρια του υποναυάρχου Τζων Σάντι Γούντγουορντ. Το ταξίδι προς νότο συνεχίστηκε ενώ από το Λονδίνο ανακοινωνόταν στις 12 του μήνα ότι ετίθετο σε εφαρμογή γύρω από τα νησιά Φώκλαντ μια Ζώνη Ναυτικού Αποκλεισμού, εύρους 370 km. Ο Βρετανός ναύαρχος είχε υπό τις διαταγές του 70 περίπου πολεμικά πλοία και τρία πυρηνοκίνητα υποβρύχια, τα οποία είχαν προηγηθεί της κινητοποίησης της αρμάδας και βρίσκονταν ήδη κοντά στα Φώκλαντ. Η μεγαλύτερη αδυναμία των Βρετανών και αντίστοιχα το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των Αργεντινών, τουλάχιστον θεωρητικά, ήταν οι αεροπορικές δυνάμεις.

Η Βρετανική αρμάδα διέθετε σε εκείνη τα φάση μόνο 20 μαχητικά για την αεροπορική κάλυψή της. Επρόκειτο για αεροσκάφη κάθετης απο-προσνήωσης τύπου Sea Harrier FRS.1, τα οποία είχαν εισέλθει σε υπηρεσία στο Βασιλικό Ναυτικό το 1979, έπειτα από μια μακρά περίοδο κατά την οποία αυτό είχε μείνει χωρίς ουσιαστική κάλυψη από τον αέρα λόγω της απόσυρσης των Phantom, των Buccaneer και των Gannet.  Στο αεροπλανοφόρο HMS «Hermes», τη ναυαρχίδα του Γούντγουορντ, υπήρχαν τα οκτώ Sea Harrier της 800 Μοίρας της Αεροπορίας Στόλου (διοικητής ο πλωτάρχης Αντυ Ωλντ), ενώ στο HMS «Invincible» τα έξι της 801 Μοίρας (διοικητής ο πλωτάρχης Νάιτζελ Σάρκι Γουόρντ).

Η σύνθεση των μοιρών της Αεροπορίας Στόλου ήταν αρκετά μικρή εκείνη την εποχή κι έτσι έξι αεροσκάφη της εκπαιδευτικής 899 Μοίρας είχαν κατανεμηθεί στις δύο άλλες μοίρες για να αυξήσουν το σύνολο των διαθέσιμων Sea Harrier. Αποστολή αυτών των αεροσκαφών ήταν αφενός να εξασφαλίσουν την προστασία της αρμάδας και αφετέρου να παράσχουν εγγύς υποστήριξη και αεροπορική κάλυψη στα χερσαία τμήματα, αμέσως μόλις αυτά θα βρίσκονταν στην ξηρά. Κατά τη διάρκεια του πλου του στόλου τα πληρώματα των Sea Harrier ασχολούντο συνεχώς με ασκήσεις και εκπαιδευτικές βολές κατά πλωτών στόχων, κατά τις οποίες δοκιμάστηκαν όλα τα είδη όπλων αέρος - αέρος και αέρος - εδάφους και εκδόθηκαν οι σχετικές οδηγίες για τις παραμέτρους άφεσης ή εκτόξευσής τους. 


Ιδιαίτερη τόνωση της αυτοπεποίθησης των Βρετανών χειριστών προκάλεσε ο εφοδιασμός τους με τους πυραύλους αέρος - αέρος AIM-9L Sidewinder, οι οποίοι υπερείχαν κατά πολύ έναντι εκείνων που χρησιμοποιούσε η Αργεντινή Αεροπορία (AIM-9B, Magic, Shafrir και R530). Σε συνδυασμό με την καλύτερη τακτική κατάρτιση των Βρετανών χειριστών τα βλήματα αυτά θα αποδεικνύονταν θανάσιμα όπλα, παρά το μικρό βεληνεκές τους. Καθώς τα Βρετανικά σκάφη έπλεαν προς νότο μεταφέροντας την 3η Ταξιαρχία Πεζοναυτών με τρία τάγματα και δύο τάγματα αλεξιπτωτιστών (αργότερα θα αναχωρούσε και η 5η Ταξιαρχία Πεζικού με άλλα τρία τάγματα), στη σκέψη του Γούντγουορντ και των επιτελών του κυριαρχούσε ο φόβος της προσβολής της αρμάδας από Αργεντινά υποβρύχια.

Ήταν γνωστό πως η χώρα αυτή διέθετε μερικά σύγχρονα Type 209 Γερμανικής κατασκευής. Για τον λόγο αυτό είχε δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην ενίσχυση των πλοίων με ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα (δύο ολόκληρες μοίρες), ενώ υπήρχε πάντα και η συνδρομή αεροσκαφών Nimrod MR.2 που επιχειρούσαν από βάσεις της ξηράς. Νοτίως της νήσου της Ανάληψης ήλθε να προστεθεί και ο κίνδυνος της επίθεσης εκ μέρους της Αργεντινής Αεροπορίας, η οποία διέθετε τουλάχιστον 110 αεριωθούμενα πρώτης γραμμής, από τα οποία 56 ανήκαν στους τύπους Mirage ΙIIEA και Dagger. 

Η Βρετανική αρμάδα βρισκόταν πλέον εκτός ακτίνας δράσης οποιουδήποτε αεροσκάφους έγκαιρης προειδοποίησης και τον ρόλο αυτό καλούντο να διαδραματίσουν τα ιπτάμενα τάνκερ Victor, που διέθεταν ικανοποιητικό χρόνο παραμονής σε πτήση και ραντάρ σχετικά καλών επιδόσεων. Οι Βρετανοί στερούντο επίσης τις υπηρεσίες των αεροσκαφών έγκαιρης προειδοποίησης AWACS και βασίζονταν στα ραντάρ των πλοίων τους για να αποκαλύψουν εχθρικά ίχνη. Πραγματοποιούντο διαρκώς εναέριες περιπολίες μάχης (Combat Air Patrols - CAP) με σκοπό να αποκαλύψουν και να εξουδετερώσουν εγκαίρως απειλές προερχόμενες από χαμηλά ιπτάμενα μαχητικά.

ΠΕΝΤΕ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΓΙΑ ΚΑΘΕ SEA HARRIER

Οι Αργεντινοί είχαν αξιοποιήσει την κατοχή των Φώκλαντ για να θέσουν εκεί σε λειτουργία δύο
αεροπορικές βάσεις, στο Πορτ Στάνλεϋ (πρωτεύουσα των νησιών) και στο Γκούζ Γκρην, όπου
μεταστάθμευσαν 24 ελικοφόρα αεροσκάφη ΙΑ-28Α Pucara και έξι αεριωθούμενα εκπαιδευτικά MB-339A. Η κύρια δύναμή τους όμως προερχόταν από τα 84 αεριωθούμενα μαχητικά υψηλών επιδόσεων τα οποία βρίσκονταν σε άριστη κατάσταση και είχαν συγκεντρωθεί σε βάσεις της νότιας Αργεντινής, από όπου μπορούσαν να φθάσουν, έστω και με δυσκολίες, στην περιοχή γύρω από τα Φώκλαντ. 

Οι Βρετανοί γνώριζαν ότι έπρεπε να αναμένουν επιθέσεις από τις βάσεις Αλμιράντε Ζαρ, όπου στάθμευαν βομβαρδιστικά Canberra B.Mk 62, Κομοντόρο Ριβαντάβια (Mirage IIIEΑ και μερικά Pucara), Σαν Χουλιάν (εκεί βρίσκονταν τα υπερηχητικά Dagger, Ισραηλινά αντίγραφα των Mirage III, και αριθμός αεροσκαφών Α-4C Skyhawk), Ρίο Γκαγιέγκος (A-4B Skyhawk και Mirage IIIEΑ) και Ρίο Γκράντε (Dagger και πέντε νεοαποκτηθέντα Super Etendard, εξοπλισμένα με ισάριθμους πυραύλους αέρος-επιφανείας AM-39 Exocet). Κύρια αδυναμία των Αργεντινών ήταν η μεγάλη απόσταση που θα έπρεπε να διανύσουν τα αεροσκάφη τους για να φθάσουν στα Φώκλαντ (πάνω από 640 km). 

Ακόμη και με πλήρες φορτίο καυσίμου είχαν σοβαρότατους περιορισμούς στον χρόνο παραμονής τους πάνω από το πεδίο της μάχης. Συνεπώς δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα ολιγάριθμα Sea Harrier σε αερομαχίες, ούτε να πραγματοποιούν πολλαπλές επιθέσεις εναντίον των Βρετανικών πλοίων. Οι Βρετανοί πιλότοι μπορεί να είχαν αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στις ικανότητές τους και στο αεροσκάφος τους, αλλά δεν έπαυαν να ανησυχούν για το επίπεδο του αντιπάλου και την αριθμητική του υπεροπλία. Πριν η αρμάδα φθάσει στη νήσο της Ανάληψης, ο διοικητής της 801 Μοίρας είχε απαντήσει ως εξής σε συναδέλφους του οι οποίοι εξέφρασαν φόβους για την έκβαση της αναμέτρησης στον αέρα:

«Οι Αργεντινοί έχουν να πολεμήσουν 150 χρόνια. Μπορεί να έχουν στη διάθεσή τους σύγχρονο υλικό, αλλά πιστεύω ότι η τελευταία φορά που έλαβαν άριστη εκπαίδευση ήταν από τον Γερμανό άσσο Αντολφ Γκάλαντ, ο οποίος έμεινε μαζί τους επί εννέα χρόνια. Από τότε όμως έχει περάσει μεγάλο διάστημα. Οι Αργεντινοί πιλότοι, όπως και οι δικοί μας της RAF, νιώθουν άβολα όταν πετούν μακριά, πάνω από τον ωκεανό. Έχουν βέβαια το πλεονέκτημα της επιθετικής πρωτοβουλίας, αλλά θα τους περιμένουμε με τον κατάλληλο αριθμό αεροσκαφών σε περιπολία. Τέλος, έχουμε ένα θαυμάσιο ιστορικό επιτυχιών σε εικονικές εμπλοκές με τα καλύτερα αμερικανικά και βρετανικά μαχητικά. Νικήσαμε σε αερομαχίες τα δικά μας Phantom με σκορ 25-1, όπως και τα F-14 και επικρατήσαμε έναντι των F-15 με αναλογία "καταρρίψεων" 3:1».

Στις 21 Απριλίου η Βρετανική αρμάδα είχε την πρώτη της επαφή με τους Αργεντινούς, όταν ένα
Boeing 707, που ενεργούσε σαν αναγνωριστικό για λογαριασμό της Αργεντινής Αεροπορίας, εντόπισε τον στόλο ο οποίος κατευθυνόταν νότια και ενημέρωσε σχετικά το Μπουένος Αϊρες. Οι Βρετανοί δεν
αντέδρασαν δυναμικά στην εμφάνιση αυτού του κατασκόπου και αρκέστηκαν να στείλουν κοντά του ένα Sea Harrier της 800 Μοίρας, το οποίο τον συνόδευσε μακριά από την αρμάδα χωρίς να βάλει εναντίον του. Οι πρώτες επιθετικές ενέργειες των Βρετανών αφορούσαν την ανακατάληψη της Νότιας Γεωργίας, η οποία δεν θα έπρεπε να παραμείνει σε καμία περίπτωση υπό αργεντινό έλεγχο, αφού θα μπορούσε να απειλήσει τα νώτα της αρμάδας όταν αυτή θα ασχολείτο με τα Φώκλαντ.

Η αντίσταση της αργεντινής φρουράς (180 άνδρες) κάμφθηκε με σχετική ευκολία στις 24 Απριλίου και η επιτυχία αυτή είχε θετικότατη επίδραση στο ηθικό των Βρετανών, πολιτών και στρατιωτικών. Τρεις ημέρες αργότερα τα Βρετανικά πλοία είχαν φθάσει βορειοανατολικά των Φώκλαντ, ωθώντας τους Αργεντινούς να διακόψουν τις πτήσεις μεταγωγικών αεροσκαφών προς τα νησιά. Ο ναυτικός κλοιός γύρω από τα Φώκλαντ είχε στενέψει αρκετά και οι Βρετανοί ήταν σε θέση να διακηρύξουν πως η Ζώνη Ναυτικού Αποκλεισμού μετατρεπόταν πλέον σε Ζώνη Ολικού Αποκλεισμού, στερώντας από τους Αργεντινούς τη δυνατότητα να επιχειρήσουν με αεροσκάφη μέσα σε αυτή. 

Τη νύκτα της 30ής Απριλίου η ΔΕ βρισκόταν 160 km βορειοανατολικά του Πορτ Στάνλεϋ και είχε αρχίσει ήδη να αναθέτει αποστολές CAP, 150 km περίπου δυτικά της, σε έξι Sea Harrier με δύο Sidewinder και πλήρες απόθεμα πυρομαχικών των 30 mm, για να αναχαιτίσει Αργεντινά αεροσκάφη που πιθανώς θα επιχειρούσαν να την πλησιάσουν.


ΤΟ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΤΙΚΟ 4 - 0

Η αυλαία του αεροπορικού πολέμου άνοιξε τυπικά στα Φώκλαντ στις 04:46 της 1ης Μαϊου 1982, όταν ένα μοναχικό βομβαρδιστικό Vulcan άφησε 21 βόμβες των 1.000 lb πάνω από το αεροδρόμιο του Πορτ Στάνλεϋ, σε μια προσπάθεια να διακόψει τη λειτουργία του. Η σύγχυση στην οποία περιήλθαν οι Αργεντινοί έπεισε τον Γούντγουορντ να διατάξει πρόσθετες αεροπορικές προσβολές, χρησιμοποιώντας αυτή τη φορά τα 12 Sea Harrier του αεροπλανοφόρου HMS «Hermes», τα οποία απονηώθηκαν στις 07:48.

Εφαρμόζοντας ένα μάλλον πολύπλοκο τακτικό σχέδιο και προσεγγίζοντας τον στόχο με πτήση σε ύψος μόλις 30 m, εννέα αεροσκάφη προσέβαλαν το αεροδρόμιο του Πορτ Στάνλεϋ από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις για να αποδιοργανώσουν την αεράμυνά του, ρίχνοντας τρεις βόμβες των 1.000 lb το καθένα και περιλήπτες βομβιδίων BL755. Οι ζημιές που προκλήθηκαν στο αεροδρόμιο ήταν περιορισμένες, αλλά οι Αργεντινοί πείσθηκαν ότι η βάση ήταν ανασφαλής και μείωσαν τη δραστηριότητά τους σε αυτή. Τα υπόλοιπα τρία Sea Harrier είχαν καλύτερα αποτελέσματα κτυπώντας το αεροδρόμιο του Γκούζ Γκρην, όπου αχρήστευσαν τρία σταθμευμένα Pucara και σκότωσαν έναν Αργεντινό πιλότο ο οποίος ετοιμαζόταν για απογείωση.

Οι αεροπορικές επιδρομές σε συνδυασμό με τον ναυτικό βομβαρδισμό που επιχείρησαν ορισμένα βρετανικά σκάφη, έκαναν τους Αργεντινούς να υποψιαστούν πως μια άμεση απόβαση ήταν πολύ πιθανή. Έτσι αντέδρασαν εξαπολύοντας 28 Skyhawk, 12 Dagger, έξι Canberra και 10 Mirage εναντίον της εχθρικής αρμάδας. Νωρίς το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο σμηναγός Τζων Μπάρτον της RAF, που βρισκόταν σε πρόγραμμα εκπαίδευσης των χειριστών του Ναυτικού, καθόταν στο κόκπιτ ενός από τα δύο Sea Harrier της 801 Μοίρας τα οποία παρείχαν κάλυψη στον Στόλο από τα δυτικά, όταν ειδοποιήθηκε από το αντιτορπιλικό ΗΜS «Glamorgan» ότι πλησίαζαν άγνωστα ίχνη. 

Η αναφορά μιλούσε για δύο αεροσκάφη που βρίσκονταν σε απόσταση 193 km δυτικά, άλλα δύο 24 km πίσω τους και ένα επιπλέον ζεύγος ακόμη πιο πίσω. Ο Μπάρτον και ο παραστάτης του, πλωτάρχης Τζων Έϊτον-Τζόουνς, φοβήθηκαν πως θα έπεφταν σε μια καλοστημένη παγίδα αν αποτολμούσαν να εμπλακούν σε αερομαχία με αναλογία 2 προς 6, αλλά πληροφορήθηκαν πως περισσότερα Sea Harrier έσπευδαν σε βοήθειά τους. Η κατάσταση εξακολουθούσε να παραμένει επικίνδυνη για τους δύο Βρετανούς χειριστές, καθώς θα έρχονταν αντιμέτωποι για πρώτη φορά με τα αεριωθούμενα της Αργεντινής Αεροπορίας -πιθανότατα τα υπερηχητικά Mirage IIIEA που είχαν κερδίσει παγκόσμια φήμη το 1967 στα χέρια των Ισραηλινών.

Γνώριζαν βέβαια πως το Sea Harrier, αν και υποηχητικό, διέθετε καλύτερα ηλεκτρονικά συστήματα και οπλισμό και υπερείχε σαφέστατα σε περίπτωση εμπλοκής με κλειστές στροφές. Περίμεναν όμως ότι οι Αργεντινοί πιλότοι θα επιχειρούσαν να εξουδετερώσουν αυτά τα πλεονεκτήματα, αποφεύγοντας την κλειστή αερομαχία κατά την οποία θα τους πρόδιδε η μεγάλη οπισθέλκουσα της πτέρυγας τύπου δέλτα, και ότι θα προτιμούσαν τις αστραπιαίες επιθέσεις με όπλο τη μεγαλύτερη ταχύτητά τους, με απώτερο σκοπό να προκαλέσουν σύγχυση στον αντίπαλο και να διατηρήσουν την ενέργειά τους σε υψηλά επίπεδα.

Τα δύο Sea Harrier προσέγγισαν τα αντίπαλα ίχνη πετώντας σκόπιμα σε ύψος 4.570 m, εκεί όπου ο
ατμοσφαιρικός αέρας είναι πυκνότερος και θα μείωνε τις επιδόσεις των Mirage, αυξάνοντας παράλληλα την κατανάλωσή τους. Οι Βρετανοί χειριστές εφάρμοσαν άριστα τα αξιώματα της εναέριας μάχης, η οποία υπαγορεύει ότι κάποιος πρέπει να παρασύρει τον αντίπαλό του σε εμπλοκή υπό δυσμενείς για εκείνον όρους, ώστε να διατηρήσει το πλεονέκτημα της καλύτερης ενεργειακής κατάστασης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση τα Sea Harrier ευνοούντο από τη διεξαγωγή αερομαχίας σε μικρά ύψη, με μικρές ταχύτητες και με κλειστές στροφές.

Οι Αργεντινοί χειριστές όμως παρέμειναν σε ύψος 10.500 m, φροντίζοντας να είναι πάντα εκτός βεληνεκούς των πυραύλων αέρος-αέρος Sidewinder. Όταν διαπίστωσαν πως δεν μπορούσαν να παρασύρουν ψηλότερα τους Βρετανούς, αποσύρθηκαν. Οι αναγνωριστικές ενέργειες των δύο Αεροποριών συνεχίστηκαν, θυμίζοντας τους πυγμάχους που ελίσσονται στην αρχή ενός αγώνα προσπαθώντας να «εκτιμήσουν» με το βλέμμα τις ικανότητες του αντιπάλου τους. Λίγο αργότερα τα Sea Harrier της 801 Μοίρας κατευθύνθηκαν επιτυχώς πάνω σε τρία ελαφρά επιθετικά - εκπαιδευτικά αεροπλάνα T-34C-1, τα οποία σκόπευαν να εκτελέσουν αποστολή πολυβολισμού της Βρετανικής αρμάδας. 

Ο πλωτάρχης Γουόρντ και ο υποπλοίαρχος Μάικ Ουότσον ακολούθησαν τις εντολές των ελεγκτών ραντάρ του HMS «Invincible» και ανακάλυψαν τα θηράματά τους 40 km βόρεια του Πορτ Στάνλεϋ. Κατά τον Γουόρντ, η εμπλοκή εξελίχθηκε εύκολα για τα Sea Harrier: «Στρίψαμε νότια και αρχίσαμε μια κάθοδο όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες ενδείξεις των ιχνών στα ραντάρ μας. Βγαίνοντας από τα σύννεφα τους είδαμε, σε απόσταση περίπου ενάμισι χιλιομέτρου. Σχεδόν ταυτόχρονα μας αντιλήφθηκαν κι εκείνοι και επιχείρησα μια πρώτη ριπή πυροβόλου από μακριά. Τα Τ-34 ανέβηκαν αμέσως μέσα στα σύννεφα και όταν προσπάθησα να τα καταδιώξω λίγο έλειψε να συγκρουστώ με ένα από αυτά». 

Τα ελαφρά Αργεντινά αεροσκάφη κατόρθωσαν να διαφύγουν κινούμενα προς το αεροδρόμιο του Πορτ Στάνλεϋ και τα δύο Sea Harrier επέστρεψαν στο κανονικό ύψος περιπολίας τους, όπου συναντήθηκαν με άλλον ένα σχηματισμό εχθρικών αεριωθουμένων. Καθώς οι αντίπαλοι απέφευγαν να εμπλακούν άμεσα, ο Γουόρντ διέκρινε τρεις γραμμές εξατμίσεων στον ουρανό. Μη διακρίνοντας τα αεροσκάφη που τις προκάλεσαν προσπάθησε να εγκλωβίσει με τον αισθητήρα υπερύθρων του Sidewinder τη μία από αυτές. Η έκπληξή του ήταν μεγάλη όταν διαπίστωσε λίγο αργότερα πως δεν επρόκειτο για αεροσκάφος, αλλά για πύραυλο που είχε εκτοξεύσει στο μεταξύ ο εχθρός.

Οι Αργεντινοί είχαν βάλει από πολύ μεγάλη απόσταση χωρίς επαρκή εγκλωβισμό και οι Βρετανοί χειριστές αρκέστηκαν να παρακολουθήσουν τα βλήματα να πέφτουν στη θάλασσα. Αργά το απόγευμα η Αργεντινή Αεροπορία αποφάσισε να κλιμακώσει την αναμέτρηση στέλνοντας μια δύναμη 20 μαχητικών της να προσβάλει τα Βρετανικά πλοία. Τα πρώτα Αργεντινά αεροσκάφη που έφθασαν κοντά στον στόχο τους ήταν τα Mirage IIIEA, τα οποία "προσέκρουσαν" σε έναν σχηματισμό Sea Harrier. Χειριστής ενός από αυτά ήταν και ο Μπάρτον, που πετούσε για τρίτη φορά μέσα στην ίδια ημέρα.


Επί λίγα λεπτά εξελίχθηκε το γνώριμο παιχνίδι της γάτας με τον ποντικό, έως ότου τα Mirage κατέβηκαν απότομα σε μικρότερο ύψος, επιλέγοντας έναν πιο αποφασιστικό ελιγμό. Ο Μπάρτον και ο υποπλοίαρχος Στηβ Τόμας έστρεψαν αμέσως κατά πάνω τους, πετώντας στα 3.355 m, στο ίδιο επίπεδο και στην ίδια ευθεία και με διαχωρισμό 1.600 m μεταξύ τους, ώστε να παρέχουν επαρκή αλληλοκάλυψη. Τα αντίπαλα αεριωθούμενα ανήκαν στην 8η Πτέρυγα της Αργεντινής Αεροπορίας, τη μοναδική που είχε ως αποκλειστικό ρόλο την αναχαίτιση. Χειριστές τους ήταν ο σμηναγός Γκαρσία Κουέρβα και ο υποσμηναγός Κάρλος Περόνα. 

Ο Τόμας τα «συνέλαβε» πρώτος στο ραντάρ του και συνέχισε να τα πλησιάζει μετωπικά με ταχύτητα 730 km/h, ενώ ο Μπάρτον έστριψε αριστερά με 990 km/h προσπαθώντας να εφαρμόσει έναν ελιγμό υπερκέρασης του αντιπάλου σχηματισμού για να βρεθεί πίσω του. Στο μεταξύ ο πρώτος εγκλώβισε στο ραντάρ του το επικεφαλής Αργεντινό αεροσκάφος, διστάζοντας ακόμη να πιστέψει ότι τα δύο Mirage θα τολμούσαν ποτέ να επιτεθούν κατ’ αυτόν τον στερούμενο φαντασίας τρόπο, πετώντας σε έναν ξεπερασμένο σχηματισμό το ένα δίπλα στο άλλο. Οι Βρετανοί πιλότοι υποψιάστηκαν προς στιγμή ότι επρόκειτο για παγίδα, αλλά η έρευνα του γύρω χώρου δεν έδειξε άλλη απειλή κι έτσι κινήθηκαν κατά των αντιπάλων τους.

Από τη θέση πλευροκόπησης που είχε λάβει ο Μπάρτον εγκλώβισε στο ραντάρ του το Νο 2 του
αργεντινού σχηματισμού και απέκτησε οπτική επαφή σε απόσταση 8 km. Τα Mirage δεν έδειξαν να έχουν αντιληφθεί τον κίνδυνο και συνέχισαν την πορεία τους πραγματοποιώντας ελαφρά αριστερή στροφή, η οποία έφερε το Νο 2 εντός του μέγιστου βεληνεκούς των πυροβόλων του Μπάρτον. Ο τελευταίος εξαπέλυσε μια ριπή αλλά δεν διέκρινε κανένα σημάδι που να πρόδιδε ευστοχία των βλημάτων των 30 mm, ούτε καν το ότι ο εχθρός είχε αντιληφθεί τη βολή. Ο Τόμας είχε αποκτήσει επίσης οπτική επαφή με τα δύο Mirage από απόσταση 13 km, αλλά γνώριζε ότι ο πύραυλος Sidewinder δεν μπορούσε να εγκλωβίσει επιτυχώς τον στόχο του από τόσο μακριά. 

Όταν η απόσταση που χώριζε το Sea Harrier από τα Mirage μειώθηκε σε οκτώ χιλιόμετρα, το ένα από τα τελευταία εκτόξευσε έναν πύραυλο αέρος - αέρος, ο οποίος όμως δεν ακολούθησε καλή πορεία και έπεσε προς τα αριστερά. Το δεύτερο Mirage πιθανώς πυροδότησε άλλον έναν πύραυλο, αλλά ούτε αυτός ενόχλησε τον Τόμας. Σύντομα το Sea Harrier διασταυρώθηκε μετωπικά με το αντίπαλο ζεύγος και ο χειριστής του τράβηξε πίσω το στικ για μια απότομη άνοδο, περνώντας πάνω από τον εχθρικό σχηματισμό ο οποίος έστρεφε αργά προς τα αριστερά χωρίς να έχει αντιληφθεί ακόμη την ύπαρξη του Μπάρτον.

Προσεγγίζοντας μεθοδικά και υπομονετικά τον στόχο του, ο Μπάρτον έφερε το αεροσκάφος του
κοντά στην «ώρα 6» του Περόνα, έως ότου ο χαρακτηριστικός βόμβος του Sidewinder στα ακουστικά του τον ειδοποίησε ότι το θύμα του βρισκόταν εντός παραμέτρων βολής με αρκετές πιθανότητες επιτυχίας. Η εκτόξευση πυραύλου ήταν ενδεδειγμένη λύση, καθώς το Mirage του Περόνα βρισκόταν εκτός του βεληνεκούς των πυροβόλων του Sea Harrier και επιπλέον απομακρυνόταν εκμεταλλευόμενο την καλύτερη επιτάχυνσή του. Ο Μπάρτον τοποθέτησε το αεροσκάφος του ελαφρώς χαμηλότερα από τον αντίπαλό του, ώστε η κεφαλή ανίχνευσης υπέρυθρης ακτινοβολίας του πυραύλου να «βλέπει» τον θερμό στόχο της απέναντι στο ψυχρότερο φόντο της νέφωσης, και πίεσε το κομβίο εκτόξευσης. 

Ο Sidewinder ξεκίνησε με μια περίεργη βουτιά χαμηλότερα και, αφού διένυσε περίπου 800 m, διόρθωσε την πορεία του και κατευθύνθηκε πάνω στο Mirage. Το κτύπησε έπειτα από τέσσερα δευτερόλεπτα, τυλίγοντάς το σε μια μπάλα φωτιάς. Τη στιγμή που ο Περόνα εγκατέλειπε το αεροσκάφος του πάνω από τη νήσο Πεμπλ, ο Τόμας κατεδίωκε πεισματικά τον Κουέρβα, ο οποίος κατέβαινε γρήγορα προς τη βάση της νέφωσης, στα 1.200 m, για να σωθεί. Το Sea Harrier ακολούθησε τον Αργεντινό με μια σχεδόν κατακόρυφη βύθιση και ο Sidewinder που εκτοξεύτηκε έφθασε πολύ κοντά στην ουρά του Mirage λίγο πριν χαθεί μαζί του μέσα στα σύννεφα. 

Ο Τόμας δεν μπόρεσε να διαπιστώσει άμεσα το αποτέλεσμα της βολής του, αλλά μετά τον πόλεμο έγινε γνωστό πως το αεροσκάφος του Κουέρβα υπέστη αρκετές ζημιές από την έκρηξη του πυραύλου και κατερρίφθη τελικά από φίλια πυρά όταν προσπάθησε να προσγειωθεί στο Πορτ Στάνλεϋ.Λίγα λεπτά μετά την κατάρριψη των δύο αργεντινών Mirage ένα ζεύγος Sea Harrier της 800 Μοίρας, με χειριστές τον υποπλοίαρχο Μάρτιν Χέηλ και τον σμηναγό Τόνι Πένφολντ της RAF, ενεπλάκη σε αερομαχία με ισάριθμα Dagger κοντά στη νήσο Λάιβλι. Τα Αργεντινά αεροσκάφη προηγήθηκαν πάλι στην εκτόξευση του πρώτου πυραύλου. Ο Χέηλ πραγματοποίησε έναν απότομο καθοδικό ελιγμό και κατάφερε να «σπάσει» τον εγκλωβισμό του βλήματος Shafrir. 

Ανεβαίνοντας για να εμπλακεί στην αερομαχία, είδε το Sea Harrier του Πένφολντ να καταρρίπτει το ένα Dagger με βολή πυραύλου AIM-9L και το εχθρικό αεροπλάνο να γκρεμίζεται βαριά κτυπημένο στη θάλασσα. Ο χειριστής του τελευταίου, υποσμηναγός Χοσέ Αρντίλες (εξάδελφος του ομώνυμου πασίγνωστου ποδοσφαιριστή), δεν βρέθηκε ποτέ. Ακολούθησε η επιτυχής εμπλοκή ενός άλλου ζεύγους Sea Harrier της 801 Μοίρας (χειριστές ο πλωτάρχης Μάικ Μπροντγουότερ και ο υποπλοίαρχος Αλαν Κέρτις), το οποίο πέτυχε να ανακόψει την πορεία μιας τριάδας βομβαρδιστικών Canberra καταρρίπτοντας το ένα από αυτά με βολή Sidewinder.

Οι αερομαχίες της Πρωτομαγιάς του 1982 είχαν λήξει με καθαρό νικητή το Sea Harrier και με ένα σκορ 4-0, που δεν άφηνε περιθώρια αμφισβήτησης της ποιοτικής ανωτερότητας των χειριστών του αλλά και των όπλων τους. Από τα 56 αεροσκάφη που είχαν απογειώσει οι Αργεντινοί, 20 είχαν αναγκαστεί να επιστρέψουν στις βάσεις τους με μηχανικές βλάβες, τέσσερα καταρρίφθηκαν και από τα υπόλοιπα μόνο τρία κατάφεραν να βρουν τα Βρετανικά πλοία και να τα προσβάλουν. Οι Βρετανοί πιλότοι δεν χρειάστηκε εκείνη την ημέρα (ούτε κάποια από τις επόμενες) να καταφύγουν στη χρήση του πιο γνωστού αμυντικού ελιγμού του Sea Harrier, στην αλλαγή κατεύθυνσης ώσης σε ευθεία πτήση (Vectoring In Forward Flight - VIFF). 

Κατά την οποία με μια κίνηση του μοχλού ρύθμισης των ακροφυσίων το αεροσκάφος επιβραδύνει σχεδόν ακαριαία από τα 1.100 km/h στα 370 km/h, δίνοντας την αίσθηση ότι «έχει κτυπήσει σε τοίχο». Ο ελιγμός αυτός δίνει πάντα στο Sea Harrier τη δυνατότητα να βρεθεί στην ουρά του αντιπάλου του, ο οποίος μοιραία προσπερνά και γίνεται ευάλωτος. Οι Αργεντινοί πιλότοι γνώριζαν γι' αυτή την ικανότητα του Sea Harrier. Ένας χειριστής Mirage είχε πει: «Το βασικό ήταν να μην προσπαθήσεις να ακολουθήσεις ένα Sea Harrier σε μικρό ύψος για πολύ χρόνο, διότι κατά πάσα πιθανότητα θα κατέληγες μπροστά στα σκοπευτικά του».


Από την πλευρά τους οι Βρετανοί ισχυρίστηκαν, με κάποια δόση υπερηφάνειας, ότι η μη χρήση του VIFF οφειλόταν στο ότι απλώς δεν βρέθηκαν ποτέ καταδιωκόμενοι από τον εχθρό.Οι χειριστές των Sea Harrier ήταν ικανοποιημένοι από τις επιδόσεις τους, αλλά δεν μπορούσαν να δεχθούν ότι ο εχθρός είχε πει την τελευταία του λέξη, ούτε να πιστέψουν ότι θα εξακολουθούσαν να είναι τυχεροί κατά τις επόμενες ημέρες, όταν οι Αργεντινοί θα βελτίωναν τις τακτικές τους και θα επανέρχονταν δριμύτεροι. Υπολόγιζαν ιδιαίτερα την απειλή που συνιστούσαν τα ταχύτατα Mirage III και οι καλά εκπαιδευμένοι πιλότοι τους, οι οποίοι ανήκαν στην πιο επίλεκτη μοίρα της Αργεντινής Αεροπορίας.

Ευτυχώς για τους Βρετανούς, η επιδρομή του Vulcan νωρίτερα την ίδια ημέρα κατατρόμαξε τον
αντίπαλο, ο οποίος προτίμησε να φυλάξει τα Mirage IIIEA για τον ρόλο της αεράμυνας της ηπειρωτικής χώρας, φοβούμενος επανάληψη του κτυπήματος εναντίον αστικών κέντρων. Στο εξής τα επίφοβα Mirage παρέμειναν μακριά από τα Φώκλαντ και τα Dagger, που θα μπορούσαν να συγκριθούν μαζί τους σε επιδόσεις, χρησιμοποιήθηκαν ως βομβαρδιστικά, χωρίς πυραύλους αέρος - αέρος. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι Βρετανοί πιλότοι απαλλάχθηκαν από τον χειρότερο εφιάλτη τους. Κατά τις επόμενες έξι εβδομάδες δεν επρόκειτο να αντιμετωπίσουν πάλι εχθρικά αεριωθούμενα οπλισμένα με βλήματα αερομαχίας.

Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΛΟΥ

Οι ανάγκες εγγύς υποστήριξης που δημιουργούσε η σχεδιαζόμενη απόβαση στα Φώκλαντ, ώθησε τη
Βρετανική στρατιωτική διοίκηση να διατάξει την αύξηση της δύναμης των Sea Harrier που επιχειρούσαν ήδη κοντά στα νησιά. Τα αεροσκάφη αυτά είχαν επωμισθεί το καθήκον της προστασίας του Στόλου. Αν και είχαν συμμετάσχει σε αποστολές κρούσης, δεν αποτελούσαν εξειδικευμένους φορείς γι' αυτόν το ρόλο.  Στις 4 Μαΐου τα πρώτα Harrier GR.Mk 3 της RAF απογειώθηκαν από τη βάση Σαίν Μώγκαν της Κορνουάλης με προορισμό τη νήσο της Ανάληψης και από εκεί το φορτηγό «Atlantic Conveyor», που είχε αναλάβει τον ιδιότυπο ρόλο του βοηθητικού αεροπλανοφόρου της αρμάδας.

Η αεροπορική ισχύς της Βρετανικής αρμάδας είχε αυξηθεί με την προσθήκη των αεροσκαφών της νεοσύστατης 809 Μοίρας της Αεροπορίας του Στόλου, η οποία κατέστη επιχειρησιακή μόλις στις αρχές Απριλίου 1982 με διοικητή τον πλωτάρχη Τιμ Γκετζ.  Τα πρώτα έξι Sea Harrier της 809 Μοίρας υποχρεώθηκαν να φθάσουν στη νήσο της Ανάληψης με 14 διαδοχικούς εναέριους ανεφοδιασμούς. Εκεί φορτώθηκαν στο «Atlantic Conveyor» στις 5 Μαΐου, για να καλύψουν το υπόλοιπο μέρος της διαδρομής μέχρι τα Φώκλαντ. Στο μεταξύ η αεροναυτική μάχη γύρω από τα Φώκλαντ γινόταν ολοένα σκληρότερη, με την Αργεντινή Ναυτική Αεροπορία να απαντά στις 4 Μαϊου βυθίζοντας το αντιτορπιλικό «Sheffield» και σκοτώνοντας 21 μέλη του πληρώματός του. 

Η χρήση, από πλευράς Αργεντινών, των Γαλλικών αεροσκαφών Super Etendard και των πυραύλων αέρος-επιφανείας Exocet, οι οποίοι είχαν βεληνεκές άνω των 50 km, προσέθεσε ένα ακόμη δυσεπίλυτο τακτικό πρόβλημα στις μοίρες των Sea Harrier.  Και οι Αργεντινοί όμως ήταν προβληματισμένοι: Ο ανθυποπλοίαρχος Αρμάντο Μαγιόρα, που συμμετείχε στην προσβολή του «Sheffield», ομολόγησε αργότερα: «Θεωρούσαμε τα Sea Harrier ως τον χειρότερο κίνδυνο και όχι τους πυραύλους επιφανείας - αέρος».

Την ημέρα που χάθηκε το «Sheffield», το Sea Harrier του υποπλοιάρχου Νικ Τέηλορ της 800 Μοίρας κατερρίφθη από αντιαεροπορικά πυρά κοντά στο Γκούζ Γκρην και το επόμενο πρωί άλλα δύο Sea Harrier, με χειριστές τους Εϊτον-Τζόουνς και Κέρτις, συγκρούστηκαν στον αέρα μέσα σε ένα σύννεφο και κατέπεσαν κοντά στην περιοχή του ναυαγίου.  Οι Βρετανοί μπορούσαν να παρηγορηθούν με τη σκέψη ότι στις 4 Μαΐου το Αργεντινό αεροπλανοφόρο «Veinticinco de Mayo» επέστρεψε στη βάση του, όπου και θα παρέμενε κατά το υπόλοιπο της σύρραξης, αφαιρώντας από τον χάρτη των απειλών το ενδεχόμενο χρήσης των 18 αεροπλάνων και ελικοπτέρων που μετέφερε από απρόσμενη κατεύθυνση.

Οι επόμενες ημέρες χαρακτηρίστηκαν από άσχημα καιρικά φαινόμενα, κατά τα οποία έγινε πάλι
αντιληπτό το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης των χειριστών της Αεροπορίας του Στόλου. Παρά τις αντίξοες συνθήκες τα Sea Harrier συνέχισαν να πετούν σε αποστολές CAP, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο αιφνιδιαστικής διείσδυσης εχθρικών αεροσκαφών στην περιοχή πλεύσης της αρμάδας. Η σκέψη αυτή πέρασε από τον νου των Αργεντινών, αλλά αποδείχθηκε παρακινδυνευμένη όταν οδήγησε σε απώλεια δύο A-4C Skyhawk από τον άσχημο καιρό στις 9 Μαΐου. Την ίδια ημέρα τα Sea Harrier της 800 Μοίρας επέστρεψαν για λίγο στον ρόλο των αεροσκαφών κρούσης, προσβάλλοντας το επιταγμένο Αργεντινό πλοίο «Narwal».

ΑΕΡΟΜΑΧΙΕΣ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΣΑΝ ΚΑΡΛΟΣ

Ο στρατηγός Μάριο Μενέντεζ, που είχε αναλάβει το βαρύ καθήκον της γενικής διοίκησης των
Αργεντινών δυνάμεων στα Φώκλαντ, είχε οργανώσει έτσι την άμυνά του ώστε να δίνει έμφαση στην
υπεράσπιση της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας, Πορτ Στάνλεϋ, όπου βρισκόταν άλλωστε και το κύριο αεροδρόμιο των νησιών. Ο κύριος όγκος των στρατευμάτων του συγκεντρώθηκε δυτικά της
πρωτεύουσας και ο υπόλοιπος χώρος καλύφθηκε με μικρές μεμονωμένες φρουρές, ενώ σε επίκαιρα
σημεία τοποθετήθηκαν μικρές ομάδες προκεχωρημένων παρατηρητών. Ήταν φανερό πως η Αργεντινή διοίκηση θεωρούσε πιθανότερη μια απευθείας απόβαση των Βρετανών στο Πορτ Στάνλεϋ, ώστε να μην παραταθούν χρονικά οι επιχειρήσεις και "κινδυνεύσουν" από διακοπή λόγω πιέσεων των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ. 

Ο Γούντγουορντ όμως είχε διαφορετική άποψη και δεν επρόκειτο να "συμμορφωθεί" με τις επιλογές του αντιπάλου του. Ο χειμώνας πλησίαζε στο νότιο ημισφαίριο και δεν υπήρχε η πολυτέλεια για καθυστερήσεις επειδή η παρατεταμένη παραμονή των στρατευμάτων στα πλοία θα είχε αρνητικό αντίκτυπο στο αξιόμαχό τους. Ως περιοχή απόβασης των Βρετανικών δυνάμεων επιλέχθηκε τελικά ο στενός πορθμός Φώκλαντ και συγκεκριμένα ο κόλπος Σαν Κάρλος, που προσέφερε σχετική προστασία από τις αεροπορικές επιδρομές και από τα γύρω υψώματα μπορούσε να εξασφαλιστεί η άμυνα του προγεφυρώματος. Οι Αργεντινοί είχαν παραλείψει να τοποθετήσουν αξιόλογες δυνάμεις στην περιοχή κι έτσι η επιτυχία του εγχειρήματος ήταν σχεδόν βέβαιη. 

Καθώς πλησίαζε η ημέρα της απόβασης, τα Sea Harrier συνέχισαν να κτυπούν ανελέητα τα Αργεντινά σκάφη γύρω από τα Φώκλαντ, προκαλώντας ζημιές στα «Rio Carcarona» και «Bahia Buen Suceso» στις 16 Μαΐου. Λίγες ημέρες αργότερα παρείχαν κάλυψη στους συναδέλφους τους των Harrier GR.3 όταν αυτοί προσέβαλαν μία συγκέντρωση ελικοπτέρων των Αργεντινών στο βουνό Κεν, δυτικά του Πορτ Στάνλεϋ. Νωρίς το πρωί της 21ης Μαΐου οι Βρετανοί πεζοναύτες αποβιβάστηκαν στον κόλπο Σαν Κάρλος με ταχύ ρυθμό. Οι Αργεντινοί αιφνιδιάστηκαν από αυτή την εξέλιξη. Πληροφορούμενοι τα τεκταινόμενα από το πλήρωμα ενός βομβαρδιστικού Canberra, αντελήφθησαν ότι η μόνη σοβαρή αντίδραση από την πλευρά τους μπορούσε να εκδηλωθεί από τον αέρα.


Σε λίγα λεπτά σχηματισμοί μαχητικών προσέβαλαν διαδοχικά τα βρετανικά πλοία πετώντας με αξιοθαύμαστη τόλμη σε πολύ μικρό ύψος. Οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να παράσχουν στις αποβατικές δυνάμεις την κάλυψη που θα επιθυμούσαν, επειδή τα αεροπλανοφόρα τους εξακολουθούσαν να βρίσκονται αρκετές δεκάδες χιλιόμετρα ανατολικά των Φώκλαντ, ώστε να μην κινδυνεύουν από εχθρικές επιδρομές. Συνεπώς τα Sea Harrier, που στερούντο της δυνατότητας ανεφοδιασμού σε πτήση, δεν είχαν παρά 10 λεπτά στη διάθεσή τους για να δράσουν πάνω από τον κόλπο Σαν Κάρλος και αυτό τα υποχρέωνε να μειώσουν την παρουσία τους εκεί. 

Από τις 18 Μαΐου άρχισαν να συμμετέχουν στις επιχειρήσεις και τα οκτώ Sea Harrier της 809 Μοίρας, που είχαν ολοκληρώσει τη μεταφορά τους στα αεροπλανοφόρα. Αυτό έδωσε σε κάθε Βρετανικό αεροπλανοφόρο τη δυνατότητα να διατηρεί συνεχώς δύο αεροσκάφη σε CAP, δύο στο σκέλος της επιστροφής και δύο καθ' οδόν για αντικατάσταση. Το HMS «Hermes» διέθετε πλέον 15 Sea Harrier και το HMS «Invincible» 10. Παρόλα αυτά ήταν αναπόφευκτο να υπάρξουν αρκετά κενά στην αεροπορική κάλυψη. Στις 13:00 και ενώ είχε ήδη πληγεί η βρετανική φρεγάτα HMS «Ardent», η Αργεντινή Αεροπορία εξακολουθούσε να επιτίθεται κατά κύματα.

Ο Γούντγουορντ έδωσε εντολή να αυξηθεί ο αριθμός των Sea Harrier πάνω από τον κόλπο Σαν Κάρλος σε 10 τουλάχιστον αεροσκάφη και το μέτρο αυτό απέδωσε αποτελέσματα. Νωρίς το απόγευμα δύο Sea Harrier, με χειριστές τους πλωτάρχες Νηλ Τόμας και Μάικ Μπλίσετ, ενημερώθηκαν από τη φρεγάτα HMS «Brilliant» για την προσέγγιση ενός ακόμη Skyhawk, το οποίο είχε μόλις εφορμήσει εναντίον του ΗΜS «Ardent» και είχε αστοχήσει με δύο βόμβες των 1.000 lb. Κατεβαίνοντας χαμηλότερα, στα 500 m, οι Βρετανοί πιλότοι διέκριναν όχι ένα αλλά τέσσερα Skyhawk να πλησιάζουν ταχύτατα από απόσταση πέντε χιλιομέτρων.

«Καθώς περνούσαμε από πάνω τους πρέπει να μας αντιλήφθηκαν», είπε αργότερα ο Μπλίσετ, «γιατί ο άψογος σχηματισμός σε σχήμα βέλους διαλύθηκε αυτόματα και τα είδαμε να απορρίπτουν δεξαμενές καυσίμων και βόμβες». Τα Skyhawk πραγματοποίησαν μια κλειστή δεξιά στροφή αλλά ο Μπλίσετ κατόρθωσε να πλησιάσει ένα από αυτά στα 400 m και να εκτοξεύσει έναν Sidewinder. Το βλήμα διέγραψε μια καμπύλη τροχιά και όταν άρχισε να οδεύει προς τον στόχο ένας άλλος AIM-9L πέρασε ξυστά δίπλα στο αεροσκάφος του Μπλίσετ. Προερχόταν από το Sea Harrier του Τόμας και σκόπευε ένα δεύτερο Skyhawk. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα και τα δύο βλήματα ευστόχησαν.

Σε εκείνη τη φάση οι επιθέσεις κατά των πλοίων στον πορθμό Φώκλαντ είχαν αρχίσει να αποκαλύπτουν την τακτική των Αργεντινών αεροπόρων. Φοβούμενοι ίσως την απώλεια περισσότερων Mirage, δεν έστελναν αυτά τα αεροσκάφη για να καλύψουν τα βομβαρδιστικά τους, αλλά δεν έδειχναν επίσης να αντιλαμβάνονται τη σημασία που είχε η μαζική προσβολή των πολεμικών πλοίων ώστε να κορεσθεί η αεράμυνά τους. Οι επιδρομές τους γίνονταν με λίγα αεροσκάφη κάθε φορά, σε χρονική κλιμάκωση, και δεν επικεντρώνονταν στα στρατεύματα και στα μεταγωγικά σκάφη αλλά στα πάνοπλα πολεμικά πλοία, κάτι που προκάλεσε τη δικαιολογημένη απορία των Βρετανών. 

Τα Dagger και τα Α-4 πετούσαν πολύ χαμηλά, ακολουθώντας το ανάγλυφο του εδάφους και χρησιμοποιώντας το για κάλυψη, εμφανίζονταν πάνω από τον κόλπο, έριχναν τις βόμβες τους με μία διέλευση και έσπευδαν να εξαφανιστούν ολοταχώς από την άλλη πλευρά, με χρήση μετακαυστήρα. Στις 14:35 πραγματοποίησαν την εμφάνισή τους τα Dagger. Ένα από αυτά δέχθηκε αμέσως ένα AIM-9L ενός Sea Harrier της 800 Μοίρας, όμως ένα δεύτερο προκάλεσε νέες ζημιές στο HMS «Ardent». Δεκαπέντε λεπτά αργότερα ένας άλλος σχηματισμός τριών Dagger είχε την ατυχία να "προσκρούσει" στα Sea Harrier του Γουόρντ και του Τόμας και κατερρίφθη ολόκληρος μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα.

Παρά την επιτυχία των Sea Harrier, οι συνεχείς επιθέσεις των Αργεντινών πιλότων δεν μπορούσαν να
αποκρουστούν στο σύνολό τους και η δεξιοτεχνία και η αυτοθυσία με τις οποίες τις πραγματοποιούσαν προκαλούσαν τον θαυμασμό. Στις 15:10 αεροσκάφη A-4Q του Αργεντινού Ναυτικού πέτυχαν πάλι το HMS «Ardent», προκαλώντας του ανεξέλεγκτη πυρκαγιά η οποία κατέληξε στη βύθισή του την επομένη. Τα Sea Harrier της 801 Μοίρας (υποπλοίαρχος Μόρελ και σμηναγός Τζων Λήμιν) αγωνίστηκαν πάλι με πείσμα και επαγγελματισμό, καταρρίπτοντας δύο από τα επιτιθέμενα Skyhawk και προκαλώντας ζημιές σε ένα τρίτο, το οποίο κατέπεσε αργότερα. 

Στο τέλος της ημέρας οι Αργεντινοί είχαν χάσει 12 αεροπλάνα και δύο ελικόπτερα, είχαν προκαλέσει αρκετές ζημιές στα βρετανικά πλοία, αλλά δεν είχαν κατορθώσει να αποτρέψουν την απόβαση, ούτε να σταματήσουν τη ροή στρατευμάτων και υλικών προς την ξηρά. Η 22α Μαΐου χαρακτηρίστηκε από κακοκαιρία και χαμηλή νέφωση, με αποτέλεσμα να ανασταλούν οι αεροπορικές επιχειρήσεις, στοιχείο που εκμεταλλεύθηκαν άριστα οι Βρετανοί για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το προγεφύρωμά τους. Όταν στις 23 Μαϊου ο καιρός βελτιώθηκε, τα Sea Harrier επανήλθαν στο γνώριμο έργο τους, ανακόπτοντας στις 10.30 μια προσπάθεια των Αργεντινών να μεταφέρουν εφόδια με ελικόπτερα από τα δυτικά στο Ανατολικό Φώκλαντ.

Τα αεροσκάφη της 801 Μοίρας πραγματοποίησαν αρκετές επιθέσεις κατά των αργοκίνητων ελικοπτέρων, καταρρίπτοντας ένα Agusta A109A και δύο Puma. Το μεσημέρι η Αργεντινή Αεροπορία εμφανίστηκε πάλι θορυβωδώς πάνω από τον κόλπο Σαν Κάρλος. Τέσσερα Skyhawk πέταξαν ξυστά πάνω από το νερό και αυτή τη φορά έπληξαν τη φρεγάτα HMS «Antelope», η οποία αντικατέστησε την HMS «Ardent». Eνα από αυτά κατέβηκε τόσο χαμηλά ώστε κτύπησε τον ύψους 26 m πρυμναίο ιστό του πλοίου, κόβοντάς του ένα κομμάτι πέντε μέτρων. Τα Sea Harrier της 800 Μοίρας πέτυχαν να καταρρίψουν λίγο αργότερα ένα Dagger, αλλά το ίδιο βράδυ σημειώθηκε η απώλεια ενός από αυτά.

Το οποίο, φορτωμένο με βόμβες για μια αποστολή κρούσης, έχασε τη στήριξή του και κατέπεσε στη θάλασσα αμέσως μετά την απονήωσή του από το αεροπλανοφόρο ΗΜS «Hermes». Στις 24 Μαΐου οι Βρετανοί έθεσαν σε εφαρμογή ένα νέο σχέδιο για τη βελτίωση της έγκαιρης προειδοποίησης του στόλου, τοποθετώντας βορειοδυτικά των Φώκλαντ τα σκάφη HMS «Broadsword» και HMS «Coventry», ώστε τα ραντάρ τους να καλύπτουν ευχερέστερα τις οδούς προσέγγισης των Αργεντινών αεροσκαφών. Η κίνηση αυτή απέφερε καρπούς και οι Αργεντινοί έχασαν άλλα τρία Dagger από τα Sea Harrier της 800 Μοίρας. 


Την επομένη, 171η επέτειο του Πολέμου για την Ανεξαρτησία της Αργεντινής κατά των Ισπανών, οι πιλότοι των Skyhawk απάντησαν με τη βύθιση του αντιτορπιλικού ΗΜS «Coventry», το οποίο "συνελήφθη" χωρίς αεροπορική κάλυψη δυτικά των Φώκλαντ και επλήγη με τρεις βόμβες των 1.000 lb που το ανέτρεψαν μέσα σε λίγα λεπτά. Την ίδια τύχη είχε και το «Atlantic Conveyor» (15.000 t), το «ταξί» που είχαν χρησιμοποιήσει αρκετά Sea Harrier για να φθάσουν στα Φώκλαντ. Κατά τη δεύτερη απόπειρά τους να πλήξουν τα βρετανικά αεροπλανοφόρα, οι Αργεντινοί έστειλαν ένα ζεύγος Super Etendard βορειοανατολικά των νησιών. Ένας από τους πυραύλους Exocet που εξαπέλυσαν, άνοιξε στα πλευρά του πλοίου μια τεράστια τρύπα, στέλνοντάς το στον βυθό μαζί με εννέα πολύτιμα ελικόπτερα.

Μέχρι τις 27 Μαΐου οι Βρετανοί είχαν σταθεροποιήσει επαρκώς το προγεφύρωμά τους, είχαν
αναδιοργανωθεί και ήταν έτοιμοι να κινηθούν προς το εσωτερικό του Ανατολικού Φώκλαντ, στέλνοντας δύο τάγματά τους προς το Πορτ Στάνλεϋ και ένα προς το Γκούζ Γκρην. Αν και οι Αργεντινοί πιλότοι συνέχισαν να παρενοχλούν τον Βρετανικό στόλο με σποραδικές επιδρομές, τα Sea Harrier που πετούσαν πάνω από τα νησιά είχαν όλο και λιγότερες ευκαιρίες να δρέψουν νέες δάφνες, όσο αραίωναν οι εμφανίσεις των εχθρικών αεροσκαφών. Ένα Sea Harrier χάθηκε σε ατύχημα στις 29 του μήνα και τρεις ημέρες αργότερα οι Αργεντινοί κατόρθωσαν να καταρρίψουν άλλο ένα με πύραυλο εδάφους - αέρος Roland. 

Ο Βρετανός χειριστής εγκατέλειψε επιτυχώς το αεροσκάφος του αλλά χρειάστηκε να παραμείνει αρκετές ώρες στα παγωμένα νερά του Νότιου Ατλαντικού μέχρι να τον περισυλλέξει ένα ελικόπτερο του HMS «Invincible». Τα μαχητικά του Ναυτικού είχαν τη δυνατότητα να πάρουν την εκδίκησή τους την 1η Ιουνίου, όταν ένα Sea Harrier της 801 Μοίρας εντόπισε έναν σπάνιο και εύκολο στόχο: ένα αργεντινό C-130E που είχε απογειωθεί από το Πορτ Στάνλεϋ με την αποστολή να εντοπίσει τη θέση του βρετανικού στόλου. Το αργοκίνητο Hercules δεν είχε καμία ελπίδα σωτηρίας και κατερρίφθη συμπαρασύροντας στον θάνατο το πλήρωμά του.

ΦΙΤΖΡΟΙ

Μετά τη φρενίτιδα των επιθέσεων εναντίον των πλοίων, η δραστηριότητα της Αργεντινής Αεροπορίας μειώθηκε κατακόρυφα κατά τις επόμενες ημέρες λόγω της επικρατούσας κακοκαιρίας. Οι Βρετανοί κατάφεραν να αξιοποιήσουν το προγεφύρωμα του κόλπου Σαν Κάρλος για να οργανώσουν εκεί μια μικρή προωθημένη βάση επιχειρήσεων για τα Sea Harrier. Η αεροπορική μάχη αναζωπυρώθηκε στις 8 Ιουνίου, όταν οι Βρετανοί αποπειράθηκαν να αποβιβάσουν στρατεύματα στον οικισμό Φιτζρόι ώστε να βρεθούν με ένα άλμα εγγύτερα στο Πορτ Στάνλεϋ. Ο καιρός είχε βελτιωθεί στο μεταξύ και οι Αργεντινοί πραγματοποίησαν μια καλά μελετημένη επιδρομή κατά των αποβατικών δυνάμεων:

Έξι A-4B Skyhawk συνοδευόμενα από έξι Dagger θα κτυπούσαν τα Βρετανικά πλοία στα ανοικτά του Φιτζρόι, ενώ λίγο νωρίτερα τέσσερα Mirage θα επιχειρούσαν να παρασύρουν μακριά τα Sea Harrier, εξαντλώντας τα καύσιμά τους και ανοίγοντας τον δρόμο για το κύριο επιθετικό κύμα. Η επιδρομή πέτυχε εν μέρει τον σκοπό της. Τα Mirage προσέλκυσαν την προσοχή των Sea Harrier και, όταν τα απομάκρυναν αρκετά από την περιοχή ενδιαφέροντος, έφυγαν, αξιοποιώντας τη μεγαλύτερη ταχύτητά τους. Στις 15:30 μία βόμβα αεροσκάφους Skyhawk έπληξε το αρματαγωγό «Sir Galahad», εκτοπίσματος 5.700 t, σκοτώνοντας 50 άνδρες και τραυματίζοντας πολλούς άλλους, ενώ τα Dagger
προκάλεσαν ζημιές στη φρεγάτα HMS «Plymouth».

Τα Αργεντινά αεροσκάφη επανέκαμψαν στις βάσεις τους χωρίς καμία απώλεια. Η επιτυχία οδήγησε στην εκδήλωση μιας νέας επιδρομής με οκτώ Skyhawk στις 16.45. Αυτή τη φορά όμως οι Βρετανοί ήταν πιο προσεκτικοί και έτοιμοι να υποδεχθούν τους αντιπάλους τους. Δύο Sea Harrier της 800 Μοίρας, με χειριστές τον σμηναγό Μόργκαν και τον υποπλοίαρχο Ντέηβ Σμιθ, που πετούσαν πάνω από τη στενή υδάτινη λωρίδα η οποία χωρίζει το Ανατολικό Φώκλαντ από τη Λαφονία, εντόπισαν ένα Α-4 που πετούσε χαμηλά και ακολουθώντας το ενεπλάκησαν σε μια από τις πιο χαοτικές αερομαχίες του πολέμου.

Ενώ ο Μόργκαν κατέβαινε για να εμπλακεί, ένα άλλο Skyhawk εμφανίστηκε αιφνιδιαστικά, πολυβόλησε τα αποβατικά σκάφη και έριξε μία βόμβα η οποία σκότωσε έξι Βρετανούς στρατιώτες. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Μόργκαν: «Το ζήτημα είχε γίνει πλέον πολύ προσωπικό. Δεν ήθελα απλώς να καταρρίψω ένα αεροσκάφος, αλλά να σκοτώσω τον άνθρωπο που ήταν στα χειριστήριά του. Με κάθε τρόπο». Τότε ένα τρίτο Skyhawk πέρασε σαν αστραπή μπροστά από τον Μόργκαν και ένα τέταρτο εμφανίστηκε μακρύτερα, αριστερά του. Αν ο Βρετανός πιλότος παρέμενε προσκολλημένος στο αεροσκάφος που κατεδίωκε, θα εκτίθετο επικίνδυνα στο τελευταίο A-4. 

Έτσι εκτέλεσε μία στροφή με πολλά G προς την κατεύθυνση της νεώτερης απειλής και εκτόξευσε εναντίον της έναν Sidewinder από ιδανική θέση βολής. «Πολύ μεγάλη έκρηξη, τεράστια μπάλα φωτιάς. Από τα κομμάτια που έπεσαν στη θάλασσα κανένα δεν θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερο από ένα καπέλο», είπε αργότερα ο Μόργκαν. Πριν ακόμη απομακρύνει το βλέμμα του από το τελευταίο θύμα του, πρόλαβε να διακρίνει άλλο ένα Skyhawk να διασταυρώνεται ταχύτατα μαζί του. Μέχρι τότε όλες οι βολές AIM-9L είχαν γίνει από θέση κοντά στην «ώρα 6» του αντιπάλου, χωρίς να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα «all aspect» του βλήματος.

Ο καινούργιος στόχος περνούσε μπροστά από το Sea Harrier του Μόργκαν προσφέροντας την ευκαιρία για μία εγκάρσια βολή και ο Βρετανός πιλότος δεν την άφησε να χαθεί. Ο Sidewinder εκτοξεύτηκε και ακολουθώντας μια λοξή πορεία κτύπησε το αργεντινό αεροσκάφος ακριβώς πίσω από την καλύπτρα, διαλύοντάς το. Ο Μόργκαν είχε εξαντλήσει τα βλήματα που μετέφερε και καθώς απεμπλεκόταν είδε τον Σμιθ να πετυχαίνει ένα τρίτο Skyhawk με ΑΙΜ-9L. Κατά τη διάρκεια της εμπλοκής τα Αργεντινά Mirage δεν τόλμησαν να επέμβουν, φοβούμενα τις ικανότητες των Βρετανών πιλότων και τους πυραύλους Sidewinder.

Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΩΝ SEA HARRIER

Η παραπάνω επρόκειτο να είναι η τελευταία νίκη των Sea Harrier κατά τον πόλεμο των Φώκλαντ. Τις
επόμενες ημέρες οι χερσαίες επιχειρήσεις εξελίχθηκαν με ταχύτητα και τα Harrier της RAF κυριάρχησαν στο προσκήνιο λόγω των αποστολών εγγύς υποστήριξης που αναλάμβαναν. Στις 14 Ιουνίου ο στρατηγός Μενέντεζ παραδόθηκε μαζί με ό,τι είχε απομείνει από την αργεντινή φρουρά και η εκστρατεία ανακατάληψης των νησιών ολοκληρώθηκε. Τα Sea Harrier απέδειξαν περίτρανα πόσο δίκιο είχαν οι ένθερμοι υποστηρικτές τους τα προηγούμενα χρόνια, όταν αντιμετώπιζαν την καχυποψία των «ειδικών» και τα εμπόδια της γραφειοκρατίας.


Τα αεροσκάφη αυτά αποδείχθηκαν στιβαρά, ανθεκτικά σε ζημιές από εχθρικά πυρά και εξαιρετικά αξιόπιστα, με διαθεσιμότητα που δεν έπεσε ποτέ κάτω από το 80%. Κατά τη διάρκεια της σύρραξης εκτέλεσαν 1.335 εξόδους, από τις οποίες 1.135 αφορούσαν αποστολές CAP. Κατά τις αρκετές αερομαχίες εκτόξευσαν 27 πυραύλους AIM-9L, από τους οποίους οι 24 ευστόχησαν καταρρίπτοντας 19 αεροπλάνα και ελικόπτερα των Αργεντινών (11 από αυτά τύπου Mirage ή Dagger), ενώ άλλα έξι υπέκυψαν σε βολές των πυροβόλων των 30 mm. Οι απώλειες των Sea Harrier ανήλθαν σε έξι: δύο καταρρίφθηκαν από αντιαεροπορικά πυρά και τέσσερα χάθηκαν από ατυχήματα.

Το Sea Harrier δικαίωσε όσους είχαν πιστέψει στην ανάγκη αυτόνομης Αεροπορίας Στόλου για το
Βασιλικό Ναυτικό και σημείωσε επιτυχίες που υπερέβησαν ακόμη και τις μεγάλες προσδοκίες. Είναι
αλήθεια ότι ευνοήθηκε από ανώτερα όπλα όπως ο πύραυλος AIM-9L, από την ασύγκριτα καλύτερη
εκπαίδευση των πληρωμάτων και από τα τακτικά σφάλματα των Αργεντινών, αλλά ο επικός αγώνας σε απόσταση 12.800 km από τις μητροπολιτικές βάσεις, υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες και απέναντι σε ταχύτερους και πολυαριθμότερους αντιπάλους, το καθιέρωσε δίκαια μεταξύ των κορυφαίων μαχητικών παγκοσμίως.

Η Βρετανία κέρδισε τον πόλεμο των Φώκλαντ και, αν και θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι το κατόρθωσε αποκλειστικά χάρη στα Sea Harrier, θα ήταν αδύνατο να νικήσει χωρίς αυτά. Ο Βρετανός Πρώτος Λόρδος της Θάλασσας (αρχηγός Ναυτικού), ναύαρχος σερ Χένρυ Λιτς, ήταν λακωνικός και σαφής: «Χωρίς τα Sea Harrier δεν θα μπορούσε να υπάρξει η αρμάδα».

SEA HARRIER : Ο «ΜΑΥΡΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ»

Η κρίση του 1982 βρήκε το Βασιλικό Ναυτικό της Βρετανίας να διαθέτει μόνο δύο αεροπλανοφόρα,
από τα οποία μπορούσε να απονηώσει έναν τύπο υποηχητικού μαχητικού με παράξενη όψη, που είχε
αναπτυχθεί αρχικά για τη RAF, πριν βρει τον δρόμο του προς τη θαλάσσια υπηρεσία. Το Sea Harrier ήταν το τελευταίο δείγμα μιας σειράς αεροσκαφών βραχείας - κάθετης απο-προσγείωσης. Ο κινητήρας του, ένας turbofan Rolls-Royce Pegasus 104 ώσης 21.500 lb, διέθετε τέσσερα ακροφύσια (δύο σε κάθε πλευρά) ικανά να στραφούν κατά 98 μοίρες. Χάρη σε αυτό το χαρακτηριστικό το Sea Harrier μπορούσε να εκτελέσει αιώρηση σαν ελικόπτερο και αμέσως μετά να επιταχύνει σαν κανονικό αεριωθούμενο μέχρι την ταχύτητα των 1.200 km/h.

Κανένα Harrier δεν είχε εμπλακεί ως τότε σε πραγματική μάχη. Τον Απρίλιο του 1982 το Βασιλικό Ναυτικό διέθετε μόνο 32 τέτοια αεροσκάφη, αριθμό πολύ μικρό για να αντέξει σε ενδεχόμενη φθορά. Το Harrier ήταν δημιούργημα της εταιρίας Hawker-Siddeley. Η RAF το είχε εντάξει στο οπλοστάσιό της τον Απρίλιο του 1969. Έξι χρόνια αργότερα ο τύπος προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Βασιλικού Ναυτικού. Το τελευταίο παρήγγειλε 34 αεροσκάφη τα οποία, αν και σχεδιαστικά βασίζονταν στο Harrier GR.3, είχαν πιο στρογγυλεμένη καλύπτρα, για καλύτερη θέα κατά τις αερομαχίες, και ελαφρά μακρύτερη άτρακτο για να φιλοξενηθεί στο ρύγχος το ραντάρ Blue Fox της Ferranti.

Το αεροσκάφος είχε μήκος 14,5 m, εκπέτασμα 7,6 m και πτερυγική επιφάνεια 18,68 τ.μ. Ζύγιζε κενό 5.942 kg και μπορούσε να απονηωθεί με μέγιστο βάρος 11.884 kg. Η εμβέλειά του έφθανε τα 740 km και ο τυπικός οπλισμός του σε αποστολές αναχαίτισης αποτελείτο από δύο βλήματα AIM-9L και δύο πυροβόλα Aden Mk4 των 30 mm με απόθεμα 300 φυσιγγίων. Αντί για συμβατικούς καταπέλτες απονήωσης τα Βρετανικά αεροπλανοφόρα είχαν στο πρωραίο τμήμα του καταστρώματος μία κεκλιμένη ράμπα (ευφυέστατα απλή ιδέα του πλωτάρχη Ντάγκλας Τέηλορ), η οποία ουσιαστικά έστελνε το αεροσκάφος στον αέρα.

Ο χειριστής του Sea Harrier δεν είχε παρά να ρυθμίσει τα ακροφύσια του κινητήρα στην κατάλληλη γωνία και βρισκόταν στον αέρα έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα, με τη μισή ταχύτητα και το ένα τρίτο της απόστασης τροχοδρόμησης που θα χρειαζόταν σε ένα επίπεδο κατάστρωμα. Εκτός από την απονήωση, τα ακροφύσια κατευθυνόμενης ώσης βοηθούσαν επίσης το Sea Harrier να επιχειρεί από τα αεροπλανοφόρα υπό καιρικές συνθήκες απαγορευτικές για οποιονδήποτε άλλο τύπο αεριωθουμένου. Σε τρικυμιώδη θάλασσα τα αμερικανικά αεροσκάφη πρέπει να απονηώνονται όταν η πλώρη του αεροπλανοφόρου είναι σε άνοδο, ενώ η προσνήωσή τους είναι εξαιρετικά επικίνδυνη, με πολλές πιθανότητες συντριβής στο κατάστρωμα.


Το Sea Harrier κατευθυνόταν προς το μέσο του καταστρώματος, το οποίο ήταν σχεδόν ακίνητο, και αφού αιωρείτο για λίγο κατέβαινε απαλά, σε πείσμα των καιρικών συνθηκών. Το Sea Harrier αντιστάθμιζε την έλλειψη μεγάλης ταχύτητας με τις εξαιρετικές πτητικές επιδόσεις στην περιοχή ταχυτήτων όπου διεξάγεται συνήθως μια αερομαχία. Οι πιλότοι του γρήγορα ανακάλυψαν ότι η κατευθυνόμενη ώση και η αεροδυναμική συμπεριφορά του αεροσκάφους τού έδιναν τη δυνατότητα να επικρατεί έναντι οποιουδήποτε αντιπάλου στα «ψαλίδια» και γενικά στους ελιγμούς μικρής ταχύτητας κατά τους οποίους τα μαχητικά πετούν πολύ κοντά στα όρια απώλειας στήριξης. 

Οι Βρετανοί χειριστές έμαθαν να φθάνουν στην "ώρα 6" του αντιπάλου ακόμη και χωρίς τη χρήση μετακαυστήρα, εξοικονομώντας καύσιμα και αναγκάζοντας τον εχθρό να απεμπλέκεται πρώτος ή να καταρρίπτεται. Ακόμη και σε μικρό ύψος και με πλήρη ισχύ κινητήρα το Sea Harrier κατανάλωνε 91 kg καυσίμου το λεπτό, όταν το Phantom στις ίδιες συνθήκες καταβρόχθιζε 817 kg το λεπτό. Η δεξιότητα των Βρετανών χειριστών είχε αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε το αποτέλεσμα της αναμέτρησης με οποιονδήποτε αντίπαλο να είναι σχεδόν βέβαιο. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τους μήνες που προηγήθηκαν του πολέμου των Φώκλαντ, τα Sea Harrier της 801 Μοίρας είχαν νικήσει με σκορ 27 - 10 τους περίφημους «Aggressors» της Αμερικανικής Αεροπορίας και είχαν κατατροπώσει με 7-1 ακόμη και τα πανίσχυρα F-15 που στάθμευαν στο Μπίτμπουργκ της Γερμανίας, αν και τα τελευταία διέθεταν καλύτερο ραντάρ και ήταν οπλισμένα με πυραύλους ημιενεργού καθοδήγησης AIM-7 Sparrow. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Αργεντινοί, έπειτα από την πικρή πείρα που απέκτησαν πολεμώντας εναντίον τους, τούς έδωσαν το προσωνύμιο «La Muerta Negra» («O μαύρος θάνατος»).

Τα διδάγματα του πολέμου των Φώκλαντ οδήγησαν το Βασιλικό Ναυτικό να επιδιώξει κατά τα επόμενα χρόνια την αναβάθμιση των Sea Harrier. Το 1990 υπογράφηκε η σύμβαση για την αναβάθμιση 29 FRS.Mk1 στο επίπεδο FA2 και η παραγγελία για 23 νέα Sea Harrier FA2, με ραντάρ παλμικό doppler, ικανότητα κατόπτευσης και βολής εναντίον χαμηλά ιπτάμενων στόχων (look down-shoot down) και βλήματα ημιενεργού καθοδήγησης AIM-120 AMRAAM. 

Το 2002 το Βρετανικό Υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αποσύρει όλα τα Sea Harrier μέχρι το 2006, κάτι που προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών, αφού ο αντικαταστάτης τους, το αμερικανικό F-35 (JSF), δεν αναμένεται να καταστεί επιχειρησιακός πριν από το 2012. Στο μεταξύ οι Μοίρες 800 και 801 της Αεροπορίας του Στόλου θα πετούν με Harrier GR9 της RAF. Έτσι μοναδικός χρήστης του Sea Harrier παγκοσμίως θα μείνει το Ινδικό Ναυτικό, που διαθέτει 23 FRS.Mk 51.

AIM-9L : Ο ΚΡΥΦΟΣ "ΑΣΣΟΣ" ΤΩΝ SEA HARRIER

Ένα βασικό πλεονέκτημα των Sea Harrier κατά την εκστρατεία των Φώκλαντ αφορούσε τους νεοπαραληφθέντες αμερικανικούς πυραύλους αέρος-αέρος υπέρυθρης ακτινοβολίας AIM-9L Sidewinder, οι οποίοι, σε αντίθεση με παλαιότερες εκδόσεις του όπλου, έχουν τη δυνατότητα να εγκλωβίσουν έναν στόχο από οποιαδήποτε γωνία, ακόμη και μετωπικά. Αυτό απαλλάσσει τον χειριστή από την ανάγκη να επιδιώκει πάντα να βρεθεί στην «ώρα 6» του αντιπάλου του και αποτέλεσε έναν πραγματικό πονοκέφαλο για όλες τις αεροπορίες μέχρι να βρεθεί το αντίδοτό του, στον έλεγχο της ώσης του κινητήρα, για μείωση του θερμικού ίχνους.

Με την εμφάνιση του AIM-9L στο προσκήνιο οι παλαιές τακτικές κλειστής αερομαχίας κατέστησαν απαρχαιωμένες, αφού ο στιγμιαίος ρυθμός στροφής ήταν πλέον πολύ σημαντικότερος από τον παρατεταμένο ρυθμό στροφής. Η ικανότητα ενός αεροσκάφους να «τοποθετεί» το ρύγχος του πάνω στον αντίπαλο και να εκτοξεύει γρήγορα έναν πύραυλο, απέκτησε μεγαλύτερη σπουδαιότητα από την ικανότητα να ελίσσεται μέχρι να βρεθεί πίσω από τον στόχο. Το βλήμα AIM-9L τέθηκε σε παραγωγή το 1976 και διαθέτει ισχυρότερο κινητήρα στερεών προωθητικών και βελτιωμένο πυροσωλήνα προσέγγισης, που αυξάνει τη φονικότητά του και τον καθιστά ανθεκτικό σε ηλεκτρονικά αντίμετρα. 


Επιπλέον η κωνική κεφαλή ανίχνευσης περικλείει έναν αισθητήρα αυξημένης ευαισθησίας, με αυξημένη σταθερότητα στον εγκλωβισμό και στην παρακολούθηση του στόχου ακόμη και όταν αυτός ελίσσεται βίαια. Αν και μια θέση κοντά στην «ώρα 6» αυξάνει κατά πολύ τις πιθανότητες επιτυχούς βολής του AIM-9L, περιορίζοντας τις δυνατότητες διαφυγής του αντιπάλου, οι επιδόσεις του πυραύλου σε βολές από κάθε γωνία είναι εκπληκτικές και συνέβαλαν στην επικράτηση των Βρετανών στα Φώκλαντ και των Ισραηλινών στον Λίβανο την ίδια περιοχή.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 

ΧΑΡΤΕΣ 






Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ ΦΩΚΛΑΝΤ 














(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)




ΠΗΓΕΣ :

(1) :
http://www.istorikathemata.com/2010/04/1982.html

(2) :
http://www.elesme.gr/elesmegr/periodika/t38/t38_08.htm

(3) :
http://www.mapnall.com/el/%CE%A7%CE%AC%CF%81%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%9D%CE%AE%CF%83%CE%BF%CE%B9-%CE%A6%CF%8E%CE%BA%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CF%84_1072761.html

(4) :
http://www.livepedia.gr/content-providers/periskopio/aeroporiki-istoria/3497SEA-HARRIER.pdf

(5) :
http://www.skai.gr/news/world/article/220419/ta-aporrita-arheia-tou-forein-ofis-gia-ton-polemo-ton-foklad/

(6) :
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_world_2_01/04/2007_221572

(7) :
http://ikee.lib.auth.gr/record/136250/files/GRI-2015-14190.pdf

(8) :
http://reviews.in.gr/world/falklands_war/

(9) :
http://www.militaryhistory.gr/articles/view/155




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Copy Right

print and pdf

Print Friendly and PDF

Share This

Related Posts