OΧΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΣΤΡΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Τέσσερα πελάγη βρέχουν τη γενέθλια γη του Δία: το Κρητικό, το Ιόνιο, το Λυβικό και, από το ακρωτήριο Λίθινο ως το ακρωτήριο Σίδερο, το Αιγυπτιακό πέλαγος. Έκταση: 8.331 τ. χλμ. Ανάπτυξη ακτών: 1.046,4 χλμ. Κάτοικοι: 604.160 (2011: 621.340). Η βόρια ακτή της Κρήτης έχει εντελώς διαφορετική μορφολογία από τη νότια. Η πρώτη διαθέτει χερσονήσους και μεγάλα ακρωτήρια, εκτεταμένους κόλπους και πολλούς όρμους, ενώ η νότια είναι ελάχιστα διαμελισμένη. Οι κυριότεροι κόλποι δυτικά προς τα ανατολικά είναι, του Κίσσαμου, των Χανίων, της Σούδας, του Αλμυρού, του Μιραμπέλου και της Σητείας, στο Λυβικό πέλαγος διανοίγεται ο κόλπος της Μεσσαράς, στη βόρεια ακτή σχηματίζονται οι χερσόνησοι Γραμβούσας, Ροδωπού, Ακρωτηρίου, Σπιναλόγκας και Σητείας. Οι νησίδες Γραμβούσα και Άγρια Γραμβούσα είναι προεκτάσεις της ομώνυμης χερσονήσου του βορειοδυτικού άκρου της Κρήτης...
Το Ποντικονήσι και οι Άγιοι Θεόδωροι βρίσκονται στον κόλπο των Χανίων. Η Παλαιοσούδα και η Σούδα είναι κοντά στα ακρωτήρια Πρώτο και Δεύτερο της χερσονήσου του Ακρωτηρίου. Η Δία ή Στανδία βορειοδυτικά του Ηρακλείου. Η Σπιναλόγκα κοντά στο ομώνυμο ακρωτήριο. Η Κολοκυθιά, οι Άγιοι Πάντες, η Ψείρα, οι Διονυσάδες, Έλασα, νοτιοδυτικά του ακρωτηρίου Σίδερο. Οι Γράντες, το Κουφονήσι και το Γαϊδουρονήσι, νότια της Ιεράπετρας. Τα Παξιμάδια, η Γαύδος (29,59 τ. χλμ.), η Γαυδοπούλα νότια της Χώρας Σφακίων. Το Ελαφονήσι βορειοδυτικά του ακρωτηρίου Κριός. Το ακρωτήριο Τρυπητή της Γαύδου είναι το νοτιότερο σημείο της Ελλάδας.
Τα βουνά της Κρήτης σχηματίζουν τρεις όγκους: των Λευκών Ορέων, της Ίδης και της Δίκτης. Κοινά χαρακτηριστικά τους είναι το πλήθος των σπηλαίων και τα βαθιά φαράγγια, όπου βρίσκονται τα περισσότερα χωριά και το μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Το ψηλότερο σημείο των Λευκών Ορέων είναι η κορυφή Πάχνες (2.452 μ). Άλλες κορφές ψηλότερες των 2.000 μέτρων είναι ο Τροχάρης (2.402 μ.), ο Σωρός (2.397 μ.), ο Σωρός της Γριάς (2.331 μ.), οι Μισοκεφάλες (2.240 μ.), το Άγιο Πνεύμα (2.247 μ.), το Κάστρο (2.218 μ.), η Τσαρανοκεφάλα (2.140 μ.), ο Βοκαλιάς (2.116 μ.), το Μελιντάου (2.153 μ.), το Όρνιο (2.151 μ.) και το Μαύρο Αλάνι (2.068 μ.)
Οι νότιες πλαγιές των Λευκών Ορέων χωρίζονται με κοιλάδες, χαράδρες και φαράγγια. Περίφημα είναι τα φαράγγια της Σαμαριάς, της Ίμπρου και του Λαγκού Κατρέ (φαραγγιού του Κατρέα). Το φαράγγι της Σαμαριάς ξεκινά από το οροπέδιο του Ομαλού και καταλήγει στην πεδιάδα της Αγίας Ρούμελης. Είναι το μεγαλύτερο της Κρήτης και παγκοσμίως γνωστό. Έχει πλάτος 3 έως 30 μέτρα και βάθος μέχρι και 500. Το φαράγγι της Ίμπρου (Νίμπρου) έχει απόκρημνες πλαγιές, ενώ ο πυθμένας του φτάνει τα 300 μέτρα. Ξεκινά κοντά από το οροπέδιο του Ασκύφου και καταλήγει στην πεδιάδα της Χώρας Σφακίων.
Ο Λαγκός του Κατρέ ξεκινά από τη θέση Ξυλόδεμα και καταλήγει στην Κράπη Αποκορώνου. Μπορεί να είναι μικρότερο από τα προηγούμενα δύο, αλλά είναι εξίσου απότομο στις πλαγιές του και εξαιρετικά δύσβατο. Άλλα φαράγγια είναι του Θερίσου Κυδωνίας, του Στύλου και της Ραμνής Αποκορώνου, της Αγίας Ειρήνης Σελίνου, του Πετρέ Ρεθύμνης, του Μυθρίου Αγίου Βασιλείου. Από τα οροπέδια των Λευκών Ορέων, κυριότερα είναι του Ομαλού (υψόμετρο 1.50 μ.), του Ασκύφου (υψόμετρο 710 μ.) και του Καλλικράτη (750 μ.). Η Ίδη είναι ο περίφημος Ψηλορείτης με ψηλότερη κορφή του τον Τίμιο Σταυρό (2.456 μ.).
Από το κέντρο της Κρήτης, τα παρακλάδια του προχωρούν στις επαρχίες Μυλοποτάμου (Ταλλαία Όρη), Μαλεβιζίου (Κουδούνι 1.460 μ., Σκινακά 1.752 μ.) Τεμένους (Γιούκτας 811 μ., Μονοδενδρίου 803 μ.), Καινουργίου (Λόγκος 1.720 μ., Σαμάρι 1.417 μ.), Αμαρίου (Κέδρος ή Κέδριον Όρος 904 μ.), Αγίου Βασιλείου (Ξηρό Όρος 904 μ.). Στην επαρχία Μυλοποτάμου βρίσκεται το Σπήλαιο της Αγίας Σοφίας, περίφημο για τους σταλακτίτες του. Στο οροπέδιο της Νίδας (1.472 μ.) βρίσκεται το Ιδαίον άντρο, όπου στην αρχαιότητα λατρευόταν ο Κρηταγενής Ζευς. Η αρχαιολογική σκαπάνη το αποκάλυψε στα 1884. Σημαντικό είναι επίσης το φαράγγι Νιθαύρεως στην επαρχία Αμαρίου.
Η Δίκτη είναι τα Λασιθιώτικα Βουνά με ψηλότερη κορυφή το Λασίθι (2.148 μ.). Προέκτασή του είναι τα Αστερούσια Όρη με την κορυφή Κοφίνα στα 1.231 μ. Ανατολικές προεκτάσεις της Δίκτης είναι τα Όρη της Σητείας με τα βουνά Θρύπτη (1.426 μ.), Όρνο (1.238 μ.), Ρωμανάτι (937 μ.), Πυρόβολος (819 μ.), Δαμνόνι (815 μ.). Το οροπέδιο του Λασιθίου κλείνεται από τα βουνά της Ίδης Σελένα, Καθαρό, Λάσαρο και Σαρακίνο. Το κλίμα της μεγαλονήσου είναι ξηρό και ήπιο. Η Κρήτη είναι μία από τις περιοχές της Ελλάδας που παρουσιάζουν περίπου σταθερή αύξηση του πληθυσμού. Το νησί έχει υψηλό ποσοστό γεωργικής γης.
Πολλά και διάφορα προϊόντα καλλιεργούνται: Ελιά, πορτοκαλιά, αμυγδαλιά, αμπέλια, σιτηρά, όσπρια και λαχανικά. Ευδοκιμούν οι αχλαδιές, συκιές, λεμονιές, μανταρινιές, κιτριές, καστανιές, μηλιές και βερικοκιές. Κι ακόμα, υπάρχει μεγάλος αριθμός χαρουπόδενδρων. Η κτηνοτροφία είναι προσανατολισμένη κυρίως στην εκτροφή αιγοπροβάτων. Εκτρέφονται όμως και χοίροι και βοοειδή. Αναπτυγμένη είναι επίσης και η πτηνοτροφία.
Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΟΝΗΣΟΥ
Ήταν στην αρχή του Καινοζωικού γεωλογικού αιώνα (γύρω στα 35 εκατομμύρια χρόνια πριν από την εποχή μας), όταν σχηματίστηκε η Αιγηίδα, μια απέραντη στεριά από τα δυτικά της Κέρκυρας και της Κεφαλονιάς ως και τις Μικρασιατικές ακτές. Κι από τα νότια της Γαύδου ως πέρα από τα βόρια της Μακεδονίας. Γύρω στα 18 εκατομμύρια χρόνια πριν από την εποχή μας, ξεκίνησε ο κατακερματισμός της Αιγηίδας και η ανύψωση οροσειρών, ανάμεσα στις οποίες και οι «Κρητικές πτυχώσεις». Στα τέλη της Μειόκαινου με αρχές της Πλειόκαινου περιόδου του Καινοζωικού αιώνα (περίπου 13 εκατομμύρια χρόνια πριν), η θάλασσα είχε βρει διεξόδους ανατολικά και δυτικά της σημερινής Κρήτης που λίγο λίγο αποχωριζόταν και από τη στεριά στα βόριά της.
Στη θέση όπου βρίσκεται η σημερινή Κρήτη, σχηματίστηκε ένα επίμηκες νησί με ακανόνιστη περίμετρο. Οι γεωλογικές αναστατώσεις συνεχίστηκαν. Τα ρήγματα που δημιουργήθηκαν, έκαναν το επίμηκες νησί να κατακερματιστεί. Πριν από πέντε εκατομμύρια χρόνια, η θάλασσα χώριζε τα Χανιά από το Ηράκλειο κι αυτό από το Λασίθι, ενώ το ακραίο ανατολικό τμήμα αποτελούσε ξεχωριστό νησί. Νέες ανυψώσεις άρχισαν να ενώνουν μεταξύ τους τα κομμάτια του γήινου παζλ. Γύρω στα 400.000 χρόνια πριν από την εποχή μας, η Κρήτη πήρε περίπου τη σημερινή μορφή της αλλά είχε μεγαλύτερη έκταση. Οι τεκτονικές μετακινήσεις συνεχίστηκαν κι ακόμα συνεχίζονται.
Και είναι αυτές που προκαλούν τους τεκτονικούς σεισμούς, από τους οποίους κατά καιρούς η μεγαλόνησος υποφέρει. Οι καταστροφές, που οι σεισμοί προκάλεσαν στα απώτερα χρόνια, αποτέλεσαν και σταθμούς στην εξέλιξη του πολιτισμού. Την εποχή του Χαλκού (από το 2600 π.Χ. κι έπειτα), σχεδόν κάθε καταστροφικός σεισμός σηματοδοτούσε την αρχή μιας νέας πιο λαμπρής περιόδου. Η Κρήτη όμως είχε κατοικηθεί από πολύ νωρίτερα. Ευρήματα μιλούν για κατοίκηση από το 7.000 π.Χ. (Νεολιθική εποχή). Μετά το 3.000 π.Χ., οι νεολιθικοί άνθρωποι απλώνονταν σε πυκνούς οικισμούς σε όλο το πλάτος και το μήκος του νησιού.
Ήταν γύρω στα 2.600 π.Χ. όταν ξεκίνησαν αραιές αρχικά, πιο πυκνές στη συνέχεια, διεισδύσεις ενός Μεσογειακού τύπου ανθρώπων. Οι ειδικοί διαφωνούν ακόμα για την προέλευσή τους. Η μυθολογία παραπέμπει στις στενές επαφές ανάμεσα στην Κρήτη και την Αίγυπτο, τη Συρία και, κυρίως, τη Λιβύη. Το μείγμα όμως Νεολιθικών και καινουριοφερμένων αποδείχτηκε δυναμικό κι οδήγησε σ’ αυτό που ονομάζουμε Μινωικό πολιτισμό. Στο νησί της Κρήτης έχουν βρεθεί δείγματα πολιτισμού από την έβδομη χιλιετία π.Χ.. Το 3000 π.Χ. θεωρείται κατά προσέγγιση η αφετηρία του Μινωικού πολιτισμού, ο οποίος είναι ο αρχαιότερος της Ευρώπης.
ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΗΣΙΟΥ
Η Κρήτη, από τα αρχαία χρόνια, είχε αναπτύξει ένα λαμπρό πολιτισμό, αποτέλεσμα της εξαιρετικής γεωφυσικής διαμόρφωσής της και του εύφορου εδάφους της. Τα ψηλά βουνά, τα μεγάλα οροπέδια, οι δασώδης εκτάσεις, τα φαράγγια και οι ατέλειωτες ακτές, συνέθεταν ένα τοπίο μοναδικής φυσικής ομορφιάς. Τα παραπάνω δημιούργησαν, τις απαραίτητες προϋποθέσεις ώστε οι Κρητικοί να διαμορφώσουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, δυνατό και ελεύθερο. Η γεωγραφική θέση της Κρήτης, ήταν όμως η αιτία να γίνει στόχος πολλών ξένων κατακτητών, στη διάρκεια των αιώνων. Βρισκόταν ανάμεσα στην Αφρική, την Ευρώπη και την Ασία.
Είναι εμφανές λοιπόν ότι η θέση της Κρήτης, ανάμεσα στις τρεις αυτές ηπείρους ήταν σημαντική, καθώς αποτελούσε εμπορικό σταυροδρόμι και στρατηγικό στόχο των διάφορων κατακτητών. Ο σπουδαίος πολιτισμός που είχε αναπτυχθεί στο νησί υπέστη δοκιμασία το 12ο π.Χ. αιώνα με τον ερχομό των Δωριέων. Το σκληρό Δωρικό διοικητικό σύστημα επέφερε κοινωνικές αναταραχές στο Μινωικό πληθυσμό της Κρήτης και οι επιδράσεις ήταν αρνητικές. Αργότερα έρχεται η σειρά των Ρωμαίων να κατακτήσουν το νησί. Αυτοί πάντως δεν δημιούργησαν σοβαρές κοινωνικές αλλοιώσεις στον Κρητικό πληθυσμό.
Έπειτα έρχεται η μετεξέλιξη του ανατολικού τμήματος του απέραντου κράτους τους σε Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής περιόδου οι Βυζαντινοί δεν συνειδητοποιούν τη μεγάλη σημασία της Κρήτης και τη σπουδαία θέση που κατείχε αυτή στο χάρτη. Το 824 το νησί κατακτάται από τους Άραβες. Τότε ήρθε μία σκοτεινή περίοδος για την Κρήτη και το δουλεμπόριο γνώρισε μεγάλη άνθηση. Οι Άραβες γίνονται κύριοι του νησιού για 137 ολόκληρα χρόνια Έτσι μόνο μετά την Αραβοκρατία οι Βυζαντινοί κατάλαβαν τη σπουδαιότητα της Κρήτης και αγωνίστηκαν σκληρά για να την ανακαταλάβουν.
Το 961 ο Νικηφόρος Φωκάς καταλαμβάνει και πάλι το νησί και έτσι αρχίζει η Β’ Βυζαντινή Περίοδος (961 - 1204). Τα διάφορα ιστορικά γεγονότα και τα προβλήματα που είχε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία οδήγησαν στην κατάπτωση της, και οι Ευρωπαίοι βρήκαν την ευκαιρία να λεηλατήσουν τα εδάφη της, μέσα σε αυτά βέβαια και την Κρήτη. Έτσι το 1204 το νησί έπεσε στα χέρια των Γενουάτων πειρατών. Αμέσως όμως οι Ενετοί την παίρνουν από αυτούς και έτσι αρχίζει τον 13ο αιώνα η σκληρή περίοδος της Ενετοκρατίας. Η πολυτάραχη αυτή περίοδος, όπου η Κρήτη ήταν στα χέρια των Ενετών κράτησε πάνω από τέσσερις αιώνες.
Η Μεσαιωνική και η σύγχρονη ιστορία της Κρήτης είναι συνυφασμένη με την ιστορία των κρατών των οποίων το νησί υπήρξε μέρος, με εξαίρεση ορισμένες περιόδους αυτονομίας όπως το ντε φάκτο αυτόνομο εμιράτο της Κρήτης, την βραχύβια δημοκρατία του Αγίου Τίτου και την Κρητική πολιτεία των αρχών του 20ου αιώνα. Καθ’ όλη την Βυζαντινή περίοδο και το πρώτο μισό της Ενετικής περιόδου το νησί μετρά δεκάδες μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις και αποστασίες. Από τα τέλη του 14ου αιώνα και έπειτα η Κρήτη μπαίνει μαζί με την δυτική Ευρώπη στην περίοδο της Αναγέννησης και παρουσιάζει άνθηση των τεχνών και των γραμμάτων, η οποία θα τελειώσει με την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669.
Οι Τούρκοι μετά από πολυάριθμους αγώνες την κατέλαβαν. Τότε άρχισε μία νέα τραγική περίοδος για τον άμοιρο Κρητικό λαό, η οποία διείρκησε πάνω από 230 χρόνια. Η Τουρκοκρατία θα διαρκέσει σχεδόν δυο αιώνες έως την επανάσταση του 1866 και οριστικά το 1896 με την επέμβαση των μεγάλων δυνάμεων. Τότε μετά από σκληρούς αγώνες των Κρητικών επήλθε η πολυπόθητη ελευθερία.
ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι Κατακτητές, άφησαν στο νησί τα δικά τους σημάδια ώστε να μας θυμίζουν σήμερα τα πολυτάραχα χρόνια που πέρασε η Κρήτη στο πέρασμα των αιώνων. Οι σημαντικότερες οχυρώσεις στην Κρήτη αρχίζουν να κατασκευάζονται το 824 όταν οι Άραβες βρίσκουν σχεδόν ανοχύρωτο το νησί και το καταλαμβάνουν. Οι βυζαντινοί, την Α' Βυζαντινή περίοδο δεν είχαν οχυρώσει καλά την Κρήτη και έτσι οι Άραβες δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να την κατακτήσουν. Την περίοδο της Αραβοκρατίας έχουμε και την πρώτη ισχυρή οχύρωση του Χάνδακα. Όταν το 961 οι Βυζαντινοί ανακαταλαμβάνουν το νησί, γνωρίζοντας πλέον πόσο σημαντικό είναι να οχυρωθεί το νησί, κατασκευάζουν τα δικά τους τείχη, φρούρια και σκοπιές - βίγλες.
Βίγλες στην Κρήτη
Όταν οι Ενετοί κατέλαβαν την Κρήτη, βρήκαν, όπως είπαμε, κάποια φρούρια και οχυρά έτοιμα από τους προηγούμενους κατακτητές, κυρίως από τους Γενουάτες και τους Βυζαντινούς. Εκτός αυτών φυσικά κατασκεύασαν και τις δικές τους επιβλητικές κατασκευές για να σιγουρέψουν την κυριαρχία τους στο Νησί. Εκτός από τα μεγάλα κάστρα και φρούρια οι Ενετοί κατασκεύασαν και εκτεταμένο δίκτυο βιγλών για να επιτηρούν τα μεγάλα σε έκταση παράλια της Κρήτης. Βίγλες βέβαια υπήρχαν στην Κρήτη και από τη Βυζαντινή περίοδο, όπως έχουμε αναφέρει, αλλά οι πληροφορίες για αυτές, είναι λιγοστές.
Η καταγραφή όλων των Κουλέδων της Κρήτης ή ακόμη και η απλή αναφορά σε καθένα από αυτούς, είναι ακατόρθωτη. Ο χρόνος αλλά και η καταστρεπτική μανία των Κρητικών εναντίον κάθε Τουρκικού στρατιωτικού κτίσματος, που εκδηλώθηκε μετά την αποχώρηση του Τουρκικού στρατού από την Κρήτη το 1898, εξαφάνισε τα ίχνη πολλών από αυτούς, ώστε σήμερα να μην μπορούμε ούτε τη θέση που βρίσκονταν να εντοπίσουμε. Οι επαναστάσεις έχοντας σαν αφετηρία τα Σφακιά δημιουργούσαν έντονη ανησυχία στους Τούρκους, οι οποίοι φρόντισαν να οχυρώσουν αρκετές περιοχές με σκοπό να ελέγχουν τις κινήσεις των επαναστατών.
Υπήρχε και το βοηθητικό προσωπικό οι καμινάδες όπως προαναφέραμε, και άλλοι, όπως οι «λιθοβόλοι.» που χερίζονταν τις πολεμικές μηχανές, όλοι αυτοί στις ελεύθερες ώρες τους ασχολούνταν με την εξόρυξη κιόνων, κιονοκράνων, θωρακίων ακόμη και ορθογωνίων ογκολίθων (πλέχτουρα) που πουλούσαν για χτίσιμο ναών , πύργων, δημόσιων κτηρίων και τειχών των κάστρων, ίσως να εξήγαγαν κιόλας. Τα εναπομείναντα κομμάτια λίθων από τις λαξεύσεις τα μετέφεραν και ενίσχυαν τα πίσω τείχη της βίγλας, που ήσαν όλο χτίσιμο ξερολιθιάς και ήσαν έτοιμο να χρησιμοποιηθούν στους λιθοβόλους.
Τίτλος: Χάρτης της Γραμβούσας.
Πρωτότυπος τίτλος: Garabuse
Χρονολογία έκδοσης:1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent dezelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
3.
Τίτλος: Άποψη του οχυρού του Σελίνου στην Παλαιόχωρα Χανίων.
Χρονολογία έκδοσης: 1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent dezelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
Τίτλος: Άποψη του φρουρίου του Μπελβεντέρε ή Ριζόκαστρου νότια του Ηρακλείου, στην πεδιάδα της Μεσαράς.
Χρονολογία έκδοσης: 1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent dezelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
Τίτλος: Άποψη του φρουρίου του Μεραμπέλλου στην Κρήτη.
Χρονολογία έκδοσης: 1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent dezelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
Τίτλος: Χάρτης της πόλης του Ρεθύμνου με το λιμάνι και τα περίχωρα.
Πρωτότυπος τίτλος: Vesting van Retimo
Χρονολογία έκδοσης:1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent dezelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
Τίτλος: Άποψη της νοτιοδυτικής ακτής της Κρήτης με το φρούριο Σέλινο.
Πρωτότυπος τίτλος: De Zuydt Kust vant Eylandt Candia tegen over Gozzi di Candia.
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent de- zelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
Οι Κατακτητές, άφησαν στο νησί τα δικά τους σημάδια ώστε να μας θυμίζουν σήμερα τα πολυτάραχα χρόνια που πέρασε η Κρήτη στο πέρασμα των αιώνων. Οι σημαντικότερες οχυρώσεις στην Κρήτη αρχίζουν να κατασκευάζονται το 824 όταν οι Άραβες βρίσκουν σχεδόν ανοχύρωτο το νησί και το καταλαμβάνουν. Οι βυζαντινοί, την Α' Βυζαντινή περίοδο δεν είχαν οχυρώσει καλά την Κρήτη και έτσι οι Άραβες δεν δυσκολεύτηκαν καθόλου να την κατακτήσουν. Την περίοδο της Αραβοκρατίας έχουμε και την πρώτη ισχυρή οχύρωση του Χάνδακα. Όταν το 961 οι Βυζαντινοί ανακαταλαμβάνουν το νησί, γνωρίζοντας πλέον πόσο σημαντικό είναι να οχυρωθεί το νησί, κατασκευάζουν τα δικά τους τείχη, φρούρια και σκοπιές - βίγλες.
Οι Γενουάτες όταν πέρασαν στο νησί το 1204 κατασκεύασαν 14 φρούρια σε καίριες θέσεις ώστε να μπορούν να ελέγχουν τους Κρητικούς. Οι Ενετοί που αμέσως όπως είπαμε κατέλαβαν την Κρήτη ενίσχυσαν αυτά τα φρούρια, έκαναν και άλλες ισχυρές οχυρώσεις στις μεγάλες πόλεις, κατασκεύασαν δικά τους φρούρια και οικοδόμησαν πύργους-παρατηρητήρια(βίγλες) κατά μήκος των ακτών. Όταν οι Τούρκοι πήραν το νησί από τους Ενετούς εκμεταλλεύθηκαν τα έτοιμα κάστρα και φρούρια, τα επισκεύασαν, έκτισαν κάποια δικά τους και κατασκεύασαν και τους κουλέδες μετά το 1867 για να καταπνίξουν τις επαναστατικές δραστηριότητες των Κρητικών.
Σήμερα τα περισσότερα τείχη και φρούρια που σώζονται είναι από την περίοδο της Ενετοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. Σώζονται σε κάποια μέρη και κάποιες Βυζαντινές Οχυρώσεις (π.χ. Τέμενος) αλλά αυτές είναι λίγες μπροστά σε αυτά που κατασκεύασαν οι Ενετοί και οι Τούρκοι. Οι κατακτητές οχύρωναν τις πόλεις με τείχη και έκτιζαν τα φρούρια για να σιγουρέψουν, όπως έχουμε πει, την κυριαρχία τους στο νησί. Τα μεγάλα κάστρα και φρούρια επικοινωνούσαν, μέσω της φωτιάς, και με τις σκοπιές - βίγλες, που κατασκευάζονταν κυρίως στις παραθαλάσσιες περιοχές και κατά αυτόν τον τρόπο, υπήρχε η αναγκαία επικοινωνία σε περίπτωση εχθρικών απειλών.
Βίγλες στην Κρήτη
Όταν οι Ενετοί κατέλαβαν την Κρήτη, βρήκαν, όπως είπαμε, κάποια φρούρια και οχυρά έτοιμα από τους προηγούμενους κατακτητές, κυρίως από τους Γενουάτες και τους Βυζαντινούς. Εκτός αυτών φυσικά κατασκεύασαν και τις δικές τους επιβλητικές κατασκευές για να σιγουρέψουν την κυριαρχία τους στο Νησί. Εκτός από τα μεγάλα κάστρα και φρούρια οι Ενετοί κατασκεύασαν και εκτεταμένο δίκτυο βιγλών για να επιτηρούν τα μεγάλα σε έκταση παράλια της Κρήτης. Βίγλες βέβαια υπήρχαν στην Κρήτη και από τη Βυζαντινή περίοδο, όπως έχουμε αναφέρει, αλλά οι πληροφορίες για αυτές, είναι λιγοστές.
Χρησιμοποιώντας τη φωτιά οι «Βιγλάτορες» έστελναν τα σήματα στις άλλες βίγλες και στα μεγάλα φρούρια όταν κάτι ύποπτο έπεφτε στην αντίληψή τους. Το 1573 η Βενετία είχε σχεδιάσει να κτίσει πολλές βίγλες σε αποστάσεις που να έχουν οπτική επαφή η μία με την άλλη. Ειδικά την τελευταία δεκαπενταετία της κυριαρχίας τους στην Κρήτη, αναγκάστηκαν να αναδιοργανώσουν το υπάρχον δίκτυο σκοπιών, εξαιτίας της επερχόμενης Τούρκικης Απειλής.. Αυτό επιχειρήθηκε το 1633 από τον Conte Nicola Gualdo de Priorati κατ εντολή του γενικού προβλεπτή Lorenzo Contarini.
Ο Gualdo περιγράφει στην έκθεση του προς τον Contarini, η οποία αποτελούταν από τέσσερα τμήματα, ένα για κάθε διαμέρισμα (teritorio) της Κρήτης, τις θέσεις των σκοπιών. Στην έκθεση αυτή απαριθμούνται 134 θέσεις βιγλών. Βλέπουμε λοιπόν πως και οι Ενετοί χρησιμοποίησαν τις βίγλες εκτεταμένα για να διαφυλάξουν τα εδάφη που είχαν κατακτήσει. Το νησί της Κρήτης ήταν για αυτούς πολύ σημαντική θέση εξαιτίας της γεωγραφικής θέσης και έτσι έπρεπε να ληφθούν οπωσδήποτε τα κατάλληλα μέτρα, με την κατασκευή των φρουρίων και των σκοπιών - βιγλών που αναφέραμε παραπάνω.
Οθωμανικοί Κουλέδες στην Κρήτη
Στα τούρκικα “kule”(κούλε) σημαίνει πύργος, γι’ αυτό και οι πύργοι της περιόδου από το 1866 έως το 1869 πήραν τη συγκεκριμένη ονομασία. Υπάρχει ακόμη η άποψη ότι μπορεί να προέρχεται κι από το Αραβικό koule που θα πει «ακρόπολη». Σε πολλές περιοχές της Ελλάδος συναντώνται τα τοπωνύμια Πύργος, Κουλές, Κούλες ή Κούλια που υποδεικνύουν πως κάποιος Κούλες υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή. Πέρα από τους πύργους που έκτισαν οι Τούρκοι τη χρονική περίοδο της μεγάλης Επανάστασης στην Κρήτη, πολλά άλλα κάστρα πήραν την ονομασία αυτή ακόμα κι αν είχαν κατασκευαστεί σε άλλες χρονικές περιόδους.
Οθωμανικοί Κουλέδες στην Κρήτη
Στα τούρκικα “kule”(κούλε) σημαίνει πύργος, γι’ αυτό και οι πύργοι της περιόδου από το 1866 έως το 1869 πήραν τη συγκεκριμένη ονομασία. Υπάρχει ακόμη η άποψη ότι μπορεί να προέρχεται κι από το Αραβικό koule που θα πει «ακρόπολη». Σε πολλές περιοχές της Ελλάδος συναντώνται τα τοπωνύμια Πύργος, Κουλές, Κούλες ή Κούλια που υποδεικνύουν πως κάποιος Κούλες υπήρχε στην ευρύτερη περιοχή. Πέρα από τους πύργους που έκτισαν οι Τούρκοι τη χρονική περίοδο της μεγάλης Επανάστασης στην Κρήτη, πολλά άλλα κάστρα πήραν την ονομασία αυτή ακόμα κι αν είχαν κατασκευαστεί σε άλλες χρονικές περιόδους.
Μερικά παραδείγματα από τέτοιες ονομασίες καστρών είναι : το επιθαλάσσιο Ενετικό κάστρο του Ηρακλείου ο «Κουλές», το φρούριο της Ιεράπετρας το λεγόμενο «Καλέ», «Κουλάς» τον πύργο του κάστρου των Σερρών, «Καλές» το κάστρο του Διδυμοτείχου, « Κούλια» τα πυργόσπιτα στο Φανάρι της Καρδίτσας, Τούρκικους πύργους στον Αμβρακικό Κόλπο αλλά και «Γουλάς», «Γούλας» και πάει λέγοντας. Επίσης, δεν τους εντοπίζουμε στον Ελλαδικό χώρο μόνο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων, όπως το «Κάλε» στα Σκόπια. Παρ' όλο που κάποια από αυτά δεν έχουν οικοδομηθεί την εποχή της Τουρκοκρατίας, από την τούρκικη ονομασία τους αντιλαμβανόμαστε ότι οι Τούρκοι είχαν κάποια σχέση με τα συγκεκριμένα κτίσματα.
Όταν οι Τούρκοι πέρασαν στο νησί της Κρήτης χρησιμοποίησαν τα ήδη έτοιμα από τους Ενετούς φρούρια, κάστρα και βίγλες, τα επισκεύασαν και τα ενίσχυσαν. Την τελευταία περίοδο της κυριαρχίας τους στη Μεγαλόνησο, μετά το 1867 ο Αυνή Πασάς ξεκίνησε την κατασκευή των λεγόμενων Κουλέδων. Τους έχτισε για να πνίξει τα ολοένα αυξανόμενα τότε επαναστατικά κινήματα των ντόπιων Κρητικών. Οι Κουλέδες δεν ήταν απλά μικρές σκοπιές όπως οι βίγλες, αλλά ήταν μεγαλύτερα σε έκταση και κατασκευή στρατιωτικά κτίσματα. Πολλοί από αυτούς ήταν κανονικά φρούρια ικανής ισχύος με ειδικούς χώρους στρατωνισμού - εκπαιδεύσεως, αποθήκες, δωμάτια κλπ.
Οι Τούρκοι, αντιλαμβάνοντας ότι δεν μπορούσαν να ελέγξουν τις εξεγέργεις των Κρητών με τις έως τότε οργανωμένες στρατιωτικές τους επιχειρήσεις, αποφάσισαν να δημιουργήσουν μόνιμες στρατιωτικές μονάδες. Για να επιβλέπουν τις επαρχίες κατέληξαν ότι έπρεπε να οικοδομηθούν πύργοι σε επίκαιρες θέσεις. Οι πύργοι, τελικά, κτίστηκαν, σύμφωνα με απόφαση του Χουσεΐν Αυνή πασά, σε υψηλούς λόφους, οδικές αρτηρίες, λιμάνια, και περάσματα με σκοπό τον έλεγχο των κινήσεων των επαναστατών. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1868 είχαν κτίσει πάνω από 150 κουλέδες μικρούς και μεγάλους ανάλογα με τη στρατηγική θέση που είχε το κάθε σημείο.
Όταν οι Τούρκοι πέρασαν στο νησί της Κρήτης χρησιμοποίησαν τα ήδη έτοιμα από τους Ενετούς φρούρια, κάστρα και βίγλες, τα επισκεύασαν και τα ενίσχυσαν. Την τελευταία περίοδο της κυριαρχίας τους στη Μεγαλόνησο, μετά το 1867 ο Αυνή Πασάς ξεκίνησε την κατασκευή των λεγόμενων Κουλέδων. Τους έχτισε για να πνίξει τα ολοένα αυξανόμενα τότε επαναστατικά κινήματα των ντόπιων Κρητικών. Οι Κουλέδες δεν ήταν απλά μικρές σκοπιές όπως οι βίγλες, αλλά ήταν μεγαλύτερα σε έκταση και κατασκευή στρατιωτικά κτίσματα. Πολλοί από αυτούς ήταν κανονικά φρούρια ικανής ισχύος με ειδικούς χώρους στρατωνισμού - εκπαιδεύσεως, αποθήκες, δωμάτια κλπ.
Οι Τούρκοι, αντιλαμβάνοντας ότι δεν μπορούσαν να ελέγξουν τις εξεγέργεις των Κρητών με τις έως τότε οργανωμένες στρατιωτικές τους επιχειρήσεις, αποφάσισαν να δημιουργήσουν μόνιμες στρατιωτικές μονάδες. Για να επιβλέπουν τις επαρχίες κατέληξαν ότι έπρεπε να οικοδομηθούν πύργοι σε επίκαιρες θέσεις. Οι πύργοι, τελικά, κτίστηκαν, σύμφωνα με απόφαση του Χουσεΐν Αυνή πασά, σε υψηλούς λόφους, οδικές αρτηρίες, λιμάνια, και περάσματα με σκοπό τον έλεγχο των κινήσεων των επαναστατών. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1868 είχαν κτίσει πάνω από 150 κουλέδες μικρούς και μεγάλους ανάλογα με τη στρατηγική θέση που είχε το κάθε σημείο.
Σε επικοινωνία με άλλα οχυρωματικά έργα, που είτε τα είχαν κτίσει οι ίδιοι είτε είχαν κτιστεί από άλλους κατακτητές, δημιούργησαν ένα ισχυρό δίκτυο οχυρώσεων με συνέπεια την επιτυχή καταστολή των επαναστατικών κινήσεων των αγωνιζόμενων Κρητών. Οι πύργοι αυτοί, που χτίστηκαν στην Κρήτη από το 1866 - 1869, ονομάζονται Κουλέδες γιατί έτσι έμειναν στη γλώσσα του λαού. Το δίκτυο των οχυρώσεων υπήρξε αποτελεσματικό, αναγκάζοντας τους επαναστάστες να αλλάξουν πολεμική τακτική και να διεξάγουν κλεφτοπόλεμο, καθ' όλη τη διάρκεια του 1868, χωρίς όμως να επιφέρουν σοβαρά αποτελέσματα.
Οι Κουλέδες της Κρήτης αποτελούν μοναδική ιδιαιτερότητα σε όλη την Ελληνική επικράτεια και τη νοτιοανατολική Ευρώπη και φαίνεται ότι ήταν η τελευταία δυνατότητα κατασκευής λιθόκτιστων οχυρών καθώς, μετά το 1872 (Τούρκικο Φρούριο Ιντζεδίν) η νέα σειρά πυροβολικών όπλων οδηγεί στην ανάγκη κατασκευής θωρακισμένων οχυρών. Το δίκτυο των Κουλέδων που δημιούργησαν οι Τούρκοι, περιελάμβανε πύργους ανά τρία χιλιόμετρα και χρησιμοποιούνταν κυρίως ως παρατηρητήρια.
Το σχέδιο των Τούρκων να οργανώσουν οχυρωμένες στρατηγικές τοποθεσίες, φέρεται να είχε χρησιμοποιηθεί κατά τον εμφύλιο Αμερικάνικο πόλεμο του 1861 - 1865 που είχε άμεσα προηγηθεί της Κρητικής επανάστασης, χωρίς όμως να μπορεί να εξακριβωθεί αν υπήρχε εμφανής συσχέτιση μεταξύ των δύο στρατιωτικών δικτύων. Κύρια αιτία του εμφυλίου πολέμου στην Αμερική ήταν η δουλεία. Οι ομοιότητες που παρατηρούνται είναι η ανάπτυξη των κτισμάτων σε ψηλούς λόφους και περάσματα και ότι κτίστηκαν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Οι Τούρκικοι κουλέδες είχαν κοινό στοιχείο με τις βίγλες το ότι επιτηρούσαν τα παράλια αλλά και κυρίως την ενδοχώρα και ειδοποιούσαν ο ένας κούλες τον άλλο σε περίπτωση ανάγκης. Ήταν κτισμένοι σε όλο το νησί της Κρήτης σε θέσεις τέτοιες ώστε να είναι εφικτή η μεταξύ τους επικοινωνία. Συναντάμε και δω λοιπόν τη χρήση της φωτιάς για τη μεταφορά μηνυμάτων και την έγκαιρη ειδοποίηση στρατιωτών και κατοίκων σε περίπτωση απειλής.
Οι Τούρκικοι κουλέδες είχαν κοινό στοιχείο με τις βίγλες το ότι επιτηρούσαν τα παράλια αλλά και κυρίως την ενδοχώρα και ειδοποιούσαν ο ένας κούλες τον άλλο σε περίπτωση ανάγκης. Ήταν κτισμένοι σε όλο το νησί της Κρήτης σε θέσεις τέτοιες ώστε να είναι εφικτή η μεταξύ τους επικοινωνία. Συναντάμε και δω λοιπόν τη χρήση της φωτιάς για τη μεταφορά μηνυμάτων και την έγκαιρη ειδοποίηση στρατιωτών και κατοίκων σε περίπτωση απειλής.
Η καταγραφή όλων των Κουλέδων της Κρήτης ή ακόμη και η απλή αναφορά σε καθένα από αυτούς, είναι ακατόρθωτη. Ο χρόνος αλλά και η καταστρεπτική μανία των Κρητικών εναντίον κάθε Τουρκικού στρατιωτικού κτίσματος, που εκδηλώθηκε μετά την αποχώρηση του Τουρκικού στρατού από την Κρήτη το 1898, εξαφάνισε τα ίχνη πολλών από αυτούς, ώστε σήμερα να μην μπορούμε ούτε τη θέση που βρίσκονταν να εντοπίσουμε. Οι επαναστάσεις έχοντας σαν αφετηρία τα Σφακιά δημιουργούσαν έντονη ανησυχία στους Τούρκους, οι οποίοι φρόντισαν να οχυρώσουν αρκετές περιοχές με σκοπό να ελέγχουν τις κινήσεις των επαναστατών.
Στο ανατολικό μέρος της Κρήτης, κυρίως λόγω της μορφολογίας του εδάφους με τις πεδινές εκτάσεις, οι αντίδρασεις των Κρητικών ήταν περιορισμένες, καθώς υπήρχε η δυνατότητα να αναπτυχθεί ο Τουρκικός στρατός άμεσα και να τις καταπνίξει. Η στρατιωτική δύναμη των Τούρκων ήταν στις πόλεις των Χανίων και Ηρακλείου, καθώς και στα φρούρια που βρίσκονταν στις ακτές σε κύρια στρατηγικά σημεία. Με τα κτίσματα αυτά συμπληρωνόταν το δίκτυο των Κουλέδων.
Από την ανάπτυξη των πύργων αυτών σε υψηλούς λόφους και φυσικά περάσματα καταλαβαίνουμε ότι μέσα σε φυσικές οχυρές θέσεις κρύβονταν οι Κρητικοί για να προστατευθούν αλλά και να οργανώσουν τις επιθέσεις τους. Σπήλαια, φαράγγια, κοιλότητες, εξάρσεις του εδάφους και δύσβατες βουνοκορφές των ψηλών βουνών του νησιού χρησιμοποιούνταν ως καταφύγια για τους Κρητικούς. Οι Τούρκοι φοβούμενοι και μη μπορώντας να αντιμετωπίσουν αλλιώς τους κρυμμένους στα βουνά επαναστάτες δημιούργησαν αυτά τα οχυρά για να έχουν τον έλεγχο. Η επικοινωνία από τον ένα πύργο στον άλλο γινόταν με σήματα σαλπίγγων ή φωτιάς.
Σύμφωνα με τον Διαρκή κατάλογο κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδος χαρακτηρισμένα διατηρητέα μνημεία είναι τα εξής: ο κουλές της Απτέρας στον Αποκόρωνα, οι δύο κουλέδες του Ασκύφου Σφακίων, ο κουλές στο Λουτρό και το Φρούριο Λιμένος μικρού κούλε, ο κουλές των Άνω Μουλίων στο Ηράκλειο, ο κουλές του Κοξαρέ και ο κουλές στο Φράγμα των ποταμών του Αμαρίου στο Ρέθυμνο. Παρ’όλο που ο κατάλογος των κηρυγμένων μνημείων έχει μερικούς μόνο κουλέδες, αρκετοί υπάρχουν εγκαταλελειμένοι και ερειπωμένοι αποδεικνύοντας την μεγάλη ιστορία του τόπου.
Σύμφωνα με τον Διαρκή κατάλογο κηρυγμένων αρχαιολογικών χώρων και μνημείων της Ελλάδος χαρακτηρισμένα διατηρητέα μνημεία είναι τα εξής: ο κουλές της Απτέρας στον Αποκόρωνα, οι δύο κουλέδες του Ασκύφου Σφακίων, ο κουλές στο Λουτρό και το Φρούριο Λιμένος μικρού κούλε, ο κουλές των Άνω Μουλίων στο Ηράκλειο, ο κουλές του Κοξαρέ και ο κουλές στο Φράγμα των ποταμών του Αμαρίου στο Ρέθυμνο. Παρ’όλο που ο κατάλογος των κηρυγμένων μνημείων έχει μερικούς μόνο κουλέδες, αρκετοί υπάρχουν εγκαταλελειμένοι και ερειπωμένοι αποδεικνύοντας την μεγάλη ιστορία του τόπου.
ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
Η ανάγκη των ανθρώπων να προστατεύσουν τη γη που κατοικούσαν, είτε ως αυτόχθονες είτε ως κατακτητές, τους οδήγησε στην κατασκευή οχυρώσεων. Στην Ελλάδα, η ιστορία της οποίας βρίθει από πολέμους, επαναστάσεις και πολλές εναλλαγές κατακτητών, συναντάμε οχυρωματικά μνημεία σε κάθε γωνιά της, με διαφορετικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί η αφορμή για την έρευνα ενός είδους οχυρωματικών κατασκευών στον Ελλαδικό χώρο του οποίου οι πληροφορίες και τα στοιχεία είναι λίγα. Η Κρήτη, όντας το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας, ξεχωρίζει για την εξαιρετική γεωγραφική της θέση αλλά κυρίως για την ιστορική της πορεία και την πολιτιστική της κληρονομιά.
Η ανάγκη των ανθρώπων να προστατεύσουν τη γη που κατοικούσαν, είτε ως αυτόχθονες είτε ως κατακτητές, τους οδήγησε στην κατασκευή οχυρώσεων. Στην Ελλάδα, η ιστορία της οποίας βρίθει από πολέμους, επαναστάσεις και πολλές εναλλαγές κατακτητών, συναντάμε οχυρωματικά μνημεία σε κάθε γωνιά της, με διαφορετικά αρχιτεκτονικά στοιχεία. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί η αφορμή για την έρευνα ενός είδους οχυρωματικών κατασκευών στον Ελλαδικό χώρο του οποίου οι πληροφορίες και τα στοιχεία είναι λίγα. Η Κρήτη, όντας το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας, ξεχωρίζει για την εξαιρετική γεωγραφική της θέση αλλά κυρίως για την ιστορική της πορεία και την πολιτιστική της κληρονομιά.
Ανάμεσα σε τρεις ηπείρους, την Ευρώπη, την Αφρική και την Ασία, υπήρξε σημαντικό εμπορικό σταυροδρόμι και κέντρισε το ενδιαφέρον πολλών κατακτητών. Ίχνη της μεγάλης της ιστορίας είναι εμφανή ακόμα και σήμερα, με κτίσματα των Κρητικών αλλά και των ξένων κατακτητών, που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να διεκδικήσουν τον τόπο. Από την προϊστορική ακόμη εποχή έως και σήμερα, η Κρήτη βρίθει από σπουδαία οικοδομήματα που επιβεβαιώνουν την μεγάλη ιστορία της, όπως του Μινωικού πολιτισμού αλλά και αργότερα με την κατασκευή Βυζαντινών, Βενετσιάνικων και Οθωμανικών μνημείων.
Κατά την πρώιμη Νεολιθική εποχή εμφανίζονται ήδη οι πρώτες δράσεις ανθρώπων στο νησί, οι οποίοι δημιούργησαν έναν σημαντικό πολιτισμό,ο οποίος όμως, με την κάθοδο των Δωριέων στο νησί (τον 12ο αιώνα περίπου έως τον 9 ο αιώνα π.Χ.), κατακερματίστηκε, χάνοντας τη συνοχή του Μινωικού πληθυσμού. Στη συνέχεια, ακολούθησαν οι Ρωμαίοι (67 π.Χ. - 330 μ.Χ), οι οποίοι όμως δεν έφεραν σημαντικές αλλοιώσεις στην κοινωνία ώσπου επέρχεται η Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Επί Βυζαντίου, η Κρήτη δεν αποτελούσε κέντρο ενδιαφέροντος για τους Βυζαντινούς έως ότου κατακτήθηκε από τους Άραβες.
Οι Άραβες με τη σειρά τους, όταν κατέλαβαν την Κρήτη, οχύρωσαν τον Χάνδακα και ξαφνικά οι Βυζαντινοί θέλησαν να την ανακτήσουν. Τη Β' Βυζαντινή περίοδο (961- 1204 μ.Χ.), η Κρήτη άρχισε να βρίσκεται στο επίκεντρο του Βυζαντινού ενδιαφέροντος. Βυζαντινοί στρατιωτικοί εγκαταστάθηκαν στο νησί και το οχύρωσαν, όμως οι πληροφορίες μας για τις οχυρώσεις εκείνης της εποχής είναι λίγες. Οι Γενουάτες πειρατές το 1204 κατέλαβαν την Κρήτη, λίγο πριν την εγκατάσταση των Ενετών, αλλά παρόλο που παρέμειναν για μικρό χρονικό διάστημα έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στις οχυρώσεις.
Το 1209, οι Ενετοί εισέβαλλαν και εκσυγχρόνισαν οχυρώσεις που υπήρχαν ήδη από τους Άραβες και του Γενουάτες, κάνοντας μόνο κάποιες συμπληρώσεις. Αργότερα, κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Ενετοί, για να αντιμετωπίσουν τις Τούρκικες επιθέσεις, αναγκάστηκαν να κατασκευάσουν πολλά οχυρά κατά μήκος των βορείων παραλίων του νησιού. Οι οχυρώσεις των Ενετών μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οχυρώσεις μεγέθους ή οχυρώσεις αποστολής, δηλαδή σε οχυρά που κατασκευάζονταν για να προστατεύσουν μια ολόκληρη πόλη ή σε κάστρα, μικρότερων κατασκευών, που κτίζονταν για να προστατεύουν μια στρατηγική θέση.
Για παράδειγμα, το Ηράκλειο ή τα Χανιά αποτελούν σωστές περιτειχισμένες πόλεις που περιβάλλονται από ισχυρά τείχη και ολοκληρώνεται η οχύρωσή τους από μια σειρά πρόσθετων οχυρωματικών έργων (όμοιες κατασκευές συναντάμε στην Κέρκυρα, Χαλκίδα, Κεφαλονιά και Ζάκυνθο). Τα φρούρια που κατασκευάστηκαν στις νησίδες της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας, κοντά στις βόρειες ακτές της Κρήτης, ήταν σε θέσεις στρατηγικής σημασίας και περιελάμβαναν μόνιμους στρατιωτικούς καταυλισμούς.
Οι Ενετοί συμφιλιώθηκαν με τον Κρητικό λαό, ο οποίος έβρισκε καταφύγιο στα Ενετικά οχυρά -όπως στο Φρούριο της Γραμβούσας (1669 - 1692)-, με κοινό στόχο την απομάκρυνση των Τούρκων. Με την ανακάλυψη της πυρίτιδας (τέλος 15ου αιώνα), οι Ενετοί ανακαίνισαν, επισκεύασαν και ίδρυσαν νέα κάστρα, φρούρια και πύργους. Τελικά, όμως, ο «Κρητικός πόλεμος» (1645 - 1669), των Ενετών και Κρητών εναντίον Οθωμανών, είχε ως αποτέλεσμα την υποδούλωση του Κρητικού λαού στους Τούρκους. Οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρθηκαν να επισκευάσουν τις οχυρώσεις των Ενετών και να τις προσαρμόσουν στις δικές τους ανάγκες, παρόλο που τα χρησιμοποιούσαν.
Οι Ενετοί συμφιλιώθηκαν με τον Κρητικό λαό, ο οποίος έβρισκε καταφύγιο στα Ενετικά οχυρά -όπως στο Φρούριο της Γραμβούσας (1669 - 1692)-, με κοινό στόχο την απομάκρυνση των Τούρκων. Με την ανακάλυψη της πυρίτιδας (τέλος 15ου αιώνα), οι Ενετοί ανακαίνισαν, επισκεύασαν και ίδρυσαν νέα κάστρα, φρούρια και πύργους. Τελικά, όμως, ο «Κρητικός πόλεμος» (1645 - 1669), των Ενετών και Κρητών εναντίον Οθωμανών, είχε ως αποτέλεσμα την υποδούλωση του Κρητικού λαού στους Τούρκους. Οι Τούρκοι δεν ενδιαφέρθηκαν να επισκευάσουν τις οχυρώσεις των Ενετών και να τις προσαρμόσουν στις δικές τους ανάγκες, παρόλο που τα χρησιμοποιούσαν.
Τα κάστρα που έκτισαν οι Τούρκοι στην Κρητική επικράτεια, συνήθιζαν να είναι μικρότερες κατασκευές και σκοπό είχαν την προστασία και την κατοχή μιας στρατηγικής σημασίας θέσεως και όχι να περιτειχίσουν μια πόλη ή ένα χωριό. Άλλωστε και τα κάστρα των προκατόχων τους, κυρίως αυτά των Ενετών, είχαν ήδη ευνοική στρατηγική θέση. Γι’ αυτό και τα οχυρά που έκτιζαν οι Τούρκοι ήταν κυρίως για να ελέγχουν οδικές αρτηρίες (κουλέδες) ή για να περιφρουρίσουν θαλάσσιες προσβάσεις.
Οι Τούρκοι δε συνήθιζαν να κτίζουν φρούρια, δηλαδή μεγάλου μεγέθους κατασκευές, παρά μόνο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις (Φρούριο Ιντζεδίν). Το νησί αποτελείται από πολυάριθμα κάστρα Γενουατών, Ενετών και Τούρκων, αλλά και από φρούρια, καστέλια, πύργους και κουλέδες που έκτιζαν οι κατακτητές καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στην Κρήτη.
ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΚΡΗΤΗ (4.000 π.Χ. - 400 μ.Χ.)
Η Κρήτη βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις ηπείρους του Παλαιού Κόσμου και κατοικήθηκε νωρίς, στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο, γύρω στο 25.000 π.Χ., από πληθυσμούς που πιθανόν προέρχονταν και από τις τρεις ηπείρους. Οι πρώτες εγκαταστάσεις έχουν εντοπιστεί στα νότια παράλια του Ρεθύμνου και στα βόρεια του Ηρακλείου. Κατασκεύασαν τις καλύβες τους σε ψηλά σημεία για έλεγχο του ζωτικού χώρου. Αργότερα, δημιούργησαν μόνιμες κατοικίες και οικισμούς για τις ανάγκες στέγασης του νοικοκυριού και την εκμετάλλευση της γης και των πόρων.
Στη συνέχεια, ο χώρος αποτέλεσε ιδιοκτησία των κατοίκων και του οικισμού, που έπρεπε να προστατευθεί από κάθε διεκδίκηση ή απειλή γειτονικών οικογενειών ή κοινοτήτων, όπως και από εξωτερικούς κινδύνους. Στα χρόνια των ανακτόρων (2.000 - 1.300 π.Χ.), η Κρήτη εξελίχθηκε σε σύνθετη κοινωνία από τους τέσσερις παράγοντες που διαμορφώνουν κάθε κοινωνία: την πολιτική, την οικονομία, τη θρησκεία και τον πόλεμο. Η κατάσταση στην Προϊστορική Κρήτη δεν ήταν «ειρηνική». Αντίθετα, πολλά κατάλοιπα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής παρέχουν, μαζί με τα όπλα και τις πολεμικές σκηνές στις τέχνες, ενδείξεις για πολεμικό πνεύμα.
H ειρήνη δεν είναι μόνιμη κατάσταση που την καθορίζει η διάθεση των λαών, αλλά αποτέλεσμα αγώνων, πολέμων ή ταραχών, που τελειώνουν με την επιβολή του ενός στοιχείου πάνω στο άλλο και έχουν συνήθως συνέπεια την καταστροφή των κτιριακών εγκαταστάσεων του ηττημένου. Τα αρχαιολογικά μνημεία και η γραπτή ιστορία δείχνουν ότι η Κρήτη σε καμιά περίοδο της ιστορίας της δεν αποτέλεσε εξαίρεση από τον κανόνα. Στην Κρήτη των Ιστορικών Χρόνων (11ος αιώνας π.Χ. - 5ος αιώνας μ.Χ.), η ιστορική εξέλιξη ήταν ανάλογη με εκείνη της Μινωικής Εποχής.
Μετά τη διάλυση της ανακτορικής εξουσίας το 12ο αιώνα π.Χ., νέες ολιγάριθμες πληθυσμιακές ομάδες ήρθαν στην Κρήτη («Δωριείς», «Αρκάδες», κ.ά.) και αναμείχθηκαν με τους παλιούς κατοίκους («Μινωίτες»), ή άλλους που είχαν έρθει τους τελευταίους αιώνες («Αχαιούς»). Λόγω του γενικότερου κλίματος ανασφάλειας, αλλά και της μορφολογίας του τοπίου, πολλοί πληθυσμοί κατέφυγαν σε ψηλές θέσεις. Αργότερα, κατέβηκαν χαμηλότερα και οργάνωσαν τις πόλεις-κράτη. Σε πιο ακμαίες πεδινές θέσεις (Κνωσός, Φαιστός), η ζωή στους οικισμούς συνεχίστηκε.
Σε αυτή τη μιάμιση χιλιετία, η Κρήτη πέρασε από ποικίλες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές φάσεις. Οι αιώνες από τον 6ο μέχρι τον 1ο π.Χ. αιώνα (Ρωμαϊκή κατάκτηση), ήταν εποχή εμφύλιων συρράξεων ανάμεσα στις πόλεις και τις συμμαχίες τους, που κατέληγαν σε καταστροφές, λεηλασίες, ακόμη και κατεδαφίσεις κτισμάτων. Είναι γνωστοί διάφοροι πόλεμοι από τις ιστορικές πηγές (π.χ. οι Λύκτιοι Πόλεμοι). Οι γνώσεις για τα χρόνια αυτά είναι λίγες, επειδή λίγα οικιστικά σύνολα έχουν ερευνηθεί. Επίσης, λίγα οχυρωματικά μνημεία έχουν ερευνηθεί και μελετηθεί συστηματικά (Φαιστός, Γόρτυνα, Πρινιάς, Αρκάδες (Αφρατί), Άπτερα, Ελεύθερνα, Ίτανος.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ (4.000 - 1.100 π.Χ.)
Μορφές Οχύρωσης
Σε πολλά, γενικά ή μη, βιβλία για τον Μινωικό πολιτισμό επαναλαμβάνεται, μέχρι πρόσφατα, η ουσιαστικά ατεκμηρίωτη και παρωχημένη άποψη ότι στη Μινωική Κρήτη δεν υπήρχαν οχυρώσεις. Αυτό ταιριάζει με την ιδανική εικόνα της «Μινωικής ειρήνης» ''pax minoica'', που καθιέρωσε και επέβαλε ο Άρθουρ Έβανς στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά την ανασκαφή στην Κνωσό. Ο Έβανς στηρίχτηκε και στην αναφορά του Θουκυδίδη για τη «Θαλασσοκρατία του Μίνωα». Ωστόσο ο Έβανς γνώριζε ότι ο περιηγητής Robert Pashley αναφέρει το «κυκλώπειο» τείχος στην Ψηλή Κορφή του Γιούχτα, που τότε σωζόταν σε ύψος 5 μέτρων. Ο ίδιος πριν από την ανασκαφή στην Κνωσό είχε εντοπίσει και καταγράψει οχυρώσεις διαφόρων τύπων στην περιοχή της Σητείας.
Αλλά και στην Κνωσό ανακάλυψε δείγματα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής: τη λεγόμενη «πρώιμη αποθήκη», που τη χαρακτήρισε θεμέλιο πύργου, τον δυτικό οχυρωματικό περίβολο της αυλής του παλιού ανακτόρου και έναν αντίστοιχο στην ανατολική πλευρά, έναν «πύργο» στη βόρεια είσοδο και τα δωμάτια κοντά στις εισόδους του ανακτόρου που τα ονόμασε «δωμάτια φρουράς». Όλα αυτά ο Έβανς τα «αποσιώπησε», προκειμένου να διατυπώσει τη θεωρία για τον «ειρηνικό» Μινωικό πολιτισμό, που επικράτησε λόγω του μεγάλου κύρους του. Όμως ήδη στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα ήρθαν στο φως αρκετά μνημεία οχυρωματικής αρχιτεκτονικής.
Στα Γουρνιά αποκαλύφθηκε το «τείχος της πόλης», αλλά αγνοήθηκε, αν και αναφέρεται στη δημοσίευση. Στα Μάλια αποκαλύφθηκαν λείψανα τοίχων από μεγάλες πέτρες, βόρεια από τη Μινωική πόλη, και ερμηνεύτηκαν ως οχυρώσεις. O John Pendlebury επιβεβαίωσε την ύπαρξη των οχυρωματικών κτιρίων που είχε ερευνήσει ο Έβανς. Ο ίδιος με τις έρευνές του στον ορεινό όγκο της Δίκτης στη δεκαετία του 1930 μελέτησε τους Προϊστορικούς «σταθμούς / φυλάκια» τονίζοντας το στρατιωτικό τους χαρακτήρα. Από το 1950 μέχρι το 1980 περίπου, αλλά και μέχρι σήμερα, πλήθος θέσεων με σαφή οχυρωματικό/αμυντικό χαρακτήρα έχουν έρθει στο φως με επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές σε όλη την Κρήτη.
Από τη δεκαετία του 1970 κι ύστερα ο μύθος της «Μινωικής ειρήνης» κλονίστηκε και με πολλές μελέτες. Η καθοριστική καμπή στην εκ νέου ανακάλυψη των Μινωικών οχυρώσεων έγινε από τον Στυλιανό Αλεξίου στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η εμμονή στην αντίληψη για τη «Μινωική ειρήνη» εξηγείται από το γεγονός ότι συνήθως δεν λαμβάνονται υπόψη ή αποσιωπώνται οι σοβαρές ενδείξεις για ύπαρξη «πολεμικού κλίματος», που δηλώνεται συνήθως με οχυρώσεις κάθε είδους. Σε πρόσφατη συστηματική μελέτη της οχυρωματικής και αμυντικής αρχιτεκτονικής στην Προϊστορική Κρήτη, ο αριθμός των σχετικών μνημείων υπερβαίνει τα 350, σε 200 θέσεις.
Χαρακτηριστικά είναι τα Κρητικά τοπωνύμια Πύργος, Βίγλα, Βιγλί, Βίγλες, Καστέλι, Καστελόπουλο, Κάστελος, Κάστελας, Μουρί, Βόλακας, Κεφάλι, Κεφαλάκι και Κεφάλα, Κάστρο, Καστρί, Κορ(υ)φή, Παπούρι, Παπούρα, Φορτέτσα, Παλιόκαστρο κ.ά. Αμυντική αρχιτεκτονική εντοπίζεται σε όλες τις οικιστικές θέσεις: ανάκτορα, επαύλεις, πόλεις, οικισμούς. Aναγνωρίζονται έξι μορφές αμυντικής αρχιτεκτονικής:
α) Οχυρωματικοί - Αμυντικοί περίβολοι (enclosure walls):
Είναι ο αρχαιότερος και βασικός τύπος αμυντικής αρχιτεκτονικής στην Κρήτη και η δεύτερη σε αριθμό ομάδα αμυντικών έργων. Χρησίμευαν για την οριοθέτηση, τον έλεγχο, την άμυνα και άλλους σκοπούς. Διακρίνονται πολλοί τύποι ή παραλλαγές:
Υλικά κατασκευής τους ήταν οι τοπικές ημίεργες πέτρες, ξύλα και χωματόπλινθοι. Όσα ήταν κατασκευασμένα από μεγάλες πέτρες έχουν ονομαστεί «κυκλώπεια». Είχαν δυο όψεις και το κενό γεμιζόταν με μικρές πέτρες και χώμα.
β) Φυλάκια ή Φρούρια (guard houses):
Είναι η πρώτη αριθμητικά ομάδα αμυντικών έργων και ο πιο περίπλοκος τύπος. Αποτελεί, από αμυντική άποψη, δευτερεύουσα οχύρωση. Μοιάζουν αρχιτεκτονικά με τις αγρεπαύλεις και ιδρύονταν κοντά σε δρόμους, περάσματα ή πηγές, με σκοπό την εποπτεία τους. Οικοδομούνταν συνήθως με μεγαλιθικές πέτρες. Είναι τα πρώτα οχυρωματικά έργα που εντοπίστηκαν στην Κρήτη, ήδη στο 19ο αιώνα. Τα καλύτερα παραδείγματα βρίσκονται στην περιοχή της Σητείας στον όρμο Καρούμες, βόρεια από τον όρμο της Ζάκρου.
Βρίσκονται μόνα τους στο τοπίο, χωρίς οικισμούς. Αναγνωρίζονται τρεις τύποι: μητρικά φυλάκια, κυρίως φυλάκια και εποχικές σκοπιές (βίγλες). Εμφανίστηκαν στην Τελική Νεολιθική και ήταν σε χρήση μέχρι το τέλος της Μινωικής εποχής. Συνήθως ανήκουν σε ένα δίκτυο οχυρωματικών κατασκευών.
γ) Φρυκτωρίες (σωροί):
Μια κατηγορία μνημείων αμυντικής αρχιτεκτονικής και επικοινωνίας που ανακαλύφθηκε και μελετήθηκε συστηματικά πρόσφατα. Στη δεκαετία του 1980 στην επαρχία Πεδιάδας εντοπίστηκαν οι Μινωικές φρυκτωρίες, που καταγράφηκαν ως νέα κατηγορία αρχαιολογικής θέσης. Βρίσκονται σε κορυφές λόφων και κορυφογραμμές και ελέγχουν τα μονοπάτια. Έχουν σχήμα κόλουρου κώνου με διάμετρο βάσης από 15 έως 47 μέτρα, ύψος 3 - 8 μέτρα και με τεχνητά επίπεδη κορυφή, όπου άναβαν φωτιές. Αποτελούνται από χώμα και ημικυκλικά τοιχία, ενώ υπάρχουν και ακτινωτά τοιχία για καλύτερη στήριξη, που εσωτερικά γεμίζονται με χώμα.
Τις επάνδρωναν άτομα από τους κοντινούς οικισμούς και ελέγχονταν από την τοπική εξουσία. Χρονολογούνται κυρίως στην Παλαιοανακτορική περίοδο.
δ) Πύργοι και Επάλξεις:
Η τρίτη αριθμητικά μορφή οχυρωματικής είναι οι πύργοι σε ψηλά ή καίρια σημεία περιβόλων και μεγάλων κτιρίων (ανακτόρων και επαύλεων). Κατασκευάστηκαν από μεγάλες πέτρες («κυκλώπεια» ή μεγαλιθικά). Τα αρχαιότερα παραδείγματα έχουν βρεθεί στη Φούρνου Κορφή της Μύρτου, στα Μάλια, στη Βασιλική και σε άλλες θέσεις της Ιεράπετρας. Πύργοι υπήρχαν σε όλη τη Μινωική εποχή. Στην Παλαιοανακτορική περίοδο ιδρύθηκαν και μεμονωμένοι πύργοι, στην Κνωσό, στα Μάλια, στη Ζάκρο, στον Πετρά, στα Γουρνιά, στο Παλαίκαστρο κ.α. Έχουν σχήμα κυκλικό ή ελλειψοειδές, ημικυκλικό ή ημιελλειψοειδές, ορθογώνιο ή τραπεζοειδές.
ε) Διαρρυθμίσεις συστημάτων προσπέλασης:
Στον τύπο αυτόν αμυντικής αρχιτεκτονικής περιλαμβάνονται οι διευθετήσεις και μετατροπές που γίνονταν στα συστήματα των κύριων εισόδων στα μεγάλα κτίρια (ανάκτορα, επαύλεις). Σκοπός τους ήταν να περιορίσουν την προσπέλαση στην πόλη ή στο κτίριο στενεύοντας ή μπλοκάροντάς την. Χρονολογούνται στη Νεοανακτορική και τη Μετανακτορική περίοδο. Παραδείγματα υπάρχουν στα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού και της Ζάκρου, το ανάκτορο και την πόλη των Μαλίων, τα Γουρνιά, την Τύλισο, το Βαθύπετρο, την Πρασσά, την Ξερή Καρά Αρχανών, το Νίρου Χάνι, τους Τουρτούλους Σητείας.
στ) Δωμάτια φρουράς (θυρωρεία):
Είναι η πιο ολιγάριθμη ομάδα αμυντικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για δωμάτια δίπλα σε εισόδους μεγάλων κτιρίων (ανακτόρων και επαύλεων), ή σε εισόδους περιβόλων, με σκοπό τη φρούρησή τους. Έχουν εντοπιστεί στην Κνωσό (στο παλάτι και τον περίβολο), στη Φαιστό, στην Τύλισο, στον Πετρά, στο Χόνδρο και στην Ψείρα.
Από τη μελέτη των οχυρώσεων και τη χωροθέτησή τους φαίνεται ότι η άμυνα εκφραζόταν σε τρεις διαδοχικές γραμμές. Η πρώτη γραμμή ήταν το σύστημα φυλακίων και περιβόλων που είχαν σκοπό τη φύλαξη, την εποπτεία και την απομόνωση του εχθρού, με ταυτόχρονη ειδοποίηση του πολιτικού - οικιστικού κέντρου με τις φρυκτωρίες. Αν ο επιτιθέμενος ξεπερνούσε την πρώτη γραμμή άμυνας και πλησίαζε τον οικισμό, την πόλη ή το μεγάλο κτίριο (παλάτι ή έπαυλη), του οποίου οι κάτοικοι είχαν ήδη ειδοποιηθεί και προφανώς ετοιμάσει την άμυνα, λειτουργούσε η δεύτερη γραμμή άμυνας, οι οχυρωματικοί περίβολοι, όπου μπορούσε να ανακοπεί η επίθεση. Στην τρίτη γραμμή άμυνας μετείχαν οι πύργοι και οι επάλξεις του ανακτόρου ή της έπαυλης.
Ιστορική Εξέλιξη
- Στην Τελική Νεολιθική περίοδο (β' μισό 4ης χιλιετίας), νεότερες έρευνες έχουν δείξει την ύπαρξη οχυρώσεων. Νέες οικιστικές θέσεις ιδρύθηκαν σε βραχώδεις λόφους κοντά στη θάλασσα. Μια φυσικά δυσπρόσιτη θέση ενισχυόταν με οχυρωματικούς τοίχους ή περιβόλους, ενώ συχνά συμπληρώνονταν τα κενά ανάμεσα στους βράχους με ογκόλιθους. Έχει υποτεθεί ότι την αμυντική μορφή οργάνωσης του χώρου έφεραν κάτοικοι από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τη Μικρασιατική ακτή.
- Στην Προανακτορική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.) υπήρξε αύξηση του αριθμού των οικισμών, που δημιούργησε «ζήτηση» για ζωτικό χώρο και αύξησε τον κίνδυνο διεκδίκησης γης από τους γείτονες. Σε πολλούς οικισμούς της Προανακτορικής έχουν εντοπιστεί οχυρωματικοί περίβολοι. Ο Στυλιανός Αλεξίου έχει κάνει λόγο για «ακροπόλεις». Εκτός από τους περιβόλους, εμφανίζονται οι πύργοι - επάλξεις και τα φυλάκια. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι οικισμοί στη Φούρνου Κορφή της Μύρτου Ιεράπετρας και στην Τρυπητή στη νότια- κεντρική Κρήτη, στην Αγιά Φωτιά και στο Χαμαίζι Σητείας.
- Στην Παλαιοανακτορική περίοδο, σε κεντρικές θέσεις όπου την 3η χιλιετία είχαν αναπτυχθεί ακμαίοι οικισμοί, ιδρύθηκαν γύρω στα 2.000 - 900 π.Χ. τα πρώτα ανάκτορα. Η ίδρυσή τους σήμαινε συγκέντρωση της οικονομικής, κοινωνικής, θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας. Γύρω τους αναπτύχθηκαν πόλεις που επεκτάθηκαν και οχυρώθηκαν. Έχουν ανακαλυφθεί οχυρωματικοί περίβολοι με πύργους και επάλξεις, που προστατεύουν τις πόλεις και τα ανάκτορα. Σε τέσσερα ανακτορικά κέντρα με ανάκτορα (Κνωσός, Μάλια, Μοναστηράκι, Πετράς) αποκαλύφθηκαν οχυρώσεις των πόλεων και των ανακτόρων.
Στα γύρω υψώματα κτίστηκαν σκοπιές (βίγλες) και φυλάκια που ελέγχουν τα περάσματα και εποπτεύουν την περιοχή. Τέτοια μνημεία έχουν ανακαλυφθεί και ανασκαφεί στο ορεινό Λασίθι (Τσούλη Μνήμα) και στην ορεινή Σητεία (Καρούμες και Χοιρόμαντρες Ζάκρου). Οχυρωματικούς περιβόλους είχαν οικισμοί με κεντρικά διοικητικά κτίρια/επαύλεις, όπως ο οικισμός του Πύργου στη Μύρτο Ιεράπετρας. Ένας ακόμη τύπος αμυντικής αρχιτεκτονικής αναπτύχθηκε στα ανάκτορα: τα φυλάκια εισόδου (θυροφυλάκια), που εντοπίστηκαν στη Φαιστό και στην Κνωσό. Από τα διαδεδομένα τεχνικά έργα άμυνας και ειδοποίησης στα χρόνια αυτά είναι οι φρυκτωρίες («σωροί»).
- Στη Νεοανακτορική περίοδο, μετά την καταστροφή των παλαιών ανακτόρων (1.700 π.Χ.), οικοδομήθηκαν τα νέα ανάκτορα και οι επαύλεις με ανακτορικά χαρακτηριστικά. Στην περίοδο αυτή που ήταν, κατά τον Έβανς, η κατεξοχήν περίοδος της «Μινωικής ειρήνης», έγιναν τα περισσότερα αμυντικά έργα όλων των τύπων. Οι οχυρωματικοί περίβολοι είναι λίγοι στην πρώτη φάση της περιόδου (γνωστοί είναι στο Παλαίκαστρο, στην Αγία Τριάδα και στα Γουρνιά). Τα φυλάκια ήταν η κύρια γραμμή άμυνας για να κρατήσουν την απειλή μακριά από την πόλη ή το ανάκτορο. Πυργοειδείς κατασκευές είναι ενσωματωμένες σε γωνίες ή δίπλα στις εισόδους, στα ανάκτορα και στις επαύλεις.
Σημαντική πληροφορία οχυρωμένης πόλης δίνει το «σφράγισμα του ηγεμόνα» από τη Μινωική Κυδωνία. Πύργοι έχουν εντοπιστεί στα ανάκτορα Κνωσού και Μαλίων, και στις επαύλεις Βαθυπέτρου και Ζου Σητείας. Δύο άλλοι τύποι αμυντικής αρχιτεκτονικής, οι διαρρυθμίσεις συστημάτων προσπέλασης και τα δωμάτια φρουράς (θυροφυλάκια), χρησιμοποιούνται στα χρόνια αυτά. Στη δεύτερη φάση της περιόδου, μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (περίπου 1.600 π.Χ.), και το κλίμα ανησυχίας, αυτές οι μορφές οχύρωσης υπήρξαν σε όλα τα ανάκτορα.
- Η Τελική Ανακτορική περίοδος (1.450 - 1.300 π.Χ.) δεν έχει εντοπιστεί σε πολλές θέσεις, με αποτέλεσμα η οχυρωματική αρχιτεκτονική της να μην είναι πολύ γνωστή. Φυλάκια υπήρχαν σε μερικές θέσεις, όπως και οχυρωματικοί περίβολοι στη Φαιστό, στον Πετρά και στο Χόνδρο Βιάννου, ενώ στην Κνωσό υπήρξε και πάλι η διαμόρφωση των προσπελάσεων και τα θυροφυλάκια.
- Στη Μετανακτορική περίοδο (1.300 - 1.000 π.Χ.) η κατάσταση στην Κρήτη ήταν σχετικά ταραγμένη. Αναβίωσαν οι κυκλώπειοι περίβολοι με πύργους και επάλξεις στον Γιούχτα, στον Κόφινα, στην Καστροκεφάλα Ρογδιάς και στον Κάτω Κάστελο Ζάκρου. Στο τέλος του 11ου αιώνα ιδρύθηκαν οι οικισμοί στο Καστρί Παλαικάστρου και το Καρφί Λασιθίου, στο Βρόκαστρο, στο Καβούσι (Βροντά και Κάστρο), στο Μοναστηράκι-Καταλύματα και στο Χαλασμένο, όλες στον ισθμό Ιεράπετρας. Άλλες θέσεις ήταν στον Θρόνο Αμαρίου (Σύβριτο), στις Κούρτες Ζαρού, στην Έργανο Βιάννου. Στην περίοδο αυτή και στην επόμενη άκμασαν οι οικισμοί-καταφύγια με οχυρωματικούς περιβόλους, πραγματικές «ακροπόλεις».
ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ (10ος αιώνας π.Χ. - 5ος αιώνας μ.Χ.)
Μορφές Οχύρωσης
Δεν γνωρίζουμε αν οι «εκατό» πόλεις της Κρήτης στα ιστορικά χρόνια ήταν όλες οχυρωμένες, οι ίδιες ή οι ακροπόλεις τους. Αρκετές οχυρώσεις σώθηκαν και είναι ορατές, αλλά λίγες έχουν μελετηθεί συστηματικά. Σε γενικά βιβλία δεν γίνεται αναφορά σε οχυρώσεις, ενώ δεν υπάρχει συστηματική μελέτη. Από σκόρπιες πληροφορίες γίνονται κάποιες διαπιστώσεις. Στους πρώτους αιώνες (100 - 500 π.Χ.) οι τύποι οχυρωματικής αρχιτεκτονικής είναι σχεδόν οι ίδιοι με των Μινωικών χρόνων, αλλά πιο «κανονικοί». Υπάρχουν οχυρωματικοί περίβολοι, τείχη, φρούρια, πύργοι και φρυκτωρίες.
Δεν έχουν την ίδια μορφή στη διάρκεια των αιώνων. Οι παλιότεροι οικισμοί είχαν τους εξωτερικούς τοίχους των σπιτιών χτισμένους με μεγάλες πέτρες και χωρίς ανοίγματα για λόγους άμυνας. Στην Κλασική και Ελληνιστική Κρήτη οι σημαντικότεροι τύποι οχυρωματικών έργων είναι:
Το σύστημα οικοδόμησης των οχυρώσεων διαφέρει από τόπο σε τόπο. Το διαδεδομένο σύστημα στην κατασκευή των τειχών είναι το ορθογώνιο σε τρεις τύπους:
Διαδεδομένο ήταν και το πολυγωνικό, σε αρχαιότερες κατασκευές, σε κατασκευή ανδήρων ή αναλημματικών τοίχων.
- Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1.100 - 500 π.Χ.)
Στους πρώτους αιώνες η Κρήτη γνώρισε μια σχετική πολιτισμική υποχώρηση που γρήγορα, από τον 9ο αιώνα και μετά, έδωσε στη θέση της σε μια σημαντική πολιτισμική εξέλιξη. Οι αρχικοί οικισμοί ιδρύθηκαν σε ψηλές θέσεις, όπου προϋπήρχαν οικισμοί - καταφύγια, και οχυρώθηκαν με περιβόλους, πύργους και οχυρά. Οι θέσεις αυτές εξελίχθηκαν σε ακροπόλεις των πόλεων-κρατών, που αναπτύχθηκαν μετά τον 8ο αιώνα π.Χ. Οικισμοί της περιόδου αυτής οχυρωμένοι σε ψηλές θέσεις είναι το Καρφί (εγκαταλείφθηκε ειρηνικά τον 10ο αιώνα και οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν χαμηλότερα, στην Παπούρα), το Βρόκαστρο (κατοικήθηκε μέχρι τον 8ο αιώνα).
Στο Καβούσι (που κατοικήθηκε από τον 11ο μέχρι τον 6ο αιώνα), στην Κεφάλα Βασιλικής (11ος και 10ος αιώνας), στη Γριά Βίγλα Πόμπιας κοντά στη Φαιστό (ιδρύθηκε τον 11ο και εγκαταλείφθηκε τον 9ο αιώνα), στις Κούρτες Ζαρού, στην Πραισό, στη Γόρτυνα και στον Πρινιά (που κατοικήθηκαν από την Μετανακτορική μέχρι και την Ελληνιστική περίοδο). Ο οικισμός στη Φαιστό αναπτύχθηκε δυτικά και βόρεια από το Μινωικό ανάκτορο και ήταν οχυρωμένος. Η ίδρυση της Λύττου στο Καστέλι Πεδιάδας, των Αρκάδων στο Αφρατί Βιάννου, της Λιγορτύνου, του Ρυτίου, της Λυκάστου, στον Μαζά στο Καλό Χωριό Πεδιάδας, της Δρήρου, της Λατούς, ανάγονται σε αυτά τα χρόνια.
- Κλασικοί, Ελληνιστικοί και Ρωμαϊκοί Χρόνοι (5ος αιώνας π.Χ. - 4ος αιώνας μ.Χ.)
Στους επόμενους πέντε αιώνες η Κρήτη απουσιάζει από τις πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις του Ελληνικού κόσμου, και μαστίζεται από εσωτερικές διενέξεις των πόλεων που κατέληγαν σε καταστροφή των ηττημένων. Για τους κλασικούς αιώνες λίγα είναι γνωστά, αλλά φαίνεται ότι συνέχισαν να έχουν τις οχυρώσεις τους. Στο β' μισό του 4ου αιώνα παρουσιάζεται τάση για νέες οχυρώσεις ή για επιδιόρθωση και ενσωμάτωση παλιών. Στους τρεις Ελληνιστικούς αιώνες (323 - 67 π.Χ.) η μεγαλόνησος ήταν μήλον της έριδος των μεγάλων δυνάμεων της εποχής (Μακεδόνες, Πτολεμαίοι, Σελευκίδες).
Ενώ το 67 π.Χ. την κατάκτησαν οι Ρωμαίοι, ύστερα από αιματηρή αντίσταση των Κρητικών, και την έκαναν Ρωμαϊκή επαρχία. Στην περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας φαίνεται ότι οι οχυρώσεις των πόλεων εγκαταλείφθηκαν μέχρι την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος - 7ος αιώνας μ.Χ.), οπότε σημειώθηκαν ανακατατάξεις στην ανατολική Μεσόγειο. Οχυρώσεις έχουν ανασκαφεί ή ερευνηθεί επιφανειακά περίπου σε 25 θέσεις.
Πιο συστηματικά έχουν μελετηθεί εκείνες της Ιτάνου και του Τρυπητού στην Ανατολική Κρήτη, της Γόρτυνας, της Κνωσού, της Φαιστού, των Αρκάδων στο Αφρατί, του Πρινιά και η φρυκτωρία της Βιάννου στην κεντρική Κρήτη, της Άπτερας, της Φαλάσαρνας και της Πολυρρήνιας στη Δυτική Κρήτη. Ακολουθεί σύντομη παρουσίασή τους.
Ίτανος: Η ισχυρή πόλη της άκρας ανατολικής Κρήτης είχε δύο ακροπόλεις, μια ανατολική και μια δυτική, σε χαμηλούς λόφους, που εξασφάλιζαν την άμυνα από στεριά και από θάλασσα. Η οχύρωση της ανατολικής ακρόπολης περιλάμβανε δύο τετράγωνους πύργους και τρία φυλάκια. Από τη δυτική ακρόπολη σώζεται ένας πύργος. Στον νότιο λόφο ανιχνεύθηκε ένας πολυγωνικός περίβολος με πύργους στις γωνίες. Μέσα στον περίβολο υπήρχε ένα κτίριο φρουράς.
Τρυπητός (αρχ. Ητεία): Η μικρή πόλη βρίσκεται σε ύψωμα ανατολικά από την πόλη της Σητείας. Προστατεύεται από ισχυρό παχύ τείχος από τα νότια, από τη στεριά. Σώθηκε σε καλή κατάσταση ένας πύργος.
Ξερόκαμπος (αρχ. Άμπελος): Στα νοτιοανατολικά παράλια της Σητείας, στη θέση Φαρμακοκέφαλο ήταν η κάτω πόλη που προστατευόταν από έναν οχυρωματικό περίβολο που διατηρείται στα βόρεια και τα δυτικά. Η οχυρωμένη ακρόπολη ήταν στο λόφο Καστρί.
Πύργος Πινέ: Στην περιοχή Ελούντας Μιραμπέλλου υπάρχει ένα φρούριο κυκλώπειας δομής, που σώζει ενεπίγραφους δόμους (από επιγραφή 3ου αιώνα) σε δεύτερη χρήση.
Ρουκούνι Κορφή (Βιάννου): Εδώ έχει ανασκαφεί το καλύτερα σωζόμενο δείγμα φρυκτωρίας των ιστορικών χρόνων (2ου - 1ου αιώνα π.Χ.). Το οικοδόμημα αποτελείται από δύο κυκλικούς τοίχους, εγγεγραμμένους ο ένας στον άλλο. Ήταν θολωτό κεραμοσκεπές (ίσως εν μέρει), όπως δείχνει η κύρτωση του τοίχου προς τα μέσα.
Κνωσός Σόπατα: Βορειοανατολικά από το ανάκτορο της Κνωσού και ανατολικά από τον κατεστραμμένο βασιλικό τάφο των Ισοπάτων έχει ανασκαφεί ένας κυκλικός οχυρωματικός πύργος, στον οποίο συναντώνται δυο παχείς τοίχοι. Ανήκε σε κάποιο φρούριο που έλεγχε τους γύρω λόφους, προς το βορρά και προς το νότο. Πιθανόν κατασκευάστηκε κατά τον Λύκτιο πόλεμο (346 π.Χ.)
Αρκάδες (Προφήτης Ηλίας, Αφρατί) (Φρούριο): Στην κορφή του λόφου Προφήτη Ηλία βρίσκεται ένα φρούριο με τραπεζιοειδή διάταξη με ενισχυμένες από κυκλικούς πύργους τις γωνίες του, η ακρόπολη της πόλης των Αρκάδων. Σώζεται μια δεξαμενή νερού σε επαφή με το φρούριο. Χρονολογείται στο τέλος του 4ου - αρχές του 3ο αιώνα.
Πρινιάς (Φρούριο): Το φρούριο στην ακρόπολη, που είναι γνωστή ως «Πατέλα» του Πρινιά κοντά στο ομώνυμο χωριό στην κεντρική Κρήτη, έχει τετράγωνη κάτοψη με τέσσερις πύργους στις γωνίες του. Χρονολογείται στα τέλη του 4ου - αρχές του 3ου αιώνα.
Φαιστός: Το οχυρωματικό τείχος (με διπλό τείχισμα) βρίσκεται στην κορυφή, στη βόρεια και στη δυτική πλευρά του λόφου Αφέντης Χριστός («δυτική» ακρόπολη), δυτικά από το μινωικό ανάκτορο της Φαιστού, έχει ακανόνιστο σχήμα και είναι προσαρμοσμένο στην μορφολογία του εδάφους. Σώζονται τα θεμέλια δύο πύργων. Χρονολογείται στις αρχές του 4ου αιώνα.
Γόρτυνα: Η οχύρωση της πόλης βρισκόταν στους τρεις λόφους που την ορίζουν από τα βόρεια. Σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από τον Πτολεμαίο Φιλοπάτορα στο β' μισό του 3ου αιώνα, στον Β' Λύττιο πόλεμο (221 - 220 π.Χ.), αναμορφώθηκε στις αρχές του 1ο αιώνα π.Χ. και εγκαταλείφθηκε το 30 π.Χ., μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση της Κρήτης. Αποτελούνταν από δυο παράλληλους περιβόλους και ένα ενδιάμεσο «διατείχισμα». Ο εξωτερικός περίβολος περιλάμβανε μικρούς εξωτερικούς πύργους και έναν μεγαλύτερο γωνιακό, που ήταν ενδιαίτημα της φρουράς. Η εσωτερική οχύρωση περιλάμβανε 12 εσωτερικούς πύργους.
Απτέρα: Το τείχος της πόλης περιτρέχει ολόκληρο το ισόπεδο του λόφου, επάνω στον οποίο είχε ιδρυθεί η πόλη και κατασκευάστηκε λίγο πριν από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Η δυτική και νοτιοδυτική του πλευρά είναι κτισμένες με το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Στη νότια και στην ανατολική πλευρά έχουν ενσωματωθεί φυσικοί βράχοι, ενώ σε τμήματα της βόρειας πλευράς οι λίθοι είναι πολυγωνικοί. Η άμυνα του τείχους είχε ενισχυθεί από μια σειρά οχυρωματικών πύργων. Ο ένας από αυτούς έχει ορθογώνια κάτοψη.
Φαλάσαρνα: Το λιμάνι της αρχαίας πόλης ήταν το μοναδικό «κλειστό» στην Κρήτη και ήταν ενταγμένο στην οχύρωση της πόλης. Είχε τέσσερις κυκλικούς και τετράπλευρους οχυρωματικούς πύργους, που χρονολογούνται στο β' μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Στους πρόποδες του λόφου βόρεια από την πόλη υπάρχει ένας διπλός οχυρωματικός τοίχος με τρεις αμυντικούς προμαχώνες.
Πολυρρήνια: Ήταν ισχυρή πόλη στο άκρο δυτικό τμήμα της Κρήτης στα ιστορικά χρόνια, κτισμένη σε βραχώδη λόφο με φυσική και τεχνητή οχύρωση. Τμήματα από την οχύρωση της ακρόπολης είναι ορατά και έχουν ενσωματωθεί στην Ενετική οχύρωση.
ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Η Βυζαντινή παρουσία στην Κρήτη μοιράζεται στην Α' και τη Β' Βυζαντινή περίοδο, με μία ενδιάμεση διακοπή λόγω της Αραβοκρατίας στο νησί. Η Α' Βυζαντινή περίοδος ορίζεται από τον 5ο αιώνα μ.Χ. μέχρι την Αραβική κατάκτηση (824 - 826). Η Β' Βυζαντινή περίοδος οριοθετείται ανάμεσα στο 961 (έτος ανάκτησης της Κρήτης από τα Βυζαντινά στρατεύματα) και στο 1206, οπότε το νησί περιέρχεται στην κυριαρχία των Ενετών. Τα χρόνια της Βυζαντινής παρουσίας στην Κρήτη σημαδεύονται έντονα από την Αραβοβυζαντινή σύγκρουση με αποκορύφωμα την ίδρυση ιδιόρρυθμου αραβικού εμιράτου στο νησί για τουλάχιστον 138 χρόνια (824 / 6 - 961).
Η γεωστρατηγική της ανατολικής αλλά και της ευρύτερης περιοχής Μεσογείου διαμορφώνεται με νέα δεδομένα λόγω μιας σειράς Αραβικών επιθέσεων και κατακτήσεων. Ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα το Βυζάντιο δέχεται μεγάλη πίεση στα σύνορά του, στις περιοχές της Συρίας, της Μεσοποταμίας, της νότιας Μικράς Ασίας και στις κτήσεις του στη Β. Αφρική. Αραβικές επιθέσεις απειλούν τα παράλια των νήσων, όπως συνέβη και στην Κρήτη. Αρχαιολογικές μαρτυρίες μεταφέρουν τον απόηχο κάποιων τέτοιων επιθέσεων/αποβάσεων στα νότια παράλια της Κρήτης αλλά και στο Κάστρο του Ηρακλείου.
Η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα αλλά και η ιστοριογραφία συμφωνούν για το γεγονός της σταδιακής εγκατάλειψης των παραλίων πόλεων, τη συρρίκνωση των υφιστάμενων αστικών κέντρων και την παρακμή όποιας οικονομικής και γεωργικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα στην Κρήτη. Κάτω από αυτό το ιστορικό πρίσμα πρέπει να ιδωθούν οι πληροφορίες που αφορούν τις οχυρώσεις κατά τις δύο Βυζαντινές περιόδους στο νησί της Κρήτης.
Α' Βυζαντινή Περίοδος
Ένα πρώιμο οχυρωματικό έργο συναντούμε στα δυτικά όρια της σημερινής Ιεράπετρας (αρχαία Ιεράπυτνα), όπου οχυρωματικός περίβολος προστατεύει το θαλάσσιο μέτωπο της Πρωτοβυζαντινής πόλης ήδη από τον 6ο αιώνα (όπως συνάγεται από την ιδιαίτερη μορφολογία της κατασκευής). Ισχυρό τείχος με άφθονη χρήση οπτόπλινθων σώζεται σε αρκετά μεγάλο τμήμα παράλληλο με την ακτογραμμή. Η τεχνική κατασκευής της τοιχοδομίας του τείχους ομοιάζει με αυτές που συναντούμε σε Πρωτοβυζαντινές οχυρώσεις, τόσο στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, όσο και σε σημαντικές πόλεις του ελλαδικού χώρου, όπως η Θεσσαλονίκη και η Νικόπολη.
Η σχετικά πρόσφατη (2006 - 2008), διερεύνηση της οχυρωματικής αυτής κατασκευής προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την οχυρωτική τέχνη στην Κρήτη, επειδή μέχρι σήμερα δεν είχαμε υπόψη μας τόσο πρώιμη βυζαντινή οχύρωση στο νησί. Πιθανότατα, πρόκειται για το μόνο γνωστό οχυρωματικό έργο της Ιουστινιάνειας περιόδου. Σημαντική οχυρωματική κατασκευή της Α' Βυζαντινής περιόδου υπήρξε η ακρόπολη της Γόρτυνας. Η Γόρτυνα στη Μεσαρά (περίπου στο κέντρο της Κρήτης με πρόσβαση σε λιμάνια της νότιας ακτής), υπήρξε η πρωτεύουσα της Κρήτης ήδη από τους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Η οχύρωση του λόφου ανατολικά και βόρεια της εκτεταμένης πόλης (διαφοροποιείται από την Ελληνιστική ακρόπολη στο λόφο του Προφήτη Ηλία δυτικότερα), συνίσταται στην κατασκευή μνημειώδους οχυρωματικού περιβόλου που επιστέφει το λόφο παρέχοντας προστασία σε μια ευρύχωρη επίπεδη έκταση. Στο εσωτερικό της ακρόπολης βρισκόταν ήδη μεγάλο προγενέστερο κτίσμα (γνωστό σήμερα ως Κάστρο). Το τείχος διαθέτει ισχυρό πολυγωνικό πύργο (στην προσβάσιμη δυτική πλευρά), και άλλους τρεις τετράγωνους πύργους (οι δύο καλύπτουν τη ΒΔ και ΝΔ γωνία αντίστοιχα).
Η τοιχοποιία αποκαλύπτει τη χρήση δόμων προγενέστερης περιόδου από το άφθονο οικοδομικό υλικό της πρώην ακμάζουσας Γόρτυνας, η οποία κατά τον 7ο αιώνα είχε μετατραπεί σε «σκιά» μόνον της παλαιότερης πρωτεύουσας. Η εξωτερική παρειά του τείχους κτίζεται επιμελημένα με ορθογώνιους προσεκτικά επεξεργασμένους δόμους, εδράζεται στον θεμέλιο βράχο και η μορφολογία του παραπέμπει στα μεγάλα οχυρωματικά έργα της Άγκυρας, της Νίκαιας, της Κώρυκου, της Μακεδονίας, της Κυδωνίας όπως και σε πολλά σημεία που οικοδομούνται σημαντικά οχυρωματικά έργα κατά τους αιώνες 6ο έως 7ο στην επικράτεια της Αυτοκρατορίας κάτω από την απειλή των Αραβικών επιθέσεων.
Η ακρόπολη της Γόρτυνας φαίνεται ότι επαναχρησιμοποιήθηκε και μετά την Αραβοκρατία, όπως μαρτυρεί προσθήκη στα ανατολικά της οχύρωσης, που διαθέτει χαρακτηριστική τοιχοποιία των οχυρώσεων της Β' Βυζαντινής περιόδου. Ίσως, το πλέον εντυπωσιακό οχυρωματικό έργο της Πρωτοβυζαντινής περιόδου αποτελεί η οχύρωση του λόφου με τη σημερινή ονομασία Καστέλι στα Χανιά, στη θέση της αρχαίας και Παλαιοχριστιανικής Κυδωνίας.
Μια μνημειώδης κατασκευή οχυρωματικού περιβόλου που εδράζεται στο τείχος της προγενέστερης Ελληνιστικής ακρόπολης της Κυδωνίας και χρησιμοποιεί άφθονο υλικό σε δεύτερη χρήση, μορφολογικό χαρακτηριστικό που παραπέμπει στις μεγάλες οχυρές κατασκευές του 7ου αιώνα στον ευρύτερο χώρο της Βυζαντινής Ανατολής. Τετράγωνοι και ορθογώνιοι πύργοι προβάλλουν εξωτερικά στην παρειά του τείχους σε μεγάλο ύψος, σε όλη την έκταση του περιβόλου, με ξεχωριστό τον μνημειώδους κατασκευής τετράγωνο πύργο στη δυτική πλευρά (προς το λιμάνι). Η πόλη της Κυδωνίας εγκαταλείφθηκε κατά την αραβοκρατία και επανακατοικήθηκε με την έλευση των Ενετών.
Η Επιστημονική Επιτροπή Ανάδειξης του Βυζαντινού και Βενετσιάνικου Οχυρωματικού Περιβόλου Χανίων τα τελευταία χρόνια κατέγραψε, ερεύνησε ανασκαφικά και ανέδειξε τις Βυζαντινές οχυρώσεις της Κυδωνίας με υπεύθυνο τον αρχαιολόγο Μιχάλη Ανδριανάκη. Στα πρότυπα των οχυρών ακροπόλεων Γόρτυνας και Κυδωνίας συναντούμε την οχυρή ακρόπολη της Λύκτου στην περιοχή Πεδιάδας στην ενδοχώρα του Ηρακλείου, όπου η Ρωμαϊκή πόλη συρρικνώνεται σε μια ισχυρή ακρόπολη με οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος περιβάλλει το υψηλότερο άκρο του λόφου.
Η τοιχοποιία παραπέμπει σε Πρωτοβυζαντινές οχυρωτικές κατασκευές, με την ενσωμάτωση ορθογώνιων δόμων σε επάλληλες σειρές και τη χρήση ισχυρού κονιάματος. Με μέτωπο προς νότια βρίσκουμε ισχυρό ημικυκλικό πύργο μα σαφή αμυντικό προσανατολισμό αφού η Λύκτος βρισκόταν στην οδική αρτηρία που συνέδεε τη νότια ακτή του Ηρακλείου με τα βόρεια παράλια. Στην ακρόπολη της Ελεύθερνας ο στενός βραχώδης ισθμός, οχυρώθηκε με μεγάλο οχυρωματικό περίβολο που προστάτευε τη μοναδική πύλη εισόδου στην παλαιοχριστιανική πόλη. Σήμερα σώζεται μικρό τμήμα, της μνημειώδους κατασκευής και μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε τη συγγένεια με τις αντίστοιχες οχυρωματικές κατασκευές αυτής της περιόδου στην Κρήτη.
Στον Κάστελο στο Βαρύπετρο (κοντά στα σημερινά Χανιά, ένα μεγάλο κάστρο της Β' Βυζαντινής περιόδου), τμήμα του νότιου οχυρωματικού περιβόλου, αποκαλύπτει μια πρώιμη οικοδομική φάση η οποία μπορεί να τοποθετηθεί στον 7ο αιώνα, όπως και το προτείχισμα της βόρειας πλευράς που διαφοροποιείται μορφολογικά από τον κυρίως οχυρωματικό περίβολο. Τα τμήματα αυτά στο κάστρο του Βαρύπετρου συγγενεύουν μορφολογικά με την οχύρωση της Ελεύθερνας και της Λύκτου. Στο πάλαι ποτέ Κάστρο, στη θέση που σήμερα βρίσκεται η πόλη του Ηρακλείου, έχει αποκαλυφθεί πρόσφατα μια πρώιμη φάση των οχυρώσεων, πριν από την εποχή της Αραβοκρατίας.
Στη θέση Μπεντενάκι, πρόσφατη ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε τμήμα του θαλάσσιου οχυρωματικού μετώπου πιθανότατα της Πρωτοβυζαντινής πόλης, που αποτελείται από ένα μνημειωδών διαστάσεων τετράγωνο πυργοοικοδόμημα με εσωτερικές αίθουσες και δεξαμενές νερού, κτισμένο κατά τα πρότυπα των οχυρώσεων της Κυδωνίας. Μέχρι σήμερα μόνο εικασίες μας επέτρεπαν οι λιγοστές πηγές για τη μορφή της πόλης πριν από την Αραβοκρατία, αυτή όμως η σημαντική ανασκαφή (σε συνδυασμό με κάποια άλλα σημεία όπου τμήματα του Παλαιοχριστιανικού τείχους έχουν αποκαλυφθεί), επιτρέπει να σχηματίσουμε εικόνα για τη μορφή της Παλαιοχριστιανικής πόλης, στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το Ηράκλειο.
Την ίδια αυτή περίοδο, όπως προκύπτει από έρευνες οι οποίες είναι σε εξέλιξη, φαίνεται ότι κάποιες παράλιες πόλεις των πρώιμων Βυζαντινών χρόνων επιβίωσαν στα δύσκολα χρόνια πριν την Αραβοκρατία, λόγω ακριβώς της κατασκευής οχυρώσεων. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η αρχαία Λεβήν, η Ίνατος και η Χερρόνησος (Λιμήν Χερσονήσου) στην περιοχή του Ηρακλείου, η Ίτανος στη Σητεία, η Οαξός (ή Οξά) στο Μεραμπέλο (σε λόφο ακριβώς «πάνω» πάνω από την Ελούντα στη θέση όπου βρισκόταν η αρχαία Ολούς), η Συία (Σούγια) στα Χανιά.
Αραβοκρατία
Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τη χρήση των οχυρών κατά την περίοδο της Αραβοκρατίας, με εξαίρεση τον Αραβικό Χάνδακα (Rhab el Khandaq), το σημαντικό κέντρο αραβικής παρουσίας στην Κρήτη. Αναλυτικές περιγραφές στα κείμενα Βυζαντινών ιστορικών μιλούν για μια ισχυρή οχυρωμένη πόλη με ψηλά τείχη και τάφρο να την περιβάλλει. Θεωρήθηκε πως το λεγόμενο Αραβικό τείχος της πόλης οικοδομήθηκε εκείνη την περίοδο, μια υπόθεση που μάλλον πρέπει να αναθεωρήσουμε με τα δεδομένα της σύγχρονης ανασκαφικής έρευνας στο βόρειο παραλιακό μέτωπο έρευνα που είναι σε εξέλιξη.
Β' Βυζαντινή Περίοδος
Η οκτάμηνη πολιορκία και εκπόρθηση του αραβικού Χάνδακα από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Νικηφόρου Φωκά στα 960 - 961 ανέδειξαν μία από τις πλέον σημαντικές ιστορικές νίκες στην περίοδο του Βυζαντίου. Η αποκατάσταση της Βυζαντινής εξουσίας στο νησί της Κρήτης αποδείχτηκε έργο δύσκολο με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Η μακρόχρονη συμβίωση του ντόπιου στοιχείου με το Αραβικό στοιχείο είχε ως αποτέλεσμα την εξοικείωση των Κρητών στην παρουσία αστικού Αραβικού πληθυσμού. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε μία ‒τουλάχιστον δύσκολη‒ προσπάθεια για την αποκατάσταση του κύρους της κεντρικής εξουσίας.
Αυτήν τη δύσκολη περίοδο που ακολούθησε την Αραβοκρατία τα μεγάλα οχυρωματικά έργα φαίνεται ότι αποτέλεσαν ένα από τα «όπλα» της κεντρικής διοίκησης αφού καθιέρωσαν και το κύρος αλλά και την ασφαλή παρουσία των Βυζαντινών δυνάμεων σε συνδυασμό με την παραμονή Βυζαντινών στρατιωτικών σωμάτων σε μια προσπάθεια εποικισμού του νησιού. Μεγάλα οχυρωματικά έργα με μνημειώδεις διαστάσεις, δαπανηρές κατασκευές που απαιτούσαν πολυάνθρωπο μόχθο για την κατασκευή τους, απλώθηκαν σε όλη την έκταση της Κρήτης.
Με κεντρικό οχυρωματικό έργο την καστροπολιτεία του Τεμένους (δίπλα στον σημερινό Προφήτη Ηλία, 15 χλμ. νότια από το Ηράκλειο) εδραιώνεται η Βυζαντινή παρουσία σε ένα χώρο στην ενδοχώρα, πολύ κοντά στον πρώην αραβικό Χάνδακα. Πρόκειται για μία σύνθετη μεγάλη οχυρωματική κατασκευή, με περίβολο που προστατεύει έκταση περίπου 600 στρεμμάτων, ένα οχυρό οικοδομημένο σε ένα δίκορφο ύψωμα, όπου η δυτική υψηλότερη κορυφή οχυρώνεται με τη σειρά της σε μία ισχυρότατη ακρόπολη, με δικό της οχυρωματικό περίβολο και ισχυρούς πύργους, ένα κάστρο μέσα σε κάστρο, ένδειξη προφανώς διοικητικής και στρατιωτικής εξουσίας.
Ο οχυρωματικός περίβολος διατρέχει το λόφο περιμετρικά, στα άκρα της κρημνώδους πλαγιάς με πύργους ποικίλων σχημάτων (ημικυλινδρικούς, τρίγωνους, πεταλοειδείς). Στη βόρεια και ανατολική γωνία του Τεμένους (όπου το πρανές του εδάφους έχει ομαλή κλίση και επιτρέπει την άνετη πρόσβαση) διακρίνουμε τη διαμόρφωση της εισόδου στο κάστρο, ενώ στο σημείο αυτό αναγνωρίζουμε σήμερα τριπλή σειρά οχύρωσης όπου το προτείχισμα και ο κυρίως οχυρωματικός περίβολος έχουν μνημειώδεις διαστάσεις που μπορούν να συγκριθούν με τις σοβαρές Βυζαντινές οχυρωματικές κατασκευές του 10ου αιώνα στην Αρμενική Κιλικία, τα παράλια της Μικράς Ασίας και την Κύπρο.
Η μέριμνα για την επάρκεια ύδατος στο Τέμενος εκτός από τις σκόρπιες δεξαμενές και τον υδατόπυργο της ακρόπολης χαρακτηρίζεται από μία σύνθετη, σπάνια οχυρή κατασκευή στη δυτική πλευρά του λόφου της Ρόκας, όπου προστατευμένη σήραγγα με άνετη κλίμακα οδηγεί από την κορυφή στη βάση του λόφου στις κρυμμένες κινστέρνες που συγκεντρώνουν το άφθονο τρεχούμενο νερό παρακείμενης πηγής. Η καστροπολιτεία του Τεμένους σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Λέοντος Διακόνου αποτέλεσε προσωπική επιλογή του στρατηγού απελευθερωτή της Κρήτης Νικηφόρου Φωκά, όπου έκτισε μία ισχυρή πόλη στην ενδοχώρα «Τέμενος το άστυ ωνόμασε».
Στη δυτική μεριά της Κρήτης, πολύ κοντά στα Χανιά βρίσκουμε τη μεγάλη οχυρωματική κατασκευή του Βαρύπετρου. Ισχυρότατος οχυρωματικός περίβολος με δυνατό προτείχισμα στη βόρεια πλευρά του οχυρού λόφου, όπως και μνημειώδης οχυρωματικός περίβολος με μνημειώδη προπύργια στη νότια πλευρά διαμορφώνουν μία άνετη προστατευμένη έκταση πάνω από 400 στρέμματα στην ενδοχώρα της Κυδωνίας που μπορεί να εποπτεύει τον κάμπο του Αλικιανούκαι όλη την ακτή του κόλπου των Χανίων. Δυτικότερα, στην Κίσαμο, συναντούμε τη σοβαρή οχυρωματική κατασκευή στην ακρόπολη της Πολυρήνιας.
Το κεντρικό ύψωμα της αρχαίας (ήδη οχυρωμένης κατά τα Ελληνιστικά χρόνια) πόλης οχυρώνεται με μνημειώδη οχυρωματικό περίβολο, μεγάλους τετράγωνους και κυλινδρικούς πύργους. Στην ενδοχώρα της Κισάμου με μέτωπο προς το ορεινό Σέλινο, νότια, συναντούμε το κάστρο της Μαλάθυρου, μία ισχυρή οχυρωματική κατασκευή με προτείχισμα και ισχυρό κυρίως οχυρωματικό περίβολο στη νότια πλευρά βραχώδους απόκρημνου λόφου. Ο χώρος δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε στη μεταγενέστερη περίοδο της Ενετοκρατίας, διατηρώντας έτσι αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της Μεσοβυζαντινής περιόδου.
Στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου βρίσκεται το κάστρο στο Μονοπάρι, όχι μακριά από το παραλιακό Ρέθυμνο. Πάνω σε απόκρημνο λόφο που περιβάλλεται από χείμαρρο και διαμορφώνει απόκρημνες πλαγιές στις οποίες δεν υπάρχει ανάγκη για οχύρωση, σώζεται στη βόρεια προσβάσιμη πλευρά τείχος με τετράγωνους πύργους, με τη χαρακτηριστική μορφολογία των Μεσοβυζαντινών οχυρωματικών έργων. Στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου, επίσης, στην είσοδο της κοιλάδας του Αμαρίου συναντούμε την άγνωστη μέχρι σήμερα καστροπολιτεία στην κορυφή του λόφου Βενί, όπου ισχυρός περίβολος περιβάλλει μια ομαλή, επίπεδη έκταση περίπου 525 στρεμμάτων.
Στην περιοχή του Ηρακλείου εκτός από το Τέμενος, συναντούμε το μεγάλο κάστρο στο Μονοφάτσι, όπου σε ευρεία οχυρωμένη έκταση με ισχυρό περίβολο και μεγάλους τετράγωνους πύργους υπήρχε καστροπολιτεία η οποία κατοικήθηκε αδιάλειπτα μέχρι και τον 18ο αιώνα. Νοτιότερα, στην ανατολική Μεσαρά, βρίσκονται τα ερείπια του μεγάλου οχυρού Ριζόκαστρο (αργότερα Belvedere για τους Ενετούς). Ένας χώρος που επίσης κατοικήθηκε μέχρι τον 18ο αιώνα, γεμάτος δεξαμενές νερού, εκκλησίες και ίχνη από ισχυρό οχυρωματικό περίβολο. Πρόκειται για θέση με εξαιρετικό στρατηγικό πλεονέκτημα ελέγχου μεγάλου μέρους της πλέον εύφορης πεδιάδας της Μεσαράς.
Στο ανατολικό άκρο της Κρήτης στην περιοχή Λασιθίου συναντούμε δύο οχυρωματικές κατασκευές με εμφανώς μικρότερες διαστάσεις από εκείνες που ήδη αναφέραμε. Ανατολικά της Σητείας σε παραθαλάσσιο απόκρημνο λόφο, στο Λιόπετρο, σώζονται τα ίχνη κάστρου με τείχος που προστατεύει την ανατολική και νότια πλευρά που φέρει τετράγωνους πύργους. Εντυπωσιακή είναι η παρουσία πολλών θολωτών δεξαμενών αποτελούμενες από έξεργους λίθους σε μία προσπάθεια εξασφάλισης μεγάλων ποσοτήτων ύδατος.
Μικρότερη σε έκταση και μέγεθος κατασκευή συναντάται στα Μεσοκάστελα, βόρεια και δυτικά της Ιεράπετρας με καταπληκτική εποπτεία όλης της νότιας ακτής, όπου δύο παραπλήσιοι βραχώδεις λόφοι στέφονται με οχυρωματικό περίβολο στα σημεία όπου ήταν εύκολη η πρόσβαση. Κατά την περίοδο αυτή φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν οι προϋπάρχουσες οχυρώσεις της Λύκτου, που εποπτεύει την πολυάνθρωπη κι εύφορη ενδοχώρα του Ηρακλείου την Πεδιάδα και η ακρόπολη της Γόρτυναςπου εποπτεύει την κεντρική και δυτική Μεσαρά, σε συνδυασμό με τις νεόδμητες κατασκευές.
Μία ξεχωριστής σημασίας οχυρή κατασκευή αποτελεί το Κέρατον (Κερατόκαμπος), ένας απρόσιτος λόφος ύψους 600 μέτρων ακριβώς πάνω από τις μεγάλες παραλίες της Άρβης, του Κερατόκαμπου και του Τσούτσουρου. Πρόκειται για ισχυρό φρούριο με δεξαμενές νερού τετράγωνους πύργους και τείχος στα λίγα μη απόκρημνα σημεία. Πρόκειται για το σημείο, όπου σύγχρονες έρευνες τοποθετούν την απόβαση των Αράβων του Abu Hafs Omar γύρω στα 824 - 826. Η ανάμνηση της εποίκισης και του Αραβικού κινδύνου υπαγόρευσε στη βυζαντινή εξουσία την οχύρωση αυτού του απομονωμένου σημείου με το ρόλο της εποπτείας της κοντινής ευπρόσιτης νότιας ακτής.
Κατά τη διάρκεια της Β' Βυζαντινής περιόδου οι γενικότερες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές στο χώρο του Βυζαντίου, όπως η εμφάνιση τοπικής αριστοκρατίας και η αυξανόμενη οικονομική δραστηριότητα επηρέασαν και το νησί της Κρήτης. Θρύλοι, παραδόσεις αλλά και γραπτές πηγές μιλούν για εποικισμό μεγάλων οικογενειών του Βυζαντίου στην Κομνήνεια περίοδο. Η ύπαιθρος της Κρήτης αποκτά μεγαλύτερο πληθυσμό που συσπειρώνεται γύρω από τις μεγάλες εύφορες περιοχές, όπως η Πεδιάδα, η Μεσαρά, και το Μαλεβύζι στο Ηράκλειο, ο κάμπος του Ρεθύμνου και της Αργυρούπολης στο Ρέθυμνο, του Αποκόρωνα, και της Κισάμου στα Χανιά, όπως και ο ισθμός Σητείας – Μακρύ Γιαλού στο Λασίθι.
Αυτήν την περίοδο η μορφή των Βυζαντινών οχυρών στο νησί της Κρήτης αποκτά διαφορετικά μορφολογικά χαρακτηριστικά από εκείνα των μεγάλων Μεσοβυζαντινών οχυρώσεων. Οχυρά που κτίζονται σε προσιτές εκτάσεις με ήπιες κλίσεις, πολύ κοντά με τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τους οικισμούς, μικρής έκτασης, με σαφώς τετράγωνο σχήμα σε αρκετές περιπτώσεις, όπου τα τείχη είναι μικρότερα σε ύψος και πλάτος, ενώ οι οχυρωματικοί πύργοι λιγότεροι σε αριθμό και τοποθετούνται κοντά στην είσοδο ή στις γωνίες των οχυρών. Τα οχυρά αυτά διαθέτουν συνήθως ακροπύργιο, ενώ συχνά γειτνιάζουν με λαξευτά πατητήρια για την εξαγωγή μούστου αλλά και ελαιόλαδου.
Τέτοιες κατασκευές συναντούμε κυρίως στην ενδοχώρα του Ηρακλείου. Γύρω κι εντός του κάμπου της Πεδιάδας (που αποτελεί το χώρο με τον μεγαλύτερο πληθυσμό κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο), συναντούμε το οχυρό των Θόλων, με εποπτεία στον κάμπο του Αλαγνίου, μικρό οχυρό με περίβολο και κεντρικό πύργο. Ο Κάστελος Μελεσών στέκεται στο στρατηγικό πέρασμα που συνδέει τη βόρεια ακτή του Ηρακλείου με την κυρίως έκταση της Πεδιάδας. Μικρής έκτασης οχυρός λόφος με χώρους κατοίκησης και ακροπύργιο. Στον κάμπο δυτικά από τα Λασιθιώτικα όρη στην ευρύτερη περιοχή Αρκαλοχώρι - Πεδιάδα οικοδομείται το Καστέλι Πεδιάδας, τετράγωνο οχυρό με ακρογωνιαίους πύργους.
Στο κέντρο της ευρύτερης περιοχής, βρίσκεται το οχυρό του Γαλατά, τετράγωνου σχήματος, με ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, τρεις ακρογωνιαίους πύργους με κεντρικό οικοδόμημα, ακροπύργιο. Εποπτεύει την διάβαση Πεδιάδας - Αρκαλοχωρίου από τη βόρεια ακτή του Ηρακλείου, καθώς και τον ευρύτερο κάμπο Βόννης - Αποστόλων. Στα όρια της Πεδιάδας με τη Μεσαρά βρίσκεται το οχυρό της Βιτσιλιάς, το οποίο εποπτεύει όλη τη νότια υποκείμενη εύφορη έκταση έως και τον κάμπο της Μεσαράς. Στα όρια Πεδιάδας-Τεμένους στέκεται το οχυρό στο Καταλαγάρι, ένα υποδειγματικό κατασκεύασμα που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά των οχυρών αυτής της μορφής.
Τετράγωνο σχήμα, μικρή έκταση, κεντρικό πυργοοικοδόμημα, παραπλήσια πατητήρια λαξευμένα σε βράχο, ενώ γειτνιάζει με μεγάλες εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας. Στο Μαλεβύζι σε ένα στρατηγικό σημείο κοντά στο σημερινό χωριό Άγιος Θωμάς βρίσκεται το οχυρό Μέλισα, παρόμοιας κατασκευής με εκείνο του Καταλαγαρίου: περίβολο σε τετράγωνο σχήμα, ακροπύργιο στο κέντρο, ακρογωνιαίους πύργους και λαξευμένους χώρους έκθλιψης οινοστάφυλων. Βορειότερα βρίσκεται το οχυρό Μαλεβύζι, δίπλα στα πλούσια ελαιόφυτα και οινάμπελα του βόρειου Μαλεβυζίου με εποπτεία σε όλη τη βόρεια ακτή του Ηρακλείου και στην ενδοχώρα, όπου όμως μόνο ελάχιστα ίχνη αναγνωρίζονται σήμερα.
Στα Χανιά, στην περιοχή του Αποκόρωνα βρίσκεται το κάστρο στα Κυριακοσέλια, πολύ κοντά στα εδάφη όπου έχουν καταγραφεί Βυζαντινές «επισκέψεις» στο Στύλο Χανίων στα χρόνια των Κομνηνών. Οχυρωματικός περίβολος επιστέφει χαμηλό λόφο με λίγους τετράγωνους πύργους. Οι διαφορετικές φάσεις κατασκευής του δυτικού εξώπυργου στην είσοδο μαρτυρεί πως το οχυρό πιθανότατα είχε οικοδομηθεί κατά την Α' Βυζαντινή περίοδο. Στο ανατολικό άκρο της Κρήτης στον ισθμό Σητείας - Μακρύ Γιαλού βρίσκεται επιβλητικό οχυρό (σώζεται μόνο η Ενετική ονομασία του), το Μοντ-Φόρτε - περίβολος στο δυτικό άκρο, μικροί πύργοι και ίχνη κεντρικού πυργοοικοδομήματος. Εποπτεύει μια μεγάλη και πλούσια καλλιεργήσιμη έκταση.
Την ίδια περίοδο, ο πληθυσμός φαίνεται να έχει επιστρέψει στις μεγάλες πόλεις, οπότε το Βυζαντινό Κάστρο (Ηράκλειο) αποκτά οχύρωση, εν πολλοίς εδραιωμένη στα προγενέστερα τείχη της πόλης. Πρόκειται για μεγάλο οχυρωματικό περίβολο με σταθερά μεσοπύργια διαστήματα που οριοθετούνται από τετράγωνους πύργους κατά το πρότυπο των οχυρωμένων βυζαντινών πόλεων. Επίσης, στο Καστέλι Κισάμου, όπου δεν έχουμε σαφή εικόνα των οχυρώσεων, ο πληθυσμός επανδρώνει αστικό κέντρο. Δεν είμαστε σίγουροι για την κατοίκηση στο Καστέλι των Χανίων την πρότερη Κυδωνία εκείνη την περίοδο, επειδή οι ανασκαφικές έρευνες εμφανίζουν ίχνη επανακατοίκησης μόνο από τον 13ο αιώνα κι έπειτα.
Ολοκληρώνοντας τη συνοπτική αυτή παρουσίαση των Βυζαντινών οχυρώσεων στην Κρήτη, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι στο μεγάλο αυτό διάστημα της Βυζαντινής παρουσίας (η οποία διακόπτεται από την ταραγμένη περίοδο της Αραβοκρατίας) τα μεγάλα οχυρωματικά έργα της πρώτης περιόδου συμπληρώνονται με τις μεγάλες κατασκευές μετά το 961 και με τα μεταγενέστερα οχυρά της Κομνήνειας περιόδου διαμορφώνοντας ένα σύνολο που λόγω της φύσης του εδάφους αλλά και των αυξημένων αναγκών άμυνας αποτελούν ένα ευδιάκριτο οχυρωματικό δίκτυο το οποίο απλώνεται στο σύνολο του νησιού.
Η ορατότητα ανάμεσα στις σημαντικές οχυρώσεις αλλά και η συμπληρωματική εποπτεία του ευρύτερου χώρου αποτελούν σημαντικό αμυντικό πλεονέκτημα, έτσι ώστε μπορούμε να τεκμηριώσουμε την άποψη ότι οι οχυρώσεις συνέβαλαν ώστε η Βυζαντινή παρουσία στο νησί της Κρήτης να εδραιωθεί οριστικά, μέχρι την έναρξη της ενετοκρατίας στα 1206. Οι Ενετοί χρησιμοποιούν ως σημεία κεντρικού ελέγχου τις Βυζαντινές οχυρώσεις, ενώ ένα σημαντικό ζήτημα χρονολόγησης προκύπτει από τον ισχυρισμό κάποιων Ενετών χρονογράφων ότι 14 μεγάλες οχυρώσεις κτίζονται εκ θεμελίων από τον Γενουάτη πειρατή Ενρίκο Πεσκατόρε ο οποίος διεκδίκησε την εξουσία της Κρήτης από το 1206 έως το 1211.
Πρόκειται για ισχυρισμό ανυπόστατο, στο πλαίσιο της προσπάθειας των νεότερων κατακτητών του νησιού να αποκρύψουν ότι οι διοικητικές και οικονομικές δομές της πρώιμης ενετοκρατίας στηρίχθηκαν ακριβώς στο Βυζαντινό δίκτυο οργάνωσης του νησιού που εν πολλοίς αναπτύχθηκε γύρω από τις Βυζαντινές οχυρώσεις.
Βιγκλατόρια τα Στρατιωτικά Πολεμικά Οχυρά των Βυζαντινών
Οι Προειδοποιητικοί κατασκοπευτικοί πύργοι (βίγλες) υπήρξαν από τη Βυζαντινή περίοδο όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αλλά οι πληροφορίες που έχουμε για τις βίγλες στο νησί της Κρήτης είναι από την περίοδο της Ενετοκρατίας. Σημαντική πηγή αποτέλεσε το βιβλίο Το Βασίλειον της Κρήτης (Cretae Regnum , του Francesco Basilicata). Σ' αυτό το βιβλίο υπάρχουν χάρτες με διάφορες παραθαλάσσιες περιοχές της Κρήτης, και πάνω σε αυτούς εικονίζονται τα σημεία όπου υπήρχαν βίγλες. Τους χάρτες αυτούς τους έχει σχεδιάσει ο Basilicata στις αρχές του 17ου αιώνα για την άμυνα του νησιού εναντίων της Τούρκικης απειλής. Σήμερα δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο να συναντήσει κανείς βίγλες στο νησί της Κρήτης.
Η Κρήτη βρίσκεται ανάμεσα στις τρεις ηπείρους του Παλαιού Κόσμου και κατοικήθηκε νωρίς, στην Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο, γύρω στο 25.000 π.Χ., από πληθυσμούς που πιθανόν προέρχονταν και από τις τρεις ηπείρους. Οι πρώτες εγκαταστάσεις έχουν εντοπιστεί στα νότια παράλια του Ρεθύμνου και στα βόρεια του Ηρακλείου. Κατασκεύασαν τις καλύβες τους σε ψηλά σημεία για έλεγχο του ζωτικού χώρου. Αργότερα, δημιούργησαν μόνιμες κατοικίες και οικισμούς για τις ανάγκες στέγασης του νοικοκυριού και την εκμετάλλευση της γης και των πόρων.
Στη συνέχεια, ο χώρος αποτέλεσε ιδιοκτησία των κατοίκων και του οικισμού, που έπρεπε να προστατευθεί από κάθε διεκδίκηση ή απειλή γειτονικών οικογενειών ή κοινοτήτων, όπως και από εξωτερικούς κινδύνους. Στα χρόνια των ανακτόρων (2.000 - 1.300 π.Χ.), η Κρήτη εξελίχθηκε σε σύνθετη κοινωνία από τους τέσσερις παράγοντες που διαμορφώνουν κάθε κοινωνία: την πολιτική, την οικονομία, τη θρησκεία και τον πόλεμο. Η κατάσταση στην Προϊστορική Κρήτη δεν ήταν «ειρηνική». Αντίθετα, πολλά κατάλοιπα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής παρέχουν, μαζί με τα όπλα και τις πολεμικές σκηνές στις τέχνες, ενδείξεις για πολεμικό πνεύμα.
H ειρήνη δεν είναι μόνιμη κατάσταση που την καθορίζει η διάθεση των λαών, αλλά αποτέλεσμα αγώνων, πολέμων ή ταραχών, που τελειώνουν με την επιβολή του ενός στοιχείου πάνω στο άλλο και έχουν συνήθως συνέπεια την καταστροφή των κτιριακών εγκαταστάσεων του ηττημένου. Τα αρχαιολογικά μνημεία και η γραπτή ιστορία δείχνουν ότι η Κρήτη σε καμιά περίοδο της ιστορίας της δεν αποτέλεσε εξαίρεση από τον κανόνα. Στην Κρήτη των Ιστορικών Χρόνων (11ος αιώνας π.Χ. - 5ος αιώνας μ.Χ.), η ιστορική εξέλιξη ήταν ανάλογη με εκείνη της Μινωικής Εποχής.
Μετά τη διάλυση της ανακτορικής εξουσίας το 12ο αιώνα π.Χ., νέες ολιγάριθμες πληθυσμιακές ομάδες ήρθαν στην Κρήτη («Δωριείς», «Αρκάδες», κ.ά.) και αναμείχθηκαν με τους παλιούς κατοίκους («Μινωίτες»), ή άλλους που είχαν έρθει τους τελευταίους αιώνες («Αχαιούς»). Λόγω του γενικότερου κλίματος ανασφάλειας, αλλά και της μορφολογίας του τοπίου, πολλοί πληθυσμοί κατέφυγαν σε ψηλές θέσεις. Αργότερα, κατέβηκαν χαμηλότερα και οργάνωσαν τις πόλεις-κράτη. Σε πιο ακμαίες πεδινές θέσεις (Κνωσός, Φαιστός), η ζωή στους οικισμούς συνεχίστηκε.
Σε αυτή τη μιάμιση χιλιετία, η Κρήτη πέρασε από ποικίλες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές φάσεις. Οι αιώνες από τον 6ο μέχρι τον 1ο π.Χ. αιώνα (Ρωμαϊκή κατάκτηση), ήταν εποχή εμφύλιων συρράξεων ανάμεσα στις πόλεις και τις συμμαχίες τους, που κατέληγαν σε καταστροφές, λεηλασίες, ακόμη και κατεδαφίσεις κτισμάτων. Είναι γνωστοί διάφοροι πόλεμοι από τις ιστορικές πηγές (π.χ. οι Λύκτιοι Πόλεμοι). Οι γνώσεις για τα χρόνια αυτά είναι λίγες, επειδή λίγα οικιστικά σύνολα έχουν ερευνηθεί. Επίσης, λίγα οχυρωματικά μνημεία έχουν ερευνηθεί και μελετηθεί συστηματικά (Φαιστός, Γόρτυνα, Πρινιάς, Αρκάδες (Αφρατί), Άπτερα, Ελεύθερνα, Ίτανος.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΚΡΗΤΗ (4.000 - 1.100 π.Χ.)
Μορφές Οχύρωσης
Σε πολλά, γενικά ή μη, βιβλία για τον Μινωικό πολιτισμό επαναλαμβάνεται, μέχρι πρόσφατα, η ουσιαστικά ατεκμηρίωτη και παρωχημένη άποψη ότι στη Μινωική Κρήτη δεν υπήρχαν οχυρώσεις. Αυτό ταιριάζει με την ιδανική εικόνα της «Μινωικής ειρήνης» ''pax minoica'', που καθιέρωσε και επέβαλε ο Άρθουρ Έβανς στις αρχές του 20ού αιώνα, μετά την ανασκαφή στην Κνωσό. Ο Έβανς στηρίχτηκε και στην αναφορά του Θουκυδίδη για τη «Θαλασσοκρατία του Μίνωα». Ωστόσο ο Έβανς γνώριζε ότι ο περιηγητής Robert Pashley αναφέρει το «κυκλώπειο» τείχος στην Ψηλή Κορφή του Γιούχτα, που τότε σωζόταν σε ύψος 5 μέτρων. Ο ίδιος πριν από την ανασκαφή στην Κνωσό είχε εντοπίσει και καταγράψει οχυρώσεις διαφόρων τύπων στην περιοχή της Σητείας.
Αλλά και στην Κνωσό ανακάλυψε δείγματα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής: τη λεγόμενη «πρώιμη αποθήκη», που τη χαρακτήρισε θεμέλιο πύργου, τον δυτικό οχυρωματικό περίβολο της αυλής του παλιού ανακτόρου και έναν αντίστοιχο στην ανατολική πλευρά, έναν «πύργο» στη βόρεια είσοδο και τα δωμάτια κοντά στις εισόδους του ανακτόρου που τα ονόμασε «δωμάτια φρουράς». Όλα αυτά ο Έβανς τα «αποσιώπησε», προκειμένου να διατυπώσει τη θεωρία για τον «ειρηνικό» Μινωικό πολιτισμό, που επικράτησε λόγω του μεγάλου κύρους του. Όμως ήδη στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα ήρθαν στο φως αρκετά μνημεία οχυρωματικής αρχιτεκτονικής.
Στα Γουρνιά αποκαλύφθηκε το «τείχος της πόλης», αλλά αγνοήθηκε, αν και αναφέρεται στη δημοσίευση. Στα Μάλια αποκαλύφθηκαν λείψανα τοίχων από μεγάλες πέτρες, βόρεια από τη Μινωική πόλη, και ερμηνεύτηκαν ως οχυρώσεις. O John Pendlebury επιβεβαίωσε την ύπαρξη των οχυρωματικών κτιρίων που είχε ερευνήσει ο Έβανς. Ο ίδιος με τις έρευνές του στον ορεινό όγκο της Δίκτης στη δεκαετία του 1930 μελέτησε τους Προϊστορικούς «σταθμούς / φυλάκια» τονίζοντας το στρατιωτικό τους χαρακτήρα. Από το 1950 μέχρι το 1980 περίπου, αλλά και μέχρι σήμερα, πλήθος θέσεων με σαφή οχυρωματικό/αμυντικό χαρακτήρα έχουν έρθει στο φως με επιφανειακές έρευνες και ανασκαφές σε όλη την Κρήτη.
Από τη δεκαετία του 1970 κι ύστερα ο μύθος της «Μινωικής ειρήνης» κλονίστηκε και με πολλές μελέτες. Η καθοριστική καμπή στην εκ νέου ανακάλυψη των Μινωικών οχυρώσεων έγινε από τον Στυλιανό Αλεξίου στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η εμμονή στην αντίληψη για τη «Μινωική ειρήνη» εξηγείται από το γεγονός ότι συνήθως δεν λαμβάνονται υπόψη ή αποσιωπώνται οι σοβαρές ενδείξεις για ύπαρξη «πολεμικού κλίματος», που δηλώνεται συνήθως με οχυρώσεις κάθε είδους. Σε πρόσφατη συστηματική μελέτη της οχυρωματικής και αμυντικής αρχιτεκτονικής στην Προϊστορική Κρήτη, ο αριθμός των σχετικών μνημείων υπερβαίνει τα 350, σε 200 θέσεις.
Χαρακτηριστικά είναι τα Κρητικά τοπωνύμια Πύργος, Βίγλα, Βιγλί, Βίγλες, Καστέλι, Καστελόπουλο, Κάστελος, Κάστελας, Μουρί, Βόλακας, Κεφάλι, Κεφαλάκι και Κεφάλα, Κάστρο, Καστρί, Κορ(υ)φή, Παπούρι, Παπούρα, Φορτέτσα, Παλιόκαστρο κ.ά. Αμυντική αρχιτεκτονική εντοπίζεται σε όλες τις οικιστικές θέσεις: ανάκτορα, επαύλεις, πόλεις, οικισμούς. Aναγνωρίζονται έξι μορφές αμυντικής αρχιτεκτονικής:
- Περίβολοι.
- Φυλάκια (φρούρια, σκοπιές).
- Φρυκτωρίες («σωροί»).
- Πύργοι και επάλξεις.
- Διαρρυθμίσεις συστημάτων προσπέλασης.
- Δωμάτια φρουράς.
α) Οχυρωματικοί - Αμυντικοί περίβολοι (enclosure walls):
Είναι ο αρχαιότερος και βασικός τύπος αμυντικής αρχιτεκτονικής στην Κρήτη και η δεύτερη σε αριθμό ομάδα αμυντικών έργων. Χρησίμευαν για την οριοθέτηση, τον έλεγχο, την άμυνα και άλλους σκοπούς. Διακρίνονται πολλοί τύποι ή παραλλαγές:
- Χαμηλοί περίβολοι (μάντρες).
- Περίβολοι σπιτιών ή οικισμών.
- Περίβολοι φυλακίων.
- Τείχη οχύρωσης οικισμών.
- Τείχη οχύρωσης πόλεων.
- Τείχη οχύρωσης ανακτόρων.
- Τείχη οχύρωσης επαύλεων.
- Τείχη οχύρωσης τμήματος οικισμού («ακρόπολη»).
- Οικισμός / καταφύγιο.
- Οχύρωση ιερών κορυφής.
- Οχύρωση πηγής.
Υλικά κατασκευής τους ήταν οι τοπικές ημίεργες πέτρες, ξύλα και χωματόπλινθοι. Όσα ήταν κατασκευασμένα από μεγάλες πέτρες έχουν ονομαστεί «κυκλώπεια». Είχαν δυο όψεις και το κενό γεμιζόταν με μικρές πέτρες και χώμα.
β) Φυλάκια ή Φρούρια (guard houses):
Είναι η πρώτη αριθμητικά ομάδα αμυντικών έργων και ο πιο περίπλοκος τύπος. Αποτελεί, από αμυντική άποψη, δευτερεύουσα οχύρωση. Μοιάζουν αρχιτεκτονικά με τις αγρεπαύλεις και ιδρύονταν κοντά σε δρόμους, περάσματα ή πηγές, με σκοπό την εποπτεία τους. Οικοδομούνταν συνήθως με μεγαλιθικές πέτρες. Είναι τα πρώτα οχυρωματικά έργα που εντοπίστηκαν στην Κρήτη, ήδη στο 19ο αιώνα. Τα καλύτερα παραδείγματα βρίσκονται στην περιοχή της Σητείας στον όρμο Καρούμες, βόρεια από τον όρμο της Ζάκρου.
Βρίσκονται μόνα τους στο τοπίο, χωρίς οικισμούς. Αναγνωρίζονται τρεις τύποι: μητρικά φυλάκια, κυρίως φυλάκια και εποχικές σκοπιές (βίγλες). Εμφανίστηκαν στην Τελική Νεολιθική και ήταν σε χρήση μέχρι το τέλος της Μινωικής εποχής. Συνήθως ανήκουν σε ένα δίκτυο οχυρωματικών κατασκευών.
γ) Φρυκτωρίες (σωροί):
Μια κατηγορία μνημείων αμυντικής αρχιτεκτονικής και επικοινωνίας που ανακαλύφθηκε και μελετήθηκε συστηματικά πρόσφατα. Στη δεκαετία του 1980 στην επαρχία Πεδιάδας εντοπίστηκαν οι Μινωικές φρυκτωρίες, που καταγράφηκαν ως νέα κατηγορία αρχαιολογικής θέσης. Βρίσκονται σε κορυφές λόφων και κορυφογραμμές και ελέγχουν τα μονοπάτια. Έχουν σχήμα κόλουρου κώνου με διάμετρο βάσης από 15 έως 47 μέτρα, ύψος 3 - 8 μέτρα και με τεχνητά επίπεδη κορυφή, όπου άναβαν φωτιές. Αποτελούνται από χώμα και ημικυκλικά τοιχία, ενώ υπάρχουν και ακτινωτά τοιχία για καλύτερη στήριξη, που εσωτερικά γεμίζονται με χώμα.
Τις επάνδρωναν άτομα από τους κοντινούς οικισμούς και ελέγχονταν από την τοπική εξουσία. Χρονολογούνται κυρίως στην Παλαιοανακτορική περίοδο.
δ) Πύργοι και Επάλξεις:
Η τρίτη αριθμητικά μορφή οχυρωματικής είναι οι πύργοι σε ψηλά ή καίρια σημεία περιβόλων και μεγάλων κτιρίων (ανακτόρων και επαύλεων). Κατασκευάστηκαν από μεγάλες πέτρες («κυκλώπεια» ή μεγαλιθικά). Τα αρχαιότερα παραδείγματα έχουν βρεθεί στη Φούρνου Κορφή της Μύρτου, στα Μάλια, στη Βασιλική και σε άλλες θέσεις της Ιεράπετρας. Πύργοι υπήρχαν σε όλη τη Μινωική εποχή. Στην Παλαιοανακτορική περίοδο ιδρύθηκαν και μεμονωμένοι πύργοι, στην Κνωσό, στα Μάλια, στη Ζάκρο, στον Πετρά, στα Γουρνιά, στο Παλαίκαστρο κ.α. Έχουν σχήμα κυκλικό ή ελλειψοειδές, ημικυκλικό ή ημιελλειψοειδές, ορθογώνιο ή τραπεζοειδές.
ε) Διαρρυθμίσεις συστημάτων προσπέλασης:
Στον τύπο αυτόν αμυντικής αρχιτεκτονικής περιλαμβάνονται οι διευθετήσεις και μετατροπές που γίνονταν στα συστήματα των κύριων εισόδων στα μεγάλα κτίρια (ανάκτορα, επαύλεις). Σκοπός τους ήταν να περιορίσουν την προσπέλαση στην πόλη ή στο κτίριο στενεύοντας ή μπλοκάροντάς την. Χρονολογούνται στη Νεοανακτορική και τη Μετανακτορική περίοδο. Παραδείγματα υπάρχουν στα ανάκτορα της Κνωσού, της Φαιστού και της Ζάκρου, το ανάκτορο και την πόλη των Μαλίων, τα Γουρνιά, την Τύλισο, το Βαθύπετρο, την Πρασσά, την Ξερή Καρά Αρχανών, το Νίρου Χάνι, τους Τουρτούλους Σητείας.
στ) Δωμάτια φρουράς (θυρωρεία):
Είναι η πιο ολιγάριθμη ομάδα αμυντικής αρχιτεκτονικής. Πρόκειται για δωμάτια δίπλα σε εισόδους μεγάλων κτιρίων (ανακτόρων και επαύλεων), ή σε εισόδους περιβόλων, με σκοπό τη φρούρησή τους. Έχουν εντοπιστεί στην Κνωσό (στο παλάτι και τον περίβολο), στη Φαιστό, στην Τύλισο, στον Πετρά, στο Χόνδρο και στην Ψείρα.
Από τη μελέτη των οχυρώσεων και τη χωροθέτησή τους φαίνεται ότι η άμυνα εκφραζόταν σε τρεις διαδοχικές γραμμές. Η πρώτη γραμμή ήταν το σύστημα φυλακίων και περιβόλων που είχαν σκοπό τη φύλαξη, την εποπτεία και την απομόνωση του εχθρού, με ταυτόχρονη ειδοποίηση του πολιτικού - οικιστικού κέντρου με τις φρυκτωρίες. Αν ο επιτιθέμενος ξεπερνούσε την πρώτη γραμμή άμυνας και πλησίαζε τον οικισμό, την πόλη ή το μεγάλο κτίριο (παλάτι ή έπαυλη), του οποίου οι κάτοικοι είχαν ήδη ειδοποιηθεί και προφανώς ετοιμάσει την άμυνα, λειτουργούσε η δεύτερη γραμμή άμυνας, οι οχυρωματικοί περίβολοι, όπου μπορούσε να ανακοπεί η επίθεση. Στην τρίτη γραμμή άμυνας μετείχαν οι πύργοι και οι επάλξεις του ανακτόρου ή της έπαυλης.
Ιστορική Εξέλιξη
- Στην Τελική Νεολιθική περίοδο (β' μισό 4ης χιλιετίας), νεότερες έρευνες έχουν δείξει την ύπαρξη οχυρώσεων. Νέες οικιστικές θέσεις ιδρύθηκαν σε βραχώδεις λόφους κοντά στη θάλασσα. Μια φυσικά δυσπρόσιτη θέση ενισχυόταν με οχυρωματικούς τοίχους ή περιβόλους, ενώ συχνά συμπληρώνονταν τα κενά ανάμεσα στους βράχους με ογκόλιθους. Έχει υποτεθεί ότι την αμυντική μορφή οργάνωσης του χώρου έφεραν κάτοικοι από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τη Μικρασιατική ακτή.
- Στην Προανακτορική περίοδο (3η χιλιετία π.Χ.) υπήρξε αύξηση του αριθμού των οικισμών, που δημιούργησε «ζήτηση» για ζωτικό χώρο και αύξησε τον κίνδυνο διεκδίκησης γης από τους γείτονες. Σε πολλούς οικισμούς της Προανακτορικής έχουν εντοπιστεί οχυρωματικοί περίβολοι. Ο Στυλιανός Αλεξίου έχει κάνει λόγο για «ακροπόλεις». Εκτός από τους περιβόλους, εμφανίζονται οι πύργοι - επάλξεις και τα φυλάκια. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι οι οικισμοί στη Φούρνου Κορφή της Μύρτου Ιεράπετρας και στην Τρυπητή στη νότια- κεντρική Κρήτη, στην Αγιά Φωτιά και στο Χαμαίζι Σητείας.
- Στην Παλαιοανακτορική περίοδο, σε κεντρικές θέσεις όπου την 3η χιλιετία είχαν αναπτυχθεί ακμαίοι οικισμοί, ιδρύθηκαν γύρω στα 2.000 - 900 π.Χ. τα πρώτα ανάκτορα. Η ίδρυσή τους σήμαινε συγκέντρωση της οικονομικής, κοινωνικής, θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας. Γύρω τους αναπτύχθηκαν πόλεις που επεκτάθηκαν και οχυρώθηκαν. Έχουν ανακαλυφθεί οχυρωματικοί περίβολοι με πύργους και επάλξεις, που προστατεύουν τις πόλεις και τα ανάκτορα. Σε τέσσερα ανακτορικά κέντρα με ανάκτορα (Κνωσός, Μάλια, Μοναστηράκι, Πετράς) αποκαλύφθηκαν οχυρώσεις των πόλεων και των ανακτόρων.
Στα γύρω υψώματα κτίστηκαν σκοπιές (βίγλες) και φυλάκια που ελέγχουν τα περάσματα και εποπτεύουν την περιοχή. Τέτοια μνημεία έχουν ανακαλυφθεί και ανασκαφεί στο ορεινό Λασίθι (Τσούλη Μνήμα) και στην ορεινή Σητεία (Καρούμες και Χοιρόμαντρες Ζάκρου). Οχυρωματικούς περιβόλους είχαν οικισμοί με κεντρικά διοικητικά κτίρια/επαύλεις, όπως ο οικισμός του Πύργου στη Μύρτο Ιεράπετρας. Ένας ακόμη τύπος αμυντικής αρχιτεκτονικής αναπτύχθηκε στα ανάκτορα: τα φυλάκια εισόδου (θυροφυλάκια), που εντοπίστηκαν στη Φαιστό και στην Κνωσό. Από τα διαδεδομένα τεχνικά έργα άμυνας και ειδοποίησης στα χρόνια αυτά είναι οι φρυκτωρίες («σωροί»).
- Στη Νεοανακτορική περίοδο, μετά την καταστροφή των παλαιών ανακτόρων (1.700 π.Χ.), οικοδομήθηκαν τα νέα ανάκτορα και οι επαύλεις με ανακτορικά χαρακτηριστικά. Στην περίοδο αυτή που ήταν, κατά τον Έβανς, η κατεξοχήν περίοδος της «Μινωικής ειρήνης», έγιναν τα περισσότερα αμυντικά έργα όλων των τύπων. Οι οχυρωματικοί περίβολοι είναι λίγοι στην πρώτη φάση της περιόδου (γνωστοί είναι στο Παλαίκαστρο, στην Αγία Τριάδα και στα Γουρνιά). Τα φυλάκια ήταν η κύρια γραμμή άμυνας για να κρατήσουν την απειλή μακριά από την πόλη ή το ανάκτορο. Πυργοειδείς κατασκευές είναι ενσωματωμένες σε γωνίες ή δίπλα στις εισόδους, στα ανάκτορα και στις επαύλεις.
Σημαντική πληροφορία οχυρωμένης πόλης δίνει το «σφράγισμα του ηγεμόνα» από τη Μινωική Κυδωνία. Πύργοι έχουν εντοπιστεί στα ανάκτορα Κνωσού και Μαλίων, και στις επαύλεις Βαθυπέτρου και Ζου Σητείας. Δύο άλλοι τύποι αμυντικής αρχιτεκτονικής, οι διαρρυθμίσεις συστημάτων προσπέλασης και τα δωμάτια φρουράς (θυροφυλάκια), χρησιμοποιούνται στα χρόνια αυτά. Στη δεύτερη φάση της περιόδου, μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (περίπου 1.600 π.Χ.), και το κλίμα ανησυχίας, αυτές οι μορφές οχύρωσης υπήρξαν σε όλα τα ανάκτορα.
- Η Τελική Ανακτορική περίοδος (1.450 - 1.300 π.Χ.) δεν έχει εντοπιστεί σε πολλές θέσεις, με αποτέλεσμα η οχυρωματική αρχιτεκτονική της να μην είναι πολύ γνωστή. Φυλάκια υπήρχαν σε μερικές θέσεις, όπως και οχυρωματικοί περίβολοι στη Φαιστό, στον Πετρά και στο Χόνδρο Βιάννου, ενώ στην Κνωσό υπήρξε και πάλι η διαμόρφωση των προσπελάσεων και τα θυροφυλάκια.
- Στη Μετανακτορική περίοδο (1.300 - 1.000 π.Χ.) η κατάσταση στην Κρήτη ήταν σχετικά ταραγμένη. Αναβίωσαν οι κυκλώπειοι περίβολοι με πύργους και επάλξεις στον Γιούχτα, στον Κόφινα, στην Καστροκεφάλα Ρογδιάς και στον Κάτω Κάστελο Ζάκρου. Στο τέλος του 11ου αιώνα ιδρύθηκαν οι οικισμοί στο Καστρί Παλαικάστρου και το Καρφί Λασιθίου, στο Βρόκαστρο, στο Καβούσι (Βροντά και Κάστρο), στο Μοναστηράκι-Καταλύματα και στο Χαλασμένο, όλες στον ισθμό Ιεράπετρας. Άλλες θέσεις ήταν στον Θρόνο Αμαρίου (Σύβριτο), στις Κούρτες Ζαρού, στην Έργανο Βιάννου. Στην περίοδο αυτή και στην επόμενη άκμασαν οι οικισμοί-καταφύγια με οχυρωματικούς περιβόλους, πραγματικές «ακροπόλεις».
ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ (10ος αιώνας π.Χ. - 5ος αιώνας μ.Χ.)
Μορφές Οχύρωσης
Δεν γνωρίζουμε αν οι «εκατό» πόλεις της Κρήτης στα ιστορικά χρόνια ήταν όλες οχυρωμένες, οι ίδιες ή οι ακροπόλεις τους. Αρκετές οχυρώσεις σώθηκαν και είναι ορατές, αλλά λίγες έχουν μελετηθεί συστηματικά. Σε γενικά βιβλία δεν γίνεται αναφορά σε οχυρώσεις, ενώ δεν υπάρχει συστηματική μελέτη. Από σκόρπιες πληροφορίες γίνονται κάποιες διαπιστώσεις. Στους πρώτους αιώνες (100 - 500 π.Χ.) οι τύποι οχυρωματικής αρχιτεκτονικής είναι σχεδόν οι ίδιοι με των Μινωικών χρόνων, αλλά πιο «κανονικοί». Υπάρχουν οχυρωματικοί περίβολοι, τείχη, φρούρια, πύργοι και φρυκτωρίες.
Δεν έχουν την ίδια μορφή στη διάρκεια των αιώνων. Οι παλιότεροι οικισμοί είχαν τους εξωτερικούς τοίχους των σπιτιών χτισμένους με μεγάλες πέτρες και χωρίς ανοίγματα για λόγους άμυνας. Στην Κλασική και Ελληνιστική Κρήτη οι σημαντικότεροι τύποι οχυρωματικών έργων είναι:
- Πύργοι (σκοπιές), κατασκευές κυκλικές ή τετράγωνες, μεμονωμένες σε ανοικτούς χώρους ή ενταγμένες στη γραμμή ενός τείχους οχύρωσης.
- Φρούρια (κάστρα) για τη συγκέντρωση και την προστασία του πληθυσμού, που συνήθως βρίσκονται στην ακρόπολη ή σε κάποιον ψηλό λόφο γύρω από την πόλη. Το σχήμα τους είναι τετράγωνο ή τραπέζιο και έχουν οχυρωματικούς πύργους.
- Φρυκτωρίες, ένα είδος κυκλικού παρατηρητηρίου με σύστημα συνεννόησης και ειδοποίησης από περιοχή σε περιοχή με τη χρήση της φωτιάς.
Το σύστημα οικοδόμησης των οχυρώσεων διαφέρει από τόπο σε τόπο. Το διαδεδομένο σύστημα στην κατασκευή των τειχών είναι το ορθογώνιο σε τρεις τύπους:
- Ακανόνιστο με λίθους ορθογωνισμένους αλλά με διαφορετικές διατάσεις.
- Ψευδοϊσόδομο σύστημα με διαφορετικό ύψος δόμων.
- Ισόδομο σύστημα με λίθους ίδιων διαστάσεων.
Διαδεδομένο ήταν και το πολυγωνικό, σε αρχαιότερες κατασκευές, σε κατασκευή ανδήρων ή αναλημματικών τοίχων.
- Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (1.100 - 500 π.Χ.)
Στους πρώτους αιώνες η Κρήτη γνώρισε μια σχετική πολιτισμική υποχώρηση που γρήγορα, από τον 9ο αιώνα και μετά, έδωσε στη θέση της σε μια σημαντική πολιτισμική εξέλιξη. Οι αρχικοί οικισμοί ιδρύθηκαν σε ψηλές θέσεις, όπου προϋπήρχαν οικισμοί - καταφύγια, και οχυρώθηκαν με περιβόλους, πύργους και οχυρά. Οι θέσεις αυτές εξελίχθηκαν σε ακροπόλεις των πόλεων-κρατών, που αναπτύχθηκαν μετά τον 8ο αιώνα π.Χ. Οικισμοί της περιόδου αυτής οχυρωμένοι σε ψηλές θέσεις είναι το Καρφί (εγκαταλείφθηκε ειρηνικά τον 10ο αιώνα και οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν χαμηλότερα, στην Παπούρα), το Βρόκαστρο (κατοικήθηκε μέχρι τον 8ο αιώνα).
Στο Καβούσι (που κατοικήθηκε από τον 11ο μέχρι τον 6ο αιώνα), στην Κεφάλα Βασιλικής (11ος και 10ος αιώνας), στη Γριά Βίγλα Πόμπιας κοντά στη Φαιστό (ιδρύθηκε τον 11ο και εγκαταλείφθηκε τον 9ο αιώνα), στις Κούρτες Ζαρού, στην Πραισό, στη Γόρτυνα και στον Πρινιά (που κατοικήθηκαν από την Μετανακτορική μέχρι και την Ελληνιστική περίοδο). Ο οικισμός στη Φαιστό αναπτύχθηκε δυτικά και βόρεια από το Μινωικό ανάκτορο και ήταν οχυρωμένος. Η ίδρυση της Λύττου στο Καστέλι Πεδιάδας, των Αρκάδων στο Αφρατί Βιάννου, της Λιγορτύνου, του Ρυτίου, της Λυκάστου, στον Μαζά στο Καλό Χωριό Πεδιάδας, της Δρήρου, της Λατούς, ανάγονται σε αυτά τα χρόνια.
- Κλασικοί, Ελληνιστικοί και Ρωμαϊκοί Χρόνοι (5ος αιώνας π.Χ. - 4ος αιώνας μ.Χ.)
Στους επόμενους πέντε αιώνες η Κρήτη απουσιάζει από τις πολιτικές και πολιτιστικές εξελίξεις του Ελληνικού κόσμου, και μαστίζεται από εσωτερικές διενέξεις των πόλεων που κατέληγαν σε καταστροφή των ηττημένων. Για τους κλασικούς αιώνες λίγα είναι γνωστά, αλλά φαίνεται ότι συνέχισαν να έχουν τις οχυρώσεις τους. Στο β' μισό του 4ου αιώνα παρουσιάζεται τάση για νέες οχυρώσεις ή για επιδιόρθωση και ενσωμάτωση παλιών. Στους τρεις Ελληνιστικούς αιώνες (323 - 67 π.Χ.) η μεγαλόνησος ήταν μήλον της έριδος των μεγάλων δυνάμεων της εποχής (Μακεδόνες, Πτολεμαίοι, Σελευκίδες).
Ενώ το 67 π.Χ. την κατάκτησαν οι Ρωμαίοι, ύστερα από αιματηρή αντίσταση των Κρητικών, και την έκαναν Ρωμαϊκή επαρχία. Στην περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας φαίνεται ότι οι οχυρώσεις των πόλεων εγκαταλείφθηκαν μέχρι την Πρωτοβυζαντινή περίοδο (4ος - 7ος αιώνας μ.Χ.), οπότε σημειώθηκαν ανακατατάξεις στην ανατολική Μεσόγειο. Οχυρώσεις έχουν ανασκαφεί ή ερευνηθεί επιφανειακά περίπου σε 25 θέσεις.
Πιο συστηματικά έχουν μελετηθεί εκείνες της Ιτάνου και του Τρυπητού στην Ανατολική Κρήτη, της Γόρτυνας, της Κνωσού, της Φαιστού, των Αρκάδων στο Αφρατί, του Πρινιά και η φρυκτωρία της Βιάννου στην κεντρική Κρήτη, της Άπτερας, της Φαλάσαρνας και της Πολυρρήνιας στη Δυτική Κρήτη. Ακολουθεί σύντομη παρουσίασή τους.
Ίτανος: Η ισχυρή πόλη της άκρας ανατολικής Κρήτης είχε δύο ακροπόλεις, μια ανατολική και μια δυτική, σε χαμηλούς λόφους, που εξασφάλιζαν την άμυνα από στεριά και από θάλασσα. Η οχύρωση της ανατολικής ακρόπολης περιλάμβανε δύο τετράγωνους πύργους και τρία φυλάκια. Από τη δυτική ακρόπολη σώζεται ένας πύργος. Στον νότιο λόφο ανιχνεύθηκε ένας πολυγωνικός περίβολος με πύργους στις γωνίες. Μέσα στον περίβολο υπήρχε ένα κτίριο φρουράς.
Τρυπητός (αρχ. Ητεία): Η μικρή πόλη βρίσκεται σε ύψωμα ανατολικά από την πόλη της Σητείας. Προστατεύεται από ισχυρό παχύ τείχος από τα νότια, από τη στεριά. Σώθηκε σε καλή κατάσταση ένας πύργος.
Ξερόκαμπος (αρχ. Άμπελος): Στα νοτιοανατολικά παράλια της Σητείας, στη θέση Φαρμακοκέφαλο ήταν η κάτω πόλη που προστατευόταν από έναν οχυρωματικό περίβολο που διατηρείται στα βόρεια και τα δυτικά. Η οχυρωμένη ακρόπολη ήταν στο λόφο Καστρί.
Πύργος Πινέ: Στην περιοχή Ελούντας Μιραμπέλλου υπάρχει ένα φρούριο κυκλώπειας δομής, που σώζει ενεπίγραφους δόμους (από επιγραφή 3ου αιώνα) σε δεύτερη χρήση.
Ρουκούνι Κορφή (Βιάννου): Εδώ έχει ανασκαφεί το καλύτερα σωζόμενο δείγμα φρυκτωρίας των ιστορικών χρόνων (2ου - 1ου αιώνα π.Χ.). Το οικοδόμημα αποτελείται από δύο κυκλικούς τοίχους, εγγεγραμμένους ο ένας στον άλλο. Ήταν θολωτό κεραμοσκεπές (ίσως εν μέρει), όπως δείχνει η κύρτωση του τοίχου προς τα μέσα.
Κνωσός Σόπατα: Βορειοανατολικά από το ανάκτορο της Κνωσού και ανατολικά από τον κατεστραμμένο βασιλικό τάφο των Ισοπάτων έχει ανασκαφεί ένας κυκλικός οχυρωματικός πύργος, στον οποίο συναντώνται δυο παχείς τοίχοι. Ανήκε σε κάποιο φρούριο που έλεγχε τους γύρω λόφους, προς το βορρά και προς το νότο. Πιθανόν κατασκευάστηκε κατά τον Λύκτιο πόλεμο (346 π.Χ.)
Αρκάδες (Προφήτης Ηλίας, Αφρατί) (Φρούριο): Στην κορφή του λόφου Προφήτη Ηλία βρίσκεται ένα φρούριο με τραπεζιοειδή διάταξη με ενισχυμένες από κυκλικούς πύργους τις γωνίες του, η ακρόπολη της πόλης των Αρκάδων. Σώζεται μια δεξαμενή νερού σε επαφή με το φρούριο. Χρονολογείται στο τέλος του 4ου - αρχές του 3ο αιώνα.
Πρινιάς (Φρούριο): Το φρούριο στην ακρόπολη, που είναι γνωστή ως «Πατέλα» του Πρινιά κοντά στο ομώνυμο χωριό στην κεντρική Κρήτη, έχει τετράγωνη κάτοψη με τέσσερις πύργους στις γωνίες του. Χρονολογείται στα τέλη του 4ου - αρχές του 3ου αιώνα.
Φαιστός: Το οχυρωματικό τείχος (με διπλό τείχισμα) βρίσκεται στην κορυφή, στη βόρεια και στη δυτική πλευρά του λόφου Αφέντης Χριστός («δυτική» ακρόπολη), δυτικά από το μινωικό ανάκτορο της Φαιστού, έχει ακανόνιστο σχήμα και είναι προσαρμοσμένο στην μορφολογία του εδάφους. Σώζονται τα θεμέλια δύο πύργων. Χρονολογείται στις αρχές του 4ου αιώνα.
Γόρτυνα: Η οχύρωση της πόλης βρισκόταν στους τρεις λόφους που την ορίζουν από τα βόρεια. Σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από τον Πτολεμαίο Φιλοπάτορα στο β' μισό του 3ου αιώνα, στον Β' Λύττιο πόλεμο (221 - 220 π.Χ.), αναμορφώθηκε στις αρχές του 1ο αιώνα π.Χ. και εγκαταλείφθηκε το 30 π.Χ., μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση της Κρήτης. Αποτελούνταν από δυο παράλληλους περιβόλους και ένα ενδιάμεσο «διατείχισμα». Ο εξωτερικός περίβολος περιλάμβανε μικρούς εξωτερικούς πύργους και έναν μεγαλύτερο γωνιακό, που ήταν ενδιαίτημα της φρουράς. Η εσωτερική οχύρωση περιλάμβανε 12 εσωτερικούς πύργους.
Απτέρα: Το τείχος της πόλης περιτρέχει ολόκληρο το ισόπεδο του λόφου, επάνω στον οποίο είχε ιδρυθεί η πόλη και κατασκευάστηκε λίγο πριν από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Η δυτική και νοτιοδυτική του πλευρά είναι κτισμένες με το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Στη νότια και στην ανατολική πλευρά έχουν ενσωματωθεί φυσικοί βράχοι, ενώ σε τμήματα της βόρειας πλευράς οι λίθοι είναι πολυγωνικοί. Η άμυνα του τείχους είχε ενισχυθεί από μια σειρά οχυρωματικών πύργων. Ο ένας από αυτούς έχει ορθογώνια κάτοψη.
Φαλάσαρνα: Το λιμάνι της αρχαίας πόλης ήταν το μοναδικό «κλειστό» στην Κρήτη και ήταν ενταγμένο στην οχύρωση της πόλης. Είχε τέσσερις κυκλικούς και τετράπλευρους οχυρωματικούς πύργους, που χρονολογούνται στο β' μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Στους πρόποδες του λόφου βόρεια από την πόλη υπάρχει ένας διπλός οχυρωματικός τοίχος με τρεις αμυντικούς προμαχώνες.
Πολυρρήνια: Ήταν ισχυρή πόλη στο άκρο δυτικό τμήμα της Κρήτης στα ιστορικά χρόνια, κτισμένη σε βραχώδη λόφο με φυσική και τεχνητή οχύρωση. Τμήματα από την οχύρωση της ακρόπολης είναι ορατά και έχουν ενσωματωθεί στην Ενετική οχύρωση.
ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Η Βυζαντινή παρουσία στην Κρήτη μοιράζεται στην Α' και τη Β' Βυζαντινή περίοδο, με μία ενδιάμεση διακοπή λόγω της Αραβοκρατίας στο νησί. Η Α' Βυζαντινή περίοδος ορίζεται από τον 5ο αιώνα μ.Χ. μέχρι την Αραβική κατάκτηση (824 - 826). Η Β' Βυζαντινή περίοδος οριοθετείται ανάμεσα στο 961 (έτος ανάκτησης της Κρήτης από τα Βυζαντινά στρατεύματα) και στο 1206, οπότε το νησί περιέρχεται στην κυριαρχία των Ενετών. Τα χρόνια της Βυζαντινής παρουσίας στην Κρήτη σημαδεύονται έντονα από την Αραβοβυζαντινή σύγκρουση με αποκορύφωμα την ίδρυση ιδιόρρυθμου αραβικού εμιράτου στο νησί για τουλάχιστον 138 χρόνια (824 / 6 - 961).
Η γεωστρατηγική της ανατολικής αλλά και της ευρύτερης περιοχής Μεσογείου διαμορφώνεται με νέα δεδομένα λόγω μιας σειράς Αραβικών επιθέσεων και κατακτήσεων. Ήδη από τα τέλη του 6ου αιώνα το Βυζάντιο δέχεται μεγάλη πίεση στα σύνορά του, στις περιοχές της Συρίας, της Μεσοποταμίας, της νότιας Μικράς Ασίας και στις κτήσεις του στη Β. Αφρική. Αραβικές επιθέσεις απειλούν τα παράλια των νήσων, όπως συνέβη και στην Κρήτη. Αρχαιολογικές μαρτυρίες μεταφέρουν τον απόηχο κάποιων τέτοιων επιθέσεων/αποβάσεων στα νότια παράλια της Κρήτης αλλά και στο Κάστρο του Ηρακλείου.
Η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα αλλά και η ιστοριογραφία συμφωνούν για το γεγονός της σταδιακής εγκατάλειψης των παραλίων πόλεων, τη συρρίκνωση των υφιστάμενων αστικών κέντρων και την παρακμή όποιας οικονομικής και γεωργικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα στην Κρήτη. Κάτω από αυτό το ιστορικό πρίσμα πρέπει να ιδωθούν οι πληροφορίες που αφορούν τις οχυρώσεις κατά τις δύο Βυζαντινές περιόδους στο νησί της Κρήτης.
Α' Βυζαντινή Περίοδος
Ένα πρώιμο οχυρωματικό έργο συναντούμε στα δυτικά όρια της σημερινής Ιεράπετρας (αρχαία Ιεράπυτνα), όπου οχυρωματικός περίβολος προστατεύει το θαλάσσιο μέτωπο της Πρωτοβυζαντινής πόλης ήδη από τον 6ο αιώνα (όπως συνάγεται από την ιδιαίτερη μορφολογία της κατασκευής). Ισχυρό τείχος με άφθονη χρήση οπτόπλινθων σώζεται σε αρκετά μεγάλο τμήμα παράλληλο με την ακτογραμμή. Η τεχνική κατασκευής της τοιχοδομίας του τείχους ομοιάζει με αυτές που συναντούμε σε Πρωτοβυζαντινές οχυρώσεις, τόσο στην πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, όσο και σε σημαντικές πόλεις του ελλαδικού χώρου, όπως η Θεσσαλονίκη και η Νικόπολη.
Η σχετικά πρόσφατη (2006 - 2008), διερεύνηση της οχυρωματικής αυτής κατασκευής προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την οχυρωτική τέχνη στην Κρήτη, επειδή μέχρι σήμερα δεν είχαμε υπόψη μας τόσο πρώιμη βυζαντινή οχύρωση στο νησί. Πιθανότατα, πρόκειται για το μόνο γνωστό οχυρωματικό έργο της Ιουστινιάνειας περιόδου. Σημαντική οχυρωματική κατασκευή της Α' Βυζαντινής περιόδου υπήρξε η ακρόπολη της Γόρτυνας. Η Γόρτυνα στη Μεσαρά (περίπου στο κέντρο της Κρήτης με πρόσβαση σε λιμάνια της νότιας ακτής), υπήρξε η πρωτεύουσα της Κρήτης ήδη από τους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Η οχύρωση του λόφου ανατολικά και βόρεια της εκτεταμένης πόλης (διαφοροποιείται από την Ελληνιστική ακρόπολη στο λόφο του Προφήτη Ηλία δυτικότερα), συνίσταται στην κατασκευή μνημειώδους οχυρωματικού περιβόλου που επιστέφει το λόφο παρέχοντας προστασία σε μια ευρύχωρη επίπεδη έκταση. Στο εσωτερικό της ακρόπολης βρισκόταν ήδη μεγάλο προγενέστερο κτίσμα (γνωστό σήμερα ως Κάστρο). Το τείχος διαθέτει ισχυρό πολυγωνικό πύργο (στην προσβάσιμη δυτική πλευρά), και άλλους τρεις τετράγωνους πύργους (οι δύο καλύπτουν τη ΒΔ και ΝΔ γωνία αντίστοιχα).
Η τοιχοποιία αποκαλύπτει τη χρήση δόμων προγενέστερης περιόδου από το άφθονο οικοδομικό υλικό της πρώην ακμάζουσας Γόρτυνας, η οποία κατά τον 7ο αιώνα είχε μετατραπεί σε «σκιά» μόνον της παλαιότερης πρωτεύουσας. Η εξωτερική παρειά του τείχους κτίζεται επιμελημένα με ορθογώνιους προσεκτικά επεξεργασμένους δόμους, εδράζεται στον θεμέλιο βράχο και η μορφολογία του παραπέμπει στα μεγάλα οχυρωματικά έργα της Άγκυρας, της Νίκαιας, της Κώρυκου, της Μακεδονίας, της Κυδωνίας όπως και σε πολλά σημεία που οικοδομούνται σημαντικά οχυρωματικά έργα κατά τους αιώνες 6ο έως 7ο στην επικράτεια της Αυτοκρατορίας κάτω από την απειλή των Αραβικών επιθέσεων.
Η ακρόπολη της Γόρτυνας φαίνεται ότι επαναχρησιμοποιήθηκε και μετά την Αραβοκρατία, όπως μαρτυρεί προσθήκη στα ανατολικά της οχύρωσης, που διαθέτει χαρακτηριστική τοιχοποιία των οχυρώσεων της Β' Βυζαντινής περιόδου. Ίσως, το πλέον εντυπωσιακό οχυρωματικό έργο της Πρωτοβυζαντινής περιόδου αποτελεί η οχύρωση του λόφου με τη σημερινή ονομασία Καστέλι στα Χανιά, στη θέση της αρχαίας και Παλαιοχριστιανικής Κυδωνίας.
Μια μνημειώδης κατασκευή οχυρωματικού περιβόλου που εδράζεται στο τείχος της προγενέστερης Ελληνιστικής ακρόπολης της Κυδωνίας και χρησιμοποιεί άφθονο υλικό σε δεύτερη χρήση, μορφολογικό χαρακτηριστικό που παραπέμπει στις μεγάλες οχυρές κατασκευές του 7ου αιώνα στον ευρύτερο χώρο της Βυζαντινής Ανατολής. Τετράγωνοι και ορθογώνιοι πύργοι προβάλλουν εξωτερικά στην παρειά του τείχους σε μεγάλο ύψος, σε όλη την έκταση του περιβόλου, με ξεχωριστό τον μνημειώδους κατασκευής τετράγωνο πύργο στη δυτική πλευρά (προς το λιμάνι). Η πόλη της Κυδωνίας εγκαταλείφθηκε κατά την αραβοκρατία και επανακατοικήθηκε με την έλευση των Ενετών.
Η Επιστημονική Επιτροπή Ανάδειξης του Βυζαντινού και Βενετσιάνικου Οχυρωματικού Περιβόλου Χανίων τα τελευταία χρόνια κατέγραψε, ερεύνησε ανασκαφικά και ανέδειξε τις Βυζαντινές οχυρώσεις της Κυδωνίας με υπεύθυνο τον αρχαιολόγο Μιχάλη Ανδριανάκη. Στα πρότυπα των οχυρών ακροπόλεων Γόρτυνας και Κυδωνίας συναντούμε την οχυρή ακρόπολη της Λύκτου στην περιοχή Πεδιάδας στην ενδοχώρα του Ηρακλείου, όπου η Ρωμαϊκή πόλη συρρικνώνεται σε μια ισχυρή ακρόπολη με οχυρωματικό περίβολο, ο οποίος περιβάλλει το υψηλότερο άκρο του λόφου.
Η τοιχοποιία παραπέμπει σε Πρωτοβυζαντινές οχυρωτικές κατασκευές, με την ενσωμάτωση ορθογώνιων δόμων σε επάλληλες σειρές και τη χρήση ισχυρού κονιάματος. Με μέτωπο προς νότια βρίσκουμε ισχυρό ημικυκλικό πύργο μα σαφή αμυντικό προσανατολισμό αφού η Λύκτος βρισκόταν στην οδική αρτηρία που συνέδεε τη νότια ακτή του Ηρακλείου με τα βόρεια παράλια. Στην ακρόπολη της Ελεύθερνας ο στενός βραχώδης ισθμός, οχυρώθηκε με μεγάλο οχυρωματικό περίβολο που προστάτευε τη μοναδική πύλη εισόδου στην παλαιοχριστιανική πόλη. Σήμερα σώζεται μικρό τμήμα, της μνημειώδους κατασκευής και μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε τη συγγένεια με τις αντίστοιχες οχυρωματικές κατασκευές αυτής της περιόδου στην Κρήτη.
Στον Κάστελο στο Βαρύπετρο (κοντά στα σημερινά Χανιά, ένα μεγάλο κάστρο της Β' Βυζαντινής περιόδου), τμήμα του νότιου οχυρωματικού περιβόλου, αποκαλύπτει μια πρώιμη οικοδομική φάση η οποία μπορεί να τοποθετηθεί στον 7ο αιώνα, όπως και το προτείχισμα της βόρειας πλευράς που διαφοροποιείται μορφολογικά από τον κυρίως οχυρωματικό περίβολο. Τα τμήματα αυτά στο κάστρο του Βαρύπετρου συγγενεύουν μορφολογικά με την οχύρωση της Ελεύθερνας και της Λύκτου. Στο πάλαι ποτέ Κάστρο, στη θέση που σήμερα βρίσκεται η πόλη του Ηρακλείου, έχει αποκαλυφθεί πρόσφατα μια πρώιμη φάση των οχυρώσεων, πριν από την εποχή της Αραβοκρατίας.
Στη θέση Μπεντενάκι, πρόσφατη ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε τμήμα του θαλάσσιου οχυρωματικού μετώπου πιθανότατα της Πρωτοβυζαντινής πόλης, που αποτελείται από ένα μνημειωδών διαστάσεων τετράγωνο πυργοοικοδόμημα με εσωτερικές αίθουσες και δεξαμενές νερού, κτισμένο κατά τα πρότυπα των οχυρώσεων της Κυδωνίας. Μέχρι σήμερα μόνο εικασίες μας επέτρεπαν οι λιγοστές πηγές για τη μορφή της πόλης πριν από την Αραβοκρατία, αυτή όμως η σημαντική ανασκαφή (σε συνδυασμό με κάποια άλλα σημεία όπου τμήματα του Παλαιοχριστιανικού τείχους έχουν αποκαλυφθεί), επιτρέπει να σχηματίσουμε εικόνα για τη μορφή της Παλαιοχριστιανικής πόλης, στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται το Ηράκλειο.
Την ίδια αυτή περίοδο, όπως προκύπτει από έρευνες οι οποίες είναι σε εξέλιξη, φαίνεται ότι κάποιες παράλιες πόλεις των πρώιμων Βυζαντινών χρόνων επιβίωσαν στα δύσκολα χρόνια πριν την Αραβοκρατία, λόγω ακριβώς της κατασκευής οχυρώσεων. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η αρχαία Λεβήν, η Ίνατος και η Χερρόνησος (Λιμήν Χερσονήσου) στην περιοχή του Ηρακλείου, η Ίτανος στη Σητεία, η Οαξός (ή Οξά) στο Μεραμπέλο (σε λόφο ακριβώς «πάνω» πάνω από την Ελούντα στη θέση όπου βρισκόταν η αρχαία Ολούς), η Συία (Σούγια) στα Χανιά.
Αραβοκρατία
Δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για τη χρήση των οχυρών κατά την περίοδο της Αραβοκρατίας, με εξαίρεση τον Αραβικό Χάνδακα (Rhab el Khandaq), το σημαντικό κέντρο αραβικής παρουσίας στην Κρήτη. Αναλυτικές περιγραφές στα κείμενα Βυζαντινών ιστορικών μιλούν για μια ισχυρή οχυρωμένη πόλη με ψηλά τείχη και τάφρο να την περιβάλλει. Θεωρήθηκε πως το λεγόμενο Αραβικό τείχος της πόλης οικοδομήθηκε εκείνη την περίοδο, μια υπόθεση που μάλλον πρέπει να αναθεωρήσουμε με τα δεδομένα της σύγχρονης ανασκαφικής έρευνας στο βόρειο παραλιακό μέτωπο έρευνα που είναι σε εξέλιξη.
Β' Βυζαντινή Περίοδος
Η οκτάμηνη πολιορκία και εκπόρθηση του αραβικού Χάνδακα από τις στρατιωτικές δυνάμεις του Νικηφόρου Φωκά στα 960 - 961 ανέδειξαν μία από τις πλέον σημαντικές ιστορικές νίκες στην περίοδο του Βυζαντίου. Η αποκατάσταση της Βυζαντινής εξουσίας στο νησί της Κρήτης αποδείχτηκε έργο δύσκολο με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Η μακρόχρονη συμβίωση του ντόπιου στοιχείου με το Αραβικό στοιχείο είχε ως αποτέλεσμα την εξοικείωση των Κρητών στην παρουσία αστικού Αραβικού πληθυσμού. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε μία ‒τουλάχιστον δύσκολη‒ προσπάθεια για την αποκατάσταση του κύρους της κεντρικής εξουσίας.
Αυτήν τη δύσκολη περίοδο που ακολούθησε την Αραβοκρατία τα μεγάλα οχυρωματικά έργα φαίνεται ότι αποτέλεσαν ένα από τα «όπλα» της κεντρικής διοίκησης αφού καθιέρωσαν και το κύρος αλλά και την ασφαλή παρουσία των Βυζαντινών δυνάμεων σε συνδυασμό με την παραμονή Βυζαντινών στρατιωτικών σωμάτων σε μια προσπάθεια εποικισμού του νησιού. Μεγάλα οχυρωματικά έργα με μνημειώδεις διαστάσεις, δαπανηρές κατασκευές που απαιτούσαν πολυάνθρωπο μόχθο για την κατασκευή τους, απλώθηκαν σε όλη την έκταση της Κρήτης.
Με κεντρικό οχυρωματικό έργο την καστροπολιτεία του Τεμένους (δίπλα στον σημερινό Προφήτη Ηλία, 15 χλμ. νότια από το Ηράκλειο) εδραιώνεται η Βυζαντινή παρουσία σε ένα χώρο στην ενδοχώρα, πολύ κοντά στον πρώην αραβικό Χάνδακα. Πρόκειται για μία σύνθετη μεγάλη οχυρωματική κατασκευή, με περίβολο που προστατεύει έκταση περίπου 600 στρεμμάτων, ένα οχυρό οικοδομημένο σε ένα δίκορφο ύψωμα, όπου η δυτική υψηλότερη κορυφή οχυρώνεται με τη σειρά της σε μία ισχυρότατη ακρόπολη, με δικό της οχυρωματικό περίβολο και ισχυρούς πύργους, ένα κάστρο μέσα σε κάστρο, ένδειξη προφανώς διοικητικής και στρατιωτικής εξουσίας.
Ο οχυρωματικός περίβολος διατρέχει το λόφο περιμετρικά, στα άκρα της κρημνώδους πλαγιάς με πύργους ποικίλων σχημάτων (ημικυλινδρικούς, τρίγωνους, πεταλοειδείς). Στη βόρεια και ανατολική γωνία του Τεμένους (όπου το πρανές του εδάφους έχει ομαλή κλίση και επιτρέπει την άνετη πρόσβαση) διακρίνουμε τη διαμόρφωση της εισόδου στο κάστρο, ενώ στο σημείο αυτό αναγνωρίζουμε σήμερα τριπλή σειρά οχύρωσης όπου το προτείχισμα και ο κυρίως οχυρωματικός περίβολος έχουν μνημειώδεις διαστάσεις που μπορούν να συγκριθούν με τις σοβαρές Βυζαντινές οχυρωματικές κατασκευές του 10ου αιώνα στην Αρμενική Κιλικία, τα παράλια της Μικράς Ασίας και την Κύπρο.
Η μέριμνα για την επάρκεια ύδατος στο Τέμενος εκτός από τις σκόρπιες δεξαμενές και τον υδατόπυργο της ακρόπολης χαρακτηρίζεται από μία σύνθετη, σπάνια οχυρή κατασκευή στη δυτική πλευρά του λόφου της Ρόκας, όπου προστατευμένη σήραγγα με άνετη κλίμακα οδηγεί από την κορυφή στη βάση του λόφου στις κρυμμένες κινστέρνες που συγκεντρώνουν το άφθονο τρεχούμενο νερό παρακείμενης πηγής. Η καστροπολιτεία του Τεμένους σύμφωνα και με τη μαρτυρία του Λέοντος Διακόνου αποτέλεσε προσωπική επιλογή του στρατηγού απελευθερωτή της Κρήτης Νικηφόρου Φωκά, όπου έκτισε μία ισχυρή πόλη στην ενδοχώρα «Τέμενος το άστυ ωνόμασε».
Στη δυτική μεριά της Κρήτης, πολύ κοντά στα Χανιά βρίσκουμε τη μεγάλη οχυρωματική κατασκευή του Βαρύπετρου. Ισχυρότατος οχυρωματικός περίβολος με δυνατό προτείχισμα στη βόρεια πλευρά του οχυρού λόφου, όπως και μνημειώδης οχυρωματικός περίβολος με μνημειώδη προπύργια στη νότια πλευρά διαμορφώνουν μία άνετη προστατευμένη έκταση πάνω από 400 στρέμματα στην ενδοχώρα της Κυδωνίας που μπορεί να εποπτεύει τον κάμπο του Αλικιανούκαι όλη την ακτή του κόλπου των Χανίων. Δυτικότερα, στην Κίσαμο, συναντούμε τη σοβαρή οχυρωματική κατασκευή στην ακρόπολη της Πολυρήνιας.
Το κεντρικό ύψωμα της αρχαίας (ήδη οχυρωμένης κατά τα Ελληνιστικά χρόνια) πόλης οχυρώνεται με μνημειώδη οχυρωματικό περίβολο, μεγάλους τετράγωνους και κυλινδρικούς πύργους. Στην ενδοχώρα της Κισάμου με μέτωπο προς το ορεινό Σέλινο, νότια, συναντούμε το κάστρο της Μαλάθυρου, μία ισχυρή οχυρωματική κατασκευή με προτείχισμα και ισχυρό κυρίως οχυρωματικό περίβολο στη νότια πλευρά βραχώδους απόκρημνου λόφου. Ο χώρος δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε στη μεταγενέστερη περίοδο της Ενετοκρατίας, διατηρώντας έτσι αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της Μεσοβυζαντινής περιόδου.
Στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου βρίσκεται το κάστρο στο Μονοπάρι, όχι μακριά από το παραλιακό Ρέθυμνο. Πάνω σε απόκρημνο λόφο που περιβάλλεται από χείμαρρο και διαμορφώνει απόκρημνες πλαγιές στις οποίες δεν υπάρχει ανάγκη για οχύρωση, σώζεται στη βόρεια προσβάσιμη πλευρά τείχος με τετράγωνους πύργους, με τη χαρακτηριστική μορφολογία των Μεσοβυζαντινών οχυρωματικών έργων. Στην ενδοχώρα του Ρεθύμνου, επίσης, στην είσοδο της κοιλάδας του Αμαρίου συναντούμε την άγνωστη μέχρι σήμερα καστροπολιτεία στην κορυφή του λόφου Βενί, όπου ισχυρός περίβολος περιβάλλει μια ομαλή, επίπεδη έκταση περίπου 525 στρεμμάτων.
Στην περιοχή του Ηρακλείου εκτός από το Τέμενος, συναντούμε το μεγάλο κάστρο στο Μονοφάτσι, όπου σε ευρεία οχυρωμένη έκταση με ισχυρό περίβολο και μεγάλους τετράγωνους πύργους υπήρχε καστροπολιτεία η οποία κατοικήθηκε αδιάλειπτα μέχρι και τον 18ο αιώνα. Νοτιότερα, στην ανατολική Μεσαρά, βρίσκονται τα ερείπια του μεγάλου οχυρού Ριζόκαστρο (αργότερα Belvedere για τους Ενετούς). Ένας χώρος που επίσης κατοικήθηκε μέχρι τον 18ο αιώνα, γεμάτος δεξαμενές νερού, εκκλησίες και ίχνη από ισχυρό οχυρωματικό περίβολο. Πρόκειται για θέση με εξαιρετικό στρατηγικό πλεονέκτημα ελέγχου μεγάλου μέρους της πλέον εύφορης πεδιάδας της Μεσαράς.
Στο ανατολικό άκρο της Κρήτης στην περιοχή Λασιθίου συναντούμε δύο οχυρωματικές κατασκευές με εμφανώς μικρότερες διαστάσεις από εκείνες που ήδη αναφέραμε. Ανατολικά της Σητείας σε παραθαλάσσιο απόκρημνο λόφο, στο Λιόπετρο, σώζονται τα ίχνη κάστρου με τείχος που προστατεύει την ανατολική και νότια πλευρά που φέρει τετράγωνους πύργους. Εντυπωσιακή είναι η παρουσία πολλών θολωτών δεξαμενών αποτελούμενες από έξεργους λίθους σε μία προσπάθεια εξασφάλισης μεγάλων ποσοτήτων ύδατος.
Μικρότερη σε έκταση και μέγεθος κατασκευή συναντάται στα Μεσοκάστελα, βόρεια και δυτικά της Ιεράπετρας με καταπληκτική εποπτεία όλης της νότιας ακτής, όπου δύο παραπλήσιοι βραχώδεις λόφοι στέφονται με οχυρωματικό περίβολο στα σημεία όπου ήταν εύκολη η πρόσβαση. Κατά την περίοδο αυτή φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκαν οι προϋπάρχουσες οχυρώσεις της Λύκτου, που εποπτεύει την πολυάνθρωπη κι εύφορη ενδοχώρα του Ηρακλείου την Πεδιάδα και η ακρόπολη της Γόρτυναςπου εποπτεύει την κεντρική και δυτική Μεσαρά, σε συνδυασμό με τις νεόδμητες κατασκευές.
Μία ξεχωριστής σημασίας οχυρή κατασκευή αποτελεί το Κέρατον (Κερατόκαμπος), ένας απρόσιτος λόφος ύψους 600 μέτρων ακριβώς πάνω από τις μεγάλες παραλίες της Άρβης, του Κερατόκαμπου και του Τσούτσουρου. Πρόκειται για ισχυρό φρούριο με δεξαμενές νερού τετράγωνους πύργους και τείχος στα λίγα μη απόκρημνα σημεία. Πρόκειται για το σημείο, όπου σύγχρονες έρευνες τοποθετούν την απόβαση των Αράβων του Abu Hafs Omar γύρω στα 824 - 826. Η ανάμνηση της εποίκισης και του Αραβικού κινδύνου υπαγόρευσε στη βυζαντινή εξουσία την οχύρωση αυτού του απομονωμένου σημείου με το ρόλο της εποπτείας της κοντινής ευπρόσιτης νότιας ακτής.
Κατά τη διάρκεια της Β' Βυζαντινής περιόδου οι γενικότερες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές στο χώρο του Βυζαντίου, όπως η εμφάνιση τοπικής αριστοκρατίας και η αυξανόμενη οικονομική δραστηριότητα επηρέασαν και το νησί της Κρήτης. Θρύλοι, παραδόσεις αλλά και γραπτές πηγές μιλούν για εποικισμό μεγάλων οικογενειών του Βυζαντίου στην Κομνήνεια περίοδο. Η ύπαιθρος της Κρήτης αποκτά μεγαλύτερο πληθυσμό που συσπειρώνεται γύρω από τις μεγάλες εύφορες περιοχές, όπως η Πεδιάδα, η Μεσαρά, και το Μαλεβύζι στο Ηράκλειο, ο κάμπος του Ρεθύμνου και της Αργυρούπολης στο Ρέθυμνο, του Αποκόρωνα, και της Κισάμου στα Χανιά, όπως και ο ισθμός Σητείας – Μακρύ Γιαλού στο Λασίθι.
Αυτήν την περίοδο η μορφή των Βυζαντινών οχυρών στο νησί της Κρήτης αποκτά διαφορετικά μορφολογικά χαρακτηριστικά από εκείνα των μεγάλων Μεσοβυζαντινών οχυρώσεων. Οχυρά που κτίζονται σε προσιτές εκτάσεις με ήπιες κλίσεις, πολύ κοντά με τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τους οικισμούς, μικρής έκτασης, με σαφώς τετράγωνο σχήμα σε αρκετές περιπτώσεις, όπου τα τείχη είναι μικρότερα σε ύψος και πλάτος, ενώ οι οχυρωματικοί πύργοι λιγότεροι σε αριθμό και τοποθετούνται κοντά στην είσοδο ή στις γωνίες των οχυρών. Τα οχυρά αυτά διαθέτουν συνήθως ακροπύργιο, ενώ συχνά γειτνιάζουν με λαξευτά πατητήρια για την εξαγωγή μούστου αλλά και ελαιόλαδου.
Τέτοιες κατασκευές συναντούμε κυρίως στην ενδοχώρα του Ηρακλείου. Γύρω κι εντός του κάμπου της Πεδιάδας (που αποτελεί το χώρο με τον μεγαλύτερο πληθυσμό κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο), συναντούμε το οχυρό των Θόλων, με εποπτεία στον κάμπο του Αλαγνίου, μικρό οχυρό με περίβολο και κεντρικό πύργο. Ο Κάστελος Μελεσών στέκεται στο στρατηγικό πέρασμα που συνδέει τη βόρεια ακτή του Ηρακλείου με την κυρίως έκταση της Πεδιάδας. Μικρής έκτασης οχυρός λόφος με χώρους κατοίκησης και ακροπύργιο. Στον κάμπο δυτικά από τα Λασιθιώτικα όρη στην ευρύτερη περιοχή Αρκαλοχώρι - Πεδιάδα οικοδομείται το Καστέλι Πεδιάδας, τετράγωνο οχυρό με ακρογωνιαίους πύργους.
Στο κέντρο της ευρύτερης περιοχής, βρίσκεται το οχυρό του Γαλατά, τετράγωνου σχήματος, με ισχυρό οχυρωματικό περίβολο, τρεις ακρογωνιαίους πύργους με κεντρικό οικοδόμημα, ακροπύργιο. Εποπτεύει την διάβαση Πεδιάδας - Αρκαλοχωρίου από τη βόρεια ακτή του Ηρακλείου, καθώς και τον ευρύτερο κάμπο Βόννης - Αποστόλων. Στα όρια της Πεδιάδας με τη Μεσαρά βρίσκεται το οχυρό της Βιτσιλιάς, το οποίο εποπτεύει όλη τη νότια υποκείμενη εύφορη έκταση έως και τον κάμπο της Μεσαράς. Στα όρια Πεδιάδας-Τεμένους στέκεται το οχυρό στο Καταλαγάρι, ένα υποδειγματικό κατασκεύασμα που συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά των οχυρών αυτής της μορφής.
Τετράγωνο σχήμα, μικρή έκταση, κεντρικό πυργοοικοδόμημα, παραπλήσια πατητήρια λαξευμένα σε βράχο, ενώ γειτνιάζει με μεγάλες εκτάσεις αμπελοκαλλιέργειας. Στο Μαλεβύζι σε ένα στρατηγικό σημείο κοντά στο σημερινό χωριό Άγιος Θωμάς βρίσκεται το οχυρό Μέλισα, παρόμοιας κατασκευής με εκείνο του Καταλαγαρίου: περίβολο σε τετράγωνο σχήμα, ακροπύργιο στο κέντρο, ακρογωνιαίους πύργους και λαξευμένους χώρους έκθλιψης οινοστάφυλων. Βορειότερα βρίσκεται το οχυρό Μαλεβύζι, δίπλα στα πλούσια ελαιόφυτα και οινάμπελα του βόρειου Μαλεβυζίου με εποπτεία σε όλη τη βόρεια ακτή του Ηρακλείου και στην ενδοχώρα, όπου όμως μόνο ελάχιστα ίχνη αναγνωρίζονται σήμερα.
Στα Χανιά, στην περιοχή του Αποκόρωνα βρίσκεται το κάστρο στα Κυριακοσέλια, πολύ κοντά στα εδάφη όπου έχουν καταγραφεί Βυζαντινές «επισκέψεις» στο Στύλο Χανίων στα χρόνια των Κομνηνών. Οχυρωματικός περίβολος επιστέφει χαμηλό λόφο με λίγους τετράγωνους πύργους. Οι διαφορετικές φάσεις κατασκευής του δυτικού εξώπυργου στην είσοδο μαρτυρεί πως το οχυρό πιθανότατα είχε οικοδομηθεί κατά την Α' Βυζαντινή περίοδο. Στο ανατολικό άκρο της Κρήτης στον ισθμό Σητείας - Μακρύ Γιαλού βρίσκεται επιβλητικό οχυρό (σώζεται μόνο η Ενετική ονομασία του), το Μοντ-Φόρτε - περίβολος στο δυτικό άκρο, μικροί πύργοι και ίχνη κεντρικού πυργοοικοδομήματος. Εποπτεύει μια μεγάλη και πλούσια καλλιεργήσιμη έκταση.
Την ίδια περίοδο, ο πληθυσμός φαίνεται να έχει επιστρέψει στις μεγάλες πόλεις, οπότε το Βυζαντινό Κάστρο (Ηράκλειο) αποκτά οχύρωση, εν πολλοίς εδραιωμένη στα προγενέστερα τείχη της πόλης. Πρόκειται για μεγάλο οχυρωματικό περίβολο με σταθερά μεσοπύργια διαστήματα που οριοθετούνται από τετράγωνους πύργους κατά το πρότυπο των οχυρωμένων βυζαντινών πόλεων. Επίσης, στο Καστέλι Κισάμου, όπου δεν έχουμε σαφή εικόνα των οχυρώσεων, ο πληθυσμός επανδρώνει αστικό κέντρο. Δεν είμαστε σίγουροι για την κατοίκηση στο Καστέλι των Χανίων την πρότερη Κυδωνία εκείνη την περίοδο, επειδή οι ανασκαφικές έρευνες εμφανίζουν ίχνη επανακατοίκησης μόνο από τον 13ο αιώνα κι έπειτα.
Ολοκληρώνοντας τη συνοπτική αυτή παρουσίαση των Βυζαντινών οχυρώσεων στην Κρήτη, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι στο μεγάλο αυτό διάστημα της Βυζαντινής παρουσίας (η οποία διακόπτεται από την ταραγμένη περίοδο της Αραβοκρατίας) τα μεγάλα οχυρωματικά έργα της πρώτης περιόδου συμπληρώνονται με τις μεγάλες κατασκευές μετά το 961 και με τα μεταγενέστερα οχυρά της Κομνήνειας περιόδου διαμορφώνοντας ένα σύνολο που λόγω της φύσης του εδάφους αλλά και των αυξημένων αναγκών άμυνας αποτελούν ένα ευδιάκριτο οχυρωματικό δίκτυο το οποίο απλώνεται στο σύνολο του νησιού.
Η ορατότητα ανάμεσα στις σημαντικές οχυρώσεις αλλά και η συμπληρωματική εποπτεία του ευρύτερου χώρου αποτελούν σημαντικό αμυντικό πλεονέκτημα, έτσι ώστε μπορούμε να τεκμηριώσουμε την άποψη ότι οι οχυρώσεις συνέβαλαν ώστε η Βυζαντινή παρουσία στο νησί της Κρήτης να εδραιωθεί οριστικά, μέχρι την έναρξη της ενετοκρατίας στα 1206. Οι Ενετοί χρησιμοποιούν ως σημεία κεντρικού ελέγχου τις Βυζαντινές οχυρώσεις, ενώ ένα σημαντικό ζήτημα χρονολόγησης προκύπτει από τον ισχυρισμό κάποιων Ενετών χρονογράφων ότι 14 μεγάλες οχυρώσεις κτίζονται εκ θεμελίων από τον Γενουάτη πειρατή Ενρίκο Πεσκατόρε ο οποίος διεκδίκησε την εξουσία της Κρήτης από το 1206 έως το 1211.
Πρόκειται για ισχυρισμό ανυπόστατο, στο πλαίσιο της προσπάθειας των νεότερων κατακτητών του νησιού να αποκρύψουν ότι οι διοικητικές και οικονομικές δομές της πρώιμης ενετοκρατίας στηρίχθηκαν ακριβώς στο Βυζαντινό δίκτυο οργάνωσης του νησιού που εν πολλοίς αναπτύχθηκε γύρω από τις Βυζαντινές οχυρώσεις.
Βιγκλατόρια τα Στρατιωτικά Πολεμικά Οχυρά των Βυζαντινών
Οι Προειδοποιητικοί κατασκοπευτικοί πύργοι (βίγλες) υπήρξαν από τη Βυζαντινή περίοδο όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αλλά οι πληροφορίες που έχουμε για τις βίγλες στο νησί της Κρήτης είναι από την περίοδο της Ενετοκρατίας. Σημαντική πηγή αποτέλεσε το βιβλίο Το Βασίλειον της Κρήτης (Cretae Regnum , του Francesco Basilicata). Σ' αυτό το βιβλίο υπάρχουν χάρτες με διάφορες παραθαλάσσιες περιοχές της Κρήτης, και πάνω σε αυτούς εικονίζονται τα σημεία όπου υπήρχαν βίγλες. Τους χάρτες αυτούς τους έχει σχεδιάσει ο Basilicata στις αρχές του 17ου αιώνα για την άμυνα του νησιού εναντίων της Τούρκικης απειλής. Σήμερα δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο να συναντήσει κανείς βίγλες στο νησί της Κρήτης.
Στα Βυζαντινά χρόνια οι φρυκτωρίες ονομάζονταν «καμινοβίγλια». Το πρώτο συνθετικό της λέξης προέρχεται από την Ελληνική λέξη καμίνι, επειδή άνοιγαν λάκκο όπως άνοιγαν στα καμίνια, όπου τοποθετούσαν οι λεγόμενοι καμινάρηδες ή καμινάδες εύφλεκτη ξυλεία, ξερά χόρτα και θάμνους (αφάνες, καλάμια κ.λ.π.) για ζωηρή φωτιά τη νύχτα, βρεγμένα σανά και κοπριά βοωειδών (σβουνιές) για έντονο καπνό την ημέρα. Το δεύτερο συστατικό παράγεται από τη λέξη vigil και η vigilia που σημαίνει φυλακή, παρατηρητήριο, φρουρά. Έτσι, η βίγλα (παρατηρητήριο), το ρήμα βιγλάρω και βιγλίζω (παρατηρώ), εποπτεύω από της βίγλας και το ουσιαστικό βιγλάτωρ ή βιγλάτορας (ο φύλαξ), ο σκοπίωρος εξ ου και βιγλατόρια.
Η «βίγλα» βρισκόταν σε δεσπόζουσα υψηλή θέση από την οποία είναι ορατή μεγάλη έκταση εδάφους. Οι θέσεις αυτές ονομάζονταν «άκριες» και «ακριοτήρια» εξ ου και η ονομασία ακρίτες. Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν βίγλες τις θέσεις των συνόρων του κράτους που ήταν εγκατεστημένα φυλάκια καθώς και αυτά που τοποθετούνταν σαν φυλάκια στις άκρες των στρατοπέδων για την ασφάλεια τους. Εάν η οροθετική γραμμή αποτελούνταν από ψηλά όρη, οι βίγλες τοποθετούνταν υπό των δεσποζουσών σημείων και οι αποστάσεις μεταξύ τους ήταν τρία ως τέσσερα μίλια δηλαδή τέσσερα ως πέντε χιλιόμετρα.
Σε ομαλό έδαφος όπου περνούσαν δρόμοι αναπτύσσονταν οργανωμένες στρατιωτικές βίγλες με «έσω βίγλα», «έξω βίγλα», οι λεγόμενες «στάσεις»με μόνιμα χτιστά με ξερολίθι στασίδια για τους πολεμιστές ακρίτες καβαλλαρέους, τους «βιγλάτορες». Το εσωβίγλιον με το εξωβίγλιον είχαν απόσταση πενήντα οργιές, δηλαδή περίπου ενενήντα μέτρα, «μη πλέον λίθου βολής», («Περί παραδρομής πολέμου», λέγεται ότι τη συνέγραψε ο Νικηφόρος Φωκάς). Ενίοτε επί των εξώβιγλον τοποθετούνταν και τρίτη γραμμή τετραδίων όταν το έδαφος ήταν ορεινό και δασώδες, δηλαδή άβατον, και στις οδούς που είχε τοποθετούνταν βίγλες με ιππείς (που ήταν κοντά στο στρατόπεδο) και στα άλλα σημεία υπήρχαν πεζοί, ειδικοί αξιωματικοί και επιτηρούσαν τη γραμμή των βιγλών.
Οι βίγλες και τα στασίδια όφειλαν πλην των άλλων να επιτηρούν με μεγάλη προσοχή τα σημεία εκείνα του εδάφους, τα πιθανά προσφερόμενα για την εγκατάσταση απλήκτων δηλαδή στρατοπέδων υπό των πολεμίων, τα ομαλά σημεία του εδάφους αυτά δηλαδή που έχουν ρέοντα ύδατα. Το προσωπικό των καμινοβιγλίων εκλεγόταν μεταξύ των εκλεκτότερων ανδρών και μάλιστα με πρώτο μέτρο την ανδρείαν, ήσαν άρχοντες, φεουδάρχεις, τιμαριούχοι, ιδιοκτήτες γης. Οι βιγλάτορες είχαν συνήθως τροφή 15 ημερών (σύγκλινα , παξιμάδια και τυρί τουλουμίσιο καθώς και ασκούς ''ασκία'' με νερό). Η βίγλα αποτελείτο από τον διοικητή της βίγλας «Δομέστικος των τειχέων της βίγλας» το όνομα της Λατινικής προέλευσης και έγινε Βυζαντινό αξίωμα.
Από αυτό προέρχεται και το Μανιατικο επώνυμο Αλεπού του Κάτρωνα της οικογένειας των Δεμεστιχιανών. Ο Δομέστικος δεν εγκατέλειπε την βίγλα ή την Τράπεζα όπως αναφέρουν οι Βυζαντινοί ιστορικοί,« μαχόταν στα οικία». Μπροστά από το τείχος της «έσω βίγλας» υπήρχε ο «λώζος» ειδική φωλιά για τα σκυλιά που αλυχτούσαν και προειδοποιούσαν σε τυχόν ερχομό των εχθρών, αυτά ήσαν μονίμως στο λώζο δεν μετακινούνταν παρά μονάχα εντός στρατοπέδου. Ο Δομέστικος με τους πεζούς πολεμιστές του, μαχόταν εναντίον των επιτιθέμενων, με ρίψεις ακοντίων βελών (σαγιτών) και λίθων με τους λιθοβόλους η καταπέλτες.
Υπήρχε και το βοηθητικό προσωπικό οι καμινάδες όπως προαναφέραμε, και άλλοι, όπως οι «λιθοβόλοι.» που χερίζονταν τις πολεμικές μηχανές, όλοι αυτοί στις ελεύθερες ώρες τους ασχολούνταν με την εξόρυξη κιόνων, κιονοκράνων, θωρακίων ακόμη και ορθογωνίων ογκολίθων (πλέχτουρα) που πουλούσαν για χτίσιμο ναών , πύργων, δημόσιων κτηρίων και τειχών των κάστρων, ίσως να εξήγαγαν κιόλας. Τα εναπομείναντα κομμάτια λίθων από τις λαξεύσεις τα μετέφεραν και ενίσχυαν τα πίσω τείχη της βίγλας, που ήσαν όλο χτίσιμο ξερολιθιάς και ήσαν έτοιμο να χρησιμοποιηθούν στους λιθοβόλους.
Η βίγλα είχε και υποδοιικητή τον «Δρουγάριο της βίγλης των καβαλλαρίων». Ο Δρουγάριος της βίγλας όριζε σύμφωνα με τις διαταγές του Δομέστικου τα «ημεροβίγλια» δηλ. τα στασίδια της ημέρας και όλα τα φυλάκια (Μπαστούνες) ακόμη και τις βίγλες της νύχτας. Κατά το βραδάκι πήγαινε στο εξωβίγλιον και φώναζε: «Αρχοντες , ετοιμασθήτε δειπνήσατε και δότε τροφήν τοις ίπποις». Κατά την νύχτα ο Δρουγγάριος της βίγλας «εκέρτευεν» δηλαδή εκτελούσε έφοδο, για να βεβαιωθεί ότι είναι στις θέσεις τους, μια φορά εάν ο εχθρός ήταν πλησίον.
Ο Δρουγγάριος με την εμπροσθοφυλακή τον λεγόμενο Δρούγγο ή Ρύγχος εξεστράτευε με καβαλλάριους, βαρέως οπλισμένους σκουτάτους και ελαφρούς τοξότες εναντίων των εχθρών, εγκαταλείποντας τα «στασίδια» μόνιμα παρατηρητήρια της «έξω βίγλας». Οι καβαλλάριοι, οι λεγόμενοι «σκουτάτοι» η κατάφραγκοι» ήσαν άρχοντες, σαν αξιωματικοί με γη δική τους, φορούσαν αλυσιδωτό θώρακα το «λωρίκον», περικεφαλαία «κασίς», εξ ου και το επώνυμο Κάσης και Κασσίμης του Ακροταίναρου, περικνημίδες, ασπίδα το λεγόμενο «σκουτάριον», εξ ου και το τοπωνύμιο Σκουτάρι της Μάνης, μακριά λόγχη «το κοντάριον» και κοντό σπαθί «σπαθίον».
Οι έφιπποι αυτοί ακρίτες που πάντοτε ήταν λιγοστοί σηκώνονταν από τα ακοίμητα στασίδια τους να κυνηγήσουν πολυαριθμότερους εχθρούς ηρωποιήθηκαν, χιλιοτραγουδήθηκαν ως και η εκκλησία ακόμη σ’ ένα τέτοιο στασίδι με περικεφάλαιον τοποθέτησε τον Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους στο χώρισμα του Ιερού Βήματος δεξιά και αριστερά της ωραίας πύλης και άλλων πυλών αντικαθιστώντας τα μαρμάρινα Πρωτοχριστιανικά σκαλιστά πανωθωράκια όπου υπήρχαν. Οι ελαφροί τοξότες «οι καλοοιππάρατοι» ήσαν καβαλλάριοι οπλισμένοι με «τοξάριον» φέροντας στην φαρέτρα τις «σαγίτες».
Αυτοί είναι οι περίφημοι «Χωσάριοι» που εισχωρούσαν στις περιοχές του εχθρού και μάζευαν πληροφορίες. (Εκεί έχει τη ρίζα του το τοπωνύμιο Χωσιάριον της Μάνης). Είναι αυτοί που αργότερα δίδαξαν στη δύση την τέχνη του πολέμου και ονομάσθηκαν Ουσάροι στην Ρωσία κ.ά. Αυτοί χρησιμοποιούσαν την μυική μαζί με την πνευματική δύναμη, είναι ο πόλεμος με κάθε λογής μέσον, όπως ενέδρα (χωσιά) παραπλάνηση, με την ενέδρα πετύχαιναν τον «κλαματισμό» του εχθρού δηλαδή τον κατακερματισμό του, αυτός είναι ο σημερινός ανορθόδοξος πόλεμος. Στις εξορμήσεις τους οι Χωσάριοι, χρησιμοποιούσαν και τα ειδικά γυμνασμένα σκυλιά τους.
ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ (1204 - 1669)
Ήδη πριν από την Τέταρτη Σταυροφορία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, η Κρήτη είχε παραχωρηθεί από το γιο του έκπτωτου Αυτοκράτορα Ισαακίου Β' Αλέξιο στον επικεφαλής των Σταυροφόρων Βονιφάτιο Μομφερρατικό. Στη διανομή των εδαφών της Αυτοκρατορίας που ακολούθησε, ο Βονιφάτιος παραχώρησε το νησί στη Δημοκρατία της Βενετίας, έναντι του ποσού των 1.000 αργυρών μάρκων, προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξή της στη διένεξή του με τον Λατίνο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνο της Φλάνδρας.
Η Κρήτη παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θαλασσοκράτειρα Βενετία λόγω της στρατηγικής της θέσης στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι ήταν μια εξαιρετικά παραγωγική περιοχή η οποία, όπως αποδείχτηκε, αποτέλεσε για πολλά χρόνια την κυριότερη υπερπόντια κτήση της. Την κυριότητα της Κρήτης για ένα διάστημα αμφισβήτησε ο Γενουάτης πειρατής Enrico Pescatore, ο οποίος κατέλαβε τον Χάνδακα και προσπάθησε να εδραιώσει την παρουσία του και στην ύπαιθρο.
Από το 1206 η Βενετία, αφού αντιμετώπισε πρώτα άλλα προβλήματα, έστειλε στόλο στην Κρήτη και έπειτα από σκληρή αντιπαράθεση επέτυχε την εκδίωξη των Γενοβέζων και άρχισε ουσιαστικά από το 1211, μετά την υπογραφή συμφωνίας, να εδραιώνει την κυριαρχία της στη νέα τους κτήση. Το επόμενο θέμα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Ενετοί ήταν η σφοδρή αντίσταση των Κρητικών, οι οποίοι κάτω από την ηγεσία των ισχυρών ντόπιων φεουδαρχών, τη στήριξη της εξόριστης στη Νίκαια Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την καθοδήγηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οργάνωσαν επανειλημμένα επαναστατικά κινήματα, τα οποία συνήθως κατέληγαν σε συνθήκες μεταξύ της Βενετίας και των επαναστατών.
Η κατάκτηση της Κρήτης ολοκληρώθηκε το 1252 με την «επανίδρυση» και εγκατάσταση εποίκων στην πόλη των Χανίων. Οι αντιδράσεις των Κρητικών συνεχίστηκαν έντονες και κατά το 14ο αιώνα. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και η βεβαιότητα για επικείμενη κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους εκμηδένισε πλέον τις ελπίδες τους για εθνική αποκατάσταση και έφερε τους δυο λαούς που συμβίωναν στην Κρήτη σε μια κατάσταση συνύπαρξης και συνεργασίας απέναντι στον κοινό εχθρό. Παρά τις έντονες προσπάθειες ωστόσο ενίσχυσης της άμυνας για έναν αιώνα περίπου, η κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους εξελίχθηκε σταδιακά από το 1645 με την κατάκτηση των Χανίων, μέχρι το 1669 με την κατάληψη του Χάνδακα έπειτα από μακρά, σκληρή πολιορκία.
Μέσα στο ιστορικό αυτό πλαίσιο και παράλληλα με τις γενικότερες εξελίξεις στο χώρο της οχυρωτικής, αναπτύχθηκε μέσα στην περίοδο της Βενετοκρατίας το ισχυρό αμυντικό σύστημα της Κρήτης. Στις αρχές του 13ου αιώνα υπήρχε ήδη από τη δεύτερη Βυζαντινή περίοδο (961 - 1204) αναπτυγμένο αμυντικό δίκτυο που κάλυπτε το μοναδικό αστικό κέντρο, τον Χάνδακα, τους μικρούς οικισμούς και τα λιμάνια του Ρεθύμνου, της Κυδωνίας (Χανίων) και της Σητείας, επίκαιρα σημεία της ενδοχώρας και βασικές οδούς επικοινωνίας. Αρκετά από τα φρούρια αυτά αξιοποιήθηκαν από τον Pescatore, τον οποίο οι πηγές θέλουν να κτίζει, ή να επισκευάζει σε πολύ σύντομο διάστημα 14 φρούρια.
Δεδομένου όμως ότι ο Pescatore είχε πολύ περιορισμένο χρόνο και δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ότι οι πληροφορίες είναι μάλλον ασαφείς και η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει προχωρήσει αρκετά, θεωρείται περισσότερο πιθανό να έχει χρησιμοποιήσει με απλές επισκευές υπάρχοντα φρούρια. Αρκετά από τα φρούρια αυτά χρησιμοποιήθηκαν και από τους ντόπιους επαναστάτες στον αγώνα τους κατά των Βενετών στο επόμενο διάστημα. Με την εγκατάστασή τους στην Κρήτη οι Βενετοί, εκτός από την οργάνωση της διοίκησης στα πρότυπα της Μητρόπολης, φρόντισαν για την ανοικοδόμηση και την ενίσχυση της οχύρωσης της πρωτεύουσας Candia (Χάνδακας).
Βρήκαν σε κακή κατάσταση τον οχυρωματικό περίβολο, που είχε κατασκευαστεί αρχικά κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο στη θέση και με υλικό από το προϋπάρχον αρχαίο τείχος, είχε επισκευαστεί και συμπληρωθεί σε μεγάλη έκταση από τους Σαρακηνούς Άραβες, υπέστη μεγάλες καταστροφές από την πολιορκία του Νικηφόρου Φωκά και επισκευάστηκε στη συνέχεια για μια ακόμη φορά από τους Βυζαντινούς. Ο περίβολος συμπλήρωνε τη φυσική οχύρωση ενός παραθαλάσσιου λόφου και προστάτευε τον οικισμό και το προς βορράν φυσικό λιμάνι του. Ακολουθεί τη μορφολογία του εδάφους με το λόφο στα ανατολικά και κατηφορίζει ομαλά προς τα δυτικά, μέχρι τη σημερινή οδό Χάνδακος, όπου στρέφεται προς τα νότια.
Αποτελείται από ευθύγραμμα μεταπύργια, που εναλλάσσονται με ορθογώνιους πύργους, σύμφωνα με τα πρότυπα των μεσαιωνικών οχυρώσεων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα μικρής σχετικά αποτελεσματικότητας επιθετικά όπλα της εποχής. Από πολύ ενωρίς αναπτύχθηκαν εκτός των τειχών, στα νότια κυρίως της πόλης, ολόκληρες συνοικίες, οι εξώβουργοι. Από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες διευκρινίζονται αρκετά θέματα ως προς τα δυτικά όρια του οχυρωμένου οικισμού, που επεκτείνονται σε μεγαλύτερη έκταση από ό,τι πιστευόταν στο παρελθόν. Φαίνεται επίσης ότι διατηρείται ένα αρκετά μεγάλο μέρος από το Πρωτοβυζαντινό τείχος πάνω στο οποίο στηρίχθηκαν οι επόμενες οικοδομικές φάσεις.
Μέσα στον οχυρό περίβολο, τον οποίο διαιρεί από νότο προς βορρά στα δύο ο κεντρικός δρόμος (Ruga Magistra), που οδηγεί από την πύλη στο λιμάνι, αναπτύχθηκε η πόλη με τα δημόσια κτήριά της, έναν μεγάλο αριθμό από καθολικούς και ορθόδοξους ναούς καθώς και τις κατοικίες της άρχουσας τάξης και των πολιτών. Ακολούθησαν ανάλογες ενέργειες στον οικισμό του Ρεθύμνου, όπου γύρω από το μικρό λιμάνι σωζόταν το τραπεζιοειδούς σχήματος βυζαντινό τείχος, που σημειώνεται στις πηγές ως Castel Vecchio, ή Antico Castello. Με την καθιέρωση της νέας διοικητικής οργάνωσης και την τελική διαίρεση της Κρήτης σε τέσσερα διαμερίσματα (territori) κατά το 14ο αιώνα, το Ρέθυμνο, τα Χανιά και η Σητεία εξελίσσονται σε οχυρωμένα αστικά κέντρα.
Περισσότερες πληροφορίες ωστόσο για τη μορφή και την πρώιμη οχύρωση των αστικών κέντρων της Κρήτης μας δίνει η πόλη των Χανίων, όπου διατηρείται σχεδόν ακέραιη, οι πληροφορίες των πηγών είναι αρκετά σαφείς και οι συνεχιζόμενες εργασίες έρευνας και αποκατάστασης επιτρέπουν το σχηματισμό πιο ολοκληρωμένης εικόνας. Ο ελλειψοειδούς σχήματος αρχαίος οχυρωματικός περίβολος ανακατασκευάστηκε τον 7ο αιώνα με οικοδομικό υλικό από τον προηγούμενο και τα ερειπωμένα από σεισμούς κτήρια της πόλης, προκειμένου να προστατέψει την ακρόπολη από τις αραβικές επιδρομές.
Μετά την εντολή «επανίδρυσης» της πόλης το 1252, οι έποικοι φροντίζουν για την επισκευή και συμπλήρωση της οχύρωσης, που ήταν σε κακή κατάσταση. Οι επεμβάσεις των Βενετών αναγνωρίζονται στην εκτεταμένη ανακατασκευή -με μικρότερο πάχος από το αρχικό- της εσωτερικής πλευράς του τείχους, στην αναδόμηση του εσωτερικού πύργων με οξυκόρυφα τόξα, την κατασκευή των πυλών, καθώς και σε μικρές αλλαγές της πορείας του. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται στις εξωτερικές επιφάνειες, εκτός από τους επιτόπου διαθέσιμους λιθόπλινθους, μικρότεροι από ψαμμίτη και ισχυρό ασβεστοκονίαμα.
Το μεταξύ των εξωτερικών όψεων κενό συμπληρώνεται με συμπαγή χυτή τοιχοποιία, όπως και στην πρωτοβυζαντική φάση. Αρκετά νωρίς αντιμετωπίστηκε το θέμα της ενίσχυσης της οχύρωσης της Σητείας και κατασκευάστηκε το φρούριο της Ιεράπετρας στο ανατολικότερο διαμέρισμα της Κρήτης. Οι παραπάνω ενέργειες των Βενετών είχαν σχέση με την εδραίωση της παρουσίας και ασφάλειάς των στο αφιλόξενο γι’ αυτούς νησί, ιδίως στα αστικά κέντρα όπου κυριαρχούσαν πληθυσμιακά και έδρευαν οι διάφορες αρχές, καθώς και την εξασφάλιση ασφαλών λιμενικών εγκαταστάσεων σε κατάλληλα σημεία για τη διακίνηση των πολεμικών και εμπορικών πλοίων.
Για την προστασία των φεουδαρχών και τον έλεγχο της ιδιαίτερα ανήσυχης ενδοχώρας όπου το ελληνικό στοιχείο κυριαρχούσε συντριπτικά και για την άσκηση αποκεντρωμένης διοίκησης, φρόντισαν για την ίδρυση μικρότερων φρουρίων, ή οχυρωμένων οικισμών στις έδρες των επαρχιών των τεσσάρων διαμερισμάτων (territoria), που ονομάζονταν καστελλανίες (castellanie, ή castelli). Στην περιοχή των Χανίων, εκτός από την πόλη, υπήρχαν τέσσερις ακόμη καστελανίες, του Αποκορώνου (Castel Apicorno), της Κισσάμου (Castel Chissamo), του Σελίνου (Castel Selino) και των Σφακίων (Castel Sfakia).
Ενώ χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες και για να ελέγχει τους ανυπότακτους Σφακιανούς είναι το Φραγκοκάστελο (Castel Franco) ανατολικά των Σφακίων. Τα καστέλια του Σελίνου, των Σφακίων και το Φραγκοκάστελο είναι απλά φρούρια, ενώ του Αποκορώνου και της Κισσάμου είναι οχυρωμένοι οικισμοί. Στην περιοχή του Ρεθύμνου, εκτός από την πόλη, υπάρχουν οι καστελανίες του Μυλοποτάμου (Milopotamo), Απάνω Συβρίτου (Apano Sivrito, περιοχή Αμαρίου), Κάτω Συβρίτου (Kato Sivrito, περιοχή Αγίου Βασιλείου), από τα οποία σώζονται ελάχιστα ερείπια.
Στην περιοχή του Ηρακλείου αντίστοιχα σώζονται τα ερείπια των φρουρίων στις έδρες των καστελανιών Τεμένους (Castel Temene), Ρίζου, ή Belvedere (Castel Belvedere), Μονοφατσίου (Castel Bonifacio), Πυργιώτισας (Castel Priotissa), Καινούριου (Castel Nuovo), Πεδιάδας (Castel Pediada) και Μαλεβιζίου (Castel Malvesin). Τέλος, στο διαμέρισμα του Λασιθίου, εκτός από τη Σητεία, υπήρχαν οι καστελανίες Μεραμβέλου (Castel Mirabello) και Ιεράπετρας (Castel Gerapetra). Μια σειρά ακόμη από προϋπάρχοντα φρούρια της υπαίθρου φαίνεται ότι έπαιξαν κάποιο ρόλο και κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας
Για την οργάνωση των διοικητικού κυρίως ρόλου εγκαταστάσεων αυτών, είτε αξιοποίησαν υπάρχουσες υποδομές από το Βυζαντινό οχυρωματικό δίκτυο, επισκευάζοντας και συμπληρώνοντάς τες, ή έκτισαν νέες οχυρώσεις. Η διοικητική διαίρεση της Κρήτης από τους Βενετούς συνέπιπτε σε μεγάλο βαθμό με τις Βυζαντινές τούρμες, αλλά και με τις μεταγενέστερες Οθωμανικές επαρχίες (Nahiye), ή τις επαρχίες του Ελληνικού κράτους. Τόσο η μορφή των οχυρών, όσο και ο τρόπος δόμησης, συνεχίζουν τη μέχρι τότε πρακτική με την εναλλαγή ορθογώνιων πύργων και μεταπυργίων, ενώ η τοιχοποιία είναι πλέον με αργούς λίθους και ισχυρό ασβεστοκονίαμα.
Όταν οι επιφάνειες είναι επίπεδες, τα φρούρια είναι ορθογώνια, με πύργους στις γωνίες, όπως το Φραγκοκάστελο, το φρούριο Καλέ της Ιεράπετρας, το φρούριο της Πεδιάδας, του Μεραμβέλου και με προσαρμογές του σχήματος στο χώρο στη βορειοανατολική του πλευρά, το Castel Selino (Παλαιόχωρα). Στις άλλες περιπτώσεις αξιοποιούνται φυσικά οχυροί λόφοι, σε επίκαιρες θέσεις, με δυνατότητα εξασφάλισης ύδρευσης, που ενισχύονται με ισχυρά τείχη, τα οποία περιβάλλουν οικισμούς. Στα φρούρια υπάρχουν τα απαραίτητα κτήρια για την εξυπηρέτηση διοικητικών και στρατιωτικών αναγκών, αποθήκες, δεξαμενές νερού, ναοί και των δύο δογμάτων, όταν είναι δυνατό, καθώς και κατοικίες ιδιωτών.
Η απλή συντήρηση και η άμυνα των φρουρίων αποτελεί υποχρέωση των τοπικών φεουδαρχών, οι οποίοι και επωφελούνται κυρίως από την ύπαρξή τους. Για μεγαλύτερες επεμβάσεις είναι αναγκαία η έγκριση και παρέμβαση της κεντρικής εξουσίας. Η συνεχιζόμενη ανασκαφική έρευνα στο Castel Selino δίνει αρκετές πληροφορίες για την οργάνωση, τη λειτουργία, τις κατά καιρούς επεμβάσεις και τον εξοπλισμό της ομάδας αυτής των φρουρίων. Η κακή κατάσταση των οχυρωματικών έργων εξαιτίας των επαναστάσεων, των σεισμών, ή την έλλειψη συντήρησης είναι ένα συχνό φαινόμενο, όπως προκύπτει από τις πληροφορίες των εκθέσεων των εντεταλμένων αξιωματούχων και μηχανικών, αλλά και από την έρευνα των ίδιων των μνημείων.
Καθώς προχωρεί ο 15ος αιώνας και ιδίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές, οι οποίες επηρεάζουν την κατάσταση γενικότερα, αλλά και το σχετικά ήρεμο κλίμα, το οποίο επικρατεί πλέον στην Κρήτη. Η παρακμή της φεουδαρχίας σε συνδυασμό με την έντονη ανάπτυξη των αστικών κέντρων, η άμβλυνση των διαφορών μεταξύ των Κρητικών και των Βενετών, οι τάσεις επεκτατισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και οι σημαντικές εξελίξεις στον αμυντικό τομέα με την αξιοποίηση της πυρίτιδας και των πυροβόλων όπλων, είναι μια πραγματικότητα που υποχρεώνει τη Βενετία σε νέο σχεδιασμό, όσον αφορά στη διατήρηση των υπερπόντιων κτήσεών της.
Αρχικά, στα τέλη του 15ου αιώνα, επιχειρείται η ενίσχυση των παλαιών οχυρώσεων του Χάνδακα με τη διεύρυνση εξωτερικά με ισχυρή, κεκλιμένη τοιχοποιία, όπως διαπιστώθηκε στη νότια πλευρά, προκειμένου να μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τα διαρκώς εξελισσόμενα πυροβόλα όπλα. Παράλληλα, ήδη από το 1462 έχει γίνει αποδεκτό το αίτημα των κατοίκων του Χάνδακα για την κατασκευή ενός νέου, ευρύτερου οχυρωματικού περιβόλου, που θα προστατεύει τους οικισμούς, οι οποίοι αναπτύσσονταν ραγδαία έξω από τον αρχικό περίβολο. Οι εργασίες, ωστόσο, εξελίσσονται με πολύ αργούς ρυθμούς.
Στα Χανιά, ήδη από τον 14ο αιώνα, έχει κατασκευαστεί ένας δεύτερος, ευρύτερος οχυρωματικός περίβολος, ο οποίος όμως είναι αναποτελεσματικός, ενώ ανάλογες προσπάθειες βελτίωσης της υπάρχουσας κατάστασης γίνονται συνεχώς και σε αρκετά άλλα φρούρια του νησιού. Είναι φανερό ότι, καθώς περνά ο χρόνος, οι περιορισμένης έκτασης επεμβάσεις δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την επικείμενη απειλή μιας Τουρκικής επίθεσης. Η αναμενόμενη επιχείρηση κατάληψης των κτήσεων της Βενετίας στη Μεσόγειο επιβάλλει πλέον το σχεδιασμό ενός νέου, εξωστρεφούς αμυντικού δικτύου, το οποίο θα προστάτευε τις πόλεις και επίκαιρα σημεία των παραλίων από θαλάσσιες επιθέσεις.
Το 1501 στάλθηκε τριμελής επιτροπή από ειδικούς σε οχυρωματικά έργα στον Χάνδακα για να εξετάσει τις δυνατότητες. Έτσι ξεκίνησε και πάλι χωρίς ουσιαστικό σχεδιασμό η κατασκευή νέας οχύρωσης με σποραδικές εργασίες σε διάφορα σημεία. Την ανάγκη για σοβαρή αντιμετώπιση του θέματος επέσπευσε ο τρίτος Βενετοτουρκικός πόλεμος (1537 - 1540), που υποχρέωσε τη Βενετία να στείλει το 1538 στην Κρήτη τον μεγάλο Βερονέζο αρχιτέκτονα, ειδικό στα οχυρωματικά έργα, Mastro Michele Sanmicheli, να αναλάβει την κατασκευή της οχύρωσης του Χάνδακα, αλλά και των πόλεων Χανίων και Ρεθύμνου.
Ο Sanmicheli ήταν από τους κυριότερους θεωρητικούς του υπό εξέλιξη προμαχωνικού συστήματος (Fronte Bastionato), όπως και οι άλλοι μηχανικοί που τον διαδέχτηκαν. Έτσι οι οχυρώσεις της Κρήτης και ιδιαίτερα του Χάνδακα, ένα από τα μεγαλύτερα έργα στην Ευρώπη που κατασκευάστηκαν στην κρίσιμη αυτή περίοδο, αποτελούν σημαντικά δείγματα εξέλιξης στον τομέα της οχυρωτικής, η οποία θα επικρατήσει μέχρι το 19ο αιώνα. Η μακρά πολιορκία της πόλης στη συνέχεια, που ανέδειξε τα θετικά και τα αρνητικά του συστήματος, συνέβαλε επίσης στις εξελίξεις.
Ο Sanmicheli ζήτησε την κατεδάφιση των παλιών οχυρώσεων -κάτι που δεν έγινε- και σχεδίασε την οχύρωση του Χάνδακα λαμβάνοντας υπόψη τη διαμόρφωση του εδάφους, που καθόρισε και το σχήμα της, περιέλαβε στο σχεδιασμό τμήματα των οποίων η κατασκευή είχε ήδη προχωρήσει με το σύνολο των εκτός των παλιών τειχών οικισμών και αρκετές ελεύθερες εκτάσεις για την ανάπτυξη καλλιεργειών, προκειμένου να τροφοδοτείται η πόλη, ιδίως σε περίοδο πολιορκίας. Τον εκτεταμένο οχυρωματικό περίβολο περιέβαλε πλατιά ξηρή τάφρος, από τις καλλιέργειες στην οποία τροφοδοτούνταν επίσης η πόλη σε περίοδο ειρήνης.
Παρά το κατεπείγον της υπόθεσης, τα έργα οχύρωσης στην Κρήτη προχωρούν αργά κυρίως για οικονομικούς λόγους. Η σταδιακή απώλεια των κτήσεων της Βενετίας ωστόσο, την υποχρέωσε να δραστηριοποιηθεί έντονα. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του ικανού μηχανικού Giulio Savorgnano, στον οποίο ανατέθηκε το 1562 το έργο και ο οποίος φρόντισε για την τροποποίηση και συμπλήρωση του αρχικού σχεδίου, αλλά και την επιτάχυνση των εργασιών. Ο κυρίως περίβολος συμπληρώνεται με εξωτερικούς προμαχώνες, όπως αυτός του Αγίου Δημητρίου προς τα ανατολικά, οι οποίοι βελτιώνουν την αποτελεσματικότητά του, ενώ αποφασίζονται και υλοποιούνται συνεχείς βελτιώσεις ακόμη και στη διάρκεια της μακροχρόνιας πολιορκίας.
Η προστασία του λιμανιού ενισχύθηκε με ανακατασκευή του φρουρίου Rocca al Mare (Μεγάλος Κούλες), μιας ισχυρότατης κατασκευής, στη θέση προγενέστερης. Η άμυνα του Χάνδακα ενισχύθηκε και με άλλα έργα στην ευρύτερη περιοχή, όπως ήταν η κατασκευή του φρουρίου Παλιόκαστρο, πάνω σε έναn απότομο παραθαλάσσιο βράχο δυτικά της πόλης. Ο σκοπός του φρουρίου ήταν να παρεμποδίζει την προσέγγιση εχθρικού στόλου και την προμήθεια νερού από την κατάλληλη για απόβαση μεγάλη παραλία του Αρμυρού.
Στη δεύτερη πόλη του «Βασιλείου της Κρήτης», τα Χανιά, οι νέες οχυρώσεις σχεδιάστηκαν από τον Michele Sanmicheli και κατασκευάστηκαν με την επίβλεψη άλλων σημαντικών μηχανικών, όπως ο ανεψιός του Gian Girolamo Sanmicheli. Οι δύο προγενέστεροι οχυρωματικοί περίβολοι είχαν προ πολλού ξεπεραστεί και η επέκταση του οικισμού εκτός των τειχών σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση του εδάφους επέβαλε και εδώ την αποτελεσματική προστασία του. Ήδη το 1502 μαρτυρείται η διάνοιξη τάφρων για την κατασκευή, χωρίς κάποιο σχεδιασμό ενός νέου περιβόλου, με δαπάνες κατά το ήμισυ της κυβέρνησης και κατά το ήμισυ των κατοίκων.
Η κατασκευή των νέων οχυρώσεων ξεκίνησε το 1538 και προχωρούσε με σχετικά γρήγορους ρυθμούς, με αγγαρείες και οικονομική συμμετοχή των κατοίκων της περιοχής. Στην επίβλεψη των έργων πήραν μέρος και αξιωματούχοι που υπηρετούσαν στην Κρήτη. Αξιοποιήθηκαν τα ανθεκτικά πετρώματα ψαμμίτη από τις παραλίες του Σταυρού στο Ακρωτήρι και δυτικά της πόλης και οι πέτρες έφταναν διά θαλάσσης στην πόλη. Είναι πολύ πιθανό ότι στην οικοδόμηση χρησιμοποιήθηκε και το υλικό από τον προγενέστερο περίβολο του 14ου αιώνα, ίχνη του οποίου δεν έχουν εντοπιστεί. Το σχήμα των νέων οχυρώσεων ήταν παραλληλόγραμμο, με τη βόρεια μακρά πλευρά να αποτελεί το λιμενοβραχίονα του λιμανιού.
Στις τέσσερις γωνίες κατασκευάστηκαν προμαχώνες και στο μέσο της μακράς νότιας μια μεγάλη piattaforma, πάνω στην οποία είναι κτισμένη σήμερα η Δημοτική Αγορά. Την αποτελεσματικότητα των προμαχώνων ενίσχυαν ψηλότερα τοποθετημένοι επιπρομαχώνες. Στη δυτική πλευρά της εισόδου του λιμανιού κατασκευάστηκε το ισχυρό Rivellino del Porto (φρούριο Φιρκά), με κανονιοθυρίδες σε δύο επίπεδα. Και εδώ σχεδιάστηκαν στη διάρκεια της κατασκευής του έργου αλλαγές και βελτιώσεις, ορισμένες από τις οποίες υλοποιήθηκαν, ενώ άλλες παρέμειναν απλά σχέδια.
Την άμυνα της πόλης των Χανίων ενίσχυε η οχύρωση της νησίδας των Αγίων Θεοδώρων, ή Θοδωρού, από τη δυτική παραλία με δύο φρούρια, που είχαν σκοπό να παρεμποδίζουν απόβαση στόλου και από ανατολικά η πλήρης οχύρωση της νησίδας του Αγίου Νικολάου και άλλων επίκαιρων σημείων στην είσοδο του στρατηγικής σημασίας Κόλπου της Σούδας. Ανάλογες ενέργειες προστασίας υλοποιήθηκαν και στην πόλη του Ρεθύμνου, όπου και πάλι ο αρχικός σχεδιασμός έγινε από τον Michele Sanmicheli. Και εδώ το μικρό Castel Vecchio, γύρω από το λιμάνι, είχε προ πολλού ξεπεραστεί και η πόλη είχε επεκταθεί προς τα νότια.
Η θέση της πόλης πάνω σε μια μικρή χερσόνησο, που προεξείχε από την ευθύγραμμη διαμόρφωση της ευάλωτης παραλίας του Πλατανιά, οδήγησε στο σχεδιασμό ενός ευθύγραμμου τείχους με τρεις προμαχώνες και τάφρο, το οποίο την απέκοπτε ουσιαστικά από την ενδοχώρα. Η αποτελεσματικότητα ωστόσο της νέας οχύρωσης ήταν μικρή, εξαιτίας των υψωμάτων που υπήρχαν σε μικρή απόσταση από τη νότια πλευρά. Για το λόγο αυτό και μετά την καταστροφή της πόλης το 1571 από την επιδρομή του Ουλούτζ Αλή, κρίθηκε αναγκαίος ένας νέος αμυντικός σχεδιασμός με οχύρωση του λόφου Παλαιόκαστρο στα βόρεια της πόλης, δίπλα στη θάλασσα, που θα χρησίμευε ως καταφύγιο των κατοίκων σε περίπτωση νέας επίθεσης.
Το φρούριο Φορτέτζα σε αρχικά σχέδια του Sforza Pallavicini κτίστηκε σε σύντομο χρόνο με αστεροειδή μορφή πάνω στην κορυφή του λόφου, οι κάτοικοι ωστόσο της πόλης αρνήθηκαν να μετοικίσουν. Ανάλογη ενίσχυση έγινε και στην πόλη της Σητείας με την κατασκευή περιμετρικού τείχους, τριγωνικής μορφής, που ξεκινούσε από το φρούριο Καζάρμα στην κορυφή υψώματος και κατέληγε στη θάλασσα. Παράλληλα με τις νέες οχυρώσεις των αστικών κέντρων, τις επισκευές και τον εκσυγχρονισμό των πιο σημαντικών από τα καστέλια της ενδοχώρας, υπήρξε σημαντική μέριμνα εκ μέρους των Βενετών για την ενίσχυση της άμυνας των επίκαιρων σημείων των βόρειων παραλίων ιδίως από τα μέσα του 16ου αιώνα.
Ως στόχο είχαν την παρεμπόδιση της προσέγγισης εχθρικού στόλου σε λιμάνια, ή κατάλληλες για απόβαση παραλίες, από τις οποίες υπήρχε εύκολη πρόσβαση στα αστικά κέντρα, καθώς και η παρεμπόδιση προμήθειας νερού από παραθαλάσσιες πηγές. Έτσι σχεδιάστηκαν και ως ένα βαθμό κατασκευάστηκαν φρούρια και «βίγλες» σε πολλές παραθαλάσσιες θέσεις και νησιά. Στα δυτικά του νησιού κατασκευάστηκε στην απρόσιτη κορυφή βράχου της νησίδας Ήμερη Γραμβούσα φρούριο για την παρεμπόδιση της προσέγγισης στόλου σε μικρό φυσικό λιμάνι στην απέναντι ομώνυμη χερσόνησο.
Στο άλλο άκρο της Κρήτης η κατασκευή της ισχυρής οχύρωσης της νησίδας Σπιναλόγκα ξεκίνησε το 1579 σε αρχικά σχέδια του μηχανικού Genese Bressani με σημαντικές τροποποιήσεις από το μηχανικό Latino Orsini, προκειμένου να ελεγχθεί η είσοδος του ευρύτατου Κόλπου της Ελούντας. Ανάλογη οχύρωση κάλυψε στο σύνολό της τη νησίδα του Αγίου Νικολάου στην είσοδο του ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας Κόλπου της Σούδας, προκειμένου να εμποδιστεί απόβαση εχθρικού στόλου, κοντά στην πόλη των Χανιών από ανατολικά.
Αντίστοιχα από τη δυτική πλευρά, στο μέσο του Κόλπου των Χανιών, πάνω στη νησίδα των Αγίων Θεοδώρων (Θοδωρού) κατασκευάστηκαν δύο φρούρια στην κορυφή ενός λόφου και απέναντι από την κατάλληλη για απόβαση ακτή της Αγίας Μαρίνας. Το φρούριο στην κορυφή του λόφου απέβλεπε στον έλεγχο μιας ευρύτατης θαλάσσιας περιοχής και την προστασία της πόλης, το φρούριο στη νότια πλευρά στον έλεγχο της προσέγγισης στόλου για απόβαση, ή προμήθεια νερού. Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, που ξεκίνησε με αιφνιδιαστική επίθεση το καλοκαίρι του 1645 στην πόλη των Χανίων, βρήκε τα οχυρωματικά έργα σε προχωρημένο στάδιο, χωρίς όμως την ανάλογη ετοιμότητα εκ μέρους των Βενετών και του ντόπιου στοιχείου.
Το φρούριο της νησίδας Θοδωρού ανατινάχτηκε από τον επικεφαλής της φρουράς Biagio Julian, σπέρνοντας το θάνατο σε εχθρούς και φίλους. Η πόλη, ύστερα από σύντομη, σκληρή πολιορκία, παραδόθηκε στους Τούρκους και αποτέλεσε πλέον τη βάση για την κατάκτηση του νησιού. Στην άλωση της πόλης συνέτειναν το αιφνιδιαστικό της επίθεσης, η αδυναμία παροχής ενίσχυσης από τους Βενετούς απέναντι σε ένα μεγάλο πλήθος από καλά οργανωμένο στρατό, καθώς και ατέλειες και ελλείψεις στο σχεδιασμό των οχυρώσεων.
Η προέλαση των Τούρκων προς την ανατολική Κρήτη ήταν σχετικά εύκολη και σε σύντομο χρόνο το φρούριο Castel Apicorno και η πόλη του Ρεθύμνου (1646) έπεσαν στα χέρια τους, δίνοντας καιρό στους Βενετούς να προετοιμάσουν την άμυνα του Χάνδακα. Η μακρά ωστόσο, σκληρή πολιορκία και η τελική παράδοση της πόλης το 1669 μετά από προδοσία, ανέδειξαν την αξία των οχυρώσεών της σε συνδυασμό με την ηρωική αντίσταση των Βενετών και των Κρητικών, που δεν βοηθήθηκαν όσο θα έπρεπε σε έναν τέτοιο αγώνα και από άλλες Χριστιανικές δυνάμεις της Ευρώπης. Η πολιορκία αυτή ανέδειξε θετικά και αρνητικά στοιχεία του προμαχωνικού συστήματος και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξή του τα επόμενα χρόνια στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Μετά τη Συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα, στα χέρια των Βενετών παρέμειναν πλέον οι οχυρωμένες νησίδες Σούδα Γραμβούσα και Σπιναλόγκα, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για τις δραστηριότητές τους στο χώρο της Μεσογείου και στις αποτυχημένες προσπάθειες για την ανάκτηση της Κρήτης με τη βοήθεια και ντόπιων, οι οποίοι κατέφευγαν στα φρούρια αυτά. Τελικά το φρούριο της Γραμβούσας παραδόθηκε στους Τούρκους μετά από προδοσία το 1691. Τα φρούρια της Σούδας και της Σπιναλόγκας άντεξαν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες την πίεση του εχθρού και παραδόθηκαν το 1715.
Με την πράξη αυτή κλείνει πλέον μια μακρά περίοδος για την Κρήτη, κατά την οποία πολλά και σημαντικά έγιναν. Έτσι έληξε οριστικά η μακρά περίοδος κατοχής της Κρήτης από τους Βενετούς, μετά από έναν μακροχρόνιο πόλεμο, ο οποίος δικαίωσε σε μεγάλο βαθμό τις έντονες προσπάθειες ενίσχυσης της άμυνας και ανέδειξε τις δυνατότητες, αλλά και τα τρωτά του σε εξέλιξη προμαχωνικού συστήματος.
Η Διοικητική Οργάνωση στην Κρήτη την Περίοδο της Ενετοκρατίας
Η πειρατεία αποτέλεσε ένα παράγοντα οποίος επηρέασε σημαντικά τη συμπεριφορά του νησιώτικου πληθυσμού, και κυρίως των Κρητικών, οι οποίοι δεχόντουσαν και τις περισσότερες επιθέσεις από τους πειρατές. Είναι ενδιαφέρον να δούμε επίσης πως οι ενετοί οργάνωσαν διοικητικά το νησί, καθώς και την αντίδραση των ντόπιων Κρητικών στο φεουδαρχικό τους σύστημα. Η διοικητική διαίρεση και οργάνωση των Ενετών συνεχίστηκε και την περίοδο της Τουρκοκρατίας, και παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι να ελευθερωθεί το νησί εντελώς από τον Τούρκικο ζυγό. Όσον αφορά τη διοικητική οργάνωση της Κρήτης από τους Ενετούς, είχαν υιοθετηθεί τα Ενετικά πρότυπα.
ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ (1204 - 1669)
Ήδη πριν από την Τέταρτη Σταυροφορία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, η Κρήτη είχε παραχωρηθεί από το γιο του έκπτωτου Αυτοκράτορα Ισαακίου Β' Αλέξιο στον επικεφαλής των Σταυροφόρων Βονιφάτιο Μομφερρατικό. Στη διανομή των εδαφών της Αυτοκρατορίας που ακολούθησε, ο Βονιφάτιος παραχώρησε το νησί στη Δημοκρατία της Βενετίας, έναντι του ποσού των 1.000 αργυρών μάρκων, προκειμένου να εξασφαλίσει την υποστήριξή της στη διένεξή του με τον Λατίνο Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Βαλδουίνο της Φλάνδρας.
Η Κρήτη παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θαλασσοκράτειρα Βενετία λόγω της στρατηγικής της θέσης στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι ήταν μια εξαιρετικά παραγωγική περιοχή η οποία, όπως αποδείχτηκε, αποτέλεσε για πολλά χρόνια την κυριότερη υπερπόντια κτήση της. Την κυριότητα της Κρήτης για ένα διάστημα αμφισβήτησε ο Γενουάτης πειρατής Enrico Pescatore, ο οποίος κατέλαβε τον Χάνδακα και προσπάθησε να εδραιώσει την παρουσία του και στην ύπαιθρο.
Από το 1206 η Βενετία, αφού αντιμετώπισε πρώτα άλλα προβλήματα, έστειλε στόλο στην Κρήτη και έπειτα από σκληρή αντιπαράθεση επέτυχε την εκδίωξη των Γενοβέζων και άρχισε ουσιαστικά από το 1211, μετά την υπογραφή συμφωνίας, να εδραιώνει την κυριαρχία της στη νέα τους κτήση. Το επόμενο θέμα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Ενετοί ήταν η σφοδρή αντίσταση των Κρητικών, οι οποίοι κάτω από την ηγεσία των ισχυρών ντόπιων φεουδαρχών, τη στήριξη της εξόριστης στη Νίκαια Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την καθοδήγηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οργάνωσαν επανειλημμένα επαναστατικά κινήματα, τα οποία συνήθως κατέληγαν σε συνθήκες μεταξύ της Βενετίας και των επαναστατών.
Η κατάκτηση της Κρήτης ολοκληρώθηκε το 1252 με την «επανίδρυση» και εγκατάσταση εποίκων στην πόλη των Χανίων. Οι αντιδράσεις των Κρητικών συνεχίστηκαν έντονες και κατά το 14ο αιώνα. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και η βεβαιότητα για επικείμενη κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους εκμηδένισε πλέον τις ελπίδες τους για εθνική αποκατάσταση και έφερε τους δυο λαούς που συμβίωναν στην Κρήτη σε μια κατάσταση συνύπαρξης και συνεργασίας απέναντι στον κοινό εχθρό. Παρά τις έντονες προσπάθειες ωστόσο ενίσχυσης της άμυνας για έναν αιώνα περίπου, η κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους εξελίχθηκε σταδιακά από το 1645 με την κατάκτηση των Χανίων, μέχρι το 1669 με την κατάληψη του Χάνδακα έπειτα από μακρά, σκληρή πολιορκία.
Μέσα στο ιστορικό αυτό πλαίσιο και παράλληλα με τις γενικότερες εξελίξεις στο χώρο της οχυρωτικής, αναπτύχθηκε μέσα στην περίοδο της Βενετοκρατίας το ισχυρό αμυντικό σύστημα της Κρήτης. Στις αρχές του 13ου αιώνα υπήρχε ήδη από τη δεύτερη Βυζαντινή περίοδο (961 - 1204) αναπτυγμένο αμυντικό δίκτυο που κάλυπτε το μοναδικό αστικό κέντρο, τον Χάνδακα, τους μικρούς οικισμούς και τα λιμάνια του Ρεθύμνου, της Κυδωνίας (Χανίων) και της Σητείας, επίκαιρα σημεία της ενδοχώρας και βασικές οδούς επικοινωνίας. Αρκετά από τα φρούρια αυτά αξιοποιήθηκαν από τον Pescatore, τον οποίο οι πηγές θέλουν να κτίζει, ή να επισκευάζει σε πολύ σύντομο διάστημα 14 φρούρια.
Δεδομένου όμως ότι ο Pescatore είχε πολύ περιορισμένο χρόνο και δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ότι οι πληροφορίες είναι μάλλον ασαφείς και η αρχαιολογική έρευνα δεν έχει προχωρήσει αρκετά, θεωρείται περισσότερο πιθανό να έχει χρησιμοποιήσει με απλές επισκευές υπάρχοντα φρούρια. Αρκετά από τα φρούρια αυτά χρησιμοποιήθηκαν και από τους ντόπιους επαναστάτες στον αγώνα τους κατά των Βενετών στο επόμενο διάστημα. Με την εγκατάστασή τους στην Κρήτη οι Βενετοί, εκτός από την οργάνωση της διοίκησης στα πρότυπα της Μητρόπολης, φρόντισαν για την ανοικοδόμηση και την ενίσχυση της οχύρωσης της πρωτεύουσας Candia (Χάνδακας).
Βρήκαν σε κακή κατάσταση τον οχυρωματικό περίβολο, που είχε κατασκευαστεί αρχικά κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο στη θέση και με υλικό από το προϋπάρχον αρχαίο τείχος, είχε επισκευαστεί και συμπληρωθεί σε μεγάλη έκταση από τους Σαρακηνούς Άραβες, υπέστη μεγάλες καταστροφές από την πολιορκία του Νικηφόρου Φωκά και επισκευάστηκε στη συνέχεια για μια ακόμη φορά από τους Βυζαντινούς. Ο περίβολος συμπλήρωνε τη φυσική οχύρωση ενός παραθαλάσσιου λόφου και προστάτευε τον οικισμό και το προς βορράν φυσικό λιμάνι του. Ακολουθεί τη μορφολογία του εδάφους με το λόφο στα ανατολικά και κατηφορίζει ομαλά προς τα δυτικά, μέχρι τη σημερινή οδό Χάνδακος, όπου στρέφεται προς τα νότια.
Αποτελείται από ευθύγραμμα μεταπύργια, που εναλλάσσονται με ορθογώνιους πύργους, σύμφωνα με τα πρότυπα των μεσαιωνικών οχυρώσεων, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα μικρής σχετικά αποτελεσματικότητας επιθετικά όπλα της εποχής. Από πολύ ενωρίς αναπτύχθηκαν εκτός των τειχών, στα νότια κυρίως της πόλης, ολόκληρες συνοικίες, οι εξώβουργοι. Από τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες διευκρινίζονται αρκετά θέματα ως προς τα δυτικά όρια του οχυρωμένου οικισμού, που επεκτείνονται σε μεγαλύτερη έκταση από ό,τι πιστευόταν στο παρελθόν. Φαίνεται επίσης ότι διατηρείται ένα αρκετά μεγάλο μέρος από το Πρωτοβυζαντινό τείχος πάνω στο οποίο στηρίχθηκαν οι επόμενες οικοδομικές φάσεις.
Μέσα στον οχυρό περίβολο, τον οποίο διαιρεί από νότο προς βορρά στα δύο ο κεντρικός δρόμος (Ruga Magistra), που οδηγεί από την πύλη στο λιμάνι, αναπτύχθηκε η πόλη με τα δημόσια κτήριά της, έναν μεγάλο αριθμό από καθολικούς και ορθόδοξους ναούς καθώς και τις κατοικίες της άρχουσας τάξης και των πολιτών. Ακολούθησαν ανάλογες ενέργειες στον οικισμό του Ρεθύμνου, όπου γύρω από το μικρό λιμάνι σωζόταν το τραπεζιοειδούς σχήματος βυζαντινό τείχος, που σημειώνεται στις πηγές ως Castel Vecchio, ή Antico Castello. Με την καθιέρωση της νέας διοικητικής οργάνωσης και την τελική διαίρεση της Κρήτης σε τέσσερα διαμερίσματα (territori) κατά το 14ο αιώνα, το Ρέθυμνο, τα Χανιά και η Σητεία εξελίσσονται σε οχυρωμένα αστικά κέντρα.
Περισσότερες πληροφορίες ωστόσο για τη μορφή και την πρώιμη οχύρωση των αστικών κέντρων της Κρήτης μας δίνει η πόλη των Χανίων, όπου διατηρείται σχεδόν ακέραιη, οι πληροφορίες των πηγών είναι αρκετά σαφείς και οι συνεχιζόμενες εργασίες έρευνας και αποκατάστασης επιτρέπουν το σχηματισμό πιο ολοκληρωμένης εικόνας. Ο ελλειψοειδούς σχήματος αρχαίος οχυρωματικός περίβολος ανακατασκευάστηκε τον 7ο αιώνα με οικοδομικό υλικό από τον προηγούμενο και τα ερειπωμένα από σεισμούς κτήρια της πόλης, προκειμένου να προστατέψει την ακρόπολη από τις αραβικές επιδρομές.
Μετά την εντολή «επανίδρυσης» της πόλης το 1252, οι έποικοι φροντίζουν για την επισκευή και συμπλήρωση της οχύρωσης, που ήταν σε κακή κατάσταση. Οι επεμβάσεις των Βενετών αναγνωρίζονται στην εκτεταμένη ανακατασκευή -με μικρότερο πάχος από το αρχικό- της εσωτερικής πλευράς του τείχους, στην αναδόμηση του εσωτερικού πύργων με οξυκόρυφα τόξα, την κατασκευή των πυλών, καθώς και σε μικρές αλλαγές της πορείας του. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται στις εξωτερικές επιφάνειες, εκτός από τους επιτόπου διαθέσιμους λιθόπλινθους, μικρότεροι από ψαμμίτη και ισχυρό ασβεστοκονίαμα.
Το μεταξύ των εξωτερικών όψεων κενό συμπληρώνεται με συμπαγή χυτή τοιχοποιία, όπως και στην πρωτοβυζαντική φάση. Αρκετά νωρίς αντιμετωπίστηκε το θέμα της ενίσχυσης της οχύρωσης της Σητείας και κατασκευάστηκε το φρούριο της Ιεράπετρας στο ανατολικότερο διαμέρισμα της Κρήτης. Οι παραπάνω ενέργειες των Βενετών είχαν σχέση με την εδραίωση της παρουσίας και ασφάλειάς των στο αφιλόξενο γι’ αυτούς νησί, ιδίως στα αστικά κέντρα όπου κυριαρχούσαν πληθυσμιακά και έδρευαν οι διάφορες αρχές, καθώς και την εξασφάλιση ασφαλών λιμενικών εγκαταστάσεων σε κατάλληλα σημεία για τη διακίνηση των πολεμικών και εμπορικών πλοίων.
Για την προστασία των φεουδαρχών και τον έλεγχο της ιδιαίτερα ανήσυχης ενδοχώρας όπου το ελληνικό στοιχείο κυριαρχούσε συντριπτικά και για την άσκηση αποκεντρωμένης διοίκησης, φρόντισαν για την ίδρυση μικρότερων φρουρίων, ή οχυρωμένων οικισμών στις έδρες των επαρχιών των τεσσάρων διαμερισμάτων (territoria), που ονομάζονταν καστελλανίες (castellanie, ή castelli). Στην περιοχή των Χανίων, εκτός από την πόλη, υπήρχαν τέσσερις ακόμη καστελανίες, του Αποκορώνου (Castel Apicorno), της Κισσάμου (Castel Chissamo), του Σελίνου (Castel Selino) και των Σφακίων (Castel Sfakia).
Ενώ χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες και για να ελέγχει τους ανυπότακτους Σφακιανούς είναι το Φραγκοκάστελο (Castel Franco) ανατολικά των Σφακίων. Τα καστέλια του Σελίνου, των Σφακίων και το Φραγκοκάστελο είναι απλά φρούρια, ενώ του Αποκορώνου και της Κισσάμου είναι οχυρωμένοι οικισμοί. Στην περιοχή του Ρεθύμνου, εκτός από την πόλη, υπάρχουν οι καστελανίες του Μυλοποτάμου (Milopotamo), Απάνω Συβρίτου (Apano Sivrito, περιοχή Αμαρίου), Κάτω Συβρίτου (Kato Sivrito, περιοχή Αγίου Βασιλείου), από τα οποία σώζονται ελάχιστα ερείπια.
Στην περιοχή του Ηρακλείου αντίστοιχα σώζονται τα ερείπια των φρουρίων στις έδρες των καστελανιών Τεμένους (Castel Temene), Ρίζου, ή Belvedere (Castel Belvedere), Μονοφατσίου (Castel Bonifacio), Πυργιώτισας (Castel Priotissa), Καινούριου (Castel Nuovo), Πεδιάδας (Castel Pediada) και Μαλεβιζίου (Castel Malvesin). Τέλος, στο διαμέρισμα του Λασιθίου, εκτός από τη Σητεία, υπήρχαν οι καστελανίες Μεραμβέλου (Castel Mirabello) και Ιεράπετρας (Castel Gerapetra). Μια σειρά ακόμη από προϋπάρχοντα φρούρια της υπαίθρου φαίνεται ότι έπαιξαν κάποιο ρόλο και κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας
Για την οργάνωση των διοικητικού κυρίως ρόλου εγκαταστάσεων αυτών, είτε αξιοποίησαν υπάρχουσες υποδομές από το Βυζαντινό οχυρωματικό δίκτυο, επισκευάζοντας και συμπληρώνοντάς τες, ή έκτισαν νέες οχυρώσεις. Η διοικητική διαίρεση της Κρήτης από τους Βενετούς συνέπιπτε σε μεγάλο βαθμό με τις Βυζαντινές τούρμες, αλλά και με τις μεταγενέστερες Οθωμανικές επαρχίες (Nahiye), ή τις επαρχίες του Ελληνικού κράτους. Τόσο η μορφή των οχυρών, όσο και ο τρόπος δόμησης, συνεχίζουν τη μέχρι τότε πρακτική με την εναλλαγή ορθογώνιων πύργων και μεταπυργίων, ενώ η τοιχοποιία είναι πλέον με αργούς λίθους και ισχυρό ασβεστοκονίαμα.
Όταν οι επιφάνειες είναι επίπεδες, τα φρούρια είναι ορθογώνια, με πύργους στις γωνίες, όπως το Φραγκοκάστελο, το φρούριο Καλέ της Ιεράπετρας, το φρούριο της Πεδιάδας, του Μεραμβέλου και με προσαρμογές του σχήματος στο χώρο στη βορειοανατολική του πλευρά, το Castel Selino (Παλαιόχωρα). Στις άλλες περιπτώσεις αξιοποιούνται φυσικά οχυροί λόφοι, σε επίκαιρες θέσεις, με δυνατότητα εξασφάλισης ύδρευσης, που ενισχύονται με ισχυρά τείχη, τα οποία περιβάλλουν οικισμούς. Στα φρούρια υπάρχουν τα απαραίτητα κτήρια για την εξυπηρέτηση διοικητικών και στρατιωτικών αναγκών, αποθήκες, δεξαμενές νερού, ναοί και των δύο δογμάτων, όταν είναι δυνατό, καθώς και κατοικίες ιδιωτών.
Η απλή συντήρηση και η άμυνα των φρουρίων αποτελεί υποχρέωση των τοπικών φεουδαρχών, οι οποίοι και επωφελούνται κυρίως από την ύπαρξή τους. Για μεγαλύτερες επεμβάσεις είναι αναγκαία η έγκριση και παρέμβαση της κεντρικής εξουσίας. Η συνεχιζόμενη ανασκαφική έρευνα στο Castel Selino δίνει αρκετές πληροφορίες για την οργάνωση, τη λειτουργία, τις κατά καιρούς επεμβάσεις και τον εξοπλισμό της ομάδας αυτής των φρουρίων. Η κακή κατάσταση των οχυρωματικών έργων εξαιτίας των επαναστάσεων, των σεισμών, ή την έλλειψη συντήρησης είναι ένα συχνό φαινόμενο, όπως προκύπτει από τις πληροφορίες των εκθέσεων των εντεταλμένων αξιωματούχων και μηχανικών, αλλά και από την έρευνα των ίδιων των μνημείων.
Καθώς προχωρεί ο 15ος αιώνας και ιδίως μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές, οι οποίες επηρεάζουν την κατάσταση γενικότερα, αλλά και το σχετικά ήρεμο κλίμα, το οποίο επικρατεί πλέον στην Κρήτη. Η παρακμή της φεουδαρχίας σε συνδυασμό με την έντονη ανάπτυξη των αστικών κέντρων, η άμβλυνση των διαφορών μεταξύ των Κρητικών και των Βενετών, οι τάσεις επεκτατισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και οι σημαντικές εξελίξεις στον αμυντικό τομέα με την αξιοποίηση της πυρίτιδας και των πυροβόλων όπλων, είναι μια πραγματικότητα που υποχρεώνει τη Βενετία σε νέο σχεδιασμό, όσον αφορά στη διατήρηση των υπερπόντιων κτήσεών της.
Αρχικά, στα τέλη του 15ου αιώνα, επιχειρείται η ενίσχυση των παλαιών οχυρώσεων του Χάνδακα με τη διεύρυνση εξωτερικά με ισχυρή, κεκλιμένη τοιχοποιία, όπως διαπιστώθηκε στη νότια πλευρά, προκειμένου να μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τα διαρκώς εξελισσόμενα πυροβόλα όπλα. Παράλληλα, ήδη από το 1462 έχει γίνει αποδεκτό το αίτημα των κατοίκων του Χάνδακα για την κατασκευή ενός νέου, ευρύτερου οχυρωματικού περιβόλου, που θα προστατεύει τους οικισμούς, οι οποίοι αναπτύσσονταν ραγδαία έξω από τον αρχικό περίβολο. Οι εργασίες, ωστόσο, εξελίσσονται με πολύ αργούς ρυθμούς.
Στα Χανιά, ήδη από τον 14ο αιώνα, έχει κατασκευαστεί ένας δεύτερος, ευρύτερος οχυρωματικός περίβολος, ο οποίος όμως είναι αναποτελεσματικός, ενώ ανάλογες προσπάθειες βελτίωσης της υπάρχουσας κατάστασης γίνονται συνεχώς και σε αρκετά άλλα φρούρια του νησιού. Είναι φανερό ότι, καθώς περνά ο χρόνος, οι περιορισμένης έκτασης επεμβάσεις δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν την επικείμενη απειλή μιας Τουρκικής επίθεσης. Η αναμενόμενη επιχείρηση κατάληψης των κτήσεων της Βενετίας στη Μεσόγειο επιβάλλει πλέον το σχεδιασμό ενός νέου, εξωστρεφούς αμυντικού δικτύου, το οποίο θα προστάτευε τις πόλεις και επίκαιρα σημεία των παραλίων από θαλάσσιες επιθέσεις.
Το 1501 στάλθηκε τριμελής επιτροπή από ειδικούς σε οχυρωματικά έργα στον Χάνδακα για να εξετάσει τις δυνατότητες. Έτσι ξεκίνησε και πάλι χωρίς ουσιαστικό σχεδιασμό η κατασκευή νέας οχύρωσης με σποραδικές εργασίες σε διάφορα σημεία. Την ανάγκη για σοβαρή αντιμετώπιση του θέματος επέσπευσε ο τρίτος Βενετοτουρκικός πόλεμος (1537 - 1540), που υποχρέωσε τη Βενετία να στείλει το 1538 στην Κρήτη τον μεγάλο Βερονέζο αρχιτέκτονα, ειδικό στα οχυρωματικά έργα, Mastro Michele Sanmicheli, να αναλάβει την κατασκευή της οχύρωσης του Χάνδακα, αλλά και των πόλεων Χανίων και Ρεθύμνου.
Ο Sanmicheli ήταν από τους κυριότερους θεωρητικούς του υπό εξέλιξη προμαχωνικού συστήματος (Fronte Bastionato), όπως και οι άλλοι μηχανικοί που τον διαδέχτηκαν. Έτσι οι οχυρώσεις της Κρήτης και ιδιαίτερα του Χάνδακα, ένα από τα μεγαλύτερα έργα στην Ευρώπη που κατασκευάστηκαν στην κρίσιμη αυτή περίοδο, αποτελούν σημαντικά δείγματα εξέλιξης στον τομέα της οχυρωτικής, η οποία θα επικρατήσει μέχρι το 19ο αιώνα. Η μακρά πολιορκία της πόλης στη συνέχεια, που ανέδειξε τα θετικά και τα αρνητικά του συστήματος, συνέβαλε επίσης στις εξελίξεις.
Ο Sanmicheli ζήτησε την κατεδάφιση των παλιών οχυρώσεων -κάτι που δεν έγινε- και σχεδίασε την οχύρωση του Χάνδακα λαμβάνοντας υπόψη τη διαμόρφωση του εδάφους, που καθόρισε και το σχήμα της, περιέλαβε στο σχεδιασμό τμήματα των οποίων η κατασκευή είχε ήδη προχωρήσει με το σύνολο των εκτός των παλιών τειχών οικισμών και αρκετές ελεύθερες εκτάσεις για την ανάπτυξη καλλιεργειών, προκειμένου να τροφοδοτείται η πόλη, ιδίως σε περίοδο πολιορκίας. Τον εκτεταμένο οχυρωματικό περίβολο περιέβαλε πλατιά ξηρή τάφρος, από τις καλλιέργειες στην οποία τροφοδοτούνταν επίσης η πόλη σε περίοδο ειρήνης.
Παρά το κατεπείγον της υπόθεσης, τα έργα οχύρωσης στην Κρήτη προχωρούν αργά κυρίως για οικονομικούς λόγους. Η σταδιακή απώλεια των κτήσεων της Βενετίας ωστόσο, την υποχρέωσε να δραστηριοποιηθεί έντονα. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του ικανού μηχανικού Giulio Savorgnano, στον οποίο ανατέθηκε το 1562 το έργο και ο οποίος φρόντισε για την τροποποίηση και συμπλήρωση του αρχικού σχεδίου, αλλά και την επιτάχυνση των εργασιών. Ο κυρίως περίβολος συμπληρώνεται με εξωτερικούς προμαχώνες, όπως αυτός του Αγίου Δημητρίου προς τα ανατολικά, οι οποίοι βελτιώνουν την αποτελεσματικότητά του, ενώ αποφασίζονται και υλοποιούνται συνεχείς βελτιώσεις ακόμη και στη διάρκεια της μακροχρόνιας πολιορκίας.
Η προστασία του λιμανιού ενισχύθηκε με ανακατασκευή του φρουρίου Rocca al Mare (Μεγάλος Κούλες), μιας ισχυρότατης κατασκευής, στη θέση προγενέστερης. Η άμυνα του Χάνδακα ενισχύθηκε και με άλλα έργα στην ευρύτερη περιοχή, όπως ήταν η κατασκευή του φρουρίου Παλιόκαστρο, πάνω σε έναn απότομο παραθαλάσσιο βράχο δυτικά της πόλης. Ο σκοπός του φρουρίου ήταν να παρεμποδίζει την προσέγγιση εχθρικού στόλου και την προμήθεια νερού από την κατάλληλη για απόβαση μεγάλη παραλία του Αρμυρού.
Στη δεύτερη πόλη του «Βασιλείου της Κρήτης», τα Χανιά, οι νέες οχυρώσεις σχεδιάστηκαν από τον Michele Sanmicheli και κατασκευάστηκαν με την επίβλεψη άλλων σημαντικών μηχανικών, όπως ο ανεψιός του Gian Girolamo Sanmicheli. Οι δύο προγενέστεροι οχυρωματικοί περίβολοι είχαν προ πολλού ξεπεραστεί και η επέκταση του οικισμού εκτός των τειχών σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση του εδάφους επέβαλε και εδώ την αποτελεσματική προστασία του. Ήδη το 1502 μαρτυρείται η διάνοιξη τάφρων για την κατασκευή, χωρίς κάποιο σχεδιασμό ενός νέου περιβόλου, με δαπάνες κατά το ήμισυ της κυβέρνησης και κατά το ήμισυ των κατοίκων.
Η κατασκευή των νέων οχυρώσεων ξεκίνησε το 1538 και προχωρούσε με σχετικά γρήγορους ρυθμούς, με αγγαρείες και οικονομική συμμετοχή των κατοίκων της περιοχής. Στην επίβλεψη των έργων πήραν μέρος και αξιωματούχοι που υπηρετούσαν στην Κρήτη. Αξιοποιήθηκαν τα ανθεκτικά πετρώματα ψαμμίτη από τις παραλίες του Σταυρού στο Ακρωτήρι και δυτικά της πόλης και οι πέτρες έφταναν διά θαλάσσης στην πόλη. Είναι πολύ πιθανό ότι στην οικοδόμηση χρησιμοποιήθηκε και το υλικό από τον προγενέστερο περίβολο του 14ου αιώνα, ίχνη του οποίου δεν έχουν εντοπιστεί. Το σχήμα των νέων οχυρώσεων ήταν παραλληλόγραμμο, με τη βόρεια μακρά πλευρά να αποτελεί το λιμενοβραχίονα του λιμανιού.
Στις τέσσερις γωνίες κατασκευάστηκαν προμαχώνες και στο μέσο της μακράς νότιας μια μεγάλη piattaforma, πάνω στην οποία είναι κτισμένη σήμερα η Δημοτική Αγορά. Την αποτελεσματικότητα των προμαχώνων ενίσχυαν ψηλότερα τοποθετημένοι επιπρομαχώνες. Στη δυτική πλευρά της εισόδου του λιμανιού κατασκευάστηκε το ισχυρό Rivellino del Porto (φρούριο Φιρκά), με κανονιοθυρίδες σε δύο επίπεδα. Και εδώ σχεδιάστηκαν στη διάρκεια της κατασκευής του έργου αλλαγές και βελτιώσεις, ορισμένες από τις οποίες υλοποιήθηκαν, ενώ άλλες παρέμειναν απλά σχέδια.
Την άμυνα της πόλης των Χανίων ενίσχυε η οχύρωση της νησίδας των Αγίων Θεοδώρων, ή Θοδωρού, από τη δυτική παραλία με δύο φρούρια, που είχαν σκοπό να παρεμποδίζουν απόβαση στόλου και από ανατολικά η πλήρης οχύρωση της νησίδας του Αγίου Νικολάου και άλλων επίκαιρων σημείων στην είσοδο του στρατηγικής σημασίας Κόλπου της Σούδας. Ανάλογες ενέργειες προστασίας υλοποιήθηκαν και στην πόλη του Ρεθύμνου, όπου και πάλι ο αρχικός σχεδιασμός έγινε από τον Michele Sanmicheli. Και εδώ το μικρό Castel Vecchio, γύρω από το λιμάνι, είχε προ πολλού ξεπεραστεί και η πόλη είχε επεκταθεί προς τα νότια.
Η θέση της πόλης πάνω σε μια μικρή χερσόνησο, που προεξείχε από την ευθύγραμμη διαμόρφωση της ευάλωτης παραλίας του Πλατανιά, οδήγησε στο σχεδιασμό ενός ευθύγραμμου τείχους με τρεις προμαχώνες και τάφρο, το οποίο την απέκοπτε ουσιαστικά από την ενδοχώρα. Η αποτελεσματικότητα ωστόσο της νέας οχύρωσης ήταν μικρή, εξαιτίας των υψωμάτων που υπήρχαν σε μικρή απόσταση από τη νότια πλευρά. Για το λόγο αυτό και μετά την καταστροφή της πόλης το 1571 από την επιδρομή του Ουλούτζ Αλή, κρίθηκε αναγκαίος ένας νέος αμυντικός σχεδιασμός με οχύρωση του λόφου Παλαιόκαστρο στα βόρεια της πόλης, δίπλα στη θάλασσα, που θα χρησίμευε ως καταφύγιο των κατοίκων σε περίπτωση νέας επίθεσης.
Το φρούριο Φορτέτζα σε αρχικά σχέδια του Sforza Pallavicini κτίστηκε σε σύντομο χρόνο με αστεροειδή μορφή πάνω στην κορυφή του λόφου, οι κάτοικοι ωστόσο της πόλης αρνήθηκαν να μετοικίσουν. Ανάλογη ενίσχυση έγινε και στην πόλη της Σητείας με την κατασκευή περιμετρικού τείχους, τριγωνικής μορφής, που ξεκινούσε από το φρούριο Καζάρμα στην κορυφή υψώματος και κατέληγε στη θάλασσα. Παράλληλα με τις νέες οχυρώσεις των αστικών κέντρων, τις επισκευές και τον εκσυγχρονισμό των πιο σημαντικών από τα καστέλια της ενδοχώρας, υπήρξε σημαντική μέριμνα εκ μέρους των Βενετών για την ενίσχυση της άμυνας των επίκαιρων σημείων των βόρειων παραλίων ιδίως από τα μέσα του 16ου αιώνα.
Ως στόχο είχαν την παρεμπόδιση της προσέγγισης εχθρικού στόλου σε λιμάνια, ή κατάλληλες για απόβαση παραλίες, από τις οποίες υπήρχε εύκολη πρόσβαση στα αστικά κέντρα, καθώς και η παρεμπόδιση προμήθειας νερού από παραθαλάσσιες πηγές. Έτσι σχεδιάστηκαν και ως ένα βαθμό κατασκευάστηκαν φρούρια και «βίγλες» σε πολλές παραθαλάσσιες θέσεις και νησιά. Στα δυτικά του νησιού κατασκευάστηκε στην απρόσιτη κορυφή βράχου της νησίδας Ήμερη Γραμβούσα φρούριο για την παρεμπόδιση της προσέγγισης στόλου σε μικρό φυσικό λιμάνι στην απέναντι ομώνυμη χερσόνησο.
Στο άλλο άκρο της Κρήτης η κατασκευή της ισχυρής οχύρωσης της νησίδας Σπιναλόγκα ξεκίνησε το 1579 σε αρχικά σχέδια του μηχανικού Genese Bressani με σημαντικές τροποποιήσεις από το μηχανικό Latino Orsini, προκειμένου να ελεγχθεί η είσοδος του ευρύτατου Κόλπου της Ελούντας. Ανάλογη οχύρωση κάλυψε στο σύνολό της τη νησίδα του Αγίου Νικολάου στην είσοδο του ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας Κόλπου της Σούδας, προκειμένου να εμποδιστεί απόβαση εχθρικού στόλου, κοντά στην πόλη των Χανιών από ανατολικά.
Αντίστοιχα από τη δυτική πλευρά, στο μέσο του Κόλπου των Χανιών, πάνω στη νησίδα των Αγίων Θεοδώρων (Θοδωρού) κατασκευάστηκαν δύο φρούρια στην κορυφή ενός λόφου και απέναντι από την κατάλληλη για απόβαση ακτή της Αγίας Μαρίνας. Το φρούριο στην κορυφή του λόφου απέβλεπε στον έλεγχο μιας ευρύτατης θαλάσσιας περιοχής και την προστασία της πόλης, το φρούριο στη νότια πλευρά στον έλεγχο της προσέγγισης στόλου για απόβαση, ή προμήθεια νερού. Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους, που ξεκίνησε με αιφνιδιαστική επίθεση το καλοκαίρι του 1645 στην πόλη των Χανίων, βρήκε τα οχυρωματικά έργα σε προχωρημένο στάδιο, χωρίς όμως την ανάλογη ετοιμότητα εκ μέρους των Βενετών και του ντόπιου στοιχείου.
Το φρούριο της νησίδας Θοδωρού ανατινάχτηκε από τον επικεφαλής της φρουράς Biagio Julian, σπέρνοντας το θάνατο σε εχθρούς και φίλους. Η πόλη, ύστερα από σύντομη, σκληρή πολιορκία, παραδόθηκε στους Τούρκους και αποτέλεσε πλέον τη βάση για την κατάκτηση του νησιού. Στην άλωση της πόλης συνέτειναν το αιφνιδιαστικό της επίθεσης, η αδυναμία παροχής ενίσχυσης από τους Βενετούς απέναντι σε ένα μεγάλο πλήθος από καλά οργανωμένο στρατό, καθώς και ατέλειες και ελλείψεις στο σχεδιασμό των οχυρώσεων.
Η προέλαση των Τούρκων προς την ανατολική Κρήτη ήταν σχετικά εύκολη και σε σύντομο χρόνο το φρούριο Castel Apicorno και η πόλη του Ρεθύμνου (1646) έπεσαν στα χέρια τους, δίνοντας καιρό στους Βενετούς να προετοιμάσουν την άμυνα του Χάνδακα. Η μακρά ωστόσο, σκληρή πολιορκία και η τελική παράδοση της πόλης το 1669 μετά από προδοσία, ανέδειξαν την αξία των οχυρώσεών της σε συνδυασμό με την ηρωική αντίσταση των Βενετών και των Κρητικών, που δεν βοηθήθηκαν όσο θα έπρεπε σε έναν τέτοιο αγώνα και από άλλες Χριστιανικές δυνάμεις της Ευρώπης. Η πολιορκία αυτή ανέδειξε θετικά και αρνητικά στοιχεία του προμαχωνικού συστήματος και συνέβαλε σημαντικά στην εξέλιξή του τα επόμενα χρόνια στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Μετά τη Συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα, στα χέρια των Βενετών παρέμειναν πλέον οι οχυρωμένες νησίδες Σούδα Γραμβούσα και Σπιναλόγκα, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για τις δραστηριότητές τους στο χώρο της Μεσογείου και στις αποτυχημένες προσπάθειες για την ανάκτηση της Κρήτης με τη βοήθεια και ντόπιων, οι οποίοι κατέφευγαν στα φρούρια αυτά. Τελικά το φρούριο της Γραμβούσας παραδόθηκε στους Τούρκους μετά από προδοσία το 1691. Τα φρούρια της Σούδας και της Σπιναλόγκας άντεξαν κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες την πίεση του εχθρού και παραδόθηκαν το 1715.
Με την πράξη αυτή κλείνει πλέον μια μακρά περίοδος για την Κρήτη, κατά την οποία πολλά και σημαντικά έγιναν. Έτσι έληξε οριστικά η μακρά περίοδος κατοχής της Κρήτης από τους Βενετούς, μετά από έναν μακροχρόνιο πόλεμο, ο οποίος δικαίωσε σε μεγάλο βαθμό τις έντονες προσπάθειες ενίσχυσης της άμυνας και ανέδειξε τις δυνατότητες, αλλά και τα τρωτά του σε εξέλιξη προμαχωνικού συστήματος.
Η Διοικητική Οργάνωση στην Κρήτη την Περίοδο της Ενετοκρατίας
Η πειρατεία αποτέλεσε ένα παράγοντα οποίος επηρέασε σημαντικά τη συμπεριφορά του νησιώτικου πληθυσμού, και κυρίως των Κρητικών, οι οποίοι δεχόντουσαν και τις περισσότερες επιθέσεις από τους πειρατές. Είναι ενδιαφέρον να δούμε επίσης πως οι ενετοί οργάνωσαν διοικητικά το νησί, καθώς και την αντίδραση των ντόπιων Κρητικών στο φεουδαρχικό τους σύστημα. Η διοικητική διαίρεση και οργάνωση των Ενετών συνεχίστηκε και την περίοδο της Τουρκοκρατίας, και παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι να ελευθερωθεί το νησί εντελώς από τον Τούρκικο ζυγό. Όσον αφορά τη διοικητική οργάνωση της Κρήτης από τους Ενετούς, είχαν υιοθετηθεί τα Ενετικά πρότυπα.
Η Κρήτη όχι μόνο ήταν μεγάλη σε μέγεθος και απείχε μεγάλη απόσταση από τη Βενετία, αλλά υπήρχε και η αντίσταση των Κρητικών οι οποίοι δεν αναγνώριζαν την Ενετική κυριαρχία και επαναστατούσαν με κάθε αφορμή. Έτσι η εφαρμογή του διοικητικού συστήματος αποτέλεσε πρόβλημα για τους Ενετούς. Το φεουδαρχικό σύστημα δε μπόρεσε να επιβληθεί σε όλη την έκταση του νησιού, έτσι, για δύο συνεχείς αιώνες απαγορεύτηκε η εγκατάσταση σε σημεία απομακρυσμένα ή δυσπρόσιτα (Οροπέδιο Λασιθίου, Ανώπολης, Περιοχή Ελεύθερνας).
Οι Ενετοί αρχικά διαίρεσαν την Κρήτη σε έξι τμήματα (σεξτέρια) τα οποία από τις αρχές του 14ου αιώνα συνενώθηκαν σε τέσσερα μεγάλα διαμερίσματα με κέντρο τον χάνδακα (Candia) και περιλάμβαναν είκοσι επαρχίες (Castellaniae), στις οποίες άνηκαν οι μικρότερες διοικητικές μονάδες και τα χωριά. Το νησί διοικούνταν από ένα συμβούλιο που αποτελείτο από τον Δούκα που είχε την έδρα του στον Χάνδακα, και δύο συμβούλους. Από τον 14ο αιώνα τη διοίκηση στα διαμερίσματα των Χανίων, του Ρεθύμνου και της Σητείας ανέλαβαν οι Ρέκτορες (Rectores). Σε κάποιες κυρίως ορεινές περιοχές την εξουσία ασκούσε ο προνοητής (Provveditore).
Η διοικητική διαίρεση και οργάνωση παρέμεινε σχεδόν αναλοίωτη μέχρι το τέλος της Τουρκοκρατίας. Στην περιοχή των Σφακίων οι Ενετοί δεν μπόρεσαν αρχικά να επιβληθούν, παρά μόνο τους δύο τελευταίους αιώνες της κυριαρχίας τους επιτηρώντας τους ντόπιους με δύο φρούρια που έχτισαν, το Φραγκοκάστελλο και το Οχυρό στη Χώρα Σφακίων. Ο τρόπος διακυβέρνησης και τα μέτρα που είχαν επιβληθεί επέδρασαν στη διαμόρφωση της κοινωνίας και προκάλεσαν συνεχείς εξεγέρσεις των κατοίκων. Αυτές οι εξεγέρσεις περιορίστηκαν μόνο μετά τα μέσα του 14ου αιώνα, τότε που ικανοποιήθηκαν τα αιτήματα των Ελλήνων αρχόντων.
Οι οποίοι και ενοχλήθηκαν περισσότερο από τον περιορισμό των προνομίων τους και για το λόγο αυτό υποκινούσαν κυρίως τις επαναστάσεις. Με τον καιρό οι Έλληνες και οι Ενετοί συνήθισαν να ζούν μαζί. Ειδικά τους δύο τελευταίους αιώνες, όταν μειώθηκαν οι εξεγέρσεις και επικράτησε ειρηνική περίοδος, αναπτύχθηκε μία «πνευματική επικοινωνία» ανάμεσα στους αυτόχθονες και στους κατακτητές. Αυτή η νέα κατάσταση σχετιζόταν και με τις ευρύτερες αλλαγές στην Ευρώπη, τη γενικευμένη κρίση της φεουδαρχίας, αλλά και στις παρεμβάσεις που ασκούσε η αστική τάξη στις λειτουργίες των πόλεων.
Όσον αφορά την Κρήτη, η αστική τάξη συνέβαλε ουσιαστικά στην πολιτιστική άνθηση, έτσι το νησί ιδιαίτερα κατά τον 15ο και 17ο αιώνα αναδείχθηκε σε σπουδαίο πολιτιστικό κέντρο, από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης και πόλο έλξης για τον Ελληνισμό.
Η Κοινωνική Συγκρότηση
Το 15ο αιώνα η ανάπτυξη των πόλεων της Κρήτης προκαλούσε το θαυμασμό. Ήταν στολισμένες με παλάτια λότζιες, νεώρια, πλατείες, κρήνες, εκκλησίες και φρούρια, ήταν κέντρα εμπορίου και ναυτιλίας και ακμάζουσας οικονομικής ζωής. Τον πληθυσμό τους συγκροτούσαν ευγενείς, φεουδάρχες, αστοί, εξελληνισμένοι Ενετοκρητικοί, κληρικοί, στρατιωτικοί και μισθοφόροι, Ισραηλίτες και πολλοί ακόμη. Η διαμόρφωση της κοινωνίας του νησιού αρχικά στηρίχθηκε στα φεουδαρχικά πρότυπα με αποτέλεσμα να υπάρχει κοινωνική διάκριση ανάμεσα στα διάφορα στρώματα.
Η Κοινωνική Συγκρότηση
Το 15ο αιώνα η ανάπτυξη των πόλεων της Κρήτης προκαλούσε το θαυμασμό. Ήταν στολισμένες με παλάτια λότζιες, νεώρια, πλατείες, κρήνες, εκκλησίες και φρούρια, ήταν κέντρα εμπορίου και ναυτιλίας και ακμάζουσας οικονομικής ζωής. Τον πληθυσμό τους συγκροτούσαν ευγενείς, φεουδάρχες, αστοί, εξελληνισμένοι Ενετοκρητικοί, κληρικοί, στρατιωτικοί και μισθοφόροι, Ισραηλίτες και πολλοί ακόμη. Η διαμόρφωση της κοινωνίας του νησιού αρχικά στηρίχθηκε στα φεουδαρχικά πρότυπα με αποτέλεσμα να υπάρχει κοινωνική διάκριση ανάμεσα στα διάφορα στρώματα.
Με τον καιρό όμως προσαρμόστηκε στις ανάγκες και δραστηριότητες των αυτοχθόνων, παρέχοντας και μια προνομιακή μεταχείριση στους κατοίκους των πόλεων, Έλληνες και Ενετούς, έναντι σε αυτούς της υπαίθρου διότι ένιωθαν περισσότερο την καταπίεση από το φεουδαρχικό σύστημα. Οι κάτοικοι των πόλεων διακρίνονταν σε Ενετούς ευγενείς, οι οποίοι είχαν στην κυριαρχία τους μεγάλα και πλούσια φέουδα, τα οποία όμως έχασαν μαζί με τους τίτλους ευγενείας τον 16ο αιώνα, όταν το φεουδαρχικό σύστημα άρχισε να παρακμάζει. Σε ξεχωριστή τάξη ευγενών ανήκαν οι Κρητικοί, οι οποίοι έπερναν τον τίτλο σε αντάλλαγμα υπηρεσιών που προσέφεραν στους Ενετούς.
Τον ίδιο τίτλο έφεραν και οι αρχοντορρωμαίοι οι οποίοι περισσότεροι ήταν απόγονοι των «12 αρχοντόπουλων» που είχαν σταλεί από το Βυζάντιο στην Κρήτη. Επίσης τους κατοίκους των πόλεων συμπλήρωναν οι απλοί πολίτες ή αστοί, ενώ μια χωριστή κατηγορία αποτελούσε ο λαός. Και οι χωρικοί ήταν χωρισμένοι σε κατηγορίες ανάλογα με τις δραστηριότητες τους. Αυτοί ήταν οι αναγκασμένοι να κάνουν τις αγγαρείες, από τις οποίες η πιο βαριά ήταν αυτοί στις γαλέρες. Στην τάξη αυτή στηρίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό τα επαναστατικά κινήματα που έγιναν κατά την περίοδο της ενετοκρατίας στο νησί.
Σαφής διάκριση υπήρχε και στις δικαιοδοσίες και στις υποχρεώσεις των υπαλλήλων των αξιωματούχων, ειδικά αυτών που είχαν επωμισθεί την φύλαξη των οχυρών. Επίσης, μεγάλη σημασία είχε δοθεί από τους Ενετούς στην κατασκευή οχυρωματικών έργων και φρουρίων για τα οποία δαπανήθηκαν τότε πολύ μεγάλα ποσά που επιβάρυναν την ίδια την δημοκρατία, αλλά και τους κατοίκους του νησιού με έκτακτη φορολογία και αγγαρείες. Οι κάτοικοι των κοντινών περιοχών εκεί που κτίζονταν τα φρούρια ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν τις ημέρες που δεν είχαν γεωργικές ασχολίες και ο χρόνος οικοδόμησης ενός κάστρου υπολογίζονταν και με βάση τις ημέρες αγγαρείας που χρειάζονταν συνολικά.
ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ (1646 - 1898)
Η αποβίβαση των Τούρκικων δυνάμεων στην περιοχή της Μονής Γωνιάς, στο δυτικό τμήμα της Κρήτης, το 1645, σήμανε την αρχή της σταδιακής κατάληψης του νησιού η οποία ολοκληρώθηκε με την πτώση της πρωτεύουσας του Βασιλείου της Κρήτης, του Χάνδακα, τον Σεπτέμβριο του 1669. Τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας στο νησί κατασκευάστηκαν ελάχιστα νέα οχυρά, τα περισσότερα από τα οποία ανεγέρθηκαν κατά τη διάρκεια του κρητικού πολέμου.
Αιτία για την πενιχρότητα νέων μεγάλων οχυρωματικών έργων, από την πλευρά των Τούρκων, τουλάχιστον κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, στάθηκε το γεγονός ότι οι Βενετσιάνοι είχαν ήδη ιδρύσει ένα εκτεταμένο οχυρωματικό δίκτυο στις μεγάλες πόλεις αλλά και σε άλλες, ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας θέσεις της Κρήτης. Οι νέοι κατακτητές διατήρησαν, λοιπόν, τα σημαντικότερα φρούρια του δικτύου αυτού, μετά τις επισκευές που ήταν αναγκαίες εξαιτίας των φθορών που είχαν υποστεί από τον πόλεμο. Μόνο τον 19ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της μεγάλης Κρητικής επανάστασης του 1866, προχώρησαν στην κατασκευή ενός νέου μεγάλου οχυρωματικού δικτύου, στην ύπαιθρο, με σκοπό την καταστολή της επανάστασης και τον έλεγχο του νησιού.
Τα Νέα Οχυρά κατά τον 17ο και 18ο Αιώνα
Μετά τις πρώτες τους αποτυχημένες προσπάθειες να καταλάβουν τον Χάνδακα, οι Τούρκοι αποφάσισαν να κατασκευάσουν γύρω από την πόλη ορμητήρια - φρούρια. Με σουλτανικό φιρμάνι, τον Φεβρουάριο του 1649, δίδεται η εντολή κατασκευής τριών οχυρών γύρω από τα τείχη του Χάνδακα: στην ανατολική ακτή απέναντι από το Λαζαρέττο, νότια της πόλης και δυτικά του ποταμού Γιόφυρου. Το τελευταίο μάλιστα απεικονίζεται στα σχεδιαγράμματα της εποχής σε αστερόσχημη μορφή με τέσσερις προμαχώνες. Από τα φρούρια αυτά δεν διασώζεται σήμερα κανένα ίχνος, ενώ δεν είναι γνωστή ούτε η ακριβής θέση τους.
Ένα ακόμα φρούριο κατασκευάστηκε 5 χλμ. νότια της πόλης, στα υψώματα Ambrussa, στη θέση του σημερινού προαστίου Φορτέτζα. Το φρούριο που ονομαζόταν Inadiye ή Kale-I Cedit (Νέο Φρούριο) ανεγέρθηκε από τον Γαζή Χουσεΐν Πασά κατά τα έτη 1648 - 1650 και αποτέλεσε την έδρα της διοίκησης και των οικονομικών υπηρεσιών του στρατού. Οι πηγές αναφέρουν ότι το οχυρό αυτό, που έφερε έξι προμαχώνες, δεν ήταν καλής κατασκευής αφού κατά τη διάρκεια ανέγερσής του, εξαιτίας των έντονων βροχοπτώσεων, κάποια τμήματά του κατέρρευσαν. Η προχειρότητα της κατασκευής του αλλά και η ανάπτυξη στο εσωτερικό του, από τον 18ο αιώνα και μετά, του οικισμού Φορτέτζα, είχαν ως αποτέλεσμα την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του.
Σήμερα, στα άκρα του λόφου, διασώζονται μικρά τμήματα του περιβόλου της δυτικής και ανατολικής πλευράς του με την εξωτερική επένδυσή τους από ορθογώνιους λίθους. Το 1669, λίγο μετά την κατάληψη του Χάνδακα, οι Τούρκοι για να ενισχύσουν την άμυνα του λιμανιού κατασκεύασαν στον ανατολικό λιμενοβραχίονα, απέναντι από το ενετικό φρούριο Rocca al Mare (o σημερινός Κούλες), ένα δεύτερο φρούριο, το Κιουτσούκ Σου Καλεσιντέ (Ο Μικρός Κούλες). Το οχυρό αυτό, που μας είναι γνωστό από φωτογραφίες των αρχών του 20ού αιώνα, κατεδαφίστηκε τον Ιούνιο του 1936 με απόφαση της τότε Λιμενικής Επιτροπής.
Στην περιοχή των Χανίων, οι Τούρκοι, αντιλαμβανόμενοι τη μεγάλη σημασία του λιμανιού της Σούδας κατασκεύασαν, επίσης, κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου, τέσσερα μικρά οχυρά. Τα οχυρά αυτά, που κρίθηκαν απαραίτητα για την αποτελεσματικότερη προστασία του λιμανιού, ανεγέρθηκαν σε θέσεις που ήδη είχαν επιλεχθεί από τους Βενετούς για την ανέγερση οχυρών τα οποία όμως ποτέ δεν κατασκευάστηκαν. Ένα μικρό οχυρό κτίστηκε στη βόρεια ακτή, λίγο πριν την είσοδο του λιμανιού, στο ακρωτήριο Καλόγερος.
Παράλληλα στη νότια ακτή κατασκευάστηκαν άλλα τρία: αυτό της Αγίας Παρασκευής, στη θέση Κουλάτα των Βενετών, στο δυτικό τμήμα της νότιας ακτής, άλλο ένα στη θέση του λόφου Πήδος της Γριάς και ένα τρίτο στο λόφο Ποδομούρι, απέναντι από τη νησίδα της Σούδας. Στην τελευταία θέση ανεγέρθηκε το οχυρό Καλάμι, το οποίο μετά το 1866 μετασκευάστηκε στο πενταγωνικό οχυρό Ιτζεδίν. Λίγο μετά το τέλος του Κρητικού πολέμου, τον ύστερο 17ο και πρώιμο 18ο αιώνα, τρία νέα οχυρά κατασκευάστηκαν στην πόλη του Ρεθύμνου. Ένα οχυρό διαστάσεων 46,50×30,50 μ., που σήμερα στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, κτίστηκε μπροστά από την κύρια, ανατολική είσοδο του φρουρίου Φορτέτζα.
Ένα δεύτερο, σήμερα κατεστραμμένο, κατασκευάστηκε στη βόρεια πλευρά του ενετικού λιμένα και ένα τρίτο στο ανατολικό άκρο της πόλης, κοντά στη λεγόμενη Πύλη της Άμμου, κατεστραμμένο και αυτό. Η πρώτη αναφορά στις πηγές του σωζόμενου πενταγωνικού οχυρώματος, ανατολικά του φρουρίου Φορτέτζα, και μάλιστα ως νέου οχυρού, ανάγεται στο 1715. Το οχυρό αυτό, όπως έχει επισημανθεί, αποτελεί κλασική περίπτωση κάλυψης πύλης φρουρίου και μπορεί να χαρακτηριστεί ως rivellino. Η δομή του είναι πανομοιότυπη με αυτή των αντίστοιχων οχυρώσεων της περιόδου της Βενετοκρατίας, γεγονός που δεν πρέπει να ξενίζει αφού οι μορφές της οχύρωσης με προμαχώνες εφαρμόζονταν για αιώνες, ανεξάρτητα από το ποιος τις κατασκεύαζε.
Η εξωτερική επιφάνειά του είναι κεκλιμένη ως το ύψος του cordone, που αντιστοιχούσε στο επίπεδο κίνησης των στρατιωτών, στο εσωτερικό του φρουρίου. Το υπόλοιπο καθ’ ύψος τμήμα του, όπως και το αντίστοιχο τμήμα του φρουρίου, ήταν επίπεδο και διαμορφωνόταν με κανονιοθυρίδες, σήμερα τοιχισμένες. Στη ΒΑ γωνία του, στο ύψος του cordone, σώζεται βάση από κυκλική σκοπιά όμοια με αυτές του φρουρίου. Η συνεχή χρήση του ανά τους αιώνες και κυρίως η μετατροπή του σε φυλακές που λειτουργούσαν έως και το 1960, αλλοίωσαν τη μορφή του, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουμε την εσωτερική διαμόρφωσή του.
Ανάλογης μορφής φαίνεται ότι ήταν και τα άλλα δύο οχυρά, όπως συμπεραίνεται από φωτογραφίες των αρχών του 20ού αιώνα. Ανεπιβεβαίωτη παραμένει η πληροφορία του Τούρκου περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή για την κατασκευή παράκτιων φρουρίων στα λιμάνια του Φόδελε και της Αγίας Πελαγίας Ηρακλείου από τον Γαζή Χουσεΐν Πασά τα πρώτα χρόνια της Τουρκικής κατάκτησης. Για το κάστρο μάλιστα του Φόδελε δίνει αρκετές πληροφορίες για την κατασκευή και τον εξοπλισμό του, ενώ αναφέρει ότι επισκευάστηκε το 1666 από τον αρχιναύαρχο Φαζίλ Αχμέτ Πασά. Στην ενδοχώρα, την πρώιμη οθωμανική περίοδο, δεν φαίνεται να κατασκευάστηκε κανένα νέο οχυρό.
Οι Πύργοι Σινιάλων
Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει και το εκτεταμένο δίκτυο από πύργους σινιάλων, που ήταν σε λειτουργία από τους Τούρκους, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η μάστιγα των πειρατικών επιδρομών. Το δίκτυο αυτό, που ήταν σε χρήση ήδη το 1689, κάλυπτε το σύνολο του νησιού, τόσο στις ακτές όσο και στο εσωτερικό του. Οι πύργοι είχαν οπτική επαφή μεταξύ τους και σε περίπτωση κινδύνου ειδοποιούσαν ο ένας τον άλλο με κόκκινη σημαία την ημέρα και με φωτιές τη νύχτα. Οι λιγοστές πηγές που αφορούν στο θέμα δεν δίνουν στοιχεία για την ανέγερσή τους, αν και είναι πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό το υφιστάμενο βενετικό δίκτυο των ακτοφρουρών που εκτεινόταν επίσης σε όλο το νησί.
Μια βίγλα αυτού του τύπου διασώζεται στο λόφο της Αγίας Παρασκευής ΒΑ του οικισμού Σκεπαστή και αναφέρεται ήδη στην έκθεση του Nicola Gualdo το 1633. Το δίκτυο αυτό βρισκόταν σε λειτουργία τουλάχιστον έως τον 18ο αιώνα, αφού στην έκθεσή τους για τις οχυρώσεις της Κρήτης, οι Γάλλοι P. Bonneval και M. Dumas τούς χρησιμοποιούν ως τοπόσημα. Αναφέρουν μάλιστα ότι ιδιαίτερα οι πύργοι της ανατολικής Κρήτης ήταν επανδρωμένοι και βρίσκονταν σε καλή κατάσταση, ενώ σε ορισμένους από αυτούς είχαν τοποθετηθεί και σιδερένιες πόρτες.
Οι Επεμβάσεις στα Υφιστάμενα Βενετσιάνικα Φρούρια
Αμέσως μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669 οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επισκευή των κυριότερων υφιστάμενων Βενετσιάνικων οχυρώσεων του νησιού. Στον πρώιμο 18ο αιώνα όμως, οι εργασίες αποκατάστασής τους δεν είχαν ολοκληρωθεί, αφού το έτος 1715 εκδίδονται δύο Αυτοκρατορικά φιρμάνια με τα οποία ζητείται η επίσπευση των εργασιών επισκευής των φρουρίων του Χάνδακα, των Χανίων, του Ρεθύμνου, της Γραμβούσας, της Ιεράπετρας και της Κισάμου. Το κόστος αυτών των εργασιών θα καλυπτόταν μερικώς από το σουλτανικό ταμείο και το υπόλοιπο από την ετήσια εισφορά στο δημόσιο ταμείο της Κρήτης.
Τα συγκεκριμένα φρούρια φαίνεται ότι είχαν υποστεί τις περισσότερες φθορές κατά τη διάρκεια του μακροχρόνιου κρητικού πολέμου και συγχρόνως ήταν τα σημαντικότερα του νησιού. Στην πόλη των Χανίων επισκευάστηκαν αρχικά ο προμαχώνας του Αγίου Δημητρίου ή Lando και η περιοχή της πύλης Sabbionara, στην ανατολική πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου, που είχαν υποστεί τις περισσότερες φθορές από τη δίμηνη πολιορκία της πόλης. Επίσης σε Βενετικό σχεδιάγραμμα της πόλης των Χανίων, του ύστερου 17ου αιώνα, απεικονίζονται διάφορες οχυρές κατασκευές που πραγματοποιήθηκαν το διάστημα 1645 - 1688 και από τις οποίες σήμερα δεν σώζεται καμία.
Ανάμεσα σε αυτές βρίσκεται ένα μικρό φρούριο - οχύρωμα στα δυτικά της πύλης Rettimiota και άλλο ένα στο μέσο της ανατολικής Κορτίνα των Βενετικών οχυρώσεων. Επισκευές στις οχυρώσεις της πόλης μαρτυρούνται σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ενώ σε κάποιες περιόδους, όπως αμέσως μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, φαίνεται ότι εντατικοποιούσαν τις εργασίες σε αυτές, αφού αναφέρεται ότι το 1776 δούλευαν στα τείχη 1.500 Έλληνες. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι οι εργασίες που γίνονταν ήταν οι πολύ βασικές, αφού το β' μισό του 19ου αιώνα τα τείχη παρουσίαζαν μια εικόνα εγκατάλειψης.
Στην περιοχή των Χανίων σε χρήση παρέμειναν επίσης τα φρούρια των νησίδων Γραμβούσας και Σούδας, του Καστελίου Κισάμου καθώς και το Φραγκοκάστελο. Επισκευές μαρτυρούνται και σε αυτά από τις γραπτές πηγές σε όλη σχεδόν την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Βέβαια στην έκθεση των Bonneval και Dumas, το 1783, αναφέρεται ότι το Φραγκοκάστελο ήταν ήδη εγκαταλειμμένο, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από πηγές του πρώιμου 9ου αι. Τα υπόλοιπα αναφέρεται πως ήταν σε λειτουργία, με φρουρά και κανόνια, αν και κακοσυντηρημένα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το φρούριο της Σούδας για το οποίο αναφέρεται ότι μέρος των επάλξεων και της επένδυσης του οχυρωματικού περιβόλου είχε καταρρεύσει, ενώ από τη φρουρά των 700 ανδρών του χωριού, το οποίο είχε αναπτυχθεί στο εσωτερικό του φρουρίου, οι 50 μόνο είχαν μισθό και λειτουργούσαν ως κανονική φρουρά. Στην πόλη του Ρεθύμνου δεν πραγματοποιήθηκαν δραστικές αλλαγές στον οχυρωματικό τομέα. Τα βασικά οχυρωματικά έργα περιορίστηκαν στα χερσαία τείχη της πόλης -και κυρίως στο φρούριο Φορτέτζα- τα οποία επισκευάζονταν περιοδικά, όπως διαπιστώνεται από τα σχετικά έγγραφα της εποχής αλλά και τις ίδιες τις επεμβάσεις στα τείχη του και τα κτήρια.
Τα τείχη της ανατολικής πλευράς πάνω από την πύλη διαμορφώθηκαν από τους Τούρκους με χαμηλά τοξωτά ανοίγματα, ενώ ανάλογα ανοίγματα τοποθετήθηκαν και στο τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου της πόλης, πάνω από την κεντρική πύλη των τειχών, την πύλη Guora. Στο εσωτερικό του φρουρίου, στο οποίο διέμενε η φρουρά της πόλης, δημιουργήθηκε από τις αρχές του 18ου αιώνα ένας πυκνοδομημένος οικισμός, κυρίως στο νότιο και ανατολικό τμήμα του, που τον 19ο αιώνα είχε 500 Οθωμανούς κατοίκους. Τα μεγάλα Βενετσιάνικα κτίσματα, όπως το κτήριο του Πυροβολικού, ο επιπρομαχώνας του Αγίου Λουκά, οι λεγόμενες φυλακές του Ρέκτορα, η κατοικία των Συμβούλων, επισκευάζονται και παίρνουν νέες χρήσεις ή και αλλάζουν εντελώς μορφή.
Στην πόλη του Χάνδακα η επί σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα πολιορκία του είχε δημιουργήσει πολλές και σημαντικές φθορές στις οχυρώσεις του και για τα λόγο αυτό οι κατακτητές ξεκίνησαν αμέσως τις επισκευές. Μέσα στον 17ο αιώνα φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε μεγάλο μέρος από τις αναγκαίες στερεώσεις και ανακατασκευές, οι οποίες όμως συνεχίστηκαν με εντατικούς ρυθμούς και κατά το α' μισό του 18ου αιώνα. όπου ολοκληρώθηκαν τα μεγάλα έργα στην περίμετρο της οχύρωσης. Αρχικά επισκευάστηκε το νότιο τμήμα του οχυρού περιβόλου και συμπληρώθηκαν οι επενδύσεις των ευθύγραμμων τμημάτων και των προμαχώνων που είχαν καταρρεύσει.
Ο προμαχώνας του Αγίου Ανδρέα, που είχε καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, ανακατασκευάστηκε σε καρδιόσχημη μορφή, ενώ στα νοτιοανατολικά του προστέθηκε και ένας προμαχώνας. Επισκευές έγιναν και στο Φρούριο Κούλε, κυρίως στη νότια πλευρά του και στις επάλξεις του στις οποίες προστέθηκαν κτιστές κανονιοθυρίδες.
Τούρκικοι Κουλέδες στην Κρήτη
Κατά την μεγάλη τρίχρονη κρητική επανάσταση του 1866 - 1869, η κυριαρχία των Τούρκων στο νησί δοκιμάστηκε σκληρά και η Πύλη αναγκάστηκε να στείλει τον ένα μετά τον άλλο τους πασάδες στην Κρήτη. Ο Αυνή Πασάς, ήταν ο τελευταίος που στάλθηκε στο νησί το Νοέμβριο του 1867. Αυτός από νωρίς αντιλήφθηκε ότι οι μεγάλες εκστρατείες κατά των επαναστατών απέβαιναν άκαρπες διότι ότι πετύχαινε ο στρατός με θυσίες, το έχαναν σχεδόν αμέσως. Γι αυτό αναγκάστηκε να τροποποιήσει το αρχικό του πολεμικό του σχέδιο και να αλλάξει τακτική. Μερικά από τα μέτρα που έλαβε ήταν να παρέχει πολιτική προστασία σε όσους δήλωναν υποταγή.
ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ (1646 - 1898)
Η αποβίβαση των Τούρκικων δυνάμεων στην περιοχή της Μονής Γωνιάς, στο δυτικό τμήμα της Κρήτης, το 1645, σήμανε την αρχή της σταδιακής κατάληψης του νησιού η οποία ολοκληρώθηκε με την πτώση της πρωτεύουσας του Βασιλείου της Κρήτης, του Χάνδακα, τον Σεπτέμβριο του 1669. Τους δύο πρώτους αιώνες της τουρκικής κυριαρχίας στο νησί κατασκευάστηκαν ελάχιστα νέα οχυρά, τα περισσότερα από τα οποία ανεγέρθηκαν κατά τη διάρκεια του κρητικού πολέμου.
Αιτία για την πενιχρότητα νέων μεγάλων οχυρωματικών έργων, από την πλευρά των Τούρκων, τουλάχιστον κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, στάθηκε το γεγονός ότι οι Βενετσιάνοι είχαν ήδη ιδρύσει ένα εκτεταμένο οχυρωματικό δίκτυο στις μεγάλες πόλεις αλλά και σε άλλες, ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας θέσεις της Κρήτης. Οι νέοι κατακτητές διατήρησαν, λοιπόν, τα σημαντικότερα φρούρια του δικτύου αυτού, μετά τις επισκευές που ήταν αναγκαίες εξαιτίας των φθορών που είχαν υποστεί από τον πόλεμο. Μόνο τον 19ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της μεγάλης Κρητικής επανάστασης του 1866, προχώρησαν στην κατασκευή ενός νέου μεγάλου οχυρωματικού δικτύου, στην ύπαιθρο, με σκοπό την καταστολή της επανάστασης και τον έλεγχο του νησιού.
Τα Νέα Οχυρά κατά τον 17ο και 18ο Αιώνα
Μετά τις πρώτες τους αποτυχημένες προσπάθειες να καταλάβουν τον Χάνδακα, οι Τούρκοι αποφάσισαν να κατασκευάσουν γύρω από την πόλη ορμητήρια - φρούρια. Με σουλτανικό φιρμάνι, τον Φεβρουάριο του 1649, δίδεται η εντολή κατασκευής τριών οχυρών γύρω από τα τείχη του Χάνδακα: στην ανατολική ακτή απέναντι από το Λαζαρέττο, νότια της πόλης και δυτικά του ποταμού Γιόφυρου. Το τελευταίο μάλιστα απεικονίζεται στα σχεδιαγράμματα της εποχής σε αστερόσχημη μορφή με τέσσερις προμαχώνες. Από τα φρούρια αυτά δεν διασώζεται σήμερα κανένα ίχνος, ενώ δεν είναι γνωστή ούτε η ακριβής θέση τους.
Ένα ακόμα φρούριο κατασκευάστηκε 5 χλμ. νότια της πόλης, στα υψώματα Ambrussa, στη θέση του σημερινού προαστίου Φορτέτζα. Το φρούριο που ονομαζόταν Inadiye ή Kale-I Cedit (Νέο Φρούριο) ανεγέρθηκε από τον Γαζή Χουσεΐν Πασά κατά τα έτη 1648 - 1650 και αποτέλεσε την έδρα της διοίκησης και των οικονομικών υπηρεσιών του στρατού. Οι πηγές αναφέρουν ότι το οχυρό αυτό, που έφερε έξι προμαχώνες, δεν ήταν καλής κατασκευής αφού κατά τη διάρκεια ανέγερσής του, εξαιτίας των έντονων βροχοπτώσεων, κάποια τμήματά του κατέρρευσαν. Η προχειρότητα της κατασκευής του αλλά και η ανάπτυξη στο εσωτερικό του, από τον 18ο αιώνα και μετά, του οικισμού Φορτέτζα, είχαν ως αποτέλεσμα την σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή του.
Σήμερα, στα άκρα του λόφου, διασώζονται μικρά τμήματα του περιβόλου της δυτικής και ανατολικής πλευράς του με την εξωτερική επένδυσή τους από ορθογώνιους λίθους. Το 1669, λίγο μετά την κατάληψη του Χάνδακα, οι Τούρκοι για να ενισχύσουν την άμυνα του λιμανιού κατασκεύασαν στον ανατολικό λιμενοβραχίονα, απέναντι από το ενετικό φρούριο Rocca al Mare (o σημερινός Κούλες), ένα δεύτερο φρούριο, το Κιουτσούκ Σου Καλεσιντέ (Ο Μικρός Κούλες). Το οχυρό αυτό, που μας είναι γνωστό από φωτογραφίες των αρχών του 20ού αιώνα, κατεδαφίστηκε τον Ιούνιο του 1936 με απόφαση της τότε Λιμενικής Επιτροπής.
Στην περιοχή των Χανίων, οι Τούρκοι, αντιλαμβανόμενοι τη μεγάλη σημασία του λιμανιού της Σούδας κατασκεύασαν, επίσης, κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου, τέσσερα μικρά οχυρά. Τα οχυρά αυτά, που κρίθηκαν απαραίτητα για την αποτελεσματικότερη προστασία του λιμανιού, ανεγέρθηκαν σε θέσεις που ήδη είχαν επιλεχθεί από τους Βενετούς για την ανέγερση οχυρών τα οποία όμως ποτέ δεν κατασκευάστηκαν. Ένα μικρό οχυρό κτίστηκε στη βόρεια ακτή, λίγο πριν την είσοδο του λιμανιού, στο ακρωτήριο Καλόγερος.
Παράλληλα στη νότια ακτή κατασκευάστηκαν άλλα τρία: αυτό της Αγίας Παρασκευής, στη θέση Κουλάτα των Βενετών, στο δυτικό τμήμα της νότιας ακτής, άλλο ένα στη θέση του λόφου Πήδος της Γριάς και ένα τρίτο στο λόφο Ποδομούρι, απέναντι από τη νησίδα της Σούδας. Στην τελευταία θέση ανεγέρθηκε το οχυρό Καλάμι, το οποίο μετά το 1866 μετασκευάστηκε στο πενταγωνικό οχυρό Ιτζεδίν. Λίγο μετά το τέλος του Κρητικού πολέμου, τον ύστερο 17ο και πρώιμο 18ο αιώνα, τρία νέα οχυρά κατασκευάστηκαν στην πόλη του Ρεθύμνου. Ένα οχυρό διαστάσεων 46,50×30,50 μ., που σήμερα στεγάζει το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, κτίστηκε μπροστά από την κύρια, ανατολική είσοδο του φρουρίου Φορτέτζα.
Ένα δεύτερο, σήμερα κατεστραμμένο, κατασκευάστηκε στη βόρεια πλευρά του ενετικού λιμένα και ένα τρίτο στο ανατολικό άκρο της πόλης, κοντά στη λεγόμενη Πύλη της Άμμου, κατεστραμμένο και αυτό. Η πρώτη αναφορά στις πηγές του σωζόμενου πενταγωνικού οχυρώματος, ανατολικά του φρουρίου Φορτέτζα, και μάλιστα ως νέου οχυρού, ανάγεται στο 1715. Το οχυρό αυτό, όπως έχει επισημανθεί, αποτελεί κλασική περίπτωση κάλυψης πύλης φρουρίου και μπορεί να χαρακτηριστεί ως rivellino. Η δομή του είναι πανομοιότυπη με αυτή των αντίστοιχων οχυρώσεων της περιόδου της Βενετοκρατίας, γεγονός που δεν πρέπει να ξενίζει αφού οι μορφές της οχύρωσης με προμαχώνες εφαρμόζονταν για αιώνες, ανεξάρτητα από το ποιος τις κατασκεύαζε.
Η εξωτερική επιφάνειά του είναι κεκλιμένη ως το ύψος του cordone, που αντιστοιχούσε στο επίπεδο κίνησης των στρατιωτών, στο εσωτερικό του φρουρίου. Το υπόλοιπο καθ’ ύψος τμήμα του, όπως και το αντίστοιχο τμήμα του φρουρίου, ήταν επίπεδο και διαμορφωνόταν με κανονιοθυρίδες, σήμερα τοιχισμένες. Στη ΒΑ γωνία του, στο ύψος του cordone, σώζεται βάση από κυκλική σκοπιά όμοια με αυτές του φρουρίου. Η συνεχή χρήση του ανά τους αιώνες και κυρίως η μετατροπή του σε φυλακές που λειτουργούσαν έως και το 1960, αλλοίωσαν τη μορφή του, με αποτέλεσμα να μη γνωρίζουμε την εσωτερική διαμόρφωσή του.
Ανάλογης μορφής φαίνεται ότι ήταν και τα άλλα δύο οχυρά, όπως συμπεραίνεται από φωτογραφίες των αρχών του 20ού αιώνα. Ανεπιβεβαίωτη παραμένει η πληροφορία του Τούρκου περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή για την κατασκευή παράκτιων φρουρίων στα λιμάνια του Φόδελε και της Αγίας Πελαγίας Ηρακλείου από τον Γαζή Χουσεΐν Πασά τα πρώτα χρόνια της Τουρκικής κατάκτησης. Για το κάστρο μάλιστα του Φόδελε δίνει αρκετές πληροφορίες για την κατασκευή και τον εξοπλισμό του, ενώ αναφέρει ότι επισκευάστηκε το 1666 από τον αρχιναύαρχο Φαζίλ Αχμέτ Πασά. Στην ενδοχώρα, την πρώιμη οθωμανική περίοδο, δεν φαίνεται να κατασκευάστηκε κανένα νέο οχυρό.
Οι Πύργοι Σινιάλων
Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει και το εκτεταμένο δίκτυο από πύργους σινιάλων, που ήταν σε λειτουργία από τους Τούρκους, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η μάστιγα των πειρατικών επιδρομών. Το δίκτυο αυτό, που ήταν σε χρήση ήδη το 1689, κάλυπτε το σύνολο του νησιού, τόσο στις ακτές όσο και στο εσωτερικό του. Οι πύργοι είχαν οπτική επαφή μεταξύ τους και σε περίπτωση κινδύνου ειδοποιούσαν ο ένας τον άλλο με κόκκινη σημαία την ημέρα και με φωτιές τη νύχτα. Οι λιγοστές πηγές που αφορούν στο θέμα δεν δίνουν στοιχεία για την ανέγερσή τους, αν και είναι πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό το υφιστάμενο βενετικό δίκτυο των ακτοφρουρών που εκτεινόταν επίσης σε όλο το νησί.
Μια βίγλα αυτού του τύπου διασώζεται στο λόφο της Αγίας Παρασκευής ΒΑ του οικισμού Σκεπαστή και αναφέρεται ήδη στην έκθεση του Nicola Gualdo το 1633. Το δίκτυο αυτό βρισκόταν σε λειτουργία τουλάχιστον έως τον 18ο αιώνα, αφού στην έκθεσή τους για τις οχυρώσεις της Κρήτης, οι Γάλλοι P. Bonneval και M. Dumas τούς χρησιμοποιούν ως τοπόσημα. Αναφέρουν μάλιστα ότι ιδιαίτερα οι πύργοι της ανατολικής Κρήτης ήταν επανδρωμένοι και βρίσκονταν σε καλή κατάσταση, ενώ σε ορισμένους από αυτούς είχαν τοποθετηθεί και σιδερένιες πόρτες.
Οι Επεμβάσεις στα Υφιστάμενα Βενετσιάνικα Φρούρια
Αμέσως μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669 οι Τούρκοι ξεκίνησαν την επισκευή των κυριότερων υφιστάμενων Βενετσιάνικων οχυρώσεων του νησιού. Στον πρώιμο 18ο αιώνα όμως, οι εργασίες αποκατάστασής τους δεν είχαν ολοκληρωθεί, αφού το έτος 1715 εκδίδονται δύο Αυτοκρατορικά φιρμάνια με τα οποία ζητείται η επίσπευση των εργασιών επισκευής των φρουρίων του Χάνδακα, των Χανίων, του Ρεθύμνου, της Γραμβούσας, της Ιεράπετρας και της Κισάμου. Το κόστος αυτών των εργασιών θα καλυπτόταν μερικώς από το σουλτανικό ταμείο και το υπόλοιπο από την ετήσια εισφορά στο δημόσιο ταμείο της Κρήτης.
Τα συγκεκριμένα φρούρια φαίνεται ότι είχαν υποστεί τις περισσότερες φθορές κατά τη διάρκεια του μακροχρόνιου κρητικού πολέμου και συγχρόνως ήταν τα σημαντικότερα του νησιού. Στην πόλη των Χανίων επισκευάστηκαν αρχικά ο προμαχώνας του Αγίου Δημητρίου ή Lando και η περιοχή της πύλης Sabbionara, στην ανατολική πλευρά του οχυρωματικού περιβόλου, που είχαν υποστεί τις περισσότερες φθορές από τη δίμηνη πολιορκία της πόλης. Επίσης σε Βενετικό σχεδιάγραμμα της πόλης των Χανίων, του ύστερου 17ου αιώνα, απεικονίζονται διάφορες οχυρές κατασκευές που πραγματοποιήθηκαν το διάστημα 1645 - 1688 και από τις οποίες σήμερα δεν σώζεται καμία.
Ανάμεσα σε αυτές βρίσκεται ένα μικρό φρούριο - οχύρωμα στα δυτικά της πύλης Rettimiota και άλλο ένα στο μέσο της ανατολικής Κορτίνα των Βενετικών οχυρώσεων. Επισκευές στις οχυρώσεις της πόλης μαρτυρούνται σε όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ενώ σε κάποιες περιόδους, όπως αμέσως μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη, φαίνεται ότι εντατικοποιούσαν τις εργασίες σε αυτές, αφού αναφέρεται ότι το 1776 δούλευαν στα τείχη 1.500 Έλληνες. Παρ’ όλα αυτά, φαίνεται ότι οι εργασίες που γίνονταν ήταν οι πολύ βασικές, αφού το β' μισό του 19ου αιώνα τα τείχη παρουσίαζαν μια εικόνα εγκατάλειψης.
Στην περιοχή των Χανίων σε χρήση παρέμειναν επίσης τα φρούρια των νησίδων Γραμβούσας και Σούδας, του Καστελίου Κισάμου καθώς και το Φραγκοκάστελο. Επισκευές μαρτυρούνται και σε αυτά από τις γραπτές πηγές σε όλη σχεδόν την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Βέβαια στην έκθεση των Bonneval και Dumas, το 1783, αναφέρεται ότι το Φραγκοκάστελο ήταν ήδη εγκαταλειμμένο, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από πηγές του πρώιμου 9ου αι. Τα υπόλοιπα αναφέρεται πως ήταν σε λειτουργία, με φρουρά και κανόνια, αν και κακοσυντηρημένα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το φρούριο της Σούδας για το οποίο αναφέρεται ότι μέρος των επάλξεων και της επένδυσης του οχυρωματικού περιβόλου είχε καταρρεύσει, ενώ από τη φρουρά των 700 ανδρών του χωριού, το οποίο είχε αναπτυχθεί στο εσωτερικό του φρουρίου, οι 50 μόνο είχαν μισθό και λειτουργούσαν ως κανονική φρουρά. Στην πόλη του Ρεθύμνου δεν πραγματοποιήθηκαν δραστικές αλλαγές στον οχυρωματικό τομέα. Τα βασικά οχυρωματικά έργα περιορίστηκαν στα χερσαία τείχη της πόλης -και κυρίως στο φρούριο Φορτέτζα- τα οποία επισκευάζονταν περιοδικά, όπως διαπιστώνεται από τα σχετικά έγγραφα της εποχής αλλά και τις ίδιες τις επεμβάσεις στα τείχη του και τα κτήρια.
Τα τείχη της ανατολικής πλευράς πάνω από την πύλη διαμορφώθηκαν από τους Τούρκους με χαμηλά τοξωτά ανοίγματα, ενώ ανάλογα ανοίγματα τοποθετήθηκαν και στο τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου της πόλης, πάνω από την κεντρική πύλη των τειχών, την πύλη Guora. Στο εσωτερικό του φρουρίου, στο οποίο διέμενε η φρουρά της πόλης, δημιουργήθηκε από τις αρχές του 18ου αιώνα ένας πυκνοδομημένος οικισμός, κυρίως στο νότιο και ανατολικό τμήμα του, που τον 19ο αιώνα είχε 500 Οθωμανούς κατοίκους. Τα μεγάλα Βενετσιάνικα κτίσματα, όπως το κτήριο του Πυροβολικού, ο επιπρομαχώνας του Αγίου Λουκά, οι λεγόμενες φυλακές του Ρέκτορα, η κατοικία των Συμβούλων, επισκευάζονται και παίρνουν νέες χρήσεις ή και αλλάζουν εντελώς μορφή.
Στην πόλη του Χάνδακα η επί σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα πολιορκία του είχε δημιουργήσει πολλές και σημαντικές φθορές στις οχυρώσεις του και για τα λόγο αυτό οι κατακτητές ξεκίνησαν αμέσως τις επισκευές. Μέσα στον 17ο αιώνα φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκε μεγάλο μέρος από τις αναγκαίες στερεώσεις και ανακατασκευές, οι οποίες όμως συνεχίστηκαν με εντατικούς ρυθμούς και κατά το α' μισό του 18ου αιώνα. όπου ολοκληρώθηκαν τα μεγάλα έργα στην περίμετρο της οχύρωσης. Αρχικά επισκευάστηκε το νότιο τμήμα του οχυρού περιβόλου και συμπληρώθηκαν οι επενδύσεις των ευθύγραμμων τμημάτων και των προμαχώνων που είχαν καταρρεύσει.
Ο προμαχώνας του Αγίου Ανδρέα, που είχε καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά, ανακατασκευάστηκε σε καρδιόσχημη μορφή, ενώ στα νοτιοανατολικά του προστέθηκε και ένας προμαχώνας. Επισκευές έγιναν και στο Φρούριο Κούλε, κυρίως στη νότια πλευρά του και στις επάλξεις του στις οποίες προστέθηκαν κτιστές κανονιοθυρίδες.
Τούρκικοι Κουλέδες στην Κρήτη
Κατά την μεγάλη τρίχρονη κρητική επανάσταση του 1866 - 1869, η κυριαρχία των Τούρκων στο νησί δοκιμάστηκε σκληρά και η Πύλη αναγκάστηκε να στείλει τον ένα μετά τον άλλο τους πασάδες στην Κρήτη. Ο Αυνή Πασάς, ήταν ο τελευταίος που στάλθηκε στο νησί το Νοέμβριο του 1867. Αυτός από νωρίς αντιλήφθηκε ότι οι μεγάλες εκστρατείες κατά των επαναστατών απέβαιναν άκαρπες διότι ότι πετύχαινε ο στρατός με θυσίες, το έχαναν σχεδόν αμέσως. Γι αυτό αναγκάστηκε να τροποποιήσει το αρχικό του πολεμικό του σχέδιο και να αλλάξει τακτική. Μερικά από τα μέτρα που έλαβε ήταν να παρέχει πολιτική προστασία σε όσους δήλωναν υποταγή.
Ο Τουρκικός στόλος απέκλεισε στενά τα βόρεια παράλια της Κρήτης ώστε να γίνει αδύνατος ο ανεφοδιασμός των επαναστατών σε τρόφιμα και σε πολεμοφόδια, επικήρυξε τους πρωταγωνιστές της επανάστασης, μετέφερε στο νησί Κούρδους και Κιρκάσιους για να ενισχύσει τον Οθωμανικό πληθυσμό του. Το πιο σημαντικό όμως, ανέπτυξε ολόκληρο σύστημα μεγάλων και μικρών πύργων σε επίκαιρα σημεία της Κρήτης ώστε να ελέγχεται στρατιωτικά πλήρως το νησί.
Οι πύργοι κτίστηκαν σε ψηλούς λόφους, σταυροδρόμια, λιμάνια, περάσματα, και οι φρουρές που εγκαταστάθηκαν σε αυτούς, είχαν αποστολή να κατασκοπεύουν κάθε κίνηση των επαναστατών στην περιοχή ευθύνης τους, να ελέγχουν κάθε μετακίνηση Χριστιανών, να μεταφέρουν με σαλπίσματα ή φωτιές (φρυκτωρίες) κάθε είδηση για επαναστατική κίνηση και να βοηθούν ο ένας τον άλλον σε περίπτωση κινδύνου ή να μεταφέρουν το αίτημα βοήθειας κάποιας περιοχής στο επαρχιακό ή στο κεντρικό στρατόπεδο. Με λίγα λόγια να καταστέλλουν τις επαναστατικές δραστηριότητες των Κρητικών και να συνεχιστεί η Τούρκικη κυριαρχία.
Η λειτουργία του συστήματος των Κουλέδων είχε καταστρεπτικά αποτελέσματα στον αγώνα που έκαναν οι Κρητικοί για την ελευθερία τους, καθώς απέκοψε την επικοινωνία τους, έκανε προβληματική την μετακίνηση τους και τους αποδυνάμωσε. Οι Κρητικοί αντέδρασαν στην κατασκευή των κουλέδων, με το να παρενοχλούν τους κτίστες, με το να χαλάνε τις νύχτες τα κτίσματα και τα ασβεστοκάμινα, παρόλα αυτά ο Αυνή Πασάς κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο του. Έτσι στα τέλη του 1868 είχαν κτισθεί 150 πύργοι - κουλέδες οι οποίοι μαζί με όσους υπήρχαν αποτέλεσαν ένα πλήρες δίκτυο πύργων, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην καταστολή της επανάστασης.
Πολλοί από τους Κουλέδες που χτίσθηκαν την εποχή αυτή δεν υπάρχουν σήμερα. Ο Κρητικός λαός με το πέρασμα των χρόνων κατέστρεψε και πολλές φορές εξαφάνισε κάθε ίχνος τους και μόνο κουλέδες μεγάλοι ή σε μέρη δυσπρόσιτα σώζονται μέχρι σήμερα. Να αναφέρουμε ότι στην Κρήτη συναντάται πολύ συχνά το τοπωνύμιο πύργος, καθώς και πολλές φορές υπάρχει αυτούσιο το τοπωνύμιο Κούλες στη θέση που υπήρχε Κούλες του Αυνή.
Το Οχυρωματικό Δίκτυο των Κουλέδων κατά τον 19ο Αιώνα
Τον 19ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της μεγάλης Κρητικής επανάστασης του 1866 - 1869, αποφασίστηκε από την Τουρκική διοίκηση η κατασκευή μιας σειράς οχυρών στα πιο καίρια σημεία του νησιού. Στα έγγραφα της εποχής τα οχυρά αυτά ονομάζονται πύργοι ή blockhouses, ενώ σήμερα ονομάζονται κουλέδες από την τούρκικη λέξη Kule (πύργος). Σκοπός των οχυρών αυτών ήταν η αποκοπή της επικοινωνίας ανάμεσα στους επαναστάτες των διαφόρων επαρχιών, η αποκοπή του ανεφοδιασμού τους από τα μικρά λιμάνια και συγχρόνως η διαρκής παρουσία των Τούρκικων δυνάμεων σε όλο το νησί.
Οι κουλέδες συνήθως είχαν άμεση οπτική επαφή έτσι ώστε να επικοινωνούν μεταξύ τους οι φρουρές με ηχητικά σήματα ή σήματα φωτιάς. Σε διάστημα ενός έτους κτίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες 320 πύργοι σε όλη την Κρήτη, πολλοί από τους οποίους εγκαταλείφθηκαν όμως το 1872 όταν μειώθηκε η δύναμη των στρατιωτών που τους επάνδρωνε, ενώ για στρατιωτικούς πάλι λόγους το 1874 κατεδαφίστηκαν 80 από αυτούς. Το μεγαλεπήβολο αυτό έργο εγκαινίασε ο Ομέρ Πασάς, γενικός αρχιστράτηγος των οθωμανικών δυνάμεων, τον Ιούλιο του έτους 1867. Η ανέγερσή τους ξεκίνησε από την περιοχή των Χανίων και δη από τα Σφακιά,
Και όπως αναφέρουν τα έγγραφα «Θεωρών το δυτικό τμήμα της νήσου ως το μάλλον επαναστατικό συγκέντρωσε εν αυτώ από πολλών μηνών τας πλειότερας δυνάμεις του, κατασκεύασεν μέγα αριθμό πύργων, διεχάραξεν οδούς». Έως το τέλος του έτους 1867 είχαν κατασκευαστεί μόνο τρεις πύργοι στην περιοχή των Σφακίων, ενώ με τον ερχομό του Χουσεΐν Αυνή Πασά, Γενικό Διοικητή της Κρήτης και Γενικό Αρχηγό των στρατευμάτων, το έργο επιταχύνθηκε. Στις 9.9.1868 είχαν κτιστεί ήδη 70 κουλέδες, εκ των οποίων οι 48 στην περιοχή των Χανίων (Αποκόρωνας 20, Κυδωνία 22, Σέλινο 3, Κίσσαμο 1, Σφακιά 2, Ρέθυμνο 3, Τυμπάκι 1, Μαλεβύζι 5, Ιεράπετρα 5).
Το δίκτυο του διαμερίσματος των Χανίων ήταν το πιο πυκνό και εκτεταμένο του νησιού. Στη νότια πλευρά του λιμένα της Σούδας ανεγέρθηκε στην ακτή το πενταγωνικό οχυρό Ιτζεδίν, στη θέση του παλαιού οχυρού Καλάμι, και ψηλότερα, στις παρυφές του λόφου του Παλαιοκάστρου, στη θέση της αρχαίας πόλης Απτέρας, ο μεγάλος κουλές Σουμπασί. Νοτιότερα κατασκευάστηκαν οι δυο κουλέδες στο Νιο Χωριό, δύο στην Κάινα, ένας στον Βάμο, τρεις στη Ραμνούντα, και από ένας στις Καρές, το Μελιδόνι, τον Βαφέ, το Εμπρόσνερο και τον Αλίκαμπο.
Αυτοί επικοινωνούσαν με τον κουλέ του οροπεδίου της Κράπης, ο οποίος είχε οπτική επαφή με τους δύο κουλέδες του οροπεδίου του Ασκύφου που συνέδεαν τα οχυρά του Αποκόρωνα με εκείνα της περιοχής των Σφακίων. Ανάλογο δίκτυο κατασκευάστηκε και στις νότιες ακτές. Ανατολικά βρισκόταν το εν ενεργεία βενετσιάνικο φρούριο του Φραγκοκάστελου και ακολουθούσαν οι κουλέδες των Σφακίων και του Λουτρού της Αγίας Ρουμέλης , του Φαραγγιού της Σαμαριάς και ο κουλές στο απόκρημνο ύψωμα του Προφήτη Ηλία. Ένας μεγάλος αριθμός κουλέδων κατασκευάστηκε και στο νομό Ρεθύμνου.
Στον οδικό άξονα που οδηγούσε από το Ρέθυμνο διά μέσου της κοιλάδας των Ποταμών προς το Αμάρι, οι Τούρκοι δημιούργησαν ένα σημαντικότατο δίκτυο κουλέδων που περιελάμβανε τους παρακάτω: τον κουλέ ΒΔ των Πρασσών κοντά στη θέση Άη Κύριλλος, τον κουλέ των Ποταμών, αυτόν της Πατσού, αυτόν στην είσοδο της κοιλάδας του Αμαρίου ανάμεσα στους Αποστόλους και τον Μέρωνα και τέλος του κουλέ στο Νευς Αμάρι, που είναι και ο μοναδικός από την ομάδα που είναι εντελώς κατεστραμμένος. Στο ανατολικό άκρο της κοιλάδας του Αμαρίου κατασκεύασαν τους κουλέδες του Αποδούλου, του Βαθειακού, στο λόφο νότια του οικισμού, και τον κουλέ της Λοχριάς ανατολικά από τον οικισμό.
Με τον τρόπο αυτό έλεγχαν πλήρως τη δίοδο που οδηγούσε προς τη Μεσσαρά. Μια άλλη ομάδα, από την οποία έχουν εντοπιστεί τρεις, βρίσκεται πάνω στο δρόμο που οδηγούσε στα Αγιοβασιλειώτικα. Ο πρώτος που ονομαζόταν Χαρούπ Κουλές ή Καλοσυνάς βρίσκεται στο ύψωμα βόρεια των Αρμένων, ο επόμενος στα ανατολικά υψώματα του Αρμενόκαμπου και ο τρίτος πάνω από τον οικισμό Φωτεινού. Βέβαια σήμερα σώζονται αρκετοί άλλοι, που αν και φαίνονται μεμονωμένοι εντούτοις θα ανήκαν σε κάποιο δίκτυο, όπως αυτός στη θέση «Νερό της Πέτρας» στο δρόμο που οδηγεί από Αρκάδι προς Θρόνο (στην παλιά εθνική οδό από Ρέθυμνο προς Χανιά), στο ύψος του χωριού Καλονύχτη και αλλού.
Στο νομό Ηρακλείου το δίκτυο των κουλέδων φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο εκτεταμένο όσο στους προηγούμενους δύο νομούς, αφού στις πηγές αναφέρονται λιγότεροι και σήμερα σώζονται ελάχιστοι. Στο δυτικό άκρο της βόρειας ακτής, στην περιοχή του Φόδελε κατασκεύασαν σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους τρεις κουλέδες. Με τον τρόπο αυτό έλεγχαν όχι μόνο το πέρασμα που οδηγούσε από το Ηράκλειο στο Ρέθυμνο αλλά και το φυσικό λιμάνι που δημιουργείται εδώ. Μια άλλη ομάδα ανεγέρθηκε στο νότιο τμήμα του νομού προκειμένου να ελέγχονται τα περάσματα που οδηγούσαν στον κάμπο της Μεσσαράς.
Στα δυτικά, στην κοιλάδα των οικισμών Καμαρών - Γραμμένης και Γρηγοριάς κτίστηκαν τρεις, εκ των οποίων αυτός μεταξύ Γρηγοριάς και Μαγαρικαρίου σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Οι κουλέδες αυτοί αποτελούσαν συνέχεια του δικτύου του Ρεθύμνου και με τον ανατολικότερο από τους οποίους, αυτόν της Λοχριάς, είχαν οπτική επαφή. Στα βόρεια, στο πέρασμα που οδηγεί από το Ηράκλειο στον κάμπο, κτίστηκε ο κουλές στα Άνω Μούλια που σώζεται στα ανατολικά του οικισμού. Ένας ακόμα μαρτυρείται μέσα στον κάμπο, βόρεια των Μοιρών. Στο βόρειο τμήμα του νομού αναφέρεται κουλές στην Τύλισο, ο οποίος όμως καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της επανάστασης από τους Έλληνες, και στον Άγιο Μύρωνα.
Στο νομό Λασιθίου δεν φαίνεται να ανεγέρθηκε μεγάλος αριθμός κουλέδων. Στην περιοχή της Ιεράπετρας οι πηγές αναφέρουν τουλάχιστον πέντε κουλέδες. Από αυτούς οι τρεις, που σώζονται ως τις μέρες μας, βρίσκονταν στο στενό πέρασμα του ισθμού της Ιεράπετρας που συνέδεε τις δυτικές επαρχίες του νομού Λασιθίου με την περιοχή της Ιεράπετρας: o κουλές της Βασιλικής, αυτός της Επισκοπής που ήταν και ο πιο μεγάλος κι ο κουλές στο Κεντρί. Στην επαρχία Σητείας δεν φαίνεται να κατασκευάστηκε κανένας κουλές, αφού δεν υπάρχει σχετική αναφορά στις πηγές αλλά και ούτε στη σύγχρονη βιβλιογραφία.
Η ανέγερση των κουλέδων συχνά γινόταν εν μέσω σφοδρών συγκρούσεων, μεταξύ των Τούρκων και των Ελλήνων και όπως είναι φυσικό η κατασκευή τους προχωρούσε χωρίς μεγάλη φροντίδα, γεγονός που οδηγούσε ορισμένες φορές στην κατάρρευσή τους. Ορισμένοι από αυτούς κτίστηκαν από έναν πολύ μεγάλο αριθμό εργατών μέσα σε 8 έως 10 ημέρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι κουλέδες στις περιοχές των οικισμών Αγίας Πελαγίας, Φόδελε και Μπαλί, στη βόρεια ακτή του νησιού, που κατασκευάστηκαν από τις 7 έως τις 27 Σεπτεμβρίου χρησιμοποιώντας πάνω από χίλιους εργάτες. Οι κτίστες ήταν Αρμένιοι που είχαν έλθει από την Κωνσταντινούπολη ή Κρητικοί που εργάζονταν διά αμοιβής ή και διά της βίας.
Συνήθως ήταν ντόπιοι, της εγγύτερης περιοχής ανέγερσης των πύργων, αλλά μερικές φορές τούς μετακινούσαν από άλλες περιοχές, όπως στην περίπτωση των οχυρών των Σφακίων στα οποία έστειλαν κτίστες από την πόλη και τα περίχωρα του Χάνδακα. Η προμήθεια της δομικής ύλης γινόταν από την περιοχή, ενώ την ξυλεία φαίνεται ότι την προμηθεύονταν από τη Θεσσαλονίκη. Σε γραπτή πηγή αναφέρεται ότι για την ανέγερση των δύο πύργων των Πρασών Ρεθύμνου κατεδαφίστηκαν κάποιοι ναοί των Πρασών και του κοντινού οικισμού Χρωμοναστήρι. Το μέγεθος και η μορφή τους ήταν σε συνάρτηση με τη σημαντικότητα της θέσης την οποία επόπτευαν.
Ήταν κατασκευασμένοι από αργολιθοδομή και επιχρισμένοι, ενώ μόνο τα ανοίγματα τους ήταν από λαξευτή λιθοδομή. Στο σύνολό τους στεγάζονταν με δώμα που έφερε περιμετρικά υψηλό στηθαίο. Ανεξάρτητα από το μέγεθός τους έφεραν συνήθως δύο σειρές τυφεκιοθυρίδων, μία χαμηλά, στο ύψος του ανθρώπου, και μία στο στηθαίο που περιέβαλλε το δώμα. Οι τυφεκιοθυρίδες ήταν ανοιχτές στο άνω μέρος τους, σχηματίζοντας επάλξεις. Γενικότερα πάντως υπήρχαν δύο τύποι κουλέδων: οι μικροί που επανδρώνονταν μόλις με 10 άνδρες και οι μεγάλοι στους οποίους η φρουρά έφτανε τα 100 άτομα.
Στην κατηγορία των μικρών ανήκει ο κουλές του οικισμού Καλονύχτη που βρίσκεται σε λόφο επί της παλαιά εθνικής οδού Ρεθύμνου Χανίων, στο ύψος του οικισμού. Πρόκειται για ένα μικρό, ισόγειο, ορθογώνιο οχυρό, 40 τ.μ., με μοναδικό χαρακτηριστικό τις τυφεκιοθυρίδες στους περιμετρικούς του τοίχους. Στους μεγάλους κουλέδες ανήκει ο κουλές των Πρασών που φτάνει τα 400 τ.μ., ο κουλές του Μέρωνα Ρεθύμνου και ο κουλές των Απτέρων στα Χανιά, διαστάσεων 40×47 μ. Οι δύο τελευταίοι, όπως και αυτοί του Λουτρού Χανίων και της Επισκοπής Ιεράπετρας.
Ανήκουν στον τύπο με υψηλούς, κυκλικούς πύργους (ένας σε αυτούς του Μέρωνα και του Λουτρού, δύο γωνιακοί στον κουλέ των Απτέρων και τέσσερις γωνιακοί σε αυτόν της Επισκοπής), των οποίων το κατώτερο τμήμα τους διαμορφώνεται με έντονη κλίση. Οι μεγαλύτεροι είχαν συνήθως στο εσωτερικό τους και χώρους στρατωνισμού, ενώ πολλοί έφεραν και τζάκι. Η ύδρευσή τους γινόταν με δεξαμενές συλλογής βρόχινου νερού, αφού στην πλειονότητά τους είχαν ανεγερθεί σε κορυφές λόφων στις οποίες δεν υπήρχαν πηγές νερού. Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, στον κουλέ Ιτζεδίν, είχε κατασκευαστεί ένα σημαντικό δίκτυο ύδρευσης που κατέληγε σε κρήνη έξω από την κεντρική είσοδο του φρουρίου.
Μερικές φορές κοντά στους κουλέδες βρίσκονταν και άλλα κτίσματα, βοηθητικής χρήσης. Χαρακτηριστικό είναι αυτό στον κουλέ του Μέρωνα το οποίο αποτελεί μικρογραφία μεγάλου πύργου αφού, αν και αρκετά μικρό, απολήγει στη μία πλευρά του σε κυκλικό πύργο με τυφεκιοθυρίδες. Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος αυτού του οχυρωματικού δικτύου βρίσκεται σε πλήρη εγκατάλειψη με τους κουλέδες ερειπωμένους ή και εντελώς κατεστραμμένους, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις η πρόσβαση σε αυτούς είναι πολύ δύσκολη αφού βρίσκονται στις κορυφές λόφων με χέρσα βλάστηση. Εξαίρεση αποτελεί ο μεγάλος κουλές Σουμπασί, στα Άπτερα, που αναστηλώθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία το έτος 2000.
ΚΑΣΤΡΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Κρήτη, ένας κόσμος συναρπαστικός, όπου κατακτητές και κατακτημένοι ύφαναν ιστορίες ξεχωριστές, αλλά και παράλληλες, σε διαρκή διάλογο μεταξύ τους, αφήνοντας πίσω τους ένα ιστορικό τοπίο πλούσιο και γοητευτικό, γεμάτο αντιθέσεις, όπως και ο ίδιος ο τόπος. Τα κάστρα της, πέτρινα κελύφη αλαζονικής εξουσίας, που άλλαξαν χέρια στα γυρίσματα του χρόνου και των καιρών, είναι τα ορατά σήμερα σημάδια της ανθρώπινης επιδίωξης για δύναμη. Το οδοιπορικό στο χρόνο και στο χώρο των κρητικών οχυρώσεων ακολουθεί τις εξελίξεις και τις περιπέτειες της πολιτικής ιστορίας του νησιού. Η Κρήτη στην αρχαιότητα δεν απειλήθηκε από εξωτερικούς εχθρούς.
Οι πρώτοι εχθροί που γνώρισε το νησί ήταν οι Ρωμαίοι. Επομένως, μέχρι τότε, η οχύρωση των πόλεων δεν αφορούσε εξωτερικούς, αλλά εσωτερικούς εχθρούς. Μετά το τέλος της Ρωμαϊκής περιόδου (67 π.Χ. - 330 μ.Χ.) τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Η Κρήτη εντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, που εξελίχθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και αποτέλεσε Θέμα, δηλαδή Επαρχία της. Παράλληλα, γύρω από τη Μεσόγειο αναπτύχθηκαν κι άλλοι πολιτισμοί. Έτσι, η Κρήτη, λόγω της φυσικής και γεωπολιτικής της θέσης, απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και έγινε «μήλο της έριδος» για τους λαούς της Μεσογείου, οι οποίοι άρχισαν να την εποφθαλμιούν, για τους δικούς του λόγους ο καθένας.
Για την Α' Βυζαντινή περίοδο (330 - 824) πολύ λίγα μαθαίνουμε από τις πηγές, ενώ υπάρχει ένα πλήθος μνημείων από τα οποία ελάχιστα έχουν μελετηθεί. Οι κίνδυνοι δεν φαίνονται ακόμη καθαρά. Για το λόγο αυτό, αλλά και λόγω άλλων εσωτερικών κι εξωτερικών προβλημάτων της Αυτοκρατορίας, το νησί βρισκόταν στο περιθώριο του Βυζαντινού ενδιαφέροντος. Οι πειρατικές επιδρομές άρχισαν να πυκνώνουν και τα παραθαλάσσια μοναστήρια του νησιού οχυρώθηκαν για να προστατευτούν. Στις συνθήκες αυτές δεν άργησε να ξεσπάσει η πρώτη θύελλα στο νησί. Πρώτοι οι Σαρακηνοί πειρατές βρήκαν την Κρήτη σχεδόν ανοχύρωτη και την κατέλαβαν εύκολα.
Εγκαταστάθηκαν για 140 χρόνια, ως το 961 μ.Χ , οχυρώνοντας την πιο σημαντική πόλη της, δηλαδή το σημερινό Ηράκλειο. Η περίοδος της Αραβοκρατίας, που ακολούθησε, είναι εντελώς σκοτεινή, καθώς άφησε ελάχιστα κατάλοιπα. Μετά από συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειες, ο Νικηφόρος Φωκάς κατάφερε να απελευθερώσει το νησί από τους πειρατές (961). Η ανάκτηση του νησιού από τους Βυζαντινούς αποτελεί νέα αφετηρία ανάπτυξης. Η Κρήτη οργανώνεται πολιτικά, θρησκευτικά και στρατιωτικά. Τα δυο μεγάλα αστικά κέντρα, ο Χάνδακας και τα Χανιά, πιθανόν και το Ρέθυμνο, ξαναχτίζονται και οχυρώνονται.
Ένα σύστημα από οχυρωματικά έργα αναπτύσσεται στα παράλια και την ενδοχώρα, και καταφέρνουν να κρατήσουν τους εισβολείς μακριά για λίγους αιώνες. Το 1206, η Κρήτη πέρασε στα χέρια των Γενουατών, που αμέσως έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην οχύρωση του νησιού. Μέσα σε λίγα χρόνια οχύρωσαν 3 κάστρα και 12 φρούρια, αλλά οι Ενετοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί το 1209. Τότε μια νέα περίοδος εισάγεται, στην οποία κυριαρχούν οι επαναστάσεις κι η αντιπαράθεση του ορθόδοξου πληθυσμού με τους καθολικούς κατακτητές. Η Ενετοκρατία στην Κρήτη κράτησε 4,5 αιώνες και βασίστηκε κυρίως στα κολοσσιαία οχυρωματικά έργα που κατασκεύασαν σπουδαίοι μηχανικοί, με σπουδαιότερο το μεγάλο κάστρο του Χάνδακα (Ηράκλειο).
Ένα πρώτο οχυρωματικό σύστημα συνδέεται κυρίως με την ανάγκη προστασίας από το εχθρικό ντόπιο στοιχείο. Τους τελευταίους αιώνες της Ενετοκρατίας, όταν το Βυζάντιο δεν υπάρχει πια και κοινός εχθρός είναι πλέον οι Τούρκοι, οι κατακτητές αμβλύνουν τη στάση τους απέναντι στους Κρητικούς. Την ίδια εποχή οι πόλεις της Κρήτης αναδιοργανώνονται με νέες οχυρώσεις από επώνυμους αρχιτέκτονες, ενώ ένα νέο οχυρωματικό σύστημα αποσκοπεί στην προστασία των παραλίων από τον αναμενόμενο εξωτερικό εχθρό και συνεχίζεται μέχρι και το χρόνο της Τουρκικής επίθεσης.
Όταν οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν το Χάνδακα το 1669, μετά από 22 χρόνια πολιορκίας, ισχυροποίησαν την παρουσία τους βελτιώνοντας τα Ενετικά τείχη και κατασκευάζοντας πολλά μικρά φρούρια σε όλη την Κρητική επικράτεια, τους Κουλέδες. Οι Τούρκοι συντηρούσαν τις οχυρώσεις τους μέχρι το τέλος της παρουσίας τους στο νησί. Ακόμη και σήμερα, ο επισκέπτης μπορεί να πάρει μια ιδέα για το πώς ήταν οχυρωμένες οι μεγάλες πόλεις της Κρήτης, καθώς τα τείχη τους διατηρούνται σε άριστη κατάσταση. Τα εντυπωσιακά κάστρα στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο και τα απόρθητα φρούρια στα νησιά της Σούδας, της Γραμβούσας και της Σπιναλόγκα, είναι μόνο μερικά δείγματα.
ΚΑΣΤΡΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Το κάστρο (Λατινικά: castellum), είναι μια οχυρωμένη κατασκευή η οποία χτιζόταν στην Ευρώπη και την Μέση Ανατολή κατά τον Μεσαίωνα, από τους ευγενείς της εποχής οι οποίοι τα χρησιμοποιούσαν ως την κατοικία τους. Δεν πρέπει να συγχέεται με το παλάτι, το οποίο δεν είναι οχυρωμένο, ή με το φρούριο, το οποίο δεν ήταν απαραίτητα κατοικία κάποιου ευγενούς, αν και υπάρχουν αρκετές κατασκευαστικές ομοιότητες με το τελευταίο.
Το Οχυρωματικό Δίκτυο των Κουλέδων κατά τον 19ο Αιώνα
Τον 19ο αιώνα, κατά τη διάρκεια της μεγάλης Κρητικής επανάστασης του 1866 - 1869, αποφασίστηκε από την Τουρκική διοίκηση η κατασκευή μιας σειράς οχυρών στα πιο καίρια σημεία του νησιού. Στα έγγραφα της εποχής τα οχυρά αυτά ονομάζονται πύργοι ή blockhouses, ενώ σήμερα ονομάζονται κουλέδες από την τούρκικη λέξη Kule (πύργος). Σκοπός των οχυρών αυτών ήταν η αποκοπή της επικοινωνίας ανάμεσα στους επαναστάτες των διαφόρων επαρχιών, η αποκοπή του ανεφοδιασμού τους από τα μικρά λιμάνια και συγχρόνως η διαρκής παρουσία των Τούρκικων δυνάμεων σε όλο το νησί.
Οι κουλέδες συνήθως είχαν άμεση οπτική επαφή έτσι ώστε να επικοινωνούν μεταξύ τους οι φρουρές με ηχητικά σήματα ή σήματα φωτιάς. Σε διάστημα ενός έτους κτίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες 320 πύργοι σε όλη την Κρήτη, πολλοί από τους οποίους εγκαταλείφθηκαν όμως το 1872 όταν μειώθηκε η δύναμη των στρατιωτών που τους επάνδρωνε, ενώ για στρατιωτικούς πάλι λόγους το 1874 κατεδαφίστηκαν 80 από αυτούς. Το μεγαλεπήβολο αυτό έργο εγκαινίασε ο Ομέρ Πασάς, γενικός αρχιστράτηγος των οθωμανικών δυνάμεων, τον Ιούλιο του έτους 1867. Η ανέγερσή τους ξεκίνησε από την περιοχή των Χανίων και δη από τα Σφακιά,
Και όπως αναφέρουν τα έγγραφα «Θεωρών το δυτικό τμήμα της νήσου ως το μάλλον επαναστατικό συγκέντρωσε εν αυτώ από πολλών μηνών τας πλειότερας δυνάμεις του, κατασκεύασεν μέγα αριθμό πύργων, διεχάραξεν οδούς». Έως το τέλος του έτους 1867 είχαν κατασκευαστεί μόνο τρεις πύργοι στην περιοχή των Σφακίων, ενώ με τον ερχομό του Χουσεΐν Αυνή Πασά, Γενικό Διοικητή της Κρήτης και Γενικό Αρχηγό των στρατευμάτων, το έργο επιταχύνθηκε. Στις 9.9.1868 είχαν κτιστεί ήδη 70 κουλέδες, εκ των οποίων οι 48 στην περιοχή των Χανίων (Αποκόρωνας 20, Κυδωνία 22, Σέλινο 3, Κίσσαμο 1, Σφακιά 2, Ρέθυμνο 3, Τυμπάκι 1, Μαλεβύζι 5, Ιεράπετρα 5).
Το δίκτυο του διαμερίσματος των Χανίων ήταν το πιο πυκνό και εκτεταμένο του νησιού. Στη νότια πλευρά του λιμένα της Σούδας ανεγέρθηκε στην ακτή το πενταγωνικό οχυρό Ιτζεδίν, στη θέση του παλαιού οχυρού Καλάμι, και ψηλότερα, στις παρυφές του λόφου του Παλαιοκάστρου, στη θέση της αρχαίας πόλης Απτέρας, ο μεγάλος κουλές Σουμπασί. Νοτιότερα κατασκευάστηκαν οι δυο κουλέδες στο Νιο Χωριό, δύο στην Κάινα, ένας στον Βάμο, τρεις στη Ραμνούντα, και από ένας στις Καρές, το Μελιδόνι, τον Βαφέ, το Εμπρόσνερο και τον Αλίκαμπο.
Αυτοί επικοινωνούσαν με τον κουλέ του οροπεδίου της Κράπης, ο οποίος είχε οπτική επαφή με τους δύο κουλέδες του οροπεδίου του Ασκύφου που συνέδεαν τα οχυρά του Αποκόρωνα με εκείνα της περιοχής των Σφακίων. Ανάλογο δίκτυο κατασκευάστηκε και στις νότιες ακτές. Ανατολικά βρισκόταν το εν ενεργεία βενετσιάνικο φρούριο του Φραγκοκάστελου και ακολουθούσαν οι κουλέδες των Σφακίων και του Λουτρού της Αγίας Ρουμέλης , του Φαραγγιού της Σαμαριάς και ο κουλές στο απόκρημνο ύψωμα του Προφήτη Ηλία. Ένας μεγάλος αριθμός κουλέδων κατασκευάστηκε και στο νομό Ρεθύμνου.
Στον οδικό άξονα που οδηγούσε από το Ρέθυμνο διά μέσου της κοιλάδας των Ποταμών προς το Αμάρι, οι Τούρκοι δημιούργησαν ένα σημαντικότατο δίκτυο κουλέδων που περιελάμβανε τους παρακάτω: τον κουλέ ΒΔ των Πρασσών κοντά στη θέση Άη Κύριλλος, τον κουλέ των Ποταμών, αυτόν της Πατσού, αυτόν στην είσοδο της κοιλάδας του Αμαρίου ανάμεσα στους Αποστόλους και τον Μέρωνα και τέλος του κουλέ στο Νευς Αμάρι, που είναι και ο μοναδικός από την ομάδα που είναι εντελώς κατεστραμμένος. Στο ανατολικό άκρο της κοιλάδας του Αμαρίου κατασκεύασαν τους κουλέδες του Αποδούλου, του Βαθειακού, στο λόφο νότια του οικισμού, και τον κουλέ της Λοχριάς ανατολικά από τον οικισμό.
Με τον τρόπο αυτό έλεγχαν πλήρως τη δίοδο που οδηγούσε προς τη Μεσσαρά. Μια άλλη ομάδα, από την οποία έχουν εντοπιστεί τρεις, βρίσκεται πάνω στο δρόμο που οδηγούσε στα Αγιοβασιλειώτικα. Ο πρώτος που ονομαζόταν Χαρούπ Κουλές ή Καλοσυνάς βρίσκεται στο ύψωμα βόρεια των Αρμένων, ο επόμενος στα ανατολικά υψώματα του Αρμενόκαμπου και ο τρίτος πάνω από τον οικισμό Φωτεινού. Βέβαια σήμερα σώζονται αρκετοί άλλοι, που αν και φαίνονται μεμονωμένοι εντούτοις θα ανήκαν σε κάποιο δίκτυο, όπως αυτός στη θέση «Νερό της Πέτρας» στο δρόμο που οδηγεί από Αρκάδι προς Θρόνο (στην παλιά εθνική οδό από Ρέθυμνο προς Χανιά), στο ύψος του χωριού Καλονύχτη και αλλού.
Στο νομό Ηρακλείου το δίκτυο των κουλέδων φαίνεται ότι δεν ήταν τόσο εκτεταμένο όσο στους προηγούμενους δύο νομούς, αφού στις πηγές αναφέρονται λιγότεροι και σήμερα σώζονται ελάχιστοι. Στο δυτικό άκρο της βόρειας ακτής, στην περιοχή του Φόδελε κατασκεύασαν σε πολύ μικρή απόσταση μεταξύ τους τρεις κουλέδες. Με τον τρόπο αυτό έλεγχαν όχι μόνο το πέρασμα που οδηγούσε από το Ηράκλειο στο Ρέθυμνο αλλά και το φυσικό λιμάνι που δημιουργείται εδώ. Μια άλλη ομάδα ανεγέρθηκε στο νότιο τμήμα του νομού προκειμένου να ελέγχονται τα περάσματα που οδηγούσαν στον κάμπο της Μεσσαράς.
Στα δυτικά, στην κοιλάδα των οικισμών Καμαρών - Γραμμένης και Γρηγοριάς κτίστηκαν τρεις, εκ των οποίων αυτός μεταξύ Γρηγοριάς και Μαγαρικαρίου σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Οι κουλέδες αυτοί αποτελούσαν συνέχεια του δικτύου του Ρεθύμνου και με τον ανατολικότερο από τους οποίους, αυτόν της Λοχριάς, είχαν οπτική επαφή. Στα βόρεια, στο πέρασμα που οδηγεί από το Ηράκλειο στον κάμπο, κτίστηκε ο κουλές στα Άνω Μούλια που σώζεται στα ανατολικά του οικισμού. Ένας ακόμα μαρτυρείται μέσα στον κάμπο, βόρεια των Μοιρών. Στο βόρειο τμήμα του νομού αναφέρεται κουλές στην Τύλισο, ο οποίος όμως καταστράφηκε κατά τη διάρκεια της επανάστασης από τους Έλληνες, και στον Άγιο Μύρωνα.
Στο νομό Λασιθίου δεν φαίνεται να ανεγέρθηκε μεγάλος αριθμός κουλέδων. Στην περιοχή της Ιεράπετρας οι πηγές αναφέρουν τουλάχιστον πέντε κουλέδες. Από αυτούς οι τρεις, που σώζονται ως τις μέρες μας, βρίσκονταν στο στενό πέρασμα του ισθμού της Ιεράπετρας που συνέδεε τις δυτικές επαρχίες του νομού Λασιθίου με την περιοχή της Ιεράπετρας: o κουλές της Βασιλικής, αυτός της Επισκοπής που ήταν και ο πιο μεγάλος κι ο κουλές στο Κεντρί. Στην επαρχία Σητείας δεν φαίνεται να κατασκευάστηκε κανένας κουλές, αφού δεν υπάρχει σχετική αναφορά στις πηγές αλλά και ούτε στη σύγχρονη βιβλιογραφία.
Η ανέγερση των κουλέδων συχνά γινόταν εν μέσω σφοδρών συγκρούσεων, μεταξύ των Τούρκων και των Ελλήνων και όπως είναι φυσικό η κατασκευή τους προχωρούσε χωρίς μεγάλη φροντίδα, γεγονός που οδηγούσε ορισμένες φορές στην κατάρρευσή τους. Ορισμένοι από αυτούς κτίστηκαν από έναν πολύ μεγάλο αριθμό εργατών μέσα σε 8 έως 10 ημέρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι κουλέδες στις περιοχές των οικισμών Αγίας Πελαγίας, Φόδελε και Μπαλί, στη βόρεια ακτή του νησιού, που κατασκευάστηκαν από τις 7 έως τις 27 Σεπτεμβρίου χρησιμοποιώντας πάνω από χίλιους εργάτες. Οι κτίστες ήταν Αρμένιοι που είχαν έλθει από την Κωνσταντινούπολη ή Κρητικοί που εργάζονταν διά αμοιβής ή και διά της βίας.
Συνήθως ήταν ντόπιοι, της εγγύτερης περιοχής ανέγερσης των πύργων, αλλά μερικές φορές τούς μετακινούσαν από άλλες περιοχές, όπως στην περίπτωση των οχυρών των Σφακίων στα οποία έστειλαν κτίστες από την πόλη και τα περίχωρα του Χάνδακα. Η προμήθεια της δομικής ύλης γινόταν από την περιοχή, ενώ την ξυλεία φαίνεται ότι την προμηθεύονταν από τη Θεσσαλονίκη. Σε γραπτή πηγή αναφέρεται ότι για την ανέγερση των δύο πύργων των Πρασών Ρεθύμνου κατεδαφίστηκαν κάποιοι ναοί των Πρασών και του κοντινού οικισμού Χρωμοναστήρι. Το μέγεθος και η μορφή τους ήταν σε συνάρτηση με τη σημαντικότητα της θέσης την οποία επόπτευαν.
Ήταν κατασκευασμένοι από αργολιθοδομή και επιχρισμένοι, ενώ μόνο τα ανοίγματα τους ήταν από λαξευτή λιθοδομή. Στο σύνολό τους στεγάζονταν με δώμα που έφερε περιμετρικά υψηλό στηθαίο. Ανεξάρτητα από το μέγεθός τους έφεραν συνήθως δύο σειρές τυφεκιοθυρίδων, μία χαμηλά, στο ύψος του ανθρώπου, και μία στο στηθαίο που περιέβαλλε το δώμα. Οι τυφεκιοθυρίδες ήταν ανοιχτές στο άνω μέρος τους, σχηματίζοντας επάλξεις. Γενικότερα πάντως υπήρχαν δύο τύποι κουλέδων: οι μικροί που επανδρώνονταν μόλις με 10 άνδρες και οι μεγάλοι στους οποίους η φρουρά έφτανε τα 100 άτομα.
Στην κατηγορία των μικρών ανήκει ο κουλές του οικισμού Καλονύχτη που βρίσκεται σε λόφο επί της παλαιά εθνικής οδού Ρεθύμνου Χανίων, στο ύψος του οικισμού. Πρόκειται για ένα μικρό, ισόγειο, ορθογώνιο οχυρό, 40 τ.μ., με μοναδικό χαρακτηριστικό τις τυφεκιοθυρίδες στους περιμετρικούς του τοίχους. Στους μεγάλους κουλέδες ανήκει ο κουλές των Πρασών που φτάνει τα 400 τ.μ., ο κουλές του Μέρωνα Ρεθύμνου και ο κουλές των Απτέρων στα Χανιά, διαστάσεων 40×47 μ. Οι δύο τελευταίοι, όπως και αυτοί του Λουτρού Χανίων και της Επισκοπής Ιεράπετρας.
Ανήκουν στον τύπο με υψηλούς, κυκλικούς πύργους (ένας σε αυτούς του Μέρωνα και του Λουτρού, δύο γωνιακοί στον κουλέ των Απτέρων και τέσσερις γωνιακοί σε αυτόν της Επισκοπής), των οποίων το κατώτερο τμήμα τους διαμορφώνεται με έντονη κλίση. Οι μεγαλύτεροι είχαν συνήθως στο εσωτερικό τους και χώρους στρατωνισμού, ενώ πολλοί έφεραν και τζάκι. Η ύδρευσή τους γινόταν με δεξαμενές συλλογής βρόχινου νερού, αφού στην πλειονότητά τους είχαν ανεγερθεί σε κορυφές λόφων στις οποίες δεν υπήρχαν πηγές νερού. Σε μία τουλάχιστον περίπτωση, στον κουλέ Ιτζεδίν, είχε κατασκευαστεί ένα σημαντικό δίκτυο ύδρευσης που κατέληγε σε κρήνη έξω από την κεντρική είσοδο του φρουρίου.
Μερικές φορές κοντά στους κουλέδες βρίσκονταν και άλλα κτίσματα, βοηθητικής χρήσης. Χαρακτηριστικό είναι αυτό στον κουλέ του Μέρωνα το οποίο αποτελεί μικρογραφία μεγάλου πύργου αφού, αν και αρκετά μικρό, απολήγει στη μία πλευρά του σε κυκλικό πύργο με τυφεκιοθυρίδες. Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος αυτού του οχυρωματικού δικτύου βρίσκεται σε πλήρη εγκατάλειψη με τους κουλέδες ερειπωμένους ή και εντελώς κατεστραμμένους, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις η πρόσβαση σε αυτούς είναι πολύ δύσκολη αφού βρίσκονται στις κορυφές λόφων με χέρσα βλάστηση. Εξαίρεση αποτελεί ο μεγάλος κουλές Σουμπασί, στα Άπτερα, που αναστηλώθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία το έτος 2000.
ΚΑΣΤΡΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η Κρήτη, ένας κόσμος συναρπαστικός, όπου κατακτητές και κατακτημένοι ύφαναν ιστορίες ξεχωριστές, αλλά και παράλληλες, σε διαρκή διάλογο μεταξύ τους, αφήνοντας πίσω τους ένα ιστορικό τοπίο πλούσιο και γοητευτικό, γεμάτο αντιθέσεις, όπως και ο ίδιος ο τόπος. Τα κάστρα της, πέτρινα κελύφη αλαζονικής εξουσίας, που άλλαξαν χέρια στα γυρίσματα του χρόνου και των καιρών, είναι τα ορατά σήμερα σημάδια της ανθρώπινης επιδίωξης για δύναμη. Το οδοιπορικό στο χρόνο και στο χώρο των κρητικών οχυρώσεων ακολουθεί τις εξελίξεις και τις περιπέτειες της πολιτικής ιστορίας του νησιού. Η Κρήτη στην αρχαιότητα δεν απειλήθηκε από εξωτερικούς εχθρούς.
Οι πρώτοι εχθροί που γνώρισε το νησί ήταν οι Ρωμαίοι. Επομένως, μέχρι τότε, η οχύρωση των πόλεων δεν αφορούσε εξωτερικούς, αλλά εσωτερικούς εχθρούς. Μετά το τέλος της Ρωμαϊκής περιόδου (67 π.Χ. - 330 μ.Χ.) τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Η Κρήτη εντάχθηκε στο Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, που εξελίχθηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και αποτέλεσε Θέμα, δηλαδή Επαρχία της. Παράλληλα, γύρω από τη Μεσόγειο αναπτύχθηκαν κι άλλοι πολιτισμοί. Έτσι, η Κρήτη, λόγω της φυσικής και γεωπολιτικής της θέσης, απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και έγινε «μήλο της έριδος» για τους λαούς της Μεσογείου, οι οποίοι άρχισαν να την εποφθαλμιούν, για τους δικούς του λόγους ο καθένας.
Για την Α' Βυζαντινή περίοδο (330 - 824) πολύ λίγα μαθαίνουμε από τις πηγές, ενώ υπάρχει ένα πλήθος μνημείων από τα οποία ελάχιστα έχουν μελετηθεί. Οι κίνδυνοι δεν φαίνονται ακόμη καθαρά. Για το λόγο αυτό, αλλά και λόγω άλλων εσωτερικών κι εξωτερικών προβλημάτων της Αυτοκρατορίας, το νησί βρισκόταν στο περιθώριο του Βυζαντινού ενδιαφέροντος. Οι πειρατικές επιδρομές άρχισαν να πυκνώνουν και τα παραθαλάσσια μοναστήρια του νησιού οχυρώθηκαν για να προστατευτούν. Στις συνθήκες αυτές δεν άργησε να ξεσπάσει η πρώτη θύελλα στο νησί. Πρώτοι οι Σαρακηνοί πειρατές βρήκαν την Κρήτη σχεδόν ανοχύρωτη και την κατέλαβαν εύκολα.
Εγκαταστάθηκαν για 140 χρόνια, ως το 961 μ.Χ , οχυρώνοντας την πιο σημαντική πόλη της, δηλαδή το σημερινό Ηράκλειο. Η περίοδος της Αραβοκρατίας, που ακολούθησε, είναι εντελώς σκοτεινή, καθώς άφησε ελάχιστα κατάλοιπα. Μετά από συνεχείς αποτυχημένες προσπάθειες, ο Νικηφόρος Φωκάς κατάφερε να απελευθερώσει το νησί από τους πειρατές (961). Η ανάκτηση του νησιού από τους Βυζαντινούς αποτελεί νέα αφετηρία ανάπτυξης. Η Κρήτη οργανώνεται πολιτικά, θρησκευτικά και στρατιωτικά. Τα δυο μεγάλα αστικά κέντρα, ο Χάνδακας και τα Χανιά, πιθανόν και το Ρέθυμνο, ξαναχτίζονται και οχυρώνονται.
Ένα σύστημα από οχυρωματικά έργα αναπτύσσεται στα παράλια και την ενδοχώρα, και καταφέρνουν να κρατήσουν τους εισβολείς μακριά για λίγους αιώνες. Το 1206, η Κρήτη πέρασε στα χέρια των Γενουατών, που αμέσως έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στην οχύρωση του νησιού. Μέσα σε λίγα χρόνια οχύρωσαν 3 κάστρα και 12 φρούρια, αλλά οι Ενετοί κατάφεραν να καταλάβουν το νησί το 1209. Τότε μια νέα περίοδος εισάγεται, στην οποία κυριαρχούν οι επαναστάσεις κι η αντιπαράθεση του ορθόδοξου πληθυσμού με τους καθολικούς κατακτητές. Η Ενετοκρατία στην Κρήτη κράτησε 4,5 αιώνες και βασίστηκε κυρίως στα κολοσσιαία οχυρωματικά έργα που κατασκεύασαν σπουδαίοι μηχανικοί, με σπουδαιότερο το μεγάλο κάστρο του Χάνδακα (Ηράκλειο).
Ένα πρώτο οχυρωματικό σύστημα συνδέεται κυρίως με την ανάγκη προστασίας από το εχθρικό ντόπιο στοιχείο. Τους τελευταίους αιώνες της Ενετοκρατίας, όταν το Βυζάντιο δεν υπάρχει πια και κοινός εχθρός είναι πλέον οι Τούρκοι, οι κατακτητές αμβλύνουν τη στάση τους απέναντι στους Κρητικούς. Την ίδια εποχή οι πόλεις της Κρήτης αναδιοργανώνονται με νέες οχυρώσεις από επώνυμους αρχιτέκτονες, ενώ ένα νέο οχυρωματικό σύστημα αποσκοπεί στην προστασία των παραλίων από τον αναμενόμενο εξωτερικό εχθρό και συνεχίζεται μέχρι και το χρόνο της Τουρκικής επίθεσης.
Όταν οι Τούρκοι κατάφεραν να καταλάβουν το Χάνδακα το 1669, μετά από 22 χρόνια πολιορκίας, ισχυροποίησαν την παρουσία τους βελτιώνοντας τα Ενετικά τείχη και κατασκευάζοντας πολλά μικρά φρούρια σε όλη την Κρητική επικράτεια, τους Κουλέδες. Οι Τούρκοι συντηρούσαν τις οχυρώσεις τους μέχρι το τέλος της παρουσίας τους στο νησί. Ακόμη και σήμερα, ο επισκέπτης μπορεί να πάρει μια ιδέα για το πώς ήταν οχυρωμένες οι μεγάλες πόλεις της Κρήτης, καθώς τα τείχη τους διατηρούνται σε άριστη κατάσταση. Τα εντυπωσιακά κάστρα στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και στο Ηράκλειο και τα απόρθητα φρούρια στα νησιά της Σούδας, της Γραμβούσας και της Σπιναλόγκα, είναι μόνο μερικά δείγματα.
ΚΑΣΤΡΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Το κάστρο (Λατινικά: castellum), είναι μια οχυρωμένη κατασκευή η οποία χτιζόταν στην Ευρώπη και την Μέση Ανατολή κατά τον Μεσαίωνα, από τους ευγενείς της εποχής οι οποίοι τα χρησιμοποιούσαν ως την κατοικία τους. Δεν πρέπει να συγχέεται με το παλάτι, το οποίο δεν είναι οχυρωμένο, ή με το φρούριο, το οποίο δεν ήταν απαραίτητα κατοικία κάποιου ευγενούς, αν και υπάρχουν αρκετές κατασκευαστικές ομοιότητες με το τελευταίο.
Κατά την διάρκεια των περίπου 900 ετών στην οποία χτιζόταν κάστρα, αυτά απέκτησαν πολλές μορφές και χαρακτηριστικά, αν και μερικά όπως η περικύκλωση από οχυρωμένους τοίχους, και η ύπαρξη σχισμών στους τοίχους για τα όπλα των αμυνομένων, ήταν κοινά χαρακτηριστικά. Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν κάστρα, τις πόλεις που περιβάλλονταν από τείχη. Με αυτή την έννοια κι εδώ, παρουσιάζουμε τις πόλεις που ήταν οχυρωμένες με τείχη, με σπουδαιότερη το μεγάλο κάστρο του Χάνδακα. Άλλες οχυρωμένες πόλεις ήταν τα Χανιά, το Ρέθυμνο, η Σητεία και η Ιεράπετρα.
Το Μεγάλο Κάστρο του Χάνδακα
Η πόλη του Ηρακλείου, ως οικισμός, υπήρχε από το 1000 - 950 π.Χ., γύρω από το σημερινό Ενετικό λιμάνι. Ο οικισμός αυτός, που λεγόταν Ηράκλειο, ήταν επίνειο της Κνωσού. Πολύ αργότερα, στη Βυζαντινή περίοδο, ο οικισμός εξακολουθούσε να υπάρχει και ονομαζόταν Κάστρο, λόγω της οχύρωσής του με τείχος. Έχουν βρεθεί ίχνη του Βυζαντινού τείχους κοντά στο λιμάνι του Ηρακλείου. Το 824 μ.Χ., το Βυζαντινό Κάστρο έπεσε στα χέρια των Σαρακηνών Αράβων του Αμπού Χαφς Ομάρ ή Απόχαψη. Η μέχρι τότε πρωτεύουσα της Κρήτης, η Γόρτυνα, καταστράφηκε, καθώς δεν ήταν παραθαλάσσια και δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες των πειρατών Σαρακηνών.
Αντίθετα το μικρό κάστρο του Ηρακλείου θεωρήθηκε ότι μπορούσε να αποτελέσει τη νέα βάση για τις ληστρικές τους επιδρομές στη Μεσόγειο. Αφού μετέφεραν την πρωτεύουσα στο Κάστρο, την οχύρωσαν ισχυρά. Η Αραβική οχύρωση του Ηρακλείου είναι σήμερα γνωστή. Ξεκινούσε από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, ακολουθούσε την εξωτερική γραμμή των οδών Δαιδάλου και Χάνδακα και κατέληγε στη θάλασσα. Το τείχος ήταν χτισμένο με άψητους πλίνθους, φτιαγμένους από τρίχες αιγών και χοίρων και ήταν αρκετά πλατύ, ώστε να μπορούν να περνούν ταυτόχρονα δύο άμαξες.
Από την έξω μεριά είχε ανοιχτεί βαθειά τάφρος, στην οποία μπορούσε να διοχετευθεί νερό από τη θάλασσα και να περικυκλώσει την πόλη σε μια ώρα. Λόγω της τάφρου αυτής, οι Άραβες ονόμασαν το Ηράκλειο «φρούριο της Τάφρου» (Rabadh el Khandaq), ονομασία που έμεινε για αιώνες (εξελληνισμένα Χάνδακας). Οι Βυζαντινοί επεδίωξαν την επιστροφή της Κρήτης στα χέρια τους, λόγω της γεωστρατηγικής σημασίας της, αλλά και για να εξοντώσουν τους πειρατές που θέριζαν στις θάλασσες. Ωστόσο, η σπουδαία οχύρωση του Χάνδακα, κράτησε τους Βυζαντινούς μακριά για πολύ καιρό από τους στόχους τους.
Μετά από πολλές συνεχόμενες αποτυχημένες προσπάθειες, ο Νικηφόρος Φωκάς το 961 μ.Χ., κατάφερε και απελευθέρωσε την Κρήτη. Φοβούμενος πιθανή επιστροφή των Αράβων, ο Φωκάς κατέστρεψε την οχύρωση της τάφρου και έκτισε το φρούριο Ρόκκα στο Κανλί Καστέλι (Προφήτης Ηλίας). Σε λίγο καιρό ο Χάνδακας ξαναγέμισε με κόσμο και οι Βυζαντινοί ξανάκτισαν ισχυρή οχύρωση. Τα τείχη αυτά κτίστηκαν πάνω στα Αραβικά, ενώ μια πύλη τους κτίστηκε στο σημείο του κτιρίου Ακτάρικα (δίπλα στα λιοντάρια), που έγινε γνωστή με το όνομα Μεγάλη Καμάρα (Voltone) από τους Ενετούς.
Μετά την ανάκτηση της Κρήτης, οι Βυζαντινοί ασχολήθηκαν πιο προσεκτικά με την άμυνά της, κατασκευάζοντας κι άλλα οχυρωματικά έργα στα παράλια του νησιού. Συγχρόνως εγκατέστησαν μόνιμες στρατιωτικές φρουρές με στρατιώτες απ’ όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία για να αποκρούουν τις πειρατικές επιδρομές. Οι φρουροί αυτοί δημιούργησαν μικρούς οικισμούς, που τα ονόματά τους, ακόμη και σήμερα, προδίδουν την ιστορία τους (Αρμένιοι, Βάρβαροι, Σκλάβοι, κ.α.). Το 1206, μετά από 2,5 περίπου αιώνες βυζαντινής παρουσίας στο νησί, οι Γενουάτες με τον κόμη της Μάλτας Ερρίκο Πεσκατόρε και με τη βοήθεια του φίλου του Αλαμάνο ντα Κόστα κατέλαβαν ένα μεγάλο μέρος της κεντρικής Κρήτης.
Έπειτα οχύρωσαν τα 3 μεγάλα φρούρια του Χάνδακα, της Σητείας και του Ρεθύμνου και 12 άλλα μικρότερα σε επίκαιρες θέσεις. Την άνοιξη του 1209, οι Ενετοί κατάφεραν να εκπορθήσουν το φρούριο Παλιόκαστρο στα Ληνοπεράματα και τον Μάιο του 1217 κατάφεραν να εκδιώξουν εντελώς τους Γενουάτες. Έτσι πλέον η Κρήτη ήταν στα χέρια τους για ακόμη 4,5 αιώνες. Οι Ενετοί βρήκαν τον Χάνδακα οχυρωμένο με τα βυζαντινά τείχη. Τα επισκεύασαν και τα προσάρμοσαν στις απαιτήσεις της πολεμικής τέχνης της εποχής, που στηριζόταν στη λόγχη, στο ξίφος, το δόρυ, το τόξο (ατομικά) και στις πολιορκητικές μηχανές, τον κριό, τον καταπέλτη, τη βαλλίστρα, τους πύργους ή χελώνες, και το υγρό πυρ (ομαδικά).
Στο αναμορφωμένο αυτό τείχος ενσωματώθηκαν και πολλά τμήματα του Βυζαντινού. Το ενετικό τείχος, όπως τελικά διαμορφώθηκε, είχε ευθύγραμμες πλευρές με πύργους κατά αποστάσεις και ξεκινώντας από το Μπεντενάκι ακολουθούσε τις οδούς Χάνδακα και Δαιδάλου, με την πύλη Voltone, όπως είπαμε, ενδιάμεσα. Ύστερα συνέχιζε στην οδό Μποφώρ κι έφτανε στο λιμάνι. Έξω από τα τείχη αυτά απλωνόταν ακτινωτά οι δρόμοι προς τα διάφορα μέρη της Κρήτης. Τους πρώτους αιώνες της Ενετοκρατίας, ο κίνδυνος για τους Ενετούς ήταν εσωτερικός, δηλαδή ο Κρητικός λαός που δεν ανεχόταν τη δουλεία.
Μετά την καταστολή, το 1367, της επανάστασης των αδερφών Καλλέργη (που άρχισε το 1364), οι σχέσεις Ενετών - Κρητικών εξομαλύνθηκαν. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο νέος κίνδυνος που ανέτειλε ήταν ο Τουρκικός. Έτσι, οι Ενετοί ξεκίνησαν να προετοιμάζουν την άμυνα τους, κτίζοντας δεκάδες φρούρια στο νησί. Ο Χάνδακας μεγάλωνε συνεχώς και οι συνοικισμοί κτίζονταν άναρχα έξω από τα τείχη, με τον πληθυσμό εκτός τειχών να είναι 4 φορές μεγαλύτερος από αυτόν μέσα στο κάστρο. Επίσης, μετά την ανακάλυψη της πυρίτιδας και τη χρήση της στα τηλεβόλα όπλα τον 15ο αιώνα, η κατασκευή ενός μεγαλύτερου και ισχυρότερου Ενετικού κάστρου, που θα προστάτευε όλη την πόλη, ήταν μονόδρομος.
Η ανοικοδόμηση των νέων τειχών (τα σημερινά τείχη του Ηρακλείου) ξεκίνησε το 1462 και διήρκησε πάνω από έναν αιώνα. Τα αρχικά σχέδια ήταν του μηχανικού Καμποφρεγκόζο, αλλά στην πορεία χρησιμοποιήθηκαν σχέδια του ικανού μηχανικού Michel Sammicheli. Η δαπάνη της ανοικοδόμησης βάρυνε τα ταμεία της Βενετίας και του βασιλείου της Κρήτης, τον Κρητικό λαό, την Εκκλησία και τους Εβραίους. Όλοι οι Κρητικοί 14 - 60 χρονών, ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν κάθε χρόνο αγγαρεία μιας βδομάδας, μαζί με τα ζώα τους, χωρίς αμοιβή και διατροφή. Τα υλικά μεταφέρονταν από τα λατομεία του Κατσαμπά, το Τηγάνι Χερσονήσου και τα ερείπια της Κνωσού.
Γύρω από τα τείχη ανοίχτηκε βαθειά τάφρος, που μετέτρεψε την πόλη σ’ ένα απόρθητο κάστρο. Το τείχος αποτελούσε την τελευταία λέξη της οχυρωματικής τέχνης της εποχής, εξασφαλίζοντας πλήρη ασφάλεια στην πόλη. Ήταν σχήματος τριγωνικού με βάση την παραθαλάσσια πλευρά του, συνολικού μήκους 3 χλμ. Η τάφρος, που είχε ανοιχτεί γύρω του, ήταν μεγάλου πλάτους, και βάθους. Από την έξω μεριά της είχαν υψωθεί προτειχίσματα ή αντερείσματα, καθώς και μικρά εξωτερικά φρούρια (Revelini) για να καθιστούν δυσκολότερη την προσέγγιση των τειχών από τους εχθρούς. Τα τείχη είχαν εφτά πύλες (από τις οποίες οι τρεις ήταν κύριες) και εφτάπρομαχώνες.
Στο τείχος και κατά κανόνα, πίσω από τους προμαχώνες είχαν κατασκευαστεί τετράγωνα οικοδομήματα, με χοντρούς τοίχους και θολωτές στέγες, που προορίζονταν για οπλαποθήκες. Για τη συμπλήρωση της οχύρωσης της πόλης, οι Ενετοί κατεδάφισαν το μικρό παλιό φρούριο στην είσοδο του λιμανιού και έκτισαν μέσα σε 17 χρόνια το νέο φρούριο Rocca al mare (φρούριο της θάλασσας), τον γνωστό μας Κούλε, που δεσπόζει ακόμη στο παλιό λιμάνι. Στις παραμονές του Κρητικού Πολέμου (1630), οι Ενετοί είχαν εξοπλίσει το Κάστρο και το φρούριο με 428 τηλεβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Η πραγματικά άριστη οχύρωση του Ηρακλείου από τους Ενετούς, ήταν η αιτία που ο Χάνδακας ονομάστηκε Μεγάλο Κάστρο.
Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Μεγάλο Κάστρο το 1669, ύστερα από περίπου 22 χρόνια πολιορκίας (29 Μαΐου 1648 - 18 Σεπτεμβρίου 1669), μετά από την προδοσία του Ενετού συνταγματάρχη Ανδρέα Μπαρότσι, μπαίνοντας από τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα. Η πολιορκία του Κάστρου ήταν μάλιστα η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί στην παγκόσμια ιστορία. Αφού το κατέλαβαν, χρησιμοποίησαν το οχυρωματικό σύστημα των Ενετών για την εδραίωσή τους απέναντι στον Κρητικό λαό. Επισκεύασαν το τείχος και τα φρούρια τριγύρω, τα συμπλήρωσαν και τα προσάρμοσαν στις ανάγκες τους. Συγχρόνως, άλλαξαν τις ονομασίες, τις οποίες μετέφεραν στη γλώσσα τους.
Έτσι, ο προμαχώνας Μαρτινέγκο ονομάστηκε Γιουκσέκ Τάπια, τα Orecchione ονομάστηκαν Μπούρτζι, ο προμαχώνας του Αγίου Ανδρέα ονομάστηκε Γιουρούς Καπισί (πύλη της εφόδου), η Πύλη του Ιησού ονομάστηκε Γενί Καπού (Καινούργια Πόρτα), η Πύλη του Δερματά ονομάστηκε Κουμ Καπί, το φρούριο της θάλασσας ονομάστηκε Κούλες, κ.α. Την οχύρωση του Ηρακλείου, σε περιόδους ειρήνης, φαίνεται ότι οι κατακτητές την παραμελούσαν. Εντούτοις, ο οχυρωματικός περίβολος του Ηρακλείου και το φρούριο του Κούλε σώζονται σήμερα σε άριστη κατάσταση και αποτελούν τα καλύτερα διατηρημένα Ενετικά έργα στην Ευρώπη.
Το Κάστρο των Χανίων
Τα Χανιά είναι η σπουδαιότερη πόλη της δυτικής Κρήτης, κτισμένη στον ανατολικό μυχό του κόλπου Κυδωνίας, στη θέση της Αρχαίας Κυδωνίας. Η πόλη υπήρχε μέχρι το τέλος της Πρωτοβυζαντινής περιόδου, οπότε την κατέστρεψαν οι Σαρακηνοί (828 μ.Χ.). Μετά την εκδίωξη των Αράβων ο οικισμός ξανακτίστηκε, αλλά παρέμεινε μια μικρή και ασήμαντη πόλη. Λόγω όμως της οχυρής θέσης της και εξαιτίας των γεγονότων με τους Σαρακηνούς, οι Βυζαντινοί έκτισαν ένα φρούριο στο λόφο που ονόμασαν Καστέλι. Οι Ενετοί ανοικοδόμησαν κι εποίκησαν τη πόλη το 1252. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στο Βυζαντινό Καστέλι, κτίζοντας την Μητρόπολή τους Santa Maria, το παλάτι του ρετούρη (νομάρχη) και τις κατοικίες των αξιωματούχων.
Ενώ στους πρόποδες του λόφου άρχισαν να σχηματίζονται οι πρώτοι βούργοι, δηλαδή συνοικίες πολιτών με διάφορα επαγγέλματα. Αυτούς τους κατέστρεψαν το 1266 οι Γενουάτες με αρχηγό τον Obertino Doria. Έτσι, η ανάγκη να οχυρωθεί η πόλη, πέρα από την οχύρωση του Καστελιού, ήταν ολοφάνερη. Οι φεουδάρχες ζητούσαν από την Κεντρική εξουσία της Βενετίας να χτιστεί ένα περίβολος τειχών που να περιλαμβάνει όλη την πόλη, όπως είχε αναπτυχθεί ως τότε. Η οχύρωση τελικά αποφασίστηκε το 1336 και τα έργα άρχισαν αμέσως, για να ολοκληρωθούν μέσα σε 20 χρόνια. Αυτά ήταν τα πρώτα τείχη των La Canea, δηλαδή των Χανίων.
Φαίνεται όμως ότι και τα τείχη αυτά δεν πρόσφεραν πλήρη ασφάλεια στην πόλη, επειδή ήταν χαμηλά και γι’ αυτό τροποποιήθηκαν αργότερα. Αλλά και αυτές οι παρεμβάσεις ελάχιστα βελτίωσαν την αμυντική ικανότητα των Χανίων έως το 1536, όταν έφτασε στην πόλη ο μηχανικός των Ενετών Michel Sammicheli και εκπόνησε σχέδια για την κατασκευή νέων τειχών γύρω από τα παλιά. Η κατασκευή των νέων τειχών άρχισε το 1536 και ολοκληρώθηκε σε 32 χρόνια (1568), έπειτα από κάποιες προσθήκες των Savorgnan και του Capital General Renier (1563). Για να κτιστούν τα τείχη απαιτήθηκαν 13.936 αγγαρείες. Κάθε αγγαρεία ήταν 12 και 18 ημέρες για όσους κατάγονταν από ορεινές και πεδινές περιοχές, αντίστοιχα.
Οι εργάτες στην αρχή πληρώνονταν με 4 - 8 σολτίνια, ενώ αργότερα δεν έπαιρναν τίποτα, τρώγοντας μόνο ελιές, χαρούπια και νερό. Η συνολική δαπάνη των τειχών, μαζί με τη δαπάνη της ανέγερσης του φρουρίου της Θόδωρου, ανήλθε στα 87.000 δουκάτα. Τα τείχη, με σχήμα σχεδόν τετράγωνο, εκτείνονταν σε μια περίμετρο 3.085μ., ενώ μια τάφρος μήκους 1.942μ., βάθους 10 και πλάτους 50μ., εκτεινόταν παράλληλα με τα τείχη. Επίσης, υπήρχαν 4 προμαχώνες στις γωνιές του τείχους, με έναν επιπρομαχώνα σε κάθε έναν από αυτούς.
• Στη ΒΔ γωνία υπήρχε ο προμαχώνας San Salvatore ή Venier ή Griti με τον επιπρομαχώνα Revelino San Salvatore. Σε επαφή με το Φιρκά, σώζεται το μισό περίπου ενός κυκλικού πύργου από την αρχική οχύρωση του λιμανιού, που κατασκευάστηκε από τους Γενοβέζους στις αρχές του 13ου αιώνα. Ο πύργος ενσωματώθηκε στις μεταγενέστερες οχυρώσεις. Στη συνέχεια του πύργου υπάρχει ο ναός και η Μονή San Salvatore που έδωσε και το όνομα στο τμήμα αυτό των οχυρώσεων. Ο επιπρομαχώνας κάλυπτε μαζί με το Φρούριο Φιρκά την περιοχή της θάλασσας και ένα τμήμα της δυτικής πλευράς των οχυρώσεων.
• Στη ΝΔ γωνία των ενετικών οχυρώσεων υπήρχε ο προμαχώνας Schiavo ή San Dimitrio με τον επιπρομαχώνα Lando. Ο προμαχώνας αυτός πήρε το όνομά του από την ομώνυμη ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου που υπήρχε στην περιοχή «Κρύο Βρυσάλι». Ο ομώνυμος κυκλικός επιπρομαχώνας, διατηρείται εξολοκλήρου με αρκετές ανακατασκευές και στην κορυφή του αποκαλύφθηκε μετά από ανασκαφική έρευνα το parapetto και οι κανονιοθυρίδες.
• Στη ΝΑ γωνία βρίσκεται ο προμαχώνας Santa Lucia με τον επιπρομαχώνα Santa Lucia. Κατασκευάστηκε το 1568, είναι ημικυκλικός, κι ένα μέρος σώζεται στην οδό Μίνωος. Το τμήμα της Cortina ανατολικά της Piatta Forma καταλήγει στον καρδιόσχημο αυτό προμαχώνα που πήρε το όνομα του από την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής (Luccia), που βρίσκεται στη σημερινή οδό Μίνωος. Ο προμαχώνας κάλυπτε το ανατολικό μέρος της νότιας πλευράς και το νότιο της ανατολικής πλευράς των οχυρώσεων, σε ανταπόκριση με τους προμαχώνες Piatta Forma και Sabbionara αντίστοιχα.
• Από τον προμαχώνα Santa Luccia, το τείχος στρέφεται βόρεια, προς τη θάλασσα, όπου υπάρχει ο προμαχώνας Sabbionara ή Monecigo με τον επιπρομαχώνα Revelino Michel. Ο προμαχώνας διατηρεί μέχρι σήμερα το ανάλογο τουρκικό όνομα Κουμ - Καπί (Kum Kapisi ''Πύλη της Άμμου''), βρίσκεται στη ΒΑ γωνιά των ενετικών οχυρώσεων και είναι εξολοκλήρου κτισμένος μέσα στη θάλασσα. Στο μέτωπο του προμαχώνα σώζεται κυκλικό έμβλημα με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου και οικόσημα. Η πύλη είναι η μοναδική που σώζεται σήμερα, τροποποιημένη ως προς την εξωτερική της όψη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οπότε μειώθηκαν οι διαστάσεις της.
Οι προμαχώνες συνδέονταν μεταξύ τους με ισχυρά μεσοπύργια. Το μεσοπύργιο της νότιας πλευράς, επειδή ήταν μακρύ, χωρίστηκε με μια piattaforma σε δύο μέρη, που βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι το μέγαρο του Φιλολογικού Συλλόγου «ο Χρυσόστομος». Η piattaforma αυτή βρισκόταν ανάμεσα στους επιπρομαχώνες Della Mantona και τον San Giovanni. Από την πλευρά της θάλασσας δεν υπήρχε τείχος, γιατί η πόλη προστατευόταν από τον λιμενοβραχίονα που είχε μήκος 337μ. Οι επιχωματώσεις που χρειάσθηκαν έγιναν από τον ρετούρη Leonardo Loredan και κτίστηκε η πύλη Retimiota (του Ρεθύμνου) στη δυτική πλευρά της piattaforma, και ονομάστηκε έτσι γιατί από εδώ ξεκινούσε ο δρόμος για το Ρέθυμνο.
Μια άλλη πύλη υπήρχε στην ανατολική πλευρά του τείχους. Ήταν η πύλη της Άμμου (sabionera), ενώ στη δυτική πλευρά του υπήρχε το Porto San Salvatore. Και οι τρεις πύλες άνοιγαν κατευθείαν προς τα έξω, χωρίς προστασία από τους προμαχώνες, όπως συνέβαινε στον Χάνδακα. Το Κάστρο των Χανίων, 15 χρόνια πριν την άλωσή του από τους Τούρκους (1630), είχε 319 κανόνια, 30.695 μπάλες και 413.274 λίμπρες μπαρούτι. Παρά την ισχυρή αυτή οχύρωση, ο στρατηγός Del Monte το 1591 έκρινε ότι η πόλη ήταν ανίσχυρη και πρότεινε να εγκαταλειφθεί και να μεταφερθεί στη θέση της αρχαίας Άπτερας, στο λόφο του Παλαιόκαστρου.
Κατά τον Del Monte, οι αδυναμίες της οχύρωσης της πόλης ήταν οι πολύ οξείες γωνίες του τείχους που άφηναν ακάλυπτες πλευρές, οι στενές επιχωματώσεις και οι μικροί επιπρομαχώνες. Η πρόταση αυτή δεν έγινε ποτέ αποδεκτή. Οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Χανιά στις 22 Αυγούστου 1645, ανοίγοντας ρήγμα στο τείχος, στο προμαχώνα Shiavo. Αμέσως αναστήλωσαν τα κατεστραμμένα τείχη και μετά τα ανακαίνισαν, τα εκσυγχρόνισαν και τα εφοδίασαν με όσες εγκαταστάσεις χρειάζονταν. Μετονόμασαν την πύλη της αμμουδιάς σε Κουμ Καπί και τη Retimiota σε Καλέ Καπισί (πόρτα φρουρίου).
Από τη μέσα μεριά της Retimiota έκτισαν το τζαμί Χουσεΐν Πασά, από τον μιναρέ του οποίου δινόταν η διαταγή για το κλείσιμο της πόρτας. Από αυτή την πύλη έφυγε και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης των Χανίων στις 3 Νοεμβρίου του 1898. Μπροστά στην πύλη Καλέ Καπισί υπήρχε μια πλατεία, αυτή που σήμερα λέγεται Κοτζάμπαση, σε μια μουριά της οποίας οι Τούρκοι κρεμούσαν τους Χριστιανούς. Εδώ κρέμασαν τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ το 1821. Τα τείχη του κάστρου των Χανίων ήταν σε καλή κατάσταση μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν άρχισαν να γκρεμίζονται για να πάρουν τη θέση τους σπίτια και πολυκατοικίες.
Σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα από τη νότια πλευρά τους, ενώ μπορείτε να δείτε μερικά τμήματα τους στη δυτική πλευρά τους (προμαχώνας Shiavo, επιπρομαχώνας Lando, προμαχώνας San Salvatore ή Φιρκάς).
Το Κάστρο του Ρεθύμνου
Στη θέση του σημερινού Ρεθύμνου υπήρχε μικρός και ασήμαντος οικισμός από την εποχή της Πρωτοβυζαντινής Περιόδου. Ο οικισμός αυτός καταλήφθηκε από τους Άραβες, αλλά άρχισε να γίνεται πολιτεία μόνον κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας. Οι Ενετοί, λαός θαλασσινός που ασχολούνταν κυρίως με το μεταπρατικό εμπόριο, χρειάζονταν ένα λιμάνι, έστω και μικρό, ανάμεσα στα Χανιά και στο Ηράκλειο, για να καταφεύγουν σε αυτό οι γαλέρες τους, που περιέπλεαν τα βόρεια παράλια. Για το λόγο αυτό διασκεύασαν κατάλληλα το μικρό όρμο Μανδράκι, ανατολικά από τον βραχώδη λόφο του ακρωτηρίου της, που σήμερα λέγεται Φορτέτσα.
Γύρω από το λιμάνι αυτό άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς η πόλη, που οι Ενετοί έκαναν διοικητικό κέντρο της περιοχής, έδρα του ρετούρη (νομάρχη). Στη νέα πόλη κατοίκησαν κυρίως Έλληνες, ώστε να έχει πιο έντονο το Ελληνικό χρώμα από τα Χανιά και το Ηράκλειο. Το 1583 η αναλογία Ενετών και Ελλήνων ήταν 1 προς 3 περίπου. Οι πιο πολλοί Έλληνες κάτοικοι της πόλης ήταν ευγενείς αρχοντορωμαίοι. Έτσι το Ρέθυμνο ήταν μια πόλη υψηλής κοινωνικής στάθμης. Αυτή την πόλη, οι Ενετοί δεν μπορούσαν να την αφήσουν ανοχύρωτη. Η οχύρωση της μάλιστα είχε ήδη γίνει, από το 1303, αλλά δεν ήταν ικανή να προστατεύσει το Ρέθυμνο από την επιδρομή του τρομερού Μπαρμπαρόσα το 1538.
Έτσι, αμέσως μετά την επίθεση αυτή, η πόλη οχυρώθηκε πιο αποτελεσματικά (1540), με σχέδια του γνωστού στρατιωτικού μηχανικού των Ενετών Michel Sammicheli, που στη συνέχεια υπέστησαν σημαντικές τροποποιήσεις. Η οχύρωση περιελάμβανε ένα τείχος πάχους 12 ποδιών σε ευθεία γραμμή, που ξεκινούσε από την άμμο της ανατολικής παραλίας, όπου βρισκόταν ο προμαχώνας της Αμμουδιάς (Sabionera) ή της Αγίας Βαρβάρας, και συνέχιζε προς τη δυτική παραλία του Κουμπέ, παράλληλα μιας τάφρου.
Το τείχος είχε ακόμα δύο πύλες, τη Μεγάλη Πόρτα (Porta guora), που σώζεται ακόμη και σήμερα στην αρχή της οδού Εθνικής Αντιστάσεως και τη Porta dello squero στη μέση του δυτικού τμήματος του μεσοπυργίου, απέναντι από το σημερινό δημοτικό κήπο. Το τείχος είχε ενισχυθεί με δύο ακόμη προμαχώνες, της Αγίας Παρασκευής στη Μεγάλη Πόρτα και του Καλλέργη στη δυτική άκρη του τείχους, όπου αργότερα ανοίχθηκε μια ακόμη πόρτα, του Αγίου Αθανασίου. Αλλά και αυτή η οχύρωση ήταν αδύνατη και ελλιπής, γιατί δεν είχε τείχος από τη μεριά της θάλασσας. Έτσι, όταν ο Ολούτς Αλή επιτέθηκε κατά του Ρεθύμνου το 1567, το κατέστρεψε ολοσχερώς.
Έτσι, αποδείχτηκε ότι το τείχος ήταν άχρηστο, γι’ αυτό εγκαταλείφθηκε και ερειπώθηκε. Τότε αποφασίστηκε να κτιστεί το εντυπωσιακό φρούριο της Φορτέτσας πάνω στο λόφο Παλαιόκαστρο, για να ασφαλιστεί η πόλη.
Το Κάστρο της Σητείας
Η Σητεία, ως οικισμός, κατά την αρχαιότητα δεν είναι βέβαιο ότι βρισκόταν στη θέση που είναι σήμερα, αν και έχουν βρεθεί Μεσομινωικοί και Υστερομινωικοί τάφοι, Γεωμετρικά και Ελληνικά ειδώλια, όστρακα, Ρωμαϊκά κτίρια και μια Παλαιοχριστιανική Βασιλική. Βέβαιο είναι όμως ότι υπήρχε στην Πρωτοβυζαντινή, την Αραβική, τη Β' Βυζαντινή και την Ενετική Περίοδο. Ο Βυζαντινός οικισμός της Σητείας περιβαλλόταν από τείχη, ήταν δηλαδή κάστρο. Έχουν βρεθεί Ενετικοί χάρτες που αποτυπώνουν τα Βυζαντινά τείχη, τμήματα των οποίων έχουν εντοπιστεί κατά καιρούς.
Τα τείχη αυτά, σχηματίζοντας ένα ισοσκελές τρίγωνο, τη βάση του οποίου αποτελούσε η παραθαλάσσια πλευρά του, άρχιζαν λίγο πιο πέρα από το τελωνείο της πόλης, όπου βρίσκονταν οι Ρωμαϊκές ιχθυοδεξαμενές, κι έφταναν ως την Καζάρμα, όπου σχηματιζόταν η γωνία του τριγωνικού περίβολου, με τον ανατολικό βραχίονά τους. Στην κορυφή του κάστρου ήταν κτισμένο το φρούριό του, η σημερινή «Καζάρμα». Τα τείχη και το φρούριο επισκεύασε το 1204, μετά την κατάληψη της πόλης, ο Γενουάτης αρχιπειρατής Ερρίκος Πεσκατόρε. Επισκευές όμως έγιναν κι από τους Ενετούς σε διάφορα χρονικά διαστήματα.
Μια τέτοια επισκευή ήταν που έγινε το 1508 μετά από καταστροφικό σεισμό. Κατά την επιδρομή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1538, τα τείχη του κάστρου υπέστησαν τεράστιες καταστροφές και οι Ενετοί κυβερνήτες Παραβιτσίνι και Σαβοργκάν ζήτησαν την κατεδάφιση τους. Για να μην γίνει αυτό, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να συμβάλουν οικονομικά με 1.500 δουκάτα για την επιδιόρθωση όλου του οχυρωματικού συστήματος της πόλης. Αλλά η πλευρά του τείχους προς τη θάλασσα αργότερα, λόγω των μεγάλων ζημιών που είχε υποστεί, δεν μπορούσε να επιδιορθωθεί και ζητήθηκε και πάλι η κατεδάφιση του κάστρου. Η αντίδραση όμως των Βάιλων της Σητείας, Bemb και Gongara, απέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο.
Το 1626, λίγα χρόνια πριν τον Κρητικό Πόλεμο, η πόλη θεωρήθηκε «ανοχύρωτη». Το 1630 σε έκθεση που υπέβαλε ο στρατιωτικός αρχιτέκτονας Fr. Basilicata, προς τον υπεύθυνο για την άμυνα του νησιού γενικό κυβερνήτη Pietro Giustiniano ανέφερε ότι η θέση της πόλης είναι ακατάλληλη για οχύρωση και ασφάλεια, αλλά πρέπει να προφυλαχτεί, καθώς η μεταφορά της ήταν αδύνατη. Στάλθηκαν τότε μηχανικοί και χρήματα για την επισκευή των τειχών και του φρουρίου, οι οποίοι κατεδάφισαν τα τείχη για να τα ξανακτίσουν ισχυρότερα. Ωστόσο, δεν πρόλαβαν καθώς εμφανίστηκαν στην Κρήτη οι Τούρκοι.
Οι κάτοικοι απομακρύνθηκαν από την πόλη και μεταφέρθηκαν στο «Μεγάλο Κάστρο», το Ηράκλειο, και η μικρή φρουρά που έμεινε, άντεξε μέχρι το 1651. Τα τείχη της Σητείας δεν ξανακτίσθηκαν ποτέ και η πόλη έκτοτε έπαψε να υπάρχει για δύο ολόκληρους αιώνες, μέχρι το 1869 που ξαναχτίστηκε με σχέδια του Αυνή Πασά, που γι’ αυτό και οι Τούρκοι την ονόμασαν «Αυνιέ», ονομασία που ποτέ δεν επικράτησε. Σήμερα τα τείχη δεν είναι ορατά και μόνο το φρούριο της Καζάρμα έχει μείνει για να θυμίζει ότι η Σητεία ήταν κάποτε ένα από τα κάστρα της Κρήτης.
Το Κάστρο της Ιεράπετρας
Η Ιεράπετρα δεν είχε οχυρωθεί από τους Βυζαντινούς ή τους Ενετούς. Αντίθετα, οι πρώτοι που την οχύρωσαν ήταν οι Τούρκοι, καθώς αισθάνονταν ανασφαλείς από την πίεση του τοπικού πληθυσμού. Το τείχος αυτό ήταν χαμηλό και περιέβαλε την πόλη μόνο από τη μεριά της στεριάς, το σχέδιο του οποίου διασώθηκε από τον Άγγλο περιηγητή Spratt. Το τείχος άρχιζε από την προκυμαία, ανατολικά από το μουσείο της πόλης και προχωρώντας την πλατεία Κοθρή και την πλατεία Τζαμιού κατέληγε στην περιοχή Σαρακήνα. Το κάστρο είχε δύο πύλες, μια στη βόρεια πλευρά, στην πλατεία του Δημαρχείου και μια δεύτερη στη δυτική πλευρά, στην πλατεία Τζαμιού.
Το τείχος εξωτερικά περιβαλλόταν με τάφρο γεμάτη νερό (πλάτος 2,5 μ. και βάθος 1,5 μ.), που οι ντόπιοι ονόμαζαν χεντέκι. Τα τείχη της Ιεράπετρας επισκευάστηκαν το 1823 και το 1829. Όταν το 1898 εκδιώχθηκαν οι Τούρκοι από την Κρήτη, τα τείχη γκρεμίσθηκαν, για λόγους αισθητικούς και πολιτικούς, με την παρουσία του Γάλλου ναυάρχου Potier, που έδωσε το σύνθημα της κατεδάφισης με μια σκαλίδα σε 1.500 κατοίκους της πόλης, οι οποίοι κατέστρεψαν τα τείχη που θύμιζαν τον Τούρκο τύραννο. Ίχνη των τειχών υπάρχουν ακόμη κοντά στην πλατεία του Δημαρχείου.
Το Κάστρο στα Σκαλιά Σητείας
Ένα μικρό κάστρο υπήρχε κοντά στο χωριό Σίτανος της Επαρχίας Σητείας, στα Σκαλιά. Τα Σκαλιά ήταν ένα μικρό χωριό λίγων κατοίκων κτισμένο στην κορυφή μιας μικρής πλαγιάς, κατά τρόπο που οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών του αποτελούσαν το τείχος που περικύκλωνε τον οικισμό, από τη βόρεια μεριά του οποίου μάλιστα υπήρχε προστατευτικός γκρεμός. Οι κάτοικοι των Σκαλιών είχαν αναπτύξει πλούσια αντιστασιακή δράση κατά των Τούρκων, γι’ αυτό η Υψηλή Πύλη αποφάσισε στα μέσα του 18ου αιώνα την εξόντωσή τους. Αποβίβασε λοιπόν στην Κάτω Ζάκρο 2.000 άντρες και με οδηγό έναν ντόπιο, που με τη βία επιστράτευσαν, βάδισαν εναντίον των Σκαλιών.
Επειδή όμως νύχτωσε, σταμάτησαν να κοιμηθούν στη θέση «Μαύρα Χώματα». Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Έλληνας οδηγός τους κι έτρεξε να ενημερώσει τους Σκαλιώτες. Αυτοί πριν ξημερώσει έτρεξαν στο τούρκικο στρατόπεδο κι έσφαξαν όλο το εκστρατευτικό σώμα. Οι Τούρκοι, προσεταιρίστηκαν τον προδότη παπά Δράκο ή Φραγκιά της Ζήρου, που κάλεσε τους Σκαλιώτες για να τους κοινωνήσει στο ναό της Αγίας Παρασκευής, αφού τους ζήτησε να αφήσουν τα όπλα τους έξω από την Εκκλησία. Οι Τούρκοι, που καιροφυλακτούσαν, εισόρμησαν και έσφαξαν όλους, εκτός από τον Σκαλιωτογιάννη.
Σήμερα τα Σκαλιά είναι ερείπια (σώζεται μόνο η Εκκλησία του Αγ. Γεωργίου κι ένα σπίτι) ενώ ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει ακόμη το τείχος του χωριού. Επίσης, κάθε χρόνο στην εορτή της Αγ. Παρασκευής στη Ζήρο, γίνονται εκδηλώσεις μνήμης και κατάθεση στεφανιών στο μνημείο των Σκαλιωτών στρατιωτών.
ΕΝΕΤΙΚΑ ΦΡΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΣΤΕΛΙΑ
Η Κρήτη είναι ένα μεγάλο νησί με πολλά σημεία, από τα οποία μπορεί κάποιος να επιβιβαστεί στο νησί. Έτσι οι διάφοροι κατακτητές της, κυρίως οι Ενετοί, φρόντιζαν να κατασκευάσουν δεκάδες φρούρια σε νευραλγικές θέσεις του νησιού και σε νησίδες που βρίσκονται γύρω από αυτό, που τα χρησιμοποιούσαν για να ελέγχουν την τριγύρω περιοχή και τα περάσματα. Τα Καστέλια, όπως λέγονται τα Ενετικά φρούρια, βρίσκονταν σε όλο το νησί. Μάλιστα πολλά χωριά σήμερα λέγονται Καστέλι, προφανώς λόγω παλαιότερων φρουρίων, που σήμερα δεν υπάρχουν.
Ακόμη και σήμερα οι Κρητικοί όταν τσακώνονται λένε τη χαρακτηριστική φράση «Θα μας ακούσουν τα δώδεκα Καστέλια» (δηλαδή, θα μας ακούσει όλη η Κρήτη), αναφερόμενοι προφανώς σε δώδεκα ομώνυμα χωριά σε όλη την Κρήτη που είχαν κάποιο φρούριο.
Φρούριο Σούδας
Η Σούδα είναι ένα μικρό νησί που στέκει σαν φύλακας στην είσοδο του κόλπου της Σούδας, ένα φυσικό λιμάνι που προστατεύεται από τα υψηλά βουνά ανατολικά των Χανίων, στη ΒΑ πλευρά του λιμανιού τους. Στη ΒΔ πλευρά του, σε πολύ μικρή απόσταση, είναι το νησάκι Λέων, σχεδόν στρογγυλό που αναφέρεται στους χάρτες των Ενετών ως «Νησί των κουνελιών». Στην αρχαιότητα τα δύο νησιά λέγονταν Λευκαί, όπως αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος. Το όνομά τους προέρχεται από την αρχαία Ελληνική μυθολογία στην οποία λέγεται ότι οι Σειρήνες ηττήθηκαν από τις μούσες, που τις συναγωνίσθηκαν σε κάποιο μουσικό αγώνα και στεναχωρήθηκαν τόσο που τα φτερά τους, έπεσαν από τους ώμους, έγιναν λευκές και μπήκαν στη θάλασσα, δημιουργώντας έτσι τα νησάκια Λευκαί.
Πριν να οχυρωθεί, στο νησάκι ήταν ένα μοναστήρι του Αγ. Νικολάου και γι’ αυτό λεγόταν Φραρονήσι (Φράροι ή Φλώροι είναι οι καθολικοί μοναχοί). Ύστερα από την οχύρωση του, πήρε το όνομα Σούδα από το όνομα του κόλπου. Από τον 14ο αιώνα υπήρχε φρούριο στο νησί. Το Ενετικό φρούριο (η Φορτέτσα) άρχισε να κτίζεται από τους Ενετούς το 1573, σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν την άμυνα του λιμανιού της Σούδας και να ελέγχουν την είσοδο του κόλπου. Το έργο από μόνο του δεν έλυνε το πρόβλημα της ασφάλειας, γι’ αυτό οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες είχαν ζητήσει να εκτελεσθούν και άλλα συμπληρωματικά έργα άμυνας σε επίκαιρες θέσεις, που όμως λόγω υψηλού κόστους δεν ξεκίνησαν ή δεν ολοκληρώθηκαν.
Αρχιτέκτονας και επιβλέπων των εργασιών ήταν ο μηχανικός οχυρώσεων Latino Orsini. Το έργο εκτελέστηκε πολύ γρήγορα και μέσα σ’ ένα χρόνο τοποθετήθηκαν και τα πρώτα κανόνια. Η Φορτέτσα από τεχνικής άποψης αποτέλεσε ένα άριστο οχυρωματικό έργο που, εκμεταλλευόμενο τη μορφολογία του εδάφους του νησιού, έδινε λύσεις στους πιθανούς κινδύνους από την έναντι ξηρά ή την προσέγγιση πλοίων. Αναφέρεται ότι ο οπλισμός του φρουρίου το 1630 ήταν 44 κανόνια διαφόρων διαμετρημάτων και 9.185 μπάλες. Τα τείχη περιέβαλαν όλη την έκταση του νησιού της Σούδας. Στο βόρειο μέρος ήταν οι προμαχώνες Martinengo και Μichiel.
Ανάμεσά τους μια μικρή πόρτα οδηγούσε στο χαμηλότερο κομμάτι του νησιού της Σούδας, όπου ήταν το νεκροταφείο, ο επιπρομαχώνας Mocenigo και μια δεξαμενή. Στην ανατολική πλευρά ήταν οι στρατώνες και μπροστά τους βρίσκονταν 3 δεξαμενές, αποθήκες, ο κήπος και το εκκλησάκι της Παναγίας (La Madonnina), ενώ στη ΝΔ πλευρά ήταν ο προμαχώνας Orsino και η πύλη του φρουρίου. Στη δυτική πλευρά βρίσκονταν 3 δεξαμενές και αποθήκες πυρομαχικών και πολεμοφοδίων, το πεδίο ασκήσεων και ο ανεμόμυλος. Εκτός από τους χώρους αυτούς, υπήρχε νοσοκομείο, φυλακή και πολλά καταλύματα για λαϊκούς.
Στα επόμενα χρόνια μέχρι την απόβαση των Τούρκων στην Κρήτη το 1645, εκτελούνταν μόνο συμπληρωματικές εργασίες συντήρησης και βελτίωσής του. Σε αυτά εντάσσεται και η κατασκευή (1585) του κεντρικού ναού (που διατηρείται και σήμερα αναλλοίωτος), όπου λειτουργούσαν ιερείς του τάγματος του Αγ. Αυγουστίνου, καθώς προϋπήρχε μονή Αυγουστινιανών μοναχών. Η Φορτέτσα, μετά την κατάληψη των Χανίων από τους Τούρκους το 1646 δέχθηκε σφοδρή επίθεση από ξηρά και θάλασσα. Οι υπερασπιστές της όμως, παρόλο που ήταν ολιγάριθμοι, κατάφεραν να αποκρούσουν.
Μετά την κατάληψη του Χάνδακα (1669) και τη συνθηκολόγηση που ακολούθησε, το νησί παρέμεινε ελεύθερο υπό Ενετική διοίκηση, μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου του 1715, οπότε παραδόθηκε στους Τούρκους μετά από πολιορκία και ηρωική αντίσταση 72 ημερών. Οι Τούρκοι κατείχαν τη νησίδα μέχρι το 1898 οπότε και αποχώρησαν οι στρατιωτικές δυνάμεις από την Κρήτη. Την περίοδο αυτή, εκτός από τη μετατροπή του ναού σε τζαμί αφιερωμένο στον Σουλτάνο Γαζή Αχμέτ Χαν, δεν πρόσθεσαν τίποτα ουσιαστικό στην οχύρωσή του.
Το νησί είναι συνδεδεμένο με την Κρητική ιστορία και τους αγώνες των Κρητικών για την απελευθέρωσή τους, επειδή σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, που το νησί βρισκόταν υπό Βενετική διοίκηση, αποτελούσε καταφύγιο των διωκόμενων επαναστατών. Πάνω σ’ αυτό υψώθηκε για πρώτη φορά η ελληνική σημαία, την 1η Φεβρουαρίου του 1913 (πριν την επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα). Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Ελληνικού πολεμικού ναυτικού στα πλαίσια του ευρύτερου αμυντικού σχεδιασμού του λιμένα. Το νησί, που στερείτο παντελούς βλάστησης, δενδροφυτεύτηκε το 1966 από το Πολεμικό Ναυτικό.
Η Σούδα ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται ως ναυτική βάση. Γι’ αυτό στη βάση της Σούδας δεν επιτρέπονται οι επισκέπτες και η λήψη εικόνων. Μετά από αρκετά χρόνια επίμονων και μεθοδευμένων προσπαθειών, υλοποιήθηκε ένα πάγιο αίτημα της τοπικής κοινωνίας και η νησίδα της Σούδας αποδεσμεύτηκε απ’ τη στρατιωτική επιτήρηση. Την άνοιξη του 2007, επετράπη η ενεργοποίηση της επισκεψιμότητας σε συνεργασία με το Ναύσταθμο Κρήτης, την 28η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και του Δήμου Σούδας, δύο φορές την εβδομάδα. Η μεταφορά γίνεται από την προβλήτα της Σούδας και η επιστροφή σ' αυτή.
Φρούριο Ιντζεδίν
Το φρούριο Ιντζεδίν, το μοναδικό Τουρκικό φρούριο της Κρήτης, βρίσκεται στο ύψωμα Καλάμι, 15 χλμ. ανατολικά της πόλης των Χανίων και δεσπόζει στην είσοδο του κόλπου της Σούδας. Κτίστηκε το 1872 από το Ρεούφ Πασά, στην ίδια θέση που το 1646 οι πρώτοι Τούρκοι, διώχνοντας τους Ενετούς, έχτισαν Πύργο. Αποτελούσε το κυριότερο αμυντικό έργο του λιμανιού και ονομάσθηκε έτσι προς τιμή του πρωτότοκου γιου του Σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ Ιντζεδίν. Στα μεταγενέστερα χρόνια χρησιμοποιήθηκε κυρίως σαν φυλακή πολιτικών κρατουμένων, κρατουμένων του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά και θανατοποινιτών.
Την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1903) ο Ελευθέριος Βενιζέλος γνώρισε για 15 ημέρες το αφιλόξενο περιβάλλον των φυλακών του φρουρίου, μετά από καταδίκη του για εξύβριση, έπειτα από μήνυση που του υπέβαλλε ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος, που ήταν οπαδός του πρίγκιπα Γεωργίου. Στην περίοδο της δικτατορίας του Θ. Πάγκαλου, το 1924, κρατήθηκε στις φυλακές μεγάλος αριθμός πολιτικών αντιφρονούντων, ενώ μετά τη πτώση της δικτατορίας, με αντιπραξικόπημα (1926), φυλακίστηκε για 2 χρόνια και ο ίδιος ο Πάγκαλος. Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και στα πρώτα χρόνια του εμφυλίου οι φυλακές δε λειτούργησαν.
Τα τελευταία όμως χρόνια του εμφυλίου και μετά, το κάτεργο του Ιντζεδίν άνοιξε και πάλι. Το 1948, οι πρώτοι κομμουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν από τη Γυάρο στις φυλακές του Ιντζεδίν, όπου γίνονταν και εκτελέσεις. Από τα σκοτεινά κι ανήλια μεσαιωνικά μπουντρούμια του τις επόμενες δεκαετίες πέρασαν δεκάδες πολιτικοί κρατούμενοι, κυρίως κομμουνιστές, αλλά στην περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών και πολιτικοί ασχέτως ιδεολογίας. Ο ρόλος του φρουρίου, ως χώρος φυλάκισης πολιτικών κρατουμένων, που με την αντίστασή τους πάλεψαν για τις δημοκρατικές τους ιδέες, στάθηκε αφορμή για να περάσει στην ιστορία της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου.
Φρούρια Πόλης Χανίων
Στην πόλη των Χανίων υπάρχουν δύο μεσαιωνικά φρούρια, που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην Ιστορία της πόλης και συνδέθηκαν με κορυφαίες στιγμές ολόκληρου του νησιού, καθώς κι ένα άλλο μικρότερο και λιγότερο σημαντικό νότια της. Τα φρούρια αυτά είναι το φρούριο της Κυδωνίας, το φρούριο Φιρκάς και το φρούριο στον Κάστελο Αγίας Κυριακής:
1) Καστέλλι Κυδωνίας
Είναι το φρούριο που χτίστηκε αρχικά από τους Βυζαντινούς πάνω στην ακρόπολη της αρχαίας Κυδωνίας, σ’ ένα ύψωμα στην περιοχή της σημερινής παλιάς πόλης. Το σημείο αυτό ήταν το ψηλότερο που δέσποζε στην περιοχή, δεξιά κατεβαίνοντας προς το λιμάνι. Σχέδιο αυτού του φρουρίου δε σώθηκε. Όταν οι Ενετοί κατέλαβαν την Κρήτη, εγκαταστάθηκαν στο Καστέλι, το διαμόρφωσαν, το συμπλήρωσαν, το προσάρμοσαν στις ανάγκες τους και το οχύρωσαν. Γύρω από το φρούριο γρήγορα αναπτύχθηκαν μικροί οικισμοί, οι βούργοι. Το φρούριο επικοινωνούσε με την πόλη με τρεις πύλες.
Η ανατολική πύλη, απομεινάρια της οποίας υπάρχουν και σήμερα, οδηγούσε στις συνοικίες Χιόνες και Σπλάντζια. Η δυτική γκρεμίστηκε το 1928 και η τρίτη οδηγούσε στην κάτω πόλη. Οι Ενετοί έκτισαν στο φρούριο πολλά κτίρια, που τα πιο πολλά είναι αξιοθαύμαστα έργα αρχιτεκτονικής τέχνης. Στο εσωτερικό του έκτισαν και τη νέα μητρόπολη Santa Maria, το παλάτι του ρετούρη (νομάρχη), τις κατοικίες των αρχόντων, κ.α. Ο Gerola αναφέρει πολλά κτίρια με γοτθική και αναγεννησιακή αρχιτεκτονική, επιβλητικές εισόδους παλατιών Ενετών αρχόντων, όπως των Τζαγκαρόλων, των Πρεμαρίνων και των Δαμολίνων, με επιγραφές, οικόσημα και λέοντες.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο εντυπωσιακό Palazzo του Άγγελου Πρεμαρίνου, που χτίστηκε το 1598. Ένας κεντρικός δρόμος, η σημερινή οδός Κανεβάρο, διέσχιζε το Καστέλι από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν το φρούριο με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή για την εγκατάσταση των αρχόντων της πόλης. Έτσι εδώ υπήρχε το παλάτι του Πασά και οι κατοικίες των Μπέηδων, ενώ τα υπόλοιπα κτήρια στέγασαν τις δημόσιες υπηρεσίες. Σε όλες τις επαναστάσεις των Κρητικών, το Καστέλι ήταν το έρεισμα τους. Σήμερα τα λείψανα του φρουρίου είναι ελάχιστα.
2) Φρούριο Φιρκά
Απέναντι από το Καστέλι, στην άλλη μεριά του λιμανιού, δεσπόζει ακόμη το φρούριο Φιρκάς, κτισμένο σε χαμηλό ύψωμα, στο οποίο στεγάζεται σήμερα το Ναυτικό Μουσείο Κρήτης. Η ονομασία Φιρκάς είναι τούρκικη και σημαίνει μεραρχία, καθώς το φρούριο ήταν η έδρα της Τούρκικης Μεραρχίας. Ο Φιρκάς είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά ενετικά φρούρια. Αποτελούσε τον κύριο ενετικό στρατώνα της πόλης και ήταν κτισμένο σε καίρια θέση, προστατεύοντας την είσοδο του λιμανιού. Έξω από την κεντρική πύλη υπήρχε στερεωμένος ισχυρός σιδερένιος κρίκος (ο κέρκελος), όπου δενόταν μια αλυσίδα που έφραζε την είσοδο του λιμανιού, καθώς στερεωνόταν σ’ έναν άλλο κέρκελο στην άλλη μεριά της εισόδου, τον φάρο.
Στο φρούριο υπήρχαν υπόγειες στοές, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως φυλακές. Στο φρούριο Φιρκάς γράφτηκε η πιο ένδοξη σελίδα της σύγχρονης Κρήτης, καθώς την 1η Δεκεμβρίου 1913, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ύψωσαν την ελληνική σημαία σ’ ένα πυργίσκο του φρουρίου, μετά από δεκάδες αιώνες σκλαβιάς, σφραγίζοντας την Ένωση της Κρητικής Πολιτείας με το κράτος της Ελλάδας. Ένα άλλο ιστορικό γεγονός που συνδέεται με τον Φιρκά είναι η αποκοπή του ιστού της Ελληνικής Σημαίας, που είχαν υψώσει οι Κρήτες στις 18 Αυγούστου 1908, μετά το ψήφισμα της Κρητικής Συνέλευσης για την Ένωση.
Τη σημαία έκοψαν τα αγήματα των Μεγάλων Δυνάμεων, που δεν ήθελαν τότε την ένωση. Έτσι, ο Φιρκάς αποτελεί για τους Κρητικούς το σύμβολο των σκληρών αγώνων τους για την απελευθέρωση του νησιού.
Καστέλλι Κισσάμου
Το Καστέλι της Κισσάμου, που από το 1966 μετονομάστηκε σε Κίσσαμο, είναι μια μικρή γραφική κωμόπολη η οποία απλώνεται στον μυχό του Κόλπου Μυρτίλος ή Κισσάμου, ανάμεσα στις χερσονήσους της Γραμβούσας και της Σπάθας. Το όνομά της το οφείλει στο ενετικό φρούριο που ήταν κτισμένο εκεί. Το φρούριο καταρχήν κτίστηκε από τον Γενουάτη Ερρίκο Πεσκατόρε στη θέση της αρχαίας Κισάμου, στις αρχές του 13ου αιώνα κι ήταν ένα από τα 15 φρούρια που οχύρωσε αμέσως με την κατάληψη της Κρήτης το 1204. Όταν οι Ενετοί εξεδίωξαν τους Γενουάτες, το φρούριο περιήλθε στην κατοχή τους. Έτσι, το επισκεύασαν και το έκαναν αμυντικό στρατιωτικό κέντρο της περιοχής.
Το σχήμα του ήταν ασύμμετρο πεντάγωνο και, όπως όλα τα ενετικά φρούρια, είχε χώρους στρατωνισμού, φυλακές, εκκλησάκι και πηγάδι. Από τις πρώτες κιόλας εναντιώσεις των Κρητικών στην ενετική κατοχή, το φρούριο του Καστελιού Κισάμου έγινε στόχος των εξεγερμένων. Όταν το 1262 οι Κρητικοί, με τη βοήθεια του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, επαναστάτησαν κατά των Ενετών, το φρούριο δέχτηκε σφοδρή επίθεση, αλλά δεν έπεσε. Την περίοδο των επαναστάσεων του 1333 και 1341, οι Ενετοί κατέστρεψαν τον οικισμό που είχε αναπτυχθεί γύρω από το φρούριο, ενώ αργότερα αποφάσισαν την ανοικοδόμησή του. Από τότε και μετά, ο συνοικισμός ονομάστηκε Καστέλι, όπως όλοι οι βούργοι του νησιού.
Το 1538, το φρούριο καταστράφηκε από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και το 1554 επιδιορθώθηκε ριζικά. Το 1583, το Castel Chissamo είχε 845 κατοίκους και το 1630 είχε 35 κανόνια. Το 1595 καταστράφηκε ολοσχερώς από σεισμό, αλλά κατασκευάστηκε ξανά το 1635 από τον Lorenzo Contarini. Το 1646 οι Τούρκοι πολιόρκησαν το φρούριο, το οποίο έπεσε μετά την προδοσία του φρούραρχου Giovani Medici, ο οποίος είχε απελπιστεί καθώς το φρούριο είχε υποστεί πολλές ζημιές και οι στρατιώτες είχαν αποδεκατιστεί από την πανώλη. Οι Τούρκοι το επισκεύασαν αμέσως.
Το 1692, που σημειώθηκε η πρώτη Κρητική επανάσταση με υποκινητή τον Ενετό ναύαρχο Αλοΐσιο Μοτσενίγο, οι επαναστάτες κατέλαβαν το φρούριο, αλλά οι Τούρκοι το κατέλαβαν και πάλι. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το φρούριο υπήρξε θέατρο πολλών επαναστατικών δράσεων. Το 1821, στο φρούριο φυλακίστηκε ο επίσκοπος Κισσάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκης. Από εκεί ο Τουρκικός όχλος τον έσυρε, την ημέρα της Αναλήψεως, στον τόπο απαγχονισμού του. Όταν η επανάσταση γενικεύτηκε, οι 1800 Τούρκοι της Κισάμου βρήκαν καταφύγιο στο φρούριο, το οποίο πολιορκούσαν οι επαναστάτες και δύο Υδραίικα πλοία.
Τον Φεβρουάριο του 1823, στα πλαίσια της προετοιμασίας για την αποβίβαση του νέου Γενικού Αρχηγού του αγώνα στην Κρήτη Εμμανουήλ Τομπάζη, οργανώθηκε η εκκαθάριση των επαρχιών Κισσάμου και Σελίνου, αναγκάζοντας τους Τούρκους να ταμπουρωθούν στο φρούριο. Έτσι, έφτασε στο λιμάνι του Δραπανιά η γαλέτα Τερψιχόρη, που μετέφερε τον Τομπάζη, ο οποίος αντικατέστησε τον Μιχαήλ Αφεντούλιεφ και 600 Έλληνες εθελοντές από την Ήπειρο. Οι Έλληνες πολιόρκησαν το φρούριο ως τις 25 Μαΐου, όταν οι Τούρκοι παρέδωσαν το φρούριο και τον οπλισμό τους. Η ελληνική σημαία υψώθηκε μετά από αιώνες στην Κρήτη, αλλά για λίγο καιρό.
Οι Τούρκοι μεταφέρθηκαν στα Χανιά, όπου ανασυγκροτήθηκαν και επέστρεψαν στην Κίσσαμο. Μετά από σφοδρές μάχες, κατάφεραν να το ανακαταλάβουν. Το 1825 το φρούριο ξανάπεσε στα χέρια 900 Ελλήνων επαναστατών, που ήρθαν από τη Μονεμβάσια. Αρχικά κατευθύνονταν προς τη Γραμβούσα, αλλά ο κακός καιρός και η πληροφορία ότι στην Κίσσαμο υπήρχαν μόλις 20 φρουροί, τους οδήγησε στην πολιορκία του φρουρίου στο Καστέλι. Ωστόσο, μετά από 3-4 μέρες, 2.000 Τούρκοι κατέφτασαν στο Καστέλι και ανακατέλαβαν το φρούριο, αναγκάζοντας τους Έλληνες να υποχωρήσουν στη Γραμβούσα.
Στη μεγάλη επανάσταση του 1866, το φρούριο υπήρξε και πάλι στόχος των επαναστατών, αρχηγός των οποίων ήταν ο Σκαλίδης. Το φρούριο πολιορκήθηκε υπό τον συνταγματάρχη Βυζάντιο και τον ταγματάρχη Φρουδαράκη, αλλά η πολιορκία λύθηκε όταν ο τελευταίος σκοτώθηκε. Το 1897-8, η ιστορία επαναλήφθηκε, αλλά οι Τούρκοι, διασώθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σήμερα, τα λείψανα του φρουρίου, τα περισσότερα από τα οποία είναι υπολείμματα Τουρκικών κυρίως κτιρίων, στέκουν ακόμη σε μερικά σημεία, θυμίζοντας το έντονο παρελθόν τους.
Φρούριο Γραμβούσας
Το όνομα Γραμβούσα προέρχεται από τη Βενετσιάνικη λέξη Garabuse, ενώ στην αρχαιότητα λεγόταν Κώρυκο. Στη Γραμβούσα νησί βρίσκονται τα ερείπια ενετικού κάστρου, που χτίστηκε το 1579 - 1584, σε ύψος 137 μέτρων πάνω απ' το φυσικό λιμάνι του νησιού. Η θέση του κάστρου ήταν στρατηγική, καθώς προστάτευε όλη τη ΒΑ Κρήτη. Το μέγεθός του εξακολουθεί να εντυπωσιάζει, καθώς έχει τριγωνικό σχήμα, με κάθε πλευρά του να ξεπερνά το ένα χιλιόμετρο. Παρά το μέγεθός του και τη μεγάλη του χωρητικότητα, φαίνεται ότι οι Ενετοί δεν το χρησιμοποίησαν σε κάποια σημαντική μάχη. Το φρούριο παραδόθηκε στους Τούρκους το 1892, ύστερα από δωροδοκία των Τούρκων στον Ενετό φρούραρχο.
Όταν το πήραν ξανά οι Κρητικοί Επαναστάτες, το 1825, το φρούριο έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση του αγώνα για την απελευθέρωση, καθώς έγινε έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής Κρήτης. Το νησί χρησιμοποιήθηκε σαν ορμητήριο για 3 χρόνια από 3.000 επαναστάτες, οι οποίοι λόγω έλλειψης τροφής στον τόπο αναγκάστηκαν να επιδοθούν σε πειρατεία. Το νησί τότε απέκτησε αρνητική φήμη σε όλη την Ευρώπη και το 1830, με επέμβαση του Ιωάννη Καποδίστρια, το νησί απελευθερώθηκε. Ύστερα από το πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) η Κρήτη, μαζί και το φρούριο, παραδόθηκε στους Τούρκους.
Φραγκοκάστελο
Μικρό, καλοδιατηρημένο, ακουμπισμένο στην άκρη μιας έρημης πεδιάδας στην παραλία του Λιβυκού Πελάγους, ΝΔ των Σφακίων, το Φραγκοκάστελο ξετυλίγει ακόμη το κουβάρι της ιστορίας του, μιας ιστορίας γεμάτης θύμησες και μυστήρια. Το κάστρο των Δροσουλιτών χτίστηκε από τους Ενετούς την περίοδο 1371-1374, για προστασία από τους πειρατές και για τον έλεγχο των ανυπότακτων Σφακιανών, που έχοντας τότε επικεφαλής τους 6 αδελφούς Πατσούς, παρενοχλούσαν συνεχώς τους κατακτητές και δεν τους άφηναν να ολοκληρώσουν το έργο.
Άλλοι Ενετοί παρέσυραν και εξόντωσαν με προδοσία τα 6 αδέλφια, ενώ για να κερδίσουν χρόνο χρησιμοποίησαν για την ανέγερση του φρουρίου τις έτοιμες λαξευμένες πέτρες από τη διπλανή ερειπωμένη αρχαία πόλη Νικήτα. Στο χώρο της παλιάς πόλης σώζεται από τότε (1371) το εκκλησάκι του Αγίου Νικήτα, όπου τελούνται ακόμη κάθε 15 Σεπτέμβρη αθλητικοί αγώνες, ονομαστοί σ’ όλη την Κρήτη και υμνημένοι από τη δημοτική μας μούσα. Το φρούριο αποκλήθηκε αρχικά «καστέλο του Αγίου Νικήτα», αλλά οι Σφακιανοί, ταυτίζοντας τους Ενετούς με τους Φράγκους, το ονόμασαν «Φραγκοκάστελο», που τελικά επικράτησε ως ονομασία ακόμη και από τους Ενετούς (Castel franco).
Παρά τη στρατηγική του σημασία και τις επισκευές που έγιναν (π.χ. το 1593 - 1597 από το Γενικό Προβλεπτή Nicolo Dona), το φρούριο δεν φαίνεται να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα ιστορία και ίσως να εγκαταλείφθηκε στο τέλος της Ενετοκρατίας(1669). Πάντως, εδώ εγκατέστησαν οι Τούρκοι το στρατηγείο τους στην τελευταία φάση της επανάστασης του Σφακιανού οπλαρχηγού Δασκαλογιάννη και εδώ τον οδήγησαν, όταν αποφάσισε να παραδοθεί για να εξασφαλίσει, όπως νόμιζε, την ανεξαρτησία της ιδιαίτερης πατρίδας του, το 1770. Η σημερινή μορφή του Κάστρου δε διαφέρει πολύ από την αρχική. Αποτελείται από 4 τετράγωνους πύργους, που συνδέονται μεταξύ τους με τείχος, σχηματίζοντας ένα ορθογώνιο φρούριο.
Πάνω στους πύργους υπήρχαν ντουφεκίστριες, από όπου πολεμούσαν οι στρατιώτες. Υπάρχει μια μικρή, τοξωτή είσοδος στην ανατολική πλευρά, ενώ η κύρια πύλη, στα νότια, είναι διακοσμημένη με σκαλιστά οικόσημα των ευγενών οικογενειών. Πάνω από την είσοδο βρίσκεται το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, το έμβλημα της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο ΝΔ πύργος είναι μεγαλύτερος από τους υπόλοιπους. Ήταν ο πιο σημαντικός γιατί ήταν η τελευταία θέση της άμυνας, εάν πολιορκούσαν το κάστρο και επειδή προστάτευε την κύρια πύλη. Κατά μήκος του εσωτερικού των τοίχων υπάρχουν ορθογώνια κτίρια, τα οποία χρησίμευαν ως στάβλοι, αποθήκες, στρατώνες κ.α.
Το Μάιο του 1828, ο Ηπειρώτης οπλαρχηγός Χατζημιχάλης Νταλιάνης οχυρώθηκε στο κάστρο και έδωσε μάχη με υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, βρίσκοντας ηρωικό θάνατο μαζί με 338 συμπολεμιστές του. Στη συνείδηση των ντόπιων οι θρυλικοί Δροσουλίτες, που εμφανίζονται να κινούνται στον αέρα ορισμένες φορές στα τέλη του Μαΐου, ταυτίζονται με τις ψυχές των χαμένων αγωνιστών.
Φορτέτσα Ρεθύμνου
Το φρούριο της Φορτέτσας δεσπόζει στο λόφο του Παλαίκαστρου, δίπλα στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα φρούρια των Ενετών. Στο λόφο αυτόν ήταν χτισμένη η ακρόπολη της αρχαίας Ρίθυμνας και ο ναός της Ροκκαίας Αρτέμιδας, που δεν σώζονται. Το μεγαλοπρεπές πενταγωνικό φρούριο άρχισε να χτίζεται το 1573 και έχει περίμετρο 1300 μέτρα. Κατά μήκος του τείχους υπάρχουν 4 προμαχώνες (Αγίου Λουκά, Αγ. Ηλία, Αγ. Παύλου, Αγ. Νικολάου), που εξυπηρετούσαν την άμυνα στον εχθρό. Το φρούριο είναι τόσο μεγάλο που μπορούσε να αποτελέσει καταφύγιο για όλη την πόλη.
Στο εσωτερικό υπάρχουν στρατώνες, μια εκκλησία, ένα νοσοκομείο και αποθήκες. Η κύρια Πύλη βρίσκεται ανάμεσα στους προμαχώνες του Αγίου Νικολάου και Αγίου Νικολάου, στο σημείο που η πρόσβαση στην πόλη ήταν ευκολότερη. Η πύλη είναι μια μεγάλη στοά, που επέτρεπε την άνετη διέλευση αμαξών και οπλισμού. Δίπλα στην είσοδο, υπάρχει η οπλαποθήκη, η οποία είναι ένα μεγάλο διώροφο κτίριο με καμάρες στο εσωτερικό, που σήμερα φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις κι εκθέσεις.
Βαδίζοντας προς τον προμαχώνα του Αγίου Ηλία, θα δείτε μια από τις πολλές δεξαμενές του φρουρίου, καθώς και το θέατρο της Ερωφίλης που φιλοξενεί εκδηλώσεις κάθε καλοκαίρι. Υπάρχουν και δύο πυριτιδαποθήκες σε καλά προστατευμένα σημεία. Περίπου στο κέντρο του φρουρίου, ορθώνεται το τζαμί του Ιμπραήμ Χαν, ο οποίος αρχικά ήταν Χριστιανός. Κοντά βρίσκεται κι ο σύγχρονος ναός της Αγ. Αικατερίνης. Επίσης, υπάρχουν λίγα απομεινάρια από την κατοικία του κυβερνήτη, αλλά και από πολλές κατοικίες πολιτών. Μπορείτε ακόμη να δείτε την κατοικία του ενός απ’ τους δύο συμβούλους, αλλά και τις αποθήκες στο βόρειο τοίχο, που βρίσκεται σε πολύ ψηλό σημείο.
Παρά το γεγονός ότι αποτελεί ένα τεράστιο οχυρωματικό έργο, δεν φαίνεται να έχει διαδραματίσει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο, ειδικά συγκρινόμενο με άλλα εξίσου μεγάλα οχυρωματικά έργα, όπως π.χ. τον Χάνδακα του Ηρακλείου. Η εύκολη μάλιστα παράδοση στους Τούρκους το 1645, αποδίδεται στην απουσία τάφρου, αλλά και σε επιδημία χολέρας στο κάστρο. Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1898 - 1913), η Ρωσική δύναμη προστασίας του Ρεθύμνου κατάστρεψε ολόκληρη τη νότια πλευρά του τείχους της Φορτέτσας.
Στη διάρκεια της Κατοχής, οι Γερμανοί κατέστρεψαν όσα από τα βενετσιάνικα κτίρια παρέμεναν όρθια στο εσωτερικό του τείχους και στη ΒΑ πλευρά έβαλαν πυροβόλα. Το φρούριο χρησιμοποιήθηκε ως φυλακές για τους αγωνιστές της Αντίστασης, πολλοί από τους οποίους ξεψύχησαν εκεί.
Φρούριο Κουλές Ηρακλείου
Στην αρχή του δυτικού λιμενοβραχίονα του λιμανιού του Ηρακλείου στέκει ακόμη επιβλητικό το μεσαιωνικό φρούριο Κούλες. Το πραγματικό του όνομα είναι Rocca al Mare, όπως τον έλεγαν οι ιδρυτές του Ενετοί. Ο Κούλες, ή μεγάλος Κούλες δεν ήταν ο μοναδικός άρχοντας του λιμανιού. Απέναντί του, στη σημερινή Μαρίνα, υπήρχε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ένα δεύτερο μικρότερο φρούριο, ο μικρός Κούλες, που γκρεμίστηκε για να φτιαχτεί η αποβάθρα. Ο Κούλες είναι κτισμένος στη θέση ενός άλλου στρογγυλού πύργου με επάλξεις. Είναι γνωστό ότι στη Μινωική εποχή η Κρήτη δεν διέτρεχε καμιά απειλή από εξωτερικούς εχθρούς, άρα δεν υπήρχε η ανάγκη οχύρωσης των λιμανιών της.
Η ίδια κατάσταση επικρατούσε ως τη Ρωμαϊκή εποχή και τη Α' Βυζαντινή περίοδο. Η κατάσταση αυτή άρχισε να ανατρέπεται όταν εμφανίστηκαν στη Μεσόγειο οι πειρατές. Από τότε γεννήθηκε η ανάγκη οχύρωσης των πόλεων και των λιμανιών τους. Αυτό όμως δεν έγινε στο βαθμό που έπρεπε από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ήταν απασχολημένοι με τα εσωτερικά προβλήματα και τον κίνδυνο των Τούρκων. Έτσι η Κρήτη σύντομα (824 μ.Χ.) έπεσε στα χέρια των Αράβων, που λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα φρούρια. Οι Άραβες οχύρωσαν το Ηράκλειο με τείχος και τράφο, το έκαναν κέντρο των πειρατικών τους επιδρομών και τότε η πόλη ονομάστηκε Χάνδακας.
Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, οι Βυζαντινοί πήραν και πάλι τον Χάνδακα με τον Νικηφόρο Φωκά το 961, ενώ μετά από 250 χρόνια το Ηράκλειο κατακτήθηκε από τους Γενουάτες και μετά από λίγα χρόνια από τους Ενετούς. Οι Ενετοί έφτιαξαν νέα επιβλητικά τείχη και ο Χάνδακας ονομάστηκε Μεγάλο Κάστρο. Για τη μεγαλύτερη ασφάλεια του λιμανιού, κατασκεύασαν το περίφημο φρούριο Rocca al Mare, δηλαδή το Φρούριο της Θάλασσας, που αρχικά ήταν ένας μικρός πύργος. Γρήγορα όμως οι Ενετοί αντιλήφθηκαν ότι η οχύρωση του λιμανιού με τον πύργο ήταν άχρηστη, όταν ανακαλύφθηκε η πυρίτιδα και κατασκευάστηκαν τα τηλεβόλα όπλα.
Έτσι αποφάσισαν την κατασκευή ενός νέου μεγαλύτερου φρουρίου, που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες τους. Εκτός από αυτά, το μικρό Καστέλι που υπήρχε ήδη είχε υποστεί μεγάλες ζημιές από σεισμό του 1303, οι οποίες δεν επισκευάστηκαν επαρκώς. Έτσι, το παλιό φρούριο κρίθηκε κατεδαφιστέο το 1500, για να ανεγερθεί μεγαλύτερο στη θέση του. Η απόφαση πάρθηκε το 1523 από το αρμόδιο συμβούλιο, που το αποτελούσαν ο Δούκας Μάρκος Μίνιος, ο Καπιτάνος Θωμάς Μοτσενίγκος, ο μηχανικός Σαρακίνης κι ο Καπιτάνος του πεζικού Ντακόμο. Η απόφαση εγκρίθηκε από τη Βενετία και αμέσως άρχισε η κατεδάφιση του παλιού και η ανέγερση του νέου.
Η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1540, ενώ το υπέρογκο κόστος της κατασκευής του βάρυνε τα ταμεία της Βενετίας και του Χάνδακα. Οι συνθήκες ανέγερσης δεν ήταν ευνοϊκές, καθώς τον χειμώνα οι εργασίες διακόπτονταν λόγω των τρικυμιών και των χαμηλών θερμοκρασιών. Επίσης, για τα θεμέλια και τα κρηπιδώματα χρησιμοποιήθηκαν οι ογκόλιθοι του Μινωικού λιμανιού, ενώ οι υπόλοιπες ποσότητες οικοδομικών υλικών μεταφέρθηκαν από τη νήσο Ντία και τον όρμο των Φρασκιών. Για να κατασκευαστούν οι προστατευτικοί κυματοθραύστες, φόρτωναν με λίθους παλιά καράβια και τα βύθιζαν στη θάλασσα.
Όταν το φρούριο τέλειωσε, ήταν ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, αλλά κι ένα σύγχρονο οχυρωματικό έργο, που σε συνεργασία με το φρούριο του Παλιόκαστρου, εξασφάλιζε την ασφάλεια ολόκληρου του κόλπου του Ηρακλείου. Το φρούριο ήταν διώροφο και το ισόγειο ήταν χωρισμένο σε 26 διαμερίσματα για διάφορες χρήσεις (αποθήκες τροφίμων, αποθήκες πολεμοφοδίων, δεξαμενές όμβριων υδάτων και φυλακές). Όλα τα διαμερίσματα φωτίζονταν με μεγάλους φωταγωγούς, τα sospirali lucernai ή ανηφοράδες, από τη θολωτή στέγη. Στο φρούριο υπήρχε επίσης φούρνος, μύλος και μια μικρή εκκλησία. Στον όροφο υπήρχαν χώροι στρατωνισμού της φρουράς, ενώ στη βόρεια γωνία του ήταν ο φάρος.
Στους τρεις τοίχους του κτιρίου (νότιο, βόρειο και ανατολικό), πάνω σε λευκό μάρμαρο υπήρχε το έμβλημα της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας, με τα φτερωτά λιοντάρια. Τα λιοντάρια υπάρχουν ακόμη και σήμερα, αλλά έχουν φθαρεί από το χρόνο και την αλμύρα. Ο Basilicata αναφέρει ότι στο ισόγειο ήταν τοποθετημένα 18 κανόνια, ενώ στις επάλξεις 25 και υπήρχαν 300 κιβώτια πυρίτιδα και 6144 μπάλες διαφόρων μεγεθών. Το φρούριο είχε σκοπό την προστασία του Ενετικού λιμανιού, που ήταν ο πολεμικός ναύσταθμος των Ενετών και ο κύριος εμπορευματικός σταθμός της Κρήτης.
Στην αποβάθρα του λιμανιού, εκεί που σήμερα βρίσκεται η παραλιακή οδός και η Περιφέρεια Κρήτης, υπήρχαν τα νεώρια, τμήμα των οποίων σώζεται και σήμερα. Παρ' όλη τη μεγάλη τέχνη και φροντίδα με την οποία κτίσθηκε, το φρούριο εμφάνιζε αρκετά προβλήματα και χρειαζόταν συνεχώς επισκευές. Τα προβλήματα οφείλονταν κυρίως στη διάβρωση των βόρειων τοίχων. Οι επισκευές γίνονταν ως το 1669, όταν και άλωσαν τον Χάνδακα οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι εξακολούθησαν να επισκευάζουν τον Κούλε, όπως ονόμασαν το φρούριο στα Τούρκικα. Στο εσωτερικό του Κούλε έκτισαν επάλξεις και σκοπιές.
Το 1719, τμήμα της ΒΔ πλευράς του Κούλε κατέρρευσε από θαλασσοταραχή, αλλά επισκευάστηκε άμεσα με διάθεση χρημάτων από τον φόρο λαδιού 5000 «ασλανίων γροσιών». Στις φυλακές του Κούλε φυλακίζονταν οι επαναστάτες Κρητικοί. Εδώ φυλάκισαν οι Τούρκοι τους 70 Σφακιανούς που έλαβαν μέρος στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, οι οποίοι όμως απέδρασαν με τη βοήθεια του κρυπτοχριστιανού Μιχαήλ Κουρμούλη. Σήμερα ο Κούλες είναι επισκέψιμος, ενώ χρησιμοποιείται και για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μετά το 2000, έγινε η υποστήριξη στη νότια πλευρά του, καθώς η θάλασσα είχε δημιουργήσει υποθαλάσσια σπηλιά.
Φρούριο Σπιναλόγκα
Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησί που βρίσκεται στην είσοδο της λιμνοθάλασσας της Ελούντας και βόρεια του κόλπου του Μιραμπέλου. Έχει έκτασή 85 στρέμματα και το μέγιστο ύψος της είναι 53 μέτρα. Η ιστορία του νησιού εξακολουθεί να προκαλεί δέος. Υπήρξε ενετικό οχυρό, καστροπολιτεία, καταφύγιο επαναστατών, τόπος εξορίας λεπρών και κρίκος επικοινωνίας με το Κάιρο επί κατοχής. Το νησί οχυρώθηκε άριστα από τους Ενετούς κατά την παρουσία τους στην Κρήτη. Τόσο από κατασκευαστική και αρχιτεκτονική άποψη, όσο και από αισθητική του όλου τοπίου, το νησί ακόμη διατηρεί την αξεπέραστη ομορφιά του.
Το αρχικό της όνομα ήταν Καλυδωνία, αλλά οι Ενετοί την ονόμασαν Σπιναλόγκα από την ενετική λέξη Spina-Longa, που σημαίνει μακρύ αγκάθι. Κατά την Ελληνιστική περίοδο ή τα Μινωικά χρόνια, στο νησί υπήρχε το φρούριο των Ολουνιτών, που χτίστηκε για να προστατεύει το λιμάνι της αρχαίας πολιτείας Ολούντας. Η Ολούς, αποτελούσε την αρχαία πόλη της Ελούντας, που σήμερα βρίσκεται βυθισμένη στο σχίσμα που ενώνει την Ελούντα με τη χερσόνησο της Κολοκύθας. Στην Ολούντα υπήρξε ένα σημαντικό ιερό και λιμάνι. Η Σπιναλόγκα ανήκε στην Ολούντα, η οποία ήκμασε μέχρι τον 8ο αιώνα, όταν ο φόβος για τους Άραβες πειρατές, ανάγκασε τους κατοίκους της να την μεταφέρουν μακριά από την παραλία.
Από τον 8ο αιώνα ως και την Ενετοκρατία, η πόλη δεν φαίνεται να είχε κάποια σημαντική πορεία. Η Σπιναλόγκα άρχισε να οχυρώνεται το 1574, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κύπρο. Οι Ενετοί, προβλέποντας Τουρκική επέκταση προς τη Δύση, αποφάσισαν να χτίσουν ένα οχυρό στο νησί, που να προστατεύει όλη την λιμνοθάλασσα της Ελούντας. Έτσι θα μπορούσαν να διαφυλάξουν στον κόλπο της Ελούντας τα πλοία τους από τους Τούρκους και τους πειρατές, αλλά και να εξασφαλίσουν τις αλυκές της. Από τις αλυκές θα μπορούσαν να παίρνουν το αλάτι για να το εξάγουν στην κεντρική Ευρώπη, ειδικά έχοντας χάσει και τις αλυκές που εκμεταλλεύονταν ως τότε στην Κύπρο.
Έτσι, οι Ενετοί έκτισαν πάνω στα ερείπια του αρχαίου φρουρίου ένα νέο ισχυρό φρούριο, που σχεδιάστηκε σύμφωνα με την οχυρωματική πρακτική του προμαχωνικού συστήματος, από τον Genese Bressani και τον Latino Orsini. H πρώτη φάση οικοδόμησης του φρουρίου διήρκεσε από το 1579 και έως το 1586. Επισκευές και μετατροπές στο φρούριο έγιναν πριν και κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου (1645 - 1669), ενώ παράλληλα χτίστηκαν και οι ναοί του Αγίου Παντελεήμονα και του Αγίου Γεωργίου. Το οχυρό είχε διπλές σειρές από τείχη και πύργους, ενώ είχε συνολικά 35 κανόνια.
Την περίοδο του Κρητικού πολέμου (1645 - 1669) κατέφυγαν στη Σπιναλόγκα πρόσφυγες και επαναστάτες (χαΐνηδες), που έχοντας σαν βάση τη νησίδα παρενοχλούσαν τους Τούρκους. Η δράση τους διήρκεσε όσο οι Ενετοί κατείχαν το φρούριο, αφού με τη συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα το 1669, η Σπιναλόγκα παρέμεινε στην κυριότητα της Βενετίας. Η Ενετοί, προσπάθησαν να κρατήσουν το στρατηγικής σημασίας αυτό φρούριο, όπως και τα φρούρια της Γραμβούσας και της Σούδας, ελπίζοντας να ανακαταλάβουν την Κρήτη. Ωστόσο, το νησί παραδόθηκε με νέα συνθήκη στους Τούρκους το 1715, δίνοντας οριστικό τέλος στην κυριαρχία των Ενετών στην Μεσόγειο.
Κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας το φρούριο περιθωριοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας κι απομόνωσης. Αργότερα, στη Σπιναλόγκα διαμορφώθηκε σταδιακά ένας οικισμός αμιγώς οθωμανικός, καθώς το νησί παρείχε απόλυτη ασφάλεια στις οικογένειες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ρόλος του λιμανιού της Σπιναλόγκας αναβαθμίστηκε καθώς απέκτησε άδεια εξαγωγικού εμπορίου. Στα μέσα του 19ου αιώνα, στη νησίδα συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός κατοίκων, στην πλειονότητά τους έμποροι και ναυτικοί, που επωφελούμενοι από την ασφάλεια του οχυρωμένου οικισμού εκμεταλλεύτηκαν τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου.
Υπολογίζεται ότι το 1834 κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα περίπου 80 οικογένειες, ενώ το 1881, ο αριθμός αυτός ανέβηκε στις 227. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν κτίρια από την περίοδο της καστροπολιτείας, όπως διώροφες κατοικίες με ψηλούς μαντρότοιχους και εμπορικά καταστήματα με μεγάλες πόρτες και τζαμαρίες. Η ζωή του οικισμού διακόπηκε απότομα λόγω των πολιτικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα στην Κρήτη στα τελευταία έτη του 19ου αιώνα. Από το 1897 στο νησί και για ένα έτος περίπου στη Σπιναλόγκα εγκαταστάθηκαν Γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Η ανασφάλεια που επικράτησε ανάμεσα στους Οθωμανούς της Κρήτης, λόγω της επαναστατικής δράσης των Χριστιανών, ανάγκασε την πλειονότητα των κατοίκων της Σπιναλόγκας να μεταναστεύσουν. Ως το 1903, όλοι οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το νησί.
Λεπροκομείο
Το 1903 η Κρητική Πολιτεία μάζεψε όλους τους λεπρούς του νησιού που ζούσαν εξαθλιωμένοι σε οικισμούς (Μεσκίνια) έξω από τις μεγάλες πόλεις της Κρήτης, και τους συγκέντρωσε στη Σπιναλόγκα. Έτσι, το νησί μετατράπηκε σε λεπροκομείο για τους Κρητικούς ασθενείς της νόσου του Χάνσεν, της γνωστής λέπρας και αργότερα για λεπρούς από όλη την Ελλάδα. Μια ιστορία γεμάτη πόνο, κραυγές και θάνατο θα κυρίευε το νησί για μισό αιώνα. Αρχικά η ζωή των λεπρών ήταν άθλια. Το νησί ήταν μια απέραντη τρώγλη, ένα νεκροταφείο υπό προθεσμία, χωρίς την παραμικρή οργάνωση, χωρίς φαρμακευτική αγωγή για τους ασθενείς, χωρίς ελπίδα.
Αργότερα το λεπροκομείο αναβαθμίστηκε. Διέθετε διευθυντή ιατρό, νοσηλευτικό προσωπικό, επιστάτη, καθαριστές, οικονομική υπηρεσία κι ιερέα. Οι άρρωστοι κατοικούσαν στα κτίρια του τουρκικού οικισμού, αλλά και σε σύγχρονα κτίρια που κατασκευάστηκαν στη δεκαετία του ’30. Μεγάλα τμήματα του Ενετικού τείχους καταστράφηκαν το 1939, με δυναμίτιδα για να ανοιχθεί ο περιμετρικός δρόμος, που υπάρχει σήμερα στη νησίδα. Με αφορμή την ίδρυση του λεπροκομείου, οι κάτοικοι της απέναντι παραλίας στην Πλάκα, έχτισαν το σημερινό ομώνυμο οικισμό, για να εξυπηρετούν τους λεπρούς που έμεναν στο νησί.
Στην περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής οι κατακτητές δεν τολμούσαν να αφήσουν ελεύθερους τους λεπρούς, ενώ έπρεπε να τους τροφοδοτούν οι ίδιοι, επειδή το απέναντι χωριό Πλάκα το είχαν εκκενώσει και είχαν διώξει τους κατοίκους σ’ άλλα χωριά. Επίσης, όλη την παραθαλάσσια περιοχή της Ελούντας την είχαν οχυρώσει με πολυβολεία, υπόγειες στοές, ναρκοπέδια, από φόβο πιθανής απόβασης των Άγγλων στο μέρος αυτό. Ποτέ δεν μπήκε στο νησάκι Ιταλός ή Γερμανός κι αυτό βοήθησε να λειτουργήσουν παράνομα ραδιόφωνα, ενώ ο γιατρός Διευθυντής Γραμματικάκης αντέγραφε τις ειδήσεις του Λονδίνου και του Καΐρου και τις μοίραζε ως δελτία ειδήσεων στους κατοίκους.
Τελικά το 1957, με την ανακάλυψη των αντιβιοτικών και την ίαση των λεπρών, το λεπροκομείο έκλεισε και το νησί ερημώθηκε. Μόνο ένας ιερέας έμεινε στο νησί ως το 1962, για να μνημονεύει τους λεπρούς μέχρι 5 χρόνια μετά τον θάνατο τους. Μετά το 1957, γι’ αρκετά δεκαετίες το νησί έμεινε αναξιοποίητο. Με το ενδιαφέρον των πολυάριθμων τουριστών να αυξάνεται, άρχισε τη δεκαετία του '70 να γίνεται συστηματική αναστήλωση κι επισκευή των παλιών κτισμάτων, των οχυρωματικών ενετικών τειχών, των παλιών οικιών, των δρόμων, ενώ γκρεμίστηκαν και τα κτίρια του λεπροκομείου. Οι εργασίες συνεχίζονται ακατάπαυστα από τότε, βελτιώνοντας συνέχεια την κατάσταση των κτιρίων.
Σήμερα το φρούριο κι η καστροπολιτεία της Σπιναλόγκας διατηρούνται, στο μεγαλύτερο μέρος τους, σε καλή κατάσταση και το νησί θεωρείται από τα πιο σημαντικά θαλάσσια οχυρά της Μεσογείου. Πάνω από 300.000 επισκέπτες επισκέπτονται κάθε χρόνο τη Σπιναλόγκα με καραβάκια που ξεκινούν από τον Άγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την Πλάκα, που απέχει μόλις 800 μ. Έτσι το νησί κατατάσσεται μέσα στους 5 πρώτους βυζαντινούς-μεταβυζαντινούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια από τους τοπικούς φορείς να ενταχθεί η Σπιναλόγκα στα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO.
Φρούριο Καζάρμα
Το κάστρο της Καζάρμα (Casa di Arma) βρίσκεται σε ένα λόφο δίπλα στο λιμάνι της Σητείας, θυμίζοντας ακόμη τις παλιές εποχές που προστάτευε την πόλη. Το φρούριο αποτελεί το μόνο διασωζόμενο τμήμα των παλιών τειχών της πόλης, που καταστράφηκαν από τους Ενετούς. Το φρούριο, που λειτούργησε ως στρατώνας ή διοικητήριο, δεν είναι ενετικό καθώς κτίστηκε κατά τη Βυζαντινή Περίοδο, όπως και τα τείχη της Σητείας. Οι Ενετοί αργότερα κατεδάφισαν τα τείχη για να τα ξανακτίσουν πιο ισχυρά, κάτι που δεν έγινε ποτέ.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας τα τείχη δεν ξανακτίστηκαν, αλλά η Καζάρμα αναστηλώθηκε και προστέθηκαν κάποια νέα στοιχεία. Σήμερα η Καζάρμα χρησιμοποιείται για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις Κορνάρεια. Το φρούριο είναι διώροφο, με εσωτερικές σκάλες που οδηγούν στους ορόφους και στις πολεμίστρες.
Φρούριο Καλές
Το Φρούριο Καλές κτίστηκε από τους Ενετούς τον 13ο αιώνα, για να προστατεύει τη πόλη της Ιεράπετρας από τους εχθρούς της. Το 1508 καταστράφηκε από σεισμό και από επιδρομές των Τούρκων. Οι ζημιές του κάστρου δεν επιδιορθώθηκαν εντελώς, ίσως γιατί ήταν πολύ σοβαρές και δεν υπήρχε οικονομική δυνατότητα. Όταν η Ιεράπετρα έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1647, το κάστρο επιδιορθώθηκε και χρησιμοποιήθηκε για την άμυνα της πόλης. Από την περίοδο αυτή κρατάει και το όνομά της Καλές, που αποτελεί παραφθορά του Τούρκικου «Κουλές», που σημαίνει πύργος.
Όλα αυτά τα χρόνια ο Καλές στέκεται επιβλητικός στην είσοδο του παλιού λιμανιού της Ιεράπετρας, μαρτυρώντας την ιστορία της πόλης. Σήμερα μπορείτε να επισκεφτείτε το φρούριο και να παρακολουθήσετε τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνει ο Δήμος.
ΚΟΥΛΕΔΕΣ
Κατά τη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866 - 1869, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να στέλνει συνεχώς πασάδες στην Κρήτη, αλλά οι πολεμικές επιχειρήσεις απέβαιναν άκαρπες. Ο τελευταίος Πασάς που στάλθηκε στο νησί ήταν ο Αυνή Πασάς, που αντιλαμβανόμενος την αντίσταση των Κρητικών, αποφάσισε να αλλάξει την έως τότε επιχειρησιακή τακτική και να την αναπροσαρμόσει. Τα μέτρα που πήρε ήταν τα εξής:
Η Κρήτη χωρίστηκε σε 5 νομούς, οι διοικητές των οποίων ανέλαβαν την ανέγερση των Κουλέδων. Οι Κουλέδες κτίστηκαν σε ψηλούς λόφους, σταυροδρόμια, λιμάνια, περάσματα και οι φρουρές τους είχαν σκοπό την κατασκοπεία των επαναστατών, τον έλεγχο των μετακινούμενων Χριστιανών και την επικοινωνία μεταξύ τους (με σαλπίσματα ή φωτιές) σε περιπτώσεις κινδύνου, ώστε να μεταφερθεί το μήνυμα σειριακά στα κεντρικά στρατόπεδα (κισλάδες). Η λειτουργία των Κουλέδων είχε άμεσα και καταστρεπτικά αποτελέσματα για τους Κρητικούς, καθώς απέκοψε την ενδοεπικοινωνία μεταξύ τους.
Οι Κρητικοί αντέδρασαν έντονα στην ανέγερση των πύργων, παρενοχλώντας τους κτίστες, χαλώντας τα κτίσματα ή καταστρέφοντας τα ασβεστοκάμινα, απ’ όπου προμηθεύονταν οι Τούρκοι τον ασβέστη για το κτίσιμο. Παρ’ όλα αυτά, ο Αυνή Πασάς κατάφερε να υλοποιήσει το σχέδιο του με Βούλγαρους και Αρμένιους τεχνίτες, που ως τον Αύγουστο του 1868 είχαν χτίσει πάνω από 60 Κουλέδες, ενώ σε 2 μήνες αυξήθηκαν σε 150. Οι πύργοι αυτοί, σε συνδυασμό με τους προϋπάρχοντες, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καταστολή της επανάστασης.
Η μόνη διαφορά των Κουλέδων με τους υπόλοιπους πύργους του νησιού, ήταν ότι είχαν χτιστεί από το κράτος και όχι από ιδιώτες άρχοντες και φεουδάρχες (κυρίως Ενετούς). Οι Κρητικοί, προσπαθώντας να απελευθερωθούν, κατέστρεψαν πολλές φορές Κουλέδες, πολλοί από τους οποίους δεν υπάρχουν σήμερα. Ωστόσο, σε δεκάδες περιοχές της Κρήτης υπάρχουν σχετικά τοπωνύμια (πύργος ή κούλες), που μαρτυρούν την ύπαρξη πύργων παλαιότερα. Λόγω του μεγάλου όγκου των πύργων, εδώ δεν θα ασχοληθούμε με όλους, αλλά με μερικούς που υπάρχουν ακόμη.
Κουλές Άπτερας
Το φρούριο Κουλές βρίσκεται 12 χλμ. ανατολικά των Χανίων, κοντά στη θέση Παλαιόκαστρο, πολύ κοντά στο χωριό Καλάμι και στα ερείπια της Αρχαίας Άπτερας. Το φρούριο χτίστηκε από τους Τούρκους μετά την Κρητική Επανάσταση του 1866, στη διάρκεια ενός προγράμματος για τον επανέλεγχο της Κρήτης μ’ ένα δίκτυο από οχυρωματικά έργα. Χτίστηκε από τον Τούρκο Χουσεΐν Αυνί Πασά και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα φρουριακής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα. Το φρούριο χτίστηκε για να ελέγχει την κοιλάδα του Αποκόρωνα, από την οποία διερχόταν το πέρασμα προς τα Χανιά.
Μαζί με τους άλλους Κουλέδες, που έχτισαν οι Τούρκοι στον Αποκόρωνα, έλεγχε το λιμάνι της Σούδας και υποστήριζε το κοντινό φρούριο Ιντζεδίν. Ο Κούλες της Άπτερας ή το φρούριο Σούμπασι, όπως αλλιώς ονομάζεται, σώζεται ακόμη και σήμερα, σε πολύ καλή κατάσταση. Είχε εξοπλιστεί με 2 πύργους που ήταν στραμμένοι προς τα δυτικά (ήλεγχε το πέρασμα προς τα Κεραμειά) και τα ανατολικά (προς Καλύβες). Ο πρώτος επικοινωνούσε με το φρούριο της Σούδας, ενώ ο δεύτερος με το φρούριο Ιντζεδίν και τους Κουλέδες των Καλύβων και του Νέου Χωριού. Το φρούριο ήταν το μεγαλύτερο φρουριακό συγκρότημα της εποχής του και περιλαμβάνει χώρους, οι οποίοι αναπτύσσονται συμμετρικά σε σχήμα Π, περιμετρικά σε μια ορθογώνια αυλή.
Οι κυκλικοί του πύργοι καταλαμβάνουν τη ΝΔ και ΝΑ γωνία του φρουρίου, ενώ η κεντρική πύλη βρίσκεται στην ανατολική όψη του, προφυλαγμένη κατάλληλα από μια εσοχή (αυτιά). Στις επάλξεις, που ήταν στο δώμα του Κούλε, ανέβαιναν οι στρατιώτες με εσωτερικές ξύλινες σκάλες. Το φρούριο διέθετε όλους τους αναγκαίους χώρους στρατωνισμού, διαμονής αξιωματικών, αποθήκευσης, φυλάκισης, παρασκευής φαγητού, εστίασης, κ.α. Η καλή κατάσταση του φρουρίου οφείλεται στην άριστη ποιότητα κατασκευής των τοίχων του. Ο Κούλες, μετά την αποχώρηση των Τούρκων από την Κρήτη, χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο για το χωριό Μεγάλα Χωράφια.
Κουλέδες Σφακίων
Εκτός από τους Κουλέδες του Ασκύφου, αρκετοί Κουλέδες είχαν κατασκευαστεί στη σημερινή επαρχία Σφακίων με στόχο την κατάπνιξη της Επανάστασης και την ακινητοποίηση των Σφακιανών. Το 1868 κτίστηκε ο μικρός Κούλες στο Λουτρό, που βρίσκεται σήμερα δίπλα στο Ναό της Αγίας Αικατερίνης, στα υψώματα προς τη μεριά της Ανώπολης. Αυτός χρησιμοποιήθηκε και ως σχολείο. Άλλοι δύο Κουλέδες βρίσκονταν στον Αϊ Γιάννη και στην Ανώπολη. Στο Λουτρό υπάρχουν ακόμη τα ερείπια του τουρκικού κάστρου, του Κούλε, που κάποτε δέσποζε πάνω από τον σημερινό οικισμό. Το κτίριο έχει ορθογώνιο σχήμα και σώζονται μερικοί από τους τοίχους του.
Στη δυτική πλευρά της εξόδου της Σαμαριάς, πάνω από τη σημερινή Αγία Ρούμελη, οι Τούρκοι έκτισαν τον Κούλε της Αγίας Ρούμελης, με σκοπό να αποκλείσουν τους επαναστάτες που κρύβονταν στο φαράγγι. Ο Κούλες βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση. Για να ελέγχεται η διάβαση προς τη Παλαιόχωρα, κατασκευάστηκαν ακόμη 3 Κουλέδες στην ευρύτερη περιοχή της Αγίας Ρούμελης, στις θέσεις Σκοτεινή, Αγγελόκαμπο και Σιδέρη, ενώ ένας τέταρτος βρισκόταν στα απόκρημνα βράχια του φαραγγιού της Τρυπητής. Οι Κουλέδες αυτοί είχαν οπτική επαφή και συνεργάζονταν με τους Κουλέδες του Αϊ Γιάννη και της Ανώπολης.
Κουλέδες Ρεθύμνου
Το σημαντικότερο πέρασμα του νομού Ρεθύμνης βρισκόταν στην περιοχή του Αγ. Βασιλείου, απ’ όπου Τούρκοι και Έλληνες μετέβαιναν από τη Μεσαρά στα Σφακιά. Εκεί λοιπόν, κτίστηκαν αρκετοί πύργοι και Κουλέδες. Ένας τέτοιος βρισκόταν κοντά στην είσοδο του Κουρταλιώτικου φαραγγιού, στο χωριό Κοξαρέ. Ο πύργος αυτός κατεδαφίστηκε από τους Επαναστάτες το 1896. Ένας άλλος Κούλες στην περιοχή, που τα χαλάσματά του είναι εμφανέστατα, σώζεται σήμερα στο λόφο που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Αμάρι και Ασώματοι, δεξιά από τη διασταύρωση που οδηγεί στη μονή Πρέβελη. Είναι κτισμένος πάνω σε ένα βράχο απόκρημνο από την ανατολική και νότια πλευρά, μέσα σε φρουριακό περίβολο.
Η θέση δεσπόζει στην περιοχή και ελέγχει νότια τον όρμο του Πλακιά. Ο φρουριακός περίβολος, που πιθανόν ανήκε σε προηγούμενο ενετικό φρούριο, έχει μήκος 60-70 μ. και πλάτος 25 - 35 μ. Ήταν οχυρωμένος με δυο προμαχώνες, ένα στη νότια πλευρά και ένα στο βόρειο καμπυλωτό τοίχο του. Η κοιλάδα του Αμαρίου αποτελεί ένα εσωτερικό πέρασμα στο Νομό Ρεθύμνης, που είναι συνέχεια της κοιλάδας των Ποταμών, όπου κατοικούσαν οι πιο αιμοβόροι Τούρκοι, οι Αμπαδιώτες. Τη μεγάλη αυτή δίοδο, που με μικρά παρακλάδια της οδηγούσε στη Μεσαρά, οι Τούρκοι είχαν οχυρώσει καλά. Στην κοιλάδα των Ποταμών υπήρχαν οι Κουλέδες των Πρασών, των Ποταμών και της Πατσού.
Ο Κούλες των Ποταμών είχε σχήμα ορθογώνιο και περιλάμβανε χώρους διαμονής της φρουράς και του επικεφαλής της, βοηθητικούς χώρους και ένα ύψωμα για τα πυροβόλα του. Στην είσοδο της κοιλάδας του Αμαρίου, στο σημείο που χωρίζεται με την κοιλάδα των Ποταμών, ήταν κτισμένος ο Κούλες Αποστόλων - Μέρωνα. Στο ανατολικό άκρο της κοιλάδας του Αμαρίου ήταν κτισμένοι δύο Κουλέδες, του Βαθειακού και της Λοχριάς. Ο Κούλες του Βαθειακού, κτισμένος πάνω στον λόφο που βρίσκεται νότια από το χωριό, εξυπηρετούσε διπλό σκοπό. Αφενός έλεγχε την διάβαση Αμαρίου - Μεσαράς από Αποδούλου - Αγία Παρασκευή προς Κόκκινο Πύργο και αφετέρου προστάτευε σθεναρά το Τουρκοχώρι Βαθειακό, που ήταν το Τουρκικό κέντρο της περιοχής.
Ο Κούλες του Βαθειακού σώζεται σήμερα σε καλή σχετικά κατάσταση. Έχει καταρρεύσει ο ανατολικός τοίχος του και το μεγαλύτερο μέρος της στέγης του. Ο δεύτερος Κούλες στην περιοχή, ο Κούλες της Λοχριάς, ήταν κτισμένος σε βραχώδη λόφο ανατολικά από το χωριό, σε μικρή απόσταση απ’ αυτό. Εξυπηρετούσε τη μεταβίβαση μηνυμάτων προς τους Κουλέδες της μικρής κοιλάδας Καμαρών - Γρηγοριάς, που οδηγούσε στη Μεσαρά. Είναι σχεδόν τελείως κατεστραμμένος, σε βαθμό που με δυσκολία διακρίνει κάποιος το περίγραμμα του.
Κουλέδες Ηρακλείου
Οι Τούρκοι έκτισαν αρκετούς κουλέδες και στο Νομό Ηρακλείου, κυρίως στην πεδιάδα της Μεσαράς, αλλά και στα υπόλοιπα περάσματα του νομού. Η περιοχή της Μεσαράς ήταν επίσης ισχυρά φυλασσόμενη περιοχή. Οι δίοδοι που οδηγούσαν σ’ αυτή ήταν οχυρωμένες με Κουλέδες, για να μη μπορεί να επικοινωνεί με τις γύρω περιοχές. Στη μικρή κοιλάδα των Καμαρών - Γρηγοριάς - Μαγαρικαρίου υπήρχαν οι Κουλέδες της Γραμμένης κι ο Κρεμαστός. Ο πρώτος είχε κτιστεί μεταξύ Γρηγοριάς και Μαγαρικαρίου, κοντά στο δρόμο. Βρίσκεται σε καλή κατάσταση, με σχεδόν ατόφια την οροφή του.
Ο Κούλες που ήταν μάλλον κεντρικός (κισλά), είχε διαστάσεις 25 x 11 μ. και ήταν εφοδιασμένος με 24 πολεμίστρες. Η θέση του είναι οχυρή, αφού προστατεύεται σχεδόν ολόγυρα, εκτός της βόρειας μεριάς του, όπου και γίνεται η πρόσβαση. Ο Κούλες της Γραμμένης φιλοξένησε τους κατοίκους του Μαγαρικαρίου τον Μάιο του 1944, όταν οι Γερμανοί κατέστρεψαν το χωριό. Ο δεύτερος Κούλες, ο Κρεμαστός, βρισκόταν μεταξύ Γρηγοριάς και Καμαρών, πάνω σε ύψωμα ανατολικά του σημερινού δρόμου, για να μεταφέρει μηνύματα στον Κούλε του Ζαρού. Ένας άλλος κούλες εμπόδιζε την επικοινωνία της επαρχίας Μαλεβυζίου και Τεμένους με τη Μεσαρά.
Είναι ο μεγάλος Κούλες των Άνω Μουλίων που βρισκόταν ανατολικά του ομώνυμου χωριού και δεσπόζει σε όλη την περιοχή. Σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση, ενώ τμήμα του χρησιμοποιείται ως στάβλος. Άλλος Κούλες υπήρχε στον λόφο βόρεια από την πόλη των Μοιρών, αλλά σήμερα στη θέση του έχουν χτιστεί δημόσιες υπηρεσίες. Από το Ηράκλειο προς το νομό Λασιθίου υπάρχουν από τα νότια τα περάσματα της Βιάννου, ενώ στα βόρεια τα περάσματα της Σελένας. Τα περάσματα προς το οροπέδιο Λασιθίου ήταν δυσπρόσιτα.
Ένας Κούλες στο άνοιγμα του Περάσματος Βιάννου - Πεύκου - Καλαμιού ήταν ο Κούλες της Ρίζας. Ερείπια σώζονται και σήμερα ανατολικά της Βιάννου, στη θέση που οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους κατοίκους της περιοχής τον Σεπτέμβριο του 1943. Το κύριο σώμα του Κούλε έχει διαστάσεις 14 x 7 μ. περίπου. Άλλοι κουλέδες υπήρχαν στο Πανόραμα Πεδιάδος και στους Θόλους, ερείπια του οποίου σώζονται.
Κουλέδες Λασιθίου
Ο ισθμός της Ιεράπετρας, από την Παχειά Άμμο ως την Ιεράπετρα, ήταν μια δίοδος πολύ σπουδαίας σημασίας στο Νομό Λασιθίου. Η οχύρωση επομένως της διόδου αυτής εξασφάλισε την πλήρη αποκοπή των σχέσεων των επαρχιών Μιραμπέλου και Ιεράπετρας, ενώ συγχρόνως απομόνωνε την επαρχία Σητείας. Έτσι οι Τούρκοι έκτισαν Κουλέδες ή Καλέδες στην Παχειά Άμμο, στη Βασιλική, στην Επισκοπή και στο Κεντρί. Ο μικρός Κούλες της Παχειάς Άμμου βρισκόταν στη θέση Χαλέπα, ανατολικά και κοντά από το χωριό, ενώ βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Ο σκοπός του ήταν κυρίως ο έλεγχος του όρμου της Παχειάς Άμμου, αλλά και όλου του Μιραμπέλου, ενώ επικοινωνούσε με τον πύργο της Βασιλικής.
Ο Κούλες της Βασιλικής βρισκόταν νότια του χωριού πάνω στο λόφο, δίπλα στον οποίο βρέθηκαν σημαντικές αρχαιότητες, και η πρόσβαση γίνεται με δρόμο που φτάνει ως εκεί. Είναι μικρός (7 x 7 μ.) και σκοπός του ήταν η μεταφορά των μηνυμάτων του Κούλε της Παχειάς Άμμου στον Κούλε της Επισκοπής. Ο Κούλες της Επισκοπής βρισκόταν σε χαμηλό λόφο κοντά στο ομώνυμο χωριό κι ήταν ο κεντρικός πύργος της επαρχίας (κισλά) και ο μεγαλύτερος (15 x 4 μ.), ενώ τμήμα του σώζεται σε άσχημη κατάσταση. Στον Κούλε υπήρχε υπόγεια σήραγγα που οδηγούσε έξω από αυτόν σε μεγάλη απόσταση.
Κύριος προορισμός του ήταν η άμεση στρατιωτική επέμβαση σε περίπτωση συναγερμού. Τέλος, ο Κούλες του Κεντριού ήταν χτισμένος στη θέση που βρίσκεται το σχολείο του ομώνυμου χωριού, χωρίς να σώζεται κανένα ίχνος του. Στην επαρχία Σητείας δεν κτίστηκαν κουλέδες, αφού είχε ήδη πολλά ενετικά φρούρια και πύργους, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ανάλογα. Κούλες είχε κτιστεί και στις Μάλλες, που ήλεγχε το βόρειο μέρος του ποταμού Σαραντάπηχου, και έμοιαζε με τον Κούλε της Ρίζας στη Βιάννο.
ΠΥΡΓΟΙ
Η ανέγερση πύργων αποτέλεσε ένα από τα οχυρωματικά μέτρα που έλαβαν οι εκάστοτε κατακτητές της Κρήτης (κυρίως Ενετοί και Τούρκοι) για να κάνουν πιο ισχυρή την κυριαρχία τους στο νησί και να προστατευτούν από τα επαναστατικά κινήματα των Κρητικών. Πύργους έκτισαν κι οι Βυζαντινοί την περίοδο 961-1204 μ.Χ., για να προστατεύσουν το θέμα (επαρχία) τους από τις ληστρικές επιδρομές των πειρατών. Ο Πύργος ήταν ένα ψηλό οικοδόμημα θεμελιωμένο πάνω σε ισχυρή βάση, που χρησιμοποιείτο κυρίως για αμυντικούς σκοπούς. Το σχήμα του ήταν κυκλικό, ημικυκλικό, τετραγωνικό ή πολυγωνικό.
Πύργοι κτίζονταν πολλές φορές στην εξωτερική πλευρά των τειχών ενός κάστρου, κοντά στις πύλες του και στις γωνίες των φρουρίων. Εδώ θα ασχοληθούμε με τους μεμονωμένους πύργους που είχαν κατασκευαστεί κυρίως στο εσωτερικό του νησιού και στόχευαν στην επιβολή των κατακτητών πάνω στον Κρητικό λαό, αλλά και με λίγους πύργους που ήταν κτισμένοι στις ακτές για να εποπτεύον τη θάλασσα και να προειδοποιούν τους κατοίκους για εξωτερικούς εχθρούς και λέγονταν προειδοποιητικοί (torrete di aviso). Οι Ενετοί, το 1573, σχεδίαζαν να χτίσουν πολλούς πύργους σε όλες τις ακρογιαλιές, σε αποστάσεις που θα είχαν οπτική επαφή.
Οι πύργοι αυτοί ήταν πολυώροφοι κι οδηγούσαν από όροφο σε όροφο με κινητές ξύλινες σκάλες. Ενώ τα κάστρα, φρούρια και καστέλια αποτελούσαν δημόσια κτίρια και αναγείρονταν με δημόσια δαπάνη και με αγγαρείες του ντόπιου πληθυσμού, οι πύργοι ήταν μικρά κτίρια που κτίζονταν κυρίως από μεμονωμένα άτομα ή οικογένειες φεουδαρχών με αγγαρείες ή με δικά τους έξοδα. Ήταν δηλαδή ιδιόκτητοι και μεταβιβάζονταν στους απογόνους τους. Γι’ αυτό σε εμφανές μέρος, συνήθως πάνω από το ανώθυρο της κεντρικής εισόδου, έφεραν το οικόσημο της οικογένειας που αποτελούσε και την ταυτότητα του πύργου.
Έτσι, αρχικά η συστηματική ανέγερση πύργων έγινε από τους ενετούς φεουδάρχες και ύστερα από τους Τούρκους Μαλικιαναγάδες. Επίσης, εδώ θα αναφερθούμε σε κτίρια που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά των αμυντικών πύργων, αλλά ήταν οι πολυτελείς επαύλεις που διέμεναν οι άρχοντες των χωριών. Οι πύργοι, όπως έχει επικρατήσει να λέγονται, είχαν διαμορφωθεί κατάλληλα για να καλύπτουν τις οικιστικές ανάγκες των φεουδαρχών, ενώ συνάμα πρόσφεραν και διάφορες διοικητικές και στρατιωτικές υπηρεσίες. Ήταν γνωστές ως επαύλεις, κονάκια, σεράγια, που έπαιζαν κι αυτά το ρόλο του πύργου.
Σύμφωνα με ιστορικά έγγραφα ο αριθμός τους ανά επαρχία ήταν: Επαρχία Σητείας 22, Μεραμπέλου 16, Ιεράπετρας 15, Πεδιάδας 24, Ρίζου 4, Καινουρίου 9, Πυργιωτίσσης 7. Ο αριθμός αυτός εκτοξεύθηκε μετά το 1869, όταν οι Τούρκοι έχτισαν πολλούς δημόσιους πύργους σε όλη την Κρήτη (κουλέδες), που αναφέρονται παραπάνω. Οι πιο πολλοί από τους πύργους δεν υπάρχουν πλέον, καθώς καταστράφηκαν από την μανία των επαναστατημένων Κρητικών.
Πύργος Αληδάκη (Εμπρόσνερο)
Ο Εμπρόσνερος είναι ένα όμορφο χωριό του Αποκόρωνα, στην είσοδο των στενών της Κράπης και του Κατρέ, που οδηγούν στα Σφακιά. Βρίσκεται σε επίκαιρη θέση ΝΔ των Βρυσών και δεσπόζει της περιοχής. Στο χωριό αυτό ήταν εγκατεστημένος κι είχε τον πύργο του ένας από τους πιο φοβερούς γενίτσαρους της Κρήτης, ο Τούρκος Ιμπραήμ Αληδάκης, που είχε αρπάξει τις περιουσίες των Χριστιανών της περιοχής και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους μελικιαναγάδες της περιοχής. Στο διπλανό οροπέδιο του Βόθωνα έβοσκαν τα άλογα του Αληδάκη. Για να μπορεί να καλλιεργεί όλη αυτή την περιουσία, ο Ιμπραήμ είχε τους κατοίκους ως δούλους.
Για να εξασφαλίσει την επικυριαρχία του στον Αποκόρωνα και να προστατευτεί από ενδεχόμενα κινήματα εναντίον του, χρησιμοποίησε τον μεγαλοπρεπή αυτό πύργο στον Εμπρόσνερο (Ενετικής κατασκευής), ο οποίος επιβλέπει όλο τον Αποκόρωνα. Οι ντόπιοι λένε μάλιστα ότι κατείχε όλη την έκταση που φτάνει το μάτι από την οροφή του πύργου του, από την «Παραθύρα», που πράγματι είναι τεράστια. Η περιουσία του απλωνόταν από τον Βλιτέ ως τον ποταμό Μουσέλλα, την Ασή Γωνιά, τον Καλλικράτη και τα Ασκύφου και από τις κορυφές των Σφακιανών Βουνών ως τον Αποκόρωνα, ενώ είχε και πολλά ακίνητα στην πόλη των Χανίων.
Ο πύργος του Αληδάκη ήταν ένα αληθινό απόρθητο φρούριο, καλά εξοπλισμένο και επανδρωμένο με στρατιωτικό σώμα. Περιελάμβανε, εκτός από την πολυτελή κατοικία του, πλήρεις στρατιωτικές εγκαταστάσεις, αποθήκες, φυλακές, κ.ά.. Αποτελούνταν από 4 θόλους στη σειρά, από τους οποίους σώζεται μόνο ο τέταρτος. Οι δύο είχαν καταστραφεί πριν την Κατοχή και η σκεπή του τρίτου έπεσε στη διάρκεια της Κατοχής. Οι Σφακιανοί, μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, διαισθάνθηκαν την πρόθεση του Αληδάκη για οριστική εξόντωση τους.
Έτσι, την άνοιξη του 1774, κατέβηκαν οργανωμένοι την νύκτα από τα Σφακιά και περικύκλωσαν τον πύργο του, με στόχο να τον πυροβολήσουν το πρωί όταν θα εμφανιζόταν στην βεράντα του. Το σχέδιο όμως απέτυχε καθώς τα όπλα αυτών που είχαν αναλάβει να πυροβολήσουν πρώτοι, του Καραβάνου και του Μπουζή, στέρεψαν και ο Αληδάκης γλίτωσε. Παράλληλα, επικράτησε πανικός στους 300 φρουρούς του πύργου και πολλοί από αυτούς επιχείρησαν να διαφύγουν, βρίσκοντας θάνατο. Περίπου 120 από αυτούς έμειναν στον πύργο και κατάφεραν να αποκρούσουν προσωρινά τις επιθέσεις. Την επόμενη μέρα, οι Σφακιανοί κατάφεραν να μπουν στον πύργο κι ακολούθησε μάχη σώμα προς σώμα με τα μαχαίρια.
Σκοτώθηκαν όλοι οι Τούρκοι και ο Αληδάκης, ενώ οι Σφακιανοί έχασαν 18 άντρες και 2 γυναίκες. Ο πύργος λεηλατήθηκε και όλος ο θησαυρός του Αληδάκη μεταφέρθηκε στα Σφακιά και μοιράστηκε στους επαναστάτες. Ο πύργος πυρπολήθηκε και σήμερα σώζεται ότι έχει απομείνει από τη μανία των Σφακιανών και τον χρόνο.
Πύργος Κυρίμηδων (Επισκοπή)
Η Επισκοπή Μυλοποτάμου, κοντά στο Πέραμα Ρεθύμνου, την Τουρκοκρατία ανήκε στην οικογένεια των Τουρκοκρητικών Κερίμηδων (Κερίμογλου) ή Κυρίμηδων. Εδώ είχαν κτίσει πύργο για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους. Οι Κερίμηδες ήταν κρυπτοχριστιανοί, αλλά δεν προσχώρησαν στις τάξεις των επαναστατών, όπως οι άλλες οικογένειες της Κρήτης, όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821. Αργότερα, την περίοδο 1881 - 1884, όταν πείστηκαν ότι η πλάστιγγα έγειρε με το μέρος των Κρητικών, δήλωσαν επιστροφή στην θρησκεία των προγόνων τους.
Το 1822, μετά το άδοξο τέλος της επιχείρησης κατάληψης του φρουρίου του Ρεθύμνου, κατά την οποία σκοτώθηκε ο Γάλλος φιλέλληνας Λέων Βαλέστρας και 100 άλλα παλικάρια, οι υπόλοιποι επαναστάτες, με τον Χουρδοθοδωρή, τον Μελιδόνη, τον Σκουλά, τον Σμπώκο, το Νιώτη, κ.ά., προσπάθησαν να καθαρίσουν την επαρχία Μυλοποτάμου, αναγκάζοντας τους Τούρκους να καταφύγουν στο Μεγάλο Κάστρο του Ηρακλείου. Ο Τούρκος μελικιαναγάς του Ηρακλείου Μουλά Κερίμογλου, μαζί με τα 3 αδέρφια του και 347 ορτάκηδές τους, ξεκίνησαν από το Ηράκλειο με προορισμό την Επισκοπή Μυλοποτάμου, για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους.
Όμως, οι επαναστάτες Μαυροθαλασσίτης, Ανδρακός και Χούρδος τους πολιόρκησαν στενά στον πύργο τους. Κάτω από τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι Κερίμηδες, έστειλαν απεσταλμένους σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο ζητώντας βοήθεια από τους Τούρκους. Ο απεσταλμένος όμως προς Ρέθυμνο δεν έφτασε ποτέ, καθώς συνελήφθη στο δρόμο. Από το Ηράκλειο, ξεκίνησαν για να βοηθήσουν τους Κερίμηδες ο Λαδάογλου με 300 Τούρκους, αλλά αποδεκατίστηκαν στο Σκλαβόκαμπο Μαλεβυζίου, στο άνοιγμα του Γωνιανού φαραγγιού, από τον Σμπώκο, τον Νιώτη, τον Ξετρύπη, κ.ά.
Ύστερα από αυτά, οι Κερίμηδες παραδόθηκαν με όρους που οι ίδιοι καταπάτησαν, γι’ αυτό και σκοτώθηκαν όλοι, ακόμη και ο Μουλά Αχμέτ, εκτός από τα 3 αδέρφια του και 7 άλλους συντρόφους τους, που οδηγήθηκαν στα σπίτια τους. Οι επαναστάτες, μετά από αυτό, γκρέμισαν τον πύργο των Κερίμηδων και γι’ αυτό σήμερα δεν σώζεται τίποτε. Ωστόσο, οι ντόπιοι εξακολουθούν να ονομάζουν ως Πύργο των Κερίμηδων μια νεώτερη οικία των Κερίμηδων, δίπλα στο Επισκοπικό Μέγαρο της Επισκοπής.
Φράγκικο Κονάκι Αποδούλου
Στο Αποδούλου Αμαρίου σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση ένα οίκημα που οι ντόπιοι αποκαλούν Φράγκικο Κονάκι ή Κονάκι της λαίδης Χέιν. Την έπαυλη αυτή έκτισε ο Άγγλος λόρδος Τζων Χέιν, μετά το 1829. Ο Τζων Χέιν μεγάλωσε στην Αίγυπτο κι εκεί ο πατέρας του αγόρασε μια σκλάβα, την Καλλίτσα Αλεξανδράκη από το Αποδούλου. Η Καλλίτσα έγινε γυναίκα του Τζων Χέιν και επισκέφθηκε με τον άνδρα της το 1829 το Αποδούλου, όπου ζούσε ο πατέρας της. Το ζεύγος έκτισε το μέγαρο αυτό για να έρχεται και να παραθερίζει.
Το σπίτι μετατράπηκε σε πύργο από τους Τούρκους κατά την επανάσταση του 1866. Μέσα του οχυρώθηκαν 300 Τουρκαλβανοί και πολιορκήθηκαν από τους επαναστάτες. Κι ενώ ετοιμάζονταν να τους κάψουν, κατέφθασαν ενισχύσεις και γλίτωσαν. Έτσι σώθηκε κι ο πύργος, που στέκεται επιβλητικός ως και σήμερα.
Πύργοι Κουρμούληδων (Μεσαρά)
Το χωριό Κουσές βρίσκεται 62 χλμ. νοτιοδυτικά του Ηρακλείου. Εδώ έζησαν οι κρυπτοχριστιανοί Κουρμούληδες, που αριθμούσαν στις παραμονές του Μεγάλου Ξεσηκωμού του 1821, 100 οικογένειες. Η αρχική οικογένεια αλλαξοπίστησε γύρω στο 1680. Όλοι τους διατήρησαν την πίστη τους κι όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 την αποκάλυψαν κι έλαβαν μέρος, θυσιάζοντας την περίοδο 1821-1830 γύρω στα 100 μέλη της. Στη κυριότητα των Κουρμούληδων ανήκαν δύο πύργοι στον Κουσέ, οι οποίοι ήταν ενετικοί και θεωρούνταν απόρθητοι.
Οι πύργοι αυτοί διέθεταν πολεμίστρες, αποθηκευτικούς χώρους και στα υπόγεια τους εκκλησία - κατακόμβη, όπου τελούσαν τα χριστιανικά τους καθήκοντα. Στους πύργους αυτούς, ο Μιχαήλ Κουρμούλης φιλοξένησε τον ηρωικό ιατρό Λόγιο και μαζί εκπόνησαν το σχέδιο δράσης κατά του γενίτσαρου Αγριολίδη, που τελικά κατέληξε στον άδικο χαμό του Λόγιου. Στους πύργους αυτούς φιλοξενούσαν τους Τούρκους επισήμους, τους οποίους παραπλανούσαν ότι ήταν Μουσουλμάνοι. Αναφέρεται μάλιστα, ότι όταν στον πύργο φιλοξενήθηκε ο Σερίφ Πασάς, τον είδε να βγαίνει από τον ναό της Αγίας Πελαγίας μαζί με το λοιπό εκκλησίασμα.
Τότε ο Κουρμούλης είπε στον Πασά ότι «Είναι ανάγκη, για την ασφάλεια του πολυχρονεμένου μας Σουλτάνου, να παρακολουθούμε τους ταβλόπιστους ακόμη και στη λειτουργία τους». Μια άλλη φορά, με επίκεντρο τον πύργο του, ο Κουρμούλης διέλυσε κάθε υποψία ότι αυτός ήταν ο δράστης των φόνων Τούρκων επισήμων στη Μεσαρά. Κοιμήθηκε μαζί με τους απεσταλμένους αξιωματικούς του Πασά, που ήλθαν για να τον κατασκοπεύσουν, στο δώμα του πύργου.
Κι ενώ κοιμόντουσαν, ο Μιχαήλ Κουρμούλης μαζί με τον αδελφό του πήγε στο χωριό Αληθινή και σκότωσαν τον γενίτσαρο Μεραμεταλή. Μετά γύρισε και ξάπλωσε στο κρεβάτι του, εξασφαλίζοντας το άλλοθι και την εκτίμηση του Πασά. Σήμερα, οι δύο πύργοι των Κουρμούληδων στο Κουσέ σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, όπως κι η εκκλησία – κατακόμβη της Αγίας Πελαγίας.
Πύργος Ξωπατέρα
Ο Ξωπατέρας ή Ξώπαπας (Ιωάννης Μαρκάκης από τα Μανουσιανά) ήταν μια από τις πιο μεγάλες επαναστατικές φυσιογνωμίες της Κρήτης. Η ύπαρξη του συνδέθηκε στενά με τη μονή Οδηγήτριας, κοντά στον Σίβα Μεσαράς. Όταν ήταν μικρός έγινε μοναχός κι ονομάστηκε Ιωάσαφ. Ήταν όμως ανήσυχη και δραστήρια φύση και δεν το άφηναν ανεπηρέαστο τα μεγάλα προβλήματα της εποχής. Η καταπίεση, η σκλαβιά των Κρητικών και τα ανθρώπινα πάθη χάραξαν την ζωή του. Ήρθε σε αντίθεση με τους Τούρκους, γιατί σκότωσε έναν Οθωμανό που τόλμησε να προσβάλει την τιμή και της αξιοπρέπεια της οικογένειάς του.
Αυτό ήταν αιτία να τεθεί σε αργία από τον μητροπολίτη. Σ’ αυτό βέβαια συνετέλεσε και η ανάμειξή του με τα εγκόσμια και ο γάμος του με μια όμορφη συγχωριανή του με την οποία απέκτησε παιδί. Επίσης έγινε χαΐνης (αντάρτης) και μαζί με άλλους σκορπούσαν το θάνατο στους Τούρκους. Μετά την καθαίρεση του, αν και δεν είχε δικαιώματα στη μονή, έκτισε έναν πύργο στη ΒΔ της γωνία, τον οποίο κατέστησε ορμητήριο κατά των Τούρκων. Στον πύργο αυτόν εγκλωβίστηκε θεληματικά τον Φεβρουάριο του 1828 ή 1829, όταν πολιορκήθηκε από πολυάριθμο Τούρκικο στρατό.
Έδιωξε τότε όλους τους επαναστάτες που τον συνόδευαν (Κόρακας, Κορνάρος, Σκουντής, παπά Μιχάλης από τον Σίβα) κι έμεινε με τον ανιψιό του Τρουλλινό και τον Βλατάκη από τις Μέλαμπες, καθώς και δύο γυναίκες, την αδελφή του και τη γυναίκα του με το παιδί τους. Εκτός από αυτού τους πέντε, έμειναν στη μονή και πολέμησαν από τα κελιά τους οι πέντε μοναχοί της μονής, μέχρι που σκοτώθηκαν. Κατά τον Κριτοβουλίδη 800 Τούρκοι, (3.000 κατ’ άλλους) κύκλωσαν τη μονή και την πολιόρκησαν στενά. Η μάχη κράτησε 3 μερόνυχτα. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν απανωτά κατά του πύργου, αλλά ο Ξωπατέρας αντιστεκόταν γενναία.
Τη δεύτερη μέρα οι Τούρκοι προσπάθησαν να κάψουν τον πύργο, αλλά ο Ξωπατέρας έριξε 10 κυψέλες με μέλισσες, που τους κράτησαν μακριά για μια ολόκληρη μέρα. Ύστερα σκοτώθηκαν όλοι, εκτός από τον ίδιο και την αδερφή του, που του γέμιζε το όπλο. Την τρίτη μέρα οι εχθροί έβαλαν φωτιά. Η αδερφή του πέθανε από ασφυξία, ενώ ο ίδιος κατέβηκε στην πόρτα με την πιστόλα στο χέρι και πυροβολούσε συνεχώς. Όταν τα πολεμοφόδια του εξαντλήθηκαν, πέταξε το πιστόλι και το χαϊμαλί του στη φωτιά. Πήρε το μαχαίρι του, άνοιξε την πόρτα και όρμησε με σπασμένο πόδι κατά των Τούρκων.
Οι 3 πρώτοι που προσπάθησαν να τον συλλάβουν, έπεσαν νεκροί, ενώ οι επόμενοι κατάφεραν να του πάρουν το κεφάλι. Σύμφωνα με τις αναφορές, ο Ξωπατέρας σκότωσε 30 Τούρκος και τραυμάτισε 15. Σήμερα ο Πύργος στέκεται αγέρωχος κοντά στην είσοδο της Μονής και ο επισκέπτης μπορεί να τον θαυμάσει από κοντά κι από μέσα.
Μέγαρο Μοδινών (Ρογδιά)
Το μέγαρο των Μοδινών βρίσκεται στη Ρογδιά Μαλεβιζίου κι αποτελούσε το μέγαρο των φεουδαρχών της περιοχής της Ρογδιάς, της Αχλάδας και του Φόδελε. Αν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμυντικός πύργος, όμως έχει επικρατήσει με αυτό το όνομα. Ο πύργος, που ανήκε στους Γεώργιο και Φραγκίσκο Μοδινό, σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Το μέγαρο ανήκει στο Δημόσιο κι έχει κηρυχτεί διατηρητέο. Η έπαυλη κτίστηκε το πρώτο μισό του 15ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε και για στρατιωτικούς σκοπούς.
Τον Ιούλιο του 1830, το Κρητικό Συμβούλιο με τον Νίκο Ρενιέρη συνεδρίασε εδώ και αποδέχτηκε την ανακωχή που πρότειναν οι μεγάλες Δυνάμεις. Κατά τον Ιωσήφ Χατζηδάκη, στη Ρογδιά είχε ανεγερθεί και έπαυλη για τον Μοχάμεντ Αλή της Αιγύπτου, που σωζόταν μέχρι το 1881. Εδώ διέμεινε δύο φορές που επισκέφτηκε την Κρήτη. Η βίλα, που στη δεκαετία του 1850, περιήλθε στην κυριότητα της Μονής Σαββαθιανών, βρισκόταν λίγο έξω και νότια από το χωριό. Σήμερα σώζεται ένα μικρό τμήμα της μ’ ένα χαρακτηριστικό ανώθυρο, ενσωματωμένο σ’ ένα νεώτερο κτίσμα και χρησιμοποιείται ως στάβλος.
Πύργος στους Σταμνιούς Επισκοπής
Διώροφος ενετικός Πύργος, με πολεμίστρες στο δεύτερο όροφο, υπήρχε και στους Σταμνιούς Πεδιάδας. Βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση και χρησιμοποιείται ως κατοικία. Πολύ πιθανόν ήταν ιδιωτικός και ανήκε σε φεουδάρχη της περιοχής και τούτο τεκμαίρεται από το γεγονός ότι στην αυλή υπάρχει πατητήρι (ληνός). Από κάποια έγγραφα γνωρίζουμε ενετικές οικογένειες που είχαν σχέση τους Σταμνιούς (Burgugroni, Galbo, κλπ) , σε κάποια από τις οποίες θα ανήκε το κτίριο. Οι Τούρκοι πρέπει να χρησιμοποίησαν τον πύργο, όπως φαίνεται από επισκευαστικές επεμβάσεις σε αυτόν.
Έπαυλη de Mezzo
Η Ετιά είναι ένα εγκαταλελειμμένο Μεσαιωνικό χωριό κοντά στις Λιθίνες Σητείας, που στην ακμή του ήταν το μεγαλύτερο χωριό της Επαρχίας Σητείας με πάνω από 500 κατοίκους. Αξίζει μια βόλτα ανάμεσα στα Ενετικά κτίσματα του χωριού. Εδώ στα τέλη του 15ου αιώνα, ο Ενετός άρχοντας Πιέτρο De Mezzo, που η περιοχή αποτελούσε φέουδό του, έκτισε το αρχοντικό De Mezzo, γνωστό ως Έπαυλη De Mezzo ή Σεράι. Ήταν ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα ενετικά οικοδομήματα στην Κρήτη. Το σχήμα του ήταν ορθογώνιο με τρεις ορόφους. Αρκετοί χώροι του ήταν καμαροσκέπαστοι κι είχε διακοσμηθεί πλούσια, ενώ το στέμμα της οικογένειας De Mezzo κατείχε εξέχουσα θέση ανάμεσα στις διακοσμήσεις.
Οικόσημο υπήρχε και στο υπέρθυρο του κτιρίου. Ο άρχοντας De Mezzo πρέπει να ήταν φιλόξενος, όπως μαρτυρεί η γραφή στο υπέρθυρο της εισόδου «Intra vostra signiora senza rispetto» (Ας μπει η αφεντιά σου, χωρίς αναστολή). Όλο το οικοδόμημα ήταν περιτειχισμένο σας φρούριο και είχε μπροστά στην ανατολική του πλευρά μια μεγάλη αυλή. Στην ανατολική πλευρά της αυλής, υπήρχε κρήνη το νερό της οποίας διοχετευόταν σ’ αυτήν από το υδραγωγείο στο Καμαράκι, 1.5 χλμ. πιο μακριά. Στην εξωτερική μεριά του τείχους βρίσκονταν γούρνες, στις οποίες έτρεχε το νερό της κρήνης.
Πύργος Μασλούμ Καρακάση
Στη Νεάπολη, στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου, πάνω από το παλιό υδραγωγείο, βρισκόταν το κονάκι του γενίτσαρου Μασλούμ Καρακάση, που αποτελούσε και τον πύργο του. Είχε κατά την παράδοση 100 πόρτες, μια κεντρική (την πορτέλα) και 30 καμάρες. Η πορτέλα έκλεινε με τον τρόπο που κλείνει στην Κωνσταντινούπολη το κάστρο της Ρούμελης (Ρούμελη Χισάρ). Είναι κτίσμα ενετικής κατασκευής του φεουδάρχη Ενετού Rasqualigo. Ο θυρεός που βρίσκεται και σήμερα, πάνω δεξιά της πορτέλας μάς επιβεβαιώνει το αδιάψευστο της ενετικής κατασκευής, όπως και το οικόσημο, που βρέθηκε. σχεδόν ανέπαφο λαξεμένο. κατά την εκσκαφή ενός χώρου του Πύργου.
Στον πύργο αυτό κλείστηκαν τον Νοέμβριο του 1827 οι 300 ορτάκηδες του Καρακάση, όταν έφτασε στον Άγιο Νικόλαο (18 Νοεμβρίου) εκστρατευτικό σώμα από τη νήσο Γραμβούσα με αρχηγό τον Ι. Χάλη, με στόχο να εκπορθήσουν το φρούριο της Σπιναλόγκας και της Ιεράπετρας. Τότε 2000 Τούρκοι απ’ το Ηράκλειο ξεκίνησαν για να βοηθήσουν τον Καρακάση. Οι επαναστάτες όμως τους έκλεισαν τον δρόμο στο φαράγγι του Σεληνάρη και τους κατατρόπωσαν. Έτσι, οι έγκλειστοι στον πύργο αναγκάστηκαν να παραδοθούν και οι επαναστάτες τους συγκέντρωσαν στο τζαμί που υπήρχε στη θέση του σημερινού ναού.
Τότε οι Τούρκοι παρασπόνδησαν και σκότωσαν μερικούς επαναστάτες που μπήκαν στο τζαμί. Ο Καπετάν Εμμανουήλ Καζάνης ανέβηκε στην οροφή του τζαμιού, άνοιξε μια τρύπα και έριξε μέσα καιόμενα πανιά διαποτισμένα με ρακή και αλειμμένα με λάδι και λίπος. Έτσι, ανεπτύχθησαν έντονοι καπνοί και οι Τούρκοι πέθαναν από ασφυξία. Ο Μασλούμ Καρακάσης διασώθηκε και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος με τον αδελφό του Σεκίρ στη Γραμβούσα κι αργότερα επέστρεψε στο Νέο χωριό. Στον Πύργο φιλοξενήθηκε κατά την παραμονή του στη Νεάπολη ο σπουδαίος Χασάν Πασάς, γνωστός σαν Κωνσταντίνος Αδοσίδης Πασάς.
Ο Αδοσίδης Πασάς ήταν ο πρώτος Έλληνας που είχε διοριστεί ως Βαλής της Κρήτης, επιτυγχάνοντας αφενός την ειρήνευση στο νησί και θέτοντας αφετέρου τα θεμέλια της αυτονομίας με τη Σύμβαση της Χαλέπας. Μάλιστα, ο πύργος είναι γνωστός στους ντόπιους ως σεράι του Αδοσίδη Πασά, κι όχι του Μασλούμ Καρακάση.
Πύργος της Ζου
Η Ζου είναι ένας μικρός καταπράσινος οικισμός, 7 χλμ. νότια από τη Σητεία. Το όνομά της προέρχεται πιθανόν από την τούρκικη λέξη «σου», που σημαίνει νερό, καθώς στην περιοχή ρέουν άφθονα νερά από την περίφημη πηγή Ζου. Το χωριό είναι γνωστό από τα ερείπια μινωικής κατοικίας, λίγο πιο έξω από αυτό. Στο χωριό όμως υπήρχε και ένας μικρός ενετικός πύργος, που βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Ο πύργος σήμερα χρησιμοποιείται ως σπίτι.
Πύργος Κορνάρου
Ο Πύργος του Κορνάρου βρίσκεται βορειοανατολικά του χωριού Μυρσίνη, σε μια απόμερη τοποθεσία του Μόχλους, 24 χλμ δυτικά της Σητείας. Είναι ένας μικρός τετράγωνος πετρόκτιστος πύργος που χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο από την περίοδο της Ενετοκρατίας, καθώς προσφέρει πολύ καλή θέα προς τις βόρειες ακτές. Ο Πύργος είναι διώροφος με ύψος 12m και περίμετρο βάσης 22m. Υπάρχουν δύο είσοδοι, μια για κάθε όροφο, ενώ στην κορυφή του υπάρχουν πολεμίστρες.
Κολλητά στον πύργο υπάρχει η πολύ παλιά εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, που έφερε εξαιρετικές τοιχογραφίες (σε μια υπήρχε αναφορά στο Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό) και ακόμη και σήμερα υπάρχει χάραγμα του 1677, που υπογράφει ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Το χάραγμα ανήκει πιθανότατα σε συνονόματο απόγονο του μεγάλου Κρητικού ποιητή του Ερωτόκριτου (καθώς πέθανε 60 χρόνια νωρίτερα). Δίπλα στο πύργο είχε αναπτυχθεί ένας Οθωμανικός οικισμός, καθώς ευνόησε την ανάπτυξή του η ύπαρξη κοντινής πηγής με νερό.
Σύμφωνα με την παράδοση ο Οθωμανός Μπραΐμης έβαλε κάποτε φωτιά στον Άη Αντώνη για να κάψει τις τοιχογραφίες και να αποδείξει την πίστη του στο Ισλάμ. Το 1897, όταν οι Οθωμανοί εκδιώχτηκαν, οι Κρητικοί προσπάθησαν να κατεδαφίσουν το πύργο για να μην ξαναγυρίσουν στην περιοχή. Οι ντόπιοι ανατίναξαν τον Πύργο με δυναμίτη και αυτός ράγισε χωρίς να πέσει, αλλά δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε, ενώ το 1920 αναστηλώθηκε. Από το 1990, όταν κι έγιναν νέες παρεμβάσεις, το μέρος είναι επισκέψιμο.
ME TO BΛΕΜΜΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ
H Κρήτη, Βενετική κτήση έως το 1669, αποτελούσε βασικό σταθμό στη θαλάσσια διαδρομή των προσκυνηματικών ταξιδιών και έτσι ο Χάνδακας (Ηράκλειο) είναι από τα λιμάνια που απεικονίστηκαν ήδη στα πρώτα ταξιδιωτικά χρονικά που εμπλουτίστηκαν με χαρακτικά. Ταυτόχρονα, από τον 15ο και έως τις αρχές του 18ου αιώνα η Κρήτη χαρτογραφείται σε όλα τα σημαντικά νησολόγια. Τα στρατιωτικά γεγονότα της μακρόχρονης πολιορκίας της νήσου από τους Οθωμανούς έδωσαν επίσης, εκτός από σχετικά περιγραφικά κείμενα, και εικονογραφικά θέματα.
Ο P. Belon στα μέσα του 16ου αιώνα και ο J. Pitton de Tournefort στις αρχές του 18ου αιώνα είναι οι πρώτοι φυσιοδίφες που εξερεύνησαν την ενδοχώρα της νήσου και μας κληροδότησαν τα πρώτα εξειδικευμένα θέματα, συμπεριλαμβανομένης και της χλωρίδας και πανίδας. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι νέες τεχνικές αποτύπωσης (φωτογραφία) συνυπάρχουν με παλαιότερες (σχέδια, ξυλογραφίες, υδατογραφίες), απεικονίζοντας έκτοτε ό,τι ήταν σχετικό με τα πολιτικό-στρατιωτικά γεγονότα αλλά την εντυπωσιακή φύση και τα λαμπρά αξιοθέατα της Κρήτης.
Χαρακτικά Θέματα Σχετικά με την Κρήτη
1.
Τίτλος: Άποψη του λιμανιού και χάρτης του Ηρακλείου.
Πρωτότυπος τίτλος: Candia
Χρονολογία έκδοσης: 1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent dezelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
Το Μεγάλο Κάστρο του Χάνδακα
Η πόλη του Ηρακλείου, ως οικισμός, υπήρχε από το 1000 - 950 π.Χ., γύρω από το σημερινό Ενετικό λιμάνι. Ο οικισμός αυτός, που λεγόταν Ηράκλειο, ήταν επίνειο της Κνωσού. Πολύ αργότερα, στη Βυζαντινή περίοδο, ο οικισμός εξακολουθούσε να υπάρχει και ονομαζόταν Κάστρο, λόγω της οχύρωσής του με τείχος. Έχουν βρεθεί ίχνη του Βυζαντινού τείχους κοντά στο λιμάνι του Ηρακλείου. Το 824 μ.Χ., το Βυζαντινό Κάστρο έπεσε στα χέρια των Σαρακηνών Αράβων του Αμπού Χαφς Ομάρ ή Απόχαψη. Η μέχρι τότε πρωτεύουσα της Κρήτης, η Γόρτυνα, καταστράφηκε, καθώς δεν ήταν παραθαλάσσια και δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες των πειρατών Σαρακηνών.
Αντίθετα το μικρό κάστρο του Ηρακλείου θεωρήθηκε ότι μπορούσε να αποτελέσει τη νέα βάση για τις ληστρικές τους επιδρομές στη Μεσόγειο. Αφού μετέφεραν την πρωτεύουσα στο Κάστρο, την οχύρωσαν ισχυρά. Η Αραβική οχύρωση του Ηρακλείου είναι σήμερα γνωστή. Ξεκινούσε από το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, ακολουθούσε την εξωτερική γραμμή των οδών Δαιδάλου και Χάνδακα και κατέληγε στη θάλασσα. Το τείχος ήταν χτισμένο με άψητους πλίνθους, φτιαγμένους από τρίχες αιγών και χοίρων και ήταν αρκετά πλατύ, ώστε να μπορούν να περνούν ταυτόχρονα δύο άμαξες.
Από την έξω μεριά είχε ανοιχτεί βαθειά τάφρος, στην οποία μπορούσε να διοχετευθεί νερό από τη θάλασσα και να περικυκλώσει την πόλη σε μια ώρα. Λόγω της τάφρου αυτής, οι Άραβες ονόμασαν το Ηράκλειο «φρούριο της Τάφρου» (Rabadh el Khandaq), ονομασία που έμεινε για αιώνες (εξελληνισμένα Χάνδακας). Οι Βυζαντινοί επεδίωξαν την επιστροφή της Κρήτης στα χέρια τους, λόγω της γεωστρατηγικής σημασίας της, αλλά και για να εξοντώσουν τους πειρατές που θέριζαν στις θάλασσες. Ωστόσο, η σπουδαία οχύρωση του Χάνδακα, κράτησε τους Βυζαντινούς μακριά για πολύ καιρό από τους στόχους τους.
Μετά από πολλές συνεχόμενες αποτυχημένες προσπάθειες, ο Νικηφόρος Φωκάς το 961 μ.Χ., κατάφερε και απελευθέρωσε την Κρήτη. Φοβούμενος πιθανή επιστροφή των Αράβων, ο Φωκάς κατέστρεψε την οχύρωση της τάφρου και έκτισε το φρούριο Ρόκκα στο Κανλί Καστέλι (Προφήτης Ηλίας). Σε λίγο καιρό ο Χάνδακας ξαναγέμισε με κόσμο και οι Βυζαντινοί ξανάκτισαν ισχυρή οχύρωση. Τα τείχη αυτά κτίστηκαν πάνω στα Αραβικά, ενώ μια πύλη τους κτίστηκε στο σημείο του κτιρίου Ακτάρικα (δίπλα στα λιοντάρια), που έγινε γνωστή με το όνομα Μεγάλη Καμάρα (Voltone) από τους Ενετούς.
Μετά την ανάκτηση της Κρήτης, οι Βυζαντινοί ασχολήθηκαν πιο προσεκτικά με την άμυνά της, κατασκευάζοντας κι άλλα οχυρωματικά έργα στα παράλια του νησιού. Συγχρόνως εγκατέστησαν μόνιμες στρατιωτικές φρουρές με στρατιώτες απ’ όλη τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία για να αποκρούουν τις πειρατικές επιδρομές. Οι φρουροί αυτοί δημιούργησαν μικρούς οικισμούς, που τα ονόματά τους, ακόμη και σήμερα, προδίδουν την ιστορία τους (Αρμένιοι, Βάρβαροι, Σκλάβοι, κ.α.). Το 1206, μετά από 2,5 περίπου αιώνες βυζαντινής παρουσίας στο νησί, οι Γενουάτες με τον κόμη της Μάλτας Ερρίκο Πεσκατόρε και με τη βοήθεια του φίλου του Αλαμάνο ντα Κόστα κατέλαβαν ένα μεγάλο μέρος της κεντρικής Κρήτης.
Έπειτα οχύρωσαν τα 3 μεγάλα φρούρια του Χάνδακα, της Σητείας και του Ρεθύμνου και 12 άλλα μικρότερα σε επίκαιρες θέσεις. Την άνοιξη του 1209, οι Ενετοί κατάφεραν να εκπορθήσουν το φρούριο Παλιόκαστρο στα Ληνοπεράματα και τον Μάιο του 1217 κατάφεραν να εκδιώξουν εντελώς τους Γενουάτες. Έτσι πλέον η Κρήτη ήταν στα χέρια τους για ακόμη 4,5 αιώνες. Οι Ενετοί βρήκαν τον Χάνδακα οχυρωμένο με τα βυζαντινά τείχη. Τα επισκεύασαν και τα προσάρμοσαν στις απαιτήσεις της πολεμικής τέχνης της εποχής, που στηριζόταν στη λόγχη, στο ξίφος, το δόρυ, το τόξο (ατομικά) και στις πολιορκητικές μηχανές, τον κριό, τον καταπέλτη, τη βαλλίστρα, τους πύργους ή χελώνες, και το υγρό πυρ (ομαδικά).
Στο αναμορφωμένο αυτό τείχος ενσωματώθηκαν και πολλά τμήματα του Βυζαντινού. Το ενετικό τείχος, όπως τελικά διαμορφώθηκε, είχε ευθύγραμμες πλευρές με πύργους κατά αποστάσεις και ξεκινώντας από το Μπεντενάκι ακολουθούσε τις οδούς Χάνδακα και Δαιδάλου, με την πύλη Voltone, όπως είπαμε, ενδιάμεσα. Ύστερα συνέχιζε στην οδό Μποφώρ κι έφτανε στο λιμάνι. Έξω από τα τείχη αυτά απλωνόταν ακτινωτά οι δρόμοι προς τα διάφορα μέρη της Κρήτης. Τους πρώτους αιώνες της Ενετοκρατίας, ο κίνδυνος για τους Ενετούς ήταν εσωτερικός, δηλαδή ο Κρητικός λαός που δεν ανεχόταν τη δουλεία.
Μετά την καταστολή, το 1367, της επανάστασης των αδερφών Καλλέργη (που άρχισε το 1364), οι σχέσεις Ενετών - Κρητικών εξομαλύνθηκαν. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο νέος κίνδυνος που ανέτειλε ήταν ο Τουρκικός. Έτσι, οι Ενετοί ξεκίνησαν να προετοιμάζουν την άμυνα τους, κτίζοντας δεκάδες φρούρια στο νησί. Ο Χάνδακας μεγάλωνε συνεχώς και οι συνοικισμοί κτίζονταν άναρχα έξω από τα τείχη, με τον πληθυσμό εκτός τειχών να είναι 4 φορές μεγαλύτερος από αυτόν μέσα στο κάστρο. Επίσης, μετά την ανακάλυψη της πυρίτιδας και τη χρήση της στα τηλεβόλα όπλα τον 15ο αιώνα, η κατασκευή ενός μεγαλύτερου και ισχυρότερου Ενετικού κάστρου, που θα προστάτευε όλη την πόλη, ήταν μονόδρομος.
Η ανοικοδόμηση των νέων τειχών (τα σημερινά τείχη του Ηρακλείου) ξεκίνησε το 1462 και διήρκησε πάνω από έναν αιώνα. Τα αρχικά σχέδια ήταν του μηχανικού Καμποφρεγκόζο, αλλά στην πορεία χρησιμοποιήθηκαν σχέδια του ικανού μηχανικού Michel Sammicheli. Η δαπάνη της ανοικοδόμησης βάρυνε τα ταμεία της Βενετίας και του βασιλείου της Κρήτης, τον Κρητικό λαό, την Εκκλησία και τους Εβραίους. Όλοι οι Κρητικοί 14 - 60 χρονών, ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν κάθε χρόνο αγγαρεία μιας βδομάδας, μαζί με τα ζώα τους, χωρίς αμοιβή και διατροφή. Τα υλικά μεταφέρονταν από τα λατομεία του Κατσαμπά, το Τηγάνι Χερσονήσου και τα ερείπια της Κνωσού.
Γύρω από τα τείχη ανοίχτηκε βαθειά τάφρος, που μετέτρεψε την πόλη σ’ ένα απόρθητο κάστρο. Το τείχος αποτελούσε την τελευταία λέξη της οχυρωματικής τέχνης της εποχής, εξασφαλίζοντας πλήρη ασφάλεια στην πόλη. Ήταν σχήματος τριγωνικού με βάση την παραθαλάσσια πλευρά του, συνολικού μήκους 3 χλμ. Η τάφρος, που είχε ανοιχτεί γύρω του, ήταν μεγάλου πλάτους, και βάθους. Από την έξω μεριά της είχαν υψωθεί προτειχίσματα ή αντερείσματα, καθώς και μικρά εξωτερικά φρούρια (Revelini) για να καθιστούν δυσκολότερη την προσέγγιση των τειχών από τους εχθρούς. Τα τείχη είχαν εφτά πύλες (από τις οποίες οι τρεις ήταν κύριες) και εφτάπρομαχώνες.
Στο τείχος και κατά κανόνα, πίσω από τους προμαχώνες είχαν κατασκευαστεί τετράγωνα οικοδομήματα, με χοντρούς τοίχους και θολωτές στέγες, που προορίζονταν για οπλαποθήκες. Για τη συμπλήρωση της οχύρωσης της πόλης, οι Ενετοί κατεδάφισαν το μικρό παλιό φρούριο στην είσοδο του λιμανιού και έκτισαν μέσα σε 17 χρόνια το νέο φρούριο Rocca al mare (φρούριο της θάλασσας), τον γνωστό μας Κούλε, που δεσπόζει ακόμη στο παλιό λιμάνι. Στις παραμονές του Κρητικού Πολέμου (1630), οι Ενετοί είχαν εξοπλίσει το Κάστρο και το φρούριο με 428 τηλεβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Η πραγματικά άριστη οχύρωση του Ηρακλείου από τους Ενετούς, ήταν η αιτία που ο Χάνδακας ονομάστηκε Μεγάλο Κάστρο.
Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Μεγάλο Κάστρο το 1669, ύστερα από περίπου 22 χρόνια πολιορκίας (29 Μαΐου 1648 - 18 Σεπτεμβρίου 1669), μετά από την προδοσία του Ενετού συνταγματάρχη Ανδρέα Μπαρότσι, μπαίνοντας από τον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα. Η πολιορκία του Κάστρου ήταν μάλιστα η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί στην παγκόσμια ιστορία. Αφού το κατέλαβαν, χρησιμοποίησαν το οχυρωματικό σύστημα των Ενετών για την εδραίωσή τους απέναντι στον Κρητικό λαό. Επισκεύασαν το τείχος και τα φρούρια τριγύρω, τα συμπλήρωσαν και τα προσάρμοσαν στις ανάγκες τους. Συγχρόνως, άλλαξαν τις ονομασίες, τις οποίες μετέφεραν στη γλώσσα τους.
Έτσι, ο προμαχώνας Μαρτινέγκο ονομάστηκε Γιουκσέκ Τάπια, τα Orecchione ονομάστηκαν Μπούρτζι, ο προμαχώνας του Αγίου Ανδρέα ονομάστηκε Γιουρούς Καπισί (πύλη της εφόδου), η Πύλη του Ιησού ονομάστηκε Γενί Καπού (Καινούργια Πόρτα), η Πύλη του Δερματά ονομάστηκε Κουμ Καπί, το φρούριο της θάλασσας ονομάστηκε Κούλες, κ.α. Την οχύρωση του Ηρακλείου, σε περιόδους ειρήνης, φαίνεται ότι οι κατακτητές την παραμελούσαν. Εντούτοις, ο οχυρωματικός περίβολος του Ηρακλείου και το φρούριο του Κούλε σώζονται σήμερα σε άριστη κατάσταση και αποτελούν τα καλύτερα διατηρημένα Ενετικά έργα στην Ευρώπη.
Το Κάστρο των Χανίων
Τα Χανιά είναι η σπουδαιότερη πόλη της δυτικής Κρήτης, κτισμένη στον ανατολικό μυχό του κόλπου Κυδωνίας, στη θέση της Αρχαίας Κυδωνίας. Η πόλη υπήρχε μέχρι το τέλος της Πρωτοβυζαντινής περιόδου, οπότε την κατέστρεψαν οι Σαρακηνοί (828 μ.Χ.). Μετά την εκδίωξη των Αράβων ο οικισμός ξανακτίστηκε, αλλά παρέμεινε μια μικρή και ασήμαντη πόλη. Λόγω όμως της οχυρής θέσης της και εξαιτίας των γεγονότων με τους Σαρακηνούς, οι Βυζαντινοί έκτισαν ένα φρούριο στο λόφο που ονόμασαν Καστέλι. Οι Ενετοί ανοικοδόμησαν κι εποίκησαν τη πόλη το 1252. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στο Βυζαντινό Καστέλι, κτίζοντας την Μητρόπολή τους Santa Maria, το παλάτι του ρετούρη (νομάρχη) και τις κατοικίες των αξιωματούχων.
Ενώ στους πρόποδες του λόφου άρχισαν να σχηματίζονται οι πρώτοι βούργοι, δηλαδή συνοικίες πολιτών με διάφορα επαγγέλματα. Αυτούς τους κατέστρεψαν το 1266 οι Γενουάτες με αρχηγό τον Obertino Doria. Έτσι, η ανάγκη να οχυρωθεί η πόλη, πέρα από την οχύρωση του Καστελιού, ήταν ολοφάνερη. Οι φεουδάρχες ζητούσαν από την Κεντρική εξουσία της Βενετίας να χτιστεί ένα περίβολος τειχών που να περιλαμβάνει όλη την πόλη, όπως είχε αναπτυχθεί ως τότε. Η οχύρωση τελικά αποφασίστηκε το 1336 και τα έργα άρχισαν αμέσως, για να ολοκληρωθούν μέσα σε 20 χρόνια. Αυτά ήταν τα πρώτα τείχη των La Canea, δηλαδή των Χανίων.
Φαίνεται όμως ότι και τα τείχη αυτά δεν πρόσφεραν πλήρη ασφάλεια στην πόλη, επειδή ήταν χαμηλά και γι’ αυτό τροποποιήθηκαν αργότερα. Αλλά και αυτές οι παρεμβάσεις ελάχιστα βελτίωσαν την αμυντική ικανότητα των Χανίων έως το 1536, όταν έφτασε στην πόλη ο μηχανικός των Ενετών Michel Sammicheli και εκπόνησε σχέδια για την κατασκευή νέων τειχών γύρω από τα παλιά. Η κατασκευή των νέων τειχών άρχισε το 1536 και ολοκληρώθηκε σε 32 χρόνια (1568), έπειτα από κάποιες προσθήκες των Savorgnan και του Capital General Renier (1563). Για να κτιστούν τα τείχη απαιτήθηκαν 13.936 αγγαρείες. Κάθε αγγαρεία ήταν 12 και 18 ημέρες για όσους κατάγονταν από ορεινές και πεδινές περιοχές, αντίστοιχα.
Οι εργάτες στην αρχή πληρώνονταν με 4 - 8 σολτίνια, ενώ αργότερα δεν έπαιρναν τίποτα, τρώγοντας μόνο ελιές, χαρούπια και νερό. Η συνολική δαπάνη των τειχών, μαζί με τη δαπάνη της ανέγερσης του φρουρίου της Θόδωρου, ανήλθε στα 87.000 δουκάτα. Τα τείχη, με σχήμα σχεδόν τετράγωνο, εκτείνονταν σε μια περίμετρο 3.085μ., ενώ μια τάφρος μήκους 1.942μ., βάθους 10 και πλάτους 50μ., εκτεινόταν παράλληλα με τα τείχη. Επίσης, υπήρχαν 4 προμαχώνες στις γωνιές του τείχους, με έναν επιπρομαχώνα σε κάθε έναν από αυτούς.
• Στη ΒΔ γωνία υπήρχε ο προμαχώνας San Salvatore ή Venier ή Griti με τον επιπρομαχώνα Revelino San Salvatore. Σε επαφή με το Φιρκά, σώζεται το μισό περίπου ενός κυκλικού πύργου από την αρχική οχύρωση του λιμανιού, που κατασκευάστηκε από τους Γενοβέζους στις αρχές του 13ου αιώνα. Ο πύργος ενσωματώθηκε στις μεταγενέστερες οχυρώσεις. Στη συνέχεια του πύργου υπάρχει ο ναός και η Μονή San Salvatore που έδωσε και το όνομα στο τμήμα αυτό των οχυρώσεων. Ο επιπρομαχώνας κάλυπτε μαζί με το Φρούριο Φιρκά την περιοχή της θάλασσας και ένα τμήμα της δυτικής πλευράς των οχυρώσεων.
• Στη ΝΔ γωνία των ενετικών οχυρώσεων υπήρχε ο προμαχώνας Schiavo ή San Dimitrio με τον επιπρομαχώνα Lando. Ο προμαχώνας αυτός πήρε το όνομά του από την ομώνυμη ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου που υπήρχε στην περιοχή «Κρύο Βρυσάλι». Ο ομώνυμος κυκλικός επιπρομαχώνας, διατηρείται εξολοκλήρου με αρκετές ανακατασκευές και στην κορυφή του αποκαλύφθηκε μετά από ανασκαφική έρευνα το parapetto και οι κανονιοθυρίδες.
• Στη ΝΑ γωνία βρίσκεται ο προμαχώνας Santa Lucia με τον επιπρομαχώνα Santa Lucia. Κατασκευάστηκε το 1568, είναι ημικυκλικός, κι ένα μέρος σώζεται στην οδό Μίνωος. Το τμήμα της Cortina ανατολικά της Piatta Forma καταλήγει στον καρδιόσχημο αυτό προμαχώνα που πήρε το όνομα του από την εκκλησία της Αγίας Φωτεινής (Luccia), που βρίσκεται στη σημερινή οδό Μίνωος. Ο προμαχώνας κάλυπτε το ανατολικό μέρος της νότιας πλευράς και το νότιο της ανατολικής πλευράς των οχυρώσεων, σε ανταπόκριση με τους προμαχώνες Piatta Forma και Sabbionara αντίστοιχα.
• Από τον προμαχώνα Santa Luccia, το τείχος στρέφεται βόρεια, προς τη θάλασσα, όπου υπάρχει ο προμαχώνας Sabbionara ή Monecigo με τον επιπρομαχώνα Revelino Michel. Ο προμαχώνας διατηρεί μέχρι σήμερα το ανάλογο τουρκικό όνομα Κουμ - Καπί (Kum Kapisi ''Πύλη της Άμμου''), βρίσκεται στη ΒΑ γωνιά των ενετικών οχυρώσεων και είναι εξολοκλήρου κτισμένος μέσα στη θάλασσα. Στο μέτωπο του προμαχώνα σώζεται κυκλικό έμβλημα με το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου και οικόσημα. Η πύλη είναι η μοναδική που σώζεται σήμερα, τροποποιημένη ως προς την εξωτερική της όψη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οπότε μειώθηκαν οι διαστάσεις της.
Οι προμαχώνες συνδέονταν μεταξύ τους με ισχυρά μεσοπύργια. Το μεσοπύργιο της νότιας πλευράς, επειδή ήταν μακρύ, χωρίστηκε με μια piattaforma σε δύο μέρη, που βρισκόταν εκεί που σήμερα είναι το μέγαρο του Φιλολογικού Συλλόγου «ο Χρυσόστομος». Η piattaforma αυτή βρισκόταν ανάμεσα στους επιπρομαχώνες Della Mantona και τον San Giovanni. Από την πλευρά της θάλασσας δεν υπήρχε τείχος, γιατί η πόλη προστατευόταν από τον λιμενοβραχίονα που είχε μήκος 337μ. Οι επιχωματώσεις που χρειάσθηκαν έγιναν από τον ρετούρη Leonardo Loredan και κτίστηκε η πύλη Retimiota (του Ρεθύμνου) στη δυτική πλευρά της piattaforma, και ονομάστηκε έτσι γιατί από εδώ ξεκινούσε ο δρόμος για το Ρέθυμνο.
Μια άλλη πύλη υπήρχε στην ανατολική πλευρά του τείχους. Ήταν η πύλη της Άμμου (sabionera), ενώ στη δυτική πλευρά του υπήρχε το Porto San Salvatore. Και οι τρεις πύλες άνοιγαν κατευθείαν προς τα έξω, χωρίς προστασία από τους προμαχώνες, όπως συνέβαινε στον Χάνδακα. Το Κάστρο των Χανίων, 15 χρόνια πριν την άλωσή του από τους Τούρκους (1630), είχε 319 κανόνια, 30.695 μπάλες και 413.274 λίμπρες μπαρούτι. Παρά την ισχυρή αυτή οχύρωση, ο στρατηγός Del Monte το 1591 έκρινε ότι η πόλη ήταν ανίσχυρη και πρότεινε να εγκαταλειφθεί και να μεταφερθεί στη θέση της αρχαίας Άπτερας, στο λόφο του Παλαιόκαστρου.
Κατά τον Del Monte, οι αδυναμίες της οχύρωσης της πόλης ήταν οι πολύ οξείες γωνίες του τείχους που άφηναν ακάλυπτες πλευρές, οι στενές επιχωματώσεις και οι μικροί επιπρομαχώνες. Η πρόταση αυτή δεν έγινε ποτέ αποδεκτή. Οι Τούρκοι κατέλαβαν τα Χανιά στις 22 Αυγούστου 1645, ανοίγοντας ρήγμα στο τείχος, στο προμαχώνα Shiavo. Αμέσως αναστήλωσαν τα κατεστραμμένα τείχη και μετά τα ανακαίνισαν, τα εκσυγχρόνισαν και τα εφοδίασαν με όσες εγκαταστάσεις χρειάζονταν. Μετονόμασαν την πύλη της αμμουδιάς σε Κουμ Καπί και τη Retimiota σε Καλέ Καπισί (πόρτα φρουρίου).
Από τη μέσα μεριά της Retimiota έκτισαν το τζαμί Χουσεΐν Πασά, από τον μιναρέ του οποίου δινόταν η διαταγή για το κλείσιμο της πόρτας. Από αυτή την πύλη έφυγε και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης των Χανίων στις 3 Νοεμβρίου του 1898. Μπροστά στην πύλη Καλέ Καπισί υπήρχε μια πλατεία, αυτή που σήμερα λέγεται Κοτζάμπαση, σε μια μουριά της οποίας οι Τούρκοι κρεμούσαν τους Χριστιανούς. Εδώ κρέμασαν τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ το 1821. Τα τείχη του κάστρου των Χανίων ήταν σε καλή κατάσταση μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν άρχισαν να γκρεμίζονται για να πάρουν τη θέση τους σπίτια και πολυκατοικίες.
Σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα από τη νότια πλευρά τους, ενώ μπορείτε να δείτε μερικά τμήματα τους στη δυτική πλευρά τους (προμαχώνας Shiavo, επιπρομαχώνας Lando, προμαχώνας San Salvatore ή Φιρκάς).
Το Κάστρο του Ρεθύμνου
Στη θέση του σημερινού Ρεθύμνου υπήρχε μικρός και ασήμαντος οικισμός από την εποχή της Πρωτοβυζαντινής Περιόδου. Ο οικισμός αυτός καταλήφθηκε από τους Άραβες, αλλά άρχισε να γίνεται πολιτεία μόνον κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας. Οι Ενετοί, λαός θαλασσινός που ασχολούνταν κυρίως με το μεταπρατικό εμπόριο, χρειάζονταν ένα λιμάνι, έστω και μικρό, ανάμεσα στα Χανιά και στο Ηράκλειο, για να καταφεύγουν σε αυτό οι γαλέρες τους, που περιέπλεαν τα βόρεια παράλια. Για το λόγο αυτό διασκεύασαν κατάλληλα το μικρό όρμο Μανδράκι, ανατολικά από τον βραχώδη λόφο του ακρωτηρίου της, που σήμερα λέγεται Φορτέτσα.
Γύρω από το λιμάνι αυτό άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς η πόλη, που οι Ενετοί έκαναν διοικητικό κέντρο της περιοχής, έδρα του ρετούρη (νομάρχη). Στη νέα πόλη κατοίκησαν κυρίως Έλληνες, ώστε να έχει πιο έντονο το Ελληνικό χρώμα από τα Χανιά και το Ηράκλειο. Το 1583 η αναλογία Ενετών και Ελλήνων ήταν 1 προς 3 περίπου. Οι πιο πολλοί Έλληνες κάτοικοι της πόλης ήταν ευγενείς αρχοντορωμαίοι. Έτσι το Ρέθυμνο ήταν μια πόλη υψηλής κοινωνικής στάθμης. Αυτή την πόλη, οι Ενετοί δεν μπορούσαν να την αφήσουν ανοχύρωτη. Η οχύρωση της μάλιστα είχε ήδη γίνει, από το 1303, αλλά δεν ήταν ικανή να προστατεύσει το Ρέθυμνο από την επιδρομή του τρομερού Μπαρμπαρόσα το 1538.
Έτσι, αμέσως μετά την επίθεση αυτή, η πόλη οχυρώθηκε πιο αποτελεσματικά (1540), με σχέδια του γνωστού στρατιωτικού μηχανικού των Ενετών Michel Sammicheli, που στη συνέχεια υπέστησαν σημαντικές τροποποιήσεις. Η οχύρωση περιελάμβανε ένα τείχος πάχους 12 ποδιών σε ευθεία γραμμή, που ξεκινούσε από την άμμο της ανατολικής παραλίας, όπου βρισκόταν ο προμαχώνας της Αμμουδιάς (Sabionera) ή της Αγίας Βαρβάρας, και συνέχιζε προς τη δυτική παραλία του Κουμπέ, παράλληλα μιας τάφρου.
Το τείχος είχε ακόμα δύο πύλες, τη Μεγάλη Πόρτα (Porta guora), που σώζεται ακόμη και σήμερα στην αρχή της οδού Εθνικής Αντιστάσεως και τη Porta dello squero στη μέση του δυτικού τμήματος του μεσοπυργίου, απέναντι από το σημερινό δημοτικό κήπο. Το τείχος είχε ενισχυθεί με δύο ακόμη προμαχώνες, της Αγίας Παρασκευής στη Μεγάλη Πόρτα και του Καλλέργη στη δυτική άκρη του τείχους, όπου αργότερα ανοίχθηκε μια ακόμη πόρτα, του Αγίου Αθανασίου. Αλλά και αυτή η οχύρωση ήταν αδύνατη και ελλιπής, γιατί δεν είχε τείχος από τη μεριά της θάλασσας. Έτσι, όταν ο Ολούτς Αλή επιτέθηκε κατά του Ρεθύμνου το 1567, το κατέστρεψε ολοσχερώς.
Έτσι, αποδείχτηκε ότι το τείχος ήταν άχρηστο, γι’ αυτό εγκαταλείφθηκε και ερειπώθηκε. Τότε αποφασίστηκε να κτιστεί το εντυπωσιακό φρούριο της Φορτέτσας πάνω στο λόφο Παλαιόκαστρο, για να ασφαλιστεί η πόλη.
Το Κάστρο της Σητείας
Η Σητεία, ως οικισμός, κατά την αρχαιότητα δεν είναι βέβαιο ότι βρισκόταν στη θέση που είναι σήμερα, αν και έχουν βρεθεί Μεσομινωικοί και Υστερομινωικοί τάφοι, Γεωμετρικά και Ελληνικά ειδώλια, όστρακα, Ρωμαϊκά κτίρια και μια Παλαιοχριστιανική Βασιλική. Βέβαιο είναι όμως ότι υπήρχε στην Πρωτοβυζαντινή, την Αραβική, τη Β' Βυζαντινή και την Ενετική Περίοδο. Ο Βυζαντινός οικισμός της Σητείας περιβαλλόταν από τείχη, ήταν δηλαδή κάστρο. Έχουν βρεθεί Ενετικοί χάρτες που αποτυπώνουν τα Βυζαντινά τείχη, τμήματα των οποίων έχουν εντοπιστεί κατά καιρούς.
Τα τείχη αυτά, σχηματίζοντας ένα ισοσκελές τρίγωνο, τη βάση του οποίου αποτελούσε η παραθαλάσσια πλευρά του, άρχιζαν λίγο πιο πέρα από το τελωνείο της πόλης, όπου βρίσκονταν οι Ρωμαϊκές ιχθυοδεξαμενές, κι έφταναν ως την Καζάρμα, όπου σχηματιζόταν η γωνία του τριγωνικού περίβολου, με τον ανατολικό βραχίονά τους. Στην κορυφή του κάστρου ήταν κτισμένο το φρούριό του, η σημερινή «Καζάρμα». Τα τείχη και το φρούριο επισκεύασε το 1204, μετά την κατάληψη της πόλης, ο Γενουάτης αρχιπειρατής Ερρίκος Πεσκατόρε. Επισκευές όμως έγιναν κι από τους Ενετούς σε διάφορα χρονικά διαστήματα.
Μια τέτοια επισκευή ήταν που έγινε το 1508 μετά από καταστροφικό σεισμό. Κατά την επιδρομή του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα το 1538, τα τείχη του κάστρου υπέστησαν τεράστιες καταστροφές και οι Ενετοί κυβερνήτες Παραβιτσίνι και Σαβοργκάν ζήτησαν την κατεδάφιση τους. Για να μην γίνει αυτό, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να συμβάλουν οικονομικά με 1.500 δουκάτα για την επιδιόρθωση όλου του οχυρωματικού συστήματος της πόλης. Αλλά η πλευρά του τείχους προς τη θάλασσα αργότερα, λόγω των μεγάλων ζημιών που είχε υποστεί, δεν μπορούσε να επιδιορθωθεί και ζητήθηκε και πάλι η κατεδάφιση του κάστρου. Η αντίδραση όμως των Βάιλων της Σητείας, Bemb και Gongara, απέτρεψε αυτό το ενδεχόμενο.
Το 1626, λίγα χρόνια πριν τον Κρητικό Πόλεμο, η πόλη θεωρήθηκε «ανοχύρωτη». Το 1630 σε έκθεση που υπέβαλε ο στρατιωτικός αρχιτέκτονας Fr. Basilicata, προς τον υπεύθυνο για την άμυνα του νησιού γενικό κυβερνήτη Pietro Giustiniano ανέφερε ότι η θέση της πόλης είναι ακατάλληλη για οχύρωση και ασφάλεια, αλλά πρέπει να προφυλαχτεί, καθώς η μεταφορά της ήταν αδύνατη. Στάλθηκαν τότε μηχανικοί και χρήματα για την επισκευή των τειχών και του φρουρίου, οι οποίοι κατεδάφισαν τα τείχη για να τα ξανακτίσουν ισχυρότερα. Ωστόσο, δεν πρόλαβαν καθώς εμφανίστηκαν στην Κρήτη οι Τούρκοι.
Οι κάτοικοι απομακρύνθηκαν από την πόλη και μεταφέρθηκαν στο «Μεγάλο Κάστρο», το Ηράκλειο, και η μικρή φρουρά που έμεινε, άντεξε μέχρι το 1651. Τα τείχη της Σητείας δεν ξανακτίσθηκαν ποτέ και η πόλη έκτοτε έπαψε να υπάρχει για δύο ολόκληρους αιώνες, μέχρι το 1869 που ξαναχτίστηκε με σχέδια του Αυνή Πασά, που γι’ αυτό και οι Τούρκοι την ονόμασαν «Αυνιέ», ονομασία που ποτέ δεν επικράτησε. Σήμερα τα τείχη δεν είναι ορατά και μόνο το φρούριο της Καζάρμα έχει μείνει για να θυμίζει ότι η Σητεία ήταν κάποτε ένα από τα κάστρα της Κρήτης.
Το Κάστρο της Ιεράπετρας
Η Ιεράπετρα δεν είχε οχυρωθεί από τους Βυζαντινούς ή τους Ενετούς. Αντίθετα, οι πρώτοι που την οχύρωσαν ήταν οι Τούρκοι, καθώς αισθάνονταν ανασφαλείς από την πίεση του τοπικού πληθυσμού. Το τείχος αυτό ήταν χαμηλό και περιέβαλε την πόλη μόνο από τη μεριά της στεριάς, το σχέδιο του οποίου διασώθηκε από τον Άγγλο περιηγητή Spratt. Το τείχος άρχιζε από την προκυμαία, ανατολικά από το μουσείο της πόλης και προχωρώντας την πλατεία Κοθρή και την πλατεία Τζαμιού κατέληγε στην περιοχή Σαρακήνα. Το κάστρο είχε δύο πύλες, μια στη βόρεια πλευρά, στην πλατεία του Δημαρχείου και μια δεύτερη στη δυτική πλευρά, στην πλατεία Τζαμιού.
Το τείχος εξωτερικά περιβαλλόταν με τάφρο γεμάτη νερό (πλάτος 2,5 μ. και βάθος 1,5 μ.), που οι ντόπιοι ονόμαζαν χεντέκι. Τα τείχη της Ιεράπετρας επισκευάστηκαν το 1823 και το 1829. Όταν το 1898 εκδιώχθηκαν οι Τούρκοι από την Κρήτη, τα τείχη γκρεμίσθηκαν, για λόγους αισθητικούς και πολιτικούς, με την παρουσία του Γάλλου ναυάρχου Potier, που έδωσε το σύνθημα της κατεδάφισης με μια σκαλίδα σε 1.500 κατοίκους της πόλης, οι οποίοι κατέστρεψαν τα τείχη που θύμιζαν τον Τούρκο τύραννο. Ίχνη των τειχών υπάρχουν ακόμη κοντά στην πλατεία του Δημαρχείου.
Το Κάστρο στα Σκαλιά Σητείας
Ένα μικρό κάστρο υπήρχε κοντά στο χωριό Σίτανος της Επαρχίας Σητείας, στα Σκαλιά. Τα Σκαλιά ήταν ένα μικρό χωριό λίγων κατοίκων κτισμένο στην κορυφή μιας μικρής πλαγιάς, κατά τρόπο που οι εξωτερικοί τοίχοι των σπιτιών του αποτελούσαν το τείχος που περικύκλωνε τον οικισμό, από τη βόρεια μεριά του οποίου μάλιστα υπήρχε προστατευτικός γκρεμός. Οι κάτοικοι των Σκαλιών είχαν αναπτύξει πλούσια αντιστασιακή δράση κατά των Τούρκων, γι’ αυτό η Υψηλή Πύλη αποφάσισε στα μέσα του 18ου αιώνα την εξόντωσή τους. Αποβίβασε λοιπόν στην Κάτω Ζάκρο 2.000 άντρες και με οδηγό έναν ντόπιο, που με τη βία επιστράτευσαν, βάδισαν εναντίον των Σκαλιών.
Επειδή όμως νύχτωσε, σταμάτησαν να κοιμηθούν στη θέση «Μαύρα Χώματα». Τότε βρήκε την ευκαιρία ο Έλληνας οδηγός τους κι έτρεξε να ενημερώσει τους Σκαλιώτες. Αυτοί πριν ξημερώσει έτρεξαν στο τούρκικο στρατόπεδο κι έσφαξαν όλο το εκστρατευτικό σώμα. Οι Τούρκοι, προσεταιρίστηκαν τον προδότη παπά Δράκο ή Φραγκιά της Ζήρου, που κάλεσε τους Σκαλιώτες για να τους κοινωνήσει στο ναό της Αγίας Παρασκευής, αφού τους ζήτησε να αφήσουν τα όπλα τους έξω από την Εκκλησία. Οι Τούρκοι, που καιροφυλακτούσαν, εισόρμησαν και έσφαξαν όλους, εκτός από τον Σκαλιωτογιάννη.
Σήμερα τα Σκαλιά είναι ερείπια (σώζεται μόνο η Εκκλησία του Αγ. Γεωργίου κι ένα σπίτι) ενώ ο επισκέπτης μπορεί να διακρίνει ακόμη το τείχος του χωριού. Επίσης, κάθε χρόνο στην εορτή της Αγ. Παρασκευής στη Ζήρο, γίνονται εκδηλώσεις μνήμης και κατάθεση στεφανιών στο μνημείο των Σκαλιωτών στρατιωτών.
ΕΝΕΤΙΚΑ ΦΡΟΥΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΣΤΕΛΙΑ
Η Κρήτη είναι ένα μεγάλο νησί με πολλά σημεία, από τα οποία μπορεί κάποιος να επιβιβαστεί στο νησί. Έτσι οι διάφοροι κατακτητές της, κυρίως οι Ενετοί, φρόντιζαν να κατασκευάσουν δεκάδες φρούρια σε νευραλγικές θέσεις του νησιού και σε νησίδες που βρίσκονται γύρω από αυτό, που τα χρησιμοποιούσαν για να ελέγχουν την τριγύρω περιοχή και τα περάσματα. Τα Καστέλια, όπως λέγονται τα Ενετικά φρούρια, βρίσκονταν σε όλο το νησί. Μάλιστα πολλά χωριά σήμερα λέγονται Καστέλι, προφανώς λόγω παλαιότερων φρουρίων, που σήμερα δεν υπάρχουν.
Ακόμη και σήμερα οι Κρητικοί όταν τσακώνονται λένε τη χαρακτηριστική φράση «Θα μας ακούσουν τα δώδεκα Καστέλια» (δηλαδή, θα μας ακούσει όλη η Κρήτη), αναφερόμενοι προφανώς σε δώδεκα ομώνυμα χωριά σε όλη την Κρήτη που είχαν κάποιο φρούριο.
Φρούριο Σούδας
Η Σούδα είναι ένα μικρό νησί που στέκει σαν φύλακας στην είσοδο του κόλπου της Σούδας, ένα φυσικό λιμάνι που προστατεύεται από τα υψηλά βουνά ανατολικά των Χανίων, στη ΒΑ πλευρά του λιμανιού τους. Στη ΒΔ πλευρά του, σε πολύ μικρή απόσταση, είναι το νησάκι Λέων, σχεδόν στρογγυλό που αναφέρεται στους χάρτες των Ενετών ως «Νησί των κουνελιών». Στην αρχαιότητα τα δύο νησιά λέγονταν Λευκαί, όπως αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος. Το όνομά τους προέρχεται από την αρχαία Ελληνική μυθολογία στην οποία λέγεται ότι οι Σειρήνες ηττήθηκαν από τις μούσες, που τις συναγωνίσθηκαν σε κάποιο μουσικό αγώνα και στεναχωρήθηκαν τόσο που τα φτερά τους, έπεσαν από τους ώμους, έγιναν λευκές και μπήκαν στη θάλασσα, δημιουργώντας έτσι τα νησάκια Λευκαί.
Πριν να οχυρωθεί, στο νησάκι ήταν ένα μοναστήρι του Αγ. Νικολάου και γι’ αυτό λεγόταν Φραρονήσι (Φράροι ή Φλώροι είναι οι καθολικοί μοναχοί). Ύστερα από την οχύρωση του, πήρε το όνομα Σούδα από το όνομα του κόλπου. Από τον 14ο αιώνα υπήρχε φρούριο στο νησί. Το Ενετικό φρούριο (η Φορτέτσα) άρχισε να κτίζεται από τους Ενετούς το 1573, σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν την άμυνα του λιμανιού της Σούδας και να ελέγχουν την είσοδο του κόλπου. Το έργο από μόνο του δεν έλυνε το πρόβλημα της ασφάλειας, γι’ αυτό οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες είχαν ζητήσει να εκτελεσθούν και άλλα συμπληρωματικά έργα άμυνας σε επίκαιρες θέσεις, που όμως λόγω υψηλού κόστους δεν ξεκίνησαν ή δεν ολοκληρώθηκαν.
Αρχιτέκτονας και επιβλέπων των εργασιών ήταν ο μηχανικός οχυρώσεων Latino Orsini. Το έργο εκτελέστηκε πολύ γρήγορα και μέσα σ’ ένα χρόνο τοποθετήθηκαν και τα πρώτα κανόνια. Η Φορτέτσα από τεχνικής άποψης αποτέλεσε ένα άριστο οχυρωματικό έργο που, εκμεταλλευόμενο τη μορφολογία του εδάφους του νησιού, έδινε λύσεις στους πιθανούς κινδύνους από την έναντι ξηρά ή την προσέγγιση πλοίων. Αναφέρεται ότι ο οπλισμός του φρουρίου το 1630 ήταν 44 κανόνια διαφόρων διαμετρημάτων και 9.185 μπάλες. Τα τείχη περιέβαλαν όλη την έκταση του νησιού της Σούδας. Στο βόρειο μέρος ήταν οι προμαχώνες Martinengo και Μichiel.
Ανάμεσά τους μια μικρή πόρτα οδηγούσε στο χαμηλότερο κομμάτι του νησιού της Σούδας, όπου ήταν το νεκροταφείο, ο επιπρομαχώνας Mocenigo και μια δεξαμενή. Στην ανατολική πλευρά ήταν οι στρατώνες και μπροστά τους βρίσκονταν 3 δεξαμενές, αποθήκες, ο κήπος και το εκκλησάκι της Παναγίας (La Madonnina), ενώ στη ΝΔ πλευρά ήταν ο προμαχώνας Orsino και η πύλη του φρουρίου. Στη δυτική πλευρά βρίσκονταν 3 δεξαμενές και αποθήκες πυρομαχικών και πολεμοφοδίων, το πεδίο ασκήσεων και ο ανεμόμυλος. Εκτός από τους χώρους αυτούς, υπήρχε νοσοκομείο, φυλακή και πολλά καταλύματα για λαϊκούς.
Στα επόμενα χρόνια μέχρι την απόβαση των Τούρκων στην Κρήτη το 1645, εκτελούνταν μόνο συμπληρωματικές εργασίες συντήρησης και βελτίωσής του. Σε αυτά εντάσσεται και η κατασκευή (1585) του κεντρικού ναού (που διατηρείται και σήμερα αναλλοίωτος), όπου λειτουργούσαν ιερείς του τάγματος του Αγ. Αυγουστίνου, καθώς προϋπήρχε μονή Αυγουστινιανών μοναχών. Η Φορτέτσα, μετά την κατάληψη των Χανίων από τους Τούρκους το 1646 δέχθηκε σφοδρή επίθεση από ξηρά και θάλασσα. Οι υπερασπιστές της όμως, παρόλο που ήταν ολιγάριθμοι, κατάφεραν να αποκρούσουν.
Μετά την κατάληψη του Χάνδακα (1669) και τη συνθηκολόγηση που ακολούθησε, το νησί παρέμεινε ελεύθερο υπό Ενετική διοίκηση, μέχρι τις 27 Σεπτεμβρίου του 1715, οπότε παραδόθηκε στους Τούρκους μετά από πολιορκία και ηρωική αντίσταση 72 ημερών. Οι Τούρκοι κατείχαν τη νησίδα μέχρι το 1898 οπότε και αποχώρησαν οι στρατιωτικές δυνάμεις από την Κρήτη. Την περίοδο αυτή, εκτός από τη μετατροπή του ναού σε τζαμί αφιερωμένο στον Σουλτάνο Γαζή Αχμέτ Χαν, δεν πρόσθεσαν τίποτα ουσιαστικό στην οχύρωσή του.
Το νησί είναι συνδεδεμένο με την Κρητική ιστορία και τους αγώνες των Κρητικών για την απελευθέρωσή τους, επειδή σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, που το νησί βρισκόταν υπό Βενετική διοίκηση, αποτελούσε καταφύγιο των διωκόμενων επαναστατών. Πάνω σ’ αυτό υψώθηκε για πρώτη φορά η ελληνική σημαία, την 1η Φεβρουαρίου του 1913 (πριν την επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα). Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο βρίσκεται υπό τον έλεγχο του Ελληνικού πολεμικού ναυτικού στα πλαίσια του ευρύτερου αμυντικού σχεδιασμού του λιμένα. Το νησί, που στερείτο παντελούς βλάστησης, δενδροφυτεύτηκε το 1966 από το Πολεμικό Ναυτικό.
Η Σούδα ακόμα και σήμερα χρησιμοποιείται ως ναυτική βάση. Γι’ αυτό στη βάση της Σούδας δεν επιτρέπονται οι επισκέπτες και η λήψη εικόνων. Μετά από αρκετά χρόνια επίμονων και μεθοδευμένων προσπαθειών, υλοποιήθηκε ένα πάγιο αίτημα της τοπικής κοινωνίας και η νησίδα της Σούδας αποδεσμεύτηκε απ’ τη στρατιωτική επιτήρηση. Την άνοιξη του 2007, επετράπη η ενεργοποίηση της επισκεψιμότητας σε συνεργασία με το Ναύσταθμο Κρήτης, την 28η εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και του Δήμου Σούδας, δύο φορές την εβδομάδα. Η μεταφορά γίνεται από την προβλήτα της Σούδας και η επιστροφή σ' αυτή.
Φρούριο Ιντζεδίν
Το φρούριο Ιντζεδίν, το μοναδικό Τουρκικό φρούριο της Κρήτης, βρίσκεται στο ύψωμα Καλάμι, 15 χλμ. ανατολικά της πόλης των Χανίων και δεσπόζει στην είσοδο του κόλπου της Σούδας. Κτίστηκε το 1872 από το Ρεούφ Πασά, στην ίδια θέση που το 1646 οι πρώτοι Τούρκοι, διώχνοντας τους Ενετούς, έχτισαν Πύργο. Αποτελούσε το κυριότερο αμυντικό έργο του λιμανιού και ονομάσθηκε έτσι προς τιμή του πρωτότοκου γιου του Σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ Ιντζεδίν. Στα μεταγενέστερα χρόνια χρησιμοποιήθηκε κυρίως σαν φυλακή πολιτικών κρατουμένων, κρατουμένων του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά και θανατοποινιτών.
Την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1903) ο Ελευθέριος Βενιζέλος γνώρισε για 15 ημέρες το αφιλόξενο περιβάλλον των φυλακών του φρουρίου, μετά από καταδίκη του για εξύβριση, έπειτα από μήνυση που του υπέβαλλε ο Μητροπολίτης Κρήτης Ευμένιος, που ήταν οπαδός του πρίγκιπα Γεωργίου. Στην περίοδο της δικτατορίας του Θ. Πάγκαλου, το 1924, κρατήθηκε στις φυλακές μεγάλος αριθμός πολιτικών αντιφρονούντων, ενώ μετά τη πτώση της δικτατορίας, με αντιπραξικόπημα (1926), φυλακίστηκε για 2 χρόνια και ο ίδιος ο Πάγκαλος. Στην περίοδο της γερμανικής κατοχής και στα πρώτα χρόνια του εμφυλίου οι φυλακές δε λειτούργησαν.
Τα τελευταία όμως χρόνια του εμφυλίου και μετά, το κάτεργο του Ιντζεδίν άνοιξε και πάλι. Το 1948, οι πρώτοι κομμουνιστές πολιτικοί κρατούμενοι μεταφέρθηκαν από τη Γυάρο στις φυλακές του Ιντζεδίν, όπου γίνονταν και εκτελέσεις. Από τα σκοτεινά κι ανήλια μεσαιωνικά μπουντρούμια του τις επόμενες δεκαετίες πέρασαν δεκάδες πολιτικοί κρατούμενοι, κυρίως κομμουνιστές, αλλά στην περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών και πολιτικοί ασχέτως ιδεολογίας. Ο ρόλος του φρουρίου, ως χώρος φυλάκισης πολιτικών κρατουμένων, που με την αντίστασή τους πάλεψαν για τις δημοκρατικές τους ιδέες, στάθηκε αφορμή για να περάσει στην ιστορία της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου.
Φρούρια Πόλης Χανίων
Στην πόλη των Χανίων υπάρχουν δύο μεσαιωνικά φρούρια, που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην Ιστορία της πόλης και συνδέθηκαν με κορυφαίες στιγμές ολόκληρου του νησιού, καθώς κι ένα άλλο μικρότερο και λιγότερο σημαντικό νότια της. Τα φρούρια αυτά είναι το φρούριο της Κυδωνίας, το φρούριο Φιρκάς και το φρούριο στον Κάστελο Αγίας Κυριακής:
1) Καστέλλι Κυδωνίας
Είναι το φρούριο που χτίστηκε αρχικά από τους Βυζαντινούς πάνω στην ακρόπολη της αρχαίας Κυδωνίας, σ’ ένα ύψωμα στην περιοχή της σημερινής παλιάς πόλης. Το σημείο αυτό ήταν το ψηλότερο που δέσποζε στην περιοχή, δεξιά κατεβαίνοντας προς το λιμάνι. Σχέδιο αυτού του φρουρίου δε σώθηκε. Όταν οι Ενετοί κατέλαβαν την Κρήτη, εγκαταστάθηκαν στο Καστέλι, το διαμόρφωσαν, το συμπλήρωσαν, το προσάρμοσαν στις ανάγκες τους και το οχύρωσαν. Γύρω από το φρούριο γρήγορα αναπτύχθηκαν μικροί οικισμοί, οι βούργοι. Το φρούριο επικοινωνούσε με την πόλη με τρεις πύλες.
Η ανατολική πύλη, απομεινάρια της οποίας υπάρχουν και σήμερα, οδηγούσε στις συνοικίες Χιόνες και Σπλάντζια. Η δυτική γκρεμίστηκε το 1928 και η τρίτη οδηγούσε στην κάτω πόλη. Οι Ενετοί έκτισαν στο φρούριο πολλά κτίρια, που τα πιο πολλά είναι αξιοθαύμαστα έργα αρχιτεκτονικής τέχνης. Στο εσωτερικό του έκτισαν και τη νέα μητρόπολη Santa Maria, το παλάτι του ρετούρη (νομάρχη), τις κατοικίες των αρχόντων, κ.α. Ο Gerola αναφέρει πολλά κτίρια με γοτθική και αναγεννησιακή αρχιτεκτονική, επιβλητικές εισόδους παλατιών Ενετών αρχόντων, όπως των Τζαγκαρόλων, των Πρεμαρίνων και των Δαμολίνων, με επιγραφές, οικόσημα και λέοντες.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο εντυπωσιακό Palazzo του Άγγελου Πρεμαρίνου, που χτίστηκε το 1598. Ένας κεντρικός δρόμος, η σημερινή οδός Κανεβάρο, διέσχιζε το Καστέλι από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν το φρούριο με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή για την εγκατάσταση των αρχόντων της πόλης. Έτσι εδώ υπήρχε το παλάτι του Πασά και οι κατοικίες των Μπέηδων, ενώ τα υπόλοιπα κτήρια στέγασαν τις δημόσιες υπηρεσίες. Σε όλες τις επαναστάσεις των Κρητικών, το Καστέλι ήταν το έρεισμα τους. Σήμερα τα λείψανα του φρουρίου είναι ελάχιστα.
2) Φρούριο Φιρκά
Απέναντι από το Καστέλι, στην άλλη μεριά του λιμανιού, δεσπόζει ακόμη το φρούριο Φιρκάς, κτισμένο σε χαμηλό ύψωμα, στο οποίο στεγάζεται σήμερα το Ναυτικό Μουσείο Κρήτης. Η ονομασία Φιρκάς είναι τούρκικη και σημαίνει μεραρχία, καθώς το φρούριο ήταν η έδρα της Τούρκικης Μεραρχίας. Ο Φιρκάς είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά ενετικά φρούρια. Αποτελούσε τον κύριο ενετικό στρατώνα της πόλης και ήταν κτισμένο σε καίρια θέση, προστατεύοντας την είσοδο του λιμανιού. Έξω από την κεντρική πύλη υπήρχε στερεωμένος ισχυρός σιδερένιος κρίκος (ο κέρκελος), όπου δενόταν μια αλυσίδα που έφραζε την είσοδο του λιμανιού, καθώς στερεωνόταν σ’ έναν άλλο κέρκελο στην άλλη μεριά της εισόδου, τον φάρο.
Στο φρούριο υπήρχαν υπόγειες στοές, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως φυλακές. Στο φρούριο Φιρκάς γράφτηκε η πιο ένδοξη σελίδα της σύγχρονης Κρήτης, καθώς την 1η Δεκεμβρίου 1913, ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ύψωσαν την ελληνική σημαία σ’ ένα πυργίσκο του φρουρίου, μετά από δεκάδες αιώνες σκλαβιάς, σφραγίζοντας την Ένωση της Κρητικής Πολιτείας με το κράτος της Ελλάδας. Ένα άλλο ιστορικό γεγονός που συνδέεται με τον Φιρκά είναι η αποκοπή του ιστού της Ελληνικής Σημαίας, που είχαν υψώσει οι Κρήτες στις 18 Αυγούστου 1908, μετά το ψήφισμα της Κρητικής Συνέλευσης για την Ένωση.
Τη σημαία έκοψαν τα αγήματα των Μεγάλων Δυνάμεων, που δεν ήθελαν τότε την ένωση. Έτσι, ο Φιρκάς αποτελεί για τους Κρητικούς το σύμβολο των σκληρών αγώνων τους για την απελευθέρωση του νησιού.
Καστέλλι Κισσάμου
Το Καστέλι της Κισσάμου, που από το 1966 μετονομάστηκε σε Κίσσαμο, είναι μια μικρή γραφική κωμόπολη η οποία απλώνεται στον μυχό του Κόλπου Μυρτίλος ή Κισσάμου, ανάμεσα στις χερσονήσους της Γραμβούσας και της Σπάθας. Το όνομά της το οφείλει στο ενετικό φρούριο που ήταν κτισμένο εκεί. Το φρούριο καταρχήν κτίστηκε από τον Γενουάτη Ερρίκο Πεσκατόρε στη θέση της αρχαίας Κισάμου, στις αρχές του 13ου αιώνα κι ήταν ένα από τα 15 φρούρια που οχύρωσε αμέσως με την κατάληψη της Κρήτης το 1204. Όταν οι Ενετοί εξεδίωξαν τους Γενουάτες, το φρούριο περιήλθε στην κατοχή τους. Έτσι, το επισκεύασαν και το έκαναν αμυντικό στρατιωτικό κέντρο της περιοχής.
Το σχήμα του ήταν ασύμμετρο πεντάγωνο και, όπως όλα τα ενετικά φρούρια, είχε χώρους στρατωνισμού, φυλακές, εκκλησάκι και πηγάδι. Από τις πρώτες κιόλας εναντιώσεις των Κρητικών στην ενετική κατοχή, το φρούριο του Καστελιού Κισάμου έγινε στόχος των εξεγερμένων. Όταν το 1262 οι Κρητικοί, με τη βοήθεια του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου, επαναστάτησαν κατά των Ενετών, το φρούριο δέχτηκε σφοδρή επίθεση, αλλά δεν έπεσε. Την περίοδο των επαναστάσεων του 1333 και 1341, οι Ενετοί κατέστρεψαν τον οικισμό που είχε αναπτυχθεί γύρω από το φρούριο, ενώ αργότερα αποφάσισαν την ανοικοδόμησή του. Από τότε και μετά, ο συνοικισμός ονομάστηκε Καστέλι, όπως όλοι οι βούργοι του νησιού.
Το 1538, το φρούριο καταστράφηκε από τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα και το 1554 επιδιορθώθηκε ριζικά. Το 1583, το Castel Chissamo είχε 845 κατοίκους και το 1630 είχε 35 κανόνια. Το 1595 καταστράφηκε ολοσχερώς από σεισμό, αλλά κατασκευάστηκε ξανά το 1635 από τον Lorenzo Contarini. Το 1646 οι Τούρκοι πολιόρκησαν το φρούριο, το οποίο έπεσε μετά την προδοσία του φρούραρχου Giovani Medici, ο οποίος είχε απελπιστεί καθώς το φρούριο είχε υποστεί πολλές ζημιές και οι στρατιώτες είχαν αποδεκατιστεί από την πανώλη. Οι Τούρκοι το επισκεύασαν αμέσως.
Το 1692, που σημειώθηκε η πρώτη Κρητική επανάσταση με υποκινητή τον Ενετό ναύαρχο Αλοΐσιο Μοτσενίγο, οι επαναστάτες κατέλαβαν το φρούριο, αλλά οι Τούρκοι το κατέλαβαν και πάλι. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας το φρούριο υπήρξε θέατρο πολλών επαναστατικών δράσεων. Το 1821, στο φρούριο φυλακίστηκε ο επίσκοπος Κισσάμου Μελχισεδέκ Δεσποτάκης. Από εκεί ο Τουρκικός όχλος τον έσυρε, την ημέρα της Αναλήψεως, στον τόπο απαγχονισμού του. Όταν η επανάσταση γενικεύτηκε, οι 1800 Τούρκοι της Κισάμου βρήκαν καταφύγιο στο φρούριο, το οποίο πολιορκούσαν οι επαναστάτες και δύο Υδραίικα πλοία.
Τον Φεβρουάριο του 1823, στα πλαίσια της προετοιμασίας για την αποβίβαση του νέου Γενικού Αρχηγού του αγώνα στην Κρήτη Εμμανουήλ Τομπάζη, οργανώθηκε η εκκαθάριση των επαρχιών Κισσάμου και Σελίνου, αναγκάζοντας τους Τούρκους να ταμπουρωθούν στο φρούριο. Έτσι, έφτασε στο λιμάνι του Δραπανιά η γαλέτα Τερψιχόρη, που μετέφερε τον Τομπάζη, ο οποίος αντικατέστησε τον Μιχαήλ Αφεντούλιεφ και 600 Έλληνες εθελοντές από την Ήπειρο. Οι Έλληνες πολιόρκησαν το φρούριο ως τις 25 Μαΐου, όταν οι Τούρκοι παρέδωσαν το φρούριο και τον οπλισμό τους. Η ελληνική σημαία υψώθηκε μετά από αιώνες στην Κρήτη, αλλά για λίγο καιρό.
Οι Τούρκοι μεταφέρθηκαν στα Χανιά, όπου ανασυγκροτήθηκαν και επέστρεψαν στην Κίσσαμο. Μετά από σφοδρές μάχες, κατάφεραν να το ανακαταλάβουν. Το 1825 το φρούριο ξανάπεσε στα χέρια 900 Ελλήνων επαναστατών, που ήρθαν από τη Μονεμβάσια. Αρχικά κατευθύνονταν προς τη Γραμβούσα, αλλά ο κακός καιρός και η πληροφορία ότι στην Κίσσαμο υπήρχαν μόλις 20 φρουροί, τους οδήγησε στην πολιορκία του φρουρίου στο Καστέλι. Ωστόσο, μετά από 3-4 μέρες, 2.000 Τούρκοι κατέφτασαν στο Καστέλι και ανακατέλαβαν το φρούριο, αναγκάζοντας τους Έλληνες να υποχωρήσουν στη Γραμβούσα.
Στη μεγάλη επανάσταση του 1866, το φρούριο υπήρξε και πάλι στόχος των επαναστατών, αρχηγός των οποίων ήταν ο Σκαλίδης. Το φρούριο πολιορκήθηκε υπό τον συνταγματάρχη Βυζάντιο και τον ταγματάρχη Φρουδαράκη, αλλά η πολιορκία λύθηκε όταν ο τελευταίος σκοτώθηκε. Το 1897-8, η ιστορία επαναλήφθηκε, αλλά οι Τούρκοι, διασώθηκαν από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Σήμερα, τα λείψανα του φρουρίου, τα περισσότερα από τα οποία είναι υπολείμματα Τουρκικών κυρίως κτιρίων, στέκουν ακόμη σε μερικά σημεία, θυμίζοντας το έντονο παρελθόν τους.
Φρούριο Γραμβούσας
Το όνομα Γραμβούσα προέρχεται από τη Βενετσιάνικη λέξη Garabuse, ενώ στην αρχαιότητα λεγόταν Κώρυκο. Στη Γραμβούσα νησί βρίσκονται τα ερείπια ενετικού κάστρου, που χτίστηκε το 1579 - 1584, σε ύψος 137 μέτρων πάνω απ' το φυσικό λιμάνι του νησιού. Η θέση του κάστρου ήταν στρατηγική, καθώς προστάτευε όλη τη ΒΑ Κρήτη. Το μέγεθός του εξακολουθεί να εντυπωσιάζει, καθώς έχει τριγωνικό σχήμα, με κάθε πλευρά του να ξεπερνά το ένα χιλιόμετρο. Παρά το μέγεθός του και τη μεγάλη του χωρητικότητα, φαίνεται ότι οι Ενετοί δεν το χρησιμοποίησαν σε κάποια σημαντική μάχη. Το φρούριο παραδόθηκε στους Τούρκους το 1892, ύστερα από δωροδοκία των Τούρκων στον Ενετό φρούραρχο.
Όταν το πήραν ξανά οι Κρητικοί Επαναστάτες, το 1825, το φρούριο έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση του αγώνα για την απελευθέρωση, καθώς έγινε έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής Κρήτης. Το νησί χρησιμοποιήθηκε σαν ορμητήριο για 3 χρόνια από 3.000 επαναστάτες, οι οποίοι λόγω έλλειψης τροφής στον τόπο αναγκάστηκαν να επιδοθούν σε πειρατεία. Το νησί τότε απέκτησε αρνητική φήμη σε όλη την Ευρώπη και το 1830, με επέμβαση του Ιωάννη Καποδίστρια, το νησί απελευθερώθηκε. Ύστερα από το πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) η Κρήτη, μαζί και το φρούριο, παραδόθηκε στους Τούρκους.
Φραγκοκάστελο
Μικρό, καλοδιατηρημένο, ακουμπισμένο στην άκρη μιας έρημης πεδιάδας στην παραλία του Λιβυκού Πελάγους, ΝΔ των Σφακίων, το Φραγκοκάστελο ξετυλίγει ακόμη το κουβάρι της ιστορίας του, μιας ιστορίας γεμάτης θύμησες και μυστήρια. Το κάστρο των Δροσουλιτών χτίστηκε από τους Ενετούς την περίοδο 1371-1374, για προστασία από τους πειρατές και για τον έλεγχο των ανυπότακτων Σφακιανών, που έχοντας τότε επικεφαλής τους 6 αδελφούς Πατσούς, παρενοχλούσαν συνεχώς τους κατακτητές και δεν τους άφηναν να ολοκληρώσουν το έργο.
Άλλοι Ενετοί παρέσυραν και εξόντωσαν με προδοσία τα 6 αδέλφια, ενώ για να κερδίσουν χρόνο χρησιμοποίησαν για την ανέγερση του φρουρίου τις έτοιμες λαξευμένες πέτρες από τη διπλανή ερειπωμένη αρχαία πόλη Νικήτα. Στο χώρο της παλιάς πόλης σώζεται από τότε (1371) το εκκλησάκι του Αγίου Νικήτα, όπου τελούνται ακόμη κάθε 15 Σεπτέμβρη αθλητικοί αγώνες, ονομαστοί σ’ όλη την Κρήτη και υμνημένοι από τη δημοτική μας μούσα. Το φρούριο αποκλήθηκε αρχικά «καστέλο του Αγίου Νικήτα», αλλά οι Σφακιανοί, ταυτίζοντας τους Ενετούς με τους Φράγκους, το ονόμασαν «Φραγκοκάστελο», που τελικά επικράτησε ως ονομασία ακόμη και από τους Ενετούς (Castel franco).
Παρά τη στρατηγική του σημασία και τις επισκευές που έγιναν (π.χ. το 1593 - 1597 από το Γενικό Προβλεπτή Nicolo Dona), το φρούριο δεν φαίνεται να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη μετέπειτα ιστορία και ίσως να εγκαταλείφθηκε στο τέλος της Ενετοκρατίας(1669). Πάντως, εδώ εγκατέστησαν οι Τούρκοι το στρατηγείο τους στην τελευταία φάση της επανάστασης του Σφακιανού οπλαρχηγού Δασκαλογιάννη και εδώ τον οδήγησαν, όταν αποφάσισε να παραδοθεί για να εξασφαλίσει, όπως νόμιζε, την ανεξαρτησία της ιδιαίτερης πατρίδας του, το 1770. Η σημερινή μορφή του Κάστρου δε διαφέρει πολύ από την αρχική. Αποτελείται από 4 τετράγωνους πύργους, που συνδέονται μεταξύ τους με τείχος, σχηματίζοντας ένα ορθογώνιο φρούριο.
Πάνω στους πύργους υπήρχαν ντουφεκίστριες, από όπου πολεμούσαν οι στρατιώτες. Υπάρχει μια μικρή, τοξωτή είσοδος στην ανατολική πλευρά, ενώ η κύρια πύλη, στα νότια, είναι διακοσμημένη με σκαλιστά οικόσημα των ευγενών οικογενειών. Πάνω από την είσοδο βρίσκεται το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου, το έμβλημα της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο ΝΔ πύργος είναι μεγαλύτερος από τους υπόλοιπους. Ήταν ο πιο σημαντικός γιατί ήταν η τελευταία θέση της άμυνας, εάν πολιορκούσαν το κάστρο και επειδή προστάτευε την κύρια πύλη. Κατά μήκος του εσωτερικού των τοίχων υπάρχουν ορθογώνια κτίρια, τα οποία χρησίμευαν ως στάβλοι, αποθήκες, στρατώνες κ.α.
Το Μάιο του 1828, ο Ηπειρώτης οπλαρχηγός Χατζημιχάλης Νταλιάνης οχυρώθηκε στο κάστρο και έδωσε μάχη με υπέρτερες τουρκικές δυνάμεις, βρίσκοντας ηρωικό θάνατο μαζί με 338 συμπολεμιστές του. Στη συνείδηση των ντόπιων οι θρυλικοί Δροσουλίτες, που εμφανίζονται να κινούνται στον αέρα ορισμένες φορές στα τέλη του Μαΐου, ταυτίζονται με τις ψυχές των χαμένων αγωνιστών.
Φορτέτσα Ρεθύμνου
Το φρούριο της Φορτέτσας δεσπόζει στο λόφο του Παλαίκαστρου, δίπλα στην παλιά πόλη του Ρεθύμνου και αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα φρούρια των Ενετών. Στο λόφο αυτόν ήταν χτισμένη η ακρόπολη της αρχαίας Ρίθυμνας και ο ναός της Ροκκαίας Αρτέμιδας, που δεν σώζονται. Το μεγαλοπρεπές πενταγωνικό φρούριο άρχισε να χτίζεται το 1573 και έχει περίμετρο 1300 μέτρα. Κατά μήκος του τείχους υπάρχουν 4 προμαχώνες (Αγίου Λουκά, Αγ. Ηλία, Αγ. Παύλου, Αγ. Νικολάου), που εξυπηρετούσαν την άμυνα στον εχθρό. Το φρούριο είναι τόσο μεγάλο που μπορούσε να αποτελέσει καταφύγιο για όλη την πόλη.
Στο εσωτερικό υπάρχουν στρατώνες, μια εκκλησία, ένα νοσοκομείο και αποθήκες. Η κύρια Πύλη βρίσκεται ανάμεσα στους προμαχώνες του Αγίου Νικολάου και Αγίου Νικολάου, στο σημείο που η πρόσβαση στην πόλη ήταν ευκολότερη. Η πύλη είναι μια μεγάλη στοά, που επέτρεπε την άνετη διέλευση αμαξών και οπλισμού. Δίπλα στην είσοδο, υπάρχει η οπλαποθήκη, η οποία είναι ένα μεγάλο διώροφο κτίριο με καμάρες στο εσωτερικό, που σήμερα φιλοξενεί πολιτιστικές εκδηλώσεις κι εκθέσεις.
Βαδίζοντας προς τον προμαχώνα του Αγίου Ηλία, θα δείτε μια από τις πολλές δεξαμενές του φρουρίου, καθώς και το θέατρο της Ερωφίλης που φιλοξενεί εκδηλώσεις κάθε καλοκαίρι. Υπάρχουν και δύο πυριτιδαποθήκες σε καλά προστατευμένα σημεία. Περίπου στο κέντρο του φρουρίου, ορθώνεται το τζαμί του Ιμπραήμ Χαν, ο οποίος αρχικά ήταν Χριστιανός. Κοντά βρίσκεται κι ο σύγχρονος ναός της Αγ. Αικατερίνης. Επίσης, υπάρχουν λίγα απομεινάρια από την κατοικία του κυβερνήτη, αλλά και από πολλές κατοικίες πολιτών. Μπορείτε ακόμη να δείτε την κατοικία του ενός απ’ τους δύο συμβούλους, αλλά και τις αποθήκες στο βόρειο τοίχο, που βρίσκεται σε πολύ ψηλό σημείο.
Παρά το γεγονός ότι αποτελεί ένα τεράστιο οχυρωματικό έργο, δεν φαίνεται να έχει διαδραματίσει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο, ειδικά συγκρινόμενο με άλλα εξίσου μεγάλα οχυρωματικά έργα, όπως π.χ. τον Χάνδακα του Ηρακλείου. Η εύκολη μάλιστα παράδοση στους Τούρκους το 1645, αποδίδεται στην απουσία τάφρου, αλλά και σε επιδημία χολέρας στο κάστρο. Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας (1898 - 1913), η Ρωσική δύναμη προστασίας του Ρεθύμνου κατάστρεψε ολόκληρη τη νότια πλευρά του τείχους της Φορτέτσας.
Στη διάρκεια της Κατοχής, οι Γερμανοί κατέστρεψαν όσα από τα βενετσιάνικα κτίρια παρέμεναν όρθια στο εσωτερικό του τείχους και στη ΒΑ πλευρά έβαλαν πυροβόλα. Το φρούριο χρησιμοποιήθηκε ως φυλακές για τους αγωνιστές της Αντίστασης, πολλοί από τους οποίους ξεψύχησαν εκεί.
Φρούριο Κουλές Ηρακλείου
Στην αρχή του δυτικού λιμενοβραχίονα του λιμανιού του Ηρακλείου στέκει ακόμη επιβλητικό το μεσαιωνικό φρούριο Κούλες. Το πραγματικό του όνομα είναι Rocca al Mare, όπως τον έλεγαν οι ιδρυτές του Ενετοί. Ο Κούλες, ή μεγάλος Κούλες δεν ήταν ο μοναδικός άρχοντας του λιμανιού. Απέναντί του, στη σημερινή Μαρίνα, υπήρχε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ένα δεύτερο μικρότερο φρούριο, ο μικρός Κούλες, που γκρεμίστηκε για να φτιαχτεί η αποβάθρα. Ο Κούλες είναι κτισμένος στη θέση ενός άλλου στρογγυλού πύργου με επάλξεις. Είναι γνωστό ότι στη Μινωική εποχή η Κρήτη δεν διέτρεχε καμιά απειλή από εξωτερικούς εχθρούς, άρα δεν υπήρχε η ανάγκη οχύρωσης των λιμανιών της.
Η ίδια κατάσταση επικρατούσε ως τη Ρωμαϊκή εποχή και τη Α' Βυζαντινή περίοδο. Η κατάσταση αυτή άρχισε να ανατρέπεται όταν εμφανίστηκαν στη Μεσόγειο οι πειρατές. Από τότε γεννήθηκε η ανάγκη οχύρωσης των πόλεων και των λιμανιών τους. Αυτό όμως δεν έγινε στο βαθμό που έπρεπε από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι ήταν απασχολημένοι με τα εσωτερικά προβλήματα και τον κίνδυνο των Τούρκων. Έτσι η Κρήτη σύντομα (824 μ.Χ.) έπεσε στα χέρια των Αράβων, που λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα φρούρια. Οι Άραβες οχύρωσαν το Ηράκλειο με τείχος και τράφο, το έκαναν κέντρο των πειρατικών τους επιδρομών και τότε η πόλη ονομάστηκε Χάνδακας.
Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, οι Βυζαντινοί πήραν και πάλι τον Χάνδακα με τον Νικηφόρο Φωκά το 961, ενώ μετά από 250 χρόνια το Ηράκλειο κατακτήθηκε από τους Γενουάτες και μετά από λίγα χρόνια από τους Ενετούς. Οι Ενετοί έφτιαξαν νέα επιβλητικά τείχη και ο Χάνδακας ονομάστηκε Μεγάλο Κάστρο. Για τη μεγαλύτερη ασφάλεια του λιμανιού, κατασκεύασαν το περίφημο φρούριο Rocca al Mare, δηλαδή το Φρούριο της Θάλασσας, που αρχικά ήταν ένας μικρός πύργος. Γρήγορα όμως οι Ενετοί αντιλήφθηκαν ότι η οχύρωση του λιμανιού με τον πύργο ήταν άχρηστη, όταν ανακαλύφθηκε η πυρίτιδα και κατασκευάστηκαν τα τηλεβόλα όπλα.
Έτσι αποφάσισαν την κατασκευή ενός νέου μεγαλύτερου φρουρίου, που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες τους. Εκτός από αυτά, το μικρό Καστέλι που υπήρχε ήδη είχε υποστεί μεγάλες ζημιές από σεισμό του 1303, οι οποίες δεν επισκευάστηκαν επαρκώς. Έτσι, το παλιό φρούριο κρίθηκε κατεδαφιστέο το 1500, για να ανεγερθεί μεγαλύτερο στη θέση του. Η απόφαση πάρθηκε το 1523 από το αρμόδιο συμβούλιο, που το αποτελούσαν ο Δούκας Μάρκος Μίνιος, ο Καπιτάνος Θωμάς Μοτσενίγκος, ο μηχανικός Σαρακίνης κι ο Καπιτάνος του πεζικού Ντακόμο. Η απόφαση εγκρίθηκε από τη Βενετία και αμέσως άρχισε η κατεδάφιση του παλιού και η ανέγερση του νέου.
Η κατασκευή ολοκληρώθηκε το 1540, ενώ το υπέρογκο κόστος της κατασκευής του βάρυνε τα ταμεία της Βενετίας και του Χάνδακα. Οι συνθήκες ανέγερσης δεν ήταν ευνοϊκές, καθώς τον χειμώνα οι εργασίες διακόπτονταν λόγω των τρικυμιών και των χαμηλών θερμοκρασιών. Επίσης, για τα θεμέλια και τα κρηπιδώματα χρησιμοποιήθηκαν οι ογκόλιθοι του Μινωικού λιμανιού, ενώ οι υπόλοιπες ποσότητες οικοδομικών υλικών μεταφέρθηκαν από τη νήσο Ντία και τον όρμο των Φρασκιών. Για να κατασκευαστούν οι προστατευτικοί κυματοθραύστες, φόρτωναν με λίθους παλιά καράβια και τα βύθιζαν στη θάλασσα.
Όταν το φρούριο τέλειωσε, ήταν ένα αρχιτεκτονικό αριστούργημα, αλλά κι ένα σύγχρονο οχυρωματικό έργο, που σε συνεργασία με το φρούριο του Παλιόκαστρου, εξασφάλιζε την ασφάλεια ολόκληρου του κόλπου του Ηρακλείου. Το φρούριο ήταν διώροφο και το ισόγειο ήταν χωρισμένο σε 26 διαμερίσματα για διάφορες χρήσεις (αποθήκες τροφίμων, αποθήκες πολεμοφοδίων, δεξαμενές όμβριων υδάτων και φυλακές). Όλα τα διαμερίσματα φωτίζονταν με μεγάλους φωταγωγούς, τα sospirali lucernai ή ανηφοράδες, από τη θολωτή στέγη. Στο φρούριο υπήρχε επίσης φούρνος, μύλος και μια μικρή εκκλησία. Στον όροφο υπήρχαν χώροι στρατωνισμού της φρουράς, ενώ στη βόρεια γωνία του ήταν ο φάρος.
Στους τρεις τοίχους του κτιρίου (νότιο, βόρειο και ανατολικό), πάνω σε λευκό μάρμαρο υπήρχε το έμβλημα της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας, με τα φτερωτά λιοντάρια. Τα λιοντάρια υπάρχουν ακόμη και σήμερα, αλλά έχουν φθαρεί από το χρόνο και την αλμύρα. Ο Basilicata αναφέρει ότι στο ισόγειο ήταν τοποθετημένα 18 κανόνια, ενώ στις επάλξεις 25 και υπήρχαν 300 κιβώτια πυρίτιδα και 6144 μπάλες διαφόρων μεγεθών. Το φρούριο είχε σκοπό την προστασία του Ενετικού λιμανιού, που ήταν ο πολεμικός ναύσταθμος των Ενετών και ο κύριος εμπορευματικός σταθμός της Κρήτης.
Στην αποβάθρα του λιμανιού, εκεί που σήμερα βρίσκεται η παραλιακή οδός και η Περιφέρεια Κρήτης, υπήρχαν τα νεώρια, τμήμα των οποίων σώζεται και σήμερα. Παρ' όλη τη μεγάλη τέχνη και φροντίδα με την οποία κτίσθηκε, το φρούριο εμφάνιζε αρκετά προβλήματα και χρειαζόταν συνεχώς επισκευές. Τα προβλήματα οφείλονταν κυρίως στη διάβρωση των βόρειων τοίχων. Οι επισκευές γίνονταν ως το 1669, όταν και άλωσαν τον Χάνδακα οι Τούρκοι. Οι Τούρκοι εξακολούθησαν να επισκευάζουν τον Κούλε, όπως ονόμασαν το φρούριο στα Τούρκικα. Στο εσωτερικό του Κούλε έκτισαν επάλξεις και σκοπιές.
Το 1719, τμήμα της ΒΔ πλευράς του Κούλε κατέρρευσε από θαλασσοταραχή, αλλά επισκευάστηκε άμεσα με διάθεση χρημάτων από τον φόρο λαδιού 5000 «ασλανίων γροσιών». Στις φυλακές του Κούλε φυλακίζονταν οι επαναστάτες Κρητικοί. Εδώ φυλάκισαν οι Τούρκοι τους 70 Σφακιανούς που έλαβαν μέρος στην επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, οι οποίοι όμως απέδρασαν με τη βοήθεια του κρυπτοχριστιανού Μιχαήλ Κουρμούλη. Σήμερα ο Κούλες είναι επισκέψιμος, ενώ χρησιμοποιείται και για πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μετά το 2000, έγινε η υποστήριξη στη νότια πλευρά του, καθώς η θάλασσα είχε δημιουργήσει υποθαλάσσια σπηλιά.
Φρούριο Σπιναλόγκα
Η Σπιναλόγκα είναι ένα μικρό νησί που βρίσκεται στην είσοδο της λιμνοθάλασσας της Ελούντας και βόρεια του κόλπου του Μιραμπέλου. Έχει έκτασή 85 στρέμματα και το μέγιστο ύψος της είναι 53 μέτρα. Η ιστορία του νησιού εξακολουθεί να προκαλεί δέος. Υπήρξε ενετικό οχυρό, καστροπολιτεία, καταφύγιο επαναστατών, τόπος εξορίας λεπρών και κρίκος επικοινωνίας με το Κάιρο επί κατοχής. Το νησί οχυρώθηκε άριστα από τους Ενετούς κατά την παρουσία τους στην Κρήτη. Τόσο από κατασκευαστική και αρχιτεκτονική άποψη, όσο και από αισθητική του όλου τοπίου, το νησί ακόμη διατηρεί την αξεπέραστη ομορφιά του.
Το αρχικό της όνομα ήταν Καλυδωνία, αλλά οι Ενετοί την ονόμασαν Σπιναλόγκα από την ενετική λέξη Spina-Longa, που σημαίνει μακρύ αγκάθι. Κατά την Ελληνιστική περίοδο ή τα Μινωικά χρόνια, στο νησί υπήρχε το φρούριο των Ολουνιτών, που χτίστηκε για να προστατεύει το λιμάνι της αρχαίας πολιτείας Ολούντας. Η Ολούς, αποτελούσε την αρχαία πόλη της Ελούντας, που σήμερα βρίσκεται βυθισμένη στο σχίσμα που ενώνει την Ελούντα με τη χερσόνησο της Κολοκύθας. Στην Ολούντα υπήρξε ένα σημαντικό ιερό και λιμάνι. Η Σπιναλόγκα ανήκε στην Ολούντα, η οποία ήκμασε μέχρι τον 8ο αιώνα, όταν ο φόβος για τους Άραβες πειρατές, ανάγκασε τους κατοίκους της να την μεταφέρουν μακριά από την παραλία.
Από τον 8ο αιώνα ως και την Ενετοκρατία, η πόλη δεν φαίνεται να είχε κάποια σημαντική πορεία. Η Σπιναλόγκα άρχισε να οχυρώνεται το 1574, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κύπρο. Οι Ενετοί, προβλέποντας Τουρκική επέκταση προς τη Δύση, αποφάσισαν να χτίσουν ένα οχυρό στο νησί, που να προστατεύει όλη την λιμνοθάλασσα της Ελούντας. Έτσι θα μπορούσαν να διαφυλάξουν στον κόλπο της Ελούντας τα πλοία τους από τους Τούρκους και τους πειρατές, αλλά και να εξασφαλίσουν τις αλυκές της. Από τις αλυκές θα μπορούσαν να παίρνουν το αλάτι για να το εξάγουν στην κεντρική Ευρώπη, ειδικά έχοντας χάσει και τις αλυκές που εκμεταλλεύονταν ως τότε στην Κύπρο.
Έτσι, οι Ενετοί έκτισαν πάνω στα ερείπια του αρχαίου φρουρίου ένα νέο ισχυρό φρούριο, που σχεδιάστηκε σύμφωνα με την οχυρωματική πρακτική του προμαχωνικού συστήματος, από τον Genese Bressani και τον Latino Orsini. H πρώτη φάση οικοδόμησης του φρουρίου διήρκεσε από το 1579 και έως το 1586. Επισκευές και μετατροπές στο φρούριο έγιναν πριν και κατά τη διάρκεια του Κρητικού πολέμου (1645 - 1669), ενώ παράλληλα χτίστηκαν και οι ναοί του Αγίου Παντελεήμονα και του Αγίου Γεωργίου. Το οχυρό είχε διπλές σειρές από τείχη και πύργους, ενώ είχε συνολικά 35 κανόνια.
Την περίοδο του Κρητικού πολέμου (1645 - 1669) κατέφυγαν στη Σπιναλόγκα πρόσφυγες και επαναστάτες (χαΐνηδες), που έχοντας σαν βάση τη νησίδα παρενοχλούσαν τους Τούρκους. Η δράση τους διήρκεσε όσο οι Ενετοί κατείχαν το φρούριο, αφού με τη συνθήκη παράδοσης του Χάνδακα το 1669, η Σπιναλόγκα παρέμεινε στην κυριότητα της Βενετίας. Η Ενετοί, προσπάθησαν να κρατήσουν το στρατηγικής σημασίας αυτό φρούριο, όπως και τα φρούρια της Γραμβούσας και της Σούδας, ελπίζοντας να ανακαταλάβουν την Κρήτη. Ωστόσο, το νησί παραδόθηκε με νέα συνθήκη στους Τούρκους το 1715, δίνοντας οριστικό τέλος στην κυριαρχία των Ενετών στην Μεσόγειο.
Κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας το φρούριο περιθωριοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως τόπος εξορίας κι απομόνωσης. Αργότερα, στη Σπιναλόγκα διαμορφώθηκε σταδιακά ένας οικισμός αμιγώς οθωμανικός, καθώς το νησί παρείχε απόλυτη ασφάλεια στις οικογένειες. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ρόλος του λιμανιού της Σπιναλόγκας αναβαθμίστηκε καθώς απέκτησε άδεια εξαγωγικού εμπορίου. Στα μέσα του 19ου αιώνα, στη νησίδα συγκεντρώθηκε μεγάλος αριθμός κατοίκων, στην πλειονότητά τους έμποροι και ναυτικοί, που επωφελούμενοι από την ασφάλεια του οχυρωμένου οικισμού εκμεταλλεύτηκαν τους εμπορικούς δρόμους της Ανατολικής Μεσογείου.
Υπολογίζεται ότι το 1834 κατοικούσαν στη Σπιναλόγκα περίπου 80 οικογένειες, ενώ το 1881, ο αριθμός αυτός ανέβηκε στις 227. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν κτίρια από την περίοδο της καστροπολιτείας, όπως διώροφες κατοικίες με ψηλούς μαντρότοιχους και εμπορικά καταστήματα με μεγάλες πόρτες και τζαμαρίες. Η ζωή του οικισμού διακόπηκε απότομα λόγω των πολιτικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα στην Κρήτη στα τελευταία έτη του 19ου αιώνα. Από το 1897 στο νησί και για ένα έτος περίπου στη Σπιναλόγκα εγκαταστάθηκαν Γαλλικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Η ανασφάλεια που επικράτησε ανάμεσα στους Οθωμανούς της Κρήτης, λόγω της επαναστατικής δράσης των Χριστιανών, ανάγκασε την πλειονότητα των κατοίκων της Σπιναλόγκας να μεταναστεύσουν. Ως το 1903, όλοι οι Τούρκοι εγκατέλειψαν το νησί.
Λεπροκομείο
Το 1903 η Κρητική Πολιτεία μάζεψε όλους τους λεπρούς του νησιού που ζούσαν εξαθλιωμένοι σε οικισμούς (Μεσκίνια) έξω από τις μεγάλες πόλεις της Κρήτης, και τους συγκέντρωσε στη Σπιναλόγκα. Έτσι, το νησί μετατράπηκε σε λεπροκομείο για τους Κρητικούς ασθενείς της νόσου του Χάνσεν, της γνωστής λέπρας και αργότερα για λεπρούς από όλη την Ελλάδα. Μια ιστορία γεμάτη πόνο, κραυγές και θάνατο θα κυρίευε το νησί για μισό αιώνα. Αρχικά η ζωή των λεπρών ήταν άθλια. Το νησί ήταν μια απέραντη τρώγλη, ένα νεκροταφείο υπό προθεσμία, χωρίς την παραμικρή οργάνωση, χωρίς φαρμακευτική αγωγή για τους ασθενείς, χωρίς ελπίδα.
Αργότερα το λεπροκομείο αναβαθμίστηκε. Διέθετε διευθυντή ιατρό, νοσηλευτικό προσωπικό, επιστάτη, καθαριστές, οικονομική υπηρεσία κι ιερέα. Οι άρρωστοι κατοικούσαν στα κτίρια του τουρκικού οικισμού, αλλά και σε σύγχρονα κτίρια που κατασκευάστηκαν στη δεκαετία του ’30. Μεγάλα τμήματα του Ενετικού τείχους καταστράφηκαν το 1939, με δυναμίτιδα για να ανοιχθεί ο περιμετρικός δρόμος, που υπάρχει σήμερα στη νησίδα. Με αφορμή την ίδρυση του λεπροκομείου, οι κάτοικοι της απέναντι παραλίας στην Πλάκα, έχτισαν το σημερινό ομώνυμο οικισμό, για να εξυπηρετούν τους λεπρούς που έμεναν στο νησί.
Στην περίοδο της Ιταλογερμανικής κατοχής οι κατακτητές δεν τολμούσαν να αφήσουν ελεύθερους τους λεπρούς, ενώ έπρεπε να τους τροφοδοτούν οι ίδιοι, επειδή το απέναντι χωριό Πλάκα το είχαν εκκενώσει και είχαν διώξει τους κατοίκους σ’ άλλα χωριά. Επίσης, όλη την παραθαλάσσια περιοχή της Ελούντας την είχαν οχυρώσει με πολυβολεία, υπόγειες στοές, ναρκοπέδια, από φόβο πιθανής απόβασης των Άγγλων στο μέρος αυτό. Ποτέ δεν μπήκε στο νησάκι Ιταλός ή Γερμανός κι αυτό βοήθησε να λειτουργήσουν παράνομα ραδιόφωνα, ενώ ο γιατρός Διευθυντής Γραμματικάκης αντέγραφε τις ειδήσεις του Λονδίνου και του Καΐρου και τις μοίραζε ως δελτία ειδήσεων στους κατοίκους.
Τελικά το 1957, με την ανακάλυψη των αντιβιοτικών και την ίαση των λεπρών, το λεπροκομείο έκλεισε και το νησί ερημώθηκε. Μόνο ένας ιερέας έμεινε στο νησί ως το 1962, για να μνημονεύει τους λεπρούς μέχρι 5 χρόνια μετά τον θάνατο τους. Μετά το 1957, γι’ αρκετά δεκαετίες το νησί έμεινε αναξιοποίητο. Με το ενδιαφέρον των πολυάριθμων τουριστών να αυξάνεται, άρχισε τη δεκαετία του '70 να γίνεται συστηματική αναστήλωση κι επισκευή των παλιών κτισμάτων, των οχυρωματικών ενετικών τειχών, των παλιών οικιών, των δρόμων, ενώ γκρεμίστηκαν και τα κτίρια του λεπροκομείου. Οι εργασίες συνεχίζονται ακατάπαυστα από τότε, βελτιώνοντας συνέχεια την κατάσταση των κτιρίων.
Σήμερα το φρούριο κι η καστροπολιτεία της Σπιναλόγκας διατηρούνται, στο μεγαλύτερο μέρος τους, σε καλή κατάσταση και το νησί θεωρείται από τα πιο σημαντικά θαλάσσια οχυρά της Μεσογείου. Πάνω από 300.000 επισκέπτες επισκέπτονται κάθε χρόνο τη Σπιναλόγκα με καραβάκια που ξεκινούν από τον Άγιο Νικόλαο, την Ελούντα και την Πλάκα, που απέχει μόλις 800 μ. Έτσι το νησί κατατάσσεται μέσα στους 5 πρώτους βυζαντινούς-μεταβυζαντινούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας. Τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια από τους τοπικούς φορείς να ενταχθεί η Σπιναλόγκα στα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO.
Φρούριο Καζάρμα
Το κάστρο της Καζάρμα (Casa di Arma) βρίσκεται σε ένα λόφο δίπλα στο λιμάνι της Σητείας, θυμίζοντας ακόμη τις παλιές εποχές που προστάτευε την πόλη. Το φρούριο αποτελεί το μόνο διασωζόμενο τμήμα των παλιών τειχών της πόλης, που καταστράφηκαν από τους Ενετούς. Το φρούριο, που λειτούργησε ως στρατώνας ή διοικητήριο, δεν είναι ενετικό καθώς κτίστηκε κατά τη Βυζαντινή Περίοδο, όπως και τα τείχη της Σητείας. Οι Ενετοί αργότερα κατεδάφισαν τα τείχη για να τα ξανακτίσουν πιο ισχυρά, κάτι που δεν έγινε ποτέ.
Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας τα τείχη δεν ξανακτίστηκαν, αλλά η Καζάρμα αναστηλώθηκε και προστέθηκαν κάποια νέα στοιχεία. Σήμερα η Καζάρμα χρησιμοποιείται για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις Κορνάρεια. Το φρούριο είναι διώροφο, με εσωτερικές σκάλες που οδηγούν στους ορόφους και στις πολεμίστρες.
Φρούριο Καλές
Το Φρούριο Καλές κτίστηκε από τους Ενετούς τον 13ο αιώνα, για να προστατεύει τη πόλη της Ιεράπετρας από τους εχθρούς της. Το 1508 καταστράφηκε από σεισμό και από επιδρομές των Τούρκων. Οι ζημιές του κάστρου δεν επιδιορθώθηκαν εντελώς, ίσως γιατί ήταν πολύ σοβαρές και δεν υπήρχε οικονομική δυνατότητα. Όταν η Ιεράπετρα έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1647, το κάστρο επιδιορθώθηκε και χρησιμοποιήθηκε για την άμυνα της πόλης. Από την περίοδο αυτή κρατάει και το όνομά της Καλές, που αποτελεί παραφθορά του Τούρκικου «Κουλές», που σημαίνει πύργος.
Όλα αυτά τα χρόνια ο Καλές στέκεται επιβλητικός στην είσοδο του παλιού λιμανιού της Ιεράπετρας, μαρτυρώντας την ιστορία της πόλης. Σήμερα μπορείτε να επισκεφτείτε το φρούριο και να παρακολουθήσετε τις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργανώνει ο Δήμος.
ΚΟΥΛΕΔΕΣ
Κατά τη Μεγάλη Κρητική Επανάσταση του 1866 - 1869, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγκάστηκε να στέλνει συνεχώς πασάδες στην Κρήτη, αλλά οι πολεμικές επιχειρήσεις απέβαιναν άκαρπες. Ο τελευταίος Πασάς που στάλθηκε στο νησί ήταν ο Αυνή Πασάς, που αντιλαμβανόμενος την αντίσταση των Κρητικών, αποφάσισε να αλλάξει την έως τότε επιχειρησιακή τακτική και να την αναπροσαρμόσει. Τα μέτρα που πήρε ήταν τα εξής:
- Παρείχε πολιτική προστασία σ’ όσους δήλωναν υποταγή στους «μουφτήδες».
- Ο Τουρκικός στόλος απέκλεισε τα βόρεια παράλια της Κρήτης, ώστε να γίνει αδύνατος ο ανεφοδιασμός των επαναστατών από την ελεύθερη Ελλάδα.
- Επικήρυξε τους πρωταγωνιστές με 500 Οθωμανικές λίρες τον καθένα.
- Μετέφερε στο νησί Κούρδους και Κιρκάσιους εποίκους, για να ενισχύσει τον Μουσουλμανικό πληθυσμό.
- Ανέπτυξε ολόκληρο σύστημα μεγάλων και μικρών πύργων, που οι Τούρκοι τους ονόμασαν Κουλέδες, σε επίκαιρα σημεία της Κρήτης, ώστε να ελέγχεται στρατιωτικά πλήρως το νησί.
Η Κρήτη χωρίστηκε σε 5 νομούς, οι διοικητές των οποίων ανέλαβαν την ανέγερση των Κουλέδων. Οι Κουλέδες κτίστηκαν σε ψηλούς λόφους, σταυροδρόμια, λιμάνια, περάσματα και οι φρουρές τους είχαν σκοπό την κατασκοπεία των επαναστατών, τον έλεγχο των μετακινούμενων Χριστιανών και την επικοινωνία μεταξύ τους (με σαλπίσματα ή φωτιές) σε περιπτώσεις κινδύνου, ώστε να μεταφερθεί το μήνυμα σειριακά στα κεντρικά στρατόπεδα (κισλάδες). Η λειτουργία των Κουλέδων είχε άμεσα και καταστρεπτικά αποτελέσματα για τους Κρητικούς, καθώς απέκοψε την ενδοεπικοινωνία μεταξύ τους.
Οι Κρητικοί αντέδρασαν έντονα στην ανέγερση των πύργων, παρενοχλώντας τους κτίστες, χαλώντας τα κτίσματα ή καταστρέφοντας τα ασβεστοκάμινα, απ’ όπου προμηθεύονταν οι Τούρκοι τον ασβέστη για το κτίσιμο. Παρ’ όλα αυτά, ο Αυνή Πασάς κατάφερε να υλοποιήσει το σχέδιο του με Βούλγαρους και Αρμένιους τεχνίτες, που ως τον Αύγουστο του 1868 είχαν χτίσει πάνω από 60 Κουλέδες, ενώ σε 2 μήνες αυξήθηκαν σε 150. Οι πύργοι αυτοί, σε συνδυασμό με τους προϋπάρχοντες, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καταστολή της επανάστασης.
Η μόνη διαφορά των Κουλέδων με τους υπόλοιπους πύργους του νησιού, ήταν ότι είχαν χτιστεί από το κράτος και όχι από ιδιώτες άρχοντες και φεουδάρχες (κυρίως Ενετούς). Οι Κρητικοί, προσπαθώντας να απελευθερωθούν, κατέστρεψαν πολλές φορές Κουλέδες, πολλοί από τους οποίους δεν υπάρχουν σήμερα. Ωστόσο, σε δεκάδες περιοχές της Κρήτης υπάρχουν σχετικά τοπωνύμια (πύργος ή κούλες), που μαρτυρούν την ύπαρξη πύργων παλαιότερα. Λόγω του μεγάλου όγκου των πύργων, εδώ δεν θα ασχοληθούμε με όλους, αλλά με μερικούς που υπάρχουν ακόμη.
Κουλές Άπτερας
Το φρούριο Κουλές βρίσκεται 12 χλμ. ανατολικά των Χανίων, κοντά στη θέση Παλαιόκαστρο, πολύ κοντά στο χωριό Καλάμι και στα ερείπια της Αρχαίας Άπτερας. Το φρούριο χτίστηκε από τους Τούρκους μετά την Κρητική Επανάσταση του 1866, στη διάρκεια ενός προγράμματος για τον επανέλεγχο της Κρήτης μ’ ένα δίκτυο από οχυρωματικά έργα. Χτίστηκε από τον Τούρκο Χουσεΐν Αυνί Πασά και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα φρουριακής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα. Το φρούριο χτίστηκε για να ελέγχει την κοιλάδα του Αποκόρωνα, από την οποία διερχόταν το πέρασμα προς τα Χανιά.
Μαζί με τους άλλους Κουλέδες, που έχτισαν οι Τούρκοι στον Αποκόρωνα, έλεγχε το λιμάνι της Σούδας και υποστήριζε το κοντινό φρούριο Ιντζεδίν. Ο Κούλες της Άπτερας ή το φρούριο Σούμπασι, όπως αλλιώς ονομάζεται, σώζεται ακόμη και σήμερα, σε πολύ καλή κατάσταση. Είχε εξοπλιστεί με 2 πύργους που ήταν στραμμένοι προς τα δυτικά (ήλεγχε το πέρασμα προς τα Κεραμειά) και τα ανατολικά (προς Καλύβες). Ο πρώτος επικοινωνούσε με το φρούριο της Σούδας, ενώ ο δεύτερος με το φρούριο Ιντζεδίν και τους Κουλέδες των Καλύβων και του Νέου Χωριού. Το φρούριο ήταν το μεγαλύτερο φρουριακό συγκρότημα της εποχής του και περιλαμβάνει χώρους, οι οποίοι αναπτύσσονται συμμετρικά σε σχήμα Π, περιμετρικά σε μια ορθογώνια αυλή.
Οι κυκλικοί του πύργοι καταλαμβάνουν τη ΝΔ και ΝΑ γωνία του φρουρίου, ενώ η κεντρική πύλη βρίσκεται στην ανατολική όψη του, προφυλαγμένη κατάλληλα από μια εσοχή (αυτιά). Στις επάλξεις, που ήταν στο δώμα του Κούλε, ανέβαιναν οι στρατιώτες με εσωτερικές ξύλινες σκάλες. Το φρούριο διέθετε όλους τους αναγκαίους χώρους στρατωνισμού, διαμονής αξιωματικών, αποθήκευσης, φυλάκισης, παρασκευής φαγητού, εστίασης, κ.α. Η καλή κατάσταση του φρουρίου οφείλεται στην άριστη ποιότητα κατασκευής των τοίχων του. Ο Κούλες, μετά την αποχώρηση των Τούρκων από την Κρήτη, χρησιμοποιήθηκε ως σχολείο για το χωριό Μεγάλα Χωράφια.
Κουλέδες Σφακίων
Εκτός από τους Κουλέδες του Ασκύφου, αρκετοί Κουλέδες είχαν κατασκευαστεί στη σημερινή επαρχία Σφακίων με στόχο την κατάπνιξη της Επανάστασης και την ακινητοποίηση των Σφακιανών. Το 1868 κτίστηκε ο μικρός Κούλες στο Λουτρό, που βρίσκεται σήμερα δίπλα στο Ναό της Αγίας Αικατερίνης, στα υψώματα προς τη μεριά της Ανώπολης. Αυτός χρησιμοποιήθηκε και ως σχολείο. Άλλοι δύο Κουλέδες βρίσκονταν στον Αϊ Γιάννη και στην Ανώπολη. Στο Λουτρό υπάρχουν ακόμη τα ερείπια του τουρκικού κάστρου, του Κούλε, που κάποτε δέσποζε πάνω από τον σημερινό οικισμό. Το κτίριο έχει ορθογώνιο σχήμα και σώζονται μερικοί από τους τοίχους του.
Στη δυτική πλευρά της εξόδου της Σαμαριάς, πάνω από τη σημερινή Αγία Ρούμελη, οι Τούρκοι έκτισαν τον Κούλε της Αγίας Ρούμελης, με σκοπό να αποκλείσουν τους επαναστάτες που κρύβονταν στο φαράγγι. Ο Κούλες βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση. Για να ελέγχεται η διάβαση προς τη Παλαιόχωρα, κατασκευάστηκαν ακόμη 3 Κουλέδες στην ευρύτερη περιοχή της Αγίας Ρούμελης, στις θέσεις Σκοτεινή, Αγγελόκαμπο και Σιδέρη, ενώ ένας τέταρτος βρισκόταν στα απόκρημνα βράχια του φαραγγιού της Τρυπητής. Οι Κουλέδες αυτοί είχαν οπτική επαφή και συνεργάζονταν με τους Κουλέδες του Αϊ Γιάννη και της Ανώπολης.
Κουλέδες Ρεθύμνου
Το σημαντικότερο πέρασμα του νομού Ρεθύμνης βρισκόταν στην περιοχή του Αγ. Βασιλείου, απ’ όπου Τούρκοι και Έλληνες μετέβαιναν από τη Μεσαρά στα Σφακιά. Εκεί λοιπόν, κτίστηκαν αρκετοί πύργοι και Κουλέδες. Ένας τέτοιος βρισκόταν κοντά στην είσοδο του Κουρταλιώτικου φαραγγιού, στο χωριό Κοξαρέ. Ο πύργος αυτός κατεδαφίστηκε από τους Επαναστάτες το 1896. Ένας άλλος Κούλες στην περιοχή, που τα χαλάσματά του είναι εμφανέστατα, σώζεται σήμερα στο λόφο που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Αμάρι και Ασώματοι, δεξιά από τη διασταύρωση που οδηγεί στη μονή Πρέβελη. Είναι κτισμένος πάνω σε ένα βράχο απόκρημνο από την ανατολική και νότια πλευρά, μέσα σε φρουριακό περίβολο.
Η θέση δεσπόζει στην περιοχή και ελέγχει νότια τον όρμο του Πλακιά. Ο φρουριακός περίβολος, που πιθανόν ανήκε σε προηγούμενο ενετικό φρούριο, έχει μήκος 60-70 μ. και πλάτος 25 - 35 μ. Ήταν οχυρωμένος με δυο προμαχώνες, ένα στη νότια πλευρά και ένα στο βόρειο καμπυλωτό τοίχο του. Η κοιλάδα του Αμαρίου αποτελεί ένα εσωτερικό πέρασμα στο Νομό Ρεθύμνης, που είναι συνέχεια της κοιλάδας των Ποταμών, όπου κατοικούσαν οι πιο αιμοβόροι Τούρκοι, οι Αμπαδιώτες. Τη μεγάλη αυτή δίοδο, που με μικρά παρακλάδια της οδηγούσε στη Μεσαρά, οι Τούρκοι είχαν οχυρώσει καλά. Στην κοιλάδα των Ποταμών υπήρχαν οι Κουλέδες των Πρασών, των Ποταμών και της Πατσού.
Ο Κούλες των Ποταμών είχε σχήμα ορθογώνιο και περιλάμβανε χώρους διαμονής της φρουράς και του επικεφαλής της, βοηθητικούς χώρους και ένα ύψωμα για τα πυροβόλα του. Στην είσοδο της κοιλάδας του Αμαρίου, στο σημείο που χωρίζεται με την κοιλάδα των Ποταμών, ήταν κτισμένος ο Κούλες Αποστόλων - Μέρωνα. Στο ανατολικό άκρο της κοιλάδας του Αμαρίου ήταν κτισμένοι δύο Κουλέδες, του Βαθειακού και της Λοχριάς. Ο Κούλες του Βαθειακού, κτισμένος πάνω στον λόφο που βρίσκεται νότια από το χωριό, εξυπηρετούσε διπλό σκοπό. Αφενός έλεγχε την διάβαση Αμαρίου - Μεσαράς από Αποδούλου - Αγία Παρασκευή προς Κόκκινο Πύργο και αφετέρου προστάτευε σθεναρά το Τουρκοχώρι Βαθειακό, που ήταν το Τουρκικό κέντρο της περιοχής.
Ο Κούλες του Βαθειακού σώζεται σήμερα σε καλή σχετικά κατάσταση. Έχει καταρρεύσει ο ανατολικός τοίχος του και το μεγαλύτερο μέρος της στέγης του. Ο δεύτερος Κούλες στην περιοχή, ο Κούλες της Λοχριάς, ήταν κτισμένος σε βραχώδη λόφο ανατολικά από το χωριό, σε μικρή απόσταση απ’ αυτό. Εξυπηρετούσε τη μεταβίβαση μηνυμάτων προς τους Κουλέδες της μικρής κοιλάδας Καμαρών - Γρηγοριάς, που οδηγούσε στη Μεσαρά. Είναι σχεδόν τελείως κατεστραμμένος, σε βαθμό που με δυσκολία διακρίνει κάποιος το περίγραμμα του.
Κουλέδες Ηρακλείου
Οι Τούρκοι έκτισαν αρκετούς κουλέδες και στο Νομό Ηρακλείου, κυρίως στην πεδιάδα της Μεσαράς, αλλά και στα υπόλοιπα περάσματα του νομού. Η περιοχή της Μεσαράς ήταν επίσης ισχυρά φυλασσόμενη περιοχή. Οι δίοδοι που οδηγούσαν σ’ αυτή ήταν οχυρωμένες με Κουλέδες, για να μη μπορεί να επικοινωνεί με τις γύρω περιοχές. Στη μικρή κοιλάδα των Καμαρών - Γρηγοριάς - Μαγαρικαρίου υπήρχαν οι Κουλέδες της Γραμμένης κι ο Κρεμαστός. Ο πρώτος είχε κτιστεί μεταξύ Γρηγοριάς και Μαγαρικαρίου, κοντά στο δρόμο. Βρίσκεται σε καλή κατάσταση, με σχεδόν ατόφια την οροφή του.
Ο Κούλες που ήταν μάλλον κεντρικός (κισλά), είχε διαστάσεις 25 x 11 μ. και ήταν εφοδιασμένος με 24 πολεμίστρες. Η θέση του είναι οχυρή, αφού προστατεύεται σχεδόν ολόγυρα, εκτός της βόρειας μεριάς του, όπου και γίνεται η πρόσβαση. Ο Κούλες της Γραμμένης φιλοξένησε τους κατοίκους του Μαγαρικαρίου τον Μάιο του 1944, όταν οι Γερμανοί κατέστρεψαν το χωριό. Ο δεύτερος Κούλες, ο Κρεμαστός, βρισκόταν μεταξύ Γρηγοριάς και Καμαρών, πάνω σε ύψωμα ανατολικά του σημερινού δρόμου, για να μεταφέρει μηνύματα στον Κούλε του Ζαρού. Ένας άλλος κούλες εμπόδιζε την επικοινωνία της επαρχίας Μαλεβυζίου και Τεμένους με τη Μεσαρά.
Είναι ο μεγάλος Κούλες των Άνω Μουλίων που βρισκόταν ανατολικά του ομώνυμου χωριού και δεσπόζει σε όλη την περιοχή. Σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση, ενώ τμήμα του χρησιμοποιείται ως στάβλος. Άλλος Κούλες υπήρχε στον λόφο βόρεια από την πόλη των Μοιρών, αλλά σήμερα στη θέση του έχουν χτιστεί δημόσιες υπηρεσίες. Από το Ηράκλειο προς το νομό Λασιθίου υπάρχουν από τα νότια τα περάσματα της Βιάννου, ενώ στα βόρεια τα περάσματα της Σελένας. Τα περάσματα προς το οροπέδιο Λασιθίου ήταν δυσπρόσιτα.
Ένας Κούλες στο άνοιγμα του Περάσματος Βιάννου - Πεύκου - Καλαμιού ήταν ο Κούλες της Ρίζας. Ερείπια σώζονται και σήμερα ανατολικά της Βιάννου, στη θέση που οι Γερμανοί εκτέλεσαν τους κατοίκους της περιοχής τον Σεπτέμβριο του 1943. Το κύριο σώμα του Κούλε έχει διαστάσεις 14 x 7 μ. περίπου. Άλλοι κουλέδες υπήρχαν στο Πανόραμα Πεδιάδος και στους Θόλους, ερείπια του οποίου σώζονται.
Κουλέδες Λασιθίου
Ο ισθμός της Ιεράπετρας, από την Παχειά Άμμο ως την Ιεράπετρα, ήταν μια δίοδος πολύ σπουδαίας σημασίας στο Νομό Λασιθίου. Η οχύρωση επομένως της διόδου αυτής εξασφάλισε την πλήρη αποκοπή των σχέσεων των επαρχιών Μιραμπέλου και Ιεράπετρας, ενώ συγχρόνως απομόνωνε την επαρχία Σητείας. Έτσι οι Τούρκοι έκτισαν Κουλέδες ή Καλέδες στην Παχειά Άμμο, στη Βασιλική, στην Επισκοπή και στο Κεντρί. Ο μικρός Κούλες της Παχειάς Άμμου βρισκόταν στη θέση Χαλέπα, ανατολικά και κοντά από το χωριό, ενώ βρίσκεται σε καλή κατάσταση. Ο σκοπός του ήταν κυρίως ο έλεγχος του όρμου της Παχειάς Άμμου, αλλά και όλου του Μιραμπέλου, ενώ επικοινωνούσε με τον πύργο της Βασιλικής.
Ο Κούλες της Βασιλικής βρισκόταν νότια του χωριού πάνω στο λόφο, δίπλα στον οποίο βρέθηκαν σημαντικές αρχαιότητες, και η πρόσβαση γίνεται με δρόμο που φτάνει ως εκεί. Είναι μικρός (7 x 7 μ.) και σκοπός του ήταν η μεταφορά των μηνυμάτων του Κούλε της Παχειάς Άμμου στον Κούλε της Επισκοπής. Ο Κούλες της Επισκοπής βρισκόταν σε χαμηλό λόφο κοντά στο ομώνυμο χωριό κι ήταν ο κεντρικός πύργος της επαρχίας (κισλά) και ο μεγαλύτερος (15 x 4 μ.), ενώ τμήμα του σώζεται σε άσχημη κατάσταση. Στον Κούλε υπήρχε υπόγεια σήραγγα που οδηγούσε έξω από αυτόν σε μεγάλη απόσταση.
Κύριος προορισμός του ήταν η άμεση στρατιωτική επέμβαση σε περίπτωση συναγερμού. Τέλος, ο Κούλες του Κεντριού ήταν χτισμένος στη θέση που βρίσκεται το σχολείο του ομώνυμου χωριού, χωρίς να σώζεται κανένα ίχνος του. Στην επαρχία Σητείας δεν κτίστηκαν κουλέδες, αφού είχε ήδη πολλά ενετικά φρούρια και πύργους, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ανάλογα. Κούλες είχε κτιστεί και στις Μάλλες, που ήλεγχε το βόρειο μέρος του ποταμού Σαραντάπηχου, και έμοιαζε με τον Κούλε της Ρίζας στη Βιάννο.
ΠΥΡΓΟΙ
Η ανέγερση πύργων αποτέλεσε ένα από τα οχυρωματικά μέτρα που έλαβαν οι εκάστοτε κατακτητές της Κρήτης (κυρίως Ενετοί και Τούρκοι) για να κάνουν πιο ισχυρή την κυριαρχία τους στο νησί και να προστατευτούν από τα επαναστατικά κινήματα των Κρητικών. Πύργους έκτισαν κι οι Βυζαντινοί την περίοδο 961-1204 μ.Χ., για να προστατεύσουν το θέμα (επαρχία) τους από τις ληστρικές επιδρομές των πειρατών. Ο Πύργος ήταν ένα ψηλό οικοδόμημα θεμελιωμένο πάνω σε ισχυρή βάση, που χρησιμοποιείτο κυρίως για αμυντικούς σκοπούς. Το σχήμα του ήταν κυκλικό, ημικυκλικό, τετραγωνικό ή πολυγωνικό.
Πύργοι κτίζονταν πολλές φορές στην εξωτερική πλευρά των τειχών ενός κάστρου, κοντά στις πύλες του και στις γωνίες των φρουρίων. Εδώ θα ασχοληθούμε με τους μεμονωμένους πύργους που είχαν κατασκευαστεί κυρίως στο εσωτερικό του νησιού και στόχευαν στην επιβολή των κατακτητών πάνω στον Κρητικό λαό, αλλά και με λίγους πύργους που ήταν κτισμένοι στις ακτές για να εποπτεύον τη θάλασσα και να προειδοποιούν τους κατοίκους για εξωτερικούς εχθρούς και λέγονταν προειδοποιητικοί (torrete di aviso). Οι Ενετοί, το 1573, σχεδίαζαν να χτίσουν πολλούς πύργους σε όλες τις ακρογιαλιές, σε αποστάσεις που θα είχαν οπτική επαφή.
Οι πύργοι αυτοί ήταν πολυώροφοι κι οδηγούσαν από όροφο σε όροφο με κινητές ξύλινες σκάλες. Ενώ τα κάστρα, φρούρια και καστέλια αποτελούσαν δημόσια κτίρια και αναγείρονταν με δημόσια δαπάνη και με αγγαρείες του ντόπιου πληθυσμού, οι πύργοι ήταν μικρά κτίρια που κτίζονταν κυρίως από μεμονωμένα άτομα ή οικογένειες φεουδαρχών με αγγαρείες ή με δικά τους έξοδα. Ήταν δηλαδή ιδιόκτητοι και μεταβιβάζονταν στους απογόνους τους. Γι’ αυτό σε εμφανές μέρος, συνήθως πάνω από το ανώθυρο της κεντρικής εισόδου, έφεραν το οικόσημο της οικογένειας που αποτελούσε και την ταυτότητα του πύργου.
Έτσι, αρχικά η συστηματική ανέγερση πύργων έγινε από τους ενετούς φεουδάρχες και ύστερα από τους Τούρκους Μαλικιαναγάδες. Επίσης, εδώ θα αναφερθούμε σε κτίρια που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά των αμυντικών πύργων, αλλά ήταν οι πολυτελείς επαύλεις που διέμεναν οι άρχοντες των χωριών. Οι πύργοι, όπως έχει επικρατήσει να λέγονται, είχαν διαμορφωθεί κατάλληλα για να καλύπτουν τις οικιστικές ανάγκες των φεουδαρχών, ενώ συνάμα πρόσφεραν και διάφορες διοικητικές και στρατιωτικές υπηρεσίες. Ήταν γνωστές ως επαύλεις, κονάκια, σεράγια, που έπαιζαν κι αυτά το ρόλο του πύργου.
Σύμφωνα με ιστορικά έγγραφα ο αριθμός τους ανά επαρχία ήταν: Επαρχία Σητείας 22, Μεραμπέλου 16, Ιεράπετρας 15, Πεδιάδας 24, Ρίζου 4, Καινουρίου 9, Πυργιωτίσσης 7. Ο αριθμός αυτός εκτοξεύθηκε μετά το 1869, όταν οι Τούρκοι έχτισαν πολλούς δημόσιους πύργους σε όλη την Κρήτη (κουλέδες), που αναφέρονται παραπάνω. Οι πιο πολλοί από τους πύργους δεν υπάρχουν πλέον, καθώς καταστράφηκαν από την μανία των επαναστατημένων Κρητικών.
Πύργος Αληδάκη (Εμπρόσνερο)
Ο Εμπρόσνερος είναι ένα όμορφο χωριό του Αποκόρωνα, στην είσοδο των στενών της Κράπης και του Κατρέ, που οδηγούν στα Σφακιά. Βρίσκεται σε επίκαιρη θέση ΝΔ των Βρυσών και δεσπόζει της περιοχής. Στο χωριό αυτό ήταν εγκατεστημένος κι είχε τον πύργο του ένας από τους πιο φοβερούς γενίτσαρους της Κρήτης, ο Τούρκος Ιμπραήμ Αληδάκης, που είχε αρπάξει τις περιουσίες των Χριστιανών της περιοχής και έγινε ένας από τους μεγαλύτερους μελικιαναγάδες της περιοχής. Στο διπλανό οροπέδιο του Βόθωνα έβοσκαν τα άλογα του Αληδάκη. Για να μπορεί να καλλιεργεί όλη αυτή την περιουσία, ο Ιμπραήμ είχε τους κατοίκους ως δούλους.
Για να εξασφαλίσει την επικυριαρχία του στον Αποκόρωνα και να προστατευτεί από ενδεχόμενα κινήματα εναντίον του, χρησιμοποίησε τον μεγαλοπρεπή αυτό πύργο στον Εμπρόσνερο (Ενετικής κατασκευής), ο οποίος επιβλέπει όλο τον Αποκόρωνα. Οι ντόπιοι λένε μάλιστα ότι κατείχε όλη την έκταση που φτάνει το μάτι από την οροφή του πύργου του, από την «Παραθύρα», που πράγματι είναι τεράστια. Η περιουσία του απλωνόταν από τον Βλιτέ ως τον ποταμό Μουσέλλα, την Ασή Γωνιά, τον Καλλικράτη και τα Ασκύφου και από τις κορυφές των Σφακιανών Βουνών ως τον Αποκόρωνα, ενώ είχε και πολλά ακίνητα στην πόλη των Χανίων.
Ο πύργος του Αληδάκη ήταν ένα αληθινό απόρθητο φρούριο, καλά εξοπλισμένο και επανδρωμένο με στρατιωτικό σώμα. Περιελάμβανε, εκτός από την πολυτελή κατοικία του, πλήρεις στρατιωτικές εγκαταστάσεις, αποθήκες, φυλακές, κ.ά.. Αποτελούνταν από 4 θόλους στη σειρά, από τους οποίους σώζεται μόνο ο τέταρτος. Οι δύο είχαν καταστραφεί πριν την Κατοχή και η σκεπή του τρίτου έπεσε στη διάρκεια της Κατοχής. Οι Σφακιανοί, μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770, διαισθάνθηκαν την πρόθεση του Αληδάκη για οριστική εξόντωση τους.
Έτσι, την άνοιξη του 1774, κατέβηκαν οργανωμένοι την νύκτα από τα Σφακιά και περικύκλωσαν τον πύργο του, με στόχο να τον πυροβολήσουν το πρωί όταν θα εμφανιζόταν στην βεράντα του. Το σχέδιο όμως απέτυχε καθώς τα όπλα αυτών που είχαν αναλάβει να πυροβολήσουν πρώτοι, του Καραβάνου και του Μπουζή, στέρεψαν και ο Αληδάκης γλίτωσε. Παράλληλα, επικράτησε πανικός στους 300 φρουρούς του πύργου και πολλοί από αυτούς επιχείρησαν να διαφύγουν, βρίσκοντας θάνατο. Περίπου 120 από αυτούς έμειναν στον πύργο και κατάφεραν να αποκρούσουν προσωρινά τις επιθέσεις. Την επόμενη μέρα, οι Σφακιανοί κατάφεραν να μπουν στον πύργο κι ακολούθησε μάχη σώμα προς σώμα με τα μαχαίρια.
Σκοτώθηκαν όλοι οι Τούρκοι και ο Αληδάκης, ενώ οι Σφακιανοί έχασαν 18 άντρες και 2 γυναίκες. Ο πύργος λεηλατήθηκε και όλος ο θησαυρός του Αληδάκη μεταφέρθηκε στα Σφακιά και μοιράστηκε στους επαναστάτες. Ο πύργος πυρπολήθηκε και σήμερα σώζεται ότι έχει απομείνει από τη μανία των Σφακιανών και τον χρόνο.
Πύργος Κυρίμηδων (Επισκοπή)
Η Επισκοπή Μυλοποτάμου, κοντά στο Πέραμα Ρεθύμνου, την Τουρκοκρατία ανήκε στην οικογένεια των Τουρκοκρητικών Κερίμηδων (Κερίμογλου) ή Κυρίμηδων. Εδώ είχαν κτίσει πύργο για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους. Οι Κερίμηδες ήταν κρυπτοχριστιανοί, αλλά δεν προσχώρησαν στις τάξεις των επαναστατών, όπως οι άλλες οικογένειες της Κρήτης, όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821. Αργότερα, την περίοδο 1881 - 1884, όταν πείστηκαν ότι η πλάστιγγα έγειρε με το μέρος των Κρητικών, δήλωσαν επιστροφή στην θρησκεία των προγόνων τους.
Το 1822, μετά το άδοξο τέλος της επιχείρησης κατάληψης του φρουρίου του Ρεθύμνου, κατά την οποία σκοτώθηκε ο Γάλλος φιλέλληνας Λέων Βαλέστρας και 100 άλλα παλικάρια, οι υπόλοιποι επαναστάτες, με τον Χουρδοθοδωρή, τον Μελιδόνη, τον Σκουλά, τον Σμπώκο, το Νιώτη, κ.ά., προσπάθησαν να καθαρίσουν την επαρχία Μυλοποτάμου, αναγκάζοντας τους Τούρκους να καταφύγουν στο Μεγάλο Κάστρο του Ηρακλείου. Ο Τούρκος μελικιαναγάς του Ηρακλείου Μουλά Κερίμογλου, μαζί με τα 3 αδέρφια του και 347 ορτάκηδές τους, ξεκίνησαν από το Ηράκλειο με προορισμό την Επισκοπή Μυλοποτάμου, για να προστατεύσουν τις περιουσίες τους.
Όμως, οι επαναστάτες Μαυροθαλασσίτης, Ανδρακός και Χούρδος τους πολιόρκησαν στενά στον πύργο τους. Κάτω από τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι Κερίμηδες, έστειλαν απεσταλμένους σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο ζητώντας βοήθεια από τους Τούρκους. Ο απεσταλμένος όμως προς Ρέθυμνο δεν έφτασε ποτέ, καθώς συνελήφθη στο δρόμο. Από το Ηράκλειο, ξεκίνησαν για να βοηθήσουν τους Κερίμηδες ο Λαδάογλου με 300 Τούρκους, αλλά αποδεκατίστηκαν στο Σκλαβόκαμπο Μαλεβυζίου, στο άνοιγμα του Γωνιανού φαραγγιού, από τον Σμπώκο, τον Νιώτη, τον Ξετρύπη, κ.ά.
Ύστερα από αυτά, οι Κερίμηδες παραδόθηκαν με όρους που οι ίδιοι καταπάτησαν, γι’ αυτό και σκοτώθηκαν όλοι, ακόμη και ο Μουλά Αχμέτ, εκτός από τα 3 αδέρφια του και 7 άλλους συντρόφους τους, που οδηγήθηκαν στα σπίτια τους. Οι επαναστάτες, μετά από αυτό, γκρέμισαν τον πύργο των Κερίμηδων και γι’ αυτό σήμερα δεν σώζεται τίποτε. Ωστόσο, οι ντόπιοι εξακολουθούν να ονομάζουν ως Πύργο των Κερίμηδων μια νεώτερη οικία των Κερίμηδων, δίπλα στο Επισκοπικό Μέγαρο της Επισκοπής.
Φράγκικο Κονάκι Αποδούλου
Στο Αποδούλου Αμαρίου σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση ένα οίκημα που οι ντόπιοι αποκαλούν Φράγκικο Κονάκι ή Κονάκι της λαίδης Χέιν. Την έπαυλη αυτή έκτισε ο Άγγλος λόρδος Τζων Χέιν, μετά το 1829. Ο Τζων Χέιν μεγάλωσε στην Αίγυπτο κι εκεί ο πατέρας του αγόρασε μια σκλάβα, την Καλλίτσα Αλεξανδράκη από το Αποδούλου. Η Καλλίτσα έγινε γυναίκα του Τζων Χέιν και επισκέφθηκε με τον άνδρα της το 1829 το Αποδούλου, όπου ζούσε ο πατέρας της. Το ζεύγος έκτισε το μέγαρο αυτό για να έρχεται και να παραθερίζει.
Το σπίτι μετατράπηκε σε πύργο από τους Τούρκους κατά την επανάσταση του 1866. Μέσα του οχυρώθηκαν 300 Τουρκαλβανοί και πολιορκήθηκαν από τους επαναστάτες. Κι ενώ ετοιμάζονταν να τους κάψουν, κατέφθασαν ενισχύσεις και γλίτωσαν. Έτσι σώθηκε κι ο πύργος, που στέκεται επιβλητικός ως και σήμερα.
Πύργοι Κουρμούληδων (Μεσαρά)
Το χωριό Κουσές βρίσκεται 62 χλμ. νοτιοδυτικά του Ηρακλείου. Εδώ έζησαν οι κρυπτοχριστιανοί Κουρμούληδες, που αριθμούσαν στις παραμονές του Μεγάλου Ξεσηκωμού του 1821, 100 οικογένειες. Η αρχική οικογένεια αλλαξοπίστησε γύρω στο 1680. Όλοι τους διατήρησαν την πίστη τους κι όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821 την αποκάλυψαν κι έλαβαν μέρος, θυσιάζοντας την περίοδο 1821-1830 γύρω στα 100 μέλη της. Στη κυριότητα των Κουρμούληδων ανήκαν δύο πύργοι στον Κουσέ, οι οποίοι ήταν ενετικοί και θεωρούνταν απόρθητοι.
Οι πύργοι αυτοί διέθεταν πολεμίστρες, αποθηκευτικούς χώρους και στα υπόγεια τους εκκλησία - κατακόμβη, όπου τελούσαν τα χριστιανικά τους καθήκοντα. Στους πύργους αυτούς, ο Μιχαήλ Κουρμούλης φιλοξένησε τον ηρωικό ιατρό Λόγιο και μαζί εκπόνησαν το σχέδιο δράσης κατά του γενίτσαρου Αγριολίδη, που τελικά κατέληξε στον άδικο χαμό του Λόγιου. Στους πύργους αυτούς φιλοξενούσαν τους Τούρκους επισήμους, τους οποίους παραπλανούσαν ότι ήταν Μουσουλμάνοι. Αναφέρεται μάλιστα, ότι όταν στον πύργο φιλοξενήθηκε ο Σερίφ Πασάς, τον είδε να βγαίνει από τον ναό της Αγίας Πελαγίας μαζί με το λοιπό εκκλησίασμα.
Τότε ο Κουρμούλης είπε στον Πασά ότι «Είναι ανάγκη, για την ασφάλεια του πολυχρονεμένου μας Σουλτάνου, να παρακολουθούμε τους ταβλόπιστους ακόμη και στη λειτουργία τους». Μια άλλη φορά, με επίκεντρο τον πύργο του, ο Κουρμούλης διέλυσε κάθε υποψία ότι αυτός ήταν ο δράστης των φόνων Τούρκων επισήμων στη Μεσαρά. Κοιμήθηκε μαζί με τους απεσταλμένους αξιωματικούς του Πασά, που ήλθαν για να τον κατασκοπεύσουν, στο δώμα του πύργου.
Κι ενώ κοιμόντουσαν, ο Μιχαήλ Κουρμούλης μαζί με τον αδελφό του πήγε στο χωριό Αληθινή και σκότωσαν τον γενίτσαρο Μεραμεταλή. Μετά γύρισε και ξάπλωσε στο κρεβάτι του, εξασφαλίζοντας το άλλοθι και την εκτίμηση του Πασά. Σήμερα, οι δύο πύργοι των Κουρμούληδων στο Κουσέ σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση, όπως κι η εκκλησία – κατακόμβη της Αγίας Πελαγίας.
Πύργος Ξωπατέρα
Ο Ξωπατέρας ή Ξώπαπας (Ιωάννης Μαρκάκης από τα Μανουσιανά) ήταν μια από τις πιο μεγάλες επαναστατικές φυσιογνωμίες της Κρήτης. Η ύπαρξη του συνδέθηκε στενά με τη μονή Οδηγήτριας, κοντά στον Σίβα Μεσαράς. Όταν ήταν μικρός έγινε μοναχός κι ονομάστηκε Ιωάσαφ. Ήταν όμως ανήσυχη και δραστήρια φύση και δεν το άφηναν ανεπηρέαστο τα μεγάλα προβλήματα της εποχής. Η καταπίεση, η σκλαβιά των Κρητικών και τα ανθρώπινα πάθη χάραξαν την ζωή του. Ήρθε σε αντίθεση με τους Τούρκους, γιατί σκότωσε έναν Οθωμανό που τόλμησε να προσβάλει την τιμή και της αξιοπρέπεια της οικογένειάς του.
Αυτό ήταν αιτία να τεθεί σε αργία από τον μητροπολίτη. Σ’ αυτό βέβαια συνετέλεσε και η ανάμειξή του με τα εγκόσμια και ο γάμος του με μια όμορφη συγχωριανή του με την οποία απέκτησε παιδί. Επίσης έγινε χαΐνης (αντάρτης) και μαζί με άλλους σκορπούσαν το θάνατο στους Τούρκους. Μετά την καθαίρεση του, αν και δεν είχε δικαιώματα στη μονή, έκτισε έναν πύργο στη ΒΔ της γωνία, τον οποίο κατέστησε ορμητήριο κατά των Τούρκων. Στον πύργο αυτόν εγκλωβίστηκε θεληματικά τον Φεβρουάριο του 1828 ή 1829, όταν πολιορκήθηκε από πολυάριθμο Τούρκικο στρατό.
Έδιωξε τότε όλους τους επαναστάτες που τον συνόδευαν (Κόρακας, Κορνάρος, Σκουντής, παπά Μιχάλης από τον Σίβα) κι έμεινε με τον ανιψιό του Τρουλλινό και τον Βλατάκη από τις Μέλαμπες, καθώς και δύο γυναίκες, την αδελφή του και τη γυναίκα του με το παιδί τους. Εκτός από αυτού τους πέντε, έμειναν στη μονή και πολέμησαν από τα κελιά τους οι πέντε μοναχοί της μονής, μέχρι που σκοτώθηκαν. Κατά τον Κριτοβουλίδη 800 Τούρκοι, (3.000 κατ’ άλλους) κύκλωσαν τη μονή και την πολιόρκησαν στενά. Η μάχη κράτησε 3 μερόνυχτα. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν απανωτά κατά του πύργου, αλλά ο Ξωπατέρας αντιστεκόταν γενναία.
Τη δεύτερη μέρα οι Τούρκοι προσπάθησαν να κάψουν τον πύργο, αλλά ο Ξωπατέρας έριξε 10 κυψέλες με μέλισσες, που τους κράτησαν μακριά για μια ολόκληρη μέρα. Ύστερα σκοτώθηκαν όλοι, εκτός από τον ίδιο και την αδερφή του, που του γέμιζε το όπλο. Την τρίτη μέρα οι εχθροί έβαλαν φωτιά. Η αδερφή του πέθανε από ασφυξία, ενώ ο ίδιος κατέβηκε στην πόρτα με την πιστόλα στο χέρι και πυροβολούσε συνεχώς. Όταν τα πολεμοφόδια του εξαντλήθηκαν, πέταξε το πιστόλι και το χαϊμαλί του στη φωτιά. Πήρε το μαχαίρι του, άνοιξε την πόρτα και όρμησε με σπασμένο πόδι κατά των Τούρκων.
Οι 3 πρώτοι που προσπάθησαν να τον συλλάβουν, έπεσαν νεκροί, ενώ οι επόμενοι κατάφεραν να του πάρουν το κεφάλι. Σύμφωνα με τις αναφορές, ο Ξωπατέρας σκότωσε 30 Τούρκος και τραυμάτισε 15. Σήμερα ο Πύργος στέκεται αγέρωχος κοντά στην είσοδο της Μονής και ο επισκέπτης μπορεί να τον θαυμάσει από κοντά κι από μέσα.
Μέγαρο Μοδινών (Ρογδιά)
Το μέγαρο των Μοδινών βρίσκεται στη Ρογδιά Μαλεβιζίου κι αποτελούσε το μέγαρο των φεουδαρχών της περιοχής της Ρογδιάς, της Αχλάδας και του Φόδελε. Αν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμυντικός πύργος, όμως έχει επικρατήσει με αυτό το όνομα. Ο πύργος, που ανήκε στους Γεώργιο και Φραγκίσκο Μοδινό, σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Το μέγαρο ανήκει στο Δημόσιο κι έχει κηρυχτεί διατηρητέο. Η έπαυλη κτίστηκε το πρώτο μισό του 15ου αιώνα και χρησιμοποιήθηκε και για στρατιωτικούς σκοπούς.
Τον Ιούλιο του 1830, το Κρητικό Συμβούλιο με τον Νίκο Ρενιέρη συνεδρίασε εδώ και αποδέχτηκε την ανακωχή που πρότειναν οι μεγάλες Δυνάμεις. Κατά τον Ιωσήφ Χατζηδάκη, στη Ρογδιά είχε ανεγερθεί και έπαυλη για τον Μοχάμεντ Αλή της Αιγύπτου, που σωζόταν μέχρι το 1881. Εδώ διέμεινε δύο φορές που επισκέφτηκε την Κρήτη. Η βίλα, που στη δεκαετία του 1850, περιήλθε στην κυριότητα της Μονής Σαββαθιανών, βρισκόταν λίγο έξω και νότια από το χωριό. Σήμερα σώζεται ένα μικρό τμήμα της μ’ ένα χαρακτηριστικό ανώθυρο, ενσωματωμένο σ’ ένα νεώτερο κτίσμα και χρησιμοποιείται ως στάβλος.
Πύργος στους Σταμνιούς Επισκοπής
Διώροφος ενετικός Πύργος, με πολεμίστρες στο δεύτερο όροφο, υπήρχε και στους Σταμνιούς Πεδιάδας. Βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση και χρησιμοποιείται ως κατοικία. Πολύ πιθανόν ήταν ιδιωτικός και ανήκε σε φεουδάρχη της περιοχής και τούτο τεκμαίρεται από το γεγονός ότι στην αυλή υπάρχει πατητήρι (ληνός). Από κάποια έγγραφα γνωρίζουμε ενετικές οικογένειες που είχαν σχέση τους Σταμνιούς (Burgugroni, Galbo, κλπ) , σε κάποια από τις οποίες θα ανήκε το κτίριο. Οι Τούρκοι πρέπει να χρησιμοποίησαν τον πύργο, όπως φαίνεται από επισκευαστικές επεμβάσεις σε αυτόν.
Έπαυλη de Mezzo
Η Ετιά είναι ένα εγκαταλελειμμένο Μεσαιωνικό χωριό κοντά στις Λιθίνες Σητείας, που στην ακμή του ήταν το μεγαλύτερο χωριό της Επαρχίας Σητείας με πάνω από 500 κατοίκους. Αξίζει μια βόλτα ανάμεσα στα Ενετικά κτίσματα του χωριού. Εδώ στα τέλη του 15ου αιώνα, ο Ενετός άρχοντας Πιέτρο De Mezzo, που η περιοχή αποτελούσε φέουδό του, έκτισε το αρχοντικό De Mezzo, γνωστό ως Έπαυλη De Mezzo ή Σεράι. Ήταν ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα ενετικά οικοδομήματα στην Κρήτη. Το σχήμα του ήταν ορθογώνιο με τρεις ορόφους. Αρκετοί χώροι του ήταν καμαροσκέπαστοι κι είχε διακοσμηθεί πλούσια, ενώ το στέμμα της οικογένειας De Mezzo κατείχε εξέχουσα θέση ανάμεσα στις διακοσμήσεις.
Οικόσημο υπήρχε και στο υπέρθυρο του κτιρίου. Ο άρχοντας De Mezzo πρέπει να ήταν φιλόξενος, όπως μαρτυρεί η γραφή στο υπέρθυρο της εισόδου «Intra vostra signiora senza rispetto» (Ας μπει η αφεντιά σου, χωρίς αναστολή). Όλο το οικοδόμημα ήταν περιτειχισμένο σας φρούριο και είχε μπροστά στην ανατολική του πλευρά μια μεγάλη αυλή. Στην ανατολική πλευρά της αυλής, υπήρχε κρήνη το νερό της οποίας διοχετευόταν σ’ αυτήν από το υδραγωγείο στο Καμαράκι, 1.5 χλμ. πιο μακριά. Στην εξωτερική μεριά του τείχους βρίσκονταν γούρνες, στις οποίες έτρεχε το νερό της κρήνης.
Πύργος Μασλούμ Καρακάση
Στη Νεάπολη, στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου, πάνω από το παλιό υδραγωγείο, βρισκόταν το κονάκι του γενίτσαρου Μασλούμ Καρακάση, που αποτελούσε και τον πύργο του. Είχε κατά την παράδοση 100 πόρτες, μια κεντρική (την πορτέλα) και 30 καμάρες. Η πορτέλα έκλεινε με τον τρόπο που κλείνει στην Κωνσταντινούπολη το κάστρο της Ρούμελης (Ρούμελη Χισάρ). Είναι κτίσμα ενετικής κατασκευής του φεουδάρχη Ενετού Rasqualigo. Ο θυρεός που βρίσκεται και σήμερα, πάνω δεξιά της πορτέλας μάς επιβεβαιώνει το αδιάψευστο της ενετικής κατασκευής, όπως και το οικόσημο, που βρέθηκε. σχεδόν ανέπαφο λαξεμένο. κατά την εκσκαφή ενός χώρου του Πύργου.
Στον πύργο αυτό κλείστηκαν τον Νοέμβριο του 1827 οι 300 ορτάκηδες του Καρακάση, όταν έφτασε στον Άγιο Νικόλαο (18 Νοεμβρίου) εκστρατευτικό σώμα από τη νήσο Γραμβούσα με αρχηγό τον Ι. Χάλη, με στόχο να εκπορθήσουν το φρούριο της Σπιναλόγκας και της Ιεράπετρας. Τότε 2000 Τούρκοι απ’ το Ηράκλειο ξεκίνησαν για να βοηθήσουν τον Καρακάση. Οι επαναστάτες όμως τους έκλεισαν τον δρόμο στο φαράγγι του Σεληνάρη και τους κατατρόπωσαν. Έτσι, οι έγκλειστοι στον πύργο αναγκάστηκαν να παραδοθούν και οι επαναστάτες τους συγκέντρωσαν στο τζαμί που υπήρχε στη θέση του σημερινού ναού.
Τότε οι Τούρκοι παρασπόνδησαν και σκότωσαν μερικούς επαναστάτες που μπήκαν στο τζαμί. Ο Καπετάν Εμμανουήλ Καζάνης ανέβηκε στην οροφή του τζαμιού, άνοιξε μια τρύπα και έριξε μέσα καιόμενα πανιά διαποτισμένα με ρακή και αλειμμένα με λάδι και λίπος. Έτσι, ανεπτύχθησαν έντονοι καπνοί και οι Τούρκοι πέθαναν από ασφυξία. Ο Μασλούμ Καρακάσης διασώθηκε και μεταφέρθηκε αιχμάλωτος με τον αδελφό του Σεκίρ στη Γραμβούσα κι αργότερα επέστρεψε στο Νέο χωριό. Στον Πύργο φιλοξενήθηκε κατά την παραμονή του στη Νεάπολη ο σπουδαίος Χασάν Πασάς, γνωστός σαν Κωνσταντίνος Αδοσίδης Πασάς.
Ο Αδοσίδης Πασάς ήταν ο πρώτος Έλληνας που είχε διοριστεί ως Βαλής της Κρήτης, επιτυγχάνοντας αφενός την ειρήνευση στο νησί και θέτοντας αφετέρου τα θεμέλια της αυτονομίας με τη Σύμβαση της Χαλέπας. Μάλιστα, ο πύργος είναι γνωστός στους ντόπιους ως σεράι του Αδοσίδη Πασά, κι όχι του Μασλούμ Καρακάση.
Πύργος της Ζου
Πύργος Κορνάρου
Ο Πύργος του Κορνάρου βρίσκεται βορειοανατολικά του χωριού Μυρσίνη, σε μια απόμερη τοποθεσία του Μόχλους, 24 χλμ δυτικά της Σητείας. Είναι ένας μικρός τετράγωνος πετρόκτιστος πύργος που χρησιμοποιήθηκε ως παρατηρητήριο από την περίοδο της Ενετοκρατίας, καθώς προσφέρει πολύ καλή θέα προς τις βόρειες ακτές. Ο Πύργος είναι διώροφος με ύψος 12m και περίμετρο βάσης 22m. Υπάρχουν δύο είσοδοι, μια για κάθε όροφο, ενώ στην κορυφή του υπάρχουν πολεμίστρες.
Κολλητά στον πύργο υπάρχει η πολύ παλιά εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, που έφερε εξαιρετικές τοιχογραφίες (σε μια υπήρχε αναφορά στο Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό) και ακόμη και σήμερα υπάρχει χάραγμα του 1677, που υπογράφει ο Βιτσέντζος Κορνάρος. Το χάραγμα ανήκει πιθανότατα σε συνονόματο απόγονο του μεγάλου Κρητικού ποιητή του Ερωτόκριτου (καθώς πέθανε 60 χρόνια νωρίτερα). Δίπλα στο πύργο είχε αναπτυχθεί ένας Οθωμανικός οικισμός, καθώς ευνόησε την ανάπτυξή του η ύπαρξη κοντινής πηγής με νερό.
Σύμφωνα με την παράδοση ο Οθωμανός Μπραΐμης έβαλε κάποτε φωτιά στον Άη Αντώνη για να κάψει τις τοιχογραφίες και να αποδείξει την πίστη του στο Ισλάμ. Το 1897, όταν οι Οθωμανοί εκδιώχτηκαν, οι Κρητικοί προσπάθησαν να κατεδαφίσουν το πύργο για να μην ξαναγυρίσουν στην περιοχή. Οι ντόπιοι ανατίναξαν τον Πύργο με δυναμίτη και αυτός ράγισε χωρίς να πέσει, αλλά δεν ξαναχρησιμοποιήθηκε, ενώ το 1920 αναστηλώθηκε. Από το 1990, όταν κι έγιναν νέες παρεμβάσεις, το μέρος είναι επισκέψιμο.
ME TO BΛΕΜΜΑ ΤΩΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ
H Κρήτη, Βενετική κτήση έως το 1669, αποτελούσε βασικό σταθμό στη θαλάσσια διαδρομή των προσκυνηματικών ταξιδιών και έτσι ο Χάνδακας (Ηράκλειο) είναι από τα λιμάνια που απεικονίστηκαν ήδη στα πρώτα ταξιδιωτικά χρονικά που εμπλουτίστηκαν με χαρακτικά. Ταυτόχρονα, από τον 15ο και έως τις αρχές του 18ου αιώνα η Κρήτη χαρτογραφείται σε όλα τα σημαντικά νησολόγια. Τα στρατιωτικά γεγονότα της μακρόχρονης πολιορκίας της νήσου από τους Οθωμανούς έδωσαν επίσης, εκτός από σχετικά περιγραφικά κείμενα, και εικονογραφικά θέματα.
Ο P. Belon στα μέσα του 16ου αιώνα και ο J. Pitton de Tournefort στις αρχές του 18ου αιώνα είναι οι πρώτοι φυσιοδίφες που εξερεύνησαν την ενδοχώρα της νήσου και μας κληροδότησαν τα πρώτα εξειδικευμένα θέματα, συμπεριλαμβανομένης και της χλωρίδας και πανίδας. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα οι νέες τεχνικές αποτύπωσης (φωτογραφία) συνυπάρχουν με παλαιότερες (σχέδια, ξυλογραφίες, υδατογραφίες), απεικονίζοντας έκτοτε ό,τι ήταν σχετικό με τα πολιτικό-στρατιωτικά γεγονότα αλλά την εντυπωσιακή φύση και τα λαμπρά αξιοθέατα της Κρήτης.
Χαρακτικά Θέματα Σχετικά με την Κρήτη
1.
Τίτλος: Άποψη του λιμανιού και χάρτης του Ηρακλείου.
Πρωτότυπος τίτλος: Candia
Χρονολογία έκδοσης: 1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent dezelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
2.
Τίτλος: Χάρτης της Γραμβούσας.
Πρωτότυπος τίτλος: Garabuse
Χρονολογία έκδοσης:1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent dezelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
3.
Τίτλος: Άποψη του οχυρού του Σελίνου στην Παλαιόχωρα Χανίων.
Χρονολογία έκδοσης: 1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent dezelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
4.
Χρονολογία έκδοσης: 1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent dezelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
5.
Τίτλος: Άποψη του φρουρίου του Μεραμπέλλου στην Κρήτη.
Χρονολογία έκδοσης: 1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent dezelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
6.
Τίτλος: Χάρτης της πόλης του Ρεθύμνου με το λιμάνι και τα περίχωρα.
Πρωτότυπος τίτλος: Vesting van Retimo
Χρονολογία έκδοσης:1688
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent dezelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
7.
Πρωτότυπος τίτλος: De Zuydt Kust vant Eylandt Candia tegen over Gozzi di Candia.
Έκδοση: DAPPER, Olfert. Naukeurige Beschryving der Eilanden in de Archipel der Middelantsche Zee, en ontrent de- zelve, gelegen: Waer onder de voornaemste Cyprus, Rhodes, Kandien, Samos, Scio, Negroponte, Lemnos, Paros, Delos, Patmos, en andere, in groten getale…, Άμστερνταμ, Wolfgangh, Waesbergen, Boom, Someren, Goethals, 1688.
8.
Τίτλος: Η είσοδος στο λιμάνι του Ηρακλείου.
Πρωτότυπος τίτλος: L'entrée du port de Candie vue de la mer.
Χρονολογία έκδοσης: 1919
Έκδοση: BAUD-BOVY, Daniel, BOISSONNAS, Frédéric. Des Cyclades en Crète au gré du vent, Γενεύη, Boissonnas & Co, 1919.
Πρωτότυπος τίτλος: L'entrée du port de Candie vue de la mer.
Χρονολογία έκδοσης: 1919
Έκδοση: BAUD-BOVY, Daniel, BOISSONNAS, Frédéric. Des Cyclades en Crète au gré du vent, Γενεύη, Boissonnas & Co, 1919.
9.
Πρωτότυπος τίτλος: Canea in Candia.
Χρονολογία έκδοσης: 1686
Έκδοση: SANDRART, Jacob von. Kurtze Beschreibung Von dem Ursprung, Aufnehmen, Gebiete, und Regierung der Weltberühmten Republick Venedig, Mehrentheils den Jahren nach, und in Form einer kurtzen Chronick verabfasset, Wie auch eine kurtze Beschreibung der vornehmsten Griechischen Provintz und Pen-Insel Morea, Sambt der jetzigen Türckischen Krieges-Handlung, mit 50. Curiosen Kupffern von Land-Taffeln, Insulen, Städten und Vestungen, hervorgegeben und verlegt Von Jacob Sandrart, Kupfferstechern und Kunst-Händlern, Νυρεμβέργη, 1686.
10.
Τίτλος: Η παραλία του Αποκόρωνα με το ομώνυμο φρούριο.
Πρωτότυπος τίτλος: Spiaggia dell'Apicorno.
Χρονολογία έκδοσης: 1618
Έκδοση: Το Βασίλειον της Κρήτης - Cretae Regnum, Francesco Basilicata, 1618.
11.
Τίτλος: Το βενετικό φρούριο των Σφακίων και η Χώρα Σφακίων.
Πρωτότυπος τίτλος: Castel della Sfacchia.
Χρονολογία έκδοσης: 1618
Έκδοση: Το Βασίλειον της Κρήτης - Cretae Regnum, Francesco Basilicata, 1618.
12.
Πρωτότυπος τίτλος: Sitto del Paleocastro di Settia.
Χρονολογία έκδοσης: 1618
Έκδοση: Το Βασίλειον της Κρήτης – Cretae Regnum, Francesco Basilicata, 1618.
13.
Τίτλος: Άποψη της πόλης της Σητείας με το Βενετικό φρούριο (Καζάρμα).
Πρωτότυπος τίτλος: Città di Settia.
Χρονολογία έκδοσης: 1618
Έκδοση: Το Βασίλειον της Κρήτης - Cretae Regnum, Francesco Basilicata, 1618.
14.
Τίτλος: Χάρτης της νήσου Σπιναλόγκας και του ομώνυμου φρουρίου.
Πρωτότυπος τίτλος: Scoglio, et Fortezza di Spinalonga.
Χρονολογία έκδοσης: 1618
Έκδοση: Το Βασίλειον της Κρήτης - Cretae Regnum, Francesco Basilicata, 1618.
15.
Πρωτότυπος τίτλος: De Stadt van Kandia. De oude Stadt.
Χρονολογία έκδοσης: 1669
Έκδοση: [PALMER, Roger, Earl of Castlemaine]. Das von den Türcken auffs äusserst bedrangte, Aber: Durch die Christliche Waffen der heroischen Republic Venedig auffs tapfferst beschützte Candia, vorgestellt in einer auszführlichen Beschreibung desz heutigen Kriegs-und Regiments-Staats der Venetianer, in dem Königreich Candia und in der Levante; auffgesetzt in Venedig, an den König in Engelland, durch den Graffen von Castlemaine, und in unsere hoch-Teutsche Sprache gebracht..., Φρανκφούρτη, Wilhelm Serlin, 1669.
16.
Πρωτότυπος τίτλος: Canea.
Χρονολογία έκδοσης: 1690
Έκδοση: PEETERS, Jacob. Description des principales villes, havres et isles du golfe de Venise du coté oriental. Comme aussi des villes et forteresses de la Moree, et quelques places de la Grèce et des isles principales de l'archipel et forteresses d'jcelles et en suitte quelques places renommées de la Terre Saincte, et autres dessous la domination ottomanne vers le midy et l'orient, et quelques principales villes en Perse et le regne du Grand Mogol le tout en abregé. Mis en lumiere par Jacques Peeters, Αμβέρσα, Sur le marché des vieux Souliers, [1690?].
17.
Τίτλος: Κάτοψη του φρουρίου της Σούδας.
Πρωτότυπος τίτλος: Suda.
Χρονολογία έκδοσης: 1690
Έκδοση: PEETERS, Jacob. Description des principales villes, havres et isles du golfe de Venise du coté oriental. Comme aussi des villes et forteresses de la Moree, et quelques places de la Grèce et des isles principales de l'archipel et forteresses d'jcelles et en suitte quelques places renommées de la Terre Saincte, et autres dessous la domination ottomanne vers le midy et l'orient, et quelques principales villes en Perse et le regne du Grand Mogol le tout en abregé. Mis en lumiere par Jacques Peeters, Αμβέρσα, Sur le marché des vieux Souliers, [1690?].
18.
Πρωτότυπος τίτλος: Spina Longa.
Χρονολογία έκδοσης: 1690
Έκδοση: PEETERS, Jacob. Description des principales villes, havres et isles du golfe de Venise du coté oriental. Comme aussi des villes et forteresses de la Moree, et quelques places de la Grèce et des isles principales de l'archipel et forteresses d'jcelles et en suitte quelques places renommées de la Terre Saincte, et autres dessous la domination ottomanne vers le midy et l'orient, et quelques principales villes en Perse et le regne du Grand Mogol le tout en abregé. Mis en lumiere par Jacques Peeters, Αμβέρσα, Sur le marché des vieux Souliers, [1690?].
19.
Πρωτότυπος τίτλος: Insula di Candia del Mare Mediteranea.
Χρονολογία έκδοσης: 1686
Έκδοση: [PEETERS, Jacob. Korte Beschryvinghe, Ende Aen-Wysinghe der Plaetsen in desfn Boeck, met hunnen teghenwoordigen Standt, pertinentelijck uytghebeldt, in Oostenryck, Αμβέρσα, 1686.]
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ - ΧΑΡΤΕΣ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
(1) :
http://www.archaiologia.gr/blog/2015/05/18/%CE%BF%CF%87%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CF%81%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%82/
(2) :
http://history-pages.blogspot.gr/2012/10/blog-post_27.html
(3) :
http://el.travelogues.gr/tag.php?view=373
(4) :
http://historyreport.gr/index.php/%CE%A0%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%B4%CE%BF%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%AF%CE%B1/%CE%9A%CF%81%CE%AE%CF%84%CE%B7/1591--1-
(5) :
http://www.advride.gr/threads/%CE%9A%CE%B1%CF%83%CF%84%CF%81%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CF%87%CF%85%CF%81%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%9A%CF%81%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%82.2948/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου