Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η μεγάλη νίκη των Ελλήνων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας επί του στόλου των Περσών, εξασφάλισε τον έλεγχο της θάλασσας για την συμμαχία τους. Ο εχθρικός στόλος εξουδετερώθηκε και υποχώρησε στο ανατολικό Αιγαίο. Όμως, ο Περσικός στρατός παρέμενε σχεδόν άθικτος. Ο Ξέρξης, φοβούμενος την πιθανότητα να αποκλειστεί στην Ελλάδα και τελικά να αιχμαλωτιστεί σε περίπτωση χερσαίας ήττας του, αποχώρησε «διακριτικά» στην Ασία θεωρώντας ότι οι στόχοι της εκστρατείας είχαν επιτευχθεί. Το 480 π.Χ, οι Πέρσες νίκησαν στις Θερμοπύλες και συνακόλουθα οι Έλληνες αποχώρησαν από το Αρτεμίσιο, για να απαντήσουν με τη νίκη στη Σαλαμίνα...
Ο Ξέρξης υποχώρησε, τότε, στην Ασία, αφήνοντας 300.000 άνδρες με τον Μαρδόνιο ως αρχηγό. Το 479 π.Χ, οι Έλληνες συγκέντρωσαν μεγάλο στρατό και συγκρούστηκαν με τους Πέρσες στις Πλαταιές. Αν και ήταν αριθμητικά λιγότεροι, οι Έλληνες επιτέθηκαν και κατέστρεψαν τον Περσικό στρατό. Πριν φύγει, άφησε τον εξάδελφο και γαμβρό του, Μαρδόνιο, επικεφαλής του στρατού, προκειμένου να συνεχίσει τις επιχειρήσεις. Ο Μαρδόνιος ήταν επίμονος και γενναίος (το όνομα του σήμαινε «ανδρειωμένος» στην γλώσσα του, προερχόμενο από την Ιρανική λέξη «mard» – «άνδρας»).
Από την άλλη πλευρά, τον χειμώνα του 479 επήλθε μια αλλαγή στην σπαρτιατική στρατιωτική ηγεσία, η οποία αποδείχτηκε πολύ σημαντική για την Ελληνική άμυνα απέναντι στους Πέρσες. Λίγο μετά την Σαλαμίνα, πέθανε ο Σπαρτιάτης βασιλικός επίτροπος (αντιβασιλέας) Κλεόμβροτος. Την θέση του κατέλαβε ο γιος του, Παυσανίας. Ο Μαρδόνιος προσπάθησε αρχικά να προσεταιρισθεί τους Αθηναίους. Όμως οι μεγάλοι νικητές του Μαραθώνα απέρριψαν αγέρωχα δύο φορές τις δελεαστικότατες προτάσεις του, διαβεβαιώνοντας τους Σπαρτιάτες απεσταλμένους που παρευρίσκονταν στη Σαλαμίνα (ορμητήριο του Αθηναϊκού στρατού και στόλου) ότι δεν θα πρόδιδαν ποτέ τους άλλους Έλληνες.
Έως εκείνη την στιγμή οι Σπαρτιάτες χρονοτριβούσαν αποφεύγοντας να αντιμετωπίσουν τον Μαρδόνιο. Τότε δέχθηκαν ακόμη πιο έντονες τις πιέσεις των Αθηναίων, των Μεγαρέων, των Πλαταιέων και των Αιγινητών που οι χώρες τους είτε είχαν καταληφθεί από τους Πέρσες, είτε απειλούντο άμεσα από αυτούς. Οι Σπαρτιάτες υποχώρησαν μπροστά στο αίτημα των Ελλήνων συμμάχων τους και έστειλαν τον σπαρτιατικό στρατό με αρχηγό τον Παυσανία, να αντιμετωπίσει τους βαρβάρους οι οποίοι είχαν καταλάβει για δεύτερη φορά την Αττική.
Από την άλλη πλευρά, τον χειμώνα του 479 επήλθε μια αλλαγή στην σπαρτιατική στρατιωτική ηγεσία, η οποία αποδείχτηκε πολύ σημαντική για την Ελληνική άμυνα απέναντι στους Πέρσες. Λίγο μετά την Σαλαμίνα, πέθανε ο Σπαρτιάτης βασιλικός επίτροπος (αντιβασιλέας) Κλεόμβροτος. Την θέση του κατέλαβε ο γιος του, Παυσανίας. Ο Μαρδόνιος προσπάθησε αρχικά να προσεταιρισθεί τους Αθηναίους. Όμως οι μεγάλοι νικητές του Μαραθώνα απέρριψαν αγέρωχα δύο φορές τις δελεαστικότατες προτάσεις του, διαβεβαιώνοντας τους Σπαρτιάτες απεσταλμένους που παρευρίσκονταν στη Σαλαμίνα (ορμητήριο του Αθηναϊκού στρατού και στόλου) ότι δεν θα πρόδιδαν ποτέ τους άλλους Έλληνες.
Έως εκείνη την στιγμή οι Σπαρτιάτες χρονοτριβούσαν αποφεύγοντας να αντιμετωπίσουν τον Μαρδόνιο. Τότε δέχθηκαν ακόμη πιο έντονες τις πιέσεις των Αθηναίων, των Μεγαρέων, των Πλαταιέων και των Αιγινητών που οι χώρες τους είτε είχαν καταληφθεί από τους Πέρσες, είτε απειλούντο άμεσα από αυτούς. Οι Σπαρτιάτες υποχώρησαν μπροστά στο αίτημα των Ελλήνων συμμάχων τους και έστειλαν τον σπαρτιατικό στρατό με αρχηγό τον Παυσανία, να αντιμετωπίσει τους βαρβάρους οι οποίοι είχαν καταλάβει για δεύτερη φορά την Αττική.
Η νίκη στις Πλαταιές συνοδεύτηκε από τη μεγάλη νίκη του Ελληνικού στόλου κατά του Περσικού στη Μυκάλη. Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη είναι σημαντικότατες, γιατί εξάλειψαν την περσική απειλή και γιατί μετά απ' αυτές, οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση, μέχρι να λήξουν οι συγκρούσεις το 450 π.Χ. Ο Μαρδόνιος εκκένωσε την Αττική όταν έμαθε ότι οι Σπαρτιάτες κινούνταν εναντίον του. Πριν εγκαταλείψει την Αθήνα, κατέστρεψε ότι είχε απομείνει από την πρώτη Περσική κατάληψη της. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τον λόγο της αποχώρησης του Περσικού στρατού από την Αττική.
Το έδαφος της δεν ήταν κατάλληλο για την δράση του Περσικού ιππικού στο οποίο ο Μαρδόνιος στηριζόταν για να επιτύχει τη νίκη επί των Σπαρτιατών και των άλλων Ελλήνων. Επιπλέον αν ηττάτο στην Αττική, ο στρατός του κινδύνευε να απομονωθεί σε αυτήν και να καταστραφεί. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, η Θήβα ήταν φιλική προς τους Πέρσες αλλά -το κυριότερο- η πεδιάδα της ήταν κατάλληλη για τη δράση των ιππέων τους. Ο Πέρσης αρχιστράτηγος απέσυρε τον στρατό του ακολουθώντας την οδό που ακολουθεί την Δεκέλεια, διασχίζει την Πάρνηθα και καταλήγει στην Τανάγρα.
Ο Παυσανίας οδήγησε τον Πελοποννησιακό στρατό στα Μέγαρα όπου ενισχύθηκε με τον Μεγαρικό στρατό και έπειτα στην Ελευσίνα, όπου ενώθηκε με τους Αθηναίους και τους Πλαταιείς πολεμιστές που είχαν διαπεραιωθεί εκεί από την Σαλαμίνα. Ο ενισχυμένος Ελληνικός στρατός κατευθύνθηκε προς τα βόρεια και διέσχισε τον Κιθαιρώνα, καταλήγοντας στην Παρασωπία, όπως ονομαζόταν η νότια περιοχή της Βοιωτίας επειδή διαρρέεται από τον ποταμό Ασωπό. Κατέληξε στην Βοιωτική πολίχνη των Ερυθρών, ακολουθώντας μάλλον την διάβαση των Δρυός Κεφαλών. Ο Μαρδόνιος δεν εμπόδισε την διάβαση του Κιθαιρώνα από τον Ελληνικό στρατό επειδή προσπαθούσε να τον παρασύρει στην Βοιωτική πεδιάδα.
Φαινόταν ότι είχε καταφέρει να παρασύρει τους αντιπάλους του σε πεδίο κατάλληλο για να τους συντρίψει με το ιππικό του. Οι Έλληνες σύμμαχοι δεν διέθεταν ιππικό, εφόσον οι Βοιωτοί, οι Θεσσαλοί και οι Μακεδόνες, οι μόνοι Ελληνικοί λαοί που διατηρούσαν αξιόλογες ιππικές μονάδες, πολεμούσαν για λογαριασμό των Περσών. Αλλά οι Έλληνες σύμμαχοι δεν παρασύρθηκαν από την ύποπτη αδράνεια των εχθρών, όπως ήλπιζε ο Μαρδόνιος και διέκοψαν την προέλαση τους στα νότια του Ασωπού. Ο λόγος της διακοπής ήταν η μορφολογία του εδάφους της Παρασωπίας. Στα βόρεια του ποταμού το έδαφος ήταν πεδινό, κατάλληλο για την δράση ιππικού.
Αντίθετα στα νότια του, το έδαφος διακοπτόταν από χαραδροειδή ρήγματα και λοφοσειρές και ήταν κατάλληλο για την προστασία του Ελληνικού στρατού από τους Ασιάτες ιππείς. Είναι προφανές ότι ο στρατηγικός στόχος του Πέρση στρατηγού ήταν η μάχη εναντίον των Ελλήνων να δοθεί στην πεδιάδα βόρεια του Ασωπού. Ο σκοπός των τελευταίων ήταν να παρασύρουν τον εχθρικό στρατό σε σύρραξη νότια του ποταμού, όπου το περίφημο ιππικό των ιρανικών εθνών θα ήταν σε μεγάλο βαθμό άχρηστο. Ο Μαρδόνιος είχε προετοιμαστεί για την συνάντηση με τους Έλληνες συγκεντρώνοντας τον στρατό του βόρεια του ποταμού.
Είχε τάξει τους Πέρσες στο δεξιό κέρας της παράταξης του, τα άλλα έθνη του Περσικού κράτους στο κέντρο και τους Έλληνες υποτελείς του στο αριστερό κέρας. Πίσω από την παράταξη του, ο στρατός του Μαρδόνιου κατασκεύασε στον Σκώλο, κοντά στην Θήβα, ένα οχυρωμένο στρατόπεδο πλευράς δέκα σταδίων. Νότια του Ασωπού, μεταξύ αυτού, των Ερυθρών και των Πλαταιών, ο Μαρδόνιος είχε παρατάξει μονάδες προφυλακής. Οι Έλληνες σύμμαχοι εγκατέστησαν τα στρατόπεδα τους στις βόρειες υπώρειες του Κιθαιρώνα, στην περιοχή νότια του Ασωπού, περίπου μεταξύ των Ερυθρών και της κώμης των Υσιών, σε έδαφος προστατευμένο από το Ασιατικό ιππικό.
Οι επιμέρους στρατοί των πόλεων - κρατών που αποτελούσαν το συνολικό στράτευμα τοποθετήθηκαν έως εξής: ο Σπαρτιατικός στρατός κατέλαβε την δεξιά τιμητική πτέρυγα, οι άλλες Ελληνικές μονάδες εγκαταστάθηκαν στο κέντρο και οι Αθηναίοι κατέλαβαν την αριστερή πτέρυγα. Μετά από ένα χρονικό διάστημα αναμονής, ο Μαρδόνιος διέταξε τον Μασίστιο, διοικητή του ιππικού του, να επιτεθεί στους Έλληνες. Επρόκειτο για μια ενέργεια μερικώς «αναγνωριστική» και μερικώς τακτικού ελιγμού. Χαρακτηρίζεται ως τακτική κίνηση επειδή ήλπιζε ότι οι Έλληνες θα παρασύρονταν στην διάβαση του Ασωπού.
Η τελευταία άποψη επιτείνεται από το στοιχείο ότι το Περσικό ιππικό δεν επιτέθηκε με την συνήθη προσεκτική τακτική του, αλλά ορμητικά, κατά μέτωπο στους σιδηρόφρακτους Έλληνες οπλίτες. Οι Μεγαρείς οπλίτες δέχθηκαν μεγάλη πίεση λόγω της ακαταλληλότητας του πεδινού εδάφους όπου βρίσκονταν για άμυνα. Ειδοποίησαν τον Παυσανία για την δυσχερή θέση τους και τότε έσπευσαν να τους βοηθήσουν 300 Αθηναίοι επίλεκτοι οπλίτες και τοξότες που βρίσκονταν σε κοντινή απόσταση. Οι Αθηναίοι διέθεταν τοξότες, στρατιωτικό σώμα κατάλληλο για την αντιμετώπιση των ιππέων.
Με την άφιξη τους, η συμπλοκή έγινε πιο σφοδρή και οι Αθηναίοι κατάφεραν να σκοτώσουν τον ίδιο τον Μασίστιο. Ωστόσο, οι Ασιάτες ιππείς συνέχιζαν να πολεμούν και η σύρραξη γενικεύθηκε με την είσοδο σε αυτήν περισσότερων Ελληνικών μονάδων. Όταν οι τελευταίες αυξήθηκαν σημαντικά, το Περσικό ιππικό υποχώρησε. Έτσι έληξε η επιθετική προσπάθεια του Μαρδόνιου. Η πρωτοβουλία πέρασε στον Παυσανία που μετακίνησε τον στρατό του προς τα δυτικά, στην περιοχή των Πλαταιών, περνώντας από τις Υσιές και ακολουθώντας τους βόρειους πρόποδες του Κιθαιρώνα. Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει τον λόγο αυτής της απόφασης του.
Εντούτοις, η περιοχή των Πλαταιών είναι πιο πεδινή από την πρώτη θέση στρατοπέδευσης των Ελλήνων και φαίνεται ότι ο Παυσανίας «έριχνε το γάντι» στον Μαρδόνιο, καλώντας τον να στείλει ξανά το ιππικό του. Μάλλον σκόπευε να χρησιμοποιήσει την τακτική της διπλής υπερκέρασης έναντι των Περσών. Ένας άλλος λόγος μετακίνησης του Ελληνικού στρατού στη νέα (δεύτερη) θέση του είναι ενδεχομένως η έλλειψη νερού στην παλαιά. Οι Σπαρτιάτες παρατάχθηκαν πάλι στο δεξιό κέρας, κοντά στην Γαργαφία κρήνη και οι Αθηναίοι στο αριστερό. Και οι δύο είχαν εγκατασταθεί σε λόφους. Ο λόφος των Αθηναίων είχε το χαρακτηριστικό όνομα «Πύργος».
Τα άλλα Ελληνικά στρατεύματα έλαβαν θέση στην πεδιάδα ανάμεσα στους δύο λόφους, εκτεθειμένα στο εχθρικό ιππικό. Μόλις ο Μαρδόνιος αντιλήφθηκε την μετακίνηση του Ελληνικού στρατού, μετατόπισε και αυτός το στράτευμα του προς τα δυτικά, πάντοτε στα βόρεια του Ασωπού και απέναντι από τους αντιπάλους του.
ΠΗΓΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΜΕ ΤΗ ΜΑΧΗ
Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440 - 430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων, οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ. Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε.
Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης. Πρώτος εννόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολόγηση και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών». Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά».
Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του. Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν εκ νέου συγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές. Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι.
Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι. Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των στρατών και των νεκρών και για τις ημερομηνίες των μαχών. Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Έφορος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου. Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ
Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499 - 494 π.Χ). Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του. Η εξέγερση αυτή απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, γι' αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν - έβλεπε επίσης την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση. Το 492 π.Χ, οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους.
Τότε, το 490 π.Χ, ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια. Αλλά, η επέκτασή τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων στον Μαραθώνα. Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Ένα χρόνο μετά ο Δαρείος πέθανε και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α'. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα.
Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις Ελληνικές πόλεις - κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ. Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών Ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο, όπου και δημιουργήθηκε η Ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις - μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν.
Οι Έλληνες, με κύρια τακτική τους το κλείσιμο στενών χώρων, αντιμετώπισαν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο. Στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατάφεραν να περικυκλώσουν τους Έλληνες και να σφάξουν όσους απέμειναν στο πεδίο της μάχης. Όσον αφορά το Αρτεμίσιο, οι συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών οδήγησαν σε αδιέξοδο και όταν οι Έλληνες έμαθαν το αποτέλεσμα των Θερμοπυλών, αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Μετά τη νίκη τους στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Βοιωτία, τις Πλαταιές και τις Θεσπιές, ενώ αργότερα κινήθηκαν για να καταλάβουν την άδεια Αθήνα.
Στη Σαλαμίνα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι επέμεναν να προστατεύσουν τον Ισθμό της Κορίνθου, καταστρέφοντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε εκεί και χτίζοντας τείχος γύρω από αυτό. Ο Θεμιστοκλής, όμως, έπεισε τους Έλληνες να μείνουν στη Σαλαμίνα, όπου πέτυχαν αποφασιστική νίκη. Ο Ξέρξης, φοβούμενος ότι οι Έλληνες μετά τη νίκη τους στη Σαλαμίνα θα κατέστρεφαν τη γέφυρα του Ελλησπόντου, αποφάσισε να υποχωρήσει με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του. Ο Μαρδόνιος έμεινε με τους στρατιώτες που διάλεξε. Πέρασε τον χειμώνα στη Βοιωτία και στη Θεσσαλία, ενώ οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους.
Παρ' ολ' αυτά, οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων χάλασαν, καθώς οι Πελοποννήσιοι αρνήθηκαν να στείλουν στρατό στα βόρεια για να βοηθήσουν τους Αθηναίους - οι Αθηναίοι απέσυραν τον στόλο τους και την ηγεσία του ελληνικού στόλου ανέλαβε ο Λεωτυχίδας. Ο Μαρδόνιος, με τη βοήθεια του Αλέξανδρου Α', προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους να δεχτούν ειρήνη, αλλά οι τελευταίοι, αφού εξασφάλισαν την βοήθεια των Σπαρτιατών, αρνήθηκαν - κατά τον Ηρόδοτο, απάντησαν τα εξής:
Καὶ αὐτοὶ τοῦτό γε ἐπιστάμεθα ὅτι πολλαπλησίη ἐστὶ τῷ Μήδῳ δύναμις ἤ περ ἡμῖν, ὥστε οὐδὲν δέει τοῦτό γε ὀνειδίζειν. ἀλλ᾽ ὅμως ἐλευθερίης γλιχόμενοι ἀμυνεύμεθα οὕτω ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα (Αν και ξέρουμε ότι οι Μήδοι είναι περισσότεροι από εμάς, εμείς όμως θα αμυνθούμε καθώς αγαπούμε την ελευθερία μας). Οι Αθηναίοι εκκένωσαν την πόλη τους, την οποία κατέλαβε ο Μαρδόνιος, ο οποίος επανάλαβε την προσφορά του στη Σαλαμίνα. Οι Αθηναίοι ζήτησαν την άμεση βοήθεια της Σπάρτης, αλλά η τελευταία γιόρταζε τα Υακίνθια και άργησε να δώσει απάντηση. Ωστόσο, ο Τεγεάτης Χίλεος έπεισε τους Σπαρτιάτες να στείλουν στρατό, αφού τόνισε τα αποτελέσματα που θα' χε η παράδοση της Αθήνας στους Πέρσες.
ΠΡΕΛΟΥΔΙΟ
Ο Μαρδόνιος κατέστρεψε την Αθήνα όταν έμαθε για τη βοήθεια της Σπάρτης και ύστερα υποχώρησε στη Θήβα και στρατοπέδευσε στη βόρεια ακτή του Ασωπού ποταμού. Οι Αθηναίοι έστειλαν 8 χιλιάδες οπλίτες συν 600 εξόριστους από τις Πλαταιές - οι Έλληνες στρατοπέδευσαν απέναντι από τους Πέρσες. Ο Μαρδόνιος επιτέθηκε με το ιππικό, το οποίο αν και είχε αρχικά επιτυχία, αναγκάστηκε να υποχωρήσει λόγω του θανάτου του Μασίστιου. Μετά τη νίκη τους, οι Έλληνες έφθασαν κοντά στο στρατόπεδο των Περσών, ενώ ο Μαρδόνιος παρέταξε τους άνδρες του στον Ασωπό. Ωστόσο, οι δύο πλευρές αποφάσισαν να μην επιτεθούν η μια στην άλλη καθώς, κατά τον Ηρόδοτο, είχαν λάβει κακούς οιωνούς.
Μετά από οκτώ μέρες, ο ελληνικός στρατός άρχισε να λαμβάνει ενισχύσεις. Ο Μαρδόνιος, τότε, επιτέθηκε στο βουνό του Κιθαιρώνα και αργότερα στην πηγή της Γαργαφίας. Επειδή αυτές οι δύο επιθέσεις άφησαν τους Έλληνες χωρίς νερό και εφόδια, οι Έλληνες υποχώρησαν τη νύχτα στις Πλαταιές, με σκοπό να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους σε νερό. Παρ' ολ' αυτά, η υποχώρηση πήγε στραβά, καθώς το κέντρο των Ελλήνων ήταν διάσπαρτο στις Πλαταιές, ενώ οι Αθηναίοι, οι Τεγεάτες και οι Σπαρτιάτες δεν είχαν ακόμα υποχωρήσει - λίγοι Σπαρτιάτες έμειναν στο στρατόπεδο, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες υποχωρούσαν.
Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΡΟΔΟΤΟ
Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΔΟΝΙΟΥ ΣΤΟΝ ΞΕΡΞΗ
Ο Μαρδόνιος κατάλαβε ότι ο Ξέρξης είχε λυπηθεί υπερβολικά για την ήττα στη Σαλαμίνα και μάντεψε ότι ήταν αποφασισμένος να φύγει από την Αθήνα. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, σίγουρος ότι ο βασιλιάς θα τον τιμωρούσε επειδή τον πίεσε να ξεκινήσει αυτή την εκστρατεία, σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να αναζωπυρώσει τον αγώνα, με σκοπό ή να κατακτήσει τελικά την Ελλάδα ή, αν αποτύγχανε, να πέθαινε πολεμώντας ηρωικά για ένα σπουδαίο στόχο, αν και προτιμούσε την πρώτη περίπτωση. Έτσι πλησίασε τον Ξέρξη με μια νέα πρόταση:
«Κύριε μου, σε ικετεύω να μη λυπάσαι ούτε να θεωρήσεις μεγάλη συμφορά τα πρόσφατα γεγονότα. Τι σημασία έχουν μερικές σανίδες και ξυλεία; Η αποφασιστική μάχη δεν βασιζόταν σ' αυτά αλλά στους άνδρες και στα άλογα. Ούτε ένας από τους άνδρες, που φαντάζονται ότι πέτυχαν απολύτως σ' αυτή την εκστρατεία, δεν θα τολμήσει ν' αφήσει το πλοίο του, για να σε αντιμετωπίσει, και ούτε οι Έλληνες που ζουν στα ηπειρωτικά θα το επιχειρήσουν. Αυτοί που το έκαναν, το πλήρωσαν ήδη. Γι' αυτό προτείνω άμεση επίθεση στην Πελοπόννησο. Αν, πάλι, το προτιμάς, μπορούμε να περιμένουμε λίγο. Όμως, μην απογοητεύεσαι, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να αποφύγουν οι Έλληνες την υποταγή.
Θα λογοδοτήσουν επιτέλους για τις προσβολές που σου έκαναν τώρα και στο παρελθόν. Αυτή είναι η καλύτερη τακτική· ωστόσο, έχω άλλο ένα σχέδιο να σου προτείνω, στην περίπτωση που είσαι αποφασισμένος να αποσύρεις τον στρατό σου. Βασιλιά μου, μη δώσεις στους Έλληνες το δικαίωμα να γελούν σε βάρος μας. Καμιά από τις ατυχίες που αντιμετωπίσαμε δεν οφειλόταν σε δικό μας λάθος· δεν μπορείς να πεις ότι εμείς οι Πέρσες πολεμήσαμε ποτέ ως δειλοί. Αν οι Αιγύπτιοι και οι Φοίνικες και οι Κύπριοι και οι Κίλικες φάνηκαν δειλοί, αυτό το δυστύχημα δεν έχει καμία σχέση με τους Πέρσες.
Άκουσε, λοιπόν, την πρόταση μου επειδή οι Πέρσες δεν είναι υπεύθυνοι· αν έχεις πάρει οριστικά την απόφαση να μη μείνεις άλλο εδώ, τότε γύρνα στην πατρίδα με το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού κι εγώ θα επωμιστώ, μαζί με τριακόσιες χιλιάδες επίλεκτους άνδρες, το καθήκον να σου παραδώσω την Ελλάδα αλυσοδεμένη».
Μέσα στην απογοήτευση του, ο Ξέρξης δέχτηκε την πρόταση αυτή· για την ακρίβεια, χάρηκε και είπε στο Μαρδόνιο ότι θα σκεφτόταν τα δύο σχέδιά του και θα τον ειδοποιούσε ποιο προτιμούσε. Λίγες μέρες μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο στρατός του Ξέρξη άρχισε να υποχωρεί, διασχίζοντας τη Βοιωτία από τον ίδιο δρόμο που είχε ακολουθήσει και στην εισβολή του. Ο Μαρδόνιος ήθελε να συνοδεύσει τον βασιλιά μέχρι ένα σημείο της πορείας του και, επειδή δεν ήταν εποχή κατάλληλη για προέλαση, αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει στη Θεσσαλία και να χτυπήσει την Πελοπόννησο την ερχόμενη άνοιξη. Φτάνοντας εκεί, διάλεξε τα στρατεύματα που θα υπηρετούσαν κάτω από τις διαταγές του.
Αυτοί ήταν, κατ' αρχάς, το Περσικό σώμα των Αθανάτων, όλοι εκτός από τον διοικητή τους, τον Υδάρνη, που δεν ήθελε ν' αφήσει τον βασιλιά· μετά, τους Πέρσες θωρακοφόρους και το τμήμα των επίλεκτων ιππέων, με χίλιους άνδρες και τέλος, τους Μήδους, τους Σάκες, τους Βακτρίους και τους Ινδούς, τόσο το ιππικό όσο και το πεζικό. Αυτά τα τμήματα τα πήρε ολόκληρα, όπως ήταν από τις άλλες εθνικότητες διάλεξε λίγους άνδρες από την καθεμιά, έχοντας ως κριτήριο άλλοτε την εμφάνισή τους κι άλλοτε πληροφορίες ότι είχαν διακριθεί στη μάχη, ώσπου συγκέντρωσε τον συνολικό αριθμό, πεζικού και ιππικού, τριακοσίων χιλιάδων ανδρών. Οι Πέρσες, με τα περιδέραια και τα βραχιόλια τους, αποτελούσαν το μεγαλύτερο τμήμα.
Ακολουθούσαν οι Μήδοι, μολονότι δεν ήταν κατώτεροι σε αριθμό αλλά σε δύναμη. Όσο ο Ξέρξης βρισκόταν στη Θεσσαλία κι ο Μαρδόνιος συγκέντρωνε άνδρες για τον στρατό του, οι Λακεδαιμόνιοι έλαβαν ένα μήνυμα από το μαντείο των Δελφών, που τους παρότρυνε να απαιτήσουν επανόρθωση από τον Ξέρξη για τον φόνο του Λεωνίδα και να δεχτούν ό,τι τους πρόσφερε. Οι Σπαρτιάτες έστειλαν αμέσως έναν αντιπρόσωπο, που πρόλαβε τον στρατό πριν φύγει από τη Θεσσαλία. Ζήτησε να δει τον Ξέρξη και είπε: «Βασιλιά των Μήδων, οι Λακεδαιμόνιοι και ο οίκος του Ηρακλή στη Σπάρτη απαιτεί ικανοποίηση για το αίμα, επειδή σκότωσες τον βασιλιά τους που πολεμούσε υπερασπιζόμενος την Ελλάδα».
Ο Ξέρξης γέλασε και δεν απάντησε για λίγο· έπειτα, δείχνοντας τον Μαρδόνιο που έτυχε να στέκεται πλάι του, είπε: «Θα έχουν όση ικανοποίηση τους αξίζει από τον Μαρδόνιο». Ο αγγελιαφόρος δέχτηκε αυτή την απάντηση και γύρισε στην πατρίδα του.
Ο ΑΛΕΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΟΥ ΑΜΥΝΤΑ ΦΕΡΝΕΙ ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΜΑΡΔΟΝΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ
Φτάνοντας στην Αθήνα (ο Αλέξανδρος του Αμύντα) ως απεσταλμένος του Μαρδόνιου είπε τα εξής: «Άνδρες της Αθήνας, μεταφέρω τα λόγια του Μαρδόνιου. Έλαβα ένα μήνυμα του βασιλιά, που λέει: Αποφάσισα να ξεχάσω τις προσβολές που μου έκαναν οι Αθηναίοι. Γι’ αυτό, Μαρδόνιε, κατ' αρχάς δώσε τους πίσω τη γη τους και, δεύτερον, παραχώρησε τους όποια άλλη περιοχή θέλουν, καθώς κι ανεξάρτητη κυβέρνηση. Αν είναι πρόθυμοι να συμφιλιωθούν μαζί μου, σε διατάζω επίσης να ανοικοδομήσεις τους ναούς που έκαψα. Αυτές είναι οι διαταγές του βασιλιά που πρέπει να εκτελέσω, εκτός αν μ' εμποδίσετε εσείς οι ίδιοι.
Γιατί λοιπόν -σας ρωτώ- είστε τόσο τρελοί ώστε να πάρετε τα όπλα σας ενάντια στον βασιλιά; Δεν θα μπορέσετε ποτέ να τον νικήσετε κι είναι αδύνατο να του αντιστέκεστε για πάντα. Είδατε τον στρατό του, πόσο μεγάλος είναι και τι μπορεί να κάνει· γνωρίζετε καλά πόσο πανίσχυρη δύναμη έχω μαζί μου αυτή τη στιγμή. Ακόμα κι αν μας νικήσετε -πράγμα που, λίγο μυαλό αν έχετε, δεν πρέπει να το ελπίζετε- θα έρθει εναντίον σας άλλη δύναμη, πολλαπλάσια απ' αυτήν. Σταματήστε, λοιπόν, να προσπαθείτε να ανταγωνιστείτε τον βασιλιά, με κίνδυνο να χάσετε την πατρίδα και τη ζωή σας. Αντί γι' αυτό, συμφιλιωθείτε μαζί του, γιατί έχετε την καλύτερη δυνατή ευκαιρία, τώρα που ο Ξέρξης είναι έτσι προδιατεθειμένος απέναντί σας.
Συμμαχήστε μαζί μας, χωρίς δόλο και απάτη, και διατηρήστε την ελευθερία σας. Αυτά με διέταξε να σας πω ο Μαρδόνιος. Τώρα, επιτρέψτε μου να μιλήσω για λογαριασμό μου. Δεν είναι απαραίτητο να αναφέρω τις καλές μου διαθέσεις απέναντι σας, γιατί τις γνωρίζετε ήδη πολύ καλά· θα περιοριστώ να προσθέσω τη θερμή μου παράκληση να κάνετε αυτό που σας ζητά ο Μαρδόνιος. Για μένα είναι ολοφάνερο ότι δεν θα μπορέσετε να συνεχίσετε για πάντα τη διαμάχη σας με τον Ξέρξη· αν το θεωρούσα δυνατό, δε θα αναλάμβανα ποτέ αυτή την αποστολή. Γεγονός είναι, όμως, ότι η δύναμη του Ξέρξη είναι υπεράνθρωπη και το χέρι του φτάνει παντού.
Αν, λοιπόν, δεν συνάψετε αμέσως τώρα ειρήνη, που σας παραχωρούνται αυτοί οι γενναιόδωροι όροι, τρέμω για το μέλλον σας όταν σκέφτομαι ότι απ' όλα τα συμμαχικά κράτη εσείς βαδίζετε πιο σίγουρα προς τον κίνδυνο. Μόνο εσείς θα συνεχίσετε να υποφέρετε, αφού η χώρα σας θα μετατραπεί σε μεταίχμιο των εχθροπραξιών. Σας ικετεύω, λοιπόν, να δεχτείτε· σίγουρα δεν είναι και μικρό πράγμα που ο μέγας βασιλιάς σας ξεχώρισε απ' όλους τους λαούς της Ελλάδας κι είναι πρόθυμος να συγχωρέσει το παρελθόν και να γίνει φίλος σας».
Στη Σπάρτη, η είδηση της επίσκεψης του Αλέξανδρου, με την αποστολή να πείσει τους Αθηναίους να συμμαχήσουν με τους Πέρσες, προκάλεσε ανησυχία. Οι Σπαρτιάτες, αναλογιζόμενοι χρησμούς, που έλεγαν ότι οι Δωριείς θα διώχνονταν κάποτε από την Πελοπόννησο από τους Πέρσες και τους Αθηναίους, κι έντρομοι μήπως υπογραφόταν η συμφωνία, αποφάσισαν αμέσως να στείλουν πρεσβευτές στην Αθήνα. Ο Αλέξανδρος και οι Σπαρτιάτες απεσταλμένοι έτυχε να βρεθούν μαζί μπροστά στη συνέλευση των Αθηναίων· δεν ήταν τυχαίο, αφού οι Αθηναίοι καθυστερούσαν τις διαπραγματεύσεις με τον Αλέξανδρο, ξέροντας ότι, μόλις οι Σπαρτιάτες πληροφορούνταν την παρουσία του στην Αθήνα, θα έστελναν πρέσβεις τους.
Η αλήθεια είναι ότι ήθελαν να είναι παρόντες και οι Σπαρτιάτες, για να τους δείξουν τις απόψεις τους. Μόλις τελείωσε ο Αλέξανδρος, πήρε τον λόγο ένας από τους Σπαρτιάτες απεσταλμένους: «Οι Σπαρτιάτες μάς έστειλαν εδώ να σας παρακαλέσουμε να μη βάλετε σε κίνδυνο την Ελλάδα εγκαταλείποντας την προηγούμενη πολιτική σας και να μην ακούτε τις προτάσεις των Περσών. Όποιος Έλληνας κάνει κάτι τέτοιο, χάνει την τιμή του και το αίσθημα της δικαιοσύνης του· αν όμως το κάνετε εσείς, θα είναι χειρότερο από πολλές απόψεις. Γιατί από την αρχή εσείς ξεκινήσατε αυτό τον πόλεμο και τη δική μας γνώμη δεν τη λάβατε καθόλου υπόψη. Η εκστρατεία βάδιζε ενάντια στα δικά σας εδάφη και τώρα έχει εμπλακεί ολόκληρη η Ελλάδα.
Επιπλέον, θα είναι αισχρό αν οι Αθηναίοι, που στο παρελθόν κέρδισαν τόσες φορές τον τίτλο του απελευθερωτή, γίνονταν τώρα αιτία να υποδουλωθεί όλη η Ελλάδα. Οπωσδήποτε, σας συμπονούμε για τις συμφορές σας· την απώλεια της σοδειάς για δύο διαδοχικές χρονιές και την καταστροφή των σπιτιών και των περιουσιών σας για τόσο καιρό· ως ένδειξη της αναγνώρισης μας, είμαστε πρόθυμοι, εμείς και όλοι οι σύμμαχοι μας, να συντηρήσουμε τις γυναίκες και τα άλλα μη μάχιμα μέλη των οικογενειών σας, όσο κρατήσει ο πόλεμος. Μην αφήσετε να μεταβάλει τη γνώμη σας ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας που παρουσίασε με ωραία λόγια τις προτάσεις του Μαρδόνιου.
Κάνει μόνο ό,τι θα περίμενε κανείς απ' αυτόν· τύραννος κι ο ίδιος, είναι φυσικό να συμμαχεί μ' έναν όμοιό του. Όμως αυτή η στάση δεν σας ταιριάζει -τουλάχιστον, όχι αν είστε λογικοί· ασφαλώς ξέρετε ότι οι βάρβαροι δε σέβονται ούτε την αλήθεια ούτε την τιμή». Αυτά είπαν οι αγγελιαφόροι. Τότε οι Αθηναίοι έδωσαν στον Αλέξανδρο την εξής απάντηση: «Γνωρίζουμε», είπαν, «το ίδιο καλά όσο κι εσύ ότι η δύναμη των Μήδων είναι πολύ ανώτερη από τη δική μας· ώστε καθόλου δεν πρέπει να μας κατηγορείς γι' αυτό. Ωστόσο, τρέφουμε τόση αγάπη για την ελευθερία, ώστε θα την υπερασπιστούμε με όποιον τρόπο μπορούμε. Όσο για το να συνάψουμε συμφωνία με τους βαρβάρους μην προσπαθείς να μας πείσεις· δε θα δεχόμαστε ποτέ.
Πες, λοιπόν, στο Μαρδόνιο, ότι όσο ο ήλιος ακολουθεί την ίδια πορεία στον ουρανό, εμείς οι Αθηναίοι δε θα συμμαχήσουμε ποτέ με τον Ξέρξη. Αντίθετα, θα του αντιστεκόμαστε χωρίς ανάπαυλα, ακουμπώντας τις ελπίδες μας στους θεούς και τους ήρωές μας, τους οποίους εκείνος περιφρονεί και πυρπολεί τους ναούς και τα αγάλματα. Μην ξανάρθεις ποτέ εδώ με παρόμοια πρόταση και μη σκεφτείς ούτε μία φορά ότι μας ευνοείς ενώ μας παροτρύνεις ν' ακολουθήσουμε έναν τόσο ατιμωτικό δρόμο, γιατί θα ήταν κρίμα να πέσεις θύμα κάποιου ατυχήματος, ενώ βρίσκεσαι στην Αθήνα εσύ που είσαι φίλος κι ευεργέτης μας».
Αυτή ήταν η απάντηση των Αθηναίων στον Αλέξανδρο. Στους Σπαρτιάτες πρέσβεις είπαν: «Ήταν ανθρώπινο να τρομοκρατηθούν οι Λακεδαιμόνιοι στην ιδέα να υπογράψουμε συνθήκη με την Περσία· παρόλα αυτά, δείξατε μεγάλη μικροπρέπεια αφού φοβηθήκατε τόσο, ενώ γνωρίζετε καλά το φρόνημα των Αθηναίων. Δεν υπάρχει τόσο χρυσάφι στον κόσμο ούτε τόσο πανέμορφη γη που θα δεχόμαστε ποτέ σε αντάλλαγμα, για να ενωθούμε με τον κοινό μας εχθρό και να υποδουλώσουμε την Ελλάδα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους δε θα το κάναμε, ακόμα κι αν το θέλαμε. Ο πρώτος και κυριότερος είναι η πυρπόληση και το γκρέμισμα των ναών και των αγαλμάτων των θεών μας.
Θεωρούμε επιτακτικό καθήκον μας να εκδικηθούμε γι' αυτή τη βεβήλωση με όλη μας τη μανία, όχι να συμμαχήσουμε με αυτούς που την διέπραξαν. Επιπλέον, υπάρχει το ελληνικό έθνος, η ταυτότητα του αίματος και της γλώσσας, των ναών και της θρησκείας· ο κοινός μας τρόπος ζωής· η Αθήνα δεν θα μπορούσε ποτέ να τα προδώσει όλα αυτά. Σας πληροφορούμε, λοιπόν, αν δεν το ξέρετε ήδη, ότι όσο παραμένει ζωντανός έστω και ένας Αθηναίος, δε θα υπογραφεί καμιά ειρήνη με τον Ξέρξη. Ωστόσο, είμαστε βαθιά συγκινημένοι από την καλοσύνη και το ενδιαφέρον σας να υποστηρίξετε τις οικογένειες μας αυτή τη δύσκολη ώρα.
Η δική σας υποχρέωση έχει εκπληρωθεί. Παρόλα αυτά, προτιμάμε να συνεχίσουμε όπως μπορούμε, χωρίς να σας γίνουμε βάρος. Αφού μάθατε την απόφαση μας, οδηγήστε το στρατό σας στο πεδίο της μάχης με τη μικρότερη δυνατή καθυστέρηση· γιατί, αν δεν πέφτουμε έξω, δε θα περάσει πολύς καιρός πριν εισβάλει ο εχθρός στην Αττική αλλά αμέσως μόλις πάρει την αρνητική μας απάντηση. Γι' αυτό, λοιπόν, προτού εμφανιστεί πάλι στα εδάφη μας, πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε στη Βοιωτία». Αφού πήραν την απάντηση των Αθηναίων, οι Σπαρτιάτες πρεσβευτές έφυγαν για την πατρίδα τους.
ΟΙ ΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΔΟΝΙΟΥ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Όταν γύρισε ο Αλέξανδρος με την απάντηση των Αθηναίων, ο Μαρδόνιος ξεκίνησε από τη Θεσσαλία προς την Αθήνα με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα, επιστρατεύοντας άνδρες απ' όλες τις περιοχές που διέσχιζε. Οι βασιλικοί οίκοι της Θεσσαλίας διατήρησαν την προηγούμενη ευνοϊκή στάση τους και μάλιστα ενθάρρυναν τους Πέρσες να εξαπολύσουν πολύ σκληρή επίθεση. Ο Θώρακας από τη Λάρισα, μάλιστα, είχε φτάσει σε σημείο να συνοδεύσει τον Ξέρξη κατά την υποχώρηση του και τώρα ενθάρρυνε ανοιχτά τον Μαρδόνιο στη νέα του επιχείρηση ενάντια στην Ελλάδα. Όταν ο στρατός έφτασε στη Βοιωτία, οι Θηβαίοι προσπάθησαν να πείσουν τον Μαρδόνιο να σταματήσει.
Ήταν, όπως έλεγαν, η καλύτερη περιοχή, για να στρατοπεδεύσει και τον συμβούλευσαν να κάνει βάση του τη Βοιωτία και να πάρει μέτρα για την υποδούλωση της Ελλάδας χωρίς να γίνει ούτε μία μάχη. Αν οι Έλληνες έμεναν ενωμένοι, όπως ήταν και πρωτύτερα, όλος ο κόσμος μαζί θα δυσκολευόταν να τους νικήσει· οι Θηβαίοι συμπλήρωσαν: «Αν κάνεις αυτό που σου προτείνουμε, θα βάλεις ένα τέλος σε όλα τους τα σχέδια χωρίς να κινδυνεύσεις. Στείλε χρήματα στους ηγέτες των διάφορων πόλεων· έτσι, θα διαλύσεις την ενότητα της Ελλάδας και θα μπορείς πλέον, με τη βοήθεια όσων έρθουν με το πλευρό σου, να διαλύσεις αυτούς που θα σου αντιστέκονται ακόμα».
Εκείνοι αυτά τον συμβούλευαν, αλλά ο Μαρδόνιος δε δέχτηκε να ακολουθήσει το σχέδιο. Ήταν ολόψυχα δοσμένος στην επικείμενη επίθεση του στην Αθήνα, αναμφίβολα εξαιτίας της ανοησίας του, αλλά και επειδή ήθελε να αναγγείλει τη δεύτερη άλωση της Αθήνας στο βασιλιά στις Σάρδεις με μια αλυσίδα πυρσών ανάμεσα στα νησιά. Φτάνοντας στην Αττική, πάντως, δε βρήκε κανέναν Αθηναίο· όπως έμαθε, οι περισσότεροι ήταν μαζί με το στόλο ή στη Σαλαμίνα. Έτσι, κατέλαβε μια έρημη πόλη. Η άλωση της πόλης από τον βασιλιά έγινε δέκα μήνες πριν από την άλωσή της από τον Μαρδόνιο.
Όταν ο Μαρδόνιος έφτασε στην Αθήνα, έστειλε το Μουρυχίδη, έναν άνδρα από τον Ελλήσποντο, στη Σαλαμίνα με τη διαταγή να επαναλάβει στους Αθηναίους την πρόταση που τους είχε κάνει ήδη ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας. Αυτό δε σημαίνει ότι αγνοούσε τα αισθήματά τους απέναντι του, απλώς επανέλαβε την απόπειρα με την ελπίδα ότι ίσως σταματούσαν τις ανοησίες, όταν ήξεραν ότι είχε ξανά στην κατοχή του ολόκληρη την Αττική. Γι' αυτό το σκοπό έστειλε τον Μουρυχίδη στη Σαλαμίνα. Έτσι, ξεκίνησε για την αποστολή του και μετέφερε το μήνυμα του Μαρδόνιου στο συμβούλιο.
Ένα από τα μέλη του συμβουλίου, κάποιος Λυκίδης, υποστήριξε ότι η καλύτερη οδός θα ήταν να δεχτούν τις προτάσεις που τους έφερνε ο αγγελιαφόρος και να τις υποβάλουν για έγκριση στη συνέλευση του δήμου. Αυτή ήταν η άποψή του· είτε είχε εξαγοραστεί από τον Μαρδόνιο, για να την εκφράσει, είτε την πίστευε πραγματικά. Οι Αθηναίοι, όμως, όσοι ήταν μέσα στην αίθουσα συσκέψεων κι όσοι βρίσκονταν έξω, οργίστηκαν τόσο, όταν την άκουσαν, ώστε περικύκλωσαν τον Λυκίδη και τον λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου. Τον Μουρυχίδη τον Ελλησπόντιο τον άφησαν να φύγει χωρίς να τον πειράξουν.
Με την οχλοβοή που ξέσπασε στη Σαλαμίνα εναντίον του Λυκίδη οι Αθηναίες έμαθαν τι είχε συμβεί· τότε, συγκεντρώθηκαν και, παρασύροντας η μία την άλλη, μαζεύτηκαν ένα πλήθος στο σπίτι του Λυκίδη και λιθοβόλησαν τη γυναίκα και τα παιδιά του. Και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πέρασαν οι Αθηναίοι στη Σαλαμίνα ήταν οι εξής. Όσο περίμεναν βοήθεια από το στρατό της Πελοποννήσου, έμεναν στην Αττική· όταν, όμως, κατάλαβαν ότι οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους καθυστερούσαν κι ήταν απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους κι έφτασε η είδηση ότι οι Πέρσες είχαν φτάσει στη Βοιωτία, έσπευσαν να περάσουν στη Σαλαμίνα μαζί με όλη την κινητή τους περιουσία.
Έστειλαν ένα μήνυμα που κατέκρινε τους Σπαρτιάτες, γιατί επέτρεψαν στον εχθρό να εισβάλει στην Αττική, αντί να τον αναχαιτίσουν στη Βοιωτία μαζί με τους Αθηναίους και, παράλληλα, υπενθύμιζε τις προτάσεις που τους είχε κάνει η Περσία, για να αποσχιστούν από τους Έλληνες, καθώς και το αυτονόητο γεγονός ότι, αν δεν προασπίζονταν τους Αθηναίους, θα έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να σωθούν από μόνοι τους. Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την εποχή γιόρταζαν στη Σπάρτη τα Υακίνθια . Ο λαός θεωρούσε σημαντικό καθήκον του να τιμήσει όσο μπορούσε περισσότερο το θεό. Κόντευε σχεδόν να τελειώσει το τείχος που έχτιζαν στον Ισθμό, στο οποίο έμενε να προσθέσουν τις επάλξεις.
Οι Αθηναίοι πρέσβεις, που συνοδεύονταν από αντιπροσώπους από τα Μέγαρα και τις Πλαταιές, έφτασαν στη Σπάρτη και ζήτησαν να δουν τους εφόρους. Και τους είπαν τα εξής: «Οι Αθηναίοι μας στέλνουν να σας πούμε ότι ο βασιλιάς των Μήδων προσφέρθηκε να μας επιστρέψει την πατρίδα μας και, ταυτόχρονα, όχι μόνο να γίνει σύμμαχος μας με δίκαιους και ίσους όρους, χωρίς δόλο και απάτη, αλλά και να μας παραχωρήσει όποια άλλη περιοχή θα θέλαμε να προσαρτήσουμε. Εμείς, από σεβασμό στο Δία, που λατρεύει ολόκληρη η Ελλάδα, και από απέχθεια στη σκέψη και μόνο της προδοσίας, αρνηθήκαμε κατηγορηματικά την πρόταση.
Παρά το γεγονός ότι πέσαμε θύματα προδοσίας των ίδιων των συμμάχων μας και γνωρίζουμε ότι θα έχουμε πολύ μεγαλύτερο κέρδος συμμαχώντας με την Περσία παρά κάνοντας αυτόν τον πόλεμο. Όμως, δε θα συμμαχήσουμε ποτέ με τον εχθρό με τη θέλησή μας. Εμείς τουλάχιστον, πληρώνουμε τα χρέη μας στην Ελλάδα με αληθινά νομίσματα· εσείς όμως, που τρομοκρατηθήκατε μήπως συμμαχούσαμε με την Περσία, τώρα που γνωρίσατε το πνεύμα μας με σαφήνεια και καταλάβατε ότι δεν πρόκειται να προδώσουμε την Ελλάδα -κι ενώ παράλληλα το οχυρό σας στον Ισθμό έχει ολοκληρωθεί σχεδόν, δεν νοιάζεστε πια για την Αθήνα.
Συμφωνήσατε μαζί μας να αντιμετωπίσουμε τον εχθρό στη Βοιωτία, αλλά καταπατήσατε τον λόγο σας αφήνοντάς τον να εισβάλει ξανά στην Αττική. Αυτή η στάση σας προκάλεσε την οργή των Αθηναίων γιατί ήταν αταίριαστη με την περίσταση. Το άμεσο καθήκον σας είναι να δεχτείτε το τωρινό τους αίτημα· ετοιμάστε το στρατό σας να αντιμετωπίσουμε μαζί τον βάρβαρο στην Αττική. Τώρα που χάσαμε πλέον τη Βοιωτία, η καλύτερη τοποθεσία, για να τον αντιμετωπίσουμε μέσα σε δικό μας έδαφος είναι το Θριάσιο πεδίο».
Οι έφοροι, όταν άκουσαν αυτά, δεσμεύτηκαν να δώσουν την απάντηση τους την επόμενη μέρα· την επόμενη μέρα, το ανέβαλαν ξανά και συνέχισαν να το αναβάλλουν, ώσπου πέρασαν με τις συνεχείς αναβολές δέκα μέρες. Στο μεταξύ, όλοι οι Πελοποννήσιοι δούλευαν με γρήγορο ρυθμό το τείχος κατά μήκος του Ισθμού, και πλησίαζε το τέλος. Δεν μπορώ να πω γιατί, όταν ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας επισκέφτηκε την Αθήνα, οι Σπαρτιάτες αγωνιούσαν τότε μήπως οι Αθηναίοι συμμαχήσουν με τους Πέρσες, ενώ τώρα δε φαίνονταν να νοιάζονται ιδιαίτερα. Η μόνη εξήγηση που μπορώ να βρω είναι ότι, αφού ολοκλήρωσαν την οχύρωση του Ισθμού, ένιωθαν ότι η υποστήριξη των Αθηναίων δεν τους ήταν πια απαραίτητη.
Όταν έφτασε ο Αλέξανδρος στην Αττική, το τείχος δεν είχε τελειώσει ακόμα, και δούλευαν με ένταση από φόβο μήπως καταφτάσουν οι Πέρσες, πριν προλάβουν να το ολοκληρώσουν. Τέλος, όμως, οι Σπαρτιάτες έδωσαν την απάντησή τους κι έστειλαν στρατό στο πεδίο της μάχης. Την παραμονή της μέρας που είχε οριστεί για την τελική ακρόαση των απεσταλμένων, ένας Τεγεάτης που λεγόταν Χίλεος κι είχε το μεγαλύτερο κύρος στη Σπάρτη απ' οποιονδήποτε άλλο ξένο, ρώτησε τους εφόρους τι ακριβώς είχαν πει οι Αθηναίοι. Αφού άκουσε αυτά ο Χίλεος είπε τα εξής:
«Έτσι έχουν τα πράγματα, άνδρες έφοροι. Αν οι Αθηναίοι μάς εγκαταλείψουν και γίνουν σύμμαχοι με τους Πέρσες, τότε, όσο ισχυρή κι αν είναι η οχύρωση του Ισθμού, όλες οι πύλες θα είναι ανοιχτές για τους Πέρσες προς την Πελοπόννησο. Γι' αυτό, είναι καλύτερα να τους βοηθήσετε προτού αλλάξουν γνώμη και υιοθετήσουν μια πολιτική που θα καταστρέψει την Ελλάδα».
Αυτός έδωσε τις παραπάνω συμβουλές. Οι έφοροι έλαβαν υπόψη τους αυτή την προειδοποίηση και, χωρίς να πουν τίποτα στους αντιπροσώπους που είχαν έρθει από τις πόλεις, ενώ ήταν ακόμη νύχτα, έστειλαν πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες, που ο καθένας τους συνοδευόταν από επτά είλωτες, με στρατηγό τον Παυσανία, γιο του Κλεόμβροτου. Η ανώτατη εξουσία της Σπάρτης ανήκε εκείνη την εποχή στον γιο του Λεωνίδα, Πλείσταρχο· επειδή ήταν ακόμα ανήλικος, ο Παυσανίας ο ξάδελφος του ήταν και επίτροπός του (κηδεμόνας).
ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ ΣΤΡΑΤΩΝ
Στα Ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν ήδη στην περιοχή των Πλαταιών προστέθηκαν αργότερα ενισχύσεις τα τμήματα του στρατού κατέλαβαν τις θέσεις τους. Στο δεξιό άκρο ήταν δέκα χιλιάδες Λακεδαιμόνιοι, εκ των οποίων πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες που συνοδεύονταν από τριάντα πέντε χιλιάδες ψιλούς είλωτες - μια αντιστοιχία επτά προς ένα. Δίπλα στους Σπαρτιάτες, ως αναγνώριση της αξίας τους, παρατάχτηκαν οι Τεγεάτες με χίλιους πεντακόσιους οπλίτες. Μετά πήραν θέση οι πέντε χιλιάδες Κορίνθιοι, που είχαν πάρει άδεια από τον Παυσανία να έχουν τους τριακόσιους άνδρες από την Ποτείδαια της Παλλήνης στο πλευρό τους.
Δίπλα τους ήταν εξακόσιοι άνδρες από τον Ορχομενό της Αρκαδίας, τρεις χιλιάδες από τη Σικυώνα και οχτακόσιοι από την Επίδαυρο· έπειτα, χίλιοι από την Τροιζήνα, διακόσιοι από το Λέπρεο, τετρακόσιοι από τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, χίλιοι από τον Φλειούντα και τριακόσιοι από την Ερμιόνη· μετά, εξακόσιοι από την Ερέτρια και τα Στύρα, τετρακόσιοι από τη Χαλκίδα, πεντακόσιοι από την Αμπρακία, οχτακόσιοι από τη Λευκάδα και το Ανακτόριο και διακόσιοι Πάλεις από την Κεφαλληνία· έπειτα, πεντακόσιοι από την Αίγινα, τρεις χιλιάδες από τα Μέγαρα και εξακόσιοι από τις Πλαταιές. Τελευταίοι, στο αριστερό άκρο της παράταξης, ήταν οι οχτώ χιλιάδες Αθηναίοι, με διοικητή τον Αριστείδη, γιο του Λυσίμαχου.
Όλοι αυτοί, εκτός από τους επτά είλωτες που αντιστοιχούσαν σε κάθε Σπαρτιάτη, αποτελούνταν από οπλίτες και η συνολική τους δύναμη έφτανε τους τριάντα οχτώ χιλιάδες επτακόσιους άνδρες. Ο αριθμός των οπλιτών, που συγκεντρώθηκαν κατά των βαρβάρων ήταν αυτός. Οι τριάντα πέντε χιλιάδες Σπαρτιάτες είλωτες που ανέφερα, όλοι τους μάχιμοι, και τριάντα τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιοι ακόμα, που ανήκαν σε άλλες πόλεις της Λακεδαίμονας και άλλων περιοχών, σε αναλογία ένας βοηθητικός για κάθε πολεμιστή, αποτελούσαν το πλήθος των «ψιλών».
Ο συνολικός αριθμός των βοηθητικών έφτανε, λοιπόν, τους εξήντα εννιά χιλιάδες πεντακόσιους ανεβάζοντας το σύνολο του Ελληνικού στρατού, μαζί με τους οπλίτες και τους ψιλούς, στις Πλαταιές, στους εκατόν δέκα χιλιάδες άνδρες, εκτός από χίλιους οχτακόσιους Θεσπιείς, των οποίων οι άνδρες που επέζησαν είχαν ενωθεί με τον Ελληνικό στρατό. Ωστόσο, αυτοί δεν ήταν πλήρως εξοπλισμένοι. Αυτά για τη δύναμη και την οργάνωση του Ελληνικού στρατού που παρατάχτηκε κοντά στον Ασωπό. Οι άνδρες του Μαρδόνιου, απλώθηκαν κι αυτοί προς το ρεύμα του ποταμού μόλις έμαθαν ότι οι Έλληνες ήταν στις Πλαταιές και παρατάχτηκαν ως εξής με τις διαταγές του Μαρδόνιου.
Απέναντι από τους Λακεδαιμονίους, ο Μαρδόνιος τοποθέτησε τους Πέρσες, που υπερίσχυαν τόσο σε πλήθος ώστε οι γραμμές τους είχαν μεγαλύτερο βάθος από το συνηθισμένο κι αρκετό άνοιγμα, για να καλύπτουν και τους Τεγεάτες. Αυτή η προφύλαξη οφειλόταν σε συμβουλή των Θηβαίων. Δίπλα στους Πέρσες ήταν οι Μήδοι, που κάλυπταν τα στρατεύματα από την Κόρινθο, την Ποτείδαια, τον Ορχομενό και τη Σικυώνα· μετά οι Βάκτριοι που κάλυπταν τους Έλληνες από την Επίδαυρο, την Τροιζήνα, το Λέπρεο, την Τίρυνθα, τις Μυκήνες και τον Φλειούντα. Δίπλα παρατάχτηκαν οι Ινδοί, απέναντι από τους Ερμιονείς, τους Ερετριείς, τους Στυρείς, και τους Χαλκιδιώτες.
Μετά οι Σάκες, που κάλυπταν τους Αμπρακιώτες, τους Ανακτορίους, τους Λευκαδίτες, τους Παλείς και τους Αιγινήτες· τέλος, μετά τους Σάκες και απέναντι από τους Αθηναίους, τους Πλαταιείς και τους Μεγαρίτες, παρατάχτηκαν οι Βοιωτείς, οι Λοκροί, οι Μηλιείς και οι Θεσσαλοί, μαζί με τους χίλιους Φωκείς. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαν συμπαραταχτεί με τους Πέρσες όλοι οι Φωκείς· αρκετοί απ' αυτούς υπηρετούσαν το σκοπό των Ελλήνων από τη βάση τους στις παρυφές του Παρνασσού, κάνοντας επιδρομές και παρενοχλώντας τον στρατό του Μαρδόνιου και των Ελλήνων που υπηρετούσαν μαζί του. Ο Μαρδόνιος έβαλε επίσης στη δεξιά πτέρυγα, απέναντι από τους Αθηναίους, τους Μακεδόνες και μερικές μονάδες Θεσσαλών.
Τα πιο αξιόλογα στρατεύματα από διάφορες εθνικότητες που παρέταξε ο Μαρδόνιος σ' αυτή τη μάχη. Ο στρατός του περιλάμβανε επίσης λίγους άνδρες από άλλες εθνικότητες· Φρύγες, Μυσούς, Θράκες, Παίονες και άλλους, όπως Αιθίοπες και Αιγυπτίους. Αυτοί οι τελευταίοι ανήκαν στους Ερμοτύβιες και Καλασίριες - τις τάξεις των πολεμιστών της Αιγύπτου που πολεμάνε με όπλο το μαχαίρι. Νωρίτερα, είχαν υπηρετήσει με το στόλο, αλλά ο Μαρδόνιος τους αποβίβασε πριν αποπλεύσουν τα πλοία από το Φάληρο, αφού δεν υπήρχε στρατός ξηράς από την Αίγυπτο στη δύναμη που οδήγησε ο Ξέρξης ενάντια στην Αθήνα. Οι δυνάμεις των βαρβάρων έφταναν, όπως είπα ήδη, τις τριακόσιες χιλιάδες.
Ο αριθμός των Ελλήνων που ήταν σύμμαχοι με τον Μαρδόνιο είναι άγνωστος (κανείς δεν τους μέτρησε). Εγώ τους υπολογίζω γύρω στους πενήντα χιλιάδες άνδρες. Όλοι αυτοί είχαν παραταχτεί στο πεζικό. Το ιππικό σχημάτιζε χωριστή ενότητα. Αφού ο Μαρδόνιος ολοκλήρωσε την παράταξη των ανδρών του, καθορίζοντας τη θέση κάθε έθνους, τα δύο στρατεύματα άρχισαν την επόμενη μέρα να προσφέρουν θυσίες. Στις δυο μέρες που ακολούθησαν δεν συνέβη τίποτα. Καμιά πλευρά δεν είχε πρόθεση να ξεκινήσει τη συμπλοκή. Οι Πέρσες προκαλούσαν τους Έλληνες να επιτεθούν μπαίνοντας στα νερά του Ασωπού, αλλά κανείς τους δεν τόλμησε να το διασχίσει πραγματικά.
Ωστόσο, το ιππικό του Μαρδόνιου παρενοχλούσε ασταμάτητα τις Ελληνικές δυνάμεις και, κυρίως οι Θηβαίοι, οι ακλόνητοι φίλοι της Περσίας ήταν δοσμένοι ολόψυχα σ' αυτό τον πόλεμο και οδηγούσαν κατ' επανάληψη το ιππικό σε απόσταση βολής, οπότε οι Πέρσες και οι Μήδοι έμπαιναν στη δράση, για να αποδείξουν ότι ήταν αυτοί οι οποίοι έκαναν τα κατορθώματα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τις αριθμητικές δυνάμεις των δύο αντιμαχόμενων, οι οποίες έχουν γίνει αντικείμενο πολλών συζητήσεων και αμφισβητήσεων: Ο Μαρδόνιος διέθετε 300.000 πολεμιστές ενώ ο Παυσανίας διοικούσε 38.700 οπλίτες και 71.300 ψιλούς πολεμιστές, συνολικά 110.000 άνδρες.
Το πιθανότερο είναι ότι οι 300.000 πολεμιστές του Μαρδόνιου αντιπροσωπεύουν τον αριθμό των πολεμιστών και των πληρωμάτων του στόλου του Ξέρξη κατά την αρχή της εισβολής στην Ελλάδα, από τους οποίους οι 120.000 ήταν τα πληρώματα του στόλου. Συνεπώς λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Ξέρξης έφυγε στην Ασία μετά τη Σαλαμίνα με ένα σημαντικό μέρος του στρατού για την ασφάλεια του, κάποιες φυσιολογικές απώλειες λόγω ασθενειών αλλά και την ενίσχυση του Περσικού στρατού με τους Ελληνες υποτελείς και συμμάχους, τότε στις Πλαταιές οι Πέρσες πρέπει να διέθεταν περί τις 150.000 άνδρες, μαχίμους και μη-μάχιμους βοηθητικούς.
Ο τρόπος με τον οποίο ο στρατός των Αχαιμενιδών προσπαθούσε να επιβληθεί επί του αντιπάλου του δεν ήταν μέσω της τακτικής του, κάποιου ανώτερου εξοπλισμού των ανδρών του ή με την μαχητικότητα τους, αλλά με τους πολύ μεγάλους αριθμούς των πολεμιστών του. Με αυτούς οι Πέρσες στρατηγοί προσπαθούσαν να συνθλίψουν τον αντίπαλο στρατό είτε με τα ατέρμονα τοξεύματα, ή αν χρειαζόταν αγχέμαχη σύρραξη, με την πίεση των σωμάτων εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών. Το μόνο τμήμα του Αχαιμενιδικού στρατού που πολεμούσε κατά κάποιον τρόπο «ορθόδοξα» από στρατιωτικής άποψης, ήταν το ιππικό του.
Το τελευταίο ήταν εκλεκτής ποιότητας, αποτελούμενο σχεδόν εξολοκλήρου από Ιρανούς. Πέρσες, Μήδους, Σαγαρτίους, Σάκες και Σακαυράκες, Βακτρίους, κ.α. Επρόκειτο για λαούς έμπειρους στην ιππική τέχνη και την ιππομαχία. Αντίθετα το πεζικό του Μαρδόνιου ήταν στην πλειοψηφία του χαμηλής ποιότητας, αποτελούμενο στο μεγαλύτερο μέρος του από ελαφρά οπλισμένους πολεμιστές, προερχόμενους από τα ίδια Ιρανικά έθνη και από τους πολλούς άλλους λαούς της Αυτοκρατορίας. Η συγκέντρωση τόσο μεγάλων αριθμών ανδρών δεν θα ήταν δύσκολη για τους Πέρσες επειδή εκτός των άλλων, δεν χρειάζονταν ιδιαίτερες δαπάνες για τον ελαφρότατο εξοπλισμό τους (έχει εκτιμηθεί ότι αρκετοί από αυτούς ήταν εξοπλισμένοι με απλά κυνηγετικά όπλα).
Επιπλέον θεωρείται βέβαιο ότι πολλοί από αυτούς δεν ήταν μάχιμοι αλλά απλοί βοηθητικοί, υπηρέτες και υπεύθυνοι για τον ανεφοδιασμό και την επιμελητεία. Εξάλλου μία αυτοκρατορική στρατιά η οποία επιχειρούσε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα Σούσα και την Περσέπολη, χρειαζόταν προφανώς μεγάλο αριθμό τέτοιων μη μάχιμων ανδρών. Μερικοί ερευνητές έχουν ορθά επιχειρήσει να υπολογίσουν το μέγεθος του περσικού στρατού από τον αριθμό των ανδρών που μπορούσαν να στρατωνιστούν στο περσικό στρατόπεδο όπως το περιγράφει ο Ηρόδοτος. Όπως σημειώνεται στη Βικιπαιδεια, οι αριθμοί αυτών των υπολογισμών κυμαίνονται μεταξύ 70.000 και 120.000.
Ο ιστορικός Λάζενμπυ υπολογίζει 70.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων 10.000 ιππέων, κάνοντας σύγκριση του στρατοπέδου με τα μεταγενέστερα ρωμαϊκά, το οποίο είναι κατά την άποψη μου σφάλμα. Τα ρωμαϊκά στρατόπεδα δεν μπορούν να συγκριθούν με τα περσικά τέσσερις με πεντε αιώνες νωρίτερα για πολλούς και διάφορους λόγους. Μόνο το εξελιγμένο και εξειδικευμένο συνολικό στρατιωτικό υλικό που διέθετε ο ρωμαϊκός στρατός, από τις πανοπλίες έως τις πολιορκητικές μηχανές, τον βαρύ εξοπλισμό του μηχανικού σώματος κτλ, τα οποία γενικά δεν διέθετε ο Περσικός στρατός, χρειαζόταν μεγάλους χώρους αποθήκευσης.
Γι’ αυτό η εκτίμηση του Λάζενμπυ είναι μάλλον χαμηλή. Εξάλλου δεν είναι η πρώτη φορά που ο συγκεκριμένος κατά τα άλλα πολύ σημαντικός ιστορικός έχει πέσει και σε σφάλμα υπολογισμού αρχαίων στρατιωτικών δυνάμεων. Για ανάλογους λόγους, απορρίπτω την εκτίμηση του Γερμανού Delbrück, ο οποίος βασίστηκε στην απόσταση που διένυσε ο Περσικός στρατός σε μία ημέρα όταν η Αθήνα δέχθηκε επίθεση, και ο οποίος κατέληξε σε έναν αριθμό 75.000 ανδρών, μαχίμων και βοηθητικών. Εκτός από το γεγονός ότι ένα τέτοιο κριτήριο για τον υπολογισμό της Περσικής δύναμης δεν είναι αξιόπιστο (δεν αποκλείεται ο Μαρδόνιος να είχε αφήσει ένα μεγάλο μέρος του στρατού στη Βοιωτία για να βαδίσει πιο γρήγορα).
Η δυναμη του Περσικού στρατού δεν μπορούσε ποτέ να είναι τόσο μικρή, επειδή η κύρια μέθοδος επικράτησης του εναντίον ενός εχθρικού στρατού δεν ήταν οι τακτικές του ή ο ανώτερος εξοπλισμός του ή ότι άλλο, αλλά η συντριπτική υπεροχή του σε στρατιωτικό δυναμικό. Όπως είδαμε, οι Πέρσες επιχειρούσαν να νικήσουν τους αντιπάλους τους κυρίως με το να τους συνθλίψουν με το βάρος των πολυάριθμων Ασιατών και Αιγυπτίων πολεμιστών τους ή με τα αμέτρητα βέλη που αυτοί εκτόξευαν ή με τους κολοσσιαίους στόλους τριήρων που μπορούσαν να συγκεντρώσουν.
Ο Πήτερ Κόννολλυ έχει υπολογίσει τον αριθμό του Περσικού στρατού με βάση το μέγεθος του περσικού στρατοπέδου σε 120.000 ο οποίος είναι ένας πιο λογικός αριθμός. Ωστόσο, ένα σφάλμα που έχουν κάνει όλοι οι προαναφερόμενοι ερευνητές: λησμονούν ότι ο Μαρδόνιος διέθετε στην άμεση περιοχή ένα ακόμη μεγαλύτερο και ισχυρότερο στρατόπεδο, το άστυ της Θήβας όπως και άλλων γειτονικών πόλεων της Βοιωτίας. Η Θήβα και οι άλλες Βοιωτικές πόλεις μπορούσαν να λειτουργήσουν ως στρατόπεδα τουλάχιστον για τους περισσότερους Έλληνες συμμάχους των Περσών οι οποίοι αριθμούσαν συνολικά 50.000 όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος.
Αν προσθέσουμε τον προαναφερόμενο αριθμό των 120.000 ανδρών του Περσικού στρατοπέδου κατά τον Κόννολλυ στον αριθμό των ανδρών που μπορούσαν να στρατωνιστούν στη Θήβα και τις άλλες γειτονικές πόλεις, έχουμε έναν τελικό αριθμό τουλάχιστον 150.000 ανδρών ο οποίος είναι ο ίδιος με τον αριθμό που εκτιμήσαμε ανωτέρω. Μερικοί ερευνητές έχουν εκτιμήσει ότι οι μάχιμοι του Μαρδόνιου δεν υπερέβαιναν τις 100.000 μαζί με τους «Μηδίζοντες» Έλληνες, και αυτή είναι και η δική μου αναθεωρημένη εκτίμηση. Γενικά είναι πιθανό είναι ότι σε κάθε μάχιμο Ασιάτη αντιστοιχούσε ένας μη μάχιμος βοηθητικός, ο οποίος όμως μπορούσε να οπλιστεί με ακόντιο ή άλλο ελαφρύ όπλο σε περίπτωση ανάγκης.
Συνεπώς από τους προαναφερόμενους 150.000 άνδρες που οι Πέρσες είχαν συγκεντρώσει στην ευρύτερη περιοχή των Πλαταιών, οι πραγματικοί μάχιμοι αριθμούσαν 75 - 100.000 ανάλογα με την κρισιμότητα της σύρραξης. Προς το τέλος της μάχης των Πλαταιών αρκετοί βοηθητικοί θα εξοπλίσθηκαν εσπευσμένα ανεβάζοντας τη μάχιμη δύναμη στις 100.000 αλλά αρκετοί μάχιμοι ήταν χαμηλής ποιότητας. Σχετικά με τους «Μηδίζοντες» Έλληνες που πολέμησαν υπέρ των Περσών, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι συνολικά αριθμούσαν 50.000 άνδρες. Δεν είναι δύσκολο να υπολογίσουμε τις δυνάμεις που έδωσαν στον Μαρδόνιο, βασιζόμενοι στους αριθμούς που παρέτασσαν γενικά.
Οι ψιλοί και άλλοι ελαφρά οπλισμένοι των Μακεδόνων, των Θεσσαλών και των περιοίκων των τελευταίων (Μαλιείς, Περραιβοί, κ.α.) αριθμούσαν λίγες δεκάδες χιλιάδων ανδρών, αλλά είναι γνωστό ότι δεν επρόκειτο για αξιόμαχα στρατεύματα και είναι αμφίβολο αν ο Μαρδόνιος τόλμησε να τα τάξει απέναντι στους Έλληνες συμμάχους οπλίτες. Επιπροσθέτως, αυτά τα ελληνικά φύλα δεν διέθεταν οπλίτες. Αντίθετα, το μακεδονικό και το Θεσσαλικό ιππικό είχε αξία ανάλογη με εκείνη των Ασιατών ιππέων.
Είναι γνωστό ότι οι Θεσσαλοί διέθεταν περίπου 6.000 ιππείς αλλά ο αριθμός αυτών που κινητοποιούσαν συνήθως για εκστρατεία ήταν το πολύ 2.000, όπως φαίνεται από διάφορες αρχαίες αναφορές (με πιο γνωστή τη συμμετοχή 1.800 Θεσσαλών ιππέων στην εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Ο αριθμός των 2.000 Θεσσαλών ιππέων στον στρατό του Μαρδόνιου είναι ο πιο πιθανός. Επίσης γνωρίζουμε ότι η Μακεδονία πριν από τον Φίλιππο Β' διέθετε 1.000 - 2.000 ιππείς (όπως αποδείχθηκε στον Πελοποννησιακό πόλεμο), οπότε αναλογικά με την προαναφερόμενη συνεισφορά Θεσσαλικού ιππικού στους Πέρσες, οι Μακεδόνες ιππείς των τελευταίων δεν θα αριθμούσαν πάνω από 500.
Οι Ελληνικές αποικίες στη Χαλκιδική και τη Θράκη, δεν έδωσαν χερσαίες δυνάμεις επειδή είχαν επιβαρυνθεί με την παροχή πολεμικών πλοίων και πληρωμάτων για τον περσικό στόλο. Αν λάβουμε υπόψη τις στρατιωτικές δυνάμεις που κινητοποιούσαν συνήθως οι Βοιωτοί κατά τους 5ο - 4ο αιώνες π.Χ., καθώς και το γεγονός ότι οι Πλαταιείς και οι Θεσπιείς πολεμούσαν υπέρ των Ελλήνων συμμάχων, οι μάχιμοι που οι πρώτοι έδωσαν στον Μαρδόνιο θα ήταν το πολύ 5.000 οπλίτες και 500 - 1.000 ιππείς. Ανάλογοι υπολογισμοί μας οδηγούν στην εκτίμηση των Φωκέων και των Λοκρών του περσικού στρατού σε 2.000 οπλίτες και (λίγους) ιππείς.
Συνολικά οι «Μηδίζοντες» Έλληνες μπορούσαν να παράσχουν στον Περσικό στρατό το πολύ 7.000 οπλίτες και 3 - 3.500 ιππείς καθώς και μερικές δεκάδες χιλιάδες ψιλούς. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι αποτελούσαν το δεξιό κέρας της Περσικής παράταξης, κάτι που ίσως δίνει την εσφαλμένη εντύπωση ότι αποτελούσαν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του Περσικού στρατού. Αλλά ο ίδιος ο αρχαίος ιστορικός διευκρινίζει ότι τα «στρατεύματα κρούσης» του Μαρδόνιου, δηλαδή οι Ιρανικοί λαοί (Πέρσες, Μήδοι, Σάκες, Βάκτριοι), οι Ινδοί και οι Έλληνες υποτελείς του, είχαν μαζί τους και τους πολυαριθμότερους πολεμιστές από τα άλλα έθνη του κράτους των Αχαιμενιδών (Θράκες, Φρύγες, Μυσοί, Αιθίοπες, Αρμένιοι, Άραβες, Αιγύπτιοι και πολλοί άλλοι).
Αυτοί είχαν παραταχθεί προφανώς πίσω από τους «Μηδίζοντες» Έλληνες, τους Ιρανούς και τους Ινδούς (κατά την περσική τακτική), ή ενδεχομένως και στα πλάγια τους, αποτελώντας εντούτοις την πλειοψηφία του στρατού του Μαρδόνιου. Συμπερασματικά, οι Έλληνες σύμμαχοι και υποτελείς των Περσών πιθανώς ήταν 50.000 αλλά προφανώς σε αυτόν τον αριθμό περιλαμβάνονταν και αρκετές χιλιάδες μη μάχιμοι βοηθητικοί. Περνώντας στους Έλληνες συμμάχους, ο Σπαρτιατικός στρατός στις Πλαταιές αποτελείτο από 50.000 άνδρες σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Πρόκειται οπωσδήποτε για έναν αριθμό ανδρών που μπορούσαν να διαθέσουν η Λακωνία και η Μεσσηνία.
Από αυτούς οι 10.000 ήταν οπλίτες (5.000 Σπαρτιάτες και 5.000 περίοικοι) και οι 40.000 ήταν ψιλοί - βοηθητικοί (35.000 είλωτες και 5.000 περίοικοι). Κάθε Σπαρτιάτης συνοδευόταν από επτά είλωτες. Οι Λακεδαιμόνιοι οπλίτες συνοδεύθηκαν στο δεξιό κέρας από τους πιστούς 1.500 Τεγεάτες συμμάχους τους. Οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτες θα πολεμούσαν εναντίον των Περσών πολεμιστών που είχαν μετακινηθεί απέναντι τους. Οι 8.000 Αθηναίοι οπλίτες πλαισιώθηκαν από 3.000 Μεγαρείς και 600 Πλαταιείς οπλίτες, αποτελώντας την αριστερή πτέρυγα που επρόκειτο να αντιμετωπίσει τους «Μηδίζοντες» Έλληνες.
Οι άλλοι Έλληνες σύμμαχοι του κέντρου, 15.600 οπλίτες συνολικά, θα αντιμετώπιζαν τους Μήδους, τους Σάκες, τους Βακτρίους και τους Ινδούς όπως τους είχε τάξει ο Μαρδόνιος. Οι Τεγεάτες, καθώς και οι Ελληνικές δυνάμεις της αριστερής πτέρυγας και του κέντρου, συνοδεύονταν από ψιλούς πολεμιστές ίσης περίπου δύναμης με τους αντίστοιχους οπλίτες. Ειδικά οι Αθηναίοι διέθεταν σώμα 800 τοξοτών. Όπως αναφέραμε, και ο αριθμός των 110.000 Ελλήνων μαχητών έχει θεωρηθεί εξογκωμένος από ξένους ιστορικούς. Ωστόσο οι Ελληνικές περιοχές που αντιστάθηκαν στους Πέρσες μπορούσαν να συγκεντρώσουν 110.000 άνδρες για μια μάχη «υπέρ βωμών και εστιών».
Εξάλλου από αυτούς, οι 71.300 ήταν ελαφρά οπλισμένοι μάχιμοι («ψιλοί» και άλλοι) και μόνο οι 38.700 ήταν οπλίτες. Αλλά και από τους ελαφρά οπλισμένους, δεν ήταν όλοι μάχιμοι. Οι σύγχρονοι ερευνητές έχουν αμφισβητήσει κυρίως τον αριθμό των 35.000 ειλώτων αλλά δεν φαίνεται να έχουν δίκαιο επειδή οι συγκεκριμένοι είλωτες είχαν έρθει μαζί με τους Σπαρτιάτες κυρίους τους προκειμένου να μην επαναστατήσουν αν παρέμεναν στις εστίες τους. Ήταν ένα μέτρο των Σπαρτιατών προκειμένου να αποφύγουν μία επανάσταση ειλώτων στην πατρίδα τους, στα νώτα τους, ενώ αυτοί θα πολεμούσαν τους Πέρσες.
Λαμβάνοντας υπόψη την αναλογία οπλιτών: ψιλών για τις άλλες πόλεις - κράτη που έστειλαν δυνάμεις στις Πλαταιές η οποία ήταν 1:1 μάλλον το ίδιο συνέβαινε και με τους Σπαρτιάτες και τους είλωτες που τους συνόδευαν. Δηλαδή από τους επτά είλωτες που συνόδευαν κάθε Σπαρτιάτη οπλίτη, μόνο ο ένας ήταν ελαφρά οπλισμένος ενώ οι άλλοι έξι ήταν μη μάχιμοι βοηθητικοί. Δηλαδή οι 30.000 είλωτες (από τους 35.000 συνολικά) ανήκαν στην τελευταία κατηγορία και έτσι από τους 110.000 Έλληνες στις Πλαταιές, μόνο οι 80.000 ήταν μάχιμοι. Πιθανώς όμως και άλλοι από τους Έλληνες «ελαφρά οπλισμένους» που συνόδευαν τους οπλίτες, να ήταν στην πραγματικότητα βοηθητικοί, οπότε ο αριθμός των μαχίμων μειώνεται σε λιγότερους από 80.000.
Η μάχη των Πλαταιών θυμίζει τη στρατηγική των δύο πλευρών στον Μαραθώνα, όπου οι Έλληνες δεν θέλησαν να επιτεθούν για να μην καταστραφούν απ' το περσικό ιππικό, ενώ οι Πέρσες δεν μπορούσαν να επιτεθούν στις καλά οργανωμένες αμυντικές θέσεις των Ελλήνων. Κατά τον Ηρόδοτο, οι δύο πλευρές ήθελαν νίκη, η οποία θα τους έδινε την υπεροχή στον πόλεμο. Οι Έλληνες, μετά την επίθεση του Μαρδόνιου, αναθεώρησαν την τακτική τους, κάτι που έκανε τον Πέρση στρατηγό να πιστέψει ότι η νίκη ήταν δική του, γι' αυτό και καταδίωξε τους Έλληνες. Οι Έλληνες είχαν αναγκάσει, σκόπιμα ή κατά λάθος, τον Μαρδόνιο να επιτεθεί σε υπερυψωμένο χώρο, όπου οι Πέρσες θα βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη θέση.
Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΙΔΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ
Έπεσε το σκοτάδι και τοποθετήθηκαν σκοποί. Κύλησαν λίγες ώρες· όταν στα δύο στρατόπεδα επικράτησε ησυχία, και όλοι έπεσαν σε βαθύ ύπνο, ο Αλέξανδρος, γιος του Αμύντα, βασιλιάς και στρατηγός των Μακεδόνων, κάλπασε με το άλογό του στο φυλάκιο των Αθηναίων και ζήτησε να δει και να μιλήσει με τους στρατηγούς τους. Οι περισσότεροι φρουροί έμειναν στη θέση τους, αλλά μερικοί έτρεξαν να ειδοποιήσουν τους ανωτέρους τους ότι ένας ιππέας είχε φτάσει από το εχθρικό στρατόπεδο και, το μόνο που έλεγε ήταν ότι ήθελε να μιλήσει στους διοικητές του στρατού, των οποίων γνώριζε και τα ονόματα. Οι Αθηναίοι ακολούθησαν αμέσως τους σκοπούς στο φυλάκιο τους και συνάντησαν τον Αλέξανδρο. Και αυτός τους είπε:
«Άνδρες της Αθήνας, εμπιστεύομαι την τιμή σας γι' αυτό που έχω να σας πω· κρατήστε το μυστικό απ' όλους, εκτός από τον Παυσανία, αλλιώς θα με καταστρέψετε. Δε θα βρισκόμουν εδώ, αν δε φρόντιζα για όλη την Ελλάδα. Είμαι κι εγώ Έλληνας στην καταγωγή και δε θέλω να δω την πατρίδα να ανταλλάσσει την ελευθερία της με σκλαβιά. Λέω, λοιπόν, ότι ο Μαρδόνιος κι ο στρατός του δεν έχουν ευνοϊκούς οιωνούς από τις θυσίες τους, αλλιώς η μάχη θα είχε ξεκινήσει πριν καιρό. Ο Μαρδόνιος, πάντως, αποφάσισε να αγνοήσει τους οιωνούς και να σας επιτεθεί με την αυγή, επειδή, φαντάζομαι, ανησυχεί μήπως συγκεντρωθείτε πολλοί στις γραμμές σας. Να είστε έτοιμοι.
Αν, πάλι, αναβάλει την επίθεση του ο Μαρδόνιος, σας συμβουλεύω να μείνετε στις θέσεις σας, γιατί δεν έχει προμήθειες παρά για λίγες μόνο μέρες. Στη περίπτωση που δώσετε σ' αυτό τον πόλεμο αίσιο τέλος, πρέπει να με θυμηθείτε πως συνέβαλα κι εγώ στην ελευθερία σας· διατρέχω μεγάλο κίνδυνο για το καλό της Ελλάδας, θέλοντας να σας ειδοποιήσω για τις προθέσεις του Μαρδόνιου και να σας σώσω από μια αιφνιδιαστική επίθεση των βαρβάρων. Είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας».
Αφού είπε αυτά, ο Αλέξανδρος κάλπασε πίσω στο στρατόπεδο του και γύρισε στη θέση του. Οι Αθηναίοι στρατηγοί έτρεξαν στον Παυσανία, στη δεξιά πτέρυγα της Ελληνικής παράταξης, και του είπαν τι είχαν ακούσει από τον Αλέξανδρο. Ο Παυσανίας φοβήθηκε τους Πέρσες και είπε τα εξής: «Αν πρόκειται να ξεσπάσει η μάχη την αυγή», είπε, «είναι καλύτερα εσείς οι Αθηναίοι να παραταχτείτε απέναντι από τους Πέρσες, και ν' αναλάβουμε εμείς την πτέρυγα απέναντι από τους Βοιωτούς και τους άλλους Έλληνες, που βρίσκονται τώρα απέναντι σας. Στο Μαραθώνα γνωρίσατε τους Μήδους και την τακτική τους στη μάχη, αντίθετα από μας, που δεν τους έχουμε συναντήσει ποτέ στο πεδίο της μάχης.
Κανένας Σπαρτιάτης δεν έχει πολεμήσει ενάντια σε Μήδο, ενώ έχουμε εξοικειωθεί αρκετά με τους στρατιώτες της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας. Γι' αυτό, πάρτε τα όπλα σας κι ελάτε στη δεξιά πτέρυγα. Εμείς θα πάρουμε τη θέση σας στην αριστερή». Σ' αυτά οι Αθηναίοι απάντησαν τα εξής: «Σκεφτήκαμε κι εμείς πριν αρκετό καιρό -από τότε, δηλαδή, που είδαμε ότι οι Πέρσες παρατάχθηκαν απέναντι σας- να κάνουμε την ίδια πρόταση, αλλά φοβηθήκαμε μη σας προσβάλουμε. Αφού, όμως, το θίξατε εσείς οι ίδιοι, δεχόμαστε πρόθυμα και θα συμμορφωθούμε αμέσως».
Το ζήτημα τακτοποιήθηκε ικανοποιητικά και για τα δύο σώματα και, στα πρώτα σημάδια της αυγής οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες άλλαξαν θέση στην παράταξη. Οι Βοιωτοί, όμως, παρατήρησαν την κίνηση και την ανέφεραν στον Μαρδόνιο, ο οποίος μετακίνησε αμέσως τα Περσικά στρατεύματα στο άλλο άκρο της παράταξης, φέρνοντας τα πάλι αντιμέτωπα με τους Σπαρτιάτες. Όταν το είδε ο Παυσανίας, γύρισε πάλι στο δεξιό άκρο τους Σπαρτιάτες και, όπως και πριν, ο Μαρδόνιος στο αριστερό. Αφού γύρισαν πάλι στις αρχικές τους θέσεις, ο Μαρδόνιος έστειλε έναν αγγελιαφόρο στις γραμμές των Σπαρτιατών και είπε τα εξής:
«Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, όλοι εδώ γύρω σας θεωρούν γενναίους άνδρες και σας θαυμάζουν, γιατί δεν υποχωρείτε ποτέ στη μάχη και δεν εγκαταλείπετε ποτέ τη θέση σας· μένετε ακλόνητοι, λένε, μέχρι να πέσει κι ο τελευταίος είτε από τον εχθρικό στρατό είτε από σας. Από αυτά όμως τίποτα δεν είναι αλήθεια. Σας είδαμε να τρέχετε εδώ κι εκεί και να εγκαταλείπετε τη θέση σας πριν αρχίσει η μάχη ή ανταλλάξουμε έστω ένα χτύπημα· αφήνετε την πιο επικίνδυνη θέση στους Αθηναίους, ενώ εσείς προσπαθείτε να χτυπηθείτε με τους σκλάβους μας. Αυτή η συμπεριφορά δεν ταιριάζει καθόλου σε γενναίους άνδρες· πράγματι, φαίνεται ότι κάναμε λάθος σχετικά με σας.
Με βάση τη φήμη σας, μάλιστα, περιμέναμε ότι θα μας στέλνατε και μια πρόκληση, για να είστε σίγουροι ότι θα αναμετρηθείτε με τους Πέρσες πολεμιστές και κανέναν άλλο. Θα την είχαμε αποδεχτεί πρόθυμα, αν την είχατε στείλει· αλλά δεν το κάνατε. Αντίθετα, σας βλέπουμε να πασχίζετε να μας αποφύγετε. Τέλος πάντων, αφού εσείς δεν έχετε το θάρρος, σας προκαλούμε εμείς. Γιατί να μην χτυπηθεί ίσος αριθμός ανδρών από τις δύο πλευρές, εσείς ως οι πιο γενναίοι της Ελλάδας κι εμείς ως οι πιο γενναίοι της Ασίας;
Αν, πάλι, θέλουν να πολεμήσουν και οι υπόλοιποι, ας το κάνουν αφού έχουμε τελειώσει εμείς μεταξύ μας· αλλιώς, ας λύσουμε το θέμα μεταξύ μας κι ας θεωρήσουμε ότι οι νικητές αντιπροσώπευαν όλο το στράτευμά τους».
Όταν παρέδωσε την πρόκληση, ο αγγελιαφόρος περίμενε λίγο· αφού, όμως, δεν έπαιρνε απάντηση, γύρισε στον Μαρδόνιο και του είπε τι είχε συμβεί. Ο Μαρδόνιος ενθουσιάστηκε και υπερήφανος γι' αυτή τη νίκη διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί. Οι Πέρσες ιππείς, οπλισμένοι με τόξα -δεν ήταν εύκολος αντίπαλος- προκάλεσαν σοβαρές απώλειες, χτυπώντας παράλληλα ολόκληρη την Ελληνική παράταξη και με τα βέλη και τα ακόντιά τους· αυτή τη φορά έφραξαν τη Γαργαφία πηγή με χώμα, απ' όπου έπαιρναν νερό όλοι οι Έλληνες στρατιώτες. Για την ακρίβεια, μόνο οι Σπαρτιάτες βρίσκονταν κοντά στην πηγή, ενώ ο υπόλοιπος στρατός ήταν παραταγμένος σε μεγαλύτερη απόσταση, παράλληλα με τις όχθες του Ασωπού.
Ωστόσο, ήταν υποχρεωμένοι να παίρνουν κι αυτοί νερό από την πηγή, γιατί το εχθρικό ιππικό, με τα τοξεύματά του, τους εμπόδιζε να πλησιάσουν στο ποτάμι. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, με τους άνδρες τους να παρενοχλούνται διαρκώς από το εχθρικό ιππικό και στερημένοι από νερό, οι στρατηγοί των διαφόρων ελληνικών σωμάτων πήγαν όλοι μαζί στον Παυσανία στη δεξιά πτέρυγα της παράταξης. Η έλλειψη νερού, μολονότι αρκετά σοβαρό θέμα, δεν ήταν το μόνο που έπρεπε να συζητηθεί, αφού, στο μεταξύ, είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα κι οι υπηρέτες που είχαν σταλεί να φέρουν προμήθειες από την Πελοπόννησο είχαν αποκλειστεί από ίλες του Περσικού ιππικού και δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο στρατόπεδο.
Στη διάρκεια της συζήτησης οι στρατηγοί αποφάσισαν ότι, αν οι Πέρσες άφηναν τη μέρα να περάσει χωρίς να επιτεθούν, ο στρατός θα αποσυρόταν στο νησί. Η περιοχή αυτή βρίσκεται μπροστά στις Πλαταιές και απέχει δέκα στάδια από τον Ασωπό και την πηγή Γαργαφία, όπου και είχαν στρατοπεδεύσει. Η περιοχή αυτή είναι ένα νησί στην ξηρά· υπάρχει ένα ποτάμι που χωρίζεται σε δύο ρείθρα κοντά στην πηγή του, στον Κιθαιρώνα· στην πεδιάδα, τα δυο ρείθρα έχουν άνοιγμα περίπου τρία στάδια πριν ενωθούν ξανά πιο χαμηλά. Το όνομα της περιοχής είναι Ωερόη και είναι γνωστή στην περιοχή ως κόρη του Ασωπού.
Δύο ήταν οι λόγοι που τους οδήγησαν να επιλέξουν το νησί για να παραταχτούν. Κατ' αρχάς, θα είχαν άφθονο νερό και, δεύτερον, το εχθρικό ιππικό δεν θα ήταν πια σε θέση να τους παρενοχλεί μια και δεν θα ήταν αντιμέτωποι. Το σχέδιο ήταν να μετακινηθούν στη διάρκεια της νύχτας, στη δεύτερη φυλακή μετά τα μεσάνυχτα, για να μην τους αντιληφθεί ο εχθρός, και ν' αποφύγουν έτσι αψιμαχίες με το ιππικό του στην πορεία τους. Συμφώνησαν, επίσης, ότι, μόλις έφταναν στο νησί, στο σημείο όπου η Ασωπίδα Ωερόη χωρίζεται καθώς πηγάζει από τον Κιθαιρώνα, θα έστελναν, πάντα στη διάρκεια της νύχτας, το μισό στράτευμα στις πλαγιές του Κιθαιρώνα, για να βοηθήσει τις φάλαγγες με τα εφόδια που είχαν αποκλειστεί εκεί.
Αφού πήραν αυτές τις αποφάσεις, εξακολούθησαν όλη την υπόλοιπη μέρα, χωρίς διακοπή, να υπομένουν παρενοχλήσεις από το ιππικό· γύρω στο απόγευμα, οι επιθέσεις αραίωσαν κι όταν σκοτείνιασε, την ώρα που είχε συμφωνηθεί να γίνει η μετακίνηση, οι περισσότεροι έφυγαν. Όπως αποδείχτηκε, όμως, δεν σκόπευαν ν' ακολουθήσουν το σχέδιο και να πάνε στο νησί· αντίθετα, μόλις ξεκίνησε η πορεία, έφυγαν με ανακούφιση από το ιππικό και κατευθύνονταν στις Πλαταιές. Εκεί, σταμάτησαν μπροστά στο Ηραίο, που είναι χτισμένο έξω από την πόλη, σε μια απόσταση είκοσι στάδια από τη Γαργαφία.
Όταν έφτασαν εκεί, στρατοπέδευσαν μπροστά από τον ναό, στο Ηραίο. Όταν ο Παυσανίας είδε τα άλλα στρατεύματα να ξεκινούν, διέταξε τους Λακεδαιμονίους να αδειάσουν το στρατόπεδο και να τους ακολουθήσουν, υποθέτοντας ότι αυτοί που είχαν φύγει ήδη κατευθύνονταν για τη θέση που είχαν συμφωνήσει.
ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ
Η νέα θέση που επέλεξε ο Παυσανίας για να παρατάξει τον στρατό του έχει γίνει αντικείμενο έρευνας για τους περισσότερους μελετητές που δυσκολεύονται να κατανοήσουν την σκέψη του. Το πιθανότερο -όπως έχει εκτιμηθεί- είναι ότι ο Σπαρτιάτης αρχιστράτηγος σκόπευε να χρησιμοποιήσει την τακτική της διπλής υπερκέρασης του εχθρικού στρατού, με την οποία ο Μιλτιάδης είχε συντρίψει τους Πέρσες στον Μαραθώνα ένδεκα χρόνια πριν. Μάλλον ήλπιζε ότι το εχθρικό ιππικό θα επιτιθόταν στο Ελληνικό κέντρο που βρισκόταν σε πεδινό έδαφος και έτσι τα δύο Ελληνικά κέρατα -Σπαρτιάτες και Αθηναίοι- θα έβρισκαν την ευκαιρία να το περικυκλώσουν και να το καταστρέψουν.
Αν εξοντωνόταν το εχθρικό ιππικό, που ήταν το μόνο επίφοβο τμήμα του Περσικού στρατού για τους Έλληνες συμμάχους, το πεζικό του Μαρδόνιου δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει την επίθεση των τελευταίων (ούτε οι περίπου 7.000 «Μηδίζοντες» Έλληνες οπλίτες). Ο Παυσανίας και ο Μαρδόνιος κράτησαν τα στρατεύματα τους αδρανή, περιμένοντας ο ένας την επίθεση του άλλου. Την όγδοη ημέρα μετά από την μετατόπιση των δύο στρατών στη δεύτερη θέση τους, ο Μαρδόνιος, ύστερα από εισήγηση του Θηβαίου Τιμαγενίδα, έστειλε το ιππικό του να αποκλείσει την διάβαση του Κιθαιρώνα από όπου οι Έλληνες ανεφοδιάζονταν.
Οι Ασιάτες ιππείς συνάντησαν μία πομπή 500 ζώων που μετέφεραν τρόφιμα και άλλα εφόδια για τους Έλληνες πολεμιστές, την οποία εξολόθρευσαν. Μετά από αυτό, οι ιππείς του εχθρού διενεργούσαν επιθέσεις επί δύο ημέρες ενάντια στο ελληνικό στράτευμα, περιορίζοντας το στις θέσεις του. Το αποτέλεσμα ήταν οι Έλληνες να μην έχουν στην διάθεση τους πλέον το νερό του Ασωπού. Την ενδέκατη ημέρα μετά από τη νέα στρατοπέδευση, ο Μαρδόνιος συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο, στο οποίο ο Πέρσης αρχιστράτηγος διαφώνησε έντονα με τον Αρτάβαζο.
Ο Μαρδόνιος επέμενε στην επίθεση του στρατού εναντίον των Ελλήνων ενώ ο Αρτάβαζος θεωρούσε ότι το στράτευμα έπρεπε να υποχωρήσει στην Θήβα προκειμένου να εξασφαλίσει την τροφοδοσία του και να αμυνθεί καλύτερα. Ο Αρτάβαζος θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να δοθεί μάχη έτσι ώστε να υπάρχει χρόνος για να εξαγοράσουν οι Πέρσες όσους μπορούσαν περισσότερους υψηλά ιστάμενους των Ελληνικών πόλεων. Ο Μαρδόνιος επειγόταν να δώσει μάχη λόγω του προβλήματος ανεφοδιασμού του πολυάριθμου στρατού του, επειδή το δυτικό Αιγαίο ελεγχόταν πλέον από τον Ελληνικό στόλο.
Είναι προφανές ο Μαρδόνιος φοβόταν ότι αργά ή γρήγορα οι Ελληνικές ναυτικές δυνάμεις θα περνούσαν στην επίθεση προκειμένου να εκδιώξουν τελείως από το Αιγαίο τον περσικό στόλο ο οποίος ναυλοχούσε στην Σάμο. Μια νίκη των Ελλήνων εκεί, θα προκαλούσε τη γενική εξέγερση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Θράκης. Την επανάσταση αυτών θα ακολουθούσαν σε λίγο οι Θράκες, οι Μακεδόνες, οι Θεσσαλοί και οι Βοιωτοί. Σε αυτήν την περίπτωση ο Περσικός στρατός θα απομονωνόταν στην Ελλάδα όπου θα εξολωθρευόταν. Για αυτούς τους λόγους, ο Μαρδόνιος παρέκαμψε τις αντιρρήσεις του Αρταβάζου και των υποστηρικτών του και την επόμενη ημέρα διέταξε γενική επίθεση του ιππικού του εναντίον του Ελληνικού στρατού.
Το Περσικό ιππικό κατάφερε να απωθήσει τους Έλληνες από τον χώρο της Γαργαφίας από την οποία προμηθεύονταν νερό πολλοί από αυτούς και να αχρηστεύσει την κρήνη. Οι Έλληνες είχαν ήδη χάσει την επαφή με τον Ασωπό ενώ ο ανεφοδιασμός τους ήταν προβληματικός μετά την καταστροφή της εφοδιοπομπής στο πέρασμα των Δρυός Κεφαλών. Υπό το φάσμα της δίψας και της πείνας του Ελληνικού στρατού, συγκλήθηκε έκτακτο πολεμικό συμβούλιο από τον Παυσανία. Οι Έλληνες στρατηγοί αποφάσισαν την μετακίνηση του στρατού στην περιοχή των Πλαταιών κατά την διάρκεια της νύκτας, σε θέσεις όπου θα εξασφαλιζόταν το νερό, ο ανεφοδιασμός και η προστασία των ανδρών.
Οι Έλληνες πολεμιστές είχαν καταπονηθεί από το συνεχές σφυροκόπημα του Περσικού ιππικού, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αναστάτωση στις μονάδες τους και αυτές να μετακινηθούν προς τη νέα (τρίτη) θέση χωρίς οργάνωση και τάξη. Αυτή η σύγχυση επέφερε τη διασκόρπιση των Ελληνικών σωμάτων και την κατάληψη θέσεων που δεν ήταν αυτές οι οποίες είχαν αποφασιστεί στο στρατιωτικό συμβούλιο. Τα Ελληνικά σώματα του κέντρου του μετώπου μάχης (Μεγαρείς, Κορίνθιοι, Φλειάσιοι κ.α.), ήταν αυτά που είχαν υποφέρει περισσότερο από τις επιθέσεις του περσικού ιππικού. Οι άνδρες τους περιπλανήθηκαν και εντέλει εγκαταστάθηκαν στο Ηραίον, κοντά στα τείχη των Πλαταιών.
Οι Αθηναίοι άρχισαν να κινούνται προς τα βόρεια, αντίθετα από την κατεύθυνση την οποία ακολούθησαν οι μετακινούμενοι Σπαρτιάτες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι ήταν ενοχλημένοι από τους τελευταίους επειδή «άλλα σκέπτονταν και άλλα έλεγαν». Αυτή η συμπεριφορά των Σπαρτιατών δεν έχει να κάνει με έλλειψη εμπιστοσύνης ή εκτίμησης στους Αθηναίους αλλά με την μόνιμη τάση των πρώτων προς την μυστικοπάθεια και την απόκρυψη όσο γινόταν περισσότερων πληροφοριών γύρω από την τακτική που ακολουθούσαν, ακόμη και αν αυτοί από τους οποίους γινόταν η απόκρυψη ήταν οι Έλληνες συμπολεμιστές τους.
Οι Αθηναίοι, απηυδησμένοι μάλλον από τη γενική έλλειψη συντονισμού, πήραν τη γενναία απόφαση να κινηθούν προς τον Ασωπό, προς το πεδινό έδαφος της Παρασωπίας. Φαίνεται ότι ήθελαν να πολεμήσουν μόνοι τους τον εχθρό, τον οποίο γνώριζαν καλά από τη νίκη τους στον Μαραθώνα, και να πετύχουν νέο θρίαμβο.Οι Σπαρτιάτες φέρθηκαν πιο συνετά και ακολούθησαν την αντίθετη πορεία, προς τα νότια, εγκαθιστάμενοι τελικά στους πρόποδες του Κιθαιρώνα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Αμομφάρετος, διοικητής ενός από τους σπαρτιατικούς λόχους, του Πιτανάτου, αρνήθηκε αρχικά να υποχωρήσει μπροστά στον εχθρό αλλά όταν ο υπόλοιπος στρατός της Σπάρτης τον εγκατέλειψε, ακολούθησε με τον λόχο του την αναδίπλωση στη νέα προστατευμένη θέση.
Το εν λόγω «επεισόδιο του Αμομφάρετου», παρά το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες ανώτεροι διοικητές είχαν τάση προς ανάληψη πρωτοβουλιών ανεξάρτητων από τις αποφάσεις του αρχιστράτηγου τους, δεν φαίνεται να συνέβη στην πραγματικότητα. Πρόκειται μάλλον για μια ιστορία που προσπαθεί να εξηγήσει την αργοπορημένη υποχώρηση του Πιτανάτου λόχου. Το πιθανότερο είναι ότι ο Πιτανάτης λειτούργησε ως οπισθοφυλακή η οποία κάλυψε την Σπαρτιατική μετακίνηση στην τρίτη θέση. Επιπλέον, ο λόχος του Αμομφάρετου φαίνεται ότι είχε την ακόμη σημαντικότερη αποστολή να παρασύρει τον Μαρδόνιο σε επίθεση εναντίον των Σπαρτιατών.
Ο Πέρσης αρχιστράτηγος, βλέποντας έναν λόχο να είναι αποκομμένος από τον υπόλοιπο Σπαρτιατικό στρατό, θα πίστεψε ότι ο τελευταίος βρισκόταν γενικά σε κατάσταση σύγχυσης και αταξίας. Ανάλογη τακτική είχαν χρησιμοποιήσει οι Σπαρτιάτες και στην μάχη των Θερμοπυλών, όταν προσποιήθηκαν υποχώρηση μπροστά στους Ασιάτες προκειμένου αυτοί να παρασυρθούν σε άτακτη επίθεση. Τότε οι άνδρες του Λεωνίδα σταμάτησαν αιφνίδια, ανασυντάχθηκαν και επιτέθηκαν στους ασύντακτους βαρβάρους κατατροπώνοντας τους. Οι Έλληνες ολοκλήρωναν την κατάληψη των νέων θέσεων τους όταν ανέτειλε ο ήλιος. Τότε το Περσικό ιππικό διάβηκε πάλι τον Ασωπό για να διενεργήσει τις καθημερινές επιθέσεις του στο Ελληνικό στράτευμα.
Οι Πέρσες διαπίστωσαν ότι οι Έλληνες είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους και είδαν μόνο τον αργοπορημένο λόχο του Αμομφάρετου να κινείται αργά προς τους πρόποδες του Κιθαιρώνα. Οι Ασιάτες ιππείς ενημέρωσαν τον Μαρδόνιο για την μετακίνηση των Ελλήνων και την καθυστέρηση της σύμπτυξης των Σπαρτιατών. Όπως αναφέραμε, ο Πέρσης αρχιστράτηγος επιδίωκε να δώσει μάχη. Όταν είδε την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε, δεν δίστασε να διατάξει γενική επίθεση. Δεν είχε άδικο στην απόφαση του. Το Ελληνικό στράτευμα είχε διασπαστεί σε τρία αποκομμένα τμήματα, ενώ ο Σπαρτιατικός στρατός -το εκλεκτότερο Ελληνικό σώμα- δεν είχε ακόμη συμπτυχθεί στο σύνολο του σε έδαφος προστατευμένο από το ιππικό.
Ο Μαρδόνιος προφανώς θεώρησε ότι θα ήταν πολύ δύσκολο για τους Σπαρτιάτες να ανασυνταχθούν και να αμυνθούν ή να αντεπιτεθούν όταν θα δέχονταν την επίθεση του περσικού στρατού. Ωστόσο, δεν υπολόγισε την ικανότητα τους να πετυχαίνουν αυτά που οι Ασιάτες θεωρούσαν αδύνατα στον τομέα των ελιγμών. Αναφέραμε προηγουμένως τη σύνθεση που είχαν τα τρία τμήματα του στρατού του Μαρδόνιου, δηλαδή οι δύο πτέρυγες και το κέντρο του. Ο Πέρσης έστειλε αυτά τα τρία τμήματα ενάντια στα αντίστοιχα τρία των Ελλήνων, ακολουθώντας τον αρχικό σχεδιασμό του.
Επειδή ο Ηρόδοτος αναφέρει Μήδους να αντιμετωπίζουν τους Σπαρτιάτες μαζί με τους Πέρσες, φαίνεται ότι απέσπασε το Μηδικό σώμα του κέντρου της παράταξης του και το προσκόλλησε στην αριστερή πτέρυγα του, προκειμένου να την ενισχύσει περαιτέρω απέναντι στους αήττητους πολεμιστές της Σπάρτης. Πιθανώς να έστρεψε εναντίον τους ολόκληρο το κέντρο του, δηλαδή και τους Σάκες, τους Βακτρίους και τους Ινδούς. Οι Σπαρτιάτες πλαισιώνονταν από τους Λακεδαιμόνιους περιοίκους και τους Τεγεάτες.
Ενδεχομένως ο Μαρδόνιος σκέφτηκε ότι αν το εκλεκτότερο σώμα του στρατού του, οι Πέρσες και οι Μήδοι, νικούσαν τους επίλεκτους του Ελληνικού στρατού, τους Σπαρτιάτες, θα εξασφάλιζε τη νίκη και στις άλλες δύο επιμέρους συγκρούσεις. Αν αυτή ήταν η σκέψη του, μάλλον είχε ξεχάσει τον Μαραθώνα και τους Αθηναίους. Εντούτοις η απόφαση του φαίνεται συνετή, επειδή οι Σπαρτιάτες ήταν πράγματι οι ισχυρότεροι στρατιώτες της Ελλάδας και εκείνη την στιγμή είχαν δώσει την (ψευδή) εντύπωση ότι υποχωρούσαν ανοργάνωτα. Λόγω της διάσπασης των δύο στρατών σε τρία τμήματα, η μάχη των Πλαταιών αφορούσε στην ουσία τρεις ξεχωριστές συρράξεις που έγιναν σε αρκετή απόσταση μεταξύ τους.
Οι πολεμιστές του Μαρδόνιου πέρασαν τον Ασωπό και άρχισαν να κινούνται εναντίον των αντιπάλων τους. Το Περσικό ιππικό άρχισε να καταδιώκει τον Πιτανάτη λόχο, ο οποίος μόλις που πρόλαβε να ενωθεί με τον υπόλοιπο σπαρτιατικό στρατό πριν δεχθεί την επίθεση του. Τότε ο Παυσανίας ζήτησε την βοήθεια των Αθηναίων, στοιχείο που μάλλον καταδεικνύει ότι ο στρατός του δεν είχε καταφέρει ακόμη να φτάσει σε έδαφος ακατάλληλο για το ιππικό και είχε βρεθεί σε δύσκολη θέση απέναντι στους Ασιάτες ιππείς. Εντούτοις, κατάφερε να τους αποκρούσει και να φτάσει τελικά σε προφυλαγμένες θέσεις.
Αυτό συνάγεται πάλι από τον Ηρόδοτο, ο οποίος παρουσιάζει αιφνίδια στην διήγηση του το Περσικό πεζικό να επιτίθεται αντί του ιππικού, αντικαθιστώντας έτσι το δεύτερο στην επίθεση. Ο Πλούταρχος, ο οποίος ήταν εντόπιος Βοιωτός και επομένως θα είχε ακριβείς πληροφορίες αλλά και προσωπικές γνώσεις σχετικά με την μάχη των Πλαταιών, αναφέρει ότι η σύρραξη ανάμεσα σε Πέρσες και Σπαρτιάτες έγινε στις υπώρειες του Κιθαιρώνα, δηλαδή σε έδαφος όπου δεν μπορούσε να δράσει ιππικό. Αυτό σημαίνει ότι οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να αποκρούσουν κατά την υποχώρηση τους τις επιθέσεις των Ασιατών ιππέων και ίσως ο λόχος του Αμομφάρετου να σήκωσε το βάρος αυτής της απόκρουσης.
Οι Αθηναίοι βρίσκονταν πίσω από τα υψώματα της Ράχης του Ασωπού, σε σημείο όπου δεν γίνονταν αντιληπτοί από το Περσικό ιππικό, για αυτόν τον λόγο το τελευταίο τους άφησε ανενόχλητους. Ο Μαρδόνιος κινήθηκε γοργά με το πεζικό της αριστερής πτέρυγας του, ενδεχομένως και το κέντρο της παράταξης του, εναντίον των Σπαρτιατών για να μην προλάβουν αυτοί να καταλάβουν υψηλότερες θέσεις στις πλαγιές του Κιθαιρώνα. Οι βάρβαροι εφόρμησαν ενάντια στους Έλληνες αλαλάζοντας, πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα τους πτοήσουν και θα κάμψουν το ηθικό τους. Οι Ιρανοί πολεμιστές ήταν κυρίως τοξότες χωρίς θωράκιση (ούτε καν κράνος) και με μόνη προστασία μια μεγάλη αλλά αδύναμη ασπίδα από πλεγμένη λυγαριά.
Σε περίπτωση αγχέμαχης σύρραξης, δεν θα είχαν καμία τύχη απέναντι στους χαλκένδυτους Σπαρτιάτες και Τεγεάτες οπλίτες. Όταν οι Πέρσες πλησίασαν τους Σπαρτιάτες σε απόσταση βολής, σταμάτησαν την καταδίωξη και στερέωσαν στη γη τις ξύλινες ασπίδες τους. Έτσι σχημάτισαν ένα προστατευτικό παραπέτασμα, πίσω από το οποίο άρχισαν να τοξοβολούν στέλνοντας σύννεφα από βέλη στους Σπαρτιάτες κατά την προσφιλή τους τακτική. Όμως, δεν μπορούσαν να καταφέρουν πολλά απέναντι στις μεγάλες επιφάνειες των οπλιτικών ασπίδων. Όταν ένας Έλληνας οπλίτης δεχόταν τοξεύματα, γονάτιζε και καλυπτόταν πίσω από την ασπίδα του.
Η μεγάλη επιφάνεια της ήταν αρκετή για να καλύψει ολόκληρο το σώμα του ενώ ο ορείχαλκος της παρείχε ικανή προστασία απέναντι στα ασιατικά βέλη. Οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτες ελάχιστα βλάφθηκαν από τα τοξεύματα. Ωστόσο, ο Παυσανίας δεν έδινε διαταγή για αντεπίθεση τους. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Σπαρτιάτης αντιβασιλέας περίμενε μέχρι να πετύχει ευνοϊκούς οιωνούς προκειμένου να διατάξει αντεπίθεση. Όπως είδαμε στην σχετική ενότητα, οι έμπειροι και ικανοί Έλληνες στρατηγοί έδιναν μικρή σημασία στους οιωνούς. Στην πραγματικότητα τους ερμήνευαν όπως ήθελαν προκειμένου να δικαιολογήσουν αποφάσεις τους, οι οποίες δεν ήταν εύκολα κατανοητές από τους στρατιώτες και τους συστρατηγούς τους.
Ενδεχομένως ο Παυσανίας να καθυστερούσε σκόπιμα την Σπαρτιατική εξόρμηση ώστε να δώσει χρόνο στον Μαρδόνιο να σωρεύσει πίσω από το τείχος των Περσικών ασπίδων όλες τις μονάδες του πεζικού του οι οποίες λόγω των μεγάλων αριθμών τους, συνέχιζαν να πλησιάζουν για να λάβουν θέση μάχης. Η συσσώρευση τόσο μεγάλου πλήθους ανδρών σε αυτόν τον χώρο θα δυσκόλευε προφανώς την φυγή τους όταν θα δέχονταν την επίθεση από τους χαλκένδυτους οπλίτες και θα έδινε περισσότερη «τροφή» στις Σπαρτιατικές λόγχες και λεπίδες.
Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Ο Μαρδόνιος αποφάσισε να επιτεθεί όταν έμαθε για την υποχώρηση των Ελλήνων. Καθώς οι Σπαρτιάτες αντιμετώπιζαν προβλήματα, λόγω της επίθεσης του Περσικού ιππικού, ο Παυσανίας έστειλε ιππέα για να ζητήσει τη βοήθεια των Αθηναίων. Οι Πέρσες άρχισαν να ρίχνουν βέλη κατά των Ελλήνων, αλλά ο Παυσανίας αρνήθηκε να επιτεθεί, λέγοντας ότι δεν είχε λάβει καλούς οιωνούς. Παρ' ολ' αυτά, οι Τεγεάτες επιτέθηκαν, κάτι που έκανε αργότερα και ο Παυσανίας, αφού έλαβε τελικά καλούς οιωνούς. Οι Πέρσες έκαναν φράγμα με τις ασπίδες τους - για να αμυνθούν χρησιμοποιούσαν μεγάλη ασπίδα και κοντή λόγχη, ενώ οι Έλληνες φορούσαν πανοπλία απ' ορείχαλκο, έχοντας μπρούτζινη ασπίδα και μακρύ δόρυ, όπως και στον Μαραθώνα.
Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά οι Έλληνες συνέχιζαν να σπάνε τις περσικές γραμμές. Οι Πέρσες προσπαθούσαν απεγνωσμένα να σπάσουν τα δόρατα των Ελλήνων, μόνο που οι τελευταίοι μπορούσαν να πολεμήσουν και με τα ξίφη τους. Ο Μαρδόνιος βρισκόταν στο πεδίο της μάχης, περικυκλωμένος από τους χίλιους σωματοφύλακες του, αλλά ο Αείμνηστος από τη Σπάρτη τον πέτυχε στο κεφάλι (ίσως με πέτρα) και τον σκότωσε. Τότε οι Πέρσες άρχισαν να υποχωρούν, ενώ η σωματοφυλακή του Μαρδόνιου εκμηδενίστηκε.
Ο Αιγινήτης Λάμπωνας, βλέποντας τον Μαρδόνιο να πέφτει νεκρός και ενθυμούμενος ότι ο Ξέρξης αποκεφάλισε το πτώμα του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, είπε στον Παυσανία: "Ιδού η ευκαιρία να εκδικηθείς για τον αποκεφαλισμό του Λεωνίδα." Εννοώντας να αποκεφαλίσει το πτώμα του Μαρδόνιου. Ο Παυσανίας απάντησε: "Λάμπωνα αυτές τις πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες." Αρκετοί Πέρσες σώθηκαν (περίπου 40.000 άνδρες), καθώς βρίσκονταν υπό τη διοίκηση του Αρτάβαζου, ο οποίος αρνήθηκε να επιτεθεί στους Έλληνες - όταν ξεκίνησε η πανωλεθρία των Περσών οδήγησε τον στρατό του στη Θεσσαλία.
Στην άλλη πλευρά του πεδίου της μάχης, οι Αθηναίοι νίκησαν τους Θηβαίους, οι οποίοι κατά τον Ηρόδοτο ήταν οι μόνοι από τους Έλληνες συμμάχους των Περσών που πολέμησαν με πείσμα. Οι Θηβαίοι, για να μην υποστούν περισσότερες απώλειες, πήραν διαφορετικό δρόμο απ' ότι οι Πέρσες. Οι Έλληνες επιτέθηκαν στο στρατόπεδο των Περσών και τους έσφαξαν. Κατά τον Ηρόδοτο, 43.000 Πέρσες κατάφεραν να επιζήσουν (οι 40.000 του Αρτάβαζου συν 3.000 που γλίτωσαν απ' τη σφαγή), ενώ στη μάχη σκοτώθηκαν 257.000 άνδρες, 159 από τους οποίους ήταν Έλληνες (Σπαρτιάτες, Τεγεάτες και Αθηναίοι).
Ο Πλούταρχος γράφει ότι σκοτώθηκαν 1.360 Έλληνες, με τον Έφορο και τον Διόδωρο να δηλώνουν ότι στη μάχη σκοτώθηκαν δέκα χιλιάδες Έλληνες. Μετά απ' αυτά, ο Μαρδόνιος έδωσε τη διαταγή να ξεκινήσουν. Οι άνδρες του διέσχισαν τον Ασωπό κι ακολούθησαν με ταχύτητα τα ίχνη των ελληνικών δυνάμεων, υποθέτοντας πως είχαν τραπεί σε άτακτη φυγή. Στην πραγματικότητα, μόνο τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες καταδίωκε ο Μαρδόνιος, γιατί τους Αθηναίους, που είχαν ακολουθήσει το δρόμο μέσα από τα χαμηλότερα εδάφη, τους κάλυπταν οι ενδιάμεσοι λόφοι και τα βουνά.
Όταν οι άλλες βαρβαρικές μονάδες είδαν ότι οι Πέρσες άρχισαν την καταδίωξη των Ελλήνων, διέταξαν αμέσως να υψώσουν τις σημαίες κι όλοι οι άνδρες μπήκαν στο κυνήγι με όση ταχύτητα μπορούσαν να τρέξουν, κάτω από τις διαταγές των στρατηγών τους. Όρμησαν μπροστά χωρίς την παραμικρή μέριμνα να διατηρήσουν τις γραμμές τους, φωνάζοντας κι αλαλάζοντας, σίγουροι ότι θα κατατρόπωναν τους φυγάδες.
Ο Παυσανίας, όταν δέχτηκε επίθεση από το εχθρικό ιππικό, έστειλε έναν ιππέα στους Αθηναίους καλώντας τους σε βοήθεια: «Άνδρες της Αθήνας», έλεγε το μήνυμα, «η επίθεση έχει εξαπολυθεί τώρα εναντίον μας -σε μια μάχη που θα κρίνει την ελευθερία ή την υποδούλωση της Ελλάδας· οι φίλοι μας όμως, έφυγαν χτες βράδυ από το πεδίο της μάχης, προδίδοντας και τους δυο μας. Τώρα, το καθήκον μας είναι ολοφάνερο. Πρέπει να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας και να προστατευτούμε μεταξύ μας όσο καλύτερα μπορούμε.
Αν είχατε δεχτεί εσείς πρώτοι την επίθεση του ιππικού, θα είμαστε υποχρεωμένοι να έρθουμε να σας βοηθήσουμε, μαζί με τους Τεγεάτες, που είναι, όπως εμείς, αφοσιωμένοι στον Ελληνικό σκοπό. Αφού όμως, όλο το ιππικό έχει έρθει εναντίον μας, είναι καθήκον σας να βοηθήσετε αυτούς που δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση. Αν αντιμετωπίζετε οποιοδήποτε πρόβλημα που σας εμποδίζει να ανταποκριθείτε στην έκκληση μας, στείλτε μας τουλάχιστον τους τοξότες σας και θα σας είμαστε ευγνώμονες. Αναγνωρίζουμε ότι σε όλη τη διάρκεια αυτού του πολέμου κανείς δεν μπόρεσε να συναγωνιστεί την ανδρεία σας· δε θα αρνηθείτε, λοιπόν, να μας βοηθήσετε».
Μόλις έλαβαν αυτό το μήνυμα, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν αμέσως να ενισχύσουν τους Σπαρτιάτες, ανυπομονώντας να τους βοηθήσουν με όποιον τρόπο μπορούσαν λίγο μετά, όμως, δέχτηκαν επίθεση από τους Έλληνες, που υπηρετούσαν κάτω από τις διαταγές του Μαρδόνιου, που παρατάχτηκαν απέναντι τους. Η επίθεση ήταν σκληρή και δεν τους άφησε τα περιθώρια να πραγματοποιήσουν τον σκοπό τους· έτσι, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτες, οι πρώτοι μαζί με τους ψιλούς ήταν πενήντα χιλιάδες και οι Τεγεάτες ήταν τρεις χιλιάδες (αυτοί ποτέ δεν εγκατέλειπαν τους Λακεδαιμόνιους), έκαναν τις θυσίες σαν να επρόκειτο να συμπλακούν με το Μαρδόνιο και το στράτευμά του.
Οι οιωνοί δεν ήταν ευνοϊκοί· στο μεταξύ, αρκετοί από τους άνδρες τους είχαν σκοτωθεί κι είχαν πολλούς τραυματίες, γιατί οι Πέρσες είχαν κάνει φράκτη με τις πλεκτές ασπίδες τους και, προστατευμένοι πίσω απ' αυτό, πετούσαν τόσα βέλη ώστε τα τμήματα των Σπαρτιατών ήταν σε πολύ δύσκολη θέση· αυτό, μαζί με τους αρνητικούς οιωνούς, έκανε τον Παυσανία να στρέψει το βλέμμα στο Ηραίο στις Πλαταιές, και να καλέσει τη θεά σε βοήθεια, παρακαλώντας τη να μην επιτρέψει να στερηθούν οι Έλληνες την ελπίδα της νίκης. Προτού προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση του, οι Τεγεάτες όρμησαν μπροστά περνώντας στην επίθεση και, την αμέσως επόμενη στιγμή, οι οιωνοί υποσχέθηκαν επιτυχία.
Τότε, οι Σπαρτιάτες κινήθηκαν κι αυτοί ενάντια στους Πέρσες, και οι Πέρσες εναντίον τους και έριχναν τα τόξα. Η πρώτη συμπλοκή έγινε μπροστά στο φράγμα με τις ασπίδες· έπειτα, όταν έπεσε αυτό, ακολούθησε μια σκληρή και παρατεταμένη μάχη, κυριολεκτικά σώμα με σώμα, κοντά στο Δημήτριο (ναό της Δήμητρας), αφού οι βάρβαροι μπορούσαν κι έπιαναν τα δόρατα και τα έσπαγαν σε ανδρεία και θάρρος ήταν ίσοι με τους αντιπάλους τους, αλλά μειονεκτούσαν σε όπλα, ήταν ανεκπαίδευτοι και πολύ κατώτεροι σε ικανότητες. Άλλοτε ένας ένας κι άλλοτε σε ομάδες δέκα ανδρών -και άλλοτε περισσότεροι άλλοτε λιγότεροι- έπεφταν πάνω στις γραμμές των Σπαρτιατών κι αποδεκατίζονταν.
Ο Μαρδόνιος μπήκε προσωπικά στη μάχη, ιππεύοντας το άσπρο του άλογο και περικυκλωμένος από τους χίλιους επίλεκτους Πέρσες. Όσο ζούσε ο Μαρδόνιος, οι άνδρες συνέχισαν να αντιστέκονται και να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους, σκοτώνοντας πολλούς Λακεδαιμονίους· μόλις όμως σκοτώθηκε ο διοικητής τους, μαζί με την προσωπική του φρουρά, που ήταν πολύ γενναία, οι υπόλοιποι υποχώρησαν μπροστά στους Λακεδαιμονίους και τράπηκαν σε φυγή. Ο κυριότερος λόγος των απωλειών τους ήταν η έλλειψη πανοπλίας, όταν βρέθηκαν να πολεμούν χωρίς αυτήν ενάντια σε οπλίτες.
Έτσι εκπληρώθηκε ο χρησμός κι ο Μαρδόνιος έδωσε ικανοποίηση στους Σπαρτιάτες για τον θάνατο του Λεωνίδα· μ' αυτό τον τρόπο, ο Παυσανίας, γιος του Κλεόμβροτου και εγγονός του Αναξανδρίδη, κέρδισε την πιο λαμπρή νίκη που έχει γραφτεί στην ιστορία. Τα ονόματα των απωτέρων προγόνων του είναι τα ίδια με των προγόνων του Λεωνίδα, που ανέφερα σε προηγούμενο σημείο του έργου μου. Ο Μαρδόνιος φονεύτηκε από τον Αρίμνηστο , άνδρα φημισμένο στη Σπάρτη, ο οποίος, λίγο μετά τα Μηδικά, βρήκε τον θάνατο, στη Στενύκλαρο, μαζί με τους τριακόσιους άνδρες που είχε στις διαταγές του, πολεμώντας ενάντια στους Μεσσηνίους.
Στις Πλαταιές, μόλις έσπασε η άμυνα των Περσών από τους Λακεδαιμονίους, οι στρατιώτες τράπηκαν σε άτακτη φυγή και κατέφυγαν στο ξύλινο τείχος που είχαν χτίσει σε Θηβαϊκό έδαφος. Θεωρώ πραγματικό θαύμα το γεγονός ότι, μολονότι η μάχη δόθηκε πολύ κοντά στο άλσος της Δήμητρας, ούτε ένας Πέρσης στρατιώτης δεν βρέθηκε νεκρός πάνω σε ιερό έδαφος κι ούτε πάτησε μέσα, απ' ό,τι φαίνεται, ενώ έξω από τον ναό και το ιερό έδαφος βρίσκονταν τόσοι νεκροί. Η γνώμη μας είναι -αν μπορεί κανείς να έχει γνώμη σχετικά με τέτοια μυστήρια- ότι η ίδια η θεά τους εμπόδισε να μπουν, επειδή είχαν κάψει το ιερό ανάκτορο στην Ελευσίνα.
Η ΕΚΑΤΟΜΒΗ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ
Οι Τεγεάτες εφόρμησαν πρώτοι εναντίον των Περσών και των Μήδων, παρασύροντας και τους Σπαρτιάτες. Οι Ιρανοί πολεμιστές προσπάθησαν μάταια να τους σταματήσουν στο τείχος των ξύλινων ασπίδων τους. Οι Έλληνες το διέσπασαν με τον ανώτερο εξοπλισμό τους και η μάχη μετατράπηκε σε γενική σφαγή των αντιπάλων τους. Οι Πέρσες αντιστάθηκαν γενναία στην τελική σύρραξη η οποία έγινε γύρω από το Ιερό της Δήμητρος κοντά στην θέση Αργιόπιον. Ο Πλούταρχος αναφέρει ειδικότερα ότι αυτή έγινε κοντά στον ναό της Ελευσίνιας Δήμητρος, στις υπώρειες του Κιθαιρώνα, δηλαδή σε έδαφος σαφώς ακατάλληλο για τους Πέρσες ιππείς.
Επομένως οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να βοηθήσουν τους πεζούς συμπολεμιστές τους που εξοντώνονταν μαζικά από τους Σπαρτιάτες και τους Τεγεάτες, έχοντας χάσει και την υποτυπώδη προστασία τους από τις ξύλινες ασπίδες. Οι Σπαρτιάτες διέσπασαν και το σώμα των χιλίων επίλεκτων πολεμιστών του Μαρδόνιου. Όταν ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος σκότωσε τον Πέρση αρχιστράτηγο, οι πολεμιστές του εγκατέλειψαν κάθε προσπάθεια αντίστασης και άρχισαν να τρέχουν προς τον Ασωπό. Όσοι επέζησαν από τη νέα σφαγή που ακολούθησε, πέρασαν τον ποταμό και βρήκαν καταφύγιο στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο τους στον Σκώλο.
Όπως γνωρίζουμε, ο Παυσανίας κάλεσε τους Αθηναίους να τον βοηθήσουν έναντι του Περσικού ιππικού. Αυτοί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Σπαρτιάτη στρατηγού, αλλάζοντας πορεία. Έτσι, όμως, έχασαν την κάλυψη τους από τη Ράχη του Ασωπού και αποκαλύφθηκαν στα εχθρικά τμήματα. Μπροστά τους βρέθηκαν οι Έλληνες σύμμαχοι του Μαρδόνιου. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι αυτοί προσποιήθηκαν ότι δείλιασαν, προφανώς για να μην πολεμήσουν τους ομοεθνείς τους, με την εξαίρεση των Θηβαίων. Οι τελευταίοι επιτέθηκαν με σφοδρότητα στους 8.600 Αθηναίους και Πλαταιείς οπλίτες, και τους πολέμησαν γενναία.
Όπως γνωρίζουμε, ο Παυσανίας κάλεσε τους Αθηναίους να τον βοηθήσουν έναντι του Περσικού ιππικού. Αυτοί ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του Σπαρτιάτη στρατηγού, αλλάζοντας πορεία. Έτσι, όμως, έχασαν την κάλυψη τους από τη Ράχη του Ασωπού και αποκαλύφθηκαν στα εχθρικά τμήματα. Μπροστά τους βρέθηκαν οι Έλληνες σύμμαχοι του Μαρδόνιου. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι αυτοί προσποιήθηκαν ότι δείλιασαν, προφανώς για να μην πολεμήσουν τους ομοεθνείς τους, με την εξαίρεση των Θηβαίων. Οι τελευταίοι επιτέθηκαν με σφοδρότητα στους 8.600 Αθηναίους και Πλαταιείς οπλίτες, και τους πολέμησαν γενναία.
Αυτό το γεγονός δεν προκαλεί έκπληξη. Οι Θηβαίοι δεν ενδιαφέρονταν να βοηθήσουν τους Πέρσες αλλά να νικήσουν τους προαιώνιους εχθρούς τους, τους Αθηναίους. Οι Θηβαίοι ηττήθηκαν αφήνοντας 300 νεκρούς στο πεδίο και υποχώρησαν γρήγορα προς την πόλη τους. Το βοιωτικό ιππικό φαίνεται ότι κάλυψε την υποχώρηση τους και γενικά περιόρισε τις επιθέσεις όλων των Ελλήνων συμμάχων. Οι Σπαρτιάτες διάβηκαν τον Ασωπό καταδιώκοντας τους ηττημένους εχθρούς και έφτασαν στο περσικό στρατόπεδο στον Σκώλο. Δεν μπόρεσαν να το καταλάβουν αμέσως επειδή δεν είχαν ακόμη σημαντική πείρα από πολιορκίες.
Έτσι κάλεσαν τους Αθηναίους οι οποίοι φημίζονταν ως ικανοί στις τειχομαχίες. Πράγματι, οι γενναίοι Αθηναίοι κατάφεραν να γκρεμίσουν ένα μέρος του τείχους του στρατοπέδου, μετά από σκληρό αγώνα τειχομαχίας με τους υπερασπιστές του. Από το ρήγμα που δημιουργήθηκε στο τείχος εισήλθαν πρώτοι οι Τεγεάτες, ακολουθούμενοι από Σπαρτιάτες και Αθηναίους. Οι Ασιάτες του στρατοπέδου σφαγιάστηκαν μέχρι ενός από τους Έλληνες. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Έλληνες του κέντρου της παράταξης (Μεγαρείς, Φλειάσιοι, Κορίνθιοι και πολλοί άλλοι), που είχαν λάβει θέσεις μπροστά στην πόλη των Πλαταιών, δεν συμμετείχαν στην τελική σύγκρουση.
Εξάλλου ο Αρτάβαζος, διοικητής του Περσικού κέντρου που θα τους αντιμετώπιζε, προτίμησε να μην εμπλακεί σε μάχη. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι οι Έλληνες του κέντρου πολέμησαν στην τελική σύρραξη, έστω και περιορισμένα. Αλλά ακόμη και αν δεν πολέμησαν σε αυτήν, είναι λάθος να θεωρείται ότι δεν έχουν κάποιο μερίδιο στη νίκη. Όπως είδαμε, αυτές οι μονάδες πλήρωσαν σημαντικό φόρο αίματος στην δεύτερη θέση του Ελληνικού στρατού, όταν ήταν οι μόνες που βρίσκονταν σε πεδινό έδαφος και που δέχτηκαν το αφόρητο σφυροκόπημα του Περσικού ιππικού.
Μετά την ήττα των δύο πτερύγων του στρατού του Μαρδόνιου, οι Έλληνες του κέντρου κινήθηκαν για να βοηθήσουν στην καταδίωξη των εχθρών. Τότε ένα αποκομμένο τμήμα τους δέχτηκε την επίθεση του Θηβαϊκού ιππικού, το οποίο σκότωσε 600 από αυτούς. Το Περσικό σώμα του Αρτάβαζου ενώθηκε με μερικούς επιζώντες της πτέρυγας του Μαρδόνιου και υποχώρησε προς την Φωκίδα. Από εκεί επέστρεψε στην Ασία διαβαίνοντας τις πρώην υποτελείς στους Πέρσες χώρες, οι οποίες ήταν πλέον εχθρικές για αυτούς. Το υπόλειμμα της περσικής στρατιάς δέχθηκε επιθέσεις και είχε επιπλέον απώλειες. Ιδιαίτερα ισχυρό ήταν το κτύπημα που δέχθηκε στον ποταμό Στρυμώνα από τον Μακεδονικό στρατό.
Οι Έλληνες είχαν συνολικά λίγες απώλειες (περί τους 1.000 - 1.500 άνδρες κατά το πιθανότερο) ενώ οι Ασιάτες μετρούσαν με βεβαιότητα πολλές δεκάδες χιλιάδες νεκρών, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν ο Μαρδόνιος και ο Μασίστιος. Ένδεκα ημέρες μετά την μάχη οι Έλληνες σύμμαχοι άρχισαν να πολιορκούν την Θήβα. Μετά από 20 ημέρες οι Θηβαίοι παρέδωσαν τους αρχηγούς της φιλοπερσικής παράταξης τους, η οποία οδήγησε την πόλη στον «Μηδισμό». Αυτοί μεταφέρθηκαν στον Ισθμό όπου εκτελέστηκαν, ανάμεσα τους και ο Τιμαγενίδας. Η πιο σοβαρή συνέπεια για την Θήβα ήταν η διάλυση του Βοιωτικού Κοινού, μια εξέλιξη που φαίνεται ότι μεθοδεύτηκε από την Αθήνα η οποία μπορούσε πλέον να επεμβαίνει απερίσπαστη στη Βοιωτία.
Οι Έλληνες είχαν συνολικά λίγες απώλειες (περί τους 1.000 - 1.500 άνδρες κατά το πιθανότερο) ενώ οι Ασιάτες μετρούσαν με βεβαιότητα πολλές δεκάδες χιλιάδες νεκρών, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονταν ο Μαρδόνιος και ο Μασίστιος. Ένδεκα ημέρες μετά την μάχη οι Έλληνες σύμμαχοι άρχισαν να πολιορκούν την Θήβα. Μετά από 20 ημέρες οι Θηβαίοι παρέδωσαν τους αρχηγούς της φιλοπερσικής παράταξης τους, η οποία οδήγησε την πόλη στον «Μηδισμό». Αυτοί μεταφέρθηκαν στον Ισθμό όπου εκτελέστηκαν, ανάμεσα τους και ο Τιμαγενίδας. Η πιο σοβαρή συνέπεια για την Θήβα ήταν η διάλυση του Βοιωτικού Κοινού, μια εξέλιξη που φαίνεται ότι μεθοδεύτηκε από την Αθήνα η οποία μπορούσε πλέον να επεμβαίνει απερίσπαστη στη Βοιωτία.
ΟΙ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Όταν, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες αρχίζουν την αμοιβαία αλλαγή θέσεων, ο Μαρδόνιος την αντιλαμβάνεται αμέσως και διατάσσει αντίστοιχη αλλαγή της παρατάξεώς του, για να εξουδετερώσει την κίνηση των Ελλήνων .Μόλις οι Αθηναίοι διαπίστωσαν το αντίμετρο του Μαρδονίου, επανήλθαν στην αρχική τους διάταξη και το ίδιο έκαναν και οι Πέρσες, ώστε τελικά δεν έγινε καμιά αλλαγή. Η διήγηση αυτή δεν είναι πειστική. Λόγοι ασφαλείας δεν επέτρεπαν να γίνουν οι αλλαγές αυτές κάτω από τα μάτια του εχθρού, που αντί να μιμηθεί τον αντίπαλό του, θα έβρισκε ευκαιρία να πραγματοποιήσει την γενική επίθεση που είχε αποφασίσει.
Από τις διηγήσεις αυτές του Ηροδότου συνάγεται η θετική πληροφορία ότι ο Μαρδόνιος ανυπομονούσε περισσότερο από τους Έλληνες να γίνει η μάχη, γιατί πιεζόταν από την έλλειψη τροφίμων και εφοδίων. Άλλος λόγος, που τον ωθούσε πιθανόν στη μάχη, ήταν ότι, ενώ δεν εξαρτούσε τον ανεφοδιασμό του από τον Περσικό στόλο, αντιλαμβανόταν οπωσδήποτε τις συνέπειες που θα είχε για τον στρατό του μια Ελληνική ναυτική νίκη στην Ιωνία και μια επανάσταση των Μικρασιατών Ελλήνων. Γι’ αυτό ίσως βιαζόταν να υποτάξει τους Έλληνες, προτού μια νίκη του Ελληνικού στόλου απομονώσει τον στρατό του στην Ελλάδα.
Ασφαλώς ο Μαρδόνιος περίμενε για ένα διάστημα (12 ημέρες κατά τον Ηρόδοτο, ίσως και μεγαλύτερο, σύμφωνα με μερικούς νεώτερους ιστορικούς), με την ελπίδα ότι ο Παυσανίας θα έκανε το λάθος να επιτεθεί στην πεδιάδα βορείως του Ασωπού, όπου το Περσικό ιππικό θα εξασφάλιζε την περσική υπεροχή. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι ο Μαρδόνιος ανέβαλε την επίθεση, επειδή περίμενε να εκδηλωθεί φιλοπερσική συνωμοσία στις τάξεις του Αθηναϊκού στρατού. Την 12η ημέρα ο Μαρδόνιος διέταξε το ιππικό του να επιχειρήσει γενική έφοδο στις Ελληνικές γραμμές. Ήδη από την ενάτη ημέρα τους σφυροκοπούσε σε διάφορα σημεία, αλλά αυτή τη φορά η επίθεση ήταν γενική. Η επίθεση κατέληξε σε επιτυχία των Περσών.
Οι Πέρσες ιππείς έφτασαν ως την κρήνη Γαργαφία, που βρισκόταν στη δεξιά πτέρυγα των Ελλήνων, κοντά στις θέσεις των Σπαρτιατών. Από αυτή υδρευόταν μεγάλο μέρος των Ελλήνων, γιατί το Περσικό ιππικό εμπόδιζε τους Έλληνες να παίρνουν νερό από τον Ασωπό. Με τον αποκλεισμό τους από τον Ασωπό και την Γαργαφία και με την καταστροφή της εφοδιοπομπής στη διάβαση των Δρυός Κεφαλών οι Έλληνες κινδύνευαν να μείνουν χωρίς τρόφιμα και νερό. Έπρεπε λοιπόν ή να επιτεθούν αμέσως σε έδαφος ευνοϊκό για το περσικό ιππικό-οπότε ο Μαρδόνιος θα είχε επιτύχει τον σκοπό του-ή να υποχωρήσουν σε νέες θέσεις πιο προφυλαγμένες, κοντά σε πηγές, και παραλλήλως να επιχειρήσουν ανάκτηση του ελέγχου των διαβάσεων του Κιθαιρώνος.
Ένα πολεμικό συμβούλιο, που συνεδρίασε αμέσως μετά την απώλεια της Γαργαφίας, απεφάσισε την υποχώρηση προς την κατεύθυνση των Πλαταιών μέσα στην επόμενη νύκτα, εφόσον οι Πέρσες δεν συνέχιζαν την γενική επίθεση του ιππικού τους και δεν προχωρούσαν σε επίθεση του πεζικού ως το βράδυ. Η θέση που διάλεξαν οι Έλληνες ονομαζόταν Νήσος, γιατί περιλαμβανόταν ανάμεσα σε δυο παραποτάμους της Ωερόης, παραποτάμου του Ασωπού. Κατά τον Ηρόδοτο, η Νήσος απείχε 10 στάδια από τον Ασωπό και την Γαργαφία. Η τοποθεσία αυτή έχει ταυτισθεί σήμερα με πολύ μεγάλη πιθανότητα. Η ταύτισή της όμως έχει το μειονέκτημα ότι δύσκολα θα μπορούσε να περιλάβει ολόκληρο τον Ελληνικό στρατό.
Δεν αποκλείεται ότι τούτο οφείλεται και πάλι σε ασάφεια του Ηροδότου και ότι το σχέδιο προέβλεπε μια επέκταση του μετώπου έξω από τη Νήσο, που άλλωστε, σύμφωνα με όσα γράφει ο ιστορικός, θα χρησίμευε ως αφετηρία για την επιχείρηση αποκαταστάσεως του ελέγχου των διαβάσεων του Κιθαιρώνος. Αλλά δεν έχει πρακτική σημασία ποιο ήταν το αρχικό σχέδιο, αφού δεν εφαρμόστηκε, γιατί τελικά οι κινήσεις των διαφόρων ελληνικών τμημάτων εκτελέστηκαν με αταξία. Ο Ηρόδοτος αφήνει καθαρά να εννοηθεί ότι παρεξηγήσεις και καχυποψίες ανάμεσα στους Έλληνες οδήγησαν σε κάποια έλλειψη συνοχής και συγχρονισμού των κινήσεων των Ελληνικών τμημάτων.
Έχουν ισχυρισθεί μάλιστα ότι η μετακίνηση αυτή σήμαινε φυγή, αλλά καμιά απόδειξη ή ένδειξη δεν δικαιολογεί αυτή την άποψη. Φαίνεται πιθανότερο ότι τα Ελληνικά τμήματα ενήργησαν τελείως αυτόνομα την υποχώρηση και ότι κινήθηκαν μεμονωμένα κάπως, χωρίς να εκτελέσουν πιστά τις οδηγίες του αρχιστράτηγου. Μέσα σε αρκετή σύγχυση κάθε Ελληνικό τμήμα κατέλαβε μια νέα θέση, που δεν ήταν εκείνη που είχε ορίσει η διαταγή του αρχηγού, είτε γιατί το τμήμα περιπλανήθηκε μέσα στην νύχτα, είτε γιατί δεν εκτέλεσε πιστά την διαταγή, είτε γιατί δεν συντονίστηκε με τις κινήσεις των πλαϊνών τμημάτων. Έτσι το μέτωπο έχασε την συνοχή του.
Τα στρατεύματα του κέντρου της παρατάξεως, τα πιο καταπονημένα από τις επιθέσεις του Περσικού ιππικού, άφησαν τις θέσεις τους την νύχτα και περιπλανήθηκαν ως τα τείχη των Πλαταιών, κοντά στον ναό της Ήρας, όπου εγκαταστάθηκαν. Η υποχώρηση των Αθηναίων θέτει επίσης προβλήματα: την άρχισαν μόνο, αφού βεβαιώθηκαν ότι οι Σπαρτιάτες, τους οποίους κατηγορούσαν, όπως λέει ο Ηρόδοτος, «άλλα σκέπτονταν και άλλα έλεγαν», είχαν αφήσει τις θέσεις τους. Αλλά οι Σπαρτιάτες κινήθηκαν με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, σύμφωνα με την Αθηναϊκή παράδοση, πράγμα που είχε ως συνέπεια μια μεγαλύτερη Αθηναϊκή καθυστέρηση.
Έτσι οι Αθηναίοι ξεκίνησαν αργά, περιπλανήθηκαν την νύχτα και δεν κατέλαβαν την προκαθορισμένη θέση τους στην Νήσο. Ο ιστορικός Kirsten, ερμηνεύοντας κατά λέξη τον Ηρόδοτο, υποστηρίζει ότι οι Αθηναίοι κινήθηκαν προς τα εμπρός, προχώρησαν δηλαδή προς τα βόρεια, στην πεδιάδα του Ασωπού, αντίθετα προς την κατεύθυνση της υποχωρήσεως, είτε γιατί θεωρούσαν ταπεινωτική την υποχώρηση, είτε γιατί πίστευαν ότι οι νικητές του Μαραθώνα ήταν σε θέση να νικήσουν μόνοι τους, τους Πέρσες. Ορθά όμως έχει παρατηρηθεί ότι η πείρα των τελευταίων ημερών θα είχε πείσει τους Αθηναίους ότι ένα τέτοιο εγχείρημα δεν ήταν εύκολο.
Η πεδιάδα που διάλεξαν οι Αθηναίοι, για να μετακινηθούν, ήταν η πεδινή έκταση που μεσολαβούσε ανάμεσα στον λόφο του Πύργου και στην Νήσο. Η πορεία αυτή ήταν η συντομότερη και η πιο ασφαλής, εφόσον πραγματοποιήθηκε νύχτα. Ο Ηρόδοτος παραθέτει μια ιστορία, για να εξηγήσει την καθυστέρηση των Σπαρτιατών. Ένας ανώτερος Σπαρτιάτης αξιωματικός, διοικητής του Πιτανάτη λόχου, ο Αμομφάρετος, αρνήθηκε να υποχωρήσει με το τμήμα του, γιατί θεώρησε αντίθετη προς την σπαρτιατική τιμή την υποχώρηση εμπρός στον εχθρό. Ο Παυσανίας και ο Ευρυάναξ δεν κατόρθωσαν να τον πείσουν να ξεκινήσει.
Στο τέλος αποφάσισαν να προχωρήσουν αφήνοντάς τον πίσω, με την ελπίδα ότι μένοντας μόνος θα τους ακολουθούσε, πράγμα που έγινε τελικά. Αλλά έτσι καθυστέρησαν πολλές ώρες. Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν αδιανόητη την ανυπακοή του Αμομφάρετου στις διαταγές των αρχηγών του. Άλλωστε, αν πραγματικά πίστευε ο Αμομφάρετος ότι η Σπαρτιατική τιμή απαγόρευε την υποχώρηση, δεν θα υποχωρούσε τελικά, αλλά θα πολεμούσε μόνος σαν τον Λεωνίδα. Ας σημειωθεί επίσης ότι ο Θουκυδίδης αρνείται την ύπαρξη του Πισανάτη λόχου. Δεν αποκλείεται, όμως, η καθυστέρηση των Αθηναίων και των Σπαρτιατών να οφειλόταν σε άλλη αιτία.
Ίσως, δηλαδή, όταν διαπιστώθηκε ότι τμήματα του Ελληνικού κέντρου δεν κατέλαβαν την θέση που προέβλεπε το αρχικό σχέδιο, έγινε συμβούλιο Αθηναίων και Σπαρτιατών αρχηγών για νέες αποφάσεις. Ίσως μάλιστα αποφασίστηκε να παραταχθούν οι Αθηναίοι στα αριστερά των Σπαρτιατών, αγνοώντας το κέντρο. Στην περίπτωση αυτή η συνένωση των Αθηναίων και των Σπαρτιατών δεν θα είχε πραγματοποιηθεί, όταν άρχισε η επίθεση. Αλλά υπάρχει και άλλη μία εξήγηση, περισσότερο πιθανή. Η υποχώρηση των Σπαρτιατών δεν καθυστέρησε, αλλά εκτελέστηκε αργά, σύμφωνα με το σχέδιο. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί, γιατί ο λόχος του Αμομφάρετου δεν είχε συμπληρώσει την σύμπτυξή του το πρωί.
Η αργοπορία αυτή λοιπόν απέβλεπε στο να παρασύρει τους Πέρσες σε επίθεση. Και αν αυτός ήταν ο σκοπός του Παυσανία, τότε η επιτυχία του ήταν μεγάλη, γιατί οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα και άρχισαν την επίθεση. Όπως και αν έχει το πράγμα, το κύριο σπαρτιατικό σώμα κατέλαβε μέσα στο σκοτάδι τις υπώρειες του Κιθαιρώνος, ενώ ελαφρά τμήματα καθάρισαν τον δρόμο ανεφοδιασμού και πέτυχαν έτσι έναν από τους κύριους αντικειμενικούς σκοπούς της επιχειρήσεως. Αλλά το Ελληνικό μέτωπο δεν φαίνεται να παρουσίαζε συνοχή. Η μάχη των Πλαταιών έγινε στις 4 Βοηδρομιώνος του 479 π.Χ., 13 ημέρες μετά την κατάληψη της δεύτερης θέσης από τους Έλληνες.
Με την ανατολή του ηλίου οι Πέρσες ιππείς, που πέρασαν ξανά τον Ασωπό, για να συνεχίσουν τις επιθέσεις της προηγουμένης ημέρας, διαπίστωσαν ότι οι Έλληνες είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους. Μόνο ο καθυστερημένος λόχος του Αμομφάρετου διακρινόταν να υποχωρεί αργά μέσα στην πεδιάδα προς τις πλαγιές το Κιθαιρώνος. Ο Μαρδόνιος έμαθε από τους ιππείς του την ελληνική υποχώρηση. Καθώς ήταν ήδη αποφασισμένος να δώσει την αποφασιστική μάχη, θέλησε να εκμεταλλευθεί την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε. Η απόφασή του φαίνεται συνετή, η Ελληνική παράταξη είχε διαιρεθεί σε τρία τμήματα.
Οι Σπαρτιάτες υποχωρούσαν ακόμη και θα είχαν ασφαλώς κάποια δυσκολία να περάσουν από την υποχώρηση στην άμυνα ή στην επίθεση. Δεν υποπτεύθηκε πάντως ο Μαρδόνιος την δυνατότητα παγίδας και οπωσδήποτε φαίνεται ότι παρασύρθηκε σε θέση όχι τόσο κατάλληλη για το ιππικό του. Οι Πέρσες λοιπόν και οι «Μηδίζοντες» Έλληνες εφόρμησαν εναντίον των τριών αυτών τμημάτων χωριστά. Τρεις συμπλοκές η μια αρκετά μακριά από την άλλη, αλλά με κάποια αλληλοεξάρτηση, αποτέλεσαν την μάχη των Πλαταιών. Στην πρώτη, στην μάχη δηλαδή που συνήψαν οι Σπαρτιάτες με τους Πέρσες κρίθηκε η τύχη της μάχης, αλλά και της αρχαίας Ελλάδας.
Η κύρια συμπλοκή ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους Πέρσες άρχισε με την επίθεση του Περσικού ιππικού εναντίον του λόχου του Αμομφάρετου που, πιθανότατα ως τμήμα προκαλύψεως, υποχωρούσε προς τις πλαγιές του Κιθαιρώνος. Όταν εκδηλώθηκε η επίθεση του Περσικού ιππικού, το κύριο σώμα των Σπαρτιατών είχε φτάσει κοντά στον Μολοέντα, παραπόταμο του Ασωπού, στην τοποθεσία Αργιόπιο, όπου υπήρχε ιερό της Ελευσινίας Δήμητρος, σε απόσταση 10 σταδίων (1800 - 1900 μ.) από την αφετηρία τους. Κατά τον Ηρόδοτο, μόλις το σώμα του Αμομφάρετου ενώθηκε με το κύριο Σπαρτιατικό σώμα, άρχισε αμέσως η επίθεση ολοκλήρου του εχθρικού ιππικού.
Ο Παυσανίας, φαίνεται, βρέθηκε σε δύσκολη θέση (ίσως γιατί δεν είχε κατορθώσει ακόμη να καταλάβει τις ορεινές θέσεις που προέβλεπε το σχέδιό του) και ζήτησε βοήθεια από τους Αθηναίους. Αλλά οι Αθηναίοι δεν μπόρεσαν να τον ενισχύσουν, γιατί, ενώ όδευαν προς την κατεύθυνση των Σπαρτιατών, δέχτηκαν επίθεση των Θηβαίων. Εδώ βρίσκεται ίσως ένα μικρό κενό στην διήγηση του Ηροδότου. Οι Σπαρτιάτες κατόρθωσαν να υποχωρήσουν σε έδαφος προφυλαγμένο από τις επιθέσεις του ιππικού. Έτσι τις επιθέσεις του Περσικού ιππικού διαδέχτηκαν τώρα οι επιθέσεις του Περσικού πεζικού. Ο Μαρδόνιος, επικεφαλής του Περσικού πεζικού της αριστερής πτέρυγας του, επιτέθηκε εναντίον των Σπαρτιατών.
Πιθανότατα διέταξε και το κέντρο του να επιτεθεί όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Έπρεπε να εξαναγκάσει τους Σπαρτιάτες να δώσουν μάχη, πριν καταλάβουν στις υπώρειες του Κιθαιρώνος θέσεις ακατάλληλες για την επίθεση του Περσικού πεζικού. Ασφαλώς οι ιππείς του δεν είχαν αντιληφθεί τους Αθηναίους, που προχωρούσαν σε πεδινό έδαφος, γιατί τους έκρυβε η Ράχη του Ασωπού. Γι’ αυτό δεν δόθηκε διαταγή για επίθεση εναντίον τους. Είναι φανερό ότι ο Μαρδόνιος πίστευε ότι θα κέρδιζε τη μάχη, αν τα καλύτερά του στρατεύματα νικούσαν τα καλύτερα στρατεύματα των Ελλήνων, αν δηλαδή ο Πέρσες νικούσαν τους Σπαρτιάτες.
Στην πραγματικότητα έγινε ακριβώς το αντίθετο, έχασε τη μάχη, γιατί το καλύτερο τμήμα του νικήθηκε από τον καλύτερο στρατό των Ελλήνων, τους Σπαρτιάτες. Όταν οι αρχηγοί των άλλων εχθρικών τμημάτων είδαν τους Πέρσες να καταδιώκουν τους Έλληνες, έδωσαν διαταγή επιθέσεως. Τα τμήματα αυτά όρμησαν τρέχοντας με μεγάλη βοή, νομίζοντας ότι θα καταβάλουν με έφοδο τους Έλληνες. Η κίνηση όμως προς τα εμπρός γινόταν με απερίγραπτη αταξία. Το Περσικό πεζικό αποτελούσαν τοξότες, που είχαν ως μόνο αμυντικό όπλο μεγάλες ξύλινες ασπίδες από πλέγμα λυγαριάς, ήταν δηλαδή ουσιαστικά άοπλοι μπροστά στους σιδηρόφρακτους οπλίτες της Σπάρτης.
Όταν πλησίασαν τους Σπαρτιάτες στην κοιλάδα του Μολόεντα, κοντά στο ναό της Δήμητρας, σταμάτησαν, στερέωσαν στο έδαφος τις ασπίδες τους, δημιουργώντας έτσι προστατευτικό τείχος, και κάλυψαν τους Σπαρτιάτες με νέφος από βέλη. Για ένα διάστημα οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες υπέμεναν με καρτερία τον καταιγισμό προφυλαγμένοι απ’ τις ασπίδες τους. Ο Ηρόδοτος αποδίδει την αδράνειά τους στους κακούς οιωνούς των θυσιών. Μόνο όταν ο Παυσανίας πέτυχε ευνοϊκούς οιωνούς, αφού προσευχήθηκε στρεφόμενος προς την κατεύθυνση του Ηραίου των Πλαταιών, έδωσε, λέγει, την διαταγή της εξορμήσεως.
Δεν αποκλείεται να προφασίστηκε τους κακούς οιωνούς και δεν διέταξε αμέσως επίθεση, για να αφήσει χρόνο στους Πέρσες να ρίξουν στη μάχη όλο το πεζικό τους, ώστε να δυσκολευτούν στην υποχώρηση και η σπαρτιατική νίκη να είναι ολοκληρωτική. Τότε πρώτοι οι Τεγεάτες, που είχαν θέση αριστερά των Σπαρτιατών, όρμησαν εναντίον των Περσών και των Μήδων και παρέσυραν στην επίθεση ολόκληρη την Σπαρτιατική φάλαγγα. Η πρώτη μάχη έγινε στο τείχος των ασπίδων. Όταν το διέσπασαν, η σύγκρουση συνεχίστηκε γύρω από το ιερό της Δήμητρας, κοντά στην θέση Αργιόπιον. Οι Πέρσες και οι Μήδοι αγωνίστηκαν με γενναιότητα. Αλλά, καθώς είχαν μείνει χωρίς ασπίδες, στάθηκαν ανίσχυροι να αντιταχθούν στο Δωρικό δόρυ.
Η συμπλοκή μεταβλήθηκε γρήγορα σε σφαγή και ,όταν ο Σπαρτιάτης Αρίμνηστος σκότωσε τον Μαρδόνιο, που μαχόταν στο μέσον 1000 εκλεκτών πολεμιστών του, οι Πέρσες και οι Μήδοι εγκατέλειψαν τον αγώνα, ξαναπέρασαν καταδιωκόμενοι τον Ασωπό και κατέφυγαν (τουλάχιστον ένα μέρος τους) στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο. Το μεγάλο πρόβλημα της σύγκρουσης Σπαρτιατών - Περσών είναι η απουσία του Περσικού ιππικού. Σχετικά έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις. Η πιο πιθανή είναι ότι, όπως μαρτυρεί ο Βοιωτός Πλούταρχος στον Βίο του Αριστείδη, η κρίσιμη φάση της μάχης έγινε κοντά στον ναό της Ελευσινίας Δήμητρος, στις υπώρειες του Κιθαιρώνος, σε έδαφος ακατάλληλο για το ιππικό.
Οι Αθηναίοι, που έως την επίθεση κατά των Σπαρτιατών δεν αντιμετώπιζαν καμία επίθεση, καθώς βάδιζαν κρυμμένοι πίσω από τα υψώματα της Ράχης του Ασωπού, αναγκάστηκαν μετά την αίτηση βοηθείας από την Παυσανία να αλλάξουν πορεία και έτσι αποκάλυψαν την θέση τους στον εχθρό. Οι «Μηδίζοντες» Έλληνες βρέθηκαν έτσι απέναντι στους Αθηναίους. Ενώ, όμως, λέγει ο Ηρόδοτος, όλοι οι άλλοι έδειξαν θεληματικά δειλία και δεν πολέμησαν, οι Θηβαίοι επιτέθηκαν εναντίον των Αθηναίων και πολέμησαν γενναία. Στην συμπλοκή που ακολούθησε οι Αθηναίοι νίκησαν τους Θηβαίους, που είχαν σ’ αυτή την συμπλοκή 300 νεκρούς.
Οι Θηβαίοι αποσύρθηκαν βιαστικά στην Θήβα. Κατά τον Έφορο, οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς και οι Θεσπιείς καταδίωξαν τους Θηβαίους ως την πόλη τους, τους νίκησαν για δεύτερη φορά και τους ανάγκασαν να κλειστούν στα τείχη. Μέσα στην γενική φυγή μόνο το ιππικό, και ιδιαίτερα το Βοιωτικό, που ήταν ανέπαφο, γιατί δεν είχε πολεμήσει ως εκείνη την στιγμή, προσπαθούσε να υποστηρίξει τους φυγάδες και να εμποδίσει, όσο μπορούσε, τις Ελληνικές επιθέσεις. Οι Έλληνες, όμως, συνέχισαν την καταδίωξη και την σφαγή των ανδρών του Ξέρξη. Κατά τον Ηρόδοτο, τόσο οι Ελληνικές δυνάμεις όσο και οι εχθρικές που καταλάμβαναν το κέντρο των δύο παρατάξεων, δεν πολέμησαν στην κρίσιμη φάση της μάχης.
Η διήγησή του δεν είναι πειστική. Ήδη στην αρχαιότητα ο Πλούταρχος αμφισβήτησε αυτή την εκδοχή: «Είναι άξιο απορίας, γράφει, πώς ο Ηρόδοτος λέει ότι μόνο οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες και οι Τεγεάτες πολέμησαν με τους εχθρούς». Το αντίθετο μαρτυρεί το πλήθος των νεκρών και το γεγονός ότι όλοι μαζί οι Έλληνες ίδρυσαν τον βωμό στον Δία Ελευθέριο. Αλλά όσες αμφιβολίες και αν δημιουργεί η εκδοχή του Ηροδότου είναι η μοναδική πηγή: Κατά τον Ηρόδοτο, λοιπόν, οι Έλληνες που είχαν παραταχθεί κοντά στο Ηραίον, εμπρός από την πόλη των Πλαταιών, δεν επιτέθηκαν εναντίον του εχθρού, αλλά ούτε δέχθηκαν επίθεση. Από την αφήγησή του μάλιστα δεν φαίνεται να υπήρχε εχθρικός στρατός -η δύναμη του Αρταβάζου- απέναντί τους.
Ο στρατός αυτός, αν ήταν παρατεταγμένος απέναντι στο Ελληνικό κέντρο, πρέπει να μην τόλμησε να επιτεθεί, γιατί οι Ελληνικές θέσεις ήταν ιδιαίτερα ισχυρές (εκτός πια αν είχε χάσει ο Αρτάβαζος κάθε επαφή με τους Έλληνες του κέντρου). Η υπόθεση αυτή συμφωνεί με την μαρτυρία του Ηροδότου, που παρουσιάζει τον Αρτάβαζο να παρακολουθεί τον αγώνα ως θεατής και να διατάζει, μετά τον θάνατο του Μαρδονίου, γρήγορη υποχώρηση προς την Φωκίδα. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες του κέντρου, όταν διαπίστωσαν την νίκη των Σπαρτιατών, δεν καταδίωξαν τον εχθρό που υποχωρούσε, αλλά χωρίστηκαν σε δύο τμήματα.
Οι Κορίνθιοι και άλλοι Έλληνες(το δεξιό τμήμα του κέντρου) προχώρησαν προς τον ναό της Δήμητρος, κοντά στις υπώρειες και τους λόφους - ασφαλώς για να βοηθήσουν τους Σπαρτιάτες στην καταδίωξη του εχθρού. Δεν είναι γνωστό τι πέτυχαν με την κίνησή τους αυτή. Οι Έλληνες του αριστερού τμήματος του κέντρου(δηλαδή από τους Μεγαρείς ως τους Φλειασίους) ακολούθησαν τον δρόμο της πεδιάδας. Ο Ηρόδοτος δεν προσδιορίζει την κατεύθυνση. Είναι πιθανό ότι βάδισαν προς την κατεύθυνση των Αθηναίων.
Όταν το τμήμα αυτό πλησίασε ασύντακτο τους εχθρούς, έγινε αντιληπτό από το Θηβαϊκό ιππικό, που με αρχηγό τον ίππαρχο Ασωπόδωρο εξόρμησε εναντίον τους, φόνευσε 600 και απώθησε τους υπολοίπους προς τις πλαγιές του Κιθαιρώνος. Στην συμπλοκή αυτή οι Έλληνες είχαν, κατά τον Ηρόδοτο, τις μεγαλύτερες απώλειες. Η μάχη είχε κριθεί. Ο εχθρικός στρατός υποχωρούσε παντού. Ένα τμήμα του κατέφυγε στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο που είχε εγκαταστήσει ο Μαρδόνιος στον Σκώλο, κοντά στην Θήβα, ενώ ένα άλλο τμήμα του, με αρχηγό τον Αρτάβαζο, υποχωρούσε γρήγορα προς την Φωκίδα.
Είναι πολύ πιθανό ότι ένα μεγάλο μέρος του στρατού του Μαρδονίου ενώθηκε με τον Αρτάβαζο και κατόρθωσε να επιστρέψει στην Ασία με πολλές κακουχίες και απώλειες. Ασφαλώς οι Έλληνες δεν καταδίωξαν τον στρατό αυτό, γιατί δεν διέθεταν ιππικό και γιατί έπρεπε να τιμωρήσουν τους Θηβαίους. Η τύχη των Περσών που κατέφυγαν στο περιχαρακωμένο στρατόπεδο ήταν ο όλεθρος. Οι Σπαρτιάτες που τους καταδίωξαν ως εκεί δεν μπόρεσαν να τους καταβάλουν αμέσως, γιατί οι Πέρσες τους απέκρουσαν εύκολα απ’ τα τείχη και τους πύργους. Έτσι ζήτησαν την ενίσχυση των Αθηναίων που είχαν την φήμη των ειδικών στις τειχομαχίες. Ο αγώνας υπήρξε σκληρός και παρατεταμένος.
Τέλος, οι Αθηναίοι με την ανδρεία και την επιμονή τους ανέβηκαν στο τείχος και γκρέμισαν ένα τμήμα του. Από το ρήγμα εισόρμησαν οι Έλληνες -πρώτοι οι Τεγεάτες. Ακολούθησε γενική σφαγή των Περσών, που δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση. Δεν είναι δυνατόν από την διήγηση του Ηροδότου να καθορίσουμε με βεβαιότητα την διάρκεια της πολιορκίας του περσικού στρατοπέδου. Το πιθανότερο είναι ότι η επιχείρηση τελείωσε την ίδια μέρα που έγινε η μάχη. Η άποψη μιας πολυήμερης πολιορκίας δεν στηρίζεται πουθενά. Επί 10 περίπου ημέρες οι Έλληνες έθαβαν τους νεκρούς τους. Κατά τον Ηρόδοτο, στη μάχη έπεσαν 91 Σπαρτιάτες οπλίτες, 52 Αθηναίοι και 16 Τεγεάτες.
Πρέπει ασφαλώς να προστεθούν και οι 600 του κέντρου της ελληνικής παρατάξεως. Αλλά ο Πλούταρχος υπολογίζει τους νεκρούς των Ελλήνων συνολικά σε 1360 .Η πληροφορία του Εφόρου ότι οι Έλληνες έθαψαν «τους πεσόντας όντας πλείους των μυρίων» (πάνω από 10.000) δεν φαίνεται πιθανή. Ο ίδιος αναφέρει ότι οι Έλληνες εξόντωσαν περισσότερους από 100.000 Πέρσες, ενώ ο Ηρόδοτος δίνει ακόμα υψηλότερους αριθμούς: από τους 300.000 άνδρες του Μαρδονίου σώθηκαν μόνο 43.000 (40.000 του Αρταβάζου και άλλοι 3.000). Ασφαλώς οι απώλειες των βαρβάρων είναι πάρα πολύ εξογκωμένες και των Ελλήνων αρκετά μειωμένες.
Στην αρχή του δρόμου των Πλαταιών προς τα Μέγαρα ανήγειραν οι Ελληνικές πόλεις τάφους για τους ηρωικούς νεκρούς τους. Ο Ηρόδοτος δίνει αρκετές λεπτομέρειες: οι Σπαρτιάτες έθαψαν σε τρεις τάφους τους νεκρούς τους, πιθανότατα σε έναν τους «ιρένες» (τους Σπαρτιάτες που είχαν ήδη συμπληρώσει την ηλικία των 20 ετών),σε έναν δεύτερο τους περιοίκους (τους άλλους Σπαρτιάτες, γράφει ο Ηρόδοτος) και σε έναν τρίτο τους είλωτες. Οι άλλες πόλεις (Αθήνα, Μέγαρα, Τεγέα και Φλειούς) έθαψαν η καθεμία όλους τους νεκρούς της μαζί σε έναν τάφο.
Ο Ηρόδοτος προσθέτει ότι οι άλλοι Έλληνες που δεν πολέμησαν στις Πλαταιές ανύψωσαν τύμβους που δεν περιείχαν νεκρούς, για να πλαστογραφήσουν την ιστορία, αφού οι μελλοντικές γενιές των Ελλήνων θα έβλεπαν σε αυτούς τους τύμβους αποδείξεις συμμετοχής στην μάχη. Και προσπαθεί να το αποδείξει με την πληροφορία που άκουσε ότι ο τύμβος των Αιγινητών υψώθηκε 10 χρόνια μετά την μάχη. Ίσως να μην είναι ακριβής η πληροφορία και ο ισχυρισμός του Ηροδότου να αποτελεί προσπάθεια περιορισμού της δόξας για τη νίκη μόνο στους Σπαρτιάτες, στους Αθηναίους, στους Τεγεάτες, στους Μεγαρείς και στους Φλειασίους.
Από τα λάφυρα της μάχης προσέφεραν οι Έλληνες, όπως και μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνος, το 1/10 στους Θεούς.
ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΑΧΗ
Παράλληλα με τη μάχη στις Πλαταιές διεξήχθη η μάχη στη Μυκάλη. Ο Ελληνικός στόλος, υπό την ηγεσία του Λεωτυχίδας, έφτασε στη Σάμο για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες. Οι Πέρσες υποχώρησαν στην Ιωνία και ενώθηκαν με 60.000 άνδρες πεζικού στη Μυκάλη. Οι Έλληνες επιτέθηκαν και συνέτριψαν τον Περσικό στόλο και στρατό. Μετά τις δύο αυτές μάχες, η εισβολή των Περσών στην Ελλάδα έληξε - οι Έλληνες ωστόσο πίστευαν ότι ο Ξέρξης θα ξαναεπιτεθεί, αλλά αργότερα κατάλαβαν ότι οι Πέρσες δεν επιθυμούσαν άλλες συγκρούσεις με τους Έλληνες.
Ο Αρτάβαζος μετέφερε τους άνδρες του στο Βυζάντιο. Οι Έλληνες επιτέθηκαν στον Ελλήσποντο για να καταστρέψουν τις περσικές γέφυρες, αλλά όταν έφτασαν εκεί οι γέφυρες είχαν ήδη λυθεί. Οι Πελοποννήσιοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους, αλλά οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στη Θρακική Χερσόνησο. Οι Πέρσες, μαζί με τους συμμάχους τους, υποχώρησαν στη Σηστό, αλλά οι Αθηναίοι την πολιόρκησαν με επιτυχία. Εκεί τελειώνει το έργο του ο Ηρόδοτος. Οι συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών συνεχίστηκαν μέχρι την υπογραφή της Ειρήνης του Καλλία.
Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη ήταν οι τελευταίες της δεύτερης Περσικής εισβολής στην Ελλάδα, αλλά δεν θεωρούνται θρυλικές όπως αυτές στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα - αυτό οφείλεται στην κατάσταση του Ελληνικού στρατού πριν τη μάχη και στις στρατηγικές τους. Οι Πλαταιές και η Μυκάλη έχουν μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς απέδειξαν γι' άλλη μια φορά την υπεροχή του οπλίτη. Οι Πέρσες ξεκίνησαν να προσλαμβάνουν Έλληνες μισθοφόρους, κάτι που περιγράφεται στην «Κύρου Ανάβαση» του Ξενοφώντα.
ΚΑΛΛΙΕΙΟΣ ΕΙΡΗΝΗ
Ιστορικό Πλαίσιο
Η συνθήκη του Καλλία αναφέρεται για πρώτη φορά από τους Αθηναίους ιστορικούς και ρήτορες του 4ου αι. π.Χ., τους οποίους αναπαράγουν με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια οι μεταγενέστεροί τους. Σύμφωνα με αυτές τις μαρτυρίες ο Αρταξέρξης, βασιλιάς των Περσών, μετά τις αλλεπάλληλες ήττες από τον Κίμωνα στην Κύπρο, έστειλε τους σατράπες και επικεφαλής του στρατού του, Αρτάβαζο Α΄ και Μεγάβυζο, στην Αθήνα, ζητώντας τη σύναψη ειρηνευτικής συνθήκης. Μια Αθηναϊκή πρεσβεία στάλθηκε στα Σούσα με επικεφαλής τον Καλλία. Ως προς τη χρονολόγηση της αποστολής και τη σύναψη της συνθήκης δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα στους μελετητές.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι συνήφθη το 450 / 449 π.Χ., άλλοι το 449 / 448 π.Χ. και άλλοι το 424 / 423 π.Χ. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι συμφωνήθηκε αμέσως μετά τη μάχη του Ευρυμέδοντα το 466 π.Χ. και ανανεώθηκε το 464 και το 449 π.Χ. Τέλος, επειδή η συνθήκη δεν αναφέρεται από το Θουκυδίδη και τον Ηρόδοτο, κάποιοι τη θεωρούν επινόηση της αθηναϊκής προπαγάνδας του 4ου αιώνα π.Χ., που ήθελε να την αντιπαραβάλει με τη συνθήκη του 386 π.Χ. μεταξύ Σπαρτιατών και Περσών (Ανταλκίδειος ειρήνη), με την οποία οι Ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας πέρασαν ξανά στα χέρια του Μεγάλου Βασιλέως.
Ο Ηρόδοτος πάντως αναφέρει την αποστολή του Καλλία στα Σούσα, κάτι που δείχνει ότι έγιναν διαβουλεύσεις, χωρίς όμως να προσδιορίζει το σκοπό της. Εξάλλου είναι σαφές ότι ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης επικαλείται ένα υπαρκτό κείμενο όταν δημόσια αντιπαραβάλλει την ειρήνη του Καλλία με τη συνθήκη ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους Πέρσες το 387 / 386 π.Χ. Υπέρ της ύπαρξης της συνθήκης θα μπορούσαν ίσως να χρησιμοποιηθούν οι αναφορές του Θεοπόμπου και του Πλουτάρχου στην ανέγερση βωμού της Ειρήνης στην Αθήνα και σε τιμητικά ψηφίσματα για τον Καλλία.
Ανεξάρτητα λοιπόν από το αν τότε συνήφθη η συνθήκη ή τότε ανανεώθηκε, οι όροι που μας έχουν παραδοθεί φαίνεται να ανήκουν στη συμφωνία του 449 π.Χ. ή να παγιώθηκαν με αυτή, αφού από το σημείο αυτό και εξής ξεκινά μια περίοδος ύφεσης στις σχέσεις Ελλήνων και Περσών. Το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει τη σύναψη της συνθήκης ίσως φανερώνει ότι ήταν βραχύβια και πιθανόν οι όροι της επιβλήθηκαν τελικά μέσω της δράσης του αθηναϊκού ναυτικού. Κάτι τέτοιο εξάλλου διαφαίνεται από την πληροφορία του Πλουτάρχου ότι κάποιοι σατράπες δε συμμορφώθηκαν και οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να εκστρατεύσουν εναντίον τους, όπως στην περίπτωση της Χερρονήσου στην ανατολική Θράκη.
Ο Ηρόδοτος πάντως αναφέρει την αποστολή του Καλλία στα Σούσα, κάτι που δείχνει ότι έγιναν διαβουλεύσεις, χωρίς όμως να προσδιορίζει το σκοπό της. Εξάλλου είναι σαφές ότι ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης επικαλείται ένα υπαρκτό κείμενο όταν δημόσια αντιπαραβάλλει την ειρήνη του Καλλία με τη συνθήκη ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους Πέρσες το 387 / 386 π.Χ. Υπέρ της ύπαρξης της συνθήκης θα μπορούσαν ίσως να χρησιμοποιηθούν οι αναφορές του Θεοπόμπου και του Πλουτάρχου στην ανέγερση βωμού της Ειρήνης στην Αθήνα και σε τιμητικά ψηφίσματα για τον Καλλία.
Ανεξάρτητα λοιπόν από το αν τότε συνήφθη η συνθήκη ή τότε ανανεώθηκε, οι όροι που μας έχουν παραδοθεί φαίνεται να ανήκουν στη συμφωνία του 449 π.Χ. ή να παγιώθηκαν με αυτή, αφού από το σημείο αυτό και εξής ξεκινά μια περίοδος ύφεσης στις σχέσεις Ελλήνων και Περσών. Το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος δεν αναφέρει τη σύναψη της συνθήκης ίσως φανερώνει ότι ήταν βραχύβια και πιθανόν οι όροι της επιβλήθηκαν τελικά μέσω της δράσης του αθηναϊκού ναυτικού. Κάτι τέτοιο εξάλλου διαφαίνεται από την πληροφορία του Πλουτάρχου ότι κάποιοι σατράπες δε συμμορφώθηκαν και οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να εκστρατεύσουν εναντίον τους, όπως στην περίπτωση της Χερρονήσου στην ανατολική Θράκη.
Αυτό φαίνεται να ισχύει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό αν όντως πρόκειται για μια συνθήκη που παραβιάστηκε επανειλημμένως και χρειάστηκε να ανανεωθεί δύο φορές ώσπου να παγιωθεί.
Οι Όροι της Συνθήκης
1) Οι Ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας αποκτούν την αυτονομία τους.
Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές οι Αθηναίοι εξασφάλισαν την αυτονομία, όχι όμως και το αφορολόγητο των πόλεων. Είτε καθόρισαν απλώς το ποσό του φόρου προς το βασιλιά, εμποδίζοντας αυθαίρετες απαιτήσεις από μέρους του, είτε άρχισαν να καρπώνονται οι ίδιοι τους φόρους. Ωστόσο, όσον αφορά τον «αρχαίο δασμό», δηλαδή το φόρο που πλήρωναν οι μικρασιατικές πόλεις στον Πέρση βασιλιά, από τα χωρία του Θουκυδίδη γίνεται σαφές ότι καταργήθηκε. Επίσης, οι εισφορές στο ταμείο της Συμμαχίας της Δήλου είναι αποτέλεσμα της επιβολής της Αθηναϊκής ηγεμονίας στα χρόνια που θα ακολουθήσουν και πρέπει να διαχωριστούν από τη συνθήκη του Καλλία.
2) Πέρσες σατράπες δε θα πλησιάζουν στις ακτές σε απόσταση μικρότερη των τριών ημερών.
3) Τα Περσικά πλοία δε θα εισέρχονται στο λιμάνι της πόλης Φασήλιδος στην Παμφυλία, δηλαδή δε θα πλέουν στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας πέρα από αυτό το σημείο. Επίσης, τα πολεμικά πλοία δε θα προχωρούν πέρα των Κυανών και Χελιδονίων νησίδων.
Η απουσία πληροφοριών για τη θέση των νησίδων έχει επιτρέψει τη διατύπωση διαφορετικών ερμηνειών για τον τρίτο όρο της συνθήκης. Έχει υποστηριχθεί ότι πρόκειται για νήσους που βρίσκονται στην Παμφυλία. Συνεπώς, ο όρος αυτός αφορά την απαγόρευση εισόδου για τα πλοία και των δύο πλευρών στην περιοχή, η οποία ήταν άντρο Πελοποννήσιων πειρατών, ενώ ο δεύτερος όρος απαγόρευε την παρουσία περσικών στρατευμάτων στην περιοχή δυτικά της γραμμής Άλυος ποταμού-Σάρδεων, όπου βρίσκονταν οι ελληνικές πόλεις.
2) Πέρσες σατράπες δε θα πλησιάζουν στις ακτές σε απόσταση μικρότερη των τριών ημερών.
3) Τα Περσικά πλοία δε θα εισέρχονται στο λιμάνι της πόλης Φασήλιδος στην Παμφυλία, δηλαδή δε θα πλέουν στη δυτική ακτή της Μικράς Ασίας πέρα από αυτό το σημείο. Επίσης, τα πολεμικά πλοία δε θα προχωρούν πέρα των Κυανών και Χελιδονίων νησίδων.
Η απουσία πληροφοριών για τη θέση των νησίδων έχει επιτρέψει τη διατύπωση διαφορετικών ερμηνειών για τον τρίτο όρο της συνθήκης. Έχει υποστηριχθεί ότι πρόκειται για νήσους που βρίσκονται στην Παμφυλία. Συνεπώς, ο όρος αυτός αφορά την απαγόρευση εισόδου για τα πλοία και των δύο πλευρών στην περιοχή, η οποία ήταν άντρο Πελοποννήσιων πειρατών, ενώ ο δεύτερος όρος απαγόρευε την παρουσία περσικών στρατευμάτων στην περιοχή δυτικά της γραμμής Άλυος ποταμού-Σάρδεων, όπου βρίσκονταν οι ελληνικές πόλεις.
Σύμφωνα με άλλη άποψη, γίνεται δεκτό ότι μέχρι αυτή τη γραμμή δεν επιτρεπόταν να πλησιάζουν τα στρατεύματα του βασιλιά, ενώ αυτά των σατραπών δεν μπορούσαν να πλησιάσουν σε απόσταση μικρότερη των τριών ημερών από την ακτή της Ιωνίας. Πιο κοντά πάντως στους όρους, όπως αυτοί μας παραδίδονται από την αρχαία γραμματεία, είναι η άποψη ότι τα Περσικά πολεμικά πλοία απαγορευόταν να πλησιάσουν δυτικά του λιμανιού της Φασήλιδος και πέραν των στενών του Βοσπόρου, όπου ορισμένοι τοποθετούν τις παραπάνω νησίδες, ενώ ο περσικός στρατός εν γένει απαγορευόταν να πλησιάσει σε απόσταση μικρότερη των τριών ημερών από τις ακτές του Αιγαίου.
Έτσι οι Αθηναίοι στρατηγοί Περικλής και Εφιάλτης κατευθυνόμενοι προς τη Μαύρη θάλασσα με 50 πλοία δε συνάντησαν κανένα περσικό πλοίο στη διαδρομή τους. Το Αθηναϊκό ναυτικό ήταν πλέον ο μόνος κυρίαρχος του Αιγαίου.
4) Η Ελληνική πλευρά δεσμεύεται μόνο να μην εισβάλει στη χώρα του Μεγάλου Βασιλέως.
Οι αναφορές του Θουκυδίδη στο ανοχύρωτο των Ιωνικών πόλεων κατά την περιγραφή μεταγενέστερων γεγονότων οδήγησαν στην υπόθεση ότι οι Αθηναίοι δεσμεύτηκαν για το γκρέμισμα των τειχών των Ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Η πραγματικότητα είναι ότι οι Αθηναίοι δεν προχώρησαν μόνο στη Μικρά Ασία σε τέτοιες ενέργειες εις βάρος ορισμένων Ελληνικών πόλεων, οι ενέργειες αυτές όμως δε σχετίζονται με την ειρήνη του Καλλία, αλλά εντάσσονται στο πλαίσιο της Αθηναϊκής ηγεμονίας. Τέλος, υποστηρίζεται ότι οι Αθηναίοι συμφώνησαν να μην προχωρήσουν σε ίδρυση αποικιών στη Μικρά Ασία, ισχυρισμός που φαίνεται όμως ότι δεν έχει βάση.
Οι όροι της ειρήνης του Καλλία, είτε συμφωνήθηκαν είτε επιβλήθηκαν, αποτελούν σταθμό στην ιστορία του 5ου αιώνα π.Χ., όχι μόνο γιατί συνιστούν αποδοχή από το Μεγάλο Βασιλέα της ήττας του, αλλά και γιατί έδωσαν στους Αθηναίους τη δυνατότητα να επιβάλουν την ηγεμονία τους. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες στην Αθήνα, τόσο χάρη στην οικονομική δυνατότητα όσο και με την άνεση χρόνου να λαμπρυνθεί η πόλη με έργα, όπως ο Παρθενών.
4) Η Ελληνική πλευρά δεσμεύεται μόνο να μην εισβάλει στη χώρα του Μεγάλου Βασιλέως.
Οι αναφορές του Θουκυδίδη στο ανοχύρωτο των Ιωνικών πόλεων κατά την περιγραφή μεταγενέστερων γεγονότων οδήγησαν στην υπόθεση ότι οι Αθηναίοι δεσμεύτηκαν για το γκρέμισμα των τειχών των Ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Η πραγματικότητα είναι ότι οι Αθηναίοι δεν προχώρησαν μόνο στη Μικρά Ασία σε τέτοιες ενέργειες εις βάρος ορισμένων Ελληνικών πόλεων, οι ενέργειες αυτές όμως δε σχετίζονται με την ειρήνη του Καλλία, αλλά εντάσσονται στο πλαίσιο της Αθηναϊκής ηγεμονίας. Τέλος, υποστηρίζεται ότι οι Αθηναίοι συμφώνησαν να μην προχωρήσουν σε ίδρυση αποικιών στη Μικρά Ασία, ισχυρισμός που φαίνεται όμως ότι δεν έχει βάση.
Οι όροι της ειρήνης του Καλλία, είτε συμφωνήθηκαν είτε επιβλήθηκαν, αποτελούν σταθμό στην ιστορία του 5ου αιώνα π.Χ., όχι μόνο γιατί συνιστούν αποδοχή από το Μεγάλο Βασιλέα της ήττας του, αλλά και γιατί έδωσαν στους Αθηναίους τη δυνατότητα να επιβάλουν την ηγεμονία τους. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες συνθήκες στην Αθήνα, τόσο χάρη στην οικονομική δυνατότητα όσο και με την άνεση χρόνου να λαμπρυνθεί η πόλη με έργα, όπως ο Παρθενών.
Υποστηρίζεται μάλιστα ότι οι παραστάσεις των μαχών Θεών - Γιγάντων, Λαπιθών - Κενταύρων, Ανθρώπων - Αμαζόνων, που απεικονίζονται στο μνημείο, δηλώνουν τον θρίαμβο του πολιτισμού έναντι των βαρβάρων, που επισφραγίστηκε με την ειρήνη του Καλλία. Πάντως δεν ήταν το ίδιο λαμπρή η κατάσταση των πόλεων της Μικράς Ασίας, αφού από την Περσική ηγεμονία πέρασαν στην Αθηναϊκή, την οποία επιχείρησαν να αποτινάξουν αρκετές φορές στο μέλλον .
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συμπερασματικά, φαίνεται πως ο Μαρδόνιος προσπάθησε να κερδίσει τη νίκη με τη συντριβή του εκλεκτότερου σώματος του Ελληνικού στρατού, των Σπαρτιατών. Αλλά έχασε τη μάχη επειδή συνέβη το αντίθετο: το επίλεκτο σώμα του στρατού του, οι Πέρσες και οι Μήδοι, συνετρίβη από το επίλεκτο τμήμα των Ελλήνων. Η ολοκληρωτική νίκη των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην μεγάλη στρατηγική ικανότητα του Παυσανία. Ο Σπαρτιάτης στρατηγός έχει κατακριθεί από νεότερους ιστορικούς ότι διέπραξε σφάλματα πριν από την τελική σύρραξη, κυρίως για την επιλογή της δεύτερης θέσης των Ελληνικών μονάδων.
Όμως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο Παυσανίας δεν διέθετε ιππικό που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Ασιάτες ιππείς και ήταν φυσικό αυτό το δισεπίλυτο πρόβλημα να τον ωθήσει σε κάποιες όχι ιδιαίτερα επιτυχημένες επιλογές. Το σημαντικό είναι ότι στην φάση της κρίσιμης σύγκρουσης, κατάφερε να παγιδεύσει τον Μαρδόνιο με τους ελιγμούς του και να παρασύρει τον Περσικό στρατό σε έδαφος ευνοϊκό για το δικό του στράτευμα. Η εξουδετέρωση του εχθρικού ιππικού από τις τακτικές κινήσεις του Παυσανία, αρκούν για να αποδείξουν τη στρατηγική ευφυΐα του. Η μεγάλη Ελληνική νίκη στις Πλαταιές ανήκε κυρίως στον Σπαρτιατικό στρατό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αθηναίος Αισχύλος, στην σχετική τραγωδία του, βάζει το φάντασμα του Δαρείου να μιλάει για την «αιματηρή σπονδή στην χώρα των Πλαταιών από την Δωρική λόγχη». Η τραγωδία του «διδάχθηκε» επανειλημμένα μπροστά στο Αθηναϊκό κοινό, στοιχείο που δείχνει την αναγνώριση από τους Αθηναίους ότι η νίκη στις Πλαταιές οφειλόταν κατά κύριο λόγο στους Σπαρτιάτες. Εξάλλου η Αθήνα είχε ήδη «απολαύσει» τη δική της «μερίδα του λέοντος» σε βάρος των Περσών εισβολέων, στις μεγάλες νίκες του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας.
Στον Απόλλωνα των Δελφών αφιέρωσαν έναν χρυσό τρίποδα τοποθετημένο στην κορυφή χάλκινου κίονος, ο οποίος παριστάνει 3 φίδια που αλληλοσυμπλέκονται. Επάνω στους έλικες των φιδιών χάραξαν τα ονόματα των πόλεων που πολέμησαν στις Πλαταιές. Πιθανότατα επάνω στη βάση του κίονος ο Παυσανίας χάραξε το υπερήφανο δίστιχο:
Κατά τον Θουκυδίδη, το επίγραμμα αυτό του Παυσανία υπήρξε η πρώτη αιτία της δυσμένειας, στην οποία υπέπεσε, γιατί οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Έλληνες δεν συγχώρεσαν στον νικητή των Πλαταιών την αλαζονεία του. Κατά τον ιστορικό, οι Έλληνες έσβησαν το επίγραμμα και το αντικατέστησαν με τα ονόματα των λαών.Ίσως παράλληλα να έγραψαν στη βάση ένα άλλο επίγραμμα του Σιμωνίδη:
Ο χρυσός τρίποδας λεηλατήθηκε από τους Φωκείς που κατέλαβαν το Μαντείο κατά τον Β' Ιερό πόλεμο, ενώ ο χάλκινος κίονας μεταφέρθηκε στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης από τον Μέγα Κωνσταντίνο και σώζεται ως σήμερα. Στον Δία της Ολυμπίας και στον Ποσειδώνα του Ισθμού αφιέρωσαν οι Έλληνες κολοσσιαία ορειχάλκινα αγάλματα. Η Σπάρτη και ο Παυσανίας δέχτηκαν τα βραβεία της ανδρείας. Αξιωματικοί και οπλίτες μοιράστηκαν τα υπόλοιπα λάφυρα: χρυσό, αργυρό, πολύτιμα υφάσματα, δούλους. Οι Έλληνες ίδρυσαν επίσης στο πεδίο της μάχης βωμό του Ελευθερίου Διός, επάνω στον οποίο χάραξαν το επίγραμμα του Σιμωνίδη:
Οι Πλαταιείς, που η χώρα τους ανακηρύχθηκε ιερή, απαραβίαστη και ουδέτερη, ανέλαβαν να εορτάζουν κάθε 4 χρόνια τα Ελευθέρια προς τιμήν των νεκρών που τάφηκαν στην γη τους. Την 11η ημέρα μετά την μάχη ο Ελληνικός στρατός παρουσιάστηκε εμπρός στα τείχη της Θήβας και απαίτησε την παράδοση των Θηβαίων αρχηγών που οδήγησαν την πόλη στην περσική συμμαχία. Εκτελούσαν έτσι τον όρκο που είχαν δώσει στον Ισθμό, όταν έκλεισαν την συνθήκη της Πανελλήνιας συμμαχίας. Μετά από πολιορκία 20 ημερών η πόλη δέχτηκε να παραδώσει τους αρχηγούς του Μηδισμού. Ο Ατταγίνος κατόρθωσε να δραπετεύσει.
Ο Τιμαγενίδας και οι άλλοι που παραδόθηκαν από τους Θηβαίους στον Παυσανία μεταφέρθηκαν στον Ισθμό και θανατώθηκαν. Αλλά η μεγαλύτερη τιμωρία της Θήβας ήταν η διάλυση της Βοιωτικής Συμπολιτείας, στην οποία η πόλη αυτή είχε την πρώτη θέση. Η διάλυση της Συμπολιτείας ωφέλησε ιδιαίτερα την Αθήνα, η οποία μπορούσε πια ευκολότερα να ασκεί την πολιτική της επιρροή στην Βοιωτία. Στις Πλαταιές απέτυχε και η τελευταία προσπάθεια των Περσών να κατακτήσουν την Ελλάδα. Τα Ελληνικά όπλα εξασφάλισαν την ελευθερία. Έκτοτε δεν ακολούθησε καμία νέα Περσική στρατιωτική επιχείρηση κατά της Ελλάδος.
Οι Πέρσες περιορίστηκαν να αναμειγνύονται παρασκηνιακά στα Ελληνικά πράγματα, δωροδοκώντας τις Ελληνικές πόλεις με χρυσό, για να πετύχουν την βαθμιαία αποδυνάμωσή τους. Τελικά, κάτι κατάφεραν. Τους Πελοποννησιακούς πολέμους οι οποίοι αποδυνάμωσαν πλήρως την Ελλάδα.
ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΑ
Μαζί με τους Αιγινήτες στις Πλαταιές υπηρετούσε κι ένας άνδρας που λεγόταν Λάμπωνας. Πατέρας του ήταν ο Πυθέας, κι είχε πολύ καλή φήμη ανάμεσα στους Αιγινήτες. Ο άνδρας αυτός, λοιπόν, πήγε να δει τον Παυσανία και του έλεγε αυτή την πρόταση. «Γιε του Κλεόμβροτου, οι υπηρεσίες που πρόσφερες είναι πέρα από κάθε προσδοκία. Ο θεός σου έδωσε το προνόμιο να γίνεις σωτήρας της Ελλάδας και να γράψεις το όνομά σου στην ιστορία. Τώρα, ως επισφράγιση όλων αυτών, υπάρχει ένα ακόμα πράγμα που απομένει να κάνεις, για να αυξήσεις τη φήμη σου και, ταυτόχρονα, να κάνεις τους ξένους να σκεφτούν καλύτερα την επόμενη φορά που θα προσβάλουν ή θα πειράξουν τους Έλληνες.
Όταν ο Λεωνίδας σκοτώθηκε στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης κι ο Μαρδόνιος του έκοψαν το κεφάλι και το κάρφωσαν σ' έναν πάσσαλο. Ανταποδίδοντας τα ίδια θα κερδίσεις τον θαυμασμό όχι μόνο όλων των Σπαρτιατών αλλά κι όλων των Ελλήνων. Κάρφωσε το σώμα του Μαρδόνιου σ' έναν πάσσαλο κι ο Λεωνίδας, ο αδελφός του πατέρα σου, θα έχει πάρει εκδίκηση». Ο Λάμπωνας πίστευε πραγματικά ότι η πρόταση του θα γινόταν δεκτή. Ο Παυσανίας, ωστόσο, απάντησε.
«Σ' ευχαριστώ, Αιγινήτη φίλε μου, για την καλή σου πρόθεση και το ενδιαφέρον σου για μένα· όμως, όσον αφορά στην κρίση σου, έκανες λάθος. Πρώτα εκθειάζεις κι εμένα και την πατρίδα μου, με επαίνους για τη νίκη μου, κι έπειτα τα εκμηδενίζεις όλα, συμβουλεύοντάς με να βεβηλώσω το σώμα ενός νεκρού και λέγοντας ότι η φήμη μου θα απλωθεί περισσότερο, αν διαπράξω μια βάρβαρη πράξη που ταιριάζει περισσότερο στους βαρβάρους και που εμείς οι Έλληνες θεωρούμε αποτρόπαια. Η απάντηση μου είναι όχι· σ' αυτό το θέμα δε θα ικανοποιήσω τους Αιγινήτες ούτε κανέναν άλλο που προτείνει τέτοια.
Μου είναι αρκετό να ικανοποιήσω τους Σπαρτιάτες, που εκτιμούν την αξιοπρέπεια και την ευσέβεια στα λόγια και στα έργα. Όσο για τον Λεωνίδα, που για χάρη του μου ζητάς να εκδικηθώ, υποστηρίζω πως έχει πάρει ήδη άφθονη εκδίκηση· ασφαλώς οι αμέτρητες ζωές που χάθηκαν είναι αρκετή αποζημίωση, όχι μόνο για τον Λεωνίδα αλλά και για όλους τους άλλους που έπεσαν στις Θερμοπύλες. Μην ξανάρθεις ποτέ να μου κάνεις παρόμοια πρόταση και να ευγνωμονείς την τύχη σου που φεύγεις ατιμώρητος».
ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
- Αμομφάρετος
Ηγέτης ενός σώματος των Σπαρτιατών, ο οποίος αρνήθηκε να υποχωρήσει τη νύχτα στις Πλαταιές, καθώς το θεωρούσε ντροπιαστικό για ένα Σπαρτιάτη. Ο Ηρόδοτος καταγράφει μια συζήτηση μεταξύ του Παυσανία και του Αμομφαρέτου μέχρι την αυγή, όποτε ο Παυσανίας και οι Σπαρτιάτες, εκτός το σώμα του Αμομφαρέτου, υποχώρησαν στις Πλαταίες. Παρόλο αυτά, ο Αμομφάρετος οδήγησε τους άνδρες του μετά την υποχώρηση των Σπαρτιατών. Σύμφωνα με άλλη εκδοψή, ο Αμομφάρετος απέκτησε μεγάλη φήμη στις Πλαταιές. Είχε επίσης προταθεί πώς ο Αμομφάρετος δεν ήταν ανυπότακτος, και φρουρούσε τις πίσω γραμμές του μετώπου.
- Αριστόδημος της Σπάρτης
Ο μοναδικός Σπαρτιάτης, ο οποίος γλίτωσε τη σφαγή των 300 στις Θερμοπύλες, αφού, όπως και ένας άλλος Σπαρτιάτης (άγνωστο όνομα), είχε απολυθεί από τον Λεωνίδα, λόγω του ότι είχε μόλυνση στα μάτια. Παρόλο αυτά, ο άλλος Σπαρτιάτης παρέμεινε στις Θερμοπύλες και διοικούσε τους είλωτες. Αφού διάλεξε να επιστρέψει στη Σπάρτη, ο Αριστόδημος θεωρήθηκε δειλός και υπέφερε για ένα χρόνο πριν τη μάχη των Πλαταιών. Στη μάχη των Πλαταιών είχε σκοτώσει με μανία πολλούς Πέρσες. Παρόλο αυτά, οι Σπαρτιάτες δεν τον τίμησαν, γιατί στη μάχη των Θερμοπυλών δεν τήρησε τη πειθαρχία των Σπαρτιατών.
- Καλλικράτης
Θεωρείτο ο πιο όμορφος άνδρας, όχι μόνο των Σπαρτιατών, αλλά σε ολόκληρο το Ελληνικό στρατόπεδο. Ο Καλλικράτης ήθελε να δείξει και το πολεμικό του ταλέντο, αλλά δεν τα κατάφερε, καθώς ένα βέλος διαπέρασε το πλευρό του, καθώς ήταν σε σχηματισμό. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τα τελευταία λόγια του Καλλικράτη ήταν: «Δεν είμαι λυπημένος επειδή θα πεθάνω για τη πατρίδα, είμαι λυπημένος που δεν σκότωσα κανένα εχθρό».
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΔΩΡΟ ΤΟΝ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Όταν η αποξένωση που είχε επέλθει μεταξύ των Αθηναίων και των υπολοίπων Ελλήνων έγινε ευρέως γνωστή, έφτασαν στην Αθήνα πρέσβεις τόσο από τους Πέρσες όσο και από τους Έλληνες. Αυτοί λοιπόν που είχαν αποσταλεί από τους Πέρσες, είπαν πως ο στρατηγός Μαρδόνιος υποσχόταν στους Αθηναίους ότι, αν πήγαιναν με το μέρος των Περσών, θα τους έδινε όποια περιοχή της Ελλάδας ήθελαν, ότι θα ανοικοδομούσε τα τείχη και τους ναούς και ότι θα επέτρεπε στην πόλη να είναι αυτόνομη. Ενώ εκείνοι που είχαν σταλεί από τους Λακεδαιμονίους τους ζητούσαν να μη δώσουν πίστη στους βαρβάρους, αλλά να διατηρήσουν την εύνοια τους προς τους Έλληνες που ήταν συγγενείς τους και είχαν την ίδια με αυτούς γλώσσα.
Οι Αθηναίοι αποκρίθηκαν στους βαρβάρους ότι οι Πέρσες δε διέθεταν ούτε χώρα τέτοια ούτε χρυσάφι τόσο που, αν τα δέχονταν οι Αθηναίοι, θα εγκατέλειπαν τους Έλληνες. Στους Λακεδαιμονίους είπαν ότι την ίδια φροντίδα που είχαν επιδείξει στο παρελθόν για την Ελλάδα, θα προσπαθούσαν να τη διατηρήσουν και στο εξής, και ότι από εκείνους ζητούσαν να έρθουν το συντομότερο στην Αττική μαζί με όλους τους συμμάχους, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι ο Μαρδόνιος, τώρα που οι Αθηναίοι του είχαν εναντιωθεί, θα ερχόταν με στρατό στην Αθήνα. Κι έτσι κι έγινε.
Ο Μαρδόνιος, που παρέμενε στη Βοιωτία με τις δυνάμεις του, επιχείρησε αρχικά να κάνει μερικές από τις πόλεις της Πελοποννήσου να αποστατήσουν στέλνοντας χρήματα στους προεστούς των πόλεων, αλλά στη συνέχεια, μαθαίνοντας την απόκριση των Αθηναίων, εξοργισμένος οδήγησε όλο του τον στρατό εναντίον της Αττικής. Πέρα από την στρατιά που του είχε δώσει ο Ξέρξης, ο ίδιος ο Μαρδόνιος είχε συγκεντρώσει από τη Θράκη και τη Μακεδονία και από τις άλλες συμμαχικές πόλεις, περισσότερους από διακόσιες χιλιάδες άνδρες. Με την προέλαση μιας τόσο μεγάλης δύναμης στην Αττική, οι Αθηναίοι έστειλαν γραμματοκομιστές προς τους Λακεδαιμονίους ζητώντας τους να τους βοηθήσουν.
Καθώς όμως αυτοί καθυστερούσαν και οι βάρβαροι εισέβαλλαν στην Αττική, τρομοκρατήθηκαν. Για μια ακόμη φορά πήραν τα παιδιά και τις γυναίκες τους και ό,τι άλλο ήταν δυνατόν να σηκώσουν στη βιασύνη τους, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και κατέφυγαν όλοι μαζί ξανά στη Σαλαμίνα. Ο Μαρδόνιος θυμωμένος πολύ μαζί τους αφάνισε όλη την περιοχή και ισοπέδωσε την πόλη, ενώ τα ιερά που είχαν απομείνει τα κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Όταν ο Μαρδόνιος ξαναγύρισε στις Θήβες με το στρατό του, οι Έλληνες σύνεδροι αποφάσισαν να παραλάβουν τους Αθηναίους και, βγαίνοντας όλοι μαζί στις Πλαταιές, να αγωνιστούν μέχρι τέλους για την ελευθερία.
Αποφάσισαν επίσης να κάνουν όρκο στους θεούς ότι, αν νικήσουν, θα τελούν εκείνη την ημέρα οι Έλληνες από κοινού τη γιορτή της Ελευθερίας και θα οργανώσουν τους αγώνες της ελευθερίας στις Πλαταιές. Όταν οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στον Ισθμό, αποφάσισαν να δώσουν όλοι όρκο σχετικά με τον πόλεμο, που θα προστάτευε την ομόνοια μεταξύ τους και θα τους ανάγκαζε να υπομείνουν γενναία τους κινδύνους. Ο όρκος ήταν ο εξής:
«Δε θα θεωρήσω πιο σημαντική τη ζωή από την ελευθερία ούτε θα εγκαταλείψω τους αρχηγούς, είτε ζωντανούς είτε πεθαμένους, και θα θάψω όλους τους συμμάχους που θα έχουν πεθάνει στη μάχη. Αν επικρατήσω των βαρβάρων στον πόλεμο, δεν θα ερημώσω καμιά από τις πόλεις που συμμετείχαν στον αγώνα και δε θα ανοικοδομήσω κανένα από τα ιερά που πυρπολήθηκαν ή γκρεμίστηκαν, αλλά θα τα αφήσω και θα τα παραδώσω στους μεταγενέστερους ως υπενθύμιση της ασέβειας των βαρβάρων».
Αφού έδωσαν τον όρκο, πορεύτηκαν προς τη Βοιωτία μέσω του Κιθαιρώνα και αφού κατέβηκαν προς τις υπώρειες κοντά στις Ερυθρές, έστησαν εκεί το στρατόπεδό τους. Αρχηγός των Αθηναίων ήταν ο Αριστείδης, ενώ γενικός αρχηγός όλων ήταν ο Παυσανίας, που ήταν επίτροπος του γιου του Λεωνίδα. Όταν ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε ότι η δύναμη των εχθρών βάδιζε κατά της Βοιωτίας, βγήκε από τις Θήβες. Φτάνοντας στον Ασωπό ποταμό, έστησε το στρατόπεδο του, το οποίο οχύρωσε με βαθιά τάφρο και το περιέβαλε με ξύλινο τείχος. Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων έφτανε τις εκατό χιλιάδες, ενώ των βαρβάρων τις πεντακόσιες χιλιάδες.
Πρώτοι ξεκίνησαν τη μάχη οι βάρβαροι, οι οποίοι ξεχύθηκαν καταπάνω τους και επέλασαν με όλους τους ιππείς τους εναντίον του στρατοπέδου. Οι Αθηναίοι, που το αντιλήφθηκαν έγκαιρα και είχαν συντάξει τις δυνάμεις τους, τους αντιμετώπισαν θαρραλέα και επακολούθησε κρατερή μάχη. Τελικά, όλοι οι άλλοι Έλληνες έτρεψαν σε φυγή τους βαρβάρους που είχαν παραταχθεί εναντίον τους, και μόνο οι Μεγαρείς, που αντιμετώπιζαν τον ίππαρχο και τους άριστους ιππείς των Περσών και πιέζονταν ισχυρά κατά τη μάχη, δεν εγκατέλειψαν μεν τις γραμμές τους, αλλά έστειλαν μερικούς άντρες στους Αθηναίους και στους Λακεδαιμονίους ζητώντας τους να τους βοηθήσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν.
Ο Αριστείδης έστειλε γρήγορα τους επίλεκτους Αθηναίους του, κι αυτοί, πυκνώνοντας τις γραμμές τους και πέφτοντας με ορμή εναντίον των βαρβάρων, τους μεν Μεγαρείς τους έβγαλαν από τους επικείμενους κινδύνους. Ενώ από τους Πέρσες σκότωσαν τον ίδιο τον ίππαρχο καθώς και πολλούς άλλους και τους υπόλοιπους τους έτρεψαν σε φυγή. Οι Έλληνες, τώρα που είχαν υπερισχύσει λαμπρά σ' ένα είδος προκαταρκτικού αγώνα, ήταν πια γεμάτοι ελπίδες για την ολοκληρωτική νίκη. Μετά από αυτά, μετέφεραν το στρατόπεδο τους από τις υπώρειες σε άλλο τόπο που ήταν πιο πρόσφορος για την τελική νίκη.
Γιατί δεξιά υπήρχε ένα ψηλός λόφος και από τα αριστερά ο Ασωπός ποταμός, ενώ η ανάμεσα περιοχή καταλαμβανόταν από το στρατόπεδο που ήταν οχυρωμένο από τη φύση και την ασφάλεια που παρείχαν οι τόποι. Ο περιορισμένος χώρος, λοιπόν, του τόπου συνέβαλε κατά πολύ στη νίκη των Ελλήνων που είχαν καταστρώσει τα σχέδια τους με σύνεση, γιατί η φάλαγγα των Περσών δεν μπορούσε να αναπτυχθεί σ' όλο της το μήκος κι έτσι αχρηστεύονταν οι πολλές μυριάδες των βαρβάρων. Ως εκ τούτου, ο Παυσανίας και ο Αριστείδης, παίρνοντας θάρρος από το πλεονέκτημα που τους έδινε ο τόπος, οδήγησαν το στρατό τους στη μάχη και, αφού συντάχθηκαν με τρόπο που ήταν κατάλληλος για την περίσταση, βάδισαν εναντίον των εχθρών.
Ο Μαρδόνιος, αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να αυξήσει το βάθος της φάλαγγας, παρέταξε τη δύναμη με τον τρόπο που θεώρησε πως θα ήταν προς το συμφέρον του, και με δυνατές ιαχές αντιμετώπισε τους Έλληνες. Έχοντας γύρω του τους καλύτερους στρατιώτες, ρίχτηκε πρώτος εναντίον των Λακεδαιμονίων, που ήταν παραταγμένοι απέναντι του, και μαχόμενος γενναία σκότωσε πολλούς Έλληνες. Οι Λακεδαιμόνιοι του αντιστάθηκαν ρωμαλέα και υπέμεναν κάθε κίνδυνο με προθυμία, με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλο φονικό στους βαρβάρους.
Όση ώρα λοιπόν ο Μαρδόνιος με τους επίλεκτους άντρες του συνέχιζαν να αγωνίζονται μπροστά, οι βάρβαροι υπέμεναν με ευψυχία τη φοβερή μάχη, όταν όμως ο Μαρδόνιος έπεσε αγωνιζόμενος μανιασμένα και από τους επίλεκτους άλλοι πέθαναν και άλλοι κατατραυματίστηκαν, το θάρρος τους εξανεμίστηκε και τράπηκαν ορμητικά σε φυγή. Καθώς οι Έλληνες τους ακολουθούσαν, οι περισσότεροι από τους βαρβάρους κατέφυγαν στο ξύλινο τείχος, ενώ, από τους άλλους, οι Έλληνες που είχαν ταχθεί με το μέρος του Μαρδόνιου αναχώρησαν για τις Θήβες, και τους υπόλοιπους, που ήταν περισσότεροι από τετρακόσιες χιλιάδες, τους πήρε μαζί του ο Αρτάβαζος.
Άντρας που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Πέρσες, ο οποίος στράφηκε προς την άλλη κατεύθυνση και υποχωρώντας κάτω από μεγάλη πίεση βάδισε προς τη Φωκίδα. Καθώς οι βάρβαροι χωρίστηκαν μ' αυτό τον τρόπο κατά τη φυγή τους, με τον ίδιο τρόπο μοιράστηκαν και οι Έλληνες. Γιατί οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς και οι Θεσπιείς όρμησαν εναντίον αυτών που κατευθύνονταν στις Θήβες και τους καταδίωξαν, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Φλιάσιοι και μερικοί άλλοι, ακολούθησαν κατά πόδας εκείνους που είχαν τραπεί σε φυγή με τον Αρτάβαζο, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι μαζί με τους υπόλοιπους, αφού καταδίωξαν όσους είχαν καταφύγει στο ξύλινο τείχος, τους εξολόθρευσαν με ζήλο.
Οι Θηβαίοι δέχτηκαν τους φυγάδες και, αφού τους πρόσθεσαν στις δυνάμεις τους, επιτέθηκαν στους Αθηναίους που τους καταδίωκαν. Ακολούθησε κρατερή μάχη μπροστά στα τείχη και μετά από λαμπρό αγώνα των Θηβαίων, έπεσαν όχι και λίγοι και από τις δυο πλευρές, αλλά τελικά, μετά από ισχυρή πίεση των Αθηναίων, κατέφυγαν πάλι όλοι μαζί στις Θήβες. Μετά από αυτά, οι Αθηναίοι αποχώρησαν προς τους Λακεδαιμονίους και επιτέθηκαν μαζί τους στα τείχη εναντίον των Περσών που είχαν καταφύγει στο στρατόπεδο.
Επακολούθησε μεγάλος αγώνας και από τις δυο πλευρές, και οι μεν βάρβαροι αγωνίστηκαν γενναία από οχυρωμένες θέσεις, ενώ από τους Έλληνες που επιτίθονταν στα ξύλινα τείχη, πολλοί, αγωνιζόμενοι ριψοκίνδυνα, δέχτηκαν πολλά τραύματα και, ουκ ολίγοι που σκοτώνονταν από το πλήθος των βελών υπέμεναν τον θάνατο με ευψυχία. Ωστόσο, την ορμή και τη βία των Ελλήνων δεν άντεξε ούτε το κατασκευασμένο τείχος ούτε το πλήθος των βαρβάρων, και κάθε είδους αντίσταση υποχρεώθηκε να ενδώσει, γιατί συναγωνίζονταν μεταξύ τους οι πρώτοι της Ελλάδας, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, που είχαν αποκτήσει έπαρση από τις προηγούμενες νίκες τους και είχαν εμπιστοσύνη στην ανδρεία τους.
Τέλος, οι βάρβαροι νικήθηκαν κατά κράτος και, μολονότι παρακαλούσαν να πιαστούν αιχμάλωτοι, δεν βρήκαν έλεος. Γιατί ο στρατηγός των Ελλήνων, ο Παυσανίας, βλέποντας πόσο υπερείχαν σε πλήθος οι βάρβαροι, φυλαγόταν μήπως συμβεί κάτι απροσδόκητο, μια που οι βάρβαροι ήταν πολύ περισσότεροι αριθμητικά. Γι' αυτό, έχοντας δώσει εντολή να μην πιαστεί κανείς αιχμάλωτος, πολύ γρήγορα το πλήθος των νεκρών ήταν απίστευτο. Τελικά, οι Έλληνες, αφού κατέσφαξαν πάνω από εκατό χιλιάδες βαρβάρους, με κόπο κατάφεραν να πάψουν να σκοτώνουν τους εχθρούς. Αφού με τέτοιο τρόπο τέλειωσε η μάχη, οι Έλληνες έθαψαν τους πεσόντες που ήταν περισσότεροι από δέκα χιλιάδες.
Μοίρασαν τα λάφυρα ανάλογα με τον αριθμό των στρατιωτών και έβαλαν το θέμα για την απονομή των αριστείων. Κάνοντας πάλι εκδούλευση, από τις πόλεις έκριναν άξια του βραβείου τη Σπάρτη και από τους άντρες τον Παυσανία τον Λακεδαιμόνιο. Στο μεταξύ, ο Αρτάβαζος, έχοντας μαζί του περίπου σαράντα χιλιάδες Πέρσες, πέρασε μέσω της Φωκίδας στη Μακεδονία, βαδίζοντας με τη μεγαλύτερη ταχύτητα, και έφτασε σώος με τους στρατιώτες του στην Ασία. Οι Έλληνες, αφαιρώντας το ένα δέκατο από τα λάφυρα, κατασκεύασαν χρυσό τρίποδα και τον αφιέρωσαν στους Δελφούς χαράζοντας πάνω του την εξής ελεγεία:
Αφιέρωσαν επίσης επιτύμβια επιγράμματα για τους Λακεδαιμονίους που έπεσαν στις Θερμοπύλες, για όλους μαζί το εξής:
Και ιδιαίτερα για τους Λακεδαιμονίους:
Με όμοιο τρόπο, ο δήμος των Αθηναίων, στόλισε τους τάφους εκείνων που πέθαναν στον Περσικό πόλεμο, τέλεσε για πρώτη φορά τους επιτάφιους αγώνες και ψήφισε νόμο να εκφωνούνται εγκώμια για εκείνους που θάβονταν με δημόσια δαπάνη, από προεπιλεγμένους ρήτορες. Μετά από αυτά, ο στρατηγός Παυσανίας πήρε το στράτευμα και εκστράτευσε εναντίον των Θηβών, όπου απαίτησε να εκδοθούν οι αίτιοι της συμμαχίας με τους Πέρσες για να τιμωρηθούν. Οι Θηβαίοι ήταν τόσο τρομαγμένοι από το πλήθος των αντιπάλων και από την ανδρεία τους στη μάχη, ώστε οι κύριοι αίτιοι για την αποστασία από τους Έλληνες, αφού δέχτηκαν εκούσια την παράδοση τους, τιμωρήθηκαν από τον Παυσανία και εκτελέστηκαν όλοι.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/maxes/Plataia.htm#Πλαταιών
(2) :
http://www.ellinwn-erevna.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=215%3A2013-05-31-10-48-37&catid=56%3Adefence&Itemid=3&lang=el
(3) :
https://periklisdeligiannis.wordpress.com/2012/12/25/%CE%B7-%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%80%CE%BB%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%B9%CF%89%CE%BD-479-%CF%80-%CF%87-%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%83-%CE%B1%CE%84/
(4) :
http://www.hellinon.net/NeesSelides/Platees.htm
(5) :
http://www.istorikathemata.com/2012/08/battle-of-plataea.html
(6) :
http://www.ehw.gr/asiaminor/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=4167
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συμπερασματικά, φαίνεται πως ο Μαρδόνιος προσπάθησε να κερδίσει τη νίκη με τη συντριβή του εκλεκτότερου σώματος του Ελληνικού στρατού, των Σπαρτιατών. Αλλά έχασε τη μάχη επειδή συνέβη το αντίθετο: το επίλεκτο σώμα του στρατού του, οι Πέρσες και οι Μήδοι, συνετρίβη από το επίλεκτο τμήμα των Ελλήνων. Η ολοκληρωτική νίκη των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στην μεγάλη στρατηγική ικανότητα του Παυσανία. Ο Σπαρτιάτης στρατηγός έχει κατακριθεί από νεότερους ιστορικούς ότι διέπραξε σφάλματα πριν από την τελική σύρραξη, κυρίως για την επιλογή της δεύτερης θέσης των Ελληνικών μονάδων.
Όμως, δεν πρέπει να λησμονείται ότι ο Παυσανίας δεν διέθετε ιππικό που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Ασιάτες ιππείς και ήταν φυσικό αυτό το δισεπίλυτο πρόβλημα να τον ωθήσει σε κάποιες όχι ιδιαίτερα επιτυχημένες επιλογές. Το σημαντικό είναι ότι στην φάση της κρίσιμης σύγκρουσης, κατάφερε να παγιδεύσει τον Μαρδόνιο με τους ελιγμούς του και να παρασύρει τον Περσικό στρατό σε έδαφος ευνοϊκό για το δικό του στράτευμα. Η εξουδετέρωση του εχθρικού ιππικού από τις τακτικές κινήσεις του Παυσανία, αρκούν για να αποδείξουν τη στρατηγική ευφυΐα του. Η μεγάλη Ελληνική νίκη στις Πλαταιές ανήκε κυρίως στον Σπαρτιατικό στρατό.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αθηναίος Αισχύλος, στην σχετική τραγωδία του, βάζει το φάντασμα του Δαρείου να μιλάει για την «αιματηρή σπονδή στην χώρα των Πλαταιών από την Δωρική λόγχη». Η τραγωδία του «διδάχθηκε» επανειλημμένα μπροστά στο Αθηναϊκό κοινό, στοιχείο που δείχνει την αναγνώριση από τους Αθηναίους ότι η νίκη στις Πλαταιές οφειλόταν κατά κύριο λόγο στους Σπαρτιάτες. Εξάλλου η Αθήνα είχε ήδη «απολαύσει» τη δική της «μερίδα του λέοντος» σε βάρος των Περσών εισβολέων, στις μεγάλες νίκες του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας.
Στον Απόλλωνα των Δελφών αφιέρωσαν έναν χρυσό τρίποδα τοποθετημένο στην κορυφή χάλκινου κίονος, ο οποίος παριστάνει 3 φίδια που αλληλοσυμπλέκονται. Επάνω στους έλικες των φιδιών χάραξαν τα ονόματα των πόλεων που πολέμησαν στις Πλαταιές. Πιθανότατα επάνω στη βάση του κίονος ο Παυσανίας χάραξε το υπερήφανο δίστιχο:
«Ελλήνων στρατηγός, επεί στρατόν ώλεσε Μήδων,Παυσανίας Φοίβω μνήμ’ανέθηκε τόδε»
Κατά τον Θουκυδίδη, το επίγραμμα αυτό του Παυσανία υπήρξε η πρώτη αιτία της δυσμένειας, στην οποία υπέπεσε, γιατί οι Σπαρτιάτες και οι άλλοι Έλληνες δεν συγχώρεσαν στον νικητή των Πλαταιών την αλαζονεία του. Κατά τον ιστορικό, οι Έλληνες έσβησαν το επίγραμμα και το αντικατέστησαν με τα ονόματα των λαών.Ίσως παράλληλα να έγραψαν στη βάση ένα άλλο επίγραμμα του Σιμωνίδη:
«Ελλάδος ευρυχόρου σωτήρες τον δ’ανέθηκαν δουλοσύνης στυγεράς ρυσάμενοι πόλιας»
Ο χρυσός τρίποδας λεηλατήθηκε από τους Φωκείς που κατέλαβαν το Μαντείο κατά τον Β' Ιερό πόλεμο, ενώ ο χάλκινος κίονας μεταφέρθηκε στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης από τον Μέγα Κωνσταντίνο και σώζεται ως σήμερα. Στον Δία της Ολυμπίας και στον Ποσειδώνα του Ισθμού αφιέρωσαν οι Έλληνες κολοσσιαία ορειχάλκινα αγάλματα. Η Σπάρτη και ο Παυσανίας δέχτηκαν τα βραβεία της ανδρείας. Αξιωματικοί και οπλίτες μοιράστηκαν τα υπόλοιπα λάφυρα: χρυσό, αργυρό, πολύτιμα υφάσματα, δούλους. Οι Έλληνες ίδρυσαν επίσης στο πεδίο της μάχης βωμό του Ελευθερίου Διός, επάνω στον οποίο χάραξαν το επίγραμμα του Σιμωνίδη:
«Τονδε που Έλληνες νίκας κράτει έργω Άρηος Πέρσας εξελάσαντες ελευθέρα Ελλάδι κοινόν ιδρύσαντο Διός βωμόν ελευθερίου»
Οι Πλαταιείς, που η χώρα τους ανακηρύχθηκε ιερή, απαραβίαστη και ουδέτερη, ανέλαβαν να εορτάζουν κάθε 4 χρόνια τα Ελευθέρια προς τιμήν των νεκρών που τάφηκαν στην γη τους. Την 11η ημέρα μετά την μάχη ο Ελληνικός στρατός παρουσιάστηκε εμπρός στα τείχη της Θήβας και απαίτησε την παράδοση των Θηβαίων αρχηγών που οδήγησαν την πόλη στην περσική συμμαχία. Εκτελούσαν έτσι τον όρκο που είχαν δώσει στον Ισθμό, όταν έκλεισαν την συνθήκη της Πανελλήνιας συμμαχίας. Μετά από πολιορκία 20 ημερών η πόλη δέχτηκε να παραδώσει τους αρχηγούς του Μηδισμού. Ο Ατταγίνος κατόρθωσε να δραπετεύσει.
Ο Τιμαγενίδας και οι άλλοι που παραδόθηκαν από τους Θηβαίους στον Παυσανία μεταφέρθηκαν στον Ισθμό και θανατώθηκαν. Αλλά η μεγαλύτερη τιμωρία της Θήβας ήταν η διάλυση της Βοιωτικής Συμπολιτείας, στην οποία η πόλη αυτή είχε την πρώτη θέση. Η διάλυση της Συμπολιτείας ωφέλησε ιδιαίτερα την Αθήνα, η οποία μπορούσε πια ευκολότερα να ασκεί την πολιτική της επιρροή στην Βοιωτία. Στις Πλαταιές απέτυχε και η τελευταία προσπάθεια των Περσών να κατακτήσουν την Ελλάδα. Τα Ελληνικά όπλα εξασφάλισαν την ελευθερία. Έκτοτε δεν ακολούθησε καμία νέα Περσική στρατιωτική επιχείρηση κατά της Ελλάδος.
Οι Πέρσες περιορίστηκαν να αναμειγνύονται παρασκηνιακά στα Ελληνικά πράγματα, δωροδοκώντας τις Ελληνικές πόλεις με χρυσό, για να πετύχουν την βαθμιαία αποδυνάμωσή τους. Τελικά, κάτι κατάφεραν. Τους Πελοποννησιακούς πολέμους οι οποίοι αποδυνάμωσαν πλήρως την Ελλάδα.
ΤΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΑ
Μαζί με τους Αιγινήτες στις Πλαταιές υπηρετούσε κι ένας άνδρας που λεγόταν Λάμπωνας. Πατέρας του ήταν ο Πυθέας, κι είχε πολύ καλή φήμη ανάμεσα στους Αιγινήτες. Ο άνδρας αυτός, λοιπόν, πήγε να δει τον Παυσανία και του έλεγε αυτή την πρόταση. «Γιε του Κλεόμβροτου, οι υπηρεσίες που πρόσφερες είναι πέρα από κάθε προσδοκία. Ο θεός σου έδωσε το προνόμιο να γίνεις σωτήρας της Ελλάδας και να γράψεις το όνομά σου στην ιστορία. Τώρα, ως επισφράγιση όλων αυτών, υπάρχει ένα ακόμα πράγμα που απομένει να κάνεις, για να αυξήσεις τη φήμη σου και, ταυτόχρονα, να κάνεις τους ξένους να σκεφτούν καλύτερα την επόμενη φορά που θα προσβάλουν ή θα πειράξουν τους Έλληνες.
Όταν ο Λεωνίδας σκοτώθηκε στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης κι ο Μαρδόνιος του έκοψαν το κεφάλι και το κάρφωσαν σ' έναν πάσσαλο. Ανταποδίδοντας τα ίδια θα κερδίσεις τον θαυμασμό όχι μόνο όλων των Σπαρτιατών αλλά κι όλων των Ελλήνων. Κάρφωσε το σώμα του Μαρδόνιου σ' έναν πάσσαλο κι ο Λεωνίδας, ο αδελφός του πατέρα σου, θα έχει πάρει εκδίκηση». Ο Λάμπωνας πίστευε πραγματικά ότι η πρόταση του θα γινόταν δεκτή. Ο Παυσανίας, ωστόσο, απάντησε.
«Σ' ευχαριστώ, Αιγινήτη φίλε μου, για την καλή σου πρόθεση και το ενδιαφέρον σου για μένα· όμως, όσον αφορά στην κρίση σου, έκανες λάθος. Πρώτα εκθειάζεις κι εμένα και την πατρίδα μου, με επαίνους για τη νίκη μου, κι έπειτα τα εκμηδενίζεις όλα, συμβουλεύοντάς με να βεβηλώσω το σώμα ενός νεκρού και λέγοντας ότι η φήμη μου θα απλωθεί περισσότερο, αν διαπράξω μια βάρβαρη πράξη που ταιριάζει περισσότερο στους βαρβάρους και που εμείς οι Έλληνες θεωρούμε αποτρόπαια. Η απάντηση μου είναι όχι· σ' αυτό το θέμα δε θα ικανοποιήσω τους Αιγινήτες ούτε κανέναν άλλο που προτείνει τέτοια.
Μου είναι αρκετό να ικανοποιήσω τους Σπαρτιάτες, που εκτιμούν την αξιοπρέπεια και την ευσέβεια στα λόγια και στα έργα. Όσο για τον Λεωνίδα, που για χάρη του μου ζητάς να εκδικηθώ, υποστηρίζω πως έχει πάρει ήδη άφθονη εκδίκηση· ασφαλώς οι αμέτρητες ζωές που χάθηκαν είναι αρκετή αποζημίωση, όχι μόνο για τον Λεωνίδα αλλά και για όλους τους άλλους που έπεσαν στις Θερμοπύλες. Μην ξανάρθεις ποτέ να μου κάνεις παρόμοια πρόταση και να ευγνωμονείς την τύχη σου που φεύγεις ατιμώρητος».
ΗΡΩΕΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
- Αμομφάρετος
Ηγέτης ενός σώματος των Σπαρτιατών, ο οποίος αρνήθηκε να υποχωρήσει τη νύχτα στις Πλαταιές, καθώς το θεωρούσε ντροπιαστικό για ένα Σπαρτιάτη. Ο Ηρόδοτος καταγράφει μια συζήτηση μεταξύ του Παυσανία και του Αμομφαρέτου μέχρι την αυγή, όποτε ο Παυσανίας και οι Σπαρτιάτες, εκτός το σώμα του Αμομφαρέτου, υποχώρησαν στις Πλαταίες. Παρόλο αυτά, ο Αμομφάρετος οδήγησε τους άνδρες του μετά την υποχώρηση των Σπαρτιατών. Σύμφωνα με άλλη εκδοψή, ο Αμομφάρετος απέκτησε μεγάλη φήμη στις Πλαταιές. Είχε επίσης προταθεί πώς ο Αμομφάρετος δεν ήταν ανυπότακτος, και φρουρούσε τις πίσω γραμμές του μετώπου.
- Αριστόδημος της Σπάρτης
Ο μοναδικός Σπαρτιάτης, ο οποίος γλίτωσε τη σφαγή των 300 στις Θερμοπύλες, αφού, όπως και ένας άλλος Σπαρτιάτης (άγνωστο όνομα), είχε απολυθεί από τον Λεωνίδα, λόγω του ότι είχε μόλυνση στα μάτια. Παρόλο αυτά, ο άλλος Σπαρτιάτης παρέμεινε στις Θερμοπύλες και διοικούσε τους είλωτες. Αφού διάλεξε να επιστρέψει στη Σπάρτη, ο Αριστόδημος θεωρήθηκε δειλός και υπέφερε για ένα χρόνο πριν τη μάχη των Πλαταιών. Στη μάχη των Πλαταιών είχε σκοτώσει με μανία πολλούς Πέρσες. Παρόλο αυτά, οι Σπαρτιάτες δεν τον τίμησαν, γιατί στη μάχη των Θερμοπυλών δεν τήρησε τη πειθαρχία των Σπαρτιατών.
- Καλλικράτης
Θεωρείτο ο πιο όμορφος άνδρας, όχι μόνο των Σπαρτιατών, αλλά σε ολόκληρο το Ελληνικό στρατόπεδο. Ο Καλλικράτης ήθελε να δείξει και το πολεμικό του ταλέντο, αλλά δεν τα κατάφερε, καθώς ένα βέλος διαπέρασε το πλευρό του, καθώς ήταν σε σχηματισμό. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τα τελευταία λόγια του Καλλικράτη ήταν: «Δεν είμαι λυπημένος επειδή θα πεθάνω για τη πατρίδα, είμαι λυπημένος που δεν σκότωσα κανένα εχθρό».
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΟΔΩΡΟ ΤΟΝ ΣΙΚΕΛΙΩΤΗ
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Όταν η αποξένωση που είχε επέλθει μεταξύ των Αθηναίων και των υπολοίπων Ελλήνων έγινε ευρέως γνωστή, έφτασαν στην Αθήνα πρέσβεις τόσο από τους Πέρσες όσο και από τους Έλληνες. Αυτοί λοιπόν που είχαν αποσταλεί από τους Πέρσες, είπαν πως ο στρατηγός Μαρδόνιος υποσχόταν στους Αθηναίους ότι, αν πήγαιναν με το μέρος των Περσών, θα τους έδινε όποια περιοχή της Ελλάδας ήθελαν, ότι θα ανοικοδομούσε τα τείχη και τους ναούς και ότι θα επέτρεπε στην πόλη να είναι αυτόνομη. Ενώ εκείνοι που είχαν σταλεί από τους Λακεδαιμονίους τους ζητούσαν να μη δώσουν πίστη στους βαρβάρους, αλλά να διατηρήσουν την εύνοια τους προς τους Έλληνες που ήταν συγγενείς τους και είχαν την ίδια με αυτούς γλώσσα.
Οι Αθηναίοι αποκρίθηκαν στους βαρβάρους ότι οι Πέρσες δε διέθεταν ούτε χώρα τέτοια ούτε χρυσάφι τόσο που, αν τα δέχονταν οι Αθηναίοι, θα εγκατέλειπαν τους Έλληνες. Στους Λακεδαιμονίους είπαν ότι την ίδια φροντίδα που είχαν επιδείξει στο παρελθόν για την Ελλάδα, θα προσπαθούσαν να τη διατηρήσουν και στο εξής, και ότι από εκείνους ζητούσαν να έρθουν το συντομότερο στην Αττική μαζί με όλους τους συμμάχους, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι ο Μαρδόνιος, τώρα που οι Αθηναίοι του είχαν εναντιωθεί, θα ερχόταν με στρατό στην Αθήνα. Κι έτσι κι έγινε.
Ο Μαρδόνιος, που παρέμενε στη Βοιωτία με τις δυνάμεις του, επιχείρησε αρχικά να κάνει μερικές από τις πόλεις της Πελοποννήσου να αποστατήσουν στέλνοντας χρήματα στους προεστούς των πόλεων, αλλά στη συνέχεια, μαθαίνοντας την απόκριση των Αθηναίων, εξοργισμένος οδήγησε όλο του τον στρατό εναντίον της Αττικής. Πέρα από την στρατιά που του είχε δώσει ο Ξέρξης, ο ίδιος ο Μαρδόνιος είχε συγκεντρώσει από τη Θράκη και τη Μακεδονία και από τις άλλες συμμαχικές πόλεις, περισσότερους από διακόσιες χιλιάδες άνδρες. Με την προέλαση μιας τόσο μεγάλης δύναμης στην Αττική, οι Αθηναίοι έστειλαν γραμματοκομιστές προς τους Λακεδαιμονίους ζητώντας τους να τους βοηθήσουν.
Καθώς όμως αυτοί καθυστερούσαν και οι βάρβαροι εισέβαλλαν στην Αττική, τρομοκρατήθηκαν. Για μια ακόμη φορά πήραν τα παιδιά και τις γυναίκες τους και ό,τι άλλο ήταν δυνατόν να σηκώσουν στη βιασύνη τους, εγκατέλειψαν την πατρίδα τους και κατέφυγαν όλοι μαζί ξανά στη Σαλαμίνα. Ο Μαρδόνιος θυμωμένος πολύ μαζί τους αφάνισε όλη την περιοχή και ισοπέδωσε την πόλη, ενώ τα ιερά που είχαν απομείνει τα κατέστρεψε ολοκληρωτικά. Όταν ο Μαρδόνιος ξαναγύρισε στις Θήβες με το στρατό του, οι Έλληνες σύνεδροι αποφάσισαν να παραλάβουν τους Αθηναίους και, βγαίνοντας όλοι μαζί στις Πλαταιές, να αγωνιστούν μέχρι τέλους για την ελευθερία.
Αποφάσισαν επίσης να κάνουν όρκο στους θεούς ότι, αν νικήσουν, θα τελούν εκείνη την ημέρα οι Έλληνες από κοινού τη γιορτή της Ελευθερίας και θα οργανώσουν τους αγώνες της ελευθερίας στις Πλαταιές. Όταν οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στον Ισθμό, αποφάσισαν να δώσουν όλοι όρκο σχετικά με τον πόλεμο, που θα προστάτευε την ομόνοια μεταξύ τους και θα τους ανάγκαζε να υπομείνουν γενναία τους κινδύνους. Ο όρκος ήταν ο εξής:
«Δε θα θεωρήσω πιο σημαντική τη ζωή από την ελευθερία ούτε θα εγκαταλείψω τους αρχηγούς, είτε ζωντανούς είτε πεθαμένους, και θα θάψω όλους τους συμμάχους που θα έχουν πεθάνει στη μάχη. Αν επικρατήσω των βαρβάρων στον πόλεμο, δεν θα ερημώσω καμιά από τις πόλεις που συμμετείχαν στον αγώνα και δε θα ανοικοδομήσω κανένα από τα ιερά που πυρπολήθηκαν ή γκρεμίστηκαν, αλλά θα τα αφήσω και θα τα παραδώσω στους μεταγενέστερους ως υπενθύμιση της ασέβειας των βαρβάρων».
Αφού έδωσαν τον όρκο, πορεύτηκαν προς τη Βοιωτία μέσω του Κιθαιρώνα και αφού κατέβηκαν προς τις υπώρειες κοντά στις Ερυθρές, έστησαν εκεί το στρατόπεδό τους. Αρχηγός των Αθηναίων ήταν ο Αριστείδης, ενώ γενικός αρχηγός όλων ήταν ο Παυσανίας, που ήταν επίτροπος του γιου του Λεωνίδα. Όταν ο Μαρδόνιος πληροφορήθηκε ότι η δύναμη των εχθρών βάδιζε κατά της Βοιωτίας, βγήκε από τις Θήβες. Φτάνοντας στον Ασωπό ποταμό, έστησε το στρατόπεδο του, το οποίο οχύρωσε με βαθιά τάφρο και το περιέβαλε με ξύλινο τείχος. Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων έφτανε τις εκατό χιλιάδες, ενώ των βαρβάρων τις πεντακόσιες χιλιάδες.
Πρώτοι ξεκίνησαν τη μάχη οι βάρβαροι, οι οποίοι ξεχύθηκαν καταπάνω τους και επέλασαν με όλους τους ιππείς τους εναντίον του στρατοπέδου. Οι Αθηναίοι, που το αντιλήφθηκαν έγκαιρα και είχαν συντάξει τις δυνάμεις τους, τους αντιμετώπισαν θαρραλέα και επακολούθησε κρατερή μάχη. Τελικά, όλοι οι άλλοι Έλληνες έτρεψαν σε φυγή τους βαρβάρους που είχαν παραταχθεί εναντίον τους, και μόνο οι Μεγαρείς, που αντιμετώπιζαν τον ίππαρχο και τους άριστους ιππείς των Περσών και πιέζονταν ισχυρά κατά τη μάχη, δεν εγκατέλειψαν μεν τις γραμμές τους, αλλά έστειλαν μερικούς άντρες στους Αθηναίους και στους Λακεδαιμονίους ζητώντας τους να τους βοηθήσουν όσο πιο γρήγορα γινόταν.
Ο Αριστείδης έστειλε γρήγορα τους επίλεκτους Αθηναίους του, κι αυτοί, πυκνώνοντας τις γραμμές τους και πέφτοντας με ορμή εναντίον των βαρβάρων, τους μεν Μεγαρείς τους έβγαλαν από τους επικείμενους κινδύνους. Ενώ από τους Πέρσες σκότωσαν τον ίδιο τον ίππαρχο καθώς και πολλούς άλλους και τους υπόλοιπους τους έτρεψαν σε φυγή. Οι Έλληνες, τώρα που είχαν υπερισχύσει λαμπρά σ' ένα είδος προκαταρκτικού αγώνα, ήταν πια γεμάτοι ελπίδες για την ολοκληρωτική νίκη. Μετά από αυτά, μετέφεραν το στρατόπεδο τους από τις υπώρειες σε άλλο τόπο που ήταν πιο πρόσφορος για την τελική νίκη.
Γιατί δεξιά υπήρχε ένα ψηλός λόφος και από τα αριστερά ο Ασωπός ποταμός, ενώ η ανάμεσα περιοχή καταλαμβανόταν από το στρατόπεδο που ήταν οχυρωμένο από τη φύση και την ασφάλεια που παρείχαν οι τόποι. Ο περιορισμένος χώρος, λοιπόν, του τόπου συνέβαλε κατά πολύ στη νίκη των Ελλήνων που είχαν καταστρώσει τα σχέδια τους με σύνεση, γιατί η φάλαγγα των Περσών δεν μπορούσε να αναπτυχθεί σ' όλο της το μήκος κι έτσι αχρηστεύονταν οι πολλές μυριάδες των βαρβάρων. Ως εκ τούτου, ο Παυσανίας και ο Αριστείδης, παίρνοντας θάρρος από το πλεονέκτημα που τους έδινε ο τόπος, οδήγησαν το στρατό τους στη μάχη και, αφού συντάχθηκαν με τρόπο που ήταν κατάλληλος για την περίσταση, βάδισαν εναντίον των εχθρών.
Ο Μαρδόνιος, αναγκασμένος εκ των πραγμάτων να αυξήσει το βάθος της φάλαγγας, παρέταξε τη δύναμη με τον τρόπο που θεώρησε πως θα ήταν προς το συμφέρον του, και με δυνατές ιαχές αντιμετώπισε τους Έλληνες. Έχοντας γύρω του τους καλύτερους στρατιώτες, ρίχτηκε πρώτος εναντίον των Λακεδαιμονίων, που ήταν παραταγμένοι απέναντι του, και μαχόμενος γενναία σκότωσε πολλούς Έλληνες. Οι Λακεδαιμόνιοι του αντιστάθηκαν ρωμαλέα και υπέμεναν κάθε κίνδυνο με προθυμία, με αποτέλεσμα να προκληθεί μεγάλο φονικό στους βαρβάρους.
Όση ώρα λοιπόν ο Μαρδόνιος με τους επίλεκτους άντρες του συνέχιζαν να αγωνίζονται μπροστά, οι βάρβαροι υπέμεναν με ευψυχία τη φοβερή μάχη, όταν όμως ο Μαρδόνιος έπεσε αγωνιζόμενος μανιασμένα και από τους επίλεκτους άλλοι πέθαναν και άλλοι κατατραυματίστηκαν, το θάρρος τους εξανεμίστηκε και τράπηκαν ορμητικά σε φυγή. Καθώς οι Έλληνες τους ακολουθούσαν, οι περισσότεροι από τους βαρβάρους κατέφυγαν στο ξύλινο τείχος, ενώ, από τους άλλους, οι Έλληνες που είχαν ταχθεί με το μέρος του Μαρδόνιου αναχώρησαν για τις Θήβες, και τους υπόλοιπους, που ήταν περισσότεροι από τετρακόσιες χιλιάδες, τους πήρε μαζί του ο Αρτάβαζος.
Άντρας που έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Πέρσες, ο οποίος στράφηκε προς την άλλη κατεύθυνση και υποχωρώντας κάτω από μεγάλη πίεση βάδισε προς τη Φωκίδα. Καθώς οι βάρβαροι χωρίστηκαν μ' αυτό τον τρόπο κατά τη φυγή τους, με τον ίδιο τρόπο μοιράστηκαν και οι Έλληνες. Γιατί οι Αθηναίοι, οι Πλαταιείς και οι Θεσπιείς όρμησαν εναντίον αυτών που κατευθύνονταν στις Θήβες και τους καταδίωξαν, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Φλιάσιοι και μερικοί άλλοι, ακολούθησαν κατά πόδας εκείνους που είχαν τραπεί σε φυγή με τον Αρτάβαζο, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι μαζί με τους υπόλοιπους, αφού καταδίωξαν όσους είχαν καταφύγει στο ξύλινο τείχος, τους εξολόθρευσαν με ζήλο.
Οι Θηβαίοι δέχτηκαν τους φυγάδες και, αφού τους πρόσθεσαν στις δυνάμεις τους, επιτέθηκαν στους Αθηναίους που τους καταδίωκαν. Ακολούθησε κρατερή μάχη μπροστά στα τείχη και μετά από λαμπρό αγώνα των Θηβαίων, έπεσαν όχι και λίγοι και από τις δυο πλευρές, αλλά τελικά, μετά από ισχυρή πίεση των Αθηναίων, κατέφυγαν πάλι όλοι μαζί στις Θήβες. Μετά από αυτά, οι Αθηναίοι αποχώρησαν προς τους Λακεδαιμονίους και επιτέθηκαν μαζί τους στα τείχη εναντίον των Περσών που είχαν καταφύγει στο στρατόπεδο.
Επακολούθησε μεγάλος αγώνας και από τις δυο πλευρές, και οι μεν βάρβαροι αγωνίστηκαν γενναία από οχυρωμένες θέσεις, ενώ από τους Έλληνες που επιτίθονταν στα ξύλινα τείχη, πολλοί, αγωνιζόμενοι ριψοκίνδυνα, δέχτηκαν πολλά τραύματα και, ουκ ολίγοι που σκοτώνονταν από το πλήθος των βελών υπέμεναν τον θάνατο με ευψυχία. Ωστόσο, την ορμή και τη βία των Ελλήνων δεν άντεξε ούτε το κατασκευασμένο τείχος ούτε το πλήθος των βαρβάρων, και κάθε είδους αντίσταση υποχρεώθηκε να ενδώσει, γιατί συναγωνίζονταν μεταξύ τους οι πρώτοι της Ελλάδας, οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, που είχαν αποκτήσει έπαρση από τις προηγούμενες νίκες τους και είχαν εμπιστοσύνη στην ανδρεία τους.
Τέλος, οι βάρβαροι νικήθηκαν κατά κράτος και, μολονότι παρακαλούσαν να πιαστούν αιχμάλωτοι, δεν βρήκαν έλεος. Γιατί ο στρατηγός των Ελλήνων, ο Παυσανίας, βλέποντας πόσο υπερείχαν σε πλήθος οι βάρβαροι, φυλαγόταν μήπως συμβεί κάτι απροσδόκητο, μια που οι βάρβαροι ήταν πολύ περισσότεροι αριθμητικά. Γι' αυτό, έχοντας δώσει εντολή να μην πιαστεί κανείς αιχμάλωτος, πολύ γρήγορα το πλήθος των νεκρών ήταν απίστευτο. Τελικά, οι Έλληνες, αφού κατέσφαξαν πάνω από εκατό χιλιάδες βαρβάρους, με κόπο κατάφεραν να πάψουν να σκοτώνουν τους εχθρούς. Αφού με τέτοιο τρόπο τέλειωσε η μάχη, οι Έλληνες έθαψαν τους πεσόντες που ήταν περισσότεροι από δέκα χιλιάδες.
Μοίρασαν τα λάφυρα ανάλογα με τον αριθμό των στρατιωτών και έβαλαν το θέμα για την απονομή των αριστείων. Κάνοντας πάλι εκδούλευση, από τις πόλεις έκριναν άξια του βραβείου τη Σπάρτη και από τους άντρες τον Παυσανία τον Λακεδαιμόνιο. Στο μεταξύ, ο Αρτάβαζος, έχοντας μαζί του περίπου σαράντα χιλιάδες Πέρσες, πέρασε μέσω της Φωκίδας στη Μακεδονία, βαδίζοντας με τη μεγαλύτερη ταχύτητα, και έφτασε σώος με τους στρατιώτες του στην Ασία. Οι Έλληνες, αφαιρώντας το ένα δέκατο από τα λάφυρα, κατασκεύασαν χρυσό τρίποδα και τον αφιέρωσαν στους Δελφούς χαράζοντας πάνω του την εξής ελεγεία:
''Οι σωτήρες της πλατιάς Ελλάδας αφιέρωσαν τούτο τον τρίποδα, αφού ελευθέρωσαν τις πόλεις από τη στυγερή σκλαβιά''
Αφιέρωσαν επίσης επιτύμβια επιγράμματα για τους Λακεδαιμονίους που έπεσαν στις Θερμοπύλες, για όλους μαζί το εξής:
''Εδώ κάποτε διακόσιες μυριάδες εχθρών πολέμησαν τέσσερις χιλιάδες άντρες από την Πελοπόννησο''
Και ιδιαίτερα για τους Λακεδαιμονίους:
''Ξένε, ανάγγειλε στους Λακεδαιμονίους ότι εδώ είμαστε πεσμένοι, πιστοί στους δικούς τους νόμους''
Με όμοιο τρόπο, ο δήμος των Αθηναίων, στόλισε τους τάφους εκείνων που πέθαναν στον Περσικό πόλεμο, τέλεσε για πρώτη φορά τους επιτάφιους αγώνες και ψήφισε νόμο να εκφωνούνται εγκώμια για εκείνους που θάβονταν με δημόσια δαπάνη, από προεπιλεγμένους ρήτορες. Μετά από αυτά, ο στρατηγός Παυσανίας πήρε το στράτευμα και εκστράτευσε εναντίον των Θηβών, όπου απαίτησε να εκδοθούν οι αίτιοι της συμμαχίας με τους Πέρσες για να τιμωρηθούν. Οι Θηβαίοι ήταν τόσο τρομαγμένοι από το πλήθος των αντιπάλων και από την ανδρεία τους στη μάχη, ώστε οι κύριοι αίτιοι για την αποστασία από τους Έλληνες, αφού δέχτηκαν εκούσια την παράδοση τους, τιμωρήθηκαν από τον Παυσανία και εκτελέστηκαν όλοι.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
(1) :
http://users.sch.gr/ipap/Ellinikos%20Politismos/maxes/Plataia.htm#Πλαταιών
(2) :
http://www.ellinwn-erevna.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=215%3A2013-05-31-10-48-37&catid=56%3Adefence&Itemid=3&lang=el
(3) :
https://periklisdeligiannis.wordpress.com/2012/12/25/%CE%B7-%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%B7-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%80%CE%BB%CE%B1%CF%84%CE%B1%CE%B9%CF%89%CE%BD-479-%CF%80-%CF%87-%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%83-%CE%B1%CE%84/
(4) :
http://www.hellinon.net/NeesSelides/Platees.htm
(5) :
http://www.istorikathemata.com/2012/08/battle-of-plataea.html
(6) :
http://www.ehw.gr/asiaminor/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=4167
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου