ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΕΙ
Περισσότερο απ 10.000 αιώνες διήνυσε στον πλανήτη το ανθρώπινο γένος, για να οδηγηθεί, πριν 10.000 χρόνια, από το τροφοσυλλεκτικό - θηρευτικό στάδιο του μακραίωνα «Παλαιολιθικού» βίου του, στην αυγή της εξελιγμένης πολιτιστικής βαθμίδας που κατέκτησε με το νέο, επαναστατικό, «Νεολιθικό», τρόπο ζωής. H γεωργία, η κτηνοτροφία, και η μόνιμη κατοικία είναι τα κύρια και βασικά χαρακτηριστικά του Νεολιθικού παραγωγικού σταδίου του Νεολιθικού τρόπου ζωής, του Νεολιθικού Πολιτισμού. Tο χωράφι, το ποιμνιοστάσιο, και το ανθρώπινο μόνιμο ενδιαίτημα, είναι οι σταθεροί χώροι, οι «ριζωμένοι» τόποι, οι ρίζες, οι πρωταρχικές «πατρίδες», που συσπειρώθηκε ο Νεολιθικός άνθρωπος...
Κοιτίδες του Νεολιθικού τρόπου ζωής, ο οποίος βασίστηκε σε μιαν άλλη, νέα, επαναστατική σχέση μεταξύ των ζώων, των φυτών και του ανθρώπου, σχέση που τελικά τον οδήγησε στην κυριαρχία του στη φύση, έχουν εντοπιστεί σε περιοχές της Μέσης Ανατολής (8η χιλιετία π.X.) πως και σε τοποθεσίες της Ελλάδας, στην Θεσσαλία, την Αργολίδα, την Κρήτη και το Βόρειο Αιγαίο που ανάγονται στο πρώτο μισό της 7ης χιλιετίας (6.800 - 6.500 π.X.). Στην πρώιμη αυτή περίοδο του Νεολιθικού γεωργοκτηνοτροφικού παραγωγικού σταδίου δεν υπάρχει κεραμική (Aκεραμική περίοδος).
H περίοδος έχει όλα τα στοιχεία των νέων τρόπων της οικονομίας αλλά ακόμη δεν έχει περάσει στο προχωρημένο στάδιο της κατασκευής πήλινων αγγείων που παλαιότερα θεωρούσαν τι προσδιόριζε την έναρξη της Νεολιθικής εποχής και αποτελούσε το κύριο γνώρισμά της μαζί με τα χαρακτηριστικά λίθινα εργαλεία. Tα στοιχεία της νέας οικονομίας που τεκμηριώνουν και χαρακτηρίζουν την Aκεραμική περίοδο στην Ελλάδα, είναι: σκελετικό υλικό εξημερωμένων ζώων, αιγοπροβάτων, βοοειδών και χοίρων (κτηνοτροφία) απανθρακωμένα δημητριακά και όσπρια (γεωργία), ορύγματα και υποδοχές στη γη για ξύλινα δοκάρια, εστίες και στρωμένα με χαλίκι δάπεδα και βόθροι (οικιστική).
Oι επόμενες τέσσερις περίοδοι της Νεολιθικής Εποχής στην Ελλάδα, που, χαρακτηρίζονται απ την παρουσία της Κεραμικής, είναι η Αρχαιότερη (6500 - 5800 π.X.), η Μέση (5800 - 5300 π.X.), η Νεότερη (5300 - 4500 π.X.) και η Τελική Νεολιθική (4500 - 3200 π.X.). O Νεολιθικός άνθρωπος είναι ο εμπνευστής και επινοητής της χρήσης του πηλού για την εξυπηρέτηση των αναγκών της καθημερινής ζωής του, που καθόρισαν και επέβαλαν οι νέοι τρόποι οικονομίας.
Oι επόμενες τέσσερις περίοδοι της Νεολιθικής Εποχής στην Ελλάδα, που, χαρακτηρίζονται απ την παρουσία της Κεραμικής, είναι η Αρχαιότερη (6500 - 5800 π.X.), η Μέση (5800 - 5300 π.X.), η Νεότερη (5300 - 4500 π.X.) και η Τελική Νεολιθική (4500 - 3200 π.X.). O Νεολιθικός άνθρωπος είναι ο εμπνευστής και επινοητής της χρήσης του πηλού για την εξυπηρέτηση των αναγκών της καθημερινής ζωής του, που καθόρισαν και επέβαλαν οι νέοι τρόποι οικονομίας.
O πηλός είναι το υλικό που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος σαν πρώτη ύλη και που, με κατάλληλη επεξεργασία, αλλοιώνοντας την αρχική του σύσταση και μορφή, πλάθοντας και ψήνοντάς τον, του έδωσε σχήματα και όγκους και κατασκεύασε μ’ αυτόν ποικίλα είδη αγγείων και σκευών, ειδωλίων και ομοιωμάτων.
Mε τις νέες συνθήκες παραγωγής και κυρίως, με τη μόνιμη εγκατάσταση και τις ανάγκες που αυτή δημιούργησε, αποθήκευση τροφών, νερού, παρασκευή φαγητού και νέα αντίληψη για τον ανετότερο τρόπο ζωής που δίνουν τα κάθε είδους αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ο άνθρωπος απέκτησε την ικανότητα και μπόρεσε ν’ αντιληφθεί τι μπορούσε να του προσφέρει αυτό που για τόσες χιλιάδες χρόνια είχε τόσο κοντά του, το χώμα δηλαδή και το νερό.
Tο τυχαίο αποτύπωμα της πατημασιάς του στη λάσπη, το σχήμα που άφηνε το ξύλο, η πέτρα, τα πεσμένα φύλλα στο βρεγμένο χώμα, του έδωσαν την έμπνευση πως σ’ αυτό το υλικό μπορούσε εύκολα να δώσει κι αυτός με τα χέρια του σχήματα και μορφές.
ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Η ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του Αιγαιακού χώρου το περιβάλλον δεν υπέστη τόσο δραματικές αλλαγές όσο στο διάστημα 15 / 13.000 - 10.000 χρόνια πριν από σήμερα (π.σ.), από τα τέλη δηλαδή της τελευταίας Παγετώδους (Late Glacial, 13.000 - 10.000 π.σ., ανώτερη Πλειστόκαινος) μέχρι και την έναρξη της τελευταίας Μεσοπαγετώδους, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα (10.000 π.σ. και εξής, Ολόκαινος): κλιματολογικές μεταβολές, ριζικές αλλαγές στην ακτογραμμή και τη στάθμη της θάλασσας, εμφάνιση νέων ειδών πανίδας και χλωρίδας.
ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
Η ΜΕΣΟΛΙΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Ποτέ άλλοτε στην ιστορία του Αιγαιακού χώρου το περιβάλλον δεν υπέστη τόσο δραματικές αλλαγές όσο στο διάστημα 15 / 13.000 - 10.000 χρόνια πριν από σήμερα (π.σ.), από τα τέλη δηλαδή της τελευταίας Παγετώδους (Late Glacial, 13.000 - 10.000 π.σ., ανώτερη Πλειστόκαινος) μέχρι και την έναρξη της τελευταίας Μεσοπαγετώδους, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα (10.000 π.σ. και εξής, Ολόκαινος): κλιματολογικές μεταβολές, ριζικές αλλαγές στην ακτογραμμή και τη στάθμη της θάλασσας, εμφάνιση νέων ειδών πανίδας και χλωρίδας.
Μέσα από τη ριζική αναδιαμόρφωση του Αιγαιακού τοπίου που συντελέστηκε το διάστημα αυτό αναδύθηκε το Αιγαίο όπως το γνωρίζουμε σήμερα, διαμελισμένο και κατατμημένο σε εκατοντάδες μικρόκοσμους, το Αιγαίο των πολλών θαλασσών και των εκατοντάδων νησίδων που μεσολαβούν ανάμεσά τους. Ποια ήταν όμως η φυσιογνωμία του Αιγαιακού χώρου στις χιλιετίες 15 / 13.000 χρόνια πριν από σήμερα και με ποιο τρόπο οι οικολογικές ανακατατάξεις που ακολούθησαν άλλαξαν ριζικά την οργάνωση του χώρου από τις πληθυσμιακές ομάδες που κινούνταν μέσα σ αυτόν;
Σήμερα τα ερωτήματα αυτά συνιστούν πρωταρχικά ζητήματα προς διερεύνηση, δεδομένης της καθοριστικής συμβολής του γεωγραφικού χώρου και των μεταβολών του στη διαμόρφωση νέων τρόπων οργάνωσης του κοινωνικού χώρου. Στο Αιγαίο οι αλλαγές αυτές συνίσταντο σε αύξηση της θερμοκρασίας, σταδιακή άνοδο της στάθμης της θάλασσας, διάσπαση του ενιαίου ηπειρωτικού χώρου σε μικρότερες γεωγραφικές και οικολογικές ζώνες καθώς και σε απώλεια των μεγάλων πεδιάδων που συνέδεαν τις δυτικές και τις ανατολικές ακτές της ηπειρωτικής χώρας με την Ιταλική χερσόνησο και τη σημερινή Μικρά Ασία αντίστοιχα.
Οι μεγάλες αυτές ανακατατάξεις του τοπίου σηματοδότησαν σταδιακά μια σειρά από μεταβολές στον τρόπο οργάνωσης του ομαδικού βίου.
Έτσι, στις μεγάλης κλίμακας αλλαγές του τοπίου, οι ανθρώπινες ομάδες απάντησαν με σταδιακές μεταβολές στην κοινωνική και οικονομική τους οργάνωση. Παράλληλα, διαμόρφωσαν μία νέα αντίληψη του κοινωνικού χώρου ως κατακερματισμένου σε μικρότερα σημεία αναφοράς, προσαρμόζοντας έτσι τη συμπεριφορά τους στη δυναμική του νέου γεωγραφικού χώρου που δημιουργήθηκε από τη διάσπαση μεγαλύτερων τμημάτων ξηράς σε μικρότερες χερσαίες και θαλάσσιες ενότητες.
Ποια ήταν τέλος η σχέση αυτών των ανθρώπινων ομάδων της Μεσολιθικής με τις προηγούμενες γενεές κυνηγών και τις επόμενες γενεές γεωργών που ακολούθησαν; Υπήρχε κάποια γενεαλογικού τύπου συνέχεια μεταξύ τους ή πρόκειται για τρεις διαφορετικές απαντήσεις από πλευράς ανθρώπινων ομάδων στα νέα περιβαλλοντικά δεδομένα που δημιουργούνταν κάθε φορά; Η συνεξέταση των ανασκαφικών και περιβαλλοντικών δεδομένων που αφορούν στον αιγαιακό χώρο δεν παρέχει μέχρι τώρα ενδείξεις που να βεβαιώνουν γενεαλογική συνέχεια στο χώρο και το χρόνο.
Οι μεγάλες αυτές ανακατατάξεις του τοπίου σηματοδότησαν σταδιακά μια σειρά από μεταβολές στον τρόπο οργάνωσης του ομαδικού βίου.
- Από θηρευτική - τροφοσυλλεκτική (Παλαιολιθική εποχή) η οικονομία μεταβλήθηκε σε τροφοσυλλεκτική - αλιευτική (Μεσολιθική εποχή, 10.000 - 7000 π.Χ.), με έμφαση αφενός μεν στην εκμετάλλευση μικρότερων οικολογικών ζωνών και αφετέρου στην εξερεύνηση του θαλάσσιου Αιγαιακού χώρου. Οι νέες αυτές οικονομικές προσαρμογές συντελέσθηκαν από μικρές πληθυσμιακές ομάδες, που, αν και σε ένα μεγάλο βαθμό παρέμειναν νομαδικές, ανέπτυξαν πιο σταθερούς δεσμούς με τους τόπους εκμετάλλευσης, αφού κατοίκησαν πολλούς από αυτούς για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα απ ό,τι οι προκάτοχοί τους οι κυνηγοί.
- Σε ένα δεύτερο στάδιο, οι αλλαγές αυτές προετοίμασαν την εγκαθίδρυση της παραγωγικής οικονομίας (Νεολιθική εποχή ~ 6500 π.Χ.), με την εμφάνιση των πρώτων μόνιμων γεωργοκτηνοτροφικών οικισμών στα πιο εύφορα εδάφη της ηπειρωτικής χώρας.
Έτσι, στις μεγάλης κλίμακας αλλαγές του τοπίου, οι ανθρώπινες ομάδες απάντησαν με σταδιακές μεταβολές στην κοινωνική και οικονομική τους οργάνωση. Παράλληλα, διαμόρφωσαν μία νέα αντίληψη του κοινωνικού χώρου ως κατακερματισμένου σε μικρότερα σημεία αναφοράς, προσαρμόζοντας έτσι τη συμπεριφορά τους στη δυναμική του νέου γεωγραφικού χώρου που δημιουργήθηκε από τη διάσπαση μεγαλύτερων τμημάτων ξηράς σε μικρότερες χερσαίες και θαλάσσιες ενότητες.
Ποια ήταν τέλος η σχέση αυτών των ανθρώπινων ομάδων της Μεσολιθικής με τις προηγούμενες γενεές κυνηγών και τις επόμενες γενεές γεωργών που ακολούθησαν; Υπήρχε κάποια γενεαλογικού τύπου συνέχεια μεταξύ τους ή πρόκειται για τρεις διαφορετικές απαντήσεις από πλευράς ανθρώπινων ομάδων στα νέα περιβαλλοντικά δεδομένα που δημιουργούνταν κάθε φορά; Η συνεξέταση των ανασκαφικών και περιβαλλοντικών δεδομένων που αφορούν στον αιγαιακό χώρο δεν παρέχει μέχρι τώρα ενδείξεις που να βεβαιώνουν γενεαλογική συνέχεια στο χώρο και το χρόνο.
Τα συμπεράσματα αυτά στρέφουν τη σύγχρονη έρευνα προς νέες κατευθύνσεις που αφορούν στην πιθανότητα μετακινήσεων και εγκατάστασης νέων πληθυσμιακών ομάδων στην περιοχή του Αιγαίου κατά την εποχή των μεγάλων ανακατατάξεων.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Κλιματικές Αλλαγές και Επιπτώσεις
Κατά τη διάρκεια της εκτενούς γεωλογικής εποχής της Πλειστόκαινου (1.6 εκατομ. - 10.000 π.σ.) το κλίμα μεταβαλλόταν διαρκώς λόγω της αλλεπάλληλης διαδοχής περιόδων Παγετώδους και Μεσοπαγετώδους. Κατά τη διάρκεια των πρώτων, οπότε και σχηματίζονταν οι παγετώνες, επικρατούσαν κλίματα ψυχρά και ξηρά (συνθήκες στέππας), ενώ κατά τα διαστήματα που μεσολαβούσαν το κλίμα θερμαινόταν, γεγονός που προκαλούσε τήξη των πάγων και σταδιακή άνοδο της στάθμης της θάλασσας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια των περιόδων Παγετώδους της Πλειστόκαινου η Γη καλύφθηκε από πάγους σε ποσοστό 32%, ποσοστό πολύ ανώτερο από το σημερινό (μόλις 10%). Οι εναλλαγές αυτές είχαν μεγάλες επιπτώσεις στη μορφολογία των χερσαίων και των θαλάσσιων τοπίων καθώς και στη σύσταση του φυτικού και του ζωικού κόσμου. Παράλληλα σημάδεψαν την ανθρώπινη ζωή, αφού κάθε φορά μετέβαλλαν καθοριστικά τις συνθήκες διαβίωσης, την οργάνωση του ομαδικού βίου αλλά και τις συνθήκες επικοινωνίας των ανθρώπινων ομάδων.
Βέβαια, η χρονική κλίμακα τέτοιων εναλλαγών κυμαίνεται: από μία εποχή, όσο χρειάζεται να αλλάξει η βλάστηση της πλαγιάς ενός βουνού, μέχρι εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια, όσο χρειάζεται για να αναδυθούν βυθισμένα κομμάτια γης ή να διαμελιστούν ενιαίες χερσαίες επιφάνειες. Έτσι, άλλοτε η ίδια γενιά ανθρώπων γινόταν μάρτυρας μικρών αλλά σημαντικών αλλαγών του τοπίου, άλλοτε όμως αργές και ριζικές αλλαγές του χώρου δε γίνονταν αντιληπτές αφού χάνονταν στη μνήμη πολλών γενεών.
Πλειστόκαινος
Η Πλειστόκαινος διαιρείται σε τρία στάδια: την κατώτερη Πλειστόκαινο (1.6 εκατομ.-730.000 χρόνια π.σ.), τη μέση (730.000-130.000 π.σ.) και την ανώτερη (130.000-10.000 π.σ.). Από αυτά, μόνο η ανώτερη Πλειστόκαινος περιέχει τις δραστηριότητες των Homo Neanderthal (Μέση Παλαιολιθική) και Homo Sapiens (Ανώτερη Παλαιολιθική). Η διαίρεση αυτή βασίστηκε στην καταγραφή των αλλαγών πανίδας και χλωρίδας από ειδικούς ερευνητές.
Παγετώδης - Μεσοπαγετώδης
Κατά την κατώτερη Πλειστόκαινο, κυρίως στη διάρκεια των παγετώνων Guenz και Mindel, στον ελληνικό χώρο επικρατούσαν τροπικές συνθήκες σαβάνας. Κατά τη μέση Πλειστόκαινο και ιδιαίτερα στη διάρκεια της μεγάλης Μεσοπαγετώδους περιόδου, γνωστής ως Hoxnian, επικράτησαν ηπιότερες κλιματικές συνθήκες, ενώ μόνο προς το τέλος της περιόδου επανήλθαν οι συνθήκες Παγετώδους (παγετώνας Riss I και II, 180.000 - 130.000 π.σ.).
Η τελευταία μεγάλη περίοδος της Πλειστόκαινου (ανώτερη Πλειστόκαινος) αρχίζει με την προτελευταία Μεσοπαγετώδη (Eemian), κατά τη διάρκεια της οποίας επικράτησαν και πάλι συνθήκες πυκνής βλάστησης και υγρασίας. Ακολούθησε η τελευταία μεγάλη Παγετώδης (Wuerm, 130.000 - 10.000 π.σ.), με μέγιστη αύξηση των πάγων κατά το 18.000 π.σ. Με την έναρξη της αμέσως επόμενης γεωλογικής περιόδου, της Ολόκαινου (10.000 π.σ.), ξεκινά και η τελευταία Μεσοπαγετώδης, την οποία διανύουμε και σήμερα.
Η ονομασία των παγετώνων δόθηκε αρχικά από τους ερευνητές Penck και Bruckner (1909), οι οποίοι προκειμένου να περιγράψουν τους τέσσερις μεγάλους παγετώνες της Ευρώπης κατά την Τεταρτογενή γεωλογική περίοδο, δανείστηκαν τα ονόματα τεσσάρων μεγάλων ποταμών της περιοχής των ΒΔ Άλπεων (Guenz,Mindel,Riss και Wuerm), οι αποθέσεις των οποίων οφείλονταν σε κλιματολογικές αλλαγές των φάσεων Παγετώδους. Τα στάδια με θερμότερο κλίμα που μεσολαβούσαν μεταξύ δύο περιόδων Παγετώδους ονομάστηκαν Μεσοπαγετώδεις και καταγράφηκαν ως Guenz-Mindel, Mindel-Riss και Riss-Wuerm.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η διαδοχή των φάσεων αυτών ήταν πιο σύνθετη από το αρχικό σχήμα των Penck και Bruckner, που είχε περιορισμένη εφαρμογή στην περιοχή των Άλπεων. Η σύγχρονη μέθοδος χρονολόγησης των φάσεων της Πλειστόκαινου γίνεται με τη μελέτη των πυρήνων ιζημάτων βαθιών θαλασσών (deep sea cores), που εξάγονται από τα βάθη των ωκεανών με ειδικές αντλίες.
Από αυτά, τα λεγόμενα πηλώδη (oozies) περιέχουν σκελετούς μικρών θαλάσσιων οργανισμών (π.χ. τα τρηματοφόρα, foraminifera), η μελέτη των οποίων παρέχει πληροφορίες για τις αλλαγές της θερμοκρασίας στην Πλειστόκαινο: δεδομένου ότι το κάθε είδος αναπτύσσεται σε διαφορετικές θερμοκρασίες, η αναγνώριση και η καταγραφή των ειδών σε κάθε στρώμα ιζήματος είναι δυνατόν να παρέχει πληροφορίες γύρω από τις θερμοκρασιακές μεταβολές κατά τη μακρά αυτή περίοδο.
Επιπλέον η καταγραφή μεταβολών στα ποσοστά δύο ισότοπων οξυγόνου που εμπεριέχονται στο ανθρακικό ασβέστιο του σκελετικού υλικού των τρηματοφόρων δηλώνει επίσης αλλαγές στη θερμοκρασία κατά την εποχή που αυτά ζούσαν. Έτσι, σήμερα γνωρίζουμε ότι η εναλλαγή φάσεων ψυχρού και θερμού κλίματος κατά την Πλειστόκαινο ήταν πολύ πιο σύνθετη απ' ό,τι αρχικά αναμενόταν. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη στρωματογραφία των ισότοπων του πυρήνα V28 - 238 που πάρθηκε από τον Ειρηνικό Ωκεανό, η μέση Πλειστόκαινος (730.000 - 130.000 π.σ.) περιλάμβανε 7 στάδια Παγετώδους και 7 στάδια Μεσοπαγετώδους διαφορετικής διάρκειας.
Ανώτερη Πλειστόκαινος (Ύστερη Παγετώδης, Late Glacial)
Πριν από την έναρξη της επόμενης γεωλογικής περιόδου, της Ολόκαινου (10.000 π.σ.), που διανύουμε ακόμα και σήμερα, η Ευρώπη και η Μεσόγειος διένυσαν τα όψιμα στάδια της τελευταίας ΠαγετώδουςWuerm, (Wuerm ΙΙΙ, Ανώτερη Παλαιολιθική, 30.000 - 10.000 π.σ.), μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από πολύ ψυχρά και ξηρά κλίματα, ελάχιστες βροχοπτώσεις, βλάστηση στέππας και υποχώρηση των δασών.
Η μέγιστη έξαρση αυτών των συνθηκών ψυχρού κλίματος που χαρακτήριζαν τηWuerm εμφανίστηκε κατά το 18.000 π.σ., οπότε και άρχισε η σταδιακή υποχώρηση των φαινομένων που τις συνόδευαν. Κατά την περίοδο αυτή, κι ενώ οι πάγοι εξαπλώνονταν από τον Ατλαντικό ως τη Μεσόγειο, η στάθμη της θάλασσας κατέβηκε μέχρι και 100 - 120 μέτρα χαμηλότερα από το σημερινό της επίπεδο. Έτσι, μεγάλα τμήματα ξηράς αναδύθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, ενώνοντας πολλά χερσαία τμήματα γης μεταξύ τους.
Ολόκαινος
Τα φαινόμενα αυτά αντιστράφηκαν ήδη από τα όψιμα στάδια της τελευταίας Παγετώδους (Late Glacial), αλλά ιδιαίτερα με την έναρξη της Μεσοπαγετώδους που ακολούθησε (Ολόκαινος / Μεσολιθική, 10.000 π.σ.). Με τη σταδιακή αύξηση της θερμοκρασίας οι πάγοι μετακινήθηκαν σταδιακά και έλιωσαν, γεγονός που είχε δραματικές επιπτώσεις στη γεωμορφολογία της Ευρασίας: το λιώσιμο των πάγων βοήθησε τη διάβρωση των υψηλότερων περιοχών με τη δημιουργία χειμάρρων και ποταμών που μετέφεραν μεγάλες ποσότητες χώματος στις χαμηλότερες περιοχές.
Κι ενώ τα χαμηλά σκεπάστηκαν με νέες αποθέσεις από τα υλικά της διάβρωσης των υψηλότερων περιοχών -ιλύ και ασβεστούχο άργιλο loess- η άνοδος της στάθμης της θάλασσας οδήγησε στη βύθιση των μεγάλων λωρίδων γης που ένωναν νησίδες και χερσαία τμήματα, μεγαλώνοντας έτσι την απόσταση μεταξύ τους. Αν και στον Αιγαιακό χώρο οι επιπτώσεις των κλιματικών αυτών αλλαγών ποίκιλλαν ανάλογα με την περιοχή, εντούτοις, οι συνέπειες για την οικονομία ήταν μεγάλες, αφού οι αλλαγές αυτές οδήγησαν σταδιακά στην εντατική εκμετάλλευση ενός ευρύτερου φάσματος παραγωγικών πόρων και στην υιοθέτηση νέων τρόπων διαχείρισης του περιβάλλοντος κατά τη Μεσολιθική εποχή.
Ακτογραμμή
Το φαινόμενο της εναλλαγής περιόδων συσσώρευσης και περιόδων τήξης των πάγων κατά τη μακρά γεωλογική εποχή της Πλειστόκαινου (1.6 εκατομ.- 10.000 π.σ.) είχε μεγάλες επιπτώσεις στις μεταβολές της στάθμης της θάλασσας και στην ακτογραμμή της Μεσογείου. Κάθε φορά που οι παγετώδεις διεργασίες ευνοούσαν τη συσσώρευση των πάγων η στάθμη της θάλασσας κατέβαινε αισθητά, φανερώνοντας μεγάλες λωρίδες γης στα σημεία εκείνα που σκεπάζονταν από θάλασσα κατά τα προηγούμενα θερμότερα στάδια.
Το φαινόμενο αντιστρεφόταν κατά τις φάσεις θερμότερου κλίματος: η άνοδος της θερμοκρασίας ευνοούσε την τήξη των πάγων και τη σταδιακή άνοδο της θαλάσσιας στάθμης. Ως επακόλουθο της ανόδου του επιπέδου της θάλασσας, μεγάλες λωρίδες γης βυθίζονταν στο νερό με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της χερσαίας επιφάνειας των ηπείρων. Αν και τα φαινόμενα αυτά είναι γνωστά στους ερευνητές, εντούτοις μόνο για τη φάση της τελευταίας Παγετώδους (23.000 - 15.000 π.σ.) έχουμε μία πιο σαφή και λεπτομερή εικόνα για τις διακυμάνσεις της ακτογραμμής.
Έτσι, για την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου κατά το διάστημα της μέγιστης αύξησης των παγετώνων (18.000 π.σ.), οι μελέτες έδειξαν ότι η κατώτερη τιμή της στάθμης της θάλασσας έφτανε κατά μέσο όρο τα 120 μέτρα, ποικίλλοντας χρονικά και τοπικά ανάλογα με τα λοιπά τεκτονικά φαινόμενα που δρούσαν σε κάθε περιοχή. Με την έναρξη της Ολόκαινου (10.000 π.σ.) η στάθμη ανέβηκε στα 60 μέτρα περίπου, ενώ μόλις κατά το 9000 π.σ. έφτασε τα 20 μέτρα.
Οι επιπτώσεις των μεταβολών του επιπέδου της θάλασσας στη διαμόρφωση της γεωμορφολογίας του Αιγαιακού χώρου υπήρξαν δραματικές:
Οι γεωμορφολογικές αυτές μεταβολές συνοδεύτηκαν από αλλαγές στην πανίδα και τη χλωρίδα τόσο των περιοχών που παρέμεναν σταθερές όσο και εκείνων που κάθε φορά αναδύονταν και βυθίζονταν και σφράγισαν αποφασιστικά τον τρόπο διαβίωσης και τις μετακινήσεις των πληθυσμών του Αιγαίου.
Χλωρίδα - Πανίδα
Η σημερινή εικόνα που παρουσιάζει η ηπειρωτική χώρα του Αιγαίου -γυμνά διαβρωμένα εδάφη, χέρσες εκτάσεις ή εκτεταμένες πλαγιές καλυμμένες από θαμνώδη μακία βλάστηση- πολύ απέχει από την εικόνα που παρουσίαζε στην απώτερη Προϊστορία. Με τις σταδιακές εναλλαγές της θερμοκρασίας και της έκτασης των παγετώνων, φαινόμενα που λάμβαναν χώρα σε μία χρονική κλίμακα εκατοντάδων και χιλιάδων ετών, μεταφέρονταν αντίστοιχα βορειότερα ή νοτιότερα οι ζώνες βλάστησης και οι πανίδες τους.
Ιδιαίτερα στον Αιγαιακό χώρο, με την πλούσια τοπογραφία και την ποικιλία ζωνών βλάστησης και μικροπεριβαλλόντων, τέτοια φαινόμενα παρουσίαζαν τοπικές και χρονικές ιδιαιτερότητες. Έτσι, εικάζεται ότι κάθε Παγετώδης και Μεσοπαγετώδης παρουσίαζε ιδιαιτερότητες ως προς το κλίμα, τη χλωρίδα και την πανίδα, ιδιαιτερότητες που εν πολλοίς παραμένουν άγνωστες σ' εμάς. Σήμερα, είναι δυνατόν να ανασυστήσουμε σε γενικές γραμμές το αρχαιοπεριβάλλον μιας αρχαιολογικής θέσης, μελετώντας τα φυτικά και τα ζωικά κατάλοιπα της ευρύτερης αλλά και της εγγύτερης περιοχής γύρω από αυτήν, με μεθόδους που επιτρέπουν την άμεση ή έμμεση καταγραφή τους.
Για τη βλάστηση του ευρύτερου περιβάλλοντος μιας θέσης συγκεντρώνονται πληροφορίες που αφορούν στις αλλαγές της γύρης της χλωρίδας την εποχή που μελετάται (Παλυνολογία),
για το οικοσύστημα και το μικροπεριβάλλον της θέσης μελετώνται οι σπόροι και οι καρποί που βρέθηκαν σ' αυτή (Παλαιοεθνο-βοτανολογία), για την ανασύσταση του ζωοπεριβάλλοντος μιας θέσης πληροφορίες παρέχουν τα οστά των ζώων που βρέθηκαν σ αυτή. Αλλά και ο προσδιορισμός της χλωρίδας της περιοχής βοηθά στον υποθετικό προσδιορισμό της πανίδας που συνοδεύει το συγκεκριμένο είδος βλάστησης.
Παλυνολογία
Ο πλέον διαδεδομένος τρόπος προσδιορισμού της χλωρίδας κατά τη διάρκεια της μετάβασης από την Πλειστόκαινο στην Ολόκαινο είναι η μελέτη της γύρης της χλωρίδας μιας ευρύτερης περιοχής που εναποτέθηκε και διασώθηκε σε κατάλληλες συνθήκες διατήρησης οργανικών υλών, συνήθως σε λίμνη ή έλος. Η επιστήμη λέγεται παλυνολογία (παλύνω: πασπαλίζω) και βασίζεται στην απόσπαση καρότων (πυρηνοληψία) από λιμναίες και ελώδεις αποθέσεις, στη μελέτη και αναγνώριση των κόκκων γύρης που εμπεριέχονται σ αυτά και στη σύνταξη διαγραμμάτων γύρης που πληροφορούν για τη χλωρίδα της ευρύτερης περιοχής σε μεγάλες χρονικές κλίμακες.
Τα παλυνολογικά συμπεράσματα που αφορούν στη χλωρίδα του Ελλαδικού χώρου στην ανώτερη Πλειστόκαινο προέρχονται από πυρηνοληψίες που έγιναν τα τελευταία 30 χρόνια στις περιοχές της Έδεσσας, των Φιλίππων, των Ιωαννίνων, της Χειμαδίτιδας, της Ξυνιάς και της Κωπαΐδας, ενώ αυτά που αφορούν στη χλωρίδα στις αρχές της Ολόκαινου προέρχονται επιπλέον από πυρήνες της Παραλίμνης Βοιωτίας, του Φράγχθι Ερμιονίδας και των Χανίων.
Κατά την εξαγωγή συμπερασμάτων χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, αφού οι πληροφορίες που μας παρέχουν οι πυρηνοληψίες αυτές αφορούν μόνο την ευρύτερη ζώνη των περιοχών από τις οποίες αποσπάσθηκαν και δεν μπορούν να γενικευθούν για όλο το Αιγαίο. Επιπλέον, οι αλλαγές της γύρης που καταγράφονται αφορούν περιοχές παρόμοιου υψόμετρου με εκείνο της θέσης από την οποία πάρθηκαν τα καρότα και γι αυτό δε θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι αντιπροσωπευτικές χαμηλότερων υψομετρικά θέσεων.
Σπόροι - Καρποί - Οστά ζώων
Για τον προσδιορισμό της χλωρίδας και της πανίδας μιας αρχαιολογικής θέσης βασική πηγή αποτελούν οι σπόροι και το οστεολογικό υλικό που βρέθηκε σ αυτήν. Η συστηματική μελέτη των οργανικών αυτών καταλοίπων γίνεται τα τελευταία χρόνια από ειδικούς επιστήμονες (Παλαιοεθνοβοτανολογίας και Ζωοαρχαιολογίας) και έχει πλουτίσει τις γνώσεις μας σε σχέση με τη διατροφή του προϊστορικού ανθρώπου. Τα λείψανα φυτών που ανευρίσκονται στις ανασκαφές περιλαμβάνουν σπόρους, σταχίδια, λέπυρα και ραχίδια σε απανθρακωμένη μορφή που οφείλεται σε πυρκαγιά του χώρου που φυλάσσονταν (αποθηκευτικοί χώροι, φούρνοι).
Η μορφολογία των απανθρακωμένων σπόρων έχει μεταβληθεί σε αρκετό βαθμό (ελάττωση του μήκους και αύξηση του πλάτους και του πάχους τους), αλλά όχι τόσο που να είναι αδύνατη η αναγνώρισή τους. Η εύρεση των σπόρων επιτυγχάνεται με τη μέθοδο της επίπλευσης που μπορεί να περιγραφεί ως εξής: σε μία ειδική συσκευή (νεροκόσκινο) που περιέχει νερό, ρίχνουν χώμα που προέρχεται από αρχαιολογικό στρώμα και το αναταράσσουν. Τα ελαφρύτερα οργανικά κατάλοιπα που επιπλέουν στην επιφάνειά του (σπόροι, μικρά οστά, όστρεα), αλλά και τα βαρύτερα, μαζεύονται σε κόσκινα με τρύπες ανάλογης διαμέτρου ώστε να τα συγκρατήσουν.
Έτσι είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν στοιχεία που δε φαίνονται με γυμνό μάτι κατά τη διάρκεια της ανασκαφής. Οι σπόροι που συγκεντρώνονται με τη μέθοδο της επίπλευσης αποτελούν ένα αξιόπιστο δείγμα, χρήσιμο για την ανασύσταση της οικονομίας ενός οικισμού. Η αναγνώριση του είδους των προϊστορικών σπόρων γίνεται με μικροσκόπιο και βασίζεται στην αναλυτική καταγραφή όλων των λεπτομερειών της μορφολογίας τους και την προσεκτική σύγκρισή τους με σπόρους νωπών φυτών του ίδιου είδους.
Οι γνώσεις μας για την πανίδα μιας θέσης προέρχονται από τη μελέτη των οστών μικρών και μεγάλων ζώων. Η αναγνώριση ορισμένων μορφολογικών χαρακτηριστικών των οστών και των δοντιών των ζώων βοηθά στην αναγνώριση του είδους τους και παρέχει ασφαλείς ενδείξεις για την ανασύσταση της πανίδας της περιοχής.
Ανώτερη Πλειστόκαινος
Κατά την περίοδο της ακμής της τελευταίας Παγετώδους (Wuerm III, Late Glacial) επικρατούσαν συνθήκες ψυχρού κλίματος, με περιορισμένες βροχοπτώσεις. Η βλάστηση ήταν ανάλογη των συνθηκών αυτών ξηρασίας, ήταν δηλαδή βλάστηση τούνδρας - στέππας. Από παλυνολογικές μελέτες του S. Bottema και άλλων ερευνητών στον ελλαδικό χώρο γνωρίζουμε ότι στα χαμηλά επικρατούσε η Αρτεμισία, είδος αψιθιάς, τα Χηνοποδιίδη και η Εφέδρα, βλάστηση χαρακτηριστική συνθηκών στέππας. Στις ορεινές περιοχές, όπου υπήρχε μεγαλύτερη υγρασία, επικρατούσαν τα πεύκα και η βετούλα.
Παρομοίως και η πανίδα παρουσιάζει χαρακτηριστικά περιβάλλοντος στέππας. Στην Ήπειρο επικράτησαν οι ελαφίδες και οι καπρίνες (αίγαγρος, αγριόγιδο κ.ά.), ενώ παρόντες ήταν και οι ιππίδες, τα αρτιοδάκτυλα (άγριο βόδι, αγριόχοιρος), τα σαρκοβόρα, τα ερπετά και τα τρωκτικά. Στο σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας επικράτησε ο άγριος όνος και λιγότερο το κόκκινο ελάφι, ενώ στη Στερεά Ελλάδα συνευρίσκονταν το κόκκινο ελάφι, ο αίγαγρος και ο άγριος όνος.
Υπάρχουν ενδείξεις, τέλος, ότι σε κάποια σπήλαια γινόταν χρήση θαλάσσιων μαλακίων ως συμπλήρωμα της διατροφής (Φράγχθι: Patella και Monodonta, Πετράλωνα, Καστρίτσα, Κλειδί). Αν και αυτή είναι η γενική εικόνα που παρουσίαζε η Αιγαιακή χώρα κατά την τελευταία Παγετώδη, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η χαρακτηριστική τοπογραφία της περιοχής, με τις ποικίλες υψομετρικές διαφορές και το πλούσιο γεωλογικό και υδρολογικό υπόβαθρο, ευνοούσε την ανάπτυξη μικροπεριβαλλόντων και ιδιαίτερων ενδιαιτημάτων (habitats) με εντόπια χαρακτηριστικά.
Την ύπαρξη τέτοιων μικροοικοσυστημάτων επιβεβαιώνουν παλαιοεθνολογικές και ζωοαρχαιολογικές μελέτες που αφορούν μεμονωμένες αρχαιολογικές θέσεις, όπως για παράδειγμα οι μελέτες της χλωρίδας και της πανίδας από τα σπήλαια και τις βραχοσκεπές της Ηπείρου (Καστρίτσα, Ασπροχάλικο, Κλειδί) καθώς και από το σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας, οι οποίες καταγράφουν τη χαρακτηριστική χλωρίδα και πανίδα της γύρω από την κάθε θέση περιοχής.
Ολόκαινος
Ήδη από την ύστερη φάση της τελευταίας Παγετώδους (Late Glacial 13.000 - 10.000 π.σ.), αλλά ιδιαίτερα από τις αρχές της Ολόκαινου και μετά (10.000 π.σ.), με την υποχώρηση των παγετώνων και την άνοδο της θερμοκρασίας, επικράτησε σταδιακά η δασώδης βλάστηση εις βάρος της βλάστησης τύπου στέππας. Η επέκταση των δασών ξεκίνησε στο βόρειο και τον κεντρικό Ελλαδικό χώρο περίπου το 11.000 π.σ. και ολοκληρώθηκε σταδιακά περίπου το 9000 π.σ. όπως μας πληροφορούν οι πυρηνοληψίες γύρης που συλλέχθηκαν από την Ήπειρο, το Βέρμιο και την περιοχή της Λαμίας.
Μεγάλες εκτάσεις γης σε υψόμετρο μικρότερο από 800 μέτρα καλύφθηκαν από ανοιχτά δάση φυλλοβόλων βαλανιδιών, ενώ στα μεγαλύτερα υψόμετρα (1000 - 1600 μέτρα) επικράτησαν πυκνά δάση κωνοφόρων. Μετά το 9000 π.σ. η βλάστηση παρουσίασε ακόμα μεγαλύτερη ποικιλία, αφού εμπλουτίστηκε με πληθώρα νέων ειδών βοτάνων και αγριόχορτων. Η πανίδα ανταποκρίθηκε στις νέες συνθήκες: έτσι επικράτησαν ζώα δασώδους βλάστησης, όπως το κόκκινο ελάφι και ο αγριόχοιρος, εις βάρος μεγαλύτερων ζώων, όπως ο άγριος όνος ή ο άγριος ταύρος.
Συνεχίζεται επίσης η χρήση χερσαίων και θαλάσσιων μαλακίων τόσο ως συμπλήρωμα της διατροφής όσο και για την κατασκευή κοσμημάτων (Σιδάρι Κέρκυρας, Γιούρα, Φράγχθι). Αυτή βέβαια είναι μόνο η γενική εικόνα που παρουσίαζαν η χλωρίδα και η πανίδα στον αιγαιακό χώρο την εποχή αυτή. Σε ένα τόσο πλούσιο γεωμορφολογικά και τοπογραφικά χώρο σαν το Αιγαίο είναι αναμενόμενο ότι θα υπήρχε μία μεγάλη ποικιλία βλάστησης και ιδιαίτερων ενδιαιτημάτων (habitats) με εντόπια χαρακτηριστικά, ανάλογα με τη θερμοκρασία και το έδαφος της κάθε περιοχής.
Την ύπαρξη τέτοιων μικροοικοσυστημάτων επιβεβαιώνουν παλαιοεθνολογικές και ζωοαρχαιολογικές μελέτες που αφορούν μεμονωμένες αρχαιολογικές θέσεις, όπως για παράδειγμα οι μελέτες της χλωρίδας και της πανίδας από το σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας, οι οποίες καταγράφουν τη χαρακτηριστική χλωρίδα και πανίδα της γύρω από τη θέση περιοχής σε χαμηλό υψόμετρο, προσθέτοντας νέα είδη βλάστησης (π.χ. αγριομυγδαλιές, αγριαμπελιές κ.ά.) στον ήδη υπάρχοντα κατάλογο των ειδών που μας παρέχουν οι πυρηνοληψίες γύρης από περιοχές με μεγάλο υψόμετρο.
Φράγχθι
Το σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας διασώζει μία καλά στρωματογραφημένη και χρονολογημένη διαδοχή, από την Ανώτερη Παλαιολιθική μέχρι και τη Νεολιθική εποχή, της οποίας έχουν μελετηθεί όλες οι παράμετροι (κατοίκηση, διατροφή, τεχνολογία, περιβάλλον). Γι αυτό και η θέση αυτή παρέχει τη μοναδική για τον ελλαδικό χώρο ευκαιρία προκειμένου να κατανοήσουμε πώς έγινε η μετάβαση από την τελευταία Παγετώδη στη Μεσοπαγετώδη στην περιοχή του Αιγαίου.
Η αναλυτική μελέτη των βοτανικών καταλοίπων από το σπήλαιο Φράγχθι έγινε από την παλαιοεθνοβοτανολόγο Julie Hansen. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας:
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Οι δραματικές αλλαγές του τοπίου στα τέλη της Πλειστόκαινου είχαν μεγάλες επιπτώσεις στις συνθήκες διαβίωσης και στους τρόπους επικοινωνίας των παλαιολιθικών κυνηγών - συλλεκτών. Η καταβύθιση των παράλιων πεδινών εκτάσεων και ο χωρισμός μεγάλων χερσονήσων σε μικρότερες νησίδες που ακολούθησε την άνοδο της θερμοκρασίας κατά την ύστερη ανώτερη Πλειστόκαινο δημιούργησαν ένα μεγάλο κενό όσον αφορά την εξασφάλιση των φυσικών πόρων (χλωρίδα, πανίδα) που παρείχαν οι περιοχές αυτές, ένα κενό που έπρεπε να αναπληρωθεί.
Υπό την πίεση των νέων συνθηκών, οι κυνηγοί - τροφοσυλλέκτες προχώρησαν σε μία πιο εντατική εκμετάλλευση του φυσικού περίγυρου των σπηλαίων - καταυλισμών τους, συλλέγοντας καρπούς και αλιεύοντας μεγάλη ποικιλία ψαριών από τις ακτές. Παράλληλα, πολλοί από αυτούς αναζήτησαν νέους πόλους οικονομικής εκμετάλλευσης στο θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Μόνο που τώρα, ο διαμελισμός της ξηράς και η εμφάνιση εκατοντάδων μικρών αυτόνομων νησίδων απαιτούσε άρτια μέσα ναυσιπλοΐας και μεγαλύτερη εμπειρία και γνώση που αφορούσε τόσο τα θαλάσσια περάσματα όσο και το ταξίδι σε ανοιχτή θάλασσα (π.χ. θαλάσσια ρεύματα, αστερισμοί κατά τη διάρκεια της νύχτας κ.ά.).
Η στροφή αυτή σε εντατικότερη εκμετάλλευση μικροοικοσυστημάτων με άξονες την τροφοσυλλογή και το ψάρεμα άλλαξε τις στρατηγικές διαβίωσης των κυνηγών, περιορίζοντας τη συστηματική περιοδικότητα των μετακινήσεων μεταξύ ορεινών και πεδινών και επιτρέποντας μία μονιμότερου χαρακτήρα εγκατάσταση στα σπήλαια - καταυλισμούς, έστω και σε εποχική βάση. Οδήγησε επίσης στην εξερεύνηση νέων κυρίως θαλάσσιων χώρων με σκοπό τη διεύρυνση του ζωτικού προς εκμετάλλευση χώρου ή σε κάποιες περιπτώσεις και την εποχική ή μη εγκατάσταση.
Ανώτερη Πλειστόκαινος
Κατά την τελευταία Παγετώδη φάση (Ανώτερη Πλειστόκαινος, 18.000 π.σ.), οι κυνηγετικές και συλλεκτικές (καρποσυλλογή, αλιεία κ.ά.) δραστηριότητες λάμβαναν χώρα κυρίως στις εκτενείς πεδινές παράκτιες εκτάσεις, στις οποίες κατέληγε η ηπειρωτική χώρα. Οι πεδιάδες αυτές συνιστούσαν σημαντικούς βιότοπους (π.χ. άγριοι καρποί, πηγές νερού) και πόλο έλξης αγελών ζώων (π.χ. ελάφια, άγριος όνος κ.ά.).
Μετά την τελευταία Παγετώδη και κατά το διάστημα της υποχώρησης των παγετώνων (Late Glacial, 13.000 - 10.000 π.σ.), λόγω της τήξης των παγετώνων και της ανόδου της θαλάσσιας στάθμης πολλές από αυτές τις πεδιάδες βυθίστηκαν σταδιακά, αναγκάζοντας τους κυνηγούς να στραφούν σε νέους τρόπους εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων του περιβάλλοντος. Αλλού, όπως στην Ήπειρο, η σταδιακή υποχώρηση των πάγων επέτρεψε στους κυνηγούς να εξερευνήσουν την ορεινή ενδοχώρα και να εκμεταλλευτούν με συστηματικό τρόπο οικοσυστήματα που δεν είχαν ερευνηθεί στο παρελθόν λόγω των παγετώνων.
Οι στρατηγικές που χρησιμοποιήθηκαν κάθε φορά ποικίλλουν ανά περιοχή, προσαρμοσμένες στην ιδιαιτερότητα του αναγλύφου της εκάστοτε περιοχής. Έτσι, στην Ήπειρο, μετά το 16.000 π.σ., οι κυνηγοί επισκέφτηκαν για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο την ορεινή ενδοχώρα και χρησιμοποίησαν βραχοσκεπές της περιοχής (π.χ. Κλειδί, Καστρίτσα) ως εποχικούς καταυλισμούς (θερινούς) και ως ορμητήρια για το κυνήγι ζώων με μεταναστευτική συμπεριφορά (π.χ. ελάφια).
Εκμεταλλευόμενοι τις εποχικές μετακινήσεις των θηραμάτων τους και τις ιδιαιτερότητες της εντόπιας τοπογραφίας, ανέπτυξαν ένα σύστημα περιοδικά οργανωμένων μετακινήσεων από τις πεδινές παράκτιες περιοχές προς την ορεινή ενδοχώρα και αντίστροφα, με σκοπό να αυξήσουν την αποδοτικότητα των κυνηγετικών τους δραστηριοτήτων. Αντίθετα, έδειξαν πολύ μικρό ενδιαφέρον για την τροφοσυλλογή, όπως μαρτυρά η απουσία σπόρων από τα ανασκαμμένα τμήματα των βραχοσκεπών της περιοχής (π.χ. Κλειδί).
Στη Θεσσαλία, λόγω διαφορετικής τοπογραφίας (πεδινό ανάγλυφο) οι κυνηγοί χρησιμοποίησαν το σπήλαιο της Θεόπετρας ως ορμητήριο για την εκμετάλλευση της ευρύτερης περιφέρειας του σπηλαίου, όπως δείχνει η συγκέντρωση σπόρων και καρπών αλλά και η παρουσία μικροπανίδας. Η εύρεση λίθινων εργαλείων της ίδιας περιόδου κατά μήκος της όχθης του Πηνειού από τους Milojcic, Θεοχάρη και Runnels στις δεκαετίες 1950 - 1990 είναι πιθανώς ένδειξη κυνηγετικών δραστηριοτήτων κατά μήκος της πιο βασικής πηγής νερού στο θεσσαλικό κάμπο, του Πηνειού, με σκοπό την εξασφάλιση θηραμάτων (ελαφίδες, ιππίδες κ.ά.) κατά τη διέλευσή τους από εκεί προκειμένου να προμηθευτούν νερό.
Για την περιοχή της Αργολίδας στην Πελοπόννησο έχουμε μία πιο σαφή εικόνα των αλλαγών του τρόπου διαβίωσης κατά τη μεταβατική αυτή φάση, λόγω των αποτελεσμάτων της ανασκαφής του σπηλαίου Φράγχθι στην Ερμιονίδα, που σώζει στρώματα διαδοχικής κατοίκησης από την τελευταία Παγετώδη μέχρι και την εποχή της συστηματοποίησης της γεωργίας τη Νεολιθική εποχή. Έτσι, μας είναι γνωστό ότι κατά την τελευταία Παγετώδη (~18.000 π.σ.), η θαλάσσια στάθμη στην περιοχή της Ερμιονίδας βρισκόταν έως και 120 μέτρα κάτω από τη σημερινή.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ένωση των σημερινών νησιών Σπετσών, Ύδρας και Δοκού με την Αργολίδα και την εμφάνιση εκτενών πεδινών εκτάσεων περιμετρικά της Αργολικής χερσονήσου που συνέδεαν τα σημερινά Μέθανα με την Αττική. Οι εκτάσεις αυτές αποτέλεσαν σημαντικούς βιότοπους κατά την περίοδο των παγετώνων, αφού οι πηγές νερού που βρίσκονταν σ αυτές λειτουργούσαν ως πόλοι έλξης αγέλων άγριων ζώων, όπως του άγριου ταύρου και του άγριου όνου.
Οι κυνηγοί χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριό τους τα σπήλαια Φράγχθι και Κεφαλάρι, που βρίσκονταν στην περιφέρεια των εκτάσεων αυτών (π.χ. το σπήλαιο Φράγχθι βρισκόταν τότε σε απόσταση 6 χιλιομέτρων από την ακτή), με σκοπό την εξόντωση των θηραμάτων τους (π.χ. άγριος όνος, άγριος ταύρος) και τη μεταφορά τους στους καταυλισμούς αυτούς για περαιτέρω επεξεργασία (τροφή αλλά και επεξεργασία οστών για εργαλεία). Δε γνωρίζουμε αν οι κυνηγοί μετακινούνταν σε περιοδική βάση στα ορεινά, δεδομένου ότι δεν έχουν βρεθεί ακόμα ενδείξεις που να υποδεικνύουν μία συστηματική εποχική μετακίνηση από και προς την ορεινή ενδοχώρα.
Πάντως η παρουσία καταυλισμών κατά μήκος μιας σημαντικής οδού επικοινωνίας μεταξύ της πεδιάδας της Αργολίδας και της λεκάνης της Πρόσυμνας (π.χ. οι βραχοσκεπές στο φαράγγι της Κλεισούρας) δείχνει πως και εδώ οι μετακινήσεις των κυνηγών γίνονταν στο πλαίσιο μιας προσπάθειας διεύρυνσης των ζωνών εκμετάλλευσης με σκοπό την εξασφάλιση τροφής. Και εδώ, όπως στην Ήπειρο, απουσιάζουν οι ενδείξεις εκείνες που να βεβαιώνουν ότι οι κυνηγοί επιδίδονταν σε συλλογή καρπών από τη γύρω περιοχή.
Στο διάστημα που ακολουθεί την εποχή της υποχώρησης των πάγων (13.000-10.000 π.σ.), η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης στην περιοχή οδήγησε στο διαχωρισμό της Ύδρας από την ηπειρωτική Αργολίδα και τη σταδιακή βύθιση των πεδινών εκτάσεων της περιοχής του Σαρωνικού. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μειώθηκε σημαντικά η απόσταση του σπηλαίου Φράγχθι από τη θάλασσα. Η συρρίκνωση των πεδινών αυτών βιότοπων και η απώλεια των θηραμάτων που διαβίωναν σ αυτούς έστρεψε τους κυνηγούς στην τροφοσυλλογή και την αλιεία.
Παράλληλα συνεχίστηκε και το κυνήγι ζώων με μεταναστευτική συμπεριφορά, όπως του κόκκινου ελαφιού, η πυκνότητα των οστών του οποίου στο Φράγχθι δείχνει μία σαφή προτίμηση των κυνηγών σ αυτό εις βάρος των ιππίδων.
Ήπειρος
Η Ήπειρος αποτελεί την πιο συστηματικά ερευνημένη περιοχή του ελλαδικού χώρου, δεδομένου ότι ένας σημαντικός αριθμός σπηλαίων και βραχοσκεπών με παλαιολιθική κατοίκηση έχει ανακαλυφθεί και ανασκαφεί τα τελευταία χρόνια στην περιοχή αυτή. Τις έρευνες ξεκίνησε ο Higgs από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, τη δεκαετία του 1960, όταν έσκαψε το σπήλαιο της Καστρίτσας και τη βραχοσκεπή του Ασπροχάλικου.
Επανεξέταση της στρωματογραφίας αλλά και εξέταση του παλαιοζωολογικού υλικού και της λιθοτεχνίας από τις δύο αυτές θέσεις επιχειρήθηκε από τον Bailey και την ομάδα του, τη δεκαετία του 1980, οπότε και τέθηκαν πολλά από τα συμπεράσματα του Higgs υπό αμφισβήτηση. Η ίδια ομάδα ανέσκαψε τη βραχοσκεπή Κλειδί, στις όχθες του ποταμού Βοϊδομάτη (1985 - 1988) καθώς και το γειτονικό σπήλαιο του Μεγαλάκκου. Στην Ήπειρο επίσης ανασκάπτεται από το 1993 η βραχοσκεπή Μποΐλα, στο στόμιο της κοιλάδας του Βοϊδομάτη υπό την αιγίδα της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας.
Σχετικά με τα ευρήματα και τη λειτουργία των θέσεων αυτών:
Θεσσαλία
Στη Θεσσαλία, χρονολογημένα στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής ήρθαν στο φως από τις ανασκαφές στο σπήλαιο της Θεόπετρας, που γίνονται από το 1987 υπό τη διεύθυνση της Ν. Κυπαρίσση - Αποστολίκα και υπό την αιγίδα της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας. Τα στρώματα αυτά, πάχους 70 εκ., χρονολογήθηκαν με βάση τους άνθρακες που περιείχαν στα τέλη της Ανώτερης Παλαιολιθικής (π.χ. μία χρονολόγηση κυμαίνεται μεταξύ 13.099 - 12.440 π.Χ.). Περιείχαν εργαλεία, μάζες άψητου πηλού αλλά και ένα σκελετό ηλικίας 14.620 - 14.380 π.Χ., που ανήκε σε ενήλικα ανδρικού φύλου.
Στη Θεόπετρα, όπως δείχνουν τα οστεολογικά και βοτανικά κατάλοιπα, οι κυνηγοί επιδίδονταν στο κυνήγι άγριων αιγοπροβάτων, χοίρων, λαγών κ.ά., ενώ παράλληλα συνέλεγαν άγριους καρπούς και αγριόχορτα (φακή, λαθούρι, λιθόσπερμο, βελανίδια, παπαρούνα κ.ά.) από τη γύρω περιοχή. Η σημασία της Θεόπετρας είναι μεγάλη, δεδομένου ότι και το σπήλαιο αυτό, όπως και το σπήλαιο Φράγχθι στην Αργολίδα, διασώζει στρώματα που ανήκουν στη μετάβαση από την Ανώτερη Παλαιολιθική (ανώτερη Πλειστόκαινος) στη Μεσολιθική (Ολόκαινος) και τη Νεολιθική.
Δεδομένου δε ότι η Θεσσαλική πεδιάδα υπήρξε ο κατεξοχήν χώρος εγκατάστασης των πρώτων γεωργών στο Αιγαίο κατά τη Νεολιθική εποχή, η μελέτη των ευρημάτων του σπηλαίου που ανήκουν στη φάση της μετάβασης αναμένεται να διαφωτίσει το κυρίαρχο σήμερα ερώτημα της προέλευσης της γεωργίας και της εξημέρωσης ζώων και φυτών στην περιοχή (αλλογενής ή αυτόχθονος) στις αρχές της Νεολιθικής.
Φράγχθι
Το σπήλαιο Φράγχθι στην περιοχή Ερμιονίδα της Αργολίδας διασώζει μία καλά στρωματογραφημένη και χρονολογημένη διαδοχή από την Ανώτερη Παλαιολιθική μέχρι και τη Νεολιθική εποχή (με εξαίρεση κάποιων σημαντικών κενών όπως μεταξύ 18.000 - 13.000 π.σ.), της οποίας έχουν μελετηθεί όλες οι παράμετροι (εγκατάσταση, διατροφή, τεχνολογία, περιβάλλον). Γι αυτό και η θέση αυτή παρέχει τη μοναδική για τον Ελλαδικό χώρο ευκαιρία προκειμένου να κατανοήσουμε πώς έγινε η μετάβαση από την τελευταία Παγετώδη στη Μεσοπαγετώδη στην περιοχή του Αιγαίου.
Η ανασκαφή του σπηλαίου έγινε στο διάστημα 1967 - 1974 υπό τη διεύθυνση του καθηγητή T. Jacobsen και την υποστήριξη των πανεπιστημίων Pennsylvania, Indiana και της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών. Ακολούθησε μία συστηματική επιφανειακή έρευνα στη νότια Αργολίδα υπό τη διεύθυνση των M. Jameson, T. van Andel και C. Runnels (the Southern Αrgolid Project, 1979 - 1983), με σκοπό τη διερεύνηση της γεωμορφολογίας της περιοχής και των βυθισμένων εκτάσεων.
Η μελέτη των ευρημάτων του σπηλαίου που χρονολογούνται στην Παλαιολιθική εποχή (λίθινα εργαλεία από οψιανό, οστά ζώων, σπόροι, θαλάσσια όστρεα κ.ά.) συνεχίζεται μέχρι σήμερα από μία πλειάδα ερευνητών διάφορων ειδικοτήτων.
Ολόκαινος (Μεσολιθική)
Τα κλιματικά και γεωμορφολογικά φαινόμενα που επέφεραν αλλαγές στα τέλη της Πλειστόκαινου συνεχίστηκαν και ολοκληρώθηκαν στη διάρκεια της επόμενης περιόδου, της Μεσολιθικής (10.000 - 7000 π.σ.). Κατά την περίοδο αυτή το κλίμα έγινε θερμότερο και η θαλάσσια στάθμη ανέβηκε έως και τα 35 μέτρα από το σημερινό επίπεδο, οπότε και σταθεροποιήθηκε με μικρές αλλαγές μέχρι σήμερα. Την ίδια περίοδο, ολοκληρώθηκε η καταβύθιση των πεδινών εκτάσεων στις οποίες κατέληγε σε πολλά σημεία η ηπειρωτική χώρα και ο διαμελισμός της ξηράς σε μικρότερες νησίδες.
Οι νέες αυτές συνθήκες επέφεραν αλλαγές στη σύσταση της χλωρίδας και της πανίδας: αυξήθηκε η δασώδης και η δενδρώδης βλάστηση, περιορίστηκαν τα μεγάλα θηράματα και επικράτησαν ζώα μικρότερου μεγέθους πρόσφορα για κυνήγι (π.χ. κόκκινο ελάφι, αγριόχοιρος). Οι κυνηγοί - συλλέκτες της εποχής αναζήτησαν εναλλακτικούς πόρους τροφής στα νέα οικοσυστήματα που προέκυψαν από την αναδιάρθρωση του φυσικού χώρου. Έτσι, εκτός από το κυνήγι μικρών ζώων, στράφηκαν στην καρποσυλλογή και την αλιεία.
Στα σπήλαια Θεόπετρα της Θεσσαλίας αλλά και Φράγχθι της Ερμιονίδας συναντούμε όλες τις ενδείξεις που επιτρέπουν να συμπεράνουμε με ασφάλεια ότι εξακολουθεί το κυνήγι μικρότερων ζώων (ελαφιών, αγριόχοιρων, αγριόγιδων), ενώ γίνεται συστηματική η συλλογή άγριας μορφής σιτηρών, οσπρίων και καρπών. Παράλληλα, σε σπήλαια που βρίσκονται στην ακτή (Φράγχθι Ερμιονίδας, σπήλαιο Κύκλωπα Γιούρων στις Bόρειες Σποράδες) ή σε παραθαλάσσιες θέσεις υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η αλιεία και η συλλογή όστρεων και σαλιγκαριών αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα. Έτσι, γνωστοί ψαρότοποι του Αιγαίου έγιναν νέοι πόλοι έλξης πληθυσμών που μετακινούνταν στο πλαίσιο διεύρυνσης του ζωτικού προς εκμετάλλευση χώρου.
Θεόπετρα
Στη Θεσσαλία, χρονολογημένα στρώματα της Μεσολιθικής ήρθαν στο φως από τις ανασκαφές στο σπήλαιο της Θεόπετρας, που γίνονται από το 1987. Τα στρώματα αυτά, πάχους 80-90 εκ., χρονολογήθηκαν με βάση τους άνθρακες που περιείχαν στη Μεσολιθική εποχή. Περιείχαν εργαλεία, οστά ζώων, βοτανικά κατάλοιπα αλλά και μία ανθρώπινη ταφή, ηλικίας 7050 - 7010 π.Χ., που ανήκε σε γυναίκα 18 - 20 ετών. Στη Θεόπετρα, όπως δείχνουν τα οστεολογικά και βοτανικά κατάλοιπα, οι κυνηγοί επιδίδονταν στο κυνήγι άγριων αιγοπροβάτων, βοοειδών, ελαφιών αλλά και μικροπανίδας, ενώ παράλληλα συνέλεγαν άγριους καρπούς και χόρτα (π.χ. άγριο κριθάρι και φακή, λιθόσπερμο κ.ά.) από τη γύρω περιοχή.
Η σημασία της Θεόπετρας είναι μεγάλη, δεδομένου ότι και το σπήλαιο αυτό, όπως και το σπήλαιο Φράγχθι στην Ερμιονίδα, διασώζει στρώματα που ανήκουν στη μετάβαση από την Ανώτερη Παλαιολιθική (ανώτερη Πλειστόκαινος) στη Μεσολιθική (Ολόκαινο) και τη Νεολιθική. Δεδομένου δε ότι η θεσσαλική πεδιάδα υπήρξε ο κατεξοχήν χώρος εγκατάστασης των πρώτων γεωργών στο Αιγαίο κατά τη Νεολιθική εποχή, η μελέτη των ευρημάτων του σπηλαίου που ανήκουν στη φάση της μετάβασης αναμένεται να διαφωτίσει το κυρίαρχο σήμερα ερώτημα της προέλευσης της γεωργίας και της εξημέρωσης ζώων και φυτών στην περιοχή (αλλογενής ή αυτόχθονος) στις αρχές της Νεολιθικής.
Βόρειες Σποράδες
Αν και ίχνη ανθρώπινης παρουσίας όχι εγκατάστασης, κατά την Παλαιολιθική περίοδο εντοπίστηκαν πρόσφατα στις Βόρειες Σποράδες, η παρουσία του ανθρώπου κατά την επόμενη περίοδο, τη Μεσολιθική, χρήζει ιδιαίτερης μνείας αφού φανερώνει συστηματική ενασχόληση των πληθυσμών που κινούνται σ αυτήν την περιοχή με την αλιεία. Η πρόσφατη ανασκαφή που έγινε στο σπήλαιο του Κύκλωπα, στη νότια πλευρά του νησιού Γιούρα, 20 μίλια ΒΑ της Αλοννήσου, υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του θαλάσσιου αυτού χώρου για τους Μεσολιθικούς πληθυσμούς αλλά και την ανάπτυξη των αλιευτικών και ναυσιπλοϊκών μεθόδων της εποχής.
Το σπήλαιο, που βρίσκεται σε υψόμετρο 150 μέτρα, σώζει ίχνη εποχικής μάλλον εγκατάστασης κατά τη Μεσολιθική (~6445 - 6375 π.Χ.) και τη Νεολιθική εποχή. Τα Μεσολιθικά στρώματα περιείχαν μεγάλες ποσότητες οστών ψαριών και ζώων, όστρεων και σαλιγκαριών, ενώ σε ένα σημείο του σπηλαίου απέδωσαν ένα μοναδικό στο είδος και τον αριθμό σύνολο οστέινων αγκιστριών καθώς και σημαντικές ποσότητες οστέινων και πυριτολιθικών εργαλείων.
Κατά τον ανασκαφέα, η έντονη αλιευτική δραστηριότητα μαρτυρεί τη σπουδαιότητα του χώρου των βόρειων Σποράδων για τη μετακίνηση πληθυσμών, πιθανότατα ομάδων εξειδικευμένων ψαράδων που είχαν ως ορμητήριό τους μεγαλύτερα νησιά ή την ηπειρωτική χώρα και επισκέπτονταν τους ψαρότοπους του ΒΑ Αιγαίου σε εποχική βάση. Κατά μία άποψη, το εποχικό πέρασμα μεγάλων ψαριών, όπως του τόνου, από την περιοχή προσέλκυσε την ανθρώπινη παρουσία στα Γιούρα.
Το σύνολο των αγκιστριών πάντως σε συνδυασμό με την ποσότητα των οστών ψαριών δείχνει συστηματική ενασχόληση με την αλιεία και όχι μεμονωμένες προσπάθειες. Από την άλλη, και μόνο η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή αυτή καταδεικνύει κάποια σημαντική πρόοδο στα μέσα ναυσιπλοΐας. Ας μην ξεχνάμε ότι με τη σταδιακή άνοδο της θαλάσσιας στάθμης, από τα τέλη ήδη της Παλαιολιθικής, οι λωρίδες γης που ένωναν τις νησίδες αυτές είχαν ήδη καταβυθιστεί, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει σημαντικά η θαλάσσια απόσταση μεταξύ τους.
Είναι σαφές ότι, υπό τις νέες συνθήκες, οι Μεσολιθικοί πληθυσμοί έπρεπε να κατέχουν μεγαλύτερη εμπειρία και γνώση για το πώς θα φέρουν εις πέρας ταξίδια στην ανοιχτή θάλασσα σε σχέση με τους κυνηγούς της Παλαιολιθικής που έφταναν στα σημερινά νησιά διασχίζοντας μεγάλα τμήματα ξηράς και πολλές φορές χωρίς ναυσιπλοϊκά μέσα. Για παράδειγμα, τα νησιά Σκιάθος, Σκόπελος και Αλόννησος ήταν ενωμένα με τη Θεσσαλία και τη βόρεια Εύβοια, σχηματίζοντας μία μεγάλη χερσόνησο κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική, ενώ δεν αποκλείεται το νησί Γιούρα να συνδεόταν διαμέσου ενός πορθμού με το νησί της Κυρά Παναγιάς.
Φράγχθι
Το σπήλαιο Φράγχθι στην περιοχή Ερμιονίδα της Αργολίδας διασώζει μία καλά στρωματογραφημένη και χρονολογημένη διαδοχή, από την Ανώτερη Παλαιολιθική μέχρι και τη Νεολιθική εποχή (με εξαίρεση κάποιων σημαντικών κενών όπως μεταξύ 18.000 - 13.000 π.σ.), της οποίας έχουν μελετηθεί όλες οι παράμετροι (κατοίκηση, διατροφή, τεχνολογία, περιβάλλον). Γι αυτό και η θέση αυτή παρέχει τη μοναδική για τον ελλαδικό χώρο ευκαιρία προκειμένου να κατανοήσουμε πώς έγινε η μετάβαση από την τελευταία Παγετώδη στη Μεσοπαγετώδη στην περιοχή του Αιγαίου.
Στο σπήλαιο Φράγχθι παρατηρείται η απουσία κατοίκησης για περίπου 300 - 600 χρόνια μετά το τέλος της Παλαιολιθικής. Ακολουθούν δύο φάσεις μεσολιθικής κατοίκησης: η φάση της Kατώτερης Μεσολιθικής (9500 - 9000 π.σ.) και η φάση της Aνώτερης Μεσολιθικής (9000 - 8000 π.σ.), ενώ μία τρίτη φάση (Τελική Μεσολιθική), όπως προέκυψε από τη μελέτη της λιθοτεχνίας. Η μελέτη των ευρημάτων του σπηλαίου που χρονολογούνται στη Μεσολιθική εποχή (σπόροι - οστά ζώων, λίθινα εργαλεία από οψιανό, θαλάσσια όστρεα κ.ά.) συνεχίζεται μέχρι σήμερα από μία πλειάδα ερευνητών διάφορων ειδικοτήτων.
Μετακινήσεις
Σε έναν κόσμο διαμελισμένο, όπως αυτόν του Αιγαίου στις αρχές της Ολόκαινου, δύσκολα θα περίμενε κανείς να διαπιστώσει την ύπαρξη θαλάσσιων μετακινήσεων. Πολύ περισσότερο μάλιστα που σ αυτήν την περίοδο τα μέσα ναυσιπλοΐας ήταν πενιχρά (ίσως περιορίζονταν σε κάποια πλοιάρια τύπου παπυρέλλας από καλάμια ή κορμό δένδρου) και οι συνθήκες κατά τη διάρκεια των ταξιδιών ανοιχτής θάλασσας ιδιαίτερα δύσκολες.
Οι ενδείξεις όμως για ανθρώπινη παρουσία σε απομακρυσμένα ακόμα και σήμερα νησιά, όπως τα Γιούρα των βόρειων Σποράδων, αλλά και για τη χρήση πρώτων υλών με προέλευση κυκλαδική ή σαρωνική (οψιανός, ανδεσίτης) δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την ύπαρξη αλλά και τη συχνότητα αυτών των μετακινήσεων κατά τη Μεσολιθική περίοδο.
Ανώτερη Πλειστόκαινος
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας Παγετώδους (18.000 π.σ.) η στάθμη της θάλασσας στα παράλια του Αιγαίου κατέβηκε μέχρι και 120 μέτρα, φανερώνοντας μεγάλες λωρίδες ξηράς στα παράλια της ηπειρωτικής χώρας ή ανάμεσα σε νησιά. Έτσι, πολλά νησιά που σήμερα βρίσκονται αποκομμένα από τη θάλασσα βρέθηκαν ενωμένα μεταξύ τους σε ενιαίες χερσονήσους ή αποτέλεσαν προέκταση της ξηράς. Η ηπειρωτική Αργολίδα, για παράδειγμα, ήταν ενωμένη με τα νησιά Σπέτσες, Δοκό και Ύδρα, ενώ τα Μέθανα με την Αττική.
Πολλά σημερινά νησιά των Κυκλάδων συναποτελούσαν μία ενιαία νήσο, ενώ ενωμένο ήταν και το βόρειο τμήμα της Εύβοιας με τη Θεσσαλία, που μαζί με τα μεγάλα νησιά των βόρειων Σποράδων, Σκιάθο, Σκόπελο και Αλόννησo, σχημάτιζε μία ενιαία χερσόνησο. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εύρεση σποραδικών παλαιολιθικών εργαλείων αυτής της περιόδου σε νησιά του βόρειου Αιγαίου δικαιολογείται ως αποτέλεσμα μετακινήσεων ομάδων κυνηγών - συλλεκτών προς τις παράκτιες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας διαμέσου ξηράς, με σκοπό το κυνήγι θηραμάτων που κατέφευγαν σ αυτές αλλά και την προμήθεια νέων πρώτων υλών (π.χ. πηγές πυριτόλιθου κατάλληλου για τη λάξευση εργαλείων).
Εκείνο που ξαφνιάζει όμως είναι ο εντοπισμός επιφανειακών ευρημάτων της ίδιας περιόδου σε νησιά που βρίσκονταν ακόμα και τότε αποκομμένα (π.χ. το νησί Γράμιζα, μεταξύ Γιούρων και Κυρά Παναγιάς στις βόρειες Σποράδες) ή συνδέονταν μεταξύ τους διαμέσου χερσαίων πορθμών (π.χ. Γιούρα και Κυρά Παναγιά). Είναι φανερό πως για τους κυνηγούς της Ύστερης Παλαιολιθικής η εξερεύνηση τέτοιων περιοχών ήταν εφικτή μέσω θαλάσσιων περασμάτων και δεν απαιτούσε ιδιαίτερα ανεπτυγμένα μέσα ναυσιπλοΐας.
Η Μήλος, για παράδειγμα, θα ήταν προσβάσιμη από την Αττική μέσω μικρών περασμάτων, έκτασης 2 - 5 χλμ. διαμέσου της Άνδρου και της Σίφνου, από τα οποία μάλιστα θα ήταν ορατή κατά την ώρα του ταξιδιού. Ίσως σε ένα από αυτά τα εξερευνητικά ταξίδια των κυνηγών να έγινε και η ανακάλυψη του οψιανού, πρώτης ύλης ηφαιστιογενούς προέλευσης που βρέθηκε σε χρήση στο σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας από τα τέλη της Παλαιολιθικής για την κατασκευή λίθινων εργαλείων.
Είναι βέβαιο πάντως ότι τέτοιου είδους μετακινήσεις απαιτούσαν στοιχειώδη ναυσιπλοϊκή υποδομή (πλοιάρια από καλάμια ή κορμό δένδρου) καθώς και γνώσεις γύρω από τα θαλάσσια ρεύματα, τις καιρικές συνθήκες αλλά και τον προσανατολισμό μέσω αστρικών σημείων.
Ολόκαινος (Mεσολιθική)
Αν η εύρεση παλαιολιθικών λίθινων εργαλείων σε νησιά των βόρειων Σποράδων και αλλού μας ξαφνιάζει, ο εντοπισμός στρωματογραφημένων εργαλειακών συνόλων σε απόμακρα νησιά (π.χ. Γιούρα) κατά την επόμενη περίοδο, τη Μεσολιθική, μας εντυπωσιάζει. Σε μία εποχή που ο διαχωρισμός των νησιών είχε ήδη συντελεστεί και οι αποστάσεις μεταξύ τους είχαν μεγαλώσει οι επισκέψεις των νησιών αυτών από ανθρώπινες ομάδες σε συστηματική βάση (ίσως εποχική) απαιτούσαν προετοιμασία και εμπειρία, δεδομένου ότι η πρόσβαση σ αυτά ήταν εφικτή μόνο με ταξίδι ανοιχτής θάλασσας.
Ο σκοπός των μετακινήσεων αυτών δεν ήταν πάντα ο ίδιος. Τα κίνητρα τέτοιων ταξιδίων ήταν τριών ειδών:
Ίσως οι επισκέψεις σε παράκτιες τοποθεσίες με Μεσολιθική παρουσία, Σιδάρι στη Κέρκυρα, Φράγχθι στην Αργολίδα, Γιούρα στις βόρειες Σποράδες, Μαρουλά στην Κύθνο, να ήταν μέρος οργανωμένων μετακινήσεων πληθυσμών από και προς τις δυτικές ακτές του Αιγαίου (Ελλαδική ηπειρωτική χώρα), στο πλαίσιο διεύρυνσης του ζωτικού τους χώρου.
Η ανθρώπινη παρουσία στα Γιούρα, για παράδειγμα, εντάσσεται στο πλαίσιο οργανωμένων μετακινήσεων, πιθανότατα ομάδων εξειδικευμένων ψαράδων, που ορμώμενοι από μεγαλύτερα νησιά ή την ηπειρωτική χώρα επισκέπτονταν τους ψαρότοπους του ΒΑ Αιγαίου σε εποχική βάση αναπτύσσοντας έντονη αλιευτική δραστηριότητα (π.χ. αλιεία μεγάλων ιχθύων, όπως τόνων, κατά το πέρασμα των κοπαδιών από την περιοχή του ΒΑ Αιγαίου).
Κατά μία άλλη άποψη, οι επισκέψεις και ίσως η εγκατάσταση που μαρτυρείται σε πολλές από τις υπάρχουσες μεσολιθικές θέσεις έγιναν στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κύματος πληθυσμιακών μετακινήσεων και μεταναστεύσεωναπό την Εγγύς Ανατολή και τις ανατολικές ακτές του Αιγαίου προς τις δυτικές ακτές του. Αν η παραπάνω υπόθεση ευσταθεί, τότε η μεσολιθική παρουσία στα Γιούρα, αλλά ίσως και αυτή στην Κύθνο, μαρτυρούν τη σπουδαιότητα του χώρου των βόρειων Σποράδων και των Κυκλάδων για την επικοινωνία με τα παράλια της Μικράς Ασίας αντίστοιχα.
Ίσως από τα Γιούρα και μέσω της Λήμνου και του Αγ. Ευστρατίου να περνούσε ο θαλάσσιος δρόμος με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά παράλια.
Κύμα Μεταναστεύσεων
Το μεταναστευτικό αυτό κύμα ("Κύμα Α), που προσέβλεπε στην εύρεση νέων περιοχών προς εκμετάλλευση στη δυτική πλευρά του Αιγαίου, στράφηκε αρχικά στο νότιο άκρο της ηπειρωτικής χώρας, όπως μαρτυρούν ευρήματα που χρονολογούνται στην Κατώτερη Μεσολιθική (Φράγχθι, Κούκου και Κλεισούρα στην Αργολίδα), ενώ αργότερα στην Ανώτερη Μεσολιθική προς τα βορειοδυτικά, όπως μαρτυρούν ευρήματα αυτής της περιόδου στη θέση Σιδάρι της Κέρκυρας και σε υπαίθριες θέσεις στην περιοχή της Πρέβεζας.
Την άποψη περί στενών επαφών των δύο περιοχών εκατέρωθεν του Αιγαίου ενισχύει και η διαπιστωμένη ομοιότητα της τεχνικής των εργαλείων από τα Γιούρα με αντίστοιχα εργαλειακά σύνολα της ΝΔ Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την ίδια άποψη, οι νέοι αυτοί πληθυσμοί συλλεκτών επισκέφτηκαν κάποιες θέσεις (Φράγχθι, Θεόπετρα), τις οποίες είχαν χρησιμοποιήσει ομάδες κυνηγών κατά την Παλαιολιθική περίοδο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι επρόκειτο για συγγενικές ομάδες ή για άμεσους απογόνους τους.
Τα κενά κατοίκησης που διαπιστώνονται στις θέσεις αυτές μεταξύ των δύο περιόδων (π.χ. 300 - 600 χρόνια στο Φράγχθι) μαρτυρούν ότι οι ίδιοι τόποι ξανά έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από νέες ομάδες που επιθυμούσαν να εξασφαλίσουν την τροφή τους με τη συλλογή άγριων καρπών, το κυνήγι μικρών ζώων και την αλιεία. Η υπόθεση περί μετανάστευσης νέων πληθυσμιακών ομάδων κατά τη Μεσολιθική εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο θεωριών που υποστηρίζουν την αλλογενή προέλευση της παραγωγικής οικονομίας (εξημέρωση χλωρίδας και πανίδας, γεωργία, μόνιμη εγκατάσταση) στον ελλαδικό χώρο και την έλλειψη οποιασδήποτε συνάφειάς της με τη Μεσολιθική.
Ως αποδεικτικά στοιχεία χρησιμοποιούνται αφενός η διάσπαρτη και ασυνεχή κατανομή των Μεσολιθικών θέσεων στον Ελλαδικό χώρο (μεγάλα τμήματα της Ελλαδικής χώρας παραμένουν ακατοίκητα), που είναι δηλωτική της ρήξης με την Παλαιολιθική, και αφετέρου η απουσία ενδείξεων συνεχούς κατοίκησης και εξημέρωσης άγριων φυτών και ζώων στις θέσεις αυτές, δηλωτική της ρήξης της με την επόμενη περίοδο, τη Νεολιθική.
ΧΩΡΟΣ – ΚΟΣΜΟΣ
Οι ριζικές μεταβολές του κλίματος και της μορφολογίας του Αιγαιακού χώρου που σημάδεψαν το πέρασμα από την ανώτερη Πλειστόκαινο στην Ολόκαινο έφεραν σημαντικές αλλαγές στο χώρο (π.χ. αλλαγές στις διαστάσεις των χερσαίων τμημάτων, στις αποστάσεις μεταξύ ξηράς και νησιών κ.ά.). Εντούτοις, το γεωγραφικό μέγεθος συνιστά μία μόνο διάσταση του χώρου. Όσον αφορά την κοινωνική διάσταση του χώρου, σημαντικές μεταβολές συντελέσθηκαν στον τρόπο πρόσληψης και οργάνωσής του από τη συνείδηση των πληθυσμιακών ομάδων που κινήθηκαν σ' αυτόν.
Τα παλαιά κέντρα αναφοράς γύρω από τα οποία οργανώνονταν οι δραστηριότητες των ομάδων-κυνηγών στην Ανώτερη Παλαιολιθική (σπήλαια, βραχοσκεπές, πηγές νερού ως πόλοι έλξης αγελών) έπαψαν να λειτουργούν ως σημαίνοντες χώροι, ενώ η ανθρώπινη δράση στράφηκε προς νέα τοπία του χώρου, σηματοδοτώντας τα με νέες λειτουργίες (νησιά ψαρότοποι, νησιά για την προμήθεια πρώτων υλών, τοπία συλλογής άγριων καρπών κ.ά.).
Μαζί μ αυτά, άλλαξε και η κλίμακα του οικείου και του ανοίκειου βιωμένου χώρου: μέχρι τώρα οι κυνηγοί - τροφοσυλλέκτες διένυαν μεγαλύτερες αποστάσεις, εκμεταλλευόμενοι εποχικά πολλές και διαφορετικές οικολογικές ζώνες (πεδινές παράλιες εκτάσεις, ορεινοί όγκοι). Με τη μείωση της μεγάλης πανίδας και την καταβύθιση των παράλιων πεδινών εκτάσεων, ο προς εκμετάλλευση οικείος χώρος περιορίστηκε σε μικρότερες οικολογικές ζώνες και οικοσυστήματα που βρίσκονταν στον άμεσο περίγυρο της εκάστοτε εποχικής βάσης με κύριες δραστηριότητες το κυνήγι μικρότερων ζώων, τη συλλογή καρπών κ.ά.
Παράλληλα, ο διαμελισμός του Αιγαίου σε δεκάδες εκατοντάδες νησίδες επέτρεψε τη γνωριμία με το ταξίδι στη θάλασσα, επιτρέποντας να δημιουργηθούν νέα σημεία αναφοράς και επικοινωνίας μεταξύ των μετακινούμενων ομάδων.
Ανώτερη Πλειστόκαινος
Η τήξη των πάγων στα τέλη της ανώτερης Πλειστόκαινου επέτρεπε στους κυνηγούς την εξερεύνηση μιας μεγάλης ποικιλίας χερσαίων (ορεινών και παράλιων) οικολογικών ζωνών που βρίσκονταν σε απόσταση μεταξύ τους. Για τις μετακινούμενες ομάδες των κυνηγών-συλλεκτών τα σπήλαια και οι βραχοσκεπές λειτούργησαν ως κεντρικά σημεία αναφοράς ενός υπό εξερεύνηση και πολλές φορές άγνωστου κόσμου.
Στην Ήπειρο, όπου η έρευνα των σπηλαίων με παλαιολιθική κατοίκηση έχει δώσει νέα στοιχεία για την οργάνωση αυτών των μετακινήσεων, τα σπήλαια λειτούργησαν είτε ως στρατηγικά σημεία ελέγχου δύσβατων ορεινών περιοχών με σκοπό την επισήμανση και την εκμετάλλευση της τοπικής πανίδας (Κλειδί, Καστρίτσα), είτε ως κομβικά σημεία επικοινωνίας διαφορετικών οικοσυστημάτων (Μποΐλα). Η νομαδική ζωή προσέδιδε στα σπήλαια αυτά ένα εποχικό χαρακτήρα, καθιστώντας τα σημεία-σταθμούς ή περάσματα σ έναν εκτενή, αραιοκατοικημένο και διαρκώς μεταβαλλόμενο φυσικό χώρο.
Ολόκαινος
Στην Ολόκαινο, οι τροφοσυλλέκτες διαμόρφωσαν μία νέα αντίληψη του κοινωνικού χώρου: λόγω της αυξανόμενης συρρίκνωσης του ζωτικού τους χώρου από δάση στην ενδοχώρα και από θάλασσα στις παράκτιες ζώνες, στράφηκαν σε εναλλακτικούς τρόπους απόκτησης της τροφής. Σε αυτούς συμπεριλαμβανόταν η εκμετάλλευση των μικρότερων οικοσυστημάτων που περίκλειαν τις βάσεις-σταθμούς τους καθώς και η εξερεύνηση του θαλάσσιου χώρου που εκτεινόταν πέρα από αυτούς.
Οι περιορισμοί αυτοί στην ξηρά, αλλά και η δυνατότητα επέκτασης του ζωτικού χώρου εκμετάλλευσης στη θάλασσα, οδήγησαν σταδιακά στη διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης του ευρύτερου κοινωνικού χώρου, ως κατακερματισμένου και διασπασμένου σε μικρότερα κέντρα αναφοράς και στην αναζήτηση νέων τρόπων επικοινωνίας. Στο νέο αυτό τρόπο οργάνωσης του ευρύτερου κοινωνικού χώρου που εγκαινιάζεται στη Μεσολιθική θεμελιώθηκαν αργότερα τα πιο οργανωμένα πολυκεντρικά δίκτυα επικοινωνίας της Νεολιθικής.
ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ο ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Η Νεολιθική περίοδος στο Αιγαίο αρχίζει περίπου στα τέλη της 7ης χιλιετίας (6500 π.Χ.) και τελειώνει στα 3200 π.Χ. Χωρίζεται σε πέντε φάσεις: την Ακεραμική (ή Αρχική), την Αρχαιότερη, τη Μέση, τη Νεότερη (προδιμηνιακές και Διμηνιακές υποφάσεις) και την Τελική Νεολιθική ή Χαλκολιθική. Η Νεολιθική περίοδος έπεται της Μεσολιθικής και προηγείται της Πρώιμης εποχής του Χαλκού. Η Νεολιθική περίοδος σηματοδοτεί την έναρξη του τροφοπαραγωγικού σταδίου, με κύρια χαρακτηριστικά τη μόνιμη εγκατάσταση και τη μεικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία.
Η εξάπλωση του νέου παραγωγικού σταδίου που βασιζόταν στην καλλιέργεια και την κτηνοτροφία ευνόησε από την αρχή τη μόνιμη εγκατάσταση σε πεδινές ή ακόμα και σε ορεινές περιοχές του Αιγαίου που είχαν άμεση πρόσβαση σε ποτάμια, πηγές ή ακτές. Οι περισσότεροι Νεολιθικοί οικισμοί έχουν βρεθεί στη Θεσσαλία στη μορφή χαμηλών λόφων (μαγούλες). Οι λόφοι αυτοί είναι τεχνητοί, δημιουργήθηκαν δηλαδή από τη διαδοχική κατοίκηση του ίδιου χώρου για αρκετούς αιώνες.
Η Νεολιθική κοινότητα συνιστά την ανώτερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης ανθρώπινων ομάδων. Κανένα στοιχείο δε μαρτυρεί κάποια πρόωρη πολιτειακή ή πολιτική οργάνωση που να ξεπερνά εκείνη της κοινότητας / οικισμού. Ωστόσο, το κύτταρο της κοινωνικής οργάνωσης εντός των ορίων της κοινότητας είναι η διευρυμένη οικογένεια και το νοικοκυριό της.
Η κοινωνία του είναι στη βάση της μία κοινωνία αυτοσυντήρησης, στοχεύει δηλαδή στην παραγωγή αξιών χρήσης και όχι ανταλλαγής. Έτσι, απουσιάζει η ιεράρχηση κοινωνικών ομάδων (τάξεων) βάσει του εισοδήματός τους, ενώ επικρατεί ο συγγενειακός τρόπος παραγωγής. Δεν υπάρχει η εξειδικευμένη παραγωγή με τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα και η εργασία δεν αξιολογείται στη βάση της επένδυσης χρόνου και εργασίας όπως ισχύει στην εμπορευματική κοινωνία.
Ωστόσο, η απουσία ενός θεσμικού, πολιτικού πλαισίου μέσα από το οποίο καθορίζονται οι σχέσεις δύναμης και εξουσίας στη Νεολιθική κοινωνική πραγματικότητα δεν αποκλείει και την ύπαρξη εναλλακτικών πεδίων συγκρότησης δυναμικών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και ατόμων μέσα στα όρια της κοινοτικής και συλλογικής ταυτότητας. Είναι δυνατόν δηλαδή μέσα στα όρια μιας παραδοσιακής κοινωνίας αυτοσυντήρησης να αναπτυχθεί κάποιο πλαίσιο συμπεριφοράς που να οδηγήσει σε διαπραγμάτευση του κύρους και του κοινωνικού γοήτρου ατόμων και κοινωνικών ομάδων.
Τέτοια πεδία καθορισμού κοινωνικών ρόλων στη Νεολιθική κοινωνία (ενδοκοινοτικά) ήταν αυτά που επέτρεπαν τη συγκρότηση σχέσεων στη βάση του φύλου, της ηλικίας , της συγγένειας και της εργασίας. Η συγκρότηση της κοινωνικής ταυτότητας του φύλου, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο δομούνταν οι σχέσεις και καθορίζονταν οι ρόλοι ανδρών και γυναικών στη νεολιθική κοινωνία, φαίνεται πως εξαρτιόταν από τη θέση των δύο φύλων -φυσική και συμβολική- στο σύστημα παραγωγής.
Οι ρόλοι που καλούνταν να παίξουν τα δύο φύλα στο παραγωγικό σύστημα παρήγαν σχέσεις δύναμης που συχνά αναπαράγονταν ή αποσιωπούνταν στο συμβολικό επίπεδο. Αν και οι ενδείξεις για μία σαφή ιεράρχηση των φύλων είναι σχεδόν ανύπαρκτες, εικάζεται ότι οι βασικές επιδιώξεις της νεολιθικής κοινότητας, που συσπειρώνονται γύρω από το τρίπτυχο "επιτυχημένη σοδιά - αυτάρκεια - αναπαραγωγή", συμπυκνώνονται συμβολικά στη φύση της γυναίκας και στο ρόλο που καλείται να διαδραματίσει προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβίωση της κοινότητας.
Αλλά και η ταυτότητα της εργασίας αποτελούσε ένα εξίσου δυναμικό ενδοκοινοτικό χώρο επίδειξης κοινωνικής δύναμης και γοήτρου. Είναι βέβαιο ότι η παραγωγή ορισμένων κατηγοριών κεραμικών σκευών, εργαλείων και κοσμημάτων που συναντώνται στους Νεολιθικούς οικισμούς απαιτούσε την κατοχή ειδικής τεχνογνωσίας και ικανοτήτων που δύσκολα θα επιδείκνυαν όλοι. Η ενασχόληση με τομείς που απαιτούσαν ειδικές γνώσεις προσέδιδε πολλές φορές κύρος και δύναμη στον κάτοχό της, που προσπαθούσε συχνά να την κρατήσει μυστική προκειμένου να διασφαλίσει τη θέση του σε μία άλλου τύπου ιεραρχία, αυτή που βασίζεται στο γόητρο και την επίδειξη κοινωνικής δύναμης.
Σε διακοινοτικό επίπεδο και σε επίπεδο οικισμών, η διαπραγμάτευση της θέσης μιας κοινότητας αλλά και μεμονωμένων ατόμων και κοινωνικών ομάδων επιτυγχάνεται μέσα από τη συμμετοχή σε εκτεταμένα και τοπικά συστήματα ανταλλαγής. Τα δίκτυα ανταλλαγών ήταν πολλά και διέφεραν συχνά ως προς το πλαίσιο συγκρότησης, τα αντικείμενα που διακινούσαν, την κλίμακά τους αλλά και ως προς τις υποχρεώσεις και τα προνόμια που συνεπάγονταν.
Συνιστούσαν όμως ένα κοινά αποδεκτό πεδίο συγκρότησης και ανασημασιοδότησης της ταυτότητας της κοινότητας και των ατόμων που συμμετείχαν αλλά και ένα θεσμικό για την εποχή πλαίσιο εξασφάλισης των όρων αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής. Μέσα από τέτοιου είδους επικοινωνία, τα νεολιθικά νοικοκυριά αλλά και η κοινότητα διαπραγματεύονταν το κύρος τους και τη θέση τους στον ευρύτερο για την εποχή κοινωνικό χώρο, εξασφαλίζοντας παράλληλα τις απαραίτητες συνθήκες επιβίωσης.
ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
Η Εμφάνιση της Γεωργίας στην Περιοχή του Αιγαίου
Η έναρξη της Νεολιθικής περιόδου στο Αιγαίο σηματοδοτεί το πέρασμα από το κυνηγετικό - τροφοσυλλεκτικό στο παραγωγικό στάδιο απόκτησης της τροφής και από το νομαδικό βίο στη μόνιμη εγκατάσταση. Ο κύριος μηχανισμός που οδήγησε στην παραγωγή της τροφής από τους πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις πεδινές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας ήταν η εξημέρωση των άγριων ειδών ζώων και φυτών.
Οι έρευνες των τελευταίων δεκαετιών έδειξαν ότι η εξημέρωση συντελέσθηκε για πρώτη φορά στα εδάφη της Εγγύς Ανατολής ("εύφορης ημισέληνος"). Το κύριο ζητούμενο της σύγχρονης έρευνας λοιπόν που αφορά στις γύρω περιοχές της Ανατολής και των Βαλκανίων είναι πώς ξεκίνησε η εξημέρωση αλλά και η καλλιέργεια των εξημερωμένων ειδών δημητριακών και οσπρίων σ αυτές τις περιοχές. Πρόκειται για διάδοση νέων ιδεών και τεχνογνωσίας, για μετανάστευση ανθρώπινου και τεχνικού δυναμικού από την Ανατολή (ετερόχθονη) ή για αυτόχθονη εξέλιξη;
Στην περιοχή του Αιγαίου, τα αρχαιοβοτανικά και ζωολογικά δεδομένα που προέρχονται από τις πρωιμότερες Νεολιθικές θέσεις δεν είναι πάντα αναγνώσιμα και κατανοητά. Μέχρι σήμερα, μόνο δύο σπήλαια που διασώζουν καλά τη στρωματογραφημένη διαδοχή από τη Μεσολιθική στην Ακεραμική Νεολιθική (το πρωιμότερο στάδιο της Νεολιθικής) έχουν ανακαλυφθεί και ανασκαφεί: το σπήλαιο Φράγχθι στην Ερμιονίδα και το σπήλαιο Θεόπετρα στη Θεσσαλία.
Ούτε σ αυτά, όμως, ούτε και στους υπόλοιπους Νεολιθικούς οικισμούς από τη Θεσσαλία και τη νότια Ελλάδα συνυπάρχουν σπόροι δημητριακών και οσπρίων σε άγρια και εξημερωμένη μορφή, όπως για παράδειγμα γίνεται στους οικισμούς της περιοχής της "εύφορης ημισέληνου". Έτσι, ο τρόπος διάδοσης της γεωργίας στον Ελλαδικό χώρο παραμένει ακόμα και σήμερα κεντρικό ζητούμενο προς εξερεύνηση. Διαφορετικές ερμηνείες έχουν προταθεί κατά καιρούς, στηριζόμενες στη διαφορετική ανάγνωση των αρχαιολογικών δεδομένων.
Παλαιότερα, η έρευνα αναλωνόταν στην εξαντλητική παράθεση συλλογισμών και δεδομένων που αφορούσαν την ύπαρξη και μόνο των άγριων προγόνων της χλωρίδας και της πανίδας στο Αιγαίο ως προϋπόθεση εμφάνισης της εξημέρωσης και της γεωργίας. Αν και το ερώτημα "αυτόχθονη ή ετερόχθονη η γεωργία στην Ελλάδα" παραμένει πάντα επίκαιρο, σύγχρονες θεωρήσεις στρέφονται προς την κατανόηση των προϋποθέσεων εκείνων (κοινωνικών και οικονομικών) που επέτρεψαν την εξάπλωση της γεωργίας στις αρχές της Νεολιθικής περιόδου και αρνούνται να εξετάσουν το φαινόμενο της εξημέρωσης μόνο ως αποτέλεσμα βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Γύρω Περιοχές της Ανατολής
Οι απόψεις των ερευνητών για την καταγωγή της εξημέρωσης και της γεωργίας στον Ελλαδικό χώρο στις αρχές της Νεολιθικής περιόδου διίστανται. Οι προδρομικές έρευνες στα τέλη του 19ου αιώνα έστρεψαν την προσοχή τους στο φαινόμενο της εξημέρωσης γενικότερα ως βιολογικό φαινόμενο και στις προϋποθέσεις εμφάνισής της στις περιοχές όπου συντελέσθηκε η γενετική μετάλλαξη των πρώτων ειδών δημητριακών και οσπρίων. Αργότερα, ο Gordon Childe ονόμασε το στάδιο της εμφάνισης της εξημέρωσης "Νεολιθική επανάσταση", υπογραμμίζοντας έτσι τη σπουδαιότητά του για την πορεία της ανθρωπότητας.
Από τις εργασίες του Child (δεκαετία του 1960) και μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, ο Βαλκανικός χώρος αντιμετωπίσθηκε ως περιφερειακή ζώνη του κύριου κέντρου εμφάνισης του φαινομένου αυτού στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής ("Πυρηνική Ζώνη"). Η εμφάνιση τόσο των άγριων όσο και των εξημερωμένων ειδών χλωρίδας σε διαδοχικά στρώματα οικισμών των περιοχών αυτών θεωρήθηκε από την αρχή ως ένδειξη μιας αυτόχθονης γενετικής μετάλλαξης των άγριων ειδών φυτών και ζώων μέσα από μηχανισμούς φυσικής επιλογής.
Αντίθετα, η απουσία τέτοιων ενδείξεων από θέσεις της Θεσσαλίας (Άργισσα, Σουφλί, Αχίλλειο, Γεντίκι κ.ά.) καθώς και από τον υπόλοιπο ελλαδικό (Φράγχθι, Νέα Νικομήδεια κ.ά.) και ευρύτερο Βαλκανικό χώρο -όπου ανακαλύφτηκαν μόνο οι εξημερωμένες μορφές των ειδών αυτών- θεωρήθηκε ενδεικτική της ετερόχθονης καταγωγής της γεωργίας του Ελλαδικού χώρου. Οι δε μηχανισμοί μεταφύτευσης και εξάπλωσής της αποτέλεσαν προσφιλές αντικείμενο της έρευνας τα τελευταία χρόνια.
Αυτόχθονη Γεωργία
Από την εποχή του Θεοχάρη, που υποστήριζε την αυτόχθονη καταγωγή της εξημέρωσης, έως σήμερα, το μοντέλο της αυτόχθονης εξέλιξης έχει μεν λιγότερους αλλά πιο φανατικούς υποστηρικτές. Σύμφωνα με την ερμηνεία των Dennell και Barker, η σημερινή απουσία άγριων ειδών δημητριακών και αιγοπροβάτων από το Ελλαδικό οικοσύστημα δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη ένδειξη για την απουσία τους κατά τη Μεσολιθική, αφού κάποια από τα δημητριακά που δε βρέθηκαν σε άγρια μορφή στη Μεσολιθική και πρωτοεμφανίστηκαν ξαφνικά στη Νεολιθική (μονόκκοκο σιτάρι) -γεγονός που θα συνηγορούσε υπέρ της ετερόχθονης καταγωγής τους- είναι παρ όλ' αυτά σήμερα αυτοφυή σε περιοχές του Ελλαδικού χώρου.
Η παρατήρηση δε ότι τα εξημερωμένα είδη εντάχθηκαν σταδιακά στο Φράγχθι (π.χ. πρώτα εισήχθηκαν τα αιγοπρόβατα, κατόπιν ο εξημερωμένος χοίρος και τα εξημερωμένα είδη των δημητριακών και οσπρίων) δηλώνει στους υποστηρικτές της "αυτόχθονης" καταγωγής της εξημέρωσης ότι επρόκειτο για μία μακρόχρονη και σταδιακή διαδικασία που ενσωμάτωσε τόσο ετερόχθονα (π.χ. αιγοπρόβατα) όσο και αυτόχθονα είδη (π.χ. φακή) με μακρά ιστορία στον Ελλαδικό χώρο.
Ετερόχθονη Γεωργία
Οι μελετητές που υποστηρίζουν ότι η γεωργία μεταφυτεύτηκε στον Ελλαδικό χώρο από την Ανατολή στηρίζουν την άποψή τους στα εξής δεδομένα:
Οι υποστηρικτές του μοντέλου της ετερόχθονης καταγωγής της εξημέρωσης διίστανται ως προς τους μηχανισμούς εξάπλωσής της. Κατά τους Ammerman και Cavalli-Sforza η μετάδοση έγινε μέσω μιας σειράς μεταναστεύσεων (Κύμα Διάδοσης, "wave of advance") ανθρώπινων ομάδων από τα κέντρα της Ανατολής προς την ελλαδική ηπειρωτική χώρα. Σ ένα δεύτερο στάδιο η γεωργία εξαπλώθηκε στα υπόλοιπα Βαλκάνια και την Ευρώπη.
Σύμφωνα με μια πιο δυναμική παραλλαγή του μοντέλου της διάδοσης μέσω μεταναστεύσεων (από τους van Andel και Runnels), τα κύματα διάδοσης δεν κινήθηκαν ομοιόμορφα και προς την ίδια κατεύθυνση αλλά προσανατολίστηκαν προς εκείνες τις περιοχές του Αιγαιακού χώρου που εξασφάλιζαν εύφορα εδάφη και την παροχή νερού (π.χ. πλημμύρες ποταμών στη Θεσσαλία). Έτσι, ως αποτέλεσμα αυτών των επιλεκτικών μετακινήσεων εικάζεται ότι διαφορετικές περιοχές του Ελλαδικού χώρου (Κρήτη, Κύπρος, Πελοπόννησος, Θεσσαλία) δέχτηκαν κύματα ανθρώπινων ομάδων σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και από διαφορετικές αφετηρίες.
Υπάρχουν τέλος και εκείνοι οι ερευνητές που δέχονται ότι ο ίδιος ντόπιος πληθυσμός των τροφοσυλλεκτών, αφού δέχτηκε ιδέες, τεχνογνωσία και κάποια είδη εξημερωμένων φυτών και ζώων από την Ανατολή, προχώρησε στην εξημέρωση όσων ειδών φυτών και ζώων αποτελούσαν ήδη μέρος της αυτοφυούς χλωρίδας και πανίδας του Ελλαδικού χώρου από τη Μεσολιθική εποχή (π.χ. κριθάρι, φακές, χοίρος). Δέχονται δηλαδή ότι η διαδικασία της εξημέρωσης ήταν εν μέρει αλλόχθονη (διάδοση ιδεών) και δεν προϋποθέτει μαζική μετακίνηση ανθρώπινων ομάδων από την Ανατολή.
ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Στην προσπάθειά μας να ανασυνθέσουμε το απώτερο παρελθόν του πολιτισμού στο Αιγαίο, βαδίζουμε με αρωγούς τα ευρήματα και τους επιστημονικά ελέγξιμους συλλογισμούς μας. Οι στόχοι της έρευνάς μας είναι πάντα οι ίδιοι: να ανιχνεύσουμε πίσω από το αντικείμενο το νεολιθικό άνθρωπο με τον τρόπο που αυτός αντιλήφθηκε τον κόσμο του και δόμησε τις σχέσεις του, να κατανοήσουμε δηλαδή την ταυτότητά του. Η ταυτότητα αποτελεί μέρος της βιωμένης κουλτούρας.
Συνιστά ένα αρθρωμένο σύστημα σημασιών και συμβολισμών που αναφέρονται στο τρόπο με τον οποίο τα μέλη μιας κοινότητας ή ομάδας προσλαμβάνουν τον εαυτό τους και τη σχέση τους με τους άλλους. Η ταυτότητα οριοθετεί το συμβολικό πεδίο όπου θεμελιώνεται η διαφορετικότητα ή αναπτύσσεται η οικειότητα με τις άλλες ομάδες. Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται και αναπαράγεται η ταυτότητα μιας πολιτισμικής ομάδας (πολιτισμική, θρησκευτική, του φύλου, της εργασίας, της καταγωγής) στο χρόνο αποτελεί σήμερα ένα από τα κεντρικά ζητούμενα της σύγχρονης έρευνας.
Στον άξονα του χρόνου, η ταυτότητα δε συγκροτείται μόνο ως προς τους συγχρόνους αλλά και σε σχέση με εκείνους που προηγήθηκαν χρονικά καθώς και ως προς εκείνους που πρόκειται να ακολουθήσουν. Η σχέση με τους προγόνους και με την παράδοση καλλιεργείται στους νεότερους μέσα από τη διατήρηση της μνήμης, που επιτυγχάνεται μέσα από θεσμοθετημένα ή μη συστήματα γνώσης (εκπαίδευση, μεταφορά τεχνογνωσίας), εθιμικές πρακτικές (τελετουργίες, ιερά δρώμενα, αγροτικές ασχολίες) και στοιχεία υλικού πολιτισμού (ενδυμασία, συμβολικές αναπαραστάσεις, αντικείμενα συμβολικής αξίας κ.ά.).
Στον άξονα του χώρου, η ταυτότητα δομείται τόσο σε γεωγραφικές όσο και σε συμβολικές διαστάσεις. Η οριοθέτηση του φυσικού και κοινωνικού χώρου βάσει τοπωνυμίων, συνόρων πραγματικών ή συμβολικών (η χρήση παρόμοιων ή αντιθετικών συμβόλων) συμβαδίζει με διακρίσεις σε επίπεδο πολιτισμικής ή άλλων μορφών ταυτότητας, ενώ η επικοινωνία μέσω εκτεταμένων δικτύων ανταλλαγής αντικειμένων και ιδεών αντανακλά την προσπάθεια ενοποίησης και διατήρησης ενός σταθερού πλαισίου αναφοράς μέσα στο υπάρχον σύστημα συσχετισμών.
Ενοποίηση και περιχαράκωση, οι δύο αυτές αντίνομες τάσεις κοινωνικής συμπεριφοράς, αποτελούν τους σταθερούς πόλους της διαδικασίας συγκρότησης της ταυτότητας, μιας διαδικασίας με ιδιαίτερη δυναμική σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες και πλαίσια αναφοράς. Πώς δομείται και αναπαράγεται μέσα στα 3500 χρόνια Νεολιθικού πολιτισμού στο Αιγαίο η ταυτότητα του Νεολιθικού ανθρώπου; Και πόσο εύκολο είναι να την αναγνώσουμε μέσα από τα υλικά κατάλοιπα;
Για να αντιληφθούμε τη διαδικασία συγκρότησης της Νεολιθικής ταυτότητας, είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε:
Βιωμένη Κουλτούρα
Το ζήτημα της κουλτούρας βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος. Η κριτική παρεμβολή νεότερων θεωρητικών ρευμάτων στους κόλπους της πολιτισμικής ανθρωπολογίας και της ιστορίας ανέδειξε την ιστορία και τον πολιτισμό ως σύνολα βιωμένης εμπειρίας και λιγότερο ως διαδοχή συμβάντων με αντικειμενική υπόσταση. Ο πολιτισμός, λένε οι ερευνητές, δεν αφορά μόνο τις αντικειμενικές συνθήκες ύπαρξης, δεν περιορίζεται δηλαδή μόνο στα τεχνολογικά επιτεύγματα και στα συστήματα οικονομικής διαχείρισης.
Ο πολιτισμός αφορά την κουλτούρα, το σύνολο των κοινών εννοιολογικών εργαλείων, συμβόλων και αξιών, με το οποίο τα άτομα μιας ομάδας προσλαμβάνουν και αναπαράγουν την κοινωνική πραγματικότητα. Δεν πρόκειται εδώ μόνο για τη σκέψη και την ιδεολογία που διακρίνονται στεγανά από τις υλικές συνθήκες ύπαρξης. Η κουλτούρα αφορά την "εσωτερικευμένη", τη βιωμένη γνώση, τα κοινά εννοιολογικά και συμβολικά σχήματα που μοιράζονται τα μέλη μιας πολιτιστικής ομάδας και τα οποία διαμεσολαβούν στη διαδικασία ερμηνείας του κόσμου.
Σχέση με τη Φύση
Οι πρώτες μόνιμες γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες του Αιγαίου εμφανίζονται στα μέσα της 7ης χιλιετίας (6500 π.Χ., Αρχαιότερη Νεολιθική) στις πεδινές, λοφώδεις ή και ορεινές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας του κεντρικού, βορειοανατολικού και νοτιοανατολικού Αιγαίου (Θεσσαλία, Μακεδονία, Ανατολική Πελοπόννησος και Στερεά Ελλάδα, Κρήτη, Κύπρος). Οι πρώτοι γεωργοκτηνοτρόφοι του Αιγαίου έρχονται σε επαφή με ένα φυσικό περιβάλλον πολύ διαφορετικό από αυτό της εποχής των κυνηγών - τροφοσυλλεκτών.
Οι μεγάλες κλιματολογικές μεταβολές και η σταδιακή άνοδος της στάθμης της θάλασσας στα τέλη της Πλειστόκαινου (~ 8000 π.Χ.) είχαν οδηγήσει στη δημιουργία ενός πρωτόγνωρου τοπίου, με το οποίο ο νεολιθικός άνθρωπος έπρεπε να εξοικειωθεί, για να μπορέσει αργότερα να το χρησιμοποιήσει. Η εικόνα λοιπόν του χώρου και της βλάστησης στις αρχές της Νεολιθικής ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας αλλά και από τις υπόλοιπες ιστορικές περιόδους. Η συσσωρευμένη από το παρελθόν γνώση του φυσικού τοπίου και των πηγών του δε χάνεται.
Ο γνώσεις της βοτανικής, των ειδών της χλωρίδας και η αλιευτική και ναυσιπλοϊκή εμπειρία που αποκομίστηκαν στην εποχή των κυνηγών - τροφοσυλλεκτών διοχετεύονται τώρα σε νέους τρόπους διαβίωσης και απόκτησης της τροφής. Η εξάρτηση του ανθρώπου από τις δυνάμεις της φύσης δεν εξασθενεί σε σχέση με το παρελθόν, αφού η εξασφάλιση της τροφής εξαρτάται ακόμα από αυτές. Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ Νεολιθικού οικισμού και φύσης είναι σχέση ισορροπίας και θα παραμείνει τέτοια μέχρι την Όψιμη εποχή του Χαλκού.
Περιβαλλοντικές Αλλαγές
Στην αυγή των μεγάλων περιβαλλοντικών αλλαγών, στο πέρασμα από την 'Ύστερη Παγετώδη στην Ολόκαινο (15.000 - 10.000 π.σ.), εδραιώνονται οι νέες κλιματολογικές συνθήκες που ευνοούν τη μόνιμη εγκατάσταση και την καλλιέργεια της γης. Τέτοιες αλλαγές που σημειώνονται στην ακτογραμμή, τη σύσταση των εδαφών και τη φυτική κάλυψη του Αιγαίου δεν έγιναν βέβαια ξαφνικά και σίγουρα διήρκεσαν πολύ περισσότερο από ολόκληρες σειρές ανθρώπινων γενεών.
Μαζί με κάποια άλλα στοιχεία που αφορούσαν το φυσικό περίγυρο των οικισμών, είναι σίγουρο ότι οι πιο σημαντικές από τις αλλαγές αυτές θα παρέμειναν στη μνήμη των παλαιότερων και θα μεταδόθηκαν διαμέσου της προφορικής παράδοσης ως γνώση και εμπειρία στους νεότερους. Σταδιακά, και αρκετές χιλιετηρίδες μετά την πρώτη εμφάνιση της μόνιμης εγκατάστασης, σημειώνονται τα πρώτα δείγματα αλλοίωσης του Αιγαιακού τοπίου, αποτέλεσμα της ανθρώπινης επέμβασης στη φύση.
Αν και τα ακριβή στάδια της καταστροφής της φυτικής κάλυψης του Αιγαίου παραμένουν άγνωστα μέχρι σήμερα, η σύγχρονη έρευνα έχει προχωρήσει στην αναγνώριση των αιτίων της καταστροφής για ορισμένες περιπτώσεις της Προϊστορίας και των ιστορικών χρόνων.
Γεωμορφολογία (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Με την τήξη των παγετώνων, σε πολλά σημεία η ακτογραμμή προχώρησε αρκετά προς το εσωτερικό σχηματίζοντας νέους, βαθείς κόλπους. Έτσι, πρώην παράκτιες λωρίδες γης σκεπάστηκαν τώρα από τα θαλάσσια ύδατα, των οποίων ανέβηκε η στάθμη (Φράγχθι Ερμιονίδας), ενώ ολόκληρες χερσόνησοι αποκόπηκαν από την ηπειρωτική χώρα και μετατράπηκαν σε νησιά (Άγ. Πέτρος Αλοννήσου). Στα πεδινά, η απόθεση ποτάμιων ιζημάτων που προέρχονταν από τη διάβρωση των πλαγιών, λόγω της τήξης των παγετώνων, δημιούργησε νέα εδάφη πρόσφορα για καλλιέργεια.
Γεωμορφολογία (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Σε κάποιες περιπτώσεις της Νεότερης Νεολιθικής και της Τελικής Νεολιθικής φαίνεται πως η σχέση ισορροπίας μεταξύ οικισμού και φύσης διαταράσσεται. Έτσι, στον Παγασητικό η ακτή καλύπτεται από αποθέσεις ιζημάτων που κατεβαίνουν από τα ορεινά, λόγω της διάβρωσης, η ακτογραμμή μετακινείται προς το εσωτερικό και πρώην παράλιοι οικισμοί (Διμήνι) απομακρύνονται από τη θάλασσα. Παρόμοια φαινόμενα αποθέσεων στα πεδινά παρατηρούνται και στην Αργολίδα.
Ίσως η διάβρωση αυτή να οφείλεται στη σταδιακή υποχώρηση του δάσους, άποψη που ενισχύεται και από στοιχεία που δίνει η ανάλυση των κόκκων γύρης σε ορισμένες περιοχές (Κρήτη, Βοιωτία). Η αιτία δεν είναι σαφής, αλλά πιθανότατα συνδέεται με την αποψίλωση των ορεινών περιοχών από τον άνθρωπο.
Βλάστηση
Η σημερινή εικόνα που παρουσιάζει η ηπειρωτική χώρα του Αιγαίου -γυμνά διαβρωμένα εδάφη, χέρσες εκτάσεις ή εκτεταμένες πλαγιές καλυμμένες από θαμνώδη μακία βλάστηση- δε θα πρέπει να μας ξεγελά. Στις αρχές της Ολόκαινου (8000 π.Χ.), μετά την υποχώρηση των παγετώνων και την άνοδο της θερμοκρασίας, μεγάλες εκτάσεις γης στα χαμηλά(<700 μέτρα) καλύφθηκαν από ανοιχτά δάση φυλλοβόλων βαλανιδιών, ενώ στα μεγαλύτερα υψόμετρα (1000 - 1600 μέτρα) επικράτησαν πυκνά δάση κωνοφόρων.
Από τότε μέχρι την εμφάνιση των πρώτων γεωργοκτηνοτροφικών οικισμών του Αιγαίου (6200 π.Χ.) σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές στην τοπική χλωρίδα κάθε περιοχής, με αποτέλεσμα την κατά τόπους διαμόρφωση ιδιαίτερων περιβαλλοντικών συνθηκών. Στη βόρεια Ελλάδα επικράτησαν τα δασικά τοπία, ενώ οι ανοιχτοί χώροι ήταν περιορισμένοι. Στην ανατολική Μακεδονία εξαπλώθηκαν η οξιά και το πεύκο εις βάρος της βαλανιδιάς, ενώ στην περιοχή των Ιωαννίνων με τα δάση αγριοβαλανιδιάς η εικόνα δε διαφοροποιήθηκε πολύ από τους προηγούμενους αιώνες.
Την ίδια εποχή, στη Μακεδονία, ιδρύθηκε ο οικισμός της Νέας Νικομήδειας σε ένα περιβάλλον με αραιή βλάστηση και ελώδεις εκτάσεις. Νοτιότερα, στη Θεσσαλία, τα δάση βαλανιδιάς και πεύκου επικράτησαν τόσο στα ημιορεινά όσο και στα μεγάλα υψόμετρα, ενώ στις πεδινές εκτάσεις του Αλμυρού τα δάση υποχώρησαν και επικράτησαν τα ποώδη. Στη Βοιωτία, τα δεδομένα από τη λίμνη της Κωπαΐδας δείχνουν την εξάπλωση ανοικτών δρυμώνων με σχίνους (Pistacia) και την επικράτηση ενός θερμότερου μεσογειακού κλίματος. Τέλος, η Κρήτη καλύφθηκε από ανοικτά δάση πεύκων και φυλλοβόλων βαλανιδιών.
Με εξαίρεση τις αμιγώς πεδινές περιοχές και εκείνες όπου βρίσκονταν οι λιμναίες και θαλάσσιες όχθες και οι κοίτες των ποταμών, μπορούμε να φανταστούμε με βεβαιότητα ότι το τοπίο γύρω από τους οικισμούς θα ήταν καλυμμένο με πυκνά ή ανοιχτά παρθένα δάση που θα παρείχαν στους κατοίκους άγριες μορφές χλωρίδας (βαλανιδιές, φυστικιές, αμυγδαλιές, κερασιές) και πανίδας (ελάφι, ζαρκάδι, άγριος ταύρος, αγριόχοιρος κ.ά.) για συμπλήρωμα της διατροφής τους. Τα δάση αυτά θα προστάτευαν σε μεγάλο βαθμό από τις πλημμύρες των ποταμών και τις βροχοπτώσεις τους οικισμούς που ήταν χτισμένοι στις όχθες τους.
Εγκατάσταση (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Οι πρώτοι γεωργοί εγκαθίστανται κυρίως στα πεδινά, κοντά στις κοίτες ποταμών, ρέματα και πηγές, αν και ένας σημαντικός αριθμός θέσεων ιδρύεται σε λοφώδεις και ορεινές περιοχές (35% των πρώιμων κοινοτήτων στη Θεσσαλία σημειώνεται στα ορεινά). Στους χαμηλούς λόφους ή στα ορεινά όπου ο οικισμός περιβάλλεται από δασικές και θαμνώδεις εκτάσεις, τα μέλη της κοινότητας καταφεύγουν στην αποψίλωση των δασών και την εκχέρσωση των γειτονικών εδαφών από τη βλάστηση με το λίθινο εργαλειακό εξοπλισμό (πελέκεις) που κατασκευάζουν από ντόπια ή αλλογενή υλικά.
Η αποψίλωση του δάσους γύρω από τον οικισμό σκοπεύει στη δημιουργία ανοιγμάτων για καλλιέργειες και την παροχή οικοδομικής ξυλείας και κάρβουνου. Εκτιμάται ότι στις ανατολικές περιοχές του Αιγαίου με την αραιή, θαμνώδη βλάστηση και το ξηρό κλίμα η αποδάσωση θα είχε μονιμότερα αποτελέσματα απ ό,τι στις δυτικές (Δυτική Πελοπόννησος), όπου οι βροχοπτώσεις και η υγρασία θα ευνοούσαν την εκ νέου ανάπτυξη και εξάπλωση των δασών. Πάντως, η σχέση που αναπτύσσεται τουλάχιστον στην αρχή της Νεολιθικής μεταξύ οικισμού και φύσης είναι σχέση ισορροπίας, αφού δε σημειώνονται μεγάλης έκτασης αποψιλώσεις και διαβρώσεις εδαφών.
Μεταξύ άλλων, η εξασφάλιση του νερού αναδεικνύεται σε ζήτημα πρωταρχικής σημασίας για την επιτυχία της παραγωγής, άρα και της επιβίωσης του οικισμού. Γενικά, η εγγύτητα σε πηγές νερού αποτελεί το πιο βασικό κριτήριο επιλογής του χώρου εγκατάστασης από τους πρώιμους γεωργούς. Στη Θεσσαλία, όπου βρίσκεται η πλειονότητα των πρωιμότερων νεολιθικών οικισμών, η εγκατάσταση γίνεται κοντά σε φυσικές πηγές ή τον Πηνειό και τους παραποτάμους του. Στον κόλπο του Παγασητικού οιοικισμοί φαίνεται πως ελέγχουν τις μικρές πεδινές περιοχές που μεσολαβούν ανάμεσα στους λόφους της περιοχής.
Στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα οι πρώτες εγκαταστάσεις σημειώνονται σε παραποτάμιες πεδινές εκτάσεις (πεδιάδες Αρκαδίας) και παραλιακές ζώνες (Ακράτα) ή σε χαμηλά βραχώδη εξάρματα κοντά στη θάλασσα που διευκολύνουν την αλιεία (Αλαί). Το νερό αναδεικνύεται σε φυσικό πόρο ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του οικισμού: εξασφαλίζει την επιτυχία της σοδειάς σε όσπρια και δημητριακά, χρησιμοποιείται ως πόσιμο για τους γεωργούς και τα εξημερωμένα ζώα τους, ενώ σπανιότερα το νερό των ποταμών χρησιμεύει ως μέσο πρώιμης επικοινωνίας.
Για την άρδευση των μικρών χωραφιών γύρω από τον οικισμό χρησιμοποιείται το νερό των πηγών καθώς και το βρόχινο νερό. Σε κάποιες περιπτώσεις (Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου Θεσσαλίας) οι γεωργοί εκμεταλλεύονται τις εποχικές πλημμύρες των ποταμών, προκειμένου να εξασφαλίσουν το εύφορο έδαφος της κοίτης τους για την καλλιέργεια κυρίως των σιτηρών.
Εγκατάσταση (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά ο αριθμός των νέων θέσεων αυξάνεται αισθητά τόσο στη Θεσσαλία όσο και στο νότιο Αιγαίο. Στη Θεσσαλία πληθαίνει ο αριθμός των οικισμών στα πεδινά, ενώ η κατοίκηση στα ορεινά περιορίζεται. Η αύξηση της εγκατάστασης στα πεδινά υποδηλώνει αύξηση του δημογραφικού στοιχείου και πιο συστηματική εκμετάλλευση της γης. Άλλωστε σημειώνεται μία αύξηση νέων, μικρών αγροτικών οικισμών στη Βοιωτία, την Εύβοια, την Αργολίδα και άλλες περιοχές (πεδιάδα Λάρισας).
Παράλληλα, για πρώτη φορά κατοικούνται οι Κυκλάδες (Σάλιαγκος Αντίπαρου, Κεφάλα Κέας, Φτελιά Μυκόνου, Γκρόττα Νάξου κ.ά.). Ο εποικισμός των νησιών μόνο κατά τις τελευταίες περιόδους της Νεολιθικής δεν οφείλεται στην έλλειψη γνώσης ναυσιπλοΐας και εμπειρίας, αφού οι επισκέψεις στη Μήλο για την προμήθεια οψιανού είχαν ήδη ξεκινήσει από την Ανώτερη Παλαιολιθική και συνεχίστηκαν καθ όλη την διάρκεια της Νεολιθικής. Φαίνεται πως εκείνο που απέτρεψε το νεολιθικό άνθρωπο να εποικίσει μόνιμα τα νησιά στις αρχές της περιόδου ήταν τα άγονα σχετικά εδάφη και η περιορισμένη χλωρίδα τους.
Η εμφάνιση των νέων αυτών οικισμών, που ας σημειωθεί βρίσκονται σε περιφερειακές αγροτικές ζώνες (λόφους ή ακτές), μαρτυρεί εντατικοποίηση της παραγωγής και συνεπάγεται αλλαγές στην κατανομή των παραγωγικών δραστηριοτήτων στο χώρο. Υποδηλώνει επίσης την αύξουσα βαρύτητα της θέσης του νότιου Αιγαίου στις κοινωνικές εξελίξεις που διαμορφώνονται στη Νεότερη Νεολιθική. Στα τέλη της Νεολιθικής (Τελική Νεολιθική) σημειώνεται μία αισθητή αύξηση κατοίκησης σπηλαίων στο νότιο Αιγαίο (Θαρρουνίων Εύβοιας, Κίτσου Αττικής, Αλεπότρυπας Διρού, Ζα Νάξου κ.ά.).
Η προτίμηση αυτή έχει συνδεθεί με την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και ιδιαίτερα με αλλαγές στη χρήση των ζώων (εκτροφή για το γάλα, το δέρμα και το μαλλί τους). Εικάζεται ότι η αυξανόμενη αποψίλωση των πιο προσιτών ορεινών περιοχών θα άνοιξε νέους τόπους κατάλληλους για τη βοσκή μεγαλύτερων κοπαδιών. Μάλιστα, η αύξηση του αριθμού των οστών αγελάδων και αιγών που παρατηρείται σε πολλούς οικισμούς αυτήν την εποχή έχει ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης χρήσης των ζώων αυτών, γεγονός που εν μέρει επέτρεψε η δημιουργία περισσότερων θαμνώδων περιοχών μετά την υποχώρηση των δασών.
Από την άλλη πλευρά, η χρήση των ζώων για την απόσπαση και άλλων προϊόντων εκτός από το κρέας τους σίγουρα θα σηματοδότησε μεγάλες αλλαγές στην οικονομία του νεολιθικού χωριού (ανάπτυξη υφαντικής, τυροκομικής κ.ά.). Οι περιορισμένες ενδείξεις όμως που έχουμε από τα δεδομένα των μέχρι τώρα ανασκαμμένων νεολιθικών οικισμών δε συνηγορούν υπέρ της τόσο πρώιμης υιοθέτησης των αλλαγών χρήσης του ζωικού κεφαλαίου. Σαφείς αλλαγές μαρτυρούνται από την επόμενη περίοδο (Πρώιμη εποχή του Χαλκού) και μετά. Έτσι, η αιτία της ξαφνικής στροφής προς τα σπήλαια στα τέλη της Νεολιθικής παραμένει ακόμα ασαφής
Καλλιέργεια (Προκεραμική Νεολιθική και Μέση Νεολιθική)
Κύριο μέλημα των μελών της Νεολιθικής κοινότητας είναι η εξασφάλιση της πετυχημένης σοδειάς. Καλλιεργούν φυτά ήμερης μορφής (επτά είδη δημητριακών και πέντε είδη οσπρίων) και τρώνε το κρέας εξημερωμένων ζώων (αιγοπροβάτων, χοίρου, βοοειδών και πιθανότατα σκύλου). Άγριες μορφές των καλλιεργημένων ειδών δε συναντώνται στα κατάλοιπα των οικισμών, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της μεταφοράς και χρήσης των ήδη εξημερωμένων μορφών στον οικισμό από την αρχή της εγκατάστασης.
Από τα δημητριακά καλλιεργούν συχνότερα το δίκοκκο σιτάρι, ενώ παράλληλα συναντώνται το μονόκοκκο σιτάρι και το σιτάρι αρτοποιίας (Σέσκλο, Σιταγροί). Το κριθάρι καλλιεργείται περισσότερο στο νότιο Αιγαίο, λόγω της προσαρμοστικότητάς του στα ξηρότερα κλίματα. Με τον καιρό, οι γεωργοί προτιμούν το εξάστοιχο από το δίστοιχο κριθάρι, ενώ καλλιεργούν κεχρί (Άργισσα Θεσσαλίας, Χαιρώνεια), βρώμη (Αχίλλειο και Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου Θεσσαλίας, Θαρρούνια Εύβοιας) και λιγότερο συχνά σίκαλη (Θαρρούνια Εύβοιας). Από τα όσπρια καλλιεργούν μπιζέλια, φακή και φάβα.
Κάποιοι οικισμοί καλλιεργούν χωριστά τα δημητριακά από τα όσπρια (εναλλακτική καλλιέργεια, Σέσκλο και Πρόδρομος), ενώ αλλού προτιμούν τη μικτή καλλιέργεια (Γεντίκι, Άργισσα Θεσσαλίας). Υπάρχουν ενδείξεις, τέλος, ότι μερικοί οικισμοί (Νέα Νικομήδεια, Μαγούλα Μπαλωμένου) καλλιεργούσαν αποκλειστικά ένα μόνο είδος σιταριού, γεγονός που μαρτυρεί πιθανότατα πρώιμη εξειδίκευση στις καλλιέργειες. Για λίπασμα των χωραφιών χρησιμοποιείται η κοπριά των ζώων που συντηρούνται μέσα στον οικισμό.
Τα ζώα χρησιμοποιούνται μόνο για το κρέας τους, καθώς η εκμετάλλευσή τους για την απόκτηση δευτερογενών προϊόντων (μαλλί, τυρί, γάλα, μεταφορά) απουσιάζει αυτήν την εποχή. Στις παραθαλάσσιες περιοχές, οι κάτοικοι αλιεύουν ψάρια (τόνο, ροφό, κολιό, τσιπούρα, μπακαλιάρο) και μαλάκια (γαστερόποδα και δίθυρα). Τα εκατοντάδες λείψανα απανθρακωμένων σπόρων και οστών ζώων και ψαριών που βρίσκουμε στους ανασκαμμένους νεολιθικούς οικισμούς σήμερα μας βοηθούν να ανασυνθέσουμε σε αδρές γραμμές τα βασικά στοιχεία της πρώιμης αυτής μορφής γεωργοκτηνοτροφίας του Αιγαίου.
Καλλιέργεια (Τελική Νεολιθική)
Από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά παρατηρείται σταδιακή βελτίωση της παραγωγής, που συνίσταται:
Κοσμολογία (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι μικρού σχετικά μεγέθους, ώστε να καλύπτουν ως επί το πλείστον τις ετήσιες ανάγκες των μελών του οικισμού. Οι εκτάσεις αυτές βρίσκονται μέσα ή σε μικρή απόσταση από τον οικισμό. Σε αντίθεση δηλαδή με ό,τι συμβαίνει σήμερα στην αγροτική ύπαιθρο, όπου μεγάλες αποστάσεις μεσολαβούν μεταξύ οικισμών και χωραφιών, ο αγροτικός χώρος της νεολιθικής κοινότητας δεν απέχει πολύ από τον οικισμό.
Τα ζώα που συντηρούνται κοντά ή μέσα στον οικισμό είναι λίγα (κυρίως αιγοπρόβατα) και χρησιμεύουν μόνο για το κρέας τους. Ο περιορισμένος αριθμός τους αλλά και η μικρή σχετικά διάρκεια ζωής τους (σφάζονται σε νεαρή ηλικία) δεν καθιστούν αναγκαία τη μετακίνησή τους σε μακρινούς ορεινούς βοσκότοπους κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όπως συμβαίνει σήμερα. Άλλωστε, τα βουνά και οι υψηλότερες περιοχές καλύπτονταν από δασώδη βλάστηση και δεν υπήρχαν διαθέσιμοι ανοιχτοί χώροι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βοσκότοποι.
Έτσι, τα ζώα τρέφονταν με τα άχυρα που προέρχονταν από την επεξεργασία των δημητριακών. Δεν αποκλείεται βέβαια κάποιες μετακινήσεις μικρών κοπαδιών να γίνονταν στα πεδινά και κυρίως στις εύφορες προσχώσεις των μεγαλύτερων ποταμών, όπως ο Πηνειός. Σε αυτές τις περιπτώσεις, και για κάποιους οικισμούς (Πρόδρομος δυτικής Θεσσαλίας) εικάζεται ότι η μετακίνηση γινόταν σε ετήσια βάση, γεγονός που υποδηλώνει και τον εποχικό χαρακτήρα αυτών των οικισμών.
Πάντως, κατά κανόνα, η πλειοψηφία των εγκαταστάσεων ήταν μόνιμου χαρακτήρα, με αποτέλεσμα οι μετακινήσεις των γεωργοκτηνοτρόφων να περιορίζονται στην ανεύρεση ξυλείας και άγριας μορφής χλωρίδας και πανίδας σε μικρή ακτίνα από τον οικισμό. Έτσι, οικισμός και αγροτικός χώρος καταμετρούνται στη νεολιθική συνείδηση ως συμπληρωματικά στοιχεία ενός ενιαίου χώρου που βρίσκεται σε φυσική και συμβολική σύνδεση με την κοινότητα. Παράλληλα, ο ζωτικός χώρος γύρω από τον οικισμό αναδεικνύεται στον ενδιάμεσο χώρο που μεσολαβεί μεταξύ του οικισμού και του τοπίου που απλώνεται πέρα απ αυτόν.
Συνιστά το φυσικό και συμβολικό όριο της κοινότητας πάνω στο οποίο εδραιώνεται η διάκριση "εμείς / άλλοι". Μερικές φορές (Σέσκλο, Μέση Νεολιθική), τείχη ή τάφροι που κτίζονται ανάμεσα στον οικισμό και τον περιβάλλοντα αγροτικό χώρο αποτελούν τη φυσική πραγμάτωση της συμβολικής αυτής διάκρισης. Ο φυσικός χώρος, η τροφή και οι γονιμικές δυνάμεις της φύσης (βροχή, εποχικές πλημμύρες) που την εξασφαλίζουν ανασημασιοδοτούνται στην κοσμολογία της νεολιθικής κοινότητας.
Η συμβολική σημασία των φυσικών δυνάμεων και η επίκληση της εύνοιάς τους αναδεικνύονται καθοριστικά στοιχεία των εθιμικών τελετουργιών που σχετίζονται με τη γονιμότητα, την επιτυχία της σοδειάς και τη διαιώνιση του οικισμού. Η γονιμική διάσταση της φύσης αντανακλάται και στις αναπαραστάσεις του ζωικού κόσμου στον πηλό. Τα ζωόμορφα ειδώλια της Νεολιθικής αποτελούν σχηματικές αναπαραστάσεις της νεολιθικής εξημερωμένης πανίδας, οργανικά κατάλοιπα της οποίας ανευρίσκουμε στους οικισμούς.
Όπως τα ανθρωπόμορφα ειδώλια, εντοπίζονται κι αυτά σε οικιακά συμφραζόμενα (αποθηκευτικούς και τροφοπαρασκευαστικούς χώρους και φούρνους), γεγονός που ενισχύει τη στενή σχέση τους με τις επιδιώξεις της κοινότητας -συμβολική, αποτροπαϊκή σημασία (;)- για την εξασφάλιση της τροφής -ζωικού κρέατος (;)
Οι πρώτοι οικισμοί
Στην αυγή της Νεολιθικής (Πρώιμη Νεολιθική, 6000 π.Χ.), η Θεσσαλία συγκεντρώνει το μεγαλύτερο πληθυσμό γεωργών, καθώς ένας μικρός αλλά σημαντικός αριθμός θέσεων ιδρύεται στην ανατολική και τη δυτική θεσσαλική πεδιάδα: Άργισσα, Αχχίλειο, Πρόδρομος, Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, Οτζάκι, Μεγάλη Βρύση Τυρνάβου.
Αραιότερη είναι η εγκατάσταση στην ηπειρωτική και παράκτια χώρα του νότιου Αιγαίου (ο οικισμός των Αλών και της Ελάτειας στη Στερεά Ελλάδα, η Ακράτα στην Πελοπόννησο, η Κνωσός στην Κρήτη), όπου οι οικισμοί, χτισμένοι σε πεδινό και εύφορο έδαφος, δε βρίσκονται μακριά από τις ακτές. Στη Μακεδονία οι πρώιμες εγκαταστάσεις είναι περιορισμένες αλλά αυξάνονται από τη Μέση Νεολιθική και μετά (Νέα Νικομήδεια Βέροιας, Σέρβια). Οι Κυκλάδες δεν κατοικούνται στις πρώιμες περιόδους της Νεολιθικής.
Βλάστηση
Ο πλέον διαδεδομένος τρόπος προσδιορισμού της χλωρίδας κατά τη διάρκεια της μετάβασης από την Πλειστόκαινο στην Ολόκαινο είναι η μελέτη της γύρης της χλωρίδας μιας ευρύτερης περιοχής που εναποτέθηκε και διασώθηκε σε κατάλληλες συνθήκες διατήρησης οργανικών υλών, συνήθως σε λίμνη ή έλος. Η επιστήμη λέγεται παλυνολογία (παλύνω: πασπαλίζω) και βασίζεται στην απόσπαση καρότων (πυρηνοληψία) από λιμναίες και ελώδεις αποθέσεις, στη μελέτη και αναγνώριση των κόκκων γύρης που εμπεριέχονται σ αυτά και στη σύνταξη διαγραμμάτων γύρης που πληροφορούν για τη χλωρίδα της ευρύτερης περιοχής σε μεγάλες χρονικές κλίμακες.
Τα παλυνολογικά συμπεράσματα που αφορούν τη χλωρίδα του Ελλαδικού χώρου στις αρχές της Ολόκαινου προέρχονται από πυρηνοληψίες που έγιναν τα τελευταία 30 χρόνια στις περιοχές της Έδεσσας, των Φιλλίπων, των Ιωαννίνων, της Χειμαδίτιδας, της Καστοριάς, της Κωπαΐδας, της Παραλίμνης Βοιωτίας, του Φράγχθι Ερμιονίδας και των Χανίων. Έτσι, σήμερα μπορούμε να διαγράψουμε τις αλλαγές της χλωρίδας που σημειώθηκαν στο Αιγαίο μετά το τέλος των παγετώνων, και οφείλονται σε κλιματολογικές μεταβολές, αλλά και τις αλλαγές που ακολούθησαν την ανθρώπινη εγκατάσταση και οφείλονται στην αποψίλωση των δασών και σε ανθρώπινη παρέμβαση.
Γνωρίζουμε επίσης ότι η νέα χλωρίδα δεν επεκτάθηκε παντού το ίδιο αλλά διέφερε από περιοχή σε περιοχή. Οι ανατολικές και νότιες περιοχές της Ελλάδας (Μακεδονία, Θεσσαλία, ανατολική Στερεά και Πελοπόννησος) σκεπάζονταν από αραιότερη δασώδη βλάστηση απ ό,τι οι δυτικές που χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη βροχόπτωση. Δάση δρυός κάλυπταν τα χαμηλότερα μέρη της Θεσσαλίας, ενώ κωνοφόρα δένδρα (έλατα και πεύκα) σκέπαζαν τις υψηλότερες και ψυχρότερες πλαγιές των ορεινών όγκων. Η Δυτική Πελοπόννησος καλυπτόταν από πυκνότερα δάση σε σχέση με την ανατολική και την Κεντρική Πελοπόννησο, όπου το ξηρότερο κλίμα δεν ευνοούσε την επέκτασή τους.
Εργαλειακός Εξοπλισμός
Οι πελέκεις και οι αξίνες αποτελούσαν δύο βασικές κατηγορίες εργαλείων, τα οποία χρησιμοποιούσε ο γεωργός της Πρώιμης Νεολιθικής εποχής για την αποψίλωση του δάσους αλλά και για άλλες ξυλουργικές εργασίες. Κατασκευάζονταν από ποτάμιες πέτρες, τις οποίες συνέλεγαν οι κάτοικοι μιας κοινότητας όταν επισκέπτονταν τις ποτάμιες αποθέσεις, που βρίσκονταν όχι σε μεγάλη απόσταση από τον οικισμό τους. Τα υλικά ήταν συνήθως μεταμορφικά πετρώματα κοκκώδους ή σχιστώδους υφής (σερπεντίνες, σχιστοσερπεντίνες, μικροδιορίτες, κ.ά.).
Τα εργαλεία κατασκευάζονταν με λείανση και τριβή της επιφάνειας του πετρώματος με τη βοήθεια νερού και άμμου, διαδικασία δύο και τριών ωρών. Αρχικά, διαμόρφωναν τη σκληρή επιφάνεια του πετρώματος με σφυροκόπημα και κατόπιν την λείαιναν. Στα πιο σκληρά πετρώματα περιόριζαν τη λείανση μόνο στην κόψη, ενώ στα μαλακότερα λείαιναν όλη την επιφάνεια του εργαλείου. Κατόπιν, σφήνωναν το εργαλείο σε λαβή (στειλεό) από ξύλο ή ελαφοκέρας, στο οποίο είχε διαμορφωθεί κατάλληλη υποδοχή. Στη Νεότερη Νεολιθική τα συστήματα στειλέωσης παρουσίασαν περισσότερες παραλλαγές και έγιναν πιο σύνθετα.
Ανάλογα με τη χρήση τους, οι πελέκεις και οι αξίνες είχαν διαφορετικά μεγέθη και μορφολογία. Οι πελέκεις ή οι σφηνοπελέκεις κατασκευάζονταν συνήθως από σκληρά μικροκρυσταλλικά πετρώματα και είχαν συμμετρική κόψη που τοποθετούνταν σε θέση παράλληλη της λαβής. Οι αξίνες κατασκευάζονταν σε πιο μαλακά πετρώματα και είχαν ασσυμετρική, λοξότμητη κόψη που τοποθετούνταν εγκάρσια της λαβής. Ένας μεγάλος αριθμός διάφορων τύπων τέτοιων εργαλείων προέρχεται από τις νεολιθικές κοινότητες του Αιγαίου που έχουν ανασκαφεί, ενώ διάσπαρτος από πελέκεις και αξίνες είναι συνήθως ο χώρος γύρω από οικισμούς που δεν έχουν ανασκαφεί ακόμα.
Ζωόμορφα Ειδώλια
Ένας μεγάλος αριθμός ζωόμορφων ειδωλίων προέρχεται από ανασκαμμένες θέσεις της Θεσσαλίας αλλά και του νότιου Αιγαίου. Απεικονίζουν ζώα ήμερης μορφής, τα οστά των οποίων συναντώνται και στους οικισμούς: αιγοπρόβατα, βοοειδή, χοίρους και σκυλιά. Σπάνια αναπαρίστανται τα άγρια ζώα. Τα ειδώλια είναι κατασκευασμένα από πηλό και σπανιότερα από λίθο, οστό ή όστρεο. Μερικά απ αυτά ήταν προσαρμοσμένα σε σκεύη, άλλα είχαν οπή για ανάρτηση, ενώ τα περισσότερα ήταν αυτοτελή και στέκονταν στα πόδια τους.
Τα ζώα παρουσιάζονται συνήθως όρθια και ακίνητα, ενώ πιο σπάνια είναι τα δικέφαλα (σκύλοι σε συνουσία και τα έγκυα ζώα. Οι λεπτομέρειες του σώματος αποδίδονται συνήθως με χρώμα (γραπτή διακόσμηση) και εγχαράξεις.
Κοσμολογία (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Η διεύρυνση των παλαιότερων δικτύων και η εμφάνιση νέων στα τέλη της Νεολιθικής οδήγησαν στη σταδιακή μεταβολή της θέσης των οικισμών στο ευρύτερο για την εποχή σύστημα ιεραρχίας και επικοινωνίας. Υπό το νέο καθεστώς συγκροτούνται νέα δίκτυα επικοινωνίας, ενισχύονται περισσότερο τα τοπικά δίκτυα που περιορίζονται σε ορισμένους τόπους στη βάση κλειστών συστημάτων επικοινωνίας (ανατολική Θεσσαλία), ενώ διευρύνονται ακόμα περισσότερο τα δίκτυα "διεθνούς" εμβέλειας (βαλκανικό δίκτυο).
Μέσα σ αυτό το νέο κλίμα η θέση του νότιου αλλά και του βορειοδυτικού Αιγαίου (Πολιόχνη Λήμνου, Εμποριό Χίου), καθώς και των ακτών της κεντρικής ηπειρωτικής χώρας (Πευκάκια Θεσσαλίας, νότια Εύβοια), ενισχύεται σημαντικά, αφού οι περιοχές αυτές συμμετέχουν ενεργά στους θαλάσσιους δρόμους επικοινωνίας που αναπτύσσονται αυτήν την εποχή. Οι εξελίξεις αυτές συντέλεσαν ώστε να μεταβληθούν σταδιακά το νότιο Αιγαίο αλλά και οι παραθαλάσσιες περιοχές του υπόλοιπου αιγαιακού χώρου σε κέντρα των πολιτιστικών εξελίξεων.
Η αύξηση των οικισμών και η εξάπλωση της κατοίκησης στις μικρότερες, περιφερειακές, πεδινές ζώνες της Θεσσαλίας και στα σπήλαια του νότιου Αιγαίου στα τέλη της Νεολιθικής φαίνεται πως σηματοδοτεί εξάλλου νέες σχέσεις μεταξύ της κοινότητας και του φυσικού χώρου. Η αύξηση της κατοίκησης συνέβαλε στη σταδιακή ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ των οικισμών και του ζωτικού τους χώρου, τα όρια που μεσολαβούν μεταξύ των κατοικημένων οικισμών γίνονται λιγότερο σαφή, ενώ ο φυσικός χώρος που αντιστοιχεί σε κάθε οικισμό μειώνεται.
Στην ανατολική Θεσσαλία, για παράδειγμα, γύρω από τον οικισμό του Σέσκλου σημειώνεται εγκατάσταση τόσο σε κοντινή απόσταση από τον οικισμό, στη θέση Πύργος, μόλις 250 μέτρα από το Σέσκλο, όσο και στα όρια των πεδιάδων που ήλεγχε παλαιότερα το Σέσκλο (Σπαρτιά και Παλαιόκαστρο). Η αυξανόμενη εμφάνιση τάφρων και τειχών γύρω από τους οικισμούς την περίοδο αυτή ίσως να οφείλεται στην ανάγκη περιφρούρησης και περιχαράκωσης του κυρίως οικιστικού ιστού από τυχόν ενέργειες που αμφισβητούν την υπόστασή του.
Αν και ο οχυρωματικός χαρακτήρας των κατασκευών αυτών δεν είναι επιβεβαιωμένος, η λειτουργία τους είναι σίγουρα χωροταξική, αφού διαχωρίζουν με φυσικό αλλά και συμβολικό τρόπο τον οικισμό ή μέρος του οικισμού από τον περιβάλλοντα χώρο. Η επικάλυψη λοιπόν των φυσικών ορίων και των χώρων που προσλαμβάνονται ως μέρος του οικισμού θα συνέβαλε σταδιακά στη δημιουργία ενός πιο ανταγωνιστικού κοινωνικού χώρου και θα συνέτεινε στην ανεύρεση νέων πεδίων επικοινωνίας και εδραίωσης της ταυτότητας των οικισμών. Πράγματι, η εντατικοποίηση των δικτύων ανταλλαγής και επικοινωνίας που σημειώνεται αυτήν την εποχή μαρτυρεί την εμφάνιση ενός πιο διασπασμένου και αβέβαιου νεολιθικού κόσμου.
Σπήλαια
Πολλά είναι τα σπήλαια που παρουσιάζουν ίχνη κατοίκησης κατά την Τελική Νεολιθική (Κίτσου και Μαραθώνα Αττικής, Θαρρούνια Εύβοιας, Ζα Νάξου, Αλεπότρυπας Διρού, Άγιο Γάλας Χίου, Αγίου Βαρθολομαίου Λέσβου, Καλυθιές Ρόδου κ.ά). Η λειτουργία τους δεν έχει εξακριβωθεί με σαφήνεια και πολλές απόψεις επικρατούν. Πρόκειται για σπήλαια όπου διέμεναν κτηνοτρόφοι σε εποχική βάση ή είχαν άλλη λειτουργία;
Πολλά από τα σπήλαια αυτά βρίσκονται σε μεγάλα υψόμετρα, με δύσκολη πρόσβαση, έχουν μεγάλο βάθος και είναι μακριά από πηγές νερού. Η ανεύρεση αντικειμένων υψηλής ανταλλακτικής αξίας (χρυσά κοσμήματα, υψηλής ποιότητας κεραμική, κοσμήματα, προϊόντα πρώιμης μεταλλοτεχνίας και αιχμές βελών από λεπτόκοκκο και αλλογενή πυριτόλιθο) αλλά και ανθρώπινων οστών προσδίδουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στα σπήλαια αυτά και μαρτυρούν την ξεχωριστή θέση τους στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο του Αιγαίου.
Μόνο στη σπηλιά του Κίτσου αναγνωρίστηκαν μεμονωμένα οστά που ανήκαν σε δεκαοκτώ άτομα, ενώ στις Καλυθιές της Ρόδου διακρίθηκαν ορισμένες μόνο κατηγορίες οστών που ανήκαν σε σύνολο οκτώ ατόμων νεαρής ηλικίας. Στη βάση των ευρημάτων αυτών, προτάθηκε ότι τα σπήλαια δε χρησίμευαν μόνο ως χώροι κατοικίας ή ως κτηνοτροφικές μονάδες αλλά και ότι η λειτουργία τους ήταν ταφική και κατ επέκταση λατρευτική. Ίσως η παρουσία υπόγειων νερών στα σπήλαια αυτά και η δύσκολα προσβάσιμη τοποθεσία τους δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για μία λατρευτική σημασιοδότηση των χώρων αυτών από το Νεολιθικό άνθρωπο.
Πάντως, τα σπάνια ευρήματα που εντοπίζονται σήμερα στο εσωτερικό των σπηλαίων φανερώνουν την ενεργό συμμετοχή αλλά και την ιδιαίτερη θέση των χρηστών - κατοίκων των σπηλαίων αυτών στα διεθνή συστήματα ανταλλαγής. Τα σπήλαια του νότιου Αιγαίου στα τέλη της Νεολιθικής χαρακτηρίζονται ως "Κεντρικοί τόποι" (Central places) των διεθνών αλυσίδων ανταλλαγών που εκτείνονται από τα Βαλκάνια μέχρι το νότιο Αιγαίο.
Η λειτουργία τέτοιων κεντρικών τόπων θα ήταν να ενισχύουν το αίσθημα της συλλογικότητας σε ένα νησιωτικό χώρο όπου η αγροτική παραγωγή θα ήταν τουλάχιστον αβέβαιη και σε έναν ευρύτερο κοινωνικό χώρο που προμήνυε τη διάσπαση σε πολυκεντρικές συμμαχίες και σχέσεις ανταλλαγών.
Το Δίκτυο Διακίνησης Οψιανού
Ο οψιανός, μαύρο ηφαιστιογενές πέτρωμα υαλώδους υφής, έχει περιορισμένο αριθμό πηγών προέλευσης στον ελλαδικό χώρο (Μήλος, Αντίπαρος και Γιαλί Νισύρου). Ο οψιανός βρέθηκε για πρώτη φορά στα στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής του σπηλαίου Φράγχθι Ερμιονίδας στα τέλη της 7ης χιλιετίας.
Όπως απέδειξαν χημικές αναλύσεις (με τη μέθοδο της οπτικής φασματογραφίας) δειγμάτων οψιανού, τόσο από το Φράγχθι όσο και από άλλες νεολιθικές θέσεις του Αιγαίου, ο οψιανός που διακινούνταν στη NΝολιθική αλλά και την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (ΠΕΧ) είχε προέλευση από τη Μήλο. Ο μηλιακός οψιανός συναντάται σε δύο θέσεις του νησιού, Νύχια και Δεμενεγάκι στη μορφή σβόλων είτε διασκορπισμένων στην επιφάνεια του εδάφους είτε σφηνωμένων μέσα σε αποθέσεις ηφαιστιογενούς τέφρας.
Ο μηχανισμός διακίνησης του οψιανού παραμένει για μας σήμερα ελάχιστα γνωστός. Η περιορισμένη όμως προέλευση του οψιανού, η διακίνησή του μέσα στα όρια του Ελλαδικού χώρου αλλά και η χρήση του για την κατασκευή εργαλείων καθημερινής λειτουργίας υποδηλώνουν ότι τα δίκτυα διακίνησής του ήταν μέτριας κλίμακας και αφορούσαν τη μεταφορά χρηστικών αντικειμένων και πρώτων υλών με σκοπό την κάλυψη αναγκών σε περίπτωση έλλειψής τους.
Το πέτρωμα αυτό δεν είχε σταθερή ανταλλακτική αξία κατά τη διάρκεια των συναλλαγών, όπως φαίνεται από την ποικιλία του τρόπου εισαγωγής του σε οικισμούς της ίδιας εποχής και περιοχής. Η σταθερή εμμονή όμως των Νεολιθικών θέσεων για την εισαγωγή του οψιανού αλλά και η εξάπλωσή του προς Βορρά κατά τη Νεότερη Νεολιθική υπογραμμίζουν ότι η αξία του αυξήθηκε και έλαβε νέες διαστάσεις στα τέλη της Νεολιθικής.
Η αύξηση της ανταλλακτικής αξίας του οψιανού οφείλεται επίσης και στον περιορισμένο βαθμό παραγωγής του, τουλάχιστον στις αρχές της Νεολιθικής. Λόγω του περιορισμένου χαρακτήρα της προέλευσης του οψιανού αλλά και των τεχνικών απαιτήσεων του τρόπου επεξεργασίας του, η διακίνηση του βρέθηκε από πολύ νωρίς στα χέρια έμπειρων τεχνικών που έλεγχαν όλα τα στάδια παραγωγής, από την προετοιμασία των πυρήνων μέχρι την απόσπαση των λεπίδων.
Όψεις Συλλογικής Ταυτότητας
Στον κοινωνικό χώρο της Νεολιθικής εποχής, η κοινότητα συνιστά την ανώτερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης ανθρώπινων ομάδων. Κανένα στοιχείο δε μαρτυρεί κάποια πρόωρης μορφής πολιτειακή ή πολιτική οργάνωση που να ξεπερνά εκείνη της κοινότητας / οικισμού. Ωστόσο, το κύτταρο της κοινωνικής οργάνωσης εντός των ορίων της κοινότητας είναι η διευρυμένη οικογένεια και το νοικοκυριό της.
Στην αρχιτεκτονική αλλά και στην οικιστική διάρθρωση του εσωτερικού χώρου των οικισμών που έχουν ανασκαφεί στο Αιγαίο συναντάμε όλες εκείνες τις ενδείξεις που μαρτυρούν τη δομή της κοινότητας και της οικογένειας και την απουσία ιεραρχικής οργάνωσης κατά τη Νεολιθική εποχή.
Οικιστική Οργάνωση
Ο δομημένος οικισμός αποτελεί τη φυσική έκφραση της κοινοτικής και συλλογικής ταυτότητας στο χώρο. Η μορφή (κάθετη ή οριζόντια κατοίκηση), το ύψος και τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του οικισμένου χώρου υποδηλώνουν τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, άρα και την ταυτότητα του οικισμού. Στο Αιγαίο, η γεωμορφολογική και περιβαλλοντική ιδιαιτερότητα των περιοχών οδήγησε σε διαφορετικές πορείες συγκρότησης της ταυτότητας του οικισμού σε σχέση με το χώρο σε κάθε περιοχή.
Θεσσαλία (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Στη Θεσσαλία, οι πρώτοι μόνιμοι οικισμοί χτίζονται πάνω σε λόφους ή κοντά σε αλλουβιακές αποθέσεις ποταμών και κατοικούνται διαδοχικά στο χρόνο. Η συνεχής κατοίκηση στον ίδιο χώρο και τα επάλληλα στρώματα κατοίκησης οδηγούν στη δημιουργία τεχνικών γηλόφων (μαγούλες στη Θεσσαλία, τούμπες στην Μακεδονία). Οι λόφοι αυτοί είναι διάσπαρτοι σήμερα στο θεσσαλικό πεδίο (Άργισσα Μαγούλα, Σέσκλο, Διμήνι, Οτζάκι Μαγούλα κ.ά.) και ξεχωρίζουν στην πεδιάδα από το ύψος τους. Ανήκουν σε όλες τις φάσεις της Νεολιθικής και αποτελούν σημάδια ενός άλλοτε πυκνοκατοικημένου και ζωντανού κοινωνικού χώρου.
Η εμμονή κατοίκησης του ίδιου χώρου μέσα στο χρόνο που παρατηρείται στη Θεσσαλία (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική) είναι δηλωτική της σταθερής προτίμησης του οικισμού για την εύφορη γη που τον περιβάλλει, αλλά μαρτυρεί και τον ιδιαίτερο τρόπο συγκρότησης της ομάδας που κατοικεί σ' αυτόν. Ίσως η διαδοχική κατοίκηση να υποδηλώνει σταδιακά τη μακρά ιθαγένεια των οικογενειών του οικισμού και τη στενή τους σχέση με το παρελθόν, συμβολισμοί απαραίτητοι σε έναν κόσμο που η διαπραγμάτευση της ταυτότητας θεμελιώνεται στη διάρκεια της στο χρόνο.
Δε γνωρίζουμε βέβαια αν κάτι τέτοιο ισχύει στη Νεολιθική, υποθέτουμε όμως ότι η διαδοχική κατοίκηση στον ίδιο τόπο θα οδήγησε σταδιακά στη σύσφιγξη των δεσμών του ανθρώπου με το χώρο και στην ανάπτυξη των πρώτων συστημάτων ιδιοκτησίας, σε συμβολικό επίπεδο τουλάχιστον αρχικά. Η στενή σχέση του χρόνου ζωής του οικισμού και της συνέχειας της ταυτότητας στο χώρο κατά την Πρώιμη και Μέση Νεολιθική στη Θεσσαλία είναι λοιπόν η βασική συνισταμένη της ταυτότητας του νεολιθικού οικισμού στην περιοχή αυτή.
Όπου δε στη Θεσσαλία εμφανίζεται ο τύπος του οικισμού που απλώνεται οριζόντια στο χώρο και δε σχηματίζει μαγούλα (Σέσκλο Β, όπως και οικισμοί της ΝΝ) υπάρχουν ενδείξεις για ασυνεχή εγκατάσταση, άρα και μικρή χρονικά σύνδεση με το χώρο. Η θεμελίωση της ταυτότητας των οικισμών της Θεσσαλίας στη συνέχεια της χρήσης του ίδιου χώρου κατά τις δύο πρώτες περιόδους ενισχύεται και από δύο άλλα χαρακτηριστικά της οργάνωσης του χώρου στην ίδια περιοχή:
Η φυσική ενσωμάτωση των νεκρών εντός των ορίων του οικισμού και η έλλειψη νεκροταφείων, ειδικών δηλαδή χώρων ταφής με σαφή διάκριση από τον κατοικημένο χώρο, μαρτυρεί τη στενή σχέση του ζώντος οικισμού με τους προγόνους του και το παρελθόν του. Οι νεκροί συνδέονται για πάντα με το χώρο κατοικίας της βασικής κοινωνικής μονάδας, της οικογένειας, και προσλαμβάνονται ως αναπόσπαστο μέρος της. Το φαινόμενο βέβαια της ταφής των νεκρών εντός των οικιών συνιστά διαδεδομένη πρακτική στις αρχές της Νεολιθικής και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου και δεν πρέπει να συνδέεται μόνο με τους οικισμούς μεγάλης διάρκειας.
Θεσσαλία (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά, σημαντικές διαφοροποιήσεις που επισημαίνονται στην οργάνωση του χώρου μαρτυρούν κοινωνικές αλλαγές τόσο σε ενδοκοινοτικό όσο και σε διακοινοτικό επίπεδο. Γενικεύεται καταρχήν η διάνοιξη τάφρων και η κατασκευή περιβόλων σε αρκετές θέσεις της θεσσαλικής πεδιάδας. Η γενίκευση αυτή συμπίπτει χρονικά με την ίδρυση νέων οικισμών (41,4% του συνόλου των οικισμών της Νεότερης Νεολιθικής) και την επέκταση του πληθυσμού σε μικρότερες, περιφερειακές και λιγότερο γόνιμες πεδινές ζώνες.
Αν και δεν είναι πάντα σαφές αν πρόκειται για οχυρώσεις, η αύξηση της παρουσίας των φυσικών αυτών κατασκευών στην πυκνοκατοικημένη νεότερη νεολιθική Θεσσαλία μπορεί να συνδεθεί με μία αυξημένη ανάγκη περιχαράκωσης του οικισμού και οριοθέτησης του ζωτικού του χώρου αυτήν την περίοδο.
Τάφροι και Περίβολοι
Κατά τις πρώιμες περιόδους της Νεολιθικής σημειώνονται σποραδικά ίχνη τοίχων και τάφρων γύρω από τους οικισμούς ή μέρη των οικισμών. Στο Σέσκλο της Θεσσαλίας κτίζονται κάποιοι χαμηλοί τοίχοι στη δυτική πλαγιά της ακρόπολης του οικισμού, πάνω στους οποίους θεμελιώνονται τα οικήματα της πλαγιάς αυτής. Στις θέσεις Σουφλί και Αχίλλειο Θεσσαλίας αλλά και στα Σέρβια Μακεδονίας διαπιστώθηκε η διάνοιξη τάφρων γύρω από τους οικισμούς, ενώ στη Νέα Νικομήδεια Μακεδονίας εντοπίστηκαν λείψανα δύο ομόκεντρων τοίχων.
Η διάνοιξη τάφρων και η κατασκευή περιβόλων γενικεύεται από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά. Στις θέσεις Οτζάκι, Άργισσα και Αράπη Μαγούλα Θεσσαλίας αλλά και στον οικισμό του Μακρύγιαλου Πιερίας τάφροι περιβάλλουν τον κατοικημένο χώρο, ενώ λείψανα τάφρων αναφέρονται και από τον οικισμό Αγία Σοφία Θεσσαλίας. Στο Οτζάκι μάλιστα οι ανασκαφείς διέκριναν την παρουσία πέντε τάφρων και δύο χωμάτινων περιβόλων.
Στις θέσεις Σέσκλο και Διμήνι Θεσσαλίας ένα σύστημα κυκλικών λίθινων περιβόλων περιβάλλει τον οικιστικό πυρήνα, χωρίζοντας το εσωτερικό του σε διακριτές περιοχές παραγωγικής δραστηριότητας. Η λειτουργία τέτοιων κατασκευών -λίθινων περιβόλων και τάφρων- έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως από τους ανασκαφείς - ερευνητές που τις μελετούν.
Ερευνητές
Διαφορετικές ερμηνείες έχουν κατά καιρούς προταθεί σχετικά με τη λειτουργία των περιβόλων και των τάφρων που περιέβαλλαν τους νεολιθικούς οικισμούς. Είναι δε ενδεικτικό ότι οι απόψεις που προβλήθηκαν κατά καιρούς αποτέλεσαν τους πόλους μιας ερμηνευτικής διαδικασίας που ακολούθησε κατά γράμμα τις ευρύτερες εξελίξεις στο χώρο της επιστημολογίας και της θεωρίας της αρχαιολογίας.
Ο Χρήστος Τσούντας, στο βιβλίο του Αι Προϊστορικαί Ακροπόλεις του Διμηνίου και Σέσκλου, στα 1908, υποστήριξε την οχυρωματική λειτουργία των περιβόλων των δύο αυτών οικισμών. Η ερμηνεία του αυτή θεμελιώθηκε στην άποψη περί του αρχετυπικού χαρακτήρα των θέσεων αυτών και της μορφολειτουργικής ομοιότητάς τους με τα μεταγενέστερα μυκηναϊκά ανάκτορα. Εντάσσεται δε η άποψη αυτή στο ευρύτερο ερμηνευτικό φάσμα της θεωρίας της "διάχυσης", που επικράτησε μέχρι και τη δεκαετία του 1960 στην αρχαιολογική θεωρία.
Σύμφωνα με την οπτική γωνία της θεωρίας αυτής, οι μορφολογικές ομοιότητες που επισημαίνονται μεταξύ κτηρίων, διακοσμητικών μοτίβων και άλλων στοιχείων κατανοούνται ως το αποτέλεσμα πολιτισμικών επιβιώσεων και μεταναστεύσεων. Οι μεταναστεύσεις δε ερμηνεύονται ως απόρροια πολεμικών επιδρομών και δημογραφικής ανακατάταξης. Ο οχυρωματικός χαρακτήρας των περιβόλων του Διμηνίου αμφισβητήθηκε αρχικά από το Γ. Χουρμουζιάδη, που ανέσκαψε το χώρο στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η αμφισβήτηση θεμελιώθηκε στα ακόλουθα σημεία:
Αντί του αμυντικού χαρακτήρα, ο Χουρμουζιάδης πρότεινε ότι η λειτουργία των περιβόλων ήταν κυρίως χωροταξική, με σκοπό τη διαμόρφωση του οικισμού σε αυτόνομους τομείς "οικοτεχνικής δραστηριότητας" που θα περιέβαλλαν την κεντρική αυλή. Ο κάθε τομέας περιλάμβανε οίκημα, τροφοπαρασκευαστικές και αποθηκευτικές κατασκευές και παραγωγικές - βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, θα λειτουργούσε δηλαδή ως αυτόνομη παραγωγική μονάδα.
Τέλος, η άποψη του Χουρμουζιάδη θεμελιώθηκε στη νεοεξελικτική θεώρηση της δεκαετίας του 1970 που κατανοεί τις νεολιθικές γεωργοκτηνοτροφικές κοινωνίες ως κοινωνίες ισοκατανομής, υπογραμμίζοντας την απουσία των ιστορικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων που θα δικαιολογούσαν την επιθετική συμπεριφορά και τις συγκρούσεις μεταξύ τους.
Επανεξετάζοντας και συνεκτιμώντας όλα τα ανασκαφικά δεδομένα που αφορούν την οργάνωση του χώρου στον οικισμό του Σέσκλου της Μέσης Νεολιθικής περιόδου, ο Κ. Κωτσάκης υποστήριξε επίσης το μη οχυρωματικό χαρακτήρα των χαμηλών τοίχων της δυτικής πλαγιάς της ακρόπολης του Σέσκλου και τη χρήση τους ως αναλημμάτων, τα οποία δημιουργούσαν αναβαθμούς για τα οικήματα. Παράλληλα, υποστήριξε τη χωροταξική λειτουργία των φυσικών αυτών κατασκευών, που απέβλεπε στον αποχωρισμό του κυρίως οικισμού από τον περιβάλλοντα αγροτικό χώρο.
Έτσι, είτε δρώντας ως φυσικές κατασκευές άμυνας είτε ως συμβολικά μέσα ταξινόμησης του φυσικού χώρου, οι κατασκευές αυτές λειτουργούσαν περιοριστικά σε ό,τι αφορούσε την πρόσβαση στον κατοικημένο χώρο του οικισμού. Τη συμβολική οριοθέτηση των νεολιθικών οικισμών της Μακεδονίας από τις τάφρους και τους περιβόλους υποστήριξε και ο Γραμμένος.
Μακεδονία
Βορειότερα, στη Μακεδονία αλλά και σ όλη τη Βαλκανική, η χωροταξική οργάνωση του οικισμού διαφέρει από της Θεσσαλίας. Αν και εμφανίζονται και εδώ λόφοι συνεχούς κατοίκησης (τούμπες), ο πιο συνηθισμένος τύπος οικισμού είναι ο επίπεδος. Ο οικισμός δηλαδή αναπτύσσεται οριζόντια στο χώρο και απλώνεται σε μεγάλες εκτάσεις (η επιφάνεια κυμαίνεται κατά περίπτωση από 2 έως 60 στρέμματα), διατηρώντας μικρές υψομετρικές διαφορές από τη γύρω πεδινή περιοχή.
Η κατά οριζόντιο επίπεδο οργάνωση του χώρου συμπίπτει συχνά χρονικά και με φαινόμενα ασυνεχούς κατοίκησης του ίδιου χώρου (διακοπή κατοίκησης για ένα ορισμένο διάστημα και επανακατοίκηση ενός άλλου τμήματος του ίδιου χώρου). Η εξάπλωση των οριζόντιων ανοιχτών θέσεων (Θέρμη, ’σσηρος) και ο περιορισμένος αριθμός των λόφων συνεχούς κατοίκησης στη Μακεδονία έχουν ερμηνευθεί ως δηλωτικά διαφορών του τρόπου παραγωγής και οργάνωσης της οικονομίας (π.χ. ημινομαδικός χαρακτήρας της οικονομίας) μεταξύ της Μακεδονίας και των υπόλοιπων περιοχών, όπως της Θεσσαλίας.
Η τάση για οριζόντια κατοίκηση που είναι αισθητή στη Μακεδονία εντάσσεται στο ευρύτερο σύστημα οικιακής οργάνωσης της Βαλκανικής, όπου εντοπίζονται παρόμοια φαινόμενα, μεγάλοι σε έκταση οικισμοί (Selevac Γιουγκοσλαβίας) με μικρό ύψος επιχώσεων (2 - 3 μέτρα) και μικρή και ασυνεχή διάρκεια κατοίκησης.
Νότια Ελλάδα
Διαφορετική φαίνεται πως είναι τέλος η οργάνωση του χώρου στη νότια Ελλάδα, όπου η κατοίκηση είναι πιο αραιή σε σχέση με τη Θεσσαλία. Στις αρχές της Νεολιθικής, οι οικισμοί που κατέχουν συνήθως παραλιακές θέσεις ή είναι κτισμένοι στα πεδινά κατοικούνται για μικρές περιόδους. Ακόμα και όταν τα μικρότερα νησιά κατοικούνται (Αντίπαρος, Κέα, Νάξος), κατά τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο, οι οικισμοί έχουν μικρή διάρκεια ζωής.
Η ασυνέχεια της εγκατάστασης στο νότιο Αιγαίο, που οφείλεται πιθανότατα στους ασταθείς περιβαλλοντικούς παράγοντες της περιοχής αυτής (μεγαλύτερη ξηρασία, συχνότερες απώλειες πηγών νερού), φανερώνει πως η ταυτότητα της κοινότητας του νότιου Αιγαίου βιώνεται διαφορετικά απ ό,τι στη Θεσσαλία, αφού σχετίζεται περισσότερο με τη γεωγραφική της θέση ή τη θέση της στα αιγαιακά συστήματα ανταλλαγών παρά με τη διάρκεια της κατοίκησης του χώρου.
Το Νεολιθικό Νοικοκυριό
Η Ενδοκοινοτική Οργάνωση
Στις αρχές της Νεολιθικής τα κτίσματα των οικισμών αντιπροσωπεύουν ανεξάρτητες κοινωνικές και παραγωγικές μονάδες, αυτοτελή "νοικοκυριά". Σημαντικές αλλαγές στη διάρθρωση του εσωτερικού χώρου, που πιθανόν μαρτυρούν αλλαγές και στην κοινωνική οργάνωση του οικισμού, παρατηρούνται κατά την Ύστερη Νεολιθική και μετά.
Οικίες (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Στην αρχή της περιόδου κατασκευάζονται κυρίως πασσαλόπηκτες καλύβες, ενώ από τη Μέση Νεολιθική και μετά χρησιμοποιούνται ωμές πλίνθοι για την οικοδόμηση των τοίχων που θεμελιώνονται σε λίθινες κρηπίδες. Τα κτίσματα είναι συνήθως τετράπλευρα, μονόχωρα, αλλά από τη Μέση Νεολιθική εμφανίζεται και ο τύπος του σπιτιού με εσωτερικές αντηρίδες. Τα σπίτια των πρώιμων οικισμών είναι ελεύθερα στο χώρο, βρίσκονται δηλαδή σε κάποια απόσταση μεταξύ τους και δε συνδέονται με κοινούς τοίχους.
Μεταξύ τους αφήνονται στενά περάσματα, ώστε να διευκολύνεται η κυκλοφορία των ατόμων αλλά και η απομάκρυνση των νερών από τις στέγες. Εκτιμάται ότι ο μέγιστος αριθμός κατοίκων του κάθε σπιτιού, μέγιστης επιφάνειας 50 τ.μ. το καθένα, ανερχόταν στους πέντε. Οι ελεύθεροι χώροι που μεσολαβούν ανάμεσα στα κτίσματα χρησιμεύουν ως χώροι τροφοπαρασκευής(περιέχουν εστίες και φούρνους καθώς και λίθινα αγροτικά εργαλεία) αλλά και άσκησης άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων (παραγωγή λίθινων εργαλείων, κοσμημάτων, κεραμικών κ.ά.).
Εστίες για την ετοιμασία του φαγητού αλλά και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις βρίσκονται όμως και μέσα στα οικήματα μαζί με θρανία για ύπνο και άλλες εγκαταστάσεις. Δε γνωρίζουμε πώς γινόταν ο καταμερισμός του χώρου, όμως το μικρό σχετικά μέγεθος των οικιών αλλά και η παρουσία ανοιχτών χώρων μεταξύ των σπιτιών που φέρουν κατασκευές για την τροφοπαρασκευή (εστίες, φούρνοι) υποδηλώνουν ίσως ότι οι χώροι αυτοί ανήκαν σε περισσότερα από ένα νεολιθικά σπίτια, στα οποία διέμεναν πιθανότατα τα μέλη της ίδιας διευρυμένης - πολυγονικής οικογένειας.
Δεν αποκλείεται βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις οι χώροι αυτοί να χρησιμοποιούνταν για κοινοτικούς σκοπούς (κοινόχρηστοι χώροι), όπως για την παρασκευή της τροφής, την παραγωγή εργαλείων και άλλων αντικειμένων ή ως χώροι σύναξης των μελών του οικισμού. Το εσωτερικό των οικιών χρησιμοποιούνταν από τα μέλη της οικογένειας για την προετοιμασία της τροφής, την αποθήκευση και τον ύπνο. Στα σπίτια με εσωτερικές αντηρίδες αναγνωρίζουμε συνήθως την ανάγκη διακανονισμού του εσωτερικού χώρου του δωματίου κατά μήκος των τοίχων για διάφορες δραστηριότητες αλλά και τη χρήση δεύτερου ορόφου.
Τέλος, σε ενδοκοινοτικό επίπεδο, δεν υπάρχουν ενδείξεις που να μαρτυρούν μία ιεραρχική οργάνωση, αν και σε κάποιες περιπτώσεις (Σέσκλο) επισημαίνεται η συνύπαρξη των αυτοτελών οικιών (Σέσκλο Α) με στοιχεία πυκνότερης δόμησης (Σέσκλο Β), γεγονός που δεν αποκλείει κάποιες εσωτερικές κοινωνικές διαφοροποιήσεις.
Οικοδόμηση
Οι πληροφορίες μας για τους τρόπους οικοδόμησης των κτισμάτων προέρχονται κυρίως από τα ανασκαφικά δεδομένα, αλλά και από μία κατηγορία πήλινων ομοιωμάτων κτισμάτων της ίδιας περιόδου. Δύο ήταν οι κυριότεροι τρόποι οικοδόμησης στη νεολιθική Θεσσαλία: η οικοδόμηση με ωμόπλινθους (πλινθόκτιστα οικήματα) και η οικοδόμηση με αχυροπηλό και πασσάλους (πασσαλόπηκτα οικήματα). Οι ωμόπλινθοι κατασκευάζονται από πηλό και άχυρα σε σχήμα παραλληλεπίπεδου, καλουπώνονται σε ξύλινο πλαίσιο και αφήνονται να στεγνώσουν στον ήλιο.
Οι πλίνθοι τοποθετούνται κατόπιν σε στρώσεις, είτε ακουμπώντας απευθείας στο έδαφος είτε στερεωμένοι σε λίθινη κρηπίδα (βάση). Τις περισσότερες φορές ο πλίνθινος τοίχος ενισχύεται από τμήματα κάθετων πασσάλων και οριζόντιων δοκών ("ξυλοδεσιάς"), ενώ στο εσωτερικό επικαλύπτεται με πηλοκονίαμα για μεγαλύτερη προστασία (δόρωση). Σε αρκετές περιπτώσεις, οι σειρές πλίνθων στερεώνονται σε λίθινο κρηπίδωμα, ύψους 40-60 εκ. Μόνο στο Οτζάκι Θεσσαλίας και στη θέση Δήμητρα Μακεδονίας οι σειρές πλίνθων τοποθετήθηκαν κατευθείαν στο έδαφος.
Στην τεχνική των πασσαλόπηκτων κτισμάτων οι πάσσαλοι βυθίζονται στο έδαφος σε απόσταση 30-40 εκ. μεταξύ τους και συνδέονται με τραβέρσες και με κλαδιά, πάνω στα οποία στερεώνεται ο αχυροπηλός. Το σύνολο μετά επικαλύπτεται με σοβά ή επίχρισμα. Από τον οικισμό Πρόδρομο της δυτικής Θεσσαλίας σώζονται οι οπές των πασσάλων με τη λάσπη που είχε χρησιμοποιηθεί για τη στερέωσή τους, καθώς και τα λείψανα μιας ξύλινης στέγης από κορμούς και κλαδιά δένδρων που συνδέονταν με ξύλινα καρφιά.
Τα αρχιτεκτονικά αυτά στοιχεία διατηρήθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση λόγω των περιβαλλοντικών συνθηκών της περιοχής και του υψηλού βαθμού υγρασίας. Πασσαλόπηκτες οικίες ήρθαν στο φως επίσης από τους οικισμούς Αχίλλειο (Ανώτερη και Μέση Νεολιθική), Σέρβια κ.ά. Στο Αιγαίο εμφανίζονται και οι δύο αυτές τεχνικές ταυτόχρονα, αν και η πλινθοδομή επικρατεί τελικά από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά.
Πρόκειται για τεχνικές με αρκετά διαφορετική κατανομή στο χώρο της Μεσογείου, αφού η πλινθοδομή επικρατεί κυρίως στην Ανατολή αλλά και στο νότιο Αιγαίο (Κρήτη, Πελοπόννησο και κεντρική Ελλάδα), ενώ η τεχνική των πασσαλόπηκτων κτισμάτων είναι διαδεδομένη κυρίως στην Ευρώπη και στη Βαλκανική, στη Θράκη (Παραδημή και Μάκρη Αλεξανδρούπολης) και εν μέρει στη Μακεδονία. Συγκεκριμένα, η πασσαλόπηξη απουσιάζει από την ανατολική Μακεδονία.
Στον οικισμό Θέρμη Θεσσαλονίκης όμως παρατηρήθηκε συνύπαρξη πλινθοδομής, πασσαλόπηκτων οικιών και κοινόχρηστων λιθόστρωτων χώρων. Στη Θεσσαλία η τεχνική αυτή εμφανίστηκε ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική, αλλά υποχώρησε από τη Νεότερη Νεολιθική, λόγω της επικράτησης της πλινθοδομής. Από τη Μέση Νεολιθική και μετά γενικεύεται και η χρήση των λίθινων θεμελίων στη Θεσσαλία.
Κτίσματα
Οι πληροφορίες μας για τους τρόπους οικοδόμησης των κτισμάτων προέρχονται όχι μόνο από τα ανασκαφικά δεδομένα αλλά και από μία κατηγορία πήλινων ομοιωμάτων κτισμάτων της ίδιας περιόδου. Οι οικίες είναι συνήθως τετράπλευρες (4x5 μέτρα έως 10x10 μέτρα). Ο τύπος αυτός επικρατεί κυρίως στην Ανώτερη Νεολιθική, ενώ στη Μέση Νεολιθική συνυπάρχει με ένα νέο τύπο οικιών, αυτόν με τις εσωτερικές παραστάδες. Ο νέος τύπος οικίας που αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στη θέση Τσαγγλί της Θεσσαλίας αλλά και στο Οτζάκι, ονομάζεται και "τύπος Τσαγγλιού".
Οι ερμηνείες σχετικά με τη λειτουργία αυτών των παραστάδων διίστανται: αν και οι ανασκαφείς θεώρησαν ότι πρόκειται για αντηρίδες για τη στήριξη της στέγης, άλλοι ερευνητές τονίζουν τη χωροταξική λειτουργία τους για τον καθορισμό διακριτέων εσωτερικών χώρων, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι χρησίμευαν στη στήριξη ορόφου. Άλλοι τύποι κατοικίας είναι:
Τροφοπαρασκευαστικές Κατασκευές
Πρόκειται για απλές οικοτεχνικές κατασκευές κυκλικού, τετράγωνου, ορθογώνιου ή τραπεζοειδούς σχήματος, φτιαγμένες από πέτρες και λάσπη, οι οποίες έφεραν περιχείλωμα και επίχρισμα από πηλό. Σχετίζονταν με την παρασκευή της τροφής (ψήσιμο, καβούρδισμα κ.ά.). Δεν υπακούουν σε ένα σταθερό μορφολογικό τύπο, επομένως η διάκρισή τους από τους ερευνητές γίνεται στη βάση της λειτουργίας τους σε:
Βρίσκονται συνήθως μέσα στα σπίτια καθώς και σε ανοιχτούς χώρους και στις αυλές. Συνήθως εξυπηρετούν τον πλησιέστερο οικιακό χώρο και την οικογένεια μιας οικίας, αν και πολλοί από αυτούς που βρέθηκαν στο Διμήνι Θεσσαλίας φαίνεται πως εξυπηρετούσαν περισσότερους από έναν οίκους - νοικοκυριά, αφού εντοπίστηκαν συγκεντρωμένοι μαζί με αποθηκευτικές κατασκευές στους ενδιάμεσους χώρους (Ν, Ξ, και Μ) των οικιών.
Εθνοαρχαιολογικές μελέτες επισημαίνουν τη μορφολογική ομοιότητα μεταξύ των Νεολιθικών κατασκευών και πολλών σύγχρονων κατασκευών της αγροτικής υπαίθρου της Θεσσαλίας (π.χ. ομοιότητες επισημαίνονται στην κατασκευή και τη θέση των φούρνων, θολωτών κατασκευών από πέτρα και λάσπη, που βρίσκονται συνήθως στις αυλές των σπιτιών και χρησιμοποιούνται για συλλογική χρήση κατόπιν ειδικής συμφωνίας μεταξύ 3 - 4 οικογενειών).
Οικίες (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Εμφανίζονται νέοι τύποι κατοικίας, το "μέγαρο" και το αψιδωτό, που θα τους συναντήσουμε από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και μετά σε όλο το Αιγαίο και οι οποίοι στεγάζουν μεγαλύτερο αριθμό προσώπων. Οι κοινόχρηστοι χώροι μεταξύ των σπιτιών φαίνεται πως περιορίζονται σε σημαντικό βαθμό, ενώ αυξάνεται ο αριθμός των τροφοπαρασκευαστικών κατασκευών στο εσωτερικό των σπιτιών. Στο Σέσκλο της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου το κεντρικό τμήμα του οικισμού αποκλείεται από περιβόλους.
Στο Διμήνι έξι ομόκεντροι, κυκλικοί περίβολοι χωρίζουν το σύνολο του εσωτερικού χώρου σε τμήματα "οικοτεχνικής δραστηριότητας" που βρίσκονται διατεταγμένα γύρω από την κεντρική αυλή και αποτελούν αυτόνομες οικιστικές μονάδες με μία κατοικία και αποθηκευτικές και τροφοπαρασκευαστικές εγκαταστάσεις. Υπάρχουν λοιπόν ενδείξεις ότι σε κάποια σημεία η πρόσβαση στην κεντρική αυλή και στους χώρους που σχηματίζονται στο εσωτερικό του οικισμού περιορίζεται είτε με τη βοήθεια ακτινωτά διατεταγμένων διαδρόμων που μεσολαβούν ανάμεσα στους κυκλικούς περιβόλους (Διμήνι) είτε με τη βοήθεια πυλών (Σέσκλο).
Η περιορισμένη πρόσβαση σηματοδοτεί πιθανότατα τη μείωση του "δημόσιου" χαρακτήρα της παραγωγής και την ανάδειξη νέων φορέων κοινωνικής δύναμης και γοήτρου με αρμοδιότητες που ξεπερνούν εκείνες του οίκου, χωρίς όμως να ανατρέπουν ή να αμφισβητούν τη δύναμη της κοινότητας. Μιας τέτοιας μορφής ιεραρχία θα πήγαζε δηλαδή από την κοινότητα, αλλά και θα βρισκόταν υπό τον έλεγχό της.
Μέγαρο
Ήδη από τη Μέση Νεολιθική, αλλά κυρίως στη Νεότερη Νεολιθική εποχή, εμφανίζεται για πρώτη φορά ένας νέος τύπος ορθογώνιου κτηρίου, το οποίο αποτελείται συνήθως από τρεις χώρους που αναπτύσσονται κατά μήκος: το προστώο, το κεντρικό δωμάτιο με εστία και ένα βοηθητικό χώρο με αποθηκευτική συνήθως λειτουργία. Ο τύπος αυτός της ορθογώνιας οικίας ονομάστηκε "μέγαρο", λόγω των μορφολογικών ομοιοτήτων του με τα μεταγενέστερα μέγαρα της Μυκηναϊκής εποχής που βρέθηκαν στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τις υπόλοιπες Μυκηναϊκές ακροπόλεις και στέγαζαν τα ανάκτορα.
Οικίες τύπου "μεγάρου" αποκαλύφθηκαν πρώτη φορά από τον Τσούντα στο Σέσκλο και το Διμήνι στις αρχές του αιώνα. Άλλα γνωστά κτίσματα τύπου "μεγάρου" αποκαλύφθηκαν στη Μαγούλα Βισβίκη και την Αγία Σοφία Θεσσαλίας. Το "μέγαρο" της Μαγούλας Βισβίκης, το πρωιμότερο "μέγαρο" στη Θεσσαλία (ανήκει στις Προδιμηνιακές φάσεις της Νεότερης Νεολιθικής, 5300 - 4800 π.Χ.) καταστράφηκε στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά είναι σε μας σήμερα γνωστό από την κάτοψη της μοναδικής δημοσίευσής του από τον ανασκαφέα του J. Benecke (1942).
Ήταν ένα πολύ μεγάλο κτίσμα, μήκους περίπου 30 μέτρων με πρόδομο που σχηματιζόταν από την προέκταση των μακρών πλευρών, έναν κύριο χώρο με εστίες, δύο μικρά δωμάτια και ένα μεγάλο χώρο με μεγάλη εστία στο κέντρο και τέσσερις στύλους γύρω της. Η διάταξη των στύλων γύρω από την κεντρική εστία στο κυρίως δωμάτιο θυμίζει μεταγενέστερα Μυκηναϊκά μέγαρα και δικαιολογεί κατά κάποιο τρόπο την αναχρονιστική ονομασία του νέου τύπου κτηρίου.
Τα κτίσματα μεγαροειδούς μορφής βρίσκονται συνήθως στο κέντρο του οικισμού: στο Σέσκλο, το μέγαρο της Νεότερης Νεολιθικής εποχής, εμβαδού 152 τ.μ., καταλάμβανε το κεντρικό τμήμα, ενώ περιβαλλόταν από κυκλικούς περιβόλους. Η ύπαρξη μιας πύλης που οδηγούσε στο εσωτερικό της αυλής υποδηλώνει πιθανότατα την ελεγχόμενη πρόσβαση στην κεντρική αυλή. Το μέγαρο του Διμηνίου είναι μικρότερων διαστάσεων αλλά βρίσκεται επίσης σε κεντρικό σημείο.
"Mέγαρο" - Ερμηνεία
Η προέλευση αλλά και η λειτουργία του μεγάρου, του σύνθετου αυτού τύπου οικίας που στα μυκηναϊκά χρόνια θα αναδειχθεί σε χώρο διαμονής της κεντρικής εξουσίας, αλλά και στις ιστορικές περιόδους θα στεγάσει τον Ελληνικό ναό, έχει αποτελέσει τα τελευταία χρόνια προσφιλές θέμα προς διερεύνηση στους κόλπους της θεωρητικής αρχαιολογίας. Τις δεκαετίες 1960 - 1970, το ερώτημα που απασχόλησε τους ερευνητές αφορούσε την καταγωγή και την προέλευση του μεγάρου.
Το ερώτημα αυτό αλλά και οι απαντήσεις που δόθηκαν αναπτύχθηκαν κυρίως μέσα στο πλαίσιο της παραδοσιακής αρχαιολογίας και της θεωρίας της διασποράς (diffusion). Οι μορφολογικές ομοιότητες των μεγάρων του Αιγαίου με τα μέγαρα της Μικράς Ασίας (Ανατολίας), αλλά και η διαδεδομένη γεωγραφική εξάπλωση του τύπου στο χώρο του βορειοανατολικού και νότιου Αιγαίου κατά την εποχή του Χαλκού (Τροία, Λήμνος), τροφοδότησαν ατελείωτες συζητήσεις σχετικά με την αυτόχθονη στο Αιγαίο ή αλλογενή καταγωγή του νέου αυτού τύπου κτηρίου.
Ακόμα περισσότερο, η ιδιαίτερη χρήση του μεγάρου στα μεταγενέστερα χρόνια (τόπος διαμονής της κεντρικής εξουσίας στα μυκηναϊκά ανάκτορα, τριμερής ναός στην Κλασική περίοδο) κέντρισε τη φαντασία πολλών ερευνητών που αναζήτησαν μία ιδιαιτερότητα στη μορφολογία αλλά και τη λειτουργία του συγκεκριμένου τύπου κτηρίου. Υπό το πρίσμα νεότερων θεωρητικών ρευμάτων της δεκαετίας του 1980, το ερώτημα της καταγωγής περιήλθε σε δεύτερη μοίρα.
Εκείνο που είχε σημασία στο πλαίσιο της "διαδικαστικής"-Νέας Αρχαιολογίας και του συστημικού μοντέλου ήταν να διευκρινιστούν οι συνθήκες που επέτρεψαν τη χρήση μιας σύνθετης μορφής οικίας, όπως είναι το μέγαρο, και να φωτιστούν οι λειτουργίες του. Ειδικά στο Διμήνι, όπου μεγαροειδή κτίσματα εφάπτονται των εσωτερικών περιβόλων, η λειτουργία του μεγάρου κατανοήθηκε από τον ανασκαφέα Γ. Χουρμουζιάδη ως ένα είδος πρακτικής λύσης στο πρόβλημα διευθέτησης του περιορισμένου του χώρου μέσα στο υπάρχον προκαθορισμένο σύστημα των κλειστών και ανοιχτών περιβόλων που διέκριναν σε μέρη τον οικισμό.
Παρομοίως, η παρουσία αλλά και η εξάπλωση του μεγάρου σε άλλες περιοχές του Αιγαίου ερμηνεύθηκε ως απόρροια της ανάγκης διευθέτησης του περιορισμένου εσωτερικού χώρου μέσα από σύνθετες μορφές κατοικίας. Εξάλλου, όμως, όπως έχει σωστά παρατηρηθεί, ο τύπος αυτός κατοικίας παρουσιάζει έντονες παραλλαγές ακόμα και στην ίδια τη Θεσσαλία, με αποτέλεσμα η ονομασία να αναφέρεται πιθανόν σε μία τάση παρά σε έναν πραγματικό τύπο κτηρίου.
Υπό μία εντελώς διαφορετική οπτική γωνία, που γεννήθηκε από την ανάγκη αναζήτησης των αρχών και της καταγωγής της θεσμοποιημένης κεντρικής εξουσίας στο Αιγαίο, το μέγαρο κατανοήθηκε από μία ομάδα ερευνητών περισσότερο ως χώρος εξειδικευμένης κοινωνικής λειτουργίας και συγκεκριμένα ως κατοικία του άρχοντα του οικισμού. Ειδικότερα, λόγω του μεγέθους τους και της κεντρικής τους θέσης στους οικισμούς στους οποίους βρέθηκαν, έχει υποστηριχθεί ότι στα μέγαρα εδράζονταν άτομα εξέχουσας κοινωνικής θέσης ή ότι αποτελούσαν το φυσικό κέντρο ελέγχου της αγροτικής παραγωγής του οικισμού.
Οι ερμηνείες όμως αυτές βασίζονται σε λιγοστές ενδείξεις, ενώ πολλές φορές δε φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη τους το χαρακτήρα της νεολιθικής κοινωνίας που ήταν στη βάση της κοινωνία ισοκατανομής. Έτσι, παρόλο που μία αλλαγή στη διάταξη και την εσωτερική οργάνωση των οικισμών είναι αισθητή με την εμφάνιση του μεγάρου από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά, παραμένει άγνωστος για μας ο χαρακτήρας και η δομή αυτής της αλλαγής, που φαίνεται άλλωστε να λάμβανε χώρα πάντα στο πλαίσιο της συλλογικής ταυτότητας της κοινότητας.
Οι Συμβολισμοί του Οίκου (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Η οικογένεια, μαζί με τους προγόνους της που θάβονται κάτω από το χώρο των ανεξάρτητων οικιών, αποτελεί τη βασική κοινωνική ομάδα της κοινότητας και το φυσικό φορέα του νεολιθικού "οίκου". Στον "οίκο" και τα συμφραζόμενά του συνοψίζονται συμβολικά όλες οι πρακτικές και κοσμολογικές δραστηριότητες και επιδιώξεις της νεολιθικής οικογένειας που αφορούν την εξασφάλιση της ευημερίας, της γονιμότητας και της επιβίωσης.
Ο συμβολισμός της εξασφάλισης της ευημερίας του "οίκου" και κατ επέκταση του οικισμού διατρέχει όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής, από την αρχιτεκτονική μέχρι την παραγωγή, και βρίσκει την έκφρασή του στη σφαίρα του μεταφυσικού. Στη Μέση Νεολιθική αναζητούνται ασφαλέστεροι τρόποι οικοδόμησης των κτισμάτων και καθιερώνεται η θεμελίωσή τους σε λίθινες κρηπίδες. Τα σπίτια ξαναχτίζονται στα ίδια σημεία ή με ελαφρώς διαφορετικό προσανατολισμό κατά περίπτωση, ενώ σε κάποιους οικισμούς (Σέσκλο) θεμελιώνονται σε χαμηλούς αναλημματικούς τοίχους.
Στην ίδια εποχή ανήκουν και τα περισσότερα πήλινα ομοιώματα σπιτιών που συνιστούν αφαιρετικές απεικονίσεις των κύριων χαρακτηριστικών των πραγματικών κτισμάτων, τα οποία ίσως χρησιμοποιούνταν σε τελετουργίες επίκλησης της εύνοιας των φυσικών δυνάμεων ή λειτουργούσαν ως προσφορές θεμελίωσης.
Οίκος και οικισμός, λοιπόν, αναπτύσσονται παράλληλα κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής σε σύνθετους πολιτισμικούς θεσμούς με συλλογικό περιεχόμενο. Ο οικισμένος χώρος, κέντρο παραγωγής και αποθήκευσης της τροφής και των υπόλοιπων μέσων εξασφάλισης της επιβίωσης αλλά και χώρος κατοίκησης των ζωντανών και των προγόνων, αποκτά πρωτεύουσα θέση στο σύστημα αξιών και την κοσμολογία του νεολιθικού ανθρώπου και το μοναδικό πεδίο συνάντησης κοινωνικής εμπειρίας και πρακτικής.
Ομοιώματα Σπιτιών
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν πήλινα ομοιώματα οικιών που προέρχονται από τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την κεντρική Ελλάδα. Διακρίνονται σε δύο βασικούς τύπους: τα κτίσματα με στέγη, που εμφανίζονται κυρίως στη Μέση Νεολιθική, και τα κτίσματα χωρίς στέγη, που ανήκουν στη Νεότερη Νεολιθική εποχή. Δεν πρόκειται για πιστά αντίγραφα οικιών αλλά για σχηματικές και αφαιρετικές αναπαραστάσεις τους, από τις οποίες όμως εμείς σήμερα αντλούμε αρκετές πληροφορίες για την αρχιτεκτονική μορφή και την κατασκευή των οικιών της περιόδου.
Τα ομοιώματα με στέγη, για παράδειγμα, μας πληροφορούν για την ύπαρξη παραθύρων και εισόδων καθώς και δίριχτης στέγης με κυκλικό άνοιγμα-οπαίο στο μέσο. Οι δίριχτες στέγες σχηματίζουν συχνά αετωματικές προσόψεις στις στενές πλευρές, όπως φαίνεται από κάποια παραδείγματα που αποδίδουν ανάγλυφα το σκελετό της στέγης. Στα περισσότερα ομοιώματα τα αρχιτεκτονικά μέλη αποδίδονται με γραπτή διακόσμηση, ενώ τα θέματά τους σχετίζονται με εκείνα που χρησιμοποιούνται στην κεραμική.
Τα ομοιώματα χωρίς στέγη της Νεότερης Νεολιθικής μας πληροφορούν περισσότερο για το εσωτερικό των σπιτιών, αφού απεικονίζουν εστία και "θρανία" κατά μήκος των τοίχων. Εντυπωσιακό είναι το ομοίωμα σπιτιού από τη θέση Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, το οποίο περιείχε οκτώ κινητά ανθρωπόμορφα ειδώλια και βρέθηκε κάτω από το δάπεδο οικίας. Ανάλογα ομοιώματα οικιών με ειδώλια έχουν έρθει στο φως στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη. Ίσως αποτελούν προσφορές κατά τη θεμελίωση του σπιτιού.
Πάντως, ο σαφής οικιακός χαρακτήρας ανεύρεσης των περισσότερων ομοιωμάτων (σε εστίες οικιών, γωνίες ή κάτω από τα δάπεδα) υπογραμμίζει το συσχετισμό τους με τον οίκο και τις επιδιώξεις του. Ίσως αποτελούν τα σύμβολα σε μία διαδικασία επίκλησης των φυσικών δυνάμεων περί της ευημερίας του "οίκου" και της οικογένειας που τον αντιπροσωπεύει ή ακόμα και ολόκληρου του οικισμού (είδος συμπαθητικής μαγείας).
Νεκροί (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Στις αρχές της Νεολιθικής οι νεκροί ενταφιάζονται στο εσωτερικό των κατοικημένων χώρων τόσο των υπαίθριων χώρων όσο και των σπηλαίων. Στους οικισμούς οι νεκροί θάβονται κυρίως σε λάκκους (0,70x1 μέτρο) κάτω από τα δάπεδα των οικιών, άλλοτε ανάσκελα (Φράγχθι, Νέα Νικομήδεια), άλλοτε μπρούμυτα (Άργισσα, Κνωσός), αλλά κυρίως σε συνεσταλμένη θέση, δηλαδή με το σώμα τους να ακουμπά στο ένα πλευρό και τα γόνατά τους λυγισμένα. Η στάση αυτή έχει ερμηνευθεί ως συμβολική της στάσης του εμβρύου στη μήτρα, αλλά ίσως να πρόκειται για μία πρακτική λύση εξοικονόμησης χώρου.
Οι ταφές είναι ατομικές, αν και στη Νέα Νικομήδεια βρέθηκε μία γυναίκα μαζί με δύο παιδιά. Τα παιδιά και τα έμβρυα τοποθετούνται σε πιθάρια ή μεγάλα αγγεία αλλά και σε λάκκους κάτω από τα δάπεδα. Λίγα κτερίσματα (εργαλεία, κοσμήματα) συνόδευαν τους νεκρούς στη μεταθανάτια ζωή. Άλλοι τρόποι ταφής που μαρτυρούνται κατά την Ανώτερη και Μέση Νεολιθική περίοδο είναι η δευτερεύουσα ταφή (δηλαδή η ανακομιδή οστών από την αρχική τους θέση ταφής σε άλλη θέση) και η καύση νεκρών.
Ανακομιδή οστών παρατηρήθηκε στον Πρόδρομο Καρδίτσας, όπου κάτω από το δάπεδο μιας οικίας της Ανώτερης Νεολιθικής σε διαδοχικά στρώματα βρέθηκαν σκορπισμένα τα οστά ένδεκα κρανίων και ένα τμήμα των μηριαίων οστών μαζί με όστρακα κεραμικής και λεπίδες πυριτόλιθου. Καύσεις νεκρών από την Ανώτερη Νεολιθική ΙΙ (φάση Πρωτοσέσκλο) διαπιστώθηκαν στη Σουφλί Μαγούλα, όπου μέσα σε λάκκους είχαν τοποθετηθεί καμένα ανθρώπινα οστά που ανήκαν σε περισσότερους από ένα νεκρούς, όστρακα σπασμένων αγγείων καθώς και μικρά πρόχειρα πλασμένα ή ακέραια αγγεία.
Το σύνολο των καύσεων ανέρχεται στις δεκατέσσερις στη Σουφλί Μαγούλα, γεγονός που οδήγησε τον ανασκαφέα να συμπεράνει ότι πρόκειται για ένα από τα πρωιμότερα αποτεφρωτήρια του Ελλαδικού χώρου και της Ευρώπης. Κατά τη Μέση Νεολιθική εποχή συνεχίζεται ο ενταφιασμός των νεκρών κάτω από τα δάπεδα οικιών. Ενδείξεις ταφών έχουμε από τις θέσεις Χαιρώνεια, Πρόσυμνα και Φράγχθι στο νότιο Αιγαίο καθώς και από τον ’γιο Πέτρο Αλονήσσου και το Διμήνι Θεσσαλίας.
Στη σπηλιά Φράγχθι βρέθηκαν δεκαοκτώ ταφές, ενώ μία παιδική ταφή εντοπίστηκε στον Άγιο Πέτρο. Ενδείξεις τέλος για την καύση νεκρών έχουμε από τη Χαιρώνεια, όπου αναφέρεται ότι βρέθηκε ένα είδος τύμβου και από την Πρόσυμνα, όπου σε λάκκους διαφορετικών διαστάσεων εντοπίστηκαν λείψανα από φωτιά, μερικές πέτρες αλλά και απανθρακωμένα οστά ενηλίκων και ενός μικρού παιδιού.
Οι Συμβολισμοί του Οίκου (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά, υπάρχουν ενδείξεις ότι αλλάζει και η σύνθεση της συλλογικής ταυτότητας. Οι νεκροί απομακρύνονται για πρώτη φορά από το χώρο των ζωντανών, αφού θάβονται κατά συστάδες σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους (νεκροταφεία) που βρίσκονται έξω από τον οικισμό.
Η απομάκρυνση αυτή συνοδεύεται από αλλαγές στην οργάνωση του χώρου: το φαινόμενο της ομόκεντρης διάταξης των οικιών και του περιορισμού των ελέθερων χώρων ανάμεσά τους που παρατηρείται σε μερικούς οικισμούς (Διμήνι και Σέσκλο) κατά τη Νεότερη Νεολιθική εποχή αντανακλά πιθανόν αλλαγές και στην κοινωνική οργάνωση των μελών του, όπως για παράδειγμα τον περιορισμό της ελεύθερης αμοιβαιότητας που χαρακτήριζε μέχρι τώρα τις σχέσεις μεταξύ των οικογενειών και την άσκηση μεγαλύτερου ελέγχου από νέους φορείς ελέγχου και εξουσίας που εδράζουν στο κέντρο του οικισμού και δρουν στο πλαίσιο της κοινότητας.
Όπως προκύπτει από πολλά εθνογραφικά παραδείγματα κοινωνιών οργανωμένων σε γένη και διευρυμένες - πολυγονικές οικογένειες, είναι δυνατόν τα γηραιότερα ή ικανότερα μέλη του γένους να ασκήσουν μία τέτοιας μορφής ενδοκοινοτική εξουσία, ρυθμιστικού και οργανωτικού χαρακτήρα. Το δικαίωμα αυτό άσκησης ελέγχου μεταβιβάζεται συνήθως κληρονομικά και προσδίδει κύρος και δύναμη. Ίσως λοιπόν παρόμοιας μορφής εξουσία να επικράτησε και στη νεολιθική κοινότητα, όπου εικάζεται η συγκρότηση σε γένη και διερυμένες οικογένειες.
Νεκροί (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο διαπιστώνεται για πρώτη φορά η χρήση συγκεκριμένων χώρων ταφής εκτός του οικισμού, η ύπαρξη δηλαδή νεκροταφείων. Τα παραδείγματα ταφών πληθαίνουν, ενώ διαπιστώνεται και για πρώτη φορά η ύπαρξη νεκροταφείων καύσεων στη Θεσσαλία. Δύο σημαντικά νεκροταφεία καύσεων ανασκάφηκαν από τον Κ. Γαλλή στις θέσεις Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου και στη Σουφλί Μαγούλα της Θεσσαλίας. Περισσότερες από 50 ταφές καύσεων εντοπίστηκαν σε ένα χώρο 300 μέτρων βόρεια του οικισμού της Πλατιάς Μαγούλας Ζάρκου.
Τα καμένα οστά είχαν τοποθετηθεί μέσα σε τεφροδόχα αγγεία που βρέθηκαν όρθια ή ανεστραμμένα μέσα σε λάκκους. Εντοπίστηκε επίσης και ένας χώρος διάσπαρτος από άνθρακες, πέτρες και καμένα οστά, που ερμηνεύθηκε ως πιθανός χώρος καύσης των νεκρών. Νότια της θέσης Σουφλί Μαγούλα εντοπίστηκαν επίσης επτά αγγεία με καμένα οστά νεκρών. Και στις δύο περιπτώσεις, τα αγγεία είναι καθημερινής χρήσης και χρονολογούνται στην αρχή της Νεότερης Νεολιθικής εποχής (φάση "Τσαγγλί - Λάρισα").
Περισσότερες πληροφορίες για όλες τις μορφές ταφής νεκρών (πρωτογενή ταφή, ανακομιδή, καύση) αλλά και για τις εθιμοτυπικές λειτουργίες που τις συνόδευαν (σπάσιμο γραπτών αγγείων πάνω από την πυρά, όπου καίγονταν οι νεκροί) μας παρέχουν τα σημαντικά ευρήματα από το σπήλαιο Αλεπότρυπα Διρού, που ανασκάφηκε από το Γ. Παπαθανασόπουλο.
Κατά τη Χαλκολιθική εποχή, τρία είναι τα πιο γνωστά νεκροταφεία του Αιγαίου: στην Κεφάλα Κέας, στα Θαρρούνια Εύβοιας και στο Γιαλί Δωδεκανήσου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το νεκροταφείο της Κεφάλας, αφού παρουσιάζει πολλές μορφολογικές ομοιότητες με τα μεταγενέστερα (εποχής Χαλκού) νεκροταφεία των Κυκλάδων, και γι αυτό θεωρείται προδρομική παραλλαγή των γνωστών Κυκλαδικών νεκροταφείων.
Η Ταυτότητα του Ατόμου : Φύλο και Εργασία
Η απουσία θεσμοποιημένης ανώτερης κοινωνικής αρχής στη Νεολιθική εποχή και η υπεροχή της συλλογικής ταυτότητας οδήγησαν πολλούς ερευνητές να χαρακτηρίσουν αυτές τις πρώιμες αγροκτηνοτροφικές κοινωνίες ως κοινωνίες ισοκατανομής και αμοιβαιότητας. Ωστόσο, η απουσία ενός θεσμικού πλαισίου μέσα από το οποίο καθορίζονται οι σχέσεις δύναμης και εξουσίας στη νεολιθική κοινωνική πραγματικότητα δεν αποκλείει και την ύπαρξη εναλλακτικών πεδίων συγκρότησης δυναμικών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και των ατόμων στα όρια της κοινοτικής και συλλογικής ταυτότητας.
Τέτοια πεδία καθορισμού κοινωνικών ρόλων στη Νεολιθική κοινωνία επέτρεπαν τη συγκρότηση σχέσεων στη βάση του φύλου, της ηλικίας, της συγγένειας και της εργασίας. Αν και η κατανόηση του τρόπου συγκρότησής τους βασίζεται κυρίως σε λιγοστές ενδείξεις από τα αρχαιολογικά δεδομένα και σε υποθέσεις στη βάση συγκρίσεων με παρόμοιες σύγχρονες προβιομηχανικές κοινωνίες (εθνοαρχαιολογία), εντούτοις μπορούμε να προχωρήσουμε σε κάποιες επισημάνσεις γενικού χαρακτήρα που να αφορούν την αναγνώριση κάποιων βασικών παραμέτρων ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων και προσδιορισμού της θέσης του ατόμου στη Νεολιθική κοινωνία.
Η Κοινωνική Ταυτότητα του Φύλου
Η συγκρότηση της κοινωνικής ταυτότητας του φύλου, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο δομούνται οι σχέσεις και καθορίζονται οι ρόλοι ανδρών και γυναικών στη Νεολιθική κοινωνία, φαίνεται πως εξαρτάται από τη θέση των δύο φύλων -φυσική και συμβολική- στο σύστημα παραγωγής. Ο αγροτικός χαρακτήρας της παραγωγής και η συντήρηση μικρών κοπαδιών για το κρέας τους προϋποθέτουν την κατοχή ειδικών γνώσεων που αφορούν την αναγνώριση και χρήση των φυτικών ειδών, τις μεθόδους καλλιέργειας, την επεξεργασία του αγροτικού προϊόντος και τη σωστή διαχείριση του ζωικού κεφαλαίου.
Οι ρόλοι που καλούνται να παίξουν τα δύο φύλα στο παραγωγικό σύστημα δημιουργούν σχέσεις δύναμης που συχνά αναπαράγονται ή αποσιωπούνται στο συμβολικό επίπεδο. Αν και οι ενδείξεις για μία σαφή ιεράρχηση των φύλων είναι σχεδόν ανύπαρκτες, εικάζεται ότι οι βασικές επιδιώξεις της Νεολιθικής κοινότητας, που συσπειρώνονται γύρω από το τρίπτυχο "επιτυχημένη σοδιά - αυτάρκεια - αναπαραγωγή," συμπυκνώνονται συμβολικά στη φύση της γυναίκας και στο ρόλο που καλείται να διαδραματίσει προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβίωση της κοινότητας.
Αγροτική Παραγωγή και Φύλο: (Αρχές Νεολιθικής)
Για το ρόλο των δύο φύλων στις αγροτικές ασχολίες μόνο εικασίες μπορούν να διατυπωθούν. Στις σύγχρονες προβιομηχανικές κοινωνίες, η καλλιέργεια της γης (άροση) αποτελεί κατ εξοχήν ανδρική ασχολία, ενώ ο ρόλος των γυναικών είναι συμπληρωματικός στις εργασίες της υπαίθρου (λίχνισμα, αλώνισμα) και σημαντικότερος στα στάδια επεξεργασίας του καρπού, της παραγωγής της τροφής, της φροντίδας των οικόσιτων ζώων και των παιδιών.
Έχει παρατηρηθεί επίσης ότι συχνά ο καταμερισμός της αγροτικής εργασίας στην ύπαιθρο εξαρτάται από το είδος των καλλιεργητικών μέσων και τις βασικές δομές των σχέσεων συγγένειας (π.χ. άροση και πατρογραμμική καταγωγή, κηποκαλλιέργεια και μητρογραμμική καταγωγή). Στη Νεολιθική εποχή, η άροση με τα ζώα δεν είναι ακόμη γνωστή και γίνεται με το σκαλιστήρι, γεγονός που καθιστά τη διαδικασία χρονοβόρα και κουραστική. Παρόλο το μικρό σχετικά μέγεθος της καλλιεργούμενης γης, η παραγωγή πλεονάσματος και η αποθήκευσή του κρίνονται αναγκαίες με σκοπό την εξασφάλιση πόρων σε περιόδους κακής σοδειάς.
Έτσι, εικάζεται ότι τόσο τα στάδια καλλιέργειας όσο και επεξεργασίας του καρπού καθιστούν αναγκαία τη συμμετοχή των δύο φύλων. Πολύτιμη είναι η εμπειρία των γυναικών που ασχολήθηκαν με τη συλλογή καρπών και φυτών κατά τη Μεσολιθική εποχή. Η εμπειρία συνίσταται σε γνώσεις και παρατηρήσεις που αφορούν τον τρόπο ωρίμανσης των αυτοφυών φυτών και το περιβάλλον ανάπτυξής τους, το συσχετισμό τους με τις αλλαγές του έτους καθώς και τη χρήση τους για τροφοπαρασκευαστικούς και ιαματικούς σκοπούς.
Εικάζεται λοιπόν ότι ο ρόλος των γυναικών - τροφοσυλλεκτριών στο νέο σύστημα αγροτικής εκμετάλλευσης μέσω της καλλιέργειας που εφαρμόζεται τώρα είναι σημαντικός όσον αφορά τη διοχέτευση αυτών των πληροφοριών. Τέλος, για κάποιους τομείς εργασίας όπως οι οικοτεχνικές (άλεσμα, ζύμωμα κ.ά.) είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε την ανάμειξη του γυναικείου φύλου. Όσον αφορά τις υπόλοιπες οικιακές εργασίες, δε γνωρίζουμε τον καταμερισμό των επαγγελμάτων κατά φύλο, ποιες δηλαδή ήταν αποκλειστικά γυναικείες ή ανδρικές ασχολίες και ποιες απαιτούσαν τη συνδρομή και των δύο φύλων.
Αν σήμερα αναφερόμαστε στον κεραμέα (σε γένος αρσενικό) ή στην υφάντρα (σε γένος θηλυκό), αυτό γίνεται γιατί υιοθετούμε διακρίσεις που απηχούν σύγχρονες συνθήκες εργασίας ή αναφέρονται σε συσχετισμούς φύλου και επαγγέλματος που ισχύουν σε σύγχρονες προβιομηχανικές κοινωνίες. Οι θέσεις μας όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι απόλυτες. Για παράδειγμα, στις σύγχρονες προβιομηχανικές κοινωνίες, ο κούρος ή ο τιλμός (η αφαίρεση δηλαδή εριότριχων από τα πρόβατα ενός κοπαδιού με τη βοήθεια χτενιών ή ψαλιδιών), που αποτελεί προστάδιο της υφαντουργίας, μιας αποκλειστικά γυναικείας δραστηριότητας, γίνεται από τους άνδρες βοσκούς στην ύπαιθρο.
Ο συγκεκριμένος όμως καταμερισμός εργασίας δεν οφείλεται αποκλειστικά στη διαφορά μυικής δύναμης και στη δυσκολία του εγχειρήματος, όπως θα ήταν ίσως αναμενόμενο, αλλά ορίζεται από τον τρόπο που διαμορφώνονται οι σχέσεις του κοινωνικού φύλου. Έτσι, στο Μάρι της Μεσοποταμίας (περίοδος Ur III) τον τιλμό αναλαμβάνουν οι ίδιες οι υφάντρες, ενώ πολύ αργότερα, με την εξέλιξη της τεχνικής, εμπλέκονται και οι άνδρες.
Στις Ελληνικές Σαρακατσάνικες ομάδες οι γυναίκες κούρευαν μόνο τα κατσίκια, η τρίχα των οποίων ήταν κατώτερης ποιότητας και λιγότερο εμπορεύσιμη, ενώ ο κούρος των προβάτων, μία μεγάλης κλίμακας δραστηριότητα που γινόταν εκτός οίκου, στην ύπαιθρο, ήταν αποκλειστική δραστηριότητα των ανδρών. Τέτοια παραδείγματα θα πρέπει λοιπόν να μας υπενθυμίζουν ότι κανένας σύγχρονος συσχετισμός φύλων δεν πρέπει να εφαρμόζεται αβασάνιστα σε άλλες κοινωνίες του παρελθόντος.
Αγροτική Παραγωγή και Φύλο: (Τέλη Νεολιθικής)
Εικάζεται ότι η αλλαγή του παραγωγικού συστήματος, που συνίσταται στην εκτροφή των ζώων για το μαλλί, το γάλα και τη μεταφορά ("επανάσταση των δευτερογενών προϊόντων") οδήγησε στην αναδιάρθρωση των ρόλων και του βαθμού συμμετοχής των δύο φύλων στην αγροτική παραγωγή. Η επεξεργασία του μαλλιού συντέλεσε στην ανάπτυξη του κλάδου της υφαντουργίας, μιας κατεξοχήν γυναικείας οικοτεχνικής δραστηριότητας.
Παράλληλα, η εκτροφή ζώων για την παροχή γάλατος και την παρασκευή τυριού, αλλά και η χρήση ζώων για την άροση και ως υποζυγίων για τη μεταφορά, έκαναν πιο σύνθετες τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες που από εδώ και πέρα εγγράφονται στο δυναμικό των ανδρών. Παράλληλα, πολλές ασχολίες που παραδοσιακά συνδέονταν με το γυναικείο φύλο, όπως η οικοτεχνία, η ανατροφή των παιδιών και η τροφοπαρασκευή, συνέχισαν να αποτελούν αποκλειστική ενασχόληση των γυναικών.
Οι αλλαγές αυτές στον καταμερισμό εργασίας σίγουρα δεν ακολούθησαν μία γραμμική πορεία, ούτε και έγιναν ξαφνικά, δεδομένης άλλωστε και της σταδιακής υιοθέτησης του νέου τρόπου παραγωγής από τους οικισμούς του Αιγαίου. Άλλωστε, οι αλλαγές αυτές ολοκληρώθηκαν πολύ αργότερα στην εποχή του Χαλκού.
Συμβολισμοί του Γυναικείου Φύλου
Η καθιέρωση της μικτής γεωργοκτηνοτροφικής οικονομίας και της μόνιμης εγκατάστασης αναδεικνύει νέους ρόλους για τα δύο φύλα. Μέσα σ αυτές τις νέες συνθήκες ο ρόλος της γυναίκας ενισχύεται, όχι μόνο σε επίπεδο αρμοδιοτήτων αλλά και συμβολισμών. Η θεμελιώδης συμβολή της γυναίκας στο κεφάλαιο "αναπαραγωγή" συντελεί στη γονιμική σημασιοδότηση του γυναικείου φύλου. Η έμφαση στη γονιμική υπόσταση της γυναίκας είναι ιδιαίτερα εμφανής στα Νεολιθικά ειδώλια, που παριστάνουν γυναίκες σε όρθια ή καθιστή στάση με τονισμένα τα ανατομικά χαρακτηριστικά της αναπαραγωγής.
Ο οικιακός τόπος ανεύρεσής τους (σε εστίες και αποθηκευτικούς χώρους) υπογραμμίζει μάλιστα και μία άλλη διάσταση του γυναικείου φύλου, τη στενή του σχέση με τα ζητήματα που αφορούν τη διαχείριση του οίκου. Λόγω δηλαδή του ενεργού ρόλου των γυναικών στη διαχείριση του οίκου, αλλά και του οικιακού χαρακτήρα της παραγωγής, η γονιμική αυτή υπόσταση της γυναίκας συνδέεται εννοιολογικά με τα οικιακά συμφραζόμενα και τις επιδιώξεις του οίκου που αφορούν την επιβίωσή του.
Έτσι, σε μία τόσο πρώιμης μορφής κοινωνική οργάνωση, όπως είναι η κοινωνία της Νεολιθικής εποχής, όπου η θρησκεία αφορά περισσότερο την εύνοια των φυσικών δυνάμεων και τη λατρεία των μυθικών προγόνων παρά τη λατρεία προσωποποιημένων θεοτήτων, η γυναίκα αναδεικνύεται σε αρχέτυπο στο οποίο συμπυκνώνονται συμβολικά πολλές από τις μεταφυσικές δυνάμεις που προστατεύουν τη γεωργία και την εξασφάλιση της ευημερίας του Νεολιθικού νοικοκυριού - οίκου.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω συλλογισμών, μπορεί να διατυπωθεί η άποψη ότι οι Νεολιθικές κοινωνίες ήταν γυναικοκεντρικές, χωρίς ο χαρακτηρισμός όμως να υπολανθάνει ότι η εξουσία ανήκε στις γυναίκες. Ο τονισμός δηλαδή της γυναικείας φύσης στο συμβολικό σύστημα αξιών των Νεολιθικών ανθρώπων δε θα πρέπει να ερμηνευθεί ως απόρροια της εξουσιαστικής θέσης της γυναίκας αλλά ως αποτέλεσμα της αναγνώρισης της ρυθμιστικής δύναμης που υπολανθάνει στη γυναικεία υπόσταση και η οποία συνέβαλλε στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και εξασφάλιζε την επιβίωση της κοινότητας και του συνόλου.
Ειδώλια Γυναικών
Τα ειδώλια, φτιαγμένα συνήθως από πηλό, αλλά και από λίθο και μάρμαρο, αποδίδουν με περισσότερο ή λιγότερο σχηματικό τρόπο το έμψυχο και άψυχο περιβάλλον του ανθρώπου. Προέρχονται από όλες τις περιοχές του Αιγαίου (Θεσσαλία, Πελοπόννησος, Βοιωτία κ.ά.), ενώ λιγοστά μόνο παραδείγματα προέρχονται από το Β.Α Αιγαίο.
Το θεματολόγιο των μορφών που απεικονίζονται είναι πλούσιο: ανθρωπόμορφα ειδώλια, εκ των οποίων υπερτερούν οι γυναικείες και οι χωρίς ένδειξη φύλου μορφές από τις ανδρικές και τις υβριδικές (ανθρωποζωόμορφες), ζώα, έπιπλα και τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές σπιτιών (π.χ. φούρνοι) κ.ά. Τα γυναικεία ειδώλια υπερέχουν αριθμητικά σε όλες τις περιόδους της Νεολιθικής, γεγονός που μαρτυρεί ότι κάποιες όψεις της γυναικείας υπόστασης (η συμβολή της στην αναπαραγωγή αλλά και τη συντήρηση του οίκου) έχουν βαρύνουσα συμβολική σημασία.
Η έμφαση στη γονιμική διάσταση της γυναίκας είναι εμφανής στα ειδώλια που παρουσιάζουν γυναίκες στεατοπυγικής μορφής με υπερτροφικούς μαστούς, άλλοτε όρθιες και άλλοτε καθιστές σε κάθισμα ή οκλαδόν. Σπανιότερος είναι ο τύπος της γυναίκας στη φάση τεκνοποιίας. Η έμφαση στον οικιακό χαρακτήρα της γυναικείας παρουσίας παρατηρείται στον οικιακό χαρακτήρα των χώρων ανεύρεσης των ειδωλίων αλλά και στο ότι αυτοί σχετίζονται με την αγροτική παραγωγή (αποθηκευτικοί χώροι, τροφοπαρασκευαστικές ζώνες, φούρνοι, χώροι κατασκευής εργαλείων, χώροι με εργαλεία άλεσης, εργαλεία υφαντικής ή κοσμήματα).
Η σχέση αυτή είναι εμφανής σε κάποια παραδείγματα γυναικείων ειδωλίων, όπου τα μάτια αποδίδονται με τη μορφή κόκκων δημητριακών. Η λειτουργία των ειδωλίων, ανθρωπόμορφων και μη, έχει απασχολήσει πολύ τους ερευνητές τα τελευταία χρόνια που διατύπωσαν πολλές και διαφορετικές θεωρίες.
Ειδώλια Γυναικών - Θεωρίες
Τα ειδώλια της Νεολιθικής εποχής αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών ερμηνευτικών συζητήσεων και προτάσεων τις τελευταίες δεκαετίες. Η αριθμητική υπεροχή των γυναικείων ειδωλίων αλλά και η στεατοπυγική απόδοση των χαρακτηριστικών τους οδήγησαν πολλούς μελετητές στην άποψη ότι οι γυναικείες μορφές είναι απεικονίσεις της θεάς της γονιμότητας. Η συγκέντρωση ειδωλίων μάλιστα σε οροθετημένες περιοχές στη Νέα Νικομήδεια Μακεδονίας και στο Αχίλλειο Θεσσαλίας οδήγησε τους ανασκαφείς στο χαρακτηρισμό αυτών των χώρων ως "Ιερών".
Η άποψη αυτή σήμερα έχει απορριφθεί, δεδομένου ότι εικάζεται ο προθεϊστικός χαρακτήρας της λατρείας (λατρεία προγόνων και φυσικών δυνάμεων και όχι προσωποποιημένων θεοτήτων) και η απουσία διάκρισης μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων ιερών χώρων στη Νεολιθική εποχή. Κατά μία άλλη άποψη, που βασίζεται σε εθνογραφικά παράλληλα, τα ειδώλια αυτά χρησιμοποιούνταν στη συμπαθητική μαγεία, με σκοπό να προκαλέσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα (π.χ. τα ειδώλια εγκύων θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με σκοπό την ενίσχυση της γονιμότητας της γυναίκας που τα είχε στην κατοχή της).
Δεν αποκλείεται βέβαια η χρήση τους ως φυλαχτά ή ως σύμβολα με αποτροπαϊκή σημασία. Οι νεότερες ερμηνευτικές προτάσεις αποδέχονται το συμβολικό και επικοινωνιακό ρόλο των ειδωλίων. Δέχονται επίσης μεγαλύτερη πολυσημία στη χρήση τους. Επισημαίνουν ότι ως αντίγραφα και σύμβολα τα ειδώλια φορτίζονταν με διάφορα νοήματα, ανάλογα με το χρήστη, το περιβάλλον χρήσης τους, τα λόγια και τις χειρονομίες που τα συνόδευαν. Ο χαρακτήρας της χρήσης τους ήταν περιορισμένος, αφού μετά την εκπλήρωση του προορισμού τους πετάγονταν, όπως δείχνουν οι ανασκαφές.
Ιδιαίτερα, η συχνή παρουσία των ειδωλίων σε αποθηκευτικούς χώρους και φούρνους και η σπάνια εύρεσή τους σε τάφους υποδηλώνει τη σχέση τους με τη σοδειά και την επιβίωση -φυλαχτά. Οι σύγχρονες αυτές ερμηνευτικές προτάσεις εντάσσονται στα νεότερα θεωρητικά ρεύματα της αρχαιολογίας, σύμφωνα με τα οποία τα αντικείμενα κατανοούνται από τη θέση τους στον οικισμό, τη λειτουργία του χώρου ανεύρεσης αλλά και από την εξέταση των συμβολικών συσχετισμών των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα σ αυτόν το χώρο.
Συστήματα Συγγένειας (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Δε γνωρίζουμε ποιες ήταν οι βασικές δομές συγγένειας στη Νεολιθική περίοδο. Υπάρχουν όμως κάποιες αρχιτεκτονικές ενδείξεις που επιτρέπουν να διατυπώσουμε μερικές απόψεις. Μία από αυτές τις ενδείξεις αφορά την κατανομή τροφοπαρασκευαστικών κατασκευών (εστίες, φούρνοι) στον οικισμό. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι στους οικισμούς της Ανώτερης και Μέσης Νεολιθικής αυτές οι κατασκευές τοποθετούνται συνήθως σε ανοιχτούς χώρους μεταξύ των σπιτιών. Η θέση τους αυτή μάλιστα δημιουργεί δυσκολίες ως προς το να κατανοήσουμε σε ποια οικία ανήκουν.
Έτσι, συχνά θεωρείται ότι οι κατασκευές των ενδιάμεσων αστέγαστων χώρων χρησιμοποιούνταν από τα παραπλήσια σπίτια, που ίσως ανήκαν στην ίδια οικογένεια και κατ επέκταση στο ίδιο νοικοκυριό. Αν ο παραπάνω τρόπος οργάνωσης χώρου μπορεί να θεωρηθεί δηλωτικός της συλλογικής διαβίωσης στο πλαίσιο μιας διευρυμένης ομάδας, θα μπορούσαμε πιθανότατα να πούμε ότι η κύρια μορφή κοινωνικής συγκρότησης του νεολιθικού νοικοκυριού ήταν το γένος ή η διευρυμένη - πολυγονική οικογένεια, που περιλαμβάνει και άλλα στενά συγγενικά πρόσωπα πέρα από τους γονείς και τα παιδιά.
Ο τύπος της πολυγονικής οικογένειας αποτελεί την πιο διαδεδομένη μορφή συγγενικής οργάνωσης σε παρόμοιες κοινωνίες της Ασίας και Αυστραλίας που μελετώνται εθνογραφικά. Από άποψη λειτουργίας, η ένταξη πολλών ατόμων με στενούς συγγενικούς δεσμούς στην ίδια οικογένεια βοηθά στον καλύτερο καταμερισμό της εργασίας και διασφαλίζει την προστασία του συνόλου (συγγενειακός τρόπος οργάνωσης της παραγωγής). Άγνωστος σε εμάς παραμένει επίσης ο τρόπος που αρθρώνονται οι σχέσεις συγγένειας και ανιχνεύεται η καταγωγή, δηλαδή η μητριαρχική ή πατριαρχική δόμηση των συστημάτων συγγένειας.
Γενικότερα για τις προμυκηναϊκές κοινωνίες του Αιγαίου είχε προταθεί παλαιότερα η επικράτηση της μητριαρχίας και του μητρογραμμικού συστήματος συγγένειας, άποψη που συνεπαγόταν και την άσκηση εξουσίας από γυναίκες. Σήμερα όμως η άποψη αυτή αμφισβητείται έντονα ως απηχούσα όρους και συμβολισμούς του σύγχρονου κόσμου και ως επιστημονικά αναπόδεικτη. Αυτό που ενδιαφέρει τη σύγχρονη έρευνα είναι η ανίχνευση της θέσης της γυναίκας στην οντολογία της Νεολιθικής εποχής, καθώς και οι συμβολισμοί της γυναικείας υπόστασης στο σύστημα αξιών της εποχής.
Συστήματα Συγγένειας (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Σημαντικές αλλαγές στο μέγεθος των κεντρικών κτισμάτων τύπου "μεγάρου" (65 τ.μ. το "μέγαρο" του Σέσκλου, 30 μέτρα μήκος το "μέγαρο" στη Μαγούλα Βισβίκη) αλλά και στην κατανομή των τροφοπαρασκευαστικών κατασκευών στο εσωτερικό του νεολιθικού χωριού (απομάκρυνσή τους από τους ενδιάμεσους ανοικτούς χώρους μεταξύ των οικιών και εγκατάστασή τους στο εσωτερικό των σπιτιών), από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά, έχουν ερμηνευθεί είτε ως δηλωτικά μιας πιθανής αλλαγής στον τρόπο δόμησης της οικογένειας (από πολυγονική σε πυρηνική) είτε ως αλλαγές στον τρόπο συγκρότησης κοινωνικών σχέσεων (περιορισμός αμοιβαιότητας και άσκηση εξουσίας από τους επικεφαλής του γένους).
Συστήματα Συγγένειας (Νεότερη και Τελική Νεολιθική) - Ερμηνεία
Οι αλλαγές που σημειώνονται στην οργάνωση αρκετών οικισμών της Νεότερης Νεολιθικής στη Θεσσαλία έχουν ερμηνευθεί με διαφορετικό τρόπο. Ειδικότερα για το Διμήνι Θεσσαλίας, προτάθηκε η άποψη από τον P. Halstead ότι στο κεντρικό κτίσμα τύπου "μεγάρου" στεγαζόταν τώρα μία πυρηνική οικογένεια λίγων ατόμων, ενώ στα μικρότερα οικήματα που εφάπτονταν των περιβόλων και περιέβαλλαν την κεντρική αυλή συνέχιζαν να διαμένουν τα μέλη πολυγονικών οικογενειών.
Η μετάβαση από την πολυγονική - διευρυμένη στην πυρηνική οικογένεια θεωρείται από πολλούς ερευνητές ως συνάρτηση σημαντικών αλλαγών στη δομή της νεολιθικής κοινωνίας και ιδιαίτερα της ανάδειξης νέων φορέων εξουσίας και γοήτρου που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της κοινότητας. Άλλοι ερευνητές τονίζουν ότι οι αλλαγές αυτές που παρατηρούνται στην οργάνωση του χώρου μαρτυρούν την καθιέρωση μιας νέας διάστασης του "συλλογικού" με στοιχεία ιεραρχικής οργάνωσης και όχι αλλαγές στη δομή της οικογένειας.
Όπως προκύπτει από πολλά εθνογραφικά παραδείγματα κοινωνιών οργανωμένων σε γένη και διευρυμένες - πολυγονικές οικογένειες, πολλές φορές τα γηραιότερα ή ικανότερα μέλη των γενών αυτών ασκούν ένα είδος ενδοκοινοτικής εξουσίας, ρυθμιστικού και οργανωτικού χαρακτήρα. Το δικαίωμα όμως αυτό άσκησης εξουσίας, που μεταβιβάζεται συνήθως κληρονομικά και προσδίδει κύρος και δύναμη στα άτομα που το ασκούν, δεν ανατρέπει την ίδια την κοινότητα, αφού η εξουσία πηγάζει και ελέγχεται από αυτήν, συμβάλλοντας συνεπώς με διαφορετικό τρόπο στη συνοχή της.
Η Ταυτότητα της Εργασίας
Ο οικιακός χαρακτήρας της νεολιθικής οικονομίας αλλά και η ανάπτυξη δικτύων ανταλλαγής προϊόντων μεταξύ των οικισμών συντέλεσαν από πολύ νωρίς στη δημιουργία συγκεκριμένων τομέων εργασίας που αφορούσαν την επεξεργασία δημητριακών αλλά και την παραγωγή κεραμικών σκευών, υφασμάτων, λίθινων εργαλείων, κοσμημάτων και άλλων χρηστικών και μη αντικειμένων, με σκοπό την κατανάλωση αλλά και την ανταλλαγή.
Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η κεραμική, η λιθοτεχνία αλλά και οι ασχολίες που αφορούσαν την ύφανση, την επεξεργασία των σιτηρών, το μαγείρεμα, το ζύμωμα και άλλες οικοτεχνικές δραστηριότητες αποτέλεσαν μερικούς από τους πιο δημοφιλείς κλάδους εργασίας της Νεολιθικής, τα λεγόμενα "επαγγέλματα". Αν ο όρος όμως "επάγγελμα" σήμερα συνδέεται με βιοποριστικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα σε μία εμπορευματική οικονομία, οι δραστηριότητες που ανέπτυξαν οι νεολιθικοί άνθρωποι υπάκουαν σε μία άλλη λογική: τη λογική της επιδίωξης ενός σταθερού στόχου, της επιβίωσης.
Ο νεολιθικός άνθρωπος δεν ασχολείται δηλαδή αποκλειστικά με ένα συγκεκριμένο κλάδο εργασίας ούτε εργάζεται για το εισόδημά του. Ο ίδιος είναι παραγωγός, χρήστης και καταναλωτής της τροφής του και των αντικειμένων του νοικοκυριού του. Η κοινωνία του είναι στη βάση της μία κοινωνία αυτοσυντήρησης, στοχεύει δηλαδή στην παραγωγή αξιών χρήσης και όχι ανταλλαγής. Έτσι, απουσιάζει η ιεράρχηση κοινωνικών ομάδων (τάξεων) βάσει του εισοδήματός τους, ενώ επικρατεί ο συγγενειακός τρόπος παραγωγής.
Δεν υπάρχει η εξειδικευμένη παραγωγή με τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα και η εργασία δεν αξιολογείται στη βάση της επένδυσης χρόνου και εργασίας, όπως ισχύει στην εμπορευματική κοινωνία. Ακόμα, αν και αναπτύσσονται εκτεταμένα δίκτυα ανταλλαγών μεταξύ των οικισμών, γεγονός που προϋποθέτει την παραγωγή αντικειμένων για την τροφοδότησή τους, η ανταλλαγή μεταξύ των νεολιθικών οικισμών υπακούει σε μία άλλου τύπου λογική σε σχέση με αυτή που επικρατεί στην εμπορευματική κοινωνία.
Άλλοτε δηλαδή αποβλέπει στην εξασφάλιση σοδειάς μετά από φυσική καταστροφή και άλλοτε στην απόκτηση αντικειμένων που προσδίδουν στον κάτοχό τους κύρος και γόητρο. Ωστόσο, στο πλαίσιο μιας παραδοσιακής κοινωνίας αυτοσυντήρησης, είναι δυνατόν να αναπτυχθούν κάποιες προϋποθέσεις που να οδηγήσουν σε παραγωγή πιο εντατικού χαρακτήρα και εξειδικευμένες γνώσεις. Είναι βέβαιο ότι η παρασκευή ορισμένων κατηγοριών κεραμικών σκευών, εργαλείων και κοσμημάτων που συναντώνται στους νεολιθικούς οικισμούς απαιτούσε την κατοχή ειδικής τεχνογνωσίας και ικανοτήτων που δύσκολα θα επιδείκνυαν όλοι.
Αλλά και η χρήση τους προϋπέθετε εμπειρία και γνώση. Η ενασχόληση με τομείς που απαιτούσαν ειδικές γνώσεις δε γινόταν σε μόνιμη, αποκλειστική βάση ούτε οδηγούσε στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Προσέδιδε όμως πολλές φορές κύρος και δύναμη στον κάτοχό της, που προσπαθούσε συχνά να την κρατήσει μυστική προκειμένου να διασφαλίσει τη θέση του σε μία άλλου τύπου ιεραρχία, αυτή που βασίζεται στο γόητρο και την επίδειξη κοινωνικής δύναμης.
Ο / Η Γεωργός
Η ενασχόληση με τη γεωργία απαιτεί την κατοχή εξειδικευμένης γνώσης που αφορά τεχνικές παραγωγής (καλλιέργεια) και χρήσης (μεταποίηση, επεξεργασία σπόρων και αποθήκευση) δημητριακών, οσπρίων και κηπευτικών. Οι γνώσεις αυτές προϋποθέτουν εξοικείωση με το φυσικό περιβάλλον αλλά και το περιβάλλον ευδοκίμησης των φυτών (π.χ. γνώση των εποχικών αλλαγών, αξιοποίηση των κατάλληλων εδαφών) και εμπειρία στην εφαρμογή των καλλιεργητικών μέσων (χρησιμοποίηση εργαλείων, όπως δρεπανιών, τριβείων κ.ά.).
Δεδομένου του μη εμπορευματικού χαρακτήρα της Νεολιθικής οικονομίας, η επιτυχία της σοδειάς αλλά και η σωστή αξιοποίηση του αγροτικού προϊόντος (μέσω της επεξεργασίας, της αποθήκευσης και της ανταλλαγής) αποτέλεσαν για το γεωργό της Νεολιθικής εποχής ζητούμενα πρωταρχικής σημασίας για την επιβίωση του ίδιου αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, της κοινότητας.
Ο / Η Κεραμέας
Η κεραμική, η κατασκευή αγγείων από πηλό, προϋποθέτει την κατοχή ενός οργανωμένου corpus τεχνικών γνώσεων (know-how) που αφορούν την κατανομή κοιτασμάτων πηλού στην ευρύτερη γεωγραφική ζώνη του οικισμού, τη διαφορετική σύσταση και τις ιδιότητες των διάφορων ειδών πηλού, τη σύσταση των κατάλληλων μη πλαστικών υλών που θα χρησιμοποιηθούν για πρόσμειξη με τον πηλό, την προετοιμασία των βαφών και τις συνθήκες όπτησης των σχηματοποιημένων αγγείων (αρχές πυροτεχνολογίας).
Η εμφάνιση της κεραμικής χρονολογείται στις αρχές της Νεολιθικής. Κατά τη διάρκεια της εποχής αυτής οι γνώσεις που αφορούν την κεραμική εξελίσσονται, φθάνοντας σε ένα πολύ προχωρημένο στάδιο εμπειρίας και αισθητικής. Σταδιακά επιτυγχάνεται η παραγωγή μιας μεγάλης ποικιλίας αγγείων και τεχνοτροπιών (γραπτά αγγεία, εγχάρακτη διακόσμηση, λεπτά στιλβωμένα αγγεία κ.ά.), γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη εξειδικευμένων γνώσεων και μακρόχρονης εμπειρίας, που πιθανότατα μεταβιβάζονταν από γενεά σε γενεά.
Πέρα από τη χρηστική λειτουργία των αγγείων, μερικές από τις καλύτερες κατηγορίες τους αποτέλεσαν αντικείμενα ανταλλαγών μεταξύ των νεολιθικών κοινοτήτων, με σκοπό την απόκτηση τροφής από άλλες κοινότητες σε περιόδους σιτοδείας ή την εξασφάλιση του κύρους και του γοήτρου που προσέδιδε η απόκτηση αντικειμένων ιδιαίτερου κάλλους στον κάτοχό τους.
Η Υφάντρα
Η σχέση του νεολιθικού ανθρώπου με το ύφασμα ήταν πολύ στενή. Αν και ελάχιστα σήμερα είναι τα ευρήματα που μαρτυρούν την ενασχόληση με την υφαντική (σφονδύλια ή αποτυπώματα υφασμάτων), εντούτοις οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την καθημερινή χρήση και τη συμβολική διάσταση των υφασμάτων κατά τη Νεολιθική εποχή. Τα υφάσματα θα χρησίμευαν για ενδύματα, για καλύμματα τοίχων και δαπέδων, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ακόμα και σε τελετουργίες.
Το ένδυμα διαμορφώνει την εξωτερική όψη του ατόμου που το φορά, ενώ το υφαντό λειτουργεί συμβολικά μέσα στο σπίτι, άλλοτε διακοσμώντας το με μοτίβα που ανήκουν στο κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο, άρα μεταφέροντας νοήματα, και άλλοτε οριοθετώντας τον οικιακό από τον περιβάλλοντα εξωτερικό χώρο. Ίσως σ αυτή τη σημασιολογική φόρτιση του τελικού προϊόντος της υφαντικής κατά τη χρήση του να οφείλεται η πρώιμη εμφάνιση αλλά και η εξέλιξη της υφαντουργίας κατά τη Νεολιθική.
Αλλά και η διαδικασία παραγωγής αποτελούσε μία εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία που απαιτούσε ειδικές δεξιότητες και εμπειρία που μεταφέρονταν από γενεά σε γενεά. Ιδιαίτερα η ύφανση προϋποθέτει τη νοητική σύλληψη και εκτέλεση ενός οργανωμένου σχεδίου, η μοναδικότητα του οποίου προσδίδει δύναμη και κύρος στον κάτοχό του, την υφάντρα. Στην αρχαία Ελλάδα, άλλωστε, στενή σημασιολογικά ήταν η σχέση της λέξης "υφαίνω" με την έννοια της ευρηματικότητας και του δόλου (μεταφορικά "υφαίνω σκέψεις").
Η καλή υφάντρα με συντονισμένες κινήσεις, χάρη και δεξιότητα στήνει το υφαντό της, όπως μόνο αυτή γνωρίζει, αφήνοντας σε αυτό την προσωπική της σφραγίδα. Η υφαντική εγγράφεται συνήθως στο δυναμικό του γυναικείου φύλου και θεωρείται αποκλειστικά γυναικεία ασχολία. Σε κάποιους προβιομηχανικούς πολιτισμούς η διδασκαλία του γνεσίματος και της υφαντικής τέχνης λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια τελετουργιών μύησης των εφήβων κοριτσιών, ενώ δε λείπουν και οι συμβολισμοί της υφαντικής με τη γονιμική υπόσταση του γυναικείου φύλου.
Εντούτοις κάποια από τα στάδια προμήθειας και παραγωγής (κούρεμα ζώων) θα απαιτούσαν τη σύμπραξη και των δύο φύλων. Τέλος, όπως συμβαίνει και με τις υπόλοιπες οικοτεχνικές δραστηριότητες, η άσκηση των διάφορων σταδίων της υφαντικής θα αποτελούσε κοινωνική εκδήλωση που θα συνδεόταν με το μουσικό και τον προφορικό λόγο και θα συνοδευόταν από κοινές δοξασίες και αφηγήσεις.
Ο / Η Λιθοτέχνης
Η λιθοτεχνία, η επεξεργασία του λίθου, κυρίως οψιανού και πυριτόλιθου, μέσω της λάξευσης είναι μία εξαιρετικά απαιτητική τεχνική διαδικασία που προϋποθέτει μακροχρόνια εμπειρία και ιδιαίτερη δεξιότητα. Στη Nεολιθική εποχή ο οψιανός (ηφαιστιογενές υλικό) και ο πυριτόλιθος (ιζηματογενές πέτρωμα κρυπτοκρυσταλλικής υφής), διακινούνταν στη μορφή κατεργασμένων κονδύλων και έτοιμων λεπίδων σε αρκετά μακρινές εκτάσεις από την πηγή προέλευσης και τον τόπο κατασκευής τους.
Σήμερα, η αναγνώριση των σταδίων παραγωγής αλλά και του τρόπου εισαγωγής του υλικού σε έναν οικισμό (σε μορφή κονδύλου, πυρήνα ή λεπίδας) είναι εφικτή μέσω της εφαρμογής πειραματικών προγραμμάτων που γίνονται σε ορισμένα εργαστήρια Πειραματικής Αρχαιολογίας σε χώρες της Ευρώπης από ερευνητές που εξειδικεύονται χρόνια στη λάξευση. Οι τεχνικές παραγωγής, που σε όλες τις φάσεις της Νεολιθικής αγγίζουν υψηλά επίπεδα τεχνολογίας, μαρτυρούν ότι η παραγωγή βρισκόταν μάλλον στα χέρια ειδικών τεχνιτών.
Κατείχαν εξειδικευμένες γνώσεις σε ό,τι αφορούσε τις ιδιότητες των πετρωμάτων και είχαν αναπτύξει ένα μεγάλο φάσμα τεχνικών επεξεργασίας του πυρήνα και απόσπασης των λεπίδων προκειμένου να φέρουν τη λάξευση εις πέρας με επιτυχία και να ελαχιστοποιήσουν τα λάθη. Σύμφωνα με μία θεωρία που διατυπώθηκε, οι τεχνίτες οψιανού ήταν περιοδεύοντες, μετακινούνταν δηλαδή περιοδικά από οικισμό σε οικισμό, μεταφέροντας προδιαμορφωμένους πυρήνες οψιανού και εκτελώντας την απόσπαση ενός ορισμένου αριθμού λεπίδων σε κάθε οικισμό, ανάλογα με τις ανάγκες του.
Καλαθοπλεκτική
Η καλαθοπλεκτική μοιράζεται κοινές τεχνικές με την υφαντική. Ωστόσο, η λειτουργία της είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη της υφαντικής, αφού συνίσταται στην κατασκευή μεγάλων και χονδροειδών καλαθιών με αποθηκευτική ή διαμετακομιστική λειτουργία. Η καλαθοπλεκτική είναι μια σχετικά απλή παραγωγική διαδικασία, αφού οι βέργες ή οι ίνες που χρησιμοποιούνται για την πλέξη ενός καλαθιού ως πρώτη ύλη δεν απαιτούν ειδική επεξεργασία. Οι τεχνικές της διάπλεξης όμως προϋποθέτουν ανεπτυγμένη δεξιότητα, αφού είναι ιδιαίτερα σύνθετες και δε γίνονται με τη βοήθεια μηχανικών μέσων (εργαλείων) αλλά με το χέρι.
Οι τεχνικές διάπλεξης που μαρτυρούνται στη Νεολιθική εποχή είναι η ακτινωτή (ακτινωτό στημόνιασμα της βάσης των καλαθιών) και η ελικοειδής, κατά την οποία το καλάθι σχηματίζεται με την ελικοειδή περιστροφή μιας συνεστραμμένης πλεξούδας ινών. Πληροφορίες για την πρώιμη άσκηση της καλαθοπλεκτικής παρέχουν τα αποτυπώματα ψαθών και καλαθιών σε βάσεις χονδροειδών αγγείων που βρίσκονταν στο εσωτερικό σπιτιών και σε ανοιχτούς χώρους νεολιθικών οικισμών.
Επεξεργασία Οστού και Κέρατου για την Κατασκευή Εργαλείων
Η επεξεργασία των οστών, κυρίως αιγοπροβάτων αλλά και βοοειδών, με σκοπό την παραγωγή οστέινων εργαλείων (αιχμηρών και κοφτερών, όπως βελόνες, σπάτουλες, χτένια) ήταν μία αρκετά διαδεδομένη παραγωγική διαδικασία κατά τη διάρκεια της Nεολιθικής εποχής. Οι τεχνικές κατεργασίας των οστών (θραύση, θλάση, απόξεση, αυλάκωση, τριβή, λείανση, διάτρηση) παρουσιάζουν σχετική ομοιογένεια σε όλες τις φάσεις. Κατά τη Νεότερη Νεολιθική σημειώνεται και η χρήση του ελαφοκέρατος για την κατασκευή λαβών και στειλεώσεων δρεπανιών, πελέκεων και άλλων εργαλείων, οπότε και αυξάνεται η χρήση σύνθετης μορφής εργαλείων.
Ναυσιπλοΐα
Η γεωμορφολογία του Αιγαιακού χώρου, που συνίσταται στην κατάτμηση του τοπίου από όγκους βουνών και θάλασσα σε μικρότερες γεωγραφικές ζώνες, έστρεψε από πολύ νωρίς το νεολιθικό άνθρωπο στην εξερεύνηση και οργάνωση διάφορων τρόπων και μέσων μετακίνησης και επικοινωνίας. Στο Αιγαίο, ήδη από την εποχή της Μεσολιθικής, υπάρχουν ενδείξεις για την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας, όπως μαρτυρεί η μεταφορά του οψιανού από τη Μήλο στο σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας.
Η μεταφορά του οψιανού καθώς και άλλων πρώτων υλών (ανδεσίτης από την Αίγινα) σε μακρινές αποστάσεις από τις πηγές τους κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής εποχής μαρτυρεί την κατάρτιση των πρώτων ταξιδευτών του Αιγαίου σε θέματα που αφορούσαν την κατασκευή πλοιαρίων κατάλληλων για ταξίδι στην ανοιχτή θάλασσα, τις καιρικές συνθήκες, τα ρεύματα της θάλασσας αλλά και την οργάνωση του αστρικού ουρανού, βάσει του οποίου γινόταν εφικτός ο προσανατολισμός των πλοίων.
Κοσμηματοτεχνία
Ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Νεολιθική περίοδο είναι η μικροτεχνία, και συγκεκριμένα η κατασκευή κοσμημάτων από λίθο, οστό, όστρεο, πηλό και μέταλλα. Λίθοι με ιδιαίτερους χρωματισμούς και δυνατότητες κατεργασίας, όπως ο ίασπις, ο βασάλτης και ο στεατίτης, αποτελούσαν την πρώτη ύλη στη διαδικασία παρασκευής κοσμημάτων. Το οστέινα κοσμήματα ήταν κυρίως από οστά αιγοπροβάτων αλλά και ορισμένων άγριων ειδών (πτηνών) ή και ψαριών. Συχνά κατασκευάζονταν κοσμήματα και από δόντια σκύλων και άλλων άγριων ζώων.
Ανάμεσα στα όστρεα, τέλος, που χρησιμοποιούνταν ως πρώτη ύλη ήταν η αχιβάδα, η πεταλίδα, ο κώνος και ο σπόνδυλος. Από αυτά ο σπόνδυλος (Spondylus gaederopous), όστρεο με Αιγαιακή προέλευση, φαίνεται πως είχε μεγάλη ανταλλακτική αξία στα διεθνή δίκτυα ανταλλαγών, όπως διαπιστώνεται από τα περίτεχνα κατεργασμένα βραχιόλια από σπόνδυλο που βρίσκονται σε θέσεις της Βαλκανικής και της κεντρικής Ευρώπης.
Αρχαιολογικές μελέτες των σπονδύλων από νεότερους νεολιθικούς οικισμούς του κεντρικού και βόρειου ελλαδικού χώρου (Διμήνι, Σιταγροί) έδωσαν αρχαιολογικά δείγματα (ημιτελή αντικείμενα, εργαλεία διάτρησης) που επιβεβαιώνουν ότι η "ειδικευμένη" κατασκευή των βραχιολιών που προορίζονταν για εξαγωγή γινόταν στο χώρο του Αιγαίου. Τα κοσμήματα που κατασκευάζονταν ήταν συνήθως περίαπτα, ανθρωπόμορφα ή και ζωόμορφα. Ανάμεσά τους, ο τύπος του δακτυλιόσχημου περίαπτου (ring idol) εμφανίζεται κατά επανάληψη σε διάφορα υλικά, αλλά και σε μέταλλο, και παρουσιάζει μεγάλη διάδοση από το Αιγαίο στην Ευρώπη.
Άλλα είδη κοσμημάτων από μέταλλο είναι οι χάνδρες, τα βραχιόλια, οι περόνες, τα διάτρητα ελάσματα, ακόμα και τα δαχτυλίδια και τα αγκίστρια. Αξιοσημείωτη είναι η ανεύρεση ορισμένων "συνόλων" από χρυσά και αργυρά κοσμήματα στην Αραβησσό Πέλλας και στο σπήλαιο Αλεπότρυπας Μάνης αντίστοιχα, γεγονός που παραπέμπει πιθανώς στην ταφική χρήση και προέλευση των κοσμημάτων.
Η αλυσίδα παραγωγής των κοσμημάτων από λίθο, οστό και όστρεο περιλαμβάνει την αποκοπή ενός τμήματος της αρχικής πρώτης ύλης με την τεχνική της απόξεσης, την προετοιμασία του τμήματος που πρόκειται να διατρηθεί με την τεχνική της λείανσης και τη διάνοιξη οπής με τις τεχνικές του πριονισμού και της διάτρησης και με τη βοήθεια λίθινου τρυπανιού ή οπέα από πυριτόλιθο. Οι τεχνικές επεξεργασίας μετάλλου είναι η σφυρήλατη τεχνική ελασμάτων χρυσού αλλά και η λείανση, ενώ στον άργυρο εφαρμόζεται η τεχνική της κυπέλλωσης.
Επικοινωνία και Ετερότητα
Η εικόνα της Νεολιθικής κοινωνίας ως μιας κοινωνίας αυτοσυντήρησης και αυτάρκειας αγγίζει περισσότερο τα όρια μιας ιδεατής αντίληψης για το νεολιθικό βίο, που θεωρήθηκε ο αντίποδας της εμπορευματικής κοινωνίας, και λιγότερο ανταποκρίνεται στο πραγματικό πλαίσιο συγκρότησης των πρώτων αγροτικών κοινωνιών του Αιγαίου.
Στο Αιγαίο, η μικρή κλίμακα της παραγωγής και ο μη εξειδικευμένος χαρακτήρας της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, αλλά και οι απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες που καθιστούσαν επισφαλή την εξασφάλιση της τροφής, έκαναν τις πρώτες γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες ευάλωτες σε κάθε είδους συνθήκες (φυσικές καταστροφές, πυρκαγιές, πολεμικές εκδηλώσεις) που θα έθεταν σε κίνδυνο τη σοδειά της χρονιάς και την επιβίωση του οικισμού.
Οι απρόβλεπτες αυτές συνθήκες ανέτρεπαν συχνά την αυτάρκεια του οικισμού και έστρεφαν τα μέλη του στη σύναψη σχέσεων και υποχρεώσεων στο πλαίσιο ενός δικτύου επικοινωνίας, με σκοπό την ανταλλαγή αγροτικού πλεονάσματος, εργατικής δύναμης και ζωικού κεφαλαίου (ένα είδος κοινωνικής αποθήκευσης). Μέσα από τέτοιου είδους επικοινωνία, τα Νεολιθικά νοικοκυριά αλλά και η κοινότητα διαπραγματεύονταν το κύρος τους και τη θέση τους στον ευρύτερο για την εποχή κοινωνικό χώρο, εξασφαλίζοντας παράλληλα τις απαραίτητες συνθήκες επιβίωσης.
Τα δίκτυα ανταλλαγών ήταν πολλά και διέφεραν συχνά ως προς το πλαίσιο συγκρότησης, τα αντικείμενα που διακινούσαν, την κλίμακά τους αλλά και ως προς τις υποχρεώσεις και τα προνόμια που αυτά συνεπάγονταν. Συνιστούσαν, όμως, ένα κοινά αποδεκτό πεδίο συγκρότησης και ανασημασιοδότησης της ταυτότητας της κοινότητας και των ατόμων που συμμετείχαν αλλά και ένα θεσμικό για την εποχή πλαίσιο εξασφάλισης των όρων αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής.
Εκτεταμένα Δίκτυα Ανταλλαγών
Από τα δίκτυα ανταλλαγών τα πιο εκτεταμένα αφορούσαν τη διακίνηση σε μακρινές αποστάσεις αντικειμένων που είχαν υποστεί ειδική επεξεργασία (κοσμήματα από όστρεο και λίθο). Η αυξανόμενη απόσταση του κατόχου τέτοιων αντικειμένων από το δημιουργό τους αλλά και η άγνοια του πρώτου για τον τόπο προέλευσής τους προσέδιδαν στα αντικείμενα αυτά υψηλή ανταλλακτική αξία σε όλες τις φάσεις της αλυσίδας της ανταλλαγής.
Εθνογραφικές μελέτες που έγιναν σε αγροτικές προβιομηχανικές κοινωνίες μας παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για το μηχανισμό διακίνησης τέτοιων αντικειμένων και το χαρακτήρα των δικτύων ανταλλαγής τους. Τα αντικείμενα αυτά θεωρούνται συνήθως αντικείμενα "κοινωνικού γοήτρου", γι αυτό και ανταλλάσσονται με τη μορφή πολύτιμων δώρων στο πλαίσιο των δικτύων ανταλλαγών και συμμαχιών που εκτείνονται εκατοντάδες χιλιόμετρα.
Τέτοιου είδους ήταν τα δίκτυα διακίνησης των οστρέων σπόνδυλου σε μορφή βραχιολιών, των δακτυλιόσχημων περίαπτων (ring idol) και των φυλλόσχημων αιχμών δοράτων. Τα δίκτυα αυτά ένωναν τη Μεσόγειο με την κεντρική Ευρώπη, συγκροτώντας ένα κοινό πλαίσιο διαπραγμάτευσης κοινωνικού γοήτρου.
Δώρα
Η ιδέα ότι η ανταλλαγή δώρων αποτελεί βασικό εξισορροπητικό μηχανισμό της ανθρώπινης κοινωνίας που εξασφαλίζει την αμοιβαιότητα και την αναπαραγωγή ανήκει στο Γάλλο επιστήμονα και πατέρα της Γαλλικής εθνολογίας Marcel Mauss. Ο Mauss με το δοκίμιό του Δοκίμιο για το Δώρο: η μορφή και η λογική της ανταλλαγής στις αρχαίες κοινωνίες αναφέρεται στο φαινομενικά εθελοντικό, αλλά στην ουσία υποχρεωτικό, χαρακτήρα της πράξης της ανταλλαγής και της ανταπόδοσης αντικειμένων, υπηρεσιών και προσώπων σε μορφή δώρου μεταξύ των ατόμων στις αρχαίες κοινωνίες.
Για το Mauss, σε κάθε επεισόδιο ανταλλαγής δώρων μεταξύ δύο ατόμων ελλοχεύει ως ηθική δέσμευση η έννοια της ανταπόδοσης από το λήπτη δώρων μεγαλύτερης αξίας από την προηγούμενη συναλλαγή, με σκοπό την επίδειξη μεγαλύτερης κοινωνικής δύναμης από εκείνης του δότη. Η δύναμη αυτή βέβαια είναι μικρής διάρκειας και δεν κατοχυρώνεται θεσμικά: διαρκεί τόσο χρονικό διάστημα όσο μεσολαβεί μέχρι την ανταπόδοση νέου δώρου από τον πρώτο δότη και την επανάληψη της ίδιας διαδικασίας (παροχή, ανταπόδοση, νέα παροχή).
Αν και για το Mauss τελικός σκοπός της αλυσίδας ανταλλαγής είναι η αμοιβαιότητα, σήμερα πιστεύουμε ότι σε κοινωνίες που απουσιάζει η κοινωνική ιεραρχία, η αλυσίδα "ανταλλαγή - ανταπόδοση" αποκτά ιδιαίτερη δυναμική, δημιουργώντας εναλλακτικά πεδία διαπραγμάτευσης της κοινωνικής δύναμης με μικρή χρονικά ισχύ.
Ανταλλαγή Κοσμημάτων
Ο τύπος του δακτυλιόσχημου περιάπτου (ring idol) εμφανίζεται κατ επανάληψη σε διάφορα υλικά, αλλά και σε μέταλλο, και παρουσιάζει μεγάλη διάδοση από το Αιγαίο στην Ευρώπη. Η παρουσία του ίδιου τύπου σε διάφορα υλικά, αλλά κυρίως σε μέταλλο, σε οικισμούς του Αιγαίου (Πευκάκια, Σέσκλο και Πλατομαγούλες Θεσσαλίας σε πηλό και χρυσό, Αραβησσός Πέλλας και Αλεπότρυπα Μάνης σε χρυσό και άργυρο αντιστοίχως) καθώς και στη νοτιοανατολική Ευρώπη συνδέει τον ελλαδικό χώρο με τα εκτεταμένα δίκτυα ανταλλαγών της Ευρώπης.
Άλλα είδη κοσμημάτων από μέταλλο είναι οι χάνδρες, τα βραχιόλια, οι περόνες, τα διάτρητα ελάσματα, ακόμα και τα δαχτυλίδια και τα αγκίστρια. Αξιοσημείωτη είναι η ανεύρεση ορισμένων "συνόλων" από χρυσά και αργυρά κοσμήματα στην Αραβησσό Πέλλας και το σπήλαιο Αλεπότρυπας Μάνης αντίστοιχα, γεγονός που παραπέμπει πιθανώς στην ταφική χρήση και προέλευση των κοσμημάτων.
Δίκτυα Ανταλλαγών Μέσης Κλίμακας
Τα δίκτυα μέσης κλίμακας αφορούν τη διακίνηση αντικειμένων χρηστικής και ανταλλακτικής αξίας σε μεγαλύτερες από τα τοπικά όρια αποστάσεις. Το πρωιμότερο δίκτυο ανταλλαγών αυτού του τύπου είναι εκείνο της διακίνησης λεπίδων και πυρήνων οψιανού, που εκτείνεται από το νότιο Αιγαίο μέχρι την κεντρική Ελλάδα και τη Μακεδονία.
Δίκτυα Ανταλλαγών Μικρής Κλίμακας
Τα δίκτυα ανταλλαγών μικρής κλίμακας αφορούν στη διακίνηση αντικειμένων χρηστικής αλλά και ανταλλακτικής αξίας. Πρόκειται για τοπικά ή διακοινοτικά δίκτυα ανταλλαγών και συμμαχιών, στα οποία οι κοινότητες διαπραγματεύονται τη θέση τους μέσα στα στενά όρια του τοπικού κοινωνικού χώρου, μέσω της ανταλλαγής χρηστικών αντικειμένων που παρουσιάζουν έλλειψη αλλά και κάποιων κατηγοριών αντικειμένων συμβολικού περιεχομένου, των οποίων η κατοχή εξυπηρετεί κοινωνικούς σκοπούς, όπως την εξασφάλιση κοινωνικής δύναμης.
Κεραμική
Ορισμένες κατηγορίες κεραμικής είναι προϊόντα εξειδικευμένης παραγωγής με περιορισμένα χρονικά και χωρικά όρια. Τέτοιες κατηγορίες κεραμικής στην περιοχή της Θεσσαλίας είναι η γραπτή κεραμική, η λεγόμενη ξεστή, η τεφρή καθώς και η κεραμική τύπου Urfirnis του νότιου Αιγαίου.
Η γραπτή κεραμική διαφοροποιείται ανάλογα με την ποικιλία των χρωμάτων και των διακοσμητικών μοτίβων -σπείρα, ενάλληλες γωνίες, παράλληλες γραμμές, κύκλοι, ρόμβοι-, τα οποία μιμούνται συχνά μοτίβα της υφαντικής και της καλαθοπλεχτικής. Αν και οι αρχές της σημειώνονται στην Αρχαιότερη Νεολιθική (φάση Πρωτοσέσκλο), οι τεχνικές της εξελίσσονται κατά τη Μέση Νεολιθική και αγγίζουν τα όρια της τεχνικής τελειότητας την εποχή της Ύστερης Νεολιθικής.
Η ξεστή κεραμική (scraped ware) απαντά σε ορισμένους οικισμούς της Ανώτερης, Μέσης και των αρχών της Ύστερης Νεολιθικής περιόδου στη Θεσσαλία. Έχει αποδειχτεί ότι η κεραμική αυτού του τύπου (που συνίσταται στη διακόσμηση του αγγείου μέσω της απόξεσης του ερυθρού χρώματος που το περιβάλλει) ήταν προϊόν συγκεκριμένου εργαστηρίου και διακινούνταν σε μικρές αποστάσεις μέσω δικτύων τοπικής κλίμακας.
Το ίδιο εξειδικευμένη ήταν και η παραγωγή της τεφρής κεραμικής, με έδρα οικισμό της δυτικής Θεσσαλίας. Δείγματα τεφρής κεραμικής, που διακρίνεται για την καθαρότητα του πηλού και την επιτυχημένη όπτηση σε υψηλές θερμοκρασίες, βρέθηκαν μέχρι τη Βοιωτία και την Πελοπόννησο.
Οργάνωση του Χώρου και Πρόσληψη των Αποστάσεων
Πώς οργανώνεται ο χώρος στο νεολιθικό Αιγαίο; Σίγουρα όχι ομοιόμορφα. Παρ όλη την αβεβαιότητα που εμπνέει ένα τέτοιο τολμηρό ερώτημα, μπορούμε να προσδιορίσουμε τις βασικές παραμέτρους μιας τέτοιας οργάνωσης στη Θεσσαλία, όπως γίνεται ιδιαίτερα αισθητή από τις αρχές της Νεότερης Νεολιθικής:
Αν και αγνοούμε παντελώς το περιεχόμενο αυτών των πρακτικών, αλλά και τις διακυμάνσεις τους στο χρόνο (ας μην ξεχνάμε μόνο η Τελική Νεολιθική είναι μία περίοδος μεγαλύτερη των 1000 χρόνων), τολμούμε να πούμε ότι η πρόσληψη των φυσικών αποστάσεων σε σχέση με την απόκτηση από τη Νεολιθική συνείδηση μεσολαβείται από την κοινωνική απόσταση, όχι από τις πηγές τους, αλλά από εκείνους τους οικισμούς ή σημεία του χώρου που διαμεσολαβούν για την απόκτησή τους.
Σε ένα τέτοιο σύστημα σκέψης, η απόσταση γίνεται αντιληπτή πάντα σε σχέση με "ένα ασυνεχές στο χώρο, αλλά συνεχές στη συνείδηση, επικοινωνιακό δίκτυο, οι αρθρώσεις του οποίου ορίζονται κάθε φορά από παραμέτρους όπως η κοινή ταυτότητα (σε σχέση με οικογενειακούς ή γλωσσικούς δεσμούς) και η αποτύπωσή της στο χώρο (στοιχεία φυσικού χώρου, όπως επικοινωνιακοί δρόμοι, περάσματα της θάλασσας και της ξηράς με συμβολικές προεκτάσεις, ή περιοδικά εθιμικά δρώμενα, π.χ. τελετουργίες, εορτές με εμπορικές ανταλλαγές που μετατρέπονται σε σταθερά σημεία αναφοράς στο χώρο).
Με άλλα λόγια, οι παράμετροι που προσδιορίζουν την επιλογή του τρόπου εισαγωγής ή ακόμα και την ποσότητα ενός υλικού σε έναν οικισμό δεν είναι το κόστος, οριζόμενο ως η χιλιομετρική απόσταση από την πηγή του, αλλά η κοινωνική απόσταση από τις ομάδες εκείνες και τα σημεία του χώρου μέσα από τα οποία διοχετεύεται το υλικό (π.χ. δρόμοι επικοινωνίας που ορίζονται από το γεωμορφολογικό ανάγλυφο και την τοπογραφία) καθώς και ο τρόπος παραγωγής του (σε ειδικευμένη ή ανειδίκευτη βάση).
Οι ίδιοι παράμετροι που επιτρέπουν τη δυνατότητα συμμετοχής προσδιορίζουν και τα όρια του αποκλεισμού θέσεων ή ομάδων από το δίκτυο. Σε ένα τέτοιο σύστημα, η επικοινωνία συγκροτείται όχι σε σχέση με ένα τοπικό ή υπερτοπικό κέντρο αναφοράς (π.χ. τη Μήλο ή τις Κυκλάδες συνολικά) αλλά με πολλαπλά κέντρα αναφοράς που χαρακτηρίζονται από ασυνέχεια στο χώρο και στο χρόνο (π.χ. πολυκεντρικά δίκτυα). Κυρίαρχο στοιχείο του πολυκεντρικού δικτύου αναδεικνύεται η διαμεσολάβηση.
Η πολυκεντρική πρόσληψη του χώρου που προτείνουμε για το Νεολιθικό Αιγαίο προσδίδει νέες διαστάσεις στα συστήματα επικοινωνίας, τη διαχρονικότητά τους και την ασυνέχειά τους στο χώρο. Οι διαστάσεις αυτές πιέζουν για μια πιο συνολική και προσεκτική διαπραγμάτευση του θέματος της ανταλλαγής στο Αιγαίο.
ΠΡΩΙΜΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΠΡΩΙΜΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ
Νέες Ταυτότητες και Σύμβολα
Η μετάβαση από τη Νεολιθική στην εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο δεν ήταν ούτε ραγδαία ούτε εντυπωσιακή. Καθιερωμένοι θεσμοί και συμπεριφορές, όπως τα παραδοσιακά συστήματα συγγένειας (πολυγονική οικογένεια), ο συγγενειακός τρόπος αγροτικής παραγωγής αλλά και δοκιμασμένοι τρόποι διαπραγμάτευσης της ταυτότητας μέσα από τα τοπικά και "διεθνή" συστήματα ανταλλαγών παρέμειναν σταθερά σημεία δόμησης της κοινωνίας, τουλάχιστον για αρκετούς αιώνες μετά τα τέλη της Νεολιθικής.
Στο πλαίσιο όμως της σταθερότητας των κοινωνικών θεσμών και των καθιερωμένων πρακτικών αναπτύχθηκαν τα περιθώρια ανάδειξης και προβολής νέων κοινωνικών δυνάμεων: νέες κοινότητες ιδρύθηκαν σε επίκαιρα γεωγραφικά σημεία (παράλια, σπήλαια), νέες ηγεμονικές ομάδες άσκησαν εξουσία μέσα στις κοινότητες, νέοι ρόλοι και επαγγέλματα αναδείχθηκαν ως φέροντα κύρος και δύναμη στους φορείς άσκησής τους.
Παράλληλα, διευρύνθηκαν και εμπλουτίστηκαν οι μηχανισμοί προβολής αυτών των νέων κοινωνικών δυνάμεων: τα δίκτυα ανταλλαγών επεκτάθηκαν μέχρι τα Βαλκάνια, ενώ η παραγωγή αντικειμένων γοήτρου και κύρους ενσωμάτωσε νέες τεχνικές και πρώτες ύλες (μέταλλο). Αν και ελαφρώς διαφοροποιημένη από περιοχή σε περιοχή, η κοινότητα παρέμεινε η ανώτερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης στο Αιγαίο μέχρι και τα όψιμα χρόνια της Πρώιμης εποχής του Χαλκού.
Οι σταδιακές αλλαγές όμως που επήλθαν τόσο στους βασικούς τρόπους συγκρότησής της όσο και στη θέση των φορέων που την αντιπροσώπευαν στην ευρύτερη κοινωνική ομάδα (π.χ. γηραιότερα ή ικανότερα μέλη του γένους) δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης κοινωνικής διαφοροποίησης και ελέγχου, τα πρώτα σημάδια των οποίων συναντούμε ήδη στα όψιμα χρόνια της Πρώιμης εποχής του Χαλκού με την ανάδειξη κεντρικών κοινοτήτων "πρωτοαστικού" χαρακτήρα αλλά και αργότερα,στη Mέση εποχή του Χαλκού, με τη δημιουργία ανακτόρων.
ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Νότιο Αιγαίο - Τέλη Νεολιθικής
Από τα τέλη της Νεολιθικής και μετά ο αριθμός των νέων θέσεων στο νότιο Αιγαίο αυξάνεται αισθητά. ΄Ενας σημαντικός αριθμός νέων μικρών αγροτικών οικισμών ιδρύεται στη Βοιωτία, τη νότια Εύβοια και την Αργολίδα, ενώ συνεχίζεται ο εποικισμός των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων που ξεκίνησε την προηγούμενη περίοδο (Κεφάλα Κέας, σπήλαιο Ζα στη Νάξο, Φτελιά στη Μύκονο, Παρθένι στη Λέρο, Αλίμνια στη Ρόδο, Γιαλί στη Νίσυρο). Σημειώνεται επίσης μία αισθητή αύξηση κατοίκησης σπηλαίων στο νότιο Αιγαίο (Θαρρούνια Εύβοιας, σπήλαιο Κίτσου Αττικής, σπήλαιο Αλεπότρυπας Διρού, σπήλαιο Ζα Νάξου κ.ά.).
Η εμφάνιση των νέων αυτών οικισμών, που βρίσκονται είτε σε περιφερειακές ζώνες της ενδοχώρας (λόφοι, ορεινοί όγκοι) είτε στα παράλια, μαρτυρεί επέκταση της καλλιέργειας σε δευτερεύουσας σημασίας ζώνες (π.χ. μακριά από ποτάμια αλλά κοντά σε εναλλακτικές πηγές νερού, όπως μέρη με μεγαλύτερες βροχοπτώσεις) και ανάγκη για πρόσβαση στη θάλασσα. Η πρώτη προτίμηση δηλώνει εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής και επέκταση σε οικολογικές ζώνες που μέχρι τώρα δεν τις είχαν εκμεταλλευτεί.
Η στροφή προς τα σπήλαια έχει συνδεθεί επίσης με την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και ιδιαίτερα με αλλαγές στη χρήση των ζώων (εκτροφή των ζώων για το γάλα, το δέρμα και το μαλλί τους). Οι περιορισμένες ενδείξεις, όμως, που έχουμε από τα δεδομένα των μέχρι τώρα ανασκαμμένων οικισμών αυτής της περιόδου δε συνηγορούν υπέρ της τόσο πρώιμης υιοθέτησης των αλλαγών χρήσης του ζωικού κεφαλαίου. Σαφείς αλλαγές μαρτυρούνται από την επόμενη περίοδο (Πρώιμη εποχή του Χαλκού) και μετά. Έτσι, η αιτία της ξαφνικής στροφής προς τα σπήλαια στα τέλη της Νεολιθικής παραμένει ακόμα ασαφής.
Η δεύτερη επιλογή, που περιλαμβάνει την εγκατάσταση στα παράλια, υπογραμμίζει την αύξουσα βαρύτητα της πρόσβασης στα θαλάσσια δίκτυα επικοινωνιών. Οι παράλιοι οικισμοί έχουν συνήθως μικρή διάρκεια ζωής, εξαιτίας των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης στο σχετικά άγονο περιβάλλον του νότιου Αιγαίου (μεγαλύτερη ξηρασία, συχνότερες απώλειες πηγών νερού). Η εμμονή όμως στην επιλογή των παράλιων τοποθεσιών για κατοίκηση που σημειώνεται αυτήν την εποχή δηλώνει τη σπουδαιότητα της γεωγραφικής θέσης των νέων αυτών οικισμών και την ανάγκη να εξασφαλιστεί η ενεργός συμμετοχή τους στα Αιγαιακά και Βαλκανικά συστήματα ανταλλαγών.
Σπήλαια
Πολλά είναι τα σπήλαια που παρουσιάζουν ίχνη κατοίκησης κατά την Τελική Νεολιθική (Κίτσου και Μαραθώνα Αττικής, Θαρρουνίων Εύβοιας, Ζα Νάξου, Αλεπότρυπας Διρού, Άγιο Γάλας Χίου, Αγίου Βαρθολομαίου Λέσβου, Καλυθιών Ρόδου κ.ά). Η λειτουργία τους δεν έχει εξακριβωθεί με σαφήνεια και πολλές απόψεις επικρατούν. Πρόκειται γιασπήλαια όπου διέμεναν κτηνοτρόφοι σε εποχική βάση ή είχαν άλλη λειτουργία; Πολλά από τα σπήλαια αυτά βρίσκονται σε μεγάλα υψόμετρα, με δύσκολη πρόσβαση, έχουν μεγάλο βάθος και είναι μακριά από πηγές νερού.
Η ανεύρεση αντικειμένων υψηλής ανταλλακτικής αξίας (χρυσά κοσμήματα, υψηλής ποιότητας κεραμική, προϊόντα πρώιμης μεταλλοτεχνίας και αιχμές βελών από λεπτόκοκκο και αλλογενή πυριτόλιθο), αλλά και ανθρώπινων οστών, προσδίδει έναν ξεχωριστό χαρακτήρα στα σπήλαια αυτά και μαρτυρεί μία ιδιαίτερη θέση στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο του Αιγαίου. Μόνο στη σπηλιά του Κίτσου αναγνωρίστηκαν μεμονωμένα οστά που ανήκαν σε δεκαοκτώ άτομα, ενώ στις Καλυθιές της Ρόδου αναγνωρίστηκαν ορισμένες μόνο κατηγορίες οστών που ανήκαν σε σύνολο οκτώ ατόμων νεαρής ηλικίας.
Στη βάση των ευρημάτων αυτών, προτάθηκε ότι τα σπήλαια δε χρησίμευαν μόνο ως χώροι κατοικίας ή ως κτηνοτροφικές μονάδες αλλά και ότι η λειτουργία τους ήταν ταφική και κατ' επέκταση λατρευτική. Ίσως η παρουσία υπόγειων νερών στα σπήλαια αυτά και η δύσκολα προσβάσιμη τοποθεσία τους δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για μία λατρευτική σημασιοδότηση των χώρων αυτών από το νεολιθικό άνθρωπο.
Πάντως, τα σπάνια ευρήματα που εντοπίζονται σήμερα στο εσωτερικό των σπηλαίων φανερώνουν την ενεργό συμμετοχή αλλά και την ιδιαίτερη θέση των χρηστών - κατοίκων των σπηλαίων αυτών στα διεθνή συστήματα ανταλλαγής. Τα σπήλαια του νότιου Αιγαίου στα τέλη της Νεολιθικής χαρακτηρίζονται ως "Κεντρικοί τόποι" (Central places) των διεθνών αλυσίδων ανταλλαγών που εκτείνονται από τα Βαλκάνια μέχρι το νότιο Αιγαίο.
Η λειτουργία τέτοιων κεντρικών τόπων θα ήταν να ενισχύουν το αίσθημα της συλλογικότητας σε ένα νησιωτικό χώρο, όπου η αγροτική παραγωγή θα ήταν τουλάχιστον αβέβαιη, και σε έναν ευρύτερο κοινωνικό χώρο, που προμήνυε τη διάσπαση σε πολυκεντρικές συμμαχίες και σχέσεις ανταλλαγών.
Καλλιέργεια
Από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά παρατηρείται σταδιακή βελτίωση της παραγωγής, που συνίσταται:
Νότιο Αιγαίο - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Η εγκατοίκηση των παραλίων του νότιου Ελλαδικού χώρου στα τέλη της Νεολιθικής παραπέμπει στο νέο ρόλο που καλείται να παίξει το νότιο Αιγαίο στη νέα συνθήκη πραγμάτων που διαμορφώνεται από την Πρώιμη Χαλκοκρατία και στο εξής:
Θεσσαλία
Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στη νότια Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου, στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία ο αριθμός των νέων θέσεων μειώνεται δραματικά, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτούν τώρα πια λίγοι μεγάλοι οικισμοί που οχυρώνονται (Πευκάκια, Ραχμάνι, Οτζάκι Θεσσαλίας, Μάνδαλο Μακεδονίας). Η αύξηση των οικισμών και η εξάπλωση της κατοίκησης στις μικρότερες, περιφερειακές πεδινές ζώνες της Θεσσαλίας, που έλαβε χώρα κατά την προηγούμενη περίοδο, φαίνεται πως οδήγησε στη σταδιακή ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ των οικισμών και του ζωτικού τους χώρου:
Τα όρια που μεσολαβούσαν μεταξύ των κατοικημένων οικισμών έγιναν λιγότερο σαφή, ενώ ο φυσικός χώρος που αντιστοιχούσε σε κάθε οικισμό μειώθηκε. Η επικάλυψη λοιπόν των φυσικών ορίων και των χώρων που προσλαμβάνονταν ως μέρος του οικισμού θα συνέβαλλε σταδιακά στη δημιουργία ενός πιο ανταγωνιστικού κοινωνικού χώρου και θα συνέτεινε στην ανεύρεση νέων πεδίων επικοινωνίας και εδραίωσης της ταυτότητας των οικισμών.
Η συγκέντρωση λοιπόν πολλών νοικοκυριών σε μεγάλους οικισμούς και η περιχαράκωση αυτών με οχυρωματικά έργα φαίνεται πως ήταν η απάντηση της Θεσσαλίας στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής και στην ανατροπή της γενικής τάξης πραγμάτων που έφερνε την περιοχή αυτή σε δευτερεύοντα ρόλο από εδώ και στο εξής.
Ηγεμονικές Ομάδες - Τέλη Νεολιθικής
Ήδη από τη Νεότερη Νεολιθική, πληθαίνουν οι ενδείξεις που δείχνουν ότι διαφοροποιείται η σύνθεση της συλλογικής ταυτότητας. Αλλαγές στην οργάνωση του χώρου μέσα στον οικισμό αντανακλούν πιθανόν αλλαγές στον τρόπο συγκρότησης των κοινωνικών σχέσεων και μαρτυρούν την καθιέρωση μιας νέας διάστασης του "συλλογικού" με στοιχεία ιεραρχικής οργάνωσης. Όπως προκύπτει από πολλά εθνογραφικά παραδείγματα κοινωνιών οργανωμένων σε γένη και διευρυμένες - πολυγονικές οικογένειες, είναι δυνατόν τα γηραιότερα ή ικανότερα μέλη του γένους να ασκήσουν μία τέτοιας μορφής ενδοκοινοτική εξουσία, ρυθμιστικού και οργανωτικού χαρακτήρα.
Το δικαίωμα αυτό άσκησης ελέγχου, που μεταβιβάζεται συνήθως κληρονομικά, προσδίδει κύρος και δύναμη στα άτομα που την ασκούν, χωρίς να ανατρέπει την ίδια την κοινότητα αφού η εξουσία πηγάζει και ελέγχεται από αυτήν, συμβάλλοντας συνεπώς με διαφορετικό τρόπο στη συνοχή της. Ίσως λοιπόν μιας παρόμοιας μορφής εξουσία να επικράτησε στα τέλη της Νεολιθικής, όπου εικάζεται η συγκρότηση σε γένη και διευρυμένες οικογένειες.
Ηγεμονικές Ομάδες - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης της Πρώιμης εποχής του Χαλκού πληθαίνουν οι ενδείξεις για την ανάπτυξη κοινωνικής διαστρωμάτωσης στο νότιο Αιγαίο. Η πολεοδομική οργάνωση των οικισμών, η αρχιτεκτονική αρτιότητα και η επιβλητική θέση κάποιων κτηρίων, η μνημειώδης αρχιτεκτονική έργων συλλογικού χαρακτήρα, η εισαγωγή ξένων προϊόντων και η ανάπτυξη ειδικοτήτων - επαγγελμάτων που απαιτούσαν την κατοχή εξειδικευμένης γνώσης έχουν θεωρηθεί δηλωτικά ενός πρωτογενούς σταδίου "αστικοποίησης" και της εμφάνισης μιας νέας "ελίτ" στις κοινότητες του νότιου και του κεντρικού Αιγαίου.
Δεν υπάρχουν όμως και πάλι ενδείξεις ότι πρόκειται για ένα παγιωμένο και αυστηρά θεσμοποιημένο σύστημα ιεραρχίας, όπως συμβαίνει στα κέντρα της Ανατολής. Άλλωστε, οποιαδήποτε μορφή ελέγχου στους οικισμούς αυτούς δε θα μπορούσε να επιβιώσει για πολύ, αν δεν ανήκε στο πλαίσιο της κοινοτικής ταυτότητας, που συνεχίζει και αυτήν την εποχή να είναι η κυρίαρχη ταυτότητα. Έτσι, πιθανόν να αναπτύχθηκαν και εδώ, όπως παλαιότερα στη Θεσσαλία, διαδικασίες άσκησης ελέγχου της κοινότητας από τα γηραιότερα ή ικανότερα μέλη του γένους ή των γενών που ανήκαν σ αυτή.
Σύμβολα - Τέλη Νεολιθικής
Μέχρι τη Νεότερη Νεολιθική, τα σύμβολα γοήτρου περιορίζονταν σε αντικείμενα από πέτρα (φυλλόσχημες αιχμές βελών από πυριτόλιθο), ενώ σημαντική θέση κατείχαν και τα διακοσμημένα αγγεία και οικιακά σκεύη που ήταν αντικείμενα ανταλλαγών τοπικής κλίμακας.
Από τα τέλη της Νεολιθικής και μετά, το μέταλλο εισέρχεται δυναμικά στην ομάδα των πρώτων υλών από τις οποίες κατασκευάζονται αντικείμενα που προσδίδουν κύρος και αίγλη σε όσους τα κατέχουν. Ο χαλκός, ο χρυσός και ο άργυρος χρησιμοποιούνται για την κατασκευή αντικειμένων με υψηλή ανταλλακτική αξία: σφυροπέλεκεις με διάδοση από την πρώην Γιουγκοσλαβία ως τη Σλοβενία, εγχειρίδια που αποτελούν αυτόχθονες Αιγαιακές απομιμήσεις αντίστοιχων εγχειριδίων της Βαλκανικής αλλά και κοσμήματα όπως χάνδρες, βραχιόλια, δαχτυλίδια, ελάσματα, περόνες και περίαπτα.
Ιδιαίτερη ανταλλακτική αξία φαίνεται πως κατέχει ο τύπος του δακτυλιόσχημου περίαπτου (ring idol) που εμφανίζεται κατ επανάληψη σε διάφορα υλικά, αλλά κυρίως σε χρυσό και σε άργυρο, και παρουσιάζει μεγάλη διάδοση από το Αιγαίο στην Ευρώπη. Η παρουσία του σε οικισμούς του Αιγαίου (Πευκάκια, Σέσκλο και Πλατομαγούλες Θεσσαλίας σε πηλό και χρυσό, Αραβησσός Πέλλας και Αλεπότρυπα Μάνης σε χρυσό και άργυρο αντιστοίχως) αλλά και στη νοτιοανατολική Ευρώπη συνδέει τον ελλαδικό χώρο με τα εκτεταμένα δίκτυα ανταλλαγών της Ευρώπης.
Ποιοι χρησιμοποιούσαν τα αντικείμενα αυτά και για ποιους λόγους; Πολλά από αυτά τα σύνολα κοσμημάτων έχουν εντοπιστεί σε σπήλαια, γεγονός που θεωρείται δηλωτικό της ιδιαίτερης θέσης τους στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο του Αιγαίου. Τα σπήλαια αυτά βρίσκονται σε μεγάλα υψόμετρα, με δύσκολη πρόσβαση, έχουν μεγάλο βάθος και είναι μακριά από πηγές νερού. Η ανεύρεση αντικειμένων υψηλής ανταλλακτικής αξίας στα σπήλαια αυτά υπογραμμίζει την ενεργό συμμετοχή αλλά και την ιδιαίτερη θέση των χρηστών - κατοίκων των σπηλαίων αυτών στα διεθνή συστήματα ανταλλαγής.
Εικάζεται ότι πολλά από τα σπήλαια λειτούργησαν ως "Κεντρικοί τόποι" (Central places) στους οποίους κατέληγαν οι διεθνείς αλυσίδες ανταλλαγών που εκτείνονταν από τα Βαλκάνια μέχρι το νότιο Αιγαίο. Η λειτουργία τέτοιων Κεντρικών τόπων θα ήταν να ενισχύουν το αίσθημα της συλλογικότητας σε περιοχές όπου η αγροτική παραγωγή θα ήταν τουλάχιστον αβέβαιη και σε μια εποχή που προμήνυε τη διάσπαση σε πολυκεντρικές συμμαχίες και σχέσεις ανταλλαγών.
Αν λάβουμε υπόψή μας το χώρο ανεύρεσής τους (σπήλαια, οικισμοί και όχι μεμονωμένοι τάφοι όπως στα Βαλκάνια, για παράδειγμα στη Βάρνα Βουλγαρίας) υποθέτουμε ότι τα αντικείμενα από μέταλλο, χρυσό και άργυρο χρησίμευαν ως σύμβολα γοήτρου, όχι μεμονωμένων ατόμων αλλά κοινωνικών ομάδων (π.χ. κοινοτήτων, συγκεκριμένων γενών, οικογενειών ή γηραιότερων ατόμων που ασκούσαν έλεγχο στην κοινότητα).
Η επανάληψη συγκεκριμένων τύπων, όπως το δακτυλιόσχημο περίαπτο (ring idol), το εγχειρίδιο, ο επίπεδος πέλεκυς, και η εκτενής διάδοση αυτών των τύπων στο χώρο των Βαλκανίων δηλώνουν τη μεγάλη διαδρομή που διένυαν τα συγκεκριμένα αντικείμενα μέχρι να φτάσουν στα χέρια των κατόχων τους στο Αιγαίο. Ίσως πρόκειται για κειμήλια, που άλλαζαν πολλά χέρια μέχρι τον τελικό προορισμό τους. Σ' αυτήν την περίπτωση τα συγκεκριμένα αντικείμενα πέρα από σύμβολα γοήτρου και αίγλης λειτουργούσαν και ως φορείς της συλλογικής μνήμης και της ιστορίας της κοινότητας ή της ομάδας που τα είχε υπό την κατοχή της.
Σύμβολα - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Η σχέση αυτή μεταξύ μετάλλινων αντικειμένων και κοινότητας ανατρέπεται οριστικά από την Πρώιμη Χαλκοκρατία και μετά, αφού αλλάζει ο ρόλος του μετάλλου και των αντικειμένων που κατασκευάζονται από αυτό (κοσμήματα, εργαλεία, όπλα) στο συμβολικό σύστημα της εποχής. Η τοποθέτησή τους σε τάφους ομαδικούς και ατομικούς στα νεκροταφεία της εποχής και η μεγάλη συχνότητα εμφάνισης σε τάφους μετάλλινων όπλων, κυρίως εγχειριδίων.
Έχουν ερμηνευθεί από μερικούς μελετητές ως ενδείξεις ότι το μέταλλο χρησιμοποιείται πια ως σύμβολο γοήτρου ορισμένων ανερχόμενων κοινωνικών ομάδων, όπως των πολεμιστών. Ακόμα και αν ο συσχετισμός του μετάλλου με μία νέα τάξη πολεμιστών έχει υπερεκτιμηθεί, το γεγονός ότι το μέταλλο πια αποτίθεται στους τάφους ως κτέρισμα δείχνει την αποδέσμευσή του από το χώρο της κοινότητας και το συσχετισμό του με ομάδες ατόμων ή οικογένειες που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της κοινοτικής διαβίωσης.
ΟΜΑΔΕΣ - ΑΤΟΜΟ
Η Τέχνη του Πολέμου - Τέλη Νεολιθικής
Ο πόλεμος ήταν πάντα παρών στην Αιγαιακή Προϊστορία, όπως υποδηλώνουν οι πήλινοι πεσσοί (βλήματα σφεντόνας) και οι αιχμές βελών, που συνήθως ανευρίσκονται στους Νεολιθικούς οικισμούς, αλλά και οι τάφροι και οι περίβολοι που περιβάλλουν Νεολιθικούς οικισμούς -τουλάχιστον σε εκείνες τις περιπτώσεις που μπορεί να διαπιστωθεί η οχυρωματική τους λειτουργία.
Επίσης, ο πολεμιστής άνδρας -αν και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και την πολεμική ιδιότητα ορισμένων ικανών γυναικών- ασκούσε κάποιο γόητρο στα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας, δεδομένης της ενεργούς συμμετοχής του στην προσπάθεια προστασίας του οικισμού. Ίσως και γι αυτό οι φυλλόσχημες αιχμές βελών από πυριτόλιθο που ανευρίσκονται στους οικισμούς, αλλά και τα λιγοστά μετάλλινα εγχειρίδια που πρωτοεμφανίζονται σε οικισμούς και σπήλαια στα τέλη της Νεολιθικής (Άγιος Δημήτριος Τριφυλίας, σπήλαιο Ζα στη Νάξο) να είχαν υψηλή ανταλλακτική αξία, αφού σχετίζονταν με άτομα που κατείχαν ξεχωριστή θέση μέσα στην κοινότητα.
Η Τέχνη του Πολέμου - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Από τη δεύτερη φάση της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (ΠΕΧ ΙΙ) και μετά, έχουμε ενδείξεις ότι οι άνδρες πολεμιστές κατέχουν ξεχωριστή θέση στην κοινότητα. Οι απεικονίσεις τους σε ειδώλια της εποχής πληθαίνουν, ενώ αυξάνει και ο αριθμός των όπλων, κυρίως των εγχειριδίων, που ανευρίσκονται στους οικογενειακούς και ατομικούς τάφους της Κρήτης και των Κυκλάδων.
Εικάζεται ότι μία νέα "τάξη" πολεμιστών διαμορφώνεται αυτήν την εποχή, μία "τάξη" που στηρίζει το γόητρό της, εκτός των άλλων, στην κατοχή και προβολή νέων τύπων όπλων, που αποτελούν ακριβείς απομιμήσεις αρχικά Βαλκανικών και αργότερα ανατολικών προτύπων και είναι κατασκευασμένα από μέταλλο. Βέβαια η υπεροχή των πολεμιστών αυτήν την εποχή εκδηλώνεται στο πλαίσιο της συλλογικότητας και σε καμμία περίπτωση δε συνεπάγεται την ύπαρξη κοινωνικής διαστρωμάτωσης και ιεραρχίας, όπως ίσως συμβαίνει αργότερα, την εποχή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων.
Η Τέχνη του Μετάλλου - Τέλη Νεολιθικής
Το μέταλλο δεν είναι άγνωστο στη Νεολιθική. Ήδη από τα τέλη της περιόδου, κοινότητες ή οικογένειες έχουν στην κατοχή τους εργαλεία, όπλα και κοσμήματα κατασκευασμένα από χαλκό, χρυσό και άργυρο που χρησιμεύουν κυρίως ως σύμβολα γοήτρου. Αν και δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε την προέλευσή τους και τον τόπο παραγωγής τους, εντούτοις υπάρχουν ενδείξεις ότι μερικά τουλάχιστον από αυτά κατασκευάζονταν στον Ελλαδικό χώρο.
Βέβαια, οι τύποι αυτών των εργαλείων είναι σχετικά απλοί (οπείς, σπάτουλες) και δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός ώριμου μεταλλουργικού σταδίου στο Αιγαίο, αντίστοιχου με της Βαλκανικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης την ίδια περίοδο. Σε επίπεδο τεχνικής, το Αιγαίο αντιγράφει αυτήν την περίοδο αντίστοιχες μεθόδους παραγωγής και τύπους της Βαλκανικής, γι αυτό θεωρείται ένα δευτερεύον περιφερειακό κέντρο, σε σχέση με τα κέντρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης που προπορεύονται στην αρτιότητα των τεχνικών και στην ποικιλία των εργαλειακών τύπων.
Τα ευρήματα όμως από το Αιγαίο δείχνουν την ενεργό συμμετοχή κάποιων οικισμών στην επεξεργασία κοιτασμάτων και την παραγωγή μορφοποιημένων προϊόντων. Οι οικισμοί αυτοί δε βρίσκονται απαραίτητα κοντά στις πηγές των κοιτασμάτων. Επιδίδονται όμως στα στάδια επεξεργασίας και παραγωγής, αφού κάποια μέλη τους γνωρίζουν καλά τα μυστικά της πυροτεχνολογίας (π.χ. υψηλό σημείο τήξης του χαλκού, απόληψη μετάλλου με την επεξεργασία κοιτασμάτων κ.ά.).
Η τέχνη του μετάλλου, που λίγα άτομα κατέχουν σ αυτήν την πρώιμη περίοδο, χαρίζει στα άτομα αυτά και στις κοινότητές τους αίγλη και εξασφαλίζει μεγαλύτερη κοινωνική δύναμη στις ανταλλαγές τους.
Εργαλεία - Όπλα - Κοσμήματα
Περίπου 100 μετάλλινα αντικείμενα προέρχονται από αρχαιολογικά στρώματα που χρονολογούνται στα τέλη της Νεολιθικής. Ανάμεσά τους οπείς, επίπεδοι πελέκεις και σφυροπελέκεις, σμίλες, εγχειρίδια, σπάτουλες καθώς και κοσμήματα.
Ενδείξεις
Οι ενδείξεις που συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης μιας πρώιμης μεταλλουργικής δραστηριότητας στο Αιγαίο είναι:
Η Τέχνη του Μετάλλου - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού και μετά, και ιδιαίτερα από τη δεύτερη φάση (Πρώιμη Εποχή Χαλκού ΙΙ), πληθαίνουν τα ευρήματα από μέταλλο, που τώρα ανευρίσκονται κυρίως σε τάφους. Αυξάνει επίσης η ποικιλία και η τεχνική αρτιότητα των αντικειμένων που κατασκευάζονται, γεγονός που έχει θεωρηθεί ως ενδεικτικό της δημιουργίας τοπικών "σχολών" μεταλλουργίας στον κυκλαδικό χώρο. Στις αρχές της περιόδου (Πρώιμη Εποχή Χαλκού ΙΙ, φάση Κέρου-Σύρου) ο χαλκός που χρησιμοποιείται περιέχει συνήθως αρσενικό και πιθανότατα προέρχεται από τα ορυχεία του Αιγαίου.
Στην όψιμη φάση όμως της ίδιας περιόδου (φάση Λευκαντί Ι - Καστρί) παρατηρείται μία στροφή στη σύνθεση και την προέλευση της πρώτης ύλης: ο ορείχαλκος που χρησιμοποιείται είναι κράμα χαλκού-κασσίτερου. Δεδομένου ότι κοιτάσματα κασσίτερου απουσιάζουν τελείως από την ανατολική Μεσόγειο, η παρουσία του στο Αιγαίο μαρτυρά την ύπαρξη ανταλλαγών εκτεταμένης κλίμακας με οικισμούς της Ανατολής (Ιράν, Αφγανιστάν).
Παράλληλα, πληθαίνουν οι τυπολογικές ομοιότητες μετάλλινων αντικειμένων Αιγαιακής προέλευσης με εκείνα που κατασκευάζονται στα κέντρα της Ανατολής. Έτσι, στο αποκορύφωμα της τέχνης της, η Αιγαιακή μεταλλουργία εγγράφεται στην παράδοση της Ανατολής καθώς πληθαίνει και η εμπορευματική δραστηριότητα με τα κέντρα της.
Η ανάπτυξη της μεταλλουργίας θα έδωσε νέα ώθηση και νέο ρόλο στους κατόχους των μυστικών της. Στον οικισμό της Πολιόχνης της Λήμνου, παρ όλη την έλλειψη μεταλλευμάτων στο νησί, αναπτύσσεται μία νέα "τάξη" εξειδικευμένων τεχνιτών που επεξεργάζονται εισαγόμενα κράματα χαλκού. Την ανάπτυξη μιας μακροχρόνιας αυτόχθονης μεταλλουργικής παράδοσης στη Λήμνο και τις στενές εμπορικές σχέσεις του νησιού με την περιοχή του Εύξεινου Πόντου και του Καυκάσου απηχούν εξάλλου και οι μετέπειτα αρχαίοι ελληνικοί μύθοι του Προμηθέα και των Αργοναυτών.
Έμποροι - Μεσάζοντες - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Στις Κυκλάδες, την Πρώιμη Χαλκοκρατία εμφανίζεται μία νέα κοινωνική ομάδα, οι έμποροι - ναυτικοί. Με τα ταξίδια τους στην ανοιχτή θάλασσα συνδέουν τους κατοικημένους μικρόκοσμους του Αιγαίου μεταξύ τους αλλά και με την Κρήτη και την ηπειρωτική χώρα (κυρίως την Πελοπόννησο).
Ο ρόλος τους είναι κυρίως διαμεσολαβητικός, αφού εξάγοντας μία σειρά από προϊόντα που κατασκευάζονται στις Κυκλάδες (τηγανόσχημα σκεύη, κυκλαδικά ειδώλια κ.ά.), μεσολαβούν μεταξύ παραγωγών και χρηστών. Παράλληλα, διαμεσολαβούν στη σύνδεση της κοινότητας με τον έξω κόσμο, εισάγοντας ξένες πολιτισμικές αξίες και σύμβολα. Το γόητρο της νέας αυτής τάξης εμπόρων πρέπει να ήταν μεγάλο, αφού δεν αποτελούσαν μόνο μεταφορείς αντικειμένων γοήτρου στον τόπο τους αλλά και νέων ιδεών, συμπεριφορών και αξιών.
Μουσικοί - Συμποσιαστές - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Από μία σειρά κυκλαδικών ειδωλίων που εμφανίζονται αυτήν την εποχή πληροφορούμαστε την ύπαρξη μιας ομάδας μουσικών, συγκεκριμένα αρπιστών και αυλητών, στις μικρές κοινωνίες των Κυκλάδων. Ο τύπος του μουσικού σχετίζεται στις απεικονίσεις αυτές πάντα με το ανδρικό φύλο, υπαινίσσοντας την αποκλειστική άσκηση της δραστηριότητας αυτής από άνδρες. Η απεικόνιση των μουσικών, μέσω της προβολής των αντικειμένων της ειδικότητητάς τους (μουσικά όργανα), παραπέμπει ίσως στο ρόλο τους στις συλλογικές εκδηλώσεις της εποχής (συμπόσια, γιορτές).
Η απεικόνιση εξάλλου ειδικών κοινωνικών ομάδων της εποχής (πολεμιστές, μουσικοί) εντάσσεται σε μία γενικότερη τάση να προβληθεί η συγκεκριμένη ιδιότητα των ομάδων αυτών και να τονισθεί η εξειδίκευση της τέχνης τους. Είναι ίσως η πρώτη φορά που εκδηλώνεται ένα ενδιαφέρον για την αναπαράσταση του ειδικού και του συγκεκριμένου, γεγονός που επιτυγχάνεται ακόμα μέσα από την προβολή του ομαδικού και του συλλογικού.
Άλλες Δραστηριότητες και Φύλο
Στην Πρώιμη Χαλκοκρατία σημειώθηκαν κάποιες αλλαγές στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, καθώς για πρώτη φορά τα ζώα εκτρέφονταν όχι μόνο για το κρέας τους αλλά και για το μαλλί, το γάλα και τη μεταφορά. Το φαινόμενο αυτό, γνωστό ως "επανάσταση των δευτερογενών προϊόντων" οδήγησε στην αναδιάρθρωση των ρόλων και του βαθμού συμμετοχής των δύο φύλων στην αγροτική παραγωγή. Η επεξεργασία του μαλλιού οδήγησε στην ανάπτυξη του κλάδου της υφαντουργίας, μιας κατεξοχήν γυναικείας οικοτεχνικής δραστηριότητας.
Παράλληλα, πολλές δραστηριότητες που παραδοσιακά συνδέονταν με το γυναικείο φύλο, όπως η οικοτεχνία, η ανατροφή των παιδιών και η τροφοπαρασκευή, συνέχισαν να αποτελούν αποκλειστικές ασχολίες των γυναικών. Άλλες δραστηριότητες, όπως η εκτροφή ζώων για την παροχή γάλατος και την παρασκευή του τυριού, αλλά και η χρήση ζώων για την άροση και ως υποζυγίων για τη μεταφορά έκαναν πιο σύνθετες τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες που από εδώ και πέρα εγγράφονται στο δυναμικό των ανδρών. Άγνωστος παραμένει και ο βαθμός συμμετοχής των γυναικών στις νέες τέχνες, όπως είναι η πυροτεχνολογία.
Αν και η τέχνη αυτή εγγράφεται συνήθως στο δυναμικό των ανδρών, εντούτοις σε πολλές προβιομηχανικές κοινωνίες οι συμβολισμοί της σχετίζονται με το γυναικείο φύλο, αφού η εξόρυξη του μεταλλεύματος από τη Μητέρα Γη θυμίζει τον κύκλο της γονιμότητας. Οι αλλαγές αυτές στον καταμερισμό εργασίας σίγουρα δεν ακολούθησαν μία γραμμική πορεία ούτε έγιναν ξαφνικά, δεδομένης άλλωστε και της σταδιακής υιοθέτησης του νέου τρόπου παραγωγής από τους οικισμούς του Αιγαίου. Άλλωστε, οι αλλαγές αυτές ολοκληρώθηκαν πολύ αργότερα, στην εποχή του Χαλκού.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Κλιματικές Αλλαγές και Επιπτώσεις
Κατά τη διάρκεια της εκτενούς γεωλογικής εποχής της Πλειστόκαινου (1.6 εκατομ. - 10.000 π.σ.) το κλίμα μεταβαλλόταν διαρκώς λόγω της αλλεπάλληλης διαδοχής περιόδων Παγετώδους και Μεσοπαγετώδους. Κατά τη διάρκεια των πρώτων, οπότε και σχηματίζονταν οι παγετώνες, επικρατούσαν κλίματα ψυχρά και ξηρά (συνθήκες στέππας), ενώ κατά τα διαστήματα που μεσολαβούσαν το κλίμα θερμαινόταν, γεγονός που προκαλούσε τήξη των πάγων και σταδιακή άνοδο της στάθμης της θάλασσας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια των περιόδων Παγετώδους της Πλειστόκαινου η Γη καλύφθηκε από πάγους σε ποσοστό 32%, ποσοστό πολύ ανώτερο από το σημερινό (μόλις 10%). Οι εναλλαγές αυτές είχαν μεγάλες επιπτώσεις στη μορφολογία των χερσαίων και των θαλάσσιων τοπίων καθώς και στη σύσταση του φυτικού και του ζωικού κόσμου. Παράλληλα σημάδεψαν την ανθρώπινη ζωή, αφού κάθε φορά μετέβαλλαν καθοριστικά τις συνθήκες διαβίωσης, την οργάνωση του ομαδικού βίου αλλά και τις συνθήκες επικοινωνίας των ανθρώπινων ομάδων.
Βέβαια, η χρονική κλίμακα τέτοιων εναλλαγών κυμαίνεται: από μία εποχή, όσο χρειάζεται να αλλάξει η βλάστηση της πλαγιάς ενός βουνού, μέχρι εκατοντάδες και χιλιάδες χρόνια, όσο χρειάζεται για να αναδυθούν βυθισμένα κομμάτια γης ή να διαμελιστούν ενιαίες χερσαίες επιφάνειες. Έτσι, άλλοτε η ίδια γενιά ανθρώπων γινόταν μάρτυρας μικρών αλλά σημαντικών αλλαγών του τοπίου, άλλοτε όμως αργές και ριζικές αλλαγές του χώρου δε γίνονταν αντιληπτές αφού χάνονταν στη μνήμη πολλών γενεών.
Πλειστόκαινος
Η Πλειστόκαινος διαιρείται σε τρία στάδια: την κατώτερη Πλειστόκαινο (1.6 εκατομ.-730.000 χρόνια π.σ.), τη μέση (730.000-130.000 π.σ.) και την ανώτερη (130.000-10.000 π.σ.). Από αυτά, μόνο η ανώτερη Πλειστόκαινος περιέχει τις δραστηριότητες των Homo Neanderthal (Μέση Παλαιολιθική) και Homo Sapiens (Ανώτερη Παλαιολιθική). Η διαίρεση αυτή βασίστηκε στην καταγραφή των αλλαγών πανίδας και χλωρίδας από ειδικούς ερευνητές.
Παγετώδης - Μεσοπαγετώδης
Κατά την κατώτερη Πλειστόκαινο, κυρίως στη διάρκεια των παγετώνων Guenz και Mindel, στον ελληνικό χώρο επικρατούσαν τροπικές συνθήκες σαβάνας. Κατά τη μέση Πλειστόκαινο και ιδιαίτερα στη διάρκεια της μεγάλης Μεσοπαγετώδους περιόδου, γνωστής ως Hoxnian, επικράτησαν ηπιότερες κλιματικές συνθήκες, ενώ μόνο προς το τέλος της περιόδου επανήλθαν οι συνθήκες Παγετώδους (παγετώνας Riss I και II, 180.000 - 130.000 π.σ.).
Η τελευταία μεγάλη περίοδος της Πλειστόκαινου (ανώτερη Πλειστόκαινος) αρχίζει με την προτελευταία Μεσοπαγετώδη (Eemian), κατά τη διάρκεια της οποίας επικράτησαν και πάλι συνθήκες πυκνής βλάστησης και υγρασίας. Ακολούθησε η τελευταία μεγάλη Παγετώδης (Wuerm, 130.000 - 10.000 π.σ.), με μέγιστη αύξηση των πάγων κατά το 18.000 π.σ. Με την έναρξη της αμέσως επόμενης γεωλογικής περιόδου, της Ολόκαινου (10.000 π.σ.), ξεκινά και η τελευταία Μεσοπαγετώδης, την οποία διανύουμε και σήμερα.
Η ονομασία των παγετώνων δόθηκε αρχικά από τους ερευνητές Penck και Bruckner (1909), οι οποίοι προκειμένου να περιγράψουν τους τέσσερις μεγάλους παγετώνες της Ευρώπης κατά την Τεταρτογενή γεωλογική περίοδο, δανείστηκαν τα ονόματα τεσσάρων μεγάλων ποταμών της περιοχής των ΒΔ Άλπεων (Guenz,Mindel,Riss και Wuerm), οι αποθέσεις των οποίων οφείλονταν σε κλιματολογικές αλλαγές των φάσεων Παγετώδους. Τα στάδια με θερμότερο κλίμα που μεσολαβούσαν μεταξύ δύο περιόδων Παγετώδους ονομάστηκαν Μεσοπαγετώδεις και καταγράφηκαν ως Guenz-Mindel, Mindel-Riss και Riss-Wuerm.
Σήμερα γνωρίζουμε ότι η διαδοχή των φάσεων αυτών ήταν πιο σύνθετη από το αρχικό σχήμα των Penck και Bruckner, που είχε περιορισμένη εφαρμογή στην περιοχή των Άλπεων. Η σύγχρονη μέθοδος χρονολόγησης των φάσεων της Πλειστόκαινου γίνεται με τη μελέτη των πυρήνων ιζημάτων βαθιών θαλασσών (deep sea cores), που εξάγονται από τα βάθη των ωκεανών με ειδικές αντλίες.
Από αυτά, τα λεγόμενα πηλώδη (oozies) περιέχουν σκελετούς μικρών θαλάσσιων οργανισμών (π.χ. τα τρηματοφόρα, foraminifera), η μελέτη των οποίων παρέχει πληροφορίες για τις αλλαγές της θερμοκρασίας στην Πλειστόκαινο: δεδομένου ότι το κάθε είδος αναπτύσσεται σε διαφορετικές θερμοκρασίες, η αναγνώριση και η καταγραφή των ειδών σε κάθε στρώμα ιζήματος είναι δυνατόν να παρέχει πληροφορίες γύρω από τις θερμοκρασιακές μεταβολές κατά τη μακρά αυτή περίοδο.
Επιπλέον η καταγραφή μεταβολών στα ποσοστά δύο ισότοπων οξυγόνου που εμπεριέχονται στο ανθρακικό ασβέστιο του σκελετικού υλικού των τρηματοφόρων δηλώνει επίσης αλλαγές στη θερμοκρασία κατά την εποχή που αυτά ζούσαν. Έτσι, σήμερα γνωρίζουμε ότι η εναλλαγή φάσεων ψυχρού και θερμού κλίματος κατά την Πλειστόκαινο ήταν πολύ πιο σύνθετη απ' ό,τι αρχικά αναμενόταν. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη στρωματογραφία των ισότοπων του πυρήνα V28 - 238 που πάρθηκε από τον Ειρηνικό Ωκεανό, η μέση Πλειστόκαινος (730.000 - 130.000 π.σ.) περιλάμβανε 7 στάδια Παγετώδους και 7 στάδια Μεσοπαγετώδους διαφορετικής διάρκειας.
Ανώτερη Πλειστόκαινος (Ύστερη Παγετώδης, Late Glacial)
Πριν από την έναρξη της επόμενης γεωλογικής περιόδου, της Ολόκαινου (10.000 π.σ.), που διανύουμε ακόμα και σήμερα, η Ευρώπη και η Μεσόγειος διένυσαν τα όψιμα στάδια της τελευταίας ΠαγετώδουςWuerm, (Wuerm ΙΙΙ, Ανώτερη Παλαιολιθική, 30.000 - 10.000 π.σ.), μιας περιόδου που χαρακτηρίζεται από πολύ ψυχρά και ξηρά κλίματα, ελάχιστες βροχοπτώσεις, βλάστηση στέππας και υποχώρηση των δασών.
Η μέγιστη έξαρση αυτών των συνθηκών ψυχρού κλίματος που χαρακτήριζαν τηWuerm εμφανίστηκε κατά το 18.000 π.σ., οπότε και άρχισε η σταδιακή υποχώρηση των φαινομένων που τις συνόδευαν. Κατά την περίοδο αυτή, κι ενώ οι πάγοι εξαπλώνονταν από τον Ατλαντικό ως τη Μεσόγειο, η στάθμη της θάλασσας κατέβηκε μέχρι και 100 - 120 μέτρα χαμηλότερα από το σημερινό της επίπεδο. Έτσι, μεγάλα τμήματα ξηράς αναδύθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, ενώνοντας πολλά χερσαία τμήματα γης μεταξύ τους.
Ολόκαινος
Τα φαινόμενα αυτά αντιστράφηκαν ήδη από τα όψιμα στάδια της τελευταίας Παγετώδους (Late Glacial), αλλά ιδιαίτερα με την έναρξη της Μεσοπαγετώδους που ακολούθησε (Ολόκαινος / Μεσολιθική, 10.000 π.σ.). Με τη σταδιακή αύξηση της θερμοκρασίας οι πάγοι μετακινήθηκαν σταδιακά και έλιωσαν, γεγονός που είχε δραματικές επιπτώσεις στη γεωμορφολογία της Ευρασίας: το λιώσιμο των πάγων βοήθησε τη διάβρωση των υψηλότερων περιοχών με τη δημιουργία χειμάρρων και ποταμών που μετέφεραν μεγάλες ποσότητες χώματος στις χαμηλότερες περιοχές.
Κι ενώ τα χαμηλά σκεπάστηκαν με νέες αποθέσεις από τα υλικά της διάβρωσης των υψηλότερων περιοχών -ιλύ και ασβεστούχο άργιλο loess- η άνοδος της στάθμης της θάλασσας οδήγησε στη βύθιση των μεγάλων λωρίδων γης που ένωναν νησίδες και χερσαία τμήματα, μεγαλώνοντας έτσι την απόσταση μεταξύ τους. Αν και στον Αιγαιακό χώρο οι επιπτώσεις των κλιματικών αυτών αλλαγών ποίκιλλαν ανάλογα με την περιοχή, εντούτοις, οι συνέπειες για την οικονομία ήταν μεγάλες, αφού οι αλλαγές αυτές οδήγησαν σταδιακά στην εντατική εκμετάλλευση ενός ευρύτερου φάσματος παραγωγικών πόρων και στην υιοθέτηση νέων τρόπων διαχείρισης του περιβάλλοντος κατά τη Μεσολιθική εποχή.
Ακτογραμμή
Το φαινόμενο της εναλλαγής περιόδων συσσώρευσης και περιόδων τήξης των πάγων κατά τη μακρά γεωλογική εποχή της Πλειστόκαινου (1.6 εκατομ.- 10.000 π.σ.) είχε μεγάλες επιπτώσεις στις μεταβολές της στάθμης της θάλασσας και στην ακτογραμμή της Μεσογείου. Κάθε φορά που οι παγετώδεις διεργασίες ευνοούσαν τη συσσώρευση των πάγων η στάθμη της θάλασσας κατέβαινε αισθητά, φανερώνοντας μεγάλες λωρίδες γης στα σημεία εκείνα που σκεπάζονταν από θάλασσα κατά τα προηγούμενα θερμότερα στάδια.
Το φαινόμενο αντιστρεφόταν κατά τις φάσεις θερμότερου κλίματος: η άνοδος της θερμοκρασίας ευνοούσε την τήξη των πάγων και τη σταδιακή άνοδο της θαλάσσιας στάθμης. Ως επακόλουθο της ανόδου του επιπέδου της θάλασσας, μεγάλες λωρίδες γης βυθίζονταν στο νερό με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό της χερσαίας επιφάνειας των ηπείρων. Αν και τα φαινόμενα αυτά είναι γνωστά στους ερευνητές, εντούτοις μόνο για τη φάση της τελευταίας Παγετώδους (23.000 - 15.000 π.σ.) έχουμε μία πιο σαφή και λεπτομερή εικόνα για τις διακυμάνσεις της ακτογραμμής.
Έτσι, για την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου κατά το διάστημα της μέγιστης αύξησης των παγετώνων (18.000 π.σ.), οι μελέτες έδειξαν ότι η κατώτερη τιμή της στάθμης της θάλασσας έφτανε κατά μέσο όρο τα 120 μέτρα, ποικίλλοντας χρονικά και τοπικά ανάλογα με τα λοιπά τεκτονικά φαινόμενα που δρούσαν σε κάθε περιοχή. Με την έναρξη της Ολόκαινου (10.000 π.σ.) η στάθμη ανέβηκε στα 60 μέτρα περίπου, ενώ μόλις κατά το 9000 π.σ. έφτασε τα 20 μέτρα.
Οι επιπτώσεις των μεταβολών του επιπέδου της θάλασσας στη διαμόρφωση της γεωμορφολογίας του Αιγαιακού χώρου υπήρξαν δραματικές:
- Κατά την περίοδο της μέγιστης αύξησης των πάγων (18.000 π.σ.), μεγάλες πεδινές εκτάσεις με βλάστηση χαρακτηριστική της τούνδρας-στέππας απλώνονταν στα παράλια πολλών ηπειρωτικών περιοχών (Εύβοια, Πελοπόννησος), ενώνοντας πολλά από τα σημερινά νησιά με τον κυρίως χερσαίο Ελλαδικό κορμό. Έτσι, η Κέρκυρα ήταν ενωμένη με την Ήπειρο, η Εύβοια με τα χερσαία τμήματα της Αττικής, της Βοιωτίας και της Θεσσαλίας στο νότιο, κεντρικό και βόρειο τμήμα της αντίστοιχα, ενώ πολλά από τα νησιά των Κυκλάδων (Άνδρος, Κέα, Μύκονος, Νάξος κ.ά.) σχημάτιζαν μία χερσαία ενότητα. Στις Βόρειες Σποράδες τα νησιά Σκιάθος, Σκόπελος και Αλόννησος ήταν ενωμένα με τον κυρίως κορμό της Θεσσαλίας, ενώ στην Πελοπόννησο πεδινές εκτάσεις απλώνονταν στα νότια της Αργολίδας, περιβάλλοντας τις ορεινές περιοχές της ενδοχώρας. Τέλος, μία μεγάλη πεδινή έκταση που απλωνόταν κατά μήκος της Αδριατικής ένωνε το νότιο τμήμα της Ιταλίας με τις δυτικές ακτές της Γιουγκοσλαβίας, φτάνοντας μέχρι και τα παράλια της Αλβανίας. Μία άλλη μεγάλη πεδιάδα που εκτεινόταν βορείως της Μικράς Ασίας ένωνε τα βόρεια παράλιά της με τη Λήμνο και τη Θάσο, φτάνοντας μέχρι και το σημερινό κόλπο του Θερμαϊκού.
- Οι συνθήκες αυτές αντιστράφηκαν ήδη στα τέλη της Πλειστόκαινου (15.000 - 10.000 π.σ.), με τη βύθιση των πεδινών περιοχών και το σταδιακό διαχωρισμό των νησιών από τη στεριά. Από τότε και μέχρι τις αρχές της Ολόκαινου (10.000 π.σ.) η ακτογραμμή μετατοπίστηκε βαθμιαία προς το εσωτερικό, μετατρέποντας σε παράκτια οικισμούς και σπήλαια κατοίκησης που προηγουμένως βρίσκονταν στην ενδοχώρα. Στην Αργολίδα, για παράδειγμα, όπου τα φαινόμενα αυτά μελετήθηκαν λεπτομερώς με τη βοήθεια υποβρύχιων γεωφυσικών μεθόδων (high - resolution seismic reflection profiling/bathymetry), η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης οδήγησε στο διαχωρισμό των νησιών του Σαρωνικού (Δοκός, Σπέτσες, Ύδρα) από την ηπειρωτική χώρα και στην καταβύθιση των πεδινών εκτάσεων που εκτείνονταν από τα Μέθανα έως την Αττική. Έτσι το σπήλαιο Φράγχθι, που βρισκόταν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα κατά την Παλαιολιθική εποχή, πλησίασε τώρα κοντά στην ακτή. Παράλληλες διεργασίες έγιναν και στις υπόλοιπες περιοχές του Αιγαίου. Έτσι, πολλές από τις πεδινές περιοχές που εκτείνονταν μέχρι τώρα στα παράλια της ηπειρωτικής χώρας βυθίστηκαν σταδιακά.
Οι γεωμορφολογικές αυτές μεταβολές συνοδεύτηκαν από αλλαγές στην πανίδα και τη χλωρίδα τόσο των περιοχών που παρέμεναν σταθερές όσο και εκείνων που κάθε φορά αναδύονταν και βυθίζονταν και σφράγισαν αποφασιστικά τον τρόπο διαβίωσης και τις μετακινήσεις των πληθυσμών του Αιγαίου.
Χλωρίδα - Πανίδα
Η σημερινή εικόνα που παρουσιάζει η ηπειρωτική χώρα του Αιγαίου -γυμνά διαβρωμένα εδάφη, χέρσες εκτάσεις ή εκτεταμένες πλαγιές καλυμμένες από θαμνώδη μακία βλάστηση- πολύ απέχει από την εικόνα που παρουσίαζε στην απώτερη Προϊστορία. Με τις σταδιακές εναλλαγές της θερμοκρασίας και της έκτασης των παγετώνων, φαινόμενα που λάμβαναν χώρα σε μία χρονική κλίμακα εκατοντάδων και χιλιάδων ετών, μεταφέρονταν αντίστοιχα βορειότερα ή νοτιότερα οι ζώνες βλάστησης και οι πανίδες τους.
Ιδιαίτερα στον Αιγαιακό χώρο, με την πλούσια τοπογραφία και την ποικιλία ζωνών βλάστησης και μικροπεριβαλλόντων, τέτοια φαινόμενα παρουσίαζαν τοπικές και χρονικές ιδιαιτερότητες. Έτσι, εικάζεται ότι κάθε Παγετώδης και Μεσοπαγετώδης παρουσίαζε ιδιαιτερότητες ως προς το κλίμα, τη χλωρίδα και την πανίδα, ιδιαιτερότητες που εν πολλοίς παραμένουν άγνωστες σ' εμάς. Σήμερα, είναι δυνατόν να ανασυστήσουμε σε γενικές γραμμές το αρχαιοπεριβάλλον μιας αρχαιολογικής θέσης, μελετώντας τα φυτικά και τα ζωικά κατάλοιπα της ευρύτερης αλλά και της εγγύτερης περιοχής γύρω από αυτήν, με μεθόδους που επιτρέπουν την άμεση ή έμμεση καταγραφή τους.
Για τη βλάστηση του ευρύτερου περιβάλλοντος μιας θέσης συγκεντρώνονται πληροφορίες που αφορούν στις αλλαγές της γύρης της χλωρίδας την εποχή που μελετάται (Παλυνολογία),
για το οικοσύστημα και το μικροπεριβάλλον της θέσης μελετώνται οι σπόροι και οι καρποί που βρέθηκαν σ' αυτή (Παλαιοεθνο-βοτανολογία), για την ανασύσταση του ζωοπεριβάλλοντος μιας θέσης πληροφορίες παρέχουν τα οστά των ζώων που βρέθηκαν σ αυτή. Αλλά και ο προσδιορισμός της χλωρίδας της περιοχής βοηθά στον υποθετικό προσδιορισμό της πανίδας που συνοδεύει το συγκεκριμένο είδος βλάστησης.
Παλυνολογία
Ο πλέον διαδεδομένος τρόπος προσδιορισμού της χλωρίδας κατά τη διάρκεια της μετάβασης από την Πλειστόκαινο στην Ολόκαινο είναι η μελέτη της γύρης της χλωρίδας μιας ευρύτερης περιοχής που εναποτέθηκε και διασώθηκε σε κατάλληλες συνθήκες διατήρησης οργανικών υλών, συνήθως σε λίμνη ή έλος. Η επιστήμη λέγεται παλυνολογία (παλύνω: πασπαλίζω) και βασίζεται στην απόσπαση καρότων (πυρηνοληψία) από λιμναίες και ελώδεις αποθέσεις, στη μελέτη και αναγνώριση των κόκκων γύρης που εμπεριέχονται σ αυτά και στη σύνταξη διαγραμμάτων γύρης που πληροφορούν για τη χλωρίδα της ευρύτερης περιοχής σε μεγάλες χρονικές κλίμακες.
Τα παλυνολογικά συμπεράσματα που αφορούν στη χλωρίδα του Ελλαδικού χώρου στην ανώτερη Πλειστόκαινο προέρχονται από πυρηνοληψίες που έγιναν τα τελευταία 30 χρόνια στις περιοχές της Έδεσσας, των Φιλίππων, των Ιωαννίνων, της Χειμαδίτιδας, της Ξυνιάς και της Κωπαΐδας, ενώ αυτά που αφορούν στη χλωρίδα στις αρχές της Ολόκαινου προέρχονται επιπλέον από πυρήνες της Παραλίμνης Βοιωτίας, του Φράγχθι Ερμιονίδας και των Χανίων.
Κατά την εξαγωγή συμπερασμάτων χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, αφού οι πληροφορίες που μας παρέχουν οι πυρηνοληψίες αυτές αφορούν μόνο την ευρύτερη ζώνη των περιοχών από τις οποίες αποσπάσθηκαν και δεν μπορούν να γενικευθούν για όλο το Αιγαίο. Επιπλέον, οι αλλαγές της γύρης που καταγράφονται αφορούν περιοχές παρόμοιου υψόμετρου με εκείνο της θέσης από την οποία πάρθηκαν τα καρότα και γι αυτό δε θα πρέπει να θεωρείται ότι είναι αντιπροσωπευτικές χαμηλότερων υψομετρικά θέσεων.
Σπόροι - Καρποί - Οστά ζώων
Για τον προσδιορισμό της χλωρίδας και της πανίδας μιας αρχαιολογικής θέσης βασική πηγή αποτελούν οι σπόροι και το οστεολογικό υλικό που βρέθηκε σ αυτήν. Η συστηματική μελέτη των οργανικών αυτών καταλοίπων γίνεται τα τελευταία χρόνια από ειδικούς επιστήμονες (Παλαιοεθνοβοτανολογίας και Ζωοαρχαιολογίας) και έχει πλουτίσει τις γνώσεις μας σε σχέση με τη διατροφή του προϊστορικού ανθρώπου. Τα λείψανα φυτών που ανευρίσκονται στις ανασκαφές περιλαμβάνουν σπόρους, σταχίδια, λέπυρα και ραχίδια σε απανθρακωμένη μορφή που οφείλεται σε πυρκαγιά του χώρου που φυλάσσονταν (αποθηκευτικοί χώροι, φούρνοι).
Η μορφολογία των απανθρακωμένων σπόρων έχει μεταβληθεί σε αρκετό βαθμό (ελάττωση του μήκους και αύξηση του πλάτους και του πάχους τους), αλλά όχι τόσο που να είναι αδύνατη η αναγνώρισή τους. Η εύρεση των σπόρων επιτυγχάνεται με τη μέθοδο της επίπλευσης που μπορεί να περιγραφεί ως εξής: σε μία ειδική συσκευή (νεροκόσκινο) που περιέχει νερό, ρίχνουν χώμα που προέρχεται από αρχαιολογικό στρώμα και το αναταράσσουν. Τα ελαφρύτερα οργανικά κατάλοιπα που επιπλέουν στην επιφάνειά του (σπόροι, μικρά οστά, όστρεα), αλλά και τα βαρύτερα, μαζεύονται σε κόσκινα με τρύπες ανάλογης διαμέτρου ώστε να τα συγκρατήσουν.
Έτσι είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν στοιχεία που δε φαίνονται με γυμνό μάτι κατά τη διάρκεια της ανασκαφής. Οι σπόροι που συγκεντρώνονται με τη μέθοδο της επίπλευσης αποτελούν ένα αξιόπιστο δείγμα, χρήσιμο για την ανασύσταση της οικονομίας ενός οικισμού. Η αναγνώριση του είδους των προϊστορικών σπόρων γίνεται με μικροσκόπιο και βασίζεται στην αναλυτική καταγραφή όλων των λεπτομερειών της μορφολογίας τους και την προσεκτική σύγκρισή τους με σπόρους νωπών φυτών του ίδιου είδους.
Οι γνώσεις μας για την πανίδα μιας θέσης προέρχονται από τη μελέτη των οστών μικρών και μεγάλων ζώων. Η αναγνώριση ορισμένων μορφολογικών χαρακτηριστικών των οστών και των δοντιών των ζώων βοηθά στην αναγνώριση του είδους τους και παρέχει ασφαλείς ενδείξεις για την ανασύσταση της πανίδας της περιοχής.
Ανώτερη Πλειστόκαινος
Κατά την περίοδο της ακμής της τελευταίας Παγετώδους (Wuerm III, Late Glacial) επικρατούσαν συνθήκες ψυχρού κλίματος, με περιορισμένες βροχοπτώσεις. Η βλάστηση ήταν ανάλογη των συνθηκών αυτών ξηρασίας, ήταν δηλαδή βλάστηση τούνδρας - στέππας. Από παλυνολογικές μελέτες του S. Bottema και άλλων ερευνητών στον ελλαδικό χώρο γνωρίζουμε ότι στα χαμηλά επικρατούσε η Αρτεμισία, είδος αψιθιάς, τα Χηνοποδιίδη και η Εφέδρα, βλάστηση χαρακτηριστική συνθηκών στέππας. Στις ορεινές περιοχές, όπου υπήρχε μεγαλύτερη υγρασία, επικρατούσαν τα πεύκα και η βετούλα.
Παρομοίως και η πανίδα παρουσιάζει χαρακτηριστικά περιβάλλοντος στέππας. Στην Ήπειρο επικράτησαν οι ελαφίδες και οι καπρίνες (αίγαγρος, αγριόγιδο κ.ά.), ενώ παρόντες ήταν και οι ιππίδες, τα αρτιοδάκτυλα (άγριο βόδι, αγριόχοιρος), τα σαρκοβόρα, τα ερπετά και τα τρωκτικά. Στο σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας επικράτησε ο άγριος όνος και λιγότερο το κόκκινο ελάφι, ενώ στη Στερεά Ελλάδα συνευρίσκονταν το κόκκινο ελάφι, ο αίγαγρος και ο άγριος όνος.
Υπάρχουν ενδείξεις, τέλος, ότι σε κάποια σπήλαια γινόταν χρήση θαλάσσιων μαλακίων ως συμπλήρωμα της διατροφής (Φράγχθι: Patella και Monodonta, Πετράλωνα, Καστρίτσα, Κλειδί). Αν και αυτή είναι η γενική εικόνα που παρουσίαζε η Αιγαιακή χώρα κατά την τελευταία Παγετώδη, δε θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η χαρακτηριστική τοπογραφία της περιοχής, με τις ποικίλες υψομετρικές διαφορές και το πλούσιο γεωλογικό και υδρολογικό υπόβαθρο, ευνοούσε την ανάπτυξη μικροπεριβαλλόντων και ιδιαίτερων ενδιαιτημάτων (habitats) με εντόπια χαρακτηριστικά.
Την ύπαρξη τέτοιων μικροοικοσυστημάτων επιβεβαιώνουν παλαιοεθνολογικές και ζωοαρχαιολογικές μελέτες που αφορούν μεμονωμένες αρχαιολογικές θέσεις, όπως για παράδειγμα οι μελέτες της χλωρίδας και της πανίδας από τα σπήλαια και τις βραχοσκεπές της Ηπείρου (Καστρίτσα, Ασπροχάλικο, Κλειδί) καθώς και από το σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας, οι οποίες καταγράφουν τη χαρακτηριστική χλωρίδα και πανίδα της γύρω από την κάθε θέση περιοχής.
Ολόκαινος
Ήδη από την ύστερη φάση της τελευταίας Παγετώδους (Late Glacial 13.000 - 10.000 π.σ.), αλλά ιδιαίτερα από τις αρχές της Ολόκαινου και μετά (10.000 π.σ.), με την υποχώρηση των παγετώνων και την άνοδο της θερμοκρασίας, επικράτησε σταδιακά η δασώδης βλάστηση εις βάρος της βλάστησης τύπου στέππας. Η επέκταση των δασών ξεκίνησε στο βόρειο και τον κεντρικό Ελλαδικό χώρο περίπου το 11.000 π.σ. και ολοκληρώθηκε σταδιακά περίπου το 9000 π.σ. όπως μας πληροφορούν οι πυρηνοληψίες γύρης που συλλέχθηκαν από την Ήπειρο, το Βέρμιο και την περιοχή της Λαμίας.
Μεγάλες εκτάσεις γης σε υψόμετρο μικρότερο από 800 μέτρα καλύφθηκαν από ανοιχτά δάση φυλλοβόλων βαλανιδιών, ενώ στα μεγαλύτερα υψόμετρα (1000 - 1600 μέτρα) επικράτησαν πυκνά δάση κωνοφόρων. Μετά το 9000 π.σ. η βλάστηση παρουσίασε ακόμα μεγαλύτερη ποικιλία, αφού εμπλουτίστηκε με πληθώρα νέων ειδών βοτάνων και αγριόχορτων. Η πανίδα ανταποκρίθηκε στις νέες συνθήκες: έτσι επικράτησαν ζώα δασώδους βλάστησης, όπως το κόκκινο ελάφι και ο αγριόχοιρος, εις βάρος μεγαλύτερων ζώων, όπως ο άγριος όνος ή ο άγριος ταύρος.
Συνεχίζεται επίσης η χρήση χερσαίων και θαλάσσιων μαλακίων τόσο ως συμπλήρωμα της διατροφής όσο και για την κατασκευή κοσμημάτων (Σιδάρι Κέρκυρας, Γιούρα, Φράγχθι). Αυτή βέβαια είναι μόνο η γενική εικόνα που παρουσίαζαν η χλωρίδα και η πανίδα στον αιγαιακό χώρο την εποχή αυτή. Σε ένα τόσο πλούσιο γεωμορφολογικά και τοπογραφικά χώρο σαν το Αιγαίο είναι αναμενόμενο ότι θα υπήρχε μία μεγάλη ποικιλία βλάστησης και ιδιαίτερων ενδιαιτημάτων (habitats) με εντόπια χαρακτηριστικά, ανάλογα με τη θερμοκρασία και το έδαφος της κάθε περιοχής.
Την ύπαρξη τέτοιων μικροοικοσυστημάτων επιβεβαιώνουν παλαιοεθνολογικές και ζωοαρχαιολογικές μελέτες που αφορούν μεμονωμένες αρχαιολογικές θέσεις, όπως για παράδειγμα οι μελέτες της χλωρίδας και της πανίδας από το σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας, οι οποίες καταγράφουν τη χαρακτηριστική χλωρίδα και πανίδα της γύρω από τη θέση περιοχής σε χαμηλό υψόμετρο, προσθέτοντας νέα είδη βλάστησης (π.χ. αγριομυγδαλιές, αγριαμπελιές κ.ά.) στον ήδη υπάρχοντα κατάλογο των ειδών που μας παρέχουν οι πυρηνοληψίες γύρης από περιοχές με μεγάλο υψόμετρο.
Φράγχθι
Το σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας διασώζει μία καλά στρωματογραφημένη και χρονολογημένη διαδοχή, από την Ανώτερη Παλαιολιθική μέχρι και τη Νεολιθική εποχή, της οποίας έχουν μελετηθεί όλες οι παράμετροι (κατοίκηση, διατροφή, τεχνολογία, περιβάλλον). Γι αυτό και η θέση αυτή παρέχει τη μοναδική για τον ελλαδικό χώρο ευκαιρία προκειμένου να κατανοήσουμε πώς έγινε η μετάβαση από την τελευταία Παγετώδη στη Μεσοπαγετώδη στην περιοχή του Αιγαίου.
Η αναλυτική μελέτη των βοτανικών καταλοίπων από το σπήλαιο Φράγχθι έγινε από την παλαιοεθνοβοτανολόγο Julie Hansen. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας:
- Κατά την περίοδο της Παγετώδους (Ζώνη Ι, 25.000 - 17.000 π.σ.) η βλάστηση γύρω από το σπήλαιο είναι ποώδης, αντιπροσωπευτική συνθηκών στέππας (π.χ. λιθόσπερμο το κοινό κ.ά.), ενώ δεν υπάρχει δασώδης βλάστηση.
- Κατά το διάστημα της ύστερης Παγετώδους (Late Glacial, 13.000 - 11.000 π.σ., Ζώνη ΙΙ), όταν το κλίμα αρχίζει αισθητά να θερμαίνεται, παρατηρείται μία σημαντική αύξηση της δενδρώδους βλάστησης εις βάρος της στέππας. Για πρώτη φορά οι κάτοικοι του σπηλαίου συλλέγουν από το γύρω τους περιβάλλον και χρησιμοποιούν δημητριακά, όσπρια και καρπούς άγριας μορφής, όπως είναι το κριθάρι, η βρώμη αλλά και η φακή, η αγριομυγδαλία, ο σχίνος, η μελικουκιά και η αγριαμπελιά. Οι σπόροι που ανευρέθησαν στη φάση αυτή υποδηλώνουν μεγάλη ποικιλία βλάστησης και ενδιαιτημάτων στην περιοχή γύρω από το σπήλαιο.
- Όσο θερμαίνεται το κλίμα (Ζώνη ΙΙΙ, 9500 - 9000 π.σ.) η δενδρώδης βλάστηση υπερτερεί, αν και παραμένει δύσκολο να εκτιμηθεί η αναλογία δάσους - στέππας. Η συλλογή άγριας μορφής δημητριακών και οσπρίων επιτείνεται, γεγονός που υποδηλώνει εντατικότερη συλλογή και αποθήκευση άγριων σπόρων και καρπών από το κοντινό περιβάλλον. Τέλος, από την παρουσία οστών κόκκινου ελαφιού και αγριόχοιρου στη ζώνη αυτή, συμπεραίνεται ότι τα υψηλότερα σημεία ήταν καλυμμένα με αραιούς δενδρώνες από δρυς, ενώ γύρω από τη σπηλιά κυριαρχούσαν σχίνοι, αγριαμυγδαλιές ανάμεικτα με ποώδη και άγρια δημητριακά.
Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Οι δραματικές αλλαγές του τοπίου στα τέλη της Πλειστόκαινου είχαν μεγάλες επιπτώσεις στις συνθήκες διαβίωσης και στους τρόπους επικοινωνίας των παλαιολιθικών κυνηγών - συλλεκτών. Η καταβύθιση των παράλιων πεδινών εκτάσεων και ο χωρισμός μεγάλων χερσονήσων σε μικρότερες νησίδες που ακολούθησε την άνοδο της θερμοκρασίας κατά την ύστερη ανώτερη Πλειστόκαινο δημιούργησαν ένα μεγάλο κενό όσον αφορά την εξασφάλιση των φυσικών πόρων (χλωρίδα, πανίδα) που παρείχαν οι περιοχές αυτές, ένα κενό που έπρεπε να αναπληρωθεί.
Υπό την πίεση των νέων συνθηκών, οι κυνηγοί - τροφοσυλλέκτες προχώρησαν σε μία πιο εντατική εκμετάλλευση του φυσικού περίγυρου των σπηλαίων - καταυλισμών τους, συλλέγοντας καρπούς και αλιεύοντας μεγάλη ποικιλία ψαριών από τις ακτές. Παράλληλα, πολλοί από αυτούς αναζήτησαν νέους πόλους οικονομικής εκμετάλλευσης στο θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Μόνο που τώρα, ο διαμελισμός της ξηράς και η εμφάνιση εκατοντάδων μικρών αυτόνομων νησίδων απαιτούσε άρτια μέσα ναυσιπλοΐας και μεγαλύτερη εμπειρία και γνώση που αφορούσε τόσο τα θαλάσσια περάσματα όσο και το ταξίδι σε ανοιχτή θάλασσα (π.χ. θαλάσσια ρεύματα, αστερισμοί κατά τη διάρκεια της νύχτας κ.ά.).
Η στροφή αυτή σε εντατικότερη εκμετάλλευση μικροοικοσυστημάτων με άξονες την τροφοσυλλογή και το ψάρεμα άλλαξε τις στρατηγικές διαβίωσης των κυνηγών, περιορίζοντας τη συστηματική περιοδικότητα των μετακινήσεων μεταξύ ορεινών και πεδινών και επιτρέποντας μία μονιμότερου χαρακτήρα εγκατάσταση στα σπήλαια - καταυλισμούς, έστω και σε εποχική βάση. Οδήγησε επίσης στην εξερεύνηση νέων κυρίως θαλάσσιων χώρων με σκοπό τη διεύρυνση του ζωτικού προς εκμετάλλευση χώρου ή σε κάποιες περιπτώσεις και την εποχική ή μη εγκατάσταση.
Ανώτερη Πλειστόκαινος
Κατά την τελευταία Παγετώδη φάση (Ανώτερη Πλειστόκαινος, 18.000 π.σ.), οι κυνηγετικές και συλλεκτικές (καρποσυλλογή, αλιεία κ.ά.) δραστηριότητες λάμβαναν χώρα κυρίως στις εκτενείς πεδινές παράκτιες εκτάσεις, στις οποίες κατέληγε η ηπειρωτική χώρα. Οι πεδιάδες αυτές συνιστούσαν σημαντικούς βιότοπους (π.χ. άγριοι καρποί, πηγές νερού) και πόλο έλξης αγελών ζώων (π.χ. ελάφια, άγριος όνος κ.ά.).
Μετά την τελευταία Παγετώδη και κατά το διάστημα της υποχώρησης των παγετώνων (Late Glacial, 13.000 - 10.000 π.σ.), λόγω της τήξης των παγετώνων και της ανόδου της θαλάσσιας στάθμης πολλές από αυτές τις πεδιάδες βυθίστηκαν σταδιακά, αναγκάζοντας τους κυνηγούς να στραφούν σε νέους τρόπους εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων του περιβάλλοντος. Αλλού, όπως στην Ήπειρο, η σταδιακή υποχώρηση των πάγων επέτρεψε στους κυνηγούς να εξερευνήσουν την ορεινή ενδοχώρα και να εκμεταλλευτούν με συστηματικό τρόπο οικοσυστήματα που δεν είχαν ερευνηθεί στο παρελθόν λόγω των παγετώνων.
Οι στρατηγικές που χρησιμοποιήθηκαν κάθε φορά ποικίλλουν ανά περιοχή, προσαρμοσμένες στην ιδιαιτερότητα του αναγλύφου της εκάστοτε περιοχής. Έτσι, στην Ήπειρο, μετά το 16.000 π.σ., οι κυνηγοί επισκέφτηκαν για πρώτη φορά με συστηματικό τρόπο την ορεινή ενδοχώρα και χρησιμοποίησαν βραχοσκεπές της περιοχής (π.χ. Κλειδί, Καστρίτσα) ως εποχικούς καταυλισμούς (θερινούς) και ως ορμητήρια για το κυνήγι ζώων με μεταναστευτική συμπεριφορά (π.χ. ελάφια).
Εκμεταλλευόμενοι τις εποχικές μετακινήσεις των θηραμάτων τους και τις ιδιαιτερότητες της εντόπιας τοπογραφίας, ανέπτυξαν ένα σύστημα περιοδικά οργανωμένων μετακινήσεων από τις πεδινές παράκτιες περιοχές προς την ορεινή ενδοχώρα και αντίστροφα, με σκοπό να αυξήσουν την αποδοτικότητα των κυνηγετικών τους δραστηριοτήτων. Αντίθετα, έδειξαν πολύ μικρό ενδιαφέρον για την τροφοσυλλογή, όπως μαρτυρά η απουσία σπόρων από τα ανασκαμμένα τμήματα των βραχοσκεπών της περιοχής (π.χ. Κλειδί).
Στη Θεσσαλία, λόγω διαφορετικής τοπογραφίας (πεδινό ανάγλυφο) οι κυνηγοί χρησιμοποίησαν το σπήλαιο της Θεόπετρας ως ορμητήριο για την εκμετάλλευση της ευρύτερης περιφέρειας του σπηλαίου, όπως δείχνει η συγκέντρωση σπόρων και καρπών αλλά και η παρουσία μικροπανίδας. Η εύρεση λίθινων εργαλείων της ίδιας περιόδου κατά μήκος της όχθης του Πηνειού από τους Milojcic, Θεοχάρη και Runnels στις δεκαετίες 1950 - 1990 είναι πιθανώς ένδειξη κυνηγετικών δραστηριοτήτων κατά μήκος της πιο βασικής πηγής νερού στο θεσσαλικό κάμπο, του Πηνειού, με σκοπό την εξασφάλιση θηραμάτων (ελαφίδες, ιππίδες κ.ά.) κατά τη διέλευσή τους από εκεί προκειμένου να προμηθευτούν νερό.
Για την περιοχή της Αργολίδας στην Πελοπόννησο έχουμε μία πιο σαφή εικόνα των αλλαγών του τρόπου διαβίωσης κατά τη μεταβατική αυτή φάση, λόγω των αποτελεσμάτων της ανασκαφής του σπηλαίου Φράγχθι στην Ερμιονίδα, που σώζει στρώματα διαδοχικής κατοίκησης από την τελευταία Παγετώδη μέχρι και την εποχή της συστηματοποίησης της γεωργίας τη Νεολιθική εποχή. Έτσι, μας είναι γνωστό ότι κατά την τελευταία Παγετώδη (~18.000 π.σ.), η θαλάσσια στάθμη στην περιοχή της Ερμιονίδας βρισκόταν έως και 120 μέτρα κάτω από τη σημερινή.
Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ένωση των σημερινών νησιών Σπετσών, Ύδρας και Δοκού με την Αργολίδα και την εμφάνιση εκτενών πεδινών εκτάσεων περιμετρικά της Αργολικής χερσονήσου που συνέδεαν τα σημερινά Μέθανα με την Αττική. Οι εκτάσεις αυτές αποτέλεσαν σημαντικούς βιότοπους κατά την περίοδο των παγετώνων, αφού οι πηγές νερού που βρίσκονταν σ αυτές λειτουργούσαν ως πόλοι έλξης αγέλων άγριων ζώων, όπως του άγριου ταύρου και του άγριου όνου.
Οι κυνηγοί χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριό τους τα σπήλαια Φράγχθι και Κεφαλάρι, που βρίσκονταν στην περιφέρεια των εκτάσεων αυτών (π.χ. το σπήλαιο Φράγχθι βρισκόταν τότε σε απόσταση 6 χιλιομέτρων από την ακτή), με σκοπό την εξόντωση των θηραμάτων τους (π.χ. άγριος όνος, άγριος ταύρος) και τη μεταφορά τους στους καταυλισμούς αυτούς για περαιτέρω επεξεργασία (τροφή αλλά και επεξεργασία οστών για εργαλεία). Δε γνωρίζουμε αν οι κυνηγοί μετακινούνταν σε περιοδική βάση στα ορεινά, δεδομένου ότι δεν έχουν βρεθεί ακόμα ενδείξεις που να υποδεικνύουν μία συστηματική εποχική μετακίνηση από και προς την ορεινή ενδοχώρα.
Πάντως η παρουσία καταυλισμών κατά μήκος μιας σημαντικής οδού επικοινωνίας μεταξύ της πεδιάδας της Αργολίδας και της λεκάνης της Πρόσυμνας (π.χ. οι βραχοσκεπές στο φαράγγι της Κλεισούρας) δείχνει πως και εδώ οι μετακινήσεις των κυνηγών γίνονταν στο πλαίσιο μιας προσπάθειας διεύρυνσης των ζωνών εκμετάλλευσης με σκοπό την εξασφάλιση τροφής. Και εδώ, όπως στην Ήπειρο, απουσιάζουν οι ενδείξεις εκείνες που να βεβαιώνουν ότι οι κυνηγοί επιδίδονταν σε συλλογή καρπών από τη γύρω περιοχή.
Στο διάστημα που ακολουθεί την εποχή της υποχώρησης των πάγων (13.000-10.000 π.σ.), η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης στην περιοχή οδήγησε στο διαχωρισμό της Ύδρας από την ηπειρωτική Αργολίδα και τη σταδιακή βύθιση των πεδινών εκτάσεων της περιοχής του Σαρωνικού. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μειώθηκε σημαντικά η απόσταση του σπηλαίου Φράγχθι από τη θάλασσα. Η συρρίκνωση των πεδινών αυτών βιότοπων και η απώλεια των θηραμάτων που διαβίωναν σ αυτούς έστρεψε τους κυνηγούς στην τροφοσυλλογή και την αλιεία.
Παράλληλα συνεχίστηκε και το κυνήγι ζώων με μεταναστευτική συμπεριφορά, όπως του κόκκινου ελαφιού, η πυκνότητα των οστών του οποίου στο Φράγχθι δείχνει μία σαφή προτίμηση των κυνηγών σ αυτό εις βάρος των ιππίδων.
Ήπειρος
Η Ήπειρος αποτελεί την πιο συστηματικά ερευνημένη περιοχή του ελλαδικού χώρου, δεδομένου ότι ένας σημαντικός αριθμός σπηλαίων και βραχοσκεπών με παλαιολιθική κατοίκηση έχει ανακαλυφθεί και ανασκαφεί τα τελευταία χρόνια στην περιοχή αυτή. Τις έρευνες ξεκίνησε ο Higgs από το Πανεπιστήμιο του Cambridge, τη δεκαετία του 1960, όταν έσκαψε το σπήλαιο της Καστρίτσας και τη βραχοσκεπή του Ασπροχάλικου.
Επανεξέταση της στρωματογραφίας αλλά και εξέταση του παλαιοζωολογικού υλικού και της λιθοτεχνίας από τις δύο αυτές θέσεις επιχειρήθηκε από τον Bailey και την ομάδα του, τη δεκαετία του 1980, οπότε και τέθηκαν πολλά από τα συμπεράσματα του Higgs υπό αμφισβήτηση. Η ίδια ομάδα ανέσκαψε τη βραχοσκεπή Κλειδί, στις όχθες του ποταμού Βοϊδομάτη (1985 - 1988) καθώς και το γειτονικό σπήλαιο του Μεγαλάκκου. Στην Ήπειρο επίσης ανασκάπτεται από το 1993 η βραχοσκεπή Μποΐλα, στο στόμιο της κοιλάδας του Βοϊδομάτη υπό την αιγίδα της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας.
Σχετικά με τα ευρήματα και τη λειτουργία των θέσεων αυτών:
- Το σπήλαιο Καστρίτσα και η Βραχοσκεπή Κλειδί περιείχαν επιχώσεις με ευρήματα που χρονολογούνται στα τέλη της Ανώτερης Παλαιολιθικής. Και οι δύο αυτές θέσεις βρίσκονται σε ορεινές τοποθεσίες και πιθανότατα αποτελούσαν θερινούς σταθμούς κατά τη μετακίνηση των κυνηγών στην ενδοχώρα της Ηπείρου από το 16.000 π.σ. και μετά. Το σπήλαιο Καστρίτσα (~20.200 - 13.400 π.σ.) εξυπηρετούσε το κυνήγι των ελαφίδων (77%), ενώ το Κλειδί ήταν η βάση δραστηριοτήτων που αφορούσαν κυρίως το κυνήγι καπρίνων (αίγαγρος, αγριόγιδο), χωρίς αυτό να αποκλείει και το κυνήγι άλλων ζώων στις γύρω περιοχές, όπως ιππίδων, άγριων μορφών βοδιού και χοίρου (Καστρίτσα) αλλά και σαρκοφάγων.
- Η λειτουργία της βραχοσκεπής Μποΐλα διαφοροποιείται, αφού σύμφωνα με τους ανασκαφείς της θέσης αυτής βρισκόταν σε κομβικό σημείο επαφής δύο διαφορετικών οικοσυστημάτων, της ορεινής περιοχής της Τύμφης και της ημιπεδινής περιοχής της Κόνιτσας. Έτσι, η Μποΐλα χρησίμευσε ως πέρασμα από τα πεδινά προς τα ορεινά και αντίστροφα, όπως φαίνεται και από τα ευρήματα -πρώτες ύλες και είδη διατροφής- που βρέθηκαν και που προέρχονται τόσο από το άμεσο περιβάλλον (πυριτόλιθος, οστά και οστέινα εργαλεία από καπρίνες, οστά ψαριών που αλιεύονταν από το Βοϊδομάτη) όσο και από τον ευρύτερο φυσικό χώρο (οστά ελαφιών, πυριτόλιθοι αλλογενούς προέλευσης, θαλάσσια όστρεα).
Θεσσαλία
Στη Θεσσαλία, χρονολογημένα στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής ήρθαν στο φως από τις ανασκαφές στο σπήλαιο της Θεόπετρας, που γίνονται από το 1987 υπό τη διεύθυνση της Ν. Κυπαρίσση - Αποστολίκα και υπό την αιγίδα της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας - Σπηλαιολογίας. Τα στρώματα αυτά, πάχους 70 εκ., χρονολογήθηκαν με βάση τους άνθρακες που περιείχαν στα τέλη της Ανώτερης Παλαιολιθικής (π.χ. μία χρονολόγηση κυμαίνεται μεταξύ 13.099 - 12.440 π.Χ.). Περιείχαν εργαλεία, μάζες άψητου πηλού αλλά και ένα σκελετό ηλικίας 14.620 - 14.380 π.Χ., που ανήκε σε ενήλικα ανδρικού φύλου.
Στη Θεόπετρα, όπως δείχνουν τα οστεολογικά και βοτανικά κατάλοιπα, οι κυνηγοί επιδίδονταν στο κυνήγι άγριων αιγοπροβάτων, χοίρων, λαγών κ.ά., ενώ παράλληλα συνέλεγαν άγριους καρπούς και αγριόχορτα (φακή, λαθούρι, λιθόσπερμο, βελανίδια, παπαρούνα κ.ά.) από τη γύρω περιοχή. Η σημασία της Θεόπετρας είναι μεγάλη, δεδομένου ότι και το σπήλαιο αυτό, όπως και το σπήλαιο Φράγχθι στην Αργολίδα, διασώζει στρώματα που ανήκουν στη μετάβαση από την Ανώτερη Παλαιολιθική (ανώτερη Πλειστόκαινος) στη Μεσολιθική (Ολόκαινος) και τη Νεολιθική.
Δεδομένου δε ότι η Θεσσαλική πεδιάδα υπήρξε ο κατεξοχήν χώρος εγκατάστασης των πρώτων γεωργών στο Αιγαίο κατά τη Νεολιθική εποχή, η μελέτη των ευρημάτων του σπηλαίου που ανήκουν στη φάση της μετάβασης αναμένεται να διαφωτίσει το κυρίαρχο σήμερα ερώτημα της προέλευσης της γεωργίας και της εξημέρωσης ζώων και φυτών στην περιοχή (αλλογενής ή αυτόχθονος) στις αρχές της Νεολιθικής.
Φράγχθι
Το σπήλαιο Φράγχθι στην περιοχή Ερμιονίδα της Αργολίδας διασώζει μία καλά στρωματογραφημένη και χρονολογημένη διαδοχή από την Ανώτερη Παλαιολιθική μέχρι και τη Νεολιθική εποχή (με εξαίρεση κάποιων σημαντικών κενών όπως μεταξύ 18.000 - 13.000 π.σ.), της οποίας έχουν μελετηθεί όλες οι παράμετροι (εγκατάσταση, διατροφή, τεχνολογία, περιβάλλον). Γι αυτό και η θέση αυτή παρέχει τη μοναδική για τον Ελλαδικό χώρο ευκαιρία προκειμένου να κατανοήσουμε πώς έγινε η μετάβαση από την τελευταία Παγετώδη στη Μεσοπαγετώδη στην περιοχή του Αιγαίου.
Η ανασκαφή του σπηλαίου έγινε στο διάστημα 1967 - 1974 υπό τη διεύθυνση του καθηγητή T. Jacobsen και την υποστήριξη των πανεπιστημίων Pennsylvania, Indiana και της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών. Ακολούθησε μία συστηματική επιφανειακή έρευνα στη νότια Αργολίδα υπό τη διεύθυνση των M. Jameson, T. van Andel και C. Runnels (the Southern Αrgolid Project, 1979 - 1983), με σκοπό τη διερεύνηση της γεωμορφολογίας της περιοχής και των βυθισμένων εκτάσεων.
Η μελέτη των ευρημάτων του σπηλαίου που χρονολογούνται στην Παλαιολιθική εποχή (λίθινα εργαλεία από οψιανό, οστά ζώων, σπόροι, θαλάσσια όστρεα κ.ά.) συνεχίζεται μέχρι σήμερα από μία πλειάδα ερευνητών διάφορων ειδικοτήτων.
Ολόκαινος (Μεσολιθική)
Τα κλιματικά και γεωμορφολογικά φαινόμενα που επέφεραν αλλαγές στα τέλη της Πλειστόκαινου συνεχίστηκαν και ολοκληρώθηκαν στη διάρκεια της επόμενης περιόδου, της Μεσολιθικής (10.000 - 7000 π.σ.). Κατά την περίοδο αυτή το κλίμα έγινε θερμότερο και η θαλάσσια στάθμη ανέβηκε έως και τα 35 μέτρα από το σημερινό επίπεδο, οπότε και σταθεροποιήθηκε με μικρές αλλαγές μέχρι σήμερα. Την ίδια περίοδο, ολοκληρώθηκε η καταβύθιση των πεδινών εκτάσεων στις οποίες κατέληγε σε πολλά σημεία η ηπειρωτική χώρα και ο διαμελισμός της ξηράς σε μικρότερες νησίδες.
Οι νέες αυτές συνθήκες επέφεραν αλλαγές στη σύσταση της χλωρίδας και της πανίδας: αυξήθηκε η δασώδης και η δενδρώδης βλάστηση, περιορίστηκαν τα μεγάλα θηράματα και επικράτησαν ζώα μικρότερου μεγέθους πρόσφορα για κυνήγι (π.χ. κόκκινο ελάφι, αγριόχοιρος). Οι κυνηγοί - συλλέκτες της εποχής αναζήτησαν εναλλακτικούς πόρους τροφής στα νέα οικοσυστήματα που προέκυψαν από την αναδιάρθρωση του φυσικού χώρου. Έτσι, εκτός από το κυνήγι μικρών ζώων, στράφηκαν στην καρποσυλλογή και την αλιεία.
Στα σπήλαια Θεόπετρα της Θεσσαλίας αλλά και Φράγχθι της Ερμιονίδας συναντούμε όλες τις ενδείξεις που επιτρέπουν να συμπεράνουμε με ασφάλεια ότι εξακολουθεί το κυνήγι μικρότερων ζώων (ελαφιών, αγριόχοιρων, αγριόγιδων), ενώ γίνεται συστηματική η συλλογή άγριας μορφής σιτηρών, οσπρίων και καρπών. Παράλληλα, σε σπήλαια που βρίσκονται στην ακτή (Φράγχθι Ερμιονίδας, σπήλαιο Κύκλωπα Γιούρων στις Bόρειες Σποράδες) ή σε παραθαλάσσιες θέσεις υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η αλιεία και η συλλογή όστρεων και σαλιγκαριών αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα. Έτσι, γνωστοί ψαρότοποι του Αιγαίου έγιναν νέοι πόλοι έλξης πληθυσμών που μετακινούνταν στο πλαίσιο διεύρυνσης του ζωτικού προς εκμετάλλευση χώρου.
Θεόπετρα
Στη Θεσσαλία, χρονολογημένα στρώματα της Μεσολιθικής ήρθαν στο φως από τις ανασκαφές στο σπήλαιο της Θεόπετρας, που γίνονται από το 1987. Τα στρώματα αυτά, πάχους 80-90 εκ., χρονολογήθηκαν με βάση τους άνθρακες που περιείχαν στη Μεσολιθική εποχή. Περιείχαν εργαλεία, οστά ζώων, βοτανικά κατάλοιπα αλλά και μία ανθρώπινη ταφή, ηλικίας 7050 - 7010 π.Χ., που ανήκε σε γυναίκα 18 - 20 ετών. Στη Θεόπετρα, όπως δείχνουν τα οστεολογικά και βοτανικά κατάλοιπα, οι κυνηγοί επιδίδονταν στο κυνήγι άγριων αιγοπροβάτων, βοοειδών, ελαφιών αλλά και μικροπανίδας, ενώ παράλληλα συνέλεγαν άγριους καρπούς και χόρτα (π.χ. άγριο κριθάρι και φακή, λιθόσπερμο κ.ά.) από τη γύρω περιοχή.
Η σημασία της Θεόπετρας είναι μεγάλη, δεδομένου ότι και το σπήλαιο αυτό, όπως και το σπήλαιο Φράγχθι στην Ερμιονίδα, διασώζει στρώματα που ανήκουν στη μετάβαση από την Ανώτερη Παλαιολιθική (ανώτερη Πλειστόκαινος) στη Μεσολιθική (Ολόκαινο) και τη Νεολιθική. Δεδομένου δε ότι η θεσσαλική πεδιάδα υπήρξε ο κατεξοχήν χώρος εγκατάστασης των πρώτων γεωργών στο Αιγαίο κατά τη Νεολιθική εποχή, η μελέτη των ευρημάτων του σπηλαίου που ανήκουν στη φάση της μετάβασης αναμένεται να διαφωτίσει το κυρίαρχο σήμερα ερώτημα της προέλευσης της γεωργίας και της εξημέρωσης ζώων και φυτών στην περιοχή (αλλογενής ή αυτόχθονος) στις αρχές της Νεολιθικής.
Βόρειες Σποράδες
Αν και ίχνη ανθρώπινης παρουσίας όχι εγκατάστασης, κατά την Παλαιολιθική περίοδο εντοπίστηκαν πρόσφατα στις Βόρειες Σποράδες, η παρουσία του ανθρώπου κατά την επόμενη περίοδο, τη Μεσολιθική, χρήζει ιδιαίτερης μνείας αφού φανερώνει συστηματική ενασχόληση των πληθυσμών που κινούνται σ αυτήν την περιοχή με την αλιεία. Η πρόσφατη ανασκαφή που έγινε στο σπήλαιο του Κύκλωπα, στη νότια πλευρά του νησιού Γιούρα, 20 μίλια ΒΑ της Αλοννήσου, υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του θαλάσσιου αυτού χώρου για τους Μεσολιθικούς πληθυσμούς αλλά και την ανάπτυξη των αλιευτικών και ναυσιπλοϊκών μεθόδων της εποχής.
Το σπήλαιο, που βρίσκεται σε υψόμετρο 150 μέτρα, σώζει ίχνη εποχικής μάλλον εγκατάστασης κατά τη Μεσολιθική (~6445 - 6375 π.Χ.) και τη Νεολιθική εποχή. Τα Μεσολιθικά στρώματα περιείχαν μεγάλες ποσότητες οστών ψαριών και ζώων, όστρεων και σαλιγκαριών, ενώ σε ένα σημείο του σπηλαίου απέδωσαν ένα μοναδικό στο είδος και τον αριθμό σύνολο οστέινων αγκιστριών καθώς και σημαντικές ποσότητες οστέινων και πυριτολιθικών εργαλείων.
Κατά τον ανασκαφέα, η έντονη αλιευτική δραστηριότητα μαρτυρεί τη σπουδαιότητα του χώρου των βόρειων Σποράδων για τη μετακίνηση πληθυσμών, πιθανότατα ομάδων εξειδικευμένων ψαράδων που είχαν ως ορμητήριό τους μεγαλύτερα νησιά ή την ηπειρωτική χώρα και επισκέπτονταν τους ψαρότοπους του ΒΑ Αιγαίου σε εποχική βάση. Κατά μία άποψη, το εποχικό πέρασμα μεγάλων ψαριών, όπως του τόνου, από την περιοχή προσέλκυσε την ανθρώπινη παρουσία στα Γιούρα.
Το σύνολο των αγκιστριών πάντως σε συνδυασμό με την ποσότητα των οστών ψαριών δείχνει συστηματική ενασχόληση με την αλιεία και όχι μεμονωμένες προσπάθειες. Από την άλλη, και μόνο η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή αυτή καταδεικνύει κάποια σημαντική πρόοδο στα μέσα ναυσιπλοΐας. Ας μην ξεχνάμε ότι με τη σταδιακή άνοδο της θαλάσσιας στάθμης, από τα τέλη ήδη της Παλαιολιθικής, οι λωρίδες γης που ένωναν τις νησίδες αυτές είχαν ήδη καταβυθιστεί, με αποτέλεσμα να μεγαλώσει σημαντικά η θαλάσσια απόσταση μεταξύ τους.
Είναι σαφές ότι, υπό τις νέες συνθήκες, οι Μεσολιθικοί πληθυσμοί έπρεπε να κατέχουν μεγαλύτερη εμπειρία και γνώση για το πώς θα φέρουν εις πέρας ταξίδια στην ανοιχτή θάλασσα σε σχέση με τους κυνηγούς της Παλαιολιθικής που έφταναν στα σημερινά νησιά διασχίζοντας μεγάλα τμήματα ξηράς και πολλές φορές χωρίς ναυσιπλοϊκά μέσα. Για παράδειγμα, τα νησιά Σκιάθος, Σκόπελος και Αλόννησος ήταν ενωμένα με τη Θεσσαλία και τη βόρεια Εύβοια, σχηματίζοντας μία μεγάλη χερσόνησο κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική, ενώ δεν αποκλείεται το νησί Γιούρα να συνδεόταν διαμέσου ενός πορθμού με το νησί της Κυρά Παναγιάς.
Φράγχθι
Το σπήλαιο Φράγχθι στην περιοχή Ερμιονίδα της Αργολίδας διασώζει μία καλά στρωματογραφημένη και χρονολογημένη διαδοχή, από την Ανώτερη Παλαιολιθική μέχρι και τη Νεολιθική εποχή (με εξαίρεση κάποιων σημαντικών κενών όπως μεταξύ 18.000 - 13.000 π.σ.), της οποίας έχουν μελετηθεί όλες οι παράμετροι (κατοίκηση, διατροφή, τεχνολογία, περιβάλλον). Γι αυτό και η θέση αυτή παρέχει τη μοναδική για τον ελλαδικό χώρο ευκαιρία προκειμένου να κατανοήσουμε πώς έγινε η μετάβαση από την τελευταία Παγετώδη στη Μεσοπαγετώδη στην περιοχή του Αιγαίου.
Στο σπήλαιο Φράγχθι παρατηρείται η απουσία κατοίκησης για περίπου 300 - 600 χρόνια μετά το τέλος της Παλαιολιθικής. Ακολουθούν δύο φάσεις μεσολιθικής κατοίκησης: η φάση της Kατώτερης Μεσολιθικής (9500 - 9000 π.σ.) και η φάση της Aνώτερης Μεσολιθικής (9000 - 8000 π.σ.), ενώ μία τρίτη φάση (Τελική Μεσολιθική), όπως προέκυψε από τη μελέτη της λιθοτεχνίας. Η μελέτη των ευρημάτων του σπηλαίου που χρονολογούνται στη Μεσολιθική εποχή (σπόροι - οστά ζώων, λίθινα εργαλεία από οψιανό, θαλάσσια όστρεα κ.ά.) συνεχίζεται μέχρι σήμερα από μία πλειάδα ερευνητών διάφορων ειδικοτήτων.
Μετακινήσεις
Σε έναν κόσμο διαμελισμένο, όπως αυτόν του Αιγαίου στις αρχές της Ολόκαινου, δύσκολα θα περίμενε κανείς να διαπιστώσει την ύπαρξη θαλάσσιων μετακινήσεων. Πολύ περισσότερο μάλιστα που σ αυτήν την περίοδο τα μέσα ναυσιπλοΐας ήταν πενιχρά (ίσως περιορίζονταν σε κάποια πλοιάρια τύπου παπυρέλλας από καλάμια ή κορμό δένδρου) και οι συνθήκες κατά τη διάρκεια των ταξιδιών ανοιχτής θάλασσας ιδιαίτερα δύσκολες.
Οι ενδείξεις όμως για ανθρώπινη παρουσία σε απομακρυσμένα ακόμα και σήμερα νησιά, όπως τα Γιούρα των βόρειων Σποράδων, αλλά και για τη χρήση πρώτων υλών με προέλευση κυκλαδική ή σαρωνική (οψιανός, ανδεσίτης) δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την ύπαρξη αλλά και τη συχνότητα αυτών των μετακινήσεων κατά τη Μεσολιθική περίοδο.
Ανώτερη Πλειστόκαινος
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας Παγετώδους (18.000 π.σ.) η στάθμη της θάλασσας στα παράλια του Αιγαίου κατέβηκε μέχρι και 120 μέτρα, φανερώνοντας μεγάλες λωρίδες ξηράς στα παράλια της ηπειρωτικής χώρας ή ανάμεσα σε νησιά. Έτσι, πολλά νησιά που σήμερα βρίσκονται αποκομμένα από τη θάλασσα βρέθηκαν ενωμένα μεταξύ τους σε ενιαίες χερσονήσους ή αποτέλεσαν προέκταση της ξηράς. Η ηπειρωτική Αργολίδα, για παράδειγμα, ήταν ενωμένη με τα νησιά Σπέτσες, Δοκό και Ύδρα, ενώ τα Μέθανα με την Αττική.
Πολλά σημερινά νησιά των Κυκλάδων συναποτελούσαν μία ενιαία νήσο, ενώ ενωμένο ήταν και το βόρειο τμήμα της Εύβοιας με τη Θεσσαλία, που μαζί με τα μεγάλα νησιά των βόρειων Σποράδων, Σκιάθο, Σκόπελο και Αλόννησo, σχημάτιζε μία ενιαία χερσόνησο. Υπό αυτές τις συνθήκες, η εύρεση σποραδικών παλαιολιθικών εργαλείων αυτής της περιόδου σε νησιά του βόρειου Αιγαίου δικαιολογείται ως αποτέλεσμα μετακινήσεων ομάδων κυνηγών - συλλεκτών προς τις παράκτιες περιοχές της ηπειρωτικής χώρας διαμέσου ξηράς, με σκοπό το κυνήγι θηραμάτων που κατέφευγαν σ αυτές αλλά και την προμήθεια νέων πρώτων υλών (π.χ. πηγές πυριτόλιθου κατάλληλου για τη λάξευση εργαλείων).
Εκείνο που ξαφνιάζει όμως είναι ο εντοπισμός επιφανειακών ευρημάτων της ίδιας περιόδου σε νησιά που βρίσκονταν ακόμα και τότε αποκομμένα (π.χ. το νησί Γράμιζα, μεταξύ Γιούρων και Κυρά Παναγιάς στις βόρειες Σποράδες) ή συνδέονταν μεταξύ τους διαμέσου χερσαίων πορθμών (π.χ. Γιούρα και Κυρά Παναγιά). Είναι φανερό πως για τους κυνηγούς της Ύστερης Παλαιολιθικής η εξερεύνηση τέτοιων περιοχών ήταν εφικτή μέσω θαλάσσιων περασμάτων και δεν απαιτούσε ιδιαίτερα ανεπτυγμένα μέσα ναυσιπλοΐας.
Η Μήλος, για παράδειγμα, θα ήταν προσβάσιμη από την Αττική μέσω μικρών περασμάτων, έκτασης 2 - 5 χλμ. διαμέσου της Άνδρου και της Σίφνου, από τα οποία μάλιστα θα ήταν ορατή κατά την ώρα του ταξιδιού. Ίσως σε ένα από αυτά τα εξερευνητικά ταξίδια των κυνηγών να έγινε και η ανακάλυψη του οψιανού, πρώτης ύλης ηφαιστιογενούς προέλευσης που βρέθηκε σε χρήση στο σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας από τα τέλη της Παλαιολιθικής για την κατασκευή λίθινων εργαλείων.
Είναι βέβαιο πάντως ότι τέτοιου είδους μετακινήσεις απαιτούσαν στοιχειώδη ναυσιπλοϊκή υποδομή (πλοιάρια από καλάμια ή κορμό δένδρου) καθώς και γνώσεις γύρω από τα θαλάσσια ρεύματα, τις καιρικές συνθήκες αλλά και τον προσανατολισμό μέσω αστρικών σημείων.
Ολόκαινος (Mεσολιθική)
Αν η εύρεση παλαιολιθικών λίθινων εργαλείων σε νησιά των βόρειων Σποράδων και αλλού μας ξαφνιάζει, ο εντοπισμός στρωματογραφημένων εργαλειακών συνόλων σε απόμακρα νησιά (π.χ. Γιούρα) κατά την επόμενη περίοδο, τη Μεσολιθική, μας εντυπωσιάζει. Σε μία εποχή που ο διαχωρισμός των νησιών είχε ήδη συντελεστεί και οι αποστάσεις μεταξύ τους είχαν μεγαλώσει οι επισκέψεις των νησιών αυτών από ανθρώπινες ομάδες σε συστηματική βάση (ίσως εποχική) απαιτούσαν προετοιμασία και εμπειρία, δεδομένου ότι η πρόσβαση σ αυτά ήταν εφικτή μόνο με ταξίδι ανοιχτής θάλασσας.
Ο σκοπός των μετακινήσεων αυτών δεν ήταν πάντα ο ίδιος. Τα κίνητρα τέτοιων ταξιδίων ήταν τριών ειδών:
- Εξερευνητικά, με σκοπό την ανακάλυψη νέων ζωτικών χώρων προς εκμετάλλευση και ίσως, όποτε οι συνθήκες το επέτρεπαν, περιοδική εγκατάσταση.
- Τροφοσυλλεκτικά, με σκοπό την αλιεία ιχθύων βαθιών νερών αλλά και εποχικών κοπαδιών ψαριών και
- Προμηθευτικά, με σκοπό την ανακάλυψη και την προμήθεια πρώτων υλών, π.χ., οψιανού, ανδεσίτη κ.ά.
Ίσως οι επισκέψεις σε παράκτιες τοποθεσίες με Μεσολιθική παρουσία, Σιδάρι στη Κέρκυρα, Φράγχθι στην Αργολίδα, Γιούρα στις βόρειες Σποράδες, Μαρουλά στην Κύθνο, να ήταν μέρος οργανωμένων μετακινήσεων πληθυσμών από και προς τις δυτικές ακτές του Αιγαίου (Ελλαδική ηπειρωτική χώρα), στο πλαίσιο διεύρυνσης του ζωτικού τους χώρου.
Η ανθρώπινη παρουσία στα Γιούρα, για παράδειγμα, εντάσσεται στο πλαίσιο οργανωμένων μετακινήσεων, πιθανότατα ομάδων εξειδικευμένων ψαράδων, που ορμώμενοι από μεγαλύτερα νησιά ή την ηπειρωτική χώρα επισκέπτονταν τους ψαρότοπους του ΒΑ Αιγαίου σε εποχική βάση αναπτύσσοντας έντονη αλιευτική δραστηριότητα (π.χ. αλιεία μεγάλων ιχθύων, όπως τόνων, κατά το πέρασμα των κοπαδιών από την περιοχή του ΒΑ Αιγαίου).
Κατά μία άλλη άποψη, οι επισκέψεις και ίσως η εγκατάσταση που μαρτυρείται σε πολλές από τις υπάρχουσες μεσολιθικές θέσεις έγιναν στο πλαίσιο ενός ευρύτερου κύματος πληθυσμιακών μετακινήσεων και μεταναστεύσεωναπό την Εγγύς Ανατολή και τις ανατολικές ακτές του Αιγαίου προς τις δυτικές ακτές του. Αν η παραπάνω υπόθεση ευσταθεί, τότε η μεσολιθική παρουσία στα Γιούρα, αλλά ίσως και αυτή στην Κύθνο, μαρτυρούν τη σπουδαιότητα του χώρου των βόρειων Σποράδων και των Κυκλάδων για την επικοινωνία με τα παράλια της Μικράς Ασίας αντίστοιχα.
Ίσως από τα Γιούρα και μέσω της Λήμνου και του Αγ. Ευστρατίου να περνούσε ο θαλάσσιος δρόμος με κατεύθυνση από τα ανατολικά προς τα δυτικά παράλια.
Κύμα Μεταναστεύσεων
Το μεταναστευτικό αυτό κύμα ("Κύμα Α), που προσέβλεπε στην εύρεση νέων περιοχών προς εκμετάλλευση στη δυτική πλευρά του Αιγαίου, στράφηκε αρχικά στο νότιο άκρο της ηπειρωτικής χώρας, όπως μαρτυρούν ευρήματα που χρονολογούνται στην Κατώτερη Μεσολιθική (Φράγχθι, Κούκου και Κλεισούρα στην Αργολίδα), ενώ αργότερα στην Ανώτερη Μεσολιθική προς τα βορειοδυτικά, όπως μαρτυρούν ευρήματα αυτής της περιόδου στη θέση Σιδάρι της Κέρκυρας και σε υπαίθριες θέσεις στην περιοχή της Πρέβεζας.
Την άποψη περί στενών επαφών των δύο περιοχών εκατέρωθεν του Αιγαίου ενισχύει και η διαπιστωμένη ομοιότητα της τεχνικής των εργαλείων από τα Γιούρα με αντίστοιχα εργαλειακά σύνολα της ΝΔ Μικράς Ασίας. Σύμφωνα με την ίδια άποψη, οι νέοι αυτοί πληθυσμοί συλλεκτών επισκέφτηκαν κάποιες θέσεις (Φράγχθι, Θεόπετρα), τις οποίες είχαν χρησιμοποιήσει ομάδες κυνηγών κατά την Παλαιολιθική περίοδο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι επρόκειτο για συγγενικές ομάδες ή για άμεσους απογόνους τους.
Τα κενά κατοίκησης που διαπιστώνονται στις θέσεις αυτές μεταξύ των δύο περιόδων (π.χ. 300 - 600 χρόνια στο Φράγχθι) μαρτυρούν ότι οι ίδιοι τόποι ξανά έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από νέες ομάδες που επιθυμούσαν να εξασφαλίσουν την τροφή τους με τη συλλογή άγριων καρπών, το κυνήγι μικρών ζώων και την αλιεία. Η υπόθεση περί μετανάστευσης νέων πληθυσμιακών ομάδων κατά τη Μεσολιθική εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο θεωριών που υποστηρίζουν την αλλογενή προέλευση της παραγωγικής οικονομίας (εξημέρωση χλωρίδας και πανίδας, γεωργία, μόνιμη εγκατάσταση) στον ελλαδικό χώρο και την έλλειψη οποιασδήποτε συνάφειάς της με τη Μεσολιθική.
Ως αποδεικτικά στοιχεία χρησιμοποιούνται αφενός η διάσπαρτη και ασυνεχή κατανομή των Μεσολιθικών θέσεων στον Ελλαδικό χώρο (μεγάλα τμήματα της Ελλαδικής χώρας παραμένουν ακατοίκητα), που είναι δηλωτική της ρήξης με την Παλαιολιθική, και αφετέρου η απουσία ενδείξεων συνεχούς κατοίκησης και εξημέρωσης άγριων φυτών και ζώων στις θέσεις αυτές, δηλωτική της ρήξης της με την επόμενη περίοδο, τη Νεολιθική.
ΧΩΡΟΣ – ΚΟΣΜΟΣ
Οι ριζικές μεταβολές του κλίματος και της μορφολογίας του Αιγαιακού χώρου που σημάδεψαν το πέρασμα από την ανώτερη Πλειστόκαινο στην Ολόκαινο έφεραν σημαντικές αλλαγές στο χώρο (π.χ. αλλαγές στις διαστάσεις των χερσαίων τμημάτων, στις αποστάσεις μεταξύ ξηράς και νησιών κ.ά.). Εντούτοις, το γεωγραφικό μέγεθος συνιστά μία μόνο διάσταση του χώρου. Όσον αφορά την κοινωνική διάσταση του χώρου, σημαντικές μεταβολές συντελέσθηκαν στον τρόπο πρόσληψης και οργάνωσής του από τη συνείδηση των πληθυσμιακών ομάδων που κινήθηκαν σ' αυτόν.
Τα παλαιά κέντρα αναφοράς γύρω από τα οποία οργανώνονταν οι δραστηριότητες των ομάδων-κυνηγών στην Ανώτερη Παλαιολιθική (σπήλαια, βραχοσκεπές, πηγές νερού ως πόλοι έλξης αγελών) έπαψαν να λειτουργούν ως σημαίνοντες χώροι, ενώ η ανθρώπινη δράση στράφηκε προς νέα τοπία του χώρου, σηματοδοτώντας τα με νέες λειτουργίες (νησιά ψαρότοποι, νησιά για την προμήθεια πρώτων υλών, τοπία συλλογής άγριων καρπών κ.ά.).
Μαζί μ αυτά, άλλαξε και η κλίμακα του οικείου και του ανοίκειου βιωμένου χώρου: μέχρι τώρα οι κυνηγοί - τροφοσυλλέκτες διένυαν μεγαλύτερες αποστάσεις, εκμεταλλευόμενοι εποχικά πολλές και διαφορετικές οικολογικές ζώνες (πεδινές παράλιες εκτάσεις, ορεινοί όγκοι). Με τη μείωση της μεγάλης πανίδας και την καταβύθιση των παράλιων πεδινών εκτάσεων, ο προς εκμετάλλευση οικείος χώρος περιορίστηκε σε μικρότερες οικολογικές ζώνες και οικοσυστήματα που βρίσκονταν στον άμεσο περίγυρο της εκάστοτε εποχικής βάσης με κύριες δραστηριότητες το κυνήγι μικρότερων ζώων, τη συλλογή καρπών κ.ά.
Παράλληλα, ο διαμελισμός του Αιγαίου σε δεκάδες εκατοντάδες νησίδες επέτρεψε τη γνωριμία με το ταξίδι στη θάλασσα, επιτρέποντας να δημιουργηθούν νέα σημεία αναφοράς και επικοινωνίας μεταξύ των μετακινούμενων ομάδων.
Ανώτερη Πλειστόκαινος
Η τήξη των πάγων στα τέλη της ανώτερης Πλειστόκαινου επέτρεπε στους κυνηγούς την εξερεύνηση μιας μεγάλης ποικιλίας χερσαίων (ορεινών και παράλιων) οικολογικών ζωνών που βρίσκονταν σε απόσταση μεταξύ τους. Για τις μετακινούμενες ομάδες των κυνηγών-συλλεκτών τα σπήλαια και οι βραχοσκεπές λειτούργησαν ως κεντρικά σημεία αναφοράς ενός υπό εξερεύνηση και πολλές φορές άγνωστου κόσμου.
Στην Ήπειρο, όπου η έρευνα των σπηλαίων με παλαιολιθική κατοίκηση έχει δώσει νέα στοιχεία για την οργάνωση αυτών των μετακινήσεων, τα σπήλαια λειτούργησαν είτε ως στρατηγικά σημεία ελέγχου δύσβατων ορεινών περιοχών με σκοπό την επισήμανση και την εκμετάλλευση της τοπικής πανίδας (Κλειδί, Καστρίτσα), είτε ως κομβικά σημεία επικοινωνίας διαφορετικών οικοσυστημάτων (Μποΐλα). Η νομαδική ζωή προσέδιδε στα σπήλαια αυτά ένα εποχικό χαρακτήρα, καθιστώντας τα σημεία-σταθμούς ή περάσματα σ έναν εκτενή, αραιοκατοικημένο και διαρκώς μεταβαλλόμενο φυσικό χώρο.
Ολόκαινος
Στην Ολόκαινο, οι τροφοσυλλέκτες διαμόρφωσαν μία νέα αντίληψη του κοινωνικού χώρου: λόγω της αυξανόμενης συρρίκνωσης του ζωτικού τους χώρου από δάση στην ενδοχώρα και από θάλασσα στις παράκτιες ζώνες, στράφηκαν σε εναλλακτικούς τρόπους απόκτησης της τροφής. Σε αυτούς συμπεριλαμβανόταν η εκμετάλλευση των μικρότερων οικοσυστημάτων που περίκλειαν τις βάσεις-σταθμούς τους καθώς και η εξερεύνηση του θαλάσσιου χώρου που εκτεινόταν πέρα από αυτούς.
Οι περιορισμοί αυτοί στην ξηρά, αλλά και η δυνατότητα επέκτασης του ζωτικού χώρου εκμετάλλευσης στη θάλασσα, οδήγησαν σταδιακά στη διαμόρφωση μιας νέας αντίληψης του ευρύτερου κοινωνικού χώρου, ως κατακερματισμένου και διασπασμένου σε μικρότερα κέντρα αναφοράς και στην αναζήτηση νέων τρόπων επικοινωνίας. Στο νέο αυτό τρόπο οργάνωσης του ευρύτερου κοινωνικού χώρου που εγκαινιάζεται στη Μεσολιθική θεμελιώθηκαν αργότερα τα πιο οργανωμένα πολυκεντρικά δίκτυα επικοινωνίας της Νεολιθικής.
ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Ο ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
Η Νεολιθική περίοδος στο Αιγαίο αρχίζει περίπου στα τέλη της 7ης χιλιετίας (6500 π.Χ.) και τελειώνει στα 3200 π.Χ. Χωρίζεται σε πέντε φάσεις: την Ακεραμική (ή Αρχική), την Αρχαιότερη, τη Μέση, τη Νεότερη (προδιμηνιακές και Διμηνιακές υποφάσεις) και την Τελική Νεολιθική ή Χαλκολιθική. Η Νεολιθική περίοδος έπεται της Μεσολιθικής και προηγείται της Πρώιμης εποχής του Χαλκού. Η Νεολιθική περίοδος σηματοδοτεί την έναρξη του τροφοπαραγωγικού σταδίου, με κύρια χαρακτηριστικά τη μόνιμη εγκατάσταση και τη μεικτή γεωργοκτηνοτροφική οικονομία.
Η εξάπλωση του νέου παραγωγικού σταδίου που βασιζόταν στην καλλιέργεια και την κτηνοτροφία ευνόησε από την αρχή τη μόνιμη εγκατάσταση σε πεδινές ή ακόμα και σε ορεινές περιοχές του Αιγαίου που είχαν άμεση πρόσβαση σε ποτάμια, πηγές ή ακτές. Οι περισσότεροι Νεολιθικοί οικισμοί έχουν βρεθεί στη Θεσσαλία στη μορφή χαμηλών λόφων (μαγούλες). Οι λόφοι αυτοί είναι τεχνητοί, δημιουργήθηκαν δηλαδή από τη διαδοχική κατοίκηση του ίδιου χώρου για αρκετούς αιώνες.
Η Νεολιθική κοινότητα συνιστά την ανώτερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης ανθρώπινων ομάδων. Κανένα στοιχείο δε μαρτυρεί κάποια πρόωρη πολιτειακή ή πολιτική οργάνωση που να ξεπερνά εκείνη της κοινότητας / οικισμού. Ωστόσο, το κύτταρο της κοινωνικής οργάνωσης εντός των ορίων της κοινότητας είναι η διευρυμένη οικογένεια και το νοικοκυριό της.
Η κοινωνία του είναι στη βάση της μία κοινωνία αυτοσυντήρησης, στοχεύει δηλαδή στην παραγωγή αξιών χρήσης και όχι ανταλλαγής. Έτσι, απουσιάζει η ιεράρχηση κοινωνικών ομάδων (τάξεων) βάσει του εισοδήματός τους, ενώ επικρατεί ο συγγενειακός τρόπος παραγωγής. Δεν υπάρχει η εξειδικευμένη παραγωγή με τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα και η εργασία δεν αξιολογείται στη βάση της επένδυσης χρόνου και εργασίας όπως ισχύει στην εμπορευματική κοινωνία.
Ωστόσο, η απουσία ενός θεσμικού, πολιτικού πλαισίου μέσα από το οποίο καθορίζονται οι σχέσεις δύναμης και εξουσίας στη Νεολιθική κοινωνική πραγματικότητα δεν αποκλείει και την ύπαρξη εναλλακτικών πεδίων συγκρότησης δυναμικών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και ατόμων μέσα στα όρια της κοινοτικής και συλλογικής ταυτότητας. Είναι δυνατόν δηλαδή μέσα στα όρια μιας παραδοσιακής κοινωνίας αυτοσυντήρησης να αναπτυχθεί κάποιο πλαίσιο συμπεριφοράς που να οδηγήσει σε διαπραγμάτευση του κύρους και του κοινωνικού γοήτρου ατόμων και κοινωνικών ομάδων.
Τέτοια πεδία καθορισμού κοινωνικών ρόλων στη Νεολιθική κοινωνία (ενδοκοινοτικά) ήταν αυτά που επέτρεπαν τη συγκρότηση σχέσεων στη βάση του φύλου, της ηλικίας , της συγγένειας και της εργασίας. Η συγκρότηση της κοινωνικής ταυτότητας του φύλου, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο δομούνταν οι σχέσεις και καθορίζονταν οι ρόλοι ανδρών και γυναικών στη νεολιθική κοινωνία, φαίνεται πως εξαρτιόταν από τη θέση των δύο φύλων -φυσική και συμβολική- στο σύστημα παραγωγής.
Οι ρόλοι που καλούνταν να παίξουν τα δύο φύλα στο παραγωγικό σύστημα παρήγαν σχέσεις δύναμης που συχνά αναπαράγονταν ή αποσιωπούνταν στο συμβολικό επίπεδο. Αν και οι ενδείξεις για μία σαφή ιεράρχηση των φύλων είναι σχεδόν ανύπαρκτες, εικάζεται ότι οι βασικές επιδιώξεις της νεολιθικής κοινότητας, που συσπειρώνονται γύρω από το τρίπτυχο "επιτυχημένη σοδιά - αυτάρκεια - αναπαραγωγή", συμπυκνώνονται συμβολικά στη φύση της γυναίκας και στο ρόλο που καλείται να διαδραματίσει προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβίωση της κοινότητας.
Αλλά και η ταυτότητα της εργασίας αποτελούσε ένα εξίσου δυναμικό ενδοκοινοτικό χώρο επίδειξης κοινωνικής δύναμης και γοήτρου. Είναι βέβαιο ότι η παραγωγή ορισμένων κατηγοριών κεραμικών σκευών, εργαλείων και κοσμημάτων που συναντώνται στους Νεολιθικούς οικισμούς απαιτούσε την κατοχή ειδικής τεχνογνωσίας και ικανοτήτων που δύσκολα θα επιδείκνυαν όλοι. Η ενασχόληση με τομείς που απαιτούσαν ειδικές γνώσεις προσέδιδε πολλές φορές κύρος και δύναμη στον κάτοχό της, που προσπαθούσε συχνά να την κρατήσει μυστική προκειμένου να διασφαλίσει τη θέση του σε μία άλλου τύπου ιεραρχία, αυτή που βασίζεται στο γόητρο και την επίδειξη κοινωνικής δύναμης.
Σε διακοινοτικό επίπεδο και σε επίπεδο οικισμών, η διαπραγμάτευση της θέσης μιας κοινότητας αλλά και μεμονωμένων ατόμων και κοινωνικών ομάδων επιτυγχάνεται μέσα από τη συμμετοχή σε εκτεταμένα και τοπικά συστήματα ανταλλαγής. Τα δίκτυα ανταλλαγών ήταν πολλά και διέφεραν συχνά ως προς το πλαίσιο συγκρότησης, τα αντικείμενα που διακινούσαν, την κλίμακά τους αλλά και ως προς τις υποχρεώσεις και τα προνόμια που συνεπάγονταν.
Συνιστούσαν όμως ένα κοινά αποδεκτό πεδίο συγκρότησης και ανασημασιοδότησης της ταυτότητας της κοινότητας και των ατόμων που συμμετείχαν αλλά και ένα θεσμικό για την εποχή πλαίσιο εξασφάλισης των όρων αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής. Μέσα από τέτοιου είδους επικοινωνία, τα νεολιθικά νοικοκυριά αλλά και η κοινότητα διαπραγματεύονταν το κύρος τους και τη θέση τους στον ευρύτερο για την εποχή κοινωνικό χώρο, εξασφαλίζοντας παράλληλα τις απαραίτητες συνθήκες επιβίωσης.
ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΠΟΙΗΣΗ
Η Εμφάνιση της Γεωργίας στην Περιοχή του Αιγαίου
Η έναρξη της Νεολιθικής περιόδου στο Αιγαίο σηματοδοτεί το πέρασμα από το κυνηγετικό - τροφοσυλλεκτικό στο παραγωγικό στάδιο απόκτησης της τροφής και από το νομαδικό βίο στη μόνιμη εγκατάσταση. Ο κύριος μηχανισμός που οδήγησε στην παραγωγή της τροφής από τους πληθυσμούς που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στις πεδινές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας ήταν η εξημέρωση των άγριων ειδών ζώων και φυτών.
Οι έρευνες των τελευταίων δεκαετιών έδειξαν ότι η εξημέρωση συντελέσθηκε για πρώτη φορά στα εδάφη της Εγγύς Ανατολής ("εύφορης ημισέληνος"). Το κύριο ζητούμενο της σύγχρονης έρευνας λοιπόν που αφορά στις γύρω περιοχές της Ανατολής και των Βαλκανίων είναι πώς ξεκίνησε η εξημέρωση αλλά και η καλλιέργεια των εξημερωμένων ειδών δημητριακών και οσπρίων σ αυτές τις περιοχές. Πρόκειται για διάδοση νέων ιδεών και τεχνογνωσίας, για μετανάστευση ανθρώπινου και τεχνικού δυναμικού από την Ανατολή (ετερόχθονη) ή για αυτόχθονη εξέλιξη;
Στην περιοχή του Αιγαίου, τα αρχαιοβοτανικά και ζωολογικά δεδομένα που προέρχονται από τις πρωιμότερες Νεολιθικές θέσεις δεν είναι πάντα αναγνώσιμα και κατανοητά. Μέχρι σήμερα, μόνο δύο σπήλαια που διασώζουν καλά τη στρωματογραφημένη διαδοχή από τη Μεσολιθική στην Ακεραμική Νεολιθική (το πρωιμότερο στάδιο της Νεολιθικής) έχουν ανακαλυφθεί και ανασκαφεί: το σπήλαιο Φράγχθι στην Ερμιονίδα και το σπήλαιο Θεόπετρα στη Θεσσαλία.
Ούτε σ αυτά, όμως, ούτε και στους υπόλοιπους Νεολιθικούς οικισμούς από τη Θεσσαλία και τη νότια Ελλάδα συνυπάρχουν σπόροι δημητριακών και οσπρίων σε άγρια και εξημερωμένη μορφή, όπως για παράδειγμα γίνεται στους οικισμούς της περιοχής της "εύφορης ημισέληνου". Έτσι, ο τρόπος διάδοσης της γεωργίας στον Ελλαδικό χώρο παραμένει ακόμα και σήμερα κεντρικό ζητούμενο προς εξερεύνηση. Διαφορετικές ερμηνείες έχουν προταθεί κατά καιρούς, στηριζόμενες στη διαφορετική ανάγνωση των αρχαιολογικών δεδομένων.
Παλαιότερα, η έρευνα αναλωνόταν στην εξαντλητική παράθεση συλλογισμών και δεδομένων που αφορούσαν την ύπαρξη και μόνο των άγριων προγόνων της χλωρίδας και της πανίδας στο Αιγαίο ως προϋπόθεση εμφάνισης της εξημέρωσης και της γεωργίας. Αν και το ερώτημα "αυτόχθονη ή ετερόχθονη η γεωργία στην Ελλάδα" παραμένει πάντα επίκαιρο, σύγχρονες θεωρήσεις στρέφονται προς την κατανόηση των προϋποθέσεων εκείνων (κοινωνικών και οικονομικών) που επέτρεψαν την εξάπλωση της γεωργίας στις αρχές της Νεολιθικής περιόδου και αρνούνται να εξετάσουν το φαινόμενο της εξημέρωσης μόνο ως αποτέλεσμα βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων.
Γύρω Περιοχές της Ανατολής
Οι απόψεις των ερευνητών για την καταγωγή της εξημέρωσης και της γεωργίας στον Ελλαδικό χώρο στις αρχές της Νεολιθικής περιόδου διίστανται. Οι προδρομικές έρευνες στα τέλη του 19ου αιώνα έστρεψαν την προσοχή τους στο φαινόμενο της εξημέρωσης γενικότερα ως βιολογικό φαινόμενο και στις προϋποθέσεις εμφάνισής της στις περιοχές όπου συντελέσθηκε η γενετική μετάλλαξη των πρώτων ειδών δημητριακών και οσπρίων. Αργότερα, ο Gordon Childe ονόμασε το στάδιο της εμφάνισης της εξημέρωσης "Νεολιθική επανάσταση", υπογραμμίζοντας έτσι τη σπουδαιότητά του για την πορεία της ανθρωπότητας.
Από τις εργασίες του Child (δεκαετία του 1960) και μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, ο Βαλκανικός χώρος αντιμετωπίσθηκε ως περιφερειακή ζώνη του κύριου κέντρου εμφάνισης του φαινομένου αυτού στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής ("Πυρηνική Ζώνη"). Η εμφάνιση τόσο των άγριων όσο και των εξημερωμένων ειδών χλωρίδας σε διαδοχικά στρώματα οικισμών των περιοχών αυτών θεωρήθηκε από την αρχή ως ένδειξη μιας αυτόχθονης γενετικής μετάλλαξης των άγριων ειδών φυτών και ζώων μέσα από μηχανισμούς φυσικής επιλογής.
Αντίθετα, η απουσία τέτοιων ενδείξεων από θέσεις της Θεσσαλίας (Άργισσα, Σουφλί, Αχίλλειο, Γεντίκι κ.ά.) καθώς και από τον υπόλοιπο ελλαδικό (Φράγχθι, Νέα Νικομήδεια κ.ά.) και ευρύτερο Βαλκανικό χώρο -όπου ανακαλύφτηκαν μόνο οι εξημερωμένες μορφές των ειδών αυτών- θεωρήθηκε ενδεικτική της ετερόχθονης καταγωγής της γεωργίας του Ελλαδικού χώρου. Οι δε μηχανισμοί μεταφύτευσης και εξάπλωσής της αποτέλεσαν προσφιλές αντικείμενο της έρευνας τα τελευταία χρόνια.
Αυτόχθονη Γεωργία
Από την εποχή του Θεοχάρη, που υποστήριζε την αυτόχθονη καταγωγή της εξημέρωσης, έως σήμερα, το μοντέλο της αυτόχθονης εξέλιξης έχει μεν λιγότερους αλλά πιο φανατικούς υποστηρικτές. Σύμφωνα με την ερμηνεία των Dennell και Barker, η σημερινή απουσία άγριων ειδών δημητριακών και αιγοπροβάτων από το Ελλαδικό οικοσύστημα δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστη ένδειξη για την απουσία τους κατά τη Μεσολιθική, αφού κάποια από τα δημητριακά που δε βρέθηκαν σε άγρια μορφή στη Μεσολιθική και πρωτοεμφανίστηκαν ξαφνικά στη Νεολιθική (μονόκκοκο σιτάρι) -γεγονός που θα συνηγορούσε υπέρ της ετερόχθονης καταγωγής τους- είναι παρ όλ' αυτά σήμερα αυτοφυή σε περιοχές του Ελλαδικού χώρου.
Η παρατήρηση δε ότι τα εξημερωμένα είδη εντάχθηκαν σταδιακά στο Φράγχθι (π.χ. πρώτα εισήχθηκαν τα αιγοπρόβατα, κατόπιν ο εξημερωμένος χοίρος και τα εξημερωμένα είδη των δημητριακών και οσπρίων) δηλώνει στους υποστηρικτές της "αυτόχθονης" καταγωγής της εξημέρωσης ότι επρόκειτο για μία μακρόχρονη και σταδιακή διαδικασία που ενσωμάτωσε τόσο ετερόχθονα (π.χ. αιγοπρόβατα) όσο και αυτόχθονα είδη (π.χ. φακή) με μακρά ιστορία στον Ελλαδικό χώρο.
Ετερόχθονη Γεωργία
Οι μελετητές που υποστηρίζουν ότι η γεωργία μεταφυτεύτηκε στον Ελλαδικό χώρο από την Ανατολή στηρίζουν την άποψή τους στα εξής δεδομένα:
- Απουσία συνύπαρξης άγριων και εξημερωμένων ειδών χλωρίδας σε διαδοχικά αρχαιολογικά στρώματα θέσεων του Ελλαδικού χώρου, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην Ανατολή.
- Παντελής απουσία από τα στρώματα της Μεσολιθικής των άγριων προγόνων ορισμένων ειδών που εμφανίζονται στη Νεολιθική, όπως για παράδειγμα του δίκοκκου σιταριού, του κυριότερου δημητριακού που καλλιεργήθηκε στη Νεολιθική (εξαίρεση αποτελούν το κριθάρι, η βρώμη και οι φακές που εμφανίζονται ήδη στα Μεσολιθικά στρώματα σε άγρια μορφή).
- Παντελής απουσία του άγριου προγόνου του δίκοκκου σιταριού από το σημερινό οικοσύστημα του Ελλαδικού χώρου, γεγονός που θα υποδήλωνε αυτοφυή προέλευση. Αντίθετα, υπάρχουν σήμερα οι άγριες μορφές της φακής, της βρώμης και του κριθαριού, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της αυτόχθονης μετάλλαξης των ειδών αυτών στον Ελλαδικό χώρο.
- Απουσία ενδείξεων Μεσολιθικής κατοίκησης από τους πρώτους Νεολιθικούς οικισμούς του Ελλαδικού χώρου (Θεσσαλία, Αργολίδα, Μακεδονία).
Οι υποστηρικτές του μοντέλου της ετερόχθονης καταγωγής της εξημέρωσης διίστανται ως προς τους μηχανισμούς εξάπλωσής της. Κατά τους Ammerman και Cavalli-Sforza η μετάδοση έγινε μέσω μιας σειράς μεταναστεύσεων (Κύμα Διάδοσης, "wave of advance") ανθρώπινων ομάδων από τα κέντρα της Ανατολής προς την ελλαδική ηπειρωτική χώρα. Σ ένα δεύτερο στάδιο η γεωργία εξαπλώθηκε στα υπόλοιπα Βαλκάνια και την Ευρώπη.
Σύμφωνα με μια πιο δυναμική παραλλαγή του μοντέλου της διάδοσης μέσω μεταναστεύσεων (από τους van Andel και Runnels), τα κύματα διάδοσης δεν κινήθηκαν ομοιόμορφα και προς την ίδια κατεύθυνση αλλά προσανατολίστηκαν προς εκείνες τις περιοχές του Αιγαιακού χώρου που εξασφάλιζαν εύφορα εδάφη και την παροχή νερού (π.χ. πλημμύρες ποταμών στη Θεσσαλία). Έτσι, ως αποτέλεσμα αυτών των επιλεκτικών μετακινήσεων εικάζεται ότι διαφορετικές περιοχές του Ελλαδικού χώρου (Κρήτη, Κύπρος, Πελοπόννησος, Θεσσαλία) δέχτηκαν κύματα ανθρώπινων ομάδων σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα και από διαφορετικές αφετηρίες.
Υπάρχουν τέλος και εκείνοι οι ερευνητές που δέχονται ότι ο ίδιος ντόπιος πληθυσμός των τροφοσυλλεκτών, αφού δέχτηκε ιδέες, τεχνογνωσία και κάποια είδη εξημερωμένων φυτών και ζώων από την Ανατολή, προχώρησε στην εξημέρωση όσων ειδών φυτών και ζώων αποτελούσαν ήδη μέρος της αυτοφυούς χλωρίδας και πανίδας του Ελλαδικού χώρου από τη Μεσολιθική εποχή (π.χ. κριθάρι, φακές, χοίρος). Δέχονται δηλαδή ότι η διαδικασία της εξημέρωσης ήταν εν μέρει αλλόχθονη (διάδοση ιδεών) και δεν προϋποθέτει μαζική μετακίνηση ανθρώπινων ομάδων από την Ανατολή.
ΝΕΟΛΙΘΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
Στην προσπάθειά μας να ανασυνθέσουμε το απώτερο παρελθόν του πολιτισμού στο Αιγαίο, βαδίζουμε με αρωγούς τα ευρήματα και τους επιστημονικά ελέγξιμους συλλογισμούς μας. Οι στόχοι της έρευνάς μας είναι πάντα οι ίδιοι: να ανιχνεύσουμε πίσω από το αντικείμενο το νεολιθικό άνθρωπο με τον τρόπο που αυτός αντιλήφθηκε τον κόσμο του και δόμησε τις σχέσεις του, να κατανοήσουμε δηλαδή την ταυτότητά του. Η ταυτότητα αποτελεί μέρος της βιωμένης κουλτούρας.
Συνιστά ένα αρθρωμένο σύστημα σημασιών και συμβολισμών που αναφέρονται στο τρόπο με τον οποίο τα μέλη μιας κοινότητας ή ομάδας προσλαμβάνουν τον εαυτό τους και τη σχέση τους με τους άλλους. Η ταυτότητα οριοθετεί το συμβολικό πεδίο όπου θεμελιώνεται η διαφορετικότητα ή αναπτύσσεται η οικειότητα με τις άλλες ομάδες. Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο συγκροτείται και αναπαράγεται η ταυτότητα μιας πολιτισμικής ομάδας (πολιτισμική, θρησκευτική, του φύλου, της εργασίας, της καταγωγής) στο χρόνο αποτελεί σήμερα ένα από τα κεντρικά ζητούμενα της σύγχρονης έρευνας.
Στον άξονα του χρόνου, η ταυτότητα δε συγκροτείται μόνο ως προς τους συγχρόνους αλλά και σε σχέση με εκείνους που προηγήθηκαν χρονικά καθώς και ως προς εκείνους που πρόκειται να ακολουθήσουν. Η σχέση με τους προγόνους και με την παράδοση καλλιεργείται στους νεότερους μέσα από τη διατήρηση της μνήμης, που επιτυγχάνεται μέσα από θεσμοθετημένα ή μη συστήματα γνώσης (εκπαίδευση, μεταφορά τεχνογνωσίας), εθιμικές πρακτικές (τελετουργίες, ιερά δρώμενα, αγροτικές ασχολίες) και στοιχεία υλικού πολιτισμού (ενδυμασία, συμβολικές αναπαραστάσεις, αντικείμενα συμβολικής αξίας κ.ά.).
Στον άξονα του χώρου, η ταυτότητα δομείται τόσο σε γεωγραφικές όσο και σε συμβολικές διαστάσεις. Η οριοθέτηση του φυσικού και κοινωνικού χώρου βάσει τοπωνυμίων, συνόρων πραγματικών ή συμβολικών (η χρήση παρόμοιων ή αντιθετικών συμβόλων) συμβαδίζει με διακρίσεις σε επίπεδο πολιτισμικής ή άλλων μορφών ταυτότητας, ενώ η επικοινωνία μέσω εκτεταμένων δικτύων ανταλλαγής αντικειμένων και ιδεών αντανακλά την προσπάθεια ενοποίησης και διατήρησης ενός σταθερού πλαισίου αναφοράς μέσα στο υπάρχον σύστημα συσχετισμών.
Ενοποίηση και περιχαράκωση, οι δύο αυτές αντίνομες τάσεις κοινωνικής συμπεριφοράς, αποτελούν τους σταθερούς πόλους της διαδικασίας συγκρότησης της ταυτότητας, μιας διαδικασίας με ιδιαίτερη δυναμική σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες και πλαίσια αναφοράς. Πώς δομείται και αναπαράγεται μέσα στα 3500 χρόνια Νεολιθικού πολιτισμού στο Αιγαίο η ταυτότητα του Νεολιθικού ανθρώπου; Και πόσο εύκολο είναι να την αναγνώσουμε μέσα από τα υλικά κατάλοιπα;
Για να αντιληφθούμε τη διαδικασία συγκρότησης της Νεολιθικής ταυτότητας, είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε:
- Πώς βιώνεται η σχέση της Νεολιθικής κοινότητας με τον περιβάλλοντα φυσικό χώρο;
- Πώς συγκροτείται η ταυτότητα του συλλογικού εγώ, το "εμείς", στη Νεολιθική κοινότητα; Ποιες είναι οι σημασίες του και οι συμβολισμοί του;
- Ποια είναι η ταυτότητα του ατόμου στη Νεολιθική κοινότητα, πώς προσλαμβάνει τη θέση του μέσα στο σύνολο, πώς δρα και πώς αναπαράγει τις δομές της κοινωνίας του;
- Και τέλος, πώς συγκροτούνται οι πολιτισμικές σχέσεις των μελών μιας κοινότητας με τα υπόλοιπα μέλη των κοινοτήτων του Αιγαίου; Ποιοι δεσμοί τούς ενώνουν και ποιες σχέσεις τούς χωρίζουν; Πώς διαμορφώνεται ο κοινωνικός χώρος του Αιγαίου στη Νεολιθική εποχή;
Βιωμένη Κουλτούρα
Το ζήτημα της κουλτούρας βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στο επίκεντρο του επιστημονικού ενδιαφέροντος. Η κριτική παρεμβολή νεότερων θεωρητικών ρευμάτων στους κόλπους της πολιτισμικής ανθρωπολογίας και της ιστορίας ανέδειξε την ιστορία και τον πολιτισμό ως σύνολα βιωμένης εμπειρίας και λιγότερο ως διαδοχή συμβάντων με αντικειμενική υπόσταση. Ο πολιτισμός, λένε οι ερευνητές, δεν αφορά μόνο τις αντικειμενικές συνθήκες ύπαρξης, δεν περιορίζεται δηλαδή μόνο στα τεχνολογικά επιτεύγματα και στα συστήματα οικονομικής διαχείρισης.
Ο πολιτισμός αφορά την κουλτούρα, το σύνολο των κοινών εννοιολογικών εργαλείων, συμβόλων και αξιών, με το οποίο τα άτομα μιας ομάδας προσλαμβάνουν και αναπαράγουν την κοινωνική πραγματικότητα. Δεν πρόκειται εδώ μόνο για τη σκέψη και την ιδεολογία που διακρίνονται στεγανά από τις υλικές συνθήκες ύπαρξης. Η κουλτούρα αφορά την "εσωτερικευμένη", τη βιωμένη γνώση, τα κοινά εννοιολογικά και συμβολικά σχήματα που μοιράζονται τα μέλη μιας πολιτιστικής ομάδας και τα οποία διαμεσολαβούν στη διαδικασία ερμηνείας του κόσμου.
Σχέση με τη Φύση
Οι πρώτες μόνιμες γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες του Αιγαίου εμφανίζονται στα μέσα της 7ης χιλιετίας (6500 π.Χ., Αρχαιότερη Νεολιθική) στις πεδινές, λοφώδεις ή και ορεινές περιοχές της ηπειρωτικής χώρας του κεντρικού, βορειοανατολικού και νοτιοανατολικού Αιγαίου (Θεσσαλία, Μακεδονία, Ανατολική Πελοπόννησος και Στερεά Ελλάδα, Κρήτη, Κύπρος). Οι πρώτοι γεωργοκτηνοτρόφοι του Αιγαίου έρχονται σε επαφή με ένα φυσικό περιβάλλον πολύ διαφορετικό από αυτό της εποχής των κυνηγών - τροφοσυλλεκτών.
Οι μεγάλες κλιματολογικές μεταβολές και η σταδιακή άνοδος της στάθμης της θάλασσας στα τέλη της Πλειστόκαινου (~ 8000 π.Χ.) είχαν οδηγήσει στη δημιουργία ενός πρωτόγνωρου τοπίου, με το οποίο ο νεολιθικός άνθρωπος έπρεπε να εξοικειωθεί, για να μπορέσει αργότερα να το χρησιμοποιήσει. Η εικόνα λοιπόν του χώρου και της βλάστησης στις αρχές της Νεολιθικής ήταν πολύ διαφορετική από τη δική μας αλλά και από τις υπόλοιπες ιστορικές περιόδους. Η συσσωρευμένη από το παρελθόν γνώση του φυσικού τοπίου και των πηγών του δε χάνεται.
Ο γνώσεις της βοτανικής, των ειδών της χλωρίδας και η αλιευτική και ναυσιπλοϊκή εμπειρία που αποκομίστηκαν στην εποχή των κυνηγών - τροφοσυλλεκτών διοχετεύονται τώρα σε νέους τρόπους διαβίωσης και απόκτησης της τροφής. Η εξάρτηση του ανθρώπου από τις δυνάμεις της φύσης δεν εξασθενεί σε σχέση με το παρελθόν, αφού η εξασφάλιση της τροφής εξαρτάται ακόμα από αυτές. Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ Νεολιθικού οικισμού και φύσης είναι σχέση ισορροπίας και θα παραμείνει τέτοια μέχρι την Όψιμη εποχή του Χαλκού.
Περιβαλλοντικές Αλλαγές
Στην αυγή των μεγάλων περιβαλλοντικών αλλαγών, στο πέρασμα από την 'Ύστερη Παγετώδη στην Ολόκαινο (15.000 - 10.000 π.σ.), εδραιώνονται οι νέες κλιματολογικές συνθήκες που ευνοούν τη μόνιμη εγκατάσταση και την καλλιέργεια της γης. Τέτοιες αλλαγές που σημειώνονται στην ακτογραμμή, τη σύσταση των εδαφών και τη φυτική κάλυψη του Αιγαίου δεν έγιναν βέβαια ξαφνικά και σίγουρα διήρκεσαν πολύ περισσότερο από ολόκληρες σειρές ανθρώπινων γενεών.
Μαζί με κάποια άλλα στοιχεία που αφορούσαν το φυσικό περίγυρο των οικισμών, είναι σίγουρο ότι οι πιο σημαντικές από τις αλλαγές αυτές θα παρέμειναν στη μνήμη των παλαιότερων και θα μεταδόθηκαν διαμέσου της προφορικής παράδοσης ως γνώση και εμπειρία στους νεότερους. Σταδιακά, και αρκετές χιλιετηρίδες μετά την πρώτη εμφάνιση της μόνιμης εγκατάστασης, σημειώνονται τα πρώτα δείγματα αλλοίωσης του Αιγαιακού τοπίου, αποτέλεσμα της ανθρώπινης επέμβασης στη φύση.
Αν και τα ακριβή στάδια της καταστροφής της φυτικής κάλυψης του Αιγαίου παραμένουν άγνωστα μέχρι σήμερα, η σύγχρονη έρευνα έχει προχωρήσει στην αναγνώριση των αιτίων της καταστροφής για ορισμένες περιπτώσεις της Προϊστορίας και των ιστορικών χρόνων.
Γεωμορφολογία (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Με την τήξη των παγετώνων, σε πολλά σημεία η ακτογραμμή προχώρησε αρκετά προς το εσωτερικό σχηματίζοντας νέους, βαθείς κόλπους. Έτσι, πρώην παράκτιες λωρίδες γης σκεπάστηκαν τώρα από τα θαλάσσια ύδατα, των οποίων ανέβηκε η στάθμη (Φράγχθι Ερμιονίδας), ενώ ολόκληρες χερσόνησοι αποκόπηκαν από την ηπειρωτική χώρα και μετατράπηκαν σε νησιά (Άγ. Πέτρος Αλοννήσου). Στα πεδινά, η απόθεση ποτάμιων ιζημάτων που προέρχονταν από τη διάβρωση των πλαγιών, λόγω της τήξης των παγετώνων, δημιούργησε νέα εδάφη πρόσφορα για καλλιέργεια.
Γεωμορφολογία (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Σε κάποιες περιπτώσεις της Νεότερης Νεολιθικής και της Τελικής Νεολιθικής φαίνεται πως η σχέση ισορροπίας μεταξύ οικισμού και φύσης διαταράσσεται. Έτσι, στον Παγασητικό η ακτή καλύπτεται από αποθέσεις ιζημάτων που κατεβαίνουν από τα ορεινά, λόγω της διάβρωσης, η ακτογραμμή μετακινείται προς το εσωτερικό και πρώην παράλιοι οικισμοί (Διμήνι) απομακρύνονται από τη θάλασσα. Παρόμοια φαινόμενα αποθέσεων στα πεδινά παρατηρούνται και στην Αργολίδα.
Ίσως η διάβρωση αυτή να οφείλεται στη σταδιακή υποχώρηση του δάσους, άποψη που ενισχύεται και από στοιχεία που δίνει η ανάλυση των κόκκων γύρης σε ορισμένες περιοχές (Κρήτη, Βοιωτία). Η αιτία δεν είναι σαφής, αλλά πιθανότατα συνδέεται με την αποψίλωση των ορεινών περιοχών από τον άνθρωπο.
Βλάστηση
Η σημερινή εικόνα που παρουσιάζει η ηπειρωτική χώρα του Αιγαίου -γυμνά διαβρωμένα εδάφη, χέρσες εκτάσεις ή εκτεταμένες πλαγιές καλυμμένες από θαμνώδη μακία βλάστηση- δε θα πρέπει να μας ξεγελά. Στις αρχές της Ολόκαινου (8000 π.Χ.), μετά την υποχώρηση των παγετώνων και την άνοδο της θερμοκρασίας, μεγάλες εκτάσεις γης στα χαμηλά(<700 μέτρα) καλύφθηκαν από ανοιχτά δάση φυλλοβόλων βαλανιδιών, ενώ στα μεγαλύτερα υψόμετρα (1000 - 1600 μέτρα) επικράτησαν πυκνά δάση κωνοφόρων.
Από τότε μέχρι την εμφάνιση των πρώτων γεωργοκτηνοτροφικών οικισμών του Αιγαίου (6200 π.Χ.) σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές στην τοπική χλωρίδα κάθε περιοχής, με αποτέλεσμα την κατά τόπους διαμόρφωση ιδιαίτερων περιβαλλοντικών συνθηκών. Στη βόρεια Ελλάδα επικράτησαν τα δασικά τοπία, ενώ οι ανοιχτοί χώροι ήταν περιορισμένοι. Στην ανατολική Μακεδονία εξαπλώθηκαν η οξιά και το πεύκο εις βάρος της βαλανιδιάς, ενώ στην περιοχή των Ιωαννίνων με τα δάση αγριοβαλανιδιάς η εικόνα δε διαφοροποιήθηκε πολύ από τους προηγούμενους αιώνες.
Την ίδια εποχή, στη Μακεδονία, ιδρύθηκε ο οικισμός της Νέας Νικομήδειας σε ένα περιβάλλον με αραιή βλάστηση και ελώδεις εκτάσεις. Νοτιότερα, στη Θεσσαλία, τα δάση βαλανιδιάς και πεύκου επικράτησαν τόσο στα ημιορεινά όσο και στα μεγάλα υψόμετρα, ενώ στις πεδινές εκτάσεις του Αλμυρού τα δάση υποχώρησαν και επικράτησαν τα ποώδη. Στη Βοιωτία, τα δεδομένα από τη λίμνη της Κωπαΐδας δείχνουν την εξάπλωση ανοικτών δρυμώνων με σχίνους (Pistacia) και την επικράτηση ενός θερμότερου μεσογειακού κλίματος. Τέλος, η Κρήτη καλύφθηκε από ανοικτά δάση πεύκων και φυλλοβόλων βαλανιδιών.
Με εξαίρεση τις αμιγώς πεδινές περιοχές και εκείνες όπου βρίσκονταν οι λιμναίες και θαλάσσιες όχθες και οι κοίτες των ποταμών, μπορούμε να φανταστούμε με βεβαιότητα ότι το τοπίο γύρω από τους οικισμούς θα ήταν καλυμμένο με πυκνά ή ανοιχτά παρθένα δάση που θα παρείχαν στους κατοίκους άγριες μορφές χλωρίδας (βαλανιδιές, φυστικιές, αμυγδαλιές, κερασιές) και πανίδας (ελάφι, ζαρκάδι, άγριος ταύρος, αγριόχοιρος κ.ά.) για συμπλήρωμα της διατροφής τους. Τα δάση αυτά θα προστάτευαν σε μεγάλο βαθμό από τις πλημμύρες των ποταμών και τις βροχοπτώσεις τους οικισμούς που ήταν χτισμένοι στις όχθες τους.
Εγκατάσταση (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Οι πρώτοι γεωργοί εγκαθίστανται κυρίως στα πεδινά, κοντά στις κοίτες ποταμών, ρέματα και πηγές, αν και ένας σημαντικός αριθμός θέσεων ιδρύεται σε λοφώδεις και ορεινές περιοχές (35% των πρώιμων κοινοτήτων στη Θεσσαλία σημειώνεται στα ορεινά). Στους χαμηλούς λόφους ή στα ορεινά όπου ο οικισμός περιβάλλεται από δασικές και θαμνώδεις εκτάσεις, τα μέλη της κοινότητας καταφεύγουν στην αποψίλωση των δασών και την εκχέρσωση των γειτονικών εδαφών από τη βλάστηση με το λίθινο εργαλειακό εξοπλισμό (πελέκεις) που κατασκευάζουν από ντόπια ή αλλογενή υλικά.
Η αποψίλωση του δάσους γύρω από τον οικισμό σκοπεύει στη δημιουργία ανοιγμάτων για καλλιέργειες και την παροχή οικοδομικής ξυλείας και κάρβουνου. Εκτιμάται ότι στις ανατολικές περιοχές του Αιγαίου με την αραιή, θαμνώδη βλάστηση και το ξηρό κλίμα η αποδάσωση θα είχε μονιμότερα αποτελέσματα απ ό,τι στις δυτικές (Δυτική Πελοπόννησος), όπου οι βροχοπτώσεις και η υγρασία θα ευνοούσαν την εκ νέου ανάπτυξη και εξάπλωση των δασών. Πάντως, η σχέση που αναπτύσσεται τουλάχιστον στην αρχή της Νεολιθικής μεταξύ οικισμού και φύσης είναι σχέση ισορροπίας, αφού δε σημειώνονται μεγάλης έκτασης αποψιλώσεις και διαβρώσεις εδαφών.
Μεταξύ άλλων, η εξασφάλιση του νερού αναδεικνύεται σε ζήτημα πρωταρχικής σημασίας για την επιτυχία της παραγωγής, άρα και της επιβίωσης του οικισμού. Γενικά, η εγγύτητα σε πηγές νερού αποτελεί το πιο βασικό κριτήριο επιλογής του χώρου εγκατάστασης από τους πρώιμους γεωργούς. Στη Θεσσαλία, όπου βρίσκεται η πλειονότητα των πρωιμότερων νεολιθικών οικισμών, η εγκατάσταση γίνεται κοντά σε φυσικές πηγές ή τον Πηνειό και τους παραποτάμους του. Στον κόλπο του Παγασητικού οιοικισμοί φαίνεται πως ελέγχουν τις μικρές πεδινές περιοχές που μεσολαβούν ανάμεσα στους λόφους της περιοχής.
Στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα οι πρώτες εγκαταστάσεις σημειώνονται σε παραποτάμιες πεδινές εκτάσεις (πεδιάδες Αρκαδίας) και παραλιακές ζώνες (Ακράτα) ή σε χαμηλά βραχώδη εξάρματα κοντά στη θάλασσα που διευκολύνουν την αλιεία (Αλαί). Το νερό αναδεικνύεται σε φυσικό πόρο ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του οικισμού: εξασφαλίζει την επιτυχία της σοδειάς σε όσπρια και δημητριακά, χρησιμοποιείται ως πόσιμο για τους γεωργούς και τα εξημερωμένα ζώα τους, ενώ σπανιότερα το νερό των ποταμών χρησιμεύει ως μέσο πρώιμης επικοινωνίας.
Για την άρδευση των μικρών χωραφιών γύρω από τον οικισμό χρησιμοποιείται το νερό των πηγών καθώς και το βρόχινο νερό. Σε κάποιες περιπτώσεις (Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου Θεσσαλίας) οι γεωργοί εκμεταλλεύονται τις εποχικές πλημμύρες των ποταμών, προκειμένου να εξασφαλίσουν το εύφορο έδαφος της κοίτης τους για την καλλιέργεια κυρίως των σιτηρών.
Εγκατάσταση (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά ο αριθμός των νέων θέσεων αυξάνεται αισθητά τόσο στη Θεσσαλία όσο και στο νότιο Αιγαίο. Στη Θεσσαλία πληθαίνει ο αριθμός των οικισμών στα πεδινά, ενώ η κατοίκηση στα ορεινά περιορίζεται. Η αύξηση της εγκατάστασης στα πεδινά υποδηλώνει αύξηση του δημογραφικού στοιχείου και πιο συστηματική εκμετάλλευση της γης. Άλλωστε σημειώνεται μία αύξηση νέων, μικρών αγροτικών οικισμών στη Βοιωτία, την Εύβοια, την Αργολίδα και άλλες περιοχές (πεδιάδα Λάρισας).
Παράλληλα, για πρώτη φορά κατοικούνται οι Κυκλάδες (Σάλιαγκος Αντίπαρου, Κεφάλα Κέας, Φτελιά Μυκόνου, Γκρόττα Νάξου κ.ά.). Ο εποικισμός των νησιών μόνο κατά τις τελευταίες περιόδους της Νεολιθικής δεν οφείλεται στην έλλειψη γνώσης ναυσιπλοΐας και εμπειρίας, αφού οι επισκέψεις στη Μήλο για την προμήθεια οψιανού είχαν ήδη ξεκινήσει από την Ανώτερη Παλαιολιθική και συνεχίστηκαν καθ όλη την διάρκεια της Νεολιθικής. Φαίνεται πως εκείνο που απέτρεψε το νεολιθικό άνθρωπο να εποικίσει μόνιμα τα νησιά στις αρχές της περιόδου ήταν τα άγονα σχετικά εδάφη και η περιορισμένη χλωρίδα τους.
Η εμφάνιση των νέων αυτών οικισμών, που ας σημειωθεί βρίσκονται σε περιφερειακές αγροτικές ζώνες (λόφους ή ακτές), μαρτυρεί εντατικοποίηση της παραγωγής και συνεπάγεται αλλαγές στην κατανομή των παραγωγικών δραστηριοτήτων στο χώρο. Υποδηλώνει επίσης την αύξουσα βαρύτητα της θέσης του νότιου Αιγαίου στις κοινωνικές εξελίξεις που διαμορφώνονται στη Νεότερη Νεολιθική. Στα τέλη της Νεολιθικής (Τελική Νεολιθική) σημειώνεται μία αισθητή αύξηση κατοίκησης σπηλαίων στο νότιο Αιγαίο (Θαρρουνίων Εύβοιας, Κίτσου Αττικής, Αλεπότρυπας Διρού, Ζα Νάξου κ.ά.).
Η προτίμηση αυτή έχει συνδεθεί με την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και ιδιαίτερα με αλλαγές στη χρήση των ζώων (εκτροφή για το γάλα, το δέρμα και το μαλλί τους). Εικάζεται ότι η αυξανόμενη αποψίλωση των πιο προσιτών ορεινών περιοχών θα άνοιξε νέους τόπους κατάλληλους για τη βοσκή μεγαλύτερων κοπαδιών. Μάλιστα, η αύξηση του αριθμού των οστών αγελάδων και αιγών που παρατηρείται σε πολλούς οικισμούς αυτήν την εποχή έχει ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης χρήσης των ζώων αυτών, γεγονός που εν μέρει επέτρεψε η δημιουργία περισσότερων θαμνώδων περιοχών μετά την υποχώρηση των δασών.
Από την άλλη πλευρά, η χρήση των ζώων για την απόσπαση και άλλων προϊόντων εκτός από το κρέας τους σίγουρα θα σηματοδότησε μεγάλες αλλαγές στην οικονομία του νεολιθικού χωριού (ανάπτυξη υφαντικής, τυροκομικής κ.ά.). Οι περιορισμένες ενδείξεις όμως που έχουμε από τα δεδομένα των μέχρι τώρα ανασκαμμένων νεολιθικών οικισμών δε συνηγορούν υπέρ της τόσο πρώιμης υιοθέτησης των αλλαγών χρήσης του ζωικού κεφαλαίου. Σαφείς αλλαγές μαρτυρούνται από την επόμενη περίοδο (Πρώιμη εποχή του Χαλκού) και μετά. Έτσι, η αιτία της ξαφνικής στροφής προς τα σπήλαια στα τέλη της Νεολιθικής παραμένει ακόμα ασαφής
Καλλιέργεια (Προκεραμική Νεολιθική και Μέση Νεολιθική)
Κύριο μέλημα των μελών της Νεολιθικής κοινότητας είναι η εξασφάλιση της πετυχημένης σοδειάς. Καλλιεργούν φυτά ήμερης μορφής (επτά είδη δημητριακών και πέντε είδη οσπρίων) και τρώνε το κρέας εξημερωμένων ζώων (αιγοπροβάτων, χοίρου, βοοειδών και πιθανότατα σκύλου). Άγριες μορφές των καλλιεργημένων ειδών δε συναντώνται στα κατάλοιπα των οικισμών, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της μεταφοράς και χρήσης των ήδη εξημερωμένων μορφών στον οικισμό από την αρχή της εγκατάστασης.
Από τα δημητριακά καλλιεργούν συχνότερα το δίκοκκο σιτάρι, ενώ παράλληλα συναντώνται το μονόκοκκο σιτάρι και το σιτάρι αρτοποιίας (Σέσκλο, Σιταγροί). Το κριθάρι καλλιεργείται περισσότερο στο νότιο Αιγαίο, λόγω της προσαρμοστικότητάς του στα ξηρότερα κλίματα. Με τον καιρό, οι γεωργοί προτιμούν το εξάστοιχο από το δίστοιχο κριθάρι, ενώ καλλιεργούν κεχρί (Άργισσα Θεσσαλίας, Χαιρώνεια), βρώμη (Αχίλλειο και Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου Θεσσαλίας, Θαρρούνια Εύβοιας) και λιγότερο συχνά σίκαλη (Θαρρούνια Εύβοιας). Από τα όσπρια καλλιεργούν μπιζέλια, φακή και φάβα.
Κάποιοι οικισμοί καλλιεργούν χωριστά τα δημητριακά από τα όσπρια (εναλλακτική καλλιέργεια, Σέσκλο και Πρόδρομος), ενώ αλλού προτιμούν τη μικτή καλλιέργεια (Γεντίκι, Άργισσα Θεσσαλίας). Υπάρχουν ενδείξεις, τέλος, ότι μερικοί οικισμοί (Νέα Νικομήδεια, Μαγούλα Μπαλωμένου) καλλιεργούσαν αποκλειστικά ένα μόνο είδος σιταριού, γεγονός που μαρτυρεί πιθανότατα πρώιμη εξειδίκευση στις καλλιέργειες. Για λίπασμα των χωραφιών χρησιμοποιείται η κοπριά των ζώων που συντηρούνται μέσα στον οικισμό.
Τα ζώα χρησιμοποιούνται μόνο για το κρέας τους, καθώς η εκμετάλλευσή τους για την απόκτηση δευτερογενών προϊόντων (μαλλί, τυρί, γάλα, μεταφορά) απουσιάζει αυτήν την εποχή. Στις παραθαλάσσιες περιοχές, οι κάτοικοι αλιεύουν ψάρια (τόνο, ροφό, κολιό, τσιπούρα, μπακαλιάρο) και μαλάκια (γαστερόποδα και δίθυρα). Τα εκατοντάδες λείψανα απανθρακωμένων σπόρων και οστών ζώων και ψαριών που βρίσκουμε στους ανασκαμμένους νεολιθικούς οικισμούς σήμερα μας βοηθούν να ανασυνθέσουμε σε αδρές γραμμές τα βασικά στοιχεία της πρώιμης αυτής μορφής γεωργοκτηνοτροφίας του Αιγαίου.
Καλλιέργεια (Τελική Νεολιθική)
Από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά παρατηρείται σταδιακή βελτίωση της παραγωγής, που συνίσταται:
- Στην καλλιέργεια ποικιλίας ειδών, όπως νέων ειδών οσπρίων (ρεβύθια, κουκιά), και στη μεγαλύτερη χρήση του εξάστοιχου κριθαριού και του σιταριού αρτοποιίας για την παρασκευή του ψωμιού. Αυξάνεται επίσης η χρήση του αμπελιού και της ελιάς, πιθανότατα όμως στην άγριά τους μορφή.
- Στην εκμετάλλευση νέων, λιγότερο εύφορων εδαφών.
- Στη σταδιακή υιοθέτηση τεχνικών, όπως το όργωμα και η χρησιμοποίηση της εργατικής δύναμης των ζώων.
Κοσμολογία (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι μικρού σχετικά μεγέθους, ώστε να καλύπτουν ως επί το πλείστον τις ετήσιες ανάγκες των μελών του οικισμού. Οι εκτάσεις αυτές βρίσκονται μέσα ή σε μικρή απόσταση από τον οικισμό. Σε αντίθεση δηλαδή με ό,τι συμβαίνει σήμερα στην αγροτική ύπαιθρο, όπου μεγάλες αποστάσεις μεσολαβούν μεταξύ οικισμών και χωραφιών, ο αγροτικός χώρος της νεολιθικής κοινότητας δεν απέχει πολύ από τον οικισμό.
Τα ζώα που συντηρούνται κοντά ή μέσα στον οικισμό είναι λίγα (κυρίως αιγοπρόβατα) και χρησιμεύουν μόνο για το κρέας τους. Ο περιορισμένος αριθμός τους αλλά και η μικρή σχετικά διάρκεια ζωής τους (σφάζονται σε νεαρή ηλικία) δεν καθιστούν αναγκαία τη μετακίνησή τους σε μακρινούς ορεινούς βοσκότοπους κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, όπως συμβαίνει σήμερα. Άλλωστε, τα βουνά και οι υψηλότερες περιοχές καλύπτονταν από δασώδη βλάστηση και δεν υπήρχαν διαθέσιμοι ανοιχτοί χώροι που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βοσκότοποι.
Έτσι, τα ζώα τρέφονταν με τα άχυρα που προέρχονταν από την επεξεργασία των δημητριακών. Δεν αποκλείεται βέβαια κάποιες μετακινήσεις μικρών κοπαδιών να γίνονταν στα πεδινά και κυρίως στις εύφορες προσχώσεις των μεγαλύτερων ποταμών, όπως ο Πηνειός. Σε αυτές τις περιπτώσεις, και για κάποιους οικισμούς (Πρόδρομος δυτικής Θεσσαλίας) εικάζεται ότι η μετακίνηση γινόταν σε ετήσια βάση, γεγονός που υποδηλώνει και τον εποχικό χαρακτήρα αυτών των οικισμών.
Πάντως, κατά κανόνα, η πλειοψηφία των εγκαταστάσεων ήταν μόνιμου χαρακτήρα, με αποτέλεσμα οι μετακινήσεις των γεωργοκτηνοτρόφων να περιορίζονται στην ανεύρεση ξυλείας και άγριας μορφής χλωρίδας και πανίδας σε μικρή ακτίνα από τον οικισμό. Έτσι, οικισμός και αγροτικός χώρος καταμετρούνται στη νεολιθική συνείδηση ως συμπληρωματικά στοιχεία ενός ενιαίου χώρου που βρίσκεται σε φυσική και συμβολική σύνδεση με την κοινότητα. Παράλληλα, ο ζωτικός χώρος γύρω από τον οικισμό αναδεικνύεται στον ενδιάμεσο χώρο που μεσολαβεί μεταξύ του οικισμού και του τοπίου που απλώνεται πέρα απ αυτόν.
Συνιστά το φυσικό και συμβολικό όριο της κοινότητας πάνω στο οποίο εδραιώνεται η διάκριση "εμείς / άλλοι". Μερικές φορές (Σέσκλο, Μέση Νεολιθική), τείχη ή τάφροι που κτίζονται ανάμεσα στον οικισμό και τον περιβάλλοντα αγροτικό χώρο αποτελούν τη φυσική πραγμάτωση της συμβολικής αυτής διάκρισης. Ο φυσικός χώρος, η τροφή και οι γονιμικές δυνάμεις της φύσης (βροχή, εποχικές πλημμύρες) που την εξασφαλίζουν ανασημασιοδοτούνται στην κοσμολογία της νεολιθικής κοινότητας.
Η συμβολική σημασία των φυσικών δυνάμεων και η επίκληση της εύνοιάς τους αναδεικνύονται καθοριστικά στοιχεία των εθιμικών τελετουργιών που σχετίζονται με τη γονιμότητα, την επιτυχία της σοδειάς και τη διαιώνιση του οικισμού. Η γονιμική διάσταση της φύσης αντανακλάται και στις αναπαραστάσεις του ζωικού κόσμου στον πηλό. Τα ζωόμορφα ειδώλια της Νεολιθικής αποτελούν σχηματικές αναπαραστάσεις της νεολιθικής εξημερωμένης πανίδας, οργανικά κατάλοιπα της οποίας ανευρίσκουμε στους οικισμούς.
Όπως τα ανθρωπόμορφα ειδώλια, εντοπίζονται κι αυτά σε οικιακά συμφραζόμενα (αποθηκευτικούς και τροφοπαρασκευαστικούς χώρους και φούρνους), γεγονός που ενισχύει τη στενή σχέση τους με τις επιδιώξεις της κοινότητας -συμβολική, αποτροπαϊκή σημασία (;)- για την εξασφάλιση της τροφής -ζωικού κρέατος (;)
Οι πρώτοι οικισμοί
Στην αυγή της Νεολιθικής (Πρώιμη Νεολιθική, 6000 π.Χ.), η Θεσσαλία συγκεντρώνει το μεγαλύτερο πληθυσμό γεωργών, καθώς ένας μικρός αλλά σημαντικός αριθμός θέσεων ιδρύεται στην ανατολική και τη δυτική θεσσαλική πεδιάδα: Άργισσα, Αχχίλειο, Πρόδρομος, Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, Οτζάκι, Μεγάλη Βρύση Τυρνάβου.
Αραιότερη είναι η εγκατάσταση στην ηπειρωτική και παράκτια χώρα του νότιου Αιγαίου (ο οικισμός των Αλών και της Ελάτειας στη Στερεά Ελλάδα, η Ακράτα στην Πελοπόννησο, η Κνωσός στην Κρήτη), όπου οι οικισμοί, χτισμένοι σε πεδινό και εύφορο έδαφος, δε βρίσκονται μακριά από τις ακτές. Στη Μακεδονία οι πρώιμες εγκαταστάσεις είναι περιορισμένες αλλά αυξάνονται από τη Μέση Νεολιθική και μετά (Νέα Νικομήδεια Βέροιας, Σέρβια). Οι Κυκλάδες δεν κατοικούνται στις πρώιμες περιόδους της Νεολιθικής.
Βλάστηση
Ο πλέον διαδεδομένος τρόπος προσδιορισμού της χλωρίδας κατά τη διάρκεια της μετάβασης από την Πλειστόκαινο στην Ολόκαινο είναι η μελέτη της γύρης της χλωρίδας μιας ευρύτερης περιοχής που εναποτέθηκε και διασώθηκε σε κατάλληλες συνθήκες διατήρησης οργανικών υλών, συνήθως σε λίμνη ή έλος. Η επιστήμη λέγεται παλυνολογία (παλύνω: πασπαλίζω) και βασίζεται στην απόσπαση καρότων (πυρηνοληψία) από λιμναίες και ελώδεις αποθέσεις, στη μελέτη και αναγνώριση των κόκκων γύρης που εμπεριέχονται σ αυτά και στη σύνταξη διαγραμμάτων γύρης που πληροφορούν για τη χλωρίδα της ευρύτερης περιοχής σε μεγάλες χρονικές κλίμακες.
Τα παλυνολογικά συμπεράσματα που αφορούν τη χλωρίδα του Ελλαδικού χώρου στις αρχές της Ολόκαινου προέρχονται από πυρηνοληψίες που έγιναν τα τελευταία 30 χρόνια στις περιοχές της Έδεσσας, των Φιλλίπων, των Ιωαννίνων, της Χειμαδίτιδας, της Καστοριάς, της Κωπαΐδας, της Παραλίμνης Βοιωτίας, του Φράγχθι Ερμιονίδας και των Χανίων. Έτσι, σήμερα μπορούμε να διαγράψουμε τις αλλαγές της χλωρίδας που σημειώθηκαν στο Αιγαίο μετά το τέλος των παγετώνων, και οφείλονται σε κλιματολογικές μεταβολές, αλλά και τις αλλαγές που ακολούθησαν την ανθρώπινη εγκατάσταση και οφείλονται στην αποψίλωση των δασών και σε ανθρώπινη παρέμβαση.
Γνωρίζουμε επίσης ότι η νέα χλωρίδα δεν επεκτάθηκε παντού το ίδιο αλλά διέφερε από περιοχή σε περιοχή. Οι ανατολικές και νότιες περιοχές της Ελλάδας (Μακεδονία, Θεσσαλία, ανατολική Στερεά και Πελοπόννησος) σκεπάζονταν από αραιότερη δασώδη βλάστηση απ ό,τι οι δυτικές που χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη βροχόπτωση. Δάση δρυός κάλυπταν τα χαμηλότερα μέρη της Θεσσαλίας, ενώ κωνοφόρα δένδρα (έλατα και πεύκα) σκέπαζαν τις υψηλότερες και ψυχρότερες πλαγιές των ορεινών όγκων. Η Δυτική Πελοπόννησος καλυπτόταν από πυκνότερα δάση σε σχέση με την ανατολική και την Κεντρική Πελοπόννησο, όπου το ξηρότερο κλίμα δεν ευνοούσε την επέκτασή τους.
Εργαλειακός Εξοπλισμός
Οι πελέκεις και οι αξίνες αποτελούσαν δύο βασικές κατηγορίες εργαλείων, τα οποία χρησιμοποιούσε ο γεωργός της Πρώιμης Νεολιθικής εποχής για την αποψίλωση του δάσους αλλά και για άλλες ξυλουργικές εργασίες. Κατασκευάζονταν από ποτάμιες πέτρες, τις οποίες συνέλεγαν οι κάτοικοι μιας κοινότητας όταν επισκέπτονταν τις ποτάμιες αποθέσεις, που βρίσκονταν όχι σε μεγάλη απόσταση από τον οικισμό τους. Τα υλικά ήταν συνήθως μεταμορφικά πετρώματα κοκκώδους ή σχιστώδους υφής (σερπεντίνες, σχιστοσερπεντίνες, μικροδιορίτες, κ.ά.).
Τα εργαλεία κατασκευάζονταν με λείανση και τριβή της επιφάνειας του πετρώματος με τη βοήθεια νερού και άμμου, διαδικασία δύο και τριών ωρών. Αρχικά, διαμόρφωναν τη σκληρή επιφάνεια του πετρώματος με σφυροκόπημα και κατόπιν την λείαιναν. Στα πιο σκληρά πετρώματα περιόριζαν τη λείανση μόνο στην κόψη, ενώ στα μαλακότερα λείαιναν όλη την επιφάνεια του εργαλείου. Κατόπιν, σφήνωναν το εργαλείο σε λαβή (στειλεό) από ξύλο ή ελαφοκέρας, στο οποίο είχε διαμορφωθεί κατάλληλη υποδοχή. Στη Νεότερη Νεολιθική τα συστήματα στειλέωσης παρουσίασαν περισσότερες παραλλαγές και έγιναν πιο σύνθετα.
Ανάλογα με τη χρήση τους, οι πελέκεις και οι αξίνες είχαν διαφορετικά μεγέθη και μορφολογία. Οι πελέκεις ή οι σφηνοπελέκεις κατασκευάζονταν συνήθως από σκληρά μικροκρυσταλλικά πετρώματα και είχαν συμμετρική κόψη που τοποθετούνταν σε θέση παράλληλη της λαβής. Οι αξίνες κατασκευάζονταν σε πιο μαλακά πετρώματα και είχαν ασσυμετρική, λοξότμητη κόψη που τοποθετούνταν εγκάρσια της λαβής. Ένας μεγάλος αριθμός διάφορων τύπων τέτοιων εργαλείων προέρχεται από τις νεολιθικές κοινότητες του Αιγαίου που έχουν ανασκαφεί, ενώ διάσπαρτος από πελέκεις και αξίνες είναι συνήθως ο χώρος γύρω από οικισμούς που δεν έχουν ανασκαφεί ακόμα.
Ζωόμορφα Ειδώλια
Ένας μεγάλος αριθμός ζωόμορφων ειδωλίων προέρχεται από ανασκαμμένες θέσεις της Θεσσαλίας αλλά και του νότιου Αιγαίου. Απεικονίζουν ζώα ήμερης μορφής, τα οστά των οποίων συναντώνται και στους οικισμούς: αιγοπρόβατα, βοοειδή, χοίρους και σκυλιά. Σπάνια αναπαρίστανται τα άγρια ζώα. Τα ειδώλια είναι κατασκευασμένα από πηλό και σπανιότερα από λίθο, οστό ή όστρεο. Μερικά απ αυτά ήταν προσαρμοσμένα σε σκεύη, άλλα είχαν οπή για ανάρτηση, ενώ τα περισσότερα ήταν αυτοτελή και στέκονταν στα πόδια τους.
Τα ζώα παρουσιάζονται συνήθως όρθια και ακίνητα, ενώ πιο σπάνια είναι τα δικέφαλα (σκύλοι σε συνουσία και τα έγκυα ζώα. Οι λεπτομέρειες του σώματος αποδίδονται συνήθως με χρώμα (γραπτή διακόσμηση) και εγχαράξεις.
Κοσμολογία (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Η διεύρυνση των παλαιότερων δικτύων και η εμφάνιση νέων στα τέλη της Νεολιθικής οδήγησαν στη σταδιακή μεταβολή της θέσης των οικισμών στο ευρύτερο για την εποχή σύστημα ιεραρχίας και επικοινωνίας. Υπό το νέο καθεστώς συγκροτούνται νέα δίκτυα επικοινωνίας, ενισχύονται περισσότερο τα τοπικά δίκτυα που περιορίζονται σε ορισμένους τόπους στη βάση κλειστών συστημάτων επικοινωνίας (ανατολική Θεσσαλία), ενώ διευρύνονται ακόμα περισσότερο τα δίκτυα "διεθνούς" εμβέλειας (βαλκανικό δίκτυο).
Μέσα σ αυτό το νέο κλίμα η θέση του νότιου αλλά και του βορειοδυτικού Αιγαίου (Πολιόχνη Λήμνου, Εμποριό Χίου), καθώς και των ακτών της κεντρικής ηπειρωτικής χώρας (Πευκάκια Θεσσαλίας, νότια Εύβοια), ενισχύεται σημαντικά, αφού οι περιοχές αυτές συμμετέχουν ενεργά στους θαλάσσιους δρόμους επικοινωνίας που αναπτύσσονται αυτήν την εποχή. Οι εξελίξεις αυτές συντέλεσαν ώστε να μεταβληθούν σταδιακά το νότιο Αιγαίο αλλά και οι παραθαλάσσιες περιοχές του υπόλοιπου αιγαιακού χώρου σε κέντρα των πολιτιστικών εξελίξεων.
Η αύξηση των οικισμών και η εξάπλωση της κατοίκησης στις μικρότερες, περιφερειακές, πεδινές ζώνες της Θεσσαλίας και στα σπήλαια του νότιου Αιγαίου στα τέλη της Νεολιθικής φαίνεται πως σηματοδοτεί εξάλλου νέες σχέσεις μεταξύ της κοινότητας και του φυσικού χώρου. Η αύξηση της κατοίκησης συνέβαλε στη σταδιακή ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ των οικισμών και του ζωτικού τους χώρου, τα όρια που μεσολαβούν μεταξύ των κατοικημένων οικισμών γίνονται λιγότερο σαφή, ενώ ο φυσικός χώρος που αντιστοιχεί σε κάθε οικισμό μειώνεται.
Στην ανατολική Θεσσαλία, για παράδειγμα, γύρω από τον οικισμό του Σέσκλου σημειώνεται εγκατάσταση τόσο σε κοντινή απόσταση από τον οικισμό, στη θέση Πύργος, μόλις 250 μέτρα από το Σέσκλο, όσο και στα όρια των πεδιάδων που ήλεγχε παλαιότερα το Σέσκλο (Σπαρτιά και Παλαιόκαστρο). Η αυξανόμενη εμφάνιση τάφρων και τειχών γύρω από τους οικισμούς την περίοδο αυτή ίσως να οφείλεται στην ανάγκη περιφρούρησης και περιχαράκωσης του κυρίως οικιστικού ιστού από τυχόν ενέργειες που αμφισβητούν την υπόστασή του.
Αν και ο οχυρωματικός χαρακτήρας των κατασκευών αυτών δεν είναι επιβεβαιωμένος, η λειτουργία τους είναι σίγουρα χωροταξική, αφού διαχωρίζουν με φυσικό αλλά και συμβολικό τρόπο τον οικισμό ή μέρος του οικισμού από τον περιβάλλοντα χώρο. Η επικάλυψη λοιπόν των φυσικών ορίων και των χώρων που προσλαμβάνονται ως μέρος του οικισμού θα συνέβαλε σταδιακά στη δημιουργία ενός πιο ανταγωνιστικού κοινωνικού χώρου και θα συνέτεινε στην ανεύρεση νέων πεδίων επικοινωνίας και εδραίωσης της ταυτότητας των οικισμών. Πράγματι, η εντατικοποίηση των δικτύων ανταλλαγής και επικοινωνίας που σημειώνεται αυτήν την εποχή μαρτυρεί την εμφάνιση ενός πιο διασπασμένου και αβέβαιου νεολιθικού κόσμου.
Σπήλαια
Πολλά είναι τα σπήλαια που παρουσιάζουν ίχνη κατοίκησης κατά την Τελική Νεολιθική (Κίτσου και Μαραθώνα Αττικής, Θαρρούνια Εύβοιας, Ζα Νάξου, Αλεπότρυπας Διρού, Άγιο Γάλας Χίου, Αγίου Βαρθολομαίου Λέσβου, Καλυθιές Ρόδου κ.ά). Η λειτουργία τους δεν έχει εξακριβωθεί με σαφήνεια και πολλές απόψεις επικρατούν. Πρόκειται για σπήλαια όπου διέμεναν κτηνοτρόφοι σε εποχική βάση ή είχαν άλλη λειτουργία;
Πολλά από τα σπήλαια αυτά βρίσκονται σε μεγάλα υψόμετρα, με δύσκολη πρόσβαση, έχουν μεγάλο βάθος και είναι μακριά από πηγές νερού. Η ανεύρεση αντικειμένων υψηλής ανταλλακτικής αξίας (χρυσά κοσμήματα, υψηλής ποιότητας κεραμική, κοσμήματα, προϊόντα πρώιμης μεταλλοτεχνίας και αιχμές βελών από λεπτόκοκκο και αλλογενή πυριτόλιθο) αλλά και ανθρώπινων οστών προσδίδουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στα σπήλαια αυτά και μαρτυρούν την ξεχωριστή θέση τους στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο του Αιγαίου.
Μόνο στη σπηλιά του Κίτσου αναγνωρίστηκαν μεμονωμένα οστά που ανήκαν σε δεκαοκτώ άτομα, ενώ στις Καλυθιές της Ρόδου διακρίθηκαν ορισμένες μόνο κατηγορίες οστών που ανήκαν σε σύνολο οκτώ ατόμων νεαρής ηλικίας. Στη βάση των ευρημάτων αυτών, προτάθηκε ότι τα σπήλαια δε χρησίμευαν μόνο ως χώροι κατοικίας ή ως κτηνοτροφικές μονάδες αλλά και ότι η λειτουργία τους ήταν ταφική και κατ επέκταση λατρευτική. Ίσως η παρουσία υπόγειων νερών στα σπήλαια αυτά και η δύσκολα προσβάσιμη τοποθεσία τους δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για μία λατρευτική σημασιοδότηση των χώρων αυτών από το Νεολιθικό άνθρωπο.
Πάντως, τα σπάνια ευρήματα που εντοπίζονται σήμερα στο εσωτερικό των σπηλαίων φανερώνουν την ενεργό συμμετοχή αλλά και την ιδιαίτερη θέση των χρηστών - κατοίκων των σπηλαίων αυτών στα διεθνή συστήματα ανταλλαγής. Τα σπήλαια του νότιου Αιγαίου στα τέλη της Νεολιθικής χαρακτηρίζονται ως "Κεντρικοί τόποι" (Central places) των διεθνών αλυσίδων ανταλλαγών που εκτείνονται από τα Βαλκάνια μέχρι το νότιο Αιγαίο.
Η λειτουργία τέτοιων κεντρικών τόπων θα ήταν να ενισχύουν το αίσθημα της συλλογικότητας σε ένα νησιωτικό χώρο όπου η αγροτική παραγωγή θα ήταν τουλάχιστον αβέβαιη και σε έναν ευρύτερο κοινωνικό χώρο που προμήνυε τη διάσπαση σε πολυκεντρικές συμμαχίες και σχέσεις ανταλλαγών.
Το Δίκτυο Διακίνησης Οψιανού
Ο οψιανός, μαύρο ηφαιστιογενές πέτρωμα υαλώδους υφής, έχει περιορισμένο αριθμό πηγών προέλευσης στον ελλαδικό χώρο (Μήλος, Αντίπαρος και Γιαλί Νισύρου). Ο οψιανός βρέθηκε για πρώτη φορά στα στρώματα της Ανώτερης Παλαιολιθικής και Μεσολιθικής του σπηλαίου Φράγχθι Ερμιονίδας στα τέλη της 7ης χιλιετίας.
Όπως απέδειξαν χημικές αναλύσεις (με τη μέθοδο της οπτικής φασματογραφίας) δειγμάτων οψιανού, τόσο από το Φράγχθι όσο και από άλλες νεολιθικές θέσεις του Αιγαίου, ο οψιανός που διακινούνταν στη NΝολιθική αλλά και την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (ΠΕΧ) είχε προέλευση από τη Μήλο. Ο μηλιακός οψιανός συναντάται σε δύο θέσεις του νησιού, Νύχια και Δεμενεγάκι στη μορφή σβόλων είτε διασκορπισμένων στην επιφάνεια του εδάφους είτε σφηνωμένων μέσα σε αποθέσεις ηφαιστιογενούς τέφρας.
Ο μηχανισμός διακίνησης του οψιανού παραμένει για μας σήμερα ελάχιστα γνωστός. Η περιορισμένη όμως προέλευση του οψιανού, η διακίνησή του μέσα στα όρια του Ελλαδικού χώρου αλλά και η χρήση του για την κατασκευή εργαλείων καθημερινής λειτουργίας υποδηλώνουν ότι τα δίκτυα διακίνησής του ήταν μέτριας κλίμακας και αφορούσαν τη μεταφορά χρηστικών αντικειμένων και πρώτων υλών με σκοπό την κάλυψη αναγκών σε περίπτωση έλλειψής τους.
Το πέτρωμα αυτό δεν είχε σταθερή ανταλλακτική αξία κατά τη διάρκεια των συναλλαγών, όπως φαίνεται από την ποικιλία του τρόπου εισαγωγής του σε οικισμούς της ίδιας εποχής και περιοχής. Η σταθερή εμμονή όμως των Νεολιθικών θέσεων για την εισαγωγή του οψιανού αλλά και η εξάπλωσή του προς Βορρά κατά τη Νεότερη Νεολιθική υπογραμμίζουν ότι η αξία του αυξήθηκε και έλαβε νέες διαστάσεις στα τέλη της Νεολιθικής.
Η αύξηση της ανταλλακτικής αξίας του οψιανού οφείλεται επίσης και στον περιορισμένο βαθμό παραγωγής του, τουλάχιστον στις αρχές της Νεολιθικής. Λόγω του περιορισμένου χαρακτήρα της προέλευσης του οψιανού αλλά και των τεχνικών απαιτήσεων του τρόπου επεξεργασίας του, η διακίνηση του βρέθηκε από πολύ νωρίς στα χέρια έμπειρων τεχνικών που έλεγχαν όλα τα στάδια παραγωγής, από την προετοιμασία των πυρήνων μέχρι την απόσπαση των λεπίδων.
Όψεις Συλλογικής Ταυτότητας
Στον κοινωνικό χώρο της Νεολιθικής εποχής, η κοινότητα συνιστά την ανώτερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης ανθρώπινων ομάδων. Κανένα στοιχείο δε μαρτυρεί κάποια πρόωρης μορφής πολιτειακή ή πολιτική οργάνωση που να ξεπερνά εκείνη της κοινότητας / οικισμού. Ωστόσο, το κύτταρο της κοινωνικής οργάνωσης εντός των ορίων της κοινότητας είναι η διευρυμένη οικογένεια και το νοικοκυριό της.
Στην αρχιτεκτονική αλλά και στην οικιστική διάρθρωση του εσωτερικού χώρου των οικισμών που έχουν ανασκαφεί στο Αιγαίο συναντάμε όλες εκείνες τις ενδείξεις που μαρτυρούν τη δομή της κοινότητας και της οικογένειας και την απουσία ιεραρχικής οργάνωσης κατά τη Νεολιθική εποχή.
Οικιστική Οργάνωση
Ο δομημένος οικισμός αποτελεί τη φυσική έκφραση της κοινοτικής και συλλογικής ταυτότητας στο χώρο. Η μορφή (κάθετη ή οριζόντια κατοίκηση), το ύψος και τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του οικισμένου χώρου υποδηλώνουν τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, άρα και την ταυτότητα του οικισμού. Στο Αιγαίο, η γεωμορφολογική και περιβαλλοντική ιδιαιτερότητα των περιοχών οδήγησε σε διαφορετικές πορείες συγκρότησης της ταυτότητας του οικισμού σε σχέση με το χώρο σε κάθε περιοχή.
Θεσσαλία (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Στη Θεσσαλία, οι πρώτοι μόνιμοι οικισμοί χτίζονται πάνω σε λόφους ή κοντά σε αλλουβιακές αποθέσεις ποταμών και κατοικούνται διαδοχικά στο χρόνο. Η συνεχής κατοίκηση στον ίδιο χώρο και τα επάλληλα στρώματα κατοίκησης οδηγούν στη δημιουργία τεχνικών γηλόφων (μαγούλες στη Θεσσαλία, τούμπες στην Μακεδονία). Οι λόφοι αυτοί είναι διάσπαρτοι σήμερα στο θεσσαλικό πεδίο (Άργισσα Μαγούλα, Σέσκλο, Διμήνι, Οτζάκι Μαγούλα κ.ά.) και ξεχωρίζουν στην πεδιάδα από το ύψος τους. Ανήκουν σε όλες τις φάσεις της Νεολιθικής και αποτελούν σημάδια ενός άλλοτε πυκνοκατοικημένου και ζωντανού κοινωνικού χώρου.
Η εμμονή κατοίκησης του ίδιου χώρου μέσα στο χρόνο που παρατηρείται στη Θεσσαλία (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική) είναι δηλωτική της σταθερής προτίμησης του οικισμού για την εύφορη γη που τον περιβάλλει, αλλά μαρτυρεί και τον ιδιαίτερο τρόπο συγκρότησης της ομάδας που κατοικεί σ' αυτόν. Ίσως η διαδοχική κατοίκηση να υποδηλώνει σταδιακά τη μακρά ιθαγένεια των οικογενειών του οικισμού και τη στενή τους σχέση με το παρελθόν, συμβολισμοί απαραίτητοι σε έναν κόσμο που η διαπραγμάτευση της ταυτότητας θεμελιώνεται στη διάρκεια της στο χρόνο.
Δε γνωρίζουμε βέβαια αν κάτι τέτοιο ισχύει στη Νεολιθική, υποθέτουμε όμως ότι η διαδοχική κατοίκηση στον ίδιο τόπο θα οδήγησε σταδιακά στη σύσφιγξη των δεσμών του ανθρώπου με το χώρο και στην ανάπτυξη των πρώτων συστημάτων ιδιοκτησίας, σε συμβολικό επίπεδο τουλάχιστον αρχικά. Η στενή σχέση του χρόνου ζωής του οικισμού και της συνέχειας της ταυτότητας στο χώρο κατά την Πρώιμη και Μέση Νεολιθική στη Θεσσαλία είναι λοιπόν η βασική συνισταμένη της ταυτότητας του νεολιθικού οικισμού στην περιοχή αυτή.
Όπου δε στη Θεσσαλία εμφανίζεται ο τύπος του οικισμού που απλώνεται οριζόντια στο χώρο και δε σχηματίζει μαγούλα (Σέσκλο Β, όπως και οικισμοί της ΝΝ) υπάρχουν ενδείξεις για ασυνεχή εγκατάσταση, άρα και μικρή χρονικά σύνδεση με το χώρο. Η θεμελίωση της ταυτότητας των οικισμών της Θεσσαλίας στη συνέχεια της χρήσης του ίδιου χώρου κατά τις δύο πρώτες περιόδους ενισχύεται και από δύο άλλα χαρακτηριστικά της οργάνωσης του χώρου στην ίδια περιοχή:
- Την περιορισμένη ύπαρξη περιβόλων ή τάφρων που να περιχαρακώνουν τον οικισμό. Πράγματι, ο μικρός αριθμός των τειχών και τάφρων στη Θεσσαλία στις αρχές της Νεολιθικής μαρτυρεί ότι η φυσική οριοθέτηση του χώρου γύρω από τον οικισμό δε συνιστά ακόμα ζήτημα πρωταρχικής σημασίας και υποδηλώνει την ύπαρξη εναλλακτικών τρόπων οριοθέτησης του ζωτικού χώρου (συμβολική σύνδεση με τη γη διαμέσου των προγόνων ή στη βάση της παλαιότητας της κατοίκησης κ.ά.).
- Tην απουσία χώρων ταφής των νεκρών εκτός των ορίων του οικισμού.
Η φυσική ενσωμάτωση των νεκρών εντός των ορίων του οικισμού και η έλλειψη νεκροταφείων, ειδικών δηλαδή χώρων ταφής με σαφή διάκριση από τον κατοικημένο χώρο, μαρτυρεί τη στενή σχέση του ζώντος οικισμού με τους προγόνους του και το παρελθόν του. Οι νεκροί συνδέονται για πάντα με το χώρο κατοικίας της βασικής κοινωνικής μονάδας, της οικογένειας, και προσλαμβάνονται ως αναπόσπαστο μέρος της. Το φαινόμενο βέβαια της ταφής των νεκρών εντός των οικιών συνιστά διαδεδομένη πρακτική στις αρχές της Νεολιθικής και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου και δεν πρέπει να συνδέεται μόνο με τους οικισμούς μεγάλης διάρκειας.
Θεσσαλία (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά, σημαντικές διαφοροποιήσεις που επισημαίνονται στην οργάνωση του χώρου μαρτυρούν κοινωνικές αλλαγές τόσο σε ενδοκοινοτικό όσο και σε διακοινοτικό επίπεδο. Γενικεύεται καταρχήν η διάνοιξη τάφρων και η κατασκευή περιβόλων σε αρκετές θέσεις της θεσσαλικής πεδιάδας. Η γενίκευση αυτή συμπίπτει χρονικά με την ίδρυση νέων οικισμών (41,4% του συνόλου των οικισμών της Νεότερης Νεολιθικής) και την επέκταση του πληθυσμού σε μικρότερες, περιφερειακές και λιγότερο γόνιμες πεδινές ζώνες.
Αν και δεν είναι πάντα σαφές αν πρόκειται για οχυρώσεις, η αύξηση της παρουσίας των φυσικών αυτών κατασκευών στην πυκνοκατοικημένη νεότερη νεολιθική Θεσσαλία μπορεί να συνδεθεί με μία αυξημένη ανάγκη περιχαράκωσης του οικισμού και οριοθέτησης του ζωτικού του χώρου αυτήν την περίοδο.
Τάφροι και Περίβολοι
Κατά τις πρώιμες περιόδους της Νεολιθικής σημειώνονται σποραδικά ίχνη τοίχων και τάφρων γύρω από τους οικισμούς ή μέρη των οικισμών. Στο Σέσκλο της Θεσσαλίας κτίζονται κάποιοι χαμηλοί τοίχοι στη δυτική πλαγιά της ακρόπολης του οικισμού, πάνω στους οποίους θεμελιώνονται τα οικήματα της πλαγιάς αυτής. Στις θέσεις Σουφλί και Αχίλλειο Θεσσαλίας αλλά και στα Σέρβια Μακεδονίας διαπιστώθηκε η διάνοιξη τάφρων γύρω από τους οικισμούς, ενώ στη Νέα Νικομήδεια Μακεδονίας εντοπίστηκαν λείψανα δύο ομόκεντρων τοίχων.
Η διάνοιξη τάφρων και η κατασκευή περιβόλων γενικεύεται από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά. Στις θέσεις Οτζάκι, Άργισσα και Αράπη Μαγούλα Θεσσαλίας αλλά και στον οικισμό του Μακρύγιαλου Πιερίας τάφροι περιβάλλουν τον κατοικημένο χώρο, ενώ λείψανα τάφρων αναφέρονται και από τον οικισμό Αγία Σοφία Θεσσαλίας. Στο Οτζάκι μάλιστα οι ανασκαφείς διέκριναν την παρουσία πέντε τάφρων και δύο χωμάτινων περιβόλων.
Στις θέσεις Σέσκλο και Διμήνι Θεσσαλίας ένα σύστημα κυκλικών λίθινων περιβόλων περιβάλλει τον οικιστικό πυρήνα, χωρίζοντας το εσωτερικό του σε διακριτές περιοχές παραγωγικής δραστηριότητας. Η λειτουργία τέτοιων κατασκευών -λίθινων περιβόλων και τάφρων- έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως από τους ανασκαφείς - ερευνητές που τις μελετούν.
Ερευνητές
Διαφορετικές ερμηνείες έχουν κατά καιρούς προταθεί σχετικά με τη λειτουργία των περιβόλων και των τάφρων που περιέβαλλαν τους νεολιθικούς οικισμούς. Είναι δε ενδεικτικό ότι οι απόψεις που προβλήθηκαν κατά καιρούς αποτέλεσαν τους πόλους μιας ερμηνευτικής διαδικασίας που ακολούθησε κατά γράμμα τις ευρύτερες εξελίξεις στο χώρο της επιστημολογίας και της θεωρίας της αρχαιολογίας.
Ο Χρήστος Τσούντας, στο βιβλίο του Αι Προϊστορικαί Ακροπόλεις του Διμηνίου και Σέσκλου, στα 1908, υποστήριξε την οχυρωματική λειτουργία των περιβόλων των δύο αυτών οικισμών. Η ερμηνεία του αυτή θεμελιώθηκε στην άποψη περί του αρχετυπικού χαρακτήρα των θέσεων αυτών και της μορφολειτουργικής ομοιότητάς τους με τα μεταγενέστερα μυκηναϊκά ανάκτορα. Εντάσσεται δε η άποψη αυτή στο ευρύτερο ερμηνευτικό φάσμα της θεωρίας της "διάχυσης", που επικράτησε μέχρι και τη δεκαετία του 1960 στην αρχαιολογική θεωρία.
Σύμφωνα με την οπτική γωνία της θεωρίας αυτής, οι μορφολογικές ομοιότητες που επισημαίνονται μεταξύ κτηρίων, διακοσμητικών μοτίβων και άλλων στοιχείων κατανοούνται ως το αποτέλεσμα πολιτισμικών επιβιώσεων και μεταναστεύσεων. Οι μεταναστεύσεις δε ερμηνεύονται ως απόρροια πολεμικών επιδρομών και δημογραφικής ανακατάταξης. Ο οχυρωματικός χαρακτήρας των περιβόλων του Διμηνίου αμφισβητήθηκε αρχικά από το Γ. Χουρμουζιάδη, που ανέσκαψε το χώρο στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η αμφισβήτηση θεμελιώθηκε στα ακόλουθα σημεία:
- Τη μικρή απόσταση μεταξύ των περιβόλων, που θα διευκόλυνε την πρόσβαση των τυχόν εισβολέων.
- Tην παρουσία κτισμάτων που εφάπτονταν στους περιβόλους και που εξασθενούσαν την άμυνα, αφού θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως ελεγχόμενα σημεία πρόσβασης.
- Tο μικρό ύψος των τειχών που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις δε θα πρέπει να ξεπερνούσε το ένα μέτρο.
- Tο μικρό πάχος των περιβόλων, που κυμαινόταν μεταξύ 0,60 - 1,50 μέτρων.
Αντί του αμυντικού χαρακτήρα, ο Χουρμουζιάδης πρότεινε ότι η λειτουργία των περιβόλων ήταν κυρίως χωροταξική, με σκοπό τη διαμόρφωση του οικισμού σε αυτόνομους τομείς "οικοτεχνικής δραστηριότητας" που θα περιέβαλλαν την κεντρική αυλή. Ο κάθε τομέας περιλάμβανε οίκημα, τροφοπαρασκευαστικές και αποθηκευτικές κατασκευές και παραγωγικές - βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, θα λειτουργούσε δηλαδή ως αυτόνομη παραγωγική μονάδα.
Τέλος, η άποψη του Χουρμουζιάδη θεμελιώθηκε στη νεοεξελικτική θεώρηση της δεκαετίας του 1970 που κατανοεί τις νεολιθικές γεωργοκτηνοτροφικές κοινωνίες ως κοινωνίες ισοκατανομής, υπογραμμίζοντας την απουσία των ιστορικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων που θα δικαιολογούσαν την επιθετική συμπεριφορά και τις συγκρούσεις μεταξύ τους.
Επανεξετάζοντας και συνεκτιμώντας όλα τα ανασκαφικά δεδομένα που αφορούν την οργάνωση του χώρου στον οικισμό του Σέσκλου της Μέσης Νεολιθικής περιόδου, ο Κ. Κωτσάκης υποστήριξε επίσης το μη οχυρωματικό χαρακτήρα των χαμηλών τοίχων της δυτικής πλαγιάς της ακρόπολης του Σέσκλου και τη χρήση τους ως αναλημμάτων, τα οποία δημιουργούσαν αναβαθμούς για τα οικήματα. Παράλληλα, υποστήριξε τη χωροταξική λειτουργία των φυσικών αυτών κατασκευών, που απέβλεπε στον αποχωρισμό του κυρίως οικισμού από τον περιβάλλοντα αγροτικό χώρο.
Έτσι, είτε δρώντας ως φυσικές κατασκευές άμυνας είτε ως συμβολικά μέσα ταξινόμησης του φυσικού χώρου, οι κατασκευές αυτές λειτουργούσαν περιοριστικά σε ό,τι αφορούσε την πρόσβαση στον κατοικημένο χώρο του οικισμού. Τη συμβολική οριοθέτηση των νεολιθικών οικισμών της Μακεδονίας από τις τάφρους και τους περιβόλους υποστήριξε και ο Γραμμένος.
Μακεδονία
Βορειότερα, στη Μακεδονία αλλά και σ όλη τη Βαλκανική, η χωροταξική οργάνωση του οικισμού διαφέρει από της Θεσσαλίας. Αν και εμφανίζονται και εδώ λόφοι συνεχούς κατοίκησης (τούμπες), ο πιο συνηθισμένος τύπος οικισμού είναι ο επίπεδος. Ο οικισμός δηλαδή αναπτύσσεται οριζόντια στο χώρο και απλώνεται σε μεγάλες εκτάσεις (η επιφάνεια κυμαίνεται κατά περίπτωση από 2 έως 60 στρέμματα), διατηρώντας μικρές υψομετρικές διαφορές από τη γύρω πεδινή περιοχή.
Η κατά οριζόντιο επίπεδο οργάνωση του χώρου συμπίπτει συχνά χρονικά και με φαινόμενα ασυνεχούς κατοίκησης του ίδιου χώρου (διακοπή κατοίκησης για ένα ορισμένο διάστημα και επανακατοίκηση ενός άλλου τμήματος του ίδιου χώρου). Η εξάπλωση των οριζόντιων ανοιχτών θέσεων (Θέρμη, ’σσηρος) και ο περιορισμένος αριθμός των λόφων συνεχούς κατοίκησης στη Μακεδονία έχουν ερμηνευθεί ως δηλωτικά διαφορών του τρόπου παραγωγής και οργάνωσης της οικονομίας (π.χ. ημινομαδικός χαρακτήρας της οικονομίας) μεταξύ της Μακεδονίας και των υπόλοιπων περιοχών, όπως της Θεσσαλίας.
Η τάση για οριζόντια κατοίκηση που είναι αισθητή στη Μακεδονία εντάσσεται στο ευρύτερο σύστημα οικιακής οργάνωσης της Βαλκανικής, όπου εντοπίζονται παρόμοια φαινόμενα, μεγάλοι σε έκταση οικισμοί (Selevac Γιουγκοσλαβίας) με μικρό ύψος επιχώσεων (2 - 3 μέτρα) και μικρή και ασυνεχή διάρκεια κατοίκησης.
Νότια Ελλάδα
Διαφορετική φαίνεται πως είναι τέλος η οργάνωση του χώρου στη νότια Ελλάδα, όπου η κατοίκηση είναι πιο αραιή σε σχέση με τη Θεσσαλία. Στις αρχές της Νεολιθικής, οι οικισμοί που κατέχουν συνήθως παραλιακές θέσεις ή είναι κτισμένοι στα πεδινά κατοικούνται για μικρές περιόδους. Ακόμα και όταν τα μικρότερα νησιά κατοικούνται (Αντίπαρος, Κέα, Νάξος), κατά τη Νεότερη Νεολιθική περίοδο, οι οικισμοί έχουν μικρή διάρκεια ζωής.
Η ασυνέχεια της εγκατάστασης στο νότιο Αιγαίο, που οφείλεται πιθανότατα στους ασταθείς περιβαλλοντικούς παράγοντες της περιοχής αυτής (μεγαλύτερη ξηρασία, συχνότερες απώλειες πηγών νερού), φανερώνει πως η ταυτότητα της κοινότητας του νότιου Αιγαίου βιώνεται διαφορετικά απ ό,τι στη Θεσσαλία, αφού σχετίζεται περισσότερο με τη γεωγραφική της θέση ή τη θέση της στα αιγαιακά συστήματα ανταλλαγών παρά με τη διάρκεια της κατοίκησης του χώρου.
Το Νεολιθικό Νοικοκυριό
Η Ενδοκοινοτική Οργάνωση
Στις αρχές της Νεολιθικής τα κτίσματα των οικισμών αντιπροσωπεύουν ανεξάρτητες κοινωνικές και παραγωγικές μονάδες, αυτοτελή "νοικοκυριά". Σημαντικές αλλαγές στη διάρθρωση του εσωτερικού χώρου, που πιθανόν μαρτυρούν αλλαγές και στην κοινωνική οργάνωση του οικισμού, παρατηρούνται κατά την Ύστερη Νεολιθική και μετά.
Οικίες (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Στην αρχή της περιόδου κατασκευάζονται κυρίως πασσαλόπηκτες καλύβες, ενώ από τη Μέση Νεολιθική και μετά χρησιμοποιούνται ωμές πλίνθοι για την οικοδόμηση των τοίχων που θεμελιώνονται σε λίθινες κρηπίδες. Τα κτίσματα είναι συνήθως τετράπλευρα, μονόχωρα, αλλά από τη Μέση Νεολιθική εμφανίζεται και ο τύπος του σπιτιού με εσωτερικές αντηρίδες. Τα σπίτια των πρώιμων οικισμών είναι ελεύθερα στο χώρο, βρίσκονται δηλαδή σε κάποια απόσταση μεταξύ τους και δε συνδέονται με κοινούς τοίχους.
Μεταξύ τους αφήνονται στενά περάσματα, ώστε να διευκολύνεται η κυκλοφορία των ατόμων αλλά και η απομάκρυνση των νερών από τις στέγες. Εκτιμάται ότι ο μέγιστος αριθμός κατοίκων του κάθε σπιτιού, μέγιστης επιφάνειας 50 τ.μ. το καθένα, ανερχόταν στους πέντε. Οι ελεύθεροι χώροι που μεσολαβούν ανάμεσα στα κτίσματα χρησιμεύουν ως χώροι τροφοπαρασκευής(περιέχουν εστίες και φούρνους καθώς και λίθινα αγροτικά εργαλεία) αλλά και άσκησης άλλων παραγωγικών δραστηριοτήτων (παραγωγή λίθινων εργαλείων, κοσμημάτων, κεραμικών κ.ά.).
Εστίες για την ετοιμασία του φαγητού αλλά και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις βρίσκονται όμως και μέσα στα οικήματα μαζί με θρανία για ύπνο και άλλες εγκαταστάσεις. Δε γνωρίζουμε πώς γινόταν ο καταμερισμός του χώρου, όμως το μικρό σχετικά μέγεθος των οικιών αλλά και η παρουσία ανοιχτών χώρων μεταξύ των σπιτιών που φέρουν κατασκευές για την τροφοπαρασκευή (εστίες, φούρνοι) υποδηλώνουν ίσως ότι οι χώροι αυτοί ανήκαν σε περισσότερα από ένα νεολιθικά σπίτια, στα οποία διέμεναν πιθανότατα τα μέλη της ίδιας διευρυμένης - πολυγονικής οικογένειας.
Δεν αποκλείεται βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις οι χώροι αυτοί να χρησιμοποιούνταν για κοινοτικούς σκοπούς (κοινόχρηστοι χώροι), όπως για την παρασκευή της τροφής, την παραγωγή εργαλείων και άλλων αντικειμένων ή ως χώροι σύναξης των μελών του οικισμού. Το εσωτερικό των οικιών χρησιμοποιούνταν από τα μέλη της οικογένειας για την προετοιμασία της τροφής, την αποθήκευση και τον ύπνο. Στα σπίτια με εσωτερικές αντηρίδες αναγνωρίζουμε συνήθως την ανάγκη διακανονισμού του εσωτερικού χώρου του δωματίου κατά μήκος των τοίχων για διάφορες δραστηριότητες αλλά και τη χρήση δεύτερου ορόφου.
Τέλος, σε ενδοκοινοτικό επίπεδο, δεν υπάρχουν ενδείξεις που να μαρτυρούν μία ιεραρχική οργάνωση, αν και σε κάποιες περιπτώσεις (Σέσκλο) επισημαίνεται η συνύπαρξη των αυτοτελών οικιών (Σέσκλο Α) με στοιχεία πυκνότερης δόμησης (Σέσκλο Β), γεγονός που δεν αποκλείει κάποιες εσωτερικές κοινωνικές διαφοροποιήσεις.
Οικοδόμηση
Οι πληροφορίες μας για τους τρόπους οικοδόμησης των κτισμάτων προέρχονται κυρίως από τα ανασκαφικά δεδομένα, αλλά και από μία κατηγορία πήλινων ομοιωμάτων κτισμάτων της ίδιας περιόδου. Δύο ήταν οι κυριότεροι τρόποι οικοδόμησης στη νεολιθική Θεσσαλία: η οικοδόμηση με ωμόπλινθους (πλινθόκτιστα οικήματα) και η οικοδόμηση με αχυροπηλό και πασσάλους (πασσαλόπηκτα οικήματα). Οι ωμόπλινθοι κατασκευάζονται από πηλό και άχυρα σε σχήμα παραλληλεπίπεδου, καλουπώνονται σε ξύλινο πλαίσιο και αφήνονται να στεγνώσουν στον ήλιο.
Οι πλίνθοι τοποθετούνται κατόπιν σε στρώσεις, είτε ακουμπώντας απευθείας στο έδαφος είτε στερεωμένοι σε λίθινη κρηπίδα (βάση). Τις περισσότερες φορές ο πλίνθινος τοίχος ενισχύεται από τμήματα κάθετων πασσάλων και οριζόντιων δοκών ("ξυλοδεσιάς"), ενώ στο εσωτερικό επικαλύπτεται με πηλοκονίαμα για μεγαλύτερη προστασία (δόρωση). Σε αρκετές περιπτώσεις, οι σειρές πλίνθων στερεώνονται σε λίθινο κρηπίδωμα, ύψους 40-60 εκ. Μόνο στο Οτζάκι Θεσσαλίας και στη θέση Δήμητρα Μακεδονίας οι σειρές πλίνθων τοποθετήθηκαν κατευθείαν στο έδαφος.
Στην τεχνική των πασσαλόπηκτων κτισμάτων οι πάσσαλοι βυθίζονται στο έδαφος σε απόσταση 30-40 εκ. μεταξύ τους και συνδέονται με τραβέρσες και με κλαδιά, πάνω στα οποία στερεώνεται ο αχυροπηλός. Το σύνολο μετά επικαλύπτεται με σοβά ή επίχρισμα. Από τον οικισμό Πρόδρομο της δυτικής Θεσσαλίας σώζονται οι οπές των πασσάλων με τη λάσπη που είχε χρησιμοποιηθεί για τη στερέωσή τους, καθώς και τα λείψανα μιας ξύλινης στέγης από κορμούς και κλαδιά δένδρων που συνδέονταν με ξύλινα καρφιά.
Τα αρχιτεκτονικά αυτά στοιχεία διατηρήθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση λόγω των περιβαλλοντικών συνθηκών της περιοχής και του υψηλού βαθμού υγρασίας. Πασσαλόπηκτες οικίες ήρθαν στο φως επίσης από τους οικισμούς Αχίλλειο (Ανώτερη και Μέση Νεολιθική), Σέρβια κ.ά. Στο Αιγαίο εμφανίζονται και οι δύο αυτές τεχνικές ταυτόχρονα, αν και η πλινθοδομή επικρατεί τελικά από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά.
Πρόκειται για τεχνικές με αρκετά διαφορετική κατανομή στο χώρο της Μεσογείου, αφού η πλινθοδομή επικρατεί κυρίως στην Ανατολή αλλά και στο νότιο Αιγαίο (Κρήτη, Πελοπόννησο και κεντρική Ελλάδα), ενώ η τεχνική των πασσαλόπηκτων κτισμάτων είναι διαδεδομένη κυρίως στην Ευρώπη και στη Βαλκανική, στη Θράκη (Παραδημή και Μάκρη Αλεξανδρούπολης) και εν μέρει στη Μακεδονία. Συγκεκριμένα, η πασσαλόπηξη απουσιάζει από την ανατολική Μακεδονία.
Στον οικισμό Θέρμη Θεσσαλονίκης όμως παρατηρήθηκε συνύπαρξη πλινθοδομής, πασσαλόπηκτων οικιών και κοινόχρηστων λιθόστρωτων χώρων. Στη Θεσσαλία η τεχνική αυτή εμφανίστηκε ήδη από την Αρχαιότερη Νεολιθική, αλλά υποχώρησε από τη Νεότερη Νεολιθική, λόγω της επικράτησης της πλινθοδομής. Από τη Μέση Νεολιθική και μετά γενικεύεται και η χρήση των λίθινων θεμελίων στη Θεσσαλία.
Κτίσματα
Οι πληροφορίες μας για τους τρόπους οικοδόμησης των κτισμάτων προέρχονται όχι μόνο από τα ανασκαφικά δεδομένα αλλά και από μία κατηγορία πήλινων ομοιωμάτων κτισμάτων της ίδιας περιόδου. Οι οικίες είναι συνήθως τετράπλευρες (4x5 μέτρα έως 10x10 μέτρα). Ο τύπος αυτός επικρατεί κυρίως στην Ανώτερη Νεολιθική, ενώ στη Μέση Νεολιθική συνυπάρχει με ένα νέο τύπο οικιών, αυτόν με τις εσωτερικές παραστάδες. Ο νέος τύπος οικίας που αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στη θέση Τσαγγλί της Θεσσαλίας αλλά και στο Οτζάκι, ονομάζεται και "τύπος Τσαγγλιού".
Οι ερμηνείες σχετικά με τη λειτουργία αυτών των παραστάδων διίστανται: αν και οι ανασκαφείς θεώρησαν ότι πρόκειται για αντηρίδες για τη στήριξη της στέγης, άλλοι ερευνητές τονίζουν τη χωροταξική λειτουργία τους για τον καθορισμό διακριτέων εσωτερικών χώρων, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι χρησίμευαν στη στήριξη ορόφου. Άλλοι τύποι κατοικίας είναι:
- Το ορθογώνιο σπίτι από αχυροπηλό, ενισχυμένο με εσωτερικούς πασσάλους διευθετημένους κατά μήκος του άξονα του κτηρίου, που εμφανίζεται στη βόρεια Θράκη κατά τη Μέση Νεολιθική.
- Ο τύπος του τετράπλευρου σπιτιού με δύο ή και τρία δωμάτια, που μαρτυρείται στη Μακεδονία και τη Θράκη.
- Ο τύπος του σύνθετου οικήματος με κύριο ορθογώνιο δωμάτιο και μικρότερα δωμάτια που προστίθενται διαδοχικά, ο οποίος εμφανίζεται στην Κρήτη.
Τροφοπαρασκευαστικές Κατασκευές
Πρόκειται για απλές οικοτεχνικές κατασκευές κυκλικού, τετράγωνου, ορθογώνιου ή τραπεζοειδούς σχήματος, φτιαγμένες από πέτρες και λάσπη, οι οποίες έφεραν περιχείλωμα και επίχρισμα από πηλό. Σχετίζονταν με την παρασκευή της τροφής (ψήσιμο, καβούρδισμα κ.ά.). Δεν υπακούουν σε ένα σταθερό μορφολογικό τύπο, επομένως η διάκρισή τους από τους ερευνητές γίνεται στη βάση της λειτουργίας τους σε:
- Κατασκευές που έχουν σχέση με τη θέρμανση (εστίες).
- Κατασκευές που σχετίζονται με την τροφοπαρασκευή (ιπνοί, κλίβανοι, φούρνοι).
Βρίσκονται συνήθως μέσα στα σπίτια καθώς και σε ανοιχτούς χώρους και στις αυλές. Συνήθως εξυπηρετούν τον πλησιέστερο οικιακό χώρο και την οικογένεια μιας οικίας, αν και πολλοί από αυτούς που βρέθηκαν στο Διμήνι Θεσσαλίας φαίνεται πως εξυπηρετούσαν περισσότερους από έναν οίκους - νοικοκυριά, αφού εντοπίστηκαν συγκεντρωμένοι μαζί με αποθηκευτικές κατασκευές στους ενδιάμεσους χώρους (Ν, Ξ, και Μ) των οικιών.
Εθνοαρχαιολογικές μελέτες επισημαίνουν τη μορφολογική ομοιότητα μεταξύ των Νεολιθικών κατασκευών και πολλών σύγχρονων κατασκευών της αγροτικής υπαίθρου της Θεσσαλίας (π.χ. ομοιότητες επισημαίνονται στην κατασκευή και τη θέση των φούρνων, θολωτών κατασκευών από πέτρα και λάσπη, που βρίσκονται συνήθως στις αυλές των σπιτιών και χρησιμοποιούνται για συλλογική χρήση κατόπιν ειδικής συμφωνίας μεταξύ 3 - 4 οικογενειών).
Οικίες (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Εμφανίζονται νέοι τύποι κατοικίας, το "μέγαρο" και το αψιδωτό, που θα τους συναντήσουμε από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού και μετά σε όλο το Αιγαίο και οι οποίοι στεγάζουν μεγαλύτερο αριθμό προσώπων. Οι κοινόχρηστοι χώροι μεταξύ των σπιτιών φαίνεται πως περιορίζονται σε σημαντικό βαθμό, ενώ αυξάνεται ο αριθμός των τροφοπαρασκευαστικών κατασκευών στο εσωτερικό των σπιτιών. Στο Σέσκλο της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου το κεντρικό τμήμα του οικισμού αποκλείεται από περιβόλους.
Στο Διμήνι έξι ομόκεντροι, κυκλικοί περίβολοι χωρίζουν το σύνολο του εσωτερικού χώρου σε τμήματα "οικοτεχνικής δραστηριότητας" που βρίσκονται διατεταγμένα γύρω από την κεντρική αυλή και αποτελούν αυτόνομες οικιστικές μονάδες με μία κατοικία και αποθηκευτικές και τροφοπαρασκευαστικές εγκαταστάσεις. Υπάρχουν λοιπόν ενδείξεις ότι σε κάποια σημεία η πρόσβαση στην κεντρική αυλή και στους χώρους που σχηματίζονται στο εσωτερικό του οικισμού περιορίζεται είτε με τη βοήθεια ακτινωτά διατεταγμένων διαδρόμων που μεσολαβούν ανάμεσα στους κυκλικούς περιβόλους (Διμήνι) είτε με τη βοήθεια πυλών (Σέσκλο).
Η περιορισμένη πρόσβαση σηματοδοτεί πιθανότατα τη μείωση του "δημόσιου" χαρακτήρα της παραγωγής και την ανάδειξη νέων φορέων κοινωνικής δύναμης και γοήτρου με αρμοδιότητες που ξεπερνούν εκείνες του οίκου, χωρίς όμως να ανατρέπουν ή να αμφισβητούν τη δύναμη της κοινότητας. Μιας τέτοιας μορφής ιεραρχία θα πήγαζε δηλαδή από την κοινότητα, αλλά και θα βρισκόταν υπό τον έλεγχό της.
Μέγαρο
Ήδη από τη Μέση Νεολιθική, αλλά κυρίως στη Νεότερη Νεολιθική εποχή, εμφανίζεται για πρώτη φορά ένας νέος τύπος ορθογώνιου κτηρίου, το οποίο αποτελείται συνήθως από τρεις χώρους που αναπτύσσονται κατά μήκος: το προστώο, το κεντρικό δωμάτιο με εστία και ένα βοηθητικό χώρο με αποθηκευτική συνήθως λειτουργία. Ο τύπος αυτός της ορθογώνιας οικίας ονομάστηκε "μέγαρο", λόγω των μορφολογικών ομοιοτήτων του με τα μεταγενέστερα μέγαρα της Μυκηναϊκής εποχής που βρέθηκαν στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και τις υπόλοιπες Μυκηναϊκές ακροπόλεις και στέγαζαν τα ανάκτορα.
Οικίες τύπου "μεγάρου" αποκαλύφθηκαν πρώτη φορά από τον Τσούντα στο Σέσκλο και το Διμήνι στις αρχές του αιώνα. Άλλα γνωστά κτίσματα τύπου "μεγάρου" αποκαλύφθηκαν στη Μαγούλα Βισβίκη και την Αγία Σοφία Θεσσαλίας. Το "μέγαρο" της Μαγούλας Βισβίκης, το πρωιμότερο "μέγαρο" στη Θεσσαλία (ανήκει στις Προδιμηνιακές φάσεις της Νεότερης Νεολιθικής, 5300 - 4800 π.Χ.) καταστράφηκε στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά είναι σε μας σήμερα γνωστό από την κάτοψη της μοναδικής δημοσίευσής του από τον ανασκαφέα του J. Benecke (1942).
Ήταν ένα πολύ μεγάλο κτίσμα, μήκους περίπου 30 μέτρων με πρόδομο που σχηματιζόταν από την προέκταση των μακρών πλευρών, έναν κύριο χώρο με εστίες, δύο μικρά δωμάτια και ένα μεγάλο χώρο με μεγάλη εστία στο κέντρο και τέσσερις στύλους γύρω της. Η διάταξη των στύλων γύρω από την κεντρική εστία στο κυρίως δωμάτιο θυμίζει μεταγενέστερα Μυκηναϊκά μέγαρα και δικαιολογεί κατά κάποιο τρόπο την αναχρονιστική ονομασία του νέου τύπου κτηρίου.
Τα κτίσματα μεγαροειδούς μορφής βρίσκονται συνήθως στο κέντρο του οικισμού: στο Σέσκλο, το μέγαρο της Νεότερης Νεολιθικής εποχής, εμβαδού 152 τ.μ., καταλάμβανε το κεντρικό τμήμα, ενώ περιβαλλόταν από κυκλικούς περιβόλους. Η ύπαρξη μιας πύλης που οδηγούσε στο εσωτερικό της αυλής υποδηλώνει πιθανότατα την ελεγχόμενη πρόσβαση στην κεντρική αυλή. Το μέγαρο του Διμηνίου είναι μικρότερων διαστάσεων αλλά βρίσκεται επίσης σε κεντρικό σημείο.
"Mέγαρο" - Ερμηνεία
Η προέλευση αλλά και η λειτουργία του μεγάρου, του σύνθετου αυτού τύπου οικίας που στα μυκηναϊκά χρόνια θα αναδειχθεί σε χώρο διαμονής της κεντρικής εξουσίας, αλλά και στις ιστορικές περιόδους θα στεγάσει τον Ελληνικό ναό, έχει αποτελέσει τα τελευταία χρόνια προσφιλές θέμα προς διερεύνηση στους κόλπους της θεωρητικής αρχαιολογίας. Τις δεκαετίες 1960 - 1970, το ερώτημα που απασχόλησε τους ερευνητές αφορούσε την καταγωγή και την προέλευση του μεγάρου.
Το ερώτημα αυτό αλλά και οι απαντήσεις που δόθηκαν αναπτύχθηκαν κυρίως μέσα στο πλαίσιο της παραδοσιακής αρχαιολογίας και της θεωρίας της διασποράς (diffusion). Οι μορφολογικές ομοιότητες των μεγάρων του Αιγαίου με τα μέγαρα της Μικράς Ασίας (Ανατολίας), αλλά και η διαδεδομένη γεωγραφική εξάπλωση του τύπου στο χώρο του βορειοανατολικού και νότιου Αιγαίου κατά την εποχή του Χαλκού (Τροία, Λήμνος), τροφοδότησαν ατελείωτες συζητήσεις σχετικά με την αυτόχθονη στο Αιγαίο ή αλλογενή καταγωγή του νέου αυτού τύπου κτηρίου.
Ακόμα περισσότερο, η ιδιαίτερη χρήση του μεγάρου στα μεταγενέστερα χρόνια (τόπος διαμονής της κεντρικής εξουσίας στα μυκηναϊκά ανάκτορα, τριμερής ναός στην Κλασική περίοδο) κέντρισε τη φαντασία πολλών ερευνητών που αναζήτησαν μία ιδιαιτερότητα στη μορφολογία αλλά και τη λειτουργία του συγκεκριμένου τύπου κτηρίου. Υπό το πρίσμα νεότερων θεωρητικών ρευμάτων της δεκαετίας του 1980, το ερώτημα της καταγωγής περιήλθε σε δεύτερη μοίρα.
Εκείνο που είχε σημασία στο πλαίσιο της "διαδικαστικής"-Νέας Αρχαιολογίας και του συστημικού μοντέλου ήταν να διευκρινιστούν οι συνθήκες που επέτρεψαν τη χρήση μιας σύνθετης μορφής οικίας, όπως είναι το μέγαρο, και να φωτιστούν οι λειτουργίες του. Ειδικά στο Διμήνι, όπου μεγαροειδή κτίσματα εφάπτονται των εσωτερικών περιβόλων, η λειτουργία του μεγάρου κατανοήθηκε από τον ανασκαφέα Γ. Χουρμουζιάδη ως ένα είδος πρακτικής λύσης στο πρόβλημα διευθέτησης του περιορισμένου του χώρου μέσα στο υπάρχον προκαθορισμένο σύστημα των κλειστών και ανοιχτών περιβόλων που διέκριναν σε μέρη τον οικισμό.
Παρομοίως, η παρουσία αλλά και η εξάπλωση του μεγάρου σε άλλες περιοχές του Αιγαίου ερμηνεύθηκε ως απόρροια της ανάγκης διευθέτησης του περιορισμένου εσωτερικού χώρου μέσα από σύνθετες μορφές κατοικίας. Εξάλλου, όμως, όπως έχει σωστά παρατηρηθεί, ο τύπος αυτός κατοικίας παρουσιάζει έντονες παραλλαγές ακόμα και στην ίδια τη Θεσσαλία, με αποτέλεσμα η ονομασία να αναφέρεται πιθανόν σε μία τάση παρά σε έναν πραγματικό τύπο κτηρίου.
Υπό μία εντελώς διαφορετική οπτική γωνία, που γεννήθηκε από την ανάγκη αναζήτησης των αρχών και της καταγωγής της θεσμοποιημένης κεντρικής εξουσίας στο Αιγαίο, το μέγαρο κατανοήθηκε από μία ομάδα ερευνητών περισσότερο ως χώρος εξειδικευμένης κοινωνικής λειτουργίας και συγκεκριμένα ως κατοικία του άρχοντα του οικισμού. Ειδικότερα, λόγω του μεγέθους τους και της κεντρικής τους θέσης στους οικισμούς στους οποίους βρέθηκαν, έχει υποστηριχθεί ότι στα μέγαρα εδράζονταν άτομα εξέχουσας κοινωνικής θέσης ή ότι αποτελούσαν το φυσικό κέντρο ελέγχου της αγροτικής παραγωγής του οικισμού.
Οι ερμηνείες όμως αυτές βασίζονται σε λιγοστές ενδείξεις, ενώ πολλές φορές δε φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη τους το χαρακτήρα της νεολιθικής κοινωνίας που ήταν στη βάση της κοινωνία ισοκατανομής. Έτσι, παρόλο που μία αλλαγή στη διάταξη και την εσωτερική οργάνωση των οικισμών είναι αισθητή με την εμφάνιση του μεγάρου από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά, παραμένει άγνωστος για μας ο χαρακτήρας και η δομή αυτής της αλλαγής, που φαίνεται άλλωστε να λάμβανε χώρα πάντα στο πλαίσιο της συλλογικής ταυτότητας της κοινότητας.
Οι Συμβολισμοί του Οίκου (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Η οικογένεια, μαζί με τους προγόνους της που θάβονται κάτω από το χώρο των ανεξάρτητων οικιών, αποτελεί τη βασική κοινωνική ομάδα της κοινότητας και το φυσικό φορέα του νεολιθικού "οίκου". Στον "οίκο" και τα συμφραζόμενά του συνοψίζονται συμβολικά όλες οι πρακτικές και κοσμολογικές δραστηριότητες και επιδιώξεις της νεολιθικής οικογένειας που αφορούν την εξασφάλιση της ευημερίας, της γονιμότητας και της επιβίωσης.
Ο συμβολισμός της εξασφάλισης της ευημερίας του "οίκου" και κατ επέκταση του οικισμού διατρέχει όλα τα επίπεδα της καθημερινής ζωής, από την αρχιτεκτονική μέχρι την παραγωγή, και βρίσκει την έκφρασή του στη σφαίρα του μεταφυσικού. Στη Μέση Νεολιθική αναζητούνται ασφαλέστεροι τρόποι οικοδόμησης των κτισμάτων και καθιερώνεται η θεμελίωσή τους σε λίθινες κρηπίδες. Τα σπίτια ξαναχτίζονται στα ίδια σημεία ή με ελαφρώς διαφορετικό προσανατολισμό κατά περίπτωση, ενώ σε κάποιους οικισμούς (Σέσκλο) θεμελιώνονται σε χαμηλούς αναλημματικούς τοίχους.
Στην ίδια εποχή ανήκουν και τα περισσότερα πήλινα ομοιώματα σπιτιών που συνιστούν αφαιρετικές απεικονίσεις των κύριων χαρακτηριστικών των πραγματικών κτισμάτων, τα οποία ίσως χρησιμοποιούνταν σε τελετουργίες επίκλησης της εύνοιας των φυσικών δυνάμεων ή λειτουργούσαν ως προσφορές θεμελίωσης.
Οίκος και οικισμός, λοιπόν, αναπτύσσονται παράλληλα κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής σε σύνθετους πολιτισμικούς θεσμούς με συλλογικό περιεχόμενο. Ο οικισμένος χώρος, κέντρο παραγωγής και αποθήκευσης της τροφής και των υπόλοιπων μέσων εξασφάλισης της επιβίωσης αλλά και χώρος κατοίκησης των ζωντανών και των προγόνων, αποκτά πρωτεύουσα θέση στο σύστημα αξιών και την κοσμολογία του νεολιθικού ανθρώπου και το μοναδικό πεδίο συνάντησης κοινωνικής εμπειρίας και πρακτικής.
Ομοιώματα Σπιτιών
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν πήλινα ομοιώματα οικιών που προέρχονται από τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την κεντρική Ελλάδα. Διακρίνονται σε δύο βασικούς τύπους: τα κτίσματα με στέγη, που εμφανίζονται κυρίως στη Μέση Νεολιθική, και τα κτίσματα χωρίς στέγη, που ανήκουν στη Νεότερη Νεολιθική εποχή. Δεν πρόκειται για πιστά αντίγραφα οικιών αλλά για σχηματικές και αφαιρετικές αναπαραστάσεις τους, από τις οποίες όμως εμείς σήμερα αντλούμε αρκετές πληροφορίες για την αρχιτεκτονική μορφή και την κατασκευή των οικιών της περιόδου.
Τα ομοιώματα με στέγη, για παράδειγμα, μας πληροφορούν για την ύπαρξη παραθύρων και εισόδων καθώς και δίριχτης στέγης με κυκλικό άνοιγμα-οπαίο στο μέσο. Οι δίριχτες στέγες σχηματίζουν συχνά αετωματικές προσόψεις στις στενές πλευρές, όπως φαίνεται από κάποια παραδείγματα που αποδίδουν ανάγλυφα το σκελετό της στέγης. Στα περισσότερα ομοιώματα τα αρχιτεκτονικά μέλη αποδίδονται με γραπτή διακόσμηση, ενώ τα θέματά τους σχετίζονται με εκείνα που χρησιμοποιούνται στην κεραμική.
Τα ομοιώματα χωρίς στέγη της Νεότερης Νεολιθικής μας πληροφορούν περισσότερο για το εσωτερικό των σπιτιών, αφού απεικονίζουν εστία και "θρανία" κατά μήκος των τοίχων. Εντυπωσιακό είναι το ομοίωμα σπιτιού από τη θέση Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου, το οποίο περιείχε οκτώ κινητά ανθρωπόμορφα ειδώλια και βρέθηκε κάτω από το δάπεδο οικίας. Ανάλογα ομοιώματα οικιών με ειδώλια έχουν έρθει στο φως στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη. Ίσως αποτελούν προσφορές κατά τη θεμελίωση του σπιτιού.
Πάντως, ο σαφής οικιακός χαρακτήρας ανεύρεσης των περισσότερων ομοιωμάτων (σε εστίες οικιών, γωνίες ή κάτω από τα δάπεδα) υπογραμμίζει το συσχετισμό τους με τον οίκο και τις επιδιώξεις του. Ίσως αποτελούν τα σύμβολα σε μία διαδικασία επίκλησης των φυσικών δυνάμεων περί της ευημερίας του "οίκου" και της οικογένειας που τον αντιπροσωπεύει ή ακόμα και ολόκληρου του οικισμού (είδος συμπαθητικής μαγείας).
Νεκροί (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Στις αρχές της Νεολιθικής οι νεκροί ενταφιάζονται στο εσωτερικό των κατοικημένων χώρων τόσο των υπαίθριων χώρων όσο και των σπηλαίων. Στους οικισμούς οι νεκροί θάβονται κυρίως σε λάκκους (0,70x1 μέτρο) κάτω από τα δάπεδα των οικιών, άλλοτε ανάσκελα (Φράγχθι, Νέα Νικομήδεια), άλλοτε μπρούμυτα (Άργισσα, Κνωσός), αλλά κυρίως σε συνεσταλμένη θέση, δηλαδή με το σώμα τους να ακουμπά στο ένα πλευρό και τα γόνατά τους λυγισμένα. Η στάση αυτή έχει ερμηνευθεί ως συμβολική της στάσης του εμβρύου στη μήτρα, αλλά ίσως να πρόκειται για μία πρακτική λύση εξοικονόμησης χώρου.
Οι ταφές είναι ατομικές, αν και στη Νέα Νικομήδεια βρέθηκε μία γυναίκα μαζί με δύο παιδιά. Τα παιδιά και τα έμβρυα τοποθετούνται σε πιθάρια ή μεγάλα αγγεία αλλά και σε λάκκους κάτω από τα δάπεδα. Λίγα κτερίσματα (εργαλεία, κοσμήματα) συνόδευαν τους νεκρούς στη μεταθανάτια ζωή. Άλλοι τρόποι ταφής που μαρτυρούνται κατά την Ανώτερη και Μέση Νεολιθική περίοδο είναι η δευτερεύουσα ταφή (δηλαδή η ανακομιδή οστών από την αρχική τους θέση ταφής σε άλλη θέση) και η καύση νεκρών.
Ανακομιδή οστών παρατηρήθηκε στον Πρόδρομο Καρδίτσας, όπου κάτω από το δάπεδο μιας οικίας της Ανώτερης Νεολιθικής σε διαδοχικά στρώματα βρέθηκαν σκορπισμένα τα οστά ένδεκα κρανίων και ένα τμήμα των μηριαίων οστών μαζί με όστρακα κεραμικής και λεπίδες πυριτόλιθου. Καύσεις νεκρών από την Ανώτερη Νεολιθική ΙΙ (φάση Πρωτοσέσκλο) διαπιστώθηκαν στη Σουφλί Μαγούλα, όπου μέσα σε λάκκους είχαν τοποθετηθεί καμένα ανθρώπινα οστά που ανήκαν σε περισσότερους από ένα νεκρούς, όστρακα σπασμένων αγγείων καθώς και μικρά πρόχειρα πλασμένα ή ακέραια αγγεία.
Το σύνολο των καύσεων ανέρχεται στις δεκατέσσερις στη Σουφλί Μαγούλα, γεγονός που οδήγησε τον ανασκαφέα να συμπεράνει ότι πρόκειται για ένα από τα πρωιμότερα αποτεφρωτήρια του Ελλαδικού χώρου και της Ευρώπης. Κατά τη Μέση Νεολιθική εποχή συνεχίζεται ο ενταφιασμός των νεκρών κάτω από τα δάπεδα οικιών. Ενδείξεις ταφών έχουμε από τις θέσεις Χαιρώνεια, Πρόσυμνα και Φράγχθι στο νότιο Αιγαίο καθώς και από τον ’γιο Πέτρο Αλονήσσου και το Διμήνι Θεσσαλίας.
Στη σπηλιά Φράγχθι βρέθηκαν δεκαοκτώ ταφές, ενώ μία παιδική ταφή εντοπίστηκε στον Άγιο Πέτρο. Ενδείξεις τέλος για την καύση νεκρών έχουμε από τη Χαιρώνεια, όπου αναφέρεται ότι βρέθηκε ένα είδος τύμβου και από την Πρόσυμνα, όπου σε λάκκους διαφορετικών διαστάσεων εντοπίστηκαν λείψανα από φωτιά, μερικές πέτρες αλλά και απανθρακωμένα οστά ενηλίκων και ενός μικρού παιδιού.
Οι Συμβολισμοί του Οίκου (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά, υπάρχουν ενδείξεις ότι αλλάζει και η σύνθεση της συλλογικής ταυτότητας. Οι νεκροί απομακρύνονται για πρώτη φορά από το χώρο των ζωντανών, αφού θάβονται κατά συστάδες σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους (νεκροταφεία) που βρίσκονται έξω από τον οικισμό.
Η απομάκρυνση αυτή συνοδεύεται από αλλαγές στην οργάνωση του χώρου: το φαινόμενο της ομόκεντρης διάταξης των οικιών και του περιορισμού των ελέθερων χώρων ανάμεσά τους που παρατηρείται σε μερικούς οικισμούς (Διμήνι και Σέσκλο) κατά τη Νεότερη Νεολιθική εποχή αντανακλά πιθανόν αλλαγές και στην κοινωνική οργάνωση των μελών του, όπως για παράδειγμα τον περιορισμό της ελεύθερης αμοιβαιότητας που χαρακτήριζε μέχρι τώρα τις σχέσεις μεταξύ των οικογενειών και την άσκηση μεγαλύτερου ελέγχου από νέους φορείς ελέγχου και εξουσίας που εδράζουν στο κέντρο του οικισμού και δρουν στο πλαίσιο της κοινότητας.
Όπως προκύπτει από πολλά εθνογραφικά παραδείγματα κοινωνιών οργανωμένων σε γένη και διευρυμένες - πολυγονικές οικογένειες, είναι δυνατόν τα γηραιότερα ή ικανότερα μέλη του γένους να ασκήσουν μία τέτοιας μορφής ενδοκοινοτική εξουσία, ρυθμιστικού και οργανωτικού χαρακτήρα. Το δικαίωμα αυτό άσκησης ελέγχου μεταβιβάζεται συνήθως κληρονομικά και προσδίδει κύρος και δύναμη. Ίσως λοιπόν παρόμοιας μορφής εξουσία να επικράτησε και στη νεολιθική κοινότητα, όπου εικάζεται η συγκρότηση σε γένη και διερυμένες οικογένειες.
Νεκροί (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Στη Νεότερη Νεολιθική περίοδο διαπιστώνεται για πρώτη φορά η χρήση συγκεκριμένων χώρων ταφής εκτός του οικισμού, η ύπαρξη δηλαδή νεκροταφείων. Τα παραδείγματα ταφών πληθαίνουν, ενώ διαπιστώνεται και για πρώτη φορά η ύπαρξη νεκροταφείων καύσεων στη Θεσσαλία. Δύο σημαντικά νεκροταφεία καύσεων ανασκάφηκαν από τον Κ. Γαλλή στις θέσεις Πλατιά Μαγούλα Ζάρκου και στη Σουφλί Μαγούλα της Θεσσαλίας. Περισσότερες από 50 ταφές καύσεων εντοπίστηκαν σε ένα χώρο 300 μέτρων βόρεια του οικισμού της Πλατιάς Μαγούλας Ζάρκου.
Τα καμένα οστά είχαν τοποθετηθεί μέσα σε τεφροδόχα αγγεία που βρέθηκαν όρθια ή ανεστραμμένα μέσα σε λάκκους. Εντοπίστηκε επίσης και ένας χώρος διάσπαρτος από άνθρακες, πέτρες και καμένα οστά, που ερμηνεύθηκε ως πιθανός χώρος καύσης των νεκρών. Νότια της θέσης Σουφλί Μαγούλα εντοπίστηκαν επίσης επτά αγγεία με καμένα οστά νεκρών. Και στις δύο περιπτώσεις, τα αγγεία είναι καθημερινής χρήσης και χρονολογούνται στην αρχή της Νεότερης Νεολιθικής εποχής (φάση "Τσαγγλί - Λάρισα").
Περισσότερες πληροφορίες για όλες τις μορφές ταφής νεκρών (πρωτογενή ταφή, ανακομιδή, καύση) αλλά και για τις εθιμοτυπικές λειτουργίες που τις συνόδευαν (σπάσιμο γραπτών αγγείων πάνω από την πυρά, όπου καίγονταν οι νεκροί) μας παρέχουν τα σημαντικά ευρήματα από το σπήλαιο Αλεπότρυπα Διρού, που ανασκάφηκε από το Γ. Παπαθανασόπουλο.
Κατά τη Χαλκολιθική εποχή, τρία είναι τα πιο γνωστά νεκροταφεία του Αιγαίου: στην Κεφάλα Κέας, στα Θαρρούνια Εύβοιας και στο Γιαλί Δωδεκανήσου. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το νεκροταφείο της Κεφάλας, αφού παρουσιάζει πολλές μορφολογικές ομοιότητες με τα μεταγενέστερα (εποχής Χαλκού) νεκροταφεία των Κυκλάδων, και γι αυτό θεωρείται προδρομική παραλλαγή των γνωστών Κυκλαδικών νεκροταφείων.
Η Ταυτότητα του Ατόμου : Φύλο και Εργασία
Η απουσία θεσμοποιημένης ανώτερης κοινωνικής αρχής στη Νεολιθική εποχή και η υπεροχή της συλλογικής ταυτότητας οδήγησαν πολλούς ερευνητές να χαρακτηρίσουν αυτές τις πρώιμες αγροκτηνοτροφικές κοινωνίες ως κοινωνίες ισοκατανομής και αμοιβαιότητας. Ωστόσο, η απουσία ενός θεσμικού πλαισίου μέσα από το οποίο καθορίζονται οι σχέσεις δύναμης και εξουσίας στη νεολιθική κοινωνική πραγματικότητα δεν αποκλείει και την ύπαρξη εναλλακτικών πεδίων συγκρότησης δυναμικών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων και των ατόμων στα όρια της κοινοτικής και συλλογικής ταυτότητας.
Τέτοια πεδία καθορισμού κοινωνικών ρόλων στη Νεολιθική κοινωνία επέτρεπαν τη συγκρότηση σχέσεων στη βάση του φύλου, της ηλικίας, της συγγένειας και της εργασίας. Αν και η κατανόηση του τρόπου συγκρότησής τους βασίζεται κυρίως σε λιγοστές ενδείξεις από τα αρχαιολογικά δεδομένα και σε υποθέσεις στη βάση συγκρίσεων με παρόμοιες σύγχρονες προβιομηχανικές κοινωνίες (εθνοαρχαιολογία), εντούτοις μπορούμε να προχωρήσουμε σε κάποιες επισημάνσεις γενικού χαρακτήρα που να αφορούν την αναγνώριση κάποιων βασικών παραμέτρων ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων και προσδιορισμού της θέσης του ατόμου στη Νεολιθική κοινωνία.
Η Κοινωνική Ταυτότητα του Φύλου
Η συγκρότηση της κοινωνικής ταυτότητας του φύλου, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο δομούνται οι σχέσεις και καθορίζονται οι ρόλοι ανδρών και γυναικών στη Νεολιθική κοινωνία, φαίνεται πως εξαρτάται από τη θέση των δύο φύλων -φυσική και συμβολική- στο σύστημα παραγωγής. Ο αγροτικός χαρακτήρας της παραγωγής και η συντήρηση μικρών κοπαδιών για το κρέας τους προϋποθέτουν την κατοχή ειδικών γνώσεων που αφορούν την αναγνώριση και χρήση των φυτικών ειδών, τις μεθόδους καλλιέργειας, την επεξεργασία του αγροτικού προϊόντος και τη σωστή διαχείριση του ζωικού κεφαλαίου.
Οι ρόλοι που καλούνται να παίξουν τα δύο φύλα στο παραγωγικό σύστημα δημιουργούν σχέσεις δύναμης που συχνά αναπαράγονται ή αποσιωπούνται στο συμβολικό επίπεδο. Αν και οι ενδείξεις για μία σαφή ιεράρχηση των φύλων είναι σχεδόν ανύπαρκτες, εικάζεται ότι οι βασικές επιδιώξεις της Νεολιθικής κοινότητας, που συσπειρώνονται γύρω από το τρίπτυχο "επιτυχημένη σοδιά - αυτάρκεια - αναπαραγωγή," συμπυκνώνονται συμβολικά στη φύση της γυναίκας και στο ρόλο που καλείται να διαδραματίσει προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβίωση της κοινότητας.
Αγροτική Παραγωγή και Φύλο: (Αρχές Νεολιθικής)
Για το ρόλο των δύο φύλων στις αγροτικές ασχολίες μόνο εικασίες μπορούν να διατυπωθούν. Στις σύγχρονες προβιομηχανικές κοινωνίες, η καλλιέργεια της γης (άροση) αποτελεί κατ εξοχήν ανδρική ασχολία, ενώ ο ρόλος των γυναικών είναι συμπληρωματικός στις εργασίες της υπαίθρου (λίχνισμα, αλώνισμα) και σημαντικότερος στα στάδια επεξεργασίας του καρπού, της παραγωγής της τροφής, της φροντίδας των οικόσιτων ζώων και των παιδιών.
Έχει παρατηρηθεί επίσης ότι συχνά ο καταμερισμός της αγροτικής εργασίας στην ύπαιθρο εξαρτάται από το είδος των καλλιεργητικών μέσων και τις βασικές δομές των σχέσεων συγγένειας (π.χ. άροση και πατρογραμμική καταγωγή, κηποκαλλιέργεια και μητρογραμμική καταγωγή). Στη Νεολιθική εποχή, η άροση με τα ζώα δεν είναι ακόμη γνωστή και γίνεται με το σκαλιστήρι, γεγονός που καθιστά τη διαδικασία χρονοβόρα και κουραστική. Παρόλο το μικρό σχετικά μέγεθος της καλλιεργούμενης γης, η παραγωγή πλεονάσματος και η αποθήκευσή του κρίνονται αναγκαίες με σκοπό την εξασφάλιση πόρων σε περιόδους κακής σοδειάς.
Έτσι, εικάζεται ότι τόσο τα στάδια καλλιέργειας όσο και επεξεργασίας του καρπού καθιστούν αναγκαία τη συμμετοχή των δύο φύλων. Πολύτιμη είναι η εμπειρία των γυναικών που ασχολήθηκαν με τη συλλογή καρπών και φυτών κατά τη Μεσολιθική εποχή. Η εμπειρία συνίσταται σε γνώσεις και παρατηρήσεις που αφορούν τον τρόπο ωρίμανσης των αυτοφυών φυτών και το περιβάλλον ανάπτυξής τους, το συσχετισμό τους με τις αλλαγές του έτους καθώς και τη χρήση τους για τροφοπαρασκευαστικούς και ιαματικούς σκοπούς.
Εικάζεται λοιπόν ότι ο ρόλος των γυναικών - τροφοσυλλεκτριών στο νέο σύστημα αγροτικής εκμετάλλευσης μέσω της καλλιέργειας που εφαρμόζεται τώρα είναι σημαντικός όσον αφορά τη διοχέτευση αυτών των πληροφοριών. Τέλος, για κάποιους τομείς εργασίας όπως οι οικοτεχνικές (άλεσμα, ζύμωμα κ.ά.) είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε την ανάμειξη του γυναικείου φύλου. Όσον αφορά τις υπόλοιπες οικιακές εργασίες, δε γνωρίζουμε τον καταμερισμό των επαγγελμάτων κατά φύλο, ποιες δηλαδή ήταν αποκλειστικά γυναικείες ή ανδρικές ασχολίες και ποιες απαιτούσαν τη συνδρομή και των δύο φύλων.
Αν σήμερα αναφερόμαστε στον κεραμέα (σε γένος αρσενικό) ή στην υφάντρα (σε γένος θηλυκό), αυτό γίνεται γιατί υιοθετούμε διακρίσεις που απηχούν σύγχρονες συνθήκες εργασίας ή αναφέρονται σε συσχετισμούς φύλου και επαγγέλματος που ισχύουν σε σύγχρονες προβιομηχανικές κοινωνίες. Οι θέσεις μας όμως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι απόλυτες. Για παράδειγμα, στις σύγχρονες προβιομηχανικές κοινωνίες, ο κούρος ή ο τιλμός (η αφαίρεση δηλαδή εριότριχων από τα πρόβατα ενός κοπαδιού με τη βοήθεια χτενιών ή ψαλιδιών), που αποτελεί προστάδιο της υφαντουργίας, μιας αποκλειστικά γυναικείας δραστηριότητας, γίνεται από τους άνδρες βοσκούς στην ύπαιθρο.
Ο συγκεκριμένος όμως καταμερισμός εργασίας δεν οφείλεται αποκλειστικά στη διαφορά μυικής δύναμης και στη δυσκολία του εγχειρήματος, όπως θα ήταν ίσως αναμενόμενο, αλλά ορίζεται από τον τρόπο που διαμορφώνονται οι σχέσεις του κοινωνικού φύλου. Έτσι, στο Μάρι της Μεσοποταμίας (περίοδος Ur III) τον τιλμό αναλαμβάνουν οι ίδιες οι υφάντρες, ενώ πολύ αργότερα, με την εξέλιξη της τεχνικής, εμπλέκονται και οι άνδρες.
Στις Ελληνικές Σαρακατσάνικες ομάδες οι γυναίκες κούρευαν μόνο τα κατσίκια, η τρίχα των οποίων ήταν κατώτερης ποιότητας και λιγότερο εμπορεύσιμη, ενώ ο κούρος των προβάτων, μία μεγάλης κλίμακας δραστηριότητα που γινόταν εκτός οίκου, στην ύπαιθρο, ήταν αποκλειστική δραστηριότητα των ανδρών. Τέτοια παραδείγματα θα πρέπει λοιπόν να μας υπενθυμίζουν ότι κανένας σύγχρονος συσχετισμός φύλων δεν πρέπει να εφαρμόζεται αβασάνιστα σε άλλες κοινωνίες του παρελθόντος.
Αγροτική Παραγωγή και Φύλο: (Τέλη Νεολιθικής)
Εικάζεται ότι η αλλαγή του παραγωγικού συστήματος, που συνίσταται στην εκτροφή των ζώων για το μαλλί, το γάλα και τη μεταφορά ("επανάσταση των δευτερογενών προϊόντων") οδήγησε στην αναδιάρθρωση των ρόλων και του βαθμού συμμετοχής των δύο φύλων στην αγροτική παραγωγή. Η επεξεργασία του μαλλιού συντέλεσε στην ανάπτυξη του κλάδου της υφαντουργίας, μιας κατεξοχήν γυναικείας οικοτεχνικής δραστηριότητας.
Παράλληλα, η εκτροφή ζώων για την παροχή γάλατος και την παρασκευή τυριού, αλλά και η χρήση ζώων για την άροση και ως υποζυγίων για τη μεταφορά, έκαναν πιο σύνθετες τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες που από εδώ και πέρα εγγράφονται στο δυναμικό των ανδρών. Παράλληλα, πολλές ασχολίες που παραδοσιακά συνδέονταν με το γυναικείο φύλο, όπως η οικοτεχνία, η ανατροφή των παιδιών και η τροφοπαρασκευή, συνέχισαν να αποτελούν αποκλειστική ενασχόληση των γυναικών.
Οι αλλαγές αυτές στον καταμερισμό εργασίας σίγουρα δεν ακολούθησαν μία γραμμική πορεία, ούτε και έγιναν ξαφνικά, δεδομένης άλλωστε και της σταδιακής υιοθέτησης του νέου τρόπου παραγωγής από τους οικισμούς του Αιγαίου. Άλλωστε, οι αλλαγές αυτές ολοκληρώθηκαν πολύ αργότερα στην εποχή του Χαλκού.
Συμβολισμοί του Γυναικείου Φύλου
Η καθιέρωση της μικτής γεωργοκτηνοτροφικής οικονομίας και της μόνιμης εγκατάστασης αναδεικνύει νέους ρόλους για τα δύο φύλα. Μέσα σ αυτές τις νέες συνθήκες ο ρόλος της γυναίκας ενισχύεται, όχι μόνο σε επίπεδο αρμοδιοτήτων αλλά και συμβολισμών. Η θεμελιώδης συμβολή της γυναίκας στο κεφάλαιο "αναπαραγωγή" συντελεί στη γονιμική σημασιοδότηση του γυναικείου φύλου. Η έμφαση στη γονιμική υπόσταση της γυναίκας είναι ιδιαίτερα εμφανής στα Νεολιθικά ειδώλια, που παριστάνουν γυναίκες σε όρθια ή καθιστή στάση με τονισμένα τα ανατομικά χαρακτηριστικά της αναπαραγωγής.
Ο οικιακός τόπος ανεύρεσής τους (σε εστίες και αποθηκευτικούς χώρους) υπογραμμίζει μάλιστα και μία άλλη διάσταση του γυναικείου φύλου, τη στενή του σχέση με τα ζητήματα που αφορούν τη διαχείριση του οίκου. Λόγω δηλαδή του ενεργού ρόλου των γυναικών στη διαχείριση του οίκου, αλλά και του οικιακού χαρακτήρα της παραγωγής, η γονιμική αυτή υπόσταση της γυναίκας συνδέεται εννοιολογικά με τα οικιακά συμφραζόμενα και τις επιδιώξεις του οίκου που αφορούν την επιβίωσή του.
Έτσι, σε μία τόσο πρώιμης μορφής κοινωνική οργάνωση, όπως είναι η κοινωνία της Νεολιθικής εποχής, όπου η θρησκεία αφορά περισσότερο την εύνοια των φυσικών δυνάμεων και τη λατρεία των μυθικών προγόνων παρά τη λατρεία προσωποποιημένων θεοτήτων, η γυναίκα αναδεικνύεται σε αρχέτυπο στο οποίο συμπυκνώνονται συμβολικά πολλές από τις μεταφυσικές δυνάμεις που προστατεύουν τη γεωργία και την εξασφάλιση της ευημερίας του Νεολιθικού νοικοκυριού - οίκου.
Υπό το πρίσμα των ανωτέρω συλλογισμών, μπορεί να διατυπωθεί η άποψη ότι οι Νεολιθικές κοινωνίες ήταν γυναικοκεντρικές, χωρίς ο χαρακτηρισμός όμως να υπολανθάνει ότι η εξουσία ανήκε στις γυναίκες. Ο τονισμός δηλαδή της γυναικείας φύσης στο συμβολικό σύστημα αξιών των Νεολιθικών ανθρώπων δε θα πρέπει να ερμηνευθεί ως απόρροια της εξουσιαστικής θέσης της γυναίκας αλλά ως αποτέλεσμα της αναγνώρισης της ρυθμιστικής δύναμης που υπολανθάνει στη γυναικεία υπόσταση και η οποία συνέβαλλε στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και εξασφάλιζε την επιβίωση της κοινότητας και του συνόλου.
Ειδώλια Γυναικών
Τα ειδώλια, φτιαγμένα συνήθως από πηλό, αλλά και από λίθο και μάρμαρο, αποδίδουν με περισσότερο ή λιγότερο σχηματικό τρόπο το έμψυχο και άψυχο περιβάλλον του ανθρώπου. Προέρχονται από όλες τις περιοχές του Αιγαίου (Θεσσαλία, Πελοπόννησος, Βοιωτία κ.ά.), ενώ λιγοστά μόνο παραδείγματα προέρχονται από το Β.Α Αιγαίο.
Το θεματολόγιο των μορφών που απεικονίζονται είναι πλούσιο: ανθρωπόμορφα ειδώλια, εκ των οποίων υπερτερούν οι γυναικείες και οι χωρίς ένδειξη φύλου μορφές από τις ανδρικές και τις υβριδικές (ανθρωποζωόμορφες), ζώα, έπιπλα και τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές σπιτιών (π.χ. φούρνοι) κ.ά. Τα γυναικεία ειδώλια υπερέχουν αριθμητικά σε όλες τις περιόδους της Νεολιθικής, γεγονός που μαρτυρεί ότι κάποιες όψεις της γυναικείας υπόστασης (η συμβολή της στην αναπαραγωγή αλλά και τη συντήρηση του οίκου) έχουν βαρύνουσα συμβολική σημασία.
Η έμφαση στη γονιμική διάσταση της γυναίκας είναι εμφανής στα ειδώλια που παρουσιάζουν γυναίκες στεατοπυγικής μορφής με υπερτροφικούς μαστούς, άλλοτε όρθιες και άλλοτε καθιστές σε κάθισμα ή οκλαδόν. Σπανιότερος είναι ο τύπος της γυναίκας στη φάση τεκνοποιίας. Η έμφαση στον οικιακό χαρακτήρα της γυναικείας παρουσίας παρατηρείται στον οικιακό χαρακτήρα των χώρων ανεύρεσης των ειδωλίων αλλά και στο ότι αυτοί σχετίζονται με την αγροτική παραγωγή (αποθηκευτικοί χώροι, τροφοπαρασκευαστικές ζώνες, φούρνοι, χώροι κατασκευής εργαλείων, χώροι με εργαλεία άλεσης, εργαλεία υφαντικής ή κοσμήματα).
Η σχέση αυτή είναι εμφανής σε κάποια παραδείγματα γυναικείων ειδωλίων, όπου τα μάτια αποδίδονται με τη μορφή κόκκων δημητριακών. Η λειτουργία των ειδωλίων, ανθρωπόμορφων και μη, έχει απασχολήσει πολύ τους ερευνητές τα τελευταία χρόνια που διατύπωσαν πολλές και διαφορετικές θεωρίες.
Ειδώλια Γυναικών - Θεωρίες
Τα ειδώλια της Νεολιθικής εποχής αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών ερμηνευτικών συζητήσεων και προτάσεων τις τελευταίες δεκαετίες. Η αριθμητική υπεροχή των γυναικείων ειδωλίων αλλά και η στεατοπυγική απόδοση των χαρακτηριστικών τους οδήγησαν πολλούς μελετητές στην άποψη ότι οι γυναικείες μορφές είναι απεικονίσεις της θεάς της γονιμότητας. Η συγκέντρωση ειδωλίων μάλιστα σε οροθετημένες περιοχές στη Νέα Νικομήδεια Μακεδονίας και στο Αχίλλειο Θεσσαλίας οδήγησε τους ανασκαφείς στο χαρακτηρισμό αυτών των χώρων ως "Ιερών".
Η άποψη αυτή σήμερα έχει απορριφθεί, δεδομένου ότι εικάζεται ο προθεϊστικός χαρακτήρας της λατρείας (λατρεία προγόνων και φυσικών δυνάμεων και όχι προσωποποιημένων θεοτήτων) και η απουσία διάκρισης μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων ιερών χώρων στη Νεολιθική εποχή. Κατά μία άλλη άποψη, που βασίζεται σε εθνογραφικά παράλληλα, τα ειδώλια αυτά χρησιμοποιούνταν στη συμπαθητική μαγεία, με σκοπό να προκαλέσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα (π.χ. τα ειδώλια εγκύων θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με σκοπό την ενίσχυση της γονιμότητας της γυναίκας που τα είχε στην κατοχή της).
Δεν αποκλείεται βέβαια η χρήση τους ως φυλαχτά ή ως σύμβολα με αποτροπαϊκή σημασία. Οι νεότερες ερμηνευτικές προτάσεις αποδέχονται το συμβολικό και επικοινωνιακό ρόλο των ειδωλίων. Δέχονται επίσης μεγαλύτερη πολυσημία στη χρήση τους. Επισημαίνουν ότι ως αντίγραφα και σύμβολα τα ειδώλια φορτίζονταν με διάφορα νοήματα, ανάλογα με το χρήστη, το περιβάλλον χρήσης τους, τα λόγια και τις χειρονομίες που τα συνόδευαν. Ο χαρακτήρας της χρήσης τους ήταν περιορισμένος, αφού μετά την εκπλήρωση του προορισμού τους πετάγονταν, όπως δείχνουν οι ανασκαφές.
Ιδιαίτερα, η συχνή παρουσία των ειδωλίων σε αποθηκευτικούς χώρους και φούρνους και η σπάνια εύρεσή τους σε τάφους υποδηλώνει τη σχέση τους με τη σοδειά και την επιβίωση -φυλαχτά. Οι σύγχρονες αυτές ερμηνευτικές προτάσεις εντάσσονται στα νεότερα θεωρητικά ρεύματα της αρχαιολογίας, σύμφωνα με τα οποία τα αντικείμενα κατανοούνται από τη θέση τους στον οικισμό, τη λειτουργία του χώρου ανεύρεσης αλλά και από την εξέταση των συμβολικών συσχετισμών των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα σ αυτόν το χώρο.
Συστήματα Συγγένειας (Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική)
Δε γνωρίζουμε ποιες ήταν οι βασικές δομές συγγένειας στη Νεολιθική περίοδο. Υπάρχουν όμως κάποιες αρχιτεκτονικές ενδείξεις που επιτρέπουν να διατυπώσουμε μερικές απόψεις. Μία από αυτές τις ενδείξεις αφορά την κατανομή τροφοπαρασκευαστικών κατασκευών (εστίες, φούρνοι) στον οικισμό. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι στους οικισμούς της Ανώτερης και Μέσης Νεολιθικής αυτές οι κατασκευές τοποθετούνται συνήθως σε ανοιχτούς χώρους μεταξύ των σπιτιών. Η θέση τους αυτή μάλιστα δημιουργεί δυσκολίες ως προς το να κατανοήσουμε σε ποια οικία ανήκουν.
Έτσι, συχνά θεωρείται ότι οι κατασκευές των ενδιάμεσων αστέγαστων χώρων χρησιμοποιούνταν από τα παραπλήσια σπίτια, που ίσως ανήκαν στην ίδια οικογένεια και κατ επέκταση στο ίδιο νοικοκυριό. Αν ο παραπάνω τρόπος οργάνωσης χώρου μπορεί να θεωρηθεί δηλωτικός της συλλογικής διαβίωσης στο πλαίσιο μιας διευρυμένης ομάδας, θα μπορούσαμε πιθανότατα να πούμε ότι η κύρια μορφή κοινωνικής συγκρότησης του νεολιθικού νοικοκυριού ήταν το γένος ή η διευρυμένη - πολυγονική οικογένεια, που περιλαμβάνει και άλλα στενά συγγενικά πρόσωπα πέρα από τους γονείς και τα παιδιά.
Ο τύπος της πολυγονικής οικογένειας αποτελεί την πιο διαδεδομένη μορφή συγγενικής οργάνωσης σε παρόμοιες κοινωνίες της Ασίας και Αυστραλίας που μελετώνται εθνογραφικά. Από άποψη λειτουργίας, η ένταξη πολλών ατόμων με στενούς συγγενικούς δεσμούς στην ίδια οικογένεια βοηθά στον καλύτερο καταμερισμό της εργασίας και διασφαλίζει την προστασία του συνόλου (συγγενειακός τρόπος οργάνωσης της παραγωγής). Άγνωστος σε εμάς παραμένει επίσης ο τρόπος που αρθρώνονται οι σχέσεις συγγένειας και ανιχνεύεται η καταγωγή, δηλαδή η μητριαρχική ή πατριαρχική δόμηση των συστημάτων συγγένειας.
Γενικότερα για τις προμυκηναϊκές κοινωνίες του Αιγαίου είχε προταθεί παλαιότερα η επικράτηση της μητριαρχίας και του μητρογραμμικού συστήματος συγγένειας, άποψη που συνεπαγόταν και την άσκηση εξουσίας από γυναίκες. Σήμερα όμως η άποψη αυτή αμφισβητείται έντονα ως απηχούσα όρους και συμβολισμούς του σύγχρονου κόσμου και ως επιστημονικά αναπόδεικτη. Αυτό που ενδιαφέρει τη σύγχρονη έρευνα είναι η ανίχνευση της θέσης της γυναίκας στην οντολογία της Νεολιθικής εποχής, καθώς και οι συμβολισμοί της γυναικείας υπόστασης στο σύστημα αξιών της εποχής.
Συστήματα Συγγένειας (Νεότερη και Τελική Νεολιθική)
Σημαντικές αλλαγές στο μέγεθος των κεντρικών κτισμάτων τύπου "μεγάρου" (65 τ.μ. το "μέγαρο" του Σέσκλου, 30 μέτρα μήκος το "μέγαρο" στη Μαγούλα Βισβίκη) αλλά και στην κατανομή των τροφοπαρασκευαστικών κατασκευών στο εσωτερικό του νεολιθικού χωριού (απομάκρυνσή τους από τους ενδιάμεσους ανοικτούς χώρους μεταξύ των οικιών και εγκατάστασή τους στο εσωτερικό των σπιτιών), από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά, έχουν ερμηνευθεί είτε ως δηλωτικά μιας πιθανής αλλαγής στον τρόπο δόμησης της οικογένειας (από πολυγονική σε πυρηνική) είτε ως αλλαγές στον τρόπο συγκρότησης κοινωνικών σχέσεων (περιορισμός αμοιβαιότητας και άσκηση εξουσίας από τους επικεφαλής του γένους).
Συστήματα Συγγένειας (Νεότερη και Τελική Νεολιθική) - Ερμηνεία
Οι αλλαγές που σημειώνονται στην οργάνωση αρκετών οικισμών της Νεότερης Νεολιθικής στη Θεσσαλία έχουν ερμηνευθεί με διαφορετικό τρόπο. Ειδικότερα για το Διμήνι Θεσσαλίας, προτάθηκε η άποψη από τον P. Halstead ότι στο κεντρικό κτίσμα τύπου "μεγάρου" στεγαζόταν τώρα μία πυρηνική οικογένεια λίγων ατόμων, ενώ στα μικρότερα οικήματα που εφάπτονταν των περιβόλων και περιέβαλλαν την κεντρική αυλή συνέχιζαν να διαμένουν τα μέλη πολυγονικών οικογενειών.
Η μετάβαση από την πολυγονική - διευρυμένη στην πυρηνική οικογένεια θεωρείται από πολλούς ερευνητές ως συνάρτηση σημαντικών αλλαγών στη δομή της νεολιθικής κοινωνίας και ιδιαίτερα της ανάδειξης νέων φορέων εξουσίας και γοήτρου που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της κοινότητας. Άλλοι ερευνητές τονίζουν ότι οι αλλαγές αυτές που παρατηρούνται στην οργάνωση του χώρου μαρτυρούν την καθιέρωση μιας νέας διάστασης του "συλλογικού" με στοιχεία ιεραρχικής οργάνωσης και όχι αλλαγές στη δομή της οικογένειας.
Όπως προκύπτει από πολλά εθνογραφικά παραδείγματα κοινωνιών οργανωμένων σε γένη και διευρυμένες - πολυγονικές οικογένειες, πολλές φορές τα γηραιότερα ή ικανότερα μέλη των γενών αυτών ασκούν ένα είδος ενδοκοινοτικής εξουσίας, ρυθμιστικού και οργανωτικού χαρακτήρα. Το δικαίωμα όμως αυτό άσκησης εξουσίας, που μεταβιβάζεται συνήθως κληρονομικά και προσδίδει κύρος και δύναμη στα άτομα που το ασκούν, δεν ανατρέπει την ίδια την κοινότητα, αφού η εξουσία πηγάζει και ελέγχεται από αυτήν, συμβάλλοντας συνεπώς με διαφορετικό τρόπο στη συνοχή της.
Η Ταυτότητα της Εργασίας
Ο οικιακός χαρακτήρας της νεολιθικής οικονομίας αλλά και η ανάπτυξη δικτύων ανταλλαγής προϊόντων μεταξύ των οικισμών συντέλεσαν από πολύ νωρίς στη δημιουργία συγκεκριμένων τομέων εργασίας που αφορούσαν την επεξεργασία δημητριακών αλλά και την παραγωγή κεραμικών σκευών, υφασμάτων, λίθινων εργαλείων, κοσμημάτων και άλλων χρηστικών και μη αντικειμένων, με σκοπό την κατανάλωση αλλά και την ανταλλαγή.
Η γεωργία, η κτηνοτροφία, η κεραμική, η λιθοτεχνία αλλά και οι ασχολίες που αφορούσαν την ύφανση, την επεξεργασία των σιτηρών, το μαγείρεμα, το ζύμωμα και άλλες οικοτεχνικές δραστηριότητες αποτέλεσαν μερικούς από τους πιο δημοφιλείς κλάδους εργασίας της Νεολιθικής, τα λεγόμενα "επαγγέλματα". Αν ο όρος όμως "επάγγελμα" σήμερα συνδέεται με βιοποριστικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα σε μία εμπορευματική οικονομία, οι δραστηριότητες που ανέπτυξαν οι νεολιθικοί άνθρωποι υπάκουαν σε μία άλλη λογική: τη λογική της επιδίωξης ενός σταθερού στόχου, της επιβίωσης.
Ο νεολιθικός άνθρωπος δεν ασχολείται δηλαδή αποκλειστικά με ένα συγκεκριμένο κλάδο εργασίας ούτε εργάζεται για το εισόδημά του. Ο ίδιος είναι παραγωγός, χρήστης και καταναλωτής της τροφής του και των αντικειμένων του νοικοκυριού του. Η κοινωνία του είναι στη βάση της μία κοινωνία αυτοσυντήρησης, στοχεύει δηλαδή στην παραγωγή αξιών χρήσης και όχι ανταλλαγής. Έτσι, απουσιάζει η ιεράρχηση κοινωνικών ομάδων (τάξεων) βάσει του εισοδήματός τους, ενώ επικρατεί ο συγγενειακός τρόπος παραγωγής.
Δεν υπάρχει η εξειδικευμένη παραγωγή με τη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα και η εργασία δεν αξιολογείται στη βάση της επένδυσης χρόνου και εργασίας, όπως ισχύει στην εμπορευματική κοινωνία. Ακόμα, αν και αναπτύσσονται εκτεταμένα δίκτυα ανταλλαγών μεταξύ των οικισμών, γεγονός που προϋποθέτει την παραγωγή αντικειμένων για την τροφοδότησή τους, η ανταλλαγή μεταξύ των νεολιθικών οικισμών υπακούει σε μία άλλου τύπου λογική σε σχέση με αυτή που επικρατεί στην εμπορευματική κοινωνία.
Άλλοτε δηλαδή αποβλέπει στην εξασφάλιση σοδειάς μετά από φυσική καταστροφή και άλλοτε στην απόκτηση αντικειμένων που προσδίδουν στον κάτοχό τους κύρος και γόητρο. Ωστόσο, στο πλαίσιο μιας παραδοσιακής κοινωνίας αυτοσυντήρησης, είναι δυνατόν να αναπτυχθούν κάποιες προϋποθέσεις που να οδηγήσουν σε παραγωγή πιο εντατικού χαρακτήρα και εξειδικευμένες γνώσεις. Είναι βέβαιο ότι η παρασκευή ορισμένων κατηγοριών κεραμικών σκευών, εργαλείων και κοσμημάτων που συναντώνται στους νεολιθικούς οικισμούς απαιτούσε την κατοχή ειδικής τεχνογνωσίας και ικανοτήτων που δύσκολα θα επιδείκνυαν όλοι.
Αλλά και η χρήση τους προϋπέθετε εμπειρία και γνώση. Η ενασχόληση με τομείς που απαιτούσαν ειδικές γνώσεις δε γινόταν σε μόνιμη, αποκλειστική βάση ούτε οδηγούσε στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Προσέδιδε όμως πολλές φορές κύρος και δύναμη στον κάτοχό της, που προσπαθούσε συχνά να την κρατήσει μυστική προκειμένου να διασφαλίσει τη θέση του σε μία άλλου τύπου ιεραρχία, αυτή που βασίζεται στο γόητρο και την επίδειξη κοινωνικής δύναμης.
Ο / Η Γεωργός
Η ενασχόληση με τη γεωργία απαιτεί την κατοχή εξειδικευμένης γνώσης που αφορά τεχνικές παραγωγής (καλλιέργεια) και χρήσης (μεταποίηση, επεξεργασία σπόρων και αποθήκευση) δημητριακών, οσπρίων και κηπευτικών. Οι γνώσεις αυτές προϋποθέτουν εξοικείωση με το φυσικό περιβάλλον αλλά και το περιβάλλον ευδοκίμησης των φυτών (π.χ. γνώση των εποχικών αλλαγών, αξιοποίηση των κατάλληλων εδαφών) και εμπειρία στην εφαρμογή των καλλιεργητικών μέσων (χρησιμοποίηση εργαλείων, όπως δρεπανιών, τριβείων κ.ά.).
Δεδομένου του μη εμπορευματικού χαρακτήρα της Νεολιθικής οικονομίας, η επιτυχία της σοδειάς αλλά και η σωστή αξιοποίηση του αγροτικού προϊόντος (μέσω της επεξεργασίας, της αποθήκευσης και της ανταλλαγής) αποτέλεσαν για το γεωργό της Νεολιθικής εποχής ζητούμενα πρωταρχικής σημασίας για την επιβίωση του ίδιου αλλά και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, της κοινότητας.
Ο / Η Κεραμέας
Η κεραμική, η κατασκευή αγγείων από πηλό, προϋποθέτει την κατοχή ενός οργανωμένου corpus τεχνικών γνώσεων (know-how) που αφορούν την κατανομή κοιτασμάτων πηλού στην ευρύτερη γεωγραφική ζώνη του οικισμού, τη διαφορετική σύσταση και τις ιδιότητες των διάφορων ειδών πηλού, τη σύσταση των κατάλληλων μη πλαστικών υλών που θα χρησιμοποιηθούν για πρόσμειξη με τον πηλό, την προετοιμασία των βαφών και τις συνθήκες όπτησης των σχηματοποιημένων αγγείων (αρχές πυροτεχνολογίας).
Η εμφάνιση της κεραμικής χρονολογείται στις αρχές της Νεολιθικής. Κατά τη διάρκεια της εποχής αυτής οι γνώσεις που αφορούν την κεραμική εξελίσσονται, φθάνοντας σε ένα πολύ προχωρημένο στάδιο εμπειρίας και αισθητικής. Σταδιακά επιτυγχάνεται η παραγωγή μιας μεγάλης ποικιλίας αγγείων και τεχνοτροπιών (γραπτά αγγεία, εγχάρακτη διακόσμηση, λεπτά στιλβωμένα αγγεία κ.ά.), γεγονός που υποδηλώνει την ύπαρξη εξειδικευμένων γνώσεων και μακρόχρονης εμπειρίας, που πιθανότατα μεταβιβάζονταν από γενεά σε γενεά.
Πέρα από τη χρηστική λειτουργία των αγγείων, μερικές από τις καλύτερες κατηγορίες τους αποτέλεσαν αντικείμενα ανταλλαγών μεταξύ των νεολιθικών κοινοτήτων, με σκοπό την απόκτηση τροφής από άλλες κοινότητες σε περιόδους σιτοδείας ή την εξασφάλιση του κύρους και του γοήτρου που προσέδιδε η απόκτηση αντικειμένων ιδιαίτερου κάλλους στον κάτοχό τους.
Η Υφάντρα
Η σχέση του νεολιθικού ανθρώπου με το ύφασμα ήταν πολύ στενή. Αν και ελάχιστα σήμερα είναι τα ευρήματα που μαρτυρούν την ενασχόληση με την υφαντική (σφονδύλια ή αποτυπώματα υφασμάτων), εντούτοις οφείλουμε να αναγνωρίσουμε την καθημερινή χρήση και τη συμβολική διάσταση των υφασμάτων κατά τη Νεολιθική εποχή. Τα υφάσματα θα χρησίμευαν για ενδύματα, για καλύμματα τοίχων και δαπέδων, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ακόμα και σε τελετουργίες.
Το ένδυμα διαμορφώνει την εξωτερική όψη του ατόμου που το φορά, ενώ το υφαντό λειτουργεί συμβολικά μέσα στο σπίτι, άλλοτε διακοσμώντας το με μοτίβα που ανήκουν στο κοινό πολιτισμικό υπόβαθρο, άρα μεταφέροντας νοήματα, και άλλοτε οριοθετώντας τον οικιακό από τον περιβάλλοντα εξωτερικό χώρο. Ίσως σ αυτή τη σημασιολογική φόρτιση του τελικού προϊόντος της υφαντικής κατά τη χρήση του να οφείλεται η πρώιμη εμφάνιση αλλά και η εξέλιξη της υφαντουργίας κατά τη Νεολιθική.
Αλλά και η διαδικασία παραγωγής αποτελούσε μία εξαιρετικά πολύπλοκη διαδικασία που απαιτούσε ειδικές δεξιότητες και εμπειρία που μεταφέρονταν από γενεά σε γενεά. Ιδιαίτερα η ύφανση προϋποθέτει τη νοητική σύλληψη και εκτέλεση ενός οργανωμένου σχεδίου, η μοναδικότητα του οποίου προσδίδει δύναμη και κύρος στον κάτοχό του, την υφάντρα. Στην αρχαία Ελλάδα, άλλωστε, στενή σημασιολογικά ήταν η σχέση της λέξης "υφαίνω" με την έννοια της ευρηματικότητας και του δόλου (μεταφορικά "υφαίνω σκέψεις").
Η καλή υφάντρα με συντονισμένες κινήσεις, χάρη και δεξιότητα στήνει το υφαντό της, όπως μόνο αυτή γνωρίζει, αφήνοντας σε αυτό την προσωπική της σφραγίδα. Η υφαντική εγγράφεται συνήθως στο δυναμικό του γυναικείου φύλου και θεωρείται αποκλειστικά γυναικεία ασχολία. Σε κάποιους προβιομηχανικούς πολιτισμούς η διδασκαλία του γνεσίματος και της υφαντικής τέχνης λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια τελετουργιών μύησης των εφήβων κοριτσιών, ενώ δε λείπουν και οι συμβολισμοί της υφαντικής με τη γονιμική υπόσταση του γυναικείου φύλου.
Εντούτοις κάποια από τα στάδια προμήθειας και παραγωγής (κούρεμα ζώων) θα απαιτούσαν τη σύμπραξη και των δύο φύλων. Τέλος, όπως συμβαίνει και με τις υπόλοιπες οικοτεχνικές δραστηριότητες, η άσκηση των διάφορων σταδίων της υφαντικής θα αποτελούσε κοινωνική εκδήλωση που θα συνδεόταν με το μουσικό και τον προφορικό λόγο και θα συνοδευόταν από κοινές δοξασίες και αφηγήσεις.
Ο / Η Λιθοτέχνης
Η λιθοτεχνία, η επεξεργασία του λίθου, κυρίως οψιανού και πυριτόλιθου, μέσω της λάξευσης είναι μία εξαιρετικά απαιτητική τεχνική διαδικασία που προϋποθέτει μακροχρόνια εμπειρία και ιδιαίτερη δεξιότητα. Στη Nεολιθική εποχή ο οψιανός (ηφαιστιογενές υλικό) και ο πυριτόλιθος (ιζηματογενές πέτρωμα κρυπτοκρυσταλλικής υφής), διακινούνταν στη μορφή κατεργασμένων κονδύλων και έτοιμων λεπίδων σε αρκετά μακρινές εκτάσεις από την πηγή προέλευσης και τον τόπο κατασκευής τους.
Σήμερα, η αναγνώριση των σταδίων παραγωγής αλλά και του τρόπου εισαγωγής του υλικού σε έναν οικισμό (σε μορφή κονδύλου, πυρήνα ή λεπίδας) είναι εφικτή μέσω της εφαρμογής πειραματικών προγραμμάτων που γίνονται σε ορισμένα εργαστήρια Πειραματικής Αρχαιολογίας σε χώρες της Ευρώπης από ερευνητές που εξειδικεύονται χρόνια στη λάξευση. Οι τεχνικές παραγωγής, που σε όλες τις φάσεις της Νεολιθικής αγγίζουν υψηλά επίπεδα τεχνολογίας, μαρτυρούν ότι η παραγωγή βρισκόταν μάλλον στα χέρια ειδικών τεχνιτών.
Κατείχαν εξειδικευμένες γνώσεις σε ό,τι αφορούσε τις ιδιότητες των πετρωμάτων και είχαν αναπτύξει ένα μεγάλο φάσμα τεχνικών επεξεργασίας του πυρήνα και απόσπασης των λεπίδων προκειμένου να φέρουν τη λάξευση εις πέρας με επιτυχία και να ελαχιστοποιήσουν τα λάθη. Σύμφωνα με μία θεωρία που διατυπώθηκε, οι τεχνίτες οψιανού ήταν περιοδεύοντες, μετακινούνταν δηλαδή περιοδικά από οικισμό σε οικισμό, μεταφέροντας προδιαμορφωμένους πυρήνες οψιανού και εκτελώντας την απόσπαση ενός ορισμένου αριθμού λεπίδων σε κάθε οικισμό, ανάλογα με τις ανάγκες του.
Καλαθοπλεκτική
Η καλαθοπλεκτική μοιράζεται κοινές τεχνικές με την υφαντική. Ωστόσο, η λειτουργία της είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη της υφαντικής, αφού συνίσταται στην κατασκευή μεγάλων και χονδροειδών καλαθιών με αποθηκευτική ή διαμετακομιστική λειτουργία. Η καλαθοπλεκτική είναι μια σχετικά απλή παραγωγική διαδικασία, αφού οι βέργες ή οι ίνες που χρησιμοποιούνται για την πλέξη ενός καλαθιού ως πρώτη ύλη δεν απαιτούν ειδική επεξεργασία. Οι τεχνικές της διάπλεξης όμως προϋποθέτουν ανεπτυγμένη δεξιότητα, αφού είναι ιδιαίτερα σύνθετες και δε γίνονται με τη βοήθεια μηχανικών μέσων (εργαλείων) αλλά με το χέρι.
Οι τεχνικές διάπλεξης που μαρτυρούνται στη Νεολιθική εποχή είναι η ακτινωτή (ακτινωτό στημόνιασμα της βάσης των καλαθιών) και η ελικοειδής, κατά την οποία το καλάθι σχηματίζεται με την ελικοειδή περιστροφή μιας συνεστραμμένης πλεξούδας ινών. Πληροφορίες για την πρώιμη άσκηση της καλαθοπλεκτικής παρέχουν τα αποτυπώματα ψαθών και καλαθιών σε βάσεις χονδροειδών αγγείων που βρίσκονταν στο εσωτερικό σπιτιών και σε ανοιχτούς χώρους νεολιθικών οικισμών.
Επεξεργασία Οστού και Κέρατου για την Κατασκευή Εργαλείων
Η επεξεργασία των οστών, κυρίως αιγοπροβάτων αλλά και βοοειδών, με σκοπό την παραγωγή οστέινων εργαλείων (αιχμηρών και κοφτερών, όπως βελόνες, σπάτουλες, χτένια) ήταν μία αρκετά διαδεδομένη παραγωγική διαδικασία κατά τη διάρκεια της Nεολιθικής εποχής. Οι τεχνικές κατεργασίας των οστών (θραύση, θλάση, απόξεση, αυλάκωση, τριβή, λείανση, διάτρηση) παρουσιάζουν σχετική ομοιογένεια σε όλες τις φάσεις. Κατά τη Νεότερη Νεολιθική σημειώνεται και η χρήση του ελαφοκέρατος για την κατασκευή λαβών και στειλεώσεων δρεπανιών, πελέκεων και άλλων εργαλείων, οπότε και αυξάνεται η χρήση σύνθετης μορφής εργαλείων.
Ναυσιπλοΐα
Η γεωμορφολογία του Αιγαιακού χώρου, που συνίσταται στην κατάτμηση του τοπίου από όγκους βουνών και θάλασσα σε μικρότερες γεωγραφικές ζώνες, έστρεψε από πολύ νωρίς το νεολιθικό άνθρωπο στην εξερεύνηση και οργάνωση διάφορων τρόπων και μέσων μετακίνησης και επικοινωνίας. Στο Αιγαίο, ήδη από την εποχή της Μεσολιθικής, υπάρχουν ενδείξεις για την ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας, όπως μαρτυρεί η μεταφορά του οψιανού από τη Μήλο στο σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας.
Η μεταφορά του οψιανού καθώς και άλλων πρώτων υλών (ανδεσίτης από την Αίγινα) σε μακρινές αποστάσεις από τις πηγές τους κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής εποχής μαρτυρεί την κατάρτιση των πρώτων ταξιδευτών του Αιγαίου σε θέματα που αφορούσαν την κατασκευή πλοιαρίων κατάλληλων για ταξίδι στην ανοιχτή θάλασσα, τις καιρικές συνθήκες, τα ρεύματα της θάλασσας αλλά και την οργάνωση του αστρικού ουρανού, βάσει του οποίου γινόταν εφικτός ο προσανατολισμός των πλοίων.
Κοσμηματοτεχνία
Ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Νεολιθική περίοδο είναι η μικροτεχνία, και συγκεκριμένα η κατασκευή κοσμημάτων από λίθο, οστό, όστρεο, πηλό και μέταλλα. Λίθοι με ιδιαίτερους χρωματισμούς και δυνατότητες κατεργασίας, όπως ο ίασπις, ο βασάλτης και ο στεατίτης, αποτελούσαν την πρώτη ύλη στη διαδικασία παρασκευής κοσμημάτων. Το οστέινα κοσμήματα ήταν κυρίως από οστά αιγοπροβάτων αλλά και ορισμένων άγριων ειδών (πτηνών) ή και ψαριών. Συχνά κατασκευάζονταν κοσμήματα και από δόντια σκύλων και άλλων άγριων ζώων.
Ανάμεσα στα όστρεα, τέλος, που χρησιμοποιούνταν ως πρώτη ύλη ήταν η αχιβάδα, η πεταλίδα, ο κώνος και ο σπόνδυλος. Από αυτά ο σπόνδυλος (Spondylus gaederopous), όστρεο με Αιγαιακή προέλευση, φαίνεται πως είχε μεγάλη ανταλλακτική αξία στα διεθνή δίκτυα ανταλλαγών, όπως διαπιστώνεται από τα περίτεχνα κατεργασμένα βραχιόλια από σπόνδυλο που βρίσκονται σε θέσεις της Βαλκανικής και της κεντρικής Ευρώπης.
Αρχαιολογικές μελέτες των σπονδύλων από νεότερους νεολιθικούς οικισμούς του κεντρικού και βόρειου ελλαδικού χώρου (Διμήνι, Σιταγροί) έδωσαν αρχαιολογικά δείγματα (ημιτελή αντικείμενα, εργαλεία διάτρησης) που επιβεβαιώνουν ότι η "ειδικευμένη" κατασκευή των βραχιολιών που προορίζονταν για εξαγωγή γινόταν στο χώρο του Αιγαίου. Τα κοσμήματα που κατασκευάζονταν ήταν συνήθως περίαπτα, ανθρωπόμορφα ή και ζωόμορφα. Ανάμεσά τους, ο τύπος του δακτυλιόσχημου περίαπτου (ring idol) εμφανίζεται κατά επανάληψη σε διάφορα υλικά, αλλά και σε μέταλλο, και παρουσιάζει μεγάλη διάδοση από το Αιγαίο στην Ευρώπη.
Άλλα είδη κοσμημάτων από μέταλλο είναι οι χάνδρες, τα βραχιόλια, οι περόνες, τα διάτρητα ελάσματα, ακόμα και τα δαχτυλίδια και τα αγκίστρια. Αξιοσημείωτη είναι η ανεύρεση ορισμένων "συνόλων" από χρυσά και αργυρά κοσμήματα στην Αραβησσό Πέλλας και στο σπήλαιο Αλεπότρυπας Μάνης αντίστοιχα, γεγονός που παραπέμπει πιθανώς στην ταφική χρήση και προέλευση των κοσμημάτων.
Η αλυσίδα παραγωγής των κοσμημάτων από λίθο, οστό και όστρεο περιλαμβάνει την αποκοπή ενός τμήματος της αρχικής πρώτης ύλης με την τεχνική της απόξεσης, την προετοιμασία του τμήματος που πρόκειται να διατρηθεί με την τεχνική της λείανσης και τη διάνοιξη οπής με τις τεχνικές του πριονισμού και της διάτρησης και με τη βοήθεια λίθινου τρυπανιού ή οπέα από πυριτόλιθο. Οι τεχνικές επεξεργασίας μετάλλου είναι η σφυρήλατη τεχνική ελασμάτων χρυσού αλλά και η λείανση, ενώ στον άργυρο εφαρμόζεται η τεχνική της κυπέλλωσης.
Επικοινωνία και Ετερότητα
Η εικόνα της Νεολιθικής κοινωνίας ως μιας κοινωνίας αυτοσυντήρησης και αυτάρκειας αγγίζει περισσότερο τα όρια μιας ιδεατής αντίληψης για το νεολιθικό βίο, που θεωρήθηκε ο αντίποδας της εμπορευματικής κοινωνίας, και λιγότερο ανταποκρίνεται στο πραγματικό πλαίσιο συγκρότησης των πρώτων αγροτικών κοινωνιών του Αιγαίου.
Στο Αιγαίο, η μικρή κλίμακα της παραγωγής και ο μη εξειδικευμένος χαρακτήρας της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, αλλά και οι απρόβλεπτες καιρικές συνθήκες που καθιστούσαν επισφαλή την εξασφάλιση της τροφής, έκαναν τις πρώτες γεωργοκτηνοτροφικές κοινότητες ευάλωτες σε κάθε είδους συνθήκες (φυσικές καταστροφές, πυρκαγιές, πολεμικές εκδηλώσεις) που θα έθεταν σε κίνδυνο τη σοδειά της χρονιάς και την επιβίωση του οικισμού.
Οι απρόβλεπτες αυτές συνθήκες ανέτρεπαν συχνά την αυτάρκεια του οικισμού και έστρεφαν τα μέλη του στη σύναψη σχέσεων και υποχρεώσεων στο πλαίσιο ενός δικτύου επικοινωνίας, με σκοπό την ανταλλαγή αγροτικού πλεονάσματος, εργατικής δύναμης και ζωικού κεφαλαίου (ένα είδος κοινωνικής αποθήκευσης). Μέσα από τέτοιου είδους επικοινωνία, τα Νεολιθικά νοικοκυριά αλλά και η κοινότητα διαπραγματεύονταν το κύρος τους και τη θέση τους στον ευρύτερο για την εποχή κοινωνικό χώρο, εξασφαλίζοντας παράλληλα τις απαραίτητες συνθήκες επιβίωσης.
Τα δίκτυα ανταλλαγών ήταν πολλά και διέφεραν συχνά ως προς το πλαίσιο συγκρότησης, τα αντικείμενα που διακινούσαν, την κλίμακά τους αλλά και ως προς τις υποχρεώσεις και τα προνόμια που αυτά συνεπάγονταν. Συνιστούσαν, όμως, ένα κοινά αποδεκτό πεδίο συγκρότησης και ανασημασιοδότησης της ταυτότητας της κοινότητας και των ατόμων που συμμετείχαν αλλά και ένα θεσμικό για την εποχή πλαίσιο εξασφάλισης των όρων αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής.
Εκτεταμένα Δίκτυα Ανταλλαγών
Από τα δίκτυα ανταλλαγών τα πιο εκτεταμένα αφορούσαν τη διακίνηση σε μακρινές αποστάσεις αντικειμένων που είχαν υποστεί ειδική επεξεργασία (κοσμήματα από όστρεο και λίθο). Η αυξανόμενη απόσταση του κατόχου τέτοιων αντικειμένων από το δημιουργό τους αλλά και η άγνοια του πρώτου για τον τόπο προέλευσής τους προσέδιδαν στα αντικείμενα αυτά υψηλή ανταλλακτική αξία σε όλες τις φάσεις της αλυσίδας της ανταλλαγής.
Εθνογραφικές μελέτες που έγιναν σε αγροτικές προβιομηχανικές κοινωνίες μας παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για το μηχανισμό διακίνησης τέτοιων αντικειμένων και το χαρακτήρα των δικτύων ανταλλαγής τους. Τα αντικείμενα αυτά θεωρούνται συνήθως αντικείμενα "κοινωνικού γοήτρου", γι αυτό και ανταλλάσσονται με τη μορφή πολύτιμων δώρων στο πλαίσιο των δικτύων ανταλλαγών και συμμαχιών που εκτείνονται εκατοντάδες χιλιόμετρα.
Τέτοιου είδους ήταν τα δίκτυα διακίνησης των οστρέων σπόνδυλου σε μορφή βραχιολιών, των δακτυλιόσχημων περίαπτων (ring idol) και των φυλλόσχημων αιχμών δοράτων. Τα δίκτυα αυτά ένωναν τη Μεσόγειο με την κεντρική Ευρώπη, συγκροτώντας ένα κοινό πλαίσιο διαπραγμάτευσης κοινωνικού γοήτρου.
Δώρα
Η ιδέα ότι η ανταλλαγή δώρων αποτελεί βασικό εξισορροπητικό μηχανισμό της ανθρώπινης κοινωνίας που εξασφαλίζει την αμοιβαιότητα και την αναπαραγωγή ανήκει στο Γάλλο επιστήμονα και πατέρα της Γαλλικής εθνολογίας Marcel Mauss. Ο Mauss με το δοκίμιό του Δοκίμιο για το Δώρο: η μορφή και η λογική της ανταλλαγής στις αρχαίες κοινωνίες αναφέρεται στο φαινομενικά εθελοντικό, αλλά στην ουσία υποχρεωτικό, χαρακτήρα της πράξης της ανταλλαγής και της ανταπόδοσης αντικειμένων, υπηρεσιών και προσώπων σε μορφή δώρου μεταξύ των ατόμων στις αρχαίες κοινωνίες.
Για το Mauss, σε κάθε επεισόδιο ανταλλαγής δώρων μεταξύ δύο ατόμων ελλοχεύει ως ηθική δέσμευση η έννοια της ανταπόδοσης από το λήπτη δώρων μεγαλύτερης αξίας από την προηγούμενη συναλλαγή, με σκοπό την επίδειξη μεγαλύτερης κοινωνικής δύναμης από εκείνης του δότη. Η δύναμη αυτή βέβαια είναι μικρής διάρκειας και δεν κατοχυρώνεται θεσμικά: διαρκεί τόσο χρονικό διάστημα όσο μεσολαβεί μέχρι την ανταπόδοση νέου δώρου από τον πρώτο δότη και την επανάληψη της ίδιας διαδικασίας (παροχή, ανταπόδοση, νέα παροχή).
Αν και για το Mauss τελικός σκοπός της αλυσίδας ανταλλαγής είναι η αμοιβαιότητα, σήμερα πιστεύουμε ότι σε κοινωνίες που απουσιάζει η κοινωνική ιεραρχία, η αλυσίδα "ανταλλαγή - ανταπόδοση" αποκτά ιδιαίτερη δυναμική, δημιουργώντας εναλλακτικά πεδία διαπραγμάτευσης της κοινωνικής δύναμης με μικρή χρονικά ισχύ.
Ανταλλαγή Κοσμημάτων
Ο τύπος του δακτυλιόσχημου περιάπτου (ring idol) εμφανίζεται κατ επανάληψη σε διάφορα υλικά, αλλά και σε μέταλλο, και παρουσιάζει μεγάλη διάδοση από το Αιγαίο στην Ευρώπη. Η παρουσία του ίδιου τύπου σε διάφορα υλικά, αλλά κυρίως σε μέταλλο, σε οικισμούς του Αιγαίου (Πευκάκια, Σέσκλο και Πλατομαγούλες Θεσσαλίας σε πηλό και χρυσό, Αραβησσός Πέλλας και Αλεπότρυπα Μάνης σε χρυσό και άργυρο αντιστοίχως) καθώς και στη νοτιοανατολική Ευρώπη συνδέει τον ελλαδικό χώρο με τα εκτεταμένα δίκτυα ανταλλαγών της Ευρώπης.
Άλλα είδη κοσμημάτων από μέταλλο είναι οι χάνδρες, τα βραχιόλια, οι περόνες, τα διάτρητα ελάσματα, ακόμα και τα δαχτυλίδια και τα αγκίστρια. Αξιοσημείωτη είναι η ανεύρεση ορισμένων "συνόλων" από χρυσά και αργυρά κοσμήματα στην Αραβησσό Πέλλας και το σπήλαιο Αλεπότρυπας Μάνης αντίστοιχα, γεγονός που παραπέμπει πιθανώς στην ταφική χρήση και προέλευση των κοσμημάτων.
Δίκτυα Ανταλλαγών Μέσης Κλίμακας
Τα δίκτυα μέσης κλίμακας αφορούν τη διακίνηση αντικειμένων χρηστικής και ανταλλακτικής αξίας σε μεγαλύτερες από τα τοπικά όρια αποστάσεις. Το πρωιμότερο δίκτυο ανταλλαγών αυτού του τύπου είναι εκείνο της διακίνησης λεπίδων και πυρήνων οψιανού, που εκτείνεται από το νότιο Αιγαίο μέχρι την κεντρική Ελλάδα και τη Μακεδονία.
Δίκτυα Ανταλλαγών Μικρής Κλίμακας
Τα δίκτυα ανταλλαγών μικρής κλίμακας αφορούν στη διακίνηση αντικειμένων χρηστικής αλλά και ανταλλακτικής αξίας. Πρόκειται για τοπικά ή διακοινοτικά δίκτυα ανταλλαγών και συμμαχιών, στα οποία οι κοινότητες διαπραγματεύονται τη θέση τους μέσα στα στενά όρια του τοπικού κοινωνικού χώρου, μέσω της ανταλλαγής χρηστικών αντικειμένων που παρουσιάζουν έλλειψη αλλά και κάποιων κατηγοριών αντικειμένων συμβολικού περιεχομένου, των οποίων η κατοχή εξυπηρετεί κοινωνικούς σκοπούς, όπως την εξασφάλιση κοινωνικής δύναμης.
Κεραμική
Ορισμένες κατηγορίες κεραμικής είναι προϊόντα εξειδικευμένης παραγωγής με περιορισμένα χρονικά και χωρικά όρια. Τέτοιες κατηγορίες κεραμικής στην περιοχή της Θεσσαλίας είναι η γραπτή κεραμική, η λεγόμενη ξεστή, η τεφρή καθώς και η κεραμική τύπου Urfirnis του νότιου Αιγαίου.
Η γραπτή κεραμική διαφοροποιείται ανάλογα με την ποικιλία των χρωμάτων και των διακοσμητικών μοτίβων -σπείρα, ενάλληλες γωνίες, παράλληλες γραμμές, κύκλοι, ρόμβοι-, τα οποία μιμούνται συχνά μοτίβα της υφαντικής και της καλαθοπλεχτικής. Αν και οι αρχές της σημειώνονται στην Αρχαιότερη Νεολιθική (φάση Πρωτοσέσκλο), οι τεχνικές της εξελίσσονται κατά τη Μέση Νεολιθική και αγγίζουν τα όρια της τεχνικής τελειότητας την εποχή της Ύστερης Νεολιθικής.
Η ξεστή κεραμική (scraped ware) απαντά σε ορισμένους οικισμούς της Ανώτερης, Μέσης και των αρχών της Ύστερης Νεολιθικής περιόδου στη Θεσσαλία. Έχει αποδειχτεί ότι η κεραμική αυτού του τύπου (που συνίσταται στη διακόσμηση του αγγείου μέσω της απόξεσης του ερυθρού χρώματος που το περιβάλλει) ήταν προϊόν συγκεκριμένου εργαστηρίου και διακινούνταν σε μικρές αποστάσεις μέσω δικτύων τοπικής κλίμακας.
Το ίδιο εξειδικευμένη ήταν και η παραγωγή της τεφρής κεραμικής, με έδρα οικισμό της δυτικής Θεσσαλίας. Δείγματα τεφρής κεραμικής, που διακρίνεται για την καθαρότητα του πηλού και την επιτυχημένη όπτηση σε υψηλές θερμοκρασίες, βρέθηκαν μέχρι τη Βοιωτία και την Πελοπόννησο.
Οργάνωση του Χώρου και Πρόσληψη των Αποστάσεων
Πώς οργανώνεται ο χώρος στο νεολιθικό Αιγαίο; Σίγουρα όχι ομοιόμορφα. Παρ όλη την αβεβαιότητα που εμπνέει ένα τέτοιο τολμηρό ερώτημα, μπορούμε να προσδιορίσουμε τις βασικές παραμέτρους μιας τέτοιας οργάνωσης στη Θεσσαλία, όπως γίνεται ιδιαίτερα αισθητή από τις αρχές της Νεότερης Νεολιθικής:
- Απουσία μιας ενιαίας πολιτειακής αρχής με ενοποιημένα εδαφικά στηρίγματα.
- Κατακερματισμός σε οικιστικές μονάδες - νοικοκυριά.
- Οριοθέτηση του εσωτερικού και εξωτερικού κοινοτικού χώρου (τάφροι, περίβολοι), συνέχεια στο χώρο εγκατάστασης με πιθανές συμβολικές προεκτάσεις όσον αφορά τη συνέχεια της ταυτότητας των κατοίκων (μαγούλες - γήλοφοι με στρώματα συνεχούς κατοίκησης).
- Τέλος, τοπικά και υπερτοπικά πολιτισμικά δίκτυα (σχέσεις με νότιο Αιγαίο και Βαλκάνια).
Αν και αγνοούμε παντελώς το περιεχόμενο αυτών των πρακτικών, αλλά και τις διακυμάνσεις τους στο χρόνο (ας μην ξεχνάμε μόνο η Τελική Νεολιθική είναι μία περίοδος μεγαλύτερη των 1000 χρόνων), τολμούμε να πούμε ότι η πρόσληψη των φυσικών αποστάσεων σε σχέση με την απόκτηση από τη Νεολιθική συνείδηση μεσολαβείται από την κοινωνική απόσταση, όχι από τις πηγές τους, αλλά από εκείνους τους οικισμούς ή σημεία του χώρου που διαμεσολαβούν για την απόκτησή τους.
Σε ένα τέτοιο σύστημα σκέψης, η απόσταση γίνεται αντιληπτή πάντα σε σχέση με "ένα ασυνεχές στο χώρο, αλλά συνεχές στη συνείδηση, επικοινωνιακό δίκτυο, οι αρθρώσεις του οποίου ορίζονται κάθε φορά από παραμέτρους όπως η κοινή ταυτότητα (σε σχέση με οικογενειακούς ή γλωσσικούς δεσμούς) και η αποτύπωσή της στο χώρο (στοιχεία φυσικού χώρου, όπως επικοινωνιακοί δρόμοι, περάσματα της θάλασσας και της ξηράς με συμβολικές προεκτάσεις, ή περιοδικά εθιμικά δρώμενα, π.χ. τελετουργίες, εορτές με εμπορικές ανταλλαγές που μετατρέπονται σε σταθερά σημεία αναφοράς στο χώρο).
Με άλλα λόγια, οι παράμετροι που προσδιορίζουν την επιλογή του τρόπου εισαγωγής ή ακόμα και την ποσότητα ενός υλικού σε έναν οικισμό δεν είναι το κόστος, οριζόμενο ως η χιλιομετρική απόσταση από την πηγή του, αλλά η κοινωνική απόσταση από τις ομάδες εκείνες και τα σημεία του χώρου μέσα από τα οποία διοχετεύεται το υλικό (π.χ. δρόμοι επικοινωνίας που ορίζονται από το γεωμορφολογικό ανάγλυφο και την τοπογραφία) καθώς και ο τρόπος παραγωγής του (σε ειδικευμένη ή ανειδίκευτη βάση).
Οι ίδιοι παράμετροι που επιτρέπουν τη δυνατότητα συμμετοχής προσδιορίζουν και τα όρια του αποκλεισμού θέσεων ή ομάδων από το δίκτυο. Σε ένα τέτοιο σύστημα, η επικοινωνία συγκροτείται όχι σε σχέση με ένα τοπικό ή υπερτοπικό κέντρο αναφοράς (π.χ. τη Μήλο ή τις Κυκλάδες συνολικά) αλλά με πολλαπλά κέντρα αναφοράς που χαρακτηρίζονται από ασυνέχεια στο χώρο και στο χρόνο (π.χ. πολυκεντρικά δίκτυα). Κυρίαρχο στοιχείο του πολυκεντρικού δικτύου αναδεικνύεται η διαμεσολάβηση.
Η πολυκεντρική πρόσληψη του χώρου που προτείνουμε για το Νεολιθικό Αιγαίο προσδίδει νέες διαστάσεις στα συστήματα επικοινωνίας, τη διαχρονικότητά τους και την ασυνέχειά τους στο χώρο. Οι διαστάσεις αυτές πιέζουν για μια πιο συνολική και προσεκτική διαπραγμάτευση του θέματος της ανταλλαγής στο Αιγαίο.
ΠΡΩΙΜΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΠΡΩΙΜΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ
Νέες Ταυτότητες και Σύμβολα
Η μετάβαση από τη Νεολιθική στην εποχή του Χαλκού στο Αιγαίο δεν ήταν ούτε ραγδαία ούτε εντυπωσιακή. Καθιερωμένοι θεσμοί και συμπεριφορές, όπως τα παραδοσιακά συστήματα συγγένειας (πολυγονική οικογένεια), ο συγγενειακός τρόπος αγροτικής παραγωγής αλλά και δοκιμασμένοι τρόποι διαπραγμάτευσης της ταυτότητας μέσα από τα τοπικά και "διεθνή" συστήματα ανταλλαγών παρέμειναν σταθερά σημεία δόμησης της κοινωνίας, τουλάχιστον για αρκετούς αιώνες μετά τα τέλη της Νεολιθικής.
Στο πλαίσιο όμως της σταθερότητας των κοινωνικών θεσμών και των καθιερωμένων πρακτικών αναπτύχθηκαν τα περιθώρια ανάδειξης και προβολής νέων κοινωνικών δυνάμεων: νέες κοινότητες ιδρύθηκαν σε επίκαιρα γεωγραφικά σημεία (παράλια, σπήλαια), νέες ηγεμονικές ομάδες άσκησαν εξουσία μέσα στις κοινότητες, νέοι ρόλοι και επαγγέλματα αναδείχθηκαν ως φέροντα κύρος και δύναμη στους φορείς άσκησής τους.
Παράλληλα, διευρύνθηκαν και εμπλουτίστηκαν οι μηχανισμοί προβολής αυτών των νέων κοινωνικών δυνάμεων: τα δίκτυα ανταλλαγών επεκτάθηκαν μέχρι τα Βαλκάνια, ενώ η παραγωγή αντικειμένων γοήτρου και κύρους ενσωμάτωσε νέες τεχνικές και πρώτες ύλες (μέταλλο). Αν και ελαφρώς διαφοροποιημένη από περιοχή σε περιοχή, η κοινότητα παρέμεινε η ανώτερη μορφή κοινωνικής οργάνωσης στο Αιγαίο μέχρι και τα όψιμα χρόνια της Πρώιμης εποχής του Χαλκού.
Οι σταδιακές αλλαγές όμως που επήλθαν τόσο στους βασικούς τρόπους συγκρότησής της όσο και στη θέση των φορέων που την αντιπροσώπευαν στην ευρύτερη κοινωνική ομάδα (π.χ. γηραιότερα ή ικανότερα μέλη του γένους) δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ανάπτυξης κοινωνικής διαφοροποίησης και ελέγχου, τα πρώτα σημάδια των οποίων συναντούμε ήδη στα όψιμα χρόνια της Πρώιμης εποχής του Χαλκού με την ανάδειξη κεντρικών κοινοτήτων "πρωτοαστικού" χαρακτήρα αλλά και αργότερα,στη Mέση εποχή του Χαλκού, με τη δημιουργία ανακτόρων.
ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Νότιο Αιγαίο - Τέλη Νεολιθικής
Από τα τέλη της Νεολιθικής και μετά ο αριθμός των νέων θέσεων στο νότιο Αιγαίο αυξάνεται αισθητά. ΄Ενας σημαντικός αριθμός νέων μικρών αγροτικών οικισμών ιδρύεται στη Βοιωτία, τη νότια Εύβοια και την Αργολίδα, ενώ συνεχίζεται ο εποικισμός των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων που ξεκίνησε την προηγούμενη περίοδο (Κεφάλα Κέας, σπήλαιο Ζα στη Νάξο, Φτελιά στη Μύκονο, Παρθένι στη Λέρο, Αλίμνια στη Ρόδο, Γιαλί στη Νίσυρο). Σημειώνεται επίσης μία αισθητή αύξηση κατοίκησης σπηλαίων στο νότιο Αιγαίο (Θαρρούνια Εύβοιας, σπήλαιο Κίτσου Αττικής, σπήλαιο Αλεπότρυπας Διρού, σπήλαιο Ζα Νάξου κ.ά.).
Η εμφάνιση των νέων αυτών οικισμών, που βρίσκονται είτε σε περιφερειακές ζώνες της ενδοχώρας (λόφοι, ορεινοί όγκοι) είτε στα παράλια, μαρτυρεί επέκταση της καλλιέργειας σε δευτερεύουσας σημασίας ζώνες (π.χ. μακριά από ποτάμια αλλά κοντά σε εναλλακτικές πηγές νερού, όπως μέρη με μεγαλύτερες βροχοπτώσεις) και ανάγκη για πρόσβαση στη θάλασσα. Η πρώτη προτίμηση δηλώνει εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής και επέκταση σε οικολογικές ζώνες που μέχρι τώρα δεν τις είχαν εκμεταλλευτεί.
Η στροφή προς τα σπήλαια έχει συνδεθεί επίσης με την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και ιδιαίτερα με αλλαγές στη χρήση των ζώων (εκτροφή των ζώων για το γάλα, το δέρμα και το μαλλί τους). Οι περιορισμένες ενδείξεις, όμως, που έχουμε από τα δεδομένα των μέχρι τώρα ανασκαμμένων οικισμών αυτής της περιόδου δε συνηγορούν υπέρ της τόσο πρώιμης υιοθέτησης των αλλαγών χρήσης του ζωικού κεφαλαίου. Σαφείς αλλαγές μαρτυρούνται από την επόμενη περίοδο (Πρώιμη εποχή του Χαλκού) και μετά. Έτσι, η αιτία της ξαφνικής στροφής προς τα σπήλαια στα τέλη της Νεολιθικής παραμένει ακόμα ασαφής.
Η δεύτερη επιλογή, που περιλαμβάνει την εγκατάσταση στα παράλια, υπογραμμίζει την αύξουσα βαρύτητα της πρόσβασης στα θαλάσσια δίκτυα επικοινωνιών. Οι παράλιοι οικισμοί έχουν συνήθως μικρή διάρκεια ζωής, εξαιτίας των δύσκολων συνθηκών διαβίωσης στο σχετικά άγονο περιβάλλον του νότιου Αιγαίου (μεγαλύτερη ξηρασία, συχνότερες απώλειες πηγών νερού). Η εμμονή όμως στην επιλογή των παράλιων τοποθεσιών για κατοίκηση που σημειώνεται αυτήν την εποχή δηλώνει τη σπουδαιότητα της γεωγραφικής θέσης των νέων αυτών οικισμών και την ανάγκη να εξασφαλιστεί η ενεργός συμμετοχή τους στα Αιγαιακά και Βαλκανικά συστήματα ανταλλαγών.
Σπήλαια
Πολλά είναι τα σπήλαια που παρουσιάζουν ίχνη κατοίκησης κατά την Τελική Νεολιθική (Κίτσου και Μαραθώνα Αττικής, Θαρρουνίων Εύβοιας, Ζα Νάξου, Αλεπότρυπας Διρού, Άγιο Γάλας Χίου, Αγίου Βαρθολομαίου Λέσβου, Καλυθιών Ρόδου κ.ά). Η λειτουργία τους δεν έχει εξακριβωθεί με σαφήνεια και πολλές απόψεις επικρατούν. Πρόκειται γιασπήλαια όπου διέμεναν κτηνοτρόφοι σε εποχική βάση ή είχαν άλλη λειτουργία; Πολλά από τα σπήλαια αυτά βρίσκονται σε μεγάλα υψόμετρα, με δύσκολη πρόσβαση, έχουν μεγάλο βάθος και είναι μακριά από πηγές νερού.
Η ανεύρεση αντικειμένων υψηλής ανταλλακτικής αξίας (χρυσά κοσμήματα, υψηλής ποιότητας κεραμική, προϊόντα πρώιμης μεταλλοτεχνίας και αιχμές βελών από λεπτόκοκκο και αλλογενή πυριτόλιθο), αλλά και ανθρώπινων οστών, προσδίδει έναν ξεχωριστό χαρακτήρα στα σπήλαια αυτά και μαρτυρεί μία ιδιαίτερη θέση στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο του Αιγαίου. Μόνο στη σπηλιά του Κίτσου αναγνωρίστηκαν μεμονωμένα οστά που ανήκαν σε δεκαοκτώ άτομα, ενώ στις Καλυθιές της Ρόδου αναγνωρίστηκαν ορισμένες μόνο κατηγορίες οστών που ανήκαν σε σύνολο οκτώ ατόμων νεαρής ηλικίας.
Στη βάση των ευρημάτων αυτών, προτάθηκε ότι τα σπήλαια δε χρησίμευαν μόνο ως χώροι κατοικίας ή ως κτηνοτροφικές μονάδες αλλά και ότι η λειτουργία τους ήταν ταφική και κατ' επέκταση λατρευτική. Ίσως η παρουσία υπόγειων νερών στα σπήλαια αυτά και η δύσκολα προσβάσιμη τοποθεσία τους δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για μία λατρευτική σημασιοδότηση των χώρων αυτών από το νεολιθικό άνθρωπο.
Πάντως, τα σπάνια ευρήματα που εντοπίζονται σήμερα στο εσωτερικό των σπηλαίων φανερώνουν την ενεργό συμμετοχή αλλά και την ιδιαίτερη θέση των χρηστών - κατοίκων των σπηλαίων αυτών στα διεθνή συστήματα ανταλλαγής. Τα σπήλαια του νότιου Αιγαίου στα τέλη της Νεολιθικής χαρακτηρίζονται ως "Κεντρικοί τόποι" (Central places) των διεθνών αλυσίδων ανταλλαγών που εκτείνονται από τα Βαλκάνια μέχρι το νότιο Αιγαίο.
Η λειτουργία τέτοιων κεντρικών τόπων θα ήταν να ενισχύουν το αίσθημα της συλλογικότητας σε ένα νησιωτικό χώρο, όπου η αγροτική παραγωγή θα ήταν τουλάχιστον αβέβαιη, και σε έναν ευρύτερο κοινωνικό χώρο, που προμήνυε τη διάσπαση σε πολυκεντρικές συμμαχίες και σχέσεις ανταλλαγών.
Καλλιέργεια
Από τη Νεότερη Νεολιθική και μετά παρατηρείται σταδιακή βελτίωση της παραγωγής, που συνίσταται:
- Στην καλλιέργεια ποικιλίας ειδών, όπως νέων ειδών οσπρίων (ρεβύθια, κουκιά) και στη μεγαλύτερη χρήση του εξάστοιχου κριθαριού και του σιταριού αρτοποιίας για την παρασκευή του ψωμιού. Αυξάνεται επίσης και η χρήση του αμπελιού και της ελιάς, πιθανότατα όμως στην άγριά τους μορφή.
- Στην εκμετάλλευση νέων, λιγότερο εύφορων εδαφών.
- Στη σταδιακή υιοθέτηση τεχνικών, όπως το όργωμα και τη χρησιμοποίηση της εργατικής δύναμης των ζώων
Νότιο Αιγαίο - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Η εγκατοίκηση των παραλίων του νότιου Ελλαδικού χώρου στα τέλη της Νεολιθικής παραπέμπει στο νέο ρόλο που καλείται να παίξει το νότιο Αιγαίο στη νέα συνθήκη πραγμάτων που διαμορφώνεται από την Πρώιμη Χαλκοκρατία και στο εξής:
Το κέντρο βάρους μετατοπίζεται τώρα από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία στη νότια Ελλάδα και συγκεκριμένα στην ανατολική Στερεά και τη βορειοανατολική Πελοπόννησο. Εδώ ιδρύονται οι πρώτοι οικισμοί (Εύτρηση, Θήβα, Λευκαντί, Μάνικα κ.ά.) που στην επόμενη περίοδο θα αναπτύξουν εκτεταμένες επαφές με την Ανατολή και θα συγκροτήσουν πιο σύνθετες κοινωνίες "πρωτοαστικού" χαρακτήρα. Οι οικισμοί αυτοί, μαζί με τα νέα κέντρα του βορειοανατολικού Αιγαίου (Πολιόχνη στη Λήμνο, Θέρμη στη Λέσβο, Τροία) θα βρεθούν από εδώ και στο εξής στο κέντρο των εξελίξεων.
Θεσσαλία
Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στη νότια Ελλάδα και τα νησιά του Αιγαίου, στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία ο αριθμός των νέων θέσεων μειώνεται δραματικά, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτούν τώρα πια λίγοι μεγάλοι οικισμοί που οχυρώνονται (Πευκάκια, Ραχμάνι, Οτζάκι Θεσσαλίας, Μάνδαλο Μακεδονίας). Η αύξηση των οικισμών και η εξάπλωση της κατοίκησης στις μικρότερες, περιφερειακές πεδινές ζώνες της Θεσσαλίας, που έλαβε χώρα κατά την προηγούμενη περίοδο, φαίνεται πως οδήγησε στη σταδιακή ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ των οικισμών και του ζωτικού τους χώρου:
Τα όρια που μεσολαβούσαν μεταξύ των κατοικημένων οικισμών έγιναν λιγότερο σαφή, ενώ ο φυσικός χώρος που αντιστοιχούσε σε κάθε οικισμό μειώθηκε. Η επικάλυψη λοιπόν των φυσικών ορίων και των χώρων που προσλαμβάνονταν ως μέρος του οικισμού θα συνέβαλλε σταδιακά στη δημιουργία ενός πιο ανταγωνιστικού κοινωνικού χώρου και θα συνέτεινε στην ανεύρεση νέων πεδίων επικοινωνίας και εδραίωσης της ταυτότητας των οικισμών.
Η συγκέντρωση λοιπόν πολλών νοικοκυριών σε μεγάλους οικισμούς και η περιχαράκωση αυτών με οχυρωματικά έργα φαίνεται πως ήταν η απάντηση της Θεσσαλίας στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής και στην ανατροπή της γενικής τάξης πραγμάτων που έφερνε την περιοχή αυτή σε δευτερεύοντα ρόλο από εδώ και στο εξής.
Ηγεμονικές Ομάδες - Τέλη Νεολιθικής
Ήδη από τη Νεότερη Νεολιθική, πληθαίνουν οι ενδείξεις που δείχνουν ότι διαφοροποιείται η σύνθεση της συλλογικής ταυτότητας. Αλλαγές στην οργάνωση του χώρου μέσα στον οικισμό αντανακλούν πιθανόν αλλαγές στον τρόπο συγκρότησης των κοινωνικών σχέσεων και μαρτυρούν την καθιέρωση μιας νέας διάστασης του "συλλογικού" με στοιχεία ιεραρχικής οργάνωσης. Όπως προκύπτει από πολλά εθνογραφικά παραδείγματα κοινωνιών οργανωμένων σε γένη και διευρυμένες - πολυγονικές οικογένειες, είναι δυνατόν τα γηραιότερα ή ικανότερα μέλη του γένους να ασκήσουν μία τέτοιας μορφής ενδοκοινοτική εξουσία, ρυθμιστικού και οργανωτικού χαρακτήρα.
Το δικαίωμα αυτό άσκησης ελέγχου, που μεταβιβάζεται συνήθως κληρονομικά, προσδίδει κύρος και δύναμη στα άτομα που την ασκούν, χωρίς να ανατρέπει την ίδια την κοινότητα αφού η εξουσία πηγάζει και ελέγχεται από αυτήν, συμβάλλοντας συνεπώς με διαφορετικό τρόπο στη συνοχή της. Ίσως λοιπόν μιας παρόμοιας μορφής εξουσία να επικράτησε στα τέλη της Νεολιθικής, όπου εικάζεται η συγκρότηση σε γένη και διευρυμένες οικογένειες.
Ηγεμονικές Ομάδες - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης της Πρώιμης εποχής του Χαλκού πληθαίνουν οι ενδείξεις για την ανάπτυξη κοινωνικής διαστρωμάτωσης στο νότιο Αιγαίο. Η πολεοδομική οργάνωση των οικισμών, η αρχιτεκτονική αρτιότητα και η επιβλητική θέση κάποιων κτηρίων, η μνημειώδης αρχιτεκτονική έργων συλλογικού χαρακτήρα, η εισαγωγή ξένων προϊόντων και η ανάπτυξη ειδικοτήτων - επαγγελμάτων που απαιτούσαν την κατοχή εξειδικευμένης γνώσης έχουν θεωρηθεί δηλωτικά ενός πρωτογενούς σταδίου "αστικοποίησης" και της εμφάνισης μιας νέας "ελίτ" στις κοινότητες του νότιου και του κεντρικού Αιγαίου.
Δεν υπάρχουν όμως και πάλι ενδείξεις ότι πρόκειται για ένα παγιωμένο και αυστηρά θεσμοποιημένο σύστημα ιεραρχίας, όπως συμβαίνει στα κέντρα της Ανατολής. Άλλωστε, οποιαδήποτε μορφή ελέγχου στους οικισμούς αυτούς δε θα μπορούσε να επιβιώσει για πολύ, αν δεν ανήκε στο πλαίσιο της κοινοτικής ταυτότητας, που συνεχίζει και αυτήν την εποχή να είναι η κυρίαρχη ταυτότητα. Έτσι, πιθανόν να αναπτύχθηκαν και εδώ, όπως παλαιότερα στη Θεσσαλία, διαδικασίες άσκησης ελέγχου της κοινότητας από τα γηραιότερα ή ικανότερα μέλη του γένους ή των γενών που ανήκαν σ αυτή.
Σύμβολα - Τέλη Νεολιθικής
Μέχρι τη Νεότερη Νεολιθική, τα σύμβολα γοήτρου περιορίζονταν σε αντικείμενα από πέτρα (φυλλόσχημες αιχμές βελών από πυριτόλιθο), ενώ σημαντική θέση κατείχαν και τα διακοσμημένα αγγεία και οικιακά σκεύη που ήταν αντικείμενα ανταλλαγών τοπικής κλίμακας.
Από τα τέλη της Νεολιθικής και μετά, το μέταλλο εισέρχεται δυναμικά στην ομάδα των πρώτων υλών από τις οποίες κατασκευάζονται αντικείμενα που προσδίδουν κύρος και αίγλη σε όσους τα κατέχουν. Ο χαλκός, ο χρυσός και ο άργυρος χρησιμοποιούνται για την κατασκευή αντικειμένων με υψηλή ανταλλακτική αξία: σφυροπέλεκεις με διάδοση από την πρώην Γιουγκοσλαβία ως τη Σλοβενία, εγχειρίδια που αποτελούν αυτόχθονες Αιγαιακές απομιμήσεις αντίστοιχων εγχειριδίων της Βαλκανικής αλλά και κοσμήματα όπως χάνδρες, βραχιόλια, δαχτυλίδια, ελάσματα, περόνες και περίαπτα.
Ιδιαίτερη ανταλλακτική αξία φαίνεται πως κατέχει ο τύπος του δακτυλιόσχημου περίαπτου (ring idol) που εμφανίζεται κατ επανάληψη σε διάφορα υλικά, αλλά κυρίως σε χρυσό και σε άργυρο, και παρουσιάζει μεγάλη διάδοση από το Αιγαίο στην Ευρώπη. Η παρουσία του σε οικισμούς του Αιγαίου (Πευκάκια, Σέσκλο και Πλατομαγούλες Θεσσαλίας σε πηλό και χρυσό, Αραβησσός Πέλλας και Αλεπότρυπα Μάνης σε χρυσό και άργυρο αντιστοίχως) αλλά και στη νοτιοανατολική Ευρώπη συνδέει τον ελλαδικό χώρο με τα εκτεταμένα δίκτυα ανταλλαγών της Ευρώπης.
Ποιοι χρησιμοποιούσαν τα αντικείμενα αυτά και για ποιους λόγους; Πολλά από αυτά τα σύνολα κοσμημάτων έχουν εντοπιστεί σε σπήλαια, γεγονός που θεωρείται δηλωτικό της ιδιαίτερης θέσης τους στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο του Αιγαίου. Τα σπήλαια αυτά βρίσκονται σε μεγάλα υψόμετρα, με δύσκολη πρόσβαση, έχουν μεγάλο βάθος και είναι μακριά από πηγές νερού. Η ανεύρεση αντικειμένων υψηλής ανταλλακτικής αξίας στα σπήλαια αυτά υπογραμμίζει την ενεργό συμμετοχή αλλά και την ιδιαίτερη θέση των χρηστών - κατοίκων των σπηλαίων αυτών στα διεθνή συστήματα ανταλλαγής.
Εικάζεται ότι πολλά από τα σπήλαια λειτούργησαν ως "Κεντρικοί τόποι" (Central places) στους οποίους κατέληγαν οι διεθνείς αλυσίδες ανταλλαγών που εκτείνονταν από τα Βαλκάνια μέχρι το νότιο Αιγαίο. Η λειτουργία τέτοιων Κεντρικών τόπων θα ήταν να ενισχύουν το αίσθημα της συλλογικότητας σε περιοχές όπου η αγροτική παραγωγή θα ήταν τουλάχιστον αβέβαιη και σε μια εποχή που προμήνυε τη διάσπαση σε πολυκεντρικές συμμαχίες και σχέσεις ανταλλαγών.
Αν λάβουμε υπόψή μας το χώρο ανεύρεσής τους (σπήλαια, οικισμοί και όχι μεμονωμένοι τάφοι όπως στα Βαλκάνια, για παράδειγμα στη Βάρνα Βουλγαρίας) υποθέτουμε ότι τα αντικείμενα από μέταλλο, χρυσό και άργυρο χρησίμευαν ως σύμβολα γοήτρου, όχι μεμονωμένων ατόμων αλλά κοινωνικών ομάδων (π.χ. κοινοτήτων, συγκεκριμένων γενών, οικογενειών ή γηραιότερων ατόμων που ασκούσαν έλεγχο στην κοινότητα).
Η επανάληψη συγκεκριμένων τύπων, όπως το δακτυλιόσχημο περίαπτο (ring idol), το εγχειρίδιο, ο επίπεδος πέλεκυς, και η εκτενής διάδοση αυτών των τύπων στο χώρο των Βαλκανίων δηλώνουν τη μεγάλη διαδρομή που διένυαν τα συγκεκριμένα αντικείμενα μέχρι να φτάσουν στα χέρια των κατόχων τους στο Αιγαίο. Ίσως πρόκειται για κειμήλια, που άλλαζαν πολλά χέρια μέχρι τον τελικό προορισμό τους. Σ' αυτήν την περίπτωση τα συγκεκριμένα αντικείμενα πέρα από σύμβολα γοήτρου και αίγλης λειτουργούσαν και ως φορείς της συλλογικής μνήμης και της ιστορίας της κοινότητας ή της ομάδας που τα είχε υπό την κατοχή της.
Σύμβολα - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Η σχέση αυτή μεταξύ μετάλλινων αντικειμένων και κοινότητας ανατρέπεται οριστικά από την Πρώιμη Χαλκοκρατία και μετά, αφού αλλάζει ο ρόλος του μετάλλου και των αντικειμένων που κατασκευάζονται από αυτό (κοσμήματα, εργαλεία, όπλα) στο συμβολικό σύστημα της εποχής. Η τοποθέτησή τους σε τάφους ομαδικούς και ατομικούς στα νεκροταφεία της εποχής και η μεγάλη συχνότητα εμφάνισης σε τάφους μετάλλινων όπλων, κυρίως εγχειριδίων.
Έχουν ερμηνευθεί από μερικούς μελετητές ως ενδείξεις ότι το μέταλλο χρησιμοποιείται πια ως σύμβολο γοήτρου ορισμένων ανερχόμενων κοινωνικών ομάδων, όπως των πολεμιστών. Ακόμα και αν ο συσχετισμός του μετάλλου με μία νέα τάξη πολεμιστών έχει υπερεκτιμηθεί, το γεγονός ότι το μέταλλο πια αποτίθεται στους τάφους ως κτέρισμα δείχνει την αποδέσμευσή του από το χώρο της κοινότητας και το συσχετισμό του με ομάδες ατόμων ή οικογένειες που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της κοινοτικής διαβίωσης.
ΟΜΑΔΕΣ - ΑΤΟΜΟ
Η Τέχνη του Πολέμου - Τέλη Νεολιθικής
Ο πόλεμος ήταν πάντα παρών στην Αιγαιακή Προϊστορία, όπως υποδηλώνουν οι πήλινοι πεσσοί (βλήματα σφεντόνας) και οι αιχμές βελών, που συνήθως ανευρίσκονται στους Νεολιθικούς οικισμούς, αλλά και οι τάφροι και οι περίβολοι που περιβάλλουν Νεολιθικούς οικισμούς -τουλάχιστον σε εκείνες τις περιπτώσεις που μπορεί να διαπιστωθεί η οχυρωματική τους λειτουργία.
Επίσης, ο πολεμιστής άνδρας -αν και δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και την πολεμική ιδιότητα ορισμένων ικανών γυναικών- ασκούσε κάποιο γόητρο στα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας, δεδομένης της ενεργούς συμμετοχής του στην προσπάθεια προστασίας του οικισμού. Ίσως και γι αυτό οι φυλλόσχημες αιχμές βελών από πυριτόλιθο που ανευρίσκονται στους οικισμούς, αλλά και τα λιγοστά μετάλλινα εγχειρίδια που πρωτοεμφανίζονται σε οικισμούς και σπήλαια στα τέλη της Νεολιθικής (Άγιος Δημήτριος Τριφυλίας, σπήλαιο Ζα στη Νάξο) να είχαν υψηλή ανταλλακτική αξία, αφού σχετίζονταν με άτομα που κατείχαν ξεχωριστή θέση μέσα στην κοινότητα.
Η Τέχνη του Πολέμου - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Από τη δεύτερη φάση της Πρώιμης εποχής του Χαλκού (ΠΕΧ ΙΙ) και μετά, έχουμε ενδείξεις ότι οι άνδρες πολεμιστές κατέχουν ξεχωριστή θέση στην κοινότητα. Οι απεικονίσεις τους σε ειδώλια της εποχής πληθαίνουν, ενώ αυξάνει και ο αριθμός των όπλων, κυρίως των εγχειριδίων, που ανευρίσκονται στους οικογενειακούς και ατομικούς τάφους της Κρήτης και των Κυκλάδων.
Εικάζεται ότι μία νέα "τάξη" πολεμιστών διαμορφώνεται αυτήν την εποχή, μία "τάξη" που στηρίζει το γόητρό της, εκτός των άλλων, στην κατοχή και προβολή νέων τύπων όπλων, που αποτελούν ακριβείς απομιμήσεις αρχικά Βαλκανικών και αργότερα ανατολικών προτύπων και είναι κατασκευασμένα από μέταλλο. Βέβαια η υπεροχή των πολεμιστών αυτήν την εποχή εκδηλώνεται στο πλαίσιο της συλλογικότητας και σε καμμία περίπτωση δε συνεπάγεται την ύπαρξη κοινωνικής διαστρωμάτωσης και ιεραρχίας, όπως ίσως συμβαίνει αργότερα, την εποχή των Μινωικών και Μυκηναϊκών ανακτόρων.
Η Τέχνη του Μετάλλου - Τέλη Νεολιθικής
Το μέταλλο δεν είναι άγνωστο στη Νεολιθική. Ήδη από τα τέλη της περιόδου, κοινότητες ή οικογένειες έχουν στην κατοχή τους εργαλεία, όπλα και κοσμήματα κατασκευασμένα από χαλκό, χρυσό και άργυρο που χρησιμεύουν κυρίως ως σύμβολα γοήτρου. Αν και δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε την προέλευσή τους και τον τόπο παραγωγής τους, εντούτοις υπάρχουν ενδείξεις ότι μερικά τουλάχιστον από αυτά κατασκευάζονταν στον Ελλαδικό χώρο.
Βέβαια, οι τύποι αυτών των εργαλείων είναι σχετικά απλοί (οπείς, σπάτουλες) και δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη ενός ώριμου μεταλλουργικού σταδίου στο Αιγαίο, αντίστοιχου με της Βαλκανικής και της νοτιοανατολικής Ευρώπης την ίδια περίοδο. Σε επίπεδο τεχνικής, το Αιγαίο αντιγράφει αυτήν την περίοδο αντίστοιχες μεθόδους παραγωγής και τύπους της Βαλκανικής, γι αυτό θεωρείται ένα δευτερεύον περιφερειακό κέντρο, σε σχέση με τα κέντρα της νοτιοανατολικής Ευρώπης που προπορεύονται στην αρτιότητα των τεχνικών και στην ποικιλία των εργαλειακών τύπων.
Τα ευρήματα όμως από το Αιγαίο δείχνουν την ενεργό συμμετοχή κάποιων οικισμών στην επεξεργασία κοιτασμάτων και την παραγωγή μορφοποιημένων προϊόντων. Οι οικισμοί αυτοί δε βρίσκονται απαραίτητα κοντά στις πηγές των κοιτασμάτων. Επιδίδονται όμως στα στάδια επεξεργασίας και παραγωγής, αφού κάποια μέλη τους γνωρίζουν καλά τα μυστικά της πυροτεχνολογίας (π.χ. υψηλό σημείο τήξης του χαλκού, απόληψη μετάλλου με την επεξεργασία κοιτασμάτων κ.ά.).
Η τέχνη του μετάλλου, που λίγα άτομα κατέχουν σ αυτήν την πρώιμη περίοδο, χαρίζει στα άτομα αυτά και στις κοινότητές τους αίγλη και εξασφαλίζει μεγαλύτερη κοινωνική δύναμη στις ανταλλαγές τους.
Εργαλεία - Όπλα - Κοσμήματα
Περίπου 100 μετάλλινα αντικείμενα προέρχονται από αρχαιολογικά στρώματα που χρονολογούνται στα τέλη της Νεολιθικής. Ανάμεσά τους οπείς, επίπεδοι πελέκεις και σφυροπελέκεις, σμίλες, εγχειρίδια, σπάτουλες καθώς και κοσμήματα.
Ενδείξεις
Οι ενδείξεις που συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης μιας πρώιμης μεταλλουργικής δραστηριότητας στο Αιγαίο είναι:
- Οι πρώτες προσπάθειες εξόρυξης και εκκαμίνευσης των μεταλλευμάτων χαλκού στον ’γιο Ιωάννη της Κύθνου και στο Λαύριο και αργυρούχου μολύβδου στον Άγιο Σώστη της Σίφνου χρονολογούνται στα τέλη της Νεολιθικής.
- Στον οικισμό Κεφάλα της Κέας αλλά και στους οικισμούς Σιταγροί και Μάνδαλο της Μακεδονίας (Τελική Νεολιθική) βρέθηκαν σκωριές χαλκού με θραύσματα χωνευτηρίων και πήλινα χωνευτήρια αντίστοιχα, που υποδεικνύουν ότι τουλάχιστον η εκκαμίνευση μετταλευμάτων γινόταν επί τόπου στα μέρη αυτά.
- Κάποιες ομάδες αντικειμένων, όπως τα εγχειρίδια και οι σπάτουλες, παρουσιάζουν τυπολογικές ιδιαιτερότητες ή ο τύπος τους περιορίζεται μόνο στο Αιγαίο και απουσιάζει εντελώς από τη Βαλκανική.
Η Τέχνη του Μετάλλου - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού και μετά, και ιδιαίτερα από τη δεύτερη φάση (Πρώιμη Εποχή Χαλκού ΙΙ), πληθαίνουν τα ευρήματα από μέταλλο, που τώρα ανευρίσκονται κυρίως σε τάφους. Αυξάνει επίσης η ποικιλία και η τεχνική αρτιότητα των αντικειμένων που κατασκευάζονται, γεγονός που έχει θεωρηθεί ως ενδεικτικό της δημιουργίας τοπικών "σχολών" μεταλλουργίας στον κυκλαδικό χώρο. Στις αρχές της περιόδου (Πρώιμη Εποχή Χαλκού ΙΙ, φάση Κέρου-Σύρου) ο χαλκός που χρησιμοποιείται περιέχει συνήθως αρσενικό και πιθανότατα προέρχεται από τα ορυχεία του Αιγαίου.
Στην όψιμη φάση όμως της ίδιας περιόδου (φάση Λευκαντί Ι - Καστρί) παρατηρείται μία στροφή στη σύνθεση και την προέλευση της πρώτης ύλης: ο ορείχαλκος που χρησιμοποιείται είναι κράμα χαλκού-κασσίτερου. Δεδομένου ότι κοιτάσματα κασσίτερου απουσιάζουν τελείως από την ανατολική Μεσόγειο, η παρουσία του στο Αιγαίο μαρτυρά την ύπαρξη ανταλλαγών εκτεταμένης κλίμακας με οικισμούς της Ανατολής (Ιράν, Αφγανιστάν).
Παράλληλα, πληθαίνουν οι τυπολογικές ομοιότητες μετάλλινων αντικειμένων Αιγαιακής προέλευσης με εκείνα που κατασκευάζονται στα κέντρα της Ανατολής. Έτσι, στο αποκορύφωμα της τέχνης της, η Αιγαιακή μεταλλουργία εγγράφεται στην παράδοση της Ανατολής καθώς πληθαίνει και η εμπορευματική δραστηριότητα με τα κέντρα της.
Η ανάπτυξη της μεταλλουργίας θα έδωσε νέα ώθηση και νέο ρόλο στους κατόχους των μυστικών της. Στον οικισμό της Πολιόχνης της Λήμνου, παρ όλη την έλλειψη μεταλλευμάτων στο νησί, αναπτύσσεται μία νέα "τάξη" εξειδικευμένων τεχνιτών που επεξεργάζονται εισαγόμενα κράματα χαλκού. Την ανάπτυξη μιας μακροχρόνιας αυτόχθονης μεταλλουργικής παράδοσης στη Λήμνο και τις στενές εμπορικές σχέσεις του νησιού με την περιοχή του Εύξεινου Πόντου και του Καυκάσου απηχούν εξάλλου και οι μετέπειτα αρχαίοι ελληνικοί μύθοι του Προμηθέα και των Αργοναυτών.
Έμποροι - Μεσάζοντες - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Στις Κυκλάδες, την Πρώιμη Χαλκοκρατία εμφανίζεται μία νέα κοινωνική ομάδα, οι έμποροι - ναυτικοί. Με τα ταξίδια τους στην ανοιχτή θάλασσα συνδέουν τους κατοικημένους μικρόκοσμους του Αιγαίου μεταξύ τους αλλά και με την Κρήτη και την ηπειρωτική χώρα (κυρίως την Πελοπόννησο).
Ο ρόλος τους είναι κυρίως διαμεσολαβητικός, αφού εξάγοντας μία σειρά από προϊόντα που κατασκευάζονται στις Κυκλάδες (τηγανόσχημα σκεύη, κυκλαδικά ειδώλια κ.ά.), μεσολαβούν μεταξύ παραγωγών και χρηστών. Παράλληλα, διαμεσολαβούν στη σύνδεση της κοινότητας με τον έξω κόσμο, εισάγοντας ξένες πολιτισμικές αξίες και σύμβολα. Το γόητρο της νέας αυτής τάξης εμπόρων πρέπει να ήταν μεγάλο, αφού δεν αποτελούσαν μόνο μεταφορείς αντικειμένων γοήτρου στον τόπο τους αλλά και νέων ιδεών, συμπεριφορών και αξιών.
Μουσικοί - Συμποσιαστές - Πρώιμη Χαλκοκρατία
Από μία σειρά κυκλαδικών ειδωλίων που εμφανίζονται αυτήν την εποχή πληροφορούμαστε την ύπαρξη μιας ομάδας μουσικών, συγκεκριμένα αρπιστών και αυλητών, στις μικρές κοινωνίες των Κυκλάδων. Ο τύπος του μουσικού σχετίζεται στις απεικονίσεις αυτές πάντα με το ανδρικό φύλο, υπαινίσσοντας την αποκλειστική άσκηση της δραστηριότητας αυτής από άνδρες. Η απεικόνιση των μουσικών, μέσω της προβολής των αντικειμένων της ειδικότητητάς τους (μουσικά όργανα), παραπέμπει ίσως στο ρόλο τους στις συλλογικές εκδηλώσεις της εποχής (συμπόσια, γιορτές).
Η απεικόνιση εξάλλου ειδικών κοινωνικών ομάδων της εποχής (πολεμιστές, μουσικοί) εντάσσεται σε μία γενικότερη τάση να προβληθεί η συγκεκριμένη ιδιότητα των ομάδων αυτών και να τονισθεί η εξειδίκευση της τέχνης τους. Είναι ίσως η πρώτη φορά που εκδηλώνεται ένα ενδιαφέρον για την αναπαράσταση του ειδικού και του συγκεκριμένου, γεγονός που επιτυγχάνεται ακόμα μέσα από την προβολή του ομαδικού και του συλλογικού.
Άλλες Δραστηριότητες και Φύλο
Στην Πρώιμη Χαλκοκρατία σημειώθηκαν κάποιες αλλαγές στην αγροτική και κτηνοτροφική παραγωγή, καθώς για πρώτη φορά τα ζώα εκτρέφονταν όχι μόνο για το κρέας τους αλλά και για το μαλλί, το γάλα και τη μεταφορά. Το φαινόμενο αυτό, γνωστό ως "επανάσταση των δευτερογενών προϊόντων" οδήγησε στην αναδιάρθρωση των ρόλων και του βαθμού συμμετοχής των δύο φύλων στην αγροτική παραγωγή. Η επεξεργασία του μαλλιού οδήγησε στην ανάπτυξη του κλάδου της υφαντουργίας, μιας κατεξοχήν γυναικείας οικοτεχνικής δραστηριότητας.
Παράλληλα, πολλές δραστηριότητες που παραδοσιακά συνδέονταν με το γυναικείο φύλο, όπως η οικοτεχνία, η ανατροφή των παιδιών και η τροφοπαρασκευή, συνέχισαν να αποτελούν αποκλειστικές ασχολίες των γυναικών. Άλλες δραστηριότητες, όπως η εκτροφή ζώων για την παροχή γάλατος και την παρασκευή του τυριού, αλλά και η χρήση ζώων για την άροση και ως υποζυγίων για τη μεταφορά έκαναν πιο σύνθετες τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες που από εδώ και πέρα εγγράφονται στο δυναμικό των ανδρών. Άγνωστος παραμένει και ο βαθμός συμμετοχής των γυναικών στις νέες τέχνες, όπως είναι η πυροτεχνολογία.
Αν και η τέχνη αυτή εγγράφεται συνήθως στο δυναμικό των ανδρών, εντούτοις σε πολλές προβιομηχανικές κοινωνίες οι συμβολισμοί της σχετίζονται με το γυναικείο φύλο, αφού η εξόρυξη του μεταλλεύματος από τη Μητέρα Γη θυμίζει τον κύκλο της γονιμότητας. Οι αλλαγές αυτές στον καταμερισμό εργασίας σίγουρα δεν ακολούθησαν μία γραμμική πορεία ούτε έγιναν ξαφνικά, δεδομένης άλλωστε και της σταδιακής υιοθέτησης του νέου τρόπου παραγωγής από τους οικισμούς του Αιγαίου. Άλλωστε, οι αλλαγές αυτές ολοκληρώθηκαν πολύ αργότερα, στην εποχή του Χαλκού.
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου