5 Οκτ 2015

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΟΠΛΑ TOY Γ' ΡΑΪΧ (ΜΕΡΟΣ Β')


TA WUNDERWAFFEN ΤΟΥ Γ' ΡΑΙΧ

ΑΕΡΙΩΘΟΥΜΕΝΑ ΜΑΧΗΤΙΚΑ

ΤΑ ΓΕΡΑΚΙΑ ΤΗΣ LUFTWAFFE

H πτήση με αεριώθηση δεν ήταν κάτι καινούργιο το 1939, όταν ξεκίνησε ο B' Παγκόσμιος Πόλεμος. Ωστόσο, η Γερμανία ήταν η μοναδική χώρα που για το μεγαλύτερο διάστημα του πολέμου είχε στη διάθεσή της αεριωθούμενα μαχητικά, τα οποία όμως δεν στάθηκαν αρκετά για να της δώσουν την υπεροχή στον αέρα. Μία από τις πλέον εντυπωσιακές παραμέτρους του Γερμανικού εξοπλιστικού προγράμματος που εγκαινίασε ο Αδόλφος Χίτλερ αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας ήταν η έρευνα για νέα όπλα τα οποία θα ανέτρεπαν τη συμβατική ισορροπία των δυνάμεων. H αγαπημένη του πολεμική αεροπορία, η Luftwaffe, ήταν πάντα στην πρωτοπορία των εξελίξεων, εν μέρει και επειδή ο ίδιος φρόντιζε πάντα να διαθέτει στον αεροπορικό κλάδο τα περισσότερα κονδύλια...


Με την αυξημένη διαθεσιμότητα κονδυλίων, οι επιστήμονες που εργάζονταν για λογαριασμό της Luftwaffe, κυρίως στις εταιρείες που συνεργάζονταν με τη Γερμανική πολεμική αεροπορία, είχαν την άνεση να προχωρήσουν στην εφαρμογή των πρωτοποριακών λύσεων που έβγαιναν από τα ιδιαίτερα δραστήρια εργαστήρια έρευνας και ανάπτυξης. H δεδομένη υστέρηση της Γερμανίας σε πόρους και μέσα σε σχέση με τους αντιπάλους της είχε ως αποτέλεσμα οι Γερμανοί να προσπαθήσουν σε πολλούς κλάδους οπλικών συστημάτων να ανατρέψουν την ισορροπία προς όφελός τους, χρησιμοποιώντας την ανώτερη ποιότητα και την τεχνολογική υπεροχή.

Αυτό συνέβη στον τομέα των αρμάτων μάχης, όπου οι Γερμανοί παρουσίασαν τα τρία καλύτερα, ίσως, άρματα του πολέμου, αλλά και πάλι δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την τεράστια αριθμητική υπεροχή των T-34 στο ανατολικό μέτωπο και των Αμερικανικών αρμάτων στο δυτικό. Παρόμοια ήταν η πορεία των ερευνών και για τα μαχητικά αεροσκάφη. H Luftwaffe και το Γερμανικό Υπουργείο Αεροπορίας, το Reichsluftfahrtministerium (RLM), είχαν δώσει την έγκρισή τους για πλείστα όσα προγράμματα προχωρημένης αεροναυπηγικής.

Καρπός των οποίων ήταν -μεταξύ άλλων- τα πρώτα λειτουργικά αεριωθούμενα μαχητικά μαζικής παραγωγής, αεροσκάφη που έφεραν μία πραγματική επανάσταση στον τρόπο με τον οποίο διεξάγονταν οι πολεμικές επιχειρήσεις στον αέρα. Ωστόσο, ούτε αυτά τα wunderwaffen κατόρθωσαν να ανατρέψουν την υπεροχή των Συμμάχων.

OI ΠΡΩΤΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ

Όπως συνέβη και στον τομέα της πυραυλοκίνησης, η αεριώθηση αναπτύχθηκε πρώτα στη Γερμανία. Στην ταραγμένη εποχή του μεσοπολέμου, ένας από τους πρωτοπόρους του αέρα, ο Φριτζ Στάμμερ, κατόρθωσε το 1928 να κάνει την πρώτη πτήση με αεριωθούμενο αεροσκάφος. Επρόκειτο για ένα είδος αεριωθούμενου ανεμοπλάνου και η επιτυχημένη δοκιμή έδειχνε το δρόμο για το μέλλον. Οι δοκιμές για αεροσκάφη που κινούνταν με αεριώθηση και πυραυλοκίνηση ήταν αρκετά δημοφιλείς στη Γερμανία εκείνον τον καιρό και διάσημοι ερευνητές και βιομήχανοι, όπως ο Φριτζ Οπελ, είχαν αναμειχθεί στην έρευνα και ανάπτυξη παρόμοιων κινητήρων και σκαφών.

Οι έρευνες συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της 4ης δεκαετίας του 20ού αιώνα, καθώς η Γερμανία ξεκινούσε μία κολοσσιαία προσπάθεια επανεξοπλισμού. O ενθουσιασμός με τον οποίο ο Αδόλφος Χίτλερ ενστερνιζόταν κάθε προσπάθεια για ''εξωτικά'' οπλικά συστήματα, τα οποία όχι μόνο θα καταδείκνυαν ''την υπεροχή των Αρείων επιστημόνων'', αλλά θα έδιναν την αποφασιστική υπεροχή στη Γερμανία σε κρίσιμους τομείς, ευνοούσε αυτά τα πειράματα. Το 1937 η προσπάθεια ανάπτυξης ενός μαχητικού που θα χρησιμοποιούσε τις εξεζητημένες, για την εποχή, μεθόδους κίνησης με αεριώθηση ή με πυραυλοκίνηση, βρισκόταν σε ένα κρίσιμο σημείο.

Πρωτοπόροι στην προσπάθεια αυτή ήταν τα σχεδιαστικά γραφεία Heinkel και Messerschmitt. To γραφείο του Ερνστ Χάινκελ (Ernst Heinkel), με τους χαρισματικούς σχεδιαστές Σίγκφριντ και Βάλτερ Γκούντερ (ήταν δίδυμα αδέλφια) είχε δημιουργήσει δύο ενδιαφέροντα πρωτότυπα, το He 176 και το He 178. O Χάινκελ είχε δημιουργήσει μία μεγάλη περιουσία με τη σχεδίαση εμβολοφόρων αεροσκαφών, μεταξύ των οποίων ήταν και το καλύτερο βομβαρδιστικό του μεσοπολέμου, το He 111, αλλά πίστευε ακράδαντα ότι ο εμβολοφόρος κινητήρας βρισκόταν κοντά στα όριά του και ότι το μέλλον ανήκε στην αεριώθηση (Jet) και στους πυραυλοκινητήρες.

Αν και είχε αποδειχθεί ότι οι πυραυλοκινητήρες ήταν απλούστεροι, ευκολότερο να κατασκευαστούν μαζικά και πιο εύκολοι στη χρήση και στη συντήρηση, οι περιορισμοί της πυραυλοκίνησης έγιναν γρήγορα αντιπληπτοί από τους ερευνητές, που στράφηκαν στην αεριώθηση για να ξεπεράσουν αυτά τα προβλήματα και να δημιουργήσουν πλήρως λειτουργικά αεροσκάφη. Ένας χαρισματικός μηχανικός που εργαζόταν για τον Χάινκελ, ο Γιοακίμ Πάμπστ φον Οχάϊν και ο βοηθός του, Μαξ Χαν, ήταν εκείνοι που είχαν τις πρώτες επιτυχίες με τον κινητήρα αεριώθησης.

O πρώτος απολύτως λειτουργικός κινητήρας που ήταν αποτέλεσμα των ερευνών των δύο μηχανικών, ο HeS 3, δημιουργήθηκε το 1938 και αξιοποιήθηκε στο πρώτο πρωτότυπο αεριωθούμενο μαχητικό, το He 178. Αυτό ήταν το πρώτο αεριωθούμενο αεροσκάφος της ιστορίας που έκανε μία επιτυχημένη πτήση, την 27η Αυγούστου του 1939. Το αεροσκάφος αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα, τα οποία καθυστέρησαν την επίσημη παρουσίασή του στους εκπρoσώπους του RLM έως την 1η Νοεμβρίου. Ωστόσο, η παρουσίαση αυτή δεν έφερε τα αποτελέσματα που προσδοκούσε ο Χάινκελ, αφού οι υπεύθυνοι του υπουργείου έμειναν παγερά αδιάφοροι μπροστά στην επαναστατική πρόταση του αεριωθούμενου αεροσκάφους.

Ενδεχομένως, αυτό οφειλόταν σε ζητήματα ''εσωτερικών ισορροπιών'' μεταξύ των διαφόρων κατασκευαστών και σχεδιαστικών γραφείων αεροσκαφών, ωστόσο όποια και να ήταν η αιτία, το Γ' Ράιχ έχασε την ευκαιρία να αποκτήσει ένα πλήρως λειτουργικό αεριωθούμενο πολύ νωρίτερα, εφόσον συνεχιζόταν η εξέλιξη του He 178, το οποίο τελικώς εγκαταλείφθηκε. Ωστόσο, την ίδια ώρα είχε ξεκινήσει η εξέλιξη δύο νέων κινητήρων τζετ, ο ένας από τον Οχαϊν και ο άλλος από το νέο ''απόκτημα'' του Χάινκελ, τον εξαίρετο μηχανικό Μαξ Μούλερ. Οι δύο μηχανές που ανέπτυξαν, η 109-001 και η 109-006, ήταν εκείνες που θα έδιναν κίνηση στο νέο πρωτότυπο της Heinkel, το He 280.

H δοκιμή του αεροσκάφους πραγματοποιήθηκε μετά από εντατικές προσπάθειες εξέλιξης στις 2 Απριλίου του 1941, ενώ τρεις μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε άλλη μία δοκιμή μπροστά σε ανώτερους αξιωματούχους της Luftwaffe και του RLM, η οποία ήταν απόλυτα επιτυχημένη. H ηγεσία του Γ' Ράιχ παρείχε αμέσως γενναία χρηματοδότηση στην Heinkel, με αποτέλεσμα να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις της και να αφιερώσει ακόμη περισσότερους πόρους στην ανάπτυξη αεριωθούμενων αεροσκαφών.


Το He 280 φαινόταν ότι θα γίνει το πρώτο επιχειρησιακά αξιοποιήσιμο αεριωθούμενο μαχητικό του Γ' Ράιχ και το πρώτο που θα εντασσόταν σε πρόγραμμα μαζικής παραγωγής, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν έμελλε να συμβεί. Αντ’ αυτού, επελέγη το σχέδιο του ανταγωνιστικού γραφείου της Messerschmitt, υπό το κωδικό όνομα Me 262.

TO ΧΕΛΙΔΟΝΙ TOY ΘΑΝΑΤΟΥ Me 262

Το RLM ήδη από το 1938 είχε ξεκινήσει σε συνεργασία με τον οίκο Messerschmitt το σχεδιασμό ενός αεριωθούμενου αεροσκάφους. Στο σχέδιο εργάζονταν οι μηχανικοί Χανς Μάουχ και Χέλμουτ Σλεπ, καθώς και ο σχεδιαστής Χανς Αντς. Μετά από αρκετές υπαναχωρήσεις και προβλήματα, η τελική εντολή του υπουργείου προς τη Messerschmitt ήταν δραματικά σαφής: να δημιουργήσει ένα αεριωθούμενο αεροσκάφος, το οποίο να μπορεί να διατηρεί για μία ώρα ανώτερη επιχειρησιακή ταχύτητα 850 χλμ./ώρα.

Σε μία εποχή που τα ταχύτερα συμβατικά (εμβολοφόρα) αεροσκάφη δεν ξεπερνούσαν τα 600 χλμ./ώρα, ένα τέτοιο αεροσκάφος θα ήταν πραγματικά ανίκητο στον αέρα, αρκεί να βρίσκονταν λύσεις στα πρακτικά προβλήματα ευελιξίας, σταθερότητας, ακαμψίας και των λοιπών πτητικών χαρακτηριστικών που θα έπρεπε να είχε ένα μαχητικό αεροσκάφος. O σχεδιασμός προχώρησε ομαλά και η Messerschmitt είχε τον Ιούνιο του 1939 δημιουργήσει αναλυτικά σχέδια και ένα ξύλινο πρωτότυπο. Στις 3 Μαρτίου του επόμενου χρόνου το RLM έδωσε την εντολή στην εταιρεία να δημιουργήσει τρία επιχειρησιακά πρωτότυπα του σκάφους για πτητικές δοκιμές και αξιολόγηση.

Το σχέδιο καθυστέρησε δραματικά να φθάσει στην πλήρη ανάπτυξή του. Αρχικά, η BMW καθυστέρησε την παράδοση των μηχανών που ανέπτυσσε και κατασκεύαζε (BMW P 3302). Στη συνέχεια, η μηχανή της BMW αποδείχτηκε εξαιρετικά ανεπαρκής, αφού προσέφερε μόλις το 1/4 της στατικής ώσης που ήταν αναγκαία. Ακόμη και το καλοκαίρι του 1941, η εταιρεία δεν είχε κατορθώσει να δημιουργήσει τη μηχανή που ήταν απαραίτητη για το νέο αεροσκάφος. Τελικώς, η μηχανή ήταν έτοιμη για να απογειώσει το νέο αεροσκάφος μόλις στα μέσα του 1943, ενώ η μαζική παραγωγή της δεν ήταν δυνατόν να αρχίσει παρά στα μέσα του 1944.

Αντίθετα, πολύ καλύτερα πήγε το πρόγραμμα ανάπτυξης της μηχανής από την Junkers Motorwerke (Jumo) που είχε αναλάβει το ίδιο έργο με την BMW. Αποτέλεσμα ήταν να δοθεί η πρώτη παραγγελία για το Me 262s, που θα έφερε τις μηχανές της Jumo, ήδη από το 1942. Την επόμενη χρονιά, στις 22 Απριλίου 1943, μία εντυπωσιακή δοκιμή έλαβε χώρα. O ίδιος ο αρχηγός επιχειρήσεων της Luftwaffe, ο Άντολφ Γκάλαντ, αποφάσισε να δοκιμάσει το νέο αεροσκάφος και ενθουσιάστηκε τόσο ώστε να δηλώσει: ''Ένιωθα σαν να με σπρώχνει ένας άγγελος''. H Messerschmitt, όπως ήταν επόμενο, πήρε την παραγγελία, με εντολή να ξεκινήσει μαζική παραγωγή από τις 5 Ιουνίου.

Υπήρξε μία μικρή καθυστέρηση, ωστόσο μέχρι τις αρχές Ιουλίου η παραγωγή είχε ξεκινήσει, όμως οι Σύμμαχοι θα παρενέβαιναν και σε αυτή την περίπτωση, το εργοστάσιο της Messerschmitt στο Ρέγκενσμπουργκ έγινε στόχος βομβαρδισμών της Αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας. H ηγεσία της Luftwaffe περίμενε με ανυπομονησία το νέο αεροσκάφος με την ελπίδα να της χαρίσει ξανά την αεροπορική υπεροχή πάνω από τη Γερμανία, καθώς ήδη από το 1943 οι Σύμμαχοι ήταν οι κυρίαρχοι του αέρα. Όμως λογάριαζε χωρίς τον Αδόλφο Χίτλερ.

Σε μία από τις πλέον λανθασμένες αποφάσεις του, ο Φύρερ αντί να δώσει το πράσινο φως στη μαζική παραγωγή του Me 262 ως μαχητικού, αποφάσισε αψυχολόγητα να διατάξει τη μετασκευή του σε βομβαρδιστικό, ώστε να μπορεί να μεταφέρει μία βόμβα των 500 κιλών σε μεγάλες αποστάσεις - κατά προτίμηση, στην Αγγλία. H καμπάνια ανταπόδοσης του Χίτλερ, στην οποία εντασσόταν η ανάπτυξη των πυραύλων V-1, V-2, θα ενισχυόταν με το εντυπωσιακό υπερταχύ αεροσκάφος της Messerschmitt. Βεβαίως κάτι τέτοιο, όπως προσπάθησαν οι εμβρόντητοι τεχνικοί να εξηγήσουν, ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, αφού το αεροσκάφος εξαρχής είχε σχεδιαστεί ως μαχητικό.

Από την πλευρά τους, οι ιθύνοντες της Luftwaffe, που έβλεπαν την τελευταία ελπίδα τους για ανάκτηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων στον αέρα να χάνεται, προσπάθησαν να πείσουν τον Χίτλερ για την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός μαχητικού. Αυτές οι πιέσεις είχαν περιορισμένο αποτέλεσμα, αφού τελικώς η έκδοση Sturmvogel, που ήταν το βομβαρδιστικό, ξεκίνησε να παράγεται σε αναλογία 20 προς 1 με το Schwalbe (το καταδιωκτικό). Το μεγάλο πρόβλημα με το Me 262 δεν ήταν μόνο ότι έγινε προσπάθεια να μετασκευαστεί σε βομβαρδιστικό, κάτι για το οποίο δεν ήταν φτιαγμένο, αλλά και το ότι άρχισε να παράγεται πολύ αργά και σε πολύ μικρούς αριθμούς για να επηρεάσει την έκβαση του πολέμου.

Εκτός από βομβαρδιστικό και καταδιωκτικό, το Me 262 αναπτύχθηκε και ως νυχτερινό καταδιωκτικό. Είχε προγραμματιστεί να βγουν 1.430 αντίτυπα μέσα στους επτά πρώτους μήνες, όμως στην πραγματικότητα κατασκευάστηκαν λιγότερα από 450. Κατάφεραν πάντως να πετύχουν πάμπολλα πλήγματα ενάντια στους Αμερικανούς, κυρίως, αλλά και στους Βρετανούς πιλότους, επιδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο την ανωτερότητα των αεριωθούμενων σε σχέση με τα εμβολοφόρα αεροσκάφη. Αξίζει να σημειωθεί ότι την ίδια εποχή οι Βρετανοί είχαν ετοιμάσει το πρώτο δικό τους αεριωθούμενο, το Gloster Meteor.

O ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΤΗΣ ARADO

Μία μικρή εταιρεία -τουλάχιστον σε σχέση με τους κολοσσούς Heinkel και Messerschmitt- η Arado ανέπτυξε το δεύτερο αεριωθούμενο που χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά από τους Γερμανούς σε ικανούς αριθμούς κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. Πρόκειται για το Arado Ar 234 Blitz (κεραυνός), το οποίο ανέλαβε να φέρει εις πέρας η Arado το 1943, όταν οι πρώτες λειτουργικές μηχανές ήταν διαθέσιμες. Το Υπουργείο Αεροπορίας είχε εκδώσει τις προδιαγραφές για το νέο αεριωθούμενο ήδη από το 1940 και τα δοκιμαστικά πρωτότυπα ήταν έτοιμα το χειμώνα του 1941, όμως, όπως και στην περίπτωση του Me 262, ο καθοριστικός παράγοντας που πήγε πολύ πίσω το πρόγραμμα παραγωγής ήταν η μη διαθεσιμότητα των κινητήρων τζετ που είχαν αναλάβει να αναπτύξουν οι Jumo και BMW.

Ενώ το Me 262 ήταν κατά βάση ένα καθαρόαιμο μαχητικό, το Ar 234 ήταν ένα αεροσκάφος που μπορούσε να φέρει εις πέρας αναγνωριστικές αποστολές σε ύψη όπου ήταν απρόσβλητο από οποιοδήποτε συμμαχικό αεροσκάφος (9.000 έως 12.000 μέτρα), ενώ αναπτύχθηκαν και εκδόσεις του που μπορούσαν να μεταφέρουν περίπου 2 τόνους βομβών, καθιστώντας το ένα αξιόλογο ελαφρύ βομβαρδιστικό, με μεγάλη ακτίνα δράσης (περίπου 1.600 χιλιόμετρα). Άλλη μία έκδοση που αναπτύχθηκε και τέθηκε σε παραγωγή ήταν η έκδοση νυχτερινής δίωξης.


H επιχειρησιακή ταχύτητά του ήταν περίπου 740 χλμ./ώρα, αν και είχε τη δυνατότητα να ανέβει έως και τα 850 χιλιόμετρα την ώρα. Το Ar 234 γνώρισε μέτρια επιτυχία και ήταν, αντίθετα με το πρωτοποριακό Me 262, ένας σχεδιαστικός συμβιβασμός, αφού έφερε αεριωθητήρες σε μία σχεδίαση που θύμιζε έντονα εμβολοφόρα μέσα βομβαρδιστικά.

ΣΧΕΔΙΑ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ

Αυτά τα δύο αεροσκάφη, τα Me 262 και Ar 234, ήταν τα μοναδικά αεριωθούμενα που χρησιμοποιήθηκαν επιχειρησιακά σε μεγάλο βαθμό κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. Ωστόσο, οι Γερμανοί σχεδιαστές είχαν αναπτύξει και μία σειρά ακόμη από σχέδια, περισσότερο ή λιγότερο πρωτοποριακά, ενώ ορισμένα από αυτά είχαν φύγει από το σχεδιαστήριο και είχαν φθάσει στη φάση της κατασκευής πρωτοτύπων. Στην πραγματικότητα, ορισμένα από αυτά τα σχέδια ήταν επαναστατικά για την εποχή τους και προκατέλαβαν σε μεγάλο βαθμό τη μεταπολεμική εξέλιξη των μαχητικών αεροσκαφών όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Ας δούμε όμως ορισμένα από αυτά τα επαναστατικά σχέδια και ποια ήταν η τύχη τους.

Το Καταδιωκτικό του Λαού:

Στα τελευταία στάδια του πολέμου, καθώς η Γερμανία έχανε έδαφος σε όλα τα μέτωπα και η αναστροφή της τύχης του πολέμου έμοιαζε σχεδόν αδύνατη, ενώ η χώρα αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα έλλειψης πρώτων υλών, το ζητούμενο ήταν ένα φθηνό και αξιόπιστο όπλο που θα μπορούσε να κατασκευαστεί με ευτελή υλικά. H ευκολία χρήσης, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται από προσωπικό που είχε ελάχιστη ή και καθόλου εκπαίδευση, πόσο μάλλον εμπειρία, ήταν άλλο ένα προαπαιτούμενο, αφού το έμπειρο προσωπικό του Γ' Ράιχ φθειρόταν καθημερινά στα πολλαπλά μέτωπα του πολέμου και συχνά το μόνο διαθέσιμο δυναμικό ήταν ενθουσιώδεις αλλά ακατάλληλοι για υπηρεσία νεαροί.

Στην κατεύθυνση αυτή κινούνταν και οι απαιτήσεις της Luftwaffe και του RLM. Το υπουργείο έδωσε στις εταιρείες σχεδίασης και δημιουργίας αεροσκαφών τις προδιαγραφές για ένα νέο μαχητικό, το Volksjager (το καταδιωκτικό του λαού). Σύμφωνα με αυτές τις προδιαγραφές, αναζητείτο ένα μαχητικό το οποίο θα ήταν ουσιαστικά αναλώσιμο, κατασκευασμένο από ευτελή υλικά και πολύ εύκολο στο χειρισμό από έναν ελάχιστα εκπαιδευμένο πιλότο. Αρκετές εταιρείες κλήθηκαν να υποβάλλουν προτάσεις, όπως οι Focke-Wulf, Junkers, Heinkel, Messerschmitt, Arado, Blohm & Voss. H προθεσμία που δόθηκε στις εταιρείες για να υποβάλουν τα σχέδιά τους ήταν ασφυκτική, μόλις μία βδομάδα.

Μόνο η Messerschmitt δεν υπέβαλε πρόταση. Από τις υπόλοιπες, ξεχώρισαν εκείνη της Blohm & Voss, που θεωρήθηκε μακράν η καλύτερη, και της Heinkel, που τελικώς - για λόγους που δεν έχουν γίνει γνωστοί - ήταν εκείνη που επελέγη. Πάντως, οι μηχανικοί της Heinkel υπερέβαλαν εαυτούς και κατόρθωσαν να ετοιμάσουν το πρωτότυπο σε χρόνο ρεκόρ - λιγότερο από τρεις μήνες. Το He 162 Salamander ή Spatz όπως ονομάστηκε, ήταν κατασκευασμένο κατά κύριο λόγο από ντουραλουμίνιο (η άτρακτος) και από κόντρα πλακέ (τα φτερά και οι κάθετες επιφάνειες) και ήταν ένα εξαιρετικά φθηνό αεροσκάφος, το οποίο όμως ουδέποτε κατόρθωσε να γίνει το ''καταδιωκτικό του λαού'' που ονειρεύονταν οι ιθύνοντες του Υπουργείου Αεροπορίας.

Οι πιλότοι του, εθελοντές της Χιτλερικής νεολαίας κατά κύριο λόγο, είχαν τεράστιες δυσκολίες με το χειρισμό του και τα ατυχήματα κατά τις δοκιμές ήταν σχεδόν καθημερινά. Ωστόσο το αεροσκάφος παρήχθη σε 275 κομμάτια, τα οποία εξόπλισαν όπως-όπως κάποιες μοίρες δίωξης και σε μία περίπτωση ένα αεροσκάφος του τύπου φέρεται να έχει πετύχει μία κατάρριψη, συγκεκριμένα έριξε ένα Typhoon της RAF.

Το Επαναστατικό Ju 287: 

Ένα από τα πιο επαναστατικά και ρηξικέλευθα σχέδια αεριωθούμενων που είδαν το φως στο Γ' Ράιχ ήταν αυτό του Junkers Ju 287. Τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι σχεδιάσεις ευθείας πτέρυγας με την αεροδυναμική αντίσταση στις πολύ υψηλές ταχύτητες (άνω των 800 χλμ./ώρα) είχαν προβληματίσει έντονα την ηγεσία του Γ' Ράιχ και οι δοκιμές στις αεροδυναμικές σήραγγες έδειχναν ότι η λύση ήταν η εφαρμογή ενός σχεδίου κεκλιμένης πτέρυγας. Μία ομάδα σχεδιαστών της Junkers, υπό την ηγεσία του Χανς Βόκε, δοκίμασε μία επαναστατική λύση, φτερά με κλίση όχι προς τα πίσω, αλλά προς τα εμπρός.

O σχεδιασμός αυτός, όπως είχε υπολογιστεί, προσέφερε όλα τα πλεονεκτήματα της κεκλιμένης πτέρυγας όσον αφορά στο μειωμένο συντελεστή οπισθέλκουσας και τη μειωμένη αεροδυναμική αντίσταση, ενώ παράλληλα προσέφερε και μεγαλύτερη σταθερότητα στο αεροσκάφος. Το αεροσκάφος αναμενόταν να είναι ένα πραγματικό θαύμα της Γερμανικής μηχανικής και σχεδιαστικής ιδιοφυΐας. Με τέσσερις μηχανές που η καθεμία παρείχε περίπου 900 κιλά ώσης, καθώς και δύο πυραύλους που θα βοηθούσαν στην απογείωση, το σκάφος είχε σχεδιαστεί εξαρχής ως ένα ακατανίκητο βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας δράσης.

Το πρώτο πρωτότυπο είχε αρκετά καλά πτητικά χαρακτηριστικά, αλλά ήταν φανερό ότι η πρωτοποριακή σχεδίαση απαιτούσε πολύ περισσότερες δοκιμές πριν ένα τέτοιο αεροσκάφος καταστεί επιχειρησιακά αξιοποιήσιμο. Ένα νέο πρωτότυπο άρχισε να κατασκευάζεται, ενώ οι τελικές προδιαγραφές του αεροσκάφους ήταν εντυπωσιακές: Θα έφερε πλήρωμα τριών ανδρών, θα μπορούσε να μεταφέρει βόμβες συνολικού βάρους 4 τόνων και θα κινιόταν με τη βοήθεια τεσσάρων κινητήρων της Heinkel, που προσέφεραν ώση 1.300 κιλών ο καθένας. Το σχέδιο αυτό όμως ουδέποτε μπήκε στην παραγωγή, αφού το τέλος του πολέμου πρόλαβε τις φιλόδοξες προσπάθειες των Γερμανών σχεδιαστών.

Το Ju 287 V1, το πρώτο πρωτότυπο που κατασκευάστηκε, έπεσε στα χέρια των Σοβιετικών, όπως άλλωστε και το V2, το δεύτερο πρωτότυπο. Και τα δύο δοκιμάστηκαν από Σοβιετικούς και μάλιστα το V2 έπιασε την απίστευτη για την εποχή ταχύτητα των 1.000 χλμ./ώρα που ήταν κοντά στο ρεκόρ ταχύτητας που είχε επιτευχθεί από αεριωθούμενο αεροσκάφος. Τα πρωτότυπα της Messerschmitt: Καθώς το Me 262 έδειχνε να έχει αρκετές αδυναμίες, ενώ ουσιαστικά η εξέλιξή του είχε σταματήσει, αφού είχε μπει σε παραγωγή, οι επιστήμονες της Messerschmitt είχαν ξεκινήσει εντατικές έρευνες και δοκιμές για τον αντικαταστάτη του και γενικότερα για τη δημιουργία μίας νέας γενιάς αεριωθούμενων μαχητικών αεροσκαφών.

Το Me P. 1101:

Ήταν ο απευθείας απόγονος του Me 262, αλλά σημαντικά διαφοροποιημένος, ήταν το πρώτο αεριωθούμενο αεροσκάφος μεταβλητής πτέρυγας που είχε κατασκευαστεί ποτέ. Οι πτέρυγές του είχαν τη δυνατότητα να παίρνουν οποιαδήποτε κλίση μεταξύ 35 και 45 μοιρών, με τη χρήση ενός ειδικού μηχανισμού πριν από την απογείωση. Μία άλλη βασική διαφορά σε σχέση με τον προκάτοχό του ήταν ότι την ισχύ για την κίνησή του παρείχε μία μηχανή που ήταν τοποθετημένη εντός της ατράκτου, με την εισαγωγή αέρα στο ρύγχος του αεροσκάφους.


Το πρωτότυπο του αεροσκάφους αυτού έπεσε στα χέρια των Αμερικανών και μετά από πολλές περιπέτειες βρήκε το δρόμο του για την εταιρεία Bell, όπου χρησιμοποιήθηκε ως πρωτότυπο για την ανάπτυξη του Bell X-5, του πρώτου επιχειρησιακά αξιοποιήσιμου αεροσκάφους πτέρυγας μεταβλητής γεωμετρίας. Το επόμενο σχέδιο της Messerschmitt ήταν αρκετά διαφοροποιημένο, αφού το P.1110 είχε τις εισαγωγές αέρα όχι στο ρύγχος αλλά στο σκάφος, ενώ το P. 1111 ήταν ίσως το πιο επαναστατικό σχέδιο όλων.

Ήταν η μία από τις περίφημες ''ιπτάμενες πτέρυγες'' του Γ' Ράιχ, τα φουτουριστικά αεροσκάφη που θεωρούνται ότι αποτελούν τον προπομπό και τον απευθείας πρόγονο ιδιαίτερα εξελιγμένων σχεδιάσεων που κυριαρχούν σήμερα στους ουρανούς, όπως το B1.

TO ΤΑΧΥΤΕΡΟ ΕΜΒΟΛΟΦΟΡΟ ΑΕΡΟΣΚΑΦΟΣ

Αν και μοιάζει λιγότερο ''εξωτικό'' ως τεχνολογία σε σχέση με τα αεροσκάφη που είδαμε παραπάνω το Dornier Do 335 Pfeil (Βέλος) ήταν μία από τις πιο επαναστατικές σχεδιάσεις αεροσκαφών που είδαν το φως κατά τη διάρκεια του πολέμου. Και όχι μόνο αυτό: αντίθετα με τη συντριπτική πλειονότητα των παράξενων αεροσκαφών που αντιμετώπισαν πολλά και σημαντικά προβλήματα που είχαν επίπτωση στην απόδοσή τους, ιδιαίτερα κάτω από συνθήκες μάχης, το ''βέλος'' ήταν ένα αεροσκάφος εξαιρετικό από κάθε άποψη, με ζηλευτές επιδόσεις και πτητική συμπεριφορά.

O Κλάουντιους Ντορνιέ θεωρούνταν μακράν ο συντηρητικότερος των σχεδιαστών αεροσκαφών που είχε στη διάθεσή του το Γ' Ράιχ και αρνήθηκε να υιοθετήσει τους κινητήρες αεριώθησης που είχαν προ πολλού γοητεύσει τους ανταγωνιστές του, αλλά και την ηγεσία της Luftwaffe και της Γερμανίας. Το σχέδιο του Ντορνιέ για ένα βαρύ καταδιωκτικό είχε ως αποτέλεσμα το εξαιρετικά ενδιαφέρον Do 335, το επονομαζόμενο Pfeil ή, ανεπίσημα και λόγω του παράξενου ρύγχους του, Ameisenbar (μυρμηγκοφάγος). Το πρωτότυπο του αεροσκάφους πέταξε τον Σεπτέμβριο του 1943 και οι επιδόσεις του ήταν πραγματικά εκπληκτικές.

Ιδιαίτερα στον τομέα της ταχύτητας, ξεπέρασε κατά πολύ οποιοδήποτε άλλο εμβολοφόρο αεροσκάφος, αφού κατάφερε να πετύχει ταχύτητες κοντά στα 765 χλμ./ώρα, ενώ δεν υστερούσε σε χαρακτηριστικά πτήσης έναντι των υπόλοιπων καταδιωκτικών τελευταίας γενιάς, αντίθετα σε ευελιξία και καλή συμπεριφορά ξεπερνούσε τα περισσότερα, ακόμη και τα μονοκινητήρια. O επαναστατικός σχεδιασμός του Do 335 αφορούσε στην τοποθέτηση των κινητήρων. Όταν όλοι οι κατασκευαστές τοποθετούσαν τους διπλούς κινητήρες στις πτέρυγες, κάνοντας τις ανάλογες παραχωρήσεις όσον αφορά στο μέγεθος των πτερύγων και του αεροσκάφους γενικότερα, οι σχεδιαστές της Dornier επέλεξαν την τοποθέτηση και των δύο κινητήρων στο σκάφος.

Τον ένα, όπως συνηθιζόταν στα μονοκινητήρια καταδιωκτικά, στο ρύγχος και τον άλλο στο πίσω μέρος, στην ουρά. O επαναστατικός αυτός σχεδιασμός σε συνάρτηση με τους ιδιαίτερα ισχυρούς κινητήρες που χρησιμοποιήθηκαν (αρχικά 2x1.800 ίππους και στη συνέχεια 2x2.100 ίππους) χάριζαν στο αεροσκάφος αξιοζήλευτες επιδόσεις στον τομέα της ταχύτητας. H ισχύς πυρός του ήταν επίσης μεγάλη, αφού διέθετε ένα πυροβόλο των 30 χιλ. και δύο πολυβόλα, ενώ ήταν και το πρώτο αεροσκάφος παραγωγής στο οποίο ενσωματώθηκε μηχανισμός εκτινασσόμενου καθίσματος. Ήταν τόσο καλά σχεδιασμένο και υλοποιημένο που είχε τη δυνατότητα να απογειωθεί και να πετάξει μόνο με τη μία από τις δύο μηχανές του.

Δυστυχώς, αυτό το επαναστατικό αεροσκάφος αρχικά δεν υιοθετήθηκε από το Υπουργείο Αεροπορίας, αφού την περίοδο που προτάθηκε οι υπεύθυνοι της γερμανικής αεροπορίας ήταν ''ερωτευμένοι'' με τους κινητήρες αεριώθησης και θεωρούσαν όλες τις σχεδιάσεις που δεν τους ενσωμάτωναν ''οπισθοδρομικές''. Στη συνέχεια και αφού έγιναν επανειλημμένες δοκιμές που έδειξαν την υπεροχή του σε σχέση με τις υπόλοιπες συμβατικές σχεδιάσεις, το αεροσκάφος μπήκε σε παραγωγή, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Μόλις 90 Do 335 κατασκευάστηκαν και μέχρι το τέλος του πολέμου μόλις 20 είχαν ενταχθεί σε υπηρεσία.

Ελάχιστα είναι γνωστά για τις επιδόσεις του στη μάχη, αφού τον καιρό που εντάχθηκε στις μάχιμες μοίρες η Luftwaffe αντιμετώπιζε αξεπέραστα προβλήματα στην εξεύρεση των απαραίτητων καυσίμων για να πετάξουν τα αεροσκάφη της, καθώς και έντονη έλλειψη έμπειρων και ταλαντούχων πιλότων.

ΠΥΡΑΥΛΟΚΙΝΗΤΑ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ

Από τα εκατοντάδες σχέδια αεροσκαφών που εμφανίστηκαν και υλοποιήθηκαν από την αυγή της αεροναυπηγικής μέχρι και τον B' Π.Π., κανένα δεν έμοιαζε λιγότερο με αεροπλάνο από το Me 163, πιο γνωστό και ως Komet (Κομήτης). Ηταν ένα κοντόχοντρο κατασκεύασμα, το σχήμα του οποίου μόνο αμυδρά θύμιζε εκείνο των αεροσκαφών. Επίσης ήταν κατασκευασμένο κυρίως από κόντρα πλακέ. Έχοντας κατά νου αυτά τα χαρακτηριστικά, δεν θα μπορούσαμε να το θεωρήσουμε κατ’ αρχάς ως κάτι επαναστατικό, πόσο μάλλον ως ένα από τα μυστικά όπλα του Γ' Ράιχ.

Όμως το περίεργο κατασκεύασμα της Messerschmitt έκρυβε έναν απρόσμενο άσσο στο μανίκι του: ήταν το πρώτο λειτουργικό αεροσκάφος που κινούνταν με πυραυλωθητή. Αν και η ανάπτυξή του ξεκίνησε από τη Messerschmitt, επί της ουσίας αποτελούσε κυρίως έργο της Luftwaffe. Άλλωστε είναι χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις δοκιμές και τις εργασίες σε σχέση με το Me 163 πραγματοποιήθηκαν στο κέντρο δοκιμών της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας στο δυτικό Πεενεμούντε.

O στόχος του Me 163, ήταν να αποτελέσουν ένα αποφασιστικό αντίμετρο στην αυξανόμενη αεροπορική κυριαρχία των Βρετανών και Αμερικανών πάνω από την Ευρώπη και να έχουν τη δυνατότητα να αναχαιτίζουν τους τεράστιους σχηματισμούς των συμμαχικών βομβαρδιστικών που κατέστρεφαν ανελέητα τις πόλεις και την παραγωγική δομή της Γερμανίας ήδη από το 1942. Τον Αύγουστο του 1941 η κοντόχοντρη σιλουέτα του ''κομήτη'' εμφανίστηκε για πρώτη φορά στους Γερμανικούς αιθέρες, αλλά το πρόγραμμα ανάπτυξής του βρισκόταν ακόμη σε πρώιμο στάδιο, αφού ενσωμάτωνε πολλές τεχνολογικές καινοτομίες και η εξέλιξή του ήταν δυσχερής.

Το πρώτο στοιχείο που εντυπωσίαζε ήταν η ταχύτητά του και ο εκπληκτικός ρυθμός ανόδου που πετύχαινε. H ταχύτητα που πέτυχε το Me 163A έφθασε στα 850 χλμ./ώρα, ενώ οι τελευταίες εκδόσεις του έφθασαν έως και τα 910 χλμ./ώρα. Κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι το Me 163 στην έκδοση V1 κατέρριψε και το τότε ρεκόρ με το δοκιμαστή πιλότο Χάινι Ντίτμαρ, φθάνοντας την ταχύτητα των 1.000 χιλιομέτρων την ώρα. Μάλιστα, σύμφωνα με τους ίδιους ερευνητές, κατά τη διάρκεια αυτής της επίδειξης επήλθε απώλεια στήριξης του αεροσκάφους όταν ξεπέρασε τα 1.000 χλμ./ώρα και μπήκε σε περιδίνηση, την οποία κατόρθωσε να ελέγξει ο έμπειρος και εξαιρετικά ικανός πιλότος, που το προσγείωσε επιτυχημένα.


Οι ιθύνοντες της Luftwaffe ενθουσιάστηκαν και αποφάσισαν να θέσουν το αεροσκάφος σε μαζική παραγωγή. Όλα αυτά συνέβαιναν το 1942, αλλά οι καθυστερήσεις που παρουσίασε το πρόγραμμα ήταν εξαιρετικά μεγάλες, αφού, παρά την πτητική συμπεριφορά του, το αεροσκάφος δεν ήταν ακόμη κατάλληλο για το ρόλο του καταδιωκτικού. Έως και τα μέσα του 1943 μόνο ελάχιστα πρωτότυπα είχαν κατασκευαστεί και το αεροσκάφος αποτελούσε πραγματική πρόκληση για τους καλύτερους πιλότους του Γ’ Ράιχ. Μερικοί από αυτούς έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να προσγειώσουν τον εξαιρετικά δύσχρηστο και ιδιότροπο -όπως αποδείχτηκε- ''κομήτη''.

Το αποτέλεσμα ήταν να καθυστερήσει ακόμη περισσότερο η επιχειρησιακή χρήση του. Μόλις το Μάιο του 1944, τα πρώτα Komet στάλθηκαν στις μοίρες αναχαίτισης και άρχισαν να χρησιμοποιούνται ενάντια στα βομβαρδιστικά των Συμμάχων. Παρά τον θόρυβο που είχε ξεσηκώσει το αεροσκάφος και τις εντυπωσιακές επιδόσεις του, τα αποτελέσματα του Komet στην πράξη ήταν απογοητευτικά. Μόλις έξι επιβεβαιωμένες καταρρίψεις βομβαρδιστικών για ένα σύνολο 370 Me 163 που πέταξαν με τις μοίρες της Luftwaffe ήταν ένας εξαιρετικά φτωχός απολογισμός, που σε καμία περίπτωση δεν δικαιολόγησε το κόστος ανάπτυξης και κατασκευής αυτού του αεροσκάφους.

Όπως θα δούμε στη συνέχεια, η Messerschmitt προσπάθησε να πουλήσει στο γερμανικό κράτος και έναν αντιαεροπορικό πύραυλο βασισμένο στο Komet.

ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΜΙΚΑΖΙ KAI ''ΟΧΙΕΣ''

Στο κεφάλαιο όπου ασχοληθήκαμε με τον V-1, μιλήσαμε εν τάχει και για την επανδρωμένη έκδοσή του, που ονομάστηκε Fi 103R Reichenberg IV. Βεβαίως, η έκδοση αυτή του V-1 ουσιαστικά ήταν ένα σκάφος αυτοκτονίας, παρόμοιο με τα μετασκευασμένα Ιαπωνικά ZERO που χρησιμοποιήθηκαν από τους πιλότους αυτοκτονίας της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Τυπικά, ο πιλότος του Fi 103R είχε τη δυνατότητα να βγει από το πιλοτήριο και να σωθεί με αλεξίπτωτο, ωστόσο στην πράξη αυτό ήταν από δύσκολο έως αδύνατο. Μία εξέλιξη αυτής της ιδέας, του επανδρωμένου V1, επεξεργάστηκε ένας μηχανικός που ήταν στο παρελθόν τεχνικός διευθυντής της εταιρείας που δημιούργησε τις ιπτάμενες βόμβες, ο Ερικ Μπάχεμ.

H ιδέα του Μπάχεμ ήταν εξαιρετικά απλή, θα δημιουργούσε μία υβριδική πτητική συσκευή, που θα χρησιμοποιούσε πυραυλοκίνηση στα πρώτα στάδια και στη συνέχεια θα λειτουργούσε βασικά ως ανεμοπλάνο. H τακτική του θα ήταν λίγο ή πολύ παρόμοια με τις τακτικές αυτοκτονίας που χρησιμοποίησαν αργότερα, τον Απρίλιο του 1945, τα μέλη του Sonderkommando Elbe, που σε μία μίμηση των τακτικών των καμικάζι οδηγούσαν τα αεροσκάφη τους καταμεσής των σχηματισμών των βαρέων βομβαρδιστικών των Συμμάχων και “καρφώνονταν” πάνω στον πλησιέστερο στόχο.

Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1944 που ο Μπάχεμ προώθησε την ιδέα ενός ημικαταδιωκτικού, τέτοιου είδους τακτικές απελπισίας δεν είχαν αρχίσει ακόμη να εφαρμόζονται. Σύμφωνα με τα σχέδια του Μπάχεμ, το αεροπλάνο αυτό θα εκτοξευόταν με τους πυραυλοκινητήρες του. Τα G που θα ανέπτυσσε θα ήταν τόσο επώδυνα ώστε ο πιλότος θα έχανε τις αισθήσεις του αμέσως μετά την εκτόξευση. Όταν θα έφθανε σε ένα ύψος περί τα 12.000 με 14.000 μέτρα, ο πιλότος θα είχε ανακτήσει τις αισθήσεις του και ταυτόχρονα ο κινητήρας θα είχε πλέον εξαντλήσει τα καύσιμά του.

Το σκάφος μέχρι εκείνη την ώρα το καθοδηγούσε ένας αυτόματος πιλότος, τον οποίο θα έθετε εκτός λειτουργίας ο πιλότος και θα αναλάμβανε τον έλεγχο του ανεμόπτερου - διότι ο πύραυλος είχε μετατραπεί πλέον σε ανεμόπτερο. Από εκεί και πέρα, θα προσπαθούσε ανεμοπορώντας να “γλιστρήσει” προς το σχηματισμό των εχθρικών αεροσκαφών, διατηρώντας επί της ουσίας μία ιδιαίτερα υψηλή ταχύτητα και θα εκτόξευε εναντίον του σχηματισμού τις ρουκέτες που μετέφερε. Στη συνέχεια, στόχος του ήταν να εγκαταλείψει το αεροσκάφος και με αλεξίπτωτο να πέσει σώος στο έδαφος.

Για λόγους που μπορούμε να υποψιαστούμε, το σχέδιο έτυχε της ενθουσιώδους αποδοχής των SS, που τον καιρό αυτό είχαν πάρει υπό την κηδεμονία τους όλα τα εξοπλιστικά προγράμματα του Γ' Ράιχ. Μία φθηνή, αποδοτική μηχανή, ένας μοναχικός πιλότος που δεν χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα έμπειρος ή ικανός (δηλαδή, ένας αναλώσιμος πιλότος) και μία προοπτική μεγάλων επιτυχιών με μικρό κόστος, όλα αυτά μαζί συνέτειναν στο να μπει το σχέδιο BP 20 σε πρώτη προτεραιότητα και να λάβει άφθονη χρηματοδότηση. Το εν λόγω αεροσκάφος μετονομάστηκε σε Bachem Ba 349, με την κωδική ονομασία Natter (Οχιά), και διαβαθμίστηκε ως Άκρως Απόρρητο.

Για τα SS αυτό ήταν το νέο όπλο που θα κέρδιζε τον πόλεμο και φρόντισαν να παραμείνει μυστικό. H αφθονία κονδυλίων και υλικών είχε ως κατάληξη το πρώτο πρωτότυπο να πετάξει ήδη από τον Οκτώβριο του 1944, μόλις τρεις μήνες μετά την παρουσίαση των πρώτων σχεδίων από τον Μπάχεμ. Επρόκειτο για ένα παράξενο κατασκεύασμα, μήκους 5,7 μέτρων (στις επόμενες εκδόσεις έφθασε τα 6,1 μέτρα), βάρους περί τους δύο τόνους, με μέγιστη ταχύτητα τα 800 χιλιόμετρα την ώρα, άνοιγμα πτερύγων 3,5 μέτρα (έφθασε τα 3,6 στη συνέχεια) και οπλισμό έναν κάλαθο με 24 ρουκέτες Fohn των 7,3 εκ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ρουκέτες βάλλονταν σε μία ομοβροντία και στη συνέχεια το αεροσκάφος έμενε εντελώς άοπλο και αδύναμο να προστατευθεί ενάντια σε οποιαδήποτε επίθεση. Αυτό βεβαίως δεν απασχολούσε τους SS, που θα ήταν απολύτως ικανοποιημένοι αν με το χαμό ενός άπειρου πιλότου κατόρθωναν να ρίξουν ένα βαρύ συμμαχικό βομβαρδιστικό με το έμπειρο πολυμελές πλήρωμά του. Μετά από τις πρώτες δοκιμές, η επιτυχία των οποίων ήταν σχετικά περιορισμένη, η εξέλιξη του προγράμματος συνεχίστηκε πυρετωδώς και μέχρι τον Δεκέμβριο είχαν πραγματοποιηθεί αρκετές δοκιμές με μη επανδρωμένα αεροσκάφη.

Ωστόσο, η έλλειψη πρώτων υλών και άλλων υλικών ήταν μοιραία και για αυτό το πρόγραμμα, αφού μέχρι το Φεβρουάριο του 1945 δεν είχε γίνει ούτε μία επανδρωμένη δοκιμή, η οποία τελικώς πραγματοποιήθηκε μετά από την επίμονη απαίτηση των SS. Το αποτέλεσμα ήταν μοιραίο, αφού ο δοκιμαστής πιλότος (το όνομά του ήταν Λόταρ Ζήμπερτ) σκοτώθηκε καθώς το αεροσκάφος σταμάτησε να υπακούει στις εντολές του και κατέπεσε από τα 1.500 μέτρα στο έδαφος. Παρόλα αυτά, το πρόγραμμα συνεχίστηκε και αρκετά πρωτότυπα κατασκευάστηκαν - 20 σύμφωνα με κάποιες πηγές, έως και 36 σύμφωνα με κάποιες άλλες.


Όμως, μέχρι το τέλος του πολέμου οι ''Οχιές'' της Luftwaffe δεν κατόρθωσαν να κάνουν τη συμμαχική αεροπορία να αισθανθεί το δηλητήριό τους. Ούτε μία βεβαιωμένη επιχειρησιακή πτήση με Ba 349 δεν φαίνεται να πραγματοποιήθηκε. Έτσι το Ναtter προστέθηκε στη μακρά λίστα των σχεδίων του Γ' Ράιχ που έμειναν απλώς στις δοκιμές και δεν κατόρθωσαν να περάσουν στο πεδίο της μάχης, όπως άλλωστε τα περισσότερα από τα σχέδια που θα δούμε στη συνέχεια.

TA ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΤΙΚΑ ΠΟΥ ΘΑ ΣΥΝΕΤΡΙΒΑΝ ΤΙΣ Η.Π.Α

Μία σοβαρή έλλειψη που αντιμετώπισαν οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια του B' Παγκοσμίου Πολέμου ήταν αυτή ενός πραγματικά βαρέος βομβαρδιστικού μακράς ακτίνας δράσης, ενός στρατηγικού βομβαρδιστικού. Αυτή η έλλειψη έγινε ακόμη πιο φανερή όταν μπήκαν στον πόλεμο οι Η.Π.Α. Οι Αμερικανοί, δίχως την παραμικρή υποψία απειλής από τις Γερμανικές ένοπλες δυνάμεις, με τις παραγωγικές τους δυνάμεις άθικτες και με το ηθικό του λαού τους στα ύψη, αποτελούσαν έναν παράγοντα που η Γερμανική πολεμική μηχανή δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει.

H απειλή που αντιπροσώπευαν τα U-boote για την αμερικανική ναυσιπλοΐα ήταν μικρή, ιδιαίτερα μετά την υιοθέτηση πιο προχωρημένων λύσεων ραντάρ και τακτικών νηοπομπών. Έτσι, οι Γερμανοί άρχισαν να αναζητούν έναν τρόπο για να μεταφέρουν τον πόλεμο στο έδαφος του αντιπάλου. Επίσης, ένα τέτοιο βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας δράσης θα μπορούσε να χρησιμεύσει και στο ανατολικό μέτωπο, χτυπώντας τα εργοστάσια κατασκευής αρμάτων μάχης και αεροσκαφών των Σοβιετικών, τα οποία είχαν μεταφερθεί στα βάθη της Ασίας, μακριά από την ακτίνα δράσης της Luftwaffe.

Οι προσπάθειες για τη δημιουργία ενός βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας δράσης είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1935, όμως κάθε σχέδιο προς την κατεύθυνση αυτή σταμάτησε απότομα με το θάνατο του ανθρώπου που ήταν ενθουσιώδης θαυμαστής αυτού του είδους αεροσκάφους, του αρχηγού του επιτελείου της Luftwaffe, Βέβερ, το 1936. Τα βασικότερα σχέδια βαρέων βομβαρδιστικών ήταν τα Heinkel He 177 Greif και Junkers Ju 288C, ενώ στη συνέχεια το πλέον εντυπωσιακό υπόδειγμα ήταν το Junkers Ju 388. Από τα παραπάνω μόνο το μοντέλο της Heinkel παρήχθη σε ικανούς αριθμούς (πάνω από 1.000 κομμάτια) και χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά. Μία παραλλαγή του, μάλιστα, επρόκειτο να μεταφέρει τη Γερμανική ατομική βόμβα.

Ωστόσο, κανένα από αυτά τα βομβαρδιστικά δεν ικανοποιούσε το διακαή πόθο της ηγεσίας του Γ' Ράιχ, δεν είχε, δηλαδή, τη δυνατότητα να βομβαρδίσει τις Αμερικανικές πόλεις. Όταν το Υπουργείο Αεροπορίας ζήτησε από τις εταιρείες να προτείνουν σχέδια για ένα βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας δράσης, τρεις ανταποκρίθηκαν στις αρχές του 1942. H Messerschmitt είχε ήδη κάνει σημαντική προεργασία και βρέθηκε στην αιχμή της προσπάθειας με το Me 264. H Focke-Wulf πρότεινε το Ta 400 και η Junkers το Ju-390. Από αυτά τα τρία σχέδια, τα δύο πέρασαν στη φάση του πρωτοτύπου, ενώ αυτό της Focke-Wulf ουδέποτε προχώρησε.

Το πλέον επιτυχημένο από τα τρία σχέδια ήταν αυτό της Messerschmitt. Το Me 264 κατάφερε στην αρχή του 1943 (όταν ήταν έτοιμο το πρώτο πρωτότυπο) να πετάξει. Ήταν ένα αεροσκάφος έτοιμο για χρήση, αφού μπορούσε να πετάξει μέχρι τη N. Υόρκη και να επιστρέψει με πλήρες φορτίο τριών τόνων βομβών. Για λόγους που δεν έχουν ξεκαθαριστεί, αλλά κατά πάσα πιθανότητα έχουν να κάνουν με σύγκρουση προτεραιοτήτων και περιορισμούς στη διάθεση κονδυλίων και πόρων, το αεροσκάφος αυτό δεν ξεπέρασε ποτέ το στάδιο του πρωτοτύπου.

ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΠΤΕΡΥΓΕΣ KAI ΔΙΣΚΟΙ

H αναζήτηση για το Amerikabomber συνεχιζόταν και τα ιδιοφυή αδέλφια Χόρτεν (Horten), Βάλτερ και Ράιμαρ, πρότειναν ένα επαναστατικό σχέδιο για ένα βομβαρδιστικό μέσης ακτίνας, το Horten Ho IX, που στη συνέχεια έγινε γνωστό ως Gotha Go 229 και είναι η πρώτη ''ιπτάμενη πτέρυγα'' στην ιστορία της αεροναυπηγικής. Στην αρχική σχεδίασή του Ho IX ήταν ένα εντυπωσιακού σχεδιασμού μονοθέσιο αεροσκάφος, με ταχύτητα 1.000 χλμ./ώρα στα 20.000 πόδια, μέση ακτίνα δράσης και φορτίο βομβών περίπου 2 τόνων.

Όταν το σχέδιο άρχισε να περνά από τη θεωρία στην πράξη, οι αδελφοί Χόρτεν πρότειναν, ανταποκρινόμενοι σε σχετικό αίτημα, μία νέα έκδοση του αεροσκάφους τους για χρήση στο ρόλο ενός υπερατλαντικού βομβαρδιστικού, του Amerikabomber. Επρόκειτο για τη μεγέθυνση (περίπου στο διπλάσιο μέγεθος) ενός Ho IX, το οποίο με τη χρήση νέων μηχανών και συστημάτων θα μπορούσε να αναπτύξει ταχύτητα 850 χλμ./ώρα, θα είχε επιχειρησιακή ακτίνα δράσης περίπου 11.000 χιλιόμετρα και τη δυνατότητα να μεταφέρει 4 τόνους βομβών. H επίφοβη ιπτάμενη πτέρυγα των αδελφών Χόρτεν ουδέποτε κατασκευάστηκε, αφού όταν πήραν το OK από την ηγεσία του Γ' Ράιχ, τον Μάρτιο του 1945, ο πόλεμος είχε πρακτικά τελειώσει.

Οι ιπτάμενες πτέρυγες των Χόρτεν είναι ένα από εκείνα τα θέματα που προκαλούν ωστόσο αρκετές διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών που ασχολούνται με τον εξοπλισμό και τα όπλα του Γ' Ράιχ και ιδιαίτερα με τα Wunderwaffen. Πέρα από τους γνωστούς τύπους, που όντως ήταν απόλυτα λειτουργικές ''ιπτάμενες πτέρυγες'', υπάρχουν φωτογραφίες -η αυθεντικότητα των οποίων αμφισβητείται- αλλά και αναφορές για ακόμη περισσότερες και πιο ''εξωτικές'' ιπτάμενες πτέρυγες. Από το Horten Ho 9 V1 και V2 μέχρι το Ho 5B, η σχετική παραφιλολογία είναι αρκετά έντονη για να προκαλεί πολλά ερωτηματικά σχετικά με το κατά πόσο υπάρχει ή όχι αλήθεια σε αυτούς τους ισχυρισμούς.

Οι φωτογραφίες μπορεί να είναι πλαστές, αλλά μπορεί εξίσου εύκολα να είναι αυθεντικές. Πάντως, είναι γεγονός ότι αν όντως υπήρχε το Ho 9 και ήταν επιχειρησιακό, κάποιο αντίγραφό του θα εμφανιζόταν σε κάποια χώρα (Η.Π.Α, Ε.Σ.Σ.Δ ή έστω Βρετανία) μετά τον B' Π.Π. Κάτι τέτοιο όμως δεν έγινε και χρειάστηκε να περιμένουμε τέσσερις δεκαετίες για να δούμε την πρώτη ''ιπτάμενη πτέρυγα'' των Η.Π.Α, το περίφημο B-2 της Northrop, αλλιώς γνωστό και ως Stealth. Βεβαίως, η σχετική παραφιλολογία δε σταματά εδώ, καθώς υπάρχει μία μερίδα ερευνητών που είναι πεπεισμένοι ότι η Γερμανία του B' Π.Π. είχε αναπτύξει -ή, έστω, ερευνήσει διεξοδικά- και έναν ''ιπτάμενο δίσκο''.


H σχετική συζήτηση ξεκίνησε με αφορμή το -υπαρκτό- πειραματικό αεροσκάφος Sack AS 6. Το εν λόγω αεροσκάφος φέρει μία σχεδόν κυκλική πτέρυγα, η οποία αν ιδωθεί από κατάλληλη γωνία, μοιάζει με ''δίσκο''. Ωστόσο, κατά τα λοιπά ήταν λίγο ή πολύ ένα συμβατικό αεροσκάφος, το οποίο μάλιστα ήταν εμβολοφόρο και έφερε έλικα, απλώς διέθετε και μία ''παράξενη'' πτέρυγα. Καθώς υπήρχε παράλληλα και μία μαρτυρία από κάποιον Ρούντολφ Σρήβερ για έρευνες προς την κατεύθυνση της δημιουργίας ενός αεροσκάφους - δίσκου, ξεκίνησε μία αναζήτηση για τα μυστικά σχέδια του Γ' Ράιχ για ιπτάμενους δίσκους.

Όταν, στα χρόνια της δεκαετίας του '50, ξεκίνησε στις Η.Π.Α η υστερία με τα Άγνωστης Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα (A.T.I.A, τα γνωστότερα ως UFO), πολλοί θυμήθηκαν τις αναφορές περί Γερμανικών ''ιπτάμενων δίσκων'' και από τότε η σχετική παραφιλολογία είναι ιδιαίτερα έντονη. Έχουν παρουσιαστεί μάλιστα διάφορα σχέδια υποθετικών ιπτάμενων δίσκων του Γ' Ράιχ, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει ένα που θεωρείται ότι ήταν δημιούργημα της γνωστής εταιρείας (που σήμερα κατασκευάζει αυτοκίνητα) BMW, με την ονομασία BMW Flugelrad-I και II.

H λέξη Flugelrad σημαίνει ''ιπτάμενη ρόδα'' και ανταποκρίνεται στην πραγματική εικόνα του σχεδίου που μοιάζει με ρόδα, το οποίο πάντως είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Δεν υπάρχει όμως η παραμικρή απόδειξη ότι αυτό το σχέδιο όντως υπήρχε ή ότι, αν υπήρχε, είχε προχωρήσει πέρα από το τραπέζι του σχεδιαστηρίου. Ακόμη πιο ''εξωτικό'' είναι το σχέδιο του Omega Diskus, που προσομοιάζει απόλυτα στα πλέον αξιοπερίεργα A.T.I.A που έχουν θεαθεί στους ουρανούς.

TA ΑΛΛΑ WUNDERWAFFEN

ΤΙΤΑΝΙΑ ΠΥΡΟΒΟΛΑ ΚΑΙ ΘΩΡΗΚΤΑ ΞΗΡΑΣ

Οι εξελίξεις στα Γερμανικά όπλα υψηλής τεχνολογίας δεν περιορίστηκαν, φυσικά, στους πυραύλους και στα αεριωθούμενα. H βελτίωση και περαιτέρω αξιοποίηση των συμβατικών όπλων και η ενσωμάτωση τεχνολογικών καινοτομιών σε αυτά αποτελούσαν έναν τομέα στον οποίο οι επιστήμονες του Χίτλερ πέτυχαν εντυπωσιακά αποτελέσματα. Οι Γερμανοί, ήδη από τον 19ο αιώνα, είχαν σε ιδιαίτερα μεγάλη εκτίμηση το πυροβολικό, θεωρούσαν δε τα πυροβόλα ως τον καθοριστικότερο ίσως παράγοντα στην κρίση των πολεμικών αναμετρήσεων.

Αν και το δόγμα αυτό έμοιαζε ίσως παρωχημένο την εποχή του ''Bewegungskrieg'' (Πολέμου Κινήσεων) και του ''Blitz'', η αλήθεια είναι ότι κατά βάση δεν είχαν και τόσο άδικο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Όμως μαζί με τη λατρεία των ανώτερων στελεχών του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (μια τάση που εκπορεύονταν από τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ) για τις εξαιρετικά μεγάλες έως μνημειώδεις κατασκευές και υλοποιήσεις, αυτή η άποψη οδήγησε στη δημιουργία διάφορων ''τερατουργημάτων'', για τα οποία σπαταλήθηκαν εξαιρετικά πολύτιμοι πόροι οι οποίοι θα ήταν δυνατό να διατεθούν αλλού, χωρίς να επιτευχθούν ουσιαστικά αποτελέσματα.

Το πλέον πρωτότυπο από όλα τα σχέδια που συνέλαβαν και υλοποίησαν στον τομέα του πυροβολικού οι Γερμανοί επιστήμονες και τεχνικοί ήταν το Hochdruckpumpe (Αντλία Υψηλής Πιέσεως, HDP), το πιο ''εξωτικό'' κανόνι που είχε εμφανιστεί μέχρι τότε. H ιστορία του ξεκινάει πολλά χρόνια πίσω και μάλιστα όχι στη Γερμανία αλλά στις ΗΠΑ, το 1885. Δύο τεχνικοί, οι Λίμαν και Χάσκελ, υπέβαλλαν στο Γραφείο Εξοπλισμού του Αμερικανικού στρατού μία πρόταση η οποία εκ πρώτης όψεως έμοιαζε ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Είχαν συλλάβει την ιδέα της δημιουργίας ενός πυροβόλου το οποίο δεν θα είχε ένα διαμέρισμα με προωθητικό (μπαρούτι) αλλά πολύ περισσότερα, τα οποία θα ήταν διατεταγμένα κατά μήκος του.

Το σκεπτικό τους ήταν απλό, αφού το βλήμα θα προωθούνταν από την εκτόνωση του αρχικού προωθητικού, θα περνούσε κατά μήκος της κάννης, πυροδοτώντας τα υπόλοιπα γεμίσματα, τα οποία με τη σειρά τους θα δημιουργούσαν ακόμη μεγαλύτερη ισχύ που θα προωθούσε το βλήμα ακόμη ταχύτερα. Αυτή η διαδικασία θα επαναλαμβανόταν καθώς το βλήμα θα περνούσε δίπλα από κάθε γέμισμα. Θεωρητικά, το αποτέλεσμα θα ήταν το βλήμα να δέχεται την πλήρη ισχύ όλων των γεμισμάτων προωθητικού και κατά την έξοδό του από την κάννη να έχει επιτύχει αρχική ταχύτητα εξόδου ασύλληπτη σε σχέση με τα συμβατικά πυροβόλα.

Οι Λίμαν και Χάσκελ έλαβαν χρηματοδότηση και την εντολή να δημιουργήσουν άμεσα ένα πρωτότυπο για δοκιμές και αξιολόγηση. Καθώς η ιδέα ήταν ιδιαίτερα απλή και η υλοποίησή της δεν παρουσίασε προβλήματα, το πειραματικό πυροβόλο πολλαπλών διαμερισμάτων προωθητικού ήταν έτοιμο μέσα στο 1885. Δοκιμάστηκε περίπου για έναν χρόνο από τους εφευρέτες του και από ειδικούς του Αμερικανικού στρατού, όμως σε κάθε περίπτωση τα αποτελέσματα ήταν άκρως απογοητευτικά. Όχι μόνο δεν επιτεύχθηκαν οι εξωπραγματικές ταχύτητες που είχαν υπολογίσει οι δύο εφευρέτες, αλλά η ταχύτητα εξόδου του βλήματος ήταν στην πραγματικότητα μικρότερη από εκείνη ενός συμβατικού κανονιού.

Μετά από πολλές δοκιμές -στις οποίες επαναλαμβανόταν το ίδιο πρόβλημα- και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων τους, οι ειδικοί του στρατού κατάλαβαν τι ήταν εκείνο που δεν πήγαινε καλά. Το βλήμα, καθώς κινούνταν στην κάννη, δεν ''σφήνωνε'' αποτελεσματικά στις ραβδώσεις της. Το αποτέλεσμα ήταν του βλήματος να προηγούνται τα (ελαφρύτερα) αέρια καύσης από την αρχική εκτόνωση του πρώτου γεμίσματος προωθητικού, τα οποία περνούσαν από τα κενά μεταξύ των ραβδώσεων και του βλήματος.

Τα έμπυρα αυτά αέρια πυροδοτούσαν τα γεμίσματα που βρίσκονταν κατά μήκος της κάννης πριν ακόμη το βλήμα φθάσει σε αυτά. Έτσι, αντί να προσθέτουν την ισχύ τους σε αυτήν της αρχικής έκρηξης, τα γεμίσματα επενεργούσαν ανάποδα, καθυστερώντας το βλήμα και μειώνοντας την ταχύτητά του.


O ΧΙΤΛΕΡ ΕΓΚΡΙΝΕΙ THN ΙΔΕΑ

H ίδια ιδέα που δοκιμάστηκε στις Η.Π.Α και απορρίφθηκε στη Βρετανία βρήκε πρόσφορο έδαφος στη Γερμανία το 1943, τον καιρό που ο Χίτλερ είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται ότι χωρίς μέσα για να μεταφέρει τον πόλεμο στο έδαφος του αντιπάλου (στα Βρετανικά νησιά) δεν είχε ελπίδες να νικήσει. Καθώς η Luftwaffe είχε χάσει κατά κράτος τη μάχη των αιθέρων και οι Σύμμαχοι βομβάρδιζαν τις γερμανικές πόλεις, ο Χίτλερ προσπαθούσε να προωθήσει μία σειρά από προγράμματα τα οποία θα εξασφάλιζαν την ''ανταπόδοση'', τα λεγόμενα Vergeltungswaffen (όπως ήταν οι V-1 και V-2 που είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια).

Σε αυτό το γόνιμο έδαφος έπεσε ο σπόρος της ιδέας ενός υπερκανονιού, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να βομβαρδίσει το Λονδίνο από αποστάσεις μεγαλύτερες των 200 χιλιομέτρων. Εμπνευστής του ήταν ο μηχανικός της Rochling Eisen und Stahlwehrke, Κόεντερς, ο οποίος γνώριζε προσωπικά τον Άλμπρεχτ Σπέερ και του πρότεινε ένα τέτοιο κανόνι. H πρόταση μεταφέρθηκε από τον Σπέερ στον Χίτλερ, ο οποίος κάλεσε το μηχανικό για να του παρουσιάσει αναλυτικά το σχέδιό του. O Χίτλερ ενθουσιάστηκε, συλλαμβάνοντας την ιδέα του να υποβάλλει το Λονδίνο σε έναν συνεχή, καταιγιστικό βομβαρδισμό από τεράστια απόσταση, που δεν θα ήταν δυνατό να απαντηθεί από τους Βρετανούς.

Το όπλο θα ονομαζόταν Vergeltungswaffe-3 ή V-3 όπως έγινε γνωστό στους Συμμάχους και στους ελάχιστους που είχαν ενημερωθεί για την ύπαρξή του. Έδωσε εντολή στον Κόεντερς να ετοιμάσει ένα πρωτότυπο για δοκιμές και αξιολόγηση. Οι πρώτες δοκιμές του πρωτότυπου ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικές, έτσι ο Χίτλερ όχι μόνο διέταξε να ξεκινήσει η παραγωγή του, αλλά και να δημιουργηθούν 50 από αυτά τα υπερόπλα που ''θα εξαφάνιζαν το Λονδίνο από το χάρτη''. Τα πυροβόλα ήταν ιδιαίτερα ογκώδεις κατασκευές. H κάννη, διαμετρήματος 150 χιλιοστών, είχε μήκος 150 μέτρα.

Κατά μήκος αυτής της κάννης θα τοποθετούνταν 24 έως 28 ειδικοί θύλακες με προωθητικό γέμισμα . Φυσικά, με τέτοιο μήκος δεν ήταν δυνατόν να στηριχθεί οπουδήποτε παρά μόνο στο έδαφος. Ωστόσο, το πρόγραμμα αυτό έμελλε να εξελιχθεί στο μεγαλύτερο, ίσως, φιάσκο από όλα τα αντίστοιχα προγράμματα υπερόπλων του Γ' Ράιχ. O Κόεντερς προχωρούσε τον ίδιο καιρό στην ανάπτυξη ενός πρωτοτύπου που θα είχε τις διαστάσεις του επιχειρησιακού κανονιού, δηλαδή διαμέτρημα 150 χιλιοστών και προσδοκώμενο δραστικό βεληνεκές άνω των 150 χιλιομέτρων. Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν ήταν πολλά και ιδιαιτέρως μεγάλα.

Το πρώτο ήταν η έναυση των προωθητικών γεμισμάτων κατά μήκος της κάννης πριν περάσει το βλήμα. Ήταν το ίδιο πρόβλημα που είχαν αντιμετωπίσει οι Αμερικανοί μηχανικοί και το οποίο ο Κόεντερς είχε προσπαθήσει να παρακάμψει πυροδοτώντας το προωθητικό με ηλεκτρονικό σύστημα ανάφλεξης και όχι με τα αέρια που θα άφηνε πίσω του το βλήμα, όπως ήταν τα σχέδια των Λίμαν και Χάσκελ. Παρόλα αυτά, κάποιες γομώσεις πυροδοτούνταν έτσι και αλλιώς, κάτι που προκαλούσε δισεπίλυτα προβλήματα. Ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα προκαλούσε η δυσκολία στην επιλογή της ακριβούς στιγμής πυροδότησης των γεμισμάτων.

Αφού πλέον δεν ήταν ''υπεύθυνο'' το βλήμα, καθίστατο εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστεί το ακριβές μικροδευτερόλεπτο που ήταν κατάλληλο για να πυροδοτηθεί το γέμισμα και να προσθέσει την ισχύ του στην κινητική ενέργεια του βλήματος. Το τρίτο πρόβλημα είχε να κάνει με το ίδιο το βλήμα αφού συμπεριφερόταν παντελώς αλλοπρόσαλλα και σε κανένα σημείο των δοκιμών δεν κατόρθωσε να επιτύχει αποτελέσματα που να δικαιολογούν την υιοθέτησή του γι’ αυτό το πρόγραμμα. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, το βλήμα ουδέποτε κατάφερε να πετύχει την ταχύτητα εξόδου που απαιτείτο για να φθάσει στο Λονδίνο.

O στρατηγός φον Λέεμπ είχε την ατυχία να παρακολουθήσει μια τέτοια επίδειξη του υπεκανονιού και να παρακολουθήσει τα βλήματα να διασκορπίζονται τυχαία, χωρίς την παραμικρή ακρίβεια βολής. O φον Λέεμπ, που εκπροσωπούσε το Γραφείο Οπλισμού του Γερμανικού στρατού, κατέληξε στον ορισμό μιας επιτροπής από ειδικούς, τεχνικούς και επιστήμονες, οι οποίοι κατέληξαν στο πόρισμα ότι υπάρχει τρόπος να περισωθεί κάτι από το πρόγραμμα ανάπτυξης του κανονιού, αν και οι υπερφιλόδοξοι στόχοι που είχαν τεθεί δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν. Αρχικά ανατέθηκε σε έξι εταιρείες να κατασκευάσουν ένα καταλληλότερο βλήμα.

Και οι έξι -μεταξύ αυτών η Krupp κι η Skoda- είχαν τεράστια εμπειρία στη δημιουργία βλημάτων πυροβολικού, έτσι κατάφεραν να δημιουργήσουν λειτουργικά βλήματα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος της πρόωρης ανάφλεξης υιοθετήθηκε μια ιδιοφυής λύση: στην κάννη τοποθετήθηκε ένα έμβολο, το οποίο προωθούνταν από την έκρηξη των αερίων και με τη σειρά του προωθούσε το βλήμα. Το έμβολο επίσης ''σφήνωνε''στις γραμμώσεις της κάννης και εμπόδιζε τα αέρια να προωθούνται ταχύτερα από το βλήμα. Με τον τρόπο αυτό λύθηκε εμμέσως και το πρόβλημα της έγκαιρης ανάφλεξης των προωθητικών γεμισμάτων.

Αφού ήταν αδύνατο να επιτευχθεί η απόλυτη ακρίβεια που απαιτούσε η ταχύτατη κίνηση του βλήματος, οι ειδικοί του στρατού επανήλθαν στη μέθοδο ανάφλεξης των πρόσθετων γεμισμάτων κατά μήκος της κάννης από τα αέρια που ακολουθούσαν το βλήμα. Βεβαίως, τα πειράματα απέδειξαν ότι πέραν των 6 πλευρικών γομώσεων, δεν υπήρχε ουσιαστικό όφελος ως προς την επίτευξη μεγαλύτερης αρχικής ταχύτητας. Κι αυτό διότι το βλήμα κινούνταν υπερβολικά γρήγορα για να προλάβουν τα αέρια των εκρήξεων να σχηματίσουν πίεση ικανή να το προωθήσει παραπέρα.

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗ KAI ΑΠΟΤΥΧΙΑ

H Αντλία Υψηλής Πιέσεως δεν έμελλε να χρησιμοποιηθεί στον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις προσπάθειες των Γερμανών τεχνικών. Μέχρι να αρχίσουν να ξεπερνιούνται τα προβλήματα σχεδίασης και λειτουργίας του όπλου, η συμμαχική αεροπορία είχε αποκτήσει την απόλυτη εναέρια υπεροχή πάνω από την Ευρώπη. Οι αποστολές αναγνώρισης αποκάλυψαν κάποιες ''ύποπτες'' εγκαταστάσεις στο Μιμογιέ. Επρόκειτο, φυσικά, για τις κατασκευαζόμενες εγκαταστάσεις φιλοξενίας του νέου κανονιού, οι εργασίες των οποίων προχωρούσαν κανονικά. Μια σειρά από βομβαρδισμούς της RAF το χειμώνα του 1943 προκάλεσαν προβλήματα στη συνέχιση των εργασιών.


Το πρόγραμμα της δημιουργίας του V-3 εγκαταλείφθηκε και επίσημα όταν οι Σύμμαχοι προωθήθηκαν στη Γαλλία και κατέλαβαν την περιοχή του Καλαί απ’ όπου θα βομβαρδιζόταν -σύμφωνα με τις αισιόδοξες εκτιμήσεις του Χίτλερ- το Λονδίνο με τα V-3 του. Οι Σύμμαχοι ανακάλυψαν τις ημιτελείς εγκαταστάσεις και απόρησαν, όμως οι μαρτυρίες των μελών του προσωπικού της εγκατάστασης που συνελήφθησαν, άρχισαν να ρίχνουν φως στο μυστήριο των V-3. H τελευταία πράξη της ιλαροτραγωδίας του V-3 παίχτηκε στο Πεενεμούντε.

O στρατηγός Ντόρνμπεργκερ, ο προϊστάμενος του προγράμματος του V-2, διατάχθηκε από το στρατηγό των SS Κάμλερ να βρει τρόπο να μετατρέψει την Αντλία Υψηλής Πίεσης σε λειτουργικό κανόνι για να βάλλει εναντίον συμβατικών στόχων. Το αίτημα ήταν αστείο, ωστόσο ο Ντόρνμπεργκερ, που γνώριζε ότι η απαίτηση προερχόταν από τον τρίτο ισχυρότερο άνδρα του Ράιχ, ούτε καν σκέφθηκε να γελάσει. Αντίθετα, απελπίστηκε από το ανέφικτο του εγχειρήματος, αν και διέθεσε άνδρες και πόρους για να πετύχει τη μετασκευή του “εξωτικού” κανονιού σε ένα λειτουργικό όπλο.

TA ΠΥΡΟΒΟΛΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ

Το V-3 ήταν σαφώς το πλέον φιλόδοξο από τα σχέδια για δημιουργία υπερπυροβόλων του Γ' Ράιχ, όμως δεν ήταν το μοναδικό. Κατά τη διάρκεια του A' Π.Π οι Γερμανοί είχαν δημιουργήσει το περίφημο Kaiser Wilhelm Geshutz, το θηριώδες κανόνι που οι Γάλλοι ονόμασαν ''το πυροβόλο του Παρισιού'' επειδή είχε δημιουργηθεί για να βομβαρδίζει το Παρίσι από μία απόσταση 100 χιλιομέτρων. Το κανόνι αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου έβαλε μόλις 300 βλήματα, εκ των οποίων τα 180 κατέληξαν στο Παρίσι, όπου προκάλεσαν ελάχιστες ζημιές και θύματα.

Όμως αυτό δεν απέτρεψε τους επόμενους Γερμανούς υποψήφιους κοσμοκράτορες, τους εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ, να κυνηγήσουν την υπεροχή σε βάρος των Συμμάχων με παρόμοια μέσα. Αρχικά, βεβαίως, η ιδέα πίσω από τη δημιουργία πραγματικά μεγάλων κανονιών ήταν να χρησιμεύσουν για την εκπόρθηση βαριών οχυρώσεων και για τον βομβαρδισμό και την καταπόνηση μεγάλων θυλάκων αντίστασης (λ.χ. πόλεων υπό πολιορκία). O Γερμανικός στρατός μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ και την καταστρατήγηση της Συνθήκης των Βερσαλλιών που ακολούθησε, απευθύνθηκε στην Krupp, την κατασκευάστρια που είχε τις περισσότερες επιτυχίες με κανόνια κατά το παρελθόν, για να δημιουργήσει τα νέα ''τέρατα'' του Γ' Ράιχ.

Κατά τη διάρκεια του A' Π.Π η Krupp είχε σχεδιάσει και κατασκευάσει τον μεγαλύτερο επιχειρησιακό όλμο του πολέμου, την Grosse Bertha (Μεγάλη Μπέρθα, όπου Μπέρθα ήταν το όνομα της εγγονής του ιδρυτή της εταιρείας, Φρειδερίκου-Αλφρέδου Κρουπ). H πρόταση που κατέθεσε η Krupp ήταν κυριολεκτικά εξωπραγματική: μιλούσε για πυροβόλα διαμέτρου 70, 80 και 100 εκατοστών. H πρόταση για το πυροβόλο των 80 εκ. θεωρήθηκε η πλέον υλοποιήσιμη, αλλά οι προδιαγραφές του όπλου προσέγγιζαν τα όρια της επιστημονικής φαντασίας: το σύστημα του κανονιού θα είχε βάρος 1.350 τόνους, θα χρειαζόταν ένα άγημα υπηρετών δύναμης 2.000 ανδρών.

Θα έβαλλε βλήματα βάρους 7 τόνων και για την κίνησή του θα χρειαζόταν διπλή σιδηροδρομική τροχιά.  Αν και προσωρινά το σχέδιο είχε αποσυρθεί, μετά το προσωπικό ενδιαφέρον του Χίτλερ ανασύρθηκε και η Krupp έλαβε παραγγελία για τη δημιουργία τριών τέτοιων γιγάντιων πυροβόλων, τα οποία ο Χίτλερ σκόπευε να χρησιμοποιήσει για να εκπορθήσει την γραμμή Μαζινό. Ήταν 1936 και οι τακτικές του πολέμου κινήσεων που τελειοποίησαν στη συνέχεια οι Γερμανοί επιτελείς βρίσκονταν ακόμη στα σπάργανα. Ετσι, η ηγεσία της Γερμανίας θεωρούσε ότι χρειαζόταν ισχυρά πυροβόλα για να καταβληθούν οι γιγάντιες γαλλικές οχυρώσεις που έκλειναν το δρόμο προς το Παρίσι.

Γι’ αυτό και η προθεσμία που δόθηκε στην Krupp ήταν ο Ιανουάριος του 1940. Αν και η εταιρεία ξεκίνησε αμέσως τις σχετικές εργασίες, η δημιουργία καννών αυτού του διαμετρήματος, που να είναι ικανές να αντέξουν τις τρομακτικές πιέσεις, ήταν ένα εγχείρημα που αποδείχτηκε εξαιρετικά δύσκολο. Όταν οι Γερμανικές τεθωρακισμένες μεραρχίες συνέτριψαν τις Γαλλικές άμυνες και κατέλαβαν τη γραμμή Μαζινό χωρίς να χρειαστεί να εκπορθήσουν τα οχυρά της, η Krupp ακόμη δεν είχε τελειώσει με την κατασκευή των πυροβόλων. Τελικώς, το πρώτο από τα γιγάντια πυροβόλα ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1942.

H πρώτη αναμέτρηση στην οποία δοκιμάστηκε εμπράκτως το Gustav ήταν η πολιορκία της Σεβαστούπολης. Αν και κατά την πολιορκία έβαλε μόλις 48 βλήματα, συνέβαλε καταλυτικά στην κατάληψη της Σεβαστούπολης. Κατά τη διάρκεια αυτής της αναμέτρησης, όμως, φάνηκε και η πρώτη μεγάλη αδυναμία αυτών των κανονιών: Η κάννη και ειδικότερα οι ραβδώσεις στο εσωτερικό της φθείρονταν με ταχύτατο ρυθμό. Έτσι, μετά τις 48 βολές, το Gustav έπρεπε να μεταφερθεί στη Γερμανία, ώστε οι τεχνικοί της Krupp να δημιουργήσουν ξανά τις ραβδώσεις στο εσωτερικό της κάννης.

H Dora αντικατέστησε το Gustav στη Σεβαστούπολη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα δεν χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά, αφού σύντομα οι Σοβιετικοί αντεπιτέθηκαν και ανακατέλαβαν την πόλη.


TO ΠΟΝΤΙΚΙ ΠΟΥ ΒΡΥΧΑΤΑΙ

Τα Γερμανικά άρματα μάχης κατά γενική ομολογία ήταν τα καλύτερα του B' Π.Π. Ωστόσο, οι Γερμανοί σχεδιαστές δεν παρέμειναν σε αυτά τα πανίσχυρα άρματα. Επικεφαλής της Γερμανικής επιτροπής αρμάτων αλλά και ταυτόχρονα σχεδιαστής και κατασκευαστής αρμάτων, ο Φερδινάνδος Πόρσε, προσωπικός φίλος του Αδόλφου Χίτλερ, εκπόνησε ένα σχέδιο για ένα βαρύ άρμα που θα έκανε ακόμη και το Konigs Tiger να μοιάζει μικρό μπροστά του. Μοιάζει ειρωνικό -και μάλλον αυτή ήταν η πρόθεση του Δρος Πόρσε- που αυτό το θηρίο των 190 τόνων επιλέχθηκε να ονομαστεί Maus (ποντίκι). O βρυχηθμός του ήταν εντυπωσιακός.

Οπλισμένο με ένα πυροβόλο των 150 χιλιοστών (εναλλακτικά, των 120 χιλιοστών), με δευτερεύοντα οπλισμό ένα ακόμη πυροβόλο των 75 χιλιοστών και δύο βαριά πολυβόλα, με εμπρόσθια θωράκιση πάχους 350 χιλιοστών, επρόκειτο για έναν πραγματικό κολοσσό, ένα γιγάντιο άρμα μάχης μπροστά στο οποίο δεν μπορούσε να σταθεί κανένα συμβατικό άρμα. Με προσωπική παρέμβαση του Χίτλερ παραγγέλθηκαν έξι πρωτότυπα του τερατώδους άρματος. Αν και λίγοι περίμεναν ότι τα θηρία αυτά θα περνούσαν οποιαδήποτε διαδικασία δοκιμών, ο Πόρσε τούς εξέπληξε πετυχαίνοντας ταχύτητες 20 χλμ./ώρα με το Maus.

Ενώ ιδιαίτερα επιτυχημένη αποδείχθηκε η ανάρτηση του οχήματος, που ήταν μια παραλλαγή της λύσης που είχε προτείνει ο ίδιος σχεδιαστής για το Tiger. Ωστόσο, το άρμα ήταν υπερβολικά μεγάλο για οποιαδήποτε πρακτική χρήση. Το βάρος του με πλήρες φορτίο μάχης, συμπεριλαμβανομένου του εξαμελούς πληρώματος, έφθανε τους 190 τόνους. Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι ο Γενικό Επιτελείο, παρά την αντίθεσή του στο Maus, το οποίο θεωρούσε επιχειρησιακά μη αξιοποιήσιμο, υιοθέτησε ένα παρόμοιο σχέδιο για ένα υπερβαρύ τανκ, το E100. Για το σκοπό αυτό ανέθεσαν στη Henschel, που είχε ήδη την επιτυχία των Tiger στο ενεργητικό της, να διερευνήσει τη δυνατότητα για ένα υπερβαρύ άρμα.

Και αν το Maus και το E100 μοιάζουν υπερφιλόδοξα και μη ρεαλιστικά, το επόμενο σχέδιο φθάνει στα σύνορα της επιστημονικής φαντασίας. H πρόταση ανήκε στον Ίνγκεμαρ Γκρότε, που το 1942 ήταν υπεύθυνος της παραγωγής των υποβρυχίων (U-boote) του Γερμανικού Υπουργείου Εξοπλισμών, και αφορούσε στη δημιουργία ενός ''άρματος μάχης'' (μόνο σε πολύ γενικά πλαίσια μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε εδώ την έκφραση αυτή) βάρους 1.000 τόνων. Το σχέδιο -όπως αναμενόταν- ενθουσίασε τον Αδόλφο Χίτλερ και δόθηκε εντολή στην Krupp να προχωρήσει στον σχεδιασμό του ''θωρηκτού ξηράς'' όπως ονόμασαν οι Σύμμαχοι το P 1000, που η μητρική εταιρεία του βάφτισε Ratte (Αρουραίος).

Οι προδιαγραφές αυτού του Λεβιάθαν κόβουν την ανάσα: μήκος 35 μέτρα, πλάτος 14 και ύψος 11, πλάτος ερπύστριας 3.6 μέτρα σε κάθε πλευρά. Την κινητήρια δύναμη θα προσέφεραν είτε δύο 24κύλινδροι MAN V12Z32/44 με συνολική ισχύ 17.000 ίππων ή 8 20κύλινδροι Daimler-Benz MB501 που θα απέδιδαν συνολικά 16.000 ίππους. Οι αρχικοί υπολογισμοί έδειχναν ότι το μεγαθήριο αυτό θα μπορούσε να κινηθεί με 40 χιλιόμετρα την ώρα με τους κινητήρες της MAN. Με δεδομένο ότι επρόκειτο για ένα θωρηκτό ξηράς, ο οπλισμός του έπρεπε να είναι ανάλογος.

Στα σχέδια υιοθετήθηκε ένας τροποποιημένος πυργίσκος θωρηκτού (θαλάσσης), με μόνη διαφορά ότι θα έφερε δύο αντί για τρία κανόνια των 280 χιλιοστών, τα ίδια που είχαν τοποθετηθεί στα Sharnhorst και Gneisenau. Προφανώς οι σχεδιαστές της Krupp είχαν ξεφύγει πλέον εντελώς από την πραγματικότητα όταν, ενώ το Ratte προχωρούσε από το σχεδιαστήριο στην κατασκευή του πρωτοτύπου (σύμφωνα με κάποιους ερευνητές ο πυργίσκος του είχε ήδη κατασκευαστεί, αλλά αυτό παραμένει ανεπιβεβαίωτο), παρουσίασαν ένα ακόμη πιο εξωφρενικό σχέδιο.

Το P 1500, όπως δήλωνε και το όνομά του, θα ήταν ένα ''άρμα μάχης'' 1.500 τόνων. Θα ήταν οπλισμένο με ένα υπερβαρύ ολμοβόλο των 800 χιλιοστών (το πυροβόλο Dora) και θα διέθετε δύο πυροβόλα των 150 χιλιοστών ως δευτερεύοντα οπλισμό. H φωνή της λογικής σε ζητήματα εξοπλισμού του Γ' Ράιχ, ο Αλμπερτ Σπέερ, ήταν εκείνος που ακύρωσε και τα δύο προγράμματα στις αρχές του 1943.

OI ΑΛΛΟΙ ΠΥΡΑΥΛΟΙ

ΜΙΑ ΠΡΟΓΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Καθώς η πυραυλική επιστήμη αναπτυσσόταν, οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι τα κατευθυνόμενα, αυτοκινούμενα βλήματα ήταν το μέλλον των οπλικών συστημάτων. Οι έρευνές τους έθεσαν τη βάση για την ανάπτυξη πυραύλων αέρος-αέρος, εδάφους-αέρος και αέρος-εδάφους. Καθώς η επιστήμη του πολέμου έμπαινε σε μία νέα φάση, ως συνέπεια των ραγδαίων εξελίξεων που προκαλούσε ο B' Παγκόσμιος Πόλεμος, οι επιστήμονες του Γ' Ράιχ άρχισαν να αντιλαμβάνονται πρώτοι από όλους τους εμπόλεμους τους περιορισμούς κάποιων παραδοσιακών συστημάτων.

Το ότι τους αντιλήφθηκαν πρώτοι δεν είχε να κάνει με οποιαδήποτε ''ανωτερότητα'' των Γερμανών τεχνικών και επιστημόνων σε σχέση με τους συναδέλφους τους των άλλων χωρών, αλλά με την αναγκαιότητα που προέκυψε, καθώς η Γερμανία βρέθηκε να αντιμετωπίζει χώρες στην παραγωγική ικανότητα την οποία δεν είχε τη δυνατότητα να αντιπαρέλθει με συμβατικά μέσα. Για παράδειγμα, από μία τέτοια ανάγκη γεννήθηκαν οι πρώτοι πύραυλοι αέρος-αέρος, που σήμερα είναι το βασικό και κύριο μέσο προσβολής που χρησιμοποιούν τα καταδιωκτικά αεροσκάφη.

Οι Γερμανοί είχαν διαπιστώσει ότι οι μαζικοί σχηματισμοί συμμαχικών βομβαρδιστικών, ανεξαρτήτως συνοδείας καταδιωκτικών, προκαλούσαν μεγάλες απώλειες στα Γερμανικά μαχητικά που προσπαθούσαν να τους αναχαιτίσουν, καθώς διέθεταν μεγάλη συγκεντρωμένη ισχύ πυρός. Γενικότερα, στα μέσα του πολέμου, περίπου στα τέλη του 1942, οι περιορισμοί των συμβατικών όπλων με τα οποία ήταν οπλισμένα τα αεροσκάφη, δηλαδή, πολυβόλα ή μικρού διαμετρήματος πυροβόλα, ήταν πλέον εμφανείς σε όλους. Ιδιαίτερα όταν τα καταδιωκτικά αντιμετώπιζαν τα βομβαρδιστικά, η διαφορά στην ισχύ πυρός - κυρίως όταν τα βομβαρδιστικά ήταν σε σχηματισμό - ήταν τρομακτική.


Οι Γερμανοί βρήκαν αρκετές ενδιαφέρουσες μεθόδους για να αντιμετωπίσουν τους σχηματισμούς των βαρέων βομβαρδιστικών, ωστόσο καμία από αυτές δεν εφαρμόστηκε επιχειρησιακά σε κάποια αξιόλογη κλίμακα. Μεταξύ αυτών ήταν ο βομβαρδισμός των βομβαρδιστικών με βόμβες διασποράς από αεροσκάφη που θα πετούσαν ψηλότερα, η δημιουργία ενός ''εναέριου ναρκοπεδίου'' με τη χρήση βομβών που θα έπεφταν αργά με αλεξίπτωτο και άλλες, περισσότερο ή λιγότερο εφαρμόσιμες, λύσεις. H εφαρμογή όλο και μεγαλύτερων όπλων στα αεροσκάφη -ακόμη και αντιαρματικά πυροβόλα των 75 χιλιοστών χρησιμοποιήθηκαν κάποια στιγμή- δεν ήταν σοβαρή λύση.

Ναι μεν αύξανε το δραστικό βεληνεκές των όπλων του αεροσκάφους, ούτως ώστε να βάλλει έξω από την ακτίνα δράσης των πολυβόλων των βομβαρδιστικών, ωστόσο, τα προβλήματα που προκαλούσε η οπισθοδρόμηση τέτοιων όπλων στην πτητική ικανότητα και τη σταθερότητα του αεροσκάφους ήταν τεράστια. Βεβαίως, λόγω της αύξησης της αποστάσεως, η σκόπευση καθίστατο δυσχερής και γενικά τα αποτελέσματα αυτών των όπλων ήταν φτωχά. Ωστόσο, ορισμένοι σκέφτηκαν ότι έχοντας στη διάθεσή τους μία αρκετά προηγμένη πυραυλική τεχνολογία, θα μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν για να λύσουν το πρόβλημα.

H πρώτη από τις λύσεις που προτάθηκαν δεν είχε όμως άμεσα να κάνει με τους πυραύλους κάθε είδους, αλλά με μία τεχνολογία που είχε ανακαλυφθεί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, το Πυροβόλο Άνευ Οπισθοδρομήσεως (ΠΑΟ) που έβαλλε ένα και μοναδικό βλήμα μεγάλου διαμετρήματος, δίχως να προκαλεί τα προβλήματα των συμβατικών πυροβόλων. Καθώς όμως ένα και μοναδικό βλήμα δεν ήταν αποτελεσματικό, υιοθετήθηκε η λύση της τοποθέτησης ''καλάθων'' με ΠΑΟ, έως και πάνω από 40, τα οποία έβαλαν τα βλήματά τους σε μία ή περισσότερες ομοβροντίες.

Ένα άλλο ζήτημα που έμελλε να λυθεί ήταν αυτό της σκόπευσης, αφού όπως είδαμε σε μεγάλες αποστάσεις και με τις ιδιαίτερα υψηλές ταχύτητες των σύγχρονων μαχητικών (το Me 262, όπως είδαμε, ξεπερνούσε τα 800 χλμ./ώρα) η σκόπευση καθίστατο προβληματική δίχως μηχανικά βοηθήματα. Οι Γερμανοί κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα σύστημα, τη λεγόμενη ''Συσκευή Zossen'', που περιλάμβανε μία πηγή και ένα φωτοηλεκτρικό κύτταρο που βοηθούσε στην αυτόματη σκόπευση. Πολλά διαφορετικά σχέδια και υλοποιήσεις με ΠΑΟ εφαρμόσθηκαν, ωστόσο τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά φτωχά και οι Γερμανοί συνέχισαν να αναζητούν μία καλύτερη λύση.

ΑΥΤΟΚΙΝΟΥΜΕΝΑ ΒΛΗΜΑΤΑ

Ένα από τα συστήματα που αποτελούσαν ένα συμβιβασμό μεταξύ μίας ''κανονικής'' ρουκέτας αέρος-αέρος και ενός ΠΑΟ, αποτελούσε το R4M. Το σύστημα αυτό αποτελούνταν από ένα κάνιστρο που διέθετε έναν αριθμό βλημάτων (συνήθως 12) και το οποίο κατά κανόνα προσαρμοζόταν κάτω από τα φτερά. Στην περίπτωση του Me 262, π.χ., τοποθετούσαν από ένα κάνιστρο με 12 ''ρουκέτες'' κάτω από κάθε φτερό. Οι πύραυλοι δεν πυροδοτούνταν όλοι μαζί, αλλά σε σειρά, με διαστήματα ενός δευτερολέπτου μεταξύ τους. Αυτό επέτρεπε μεγαλύτερη διασπορά των βλημάτων και αύξανε την πιθανότητα να πετύχουν το στόχο τους.

H συσκευή αυτή δεν είχε τίποτε το επαναστατικό, ωστόσο αποτέλεσε ένα βήμα προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης ενός συστήματος αυτοκινούμενων βλημάτων αντί πυροβόλων στον οπλισμό των αεροπλάνων. H εμπειρία από τη μέτρια επιτυχία (κατ’ άλλους την αποτυχία) του συστήματος R4M έκανε τους Γερμανούς τεχνικούς να κατανοήσουν ότι ένα πραγματικά αποτελεσματικό όπλο που θα επέτρεπε εμπλοκή των αεροσκαφών σε αποστάσεις όπου δεν θα κινδύνευαν από τα εχθρικά πυρά και θα ήταν αποτελεσματικό ενάντια σε ιπτάμενους στόχους, θα ήταν ένα βλήμα το οποίο θα κατευθυνόταν στο στόχο με ''ίδια μέσα''. H πρώτη εταιρεία που ανέπτυξε ένα βλήμα αέρος-αέρος ήταν η Henschel.

H ανάπτυξή του ξεκίνησε το 1939, από ένα τμήμα της εταιρείας που είχε αφιερώσει τις εργασίες του στην ανάπτυξη συστημάτων πτήσης για μη επανδρωμένα αεροσκάφη. H επιλογή να στραφούν σε ένα κατευθυνόμενο βλήμα έμοιαζε σχεδόν φυσική και το αποτέλεσμα των εργασιών τους ήταν το Hs 293H. Επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα ευφυές σχέδιο, αν και οι περιορισμοί που συνεπαγόταν η σχετική τεχνολογία είχαν ωθήσει τους μηχανικούς της Henschel να το κατασκευάσουν ως βλήμα διασποράς. Συγκεκριμένα, το βλήμα θα εκτοξευόταν από ένα αεροσκάφος και θα καθοδηγούνταν προς την περιοχή στόχου, που προσδιοριζόταν ως ένας σχηματισμός εχθρικών βομβαρδιστικών.

Εκεί θα οδηγούνταν στο μέσο μίας πυκνής συγκέντρωσης αεροσκαφών και η εκρηκτική κεφαλή του θα πυροδοτούνταν. H καθοδήγηση του πυραύλου γινόταν από το αεροσκάφος που τον εκτόξευε, μέσω ενός χειριστηρίου και μίας κεραίας ραδιοσημάτων, τα οποία ενεργοποιούσαν τις επιφάνειες ελέγχου του πυραύλου. Αυτό το σύστημα τελικώς εφαρμόστηκε και σε άλλα κατευθυνόμενα βλήματα που χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πύραυλος διέθετε μία ιδιαίτερα ογκώδη κεφαλή με εκρηκτική γόμωση βάρους 295 κιλών.

Επρόκειτο, δηλαδή, για έναν πολύ μεγάλο πύραυλο και οι προϋποθέσεις επιτυχίας του ήταν μάλλον περιορισμένες, παρά τις προηγμένες τεχνολογικές λύσεις τις οποίες ενσωμάτωνε. Κάποιες εκδόσεις του που προτάθηκαν από την Henschel περιλάμβαναν ακόμη και μία τηλεοπτική κάμερα, η οποία ήταν τοποθετημένη στο ρύγχος και επέτρεπε στο χειριστή -από το αεροσκάφος που την εκτόξευσε- να παρακολουθεί την πορεία της και να στοχεύει σε πραγματικό χρόνο. Ωστόσο, στην πράξη αυτό το σύστημα ουδέποτε στάθηκε δυνατό να λειτουργήσει, λόγω περιορισμών στην τεχνολογία της εποχής.

Τελικώς, η ηγεσία του Υπουργείου Αεροπορίας της Γερμανίας δεν ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα με τις προδιαγραφές αυτού του βλήματος. Αντίθετα, ένας άλλος πύραυλος που ανέπτυσσε η Henschel, ο Hs 117H, είχε αρχικά σχεδιαστεί ως εδάφους-αέρος και στη συνέχεια προσαρμόστηκε για να χρησιμοποιηθεί σε ρόλο αέρος-αέρος. Αυτός ο πύραυλος ήταν μία σαφής βελτίωση σε σχέση με τον Hs 293, καθώς η κεφαλή του είχε βάρος 100 κιλών, είχε πολύ μεγαλύτερη ακτίνα δράσης (6 χιλιόμετρα, με στόχο να φθάσει έως και τα 10).


Ενώ και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του ήταν σαφώς ανώτερα από αυτά του ''προγόνου'' του, παρά την αντισυμβατική και μάλλον παράξενη σχεδίασή του. Ωστόσο, αυτός ο πύραυλος δεν χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά μέχρι το τέλος του πολέμου. H ανάπτυξή του συνεχιζόταν στα εργαστήρια της Henschel, όμως ούτε ένας Hs 117H δεν εξόπλισε τα αεροσκάφη της Luftwaffe κατά τη διάρκεια των απελπισμένων μαχών που έδινε τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Μία τρίτη προσπάθεια της ίδιας εταιρείας είχε άδοξο τέλος, αφού η ανάπτυξή της διακόπηκε τον Ιανουάριο του 1945.

Επρόκειτο για τον Hs 298, έναν πύραυλο καθαρά αέρος-αέρος, που ήταν εξαρχής σχεδιασμένος για να προσβάλει ένα αεροσκάφος, διαθέτοντας μία εκρηκτική κεφαλή με γόμωση από 25 έως 48 κιλά εκρηκτικής ύλης.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

H καλύτερη από τις πολλές προσπάθειες των Γερμανών για δημιουργία ενός πυραύλου αέρος-αέρος ήταν ο Ruhrstahl X-4. Αποτελούσε μέλος της οικογένειας των πυραύλων της σειράς X που ανέπτυξε η Ruhrstahl A.G. σε συνεργασία με τον Μαξ Κράμερ. Τα άλλα δύο μέλη αυτής της ιδιότυπης οικογένειας ήταν ο Fritz-X ή X-1, ουσιαστικά μία κατευθυνόμενη βόμβα, και ο X-7 Rottkappchen, ένας αντιαρματικός πύραυλος. O X-4 σχεδιάστηκε εξαρχής ως ένας πύραυλος αέρος-αέρος και μάλιστα για χρήση από μαχητικά αεροσκάφη με αεριώθηση και όχι με τα συμβατικά εμβολοφόρα.

Επίσης, είχε σχεδιαστεί εξαρχής για να καθοδηγείται ενσύρματα και είχαν ληφθεί οι απαραίτητες προφυλάξεις για την ομαλή λειτουργία του ενσύρματου συστήματος. Για την εποχή του, ήταν ένα σχέδιο σχεδόν επαναστατικό. Ενσωμάτωνε πολλές εξαιρετικά έξυπνες ιδέες και κατά τη διάρκεια των δοκιμών του είχε πετύχει εντυπωσιακά αποτελέσματα. H μηχανή του παρήγαγε ώση 140 κιλών, υπεραρκετή για το βάρος και το μέγεθος του μικρού πυραύλου, ενώ προσέφερε ώση για συνολικά 17 δευτερόλεπτα, που ήταν και ο χρόνος πτήσης του πυραύλου.

H παραγωγή του Ruhrstahl X-4 είχε εγκριθεί από τα ανώτερα κλιμάκια της Γερμανικής ηγεσίας και είχε δοθεί ήδη από τον Αύγουστο του 1944 μία παραγγελία για τα 1.000 πρώτα κομμάτια που θα εξόπλιζαν τα αεριωθούμενα του Γ' Ράιχ - πιθανότατα τα Me 262. Ωστόσο, δεν έμελλε ούτε αυτός ο πύραυλος να γνωρίσει επιχειρησιακή χρήση. Αν και τα σκάφη και οι κεφαλές των πυραύλων είχαν ετοιμαστεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 1944, παρατηρήθηκε μεγάλη καθυστέρηση στην κατασκευή των κινητήρων. H BMW, που είχε αναλάβει το συμβόλαιο, είχε να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα που εμπόδιζαν τη μαζική παραγωγή τους.

Πάνω που αυτά τα προβλήματα λύθηκαν και είχε αρχίσει η μαζική παραγωγή των κινητήρων, μία αεροπορική επιδρομή των Συμμάχων προκάλεσε τεράστιες ζημιές στο εργοστάσιο που παρήγαγε τους κινητήρες και κατέστρεψε ολοκληρωτικά τα λίγες δεκάδες κομμάτια που ήταν ήδη έτοιμα. Με αυτό τον τρόπο, έληξε άδοξα η σύντομη ιστορία του πρώτου λειτουργικού πυραύλου αέρος-αέρος.

ΑΝΤΙΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟΙ ΠΥΡΑΥΛΟΙ

H ανεπάρκεια των συμβατικών αντιαεροπορικών συστημάτων είχε γίνει προφανής από νωρίς. Παρά την υπερεπάρκεια αντιαεροπορικών πολυβόλων και πυροβόλων όλων των τύπων και των διαμετρημάτων, αποδεικνυόταν ιδιαίτερα δύσκολο να χτυπηθούν αεροσκάφη, ακόμη και τα σχετικά αργά και δυσκίνητα βαριά βομβαρδιστικά. Το μεγάλο πρόβλημα των Γερμανών είχε να κάνει βεβαίως με τους τεράστιους σχηματισμούς των συμμαχικών βομβαρδιστικών, που κατέστρεφαν τη μία μετά την άλλη τις Γερμανικές πόλεις και τα παραγωγικά κέντρα, σχεδόν ανενόχλητοι από τις απόπειρες της Luftwaffe να τους αναχαιτίσει.

Καθώς ο ενθουσιασμός για τις προοπτικές των κατευθυνόμενων βλημάτων ήταν διαδεδομένος ανάμεσα στους κορυφαίους τεχνικούς της Γερμανίας, αλλά και μεταξύ της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, δεν είναι παράξενο που και εδώ ξεκίνησαν προσπάθειες δημιουργίας ενός τέτοιου βλήματος, δηλαδή, ενός πυραύλου εδάφους-αέρος που θα ήταν σε θέση να καταρρίψει ένα αεροσκάφος που πετούσε σε μεγάλο υψόμετρο. Οι προσπάθειες των Γερμανών ξεκίνησαν αρκετά νωρίς και σε αυτόν τον τομέα, από το 1941, ωστόσο, όπως και στα άλλα ανάλογα προγράμματα οι καθυστερήσεις δεν επέτρεψαν να πραγματοποιηθεί ουσιαστική πρόοδος μέχρι τον τελευταίο χρόνο του πολέμου.

Οι καθυστερήσεις αυτές οφείλονταν σε μία σειρά από παράγοντες, ο κυριότερος εκ των οποίων ήταν η στενότητα των διαθέσιμων πόρων και η ανάγκη να διοχετευθούν οι περισσότεροι εξ αυτών σε σχέδια τα οποία θα είχαν αποδεδειγμένα πρακτική χρησιμότητα και θα συνέβαλαν, ει δυνατόν άμεσα, στην πολεμική προσπάθεια του Γ' Ράιχ. Παρόλα αυτά, τα περισσότερα από τα τολμηρά σχέδια των πρωτοπόρων επιστημόνων βρήκαν πρόσφορο έδαφος και υιοθετήθηκαν από τα ανώτερα κλιμάκια της ηγεσίας των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Ωστόσο, η ανάπτυξή τους δεν στάθηκε δυνατό να γίνει έγκαιρα, αφού συχνά παραγκωνίζονταν προς όφελος πιο βατών και άμεσα υλοποιήσιμων σχεδίων.

Οι Γερμανικοί αντιαεροπορικοί πύραυλοι ήταν ένα σχέδιο που ενέπιπτε στην παραπάνω κατηγορία, καθυστέρησε, δηλαδή, σημαντικά, παρότι οι έρευνες είχαν ξεκινήσει από νωρίς. Μία προσπάθεια που αξίζει να αναφερθεί διότι κατά πάσα πιθανότητα είναι ο μοναδικός εκ των πυραύλων εδάφους-αέρος που γνώρισε επιχειρησιακή χρήση, είναι ο Taifun (Τυφώνας). Παρότι επρόκειτο για έναν πύραυλο δίχως σύστημα ενεργούς καθοδήγησης, το αντιαεροπορικό αυτό βλήμα ήταν ιδιαίτερα απλό στην παραγωγή, ωστόσο οι επιδόσεις του ήταν εξαιρετικά φτωχές. Όμως το μέλλον -και αυτό το είχαν αντιληφθεί οι Γερμανοί- ήταν τα κατευθυνόμενα βλήματα.

H Henschel, η εταιρεία που στάθηκε πρωτοπόρα και στον τομέα των πυραύλων αέρος-αέρος, είχε ξεκινήσει την ανάπτυξη του Hs 117 ως ένα κατευθυνόμενο βλήμα εδάφους-αέρος. O ίδιος πύραυλος, όπως είδαμε προηγουμένως, μετασκευάστηκε για χρήση ως αέρος-αέρος, αλλά στην πραγματικότητα δεν πρόλαβε να χρησιμοποιηθεί επιχειρησιακά ούτε στον έναν ρόλο ούτε στον άλλο. O Hs 117 με το κωδικό όνομα Schmetterling (πεταλούδα) ήταν ένας σχετικά ογκώδης πύραυλος, βάρους κατά την απογείωση περί τα 440 κιλά, με μία κεφαλή εκρηκτικών 25 κιλών, με μήκος 4,29 μ. και διάμετρο 350 mm. Είχε θεωρητική ακτίνα δράσης τα 32 χιλιόμετρα και μπορούσε να χτυπήσει στόχους σε ύψος έως και 11.000 μέτρα.


H απογείωσή του επιτυγχανόταν με τη χρήση δύο πλευρικών πυραύλων, που έκαιγαν για 4 δευτερόλεπτα και στη συνέχεια αποσπώντο για να ξεκινήσει ο κύριος κινητήρας. H καθοδήγησή του προς το στόχο γινόταν με τη χρήση ραδιοσημάτων, παρά την ευπάθεια που είχε αυτή η μέθοδος στη ραδιοπαρεμβολή που είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν οι Σύμμαχοι. Το σύστημα καθοδήγησης που χρησιμοποιείτο ήταν το ''Parsival'' (FuG203/230) και ο χειριστής εδάφους παρακολουθούσε την πρόοδο του βλήματος, παρατηρώντας μία φωτοβολίδα που άναβε στην ουρά του όταν βρισκόταν σε πτήση.

Γενικά, το Schmetterling στις δοκιμές πήγε αρκετά καλά και αποδείχτηκε αξιόπιστο και αρκετά εύστοχο, ωστόσο ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά. H τελική εντολή για την παραγωγή του δόθηκε το Δεκέμβριο του 1944. Αντίθετα με τα προσδοκώμενα, ούτε ένας από αυτούς τους πυραύλους δεν διατέθηκε για επιχειρησιακή χρήση.

ΕΝΑΣ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗΣ ΘΑΝΑΤΟΥ

Το ένα από τα δύο πιο φιλόδοξα σχέδια που είχαν να κάνουν με την αντιαεροπορική εφαρμογή της Γερμανικής πυραυλικής τεχνολογίας ήταν το σχέδιο Wasserfall (καταρράκτης), στην ανάπτυξη του οποίου πρωτοστάτησε ο ίδιος ο Βέρνερ φον Μπράουν με την ομάδα του. Καθώς η Γερμανία αναζητούσε εναγωνίως ένα αποτελεσματικό σύστημα αντιαεροπορικής προστασίας, κάποιοι σκέφτηκαν ότι ο δημιουργός του V-2 ίσως να μπορεί να λύσει το πρόβλημα. H ευκαιρία για την απόσπαση του φον Μπράουν δόθηκε όταν ο στρατηγός Κάμλερ των SS ανέλαβε πλήρως την ευθύνη για τα προγράμματα των πυραύλων V, παραμερίζοντας επί της ουσίας τον φον Μπράουν και τον προϊστάμενό του, Βάλτερ Ντορνμπέργκερ.

O φον Μπράουν μετατέθηκε προσωρινά στο πρόγραμμα Wasserfall και ξεκίνησε τις προσπάθειες δημιουργίας ενός αποτελεσματικού συστήματος αντιαεροπορικής προστασίας, βασισμένου στη δοκιμασμένη πυραυλική τεχνολογία του. Βρήκε αρκετή δουλειά έτοιμη από τους προκατόχους του, οι οποίοι είχαν βασιστεί με τη σειρά τους στη δουλειά του φον Μπράουν στον V-2. O πύραυλος τον οποίο δημιούργησε ήταν ένα πραγματικό θηρίο. Με μήκος σχεδόν 8 μέτρα (7,84 μ. για την ακρίβεια) και βάρος σχεδόν 3,5 τόνους κατά την απογείωση, ο ''καταρράκτης'' ήταν ένας ιδιαίτερα ογκώδης πύραυλος για το ρόλο που του είχε επιφυλαχθεί.

Πρόδιδε έτσι την καταγωγή του, καθώς ουσιαστικά ήταν μία εξέλιξη του A4 (του γνωστού V-2). Το πρώτο μεγάλο πρόβλημα που χρειάστηκε να λύσουν οι τεχνικοί ήταν αυτό του προωθητικού υλικού. Καθώς ο V-2 ήταν επί της ουσίας ένα στρατηγικό όπλο, το οποίο αναπτυσσόταν και χρησιμοποιούνταν βάσει σχεδίου, το ότι χρησιμοποιούσε ένα εξαιρετικά δύσχρηστο και προβληματικό ως προς τη συντήρησή του καύσιμο, το υγρό οξυγόνο, δεν ήταν πρόβλημα. Όμως αντίθετα, ο Wasserfall θα ήταν ένα όπλο συνεχούς ετοιμότητας, το οποίο θα έπρεπε να είναι διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή για να ανταποκριθεί στις ανάγκες αναχαίτισης ενός νέου κύματος εχθρικών βομβαρδιστικών.

Το υγρό οξυγόνο δεν είναι δυνατό να ανταποκριθεί σε αυτές τις απαιτήσεις, οπότε η πρώτη εργασία που χρειάστηκε να γίνει ήταν η τροποποίηση του κινητήρα ώστε να χρησιμοποιεί ένα διαφορετικό καύσιμο, έναν συνδυασμό Salbei και Visol. Συνεπεία της καταγωγής του από τον A4, ο Wasserfall ξεπερνούσε κατά πολύ τους υπόλοιπους αντιαεροπορικούς πυραύλους σε βεληνεκές και επιχειρησιακό ύψος. Συγκεκριμένα, ο πανίσχυρος κινητήρας του τού έδινε ώση 8.000 κιλών για ένα διάστημα 40 δευτερολέπτων. Αυτό του επέτρεπε να έχει ακτίνα δράσης 50 χιλιόμετρα, ενώ μπορούσε να φθάσει στα 20.000 μέτρα ύψος, πολύ υψηλότερα από την επιχειρησιακή οροφή οποιουδήποτε αεροσκάφους της εποχής.

Αντίθετα με τους υπόλοιπους αντιαεροπορικούς πυραύλους που εκτοξεύονταν υπό κλίση, ο Wasserfall εκτοξευόταν κάθετα. Όπως και στους υπόλοιπους πυραύλους, όμως, το πρόβλημα και εδώ ήταν η καθοδήγηση προς το στόχο. O πύραυλος ανέπτυσσε εντυπωσιακές ταχύτητες και το χειροκίνητο οπτικό σύστημα διεύθυνσης (με χειριστήρια εδάφους) αποδείχτηκε ανεπαρκές. Ωστόσο, τα περισσότερα προβλήματα είχαν ξεπεραστεί μέχρι τις αρχές του 1945 και πάνω από 30 επιτυχημένες δοκιμαστικές εκτοξεύσεις είχαν πείσει την ηγεσία του Γ’ Ράιχ ότι αυτός ήταν ο αντιαεροπορικός πύραυλος που χρειάζονταν.

Μάλιστα, ο προγραμματισμός ήταν η παραγωγή του να ξεκινήσει άμεσα μόλις ήταν έτοιμο το μεγαλύτερο υπόγειο εργοστάσιο της Γερμανίας, στο Μπλάιχροντε. Μέχρι τον Μάιο του 1945, όταν οι Σύμμαχοι μπήκαν στο Βερολίνο, το εργοστάσιο δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί...

ΠΥΡΑΥΛΟΣ ΑΠΟ ΚΟΝΤΡΑ ΠΛΑΚΕ

H ένδεια πρώτων υλών που ταλαιπωρούσε τη Γερμανία, ιδιαίτερα την τελευταία διετία του καταστρεπτικού πολέμου, ανάγκασε τους Γερμανούς σχεδιαστές να εφευρίσκουν απίθανες λύσεις για να διαθέσουν την παραγωγή ευτελών υλικών - όπως, για παράδειγμα, το κόντρα πλακέ. H παραγωγή κόντρα πλακέ στη Γερμανία ήταν τεράστια την εποχή αυτή, αντίθετα με την παραγωγή χάλυβα που αφενός ήταν περιορισμένη, αφετέρου είχε πολλούς πελάτες σε ολόκληρο το φάσμα της πολεμικής βιομηχανίας. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται, η Messerschmitt κατόρθωσε να δημιουργήσει έναν αντιαεροπορικό πύραυλο από κόντρα πλακέ.

Για την ακρίβεια, το σκάφος του πυραύλου ήταν κατασκευασμένο από το υλικό αυτό, ενώ αντίθετα τα μηχανικά μέρη συνέχιζαν να είναι κατασκευασμένα από μέταλλο. Το Enzian, όπως ονομάστηκε ο πύραυλος της Messerschmitt, ήταν βασισμένο στο πρώτο πυραυλοκίνητο αεροσκάφος, το Komet (Me 160). H παραλλαγή του Komet που πρότεινε η εταιρεία για αντιαεροπορικό πύραυλο ήταν μάλλον υπερβολικά μεγάλος και αναξιόπιστος για να παίξει έναν τέτοιο ρόλο με κάποια σοβαρή πιθανότητα επιτυχίας. Παρόλα αυτά, η πρόταση έκανε μία αξιομνημόνευτη σταδιοδρομία μεταξύ των ανώτερων κλιμακίων της Γερμανικής ηγεσίας, που είχε τον καιρό που παρουσιάστηκε να αντιμετωπίσει το τεράστιο πρόβλημα της ανεπάρκειας μετάλλων.

Στην πραγματικότητα, ο μοναδικός λόγος που το σχέδιο αυτό προχώρησε πέρα από το σχεδιαστήριο ήταν ακριβώς ότι ήταν κατασκευασμένο κατά κύριο λόγο από ξύλο. Παρόλα αυτά, το βάρος του πυραύλου ήταν πολύ μεγάλο και έφθανε τα 1.800 κιλά, εκ των οποίων 300 ζύγιζε η πανίσχυρη εκρηκτική γόμωση της κεφαλής του. Για την εκτόξευση του Enzian φρόντιζαν τέσσερις πυραυλωθητές, παρόμοιοι με εκείνους που διέθετε ο Hs 117 (μόνο που σε αυτόν υπήρχαν δύο).


Ενώ μόλις εξαντλούσαν τα καύσιμά τους αναλάμβανε η κυρίως μηχανή, μία Walter R1-210B στις δοκιμαστικές εκδόσεις, που θα αντικαθίστατο στις επιχειρησιακές εκδόσεις από μία λιγότερο δαπανηρή που αναπτυσσόταν παράλληλα. Οι επιδόσεις του πυραύλου δεν ήταν εντυπωσιακές, αφού το ανώτερο ύψος στο οποίο μπορούσε να φθάσει ήταν τα 12.000 μέτρα, ενώ το δραστικό βεληνεκές έφθανε στα 24 περίπου χιλιόμετρα.

H ''KOPH TOY ΡΗΝΟΥ''

H Rheinmetall είχε αποκτήσει αξιοσημείωτη εμπειρία στη δημιουργία πυραύλων με την κατασκευή του Rheinbote, αν και αυτός ο πύραυλος δεν είχε σύστημα ενεργητικής διεύθυνσης, ενώ διέθετε περιορισμένο σύστημα παθητικής διεύθυνσης. Παρόλα αυτά, η εταιρεία ήδη από το 1941 είχε αρχίσει να ερευνά τις δυνατότητες δημιουργίας ενός κατευθυνόμενου αντιαεροπορικού πυραύλου, ξεκινώντας αρχικά το σχέδιο Hecht και στη συνέχεια, αφού αυτό εγκαταλείφθηκε, το σχέδιο Feuerlilie.

Το Hecht εγκαταλείφθηκε νωρίς, πριν καν περάσει από το σχεδιαστήριο στα εργαστήριο, αλλά το Feuerlilie προχώρησε περισσότερο και μάλιστα μία σειρά πρωτοτύπων κατασκευάστηκαν και δοκιμάστηκαν, δίχως ωστόσο αξιοσημείωτα αποτελέσματα, ενώ ουδέποτε δόθηκε εντολή για προμήθεια του συγκεκριμένου συστήματος από τις Γερμανικές αρχές. Αυτά τα συστήματα ήταν πάντως πρωτόγονα συγκρινόμενα με το επόμενο, ιδιαίτερα φιλόδοξο σχέδιο της ίδιας εταιρείας. Αφού λοιπόν καθιέρωσε τον ''Αγγελιοφόρο του Ρήνου'' (αυτό σημαίνει το Rheinbote) αποφάσισε να δημιουργήσει και τη ''Θυγατέρα του Ρήνου'', τον πύραυλο με την κωδική ονομασία Rheintochter.

O πύραυλος ήταν στερεών καυσίμων και δύο σταδίων. Το πρώτο στάδιο περιείχε μόνο έναν πυραυλωθητή στερεών καυσίμων και στόχευε να δώσει στον πύραυλο υψηλή αρχική ταχύτητα. Στη συνέχεια, κατέπεφτε και αναλάμβανε ο πύραυλος του δεύτερου σταδίου, που θα προωθούσε το βλήμα με την κεφαλή των 100 κιλών στο στόχο. H σταθεροποίηση του πυραύλου εξασφαλιζόταν με δύο σειρές πτερυγίων, μία στο εμπρόσθιο τμήμα και μία στο οπίσθιο, ενώ χρησιμοποιείτο επίσης ένα απλό σύστημα γυροσκοπίου. O πύραυλος προβλεπόταν να ξεπερνά την ταχύτητα των 1.300 χλμ./ώρα, ενώ το δραστικό βεληνεκές του υπολογιζόταν στα 40 χιλιόμετρα.

O μόνος τομέας όπου υστερούσε ήταν η επιχειρησιακή οροφή, αφού έφθανε μόλις στα 6.000 μέτρα ύψος και οι σχεδιαστές του συνέχισαν να εργάζονται για να βελτιώσουν αυτό το νούμερο σε σημαντικό βαθμό. Τα παραπάνω αφορούν στην πρώτη έκδοση του πυραύλου, το Rheintochter I, ενώ το επόμενο στάδιο δοκιμών θα διεξαγόταν με την έκδοση II. H έκδοση παραγωγής προβλεπόταν να είναι η III, ωστόσο φαίνεται ότι μόλις ένα ή δύο πρωτότυπα της έκδοσης αυτής κατασκευάστηκαν. Αντίθετα, οι εκδόσεις I και II παρήχθησαν σε περίπου 50 αντίτυπα, τα οποία δοκιμάστηκαν σε διάφορες περιόδους από το 1942 έως το 1944. Ούτε και αυτός ο τύπος χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά.

ΠΥΡΑΥΛΟΙ ΑΕΡΟΣ - ΕΔΑΦΟΥΣ

H εκμετάλλευση της πυραυλικής τεχνολογίας δε σταμάτησε εδώ, αφού οι Γερμανοί ήθελαν να εκμεταλλευτούν το σύνολο των δυνατοτήτων που τους δίνονταν από τη θαυμαστή, νέα εφεύρεση των αυτοκινούμενων βλημάτων. H εμπειρία από τρία χρόνια πολέμου έδειξε ότι ο μοναδικός τρόπος να επιτευχθεί βομβαρδισμός ακριβείας ενός στόχου που δεν έχει το μέγεθος μίας πόλης, ήταν με κάθετη εφόρμηση, με χρήση ενός μικρού βομβαρδιστικού κατάλληλα διαμορφωμένου. Τα περίφημα Stuka ήταν αυτού του είδους αεροσκάφη, που είχαν ως μοναδική αποστολή το βομβαρδισμό εχθρικών στόχων με υψηλό επίπεδο ακρίβειας.

Βεβαίως, με την εξέλιξη των αντιαεροπορικών συστημάτων και την υψηλή διαθεσιμότητα εχθρικών καταδιωκτικών, ο βομβαρδισμός καθέτου εφορμήσεως άρχισε σύντομα να μοιάζει με αποστολή αυτοκτονίας και τα ποσοστά απωλειών σε τέτοιες αποστολές μετά τα μέσα του πολέμου ήταν τεράστια. Τέτοιου είδους απώλειες, τουλάχιστον από την αεράμυνα εδάφους, δεν ήταν δυνατές αν εφαρμόζονταν οι μαζικοί βομβαρδισμοί (αυτό που οι Αμερικανοί ονόμασαν carpet bombing) από μεγάλο υψόμετρο.

Ωστόσο, εδώ χανόταν οποιαδήποτε ακρίβεια και, αν ο στόχος ήταν μικρός (ένα μεμονωμένο κτίσμα, ένα πλοίο επιφανείας ή ακόμη και συγκεντρώσεις πεζικού, αρμάτων κλπ.), υπήρχε μεγάλη σπατάλη βομβών με ελάχιστο ή και καθόλου αποτέλεσμα. H λύση που από τα πρώτα ήδη στάδια του πολέμου είχε πέσει στο τραπέζι, ήταν η δημιουργία κατευθυνόμενων βλημάτων που θα μπορούσαν να βληθούν από ένα αεροσκάφος εκτός του βεληνεκούς των αντιαεροπορικών και θα είχαν αρκετή ακρίβεια, ώστε να πετυχαίνουν μεμονωμένους στόχους. H πρώτη προσπάθεια που πέρασε από το σχεδιαστήριο στην εφαρμογή ήταν αυτή του πρώτου πυραύλου της σειράς X της Ruhrstahl, του X-1 ή ''Fritz-X''.

Το ''Fritz-X'' ήταν το όνομα που χρησιμοποιούσαν για αυτή την καθοδηγούμενη βόμβα οι ιθύνοντες της Luftwaffe, ενώ σε άλλες υπηρεσίες ήταν γνωστή με άλλα ονόματα: PC-1400X, FX 1400 ή απλώς FX. O αριθμός 1.400 δεν είναι τυχαίος ούτε και η ονομασία ''Fritz''. H Luftwaffe παρήγγειλε τη βόμβα αυτή για να είναι το καθοδηγούμενο ανάλογο της ιδιαίτερα αποτελεσματικής βόμβας των 1.400 κιλών που διέθετε και η οποία είχε τον κωδικό SD 1.400, αλλά μεταξύ των πληρωμάτων της Γερμανικής αεροπορίας ήταν γνωστή ως ''Fritz''.

Προφανώς, για λόγους συμβατότητας με τους υπάρχοντες φορείς οπλισμού, η Ruhrstahl κράτησε το ίδιο σχήμα της βόμβας της Luftwaffe, προσθέτοντας όμως ακόμη ένα μικρό κύλινδρο στο πίσω μέρος με ειδικά πτερύγια, ενώ ακόμη ένα σετ πτερυγίων στη μέση του κυλίνδρου συμπλήρωναν την εικόνα. Αυτό που δεν φαινόταν ήταν ο δέκτης ραδιοσημάτων και οι μηχανισμοί κίνησης των πτερύγων, που καθιστούσαν αυτή τη βόμβα ένα ημικατευθυνόμενο αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικό -όπως αποδείχθηκε στην πράξη- όπλο. Θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι τεχνικά το Fritz-X δεν ήταν αυτοκινούμενο βλήμα.


Ήταν όμως κατευθυνόμενο βλήμα και καθώς είναι το πρώτο του είδους που χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά και μάλιστα με ιδιαίτερη επιτυχία, αξίζει εκτενούς αναφοράς. H βόμβα αφηνόταν από μεγάλο υψόμετρο (από 4.000 έως 8.000 μέτρα) και οι χειριστές της από το αεροσκάφος άφεσης την καθοδηγούσαν μέσω ραδιοσημάτων. Τα ραδιοσήματα ενεργοποιούσαν τους μηχανισμούς κίνησης, οι οποίοι με τη σειρά τους μετέβαλλαν τη θέση των πτερυγίων, ούτως ώστε να κατευθύνουν το βλήμα προς το στόχο που είχαν επιλέξει οι χειριστές του. Αυτό το απλό και πρωτόγονο σύστημα αποδείχτηκε εντυπωσιακά αποτελεσματικό σε ορισμένες περιπτώσεις.

Το αυξημένο βεληνεκές, που προέκυπτε από το ότι η βόμβα ανεμοπορούσε για μεγάλη απόσταση, ήταν ιδιαίτερα σημαντικό όταν χρησιμοποιούνταν ενάντια σε στόχους που είχαν αξιοσημείωτη αντιαεροπορική προστασία. Αυτά φάνηκαν ολοκάθαρα όταν ο Fritz-X χρησιμοποιούνταν εναντίον των κατεξοχήν στόχων που είχαν αναγκάσει τη γερμανική αεροπορία να αναπτύξει τα βλήματα αυτού του τύπου, το συμμαχικά πλοία επιφανείας. H πρώτη μεγάλη επιτυχία του Fritz-X προέκυψε όταν οι Ιταλοί συνθηκολόγησαν και εγκατέλειψαν τον Αξονα. H Luftwaffe προσπαθούσε να αχρηστεύσει τον Ιταλικό στόλο πριν παραδοθεί στους Συμμάχους, όταν μία μοίρα αεροσκαφών Dornier Do 217 τον εντόπισε στις 9 Σεπτεμβρίου.

Ένα από αυτά, το Do 217 του Χάινριχ Σμετς, εξοπλισμένο με δύο τέτοιες βόμβες, βύθισε το Ιταλικό θωρηκτό ''Roma'', χτυπώντας το με δύο πλήγματα ακριβείας από τις ισάριθμες βόμβες Fritz-X που εξαπέλυσε, ενώ ένα άλλο αεροσκάφος του ίδιου τύπου χτύπησε το θωρηκτό ''Italia'', το οποίο υπέστη σοβαρότατες ζημιές και αχρηστεύτηκε για το υπόλοιπου του πολέμου. Το ισοζύγιο των επιτυχιών του X-1 μετά από αυτό, διαμορφώθηκε ιδιαίτερα εντυπωσιακά: μεταξύ άλλων, τα αεροσκάφη της Luftwaffe βύθισαν, χρησιμοποιώντας την κατευθυνόμενη βόμβα, τα Βρετανικά καταδρομικά ''Janus'' και ''Spartan'', το Αμερικανικό ''Philadelphia''.

Ενώ προκάλεσαν σοβαρότατες ζημιές και έθεσαν εκτός μάχης για περισσότερο από έναν χρόνο το Αμερικανικό ''Savannah'' και τo Βρετανικό ''Uganda'', ενώ παρόμοια τύχη είχε και το Βρετανικό θωρηκτό ''Warspite''.

H ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΗΣ HENSCHEL

Είδαμε παραπάνω την παραλλαγή του Hs 293 της Henschel, που δοκιμάστηκε ως πύραυλος εδάφους-αέρος, όμως η σχεδίαση αυτή αφορούσε αρχικά έναν πύραυλο αέρος-εδάφους (ή αέρος-επιφανείας). Το Υπουργείο Αεροπορίας της Γερμανίας αναζητούσε πυραύλους που θα ήταν αποτελεσματικοί εναντίον πλοίων επιφανείας των Συμμάχων και είχε παραγγείλει στον κατασκευαστή έναν πύραυλο ο οποίος, αφού εκτοξευόταν από το αεροσκάφος, θα είχε τη δυνατότητα είτε να οριζοντιώνεται ακριβώς πάνω από την επιφάνεια του νερού είτε να βουτά στο νερό και να δρα ως πυραυλοκίνητη τορπίλη.

Τέτοιες ιδέες ήταν μάλλον μπροστά από την εποχή τους και όχι ιδιαίτερα πρακτικές με δεδομένο το επίπεδο της τεχνολογίας που ήταν διαθέσιμο, οπότε ο κατασκευαστής αρνήθηκε, αντιπροτείνοντας μία κατευθυνόμενη βόμβα, στο πρότυπο του Fritz-X (που δεν είχε, βέβαια, ακόμη καταστεί επιχειρησιακός, καθώς μιλάμε για το 1940). Λίγους μήνες μετά, δοκιμάστηκε η πρώτη έκδοση της βόμβας, ενώ μέχρι το τέλος του έτους η Henschel, χτίζοντας πάνω στο αρχικό σχέδιο, προσέθεσε έναν πυραυλωθητή, που άλλαζε τα δεδομένα, αφού θα επέτρεπε να χαμηλώσει δραστικά το ύψος από το οποίο θα έπρεπε να γίνει η άφεση του πυραύλου, το οποίο στην έκδοση χωρίς κινητήρα ήταν τα 1.000 περίπου μέτρα.

Το σχέδιο που σιγά-σιγά υλοποιούνταν είχε εντυπωσιακές προδιαγραφές. Από μία κατευθυνόμενη βόμβα είχε μετατραπεί πλέον σε έναν πύραυλο αέρος-επιφανείας, που διέθετε σύστημα ενεργητικής διεύθυνσης με χρήση ραδιοσημάτων, τα οποία ενεργοποιούσαν τις κάθετες επιφάνειες στα πτερύγια και την ουρά, που με τη σειρά τους κατηύθυναν τον πύραυλο προς το στόχο του. O πυραυλοκινητήρας δεν προσέφερε αρκετή ώση για να καταστήσει τον Hs 293 έναν ''πραγματικό'' πύραυλο. Για την ακρίβεια, έδινε 600 κιλά ώσης για 10 μόλις δευτερόλεπτα.

Ωστόσο, με τον τρόπο αυτό ξεπερνιόταν το σημαντικότερο πρόβλημα του Fritz-X, που του ''στοίχισε'' πολλές επιτυχίες, ο χειριστής του αεροσκάφους, από τη στιγμή που εκτόξευε τη βόμβα, έπρεπε να αποκτήσει άμεσα οπτική επαφή με το βλήμα για να μπορέσει να το καθοδηγήσει. Όμως, λόγω της πορείας που ακολουθούσαν βλήμα και αεροσκάφος, αυτό θα ήταν αδύνατο αν δεν υπάρχει μία σημαντική διαφοροποίηση στην ταχύτητα του ενός εκ των δύο. Καθώς ο Fritz δεν διέθετε κινητήρα, αυτός που έπρεπε να καθυστερήσει για να δει το βλήμα να ξεπροβάλλει μπροστά του και χαμηλότερα ήταν ο πιλότος του αεροσκάφους.

Και επειδή όλα αυτά έπρεπε να γίνουν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, οι Γερμανοί πιλότοι είχαν υιοθετήσει μία παράτολμη τακτική, που προέβλεπε τη δραστική μείωση της ταχύτητας του αεροσκάφους, σχεδόν μέχρι του σημείου να υπάρξει απώλεια στήριξης. Ηταν μία επικίνδυνη και δύσκολη μανούβρα, που δεν ήταν πάντοτε επιτυχημένη, ενώ η μείωση της ταχύτητας εξέθετε το αεροσκάφος σε κινδύνους τόσο από την αντιαεροπορική άμυνα του στόχου (κατά κανόνα ο Fritz-X χρησιμοποιούνταν εναντίον πλοίων επιφανείας) όσο και από τυχόν καταδιωκτικά του εχθρού που βρίσκονταν στην περιοχή.

H μικρή ώθηση που έδινε ο πυραυλοκινητήρας του Hs 293 για λίγα δευτερόλεπτα αφαιρούσε την ανάγκη οποιουδήποτε περίπλοκου ελιγμού, αφού έφερνε το βλήμα μπροστά από το αεροσκάφος και σε οπτική επαφή με τον πιλότο, που μπορούσε πλέον να αφοσιωθεί στο χειρισμό του. H Henschel συνέχισε να εξελίσσει τον πύραυλο - βόμβα της στους επόμενους μήνες. H χρήση ραδιοσημάτων για την κατεύθυνση του πυραύλου από τον χειριστή του σύντομα εγκαταλείφθηκε προς χάρη της ασφαλέστερης ενσύρματης κατεύθυνσης, για την οποία δεν υπήρχαν διαθέσιμα αντίμετρα. Αντίθετα, τα ραδιοσήματα ήταν ιδιαίτερα ευπαθή σε ραδιοπαρεμβολές.

Με αυτό τον τρόπο, το βεληνεκές του βλήματος, αν εκτοξευόταν από το ανώτερο επιχειρησιακό ύψος που συνηθιζόταν (τα 2.000 μέτρα), έφθανε στα 30 χιλιόμετρα, ενώ το βλήμα ταξίδευε με μία ταχύτητα περίπου 900 χλμ/ώρα. Αντίθετα, από το χαμηλότερο δυνατό ύψος, τα 400 μέτρα, το βεληνεκές περιοριζόταν στα 3,5 χιλιόμετρα και η ανώτερη ταχύτητα έφθανε μόλις τα 435 χιλιόμετρα. Στη συνέχεια, η Henschel τοποθέτησε και μία μικροκάμερα με έναν τηλεοπτικό πομπό στο ρύγχος του βλήματος, ώστε ο χειριστής να παρακολουθεί την πορεία του και να τη διορθώνει με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ό,τι επέτρεπε η οπτική επαφή από το σκάφος.


Επρόκειτο για άλλη μία ''εξωτική'' λύση, που τελικώς εγκαταλείφθηκε. H καριέρα του Hs 293 ήταν παράξενη. Αν και στις δοκιμές το όπλο είχε αποδώσει αρκετά καλά, η ένταξή του σε παραγωγή καθυστέρησε και τελικά το μεγαλύτερο μέρος των 1.500 περίπου βλημάτων που κατασκευάστηκαν αναλώθηκαν σε δοκιμές και για εκπαίδευση. Παρόλα αυτά, ο πύραυλος της Henschel έλαβε το βάπτισμα του πυρός νωρίς, τον Αύγουστο του 1943, από αεροσκάφη Do 217, ενώ στις 27 του ίδιου μήνα πέτυχαν την πρώτη καταστροφή πλοίου, όταν χτύπησαν την Βρετανική κορβέτα ''Egret''.

Μέχρι το πέρας του πολέμου, οι σποραδικές επιθέσεις που έγιναν με τον πύραυλο αυτό απέφεραν συνολικά ακόμη πέντε επιτυχίες σε βάρος αντιτορπιλικών, ενώ Hs 293 χτύπησαν έναν αδιευκρίνιστο αριθμό από εμπορικά πλοία. Οι Σύμμαχοι κατάφεραν να βρουν αρκετά σύντομα μία τακτική που τους επέτρεπε να αντιμετωπίζουν τις πρώιμες εκδόσεις του Hs 293, αυτή της δημιουργίας ραδιοπαρεμβολών που εξουδετέρωναν το σήμα που καθοδηγούσε τον πύραυλο προς το στόχο. Χρειάστηκε αρκετός καιρός μέχρις ότου εφαρμοστεί στα βλήματα ένα σύστημα καθοδήγησης με σύρμα, οπότε οι Σύμμαχοι άλλαξαν τακτική, άρχισαν να στοχεύουν το αεροσκάφος - φορέα του πυραύλου αμέσως μετά την εκτόξευσή του.

Ήταν το στάδιο που το αεροσκάφος έπρεπε να πετά σε σχετικά ομαλή πορεία και δίχως αυξομειώσεις της ταχύτητας, ώστε ο πιλότος να αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο του βλήματος και να μη διακινδυνεύσει τυχόν σπάσιμο του καλωδίου κατεύθυνσης. Οι τελευταίες επιτυχίες του Hs 293 καταγράφηκαν τον Απρίλιο του 1945, όταν χρησιμοποιήθηκαν από αεροσκάφη της Luftwaffe ενάντια στις προελαύνουσες Σοβιετικές μεραρχίες στην περιοχή του ποταμού Όντερ.

ΙΠΤΑΜΕΝΕΣ ΤΟΡΠΙΛΕΣ

H Henschel, όπως είδαμε παραπάνω, είχε αρχικά θεωρήσει ανεφάρμοστη την ιδέα μίας ''ιπτάμενης καθοδηγούμενης τορπίλης'' που είχε ζητήσει το Γερμανικό Υπουργείο Αεροπορίας, ωστόσο οι τεχνικοί της εταιρείας άρχισαν να ασχολούνται εντατικά με το πρόβλημα και κάποια στιγμή ήταν έτοιμοι να παρουσιάσουν στο RLM μία σειρά από προτάσεις για αυτό το όπλο. Για κάποιο λόγο, η ηγεσία του υπουργείου θεωρούσε ότι μία λειτουργική τορπίλη αυτού του είδους θα ήταν το απόλυτο όπλο ενάντια στα μεγάλα πλοία επιφανείας των Συμμάχων και ιδιαίτερα ενάντια στα θωρηκτά και τα υπόλοιπα μεγάλα, θωρακισμένα πλοία που έδιναν στους Βρετανούς τη ναυτική υπεροχή στις θάλασσες.

Το 1943 η Henschel είχε έτοιμη την πρότασή της, καθώς και τα πρωτότυπα του νέου πυραύλου, τον οποίο ονόμασε Hs 294. Αν και με παρόμοιο όνομα με τον 293, ο 294 ήταν ένας πολύ διαφορετικός πύραυλος. Επρόκειτο για ένα ιδιοφυές σχέδιο ενός πυραύλου μήκους 6,1 μέτρων, με δύο αρκετά μεγάλες πτέρυγες ανοίγματος 4 περίπου μέτρων, βάρος που ξεπερνούσε τα 2.170 κιλά και μία εντυπωσιακή εκρηκτική κεφαλή με γόμωση 656 κιλών. Από το μέγεθος και την ισχύ της γόμωσης καταλαβαίνουμε ότι στόχος αυτού του πυραύλου δεν ήταν τίποτε άλλο παρά τα μεγάλα πλοία επιφανείας του συμμαχικού στόλου.

Εκτός από το βασικό πυραυλοκινητήρα του που ήταν τοποθετημένος μέσα στην άτρακτο, ο Hs 294 έφερε και έναν πρόσθετο στο κάτω μέρος αυτής. O τρόπος με τον οποίο προβλεπόταν να χρησιμοποιηθεί ήταν εντυπωσιακός. Το αεροσκάφος θα έπρεπε να εκτοξεύσει τον πύραυλο με μία σχετικά ρηχή καμπύλη (η ιδανική κλίση για την πρόσκρουσή του στο νερό ήταν περίπου στις 22 μοίρες). Με την είσοδο στο νερό, ο κινητήρας και τα φτερά θα αποσπώνταν και η εκρηκτική κεφαλή θα συνέχιζε το σύντομο ταξίδι της μέχρι τα ίσαλα του πλοίου που ήταν ο στόχος. Τα αποτελέσματα των δοκιμών ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, αλλά η παραγγελία που τελικώς έγινε -περίπου 1.500 κομμάτια- ουδέποτε παραδόθηκε.

ΔΟΚΙΜΕΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ

Η ΑΤΟΜΙΚΗ ΒΟΜΒΑ ΤΟΥ Γ' ΡΑΙΧ 

Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ένα από τα πιο συναρπαστικά μυστήρια είναι το πυρηνικό πρόγραμμα του Γ' Ράιχ και τα αποτελέσματά του. Τελικώς, μέχρι ποιου σημείου έφθασε το ''Σχέδιο Μανχάταν της Θουριγγίας''; Ένα μεγάλο ζήτημα όσον αφορά στην προετοιμασία της Ναζιστικής Γερμανίας για τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο είναι το κεφάλαιο ''ατομικά όπλα''. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι οι Γερμανοί επιστήμονες, κατ’ εντολή του Χίτλερ, είχαν ξεκινήσει έναν αγώνα δρόμου για να δημιουργήσουν ένα ''υπερόπλο''.

Ωστόσο, η επίσημη εκδοχή της ιστορίας είναι ότι τον Ιούνιο του 1942 επί της ουσίας το ατομικό πρόγραμμα της Γερμανίας σταμάτησε να αποτελεί προτεραιότητα και οι προσπάθειες έκτοτε ήταν σπασμωδικές και σποραδικές και δεν είχαν ως στόχο τη δημιουργία μιας πραγματικής βόμβας σχάσης. Τι συνέβη όμως στ’ αλήθεια; H μεγάλη πλειονότητα των φυσικών που είχαν την εποχή εκείνη τη δυνατότητα για να προχωρήσουν την έρευνα στον τομέα της ατομικής ενέργειας και ειδικότερα για τη δημιουργία μιας ατομικής βόμβας ήταν, φυσικά, Ευρωπαίοι, όπως και οι περισσότεροι φυσικοί που εργάστηκαν στο ''Σχέδιο Μανχάταν'', που είχε ως αποτέλεσμα την Αμερικανική ατομική βόμβα.

Για να είμαστε ακριβέστεροι, οι περισσότεροι επιστήμονες που ασχολούνταν με την ατομική ενέργεια ήταν Γερμανοί, όπως ο νομπελίστας Όττο Χαν, ο άνθρωπος που ανακάλυψε την πυρηνική σχάση. Πριν από το ξέσπασμα του B' Π.Π. υπήρχαν πολλά εργαστήρια και κέντρα ερευνών ανά την Ευρώπη που ασχολούνταν με την έρευνα της ατομικής ενέργειας. Παρότι η ιδέα της δημιουργίας μιας βόμβας σχάσης δεν φαίνεται να ήταν δημοφιλής παρά μεταξύ μιας μικρής μειοψηφίας των φυσικών της εποχής, είναι βέβαιο ότι κάποιοι εξ αυτών συνεργάστηκαν σε κάποιο χρονικό σημείο με το καθεστώς του Αδόλφου Χίτλερ και των εθνικοσοσιαλιστών.

H Γερμανία, μάλιστα, ήταν ίσως η μόνη χώρα στον κόσμο που τις παραμονές του B' Π.Π διέθετε ένα ειδικό τμήμα -υπό τον Δρα Ντίμπνερ- που είχε ως κύριο αντικείμενο την έρευνα της εφαρμογής της ατομικής ενέργειας για στρατιωτικούς σκοπούς. Δεν έχουμε στοιχεία για κάποια ουσιώδη πρόοδο αυτού του γραφείου ερευνών μέχρι το 1941, οπότε συνέβη κάτι που έμελλε να βάλει τη Γερμανία πιο δυναμικά στον αγώνα για τη δημιουργία του πρώτου λειτουργικού ατομικού όπλου. Γερμανοί κατάσκοποι στις Η.Π.Α είχαν συγκεντρώσει στοιχεία, τα οποία αποδείκνυαν ότι οι Αμερικανοί εργάζονταν πυρετωδώς πάνω στα μυστικά της ατομικής ενέργειας.


Κάποιοι υπέθεταν ότι οι Η.Π.Α ενδέχεται να αναπτύξουν σχετικά γρήγορα ένα ''νέο όπλο'', που δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο από την ατομική βόμβα. Οι Γερμανοί είχαν ήδη ξεκινήσει πολύ νωρίτερα τις δικές τους έρευνες και υπό το φως των νέων στοιχείων, πραγματοποιήθηκε μια άκρως απόρρητη συνάντηση στο Γραφείο Εξοπλισμών του Γερμανικού Επιτελείου Στρατού. Το κύριο ερευνητικό κέντρο του επιτελείου εκείνη την περίοδο ήταν το Kaiser Wilhelm Institut που βρισκόταν κοντά στο Βερολίνο.

Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, η εργασία των επιστημόνων που μετείχαν στο πρόγραμμα του ινστιτούτου εντατικοποιήθηκε, προσελήφθησαν ακόμη περισσότεροι φυσικοί και οι εγκαταστάσεις επεκτάθηκαν σημαντικά, συνεπεία της συνάντησης που περιγράψαμε παραπάνω.

H APXH TO 1938

H ιστορία του Γερμανικού πυρηνικού προγράμματος όμως ξεκινά λίγο παλιότερα. Τον Δεκέμβριο του 1938 δύο Γερμανοί καθηγητές, οι Φριτς και Χαν Στράσμαν, πέτυχαν τη σχάση του ουρανίου 235. Απ’ όσα γνωρίζουμε σήμερα, αυτή η επιτυχία ήταν το ''κλειδί'' για τη δημιουργία μιας βόμβας σχάσης, όπως αυτή που προέκυψε από το Σχέδιο Μανχάταν των Η.Π.Α. Το Γερμανικό επιστημονικό κατεστημένο, μία ιδιαίτερα αξιοσέβαστη ομάδα ανθρώπων ακόμη και στα πλαίσια του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, απευθύνθηκε στην κυβέρνηση του Χίτλερ και προσπάθησε να τραβήξει την προσοχή της γερμανική ηγεσίας στις έρευνές τους.

Πραγματικά, το Γραφείο Όπλων του Στρατού ξεκίνησε επαφές στρατιωτικών με επιστήμονες και μέσα από τις αλλεπάλληλες συζητήσεις ένα ερώτημα άρχισε να ανακύπτει: Πώς θα ήταν δυνατή η αξιοποίηση της ατομικής ενέργειας και ειδικότερα της αντίδρασης της σχάσης για τη δημιουργία ενός όπλου; Μια ομάδα ερευνητικών κέντρων δεσμεύτηκαν από τη Γερμανική κυβέρνηση και για τον επόμενο ενάμιση χρόνο ισάριθμες ομάδες λαμπρών επιστημόνων συνεργάστηκαν με το Γερμανικό στρατό, κάνοντας πειράματα που επιχειρούσαν να απαντήσουν στο παραπάνω ερώτημα, αλλά και να προσδιορίσουν τις προϋποθέσεις, το χρόνο και το κόστος μιας προσπάθειας δημιουργίας ενός ατομικού όπλου.

Στην κεφαλή της Γερμανικής ερευνητικής προσπάθειας βρέθηκε ο λαμπρότερος ίσως φυσικός της εποχής, ο νομπελίστας Βέρνερ Χάιζενμπεργκ. Έχοντας επιστρέψει στη Γερμανία την περίοδο που ξεκινούσε τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χάιζενμπεργκ επιθυμούσε να προσφέρει στην πατρίδα του τις γνώσεις του, παρότι ο ίδιος δεν ήταν Ναζί και σε πολλές περιπτώσεις είχε επισύρει τη μήνη των εθνικοσοσιαλιστών λόγω των απόψεών του για την πολιτική και τα φυλετικά θέματα. H έρευνα πλέον, στις αρχές του 1942, είχε περάσει σε ένα νέο στάδιο.

Οι Γερμανοί επιστήμονες προσπαθούσαν να θέσουν τις προδιαγραφές για τη δημιουργία ενός αντιδραστήρα, τον οποίο θεωρούσαν (και σωστά) απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία του υλικού που θα χρησιμοποιούνταν ως σχάσιμη ύλη σε ένα ατομικό όπλο. Το θεωρητικό υπόβαθρο των ερευνών ήταν στέρεο και το συμπέρασμα ήταν ότι ο αντιδραστήρας ήταν δυνατόν να κατασκευαστεί και να παράγει υλικό αξιοποιήσιμο σε όπλο. Αυτό που έμενε ήταν να τεθεί σε λειτουργία ο αντιδραστήρας και στη συνέχεια να προσδιοριστεί με ακρίβεια πώς θα χρησιμοποιηθεί το υλικό αυτό σε ένα ατομικό όπλο. Από το σημείο αυτό όμως και μετά, τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν με αργό ρυθμό.

Οι Γερμανοί επιστήμονες ήταν κατά τεκμήριο ανώτεροι από τους συναδέλφους τους παγκοσμίως στο αντικείμενο αυτό, είχαν συλλάβει την ιδέα της ατομικής σχάσης, είχαν ετοιμάσει το περίπλοκο πλέγμα του θεωρητικού υπόβαθρου και είχαν προτείνει τη δημιουργία δύο πυρηνικών αντιδραστήρων που θα δημιουργούσαν το σχάσιμο υλικό. Παρόλα αυτά, το πρόγραμμα της ανάπτυξης της Γερμανικής ατομικής βόμβας ''βάλτωσε'' ήδη από το καλοκαίρι του 1942. H επίσημη εκδοχή είναι ότι οι Γερμανοί επιστήμονες και ειδικότερα ο Χάιζενμπεργκ και οι συνεργάτες του, παρότι είχαν τη δυνατότητα να προχωρήσουν στην ανάπτυξη ενός ατομικού όπλου, δεν το έκαναν για ηθικούς λόγους.

Όσο κι αν μια τέτοια ρομαντική άποψη είναι ενδιαφέρουσα, δεν τεκμηριώνεται απόλυτα από τα γεγονότα. Δύο αντιδραστήρες δημιουργήθηκαν αλλά, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των επιστημόνων που τους εξέτασαν μεταπολεμικά, δεν ήταν σε θέση να παράγουν υλικό για σχάση, παρά μόνο ραδιενεργό υλικό που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε ''βρόμικες βόμβες'', δηλαδή συμβατικά βλήματα, τα οποία θα διέσπειραν ραδιενεργά υλικά με την πρόσκρουσή τους στο στόχο. Μάλιστα, θεωρείται βέβαιο ότι οι Γερμανοί είχαν προχωρήσει στην ανάπτυξή τους, πιθανότατα σε μορφή βομβών αλλά και εκρηκτικών κεφαλών για πυραύλους.

Αλλά και εδώ το ερώτημα που ανακύπτει είναι απλό και συνάμα ουσιώδες: Αν όντως είχαν τέτοια όπλα, γιατί δεν τα χρησιμοποίησαν; Όχι ότι μερικές ''βρόμικες βόμβες'' θα άλλαζαν οτιδήποτε στην πορεία του πολέμου, απλώς θα αύξαναν τις απώλειες των Συμμάχων και το κόστος της άνευ όρων συνθηκολόγησης της Γερμανίας. Κάτι τέτοιο βεβαίως δεν θα ίσχυε αν υπήρχε η ''Γερμανική ατομική βόμβα'', η πραγματική βόμβα σχάσης όπως εκείνη που έριξαν οι Αμερικανοί στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι το καλοκαίρι του 1945.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ KAI ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ

Υπάρχουν πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι το Γερμανικό πυρηνικό πρόγραμμα δεν ήταν τόσο πίσω όσο ορισμένοι θέλουν να πιστεύουν. Επίσης, σύμφωνα με ενδείξεις ορισμένα από τα ''υπερόπλα'' του Γ Ράιχ ενδεχομένως είχαν σχεδιαστεί έχοντας κατά νου την αξιοποίησή τους για τη μεταφορά μη συμβατικών γομώσεων - ίσως ακόμη και μιας ατομικής βόμβας. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο V-2. Αρκετά δαπανηρή και περίπλοκη κατασκευή, ο V-2 (σε αντίθεση με τον φθηνό και αναλώσιμο V-1) δεν ήταν ιδιαίτερα πρακτικός ως τακτικό όπλο.


Ωστόσο, την εποχή που τέθηκε σε υπηρεσία, οι μόνες μη συμβατικές κεφαλές που μπορούσαν να κατασκευαστούν, αφορούσαν σε χημικά όπλα, τα οποία καθώς φαίνεται είχε αποφασιστεί να μη χρησιμοποιηθούν. Οι απαιτήσεις του Χίτλερ για άμεση ανάπτυξη 5.000 V-2 ήταν σίγουρα ανεδαφικές, κάτι που υπογράμμισε και ένας από τους αξιόλογους επιστήμονες που συνεργάστηκαν με το Γ' Ράιχ, ο πρόεδρος της γνωστής βιομηχανίας χημικών IG Farben, Καρλ Κράουχ. Ανταποκρινόμενος σε σχετικό αίτημα του Άλμπερτ Σπέερ, ο Κράουχ συνέταξε μια αναφορά στην οποία υπογράμμιζε κατηγορηματικά ότι ο V-2 δεν ήταν κατάλληλος για τακτική χρήση και για ανάπτυξη ως συμβατικό όπλο σε μεγάλους αριθμούς.

Ανάλογες ήταν οι αιτιάσεις και άλλων παραγόντων του Γ' Ράιχ, οπότε μέχρι τις αρχές του 1943 είχε δημιουργηθεί μία γενική αίσθηση μεταξύ των ανώτερων κλιμακίων του Γ' Ράιχ που μπορούσε να περιγραφεί με τα εξής λόγια: ''Με τα υπάρχοντα εκρηκτικά γεμίσματα, η απόδοση των V-2 και των V-1 δεν μπορούσε να φθάσει σε υψηλά επίπεδα και η επίδρασή τους στην πορεία του πολέμου δεν μπορούσε παρά να είναι αμελητέα''. Την άνοιξη του 1944, οπότε τα όπλα ανταπόδοσης του Χίτλερ αναπτύχθηκαν σε ικανούς αριθμούς, υπήρχε η έμπρακτη επιβεβαίωση των παραπάνω διαπιστώσεων.

Τα Vergeltungswaffen ήταν πολύ λίγα (και, τουλάχιστον στην περίπτωση του V-1, πολύ λίγο αξιόπιστα) για να έχουν μία αποφασιστική συμβολή στην αίσια, για τους Γερμανούς, έκβαση του πολέμου. Παρόλα αυτά, στα ηγετικά κλιμάκια του Γ' Ράιχ συνέχιζε να υπάρχει ένας ανεξήγητος ενθουσιασμός και μία πίστη στη δυνατότητα των V-2 να επηρεάσουν αποφασιστικά το αποτέλεσμα του πολέμου, που δεν δικαιολογείται από τα γεγονότα. Ένα περίεργο στοιχείο που ήλθε στο φως μόλις το 2001, προσελκύοντας την προσοχή ερευνητών από όλο τον κόσμο, είναι ένα παράρτημα του περιοδικού ''Signal'', που κυκλοφορούσε στη Γερμανία την εποχή του B' Π.Π.

Το περιοδικό σε ένα από τα τεύχη που κυκλοφόρησαν στις αρχές του 1945 περιλάμβανε είναι μια απεικόνιση των (θεωρητικών) αποτελεσμάτων ενός χτυπήματος από έναν πύραυλο V-2 σε μία υποθετική πόλη των Συμμάχων. H εικονογράφηση, που ανήκει στον Χανς Λίσκα, έναν γνωστό εικονογράφο της εποχής, παρουσιάζει μια τεράστια στήλη φωτιάς στην περιοχή πρόσκρουσης και μια σειρά από ομόκεντρους κύκλους σε μεγάλη απόσταση από το σημείο αυτό. Μάλιστα, υπάρχει συγκεκριμένη σήμανση για αυτές τις ζώνες (Ζώνη 1, Ζώνη 2, Ζώνη 3 κ.λπ.), που υποδεικνύει τα καταστρεπτικά αποτελέσματα της υπερ-έκρηξης που υποτίθεται ότι θα πραγματοποιούνταν με την πρόσκρουση του πυραύλου.

H εικόνα αυτή, που συμπληρωνόταν από ένα διάγραμμα κάτοψης, αποτελούσε την εικονογράφηση ενός άρθρου που είχε ως ερώτημα το γιατί αναπτύχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν οι V-2, ενώ ο τίτλος της εικονογράφησης ήταν ''Σαν σκηνή από εφιάλτη''. Βεβαίως, αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνο του στοιχείο, ωστόσο η ομοιότητα των απεικονιζόμενων αποτελεσμάτων με αυτά μιας ατομικής βόμβας είναι εντυπωσιακή. Αξίζει να σημειωθεί ότι το ''Signal'' ήταν το περιοδικό των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων.

ΜΥΣΤΙΚΑ KAI ΣΙΩΠΗ

Μία δήλωση ενός εκ των επιστημόνων που εργάστηκαν υπό τον φον Μπράουν και τον Ντορνμπέργκερ στο Πεενεμούντε για την ανάπτυξη του V-2 έχει ξεσηκώσει πολλές συζητήσεις τις τελευταίες δεκαετίες. Πρόκειται για τον Μπέρνχαρντ Τέσμαν, ο οποίος δήλωσε ότι είχε υποσχεθεί στον Ντορνμπέργκερ ότι μετά τον πόλεμο δεν θα έλεγε σε κανέναν για τους πραγματικούς στόχους του προγράμματος πάνω στο οποίο εργάζονταν. Επίσης, ο ίδιος ο Αδόλφος είχε ακουστεί πολλές φορές να μιλά για υπερόπλα που ''θα κέρδιζαν τον πόλεμο'', ενώ αναφερόμενος ειδικά στους πυραύλους V.

Είχε δηλώσει σε μια συνομιλία του με τον Βάλτερ Ντορνμπέργκερ στις 7 Ιουλίου του 1943, ότι ''δεν θα είχε γίνει καν πόλεμος αν οι πύραυλοί μας ήταν έτοιμοι το 1939. Με αυτά τα όπλα, η ανθρωπότητα δεν θα μπορούσε να μας πολεμήσει''. Ένας άλλος διάλογος του Χίτλερ με τον Ντορνμπέργκερ είναι εξίσου αποκαλυπτικός ως προς τις προθέσεις του φύρερ για τους V-2. O Χίτλερ αναζητούσε ένα όπλο μαζικής καταστροφής, το οποίο θα μπορούσε να έχει καθοριστική επίδραση στην έκβαση του πολέμου. Τον Ιούνιο του 1943, ο Χίτλερ ζήτησε από τον Ντορνμπέργκερ να αυξήσει τη δυνατότητα των πυραύλων του στη μεταφορά εκρηκτικών γομώσεων από 1.000 κιλά στους 10 τόνους,

Ενώ παράλληλα απαίτησε την αύξηση της παραγωγής των V-2 στα 2.000 κομμάτια το μήνα. Και οι δύο απαιτήσεις ήταν, βάσει των υπαρχόντων δεδομένων, εντελώς παράλογες και ο Ντορνμπέργκερ του είπε ότι ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν. O Χίτλερ διαμαρτυρήθηκε λέγοντας: ''Εγώ όμως ήθελα να πετύχω μαζική καταστροφή''. O Ντορνμπέργκερ αποκρίθηκε ότι ''με έναν τόνο εκρηκτικών θα πρέπει να περιορισθούμε στην καταστροφή που μπορεί να προκαλέσει ένας τόνος εκρηκτικών. Άλλωστε, όταν ξεκινήσαμε αυτό το πρόγραμμα, δεν είχαμε σκεφτεί τη δυνατότητα χρήσης του ως όπλου μαζικής καταστροφής''. O Χίτλερ τον διέκοψε απότομα και του είπε: ''Φυσικά εσύ δεν σκέφτηκες κάτι τέτοιο. Όχι όμως και εγώ''.

O παραπάνω διάλογος περιέχεται στο βιβλίο που κυκλοφόρησε ο Ντορνμπέργκερ μετά τον πόλεμο, το οποίο επιγράφεται απλά ''V-2''. Στη συνέχεια προχωρά στην περιγραφή των σκέψεών του γι’ αυτό τον διάλογο, γράφοντας χαρακτηριστικά ότι για να πετύχει τα αποτελέσματα που επιθυμούσε ο Χίτλερ, θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί μια εντελώς διαφορετική μορφή ενέργειας από τα απλά εκρηκτικά και αναφέρει: ''δεν είχε καν σκεφτεί την ατομική ενέργεια ως εναλλακτική λύση μέχρι εκείνη την ώρα''. Ένας άλλος διάλογος που επίσης διασώζεται σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε μεταπολεμικά ένας Γερμανός αξιωματούχος, είναι πιο διαφωτιστικός.

O σμήναρχος της Luftwaffe Χανς-Ούλριχ Ρούντελ στο βιβλίο του ''Trotzdem'' μιλά για τη συνάντηση που είχε με τον Χίτλερ κατά την παρασημοφόρησή του στις 29 Μαρτίου 1944. O Χίτλερ μιλούσε με ενθουσιασμό για τους V-2, που παρά το πέπλο μυστικότητας, ήταν εκείνο τον καιρό αρκετά γνωστοί μεταξύ των ανώτερων στελεχών των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων. Οι άνθρωποι, έλεγε ο Χίτλερ, δεν θα πρέπει να υπερεκτιμούν την απόδοση των V-2, διότι ακόμη δεν έχουν τελειοποιηθεί και η ακρίβειά τους δεν είναι αυτή που θα έπρεπε. Αλλά αυτό δεν θα αποτελεί πρόβλημα σε λίγο, συνέχισε ο ηγέτης του Γ' Ράιχ.


Αφού για την ώρα το μόνο που χρειαζόταν είναι πύραυλοι που να πετάνε προς την κατεύθυνση του στόχου χωρίς πρόβλημα. Σύντομα, πρόσθεσε, θα υπάρχει διαθέσιμο ένα εκρηκτικό που δεν έχει τίποτε κοινό με τα συμβατικά εκρηκτικά και το οποίο είναι πανίσχυρο. Δεν θα έχει σημασία πόσο ακριβείς θα είναι οι πύραυλοι τότε, κατέληξε ο Χίτλερ. O Ρούντελ, που δεν είχε ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή τίποτε για κάποιο ''υπερεκρηκτικό'', προβληματίστηκε και συζήτησε το θέμα με κάποιους συναδέλφους του, οι οποίοι τον ενημέρωσαν ότι το ''νέο εκρηκτικό'' δεν θα είναι τίποτε άλλο από μία συσκευή που θα ''λειτουργεί με ατομική ενέργεια''.

ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΠΡΑΚΤΟΡΩΝ

Υπέρ των ερευνητών που υποστηρίζουν ότι το Γερμανικό ατομικό πρόγραμμα είχε πετύχει πιο αξιόλογα αποτελέσματα από αυτά που έχουν δημοσιευτεί, συνηγορούν και κάποιες αναφορές των Βρετανικών μυστικών υπηρεσιών σχετικά με τις εργασίες στο Πεενεμούντε και τις δοκιμές όπλων που διεξάγονταν στο μυστικό κέντρο ερευνών του Γ' Ράιχ. Μία από τις αναφορές αυτές μιλούσε, το καλοκαίρι του 1943 σε μια περίοδο που είχαν ολοκληρωθεί οι δοκιμές του A4 (μετέπειτα V-2) και ο πύραυλος του φον Μπράουν έμπαινε σε μαζική παραγωγή, για έναν πύραυλο με θεωρητικό βεληνεκές 800 χιλιομέτρων και πρακτικό βεληνεκές 500 χιλιομέτρων, ο οποίες είχε μια κεφαλή ''σχάσιμου ατομικού τύπου''.

Το ίδιο φθινόπωρο, οι Βρετανοί διαπίστωσαν ότι οι Γερμανοί έχουν αναπτύξει και δοκιμάζουν στο Πεενεμούντε ένα όπλο με βεληνεκές 500 - 600 χιλιομέτρων και καταστροφική δύναμη τέτοια που θα σκότωνε οποιονδήποτε βρισκόταν σε ακτίνα 700 μέτρων από την έκρηξη της γομώσεως του όπλου. Άλλη μία σχετική αναφορά προέρχεται από τους Σοβιετικούς και αφορά στα μετά τον πόλεμο. Οι Σοβιετικοί αναζητούσαν επιστήμονες και τεχνικούς των γερμανικών εξοπλιστικών προγραμμάτων μεταξύ των χιλιάδων αιχμαλώτων που είχαν συλλάβει.

Σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στο υπό σοβιετικό έλεγχο (στο έδαφος της μετέπειτα Ανατολικής Γερμανίας) Σαχσενχάουζεν, εντοπίστηκε ένας από αυτούς τους επιστήμονες, ο Χορστ Κίρφες, που είχε εργαστεί στο πρόγραμμα ανάπτυξης του V-1 και του V-2. O Κίρφες, ανακρινόμενος από τους Σοβιετικούς, ομολόγησε ότι τα Vergeltungswaffen του Χίτλερ επρόκειτο σε κάποια στιγμή να εξοπλιστούν με ατομικά όπλα. Ανάλογη ήταν η μαρτυρία, σύμφωνα πάντα με έγγραφα των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, του διευθυντή παραγωγής του Πεενεμούντε, Άλμπερτ Σαβάτσκι, ο οποίος αυτοκτόνησε ενώ βρισκόταν φυλακισμένος σε Αμερικανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

ΧΗΜΙΚΑ KAI ΒΙΟΛΟΓΙΚΑ

Ο ΤΡΟΜΟΣ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΕ ΣΤΙΣ ΑΠΟΘΗΚΕΣ

Κατά τη διάρκεια του A' Π. Π. μία από τις πλέον τρομακτικές εμπειρίες των στρατιωτών που ζούσαν και πέθαιναν στην κόλαση των χαρακωμάτων ήταν τα χημικά. Αέρια μουστάρδας, υπερίτης (χλώριο), φωσγένιο ήταν μερικά μόνο από τα ονόματα που προκαλούσαν τρόμο. H Γερμανία διέθετε και κατά το B' Π.Π., δίχως όμως να τα χρησιμοποιήσει ποτέ, ικανά αποθέματα ακόμη πιο προηγμένων χημικών όπλων. Αν και τα χημικά που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του A' Π.Π. είχαν μικρό αριθμό θυμάτων σε σχέση με το θόρυβο που ξεσήκωσε η χρήση τους (ευθύνονται για μόλις 100.000 από τα 10.000.000 των απωλειών στρατιωτικού προσωπικού), η ανάπτυξή τους συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου.

Βεβαίως, αναλογιζόμενοι ότι οι 125.000 τόνοι χημικών που χρησιμοποιήθηκαν και από τις δύο πλευρές είχαν μόλις 100.000 θύματα, γίνεται κατανοητό ότι στην πραγματικότητα η τακτική χρησιμότητά τους ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Αυτό πάντως ουδόλως πτόησε τις παγκόσμιες δυνάμεις. Η.Π.Α και Βρετανία συνέχισαν να αναπτύσσουν αέρια για χρήση κατά προσωπικού, παρά τη σχετική απαγόρευση από τη συνθήκη της Γενεύης. Ωστόσο, στη Γερμανία, δια μίας διαφορετικής οδού, ανακαλύφθηκαν πολύ πιο προηγμένα και θανατηφόρα αέρια. H διαφορετική οδός ήταν η ανάγκη δημιουργίας νέων εντομοκτόνων και ζιζανιοκτόνων, καθώς και η ανάπτυξη νέων τύπων λιπασμάτων.

Το πρώτο δραστικό παρασιτοκτόνο που στη συνέχεια τυποποιήθηκε και ως χημικό αέριο για πολεμική χρήση ήταν το γνωστό Tabun, το αιθυλικό διμεθυλικό-αμιδοφωσφορικό κυάνιο. Το επόμενο αέριο, της ίδιας οικογένειας των οργανοφωσφορούχων ουσιών, που πιστοποιήθηκε για πολεμική χρήση, ήταν το περίφημο Sarin, το ισοπροπύλιο του μεθυλικού φθοριούχου φωσφόρου. Μία τρίτη ουσία που επέφερε ακόμη πιο άμεσα και θανατηφόρα αποτελέσματα από τις δύο προηγούμενες, ανακαλύφθηκε στα γερμανικά εργαστήρια κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. Πρόκειται για το Soman, ένα υλικό με την επιστημονική ονομασία φθοριούχος μεθυλανθρακικός φώσφορος.

Τα αέρια του φωσφόρου αποδείχτηκε ότι ήταν εξαιρετικά θανατηφόρα, αν και ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν σε μάχη. H γενική ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί για αυτά τα αέρια ήταν ''παράγοντας G'' και οι Σύμμαχοι όταν τα ανακάλυψαν και τα ανέλυσαν τα ονόμασαν ''αέρια νεύρων''. H θανατηφόρα δράση τους είναι ασύγκριτα πιο τρομακτική από εκείνη των αερίων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του A' Π.Π. στη μάχη των χαρακωμάτων. Ενώ τα προγενέστερα αέρια είτε προσέβαλλαν το αναπνευστικό σύστημα (οπότε η ύπαρξη αντιασφυξιογόνου μάσκας προστάτευε από αυτά σε ικανοποιητικό βαθμό).

Ή δηλητηρίαζαν τον οργανισμό μέσω της πρόσληψής τους από τους πόρους του δέρματος (σωρευτικό φαινόμενο), τα αέρια νεύρων χρειαζόταν μόνο να έλθουν σε επαφή σε ελάχιστη ποσότητα με το θύμα τους για να το καταβάλουν. Αυτό οφείλεται στο ότι ο στόχος τους ήταν το νευρικό σύστημα του ανθρώπου, το οποίο αδρανοποιούσαν σε διάστημα που κυμαινόταν από μερικά δευτερόλεπτα έως ελάχιστα λεπτά, προκαλώντας τελικά έναν αγωνιώδη θάνατο στον άνθρωπο που προσβαλλόταν. Καθώς δεν χρειάζεται η εισπνοή ή η επαφή με το δέρμα παρά μίας απειροελάχιστης ποσότητας, τα αέρια αυτά είναι ασύγκριτα πιο αποτελεσματικά από οποιοδήποτε προγενέστερο αέριο.

Οι Βρετανοί επιστήμονες που εξέτασαν το Sarin και το Soman δήλωσαν ότι είναι ''30 φορές πιο θανάσιμα από το φωσγένιο'', που εθεωρείτο το πλέον θανατηφόρο από τα χημικά όπλα που είχαν στη διάθεσή τους οι εμπόλεμοι πριν από την έναρξη του B' Π.Π.


ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ 

Οι Σύμμαχοι δοκίμασαν μία τεράστια έκπληξη όταν, προελαύνοντας στη Γερμανία και καταλαμβάνοντας αποθήκες πυρομαχικών της Βέρμαχτ, εντόπιζαν παράξενα πυρομαχικά. H πρώτη ένδειξη παρουσιάστηκε τον Απρίλιο, έναν μήνα περίπου πριν ο πόλεμος στην Ευρώπη φθάσει στο τέλος του. Οι Βρετανοί σε μία εγκαταλελειμμένη αποθήκη ανακάλυψαν μεγάλη ποσότητα βλημάτων πυροβόλου των 105 χιλ. τα οποία έφεραν μία σήμανση που δεν είχαν δει ξανά σε Γερμανικά βλήματα: έναν πράσινο δακτύλιο και τα γράμματα GA. H εξέταση των βλημάτων αποκάλυψε το θανάσιμο περιεχόμενο, ένα αέριο νεύρων το οποίο ήταν πολύ δραστικότερο και πιο θανατηφόρο απ’ οτιδήποτε είχε παραχθεί μέχρι εκείνη την ώρα, το Tabun.

Από την ώρα εκείνη μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, ανακαλύφθηκαν περίπου μισό εκατομμύριο βλήματα με την πράσινη λωρίδα και τα γράμματα GA, ενώ ακόμη 100.000 βόμβες αεροσκαφών γεμάτες με Tabun βρέθηκαν στις εγκαταστάσεις της Luftwaffe. Οι Σύμμαχοι κατόρθωσαν να ανακαλύψουν έναν μικρότερο αριθμό από βλήματα με Sarin, ενώ το Soman δεν είχε φθάσει ακόμη στο στάδιο της μαζικής παραγωγής. Από Γερμανικής πλευράς, η ύπαρξη αυτών των βλημάτων με τα θανάσιμα χημικά αέρια αποδόθηκε στην ανάγκη να γίνει εκμετάλλευση του αποθέματος που υπήρχε στα εργοστάσια, πριν αυτά καταληφθούν από τον προελαύνοντα Κόκκινο Στρατό.

H κύρια εγκατάσταση παραγωγής του Tabun βρισκόταν στο εργοστάσιο Anorganawerk, το οποίο βρισκόταν στις ανατολικές παρυφές της Γερμανικής επικράτειας και για την ακρίβεια στο Ντίχενφουρθ της ανατολικής Σιλεσίας, σήμερα Μπρζεγκ Ντόλνι στην Πολωνία. Το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: για ποιο λόγο οι Γερμανοί δεν χρησιμοποίησαν στις τελευταίες φάσεις ενός πολέμου ο οποίος φαινόταν πλέον χαμένος, όπλα αυτού του είδους που θα μπορούσαν να δώσουν μία ευκαιρία στις ταλαιπωρημένες ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας;

H ρομαντική άποψη ότι ο Χίτλερ, έχοντας εμπειρία και ο ίδιος ως στρατιώτης στα χαρακώματα του A' Π.Π. από την τρομερή δράση των αερίων και γι’ αυτό δεν προτίμησε να τα χρησιμοποιήσει ως ηγέτης, είναι παντελώς αστήρικτη και απορρίπτεται ασυζητητί. Άλλωστε, σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα είχαν διατεθεί οι τεράστιοι πόροι που απαιτήθηκαν για να δημιουργηθεί το πρόγραμμα κατασκευής χημικών όπλων και δεν θα διετίθεντο κονδύλια για την παραγωγή βλημάτων και βομβών γεμάτων με αυτά. Παρομοίως, αστήρικτη είναι και η άποψη που μιλά για σεβασμό των διεθνών συνθηκών που απαγόρευαν τα χημικά όπλα.

Σε πολλές περιπτώσεις η Γερμανία έδρασε εντελώς εκτός του πνεύματος και του γράμματος των υφιστάμενων συνθηκών. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι η Γερμανία δεν χρησιμοποίησε τα όπλα αυτά για έναν απλό λόγο: δεν διέθετε και η ίδια κάποιο αντίμετρο ή κάποια αποτελεσματική άμυνα ενάντια στα νέα αέρια νεύρων. Ευρεία χρήση τους θα προκαλούσε αντίδραση και από την άλλη πλευρά και οι Σύμμαχοι θα προχωρούσαν επίσης στη χρήση αερίων νεύρων.

ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ

Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για την υποτιθέμενη βιολογική απειλή που συνιστούσαν τα αποτελέσματα των προσπαθειών των Γερμανών βιολόγων. Καθώς τα σχετικά προγράμματα ουδέποτε ήλθαν στο φως της δημοσιότητας, ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια είναι η αλήθεια. Αυτό που είναι γνωστό είναι ότι τόσο οι Γερμανοί όσο και οι Σύμμαχοι είχαν ήδη από την έναρξη του πολέμου ενεργά προγράμματα αναζήτησης βιολογικών όπλων. Οι Γερμανοί ήδη κατά τη διάρκεια του A' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν προχωρήσει σημαντικά στην προσπάθεια ανάπτυξης βιολογικών όπλων.

Την εποχή αυτή, θα λέγαμε ότι οι Γερμανοί οραματίζονταν τη διοχέτευση βιολογικών όπλων στον πληθυσμό των χωρών των αντιπάλων τους, ώστε να προκαλέσουν πανδημίες και να ''γονατίσουν'' τις παραγωγικές δυνατότητες των εθνών που τους αντιτάσσονταν, ενώ παράλληλα θα έριχναν στο ναδίρ και το ηθικό των πληθυσμών. Ωστόσο υπάρχει μία ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια. Το Γερμανικό επιτελείο, που στον A' Π.Π. αποτελούσαν αξιωματικοί της Πρωσικής σχολής, είχε απαγορεύσει την ανάπτυξη βιολογικών όπλων που θα στρέφονταν ενάντια στους ανθρώπους. Αντίθετα, στόχος των σχετικών παθογόνων ήταν η ζωική και φυτική παραγωγή των χωρών - στόχων.

Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου οι έρευνες στη Γερμανία συνεχίστηκαν αλλά καθώς η παλιά φρουρά είχε αποσυρθεί και οι νέοι αξιωματικοί δεν είχαν τις ηθικές αναστολές των προηγούμενων, η έρευνα αφορούσε κατά βάση σε παθογόνα που είχαν ως στόχο τους ανθρώπους. Οι περισσότερες αναφορές συμφωνούν ότι ουδέποτε η Γερμανία διοχέτευσε σημαντικά κονδύλια στην έρευνα για παθογόνα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν επιθετικά. Αντίθετα, έγιναν σημαντικές έρευνες για να βρεθούν άμυνες που θα προφύλασσαν το Γερμανικό έθνος σε περίπτωση που θα δεχόταν αντίστοιχες επιθέσεις από τους Συμμάχους.

Στο πλαίσιο αυτά, ωστόσο, οι Ναζί στερούμενοι οποιασδήποτε ηθικής αναστολής, προχώρησαν στην πραγματοποίηση εκτεταμένων πειραμάτων, χρησιμοποιώντας ως πειραματόζωα τους έγκλειστους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Υπάρχουν διαθέσιμες πολλές πραγματικά φρικτές περιγραφές από στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου δεκάδες ή και εκατοντάδες κρατούμενοι μολύνονταν με παθογόνους οργανισμούς, από ηπατίτιδα έως και βουβωνική πανώλη και πέθαιναν αργά και βασανιστικά, με τους Γερμανούς επιστήμονες να προσπαθούν να καταγράψουν τις αντιδράσεις του οργανισμού τους και να δοκιμάζουν διάφορα σκευάσματα προκειμένου να βρουν αποτελεσματικά εμβόλια κατά αυτών των ασθενειών.

Ανάλογα πειράματα με εξίσου απάνθρωπες μεθόδους και σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα διεξήγαγαν Ιάπωνες επιστήμονες πάνω σε αιχμάλωτους στην Κίνα.

ΤΟΡΠΙΛΕΣ KAI ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ 

Αν και τα επιτεύγματα των Γερμανών επιστημόνων και τεχνικών στον κατά θάλασσα πόλεμο δεν έχουν λάβει την ίδια δημοσιότητα με τα αντίστοιχα στον αέρα, στην πραγματικότητα ήταν εξίσου εντυπωσιακά. H Γερμανία -και η πρόγονός της, η Πρωσία- δεν ήταν παραδοσιακή θαλάσσια δύναμη. Τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση έγιναν κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, όταν εγκαινιάστηκε ένας εντυπωσιακός θαλάσσιος ανταγωνισμός με τη Βρετανία. O ακήρυχτος "πόλεμος των θωρηκτών" ήταν το αποτέλεσμα αυτής της κίνησης της Γερμανίας του Κάιζερ.


Ωστόσο οι θαλασσοκράτορες Βρετανοί, που είχαν τους πόρους μίας παγκόσμιας Αυτοκρατορίας στη διάθεσή τους, υπερίσχυσαν αποφασιστικά των στεριανών Γερμανών. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, η Γερμανία αρχικά δεν είχε τη δυνατότητα να ναυπηγήσει μεγάλα σκάφη επιφανείας, συνεπεία της συνθήκης των Βερσαλιών. Οι ναυπηγοί και ερευνητές άρχισαν να αναζητούν άλλους τρόπους για την εξασφάλιση του ελέγχου των θαλασσών, αν και μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ ξεκίνησε ένα υπερεντατικό πρόγραμμα ναυπήγησης πανίσχυρων θωρηκτών και καταδρομικών.

Όμως, οι Βρετανοί είχαν ένα προβάδισμα δύο δεκαετιών και ειδικά αφότου μπήκαν και οι Αμερικανοί στον πόλεμο, τα πράγματα έγιναν απελπιστικά για τους Γερμανούς. Άλλωστε, η αλήθεια ήταν ότι ο Χίτλερ και η ηγεσία του Γ' Ράιχ γενικότερα, ουδέποτε είχε ελπίσει ότι μπορεί να αφαιρέσει την κυριαρχία των θαλασσών από τους Βρετανούς. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που το Γερμανικό πολεμικό ναυτικό λάμβανε ελάχιστους πόρους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ακόμη και αυτοί οι λίγοι πόροι κατευθύνονταν συνήθως προς το μόνο όπλο όπου η Γερμανία υπερτερούσε στη θάλασσα με την έναρξη του πολέμου, τα υποβρύχια.

Το κύριο όπλο του Γερμανικού ναυτικού (Kriegsmarine) κατά τη διάρκεια του B' Π.Π. ήταν το υποβρύχιο. Σχετικά πρόσφατη εφεύρεση την εποχή αυτή, το υποβρύχιο αποδείχτηκε μία τεράστια απειλή για τους Συμμάχους και στα χέρια των καλά εκπαιδευμένων και αποφασισμένων πληρωμάτων τους, οι "αγέλες των λύκων" (όπως ονομάστηκαν τα Γερμανικά U-boote, καθώς "κυνηγούσαν" σε αγέλες, με την ίδια επιμονή και προσήλωση στο θύμα τους, όπως οι λύκοι) αποτέλεσαν πραγματικό φόβητρο για τους Συμμάχους, μέχρις ότου επινοήθηκαν τεχνικές και η ανάλογη τεχνολογία που επέτρεψε την αντιμετώπισή τους.

Το κύριο όπλο ενός υποβρυχίου ήταν οι τορπίλες, βλήματα που κινούνταν υποθαλάσσια και χτυπούσαν το στόχο τους με καταστρεπτικά αποτελέσματα. Οι τορπίλες όμως αντιμετώπιζαν ορισμένα πολύ σημαντικά προβλήματα, τα οποία περιόριζαν την επιτυχία τους. Κατ' αρχάς, ήταν ιδιαίτερα αργές. O εντοπισμός της τορπίλης -και αυτό ήταν το δεύτερο μειονέκτημά της- ήταν αρκετά εύκολος, λόγω των φυσαλίδων που παρήγαγε ο κινητήρας της και του έντονου ίχνους που άφηνε στην επιφάνεια του νερού.

Το τρίτο πρόβλημα ήταν ότι από τη στιγμή της άφεσής της από τους τορπιλοσωλήνες του υποβρυχίου, η τορπίλη δεν ήταν δυνατό να αλλάξει πορεία, απλώς συνέχιζε να κινείται σε ευθεία μέχρι να βρει στόχο ή να εξαντληθούν τα καύσιμά της.

''ΕΞΥΠΝΕΣ'' ΤΟΡΠΙΛΕΣ

Οι Γερμανοί μηχανικοί εργάζονταν εντατικά στην λύση αυτών των προβλημάτων, τα οποία περιόριζαν δραματικά τα ποσοστά επιτυχίας των U-boote, και σύντομα άρχισαν να παρουσιάζουν αποτελέσματα. Το πιο εντυπωσιακό απ' όλα, που έλυνε τα δύο από τα τρία παραπάνω προβλήματα, προτάθηκε από τη Jumo. Επρόκειτο για έναν επαναστατικό νέο κινητήρα, τον Jumo KM8, ο οποίος αφενός άφηνε ελάχιστο "ίχνος" αφού κατανάλωνε τα ίδια τα υπολλείμματά του, αφετέρου μπορούσε να κινήσει μία τορπίλη 2 τόνων με την εντυπωσιακή ταχύτητα των 40 κόμβων. Ήταν ακριβώς αυτό που χρειάζονταν τα υποβρύχια και η εντολή για τελειοποίηση του κινητήρα και ένταξη σε μαζική παραγωγή όσο το δυνατόν ταχύτερα δόθηκε άμεσα.

Ωστόσο, ο KM8 δεν έμελλε να χρησιμοποιηθεί επιχειρησιακά. H έλλειψη κατάλληλων πρώτων υλών, αλλά και τα προβλήματα που αντιμετώπισε το πρόγραμμα μαζικής παραγωγής του πριν καν ξεκινήσει, σε συνδυασμό με τις ταχύτατες αλλαγές προτεραιοτήτων της ηγεσίας του Γ' Ράιχ, δεν επέτρεψαν στον Jumo KM8 να παραχθεί. Πάντως, οι προσπάθειες για δημιουργία ισχυρότερων κινητήρων και ως εκ τούτου ταχύτερων τορπιλών και με λιγότερο ορατό ίχνος, ήταν μόνο η μία όψη του νομίσματος. H άλλη ήταν η δημιουργία τορπιλών που θα ακολουθούσαν το στόχο τους και δεν θα κινούνταν απλώς σε ευθεία γραμμή.

O πρώτος τρόπος που προτάθηκε ήταν να δημιουργηθεί μία τορπίλη που θα ανίχνευε το μαγνητικό πεδίο του πλοίου - στόχου, με την τοποθέτηση ενός πυροσωλήνα μαγνητικού εντοπισμού. Ως ιδέα ήταν λαμπρή και αρκετός χρόνος και χρήμα ξοδεύτηκαν για την υλοποίησή της, έως ότου οι Γερμανοί τεχνικοί καταλάβουν ότι ματαιοπονούσαν, αφού ένα άλλο όπλο που χρησιμοποιούσαν ευρέως από την αρχή του πολέμου, η μαγνητική νάρκη, είχε ωθήσει τους Συμμάχους να υιοθετήσουν αντίμετρα προστασίας των πλοίων από μαγνητικά μέσα. Δηλαδή, οι μαγνητικές τορπίλες θα ήταν παντελώς άχρηστες.

O δεύτερος τρόπος που προτάθηκε και τελικώς μπήκε σε εφαρμογή, ήταν ο εντοπισμός του στόχου μέσω του ήχου των μηχανών του. H περίφημη τορπίλη Falke ("Γεράκι") που εξόπλιζε το σύνολο των μονάδων του στόλου των υποβρυχίων του ναυάρχου Νταίνιτς μέχρι το 1943, ήταν μία τέτοια τορπίλη. Είχε ενσωματωμένη μία ακουστική συσκευή Zaunkönig, με την οποία μπορούσε να εντοπίσει το θόρυβο από τις μηχανές και τις προπέλες του πλοίου και να ενεργοποιήσει τα πτερύγια που κατηύθυναν την τορπίλη προς το στόχο. Αρχικά, η Falke αποδείχτηκε αποτελεσματική, έως ότου τα Βρετανικά πλοία υιοθέτησαν ένα εξαιρετικά απλό και ταυτόχρονα δραματικά αποτελεσματικό αντίμετρο.

Δύο ογκώδεις σιδηροσωλήνες (ένα σύστημα που οι Βρετανοί ονόμασαν "Foxer") ποντίζονταν με ένα απλό σύστημα σε απόσταση πίσω από τα πλοίο, σε συνεχή επαφή μαζί τους ώστε να δημιουργούν έναν έντονο θόρυβο, που υπερκέραζε το θόρυβο της μηχανής του πλοίου, με αποτέλεσμα οι "ακουστικές" τορπίλες να κατευθύνονται προς τους σωλήνες αντί για το σκάφος. Τόσο αυτή η τορπίλη -η FAT- όσο και ο διάδοχός της που ονομάστηκε LUT και που επιπρόσθετα είχε τη δυνατότητα αυξομείωσης της ταχύτητας πλεύσης της, είχαν μέτρια επιτυχία. Το σύστημα αυτό δεν αποδείχτηκε ιδιαίτερα αξιόπιστο στην πράξη.

H τελευταία από τις Γερμανικές προσπάθειες στην αύξηση της αποτελεσματικότητας των τορπιλών ήταν η διάταξη Schnee-Orgel, που αποτελούνταν από μία συστοιχία έξι τορπιλοσωλήνων, οι οποίοι έβαλαν ισάριθμες τορπίλες σε μία ομοβροντία. Το μυστικό ήταν ότι κάθε τορπίλη έφευγε με απόκλιση 1/6 της μοίρας από τη διπλανή της. Το αποτέλεσμα ήταν μία θανατηφόρος βεντάλια έξι τορπιλών, που ήταν πρακτικά αδύνατον να αστοχήσουν εφόσον βάλλονταν στοιχειωδώς προς τη γενική κατεύθυνση του πλοίου - στόχου.


ΑΠΟΚΡΥΨΗ KAI ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΣ

Με την εφεύρεση των συσκευών ηχοβολισμού (σόναρ) οι Σύμμαχοι απέκτησαν ένα πανίσχυρο όπλο ενάντια στα Γερμανικά υποβρύχια. Οι Γερμανοί αυτό που αναζητούσαν ήταν ένα σύστημα απόκρυψης του υποβρυχίου από τους εξελιγμένους αισθητήρες των συμμαχικών πλοίων. Μία συσκευή απόκρυψης που χρησιμοποιήθηκε αρκετά από τους Γερμανούς ήταν το Pillenwerfer ή Bold, το οποίο ήταν ένα κάνιστρο γεμάτο με ένα ειδικό χημικό, βασισμένο στο καρβίδιο του ασβεστίου.

Όταν το χημικό απελευθερωνόταν από το κάνιστρο, δημιουργούσε ένα πυκνό στρώμα από φυσαλίδες, που καθιστούσε πρακτικά αδύνατο τον εντοπισμό από συσκευή σόναρ, αφού αντανακλούσε τα σήματα δημιουργώντας θόρυβο και μη επιτρέποντας την ταυτοποίηση του υποβρυχίου. Οι Γερμανοί συνήθιζαν να χρησιμοποιούν το Pillenwerfer αμέσως μετά από κάποια επίθεσή τους ή όταν αντιλαμβάνονταν ότι βρίσκονταν σχετικά κοντά σε συμμαχικά σκάφη και κινδύνευαν να εντοπιστούν.

TO ΥΠΟΒΡΥΧΙΟ ΠΟΥ ΘΑ ΚΕΡΔΙΖΕ TON ΠΟΛΕΜΟ

H Γερμανία το 1942 έφθασε πολύ κοντά στο να φέρει τη Βρετανία σε αδιέξοδο. Οι Αμερικανικές νηοπομπές, το κύριο μέσο εφοδιασμού των Βρετανικών νησιών με τα απαραίτητα τρόφιμα και υλικά, υφίσταντο τρομακτικές απώλειες από τη δράση των Γερμανικών υποβρυχίων και οι ελλείψεις που δημιουργούνταν είχαν δραματικές επιπτώσεις τόσο στην πολεμική ετοιμότητα της Βρετανίας όσο και στο ηθικό του πληθυσμού.

Ωστόσο, από ένα σημείο και μετά, όταν εξελίχθηκαν οι συσκευές εντοπισμού, οι τεχνικές εναέριας παρατήρησης και δίωξης των υποβρυχίων και οι τακτικές συνοδείας των εμπορικών πλοίων, οι Βρετανοί ανάσαναν και οι "λύκοι" του Νταίνιτς έπαψαν να αποτελούν το φόβο και τον τρόμο των νηοπομπών που διέσχιζαν τον Ατλαντικό. Οι Γερμανοί είχαν φθάσει στην πηγή αλλά δεν μπορούσαν να πιουν νερό. Τα υποβρύχιά τους ήταν πλέον ανεπαρκή για το ρόλο που είχαν κληθεί να παίξουν στο συνεχώς μεταβαλλόμενο -και μάλιστα με θεαματική ταχύτητα- θαλάσσιο πεδίο μάχης του B' Π.Π. Τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ήταν η εξαιρετικά χαμηλή ταχύτητά τους σε κατάδυση.

Έτσι τα ανάγκαζε να διανύουν μεγάλες αποστάσεις σε ανάδυση, αποτελώντας έτσι εύκολο στόχο για τα συμμαχικά αεροσκάφη, καθώς και η περιορισμένη δυνατότητα αυτονομίας υπό κατάδυση (αφού οι βασικές μηχανές τους χρειάζονταν οξυγόνο). Άλλα προβλήματα είχαν να κάνουν με τα συστήματα εντοπισμού απειλών (είτε από πλοία επιφανείας είτε από αεροσκάφη), την αδυναμία κάλυψης του ίχνους τους κ.ά. Το βασικό σχέδιο των Γερμανικών υποβρυχίων προέρχεται από μελέτες που είχαν γίνει στα μέσα της δεκαετίας του '30 και στο εξαιρετικά ρευστό θαλάσσιο πεδίο μάχης του B' Π.Π., καμία σχεδίαση 10ετίας δεν μπορούσε να επιβιώσει.

Εφευρέσεις όπως το σνόρκελ, παρότι βοήθησαν τα Γερμανικά υποβρύχια να αποδώσουν καλύτερα, δεν ήταν από μόνες τους αρκετές για να ξαναδώσουν στα U-boote την αποτελεσματικότητα που είχαν πριν οι Σύμμαχοι βρουν τρόπους να τα αντιμετωπίσουν. Με άλλα λόγια, αυτό που χρειαζόταν η Γερμανία ήταν ένας νέος τύπος υποβρυχίου, που θα δημιουργούσε στους Σύμμαχους παρόμοια προβλήματα με αυτά που προκάλεσαν οι ''αγέλες των λύκων'' τα δύο πρώτα χρόνια του πολέμου. Ωστόσο, ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του και οι επαναστατικές αλλαγές που απαιτούσε το νέο υπερυποβρύχιο των Γερμανών δεν είχαν ακόμη συνδυαστεί σε μία κατασκευή ενός σκάφους που θα μπορούσε να ξαναδώσει στο Γ' Ράιχ την κυριαρχία στις θάλασσες.

Οι δοκιμές για έναν νέο τύπο υποβρυχίου ξεκίνησαν αρκετά αργά, μόλις το 1940, όταν ο ιδιοφυής καθηγητής Χέλμουτ Βάλτερ, ο εφευρέτης του φερώνυμου κινητήρα, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα πρωτότυπο υποβρύχιο, εξοπλισμένο με έναν δικό του κινητήρα. Το πειραματικό V80, ένα σκάφος εκτοπίσματος 75 τόνων, χρησιμοποιώντας έναν ατμοστρόβιλο, που τροφοδοτούνταν από έναν υβριδικό κινητήρα χημικής αντίδρασης, κατόρθωσε να πετύχει ήδη από τις πρώτες δοκιμές του ένα απίστευτο ρεκόρ ταχύτητας σε κατάδυση: 30 κόμβους, σχεδόν τρεις φορές την ανώτερη ταχύτητα που επιτύγχαναν τα συμβατικά υποβρύχια που κινούνταν με μπαταρίες (11 κόμβους).

Φυσικά, ο Βάλτερ πρότεινε το σχέδιό του στο Kriegsmarine, αλλά συνάντησε μάλλον χλιαρές αντιδράσεις. O σημαντικότερος προβληματισμός των μελών της επιτροπής ήταν η ανάγκη εκτεταμένων χώρων αποθήκευσης των χημικών που ήταν απαραίτητα στον κινητήρα για να παράγει τον ατμό που θα κινούσε τον ατμοστρόβιλο. O Βάλτερ πρότεινε την κατασκευή ενός ειδικού διαμερίσματος κάτω από το κυρίως σώμα του υποβρυχίου, το οποίο θα λειτουργούσε ως δεξαμενή καυσίμου. Ωστόσο η αποθήκευση του καυσίμου δεν ήταν το μόνο πρόβλημα.

Τα ίδια τα καύσιμα ήταν μάλλον δύσκολο να βρεθούν και το ότι ήταν τα ίδια που χρησιμοποιούνταν για την λειτουργία των καταπελτών που εκτόξευαν τους V-1 δεν διευκόλυνε ιδιαίτερα την κατάσταση.

ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΑ ΥΠΟΒΡΥΧΙΑ

Όμως, οι Γερμανοί ερευνητές αναζητούσαν και από άλλους δρόμους τη λύση στο πρόβλημα της κίνησης των υποβρυχίων και της εξαφάνισης των αδυναμιών που είχαν καταστήσει τα παλιότερα U-boote περίπου άχρηστα. Το αποτέλεσμα αυτών των ερευνών ήταν το ωκεανοπόρο XXI και το παράκτιο ΧΧΙΙΙ. Το δεύτερο υποβρύχιο είχε αρκετές αδυναμίες, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν ότι είχε τη δυνατότητα να φέρει μόλις δύο τορπίλες, προεγκατεστημένες στους ισάριθμους τορπιλοσωλήνες του και έτοιμες για βολή. Αφού εκτόξευε τις δύο αυτές τορπίλες, το υποβρύχιο έπρεπε να επιστρέψει στη βάση του για ανεφοδιασμό.

Βεβαίως, στην πραγματικότητα ο ρόλος που επιφυλασσόταν στο υποβρύχιο αυτό καθιστούσε ίσως περιττό μεγαλύτερο φορτίο τορπιλών, καθώς η αυτονομία του σε κατάδυση ήταν 325 χιλιόμετρα, ενώ στην πραγματικότητα προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί μόνο σε ρόλους παράκτιου φύλακα. Όσον αφορά στις δυνατότητές του, το "μικρό" της Kriegsmarine (που στην πραγματικότητα δεν ήταν ιδιαίτερα μικρό) ήταν ένα πραγματικό διαμάντι. Με κίνηση από μία ισχυρή μηχανή MWM Diesel, που κινούσε δύο ηλεκτροκινητήρες, μπορούσε να πιάσει σε κατάδυση 22 κόμβους, διπλάσιο από τα υποβρύχια της προηγούμενης γενιάς.


Είχε ειδική λειτουργία με τη δευτερεύουσα, παντελώς αθόρυβη μηχανή του, που του έδινε τη δυνατότητα να κινείται σε κατάδυση με ταχύτητα 4-5 κόμβων για 40 ολόκληρες ώρες. Αυτή η δευτερεύουσα μηχανή έμπαινε σε ενέργεια όταν το υποβρύχιο κινδύνευε να γίνει αντιληπτό και έπρεπε να ξεφύγει από τους διώκτες του. Να σημειώσουμε ότι το μήκος του ΧΧΙΙΙ ήταν 34,7 μέτρα, το εκτόπισμά του σε κατάδυση 256 τόνοι και είχε πλήρωμα 14 ανδρών. Αντίθετα με το συμμαζεμένο σε διαστάσεις ΧΧΙΙΙ, το δεύτερο υπερυποβρύχιο που ανέπτυξε η Γερμανία για χρήση στον B' Π.Π. ήταν πολύ μεγαλύτερο.

Το XXI έφερε μία μικρή επανάσταση στο θαλάσσιο πόλεμο και πολλοί εκτιμούν ότι αν είχε προλάβει να μπει σε υπηρεσία μερικούς μήνες πριν από την λήξη του πολέμου, θα είχε πετύχει εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το XXI εκτόπιζε 1.819 τόνους σε κατάδυση, είχε μήκος 76,7 μέτρα, πλήρωμα 57 ανδρών και πετύχαινε ταχύτητα 17 κόμβων σε κατάδυση. H σχεδίασή του ήταν εξαιρετική και ενσωμάτωνε τις πιο πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις, σε έναν συνδυασμό που θα το καθιστούσε, αν ήταν δυνατό να παραχθεί έγκαιρα και σε ικανούς αριθμούς, πραγματικό κυρίαρχο των θαλασσών.

Το XXI μπορούσε να παραμείνει σε κατάδυση ακόμη περισσότερες ώρες απ’ ό,τι το ΧΧΙΙΙ, κινούμενο με ταχύτητα 5-6 κόμβους και σε απόλυτη σιωπή. O οπλισμός του, αντίθετα με το ΧΧΙΙΙ, ήταν υπερπλήρης, αφού διέθετε 6 τορπιλοσωλήνες, ενώ το πλήρες φορτίο του ήταν 23 τορπίλες. Ένα εντυπωσιακό στοιχείο, χαρακτηριστικό τόσο του XXI όσο και του ΧΧΙΙΙ, ήταν ότι πετύχαινε μεγαλύτερες ταχύτητες σε κατάδυση απ' ό,τι στην επιφάνεια της θάλασσας, κάτι πρωτόγνωρο για υποβρύχιο την εποχή εκείνη. Το XXI είχε προγραμματιστεί να παραχθεί σε μεγάλους αριθμούς, όμως μόλις δύο υποβρύχια του τύπου παραδόθηκαν στις μονάδες τους και μετείχαν σε περιπολίες τις τελευταίες μέρες του πολέμου.

Είναι ευρέως διαδεδομένη -και πιθανόν αληθινή- η ιστορία για το ένα από τα δύο αυτά XXI, που ως U-2521 πέρασε δίπλα (ή μάλλον κάτω) από το σύνολο των Βρετανικών στολίσκων που αναζητούσαν Γερμανικά υποβρύχια δίχως να εντοπιστεί, ενώ σε μία επίδειξη θάρρους ο κυβερνήτης του το οδήγησε σε έναν εικονικό τορπιλισμό (έκανε δηλαδή όλες τις ενέργειες τορπιλισμού εκτός από την πυροδότηση των τορπιλών) ενός Βρετανικού καταδρομικού, πριν αναδυθεί και παραδοθεί. Ήταν μία μικρή επίδειξη των δυνατοτήτων ενός υποβρυχίου που άλλαξε ολόκληρη την ιστορία των υποβρυχίων.

Η ΠΕΜΠΤΗ ΦΑΛΑΓΞ

Η 5η Φάλαγγα ήταν ένα νέο όπλο που εμφανίσθηκε στον Β' Π.Π. Η Προπαγάνδα που ως τότε ασκείτο χωρίς μέθοδο από τις κυβερνήσεις αποτέλεσε μια νέα διάσταση του πολέμου εκείνου και αιφνιδίασε τους Συμμάχους. Για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας αυτή είχε ενταχθεί από τον Χίτλερ ως μέσον πολέμου. Σπονδυλική στήλη αποτέλεσαν τα Γερμανικά μέσα προπαγάνδας και ενημερώσεως της κοινής γνώμης, που ενεργούσαν με απόλυτη επιτυχία, ιδιαίτερα κατά τα πρώτα στάδια του πολέμου. Πρωτοπόρο μέσον προπαγάνδας εκείνη την εποχή ήταν το Ραδιόφωνο, που τότε έκανε μαζικά την εμφάνιση του.

Επίσης ήταν και οι στρατιές των Ναζιστών και φιλοναζιστών πρακτόρων που αλώνιζαν τις χώρες - στόχους της Βέρμαχτ και παρέλυαν την προς άμυνα αντίσταση των αντιπάλων πριν από κάθε στρατιωτική εισβολή. Παράλληλα ήταν και οι σαμποτέρ και προβοκάτορες που δημιουργούσαν τα αρνητικά αποτελέσματα, προκειμένου να τα εκμεταλλευθεί η Γερμανική προπαγάνδα. Ήταν δε τόση η επιτυχία του Ψυχολογικού Όπλου ώστε η άμυνα της Ευρώπης κατέρρευσε (πλην της Ελλάδος) κυριολεκτικά σαν χαρταετός σε ελάχιστες ημέρες:

Ελλάς: 219
Νορβηγία 61
Γαλλία 43 (Η υπερδύναμη της εποχής)
Πολωνία 30
Βέλγιο 18
Ολλανδία 4
Γιουγκοσλαβία 3
Δανία 0 μέρες.
(Οι Δανοί παραδόθηκαν σε έναν μοτοσικλετιστή του Χίτλερ ο οποίος μετέφερε στον Δανό βασιλιά αίτηση του Χίτλερ για διέλευση των Ναζιστικών στρατευμάτων, ο Δανός βασιλιάς σε ένδειξη υποταγής παρέδωσε το στέμμα του στον μοτοσικλετιστή για να το πάει στο Βερολίνο και στον Χίτλερ).
Τσεχοσλοβακία 0
Λουξεμβούργο 0

Η 5η Φάλαγγα του Χίτλερ είχε την δύναμη να παραλύει την άμυνα των λαών πριν ακόμη δώσουν την μάχη . Πατέρας της προπαγάνδας είναι το δαιμόνιος Γκαίμπελς . Το σύνθημα του ήταν ''πέσε πέσε κάτι θα μείνει''. Η επανάληψη και το ψεύδος διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Από αρχαιοτάτης εποχής βέβαια υπήρχε η προπαγάνδα σαν μέσον επηρεασμού της κοινής γνώμης. Όμως ο Γκαίμπελς την έβαλε σε σωστές επιστημονικές και τεχνολογικές βάσεις και την έκανε εφηρμοσμένη τέχνη και ''εργαλείο'' με αρχές και κανόνες, που προηγείτο του πολέμου και άνοιγε ψυχολογικά ρήγματα στην γραμμή αμύνης του αντιπάλου.

Προσβάλλει την ψυχή και το πνεύμα του ανθρώπου και ελέγχει την σκέψη, μειώνει την δράση και δημιουργεί χάος και αμφιβολία. Έτσι καθιστά απρόθυμο το άτομο για αντίσταση. Το αήττητο του Άξονος ήταν το κυριαρχούν σλόγκαν που έκαμπτε το ηθικόν των μαχητών . Τους υπέβαλε την ιδέα ότι κάθε αντίσταση ήταν άπελπις και καταδικασμένη. Επομένως η παράδοση ήταν η περισσότερο σώφρων λύση. Με διάφορα συνθήματα (η Γερμανία υπεράνω όλων) , προϊστορικά σύμβολα (σβάστικα), και με διάφορα εκφοβιστικά τεχνάσματα, όπως λ.χ, τα αεροπλάνα στούκας καθέτου εφορμήσεως, τα ''θαυματουργά όπλα'', οι τεθωρακισμένες στρατιές, το αγέρωχο ύφος.


Το βήμα της χήνας, η σιδηρά πειθαρχία και αυστηρότης μέχρι ωμότητας των Γερμανικών στρατευμάτων κ.α. έκαμπτε το ηθικό του αντιπάλου. Με την μέθοδο του μονοδρόμου των επιλογών ο Γκαίμπελς είχε κερδίσει αναίμακτες νίκες σε όλη την Ευρώπη. Ακόμη και οι Γερμανοί στρατηγοί, όπως λ.χ ο Ρόμελ, είχαν δημιουργήσει ένα φωτοστέφανο γύρω τους, που παρέλυε την διάθεση προς αντίσταση της συμμαχικής 8ης Στρατιάς της Αφρικής. Έκτοτε την ανάγκη του Ψυχολογικού Πολέμου αντελήφθησαν πλήρως και οι Σύμμαχοι, οι οποίοι ενέταξαν τον Πόλεμο τούτο στα σχέδια τους κατά τον Ψυχρό Πόλεμο εναντίον του Κομμουνισμού και της Σοβιετικής Ένωσης με απόλυτη επιτυχία.

Η προπαγάνδα βασίζεται στην μισή αλήθεια ή στην αποσιώπηση αυτής και συνήθως στο ψέμα και στην διαστρέβλωση της αλήθειας. Και ως ένα βαθμό η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης οφείλεται και στην καλύτερη και πιο διεισδυτική και λογικοφανή προπαγάνδα των δυτικών. Και τούτο διότι το ΝΑΤΟ μελέτησε με επιστημονικό τρόπο τον ψυχολογικό έλεγχο της γνώσεως και της σκέψεως των μαζών και τα εφήρμοσε δια των Μ.Μ.Ε και ιδιαίτερα μέσω της μικρής οθόνης. Η ενημέρωση και ψυχαγωγία της κοινής γνώμης, είναι σήμερα τα εργαλεία της προπαγάνδας.

Τα Μ.Μ.Ε έγιναν η Τετάρτη Εξουσία (Τύπος, Ραδιόφωνο, Τηλεόραση, Ψυχαγωγία - Κινηματογράφος, εκδόσεις - βιβλίο κ.α) και διαμορφώνουν και ελέγχουν την πολιτική εξουσία, την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο. Με τον ''Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας'' η Προπαγάνδα έγινε ένα τρομερότατο όπλο στα χέρια των ολίγων και σε βάρος των πολλών. Έχει καταθλιπτική επίδραση στο άτομο που νοιώθει αδύναμο να αντιδράσει ενάντια στις παγκόσμιες εξουσιαστικές δυνάμεις. Ο Γκαίμπελς σε σύγκριση με τους σημερινούς επιστήμονες προπαγανδιστές μοιάζει με ερασιτέχνη.

Σήμερα με την βοήθεια των πιο σύγχρονων τεχνολογικών και επιστημονικών μεθόδων κάνουν σωστή πλύση του εγκεφάλου του ατόμου. Έχουν την δύναμη να βάζουν στην σκέψη του ατόμου εκείνο που αυτοί θέλουν να σκεφθεί. Με τον τρόπο αυτό έχουν αποβλακώσει τις κοινωνίες ώστε να μην αντιδρούν ακόμη και μπρος στην καταστροφή τους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το ερώτημα που θέτουν πολλοί είναι αν ο Χίτλερ διέθετε μυστικά όπλα και τι είδους όπλα ήσαν αυτά; Και τούτο διότι έχουν κυκλοφορήσει φανταστικές ιστορίες που αντί να φωτίσουν την αλήθεια την συσκότισαν ακόμη περισσότερα μεταξύ του μύθου και της φαντασίας. Θα ξεκινήσουμε λοιπόν από τον Α' Π.Π ο οποίος εξέθρεψε το Ναζιστικό καθεστώς. Βρισκόμαστε ολίγον μετά την ταπεινωτική και εξουθενωτική Συνθήκη των Βερσαλλιών που σφράγισε τον Α' Π.Π. Αυτή και η οικονομική καταστροφή που έπληξε την Γερμανία ήταν η κυριότερη αιτία της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία.

Η υπόσχεση του Χίτλερ προς τον ταπεινωμένο και πεινασμένο Γερμανικό λαό ήταν ψωμί, δουλειά και η Εθνική Ανόρθωση της Γερμανίας. Αλλά πως; Η κυριότερη διάσταση εθνικής ισχύος είναι η Ένοπλες Δυνάμεις (Ε.Δ). Μόνον όταν ένα κράτος έχει ισχυρές Ε.Δ μπορεί να υποστηρίξει αποτελεσματικά την εξωτερική του πολιτική, να εξασφαλίσει την εθνική του άμυνα και ασφάλεια και να ικανοποιήσει τους εθνικούς του στόχους. Ο Χίτλερ λοιπόν εκ των πρώτων του έργων ήταν η ενίσχυση στο έπακρον των Ε.Δ.

Επειδή η Γερμανία ήταν σχετικά ολιγάριθμο έθνος, σε σχέση με τους αντιπάλους της (Γαλλία, Βρετανία, Σοβιετική Ένωση κ.α) και δεν διέθετε άφθονες πρώτες ύλες, οι Γερμανικές Ε.Δ έπρεπε να στηριχθούν στην ποιοτική αναβάθμιση έναντι της ποσότητος των αντιπάλων της. Άρα ήταν ανάγκη να επιτύχουν επαναστατικές τεχνολογικές καινοτομίες στα οπλικά συστήματα, στην στρατηγική και στην τακτική του πολέμου. Έτσι έφτασαν στον Αστραπιαίο Πόλεμο (Blitz Krieg) ο οποίος βασίστηκε στον τολμηρό ελιγμό με βάση το τριώνυμο:

α) Τεθωρακισμένες Δυνάμεις, (με τα περίφημα Πάντσερ).

β) Αεροπορία Υποστηρίξεως (τα τρομερά Στούκας).

γ) Τα Υποβρύχια (U-Boote) για την αποκοπή του ανεφοδιασμού των αντιπάλων του.

Ο συνδυασμός τούτων έδωσε τις πρώτες νικηφόρες εκστρατείες εναντίον της Πολωνίας, Γαλλίας, Βελγίου, Ολλανδίας, Σοβιετικής Ενώσεως κ.α και απομόνωσε την Βρετανία. Από το 1936 ο Χίτλερ είχε δώσει εντολή να αναπτύξουν τα ''θαυματουργά όπλα'' (Wunderwaffen). Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η έρευνα επί των νέων οπλικών συστημάτων δεν ακολούθησε την πεπατημένη. Οι Γερμανοί μηχανικοί αναζήτησαν νέες επαναστατικές ενεργειακές πηγές, νέα συστήματα προωθήσεως, νέα άνευ πιλότου καθοδηγούμενα οχήματα, νέα εκρηκτικά κ.α.


Η έρευνα τούτων ανατέθηκαν ερευνητικά κέντρα, σε εργαστήρια εταιρειών και τεχνολογικά ιδρύματα. Οι δοκιμές γίνονταν σε ειδικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, η κυριότερη εκ των οποίων ήταν το Πεενεμούντε. Τα πραγματικά όπλα είναι τα εξής :

  • V-1 Καθοδηγούμενος Πύραυλος (Cruise Missile)
  • V-2 Βαλλιστικός Πύραυλος(Ballistic Missile)
  • Ατομική Βόμβα
  • Ελικόπτερο
  • Αεριωθούμενα Αεροσκάφη
  • Πυροβόλα Μαμούθ
  • Πυραυλικά Αντιαεροπορικά Όπλα (Βλήματα Αέρος-Αέρος και Αέρος-Εδάφους)
  • V-3 Υπερ-Πυροβόλα
  • Υποβρύχια (U-Boote) - Τορπίλες - Σνόκερλ και άλλες θαλάσσιες καινοτομίες
  • Χημικά - Βιολογικά (Αέρια Νεύρων)

Από αυτά άλλα μεν τέθηκαν σε επιχειρησιακή χρήση, χρησιμοποιηθέντα προς το τέλος του πολέμου, άλλα παρήχθησαν στα εργοστάσια αλλά δεν πρόλαβαν να χρησιμοποιηθούν στο πεδίο της μάχης, μερικά έμειναν στα πρωτότυπα και δεν πρόλαβαν να δοκιμασθούν, ενώ άλλα έμειναν στα σχέδια. Ο Χίτλερ δεν ήταν έτοιμος την εποχή του 1939, να διεξάγει ένα νικηφόρο πόλεμο ιδιαίτερα εναντίον του πανίσχυρου βιομηχανικού κολοσσού των Η.Π.Α, διότι ακόμη δεν είχε παράγει τα νέα του όπλα . Μερικά από τα θαυματουργά όπλα ετέθησαν σε επιχειρησιακή χρήση το τελευταίο ή προτελευταίο έτος του πολέμου, ενώ άλλα δεν μπόρεσαν να βγουν από τα εργοστάσια, τα πεδία δοκιμών ή και τα σχεδιαστήρια των εργαστηρίων.

Ήταν τόσο πολλά τα σχέδια και τόσο επαναστατικές και καινοτομικές οι μακέτες που δεν ήταν  κατορθωτό όλα να τύχουν ικανοποιητικής προτεραιότητος και χρηματοδότησης για την τελική ανάπτυξη τους. Και τούτο για πολλούς και ποικίλους λόγους εκ των οποίων οι κυριότεροι ήταν :

  • Οι ρεαλιστικές ανάγκες του πολέμου απαιτούσαν την παραγωγή των δοκιμασμένων επιχειρησιακών οπλικών συστημάτων για την διεξαγωγή του πολέμου. Τούτο είχε σαν αποτέλεσμα τον παραμερισμό των καινοτομιών σε βραδύτερο χρόνο. Παράδειγμα η αναβολή της αναπτύξεως της ατομικής βόμβας ως την ημέρα ενάρξεως του πολέμου, οπότε ο Χίτλερ έδωσε εντολή για την εντατικοποίηση των ερευνών. Ένα από τα εργαστήρια παραγωγής του ''Βαρέως Ύδατος'' (Διοξειδίου του Δευτερίου) ήταν στο Vemok της Νορβηγίας, όπου διεξήχθη μυστική επιχείρηση κομάντος με την υποστήριξη της συμμαχικής βομβαρδιστικής αεροπορίας για την καταστροφή της.
  • Η Γερμανία είχε περιορισμένες πρώτες ύλες και στερείτο ορισμένων στρατηγικών υλών διότι αυτές εισαγόταν από το εξωτερικό. Παράδειγμα η κατασκευή του Πυραύλου V-1 γινόταν ο σκελετός του από σίδηρο και τα τοιχώματα από κόντρα πλακέ διότι δεν υπήρχε αλουμίνιο. Και φυσικά δεν είναι ακόμη γνωστό ότι η επιχείρηση καταστροφής της γέφυρας του Γοργοποτάμου τον Νοέμβριο 1942 έγινε για την διακοπή της ροής του Αλουμινίου από την Στερεά Ελλάδα στην Γερμανία. Αυτό αναφέρεται στο βιβλίο ''YIANNIS'' του Γιάννη Γιάνναρη από το Σικάγο ο οποίος ήταν διοικητής των Αμερικανών κομάντος (OSS) που συμμετείχαν στην επιχείρηση εκείνη.
  • Ο ανταγωνισμός των εταιρειών μεταξύ τους, αλλά και μεταξύ των Γενικών Επιτελείων για το ποιος θα λάβει τα περισσότερα προγράμματα και κονδύλια.
  • Οι παλινωδίες συχνά του δικτάτορα χάλασαν τα σχέδια και επέφεραν αλλαγή των προγραμμάτων. Παράδειγμα η αναβολή της μαζικής κατασκευής του πρώτου στον κόσμο αεριωθούμενου Me-262 του οποίου η επιτυχής δοκιμή έγινε στις 22 / 04 / 1943. Τότε ο Χίτλερ έδωσε διαταγή να τροποποιηθεί σε βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας. Αποτέλεσμα τούτου ήταν  να εμφανισθεί στο πεδίο της μάχης στο δυτικό μέτωπο την άνοιξη του 1944.
  • Οι σαρωτικοί βομβαρδισμοί των Συμμάχων -και ιδιαίτερα των Αμερικανικών βομβαρδιστικών Β-17- κατέστρεφαν συστηματικά την βιομηχανική βάση των Γερμανικών πόλεων, κατέστρεφαν το συγκοινωνιακό δίκτυο και διέλυαν τις θέσεις δοκιμών και εκτοξεύσεως των Πυραύλων V-1 και V-2 στο Πεενεμούντε, στην Γαλλία και Ολλανδία.

Στα τελευταία στάδια του πολέμου η ευαίσθητη πολεμική βιομηχανία των θαυματουργών όπλων είχε μεταφερθεί σε υπόγειες στοές για ν’ αποφεύγει τα τρομακτικά χτυπήματα της Αμερικανικής Αεροπορίας. Τα πρώτα επιχειρησιακά όπλα που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις στο τελευταίο έτος του πολέμου ήταν οι Πύραυλοι, πρώτα ο V-1 και μετά ο V-2. Συνολικά ως τον Φεβρουάριο 1944 κατασκευάσθηκαν 1400 κομμάτια και αν όλα έβαιναν καλώς έως τον Μάιο 1944, προβλεπόταν η κατασκευή 10.000 - 12.000 V-1. Τότε θα γίνονταν μαζική επίθεση κατά της Βρετανίας.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ













(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)




(ΜΕΡΟΣ Β')


* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Α' 







ΜΕΡΟΣ Α' : http://greekworldhistory.blogspot.gr/2015/10/toy.html

ΜΕΡΟΣ Β' : http://greekworldhistory.blogspot.gr/2015/10/toy_5.html


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου