1 Οκτ 2015

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΟΠΛΑ TOY Γ' ΡΑΪΧ (ΜΕΡΟΣ Α')


ΤΑ ΥΠΕΡΟΠΛΑ ΤΟΥ Γ' ΡΑΙΧ 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

O B' Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε ως μία προσπάθεια των εμπλεκομένων να ξεκαθαρίσουν τα γεωπολιτικά αδιέξοδα που δημιούργησαν το ''ημιτελές'' αποτέλεσμα του A' Π.Π. και το γενικότερο κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον του μεσοπολέμου. Στην πορεία εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη ανθρωποσφαγή της ιστορίας, με δεκάδες εκατομμυρίων θυμάτων και με τη μισή Ευρώπη παντελώς κατεστραμμένη. Ταυτόχρονα όμως, ο Β' Π.Π. αποτέλεσε ένα μοναδικό εργαστήριο έρευνας και εξέλιξης νέων τεχνολογιών. H οργιαστική εξέλιξη μιας σειράς από τεχνολογίες που γεννήθηκαν μέσα από κοινωνίες που ήταν επιστρατευμένες σε έναν πόλεμο που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί η ανθρωπότητα, ήταν εκπληκτική και άνευ προηγουμένου...


Οι Γερμανοί είχαν μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή επίδοση στον τομέα της τεχνολογικής καινοτομίας κατά τη διάρκεια του B' Π.Π., κάτι που έχει την εξήγησή του. Η Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ ενεπλάκη σε έναν πολυμέτωπο αγώνα, όπου -τουλάχιστον από ένα χρονικό σημείο και μετά- φάνηκε καθαρά ότι υστερεί απελπιστικά σε σχέση με τους αντιπάλους της σε παραγωγικές δυνατότητες και μέγεθος. H μόνη λύση για τους Γερμανούς ήταν η πλήρης αξιοποίηση του πλούσιου επιστημονικού και τεχνικού δυναμικού που διέθεταν, ώστε να αποκτήσουν όπλα που θα τους επέτρεπαν να ανακτήσουν το πλεονέκτημα σε έναν πόλεμο τον οποίο δεν ήταν δυνατόν να κερδίσουν με συμβατικά μέσα.

Αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών, που έγιναν τόσο σε κρατικά όσο και σε ιδιωτικά εργαστήρια, ήταν τα Wunderwaffen, τα ''θαυματουργά'' όπλα. Από τους περίφημους πυραύλους V-1 και V-2 μέχρι τα αεριωθούμενα Me 262 και από τα τρομακτικά αέρια νεύρων έως την υποτιθέμενη ''Γερμανική ατομική βόμβα'', οι έρευνες των επιστημόνων του Γ' Ράιχ είχαν ως αποτέλεσμα μια σειρά οπλικών συστημάτων που καθόρισαν το τοπίο στην τεχνολογία του πολέμου για τις επόμενες δεκαετίες. Αυτά τα εντυπωσιακά οπλικά συστήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων δεν πρόλαβαν οι Γερμανοί να χρησιμοποιήσουν στον πόλεμο, θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια.

Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Ο όρος Ναζιστική Γερμανία ή Τρίτο Ράιχ , επίσημο όνομα Γερμανική Αυτοκρατορία (Deutsches Reich) και αργότερα Μείζων Γερμανική Αυτοκρατορία (Großdeutsches Reich), αναφέρεται στη Γερμανία της περιόδου 1933 - 1945, κατά την οποία το Ναζιστικό Κόμμα με επικεφαλής τον Αδόλφο Χίτλερ, ήταν στην εξουσία. Η εξωτερική πολιτική που ακολούθησε η Ναζιστική Γερμανία, βασισμένη κυρίως στην έννοια του "ζωτικού χώρου", (Lebensraum), ήταν ανάμεσα στους κύριους λόγους του ξεσπάσματος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.

Το Ναζιστικό καθεστώς άλλαξε ολοσχερώς τις πολιτικές και κοινωνικές δομές στη χώρα, καθιερώνοντας τον "υπέρτατο Ηγέτη" (Φύρερ) και υιοθετώντας φυλετική πολιτική, η οποία οδήγησε στη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης και, τελικά, στο Ολοκαύτωμα των Εβραίων της Ευρώπης. Η ένοπλη σύρραξη που προκλήθηκε από την πολιτική του καθεστώτος είχε ως συνέπεια τη μεταβολή του παγκόσμιου χάρτη. Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Γερμανική μοναρχία καταλύθηκε και, από το 1919, εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης.

Η Συνθήκη των Βερσαλλιών υπήρξε εξουθενωτική για τη Γερμανία, επιβάλλοντάς της σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις στην Πολωνία και τη Γαλλία, ασφυκτικούς περιορισμούς στις ένοπλες δυνάμεις (στράτευμα - Ράιχσβερ (Reichswehr) έως 100.000 στελέχη κατ' ανώτατο όριο), υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και την περίφημη παράγραφο περί αποκλειστικής ενοχής της Γερμανίας για το ξέσπασμα του πολέμου. Συνθήκες εμφυλίου πολέμου επικράτησαν την περίοδο 1919 - 1923, με βίαιες συγκρούσεις μεταξύ σοσιαλιστών, κομμουνιστών και ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων, των Φράικορπς.

Από τα πιο αιματηρά επεισόδια αυτής της διαμάχης ήταν και η αιματηρή καταστολή της "Δημοκρατίας των Συμβουλίων" (Räterepublik) στο Μόναχο. Ταυτόχρονα, τα προβλήματα της οικονομίας, μαστιζόμενης από τον πληθωρισμό, προκάλεσαν κατά το 1922 - 1923, την κατάληψη της Ρηνανίας από Γαλλικά στρατεύματα, καθώς η Γερμανική κυβέρνηση αδυνατούσε να καταβάλει έγκαιρα τις οφειλόμενες πολεμικές αποζημιώσεις. Η Γερμανική κυβέρνηση, ανίκανη να αντιδράσει στρατιωτικά, υποκίνησε απεργία των εργαζομένων στις βιομηχανίες του Ρουρ, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκατό εργατών από το πυρ που άνοιξαν τα Γαλλικά στρατεύματα.

Ο στραγγαλισμός του εμπορίου και των διεθνών σχέσεων της Γερμανίας, λόγω της Συνθήκης, οδήγησε σε πληθωρισμό, ανεργία και οικονομική ανέχεια. Στις αρχές, μάλιστα, της δεκαετίας του '20 ο πληθωρισμός έφθασε σε πρωτόγνωρα, ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, ύψη. Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται κάπως, όταν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν ότι η Γερμανία τείνει να μετατραπεί σε καζάνι που βράζει. Υπό την ηγεσία του Γκούσταβ Στρέζεμαν (Gustav Stresemann), ενός έντονα εθνικόφρονα αλλά και ρεαλιστή πολιτικού, η Γερμανία ακολούθησε τη λεγόμενη "πολιτική της εκπλήρωσης" (Erfüllungspolitik) των υποχρεώσεών της.

Της επετράπη, έτσι, η είσοδος στην Κοινωνία των Εθνών (Συνθήκες του Λοκάρνο), που οδήγησε σε άρση του εμπάργκο και βελτίωση των κρατικών οικονομικών, ειδικά με την αθρόα εισροή Αμερικανικών δανείων, καθώς και ελαφρά άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε η συνεργασία με τον έτερο διεθνή παρία, τη Σοβιετική Ένωση (Συνθήκη του Ραπάλλο). Κατά το διάστημα 1924 - 1929 η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γνώρισε τη "χρυσή εποχή" της. Ωστόσο, λίγο πριν τον θάνατό του το 1929, ο Στρέζεμαν έκανε την εξής διαπίστωση:

"Η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας εμφανίζεται ανθηρή μόνο στην επιφάνεια. Η Γερμανία στην πραγματικότητα βαδίζει επάνω στον κρατήρα ενός ηφαιστείου. Αν κληθεί να εκπληρώσει άμεσα τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της, ένα μεγάλο τμήμα της οικονομίας της θα καταρρεύσει". Μέσα σε αυτή την κατάσταση, εμφανίστηκε στη Βαυαρία του 1919 ένα μικρό πολιτικό κόμμα, το Κόμμα των Γερμανών Εργατών (Deutsche Arbeiterpartei, DAP). Το δημιούργησαν οι Άντον Ντρέξλερ (Anton Drexler), Ντίτριχ Έκαρτ (Dietrich Eckhart) και Γκόντφριντ Φέντερ (Gottfried Feder). Αρχηγός του ορίστηκε ο Άντον Ντρέξλερ. Η Βαυαρία εκείνη την περίοδο ήταν ένα από τα κύρια κέντρα της Γερμανικής άκρας δεξιάς.


Με την ενεργό υποστήριξη της τοπικής Ράιχσβερ, πληθώρα παραστρατιωτικών ομάδων και πολιτικών σχηματισμών δημιουργήθηκαν από τις τάξεις των Φράικορπς, των οποίων ο πολιτικός προσανατολισμός ήταν έντονα αντικομμουνιστικός, παγγερμανικός και αντισημιτικός. Μέλος του κόμματος έγινε τότε και ένας δεκανέας, γεννημένος στο Μπραουνάου αμ Ιν (Braunau am Inn) της Αυστρίας, ο Αδόλφος Χίτλερ (Adolf Hitler). Ενώ το κόμμα αγωνιζόταν χωρίς ιδιαίτερα ικανό αρχηγό, ο Χίτλερ σύντομα κατάφερε να ξεχωρίσει, χάρη στη δεινή ρητορική του, και να αναλάβει την αρχηγία του (29 Ιουλίου 1921).

Ως αρχηγός πλέον, ο Χίτλερ μετονομάζει το Κόμμα σε Nationalsozialistische Deutsche Arbeiter Partei (Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα, NSDAP) ή, συντομογραφικά, Ναζί. Παράλληλα, ο Χίτλερ με τους συνεργάτες του, καταρτίζουν ένα πρόγραμμα είκοσι πέντε σημείων, το οποίο και θα αποτελέσει το πολιτικό μανιφέστο του Κόμματος. Η δημοτικότητα του Κόμματος αυξάνεται συνεχώς, καθώς πολλά από τα σημεία του μανιφέστου έχουν ευρεία λαϊκή απήχηση. Αυτό παρασύρει τον Χίτλερ, ο οποίος με την πεποίθηση ότι ο λαός θα ακολουθήσει, προχωρεί με τους συνεργάτες του και την υποστήριξη του στρατηγού και ήρωα του πολέμου, Έριχ Λούντεντορφ σε πραξικόπημα στο Μόναχο στις 9 Νοεμβρίου 1923.

Με κακό συντονισμό, και αποτυγχάνοντας να εξουδετερώσει ή να συμπαρασύρει τη Ράιχσβερ και την αστυνομία, το πραξικόπημα αποτυγχάνει. Επειδή ως στρατηγείο του ο Χίτλερ είχε επιλέξει τη μπυραρία Bürgerbräukeller στο Μόναχο, το πραξικόπημα παίρνει το προσωνύμιο "Πραξικόπημα της μπιραρίας". Ο Χίτλερ συλλαμβάνεται, όπως και όλοι οι συνεργάτες του, δικάζεται και καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση (τελικά έμεινε φυλακισμένος μόνο για 9 μήνες), ενώ το Κόμμα, έχοντας απωλέσει τον ηγέτη του και, παράλληλα, απαγορευτεί από τις αρχές, περιπίπτει στην αφάνεια.

Η ΝΑΖΙΣΤΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ

Ο Χίτλερ συγγράφει (σωστότερα υπαγορεύει) στη φυλακή το γνωστό βιβλίο του "Ο Αγών μου" (Mein Kampf). Σε αυτό εκφράζει το "πιστεύω" τόσο το δικό του όσο και του Κόμματός του. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, οι ιδεολογίες του εκφράζονται και περισσότερο συγκεκριμένα και περισσότερο πρακτικά. Η Ναζιστική ιδεολογία είναι έντονα επηρεασμένη από τον φασισμό που εγκαθίδρυσε ο Μπενίτο Μουσολίνι στην Ιταλία. Είναι ιδεολογία έντονα διαποτισμένη από αντιλήψεις φυλετικών διακρίσεων, εθνικισμού, στρατοκρατίας αλλά και δημιουργίας και χρήσης παραστρατιωτικών οργανώσεων.

Παράλληλα, ασκείται πολιτική τρομοκρατίας σε όσους διαφωνούν πολιτικά με το καθεστώς, έντονη προπαγάνδα για τα ιδεώδη και αντιπροπαγάνδα για αντίθετες ιδεολογίες, και, φυσικά, προσωπολατρία για τον Ηγέτη (Φύρερ, Führer). Ο ολοκληρωτισμός είναι από τα βασικά ιδεολογικά σημεία του Ναζισμού. Προορισμός του κάθε πολίτη, του κάθε στρατιώτη, όσο ιεραρχικά ανώτερος και αν είναι, είναι ένας και μοναδικός: Η τυφλή υπακοή στον Ηγέτη. Σύμφωνα με τη ναζιστική ιδεολογία, δεν έχουν θέση στον κόσμο οι Εβραίοι, οι Αθίγγανοικαι οι ομοφυλόφιλοι, όπως και κάθε είδους άνθρωποι του περιθωρίου, ενώ θεωρούνται "υπάνθρωποι" (Untermenschen), εκτός από τους Εβραίους, και οι Σλάβοι, με προεξάρχοντες τους Τσέχους, τους Πολωνούς και τους Ρώσους.

Οι καθαρόαιμοι Γερμανοί ανήκουν στην Άρια φυλή, η οποία είναι ανώτερη όλων των υπόλοιπων φυλών. Η εθνικιστική και ρατσιστική αυτή ιδεολογία εκφράστηκε με την φράση "Blut und Boden" (Αίμα και Γη), επινόηση του θεωρητικού του Κόμματος (και μετέπειτα Υπουργού) Ρίχαρντ Βάλτερ Νταρέ (Richard Walther Darré). Οι υπόλοιπες φυλές απλώς οφείλουν να υποταχθούν στην ανωτερότητά της άριας φυλής. Ορισμένες, μάλιστα, φυλές, όπως οι Σλάβοι, είναι τόσο κατώτερες, ώστε όσοι ανήκουν σε αυτές να χαρακτηρίζονται απλά ως υπάνθρωποι (Untermenschen) και να είναι κατάλληλοι μόνο ως σκλάβοι των Αρίων.

Μερικοί ερευνητές έχουν αποδώσει αυτή την ιδεολογία σε πολύ κακή κατανόηση των γραπτών του Νίτσε (και ιδιαίτερα του έργου του Also sprach Zarathustra Τάδε έφη Ζαρατούστρα) από μέρους του Χίτλερ, ο οποίος είναι διαπιστωμένο ότι θαύμαζε τον Νίτσε και είχε διαβάσει τα Άπαντά του (τα έστειλε, μάλιστα, δώρο στον Μουσσολίνι στα 60ά του γενέθλια). Στα πλαίσια της ρατσιστικής ιδεολογίας του Χίτλερ και του Κόμματος εφαρμόστηκε το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4 ("Aktion T-4") κατά το οποίο περίπου 200.000 Γερμανοί (και μη) πολίτες, οι οποίοι έπασχαν από γενετικές παθήσεις ή και ψυχασθένειες, θανατώθηκαν ή υπέστησαν στείρωση.

Με τον τρόπο αυτό ο Χίτλερ και οι υποστηρικτές των φυλετικών θεωριών του πίστευαν ότι θα "καθάριζαν" την Άρια Φυλή από τα "ελαττωματικά" γονίδια. Για την εκκαθάριση των Εβραίων και των Αθίγγανων, εκτός από πογκρόμ, το Ναζιστικό καθεστώς οργάνωσε ολόκληρη επιχείρηση, η οποία επονομάστηκε Επιχείρηση Ράινχαρντ, δημιουργώντας ειδικά στρατόπεδα εξόντωσης, προκαλώντας το Ολοκαύτωμα, δηλαδή την γενοκτονία των Εβραίων και των Αθίγγανων, με θύματα 6.000.000 για τους Εβραίους και περισσότερα από 500.000 για τους Αθίγγανους. Η ιδεολογία των Ναζί δεν έγινε ευρέως αποδεκτή καθ' ολοκληρίαν από τον Γερμανικό λαό.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, πληθυσμιακές ομάδες καταφέρθηκαν ανοικτά κατά της δίωξης των Εβραίων, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο πληθυσμός ήταν τέτοια, που δεν του άφηναν περιθώρια να αναρωτηθεί τι συνέβαινε στους μεταγόμενους Εβραίους. Το καθεστώς γνώριζε την όχι ευρεία αποδοχή της πολιτικής της εξόντωσης που ακολούθησε, γι' αυτό και περιέβαλε με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα την "Επιχείρηση Ράινχαρντ", (αν και το βιβλίο του Χίτλερ Mein Kampf, στο οποίο αναλύονται οι απόψεις αυτές, ήταν το μεγαλύτερο ευπώλητο της εποχής και του απέφερε σημαντικά οικονομικά οφέλη από τις πωλήσεις του).

Έγινε, βέβαια, αποδεκτή από την πλειοψηφία των μελών του Κόμματος (να σημειωθεί ότι αρκετοί Γερμανοί πολίτες αναγκάστηκαν να γίνουν μέλη του Κόμματος επειδή, αν δεν προσχωρούσαν στο Κόμμα, δεν θα τους επιτρεπόταν η συνέχιση των δραστηριοτήτων τους). Ωστόσο, το καθεστώς που είχε εγκαθιδρυθεί, όχι μόνον εκκαθάριζε τους αντιφρονούντες, αλλά, ασκώντας παντοιοτρόπως έντονη προπαγάνδα σε συνδυασμό με αυστηρή λογοκρισία, δεν επέτρεπε να γνωστοποιούνται οι πρακτικές που ασκούσε. Είναι γνωστή μία Führerprinzip (αρχή του Ηγέτη), ότι καθένας πρέπει να γνωρίζει μόνον όσα του είναι απαραίτητα για να εκπληρώσει την αποστολή του.


Ο Χίτλερ δεν την παραβίασε ποτέ. Την ακολούθησε απαρέγκλιτα τόσο στους άμεσους συνεργάτες του, όσο και στους συμμάχους του: Συναντώμενος με τον Μουσσολίνι δύο ημέρες πριν την έναρξη εφαρμογής του Σχεδίου Μπαρμπαρόσσα (Εισβολή στη Ρωσία), δεν του επέτρεψε καν να αντιληφθεί τι σχεδίαζε ο ίδιος μόλις δύο ημέρες μετά. Ο ιμπεριαλισμός του καθεστώτος εκφραζόταν με μία και μοναδική λέξη, Lebensraum (ζωτικός χώρος). Ο Γερμανός Άριος είχε ανάγκη από πολύ μεγαλύτερο χώρο, με πολύ περισσότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές, ώστε να ζει άνετα και να μεγαλουργεί, προς όφελος πρώτα δικό του και ύστερα των (κατώτερων) υπόλοιπων ανθρώπων.

Η εφαρμογή στην πράξη της Ναζιστικής ιδεολογίας δεν επέφερε απλά έναν Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο εκατομμυρίων αντιφρονούντων, αιχμαλώτων πολέμου, ατόμων με αναπηρίες και οδήγησε στο Ολοκαύτωμα, σύνολο από δραστηριότητες που κατέληξαν στον θάνατο έξι εκατομμυρίων Εβραίων της Ευρώπης, αρκετών, μάλιστα, με ανατριχιαστικούς τρόπους και αποτρόπαιες μεθόδους, και εκατομμυρίων συλληφθέντων και αιχμαλώτων πολέμου από όλες τις κατακτημένες χώρες, μηδέ της Γερμανίας εξαιρουμένης.

Παράλληλα, ο Πόλεμος κατέληξε στην κατερείπωση της Γερμανίας και άλλων περιοχών της Ευρώπης και στον διαμελισμό της χώρας σε δύο μπλοκ, που χρειάστηκε να περάσουν περίπου εξήντα χρόνια για να αποκατασταθούν σε ενιαία χώρα. Το σύνολο των θυμάτων υπολογίζεται σε εξήντα περίπου εκατομμύρια, ενώ οι υλικές ζημιές που επέφερε ο Πόλεμος είναι αδύνατο να υπολογιστούν.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΝΑΖΙ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Εννιά μήνες ύστερα από την καταδίκη του, ο Χίτλερ αποφυλακίζεται, αναλαμβάνει πάλι την αρχηγία του Κόμματος και το αναδιοργανώνει. Η Γερμανία έχει ως Πρόεδρο Δημοκρατίας τον ήρωα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου Πάουλ φον Χίντενμπουργκ (Paul von Hindenburg), ο οποίος την στρέφει σιγά σιγά σε πιο συντηρητικό δρόμο και είναι ιδεολογικά αντίθετος με τον φιλελευθερισμό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και πολύ αυταρχικός. Ο Χίτλερ εκμεταλλεύεται όλες τις συγκυρίες, την άνοδο δημοτικότητας των κομμουνιστικών κομμάτων και τον αυταρχισμό του Χίντενμπουργκ, και στις εκλογές του 1932 το Κόμμα του έρχεται πρώτο σε ψήφους, χωρίς όμως να καταφέρει να πάρει απόλυτη πλειοψηφία.

Ο Πρόεδρος αρνείται να αναθέσει την Καγκελαρία στον Χίτλερ, καθώς δεν τον συμπαθεί καθόλου, και την αναθέτει στον Κουρτ φον Σλάιχερ, του οποίου, όμως, οι προσπάθειες σχηματισμού βιώσιμης κυβέρνησης αποτυγχάνουν. Ο Χίντενμπουργκ αναγκάζεται να ονομάσει Καγκελάριο τον Χίτλερ στις 30 Ιανουαρίου 1933 με την υποστήριξη του αρχηγού του Καθολικού Κεντρώου Κόμματος Φραντς φον Πάπεν (Franz von Papen). Με την ανάληψη της εξουσίας το Ναζιστικό Κόμμα δείχνει τις προθέσεις του και διευκρινίζει τι ακριβώς εννοούσε με τον όρο "πολιτιστική επανάσταση" στο πρόγραμμά του:

Αρχίζει τις διώξεις εναντίον Εβραίων "για να καθαρίσει η Γερμανική κουλτούρα από άλλες επιδράσεις", με κυριότερη αυτή της Νύχτας των Κρυστάλλων. Παράλληλα, καθώς τα μέλη του αναλαμβάνουν σημαντικές εξουσίες, εγκαθιδρύουν ένα καθεστώς απολυταρχικό και τρομοκρατικό, στο οποίο κανείς αντιφρονών δεν έχει θέση. Τις διώξεις των Εβραίων ακολουθούν οι διώξεις κομμουνιστών, σοσιαλιστών και φιλελεύθερων στελεχών και της άρχουσας τάξης γενικότερα. Δημιουργείται το αδιαχώρητο στις φυλακές και το καθεστώς εγκαθιδρύει το πρώτο από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ (Buchenwald).

Αρχικά στα στρατόπεδα αυτά δεν στέλνονται Εβραίοι. Αυτούς το καθεστώς προσπαθεί να τους "πείσει" να εγκαταλείψουν το Γερμανικό έδαφος (εγκαταλείποντας, φυσικά, όλη τους την περιουσία). Χρησιμοποιεί γι' αυτό το σκοπό κυρίως την τρομοκρατία και την ψυχολογική πίεση και όχι, ακόμη, τη φυσική τους εξόντωση. Κατά τον πρώτο χρόνο της Ναζιστικής διακυβέρνησης δεν έχουν αρχίσει να διώκονται μαζικά, να εγκλείονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και να εκτελούνται εν ψυχρώ. Στα στρατόπεδα εγκλείονται, προς το παρόν, όλοι οι αντιτιθέμενοι στο ναζιστικό καθεστώς. Το Ναζιστικό καθεστώς είναι πλέον μια στυγνή αντισημιτική, αντιφιλελεύθερη, αντικομμουνιστική δικτατορία.

Έχοντας το πρόσχημα του κοινοβουλευτισμού με εξασφαλισμένη πλειοψηφία στο Ράιχσταγκ, είναι σε θέση να ψηφίζει ολοσχερώς αντιδημοκρατικούς νόμους. Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Σίρερ, μέσα στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησής του, το Ναζιστικό κόμμα -και ο Χίτλερ προσωπικά- έχει να επιδείξει "επιτεύγματα" χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Κατάφερε να καταργήσει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, να εγκαθιδρύσει στυγνή δικτατορία, στα πλαίσια της οποίας καταργούνται οι ατομικές ελευθερίες, η ελευθερία του Τύπου, η ύπαρξη άλλων πολιτικών κομμάτων πλην του Εθνικοσοσιαλιστικού, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, οι τοπικές κυβερνήσεις των ως τότε ομοσπονδιακών κρατιδίων.

Καταργούνται οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα δικαιώματα των Εβραϊκής καταγωγής πολιτών τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική ζωή τους, ενώ γίνονται δραστικές παρεμβάσεις στην εκπαίδευση, την πολιτική, πολιτιστική και οικονομική ζωή του Γερμανού πολίτη. Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 ξεσπά πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ. Ο νεαρός Ολλανδός κομμουνιστής Μαρίνους φαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe) συλλαμβάνεται στο εσωτερικό του πυρπολημένου κτηρίου. Οι Ναζί έχουν το πρόσχημα που τους χρειάζεται. Αποδίδουν τον εμπρησμό στους κομμουνιστές και την ίδια νύκτα συλλαμβάνονται περίπου 4.000 μέλη και υποστηρικτές τους, οι οποίοι μεταφέρονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου.

Εξαιρέσεις δεν γίνονται ούτε σε γυναίκες ούτε σε εφήβους. Ο Χίτλερ πέτυχε να εξουδετερώσει με ένα κτύπημα έναν από τους πιο μαχητικούς (και μισητούς του) αντιπάλους, αλλά δεν περιορίστηκε σε αυτό. Έχοντας πλέον απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καταφέρνει να ψηφίσει αρχικά το διάταγμα με το οποίο καταργεί, μεταξύ άλλων, και το θεμελιωδέστερο των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το Habeas Corpus. Αυτό το διάταγμα έγινε γνωστό ως "Διάταγμα του εμπρησμού του Κοινοβουλίου". Ακολουθεί ένα άλλο, με το οποίο ο Χίτλερ δίνει στον εαυτό του την απόλυτη εξουσία πάνω σε όλα τα κρατικά θέματα.


Αυτό ψηφίζεται στο Κοινοβούλιο με 444 ψήφους υπέρ και μόνο 94 κατά - αυτές των σοσιαλδημοκρατών που έχουν απομείνει (Μάρτιος 1933). Ο στενός φίλος του Χίτλερ Ερνστ Ρεμ (Ernst Röhm), από την εποχή ήδη του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Μονάχου, είχε δημιουργήσει μια παραστρατιωτική οργάνωση, την Sturmabteilung (SA) (κατά λέξη θυελλώδεις μαχητές, γνωστή και ως "Τάγματα Εφόδου"). Η SA φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμη στον Χίτλερ, αφού είχε αναλάβει τη φυσική εξόντωση πολλών πολιτικών του αντιπάλων πριν οι Ναζί πάρουν την εξουσία.

Ωστόσο, η οργάνωση (και ο ηγέτης της) αρχίζει να φαίνεται επικίνδυνη και στον ίδιο τον Χίτλερ, ο οποίος έχει αντιληφθεί ότι, αν δεν την εξουδετερώσει, δεν θα μπορέσει να κυριαρχήσει και στο τελευταίο -και ιδιαίτερα σημαντικό- προπύργιο αντίστασης στα σχέδιά του. Τον Γερμανικό στρατό (Βέρμαχτ). Στις 30 Ιουνίου 1934 ο Ρεμ και οι ανώτεροι αξιωματούχοι της SA καλούνται σε σύσκεψη σε ένα ξενοδοχείο στα περίχωρα του Μονάχου. Εκεί συλλαμβάνονται, και οι αφοσιωμένοι του Χίτλερ Χέρμαν Γκέρινγκ και Χάινριχ Χίμλερ κατηγορούν τον Ρεμ ως ομοφυλόφιλο. Ο Χίμλερ, ειδικά, φθονεί τον Ρεμ επειδή η οργάνωση την οποία δημιούργησε και διευθύνει, η SS (τότε σωματοφυλακή του Χίτλερ), δεν έχει τη ισχύ και την επιρροή της SA.

Ο Ρεμ υφίσταται ψυχολογικές πιέσεις για να ομολογήσει. Δεν το πράττει και τότε, κατ' εντολή του Χίτλερ, του προσφέρεται ένα πιστόλι για να αυτοκτονήσει. Αρνείται να το πράξει και, τελικά, δολοφονείται από χαμηλόβαθμα στελέχη των SA με ριπές αυτόματων όπλων. Αυτό θα σημάνει και το τέλος της παντοδυναμίας της οργάνωσης SA, η οποία δεν διαλύεται μεν, αλλά παραμένει στο παρασκήνιο, "παροπλισμένη". Η νύκτα αυτή έχει επονομαστεί "Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών". Με την εξουδετέρωση της SA ο Χίτλερ καταφέρνει να πείσει και τους ευγενούς καταγωγής στρατιωτικούς για τις προθέσεις του σχετικά με την αποκατάσταση της Γερμανίας στο διεθνές πολιτικό σκηνικό.

Αποσπά, έτσι, από τους αξιωματικούς μια δήλωση αφοσίωσης στο πρόσωπό του. Παρά το γεγονός αυτό, ο Χίτλερ ποτέ δεν συμπάθησε τους αξιωματικούς του, οι οποίοι ήταν όλοι, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, πιστοί της Πρωσικής στρατιωτικής παράδοσης και ευγενούς καταγωγής και, φυσικά, κανείς τους δεν ήταν μέλος του Κόμματος. Ως συνέπεια της συνεχώς αυξανόμενης αντιπάθειάς του απέναντί τους, περίπου πενήντα ηγετικές φυσιογνωμίες των Στρατιωτικών δυνάμεων (Βέρμαχτ) θα εκτελεστούν, θα αυτοκτονήσουν "εν διατεταγμένη υπηρεσία" ή θα σφαγιαστούν με φρικτό τρόπο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Στις 2 Αυγούστου του 1934 πεθαίνει ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ. Η κυβέρνηση ενεργοποιεί νόμο, με το οποίο συγχωνεύονται Καγκελαρία και Προεδρία. Ο τίτλος και το αξίωμα του Προέδρου καταργούνται και ο Χίτλερ αναλαμβάνει τα καθήκοντα και των δύο, παίρνοντας τον τίτλο "Führer und Reichskanzler" (Ηγέτης και Καγκελάριος του Ράιχ). Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Σίρερ, ο νόμος έφερε ημερομηνία της προηγούμενης του θανάτου του Προέδρου. Για να μην αφήσει κανένα "παράθυρο" ανοικτό σε πιθανή ανυπακοή προς το πρόσωπό του, ο Χίτλερ υποχρεώνει όλους τους άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων να δώσουν νέο όρκο, όχι προς τη χώρα ή προς το Σύνταγμα, αλλά προς τον ίδιο:

''Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να υπακούω ανεπιφύλακτα στον Αδόλφο Χίτλερ, αρχηγό του κράτους και του Γερμανικού λαού και αρχιστράτηγο. Αναλαμβάνω, ως γενναίος στρατιώτης, να τηρώ αυτόν τον όρκο έστω και με κίνδυνο της ζωής μου''

Ο αντισημιτισμός και ο ρατσισμός του Ναζιστικού Κόμματος εκφράζονται για πρώτη φορά επίσημα με τη λήψη μέτρων στο Συνέδριό του στη Νυρεμβέργη. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1935 το Συνέδριο υιοθετεί αυτά τα μέτρα, δημιούργημα του Χίτλερ, τα οποία έγιναν γνωστά ως "Νόμοι της Νυρεμβέργης".

  • Ο πρώτος, γνωστός ως "νόμος του Γερμανού πολίτη" (Reichsbürgergesetz) αφαιρούσε τη γερμανική υπηκοότητα από τους Εβραίους, αποκαλώντας τους "υποτελείς της Πολιτείας". Ο νόμος εμφανώς απέκλειε κάθε δυνατότητα από τους Εβραίους να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι οποιασδήποτε βαθμίδας.
  • Ο δεύτερος, γνωστός ως "Νόμος Προστασίας του Γερμανικού αίματος και της Γερμανικής τιμής" (Gesetz zum Schutze des Deutschen Blutes und der Deutschen Ehre) απαγόρευε τόσο τους γάμους όσο και τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και "Γερμανών πολιτών με ευγενές αίμα". 

Οι νόμοι αυτοί περιείχαν εν σπέρματι την ιδέα της τελικής λύσης και του Ολοκαυτώματος. Αποτέλεσαν, επίσης, και το πρότυπο για την επικείμενη δίωξη των Ρομά. Το ίδιο έτος (1935) υιοθετείται και η σημαία με την Σβάστικα ως η επίσημη σημαία του Γερμανικού Ράιχ. Ο Εθνικός Ύμνος της Γερμανίας παραμένει ως είχε ("Deutschland über alles" , που σημαίνει "Η Γερμανία πάνω από όλα"), αλλά το Ναζιστικό Κόμμα του προσαρτά το "Χορστ Βέσελ Λίντ" (Horst-Wessel-Lied), ύμνο του Κόμματος ήδη από το 1930, διατηρώντας μόνο την πρώτη στροφή του παλαιού ύμνου (αυτό έγινε και νομοθετικά το 1933). Οι Εβραίοι απαγορεύεται να φέρουν τη Γερμανική σημαία.

Το 1938 γίνεται προσπάθεια υλοποίησης της ιδέας των Ναζί να εκδιώξουν τους Εβραίους από τη χώρα. Περίπου 17.000 Εβραίοι Πολωνικής καταγωγής απελαύνονται στη γειτονική Πολωνία. Η χώρα, όμως, αρνείται κατηγορηματικά να τους δεχθεί, έχοντας ψηφίσει ήδη από τον Μάρτιο του 1938 νόμο, με τον οποίο αφαιρούσε την Πολωνική υπηκοότητα από άτομα που ζούσαν στο εξωτερικό για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών. Αυτό, πίστευαν οι Πολωνοί, θα απέτρεπε την απέλαση των 70.000 Πολωνοεβραίων που ζούσαν στη Γερμανία και στην Αυστρία.

Ανάμεσα στους απελαυνόμενους ήταν και η οικογένεια Γκρίνσπαν (Grynszpan), της οποίας ο δεκαεπτάχρονος γιος Έρσελ (Herschel) ζούσε στο Παρίσι. Περιμένοντας μέσα στο κρύο, κακοντυμένη και πεινασμένη, η μητέρα του Έρσελ τού στέλνει μια καρτ-ποστάλ, εξηγώντας του την κατάσταση και ικετεύοντάς τον να βρει τρόπο να φύγουν όλοι για τις Η.Π.Α. Αυτό ασφαλώς ξεπερνούσε τις δυνατότητες του νεαρού, ο οποίος, μη βρίσκοντας καμία λύση, πυροβολεί τον ακόλουθο της Γερμανικής Πρεσβείας στο Παρίσι Ερνστ φομ Ρατ (Ernst vom Rath), δηλώνοντας ότι ενεργεί εξ ονόματος των 17.000 απελαυνόμενων Εβραίων.


Ο Ρατ πεθαίνει στο νοσοκομείο και οι Ναζί έχουν και πάλι την πρόφαση που τους χρειάζεται. Η ενέργεια του νεαρού Γκρίνσπαν ήταν η σκανδάλη της "Νύχτας των Κρυστάλλων" (Kristallnacht), του μεγαλύτερου έως τότε πογκρόμ κατά των Εβραίων στη Γερμανία. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1939 περισσότεροι από 200.000 Εβραίοι έχουν εγκαταλείψει το έδαφος του Ράιχ, αφήνοντας εκεί όλη τους την περιουσία.

TO Γ' ΡΑΪΧ

Γερμανικό Ράιχ (Deutsches Reich, διευκρινιστικά αναφερόμενο ως Kaiserreich), ήταν η επίσημη ονομασία του πρώτου ενιαίου Γερμανικού εθνικού κράτους, το οποίο ιδρύθηκε το 1871 με πρωτοβουλία του τότε καγκελάριου της Πρωσίας, Όττο φον Μπίσμαρκ. Η λέξη Ράιχ (σημαίνει "Βασίλειο" ή "Αυτοκρατορία") είναι παρμένη από το ιστορικό όνομα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (Heiliges Römisches Reich Deutscher Nation), η οποία υπήρξε από το 962 μέχρι το 1806 και αποτελεί το λεγόμενο "Πρώτο Ράιχ".

Ως "Δεύτερο Ράιχ" υπολογίζεται η Αυτοκρατορία της εποχής του Όττο φον Μπίσμαρκ μέχρι την πτώση της μοναρχίας (Kaiserreich), κατ΄ άλλους συμπεριλαμβανομένης και της περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (Weimarer Republik), που ακολούθησε, που σαφέστατα και δεν έχει σχέση με αυτοκρατορία. Το "Τρίτο Ράιχ" είναι η προπαγανδιστική ονομασία των εθνικοσοσιαλιστών για την περίοδο της Ναζιστικής Γερμανίας. Το Γερμανικό Ράιχ προήλθε από την Βορειογερμανική Ομοσπονδία, στην οποία κυριαρχούσε η Πρωσία ως μεγαλύτερη δύναμη. Η δημιουργία αυτή του πρώτου εθνικού Γερμανικού κράτους έγινε δυνατή, αφού η Πρωσία κατάφερε να επιβάλλει τα σχέδια της με τον πόλεμο κατά της Δανίας (1864) και της Αυστρίας (1866).

Οπότε καθιερώθηκε ως η κυρίαρχη Γερμανική δύναμη, και στον Γάλλο - Πρωσικό πόλεμο (1870 - 1871). Τις τρεις νίκες αυτές του Πρωσικού στρατού θυμίζει στο Βερολίνο η «Στήλη της Νίκης». Το 1871 κατά την πολιορκία των Παρισίων, οι Γερμανοί ηγεμόνες ανακήρυξαν στα ανάκτορα των Βερσαλλιών την Γερμανική Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία (το Γερμανικό Ράιχ) και πρόσφεραν το στέμμα στον Γουλιέλμο Α' της Πρωσίας, ο οποίος ονομάστηκε "Γερμανός Αυτοκράτωρ" (Deutscher Kaiser), και όχι "Αυτοκράτωρ της Γερμανίας", λόγω της ομοσπονδιακής δομής της χώρας. O Όττο φον Μπίσμαρκ ονομάστηκε Καγκελάριος της Αυτοκρατορίας. (Reichskanzler)

Το Γερμανικό Ράιχ περιλάμβανε με την ίδρυσή του διάφορες περιοχές, οι οποίες δεν ήταν ποτέ μέρη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, αλλά περιλαμβάνονταν στο κράτος της Πρωσίας. Στα μέρη αυτά συμπεριλαμβάνονται η Ανατολική και η Δυτική Πρωσία, το Ντάντσιχ (Danzig) και μεγάλες εκτάσεις της σημερινής Πολωνίας, καθώς και η Αλσατία - Λωραίνη, που αποσπάστηκε από την Γαλλία το 1871. Κατά τη δεκαετία του 1880, το Γερμανικό Ράιχ εισήλθε στον αποικιακό ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων, και απέκτησεαποικίες στην Αφρική και στην Ασία.

Ενώ μεταμορφώθηκε γρήγορα σε μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές και οικονομικές δυνάμεις στον κόσμο, αποτελώντας το πρότυπο για πολλά νέα και αναπτυσσόμενα κράτη, όπως η Ιαπωνία. Η ιστορία του Γερμανικού Ράιχ χωρίζεται σε τρία μέρη:

1) Το Α' Ράιχ

  • 1871 - 1918 Η Γερμανική Αυτοκρατορία (Kaiserreich)
  • 1871 - 1890 Η εποχή του Μπίσμαρκ
  • 1890 - 1918 Η εποχή του Γουλιέλμου Β' και Α' Παγκόσμιος Πόλεμος

2) Το Β' Ράιχ

  • 1918 - 1933 Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης

3) Το Γ' Ράιχ 

  • 1933 - 1945 Τρίτο Ράιχ και Β' Παγκόσμιος Πόλεμος

Ράιχ είναι μια Γερμανική λέξη που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια Αυτοκρατορία ή ένα έθνος. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται παραδοσιακά από μια σειρά κρατών κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας σε πολλές περιόδους της ιστορίας της. Η ίδρυση της ενοποιημένης Γερμανίας που δημιουργήθηκε από τον Καγκελάριο Μπίσμαρκ το 1871, ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία δόθηκε ο τίτλος Ράιχ στο Γερμανικό έθνος και επίσημα ονομάστηκε στα γερμανικά Deutsches Reich (1871 - 1918). Ακολούθησε το δεύτερο Ράιχ ή αλλιώς Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1919 - 1933) και η Ναζιστική Γερμανία ή Τρίτο Ράιχ (1933 - 1945)

Ναζιστική Γερμανία, γνωστή όπως αναφέρθηκε προηγουμένως και ως Τρίτο Ράιχ, είναι το όνομα που συνήθως χρησιμοποιείται για να δηλώσει την κατάσταση της Γερμανίας τη περίοδο 1933 - 1945, κάτω από την ολοκληρωτική δικτατορία του Αδόλφου Χίτλερ και τη ναζιστικής ομάδας του. Στις 30 Ιανουαρίου 1933, ο Αδόλφος Χίτλερ νόμιμα έγινε Καγκελάριος της Γερμανίας, διοριζόμενος από τον Πρόεδρο Paul von Hindenburg. Αν και αρχικά ήταν επικεφαλής μιας κυβέρνησης συνασπισμού, υποβάθμισε γρήγορα την εξουσία του Hindenburg και εξάλειψε τους μη Ναζί συνεργάτες του.

Το Ναζιστικό καθεστώς απεκατέστησε την οικονομική ευημερία, μείωσε τη μεγάλη ανεργία κάνοντας μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες και ταυτόχρονα μείωσε δραστικά τα εργατικά συνδικάτα και τις απεργίες. Η επιστροφή της ευημερίας έδωσε στο καθεστώς τεράστια δημοτικότητα και έδωσε δύναμη στη κυβέρνηση και τον ίδιο τον Χίτλερ. Η Γκεστάπο, υπό τον Heinrich Himmler, κατέστρεψε τη φιλελεύθερη, σοσιαλιστική και κομμουνιστική αντιπολίτευση και εκδίωξε τους Εβραίους, προσπαθώντας να τους εξαναγκάσει στην εξορία, λαμβάνοντας παράλληλα την ιδιοκτησία τους. Το Κόμμα πήρε τον έλεγχο των δικαστηρίων, της τοπικής αυτοδιοίκησης, και όλων των οργανώσεων πολιτών, εκτός από τις προτεσταντικές και καθολικές εκκλησίες.


Όλες οι εκφράσεις της κοινής γνώμης ελέγχονταν από την προπαγάνδα του υπουργού του Χίτλερ Joseph Goebbels, ο οποίος έκανε αποτελεσματική χρήση ταινιών, συγκεντρώσεων και της επιδέξιας ρητορικής του Χίτλερ. Το Ναζιστικό κράτος λάτρευε τον Χίτλερ ως Φύρερ (Führer - Αρχηγός), συγκεντρώνοντας έτσι όλη τη δύναμη στα χέρια του. Η Ναζιστική προπαγάνδα με επίκεντρο τον Χίτλερ ήταν αρκετά αποτελεσματική για τη δημιουργία αυτό που οι ιστορικοί ονομάζουν "Μύθος του Χίτλερ" - ότι ο Χίτλερ ήταν σοφός σε όλα. Όλοι οι κορυφαίοι αξιωματούχοι αναφέρονταν στον Χίτλερ και ακολουθούσαν τις βασικές πολιτικές του, προϋπόθεση για να υπηρετούν στο επιτελείο του

Η εξωτερική πολιτική του Χίτλερ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 χρησιμοποίησε μια διπλωματική - επιθετική στρατηγική, έχοντας φαινομενικά λογικές απαιτήσεις, απειλώντας όμως με πόλεμο αν δεν τηρούνταν. Όταν οι αντίπαλοι προσπαθούσαν να τον δελεάσουν, δεχόταν αυτά που του προσφέρονταν και στη συνέχεια προχωρούσε στον επόμενο στόχο του. Αυτή η επιθετική στρατηγική που έχει η Γερμανία, στη πραγματικότητα λειτούργησε προς όφελός της σε πολλές περιπτώσεις. Ο Χίτλερ όμως, είχε ακόμα πιο μεγάλα και φιλόδοξα σχέδια για την επέκταση της Γερμανίας κι έτσι την 1η Σεπτεμβρίου 1939 ξεκίνησε ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Γερμανία κατέλαβε ή ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και της Βόρειας Αφρικής, με σκοπό να εδραιώσει τη "Νέα Τάξη" στην Ευρώπη, της πλήρους ηγεμονίας της ναζιστικής Γερμανίας. Η πτώση του Τρίτου Ράιχ έγινε με το τέλος του πολέμου και την ήττα και παράδοση της Γερμανίας. Πολλές περιοχές που ήταν στη κατοχή της, επέστρεψαν στα έθνη που αρχικά ανήκαν. Η χώρα χωρίστηκε σε ζώνες και οι ζώνες αυτές ελέγχονταν από τους Συμμάχους. Στη Δίκη της Νυρεμβέργης δικάστηκαν για εγκλήματα πολέμου όσοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι τωνΝαζί είχαν αιχμαλωτιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ ολόκληρη η υφήλιος θρηνούσε εκατομμύρια θύματα και ανυπολόγιστες καταστροφές.

ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ Γ' ΡΑΙΧ 

WUNDERWAFFEN Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ

H λέξη wunderwaffen σημαίνει ''θαυματουργά όπλα''. Εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του B' Π. Π. κυρίως μεταξύ των Γερμανών, που πίστευαν ότι οι επιστήμονες του Γ' Ράιχ ετοίμαζαν όπλα που θα κέρδιζαν τον πόλεμο. Ορισμένα από τα wunderwaffen χρησιμοποιήθηκαν, κάποια έμειναν στις αποθήκες, ενώ άλλα δεν κατασκευάστηκαν ποτέ. H χρήση του όρου ''wunderwaffen'' συνεχίστηκε και μετά τη λήξη του ''Μεγάλου Πολέμου'' από τους ερευνητές που προσπάθησαν να μελετήσουν το έργο των ερευνητικών εργαστηρίων του Γ' Ράιχ και να προσδιορίσουν πόσο κοντά έφθασαν οι Γερμανοί στην πραγματοποίηση του οράματος του Αδόλφου Χίτλερ για ''Ένα όπλο που θα τελείωνε τον πόλεμο και θα εμπόδιζε τους εχθρούς του Γ' Ράιχ να επιτεθούν ξανά''.

Το ερώτημα με το οποίο βρέθηκαν αντιμέτωποι οι ερευνητές είναι μέχρι ποιο σημείο είχε προχωρήσει το πρόγραμμα των wunderwaffen. Τα εργαστήρια στο Πεενεμούντε είχαν παράγει κάποια όπλα που, με τα τεχνολογικά δεδομένα του B' Π. Π., ήταν όντως ''θαυματουργά''. Οι δύο πύραυλοι, ο V-1, που ήταν ο πρώτος κατευθυνόμενος πύραυλος (cruise control missile) στην ιστορία της ανθρωπότητας, και ο V-2, που ήταν ο πρώτος βαλλιστικός πύραυλος, δεν ήταν φαντασία, αλλά πραγματικότητα, την οποία βίωσαν οι κάτοικοι του Λονδίνου και αρκετών ακόμη Ευρωπαϊκών πόλεων που υπέστησαν εκατοντάδες πλήγματα από τα ''ιπτάμενα βλήματα'' του Βέρνερ φον Μπράουν και των υπόλοιπων ιδιοφυών επιστημόνων που είχε επιστρατεύσει ο Χίτλερ.

Πραγματικότητα ήταν και οι πρώτοι αντιαεροπορικοί πύραυλοι, οι οποίοι όμως είχαν μειωμένη αποτελεσματικότητα, καθώς η σχετική τεχνολογία βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Ακόμη πιο εντυπωσιακή πραγματικότητα ήταν τα αεριωθούμενα μαχητικά που πετούσαν στους ουρανούς του Γ' Ράιχ στον τελευταίο χρόνο του αιματηρού πολέμου, προσπαθώντας μάταια να αλλάξουν την προδιαγεγραμμένη πορεία των γεγονότων. Υπήρχαν επίσης τα υπερκανόνια, οι πύραυλοι αέρος - αέρος, τα χημικά ''αέρια νεύρων'' και πολλά ακόμη που είτε χρησιμοποιήθηκαν λίγο και είχαν μειωμένη αποτελεσματικότητα είτε δεν χρησιμοποιήθηκαν καθόλου για διάφορους λόγους.

Αλλά αυτά τα όπλα, όσο εξελιγμένα κι αν ήταν για την εποχή τους και όσο αποτελεσματικά (ή μη) κι αν αποδείχθηκαν, δεν θα μπορούσαν σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστούν ως ''τα όπλα που θα κέρδιζαν τον πόλεμο για τη Γερμανία'', κατά τα λεγόμενα του Αδόλφου Χίτλερ. Τι θα μπορούσε να είναι αυτό το φοβερό υπερόπλο, για το οποίο ο μεγαλομανής ηγέτης του Γ' Ράιχ μιλούσε ήδη από το 1939; Τη χρονιά εκείνη, μετά την επιτυχημένη πρώτη εφαρμογή των αρχών του ''κεραυνοβόλου πολέμου'' από τις μηχανοκίνητες στρατιές της Γερμανίας ενάντια στην Πολωνία, ο Χίτλερ σε μία συγκέντρωση στελεχών του κόμματος στο Ντάντσιχ (σήμερα Γκντανσκ στην Πολωνία) είπε τα εξής:

'' Ίσως δεν είναι μακριά η στιγμή που θα είμαστε σε θέση να χρησιμοποιήσουμε ένα όπλο που θα εμπόδιζε (τους αντιπάλους μας) από το να μας επιτεθούν ξανά''. Αυτή η αναφορά του χαρισματικού ρήτορα και Φύρερ της Γερμανίας έκανε σιγά-σιγά το γύρο του έθνους. Ακολούθησαν κι άλλες δηλώσει και προβλέψεις, ακόμη πιο οπτιμιστικές και μεγαλεπήβολες. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η πεποίθηση των Γερμανών ότι δεν μπορούσαν να χάσουν τον πόλεμο διότι η χώρα τους διέθετε ένα όπλο απίστευτης ισχύος, είχε δομηθεί πάνω σε στέρεες βάσεις, με τη βοήθεια πάντα του ''μάγου'' της προπαγάνδας, Γκέμπελς.

Όταν οι τύχες του πολέμου άρχισαν να αντιστρέφονται και οι Γερμανοί βρέθηκαν να υποχωρούν σε όλα τα μέτωπα, οι αναφορές για υπερόπλα που θα επέτρεπαν στη Γερμανία να ανακάμψει, όχι απλώς δεν σταμάτησαν, αλλά αντίθετα πολλαπλασιάστηκαν και μάλιστα από διάφορες πηγές πέραν του Χίτλερ. Βεβαίως, σε καμία περίπτωση οι αναφορές αυτές δεν στοιχειοθετούν επαρκές στοιχείο για την ύπαρξη ενός τέτοιου όπλου. Το Γ' Ράιχ ήδη από το 1943 είχε βρεθεί στην άμυνα, ενώ με την έλευση του 1944 φαινόταν ότι πλέον η τύχη της Γερμανίας είχε σφραγιστεί και η ήττα έμοιαζε βέβαιη, παρά τις θρασείς δηλώσεις περί του αντιθέτου από το μεγαλύτερο μέρος της ηγεσίας της χώρας.

Ήταν μάλλον φυσική η επιλογή της Γερμανικής ηγεσίας να προσπαθήσει, στο πλαίσιο της εκστρατείας αναστήλωσης του ηθικού του Γερμανικού λαού, να προχωρήσει στην υποδαύλιση της πεποίθησης ότι οι ''ανώτεροι Άρειοι επιστήμονες του Γερμανικού έθνους'' έχουν κατασκευάσει όπλα, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να εξαφανίσουν τους αντιπάλους της χώρας από το πρόσωπο του πλανήτη.


Ακόμη και όταν οι τεθωρακισμένες στρατιές της Σοβιετικής Ένωσης βρίσκονταν στις πύλες του Βερολίνου, οι εξαθλιωμένοι Γερμανοί περίμεναν από στιγμή σε στιγμή τον Φύρερ να διατάξει τη χρήση των wunderwaffen που θα κονιορτοποιούσαν τους ''untermenschen'' (υπάνθρωποι, ο όρος που χρησιμοποιούσαν οι Ναζί για τους Σλάβους) και θα έσωζαν τη Γερμανία. Φυσικά, κανένα τέτοιο όπλο δεν χρησιμοποιήθηκε και η Γερμανία, όπως αναμενόταν, υποτάχθηκε στη θέληση των νικητών του πολέμου.

ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΑΤΟΜΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ 

Αν υποθέσουμε ότι υπήρξε ένα σε προχωρημένο στάδιο πρόγραμμα αναζήτησης ενός τέτοιου υπερόπλου, αυτό δεν μπορεί παρά να ήταν η ατομική βόμβα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η αίσθηση που είχαν οι ειδήμονες ήταν ότι οι Γερμανοί επιστήμονες όντως εργάζονταν πάνω σε ένα τέτοιο πρόγραμμα. Άλλωστε, οι εκκλήσεις των επιστημόνων που ξεκίνησαν το πρόγραμμα Μανχάταν, το οποίο έφερε ως αποτέλεσμα την ατομική βόμβα των ΗΠΑ, αναφέρονταν σε ένα αντίστοιχο Γερμανικό πρόγραμμα και στην ανάγκη ''του ελεύθερου κόσμου'' να φτιάξει το υπέρτατο όπλο πριν από τους επιστήμονες του Χίτλερ και των Ναζί.

Όμως μετά τον πόλεμο, όλες οι αναφορές υποδείκνυαν ότι το σχετικό Γερμανικό πρόγραμμα τερματίστηκε πολύ νωρίς χωρίς να έχει φθάσει σε κάποιο απτό αποτέλεσμα. Από εκεί και πέρα, δεν υπήρξε ουδεμία αναφορά σε ανάλογο πρόγραμμα των Γερμανών. Για πολλά χρόνια, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά τον πόλεμο, η ύπαρξη ενός τέτοιου προγράμματος, που προχώρησε δηλαδή πέρα από τα αρχικά θεωρητικά στάδια, εθεωρείτο από απίθανη έως αδύνατη. Ακόμη και οι πληροφορίες για τους Γερμανικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες που αποδεδειγμένα λειτούργησαν, είτε εξαφανίστηκαν είτε περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό.

Όμως στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '60 ένα έργο του αμφιλεγόμενου (και πρόσφατα καταδικασθέντος ως αρνητή του ολοκαυτώματος) Ντέηβιντ Ιρβινγκ, με τίτλο ''Το όνειρο της Γερμανικής ατομικής βόμβας'', έφερε νέα στοιχεία στο προσκήνιο και προκάλεσε ουκ ολίγες συζητήσεις. Το ατομικό πρόγραμμα της Γερμανίας, σύμφωνα με τα στοιχεία που ήλθαν στο φως, υπήρχε και τα αποτελέσματα που είχε πετύχει ήταν εντυπωσιακά. Βεβαίως, από την εποχή που δημοσιεύτηκε το έργο του Ίρβινγκ μέχρι σήμερα έχουν δει το φως της δημοσιότητας εκατοντάδες βιβλία που είτε υποστηρίζουν είτε απορρίπτουν την άποψη που εξέφρασε ο ιστορικός.

Ορισμένα βιβλία πετυχαίνουν να καταρρίψουν ως ''μυθεύματα'' πολλά από τα σημεία που ο Ίρβινγκ θεωρούσε καθοριστικά για τη ''στήριξη'' της θεωρίας του. Ωστόσο ο διάλογος αυτός φαίνεται ότι δύσκολα θα τερματιστεί, καθώς και οι δύο πλευρές εμμένουν πεισματικά στις απόψεις τους. Ορισμένοι, βεβαίως, έχουν προχωρήσει το όλο θέμα ένα βήμα πιο πέρα: Θεωρούν ότι οι Γερμανοί όχι απλώς εργάζονταν πάνω στη δημιουργία μίας ατομικής βόμβας, αλλά είχαν δημιουργήσει μία καθ’ όλα λειτουργική A-Bomb. Βεβαίως, υπάρχει ένα μεγάλο επιχείρημα ενάντια σε αυτήν τη θέση: αν την είχαν, γιατί δεν την χρησιμοποίησαν;

Το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς σε καμία περίπτωση δεν επέδειξε την ηθική ανωτερότητα που θέλουν ορισμένοι να του προσάψουν και δεν έλειψαν οι από μέρους του προσπάθειες μαζικής εξόντωσης πληθυσμιακών ομάδων και καθολικής τρομοκρατίας του πληθυσμού κατεχόμενων χωρών. Αν και οι ωμότητες των Ναζί έφθασαν στο ύψιστο σημείο τους στη Σοβιετική Ένωση, ακόμη και η Ελλάδα τις γνώρισε σε πολλές περιπτώσεις και τα δεκάδες μαρτυρικά χωριά με τις δεκάδες χιλιάδων θυμάτων της Ναζιστικής θηριωδίας είναι αδιάψευστοι μάρτυρες.

Οπότε και η χρήση ενός ατομικού όπλου (ακόμη και αν οι Γερμανοί γνώριζαν επακριβώς πόσο καταστρεπτικό ήταν) σε καμία περίπτωση δεν θα θεωρούνταν ηθικώς επιλήψιμη από τους εθνικοσοσιαλιστές φανατικούς. Με λίγα λόγια, το να θεωρούμε ότι ο Αδόλφος Χίτλερ γνώριζε ότι είχε στα χέρια του ένα λειτουργικό ατομικό όπλο και δεν το χρησιμοποίησε για να αντιστρέψει την πορεία του πολέμου, είναι τουλάχιστον αστείο. Άλλωστε, το ίδιο όπλο το χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί ενάντια σε μη στρατιωτικό στόχο και ενώ βρίσκονταν σε καθαρά πλεονεκτική θέση έναντι των Ιαπώνων.

Απλώς και μόνο για να εξασφαλίσουν την άνευ όρων παράδοσή τους και να περιορίσουν το κόστος σε υλικό και ζωές από μία γενική εισβολή των Ιαπωνικών νήσων. H μόνη περίπτωση που ο Χίτλερ θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει το ατομικό όπλο (αν το είχε στην κατοχή του) θα ήταν ο φόβος των αντιποίνων. Γνώριζε από τις αναφορές των πρακτόρων του ότι οι Αμερικανοί είχαν προχωρήσει σημαντικά στο δικό τους ατομικό πρόγραμμα και κάποιοι ήδη έλεγαν ότι οι ΗΠΑ είχαν έτοιμη μία βόμβα σχάσης. Πρόκειται ίσως για μια πρόωρη περίπτωση M.A.D. (Mutual Assured Destruction, Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή), όπως εκείνη που χαρακτήρισε τον Ψυχρό Πόλεμο μεταξύ Η.Π.Α και Ε.Σ.Σ.Δ.

Άλλωστε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η Γερμανία δεν χρησιμοποίησε το πλούσιο απόθεμα σε προηγμένα αέρια νεύρων που διέθετε, διότι ήταν γενικά αποδεκτό ότι και οι Βρετανοί διέθεταν ανάλογα αέρια. Καθώς οι Γερμανοί δεν είχαν πετύχει να δημιουργήσουν μία αποτελεσματική άμυνα ενάντια στο Sarin και το Tabun, θεώρησαν ότι χρησιμοποιώντας τα, θα υπέγραφαν την εντολή αφανισμού του Γερμανικού έθνους. Πριν όμως περάσουμε στη σφαίρα της υπόθεσης (και, ίσως, ακόμη και της φαντασίας), θα αναφέρουμε πρώτα στα γνωστά wunderwaffen, τα όπλα που ήταν απτή πραγματικότητα και η ύπαρξή τους επιβεβαιώθηκε και από τη χρήση τους κατά τον B' Π. Π.

Εξέχουσα θέση μεταξύ αυτών αποτελούν τα προϊόντα μίας επιστήμης που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, της πυραυλικής.


TO ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΠΥΡΑΥΛΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Οι ρίζες του Γερμανικού πυραυλικού προγράμματος βρίσκονται αρκετά χρόνια πριν από το B' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην ταραγμένη εποχή του ''Μεγάλου Πολέμου'', που στη συνέχεια ονομάστηκε ''A' Παγκόσμιος Πόλεμος'', οι επιστήμονες του Κάιζερ Γουλιέλμου της Γερμανίας είχαν βρεθεί σε μία παρόμοια θέση με εκείνη στην οποία βρέθηκαν οι συνάδελφοί τους που εργάζονταν μερικές δεκαετίες μετά για τον Αδόλφο Χίτλερ: προσπαθούσαν να βρουν τρόπους ώστε η Γερμανία να επικρατήσει σε έναν πόλεμο φθοράς στον οποίο υστερούσε.

Οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία μίας συσκευής που θα μπορούσε χωρίς άμεση ανθρώπινη καθοδήγηση να προκαλέσει καταστροφή στον εχθρό με μία από αέρος επίθεση, ανάγονται ήδη στην πρώτη εποχή που διαπιστώθηκε η δυναμική του αεροσκάφους, δηλαδή στις παραμονές του A' Παγκοσμίου Πολέμου. Τόσο οι Γερμανοί όσο και οι σύμμαχοι της Entente Cordiale (Βρετανία και Γαλλία) αλλά και οι Αμερικανοί είχαν ήδη ξεκινήσει τις προσπάθειες για δημιουργία ενός όπλου που θα πληρούσε τις προϋποθέσεις που περιγράψαμε παραπάνω.

Αρχικά οι προσπάθειες κατευθύνονταν προς τη δημιουργία μίας ''ιπτάμενης βόμβας'', στην οποία ωστόσο εξαρχής προσδίδονταν όλα τα χαρακτηριστικά τα οποία θα είχαν στη συνέχεια οι πύραυλοι που δημιουργήθηκαν για πολεμικούς σκοπούς. Θα επρόκειτο δηλαδή για ένα μη επανδρωμένο αεροσκάφος, με φορτίο εκρηκτικών, το οποίο θα μπορούσε να οδηγηθεί χωρίς άμεση καθοδήγηση προς μία περιοχή - στόχο την οποία και θα προσέβαλλε. Οι πιονέροι του τομέα αυτού πειραματίσθηκαν αρχικά με ανεμόπτερα. Πειράματα που έγιναν από τη Siemens για λογαριασμό της Γερμανικής κυβέρνησης, είχαν να κάνουν με τη χρήση ανεμόπτερων.

Τα οποία θα ρυμουλκούνταν από άλλα αεροσκάφη που θα τα άφηναν από μεγάλο ύψος να ''γλιστρήσουν'' προς τους στόχους τους. Ένα τέτοιο εγχείρημα, καθώς μιλάμε για μη επανδρωμένα ανεμοπλάνα, έμοιαζε καταδικασμένο εκ των προτέρων σε αποτυχία, ωστόσο μέχρι το τέλος του πολέμου η εταιρεία είχε κατορθώσει να αναπτύξει μία σχετικά αξιόπιστη μεθοδολογία όσον αφορά στη δημιουργία των ανεμόπτερων - βομβών. Μάλιστα, το μεγαλύτερο από αυτά που είχε δημιουργηθεί και δοκιμαστεί, έφθανε τη δυνατότητα μεταφοράς 1.000 κιλών. Τα ογκώδη αυτά ανεμόπτερα μεταφέρονταν κοντά στο στόχο με ένα αερόπλοιο τύπου Ζέπελιν και στη συνέχεια αποσπούνταν, ενώ η καθοδήγησή τους προς το στόχο γινόταν ενσύρματα.

Λίγο πριν από την πρόσκρουση στο στόχο, το σύρμα κοβόταν αυτόματα, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο το Ζέπελιν και το πλήρωμά του. Το σύστημα αυτό κάθε άλλο παρά αξιόπιστο ήταν, αλλά σε συνθήκες δοκιμών είχαν επιτευχθεί σχετικά καλά αποτελέσματα, αφού στάθηκε δυνατόν να ''οδηγηθεί'' το ανεμοπλάνο - βόμβα για απόσταση 7 χιλιομέτρων με την ενσύρματη καθοδήγηση από το αερόπλοιο που το μετέφερε. Μάλιστα, τους τελευταίους μήνες πριν από τον πόλεμο η ίδια εταιρεία είχε ξεκινήσει την ανάπτυξη ενός βελτιωμένου βομβαρδιστικού αεροσκάφους, που θα μπορούσε να μεταφέρει την ιπτάμενη βόμβα και να την ''εκτοξεύει'' προς το στόχο της από μεγάλη απόσταση.

Ωστόσο, η ήττα της Γερμανίας έθεσε τέρμα και σε αυτά τα πολεμικά σχέδια. Οι σύμμαχοι της Αντάντ σταμάτησαν τις εργασίες έρευνας και ανάπτυξης αυτών των πρώιμων προσπαθειών για τη δημιουργία ενός κατευθυνόμενου πυραύλου, επιβάλλοντας ασφυκτικούς όρους στην ηττημένη Γερμανία. Μία αντίστοιχη προσπάθεια γινόταν από τους Γερμανούς την ίδια περίοδο, μέσω της αεροπορίας του Γερμανικού στρατού. H προσπάθεια αφορούσε στην ανάπτυξη ενός συστήματος καθοδήγησης ενός μη επανδρωμένου αεροσκάφους μέσω ραδιοσημάτων.

Το αεροσκάφος, που είχε ονομαστεί Fledermaus, ήταν στην πραγματικότητα ένα μη επανδρωμένο βομβαρδιστικό και κατασκευάστηκαν τουλάχιστον δύο πρωτότυπα (κατ’ άλλες πηγές τέσσερα) πριν η λήξη του πολέμου θέσει τέλος και σε αυτό το επαναστατικό σχέδιο των Γερμανών επιστημόνων. Μία τρίτη προσπάθεια για δημιουργία μη επανδρωμένου κατευθυνόμενου αεροσκάφους γινόταν από τη μεγαλύτερη σχεδιάστρια και κατασκευάστρια αεροσκαφών για τη Γερμανία την περίοδο του A' Π.Π., την Ολλανδική Fokker. Το πρωτότυπο Fokker V-30 είναι ένα αεροσκάφος που θα καθοδηγούνταν με ραδιοσήματα και θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σε ρόλο ιπτάμενης βόμβας.

Ωστόσο παρότι το εργοστάσιο πήρε την εντολή να προχωρήσει με το σχέδιο το καλοκαίρι του 1918, μέχρι το τέλος του πολέμου μόνο ένα πρωτότυπο είχε κατασκευαστεί. Από τις στάχτες του A' Π.Π. και εξαιτίας των αυστηρότατων περιοριστικών όρων των συνθηκών που καθόριζαν το μεταπολεμικό σκηνικό, ξεπήδησε το νέο Γερμανικό πυραυλικό πρόγραμμα. Μία ομάδα ανθρώπων με ενθουσιασμό, γνώσεις και τεχνική επάρκεια στρατολογήθηκαν αρχικά από το Γερμανικό στρατό και στη συνέχεια από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς για να δημιουργήσουν όπλα τα οποία δεν θα ενέπιπταν στους περιοριστικούς όρους της συνθήκης των Βερσαλλιών. Οι περίφημοι V-1 και V-2, ήταν το αποτέλεσμα της εργασίας αυτών των ανθρώπων.

TO ΜΕΛΛΟΝ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ

H Γερμανία πριν και κατά τη διάρκεια του B' Π.Π ήταν το πρώτο ''έθνος εν όπλοις'' της ιστορίας. Το ολοκληρωτικό καθεστώς των εθνικοσοσιαλιστών είχε κατορθώσει να στρατεύσει όλες τις δυνάμεις του έθνους και όλους τους πόρους του κράτους για μία και μοναδική υπόθεση: τη δημιουργία στρατιωτικής ισχύος ικανής να κερδίσει σε οποιαδήποτε πολεμική αναμέτρηση μεγάλης κλίμακας, με οποιονδήποτε αντίπαλο. Εν πολλοίς τα κατάφεραν - στις παραμονές του B' Π.Π η Γερμανία ήταν ανώτερη στρατιωτικά από οποιαδήποτε μεμονωμένη χώρα. Ωστόσο, η επιλογή των συμμαχιών της Γερμανίας υπήρξε μάλλον ατυχής, όπως ατυχής ήταν και η επιλογή των αντιπάλων. Αυτοί οι δύο παράγοντες έφεραν την ήττα στον πόλεμο στον οποίο ενεπλάκη.

Αντίθετα, καθόλου ατυχής δεν ήταν η επιλογή των κατευθύνσεων για την ανάπτυξη νέων όπλων. H Γερμανία ήδη πριν από τον πόλεμο διέθετε ένα αξιοζήλευτο επιστημονικό δυναμικό, παρά την αφαίμαξη που είχε υποστεί εξαιτίας της δίωξης των Εβραίων (πολλοί και ιδιαίτερα λαμπροί επιστήμονες, Γερμανοί και Αυστριακοί πολίτες με Εβραϊκές ρίζες, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία λόγω των διώξεων που υπέστησαν). Αυτό το επιστημονικό δυναμικό, στο πλαίσιο του ολοκληρωτικού δόγματος της Γερμανίας, στρατεύθηκε στο σκοπό της δημιουργίας πολεμικής ισχύος.


Στον ίδιο στόχο ευθυγραμμίστηκαν και οι βιομηχανικοί κολοσσοί της Γερμανίας, εταιρείες που διέθεταν αξιοζήλευτα καταρτισμένο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες και προηγμένη τεχνολογία. Το αποτέλεσμα όλων αυτών, αλλά και της εμμονής της ηγεσίας του Γ' Ράιχ να προσπαθεί να επιτύχει την ποιοτική υπεροχή των όπλων της έναντι αυτών των αντιπάλων της, είχαν ως αποτέλεσμα μία οργιώδη παραγωγή νέων, πρωτοποριακών σχεδιάσεων από τα εργαστήρια του Γ' Ράιχ.

Οι περισσότερες από τις μεγάλες καινοτομίες που άλλαξαν την όψη του πολέμου στα μεταπολεμικά χρόνια επιτεύχθηκαν από τους επιστήμονες και τους τεχνικούς της Γερμανίας στην προσπάθειά τους να επιτύχουν τα wunderwaffen που θα επέτρεπαν στη χώρα τους να επικρατήσει σε έναν πόλεμο που με συμβατικά μέσα ήταν χαμένος από τη στιγμή που αναμείχθηκε σε αυτόν ο βιομηχανικός κολοσσός των Η.Π.Α ή και νωρίτερα, από τη στιγμή που οι Γερμανικές τεθωρακισμένες στρατιές πέρασαν τα σύνορα της Ε.Σ.Σ.Δ και κήρυξαν τον πόλεμο στον ''κόκκινο γίγαντα''.

Βεβαίως, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος γιατί η Γερμανία, με όλη αυτήν την τεχνολογική υπεροχή, δεν στάθηκε δυνατόν να κερδίσει τον πόλεμο ή, έστω, δεν πέτυχε υπό όρους παράδοση, αφού το σύνολο της χώρας είχε καταληφθεί από εχθρικά στρατεύματα. H ερώτηση είναι εύστοχη, ωστόσο θα πρέπει να δούμε την απάντηση κάτω από ένα πραγματιστικό πρίσμα. Ελάχιστοι πόλεμοι στην ιστορία κρίθηκαν από την τεχνολογική υπεροχή του ενός από τους δύο (ή περισσότερους) εμπόλεμους. Ακόμη και στις περιπτώσεις που θεωρούμε ότι όντως η τεχνολογική διαφορά έκρινε το αποτέλεσμα, αυτή ήταν τόσο χαώδης, που πραγματικά διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο.

Ένα από τα ελάχιστα σχετικά παραδείγματα είναι η απίστευτη κατάκτηση της Κεντρικής και Νοτίου Αμερικής από τους Ισπανούς, όταν μία χούφτα ''Κονκισταδόρες'' κατέλυσαν ολόκληρες Αυτοκρατορίες. Ωστόσο ακόμη και εκεί, που η διαφορά στον οπλισμό ήταν καταλυτική (κανόνια από τη μία, κοκκάλινα και πέτρινα όπλα από την άλλη), χρειάστηκαν πολύ περισσότερα από τα όπλα για να κερδηθεί ο πόλεμος. H έξυπνη διπλωματία, με τον προσεταιρισμό όλων των φυλών ιθαγενών που ανταγωνίζονταν τους εχθρούς των Ισπανών, ήταν ίσως ο σημαντικότερος παράγοντας. Σε ένα τουλάχιστον πεδίο, οι Γερμανοί ήταν πολύ πίσω από τους συμμάχους, την τεχνολογία ραντάρ, όπου Βρετανοί και Αμερικανοί κατάφεραν να πετύχουν πραγματικά θαύματα.

Αντίθετα, οι Γερμανοί σταμάτησαν το καλοκαίρι του 1940 την ανάπτυξη του δικού τους ραντάρ. Βεβαίως, όταν τα σχετικά προγράμματα μπήκαν ξανά σε εφαρμογή, το 1943, ήταν πλέον πολύ αργά. Τα δύο χρόνια που χάθηκαν δεν ήταν δυνατόν να αναπληρωθούν. H διαθεσιμότητα ενός πραγματικά αξιόλογου συστήματος ραντάρ θα έδινε λόγο ύπαρξης και σε πολλά από τα ''υπερόπλα'', τα οποία είχαν πρόβλημα καθοδήγησης σε μεγάλες αποστάσεις και ταχύτητες, όπου ο χειροκίνητος έλεγχος μέσω οπτικής επαφής αποδείχθηκε τραγικά ανεπαρκής. O B' Π.Π. ήταν γενικώς ένα μεγάλο ερευνητικό εργαστήριο. Οι καινοτομίες που παρουσιάζονταν ήταν καθημερινές και επαναστατικές.

Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές, τα ραντάρ, οι πύραυλοι, η ατομική βόμβα και εκατοντάδες ακόμη σημαντικές εφευρέσεις, που έχουν διαμορφώσει το πρόσωπο του πλανήτη τα τελευταία 60 χρόνια, γεννήθηκαν μέσα από τα πεδία μαχών του B' Π.Π. Οι επιστήμονες όλων των αντιμαχομένων βρίσκονταν πριν ακόμη ξεκινήσει η σύγκρουση σε έναν τρομερό αγώνα δρόμου, ο οποίος είχε ως έπαθλο την παγκόσμια κυριαρχία. Οι Σύμμαχοι, Η.Π.Α, Βρετανία, Ε.Σ.Σ.Δ, και οι υπόλοιποι που πολέμησαν ενάντια στον Άξονα είχαν με το μέρος τους τη σκληρή λογική των αριθμών: Γερμανία, Ιταλία και Ιαπωνία μαζί είχαν το 1/4 του πληθυσμού και το 1/8 της παραγωγικής δυνατότητας των Συμμάχων.

Επίσης, οι Η.Π.Α καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου έμειναν μακριά από οποιαδήποτε απειλή, με τον πληθυσμό τους να έχει ακμαιότατο ηθικό και τις κολοσσιαίες παραγωγικές δυνατότητές τους παντελώς άθικτες. Την ίδια ώρα, οι Γερμανικές πόλεις και τα παραγωγικά κέντρα του Γ' Ράιχ δέχονταν σχεδόν καθημερινά τις ''επισκέψεις'' των γιγάντιων βομβαρδιστικών των Συμμάχων και εκατοντάδες τόνους βομβών. Τέλος, υπάρχει και μία ακόμη παράμετρος. Εξαιτίας της πολυδιάσπασης των ανώτερων στρωμάτων της Ναζιστικής ιεραρχίας και της διατήρησης ''στεγανών'' μέσα στην κρατική και κομματική μηχανή (όλα αποτέλεσμα της προσπάθειας του Χίτλερ να πετύχει μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στο κόμμα και στο κράτος), παρατηρούνταν συχνά μία παρόμοια πολυδιάσπαση στα ερευνητικά και εξοπλιστικά προγράμματα.

Οι δυσκολίες συνεννόησης ήταν τροχοπέδη σε πολλές περιπτώσεις στην ενίσχυση των Γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, καθώς κλάδοι, γραφεία, πρόσωπα και εταιρείες έριζαν συνεχώς για εξουσία, κονδύλια, την προσοχή του Χίτλερ και την ανάθεση παραγγελιών. Σε πολλές περιπτώσεις, 3 και 4 και 5 οργανισμοί και εταιρείες εργάζονταν ταυτόχρονα πάνω σε ένα παρόμοιο οπλικό σύστημα, χωρίς να γνωρίζει ο ένας τα αποτελέσματα των εργασιών του άλλου. O ιδιότυπος κοινωνικός Δαρβινισμός των Ναζί αποδείχτηκε μοιραίος σε αυτόν τον τομέα, αφού ο ''εσωτερικός'' ανταγωνισμός των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων και των εταιρειών δούλεψε αρνητικά για την κοινή υπόθεση.

Στη συνέχεια αυτής της μονογραφίας θα δούμε αναλυτικά όλα τα Γερμανικά wunderwaffen που αναπτύχθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν, ενώ θα ρίξουμε και μία ματιά στα εργαστήρια και στα κέντρα σχεδιασμού για να δούμε μερικά ακόμη πιο ''εξωτικά'' όπλα που, για διάφορους λόγους, ουδέποτε βρήκαν το δρόμο για το πεδίο της μάχης.


ΠΕΕΝΕΜΟΥΝΤΕ

O τόπος που έχει συνδέσει το όνομά του με το Γερμανικό πυραυλικό πρόγραμμα είναι το Πεενεμούντε (Peenemünde), το κέντρο έρευνας και ανάπτυξης πυραυλικής τεχνολογίας, όπου ο Βέρνερ φον Μπράουν και η ομάδα των επιστημόνων του εργάστηκαν για τη δημιουργία των V-2 και και το κέντρο που αποτελούσε το πρώτο ίσως τεχνολογικό χωριό της ιστορίας. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, που παρουσιάζουν και μία σειρά από αποδείξεις για του λόγου το αληθές, στο Πεενεμούντε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής. Επρόκειτο φυσικά για ένα πρωτόγονο μηχάνημα, το λεγόμενο Z-3 του Κόνραντ Τζούσε.

O Τζούσε είχε δημιουργήσει τον Z-1 ήδη από το 1938, αλλά για πρώτη φορά βρήκε πρακτική εφαρμογή η μεθεπόμενη έκδοση του μηχανήματός του στο Πεενεμούντε, όπου χρησιμοποιήθηκε για βαλλιστικούς υπολογισμούς. Το Πεενεμούντε ήταν απλώς η κεφαλή ενός περίπλοκου πλέγματος, στο οποίο περιλαμβάνονταν εκατοντάδες ερευνητικές εγκαταστάσεις, εργαστήρια, εταιρείες, πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό και απλωνόταν σε ολόκληρη τη Γερμανία. Μπορούμε να το δούμε σαν τον εγκέφαλο ενός ζώντος οργανισμού - του Γερμανικού προγράμματος ανάπτυξης πρωτοποριακών όπλων.

Ωστόσο, αυτός ο οργανισμός αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα, όπως συμβαίνει συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, οι υπηρεσίες και τα ιδρύματα που θεωρητικά είχαν τεθεί κάτω από μία σκεπή, στην πραγματικότητα διαγκωνίζονταν και φιλονικούσαν για πόρους, προσοχή και παραγγελίες από την ηγεσία του Γ' Ράιχ. O υδροκεφαλισμός της ηγεσίας του Ράιχ, αποτέλεσμα της προσπάθειας του Χίτλερ να αποφύγει τη συγκέντρωση υπερβολικής εξουσίας σε οποιοδήποτε πρόσωπο εκτός του ίδιου, είχε οικτρά αποτελέσματα σε πολλές περιπτώσεις.

Σήμερα, στο χώρο όπου βρίσκονταν οι εγκαταστάσεις του Πεενεμούντε έχει δημιουργηθεί ένα μουσείο, το Ιστορικό και Τεχνολογικό Κέντρο του Πεενεμούντε, όπου στεγάζεται το μοναδικό κτήριο που δεν ισοπεδώθηκε από τους Σοβιετικούς, το κέντρο παραγωγής ενέργειας της εγκατάστασης.

OI ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ - ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΕΡΟΠΛΑ

Το Γ' Ράιχ ήταν πρωτοπόρο στη δημιουργία πυραύλων, οι οποίοι ουσιαστικά ξεκίνησαν να αναπτύσσονται τις παραμονές του B' Π.Π. Στα χρόνια του μεσοπολέμου, όταν οι μελλοντικοί αντίπαλοι ''έχτιζαν'' τις δυνάμεις τους για την επερχόμενη σύγκρουση, η πυραυλική τεχνολογία βρισκόταν στα σπάργανα. Σήμερα θεωρούμε δεδομένη την ύπαρξη πυραύλων κάθε είδους, μεγέθους και χρήσης, από τους θηριώδεις βαλλιστικούς πυραύλους που μεταφέρουν το θανάσιμο φορτίο των πυρηνικών κεφαλών τους σε αποστάσεις όσο τα 2/3 της περιμέτρου της γης, έως τους μικρούς αλλά θανάσιμα ακριβείς cruise και από τους μικροσκοπικούς πυραύλους αέρος - αέρος έως τους τιτάνιους πυραύλους που μεταφέρουν στο Διάστημα ανθρώπους και τα δημιουργήματα τους.

Ωστόσο, στις παραμονές του B' Παγκοσμίου Πολέμου οι πύραυλοι ήταν λίγο-πολύ επιστημονική φαντασία και η πυραυλική επιστήμη βρισκόταν ακόμη μόνο στο μυαλό λίγων εμπνευσμένων ανδρών που είχαν ένα μεγάλο όνειρο: Να αποδεσμεύσουν την ανθρωπότητα από τα δεσμά της βαρύτητας και να της επιτρέψουν να βγει στο Διάστημα. Προτού καταφέρουν όμως να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα και αφού προσπάθησαν με τη δημιουργία ιδιωτικών συλλόγων και οργανώσεων να τραβήξουν το ενδιαφέρον των κρατών τους στα πειράματα πυραυλοκίνησης, αναγκάστηκαν να συμμετάσχουν σε μία εντελώς διαφορετική προσπάθεια: τη χρήση των πυραύλων ως όπλων.

O άνθρωπος που συνειδητοποίησε τη δυνάμει χρησιμότητα των πυραύλων ως όπλων, ήταν ένας Γερμανός στρατιωτικός, ο Ντορνμπέργκερ. Έχοντας ένα στέρεο επιστημονικό υπόβαθρο ως φυσικός και έχοντας γνωρίσει τους ενθουσιώδεις επιστήμονες που ασχολούνταν με την πυραυλική, ο Ντορνμπέργκερ κατάλαβε ότι η Γερμανία είχε στα χέρια της έναν θησαυρό που θα της επέτρεπε να αγνοήσει τους περιοριστικούς όρους της συνθήκης των Βερσαλιών. Άλλωστε το ζητούμενο για τη Γερμανία του μεσοπολέμου, που είχε πληγωθεί ανεπανόρθωτα από τις συνθήκες που επέβαλλαν οι νικητές του A' Π.Π., ήταν να αναπτύξει όπλα που δεν θα παραβίαζαν το γράμμα των όρων της συνθήκης.

Φυσικά, όλα αυτά άλλαξαν όταν ο Χίτλερ και οι εθνικοσοσιαλιστές του ήλθαν στην εξουσία. Το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας και της ανάπτυξης των πυραυλικών συστημάτων της Γερμανίας πραγματοποιήθηκε στο περίφημο κέντρο του Πεενεμούντε υπό το χαρισματικό Βέρνερ φον Μπράουν, τον άνθρωπο που θεωρείται ο πρώτος μεγάλος πυραυλικός επιστήμονας στην ιστορία της ανθρωπότητας και εκείνος που όχι μόνο έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης πυραυλικής επιστήμης, αλλά έστειλε και τον άνθρωπο στη Σελήνη, αφού ήταν ο επικεφαλής του σχετικού προγράμματος της NASA.

ΒΕΡΝΕΡ ΦΟΝ ΜΠΡΑΟΥΝ

H σημαντικότερη προσωπικότητα στον τομέα της Αεροδιαστημικής είναι αναμφισβήτητα ο Γερμανός Βέρνερ φον Μπράουν (Wernher Magnus Maximilian freiherr von Braun), ο ''πατέρας'' του V-2, των βαλλιστικών πυραύλων και ολόκληρου του πυραυλικού προγράμματος δύο χωρών, της Γερμανίας αρχικά και των Η.Π.Α στη συνέχεια, ο άνθρωπος που έκανε πραγματικότητα το όνειρο της πρώτης επιτυχούς προσσελήνωσης το 1967. O χαρισματικός οραματιστής επιστήμονας γεννήθηκε τις 23 Μαρτίου του 1912 σε μία πολίχνη του Πόσεν (στην ανατολική Πρωσία), το Βίρσιτζ. Σε μικρή ηλικία μόλις 8 ετών, ο Βέρνερ και η οικογένειά του μετακόμισαν στο Βερολίνο, αφού το Βίρσιτζ δόθηκε στην Πολωνία με τη συνθήκη των Βερσαλιών.

Στο πλαίσιο της ''εκστρατείας απενοχοποίησης'' του φον Μπράουν αλλά και του συνόλου του προσωπικού των Ναζί που εργάζονταν στην ανάπτυξη των πυραυλικών συστημάτων στο περίφημο κέντρο του Πεενεμούντε, οι Αμερικανοί μεταπολεμικά δημιούργησαν ένα εναλλακτικό παρελθόν για τον χαρισματικό επιστήμονα, που εξωραΐζει την εικόνα του και τον παρουσιάζει ως οραματιστή, τον απόλυτο πρωτοπόρο της έρευνας για το ταξίδι στο Διάστημα, που απλώς αναγκάστηκε να συνεργαστεί με τους Ναζί. Στο πλαίσιο της δημιουργίας αυτού του χαλκευμένου παρελθόντος εξαφανίστηκαν όλα τα στοιχεία που συνέθεταν την εικόνα ενός πιστού εθνικοσοσιαλιστή με επαφές (και ίσως συμμετοχή) με το κόμμα ήδη από το 1932 και αξιωματικού των SS ήδη από το 1940.


Φυσικά, εξαφανίστηκαν και όλες οι φωτογραφίες του φον Μπράουν με τη μαύρη στολή των SS. Μεταξύ των πολλών ανεκδοτολογικών αναφορών σε αυτό το παρελθόν ήταν και το ότι ο φον Μπράουν είχε ως όνειρο την κατάκτηση του Διαστήματος ήδη από την παιδική του ηλικία, όταν η μητέρα του τού χάρισε ένα ερασιτεχνικό τηλεσκόπιο. Με αυτό το τηλεσκόπιο ο φον Μπράουν παρατηρούσε τη Σελήνη και τα αστέρια και ονειρευόταν τη μέρα που θα μπορούσε και ο ίδιος να βοηθήσει για την κατάκτησή τους. Μετά από 5 δεκαετίες και μια μεγάλη καριέρα στη Γερμανία και στις Η.Π.Α, ο φον Μπράουν έμελλε να ζήσει το όνειρό του, με την προσσελήνωση του Αρμστρονγκ.

Άλλη μία ανάλογη ανεκδοτολογική αναφορά που προέρχεται από την περίοδο που ο μελλοντικός επιστήμονας ήταν 12 ετών, φέρει τον φον Μπράουν να έχει προκαλέσει τεράστια αναστάτωση στο Βερολίνο γεμίζοντας ένα καροτσάκι με βεγγαλικά και βάζοντάς τους φωτιά. Θέλησε να φτιάξει ένα πυραυλοκίνητο όχημα, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να προσελκύσει την προσοχή της αστυνομίας του Βερολίνου, που συνέλαβε τον άτακτο νεαρό και τον παρέδωσε στον πατέρα του. Στο Βερολίνο ο φον Μπράουν είχε την ευκαιρία να φοιτήσει στα καλύτερα σχολεία, ωστόσο η πρώτη του επαφή με τη Φυσική και τα Μαθηματικά ήταν αρνητική.

Για αρκετό καιρό ο νεαρός Βέρνερ είχε μέτριες επιδόσεις στους τομείς όπου αργότερα θα διέπρεπε για να δημιουργήσει τους πρώτους λειτουργικούς πυραύλους στην ιστορία της ανθρωπότητας. Σύμφωνα πάντα με την ίδια δεξαμενή ανεκδοτολογικών αναφορών, ο φον Μπράουν δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα μαθήματα αυτά, έως ότου έπεσε στα χέρια του το βιβλίο του Χέρμαν Όμπερθ, του ''παππού'' της πυραυλικής τεχνολογίας, με τίτλο ''O πύραυλος για το διαπλανητικό Διάστημα'' (Die Rakete zum Planetraumen). Για την ακρίβεια, επρόκειτο για την -απορριφθείσα- διδακτορική διατριβή του Όμπερθ, την οποία οι εξεταστές του στο πανεπιστήμιο θεώρησαν μη σοβαρή και ουτοπική.

Καθώς ο φον Μπράουν ήταν μέτριος μαθητής, λίγα μπόρεσε να κατανοήσει από τη διατριβή του ιδιοφυούς Όμπερθ, ωστόσο ενθουσιάστηκε τόσο με τον τίτλο του έργου και τις προοπτικές που αυτό άνοιγε, που αφοσιώθηκε στη μελέτη μαθηματικών και φυσικής, κατανοώντας ότι επρόκειτο για τα κλειδιά που θα άνοιγαν τις πύλες του απείρου για την ανθρωπότητα.

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΦΟΝ ΜΠΡΑΟΥΝ ME TON ΟΜΠΕΡΘ

H επαφή του φον Μπράουν με το βιβλίο του Όμπερθ τού προκάλεσε έναν βαθύ θαυμασμό για τον πρωτοπόρο επιστήμονα. H γνωριμία των δύο ανδρών θα γινόταν λίγα χρόνια αργότερα, το 1930, όταν ο φον Μπράουν εγγράφηκε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου. Εκεί είχε την ευκαιρία να συμμετάσχει σε μία ομάδα ενθουσιωδών νεαρών Γερμανών επιστημόνων που ασχολούνταν με την Αεροναυτική και ονειρεύονταν την κατάκτηση του Διαστήματος. Επρόκειτο για το ''Σύνδεσμο για το ταξίδι στο Διάστημα'' (Verein fur Raumshiffart, V.f.R) που είχε συσταθεί το 1927 με πρωτοβουλία του Όμπερθ, που ήταν κατά κάποιον τρόπο ο μέντορας των νεαρών επιστημόνων.

Όπως είναι φυσικό, οι επιστήμονες που μετείχαν στον σύνδεσμο ήταν η μαγιά για το Γερμανικό πυραυλικό πρόγραμμα που δημιουργήθηκε μετά από λίγα χρόνια. Την ίδια περίοδο, το 1930 ή το 1931, φαίνεται ότι ο φον Μπράουν είχε τις πρώτες επαφές του με το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, που έγιναν πιο επίσημες το 1933, όταν γράφτηκε στη σχολή ιππασίας των SS. Σύμφωνα ωστόσο με κάποιες πηγές, τις οποίες απορρίπτουν οι ιστορικοί της επίσημης βιογραφίας του φον Μπράουν, ο φέρελπις επιστήμονας είχε γίνει μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος ήδη από τον Δεκέμβριο του 1932. Η επίσημη άποψη τον θέλει να ενταχθεί στο κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ μόλις το 1937.

Το 1932, πάντως, ο φον Μπράουν γνώρισε τον δεύτερο, μετά τον Όμπερθ, άνθρωπο που θα τον βοηθούσε να γίνει ο πατέρας της πυραυλικής τεχνολογίας. O τότε λοχαγός πυροβολικού, Βάλτερ Ντορνμπέργκερ, ήταν ένας αξιωματικός καριέρας, που είχε συμμετάσχει στον A' Π.Π. και είχε πλούσια θεωρητική κατάρτιση στη Φυσική (απόφοιτος του Πολυτεχνείου του Σαρλότενμπουργκ). Το 1932 είχε αναλάβει τις έρευνες για την πυραυλική τεχνολογία, καθώς η Γερμανία προσπαθούσε να βρει τρόπους να επανεξοπλιστεί χωρίς να παραβιάζει εμφανώς τους όρους της συνθήκης των Βερσαλιών.

O Ντορνμπέργκερ ήταν εκείνος που προσέγγισαν τα μέλη του V.f.R, που αναζητούσαν πηγή χρηματοδότησης για τα φιλόδοξα σχέδια που είχαν εκπονήσει για κατάκτηση του Διαστήματος. Παρακολούθησε μία αποτυχημένη επίδειξη ενός πρωτόλειου πυραύλου, αλλά εντυπωσιασμένος από την αφοσίωση και το όραμα των νεαρών επιστημόνων, τους πρότεινε να μπουν στην υπηρεσία του Υπουργείου Άμυνας της Γερμανίας για να σχεδιάσουν πυραύλους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για πολεμικούς σκοπούς. Όλοι εκτός από τον Βέρνερ φον Μπράουν, που για τα επόμενα χρόνια εργάστηκε στην ανάπτυξη πυραύλων στο κέντρο ερευνών και δοκιμών του Κούμερσντορφ υπό την εποπτεία του Ντορνμπέργκερ, αρνήθηκαν να λάβουν μέρος σε κάτι τέτοιο.

Παράλληλα συνέχιζε τις σπουδές του και αφού έλαβε το πτυχίο του από το Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Βερολίνου, πήρε και το ντοκτορά του στην Αεροδιαστημική από το Πολυτεχνείο το 1934. Την ίδια χρονιά οι πύραυλοι που είχε δημιουργήσει η ομάδα στην οποία μετείχε ο φον Μπράουν είχαν τις πρώτες επιτυχείς πτήσεις τους σε ύψος έως και τριάμισι χιλιόμετρα. Οι εθνικοσοσιαλιστές βρίσκονταν ήδη στην εξουσία και οι παραβιάσεις της συνθήκης των Βερσαλιών έγιναν καθημερινότητα. Σύντομα ο νέος ηγέτης της χώρας, Αδόλφος Χίτλερ, έπαψε να τηρεί τα προσχήματα και άρχισε να επανεξοπλίζει, με ταχύτατους ρυθμούς, τη Γερμανία.

Όμως οι εναλλακτικές έρευνες, όπως αυτή για τους πυραύλους, δεν σταμάτησαν, αντίθετα σε πολλές περιπτώσεις εντάθηκαν. Φυσικά, το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς προχώρησε στην απαγόρευση ανάλογων ερευνών από ιδιώτες και στη διάλυση της VfR, αφού οι Ναζί ιθύνοντες είχαν συνειδητοποιήσει το δυναμικό της πυραυλικής τεχνολογίας.


ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΠΕΕΝΕΜΟΥΝΤΕ

O πρώτος από αυτούς που κατάλαβαν ότι οι πύραυλοι είναι το μέλλον των οπλικών συστημάτων, ο Ντορνμπέργκερ, το 1937 διαπίστωσε ότι το κέντρο στο Κούμερσντορφ ήταν πλέον πολύ μικρό για να καλύψει τις ανάγκες του προγράμματος και ζήτησε μια μεγαλύτερη εγκατάσταση, όπου η ομάδα των λαμπρών επιστημόνων που είχε στρατολογήσει θα είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει απρόσκοπτα στην έρευνα και ανάπτυξη των νέων, ''θαυμαστών'' όπλων. H νέα εγκατάσταση δημιουργήθηκε στις ακτές της Βαλτικής, στο χωριουδάκι του Πεενεμούντε. Μάλιστα, την τοποθεσία είχε προτείνει η μητέρα του φον Μπράουν.

H επιρροή του φον Μπράουν ήταν μεγάλη και όπως ήταν λογικό ορίστηκε τεχνικός διευθυντής του κέντρου αλλά και του προγράμματος, ενώ διοικητής της εγκατάστασης έγινε ο Ντορνμπέργκερ. H φιλία που συνέδεε τους δύο άνδρες παρέμεινε αδιατάρακτη από την εποχή της γνωριμίας τους έως και τις παραμονές της παράδοσης του φον Μπράουν στους Αμερικανούς. Με τη μετακίνησή του στο Πεενεμούντε ξεκινά και η πιο σκοτεινή περίοδος του φον Μπράουν, αφού η επίσημη εκδοχή της βιογραφίας του τον θέλει να γράφεται μέλος στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, τον Νοέμβριο του 1937, αν και ανεπίσημες πηγές επιμένουν να τοποθετούν αυτήν την εξέλιξη ήδη το 1932, πριν από την ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί.

Από εδώ και πέρα η εικόνα για τη ζωή, το έργο και γενικότερα την πορεία του φον Μπράουν στο πλαίσιο της Χιλτερικής Γερμανίας είναι ασαφής. O εξωραϊσμός της περιόδου αυτής της ζωής του φον Μπράουν ξεκίνησε από τους Αμερικανούς ήδη από την ημέρα που μαζί με την πλειονότητα των μελών του επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού του Πεενεμούντε παραδόθηκαν στις δυνάμεις του Η.Π.Α. Πάντως, αυτό που δεν θα ήταν δυνατό να εξαφανίσουν είναι τα πειστήρια της ένταξης του φον Μπράουν στα SS. Σε μια περίοδο που βεβαιωμένα ούτε ο Χίμλερ ούτε κανείς άλλος υψηλόβαθμος των SS είχε ενδιαφερθεί για το Πεενεμούντε και τα πειράματα που γίνονταν εκεί.

Ο φον Μπράουν έγινε αξιωματικός των SS, προφανώς σε ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του προς την πατρίδα. H ένταξή του στους βαθμοφόρους των SS το 1940 έγινε ως ανθυπολοχαγός (untersturmfuhrer). O φον Μπράουν υποστήριξε ότι εφόσον δεν γινόταν μέλος των SS, δεν θα είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει το έργο του στην πυραυλική, ενώ ανάλογη ήταν και η δικαιολογία που χρησιμοποίησε για την ένταξή του στο κόμμα των Ναζί. Ως ''έργο του'' προφανώς εννοούσε την ανάπτυξη της πυραυλικής τεχνολογίας για την κατάκτηση του Διαστήματος, όπως άλλωστε είναι και η επίσημη θέση της Αμερικανικής προπαγάνδας που τον παρουσιάζει ως έναν ιδεαλιστή επιστήμονα, αφοσιωμένο στη δουλειά του και στο όραμά του.

Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι μάλλον πολύ πιο πεζή και λιγότερο ένδοξη: στο Πεενεμούντε η έρευνα και η ανάπτυξη αφορούσαν αποκλειστικά σε οπλικά συστήματα. Από τους κινητήρες που στη συνέχεια θα χρησιμοποιούσε η Luftwaffe για να κινήσει τα πρώτα αεριωθούμενα αεροσκάφη, μέχρι τις πρώτες απόπειρες για ένα αντιαεροπορικό σύστημα με πυραύλους (Wasserfall) και από τον πρώτο βαλλιστικό πύραυλο, τον A-4 ή αλλιώς V-2, στα μυθικά υπερόπλα που θα έσωζαν το Γ’ Ράιχ την ύστατη ώρα, όπως οραματιζόταν ο Χίτλερ, ολόκληρο το έργο του B. Φον Μπράουν περιστρεφόταν γύρω από το θάνατο και την καταστροφή.

H ανάπτυξη του A-4 είχε φθάσει σε ικανοποιητικό βαθμό στα μέσα του 1942 και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ο Χίτλερ έδωσε την έγκριση για να τεθεί σε επιχειρησιακή δράση με το κωδικό όνομα V-2. Το V είναι το πρώτο γράμμα της λέξης Vergeltungswaffe που σημαίνει “όπλο ανταπόδοσης”. H επιχειρησιακή χρήση των νέων υπερόπλων άργησε αρκετά - μόλις το 1944 χρησιμοποιήθηκαν οι πρώτοι V-2 εναντίον του Λονδίνου. Οι περισσότεροι από τους πυραύλους που παρήχθησαν και τέθηκαν σε χρήση, κατασκευάστηκαν στο εργοστάσιο των V-2 στο Πεενεμούντε, όπου χρησιμοποιήθηκε -κατόπιν εισήγησης του Χανς Κάμλερ, του ''αρχιτέκτονα'' αρκετών στρατοπέδων συγκέντρωσης- σε πολύ μεγάλο βαθμό εργασία αιχμαλώτων από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Φυσικά, τεράστιος αριθμός αιχμαλώτων πέθαναν ενώ εργάζονταν για την κατασκευή των πυραύλων. Χαρακτηριστικό είναι ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, πολύ περισσότεροι ήταν εκείνοι που πέθαναν φτιάχνοντας τους V-2 από εκείνους που πέθαναν από πλήγματα των πυραύλων. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο φον Μπράουν μεταπολεμικά αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε συμμετοχή σε αυτή τη σκοτεινή πτυχή των δραστηριοτήτων του Πεενεμούντε, ωστόσο οι μαρτυρίες των επιζησάντων αλλά και στρατιωτικού προσωπικού δεν επαληθεύουν τη δική του εκδοχή. Πάντως, ο φον Μπράουν ήταν ρεαλιστής και αντιλαμβανόταν πολύ καλά τι συνέβαινε γύρω του.

Αυτό είναι φανερό από μία στιχομυθία του με άλλους δύο επιστήμονες που εργάζονταν στο πρόγραμμα περί των δυνατοτήτων του Γ' Ράιχ να κερδίσει τον πόλεμο. Σε αυτήν, που καταγράφηκε από πράκτορες της Sicherheits Dienst (SD), της Υπηρεσίας Ασφαλείας του ναζιστικού καθεστώτος, φαίνεται ότι ήδη από το 1943 ο φον Μπράουν είχε αντιληφθεί ότι η χώρα του δεν μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο στον οποίο είχε εμπλακεί. Αυτή η στιχομυθία αποτέλεσε, μαζί με ανάλογα δεδομένα, ένα από τα επιβαρυντικά στοιχεία με τα οποία κατηγορήθηκε από την Γκεστάπο και συνελήφθη τον Μάρτιο του 1944.

Μία άλλη κατηγορία -προφανώς χαλκευμένη - παρουσίαζε τον φον Μπράουν ως ''φιλοκομουνιστή'', κάτι που σαφώς δεν ίσχυε, και ότι είχε προσπαθήσει να σαμποτάρει το πρόγραμμα ανάπτυξης και τελειοποίησης των πυραύλων V-2. Δεν υπήρξε το παραμικρό επιβαρυντικό στοιχείο όσον αφορά σε αυτές τις κατηγορίες, ωστόσο αυτό δεν σταμάτησε τον ισχυρό άνδρα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, Χάινριχ Χίμλερ, να διατάξει τη σύλληψη του λαμπρού επιστήμονα. H πραγματική αιτία για τη σύλληψη ήταν η άρνηση του φον Μπράουν να συνεργαστεί άμεσα με τον Κάμλερ στην εξέλιξη του V-2, θεωρώντας ότι αφενός ο Κάμλερ δεν είχε τίποτε να προσφέρει στο πρόγραμμα και αφετέρου ότι θα διακινδύνευε την πρωτοκαθεδρία του σε αυτό.

O φον Μπράουν έμεινε για δύο βδομάδες στη φυλακή, έως ότου ο Ντορνμπέργκερ κατόρθωσε να πιέσει την έτερη υπηρεσία πληροφοριών του Γ' Ράιχ -και ανταγωνίστρια της SD- Άμπβερ, να τον ελευθερώσει. Στην υπόθεση φαίνεται να ενεπλάκη και ο περίφημος Άλμπερτ Σπέερ, που τον καιρό αυτό ήταν υπουργός αρμόδιος για τον οπλισμό και την παραγωγή και ο οποίος φέρεται να μεσολάβησε στον Χίλτερ για να απελευθερωθεί ο φον Μπράουν.


O ΦΟΝ ΜΠΡΑΟΥΝ ΠΕΡΝΑ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ

Την πρόοδο του Βέρνερ φον Μπράουν και των συνεργατών του σκίαζε η αρνητική εξέλιξη του πολέμου για τη χώρα του. Όμως ο Γερμανός επιστήμονας είχε απόλυτη συναίσθηση της αξίας του και γνώριζε ότι αν κατόρθωνε να επιβιώσει του πολέμου, θα γινόταν ανάρπαστος μεταξύ των νικητών της αναμέτρησης για τις ικανότητές του. Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, ο φον Μπράουν βρισκόταν σε επαφή με τους Αμερικανούς μερικούς μήνες πριν παραδοθεί. Αυτό που είναι βέβαιο, είναι ότι ενώ οι Σοβιετικές τεθωρακισμένες στρατιές βρίσκονταν σε απόσταση μόλις 200 χιλιομέτρων από το Πεενεμούντε, ο φον Μπράουν κάλεσε το προσωπικό του για να συζητήσουν τα διαδικαστικά της παράδοσης, δηλαδή πώς, πότε και κυρίως σε ποιον θα παραδοθούν.

H απάντηση ήταν μάλλον αυτονόητη. Οι ιστορίες για τη φρικτή μοίρα ουκ ολίγων Γερμανών που αιχμαλωτίστηκαν από τους Σοβιετικούς ήταν διαδεδομένες και μεταξύ του προσωπικού του Πεενεμούντε, οπότε υπήρχε μόνο μία εναλλακτική λύση, παράδοση στους Αμερικανούς. Χρησιμοποιώντας τις υψηλές διασυνδέσεις του, ο επικεφαλής του Κέντρου και -εφοδιασμένοι με πλαστά χαρτιά- το μεγαλύτερο μέρος του επιστημονικού προσωπικού του προγράμματος, καθώς και άλλοι εργαζόμενοι, συνολικά 500 άνθρωποι, μπήκαν σε ένα τρένο από το Πεενεμούντε.

Ακολούθησε μία μυθιστορηματική απόδραση των φυγάδων, που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να αποφύγουν τους άνδρες των SS, οι οποίοι μόλις έγινε αντιληπτή η φυγή τους, έλαβαν εντολές να εξοντώσουν τον φον Μπράουν και τους υπόλοιπους επιστήμονες του Πεενεμούντε εφόσον προσπαθούσαν να έλθουν σε επαφή με τον εχθρό. Κάποιοι επιστήμονες δεν έφυγαν με τον φον Μπράουν και παρέμειναν στο Πεενεμούντε ή κατέφυγαν σε γειτονικές περιοχές. Αυτοί συνελήφθησαν από τους Σοβιετικούς και χρησιμοποιήθηκαν όπως ακριβώς και οι συνάδελφοί τους που είχαν συλλάβει οι Αμερικανοί, για την υλοποίηση ενός πυραυλικού προγράμματος για τη Σοβιετική Ένωση.

O φον Μπράουν είχε οργανώσει πολύ καλά την απόδραση και είχε ισχυρούς φίλους. Μαζί με όλα τα σχέδια της δημιουργίας των πυραύλων, τα οποία θα αποτελούσαν πολύτιμο διαπραγματευτικό χαρτί για τους επιστήμονες στη συνέχεια, ο φον Μπράουν και το προσωπικό του έφθασαν στις Αμερικανικές γραμμές και παραδόθηκαν στον πρώτο Αμερικανό στρατιώτη που βρήκαν. Με τις οδηγίες του, οι Αμερικανοί έκαναν μια επιχείρηση αστραπή στο Πεενεμούντε, απ’ όπου συνέλεξαν όλα τα μέρη και ανταλλακτικά των V-2 που εντόπισαν, τα φόρτωσαν σε πάνω από 250 βαγόνια τρένου και τα μετέφεραν πίσω από τις γραμμές τους, ενώ πριν αναχωρήσουν, ανατίναξαν κάποιες από τις εγκαταστάσεις για να μην πέσουν στα χέρια των Σοβιετικών.

Άλλη μία επιχείρηση αφιερώθηκε στη διάσωση του αρχείου του Κέντρου, που οι φυγάδες είχαν επιμελώς φυλάξει σε ένα ορυχείο. Μέχρι την παράδοσή του ο φον Μπράουν εθεωρείτο εγκληματίας πολέμου από τους Αμερικανούς, για το λόγο αυτό άλλωστε παραδόθηκε παριστάνοντας τον αδελφό του, ενώ αρκετοί από τους συναδέλφους του θεωρούνταν απειλή για την ασφάλεια των Συμμάχων. Ωστόσο, όλα αυτά ξεχάστηκαν με την ''αυθόρμητη'' συνεργασία του. Ήδη τους είχε προσφέρει -με τα σχέδια και τα ανταλλακτικά των V-2- ένα προβάδισμα δύο χρόνων στο πυραυλικό τους πρόγραμμα έναντι της Ε.Σ.Σ.Δ. Οι Αμερικανοί, έχοντας κατανοήσει πόσο πολύτιμη ήταν αυτή η ομάδα των επιστημόνων, τους μετέφεραν στις Η.Π.Α.

Αρκετοί δεν ακολούθησαν αυτό το δρόμο, ωστόσο τα πλέον εξέχοντα μέλη του προγράμματος μαζί με τον επικεφαλής τους πήγαν στις Η.Π.Α. Αρχικά μεταφέρθηκαν -με την ''Επιχείρηση Συνδετήρας'' (Operation Paperclip) όπως έμεινε στην ιστορία- σε μια βάση του Στρατού των ΗΠΑ στο Ντέλαγουερ, στη συνέχεια στη Βοστόνη και από εκεί στο Μέρυλαντ, όπου εργάστηκαν στην αποδελτίωση, καταγραφή και τακτοποίηση του τεράστιου όγκου των πληροφοριών, εγγράφων και σχεδίων τα οποία είχαν καταφέρει να διασώσουν από το Πεενεμούντε. Τον πρώτο καιρό ο φον Μπράουν και οι εναπομείναντες επιστήμονές του ήταν επί της ουσίας αιχμάλωτοι του Αμερικανικού στρατού.

Τους υποχρέωσαν να εκπαιδεύσουν Αμερικανούς τεχνικούς στην πυραυλική τεχνολογία, ενώ ταυτόχρονα εργάζονταν για την παραπέρα προώθηση του προγράμματος που άφησαν ημιτελές στη Γερμανία. H παραμονή τους στο Φορτ Μπλις στο Τέξας όπου μεταφέρθηκαν, τελικά, ήταν μακρά, ωστόσο πολύ σύντομα ο φον Μπράουν είχε αποτινάξει το καθεστώς του ''αιχμαλώτου'' και είχε μετατραπεί σε έναν ενθουσιώδη υπάλληλο της κυβέρνησης των Η.Π.Α. Μάλιστα, βρήκε χρόνο και να παντρευτεί την μόλις 18 ετών εξαδέλφη του, Μαρία φον Κουίστορπ, στην οποία μάλιστα έκανε πρόταση γάμου με επιστολή.

O φον Μπράουν εγκατέλειψε για λίγες εβδομάδες το Τέξας, πήγε στη Γερμανία και στο Λάντσουτ όπου παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του και στη συνέχεια επέστρεψε στο Φορτ Μπλις. Τα επόμενα χρόνια ο ιδιοφυής Γερμανός εργαζόταν στο πυραυλικό πρόγραμμα των Η.Π.Α, αρχικά στο Τέξας, όπου έθεσε τις βάσεις για τους μετέπειτα διηπειρωτικούς πυραύλους των Η.Π.Α, και στη συνέχεια στο Χάντσβιλ στην Αλαμπάμα, όπου στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ανέπτυξε τον πύραυλο Redstone.

Ενώ εργαζόταν στη δημιουργία πυραύλων για πολεμικούς σκοπούς, είχε πάντα στο μυαλό του και το μεγάλο του όνειρο, με το οποίο γαλουχήθηκε τόσο ο ίδιος όσο και ολόκληρη η γενιά των πρωτοπόρων του Γερμανικού πυραυλικού προγράμματος: την κατάκτηση του Διαστήματος.

ΚΑΤΑΚΤΗΤΗΣ TOY ΔΙΑΣΤΗΜΑΤΟΣ

Αμερικανός πολίτης από το 1955, ο φον Μπράουν είχε δημοσιεύσει μια σειρά άρθρων στα οποία εξηγούσε το όραμά του για έναν επανδρωμένο διαστημικό σταθμό που θα περιστρεφόταν γύρω από τη Γη. Το όραμα θεωρήθηκε τολμηρό για την εποχή του, ωστόσο λίγες δεκαετίες μετά θα γινόταν πραγματικότητα. Τα στούντιο Ντίσνεϋ του προσέφεραν και μία παράλληλη απασχόληση, την οποία αποδέχτηκε με ενθουσιασμό: να δουλέψει ως τεχνικός διευθυντής για μία σειρά τηλεοπτικών ταινιών με αντικείμενο την εξερεύνηση του Διαστήματος. Από τη θέση αυτή είχε την ευκαιρία να προωθήσει τις ιδέες του και να κάνει ακόμη δημοφιλέστερη την ιδέα της ''απόδρασης'' του ανθρώπου από τα δεσμά της Γης και της επέκτασής του στο Διάστημα.


Παρότι ο φον Μπράουν είχε γίνει διευθυντής της υπηρεσίας βαλλιστικών πυραύλων των Η.Π.Α (ABMA), δηλαδή τα καθήκοντά του είχαν να κάνουν με την ανάπτυξη φορέων για τα πυρηνικά όπλα, εργαζόταν ταυτόχρονα στη δημιουργία πυραύλων που θα διέφευγαν από τα δεσμά της ατμόσφαιρας. O πύραυλος Jupiter-C που έθεσε σε τροχιά τον πρώτο Αμερικανικό δορυφόρο, ήταν δικό του επίτευγμα. Όμως, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στη Σοβιετική Ένωση, τον ίδιο καιρό, η εργασία του περιστρεφόταν κυρίως γύρω από βαλλιστικούς πυραύλους και μόνο στο περιθώριο μπορούσε να δουλεύει στο διαστημικό πρόγραμμα.

Όμως αυτό έμελλε να αλλάξει σύντομα, μετά τις επιτυχίες των Σοβιετικών και ιδιαίτερα του προγράμματος Sputnik. Μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου, η κυβέρνηση των Η.Π.Α είδε στο διαστημικό πρόγραμμα -το οποίο μέχρι εκείνη την ώρα είχε παραμελήσει- τεράστιες δυνατότητες. Το βασικότερο όφελος για τις Η.Π.Α από την ανάπτυξη ενός πιο επιτυχημένου διαστημικού προγράμματος από το Σοβιετικό, ήταν το κύρος που θα απολάμβανε στα μάτια των τρίτων χωρών. Υπήρχαν όμως και πολλές λιγότερο ορατές πτυχές της ίδιας υπόθεσης.

Για παράδειγμα, οι Αμερικανοί είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται πόσο σημαντική θα ήταν η δυνατότητα να θέτουν σε τροχιά επαρκείς δορυφόρους, ένα πεδίο στο οποίο η Ε.Σ.Σ.Δ είχε αποκτήσει σαφές προβάδισμα. Μια και το βαλλιστικό πρόγραμμα των Η.Π.Α επί της ουσίας δεν χρειαζόταν πλέον τον φον Μπράουν και την ομάδα του, μετατέθηκαν σύσσωμοι στη NASA, όπου ξεκίνησαν να εργάζονται πυρετωδώς στην ανάπτυξη των πυραύλων που λίγα χρόνια αργότερα θα έφερναν τους πρώτους ανθρώπους στο Φεγγάρι. O φον Μπράουν έγινε διευθυντής του νεοϊδρυθέντος Κέντρου Διαστημικών Πτήσεων Μάρσαλ, στο οποίο παρέμεινε για δέκα χρόνια.

Από τη θέση αυτή υπήρξε ο κατευθυντήριος νους πίσω από το πρόγραμμα Απόλλων, που ξεκίνησε με την ανάπτυξη των πυραύλων Saturn (Κρόνος), οι οποίοι επέτρεψαν τη μεταφορά σημαντικών φορτίων γύρω από τροχιά και στη συνέχεια αποτέλεσαν το όχημα της πρώτης επανδρωμένης πτήσης στη Σελήνη. O φον Μπράουν παρέμεινε στη NASA έως το 1972, όταν αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί, κρίνοντας ότι η κατεύθυνση που θα έπαιρνε μελλοντικά το διαστημικό πρόγραμμα των Η.Π.Α δεν συμφωνούσε με τα οράματά του.

Μάλιστα ο ιδιοφυής επιστήμονας θεωρούσε ότι η αεροδιαστημική υπηρεσία των ΗΠΑ έπρεπε να συνεχίσει να αναπτύσσει τον πύραυλο Saturn, εκφράζοντας την πεποίθηση ότι μέσα σε μιάμιση δεκαετία θα ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει την πρώτη επανδρωμένη πτήση στον Άρη. Ωστόσο οι Η.Π.Α, με την προσσελήνωση του Νηλ Άρμστρονγκ, είχαν κερδίσει τις εντυπώσεις στην ''κούρσα του Διαστήματος'' και δεν σκόπευαν να συνεχίσουν να διαθέτουν υπέρογκα ποσά για επανδρωμένες πτήσεις πέραν της τροχιάς της Γης. Οταν ο φον Μπράουν το αντιλήφθηκε αυτό, εγκατέλειψε τη NASA.

Στη συνέχεια προσελήφθη στη βιομηχανία Φαίρτσαϊλντ, ξεκινώντας μια δεύτερη καριέρα, ενώ πρωτοστάτησε και στη δημιουργία του Εθνικού Ινστιτούτου Διαστήματος των Η.Π.Α. Διασημότητα και καθιερωμένος στο χώρο, ήταν περιζήτητος ως ομιλητής σε πανεπιστήμια, ιδρύματα και εταιρείες, έχοντας πάντα στο επίκεντρο των ομιλιών του το αγαπημένο του θέμα, το ''ταξίδι στο Διάστημα''. Το 1976 προσβλήθηκε από καρκίνο και η κατάστασή του φαινόταν μη αναστρέψιμη, όμως η επάρατη νόσος δεν πρόλαβε να τον καταβάλει. Τον Ιούνιο του 1977 έπεσε θύμα τροχαίου, το οποίο του προκάλεσε εσωτερική αιμορραγία. Πέθανε στις 16 Ιουνίου του 1977.

ΧΕΡΜΑΝ ΟΜΠΕΡΘ

Αν ο Βέρνερ φον Μπράουν ήταν ο πατέρας του Γερμανικού πυραυλικού προγράμματος και γενικότερα της πυραυλικής, ο Χέρμαν Όμπερθ (Hermann Julius Oberth) ήταν ο ''παππούς'' τους. Γεννημένος τις 25 Ιουνίου του 1894 στην πόλη Χέρμανσταντ της Τρανσυλβανίας (σήμερα Σίμπιου της Ρουμανίας), από την παιδική του ηλικία εντυπωσιάστηκε με το έργο του Ιουλίου Βερν ''Από τη Γη στη Σελήνη'' και αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του για να βρει τρόπους να μετατρέψει τη φαντασία του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα σε πραγματικότητα. Σε ηλικία μόλις 11 ετών άρχισε να καταπιάνεται με τους πύραυλους, που τον καιρό εκείνο ήταν απλώς μια ευφάνταστη πρόβλεψη για το μέλλον.

Στα 14 του είχε ήδη δημιουργήσει ένα μοντέλο πυραύλου. Ωστόσο, δεν έμελλε να ακολουθήσει σχετικές σπουδές. Αντίθετα, το 1912 εγγράφηκε στην Ιατρική Σχολή του Μονάχου, ενώ κατά τη διάρκεια του A' Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιατρός. Αργότερα θα έλεγε ότι η εμπειρία του στην Ιατρική Σχολή αλλά και στον πόλεμο τον έκανε να καταλάβει ένα και μόνο πράγμα: ότι δεν επιθυμούσε να γίνει γιατρός. Όταν επέστρεψε από τον πόλεμο για να συνεχίσει τις σπουδές του, αποφάσισε να παρακολουθήσει μαθήματα Φυσικής. H Χέρμανσταντ είχε γίνει τμήμα της Ρουμανίας, αλλά η οικογένειά του είχε παραμείνει εκεί.

O ίδιος όμως μετακόμισε στη Γερμανία και από εκεί άρχισε να μελετά ενθουσιωδώς τις δυνατότητες που του έδινε η φυσική στο να κάνει το όνειρο της ζωής του πραγματικότητα. Όπως αναμενόταν, ξεχώρισε στις σπουδές του και το 1922 υπέβαλε προς έγκριση μία διδακτορική διατριβή 92 σελίδων υπό τον τίτλο ''Die Rakete zu den Planetenraumen'', ήτοι ''O πύραυλος για το διαπλανητικό Διάστημα''. Όμως οι καθηγητές του, δέσμιοι του πνεύματος της εποχής και δίχως τρόπο να αντιληφθούν την επαναστατική θεωρία του Όμπερθ στην ολότητά της, απέρριψαν τη διατριβή του ως ''ουτοπική''.

O νεαρός επιστήμονας δεν πτοήθηκε, αρνήθηκε όμως να υποβάλει νέα διδακτορική εργασία. Αντίθετα, αναζήτησε και βρήκε τρόπο να τη δημοσιεύσει σε βιβλίο, με την ελπίδα να βρει συμπαράσταση και χρηματοδότηση για τις έρευνές του. Πάντως, η διατριβή αυτή έμελλε τελικώς να του δώσει τον τίτλο του Δόκτορα της Φυσικής, αφού την υπέβαλλε λίγα χρόνια μετά στο Πανεπιστήμιο Μπάμπες - Μπολιάϊ της Ρουμανίας. O Όμπερθ και οι ιδέες του έγιναν αρκετά γνωστές στη Γερμανία του μεσοπολέμου.


Παρότι εκπροσωπούσε μια επιστήμη η οποία ουσιαστικά δεν υπήρχε ακόμη, ο Όμπερθ είχε κερδίσει τον τίτλο του ειδικού στους πυραύλους και καρπός αυτής της φήμης ήταν η πρόσληψη από τα περίφημα στούντιο UFA για να δουλέψει ως επιστημονικός σύμβουλος στο πρώτο φιλμ επιστημονικής φαντασίας που γυρίστηκε ποτέ, το ''Γυναίκα στο Φεγγάρι'' του σπουδαίου σκηνοθέτη Φριτζ Λανγκ. Τον ίδιο καιρό έγινε μέλος – στην πραγματικότητα ηγέτης και μέντορας - του ''Συνδέσμου για το ταξίδι στο Διάστημα'' (Verein fur Raumshiffart, V.f.R), στον οποίο συγκεντρώθηκαν όλοι οι νεαροί ενθουσιώδεις επιστήμονες που πίστευαν ότι το διαστημικό ταξίδι είναι εφικτό.

Στον V.f.R συνάντησε και τον άνθρωπο που θα έκανε πράξη τις περισσότερες από τις ιδέες του, τον Βέρνερ φον Μπράουν. Τα πρώτα επιτυχημένα πειράματα του Όμπερθ, που πλέον ήταν καθηγητής στο Πολυτεχνείο του Βερολίνου, έγιναν το 1929, όταν κατάφερε να εκτοξεύσει τον πρώτο πύραυλο υγρών καυσίμων του, τον οποίο κατασκεύασε με τη βοήθεια και των φοιτητών του, μεταξύ των οποίων και ο φον Μπράουν. Λίγα είναι γνωστά για τα κατοπινά πειράματα του Όμπερθ. Αρχικά αρνήθηκε τη “στράτευση” στο σκοπό της δημιουργίας πυραύλων για πολεμικούς σκοπούς και προσπάθησε να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα, δουλεύοντας στο Πολυτεχνείο της Βιέννης και της Δρέσδης.

Όμως λίγο μετά την έκρηξη του πολέμου ο τέως μαθητής του, ο φον Μπράουν, τον κάλεσε να εργαστεί κοντά του στο Πεενεμούντε. Για λόγους που δεν έχουν διευκρινισθεί, ο Όμπερθ αποχώρησε σύντομα από το Κέντρο ανάπτυξης των V-2 αλλά συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη χώρα του, που στο μεταξύ είχε ξεκινήσει τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εργάστηκε στο κέντρο WASAG στη Βυτεμβέργη για την ανάπτυξη αντιαεροπορικών πυραύλων με σχετική επιτυχία. Μετά τον πόλεμο έφυγε από τη Γερμανία, μετακομίζοντας στην Ελβετία, αλλά το 1950 προσλήφθηκε από το Πολεμικό Ναυτικό της Ιταλίας, για να συνεχίσει την εργασία του στην ανάπτυξη αντιαεροπορικών πυραύλων.

Το 1953 επέστρεψε στη Γερμανία, όπου δημοσίευσε άλλο ένα βιβλίο ''Οι άνθρωποι στο Διάστημα'' πριν ανταποκριθεί στο κάλεσμα του φον Μπράουν να μεταβεί στις Η.Π.Α για να εργαστεί στην ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων. Παρέμεινε για λίγα χρόνια, έως ότου έφυγε από τις Η.Π.Α και επέστρεψε στη Γερμανία, ωστόσο μετακόμισε ξανά πέρα από τον Ατλαντικού το 1960 για να εργαστεί ως τεχνικός σύμβουλος στη δημιουργία του πυραύλου Atlas. To 1962 σταμάτησε να εργάζεται και σε ηλικία 68 ετών επέστρεψε στη Γερμανία, όπου έμελλε να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του έως το 1989, όταν και πέθανε στην ιδιαίτερα προχωρημένη ηλικία των 95 ετών στο Φόιχτ, στις 28 Δεκεμβρίου.

O Όμπερθ θεωρείται σήμερα ένας από τους τρεις πρωτοπόρους οραματιστές της πυραυλικής (Τσιολκόφσκι και Γκόνταρντ οι άλλοι δύο), ενώ γενικότερα η προσφορά του στην επιστήμη είναι σημαντική. Το όνομά του έχει δοθεί σε έναν κρατήρα της Σελήνης.

ΒΑΛΤΕΡ ΝΤΟΡΝΜΠΕΡΓΚΕΡ

Ως επιστήμονας ο Ντορνμπέργκερ δεν μπορεί να σταθεί στο ίδιο ύψος με τους προαναφερθέντες, τον φον Μπράουν και τον Όμπερθ. Ωστόσο, η συμβολή του στρατιωτικού στην ανάπτυξη του πυραυλικού προγράμματος της Γερμανίας ήταν καθοριστικότερη απ’ οποιουδήποτε άλλου. Συνέλαβε την ιδέα της χρήσης των πυραύλων ως όπλων, έκανε τις πρώτες επαφές με τους ενθουσιώδεις ερασιτέχνες που προσπαθούσαν να δημιουργήσουν ''τη ρουκέτα για το Διάστημα'' και τους στρατολόγησε στην υπηρεσία του Γερμανικού στρατού. O ίδιος έπεισε την ηγεσία του στρατού ότι άξιζε να διαθέσει κονδύλια και χρόνο για την ανάπτυξη των πυραύλων και λειτούργησε τα πρώτα κέντρα έρευνας και ανάπτυξης πυραυλικών συστημάτων.

O Ντορνμπέργκερ γεννήθηκε στο Γκίσεν της Γερμανίας τις 6 Σεπτεμβρίου του 1895. Σε ηλικία 19 ετών κατατάχθηκε στον γερμανικό στρατό και εντάχθηκε σε μια μονάδα του πυροβολικού, με την οποία πολέμησε κατά τη διάρκεια του A' Παγκοσμίου Πολέμου. Λίγο πριν από την εκεχειρία και τη λήξη του πολέμου, συνελήφθη από τους Γάλλους και επέστρεψε στη Γερμανία μόλις δύο χρόνια μετά. Εντασσόμενος ξανά στον -λαβωμένο από τη συνθήκη των Βερσαλιών- Γερμανικό στρατό, ο Ντορνμπέργκερ επιδίωξε να κάνει καριέρα στρατιωτικού, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να συμπληρώσει τη θεωρητική κατάρτισή του. Μάλιστα για 5 χρόνια αποσπάστηκε στο Πολυτεχνείο του Σαρλότενμπουργκ, όπου σπούδασε Φυσική.

Ως λοχαγός, το 1931 - 1932 συνέβαλε στις προσπάθειες διακριτικού επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Ως υπεύθυνος του σχετικού γραφείου του Τμήματος Όπλων του Γερμανικού στρατού, ο Ντορνμπέργκερ ήταν ο πρώτος που ήλθε σε επαφή με τους επιστήμονες που μετείχαν στον V.f.R, τον σύνδεσμο για το ταξίδι στο Διάστημα. Προικισμένος με σπάνια διορατικότητα και διαθέτοντας την απαραίτητη θεωρητική κατάρτιση, συνειδητοποίησε πόσο σημαντική ήταν η πυραυλική επιστήμη για χρήση σε πολεμικούς σκοπούς και παρότι η επίδειξη που σχεδίασαν για χάρη του οι επιστήμονες του VfR ήταν αποτυχημένη, ο λοχαγός του πυροβολικού τούς πρότεινε να εργαστούν για τον Γερμανικό στρατό.

Αν και το σύνολο των μελών του συνδέσμου αρνήθηκαν -το δικό τους όνειρο ήταν να πάνε στο Διάστημα, το όνειρο του Ντορνμπέργκερ ήταν τα όπλα καταστροφής- ένας από αυτούς δέχτηκε την πρότασή του. Επρόκειτο βεβαίως για τον Βέρνερ φον Μπράουν. O Ντορνμπέργκερ σύντομα παρουσίασε εντυπωσιακά αποτελέσματα από την ομάδα των επιστημόνων που είχε χτίσει γύρω από τον χαρισματικό φον Μπράουν. Στη συνέχεια, ακόμη και κάποια από τα μέλη του V.f.R θα προσλαμβάνονταν για να δουλέψουν για τον Ντορνμπέργκερ, αρχικά στο κέντρο δοκιμών του Κούμερσντορφ και στη συνέχεια στο νέο, τεράστιο κέντρο του Πεενεμούντε.

Επίσης, ο ''πατριάρχης'' της Γερμανικής πυραυλικής επιστήμης, ο Όμπερθ, πείστηκε να εργαστεί για ένα χρονικό διάστημα μαζί με τον φον Μπράουν. O Ντορνμπέργκερ παρέμεινε επικεφαλής της έρευνας και ανάπτυξης του V-2 έως και το 1944, όταν όλο το πρόγραμμα περιήλθε στη δικαιοδοσία των SS. O στρατηγός Χανς Κάμλερ μπορεί να ήταν επιστήμονας, όμως δεν είχε τα προσόντα να ηγηθεί μιας ομάδας επιστημόνων, αφού του έλειπε τόσο η σε βάθος θεωρητική κατάρτιση όσο και η κουλτούρα των διανοουμένων.

Ήταν ένας στυγνός στρατιωτικός των SS, που λίγο πριν από την κατάρρευση του Γ' Ράιχ θα έφθανε στο ζενίθ της δύναμής του, αφού για ένα χρονικό διάστημα ήταν ο τρίτος ισχυρότερος άνδρας του Ράιχ μετά τον ίδιο τον Χίτλερ και, φυσικά, τον απευθείας προϊστάμενο του Κάμλερ, τον Χάινριχ Χίμλερ. Τόσο ο Ντορνμπέργκερ όσο και οι άνδρες του ασφυκτιούσαν κάτω από την μπότα των SS. O Αλμπερτ Σπέερ, ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες της πολιτικής σκηνής του Γ' Ράιχ, κατάφερε να αποσπάσει τον Ντορνμπέργκερ και τους περισσότερους επιστήμονές του από το πρόγραμμα των V-2 και τους επέτρεψε να εργαστούν χωρίς τον ασφυκτικό έλεγχο των SS στην τελειοποίηση του πυραύλου εδάφους - αέρους Wasserfall.


Ωστόσο ο Κάμλερ επανέφερε το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού στο πρόγραμμα του V-2. Με τον πόλεμο να βρίσκεται κοντά στο τέλος του, ο Ντορνμπέργκερ και ο φον Μπράουν αναζήτησαν τρόπο να απομακρυνθούν από το Πεενεμούντε, το οποίο σύντομα θα έπεφτε στα χέρια των Σοβιετικών. Μαζί με το μεγαλύτερο μέρος του επιστημονικού προσωπικού, οργάνωσαν μία προσπάθεια διαφυγής, ώστε να παραδοθούν στους Αμερικανούς. Όπερ και εγένετο, όμως ο Ντορνμπέργκερ αντίθετα με τον φον Μπράουν δεν μεταφέρθηκε άμεσα στις Η.Π.Α, αλλά παρέμεινε φυλακισμένος στη Βρετανία για δύο χρόνια.

H αρχική πρόθεση των Βρετανικών αρχών ήταν να τον δικάσουν ως εγκληματία πολέμου, ωστόσο αρνήθηκε σθεναρά ότι είχε συναινέσει στη χρήση των V-2 ενάντια σε μη μάχιμους και τελικώς απαλλάχθηκε - πιθανότατα μετά από παράκληση των Αμερικανών, από τους οποίους είχε ζητήσει την απελευθέρωση του φίλου του ο Βέρνερ φον Μπράουν. Με την απελευθέρωσή του από τη Βρετανία, ακολούθησε το δρόμο που πήρε ο φον Μπράουν και προσελήφθη από την Αμερικανική πολεμική αεροπορία, στην οποία εργάστηκε για τρία χρόνια αναπτύσσοντας κατευθυνόμενους πυραύλους.

Από το 1950 εργάστηκε για 15 ολόκληρα χρόνια στην Bell Aircraft Corporation, στην οποία παρουσίασε σημαντικό έργο. Μετά τη συνταξιοδότησή του ο Ντορνμπέργκερ επέστρεψε στη Γερμανία, όπου πέθανε το 1980. Είχε προλάβει να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τα απομνημονεύματά του υπό τον εύγλωττο τίτλο ''V-2''.

V-1 H ΙΠΤΑΜΕΝΗ ΒΟΜΒΑ

Σήμερα, οι πύραυλοι Κρουζ (Cruise Control Missiles) θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος του οπλοστασίου όλων των χωρών, εξοπλισμένοι είτε με συμβατικές είτε με πυρηνικές κεφαλές. O πρόγονος όλων αυτών των πυραύλων είναι ο περίφημος V-1 που χρησιμοποίησαν οι Γερμανοί κατά τον B' Π.Π. Το 1944, ένα παράξενο αεροσκάφος άρχισε να σκίζει τους ουρανούς της Βρετανίας, προκαλώντας ρίγη τρόμου στους εμβρόντητους Άγγλους. O Αδόλφος Χίτλερ είχε ρίξει στον αγώνα το πιο ασυνήθιστο όπλο που είχε προκύψει από τους πειραματισμούς και τις δοκιμές των επιστημόνων του μέχρι εκείνη την ώρα.

H όψη του V-1 (το V σημαίνει Vergeltungswaffe, δηλαδή, όπλο ανταπόδοσης) δεν θύμιζε σε τίποτε πύραυλο. Αντίθετα, είχε από τη μία τα χαρακτηριστικά μίας ιπτάμενης βόμβας και από την άλλη ενός μη επανδρωμένου αεροσκάφους, που αποκλειστική αποστολή του ήταν να πλήξει μία συγκεκριμένη περιοχή - στόχο. Μπορεί οι Γερμανοί να ονόμαζαν επίσημα τον πύραυλο V-1 (ήταν η ονομασία που είχε επιλέξει ο ίδιος ο Χίτλερ για το όπλο που θα έκανε τους Βρετανούς να πληρώσουν - γι’ αυτό και όπλο ανταπόδοσης), αλλά ήταν γνωστός και με πολλές άλλες ονομασίες.

H Luftwaffe είχε επιλέξει ένα παραπλανητικό όνομα: Fliegerabwehrkanonezielgerat 76 (Flakzielgerat 76 και FZG 76 οι συντμήσεις) το οποίο σημαίνει ''συσκευή στόχευσης αντιαεροπορικού όπλου''. Πρόκειται σαφώς για μία ονομασία που είχε στόχο την παραπλάνηση των μυστικών υπηρεσιών του αντιπάλου και τη διατήρηση της μυστικότητας γύρω από το Γερμανικό όπλο - θαύμα. H επίσημη κωδική ονομασία του όπλου ήταν ''Kirschkern'', ενώ σε ορισμένες υπηρεσίες της Γερμανίας ήταν γνωστό ως ''Krahe'' (κοράκι). Τέλος, η εργοστασιακή ονομασία του ήταν Fi 103, ενώ στα εργοστάσια της Fieseler ξεκίνησε τη ζωή του ως P-35.

Από την πλευρά τους, οι Βρετανοί τού είχαν δώσει την κωδική ονομασία Diver (δύτης), ενώ μεταξύ του πληθυσμού ήταν γνωστός με διάφορα ονόματα, όπως Buzz-bomb, P-Plane, Doodlebug. Όλα αυτά τα ονόματα χρησιμοποιήθηκαν για να περιγράψουν τον πρώτο πύραυλο Κρουζ της ιστορίας, στην πραγματικότητα έναν συμβιβασμό μεταξύ ενός κανονικού (βαλλιστικού) πυραύλου και ενός μη επανδρωμένου αεροσκάφους. H μεγαλύτερη διαφορά του σε σχέση με τους βαλλιστικούς πυραύλους ήταν ότι ο V-1 μπορούσε να καθοδηγηθεί στην πορεία του.

O πατέρας του V-1 είναι ο Πάουλ Σμιντ (Paul Schimdt), ένας επιστήμονας ειδικευμένος στην αεροναυπηγική και αεροδυναμική. Το 1928 συνέλαβε την ιδέα ενός κινητήρα τζετ που θα λειτουργεί με παλμούς, ο οποίος στη συνέχεια ονομάστηκε Pulse jet.

O ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Το βασικό πρόβλημα του κινητήρα τον οποίο οραματίστηκε και υλοποίησε ο Πάουλ Σμιντ ήταν ότι καθώς είχε ανάγκη από μία συγκεκριμένη πίεση αέρα για να ξεκινήσει τη λειτουργία του και να είναι αποδοτικός, δεν μπορούσε να εκκινήσει από στάση. Οι μέθοδοι για τη διοχέτευση πεπιεσμένου αέρα δεν είχαν αναπτυχθεί στην εποχή αυτή, παρότι οι Γερμανοί τεχνικοί είχαν δοκιμάσει κάποιες παρόμοιες λύσεις με αρκετή επιτυχία. Ωστόσο, ήταν πολύ πιο απλό και αποτελεσματικό να δώσουν μία υψηλή αρχική ταχύτητα -απαιτούνταν περί τα 300 χλμ./ώρα- στον πύραυλο και μόνο τότε να έπαιρνε μπροστά ο κινητήρας που θα αναλάμβανε να προωθήσει τη συσκευή μέχρι το στόχο της.

H λειτουργία του κινητήρα ήταν απλή. Αποτελείτο από ένα κυλινδρικό διαμέρισμα (θάλαμο) καύσης, όπου με έκχυση διοχετευόταν καύσιμο (ακόμη και πετρέλαιο χαμηλών οκτανίων ήταν κατάλληλο). Το εμπρόσθιο τμήμα του διαμερίσματος έκλεινε με ένα πάνελ με φτερωτές βαλβίδες, ενώ πίσω υπήρχε το ακροφύσιο εξαγωγής. Καθώς ο πύραυλος κινείτο προς τα εμπρός, ο αέρας περνούσε διαμέσου των βαλβίδων μέσα στο θάλαμο του κινητήρα. Καθώς άνοιγαν οι βαλβίδες για να αφήσουν τον αέρα να περάσει μέσα, ενεργοποιούνταν μία άλλη βαλβίδα που έριχνε μία ποσότητα καυσίμου υπό πίεση μέσα στο θάλαμο, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό μείγμα με τον αέρα.

Την ίδια στιγμή, ενεργοποιούνταν και ένα μπουζί, που δημιουργούσε το σπινθήρα που ήταν απαραίτητος για την ανάφλεξη του μείγματος. Αφού γινόταν η ανάφλεξη, η εκτόνωση των αερίων της καύσης έκλεινε τις φτερωτές βαλβίδες του μπροστινού πάνελ, με αποτέλεσμα να βρίσκει έξοδο μόνο από το πίσω ακροφύσιο, κινώντας προς τα εμπρός όλη τη συσκευή. Το φαινόμενο αυτό επαναλαμβανόταν συνεχώς με κυκλικό τρόπο, αφού η εκτόνωση των αερίων από το πίσω μέρος κατέβαζε την πίεση στο θάλαμο και οι βαλβίδες άνοιγαν ξανά, αφήνοντας περισσότερο αέρα να μπει στο θάλαμο και να ξεκινήσει ξανά ο κύκλος της καύσης.


H διαδικασία βεβαίως ήταν ταχύτατη και χαρακτηριστικό είναι ότι ο κινητήρας που χρησιμοποιήθηκε στους V-1 που εκτοξεύτηκαν κατά στόχων στη Βρετανία και αλλού είχε τη δυνατότητα να επαναλαμβάνει τον κύκλο 47 φορές το δευτερόλεπτο. Το σημαντικότερο πρόβλημα του πυραυλοκινητήρα που χρησιμοποίησε ο V-1 ήταν η αδυναμία του να ξεκινήσει από στάση, ωστόσο δεν ήταν το μόνο. Το δεύτερο βασικό πρόβλημα που αντιμετώπισαν οι σχεδιαστές του ήταν ότι καθώς η ατμοσφαιρική πίεση μειωνόταν, η λειτουργία του καθίστατο παντελώς αναξιόπιστη. Πρακτικά, αυτό σήμαινε ότι σε υψόμετρο άνω των 3.000 μέτρων ο πύραυλος ήταν άχρηστος.

Αυτό το γεγονός δυσχέραινε τις προσπάθειες να φθάσει στο στόχο δίχως να καταρριφθεί, αφού σε χαμηλά ύψη ήταν πολύ ευκολότερο να μπει στο στόχαστρο των αντιαεροπορικών συστημάτων της Βρετανίας. Άλλο ένα πρόβλημα, το οποίο είχε να κάνει με την αξιοπιστία του πυραύλου, ήταν οι αντοχές των βαλβίδων. Εξαιτίας του ταχύτατου κύκλου ανοίγματος και κλεισίματος και των υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων στις οποίες εκτίθεντο, ένα μέρος των βαλβίδων συχνά καταστρεφόταν πριν φθάσει ο πύραυλος στο στόχο του. Αυτό είχε συχνά ως αποτέλεσμα την πτώση του πυραύλου.

Ωστόσο η συσκευή που είχε επινοήσει ο Σμιντ είχε εξαιρετικά πλεονεκτήματα: ήταν λειτουργική, φθηνή και μπορούσε να παραχθεί σε μεγάλους αριθμούς. O Σμιντ δε δυσκολεύτηκε να πείσει το Γερμανικό Υπουργείο Αεροπορίας (Reichsluftfahrtministerium, RLM), καθώς και το γραφείο Ανάπτυξης Όπλων του Γερμανικού στρατού (Heereswaffenamt) να αποδεχτεί το σχέδιό του και να χρηματοδοτήσει την παραπέρα ανάπτυξή του. Ωστόσο, χρειάστηκε να περάσει αρκετό χρόνο στα εργαστήρια και σε δοκιμές πριν καταφέρει, το 1940, να παρουσιάσει έναν λειτουργικό κινητήρα που παρείχε ώση 500 κιλών.

Ωστόσο, το υπουργείο ήδη αναζητούσε εναλλακτικές λύσεις στο θέμα της δημιουργίας ενός αξιόπιστου κινητήρα και είχε αναθέσει στην εταιρεία κατασκευής κινητήρων, Argus (Argus Motoren Gesselschaft), τη δημιουργία ενός κινητήρα τζετ στα πρότυπα που είχε καθορίσει ο Σμιντ. O Φριτζ Γκόσλαου και η ομάδα του εργάστηκαν εντατικά και κατάφεραν μέσα στο 1940, δίχως να έχουν δει την ανάλογη μηχανή του Σμιντ, να αναπτύξουν ένα πρωτότυπο που παρείχε ώση 150 κιλών. Αγνωστο γιατί, η μηχανή της Argus πήρε την έγκριση από το Υπουργείο Αεροπορίας και άρχισαν οι εντατικές δοκιμές της. Στην πορεία, ο Γκόσλαου υιοθέτησε τη λύση του Σμιντ για τις εμπρόσθιες βαλβίδες, αλλά κατά τα λοιπά κράτησε το σχέδιο που είχε εκπονήσει η δική του ομάδα.

O V-1 ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Μετά από ενάμιση χρόνο εντατικών δοκιμών, το υπουργείο έδωσε εντολή στο σχεδιαστή Γκέρχαρντ Φίζελερ (Gerhardt Fieseler) να ξεκινήσει την εργασία δημιουργίας του σκάφους-ιπτάμενης βόμβας, τροφοδοτώντας τον παράλληλα με τα στοιχεία του κινητήρα που μέχρι τότε είχε παραμείνει αναξιοποίητος. Στην πραγματικότητα, ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη του πλαισίου και του σκάφους είναι έργο των Ρόμπερτ Λούσερ (Robert Lusser) και Βίλυ Φίντλερ (Willy Fiedler). Όπως συνηθιζόταν, ο στρατός και το Υπουργείο Αεροπορίας έδωσαν σε διαφορετικές εταιρείες εντολή ανάπτυξης (και στη συνέχεια μαζικής παραγωγής) των διαφόρων υποσυστημάτων του όπλου.

Καθώς η Argus εργαζόταν στον κινητήρα και ο Φίζελερ στο καθαυτό σκάφος, η Siemens ανέλαβε να αναπτύξει και να παράγει το σύστημα πλοήγησης, ενώ διαφορετικοί σχεδιαστές και κατασκευαστές είχαν αναλάβει να δημιουργήσουν το σύστημα εκτόξευσης του πυραύλου, ώστε να φθάσει στην επιθυμητή ταχύτητα των 300 χλμ./ώρα πριν ξεκινήσει ο πυραυλοκινητήρας. Τελικώς, η πρώτη δοκιμή ενός λειτουργικού πρωτότυπου, δίχως όμως λειτουργικό κινητήρα, πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1942, ενώ την παραμονή των Χριστουγέννων στο Πεενεμούντε ακολούθησε η πρώτη εκτόξευση με τον καταπέλτη ενός πρωτοτύπου του πυραύλου.

H πορεία των δοκιμών συνάντησε πολλά εμπόδια και υπολογίζεται ότι μέσα στη διετία της ανάπτυξης και τελειοποίησης του πυραύλου, έως και 350 πρωτότυπα αναλώθηκαν σε δοκιμές. Αιτία των σημαντικότερων προβλημάτων που οδήγησαν στην αποτυχία πολλών πυραύλων στα αρχικά στάδια δοκιμών ήταν το εξαιρετικά ευαίσθητο σύστημα εισαγωγής αέρα και έκχυσης καυσίμου. Χρειάστηκε μία γενναία προσπάθεια επανασχεδιασμού του συστήματος, το οποίο τελικώς κατέστη επιχειρησιακά αξιοποιήσιμο και πτητικά αξιόπιστο, όχι όμως δίχως να γίνουν θυσίες. H σημαντικότερη από αυτές ήταν ο δραστικός περιορισμός της ταχύτητας του ''ιπτάμενου βλήματος''.

Αν και αρχικά αναμενόταν να φθάνει σε ταχύτητες των 800 και πλέον χλμ./ώρα, στην πραγματικότητα τα πρώτα δείγματα απόλυτα λειτουργικών πυραύλων δεν ξεπερνούσαν τα 600 χλμ./ώρα. Με αυτές τις ταχύτητες, ήταν εύκολος στόχος τόσο για τα αντιαεροπορικά όσο και για τα μαχητικά αεροσκάφη της εποχής, που μπορούσαν να τα καταρρίπτουν κατά το δοκούν. Το βασικό πρόβλημα που καθιστούσε την ''ιπτάμενη βόμβα'' έναν τόσο εύκολο στόχο στον αέρα, ήταν το προφίλ πτήσης της. H πτήση του V-1 ήταν σε χαμηλό υψόμετρο (πάντα κάτω από τα 3.000 μέτρα, συνήθως κάτω από τα 2.500) με σχετικά χαμηλή ταχύτητα.

Δίχως αυξομειώσεις ταχύτητας, ευθεία και δίχως αποκλίσεις (δηλαδή, δεν είχε την παραμικρή δυνατότητα ελιγμών). Από τα προβλήματα αυτά, οι Γερμανοί μηχανικοί μπορούσαν σε πρώτη φάση να αντιμετωπίσουν μόνο τη χαμηλή ταχύτητα, με τη διαφοροποίηση του μείγματος καυσίμου που χρησιμοποιούσε ο κινητήρας, καθώς και με την υιοθέτηση σταδιακά ισχυρότερων κινητήρων. Το αποτέλεσμα ήταν μέχρι το τέλος του πολέμου οι V-1 να πετούν με ταχύτητες ελαφρώς άνω των 800 χλμ./ώρα, πιο αργά πάντως από τα ταχύτερα καταδιωκτικά που είχαν αναπτύξει και χρησιμοποιούσαν οι Σύμμαχοι εκείνη την εποχή.

Βεβαίως, η μεγάλη πλειονότητα των καταρριφθέντων V-1 δεν προέκυψαν από τη δράση των καταδιωκτικών, αλλά από τα πυρά της αεράμυνας. Και για αυτό έφταιγαν τα υπόλοιπα πτητικά χαρακτηριστικά του πυραύλου, που ήταν εύκολο να εντοπιστεί και να καταρριφθεί από διασταυρούμενα πυρά από το έδαφος. Στα πρώτα στάδια ανάπτυξης του νέου υπερόπλου, οι Γερμανοί επιστήμονες είχαν να λύσουν και άλλα σημαντικά προβλήματα. Ορισμένα προήλθαν από οφθαλμοφανή λάθη σχεδιασμού. Είχε επιλεγεί να τοποθετηθεί η μηχανή πάνω από το σκάφος του πυραύλου, συνδεδεμένη με αυτό με μεταλλικές αρθρώσεις.


Ωστόσο, το πλαίσιο της βόμβας είχε προβλήματα με την τοποθέτηση του ακροφυσίου του κινητήρα από πάνω του, καθώς η εξαγωγή του καυσίμου προκαλούσε αύξηση της θερμοκρασίας και ταλαντώσεις πέρα από τα όρια ανοχής του σκάφους. Αυτό το πρόβλημα λύθηκε σχετικά εύκολα, αφού το μόνο που χρειάστηκε ήταν να μετακινηθεί προς τα πίσω ολόκληρη η μηχανή. Έτσι, ενώ στα πρώτα δοκιμαστικά μοντέλα η εξαγωγή των αερίων βρισκόταν ακριβώς πάνω από το τελευταίο τμήμα του σκάφους, στα επόμενα μοντέλα -και φυσικά στα μοντέλα παραγωγής- η μηχανή προεξείχε στο πίσω μέρος του σκάφους.

Απομακρύνθηκε έτσι η εξαγωγή αερίων και αποφεύχθηκαν οι δυσάρεστες συνέπειες για την ακεραιότητα της ιπτάμενης βόμβας εν πτήσει. Όμως, και η σύνδεση της μηχανής με το σκάφος αποδείχτηκε αιτία αρκετών προβλημάτων. H κύρια αιτία ήταν οι ταλαντώσεις που προκαλούσε η λειτουργία της πανίσχυρης μηχανής και οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις ξεκολλούσαν τη μηχανή από τους συνδέσμους. Αν και υιοθετήθηκαν μάλλον απλές λύσεις για το πρόβλημα αυτό, τελικά οι Γερμανοί μηχανικοί κατάφεραν να ξεπεράσουν και αυτό το σκόπελο ενισχύοντας τους συνδέσμους.

Ένα μεγάλο ζήτημα, που θα καθόριζε κατά πόσο η ''ιπτάμενη βόμβα'' θα ήταν επιχειρησιακά αξιοποιήσιμη στο μέγιστο βαθμό, ήταν το σύστημα κατεύθυνσης που χρησιμοποιήθηκε. H πυραυλική ήταν μία επιστήμη στα σπάργανα την εποχή εκείνη, ενώ και η τεχνολογία που θα επέτρεπε την καθοδήγηση ενός βλήματος εξ αποστάσεως δεν είχε αναπτυχθεί. Παρόλα αυτά, η Siemens που είχε αναλάβει τη δημιουργία του συστήματος διεύθυνσης, είχε προχωρήσει στην υιοθέτηση μίας ιδιοφυούς λύσης που είχε εφαρμοστεί και σε αεροπλάνα ως σύστημα αυτόματου πιλότου.

Στη βάση του συστήματος υπήρχε ένα γυροσκόπιο, το οποίο ήταν συνδεδεμένο σε μία πυξίδα, ενώ για τον έλεγχο του υψομέτρου είχε προσαρμοστεί στο σύστημα ένα βαρόμετρο. Το γυροσκόπιο μετέδιδε μέσω σερβομηχανισμών τις απαραίτητες διορθώσεις κατά τη διάρκεια της πτήσης. O τρόπος με τον οποίο η βόμβα ''καταλάβαινε'' ότι βρισκόταν εγγύς του στόχου και έπρεπε να ξεκινήσει τη βουτιά για να τεθεί σε τροχιά πρόσκρουσης ήταν αρκετά περίπλοκος και περιλάμβανε έναν ειδικό αεραγωγό με έναν έλικα και έναν μετρητή.

O μετρητής είχε προγραμματιστεί όταν φθάσει σε ένα συγκεκριμένο νούμερο - που όριζε τις συντεταγμένες του στόχου - να ενεργοποιήσει δύο μικρούς πυροκροτητές, οι οποίοι ''κλείδωναν'' τα πτερύγια κατεύθυνσης του πυραύλου σε θέση καθόδου. Το σύστημα αυτό δεν αποδείχτηκε αρκετά αξιόπιστο, ωστόσο με την πορεία των δοκιμών βελτιώθηκε σε μεγάλο βαθμό και προσέφερε ικανοποιητική ακρίβεια.

ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΦΟΡΤΙΟ

Βεβαίως, όλα αυτά τα συστήματα εξυπηρετούσαν έναν και μοναδικό σκοπό: να φθάσει η ''ιπτάμενη βόμβα'' στο στόχο και εκεί να εκτονώσει το θανάσιμο φορτίο της. Για να είναι βέβαιη η εκπυρσοκρότηση του εκρηκτικού που κουβαλούσε η βόμβα στον κώνο της, η συσκευή ήταν εξοπλισμένη με τρεις διαφορετικούς πυροκροτητές. O πρώτος ήταν ένας ηλεκτρικός πυροκροτητής επαφής, που διέθετε δύο εναλλακτικά κυκλώματα. Το ένα ήταν συνδεδεμένο με μία μπαταρία, που θα έδινε τον απαραίτητο για την εκπυρσοκρότηση σπινθήρα, ενώ το δεύτερο ήταν ένα αυτόνομο κύκλωμα με φορτίο αρκετό να αναφλέξει το εκρηκτικό υλικό ακόμη και αν η σύνδεση με την μπαταρία είχε διακοπεί.

O δεύτερος πυροκροτητής ήταν μηχανικός με έναν παλμικό διακόπτη και ο τρίτος ένας πυροκροτητής χρονικής υστέρησης με τη χρήση ενός ωρολογιακού μηχανισμού. O βασικός χρηστικός πυροκροτητής ήταν βεβαίως ο πρώτος, ο οποίος μάλιστα διέθετε τρεις αισθητήρες, δύο που λειτουργούσαν με πίεση στον κώνο της βόμβας και στο σκάφος και έναν τρίτο εσωτερικό. Το σύστημα των πυροκροτητών ήταν το πλέον αξιόπιστο από τα υποσυστήματα της βόμβας, καθώς από τις 2.500 V-1 που κατά τη διάρκεια του πολέμου χτύπησαν στόχους στην Βρετανία, μόλις τέσσερις απέτυχαν να εκραγούν.

Επρόκειτο για μία ιδιαίτερα εντυπωσιακή επίδοση για τους Γερμανούς μηχανικούς, που επέλεξαν να χρησιμοποιήσουν στον τομέα αυτό, που δεν είχε ανάγκη από ''εξωτικές'' λύσεις, αφού η σχετική τεχνολογία ήταν ώριμη, δοκιμασμένες και αξιόπιστες λύσεις, με πολλαπλά επίπεδα ασφαλείας. H λιγότερο δύσκολη επιλογή των ιθυνόντων του Γερμανικού στρατού που λάμβαναν τις αποφάσεις για τη χρήση της ''ιπτάμενης βόμβας'' ήταν αυτή της γόμωσης. O κώνος του V-1 περιείχε μία ιδιαίτερα μεγάλη ποσότητα (περίπου 830 κιλά) εκρηκτικής ύλης Trialen (γνωστή και ως amatol). Αυτό ήταν το εκρηκτικό που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην πρώτη έκδοση του πυραύλου, που είχε την επίσημη ονομασία Fi 103 A-1.

Ενώ στις επόμενες εκδόσεις το φορτίο διαφοροποιήθηκε ελαφρώς, αφού συνηθιζόταν συχνά να συμπληρώνεται το Trialen και με εμπρηστικές βόμβες, που πολλαπλασίαζαν τα καταστρεπτικά αποτελέσματά του. Κυρίως βοηθούσαν στην έναρξη πυρκαγιών, που δημιουργούσαν πολύ περισσότερα προβλήματα στις πόλεις που γίνονταν στόχος των V-1 απ’ ό,τι αυτή καθαυτή η έκρηξη της γόμωσης. Αυτό που είχε προκύψει μετά από εξαντλητικές δοκιμές, αμέτρητα λάθη και διορθώσεις, σκληρή δουλειά επιστημόνων, τεχνικών και δοκιμαστών, υπαναχωρήσεις και αλλαγές πορείας.

Ήταν ένας πύραυλος μήκους περίπου 8,3 μέτρων, με άνοιγμα πτέρυγας 5,3 μέτρα, βάρος κατά την απογείωση 2.180 κιλά, μέγιστη ταχύτητα αρχικά περί τα 600 χλμ./ώρα και επιχειρησιακή ακτίνα 240 χιλιομέτρων, που έφερε μία εκρηκτική κεφαλή με 830 κιλά amatol. H πτητική οροφή του ήταν στα 3.000 μέτρα, αλλά στην πράξη συνήθως πετούσε αρκετά χαμηλότερα. Το κύριο υλικό κατασκευής του ήταν το ατσάλι, ενώ ο κώνος ήταν από αλουμίνιο. H επιλογή αυτή των υλικών -που έμεινε σταθερή κατά τη διάρκεια της εξέλιξης του πυραύλου- δεν επέτρεψε τη δραστική ελάφρυνση του βάρους, που θα είχε επιτευχθεί με την ευρύτερη χρήση ελαφρύτερων κραμάτων.


Μία τέτοια ελάττωση βάρους θα είχε σοβαρά οφέλη ως προς την αύξηση της ακτίνας δράσης του δίχως την ανάγκη δραστικής αύξησης του αποθέματος καυσίμου και, συνακόλουθα, μείωσης της εκρηκτικής γόμωσης. Αυτή άλλωστε ήταν η λύση που επέλεξαν οι Γερμανοί τεχνικοί στην προσπάθειά τους να αυξήσουν το βεληνεκές: με την αφαίρεση του μισού περίπου εκρηκτικού της γόμωσης, επιτεύχθηκε η αύξηση του διαμερίσματος καυσίμου και ως εκ τούτου η αύξηση της ακτίνας δράσης του V-1 στα 370 χιλιόμετρα. H εξέλιξη του μοντέλου και ιδιαίτερα του κινητήρα στη συνέχεια επέτρεψε την αύξηση της ταχύτητας στα 800 χλμ./ώρα.

H μη χρήση ελαφρών κραμάτων υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να κρατηθεί χαμηλά το κόστος παραγωγής του πυραύλου, ενώ είναι αλήθεια ότι τα υλικά αυτά ήταν σπάνια και υπήρχε ανάγκη χρήσης τους σε πολλές από τις νέες σχεδιάσεις όπλων του Γ' Ράιχ. Μια και μιλήσαμε για το χαμηλό κόστος, ο V-1 αν και δεν προκάλεσε τη ζημιά που ίσως να ήθελαν οι εμπνευστές του και αποδείχτηκε περισσότερο ευάλωτος εν πτήσει απ’ ό,τι αναμενόταν, στην πραγματικότητα ήταν ίσως το πλέον συμφέρον, από την άποψη κόστους/απόδοσης, όπλο που κατασκεύασε το Γ' Ράιχ στον B' Π.Π.

Υπολογισμοί δείχνουν ότι το μέσο κόστος μίας μονάδας, από τη στιγμή που μπήκε στη μαζική παραγωγή, δεν ξεπερνούσε τα 5.000 μάρκα, την ώρα που ένα Panzerkampfwagen IV (το βασικό άρμα μάχης του Γερμανικού στρατού για το μεγαλύτερο διάστημα του πολέμου) κόστιζε 100.000 μάρκα. Βεβαίως, στον υπολογισμό της απόδοσης του V-1 πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και τη μικρή επιτυχία του - το ποσοστό των πυραύλων που εκτοξεύονταν κανονικά και έφθαναν στο στόχο τους δίχως να καταρριφθούν ήταν περίπου 20%.

Όπως αναφέραμε παραπάνω, λόγω των ιδιαιτεροτήτων του νέου κινητήρα που χρησιμοποιούσε και ο οποίος ήταν δυνατό να λειτουργήσει μόνο εφόσον το όχημα κινούνταν ήδη με υψηλή ταχύτητα, υπήρχε ανάγκη για δημιουργία ενός συστήματος που θα εκτόξευε τον πύραυλο και θα τον έφερνε στην επιθυμητή ταχύτητα. Το σύστημα αυτό ανέλαβαν να υλοποιήσουν διάφοροι κατασκευαστές που υπέγραψαν τις σχετικές συμβάσεις με το Υπουργείο Αεροπορίας της Γερμανίας. Το σύστημα ήταν ουσιαστικά ένας καταπέλτης ατμού, με ένα σχετικά περίπλοκο σύστημα ολίσθησης που επέτρεπε στον πύραυλο να εκτοξευθεί στον αέρα με την ιδανική ταχύτητα.

O ατμός παραγόταν από την αντίδραση δύο καυσίμων, του T-Stoff και του Z-Stoff, τα βασικά συστατικά στοιχεία των οποίων ήταν το υπεροξείδιο του υδρογόνου και το ασβέστιο ή το υπερμαγγανικό κάλιο. O πύραυλος καθόταν πάνω σε ένα τρέιλερ, το οποίο με τη σειρά του βρισκόταν αγκιστρωμένο -αλλά με σύστημα ελεύθερης ολίσθησης- πάνω σε μία ράγα μήκους περίπου 40 έως 42 μέτρων. H ίδια η ράγα ήταν ενσωματωμένη σε ένα υπόστρωμα κατασκευασμένο από σκυρόδεμα με ατσάλινο οπλισμό.

O υπόλοιπος εξοπλισμός της εγκατάστασης εκτόξευσης των τρομερών πυραύλων περιλάμβανε το θάλαμο πίεσης, όπου ενώνονταν τα εκρηκτικά καύσιμα ώστε να παράγουν τον απαραίτητο ατμό, ο αυλός που ωθούσε τον ατμό στο σύστημα που ήλεγχε το τρέιλερ όπου βρισκόταν ο πύραυλος και, φυσικά, οι (κινητές) δεξαμενές των εκρηκτικών καυσίμων. Ακόμη υπήρχε η μονάδα που έθετε σε λειτουργία τον κινητήρα του ίδιου του πυραύλου, ο οποίος βεβαίως έμπαινε σε λειτουργία κατά τη φάση της εκτόξευσης, αλλά άρχιζε να λειτουργεί αποδοτικά μόνο από τη στιγμή που ο πύραυλος έπιανε την ταχύτητα που είχε προβλεφθεί.

Αν και αρχικά μία ταχύτητα 300 χλμ./ώρα θεωρούνταν επαρκής, οι τεχνικοί κατέληξαν σε μία λύση που έδινε στον πύραυλο αρχική ταχύτητα 400 χλμ./ώρα. O τρόπος λειτουργίας του καταπέλτη ήταν εξαιρετικά απλός. Αρχικά, οι μηχανικοί εκτόξευσης έβαζαν σε λειτουργία τον πυραυλοκινητήρα του V-1, ο οποίος έπρεπε να έλθει στη βέλτιστη θερμοκρασία πριν εκτοξευτεί ο πύραυλος στον αέρα. Το διάστημα που χρειαζόταν για αυτό ήταν περίπου 7 δευτερόλεπτα. Με το πέρας των 7 δευτερολέπτων, ο χειριστής απελευθέρωνε μία βαλβίδα που με τη χρήση πεπιεσμένου αέρα έριχνε μία ποσότητα (περίπου 60 λίτρα) από T-Stoff μαζί με 5 λίτρα Z-Stoff στο θάλαμο πίεσης.

Με την επαφή των δύο υλικών, δημιουργείτο μία βίαιη αντίδραση που απελευθέρωνε μεγάλες ποσότητες υπερ-θερμού ατμού υπό πίεση. O ατμός με τη σειρά του διοχετευόταν σε ένα σύστημα που απελευθέρωνε ένα έμβολο και το ωθούσε με μία εξαιρετικά βίαιη κίνηση προς τα μπρος. H κίνηση αυτή μεταδιδόταν στο τρέιλερ που έφερε τον πύραυλο, ο οποίος εκτοξευόταν με ταχύτητα 400 χλμ. από την άκρη της ράγας. Είναι εντυπωσιακό ότι η επιτάχυνση που εφαρμοζόταν στο σώμα του πυραύλου ήταν ίση με 16 G. Σε αυτή την ταχύτητα, ο κινητήρας του πύραυλου -που είχε ήδη ζεσταθεί- άρχιζε να δουλεύει και να προωθεί τον πύραυλο προς το προγραμματισμένο για την πτήση υψόμετρο.

ΕΠΙΘΕΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ

Οι παραγωγικές δυνατότητες της Γερμανίας την εποχή αυτή δεν ήταν τόσο μεγάλες όσο τα προηγούμενα χρόνια, τουλάχιστον σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες που είχε η χώρα, πολεμώντας σε πολλαπλά μέτωπα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο προγραμματισμός ήταν να ξεκινήσει η μαζική παραγωγή των V-1 το Σεπτέμβριο του 1943 στο εργοστάσιο της Volkswagen στο Φάλερσλεμπεν, με στόχο έως τον Ιανουάριο να έχουν κατασκευαστεί περί τα 1.400 κομμάτια και στη συνέχεια η παραγωγή να μεγαλώνει σταθερά έως ότου φθάσει τις 8.000 μονάδες μηνιαίως κατά το Σεπτέμβριο του 1944.

Αν όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν, οι Γερμανοί θα είχαν στη διάθεσή τους στις 15 Φεβρουαρίου του 1944 τα αρχικά 1.400 κομμάτια για να κάνουν την πρώτη επίθεση, ενώ έως τον Μάιο προβλεπόταν να διαθέτουν 10 έως 12.000 V-1, τους οποίους θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για μία μαζική επίθεση ενάντια στην Βρετανία. Στην πραγματικότητα, όμως, οι καθυστερήσεις ήταν μεγάλες, ορισμένες δυσκολίες ανυπέρβλητες και η έναρξη σφοδρών βομβαρδισμών των Συμμάχων δημιούργησε ακόμη περισσότερα προβλήματα στους Γερμανούς.


Τόσο οι εγκαταστάσεις της Fieseler όσο και το εργοστάσιο στο Φάλερσλεμπεν βρίσκονταν στη λίστα των συμμαχικών βομβαρδισμών και γρήγορα οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι ο στόχος για πραγματοποίηση του πρώτου μαζικού βομβαρδισμού τον Φεβρουάριο ήταν παντελώς ανέφικτος. Μετά τους βομβαρδισμούς των πεδίων δοκιμών στο Πεενεμούντε, ο ίδιος ο Χίτλερ αποφάσισε ότι οι εγκαταστάσεις παραγωγής των V-1 και V-2 θα πρέπει να μεταφερθούν υπόγεια, σε μία νέα τοποθεσία, το Mittelwerke, όπως έγινε γνωστό, κοντά στο Νόρντχάουζεν. Μόλις τον Απρίλιο κατάφεραν οι Γερμανοί να φθάσουν το ζητούμενο νούμερο των 1.000 διαθέσιμων μονάδων.

Στη συνέχεια, οι γραμμές παραγωγής άρχισαν να εργάζονται εντατικά και ο στόχος των 8.000 μονάδων ανά μήνα επιτεύχθηκε όπως είχε προγραμματιστεί, μέσα στο 1944. Μετά από εξαντλητικές δοκιμές, συνεχόμενες αποτυχίες στην αρχή και επιτυχίες στη συνέχεια, οι V-1 ήταν επιχειρησιακά αξιοποιήσιμοι. Οι Γερμανοί, καθώς έμπαινε το καλοκαίρι του 1944, βρίσκονταν στην άμυνα στο ανατολικό μέτωπο και η δυνατότητά τους για οποιαδήποτε σοβαρή επιθετική προσπάθεια είχε υπονομευθεί σοβαρά από την αδυναμία τους να αναπληρώσουν τις τρομερές απώλειες που συνεπαγόταν ο αγώνας φθοράς στις αχανείς Ρωσικές στέπες.

Ακόμη χειρότερα, οι δυτικοί Σύμμαχοι μετά από κωλυσιεργία ενός χρόνου, αποφάσισαν να ανοίξουν το δεύτερο μέτωπο που ζητούσε επίμονα ο Στάλιν και αποβιβάζονταν στη Νορμανδία, στη μεγαλύτερη αμφίβια επιχείρηση της ιστορίας. H Luftwaffe είχε αναλάβει το κύριο έργο για τη δημιουργία μίας επιχειρησιακής μονάδας που θα έπαιρνε υπό τη σκέπη της τα νέα υπερόπλα. Για λόγους παραπλάνησης, όπως είδαμε παραπάνω, οι V-1 όχι μόνο πήραν τον τίτλο του αντιαεροπορικού όπλου στην ορολογία της Αεροπορίας, αλλά και εντάχθηκαν σε μία νέα μοίρα αντιαεροπορικών, το Flakregiment 155, με διοικητή το συνταγματάρχη Μαξ Βάχτελ (Max Wachtel).

H μοίρα συστάθηκε τον Αύγουστο του 1943 και η έδρα της ήταν η ευρύτερη περιοχή του Καλαί, αλλά χρειάστηκαν 10 μήνες έως ότου κάνει την πρώτη επίθεσή της με τα νέα όπλα. Περίπου 3.500 άτομα ήταν το προσωπικό του Flakregiment 155. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να ξεκινήσουν τη δική τους αντεπίθεση και ένα από τα όπλα που χρησιμοποίησαν ήταν και το Fi 103, το Vergeltungswaffe-1 του Χίτλερ. H πρώτη επίδειξη δύναμης των V-1 έγινε στις 13 Ιουνίου του 1944. Δέκα πύραυλοι χρησιμοποιήθηκαν σε αυτή την ''πρόβα τζενεράλε''. Εξ αυτών, οι τέσσερις δεν κατάφεραν να πάρουν ύψος, αλλά κατέπεσαν λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από τον καταπέλτη εκτόξευσης.

Άλλοι δύο έπεσαν στα αφρισμένα νερά της θάλασσας της Μάγχης. Οι υπόλοιποι τέσσερις κατέληξαν στον στόχο τους, στις πόλεις της Αγγλίας. O κύριος στόχος ήταν, φυσικά, το Λονδίνο ή μάλλον η ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου. O πρώτος πύραυλος χτύπησε το Σάσεξ, ο δεύτερος το Κεντ, ο τρίτος το νοτιοανατολικό Λονδίνο και ο τέταρτος το Μπέθναλ Γκρην. Οι Βρετανοί περισσότερο εξεπλάγησαν παρά τρόμαξαν, αλλά δύο μόλις μέρες αργότερα, η Γερμανία ήταν έτοιμη για την πρώτη μαζική επίθεση με V-1.

Για αυτή την επίθεση είχαν δεσμευθεί 244 μονάδες, οι οποίες άρχισαν να εκτοξεύονται από τις βάσεις στη B. Γαλλία -που εξασφάλιζαν ότι οι μεγάλες αγγλικές πόλεις του Νότου βρίσκονταν εντός του βεληνεκούς τους- στις 10 το βράδυ, ενώ οι μαζικές εκτοξεύσεις συνεχίστηκαν έως και το μεσημέρι της επομένης. Από τους 244, μόνο οι 144 κατάφεραν να απογειωθούν επιτυχώς και να περάσουν το στενό της Μάγχης. Εξ αυτών οι 34 καταρρίφθηκαν από τη Βρετανική αεράμυνα, αλλά οι υπόλοιποι έφθασαν στους στόχους τους. Στη μεγάλη πλειονότητά τους, οι πύραυλοι στόχευαν στο Λονδίνο.

Ωστόσο ορισμένοι είχαν πορεία προς το Σαουθάμπτον, που τις μέρες εκείνες έπαιζε σημαντικό ρόλο στη συμμαχική απόβαση στη Νορμανδία, αφού αποτελούσε μία από τις κύριες βάσεις ανεφοδιασμού του ογκώδους αποβατικού σώματος. Οι επιθέσεις συνεχίστηκαν ακατάπαυστα για τις επόμενες βδομάδες. Καθημερινά, οι ράμπες εκτόξευσης δέχονταν τους πυραύλους, τους εκτόξευαν στον αέρα και οι τεχνικοί έσπευδαν να τις προετοιμάσουν για την επόμενη εκτόξευση. Το αποτέλεσμα ήταν πάνω από 9.000 πύραυλοι να εκτοξευτούν μέσα σε δύο μήνες ενάντια στην Βρετανία, εκ των οποίων περίπου 6.700 πέρασαν τη Μάγχη και κατέληξαν να εκραγούν σε βρετανικό έδαφος.

Περίπου 2.340 πύραυλοι χτύπησαν την ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου, σε μία από τις φρικτότερες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας για την περίφημη μεγαλούπολη. Οι κάτοικοι του Λονδίνου περνούσαν τις μέρες τους μέσα στον τρόμο, περιμένοντας να ακούσουν το χαρακτηριστικό βουητό που σηματοδοτούσε την προσέγγιση μίας ''buzz-bomb'' όπως τις αποκαλούσαν (βόμβα που βουίζει). Στην πραγματικότητα, αν και στόχος των περισσότερων πύραυλων ήταν το Λονδίνο, τα πρωτόγονα συστήματα κατεύθυνσης δεν ήταν ιδιαίτερα αξιόπιστα και έτσι πολλοί από τους πυραύλους έπεφταν δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τους προγραμματισμένους στόχους τους.

Εκτός από τους πυραύλους που εκτοξεύονταν από τους καταπέλτες στο Καλαί, οι υπεύθυνοι της Luftwaffe είχαν ανακαλύψει άλλον έναν πρόσφορο τρόπο να εξαπολύουν τα τρομερά όπλα ανταπόδοσης. Τα εκτόξευαν από ένα αεροσκάφος εν πτήσει. Για το σκοπό αυτό μετασκευάστηκαν με την προσθήκη ενός ειδικού φορέα τα βομβαρδιστικά Heinkel He-111, που από την βάση τους στην Ολλανδία απογειώνονταν με μοναδικό φορτίο έναν ογκώδη V-1 σε έναν πυλώνα στη βάση της δεξιάς πτέρυγας.

Αφού έφθανε σε υψόμετρο 450 μέτρων με την επιθυμητή ταχύτητα (400 χλμ.), ο πιλότος του βομβαρδιστικού ενεργοποιούσε τον κινητήρα του πυραύλου και απελευθέρωνε τον V-1, που ξεκινούσε την πορεία του προς το στόχο του. Τα Γερμανικά βομβαρδιστικά εκτόξευσαν περίπου 400 πυραύλους με τον τρόπο αυτό έως τον Αύγουστο του 1944.


OI V-1 ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ THN ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ

Καθώς οι Σύμμαχοι πλησίαζαν στο Καλαί, τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου του 1944, το Flakregiment 155 αναγκάστηκε να ξηλώσει όλες τις κινητές εγκαταστάσεις και να μεταφέρει τις επιχειρήσεις του στην Ολλανδία, στις εγκαταστάσεις που ήδη είχαν προετοιμαστεί εκεί με σκοπό να συνεχίσει τους βομβαρδισμούς. Ωστόσο, το χειρότερο για τους Βρετανούς είχε πια περάσει. Άλλη περίοδο μαζικών βομβαρδισμών όπως εκείνη του καλοκαιριού δεν υπήρξε, καθώς οι γΓρμανικές βάσεις βρίσκονταν πλέον οριακά εντός της ακτίνας δράσης των ιπτάμενων βομβών.

Ομως, οι προσπάθειες για βομβαρδισμό της Αγγλίας συνεχίστηκαν και περί τους 1.200 ακόμη πυραύλους εκτοξεύτηκαν μέσα στους επόμενους μήνες για να χτυπήσουν στόχους βόρεια του καναλιού. Από αυτούς, λιγότεροι από 300 βρήκαν στόχο -οι υπόλοιποι κατέπεσαν στο έδαφος ή στη θάλασσα ή καταστράφηκαν από την αεράμυνα και τα Βρετανικά καταδιωκτικά. Το τελευταίο ''σκίρτημα'' των V-1, η τελευταία αναλαμπή ενός επαναστατικού για την εποχή του όπλου, προέκυψε την άνοιξη του 1945. Στις 3 Μαρτίου οι Γερμανοί, ευρισκόμενοι πλέον λίγο πριν από την οριστική κατάρρευση σε όλα τα μέτωπα, προσπαθούσαν με κάθε μέσο να πετύχουν μία αντιστροφή της κατάστασης.

Οι V-1 επιστρατεύθηκαν και αυτή τη φορά. Καθώς οι βάσεις εκτόξευσης βρίσκονταν στη δυτική Ολλανδία, πλέον οι μεγάλες βρετανικές πόλεις βρίσκονταν εκτός βεληνεκούς των παλιών V-1. Όμως, οι Γερμανοί είχαν προχωρήσει στην επέμβαση που περιγράψαμε παραπάνω, δηλαδή, στην ελάττωση της εκρηκτικής γόμωσης κατά 50% και στην αντικατάστασή της από ένα μεγαλύτερο ντεπόζιτο καυσίμων, με αποτέλεσμα το βεληνεκές να φθάσει τα 370 χιλιόμετρα και το Λονδίνο να βρεθεί ξανά εντός της ακτίνας δράσης τους. Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα αυτών των επιδρομών ήταν περιορισμένη.

Οι Βρετανοί, κάνοντας μετά τον πόλεμο έναν απολογισμό της δράσης των V-1, διαπίστωσαν ότι το Λονδίνο χτυπήθηκε από σχεδόν 2.500 πύραυλους, ενώ συνολικά τα θύματα που προκάλεσαν οι πύραυλοι στη Βρετανία έφθασαν τους 6.148 νεκρούς και τους 17.981 τραυματίες. Την εποχή αυτή, πάντως, ο κύριος στόχος των V-1 δεν ήταν το Λονδίνο αλλά η Βελγική πόλη Αντβέρπ, που ήταν το κομβικό σημείο για τη λογιστική υποστήριξη των στρατιών των Συμμάχων που δραστηριοποιούνταν στο δυτικοευρωπαϊκό μέτωπο. Περίπου 2.400 πύραυλοι που εκτοξεύτηκαν ενάντια στην πόλη του Βελγίου βρήκαν το στόχο τους.

Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των θυμάτων από τη δραστηριότητα των V-1 ήταν 12.000 νεκροί και 34.000 τραυματίες, ενώ ο αριθμός των V-1 που κατασκευάστηκαν έφθασε τους 34.000. Οι υλικές ζημιές που προκάλεσαν οι ''ιπτάμενες βόμβες'' ήταν πολύ σημαντικές, ενώ ακόμη πιο σημαντικός ήταν ο αντίκτυπος στο ηθικό των Βρετανών. Ωστόσο, καθώς το όπλο αυτό δεν είχε τις προδιαγραφές για να πετύχει πραγματικά μεγάλες ζημιές και καθώς οι Γερμανοί δεν χρησιμοποίησαν, παρά τους σχετικούς φόβους που κυριαρχούσαν μεταξύ κάποιων εκ των ηγετών των Συμμάχων, τους V-1 για να χτυπήσουν με χημικά ή βιολογικά όπλα τη Βρετανία, ο τελικός απολογισμός από τη δράση τους ήταν μάλλον αμελητέος.

Αναφέραμε ότι η κατάρριψη ενός τέτοιου πυραύλου ήταν αρκετά εύκολη. Οι πιλότοι της Βρετανικής βασιλικής αεροπορίας, της RAF, είχαν βρει ένα κόλπο για να καταρρίπτουν τους V-1 δίχως ιδιαίτερο κίνδυνο και δίχως να σπαταλούν πυρομαχικά: έφερναν το αεροσκάφος τους παράλληλα με τον πύραυλο και σε λίγο (μισό μέτρο περίπου) χαμηλότερο υψόμετρο. Σιγά-σιγά ανέβαζαν το αεροσκάφος και με μία κίνηση του φτερού ακουμπούσαν ελαφρά το φτερό του πυραύλου. Αυτή η επαφή ήταν αρκετή για να θέσει τον V-1 σε περιδίνηση και να καταπέσει λίγα δευτερόλεπτα αργότερα.

Μπορεί η μανούβρα αυτή να ακούγεται ριψοκίνδυνη, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν, καθώς ο πύραυλος πετούσε σε σταθερό ύψος και με σταθερή ταχύτητα, οπότε ένας δεξιοτέχνης πιλότος δεν είχε κανένα πρόβλημα να ευθυγραμμιστεί με την πορεία του και να εκτελέσει την κίνηση που θα έφερνε το θανάσιμο όπλο εκτός πορείας. Με αυτό τον τρόπο, οι πιλότοι της RAF έβγαλαν εκτός μάχης μερικές δεκάδες V-1, αλλά πολύ περισσότεροι ήταν οι πύραυλοι που εξουδετερώθηκαν από την αεράμυνα. Με τη μικρή σχετικά ταχύτητά τους και την αδυναμία οποιασδήποτε αυξομείωσης αυτής ή διαφοροποίησης της πορείας τους, οι πύραυλοι αποτελούσαν ιδανικούς στόχους για τους έμπειρους Βρετανούς πολυβολητές.

ΓΕΡΜΑΝΟΙ ''ΚΑΜΙΚΑΖΙ''

Μία λιγότερο γνωστή παράμετρος της ιστορίας της ''ιπτάμενης βόμβας'' είναι η έκδοση ''αυτοκτονίας'' που αναπτύχθηκε αλλά ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε επιχειρησιακά. Έχοντας ζωντανό το παράδειγμα των Ιαπωνικών μονάδων αυτοκτονίας (Καμικάζε), οι Γερμανοί ανέπτυξαν μία έκδοση του Fi 103 -για την ακρίβεια, τέσσερις διαφορετικές εκδόσεις- που είχαν ένα μικρό πιλοτήριο. Στόχος ήταν να δημιουργηθεί η πρώτη πραγματικά κατευθυνόμενη βόμβα, που θα μπορούσε να διαπεράσει τις αντιαεροπορικές άμυνες, να εκτελέσει ελιγμούς αποφυγής των αντιαεροπορικών πυρών και να κατευθυνθεί με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια σε έναν ελκυστικό στόχο.

Οι τέσσερις επανδρωμένες παραλλαγές του Fi 103 ονομάστηκαν αντίστοιχα Fi 103 I, II, III και IV, ενώ το τελευταίο ήταν το επιχειρησιακό μοντέλο, το οποίο οι Γερμανοί σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν σε απέλπιδες αποστολές αυτοκτονίας τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Συνολικά κατασκευάστηκαν πάνω από 100 τέτοιες ''επανδρωμένες ιπτάμενες βόμβες'' (ορισμένοι ανεβάζουν τον αριθμό στις 150, ακόμη και 175) αλλά δεν υπάρχουν αναφορές για επιχειρησιακή χρήση τους. Κατά πάσα πιθανότητα, οι Γερμανοί ουδέποτε τα χρησιμοποίησαν.

Το πρόγραμμα Selbstopfermanner bomber, όπως ονομάστηκε το πρόγραμμα των ''Γερμανών Καμικάζι'', προσέλκυσε χιλιάδες υποψήφιους, άνδρες και γυναίκες, που έθεσαν τον εαυτό τους στη διάθεση του Ράιχ, έστω και για μία ύστατη αποστολή αυτοκτονίας. Μάλιστα, 70 εξ αυτών έγιναν δεκτοί και εκπαιδεύτηκαν στην πτήση αυτού του παράξενου συνδυασμού αεροσκάφους και βλήματος, ωστόσο ουδέποτε κλήθηκαν να επιβεβαιώσουν και εμπράκτως την αφοσίωσή τους στον Φύρερ και στο Ράιχ, αφού το πρόγραμμα δεν μπήκε σε πράξη. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υπεύθυνοι του προγράμματος έλεγαν στους εκπαιδευόμενους ότι δεν ήταν αναγκαίο να πέσουν μαζί με τη βόμβα στο στόχο.


Αλλά μπορούσαν να εγκαταλείψουν το σκάφος, αφού το είχαν βάλει σε τελική πορεία πρόσκρουσης. Βέβαια, αυτή η παραίνεση μοιάζει αρκούντως κυνική, αφού όποιος γνωρίζει έστω και τα εντελώς στοιχειώδη για την πτήση, καταλαβαίνει ότι η εγκατάλειψη ενός αεροσκάφους όπως αυτό, τη στιγμή που θα έχει προσλάβει ταχύτητα περίπου 1.000 χλμ./ώρα και θα βρίσκεται στη βουτιά προς το στόχο και μάλιστα από το μικρό και πολύ άβολα τοποθετημένο πιλοτήριο (κάτω από την εισαγωγή αέρα του κινητήρα), είναι παντελώς ανέφικτη.

Πάντως, οι υπεύθυνοι του προγράμματος Selbstopfermanner bomber δεν θέλησαν, τελικά, να μιμηθούν τη δόξα των Ιαπώνων καμικάζι, καθώς οι Γερμανοί αποδείχτηκαν πιο ρεαλιστές στον τομέα αυτό από τους συμμάχους τους στην Απω Ανατολή.

ΧΩΡΟΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ TOY V-1

Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στην ιστορία της ''ιπτάμενης βόμβας'' ήταν η επιχειρησιακή ανάπτυξή της. Όταν το πρόγραμμα του V-1 ήταν έτοιμο να μπει στη φάση της έμπρακτης επιβεβαίωσης της ισχύος του νέου όπλου, ο βασικός στόχος ήταν η Βρετανία. O Χίτλερ εκτιμούσε ότι μία παρατεταμένη καμπάνια τρόμου με τα νέα υπερόπλα του (V-1, V-2) θα είχε σημαντικά αποτελέσματα στο ηθικό των Βρετανών και στη διάθεσή τους να συνεχίσουν τον πόλεμο. Θεωρούσε, πιθανότατα, ότι εφόσον καμπτόταν το ηθικό του πληθυσμού, θα ήταν πιο εύκολο να βρεθεί ένα μορατόριουμ με τους Βρετανούς -και κατ’ επέκταση με τους Αμερικανούς- ώστε να συγκεντρώσει το σύνολο της διαθέσιμης ισχύος του προς Ανατολάς.

Όπου η προέλαση του Κόκκινου Στρατού ήταν ραγδαία και οι γερμανικές άμυνες κατέρρεαν σαν χάρτινος πύργος σε όλα τα μέτωπα. Αφού λοιπόν στόχος ήταν η Βρετανία, η πλέον κατάλληλη περιοχή για τη δημιουργία της αναγκαίας υποδομής ήταν η Βόρεια Γαλλία. O κύριος χώρος συγκέντρωσης των σχετικών εγκαταστάσεων ήταν το Πα ντε Καλαί. H οργάνωση που είχαν δημιουργήσει οι ιθύνοντες της Luftwaffe προέβλεπε τη δημιουργία:

  • Πέντε υπόγειων συγκροτημάτων τα οποία θα περιελάμβαναν εκτεταμένες εγκαταστάσεις αποθήκευσης και συντήρησης πυραύλων V-1, καθώς και εγκαταστάσεις εκτόξευσης. Αυτός ο τύπος εγκατάστασης ήταν ο πλέον ασφαλής για τους Γερμανούς, καθώς οι οχυρώσεις ήταν δυνατό να αντέξουν παρατεταμένους βομβαρδισμούς με ιδιαίτερα ισχυρές βόμβες. Αυτά τα καταφύγια δημιουργήθηκαν στην περιοχή του Καλαί - Σομ (το Σιρακούρ και το Λόθινγκερν) και τα υπόλοιπα στη χερσόνησο του Χερβούργου (τα Κουβίλ, Ταερβίλ και Μπρεκούρ).
  • Οκτώ υπέργειων συγκροτημάτων που θα χρησίμευαν ως αποθηκευτικοί χώροι μεγάλης κλίμακας. Τα τέσσερα από αυτά δημιουργήθηκαν στο Πα ντε Καλαί (Ρενεσκούρ, Σατρικούρ, Μποβουάρ και Ντομλεζέρ), τα τρία στην περιοχή Σομ-Σέιν (Νοβίλ ο Μπουά, Σεντ Μαρτίν λε Ορτιέ και Μπιενέ) και ένα στο Χερβούργο (Βαλόν).
  • Εκατό περίπου θέσεων εκτόξευσης, οι περισσότερες εκ των οποίων βρίσκονταν στην κύρια περιοχή συγκέντρωσης των εγκαταστάσεων (από το Καλαί μέχρι το Σέιν), ενώ οι υπόλοιπες ήταν διασκορπισμένες στην περιοχή του Χερβούργου. Οι Σύμμαχοι ονόμαζαν τις εγκαταστάσεις αυτές ''Ski Sites'', δηλαδή, εγκαταστάσεις για σκι, καθώς τα κτήρια που χρησιμοποιούνταν για αποθήκευση και οι ράμπες εκτόξευσης έμοιαζαν με γιγάντια σκι. Το πρώτο από αυτά που ανακαλύφθηκε από τις συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών ήταν μία εγκατάσταση εκτόξευσης στο Μπουά Καρρέ, κοντά στο Υβρένς.

Οι Σύμμαχοι είχαν εντοπίσει τον Δεκέμβριο του 1943 έναν μεγάλο αριθμό από αυτές τις εγκαταστάσεις, εκμεταλλευόμενοι την σχεδόν απόλυτη υπεροχή τους στον αέρα και τις πληροφορίες που έστελνε η Γαλλική Αντίσταση, καθώς τις περισσότερες εγκαταστάσεις κατασκεύαζαν Γάλλοι εργολάβοι, αρκετοί εκ των οποίων συνεργάζονταν με την Αντίσταση. Στις 5 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλης κλίμακας επιχείρηση βομβαρδισμού των εγκαταστάσεων, κατά τη διάρκεια της οποίας μπήκαν στο στόχαστρο περίπου 23 ski sites.

Στις 24 Δεκεμβρίου οι Σύμμαχοι προχώρησαν σε μία ακόμη πιο οργανωμένη προσπάθεια καταστροφής των εγκαταστάσεων εκτόξευσης των V-1, αναθέτοντας σε έναν τεράστιο αεροπορικό στόλο από 672 B-17 το βομβαρδισμό συνολικά 24 ακόμη ski sites. Τα αποτελέσματα αυτών των βομβαρδισμών δεν ήταν εντυπωσιακά, αφού μόλις 7 από τις εγκαταστάσεις καταστράφηκαν ενώ ζημιές υπέστησαν περίπου 12 ακόμη. Εξάλλου, τον Δεκέμβριο του 1943 οι επιθέσεις με τις ''Buzz Bombs'' ενάντια στη Βρετανία δεν είχαν ξεκινήσει ακόμη και οι Σύμμαχοι δεν γνώριζαν τι ακριβώς εξυπηρετούσαν αυτές οι παράξενες εγκαταστάσεις.

Ωστόσο, καθώς ήταν εμφανώς πολεμικά έργα και οι Γερμανοί έδιναν ιδιαίτερα μεγάλη σημασία στη δημιουργία και φρούρησή τους, οι Σύμμαχοι ξόδευαν πολύτιμους πόρους για να τα βομβαρδίσουν. Οι Γερμανοί με τη σειρά τους αναγνώρισαν ότι ο τύπος της εγκατάστασης που χρησιμοποιούσαν ήταν μεγάλος και εύκολα αναγνωρίσιμος, ενώ η αδυναμία κάλυψης της ράμπας εκτόξευσης ήταν σε πολλές περιπτώσεις μοιραία. Με την ανάληψη της ευθύνης για το πρόγραμμα V από τα SS, ξεκίνησε η κατασκευή ενός νέου είδους εγκατάστασης, που πλέον διέθετε μόνο ένα κεντρικό κτήριο (αντί τριών ή τεσσάρων που είχε ο προηγούμενος τύπος), ενώ η ράμπα εκτόξευσης στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν λυόμενη και μπορούσε να αποσυναρμολογηθεί σε διάστημα λίγων ωρών.

Επίσης, οι Γερμανοί σταμάτησαν να χρησιμοποιούν Γάλλους εργολάβους για την κατασκευή των ski sites, φέρνοντας πλέον εργολάβους από τη Γερμανία και αιχμάλωτους πολέμου για να εργάζονται στα έργα κατασκευής. Με τον τρόπο αυτό, εξασφάλιζαν μεγαλύτερο βαθμό μυστικότητας. Οι Γερμανοί είχαν καταφέρει στις πρώτες φάσεις της εκστρατείας βομβαρδισμού των εγκαταστάσεων εκτόξευσης να κρατήσουν μυστικές τις αποθήκες των V-1, τα οκτώ υπέργεια συγκροτήματα που είχαν δημιουργηθεί σε περιοχές της Βορειοανατολικής Γαλλίας.


Ωστόσο, καθώς οι μυστικές υπηρεσίες των Συμμάχων αξιολογούσαν και αυτές τις εγκαταστάσεις ως πιθανούς στόχους, οι Γερμανοί άρχισαν ένα πρόγραμμα δημιουργίας νέων αποθηκευτικών χώρων, αυτή τη φορά υπόγειων. Τέσσερις μεγάλες υπόγειες εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν, στο Ριλί λα Μοντάν, στη Ρεμ και στο Σεντ Λοθ Ντεσσερέν και το Νουκούρ. Οι εγκαταστάσεις αυτές ήταν ασφαλείς από βομβαρδισμούς και εξαιρετικά δύσκολο να εντοπιστούν. Με τον τρόπο αυτό, οι Γερμανοί είχαν εξασφαλίσει ότι τα κύρια αποθέματα των V-1 θα μπορούσαν να διοχετευθούν στις εγκαταστάσεις εκτόξευσης, δίχως να κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να γίνουν στόχος συμμαχικών βομβαρδισμών.

Επίσης, από τη στιγμή που οι Αμερικανοί και Αγγλοι πιλότοι άρχισαν να βομβαρδίζουν τις αρχικές οκτώ εγκαταστάσεις, οι Γερμανοί ξεκίνησαν τη δημιουργία και νέων υπέργειων αποθηκών, τις οποίες όμως φρόντιζαν να κατασκευάζουν με τρόπο που να παραπλανά τις υπηρεσίες εναέριας αναγνώρισης των Συμμάχων. Σιγά-σιγά, κατάφεραν να οργανώσουν ολόκληρο το δίκτυο αποθήκευσης και διανομής V-1 σε υπόγειες εγκαταστάσεις, καθιστώντας το έργο του εντοπισμού και της καταστροφής τους εξαιρετικά δυσχερές για τους Συμμάχους.

Όσον αφορά στις εγκαταστάσεις εκτόξευσης, όταν εντέλει ξεκίνησε ο μαζικός βομβαρδισμός της Βρετανίας με V-1, μόλις επτά από τα 100 περίπου ski sites ήταν επιχειρησιακά και συμμετείχαν. Τα υπόλοιπα είχαν καταστραφεί από βομβαρδισμούς ή εγκαταλείφθηκαν επειδή δεν προσέφεραν ασφάλεια. Αντίθετα, κατασκευάστηκαν 200 περίπου εγκαταστάσεις νέου τύπου, η πλειονότητα των οποίων ουδέποτε εντοπίσθηκε από τους Συμμάχους.

V-2 O ΠΡΩΤΟΣ ΒΑΛΛΙΣΤΙΚΟΣ ΠΥΡΑΥΛΟΣ

H δημιουργία του πρώτου λειτουργικού βαλλιστικού πυραύλου ήταν έργο μίας ομάδας Γερμανών επιστημόνων που είχε ως ιθύνοντα νου τον Βέρνερ φον Μπράουν. O περίφημος V-2 τρομοκράτησε τον πληθυσμό της Βρετανίας τον τελευταίο χρόνο του B' Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1927 δημιουργήθηκε στο Βερολίνο από μία ομάδα από ενθουσιώδεις νεαρούς Γερμανούς επιστήμονες, κυρίως φυσικούς και χημικούς, ένας οργανισμός το όνομα του οποίου θα συνδεόταν με τη γέννηση της πυραυλικής επιστήμης.

H ομάδα αυτή των ρομαντικών, που ονομαζόταν Verein fur Raumschiffart (Σύνδεσμος για το ταξίδι στο Διάστημα), είχε ως μέντορα και κύριο ιθύνοντα νου τον Χέρμαν Όμπερθ, που, όπως είδαμε πιο πάνω, είχε ανοίξει το δρόμο για τη γέννηση της πυραυλικής στη Γερμανία. Άλλα μέλη της ήταν ο Κλάους Ρίντελ, ο Ρούντολφ Νίμπελ, ο Μαξ Βάλιερ και ο Βίλλυ Λέι. Στις αρχές του 1930, στην ομάδα θα εισέλθει ένας νεαρός, ιδιαίτερα ενθουσιώδης και ευφυής, φοιτητής στο Πολυτεχνείο του Βερολίνου, ο Βέρνερ φον Μπράουν. H είσοδος του φον Μπράουν στην ομάδα προσέθεσε ακόμη περισσότερο ενθουσιασμό και πίστη για την τελική ευόδωση των φιλόδοξων σχεδίων τους.

Ο απώτερος στόχος όλων ήταν η δημιουργία μίας συσκευής που θα μπορούσε να φέρει τους ανθρώπους στο ''διαπλανητικό Διάστημα''. Βεβαίως οι νεαροί, ως επί το πλείστον, επιστήμονες είχαν ικανότητες και ενθουσιασμό, δεν διέθεταν όμως την απαραίτητη εμπειρία, καθώς η πυραυλική επιστήμη ήταν στα σπάργανα και έλειπε το θεωρητικό υπόβαθρο, αλλά και τα κονδύλια. Βάζοντας δικά τους χρήματα και ''λεηλατώντας'' τους πόρους του Πολυτεχνείου του Βερολίνου όποτε και όπως μπορούσαν, οι φίλοι του Διαστήματος κατόρθωναν να δημιουργούν κάποια μοντέλα πυραύλων και να τα εκτοξεύουν από το αυτοσχέδιο πεδίο δοκιμών που είχαν στήσει στο προάστιο Ράινικντορφ του Βερολίνου.

Το έργο του Όμπερθ προσέλκυσε την προσοχή του βιομήχανου Φριτζ φον Όπελ, που ανέλαβε να βγάλει το Σύνδεσμο από το οικονομικό αδιέξοδο, ωστόσο και πάλι οι πόροι ήταν ελάχιστοι. Ούτε το βραβείο ύψους 10.000 φράγκων που κέρδισε ο Όμπερθ για το βιβλίο του, ''Wege zur Raumschiffart'' (Δρόμοι για το ταξίδι στο Διάστημα, ουσιαστικά μία επέκταση της διδακτορικής διατριβής του που κυκλοφόρησε λίγα χρόνια νωρίτερα) και το οποίο διέθεσε εξ ολοκλήρου στον Σύνδεσμο, έλυσε το πρόβλημα.

Στις αρχές της δεκαετίας του '30, πριν ακόμη ο Αδόλφος Χίτλερ και οι εθνικοσοσιαλιστές καταλάβουν την εξουσία, ο Γερμανικός στρατός αναζητούσε τρόπους να αποφύγει, ή μάλλον να παρακάμψει, τους περιορισμούς της συνθήκης των Βερσαλιών. Το τμήμα εξοπλισμών του Γραφείου Βαλλιστικής και Όπλων του Γερμανικού στρατού, διοικητής του οποίου ήταν ο στρατηγός Μπέκερ, αναζητούσε συνεχώς νέες λύσεις στο πρόβλημα του επανεξοπλισμού της Γερμανίας. Έχοντας ακούσει για τη νέα ''τρέλα'' των φυσικών, τους πυραύλους, σκέφτηκε ότι θα ήταν ίσως δυνατό να χρησιμοποιηθούν και για πολεμικούς σκοπούς.

Ανέθεσε σε έναν ικανό λοχαγό με επιστημονική κατάρτιση, τον Βάλτερ Ντορνμπέργκερ, να διερευνήσει τη δυνατότητα χρήσης τέτοιων αντισυμβατικών μέσων για την αμυντική θωράκιση της Γερμανίας. Όπως ήταν επόμενο, ο Ντορνμπέργκερ πολύ γρήγορα ήλθε σε επαφή με τον V.f.R, που αναζητούσε εναγωνίως χρηματοδότες για τα φιλόδοξα σχέδιά του. Αρχικά, ο ικανός αξιωματικός εξασφάλισε κάποια μικροποσά για τους ενθουσιώδεις επιστήμονες, ώστε να προσελκύσει περισσότερο την προσοχή τους και να τους δείξει ότι θα μπορούσαν να βρουν μία μόνιμη πηγή χρηματοδότησης στο πρόσωπό του.

Τα μέλη του Συνδέσμου οργάνωσαν μία επίδειξη για τον Ντορνμπέργκερ, η οποία πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1932 στο πεδίο βολών του στρατού στο Κούμερσντορφ, έξω από το Βερολίνο. Αν και η επίδειξη δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη, ο Ντορνμπέργκερ κατάλαβε ότι το δυναμικό των πυραύλων ήταν ανεξάντλητο, ενώ είδε στα ενθουσιώδη μέλη του Συνδέσμου μία δεξαμενή εξαιρετικών εγκεφάλων που θα μπορούσαν να βάλουν μπροστά τα φιλόδοξα σχέδιά του. Ζήτησε από τα μέλη του Συνδέσμου να εργαστούν για το στρατό, με στόχο την ανάπτυξη πυραύλων για πολεμική χρήση.


Όμως οι πρωτοπόροι των πυραύλων δεν ήθελαν να αναμειχθούν στη δημιουργία εργαλείων βίας και επιβολής, γιατί απλώς ήθελαν να πετάξουν στο Διάστημα, και έτσι απέρριψαν την πρόταση του Ντορνμπέργκερ. Όμως, ο μόλις 20 ετών φον Μπράουν, που ενδεχομένως την εποχή εκείνη είχε ήδη προσεγγιστεί από εθνικοσοσιαλιστικούς κύκλους, δέχτηκε και προσλήφθηκε άμεσα στην ομάδα που σχημάτισε ο Ντορνμπέργκερ. H ομάδα εγκαταστάθηκε στο ίδιο κέντρο όπου είχε γίνει η δοκιμή του πυραύλου, στο Κούμερσντορφ, το οποίο μετασκευάστηκε κατάλληλα για να μπορεί να φιλοξενήσει το κέντρο έρευνας και ανάπτυξης των πυραύλων.

H ομάδα του Ντορνμπέργκερ σύντομα μεγάλωσε και ενισχύθηκε αποφασιστικά από επιστήμονες και τεχνικούς, ενώ άρχισαν να διατίθενται σημαντικά κονδύλια για την πυραυλική έρευνα. Με την άνοδο των εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία, οι έρευνες πάνω στην πυραυλική τεχνολογία ουσιαστικά κρατικοποιήθηκαν και απαγορεύτηκε οποιαδήποτε τέτοια δραστηριότητα από ιδιώτες. Μόνο ο στρατός και οι κρατικές υπηρεσίες είχαν δικαίωμα ανάλογων ερευνών. Φυσικά, ο V.f.R διαλύθηκε και κάποια από τα μέλη του αναγκάστηκαν εκ των συνθηκών να εργαστούν για τον στρατό του Γ' Ράιχ.

TA ΠΡΩΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

H ομάδα του Ντορνμπέργκερ, εκμεταλλευόμενη την πλούσια προκαταρκτική δουλειά που είχαν κάνει οι επιστήμονες του Πολυτεχνείου του Βερολίνου, άρχισε γρήγορα να παράγει αποτελέσματα. Ήδη το 1933, πιθανότατα τον Δεκέμβριο, ήταν έτοιμος ο πρώτος πύραυλος της ομάδας του φον Μπράουν. H κωδική ονομασία του ήταν A1 και ήταν απλώς ένα πρωτότυπο, ούτε δύο μέτρα μήκους. Ωστόσο, αυτός ο πύραυλος ήταν το πεδίο δοκιμών για όλες τις τεχνολογίες που ανέπτυσσε η ομάδα των ιδιοφυών επιστημόνων, κάτω από την επιστημονική διεύθυνση ενός εξαιρετικού ταλέντου, όπως ο Βέρνερ φον Μπράουν, και με τη στιβαρή καθοδήγηση του Ντορνμπέργκερ.

O A1 γρήγορα εξάντλησε τις δυνατότητές του και οι επιστήμονες προχώρησαν στο επόμενο στάδιο των δοκιμών τους, το αποτέλεσμα των οποίων έλαβε το κωδικό όνομα A2. H μόνη σημαντική προσθήκη σε σχέση με τον A1 ήταν ένα σύστημα γυροσκοπίων, που είχαν σχεδιαστεί για να προσφέρουν σταθερότητα στον πύραυλο, κάτι που έλειπε από το πρώτο μοντέλο. Οι δοκιμές ήταν πετυχημένες και ήδη στις αρχές του 1935 οι δύο πρώτοι A2 έκαναν πτήσεις από το νησάκι του Μπόρκουμ στη Βαλτική. H εργασία συνεχίστηκε πιο εντατικά πάνω σε έναν ισχυρότερο πυραυλοκινητήρα που θα ήταν σε θέση να απογειώσει πολύ μεγαλύτερα φορτία από τους μικροσκοπικούς A1 και A2.

Τα μέλη της ομάδας του Ντορνμπέργκερ, που μέχρι το 1936 είχαν φθάσει τα 150 άτομα, κατάφεραν να δημιουργήσουν τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς έναν πυραυλοκινητήρα αρκετά ισχυρό, έτσι ο Ντορνμπέργκερ, που ήθελε να προσελκύσει την προσοχή των ανώτερων κλιμακίων του Γερμανικού καθεστώτος και μαζί με αυτήν ακόμη περισσότερα κονδύλια, οργάνωσε μία επίδειξη της μηχανής μπροστά στον αρχηγό του γερμανικού επιτελείου, στρατηγό Φρις. H επίδειξη, όπου ένας ογκώδης και πανίσχυρος κινητήρας ετίθετο σε λειτουργία απλώς και μόνο με το γύρισμα ενός διακόπτη, εντυπωσίασε τους στρατιωτικούς.

O Ντορνμπέργκερ, με τη βοήθεια των επιστημόνων του, εξήγησε τον απώτερο στόχο του προγράμματος: τη δημιουργία μίας τεράστιας ιπτάμενης βόμβας που θα μπορούσε να χτυπήσει τους ''εχθρούς της Γερμανίας'' όπου κι αν βρίσκονταν. Με όλα αυτά, κατόρθωσε να πετύχει το στόχο του, το πρόγραμμά του μπήκε σε πρώτη προτεραιότητα και έλαβε τεράστια κονδύλια ως χρηματοδότηση. Το σημαντικότερο αίτημα του Ντορνμπέργκερ και των επιστημόνων του ήταν μία νέα εγκατάσταση έρευνας, ανάπτυξης και δοκιμών. Το Κούμερσντορφ ήταν μικρό, είχε προβλήματα ασφαλείας (καθώς ήταν κοντά σε ένα μεγάλο αστικό κέντρο, το Βερολίνο) και βρισκόταν σε μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές της Γερμανίας.

Οι επιστήμονές του, έτοιμοι ήδη να περάσουν στο επόμενο στάδιο και να δημιουργήσουν έναν πύραυλο μακράς ακτίνας, πρότειναν μία εγκατάσταση πάνω στην ακτογραμμή, ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση του πυραύλου πάνω από τη θάλασσα. O φον Μπράουν, ενθυμούμενος τα παιδικά χρόνια του στη Βαλτική, πρότεινε το νησάκι του Ούζεντομ.

Μετά τις επιτόπιες έρευνες των υπεύθυνων στρατού και αεροπορίας - καθώς η Luftwaffe είχε γίνει ήδη εταίρος του προγράμματος - η πρόταση του φον Μπράουν υιοθετήθηκε. Το νέο κέντρο, υπό την επίσημη ονομασία Heeresversuchanstalt Peenemünde (κέντρο δοκιμών στρατού του Πεενεμούντε) και υπό την παραπλανητική δημόσια ονομασία Electromechanische Werke (Ηλεκτρομηχανικές Εργασίες) θα δημιουργούνταν στην άκρη του Ούζεντομ, κοντά στο ψαροχώρι του Πεενεμούντε.

ΑΠΟΤΥΧΙΑ KAI ΕΠΙΤΥΧΙΑ

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχαν να επιλύσουν ο φον Μπράουν και οι συνεργάτες του ήταν η καθοδήγηση του πυραύλου. Τα συστήματα της εποχής ήταν ανεπαρκέστατα και επί της ουσίας οι επιστήμονες στο Πεενεμούντε καθημερινά αναγκάζονταν να εφευρίσκουν νέες λύσεις για τα προβλήματα που ανέκυπταν συνεχώς. Ένα μέρος αυτών των λύσεων ήταν απλώς βελτίωση των υφιστάμενων τεχνολογιών, όπως τα νέα γυροσκόπια που ανέλαβαν να σταθεροποιούν και να κρατούν στην πορεία τους Γερμανικούς πύραυλους.

Με τα συμπεράσματα από τις επιτυχημένες προσπάθειες του A1 και του A2, καθώς και έναν ισχυρότατο κινητήρα στη διάθεσή τους, ο φον Μπράουν και οι συνεργάτες του ήταν πλέον έτοιμοι για να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα, τον A3. Πέντε φορές μεγαλύτερος από τον A1, ο A3 ήταν μία παταγώδης αποτυχία. Τρεις δοκιμές πραγματοποιήθηκαν το χειμώνα του 1937 - 1938 και οι τρεις ήταν αποτυχημένες. O εντυπωσιακός πύραυλος, αφού σηκωνόταν στον αέρα, έχανε τη σταθερότητά του μετά από λίγες εκατοντάδες μέτρα πτήσης και κατέπεφτε στο νερό. Το επιστημονικό προσωπικό στο πρόγραμμα είχε ξεπεράσει τα 350 άτομα και ο Ντορνμπέργκερ είχε την άνεση να επιτρέψει στον φον Μπράουν να προχωρά παράλληλα προγράμματα.

Τα δύο επόμενα δοκιμαστικά συστήματα είχαν τις κωδικές ονομασίες A4 και A5 και αναπτύσσονταν επί της ουσίας παράλληλα. Για την ακρίβεια, ο A5 αναπτύχθηκε ως το ''πεδίο δοκιμών'' για τον A4, ρόλος που αρχικά προοριζόταν για τον A3, που όμως ήταν μία αποτυχία. Δηλαδή, ενώ ο A5 ήταν ένας ανανεωμένος A3, με βελτιωμένα βαλλιστικά χαρακτηριστικά και αλλαγμένες επιφάνειες ελέγχου, ο A4 ήταν μία ελαφρά διαφορετική προσέγγιση, αφού εξαρχής ήταν ο πύραυλος που προοριζόταν να αποτελέσει τον πρώτο επιχειρησιακά λειτουργικό βαλλιστικό πύραυλο του προγράμματος.


Πάντως και στα δύο νέα σχέδια, οι Γερμανοί αυτή τη φορά δεν διακινδύνευσαν μία απευθείας δοκιμή του πλήρους μεγέθους πυραύλου, αλλά ξεκίνησαν με δοκιμές σε μοντέλα υπό κλίμακα. Αυτή τη φορά, η δουλειά ήταν πολύ πιο μεθοδική. Έγιναν εξαντλητικές αεροδυναμικές δοκιμές, ανατέθηκε στη Siemens η δημιουργία ενός αξιόπιστου γυροσκοπίου και δημιουργήθηκαν ειδικές εγκαταστάσεις για την εκτόξευση και παρακολούθηση των πρωτοτύπων. Μέσα στο 1939 ξεκίνησε η εκτόξευση των A5 και στα επόμενα δύο χρόνια εκτοξεύτηκαν τουλάχιστον 25 πύραυλοι, με απόλυτο ποσοστό επιτυχίας. Ταυτόχρονα αναπτυσσόταν ο A4, που ήταν το πλέον φιλόδοξο σχέδιο των επιστημόνων του φον Μπράουν μέχρι εκείνη την ώρα.

O κινητήρας του A4 ανέπτυσσε πολύ μεγαλύτερη ώση από τον αντίστοιχο του A5 και ως εκ τούτου απαιτούσε νέες τεχνολογίες για τη διαχείριση του καυσίμου, αφού η χρήση πεπιεσμένου αζώτου δεν ήταν κατάλληλη. H πρώτη δοκιμή του A4 συγκέντρωσε στο Πεενεμούντε μία σειρά από ανώτερα στελέχη του Γ' Ράιχ, καθώς το πρόγραμμα ήταν ένα από τα πλέον φιλόδοξα και δαπανηρά εξαιτίας των ελπίδων που είχε εναποθέσει ο Χίτλερ στα wunderwaffen του για επικράτηση στον πόλεμο στον οποίο είχε εμπλακεί. O πλέον εξέχων από τους επισκέπτες του Πεενεμούντε ήταν ο Αλμπερτ Σπέερ, που παρακολούθησε τη δοκιμή με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση, ο Ντορνμπέργκερ και ο φον Μπράουν στάθηκαν άτυχοι.

O A4 στην πρώτη δοκιμή του δεν θέλησε καν να εγκαταλείψει την εξέδρα εκτόξευσης - με την έναρξη της πυροδότησης του πυραυλοκινητήρα, το θηρίο των 15 μέτρων έπεσε πίσω και εξερράγη, προσφέροντας πάντως στους υψηλούς προσκεκλημένους ένα μνημειώδες θέαμα, καθώς παρακολουθούσαν την εντυπωσιακή έκρηξη 10 τόνων καυσίμου. H αποτυχημένη δοκιμή έλαβε χώρα στις 13 Ιουνίου του 1942 και δύο μόλις μήνες αργότερα, στις 16 Αυγούστου, ο φον Μπράουν ήταν έτοιμος να δοκιμάσει τον δεύτερο A4. Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν ''υψηλοί προσκεκλημένοι'', αλλά και πάλι ο πύραυλος αποδείχτηκε κατώτερος των προσδοκιών, αν και αυτή τη φορά σηκώθηκε από το έδαφος, η πτήση του διήρκεσε μόλις 45 δευτερόλεπτα.

H μηχανή σταμάτησε και ο πύραυλος κατέπεσε στη θάλασσα. O φον Μπράουν και οι επιστήμονές του μάθαιναν όμως από τα λάθη τους. Μόλις ενάμιση μήνα αργότερα, στις 3 Οκτωβρίου, το τρίτο πρωτότυπο του A4 ήταν έτοιμο και η δοκιμή του στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. O πύραυλος εγκατέλειψε το πεδίο εκτόξευσης με έναν επιβλητικό βρυχηθμό και, σαν να στηριζόταν σε μία κολόνα φωτιάς που δημιουργούσαν τα αέρια από την εκτόνωση του καυσίμου, ανήλθε σε μία κάθετη τροχιά. Μόλις 26 δευτερόλεπτα μετά την απογείωση, ένας τρομερός ήχος έφθασε στα αυτιά των εμβρόντητων παρατηρητών - ο A4 είχε ξεπεράσει την ταχύτητα του ήχου.

Στη συνέχεια τα γυροσκόπια ανέλαβαν δράση και έβαλαν τον πύραυλο στην προγραμματισμένη πορεία του. Μόλις πριν κλείσει ένα λεπτό πτήσης, ο A4 είχε φθάσει στην ανήκουστη για εκείνη την εποχή ταχύτητα των 5 mach, 5 φορές την ταχύτητα του ήχου. Φθάνοντας στα 100.000 πόδια, έξω από την ατμόσφαιρα της Γης πλέον, οι μηχανές του πυραύλου σταμάτησαν και συνέχισε την πορεία του ως ένας βαλλιστικός πύραυλος. Διέγραψε εντυπωσιακά την προδιαγεγραμμένη καμπύλη του, καθώς επανερχόταν στην ατμόσφαιρα και στο προγραμματισμένο σημείο πρόσκρουσης - περί τα 200 χιλιόμετρα μακριά, προς την κατεύθυνση της Βόρειας Θάλασσας.

H εκτόξευση ήταν απόλυτα επιτυχημένη και αυτή τη φορά η Γερμανία μπορούσε να καυχηθεί ότι είχε στη διάθεσή της τον πρώτο λειτουργικό βαλλιστικό πύραυλο στην ιστορία της ανθρωπότητας. O Ντορνμπέργκερ και ο φον Μπράουν υπολόγισαν ότι με τις εγκαταστάσεις που μπορούσε να θέσει στη διάθεσή τους η ηγεσία του Γ' Ράιχ μπορούσαν να παράγουν μέσα σε έναν χρόνο 4.000 A4, απόλυτα λειτουργικούς και έτοιμους να χτυπήσουν τους στόχους που θα επέλεγε η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία του Ράιχ. Τα νέα έφθασαν στα αυτιά του Χίτλερ και του Σπέερ το Νοέμβριο του 1942 και ακούστηκαν σαν το πολυαναμενόμενο θαύμα που έψαχνε η ηγεσία του Γ' Ράιχ.

Με τον πόλεμο στο ανατολικό μέτωπο να μην πηγαίνει πλέον τόσο καλά και με τους Αμερικανούς προ των πυλών στη Δύση, οι Γερμανοί είχαν κάθε λόγο να ανησυχούν για την τύχη του πολέμου. O Σπέερ έσπευσε να θέσει ως επικεφαλής του προγράμματος μαζικής κατασκευής των A4 έναν άνθρωπο που είχε αποδείξει την αξία του στη βιομηχανία κατασκευής τρένων, όπου είχε εφαρμόσει πρωτοποριακές μεθόδους για την αύξηση της παραγωγικότητας, τον Γκέρχαρντ Ντέγκενκολμπ, ο οποίος έπιασε άμεσα δουλειά και υποσχέθηκε ότι σύντομα θα μπορούσε να φθάσει στο ανώτερο σημείο παραγωγής που προβλεπόταν, δηλαδή, τα 900 κομμάτια ανά μήνα.

VERGELTUNGSWAFFE - 2

O Χίτλερ είχε ήδη βαφτίσει τόσο τον A4 όσο και το άλλο ''wunderwaffe'' που παρήγαγε η Γερμανική πυραυλική έρευνα, τον Fi 103. Το όνομα που διάλεξε ήταν το Vergeltungswaffe, που σημαίνει ''όπλο ανταπόδοσης'' και αντίστοιχα τον αριθμό 1 (για την ιπτάμενη βόμβα) και 2 (για τον A4). H σύντμηση V-2 είναι το όνομα με το οποίο έγινε γνωστός στη συνέχεια ο πύραυλος του φον Μπράουν και σύντομα οι Σύμμαχοι και ιδιαίτερα οι Βρετανοί κάτοικοι του Λονδίνου θα ένιωθαν ρίγη και μόνο στα άκουσμα αυτού του ονόματος.

Στις αρχές του 1943, ενώ το πρόγραμμα μαζικής παραγωγής του V-2 βρισκόταν στα πρώτα του στάδια, ο Χίτλερ είχε δει τις τεθωρακισμένες μεραρχίες του να τσακίζονται μπροστά στο Στάλινγκραντ και μία ολόκληρη στρατιά να αιχμαλωτίζεται από τους Σοβιετικούς, ως συνέπεια της δικής του επιμονής στη μη υποχώρηση. Επίσης, οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί είχαν αρχίσει να εντείνονται σε υπερθετικό βαθμό και οι μοίρες των αμερικανικών και βρετανικών βομβαρδιστικών σχημάτιζαν πλέον τεράστια σμήνη που έριχναν φωτιά και θάνατο στις Γερμανικές πόλεις.


Ούτε το Πεενεμούντε είχε γλιτώσει από τη συμμαχική αεροπορία. Μία εντυπωσιακή αρμάδα σχεδόν 600 βομβαρδιστικών έβαλε στόχο την εγκατάσταση του Πεενεμούντε, το οποίο βομβαρδίστηκε τον Αύγουστο του 1943. Αν και οι ζημιές στις εγκαταστάσεις δεν ήταν μεγάλες και οι απώλειες σε επιστημονικό προσωπικό ελάχιστες, ο βομβαρδισμός προκάλεσε μία καθυστέρηση του προγράμματος τουλάχιστον κατά δύο μήνες.

Όχι βεβαίως για να αντικατασταθούν οι 800 περίπου Πολωνοί και Εβραίοι φυλακισμένοι που χρησιμοποιούνταν ως εργάτες στο εργοστάσιο κατασκευής των V-2 και οι οποίοι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της αεροπορικής επιδρομής, αλλά επειδή αφενός ελήφθη απόφαση για μεταφορά υπογείως ολόκληρης της εγκατάστασης παραγωγής του πυραύλου (καθώς και του V-1), αφετέρου διότι ο μοναδικός από τους επιστήμονες του προγράμματος που έχασε τη ζωή του ήταν ο υπεύθυνος για την εξέλιξη του κινητήρα, ο Δρ Βάλτερ Θίελ. Όσον αφορά στο πώς θα χρησιμοποιούνταν επιχειρησιακά οι νέοι πύραυλοι, παρουσιάστηκε μία διχογνωμία μεταξύ των ανώτερων κλιμακίων της Γερμανικής ηγεσίας.

H ανώτερη διοίκηση του στρατού (Oberkommando des Heeres, OKH) επιθυμούσε να δημιουργήσει και για τους V-2 μία υποδομή ανάλογη με εκείνη που είχε δημιουργήσει η Luftwaffe για τους V-1 της. Τρεις τοποθεσίες στη Γαλλία, το Σαιντ Ομέρ, το Σιρακούρ και το Βιζέρν, επελέγησαν και άρχισαν να διαμορφώνονται σε πεδία εκτόξευσης των V-2, με τεράστιες υπόγειες αποθήκες, σιλό και άλλες απαραίτητες εγκαταστάσεις. Ωστόσο, πλέον οι συμμαχικές μυστικές υπηρεσίες -χάρη στη δράση της Γαλλικής αντίστασης αλλά και στο σπάσιμο των Γερμανικών κωδίκων- είχαν τον τρόπο τους να μαθαίνουν για κάθε σημαντική εγκατάσταση που έφτιαχναν οι Γερμανοί στη Γαλλία και, φυσικά, έσπευσαν να βομβαρδίσουν μαζικά και τις τρεις.

Αυτομάτως, προκρίθηκε η άποψη του Ντορνμπέργκερ, ο οποίος υποστήριζε εξαρχής ότι ο πύραυλος θα έπρεπε να μεταφέρεται και να εκτοξεύεται από μία κινητή εξέδρα εκτόξευσης. Για να γίνει αυτό, δημιουργήθηκε μία μεγάλη ακολουθία οχημάτων (που έφθανε συνολικά τα 30 οχήματα) που συνόδευαν το Meilerwagen, το ειδικά διαμορφωμένο φορτηγό που έφερε τον πύραυλο και την εξέδρα εκτόξευσης. Οι ομάδες εκτόξευσης των Γερμανικών πυραύλων αποτελούσαν ένα εντυπωσιακό σύνολο οχημάτων και ανθρώπων, που εργάζονταν πυρετωδώς για να στήσουν όρθιο τον ογκώδη πύραυλο πάνω στην ειδικά διαμορφωμένη και με ανακλαστική επιφάνεια εξέδρα εκτόξευσης.

Έπρεπε να τον προετοιμάσουν τροφοδοτώντας τον με καύσιμο, να κάνουν όλες τις τελικές δοκιμές και στη συνέχεια να τον εκτοξεύσουν προς το στόχο του. Σε σχέση με τον V-1, o V-2 ήταν σαφώς πιο περίπλοκος όσον αφορά στην κατασκευή και ιδιαίτερα στην εκτόξευσή του. Ωστόσο, ήταν πολύ πιο ακριβής και καταστρεπτικός. Ακόμη και στην πρωτόλεια μορφή του είχε τη δυνατότητα μεταφοράς μίας κεφαλής εκρηκτικής γόμωσης βάρους περίπου ενός τόνου (συνήθως 975 κιλά) σε μία απόσταση 330 χιλιομέτρων. Επρόκειτο για μία σαφή βελτίωση των 800 κιλών σε απόσταση 240 χιλιομέτρων του V-1.

Ωστόσο το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του V-2 ήταν ότι, καθώς ήταν βαλλιστικός πύραυλος που ταξίδευε σε μία παραβολική τροχιά και με ταχύτητες από 2 έως 5 Μαχ, ήταν αδύνατο να αναχαιτιστεί με συμβατικά μέσα, αντίθετα με τον V-1, ο οποίος έπεφτε συχνά θύμα των αντιαεροπορικών πυρών. Με την τεράστια ποσότητα καυσίμων που κατανάλωνε - περίπου 5 τόνους υγρό οξυγόνο και 3.8 τόνους υγρή μεθανόλη - ο πύραυλος έφθανε στο στόχο του σε μόλις 3,5 λεπτά από την εκτόξευσή του. Επρόκειτο για μία ιδιαίτερα εντυπωσιακή κατασκευή, ένας πύραυλος ύψους 14 μέτρων, διαμέτρου 1,7 μέτρων, βάρους κατά την απογείωση σχεδόν δεκατριών τόνων, βαμμένος συνήθως άσπρος-μαύρος, κίτρινος- μαύρος, χακί ή γκρίζος.

O V-2 ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ

To πρόγραμμα του V-2 αντιμετώπισε τελικώς πολύ περισσότερα προβλήματα από αυτό του V-1 και το βασικότερο εξ αυτών ήταν ότι ο πύραυλος αυτός ήταν αρχικά κατασκευασμένος με εντελώς παραδοσιακές μεθόδους και η συναρμολόγησή του απαιτούσε εξειδικευμένα εργατικά χέρια, αντίθετα με τον V-1 που ήταν μία πολύ απλούστερη κατασκευή και μπορούσε να συναρμολογηθεί από ανειδίκευτους εργάτες. Ωστόσο, στη διάθεση των γερμανικών αρχών υπήρχαν μόνο εντελώς ανειδίκευτοι εργάτες, αιχμάλωτοι πολέμου και τρόφιμοι των στρατοπέδων συγκέντρωσης, και μάλιστα καθόλου πρόθυμοι.

Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι δύο πύραυλοι V σκότωσαν λιγότερους από 25.000 ανθρώπους κατά τις επιθέσεις όπου χρησιμοποιήθηκαν, ωστόσο τουλάχιστον οι διπλάσιοι -ίσως και πολύ περισσότεροι, σύμφωνα με κάποιες πηγές- πέθαναν προσπαθώντας να κατασκευάσουν αυτά τα όπλα στα εργοστάσια της ναζιστικής Γερμανίας, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες εργασίας και δουλεύοντας ατέλειωτες ώρες, συχνότατα μέχρι τελικής πτώσεως. Από τη στιγμή που ο V-2 είχε δοκιμαστεί επιτυχημένα αρκετές φορές και ήταν επαρκής για τα σχέδια της ηγεσίας του Γ' Ράιχ, τα SS ανέλαβαν εξ ολοκλήρου την παραγωγή και διάθεσή του και κάθε παραπέρα προσπάθεια εξέλιξής του τέθηκε στο περιθώριο.

Το ζητούμενο ήταν να γίνει εφικτή η μαζική παραγωγή του σε αριθμούς ικανούς να αλλάξουν την τύχη του πολέμου, όχι να βελτιωθεί παραπέρα. O φον Μπράουν, παρότι αξιωματικός των SS και ο ίδιος, τέθηκε διακριτικά στο περιθώριο όσον αφορά στην εξέλιξη του A4 - V-2, αν και φυσικά συνέχισε να εργάζεται πάνω στο πυραυλικό πρόγραμμα του Γ' Ράιχ και σε πιο φιλόδοξους στόχους για τους οποίους θα μιλήσουμε στη συνέχεια. O έλεγχος των SS επί των πυραύλων V έγινε απόλυτος, ιδιαίτερα μετά την απόπειρα κατά του Χίτλερ, στην οποία φερόταν να εμπλέκεται και ο υπεύθυνος για τα οπλικά συστήματα του στρατού, στρατηγός Φρίντριχ Φρομ, ο οποίος ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή ο ανώτερος επικεφαλής του προγράμματος του V-2.

O έλεγχος των SS έγινε φανερός όταν ο φον Μπράουν συνελήφθη μαζί με δύο ακόμη επιστήμονες του προγράμματος, τους Ρίντλ και Γκότρουπ, κατ’ εντολή του ισχυρού άνδρα της οργάνωσης, του Χάινριχ Χίμλερ, στις 15 Μαρτίου του 1944. Οι τρεις άνδρες αφέθηκαν ελεύθεροι κατόπιν της επίμονης προσπάθειας του Αλμπερτ Σπέερ, που έπεισε τον Χίτλερ ότι συνεχίζουν να είναι πολύτιμοι για την πολεμική προσπάθεια. Στη συνέχεια, η ανάθεση της διοίκησης του προγράμματος στον αξιωματικό των SS, Κάμλερ, παρά τις διαμαρτυρίες του Σπέερ και, φυσικά, του Ντορνμπέργκερ και του φον Μπράουν, επισημοποίησε τον απόλυτο έλεγχο που ασκούσε πλέον η οργάνωση του Χίμλερ.


Οργανωτικά και επιχειρησιακά, οι V-2 εντάχθηκαν σε πυροβολαρχίες του Γερμανικού στρατού αλλά και των SS. Συγκεκριμένα, πυραύλους διέθεταν οι πυροβολαρχίες 191 Μηχανοκίνητη, 444, 485 και 836 της Wehrmacht, καθώς και η SS-Werfer Batterie 500. H παραγωγή των V-2 γινόταν κυρίως στις εγκαταστάσεις του Νορντχάουζεν, όπου επίσης κατασκευάζονταν άλλα προηγμένα οπλικά συστήματα του Γ' Ράιχ. Οι εγκαταστάσεις αυτές στεγάζονταν σε ένα κολοσσιαίο υπόγειο τούνελ, μήκους περίπου 32 χιλιομέτρων. Για τη δημιουργία του τούνελ εργάστηκαν μέχρι θανάτου περισσότεροι από 40.000 έγκλειστοι του κοντινού στρατοπέδου συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ.

Αν και το πρώτο δίμηνο μόλις 140 V-2 βγήκαν από τη γραμμή παραγωγής, τον Απρίλιο του 1944 φτιάχτηκαν 300 πύραυλοι και έως τον Αύγουστο η μηνιαία παραγωγή είχε ανέβει στους 600 το μήνα. Συνολικά, περίπου 6.000 V-2 εγκατέλειψαν τις γραμμές παραγωγής του Γ' Ράιχ για να τεθούν στη διάθεση των Γερμανικών πυροβολαρχιών που είχαν εξοπλιστεί με τους πυραύλους του φον Μπράουν, ωστόσο κάποιες πηγές υποστηρίζουν ότι ο αριθμός των V-2 που κατασκευάστηκαν ξεπέρασε τους 10.000.

Πάντως, ενάντια στην Αγγλία χρησιμοποιήθηκαν μόλις 1.120, εκ των οποίων οι 1.054 πέτυχαν τους στόχους τους, οι μισοί εξ αυτών στο Λονδίνο, όπου σκότωσαν περί τους 2.700 ανθρώπους και τραυμάτισαν 6.532, ενώ προκάλεσαν τεράστιες υλικές ζημιές. H επίδραση του V-2 στο ηθικό των Βρετανών ήταν ακόμη μεγαλύτερη απ’ ό,τι του V-1, όχι εξαιτίας της μεγαλύτερης ισχύος του, αλλά επειδή δεν υπήρχε καμία άμυνα ενάντια σε έναν βαλλιστικό πύραυλο. Από τη στιγμή που ακουγόταν ο ανατριχιαστικός ήχος του πυραύλου που επανερχόταν πυρωμένος στην ατμόσφαιρα σε ταχύτητα άνω των 2 Μαχ, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι έντρομοι Βρετανοί ήταν να βρουν κάλυψη και να προσεύχονται να μην πέσει κοντά τους.

Βεβαίως, ο αριθμός των πυραύλων που χρησιμοποιήθηκε ενάντια στη Βρετανία δεν ήταν τόσο μεγάλος ώστε να προκαλέσει σοβαρό προβληματισμό ή άλλες επιπτώσεις πέραν αυτής στο ηθικό των κατοίκων. Πέραν των πυραύλων που έπεσαν στην Αγγλία, ο V-2 χρησιμοποιήθηκε ακόμη περισσότερο ενάντια σε στόχους στην ηπειρωτική Ευρώπη. H Αντβερπ, η Λιέγη, οι Βρυξέλλες, το Λουξεμβούργο, ακόμη και το Παρίσι, δέχθηκαν έναν μεγάλο αριθμό πυραύλων, περίπου 1.675 από τις πυροβολαρχίες της Νότιας Ομάδας μόνο. H Αντβερπ δέχτηκε τη μερίδα του λέοντος και από τους V-2, όπως άλλωστε συνέβη και με τους V-1. 1.341 πύραυλοι εκτοξεύτηκαν ενάντια σε στόχους στην πόλη του Βελγίου.

TA ΦΙΛΟΔΟΞΑ ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ TO ΜΕΛΛΟΝ

Πριν ακόμη ο πρώτος A4 πετάξει επιτυχημένα, η ομάδα του φον Μπράουν είχε ξεκινήσει να δουλεύει πάνω σε εναλλακτικά σχέδια. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν οι πρώτοι πύραυλοι που εκτοξεύονταν από υποβρύχιο. Για την ακρίβεια, το σχέδιο Test-Stand XII είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός στεγανού διαμερίσματος που θα προσαρμοζόταν πίσω από ένα υποβρύχιο και το οποίο θα περιείχε έναν πύραυλο V-2 έτοιμο για εκτόξευση, τον οποίο θα εξαπέλυε ενάντια στο στόχο του εν πλω. Οι πρώτες δοκιμές ενός τέτοιου συστήματος ήταν ιδιαίτερα επιτυχείς και οι άνθρωποι των SS άρχισαν να ονειρεύονται τη μέρα που μία ''αγέλη'' υποβρυχίων εξοπλισμένων με V-2 θα προσέγγιζε τις αμερικανικές ακτές και θα ''έβρεχε φωτιά'' πάνω στη Νέα Υόρκη.

Ωστόσο, οι πρακτικές δυσκολίες που οδήγησαν στην ακύρωση του σχεδίου ήταν ανυπέρβλητες. Ο πύραυλος θα έπρεπε να είναι έτοιμος για εκτόξευση, δηλαδή, γεμάτος με -ιδιαίτερα εύφλεκτα και ευαίσθητα- καύσιμα καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και οι αναταράξεις στον Ατλαντικό καθιστούσαν ανεδαφική μία τέτοια προοπτική. Εθεωρείτο σίγουρο ότι σε περίπτωση έντονης θαλασσοταραχής, οι πύραυλοι θα τινάζονταν στον αέρα μαζί με τα υποβρύχια που τους μετέφεραν.

Ωστόσο, η μεταφορά του πολέμου στη χώρα του βασικού, μετά την Ε.Σ.Σ.Δ, αντιπάλου της Γερμανίας, τις Η.Π.Α, βρισκόταν στο μυαλό των Γερμανών ιθυνόντων, ακόμη και του ίδιου του φον Μπράουν, ο οποίος είχε ξεκινήσει ήδη από το 1943 να προετοιμάζει το διάδοχο του A4, ή για την ακρίβεια, πολλούς διαδόχους του A4. H πρώτη προσπάθεια ήταν μία νέα έκδοση του A4 με πρόσθετα φτερά, που θα του εξασφάλιζαν θεωρητικά μεγαλύτερη ακτίνα δράσης στα 435 χιλιόμετρα, αφού στα τελευταία στάδια της πτήσης του ο πύραυλος -με την κωδική ονομασία A4b- θα γλιστρούσε στον αέρα.

Οι υπολογισμοί αποδείχθηκαν λάθος, αφού τα φτερά ναι μεν επέτρεπαν στον πύραυλο να πλανάρει κατά τη φάση καθόδου, ωστόσο προσέθεταν στην αεροδυναμική αντίστασή του και επί της ουσίας κατέστρεφαν τη σταθερότητά του. Αυτό φάνηκε κατά τη διάρκεια των δύο δοκιμών στις οποίες τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά. Το επόμενο σχέδιο ήταν ο A6, που ήταν ένας A4 με εντελώς διαφορετικό καύσιμο, που θα είχε 20% περισσότερη ώση και ως εκ τούτου μεγαλύτερη ακτίνα δράσης. Το ζητούμενο της αύξησης του δραστικού βεληνεκούς ήταν παρόν και στη σχεδίαση του A7, που ήταν μία έκδοση του A5 με φτερά και ουσιαστικά ήταν απλώς η πλατφόρμα ανάπτυξης για την επόμενη γενιά των A9.

Μεσολαβούσε η γενιά των A8, που δεν ήταν παρά μία διαφοροποίηση του A4, ενώ το A9 ήταν ένας επανασχεδιασμός του A4. Και εδώ υπήρχαν φτερά, αλλά αυτά ξεκινούσαν από τον κώνο του πυραύλου και συνέχιζαν σε μία ομαλή καμπύλη μέχρι το πίσω μέρος του πυραύλου. Με τον τρόπο αυτό, είχε υπολογιστεί ότι θα προσέθεταν σημαντικά στα πτητικά χαρακτηριστικά του πυραύλου, ανεβάζοντας την ακτίνα δράσης στα 600 χιλιόμετρα, δίχως να δρουν αποσταθεροποιητικά όπως στην περίπτωση του A4b. Ωστόσο, το πραγματικά μεγαλεπήβολο σχέδιο του φον Μπράουν ήταν ο A10.

Τα πρώτα σχέδια για τον πρώτο διηπειρωτικό (ICBM) πύραυλο της ιστορίας ήταν έτοιμα ήδη από το 1941 και προβλεπόταν ότι θα ήταν ένας πύραυλος δύο σταδίων, δηλαδή, δύο πύραυλοι ο ένας πάνω στον άλλο. Στην πραγματικότητα, ο πύραυλος που θα έφθανε στο στόχο ήταν μία τροποποιημένη έκδοση του A9. Τα χαρακτηριστικά του νέου πυραύλου, τουλάχιστον στα χαρτιά, ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακά: μήκος 26 μέτρα, διάμετρος 4,2 μέτρα, βάρος κατά την εκτόξευση 94 τόνοι και μέγιστη ώση των μηχανών του 200 τόνοι. Συγκρινόμενος μαζί του, ο V-2 ήταν ένας νάνος από κάθε άποψη και αυτό είναι λογικό, καθώς η ηγεσία του προγράμματος σχεδίασε τον A10 / A9 ως την ''Amerika Rokete'', δηλαδή, τον πύραυλο που θα έφθανε στην Αμερική.


Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή της ιστορίας, ο A10 / A9 ουδέποτε προχώρησε πέραν του σχεδιαστηρίου, ωστόσο αυτή μοιάζει μάλλον απατηλή. Στην πραγματικότητα, μέσα στο 1944 και πριν από την απόβαση των Συμμάχων στη Γαλλία, οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να φτιάχνουν νέες εγκαταστάσεις στη Δυτική Γαλλία, σε σημείο όπου η θεωρητική ακτίνα δράσης των A10 / A9 θα τους επέτρεπε να στοχεύσουν στις μεγάλες πόλεις της ανατολικής ακτής των Η.Π.Α.

Οι εγκαταστάσεις αυτές διέθεταν σιλό και εξοπλισμό ικανά να χειριστούν πυραύλους με το διπλάσιο και πλέον μέγεθος του A4 - V-2 και την εποχή εκείνη θεωρείται μάλλον απίθανο -όταν η Γερμανία έδινε αγώνα με το χρόνο προσπαθώντας να κερδίσει το πλεονέκτημα πριν οι Σύμμαχοι εισβάλουν στην Ευρώπη- να δημιουργεί τεράστιες και πανάκριβες εγκαταστάσεις για πυραύλους που βρίσκονταν ακόμη στη φάση του σχεδιασμού. Πολλοί μελετητές θεωρούν ότι ο διηπειρωτικός πύραυλος της Γερμανίας δεν ήταν απλώς σχέδιο, αλλά είχε ξεκινήσει να δοκιμάζεται στην πράξη.

H απόκρυψη ενός τέτοιου όπλου από την Αμερικανική κοινή γνώμη, που θα πανικοβαλλόταν αν καταλάβαινε ότι οι Η.Π.Α δεν ήταν ασφαλείς στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, είναι απολύτως λογική, όπως και ότι η ύπαρξή του είναι δυνατό να κρατήθηκε μυστική για διαφορετικούς λόγους τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, όταν ο φον Μπράουν και το μεγαλύτερο μέρος της ομάδας του είχαν ήδη προσληφθεί από τις Η.Π.Α για να δημιουργήσουν το δικό της πυραυλικό πρόγραμμα.

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ V-2

Αναφερθήκαμε παραπάνω στα σχέδια που υπήρχαν ως προς την ανάπτυξη του V-2 και τη δημιουργία εγκαταστάσεων ικανών να τον φιλοξενήσουν. Αν και τελικώς προτιμήθηκε η λύση της εκτόξευσης κατά κύριο λόγο από κινητές μονάδες - πυροβολαρχίες, αρχικά οι Γερμανοί σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν μεγάλες εγκαταστάσεις που θα προσέφεραν εκτός από εξέδρες εκτόξευσης και πολλές ακόμη ευκολίες. Ωστόσο, παρότι οι κινητές πυροβολαρχίες ανέλαβαν το έργο της εκτόξευσης, υπήρχαν κι άλλες ανάγκες για τους V-2. Αντίθετα με τους ιδιαίτερα απλούς V-1, οι V-2 είχαν ανάγκη από ένα εξαιρετικά περίπλοκο δίκτυο υποστήριξης και αποθήκευσης, καθώς και επιτόπιας συντήρησης.

Εξάλλου, οι V-2 θεωρούνταν από την ηγεσία του Γ' Ράιχ μόνο το πρώτο στάδιο στην εξέλιξη των βαλλιστικών πυραύλων. Οι δοκιμές για τον πύραυλο που θα ήταν σε θέση να βομβαρδίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο και οι Γερμανοί, προνοητικοί καθώς ήταν, ήθελαν να δημιουργήσουν εγκαταστάσεις που θα ήταν δυνατό να χειριστούν και πυραύλους τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερους από τον V-2. Με τη δεδομένη ''αδυναμία'' της ηγεσίας του Γ' Ράιχ για τις γιγάντιες και μνημειώδεις κατασκευές, δεν είναι παράξενο που οι εγκαταστάσεις των V-2 που δημιουργήθηκαν ή ξεκίνησαν να κατασκευάζονται ήταν πραγματικά τεράστιες.

Οι εγκαταστάσεις που βρίσκονταν στο σχεδιασμό των Γερμανικών αρχών για χρήση με τους V-2, ήταν οι εξής:

  • Δύο εκτενή καταφύγια στο Πα ντε Καλαί, στο Βατέν και στο Βιζέρν και δύο ακόμη στη χερσόνησο του Χερβούργου, στο Σοτεβά και στο Μπρεκούρ. Αυτές οι εγκαταστάσεις ήταν τεράστιας κλίμακας, υπόγειες στο μεγαλύτερο μέρος τους, και διέθεταν εκτατεμένους χώρους αποθήκευσης, μεταφοράς και συντήρησης των πυραύλων, καθώς και πολλαπλές εξέδρες εκτόξευσης.
  • Συνολικά, 45 προετοιμασμένες θέσεις εκτόξευσης για τις κινητές πυροβολαρχίες που είχαν αναλάβει το έργο αυτό. Οι 39 από τις θέσεις βρίσκονταν μεταξύ του Καλαί και του Σομ, οι τέσσερις μεταξύ Σέιν και Χερβούργο, ενώ δύο ακόμη βρίσκονταν στη χερσόνησο του Χερβούργου. Βασικά, οι θέσεις αυτές περιελάμβαναν απλώς μία μεγάλη επιφάνεια στρωμένη με τσιμέντο και διάφορες δευτερεύουσες μικρής κλίμακας εγκαταστάσεις που προσέφεραν την αναγκαία υποδομή και τις απαραίτητες ευκολίες στις πυροβολαρχίες των V-2.
  • Μία σειρά από αποθήκες, που περιελάμβαναν επτά κύριους αποθηκευτικούς χώρους, όπου τοποθετούνταν οι V-2 μετά τη μεταφορά τους από τη Γερμανία, τέσσερις χώρους αποθήκευσης κοντά στα βασικά σημεία εκτόξευσης, καθώς και ακόμη έξι προσωρινές αποθήκες, όπου οι πύραυλοι έμεναν για λίγες ώρες ή μέρες, καθ’ οδόν προς τους χώρους μόνιμης αποθήκευσης ή εκτόξευσης.
  • Για την εξυπηρέτηση της τροφοδοσίας των πυραύλων με τα καύσιμά τους, δηλαδή, υγρό οξυγόνο και αλκοόλη, κατασκευάστηκαν μία σειρά από εγκαταστάσεις. Οι κυριότερες εξ αυτών ήταν δύο μεγάλες δεξαμενές αποθήκευσης υγρού οξυγόνου, η μία στο Ρινξέν του Καλαί και η άλλη στο Σεν Μάρκ ντ’Ουιλί στη Νορμανδία, καθώς και μία για αποθήκη αλκοόλης στο Τουρκουάνγκ στο Καλαί.

Οι εγκαταστάσεις αυτές σχεδιάστηκαν ως ένα περίπλοκο δίκτυο, το οποίο θα είχε μεγάλο βαθμό αυτονομίας και θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το μεγάλο αριθμό εκτοξεύσεων V-2 που οραματίζονταν οι Γερμανοί ιθύνοντες. Στην κατασκευή τους είχε αναμειχθεί, εκτός των άλλων, και ο Οργανισμός Τοντ και οι Γερμανοί ξεκίνησαν να τις σχεδιάζουν σε μία εποχή που η Luftwaffe διέθετε την αεροπορική υπεροχή πάνω από την ηπειρωτική Ευρώπη. Ωστόσο, τον καιρό που ξεκίνησε η κατασκευή τους, στις αρχές του 1943, αυτή η υπεροχή είχε πλέον εξανεμιστεί, χάρη κυρίως στη συμβολή της Αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας που μαζί με τη RAF αποτελούσαν έναν αντίπαλο που δεν ήταν δυνατό να αντιμετωπιστεί από τους Γερμανούς αεροπόρους.

Φυσικά, έπαιξε ρόλο και η διάθεση τεράστιων πόρων και στον τομέα της αεροπορίας στο ανατολικό μέτωπο την ίδια περίοδο. Με αυτά τα δεδομένα, οι Γερμανοί δοκίμασαν μία ιδιαίτερα δυσάρεστη έκπληξη τον Αύγουστο του 1943, όταν οι Σύμμαχοι βομβάρδισαν για πρώτη φορά το Πεενεμούντε, το κέντρο έρευνας, ανάπτυξης και συναρμολόγησης των V-2, και δύο βδομάδες μετά, την πλέον φιλόδοξη από τις νέες υπόγειες εγκαταστάσεις, το Βατέν. Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή.


Για τους επόμενους 10 μήνες, τα συμμαχικά βομβαρδιστικά, εξοπλισμένα με βόμβες που μπορούσαν να διαπεράσουν μεγάλο πάχος τσιμέντου ή πέτρας και να εκραγούν, όχι κατά την πρόσκρουση, αλλά μετά την ολοκλήρωση της διείσδυσης, βομβάρδιζαν ανελέητα όλες τις εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας που δημιουργούσαν οι Γερμανοί στη Γαλλία. Παρότι τα κύρια κτήρια δεν υπέστησαν σημαντικές ζημιές, οι εγκαταστάσεις δεν ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν, γιατί οι βομβαρδισμοί είχαν διαλύσει το σύνολο της απαραίτητης υποδομής και όλα τα βοηθητικά κτήρια.

Και σε αυτή την περίπτωση, τα SS και ο στρατηγός Κάμλερ αναμείχθηκαν ενεργά από τα μέσα του 1943 στη διαχείριση των εγκαταστάσεων των V-2. Καθώς η αδυναμία προφύλαξης και απόκρυψης των μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεων ήταν πλέον δεδομένες, επιλέχθηκε η πλήρης αποκέντρωση της υποδομής που θα χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά, διαχείριση και εκτόξευση των V-2. H νέα οργάνωση περιλάμβανε μία σειρά από προστατευμένες θέσεις που είχαν συγκεκριμένους ρόλους (αποθήκευση πυραύλων, έδρα των πυροβολαρχιών, προετοιμασμένη θέση εκτόξευσης, αποθήκευση καυσίμων κλπ.).

Με τον τρόπο αυτό, αλλά και με την κινητικότητα των πυροβολαρχιών όπως είχαν πλέον οργανωθεί, εξασφαλιζόταν ότι κανένα χτύπημα της συμμαχικής αεροπορίας δεν θα ήταν μοιραίο για την ανάπτυξη των V-2 και κανένα μεμονωμένο χτύπημα δεν θα είχε τη δυνατότητα να αχρηστεύσει τη σχετική Γερμανική υποδομή. Ακόμη και οι ελάχιστες εγκαταστάσεις που είχαν σχεδιαστεί ως πλήρη κέντρα διαχείρισης και εκτόξευσης V- 2, μετατράπηκαν υπό το φως των νέων ρυθμίσεων και υπό την απειλή των βομβαρδισμών σε εγκαταστάσεις φιλοξενίας και εξυπηρέτησης των κινητών πυροβολαρχιών εκτόξευσης.

Αυτές οι πυροβολαρχίες ήταν στο σύνολό τους μηχανοκίνητες, διαθέτοντας οχήματα για τη διαχείριση και μεταφορά των πυραύλων, των κεφαλών και των καυσίμων τους, καθώς και του προσωπικού που ήταν απαραίτητο για να λειτουργήσει η πυροβολαρχία. Πάντως, είναι χαρακτηριστικό ότι από τις κύριες εγκαταστάσεις που σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν οι Γερμανοί για τους V-2, μόνο δύο παρέμειναν άθικτες από τις βόμβες των Συμμάχων πριν αναγκαστούν οι Γερμανοί να αποχωρήσουν από τη Γαλλία.

Μία ενδιαφέρουσα παράμετρος του προγράμματος δημιουργίας εγκαταστάσεων για τους βαλλιστικούς πυραύλους του Γ' Ράιχ ήταν η δημιουργία κέντρων ικανών να διαχειριστούν τους κολοσσιαίους A9 / A10, τους πρώτους διηπειρωτικούς πυραύλους που θα χρησιμοποιούνταν ενάντια στις πυκνοκατοικημένες πόλεις της ανατολικής ακτής των Η.Π.Α. O A9 / A10 βεβαίως ουδέποτε κατέστη επιχειρησιακός, ωστόσο οι Γερμανοί είχαν ξεκινήσει να δημιουργούν την αναγκαία υποδομή για τη χρησιμοποίησή του. Οπως είδαμε ήδη, η αρχική πρόθεση ήταν να φτιάξουν τις κεντρικές εγκαταστάσεις για τους V-2, με τρόπο ώστε να εξυπηρετούν πολύ μεγαλύτερους πυραύλους.

Ωστόσο οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί κατέστησαν αυτές τις εγκαταστάσεις μη λειτουργικές. Για το λόγο αυτό, οι Γερμανοί προχώρησαν στη διαμόρφωση δύο άλλων εγκαταστάσεων, που δεν είχαν εντοπιστεί αρχικά από τους Συμμάχους, στο Οτ Μενσίλ νότια της Καν και στο Λα Μοφ, αμφότερες στη Νορμανδία, για να φιλοξενήσουν τους γιγάντιους πυραύλους. Βεβαίως, το τέλος του πολέμου βρήκε αυτό τον πύραυλο να μην έχει δοκιμαστεί επαρκώς ώστε να χρησιμοποιηθεί στην πράξη ενάντια στους Αμερικανούς και τις εγκαταστάσεις να πέφτουν στα χέρια των Συμμάχων.

ΒΙΝΤΕΟ 

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ Γ' ΡΑΙΧ

https://www.youtube.com/watch?v=FoS3u__jItk


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου