10 Σεπ 2015

ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (ΜΕΡΟΣ Γ')


Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ (1974 - 1981)

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ 

Εισαγωγή

H πολιτική σταδιοδρομία του Κωνσταντίνου Καραμανλή καλύπτει το ήμισυ του εικοστού αιώνα, που αποτελεί ρεκόρ για τα Ελληνικά και τα δυτικοδημοκρατικά χρονικά. Εξελέγη 12 φορές βουλευτής. Διετέλεσε επί 8 σχεδόν χρόνια υπουργός σε πέντε υπουργεία. Πρωθυπουργός από το 1955 έως το 1963 και από το 1974 έως το 1980. Σχημάτισε κατόπιν λαϊκής ετυμηγορίας, έξι μονοκομματικές κυβερνήσεις και προήδρευσε κυβερνήσεως εθνικής ενότητος ευθύς μετά την κατάρρευση της δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974. Κατά την πρώτη του διακυβέρνηση της χώρας, ηγήθηκε τεσσάρων κυβερνήσεων σε 8 χρόνια (1955 - 1963) και κατά την περίοδο της δεύτερης πρωθυπουργίας του ηγήθηκε δύο κυβερνήσεων μέσα σε 6 χρόνια (1974 - 1980)...


Tο 1980 εξελέγη για πρώτη φορά Πρόεδρος Δημοκρατίας και επανεξελέγη στο ανώτατο αξίωμα της Ελληνικής Πολιτείας το 1990. Κανένας άλλος Έλληνας πολιτικός δεν άσκησε την πρωθυπουργία για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα (14 χρόνια) από συστάσεως του Ελληνικού κράτους. Όπως επίσης κανένας Ευρωπαίος πολιτικός δεν άσκησε τόσο μακρόχρονη θητεία στην πρωθυπουργία απ το 1945 και εντεύθεν. O Kωνσταντίνος Kαραμανλής στα χρόνια της πρώτης οκταετίας του, λατρεύτηκε φανατικά από τους οπαδούς του κι έγινε στόχος σκληρής πολεμικής από τους αντιπάλους του.

O ίδιος από κάποια στιγμή και μετά είχε να παλέψει κατά της αντιπολιτεύσεως αλλά και κατά των Ανακτόρων που δεν έβλεπαν με καλό μάτι την αίγλη που είχε αποκτήσει τόσο στο λαό, όσο και μέσα στις Ένοπλες Δυνάμεις, τις οποίες οι Βασιλείς θεωρούσαν ως «ιδιοκτησία των». Mε αίσθημα ευθύνης προτίμησε να αποχωρήσει της πολιτικής παρά να προκληθεί νέος εθνικός διχασμός με απρόβλεπτες συνέπειες. Xρειάσθηκε να παραμείνει πολλά χρόνια αυτοεξόριστος, να γνωρίσει ο τόπος συμφορές για να συνειδοποιήσουν φίλοι και αντίπαλοι, ότι μόνον εκείνος μπορούσε να βγάλει τη χώρα από τα τραγικά αδιέξοδα.

Έτσι, σιγά-σιγά, οι παλαιοί του αντίπαλοι άρχισαν να παραδέχονται ότι για πολλά πράγματα στο παρελθόν τον είχαν παρεξηγήσει παρασυρόμενοι από τις κομματικές παρωπίδες.

Φιλελευθερισμός και Κοινωνική Δικαιοσύνη

Ο ρόλος της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής στη σταθεροποίηση της Δημοκρατίας ήταν αναπόφευκτα κρίσιμος, καθώς η πρώτη μεταπολιτευτική περίοδος χαρακτηρίστηκε από ιδεολογική ρευστότητα και συγκερασμό έντονων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών αιτημάτων εν μέσω κρίσιμων εθνικών συγκυριών (Κυπριακό, Τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο, έξοδος της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α.Τ.Ο). Στην Ελλάδα της δεκαετίας του '70, η διεθνής τάση ριζοσπαστικοποίησης των πολιτών έλαβε εντονότερη μορφή, ως αντίδραση στη δικτατορία.

Οι προσδοκίες αυτών των στρωμάτων δεν είχαν να κάνουν με επιδείνωση των όρων διαβίωσής τους, αλλά έρχονταν ως συνέπεια ενός ευρύτερου μετασχηματισμού, καθώς η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός της προδικτατορικής περιόδου είχαν αλλάξει ριζικά την εικόνα της χώρας. Αστικοποίηση, κοινωνική κινητικότητα, βιομηχανική ανάπτυξη, διεύρυνση του δημόσιου τομέα, νέα καταναλωτικά πρότυπα, ανακατανομή πληθυσμού και απασχόλησης ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του κοινωνικού μετασχηματισμού, σε μια περίοδο που ο μέσος όρος ανάπτυξης κατά την περίοδο 1958 - 1973 ήταν διπλάσιος του μέσου όρου των κρατών - μελών του ΟΟΣΑ και υπολειπόταν μόνον εκείνου της Ιαπωνίας.

Στο πλαίσιο αυτό, η άσκηση οικονομικής πολιτικής και η μέριμνα για τις ασθενείς κοινωνικές τάξεις αποτέλεσαν βασική προϋπόθεση για την ταχεία οικοδόμηση του δημοκρατικού καθεστώτος. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πρέσβευε ότι η σύγχρονη Δημοκρατία οφείλει να στηρίζεται στην πολιτική ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, που σημαίνει ότι το κράτος εξασφαλίζει στο σύνολο των πολιτών του αποδεκτές συνθήκες διαβίωσης και τη δυνατότητα ίσων ευκαιριών.

Μάλιστα, το πρόβλημα της προόδου στον τομέα της κοινωνικής δικαιοσύνης ήταν πιο σύνθετο από εκείνο της αποκατάστασης των πολιτικών ελευθεριών, καθώς απαιτούσε την επίτευξη ενός ικανοποιητικού βαθμού οικονομικής ανάπτυξης και μακρά περίοδο πολιτικής και κοινωνικής ηρεμίας. Γι’ αυτό, ο Καραμανλής διακήρυξε εξ αρχής ότι «Η οικονομική ανάπτυξις δεν αποτελεί αυτοσκοπόν. Αποτελεί προϋπόθεσιν και μέσον της κοινωνικής προόδου. Και δεν είναι δυνατόν να υπάρξη καλή οικονομική πολιτική, αν δεν συνδυάζεται με την προσπάθεια της πραγματοποιήσεως του ιδανικού της κοινωνικής δικαιοσύνης».

Ήταν, όμως, το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη απλά μία πολιτική - οικονομική αναγκαιότητα της Μεταπολίτευσης, στην οποία η νέα κυβέρνηση όφειλε να ανταποκριθεί ή στηριζόταν και σε ιδεολογικές βάσεις και παγιωμένες πεποιθήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή; Ήδη από τη θητεία του ως υπουργού Κοινωνικής Πρόνοιας, από τον Νοέμβριο του 1948 έως τον Ιανουάριο του 1950, αλλά, κυρίως, από την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του (1955 - 1963), διαφάνηκε έντονα το ενδιαφέρον του για την αποκατάσταση του δικαίου και την υπερκέραση των μετακατοχικών και κυρίως μετεμφυλιακών δυσχερειών.

Η πολιτική του, εστιασμένη στην οικονομική ανόρθωση της χώρας, χαρακτηρίζεται από πραγματισμό και δραστικές επιλογές. Ξεχωριστής σημασίας ήταν η μέριμνά του για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στην ύπαιθρο και τη νοσοκομειακή, ιατροφαρμακευτική και ασφαλιστική κάλυψη των αγροτών. Η ίδρυση του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α) και η παροχή των πρώτων συντάξεων το 1962 αποτέλεσαν το επιστέγασμα της μέριμνας για την αγροτική τάξη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραμελήθηκαν, στο μέτρο των δυνατοτήτων της οικονομίας, και οι αστικοί πληθυσμοί.

Η πολιτική αυτή συμφωνούσε απόλυτα με τις αρχές και τους σκοπούς που ο ίδιος εξήγγειλε κατά την ίδρυση της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης, στις 4 Ιανουαρίου 1956. Τότε, μεταξύ άλλων, ο Καραμανλής ανέφερε ότι «Η αύξησις του εθνικού μας εισοδήματος, η ανακούφισις των λαϊκών τάξεων διά της επιβολής κοινωνικής δικαιοσύνης, η αναγκαία ηθική εξυγίανσις και τόσα άλλα αποτελούν συνάρτησιν του πρωταρχικού τούτου προβλήματος, του πολιτικού». Και τόνισε ότι η νέα πολιτική δύναμη ήταν ικανή και αποφασισμένη να πραγματοποιήσει την ειρηνική εκείνη επανάσταση, η οποία θα διέλυε την πικρία και την απογοήτευση που είχε συσσωρευτεί στην ψυχή του λαού, ικανή να δημιουργήσει το κλίμα της «αληθούς Δημοκρατίας».


Δύο έννοιες κάνουν αίσθηση στη διακήρυξη αυτή: η κοινωνική δικαιοσύνη και η πολιτική - ειρηνική επανάσταση. Η πρώτη συνιστούσε αναπόσπαστη πτυχή της δεύτερης, της πολιτικής επανάστασης που από χρόνια επιζητούσε ο λαός. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο στόχος του διπλασιασμού του εθνικού εισοδήματος και της αναμόρφωσης της οικονομίας εντός μίας δεκαετίας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με την επιδίωξη για δίκαιη κατανομή του αυξημένου αυτού εισοδήματος, με την επιβολή της κοινωνικής δικαιοσύνης. «Υπάρχουν εις την χώραν μας νησίδες ευνοουμένων ατόμων και τάξεων. Αι νησίδαι αυταί θα καταργηθούν. Διότι η αδικία, περισσότερον από την φτώχειαν, οδηγεί τον Ελληνα εις την επανάστασιν».

Γενικότερα, ο Καραμανλής θεωρούσε ως βασική αρχή της κοινωνικής πολιτικής τη δικαιότερη διανομή του εθνικού εισοδήματος «τόσον διά της μεγαλυτέρας δυνατής συμμετοχής εις αυτό της εργασίας, όσον και διά της πραγματοποιήσεως των μεγαλυτέρων δυνατών μεταβιβάσεων εισοδήματος υπέρ των οικονομικώς ασθενεστέρων». Στο πλαίσιο αυτό, οι ειδικότερες επιδιώξεις της κυβερνητικής πολιτικής στον κοινωνικό τομέα ήταν η αύξηση της απασχόλησης, η ορθολογικότερη χρησιμοποίηση των διατιθέμενων για κοινωνικούς σκοπούς κεφαλαίων, η καλύτερη οργάνωση της κοινωνικής ασφάλισης και η ριζική εξέταση του προβλήματος της λαϊκής στέγης.

Οι κυβερνήσεις της Ε.Ρ.Ε ουσιαστικά υιοθέτησαν τη διεθνή τάση για τη «νέα συναίνεση». Ιδιαίτερα εμφανείς ήταν οι επιρροές της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς που εφαρμόστηκε στη Δυτική Γερμανία των Konrad Adenauer και Ludwig Wilhelm Erhard, με το θεωρητικό της υπόβαθρο να ανάγεται σε θεωρητικούς του Μεσοπολέμου, όπως ο Alexander Rüstow, που έκαναν λόγο για την ανάγκη ενός κοινωνικού φιλελευθερισμού.

Με τον όρο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, θέλησαν στη Δ. Γερμανία των δεκαετιών του 1950 και του 1960 να επισημάνουν ότι η οικονομία οφείλει να υπηρετεί την κοινωνία και το κράτος να δημιουργεί ένα κατάλληλο θεσμικό περιβάλλον που ενθαρρύνει τον υγιή ανταγωνισμό, αποτρέποντας την εμφάνιση ακραίων οικονομικών ανισορροπιών και ηθικά απαράδεκτων κοινωνικών ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος απέχει από την καθοδήγηση ή την παρέμβαση στις καθημερινές οικονομικές πρακτικές, όπως συμβαίνει σε μία κεντρικά σχεδιαζόμενη οικονομία.

Παρέχει, ωστόσο, με τη θεσμική του παρουσία τα εχέγγυα για την άσκηση μίας κοινωνικής πολιτικής, που ενθαρρύνει τη διασπορά της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου, διανοίγοντας τη δυνατότητα της ευημερίας σε όλους τους πολίτες. Βασικός δέκτης αυτών των επιρροών υπήρξε ο Παναγής Παπαληγούρας, ο οποίος διαδραμάτισε κομβικό ρόλο και στις δύο περιόδους διακυβέρνησης του Καραμανλή. Ο Παπαληγούρας ήταν θιασώτης του ρεαλιστικού φιλελευθερισμού, μίας οριοθετημένης και σταθερής κατά την άσκησή της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία με στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, την καταπολέμηση των μονοπωλιακών φαινομένων και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.

Υπ’ αυτές τις αντιλήψεις, οι κυβερνήσεις Καραμανλή υιοθέτησαν την πολιτική του κρατικού παρεμβατισμού εμπλουτισμένου με νέους θεσμούς, που στόχευαν στην ανάπτυξη, με το κράτος να αναλαμβάνει ρόλο - κλειδί στην αναπτυξιακή διαδικασία, συμπληρώνοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το κράτος επωμιζόταν την ευθύνη για τη δικαιότερη συμμετοχή όλων των κατηγοριών του πληθυσμού στο εθνικό εισόδημα. Σεβόμενο το καθεστώς των ατομικών δικαιωμάτων και πρωτοβουλιών στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς, αναλάμβανε να εναρμονίσει τα συμφέροντα και τις τάσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων.

Αυτή η αποστολή του σύγχρονου κράτους, να υποβοηθά την κοινωνική ευημερία και τη δικαιότερη διανομή του εθνικού εισοδήματος μέσω της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής, συνιστούσε, κατά τον Καραμανλή, κατάκτηση της Δημοκρατίας. Ωστόσο, η ικανοποίηση των κοινωνικών αιτημάτων δεν μπορούσε να γίνει εις βάρος της οικονομικής ανάπτυξης, παρά μόνο εφόσον το επέτρεπε η αύξηση του εθνικού εισοδήματος. Γι’ αυτό και τα περιθώρια άσκησης κοινωνικής πολιτικής κατά την πρώτη αυτή περίοδο ήταν εκ των πραγμάτων περιορισμένα. Η κρίση του 1963, η επταετής δικτατορία και, συνολικά, η ενδεκαετής παραμονή του στο Παρίσι ωρίμασαν πολιτικά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Η επιστροφή του στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1974 του παρείχε την ευκαιρία να υλοποιήσει την αληθή Δημοκρατία που οραματιζόταν, καθώς και την εφαρμογή ενός Συντάγματος προσαρμοσμένου στις ειδικές συνθήκες της ελληνικής Πολιτείας. Όπως σημείωνε στη βαρυσήμαντη επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο Τσάτσο στις 10 Μαΐου 1966, το Σύνταγμα αυτό όφειλε «Να διευκολύνη την σταδιακήν πραγματοποίησιν της κοινωνικής Δημοκρατίας, που αποτελεί το ιδανικόν της εποχής μας. Γιατί εις τον τόπον μας πολλοί ομιλούν περί κοινωνικής Δημοκρατίας, ελάχιστοι όμως αντιλαμβάνονται ότι η μετάβασις εις αυτήν προϋποθέτει ηυξημένον εθνικόν εισόδημα και προπαντός κράτος ισχυρόν και ικανόν να την επιβάλη προς πάσαν κατεύθυνσιν».

Πράγματι, στις δηλώσεις του για την ίδρυση του νέου του κόμματος στις 29 Σεπτεμβρίου 1974, ο Καραμανλής ανέφερε ότι η Νέα Δημοκρατία ήταν η πολιτική παράταξη που ταύτιζε την πολιτική ελευθερία με την έννομη τάξη και την κοινωνική δικαιοσύνη. Το κόμμα του πίστευε στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, όμως αυτή δεν μπορούσε να αποκλείσει τη διεύρυνση του οικονομικού τομέα που ήλεγχε το κράτος. Στο πλαίσιο αυτό, «η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν ημπορεί να βρη την δικαίωσίν της χωρίς παράλληλη συμμετοχή των ευρυτέρων λαϊκών τάξεων στην κατανομή του εθνικού προϊόντος.

Κάθε πολίτης της χώρας αυτής πρέπει να γίνη εργάτης μαζί και νομεύς της οικονομικής ευημερίας και να αισθάνεται ότι είναι ήσυχος για το μέλλον του και για το μέλλον των παιδιών του». Ήταν φανερό πως η φιλοσοφία του δεν διέφερε από εκείνη που είχε διαμορφωθεί πριν από 20 χρόνια και αποτελούσε τον πυρήνα μίας «συναίνεσης» στην οικονομική πολιτική. Για να την εκφράσει, ο Καραμανλής χρησιμοποίησε τον όρο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός», ο οποίος υποδήλωνε τη συνέχεια στην πολιτική του ιστορία, αφού η έννοια του ριζοσπαστισμού ενυπήρχε και στο πρώτο του κόμμα, την Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση.


Είναι πραγματικά αξιομνημόνευτο το γεγονός ότι ένας άνθρωπος που απεχθανόταν τις ετικέτες στην πολιτική (Δεξιά - Κέντρο - Αριστερά) και απέφευγε τους δογματικούς χαρακτηρισμούς και τους κάθε λογής - ισχυρισμούς αυτοχαρακτηρίστηκε ως φιλελεύθερος ριζοσπάστης και χρησιμοποίησε τον όρο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» για πρώτη φορά στο Πρώτο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας στις 5 Μαΐου 1979, με σκοπό να εκφράσει τον ιδεολογικό προσανατολισμό που επιθυμούσε να προσδώσει στο κόμμα του:

«Την θέσιν των κομμάτων στην πολιτική ζωή μιας χώρας δεν την καθορίζουν οι αντίπαλοί τους. Την προσδιορίζουν οι αρχές τους, οι πράξεις τους και η σύνθεσή τους. Και με τα κριτήρια αυτά, η Νέα Δημοκρατία θα μπορούσε να χαρακτηρισθή σαν ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός, που ευρίσκεται μεταξύ του παραδοσιακού φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμού».

Μένοντας πιστός στις έννοιες της πολιτικής ελευθερίας, της τάξης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, ως αρχές απαραίτητες για την ύπαρξη της Δημοκρατίας, ο Καραμανλής με τη διακήρυξή του αυτή απέδειξε ότι προσέδιδε προτεραιότητα στην πολιτική έναντι της οικονομικής έννοιας του φιλελευθερισμού. Όπως άλλωστε είχε επισημάνει στις προγραμματικές του δηλώσεις στις 11 Δεκεμβρίου 1974, «η σύγχρονη ελευθέρα οικονομία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τη λεγομένη ''φιλελεύθερη'' οικονομική πολιτική των ιστορικά ξεπερασμένων συστημάτων που ίσχυσαν μέχρι και των αρχών του αιώνος. Αυτό σημαίνει ότι θα ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα κατά των μονοπωλίων και ολιγοπωλίων που νοθεύουν το οικονομικό καθεστώς και υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή της χώρας».

Βασικός του στόχος ήταν η επίτευξη ενός ιδανικού συνδυασμού: προστασία της ελευθερίας και αποφυγή μετατροπής της σε ασυδοσία, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Διότι πίστευε ότι «η ασυδοσία στον ελεύθερο συναγωνισμό κλονίζει τις βάσεις όχι μόνο της οικονομικής, αλλά και της κοινωνικής ζωής μίας χώρας», ενώ, όσον αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο, αυτός «Δεν γίνεται ευτυχέστερος με τη συνεχή συσσώρευση υλικών αγαθών. Αντίθετα, ο υλικός ευδαιμονισμός, από τη φύση του ακόρεστος, είναι ένα από τα νοσηρά συμπτώματα της εποχής μας και αιτία της πολύμορφης κρίσεως που επικρατεί κυρίως στις ανεπτυγμένες χώρες. Και αν δεν αντισταθμισθή από άλλες υψηλότερες πνευματικές επιδιώξεις, οι σύγχρονες κοινωνίες θα καταστήσουν αγχώδη τη ζωή τους.

Γιατί η ευτυχία του ανθρώπου εξαρτάται περισσότερο από την ποιότητα της ζωής του, παρά από τον πλούτο που διαθέτει. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να χαλαρωθή η προσπάθεια για την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου του λαού μας και ιδίως των ασθενεστέρων τάξεων. Θα πρέπει όμως η προσπάθεια αυτή να μην παραμελή και το ποιοτικό στοιχείο». Ο μετριασμός του οικονομικού φιλελευθερισμού υπήρξε πάντα στη σκέψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή συνυφασμένος με το σταθεροποιητικό ρόλο της κοινωνικής δικαιοσύνης εντός μίας ευνομούμενης Δημοκρατίας.

Ακριβώς στο πλαίσιο αυτό, και για να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο η Δημοκρατία, διατύπωσε τις βασικές αρχές του σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη: ισότητα όλων όχι μόνο απέναντι στο νόμο, αλλά και μπροστά στις ευκαιρίες που διανοίγουν ο πολιτικός, ο οικονομικός και ο κοινωνικός βίος. Συμμετοχή κάθε πολίτη στην κατανομή του εθνικού προϊόντος κατά το μέτρο της συμβολής του στη δημιουργία του. Εργασιακή εξασφάλιση και δίκαιη αμοιβή. Απαλλαγή από την αβεβαιότητα για το μέλλον. Πλήρης ασφάλιση για το μέλλον του ιδίου και των παιδιών του.

Οι ιδεολογικές αυτές αρχές κατοχυρώθηκαν με τη συμπερίληψή τους στο Σύνταγμα, το οποίο, προσαρμοσμένο στις ειδικές συνθήκες της χώρας, όπως ήταν η επιδίωξη του Καραμανλή ήδη από την πρόταση της Συνταγματικής Αναθεώρησης του 1963, θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την οικοδόμηση ενός σύγχρονου δημοκρατικού καθεστώτος με βασική του συνισταμένη την κοινωνική δικαιοσύνη. Έτσι, στο άρθρο 21 του Συντάγματος του Ιουνίου 1975 κατοχυρώθηκε θεσμικά η κρατική προστασία σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και θεσμούς, όπως η οικογένεια, ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία.

Ακόμα, προβλέφθηκαν η μέριμνα για την υγεία των πολιτών, η λήψη ειδικών μέτρων για την προστασία των νέων, των ηλικιωμένων, των αναπήρων, την περίθαλψη των απόρων και τη φροντίδα για την απόκτηση στέγης από τους στερούμενους αυτής ή τους ανεπαρκώς στεγαζόμενους. Παράλληλα, στο άρθρο 22 διασφαλιζόταν το δικαίωμα στην εργασία και την κοινωνική ασφάλιση. Οι διατάξεις αυτές συνετέλεσαν στην κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων και κατ’ επέκταση του κοινωνικού κράτους, ως εμβάθυνση τόσο της αρχής της κοινωνικής δικαιοσύνης όσο και της δημοκρατικής αρχής.

Κατά συνέπεια, ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός εξέφραζε την ανάγκη διατύπωσης και εφαρμογής ενός πολιτικού φιλελευθερισμού που συνδυαζόταν με έναν αναπτυξιακό και κοινωνικό καπιταλισμό, με το κράτος να διαδραματίζει κρίσιμο ρυθμιστικό ρόλο, αποβλέποντας στην καλύτερη και δικαιότερη λειτουργία της οικονομίας.

Η ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Πόσο εφικτή, όμως, ήταν η πραγμάτωση των ιδεολογικών και των προγραμματικών εξαγγελιών του, καθώς και των συνταγματικών δεσμεύσεων, υπό συνθήκες οικονομικής δυσχέρειας, εξαιτίας της ενδογενούς αλλά και διεθνούς κρίσης, καθώς και της ανάγκης για υψηλές αμυντικές δαπάνες, μετά την εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας στην Κύπρο και το Αιγαίο; Με την επάνοδό του στην Ελλάδα, ο Καραμανλής επεδίωξε τη θεμελίωση της Δημοκρατίας σε στέρεες βάσεις και την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, δύο στόχους αλληλένδετους, καθώς χωρίς την επίτευξη της πρώτης δεν θα ήταν δυνατή η προώθηση της δεύτερης.


Το θεμέλιο, όμως, για την υλοποίηση αυτών των στόχων ήταν η σταθεροποίηση και, εν συνεχεία, η πρόοδος της οικονομίας. Η οικονομική συγκυρία τον Ιούλιο του 1974 ήταν πραγματικά τραγική εξαιτίας των επιλογών της χούντας, που είχαν προκαλέσει τη διολίσθηση της δραχμής έναντι των άλλων Ευρωπαϊκών νομισμάτων και την ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων. Η εκδήλωση της πετρελαϊκής κρίσης το 1973 και οι ραγδαίες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις επιβράδυναν την οικονομική δραστηριότητα και συνέβαλαν στην εκτίναξη του πληθωρισμού στο 26,9 %, στην εκτόξευση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στα 1.145 εκατ. δολάρια, στην πτώση της παραγωγής και στην άνοδο του δημοσίου χρέους.

Φαινόμενα που έπληξαν τότε, περισσότερο ή λιγότερο, τη διεθνή οικονομία, αλλά που στην Ελλάδα αναδείχθηκαν περισσότερο εξαιτίας των διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας. Υπ’ αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, η αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών έπρεπε να συμβαδίσει με τη λήψη μίας σειράς μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων, που θα καθιστούσαν δυνατή την επιστροφή στην ανάπτυξη και, ταυτόχρονα, θα αποκαθιστούσαν τη νομισματική σταθερότητα και τη δημοσιονομική ισορροπία, προσδίδοντας στον πολίτη την αίσθηση της οικονομικής ασφάλειας. Η σοβαρότερη δυσκολία που αντιμετώπισε η κυβέρνηση ήταν η ανάγκη σοβαρής ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας της χώρας.

Σύμφωνα με τον υπουργό Συντονισμού Παναγή Παπαληγούρα, οι τρεις στόχοι της νομισματικής σταθερότητας, της ανάπτυξης και της αμυντικής ικανότητας της χώρας ήταν «κατά ζεύγη αντιφατικοί». Πράγματι, οι δαπάνες για την άμυνα εκτοξεύθηκαν εξαιτίας των δυσμενών εξελίξεων στα εθνικά θέματα: από 31,8 δισ. δραχμές το 1974 σε 100,5 δισ. το 1980, αυξήθηκαν δηλαδή κατά 216 %. Ειδικά οι δαπάνες για εξοπλισμούς και κατασκευές ανήλθαν στα 47,2 δισ. από 13,8. Αυτό σημαίνει ότι αυξήθηκαν στο 7,7% του Α.Ε.Π από 3,9 % που ήταν το 1973. Ωστόσο, και υπό συνθήκες σοβαρής συναλλαγματικής στενότητας, που περιόριζε τις δυνατότητες για ταχεία αύξηση του εθνικού προϊόντος και των πραγματικών εισοδημάτων, εγκαινιάστηκε μία πιο χαλαρή σε σύγκριση με το παρελθόν μακροοικονομική πολιτική.

Εξάλλου, τα περιθώρια για την άσκηση μίας επεκτατικής δημοσιονομικής, πιστωτικής και νομισματικής πολιτικής ήταν ευρύτερα, καθώς το δημόσιο χρέος κυμαινόταν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Στην κυβέρνηση γνώριζαν ασφαλώς ότι μία πολιτική αύξησης και αναδιανομής του εισοδήματος σε περίοδο ύφεσης θα μείωνε τη δυνατότητα συμπίεσης του πληθωρισμού. Όμως, η επιθυμία για κοινωνική γαλήνη εν μέσω πολιτικής αβεβαιότητας και εθνικής κρίσης και η προοπτική βελτίωσης του κλίματος με την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών και ομαλοποίησης της αγοράς έπεισαν τον Καραμανλή να θέσει ως πρώτιστη προτεραιότητα την αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και των συνταξιούχων.

Αποβλέποντας με αυτήν την κίνηση στην αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας. Έτσι, εφαρμόστηκε μία πολιτική προσηλωμένη στη μικτή οικονομία και την Κεϋνσιανού τύπου ανάπτυξη, που έδινε έμφαση στον παρεμβατικό ρόλο του κράτους και στη διαμόρφωση ενός κλίματος κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, πολιτική ευρύτατα διαδεδομένη την εποχή αυτή στο δυτικό κόσμο, αλλά και σύμφωνη με την πολιτική φυσιογνωμία της Νέας Δημοκρατίας και του ιδρυτή της. Εντασσόταν, εξάλλου, στην προσπάθεια της κυβέρνησης να ανταποκριθεί στις νέες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, οι οποίες μαρτυρούσαν την άνοδο της Κεντροαριστεράς, ενισχυμένης ιδεολογικά μετά την επταετή δικτατορία.

Πράγματι, με τη λελογισμένη αναδιανομή εισοδήματος και την αύξηση των δημοσίων δαπανών, ήδη από το 1975 το Α.Ε.Π αυξήθηκε κατά 5,1 %, η βιομηχανική παραγωγή κατά 4,4 %, ενώ ο πληθωρισμός έπεσε στο 13,4 % και το έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών στα 964 εκατ. δολάρια. Η δε αποκατάσταση της ομαλότητας απέφερε τόση αύξηση στην εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων (1.380 εκατ.), ώστε υπερκαλύφθηκε το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών και ενισχύθηκαν τα συναλλαγματικά αποθέματα. Παρά το συνεχώς αυξανόμενο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου (3 δισ. δολάρια το 1976 και 6,8 δισ. το 1981).

Τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παρέμεναν σχετικά χαμηλά (μόλις 956 εκατ. το 1978 και 2,4 δισ. δολάρια το 1981) χάρη στη συνεχή άνοδο των άδηλων πόρων, δηλαδή αυτών που προέρχονταν από τον τουρισμό, τη ναυτιλία και τα μεταναστευτικά εμβάσματα. Έτσι, για παράδειγμα, μέχρι το 1978 οι εισαγωγές μπορεί να είχαν αυξηθεί κατά 56,4 %, αλλά οι εξαγωγές και το πλεόνασμα του ισοζυγίου των άδηλων πόρων κατά 66,3 % και 91 % αντίστοιχα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας, ο όγκος των εξαγωγών μεγεθυνόταν ταχύτερα από το μέσο όρο των κρατών του ΟΟΣΑ και έτσι οι εξαγωγές κάλυπταν το 50 % σχεδόν των εισαγωγών έναντι πολύ μικρότερου ποσοστού στις αρχές της δεκαετίας (41 %).

Συνολικά την περίοδο αυτή η καθα- ρή εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων υπερκάλυψε το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών (6,1 έναντι 5,8 δισ. δολαρίων). Χάρη σε αυτές τις εξελίξεις, ο δανεισμός του δημοσίου τομέα διατηρήθηκε σε ανεκτά επίπεδα, ενώ το εξωτερικό δημόσιο χρέος σημείωσε μικρή μόνο άνοδο. Ο συνδυασμός της λήψης και εφαρμογής ορθών οικονομικών μέτρων και της εμπιστοσύνης που επέδειξε ο Ελληνικός λαός σε ένα δοκιμασμένο ηγέτη βελτίωσε το ψυχολογικό κλίμα, κάτι που συνέβαλε στη μείωση του πληθωρισμού και την αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων, οι οποίες αυξήθηκαν από 180 δισ. δραχμές το 1974 σε 724 δισ. το 1980.

Δηλαδή κατά 320 %, ενώ ο αριθμός των βιβλιαρίων καταθέσεων ταμιευτηρίου και προθεσμίας ανήλθε στα 8,6 εκατ. το 1980 από 5,33 εκατ. το 1974. Το μέγεθος αυτό καταδεικνύει περισσότερο όλων τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και την ανοδική πορεία της οικονομίας. Εξάλλου, βασική επιδίωξη του Καραμανλή ήταν η μείωση της διαφοράς του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων από τους εργαζομένους των κρατών της Ε.Ο.Κ. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ένας παράγοντας αποτρεπτικός για τη μετανάστευση. Για να έχει πραγματικό αντίκρισμα η αναδιανομή του εισοδήματος έπρεπε να αυξηθεί το εθνικό προϊόν, γιατί, διαφορετικά, η στασιμότητα της παραγωγής θα προκαλούσε αύξηση του πληθωρισμού και της ανεργίας.

Πράγματι, παρά την επιβράδυνσή του υπό την επίδραση της διεθνούς κρίσης λόγω των ανατιμήσεων στις αγορές πρώτων υλών και της νομισματικής αστάθειας, ο ρυθμός αύξησης του Α.Ε.Π ήταν υπερδιπλάσιος του αντίστοιχου ρυθμού των κρατών - μελών της Ε..ΟΚ, φθάνοντας από 323.307 εκατ. δρχ. το 1974 στα 417.007 εκατ. το 1980. Παράλληλα, η μέση ανεργία καθηλώθηκε τα επόμενα χρόνια γύρω στο 2 %, παρά το γεγονός ότι το μεταναστευτικό ισοζύγιο μετά το 1975 ήταν πλέον αρνητικό. Άλλωστε, η αύξηση της απασχόλησης έφθασε την περίοδο αυτή στο 10,9 %, ενώ στην Ε.Ο.Κ μειώθηκε κατά 1 %.


Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των αμοιβών, που ξεπέρασε στον τομέα της βιομηχανίας τις 4,5 φορές σε σύγκριση με την αντίστοιχη αύξηση στην Ε.Ο.Κ, και τη μείωση των ωρών εργασίας στις 43 από 48 εβδομαδιαίως, επέφεραν την επιθυμητή κοινωνική γαλήνη, δεδομένου ότι και ο πληθωρισμός κυμάνθηκε στο εξής στο 12 - 13 %. Έτσι, με συνολικό πληθωρισμό κατά την περίοδο 1975 - 1979 στο 93 %, οι αποδοχές των εργαζομένων αυξήθηκαν κατά 174,5 %, δηλαδή σε πραγματικές τιμές κατά 42 %. Το προσωπικό ενδιαφέρον του Καραμανλή για την εισοδηματική πολιτική καταδεικνύει η παρουσία και προσυπογραφή του στην Εθνική Συλλογική Σύμβαση του 1977.

Αν ληφθεί, επιπρόσθετα, υπόψη η εκτεταμένη μεταφορά πόρων από τον αστικό στον αγροτικό τομέα με τη μορφή ενισχύσεων και επιδοτήσεων, η οποία ξεπέρασε κατά την εξεταζόμενη περίοδο τα 250 δισ. δραχμές, έχουμε τη γενική εικόνα της υλοποίησης μίας πολιτικής, που πρώτη της προτεραιότητα έθεσε την ενίσχυση των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Ως επακόλουθο, η πολιτική αυτή έδωσε ώθηση στην εξέλιξη ορισμένων παραγόντων της οικονομίας, οι οποίοι αποδείχθηκαν καθοριστικοί για την επίτευξη των στόχων της, όπως η κατανάλωση, η οποία από 301.746 εκατ. δρχ. το 1974 ανήλθε στα 385.823 εκατ. το 1980, οι εξαγωγές, αλλά και οι επενδύσεις, κυρίως σε ακίνητα.

Οι μεν εξαγωγές αυξάνονταν με ετήσιο ρυθμό 15 %, ενώ οι ρυθμοί αύξησης των πραγματικών επενδύσεων (περίπου 23 % για όλη την υπό εξέταση περίοδο) ήταν εκπληκτικοί, αν ληφθεί υπόψη η καταβαράθρωσή τους τη δεκαετία του 1980. Σε αυτήν την εξέλιξη λειτούργησαν βοηθητικά οι δημόσιες βραχυπρόθεσμες πιστώσεις με τη μορφή πριμ εξαγωγών και φθηνών πιστώσεων, που αναθέρμαναν πολύ σύντομα την αγορά. Η πολιτική αυτή ενσάρκωνε τους στόχους του Πενταετούς Προγράμματος για το 1976 - 1980, το οποίο, με τη σειρά του, αποτύπωνε την πολιτική - οικονομική φιλοσοφία του Καραμανλή και του περιβάλλοντός του.

Οι στόχοι του περιστρέφονταν γύρω από τη συντήρηση ενός υψηλού ρυθμού αύξησης του Α.Ε.Π και από την αύξηση της απασχόλησης στους μη γεωργικούς τομείς της οικονομίας, μέσα από τη βελτίωση της οργάνωσης της παραγωγής και των επενδύσεων, με έμφαση στη βιομηχανική ανάπτυξη και την αύξηση των εξαγωγών. Βασικό στοιχείο του Πενταετούς, σε εφαρμογή των δεδηλωμένων πεποιθήσεων του Καραμανλή, ήταν η εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του κράτους να λειτουργεί ως εταίρος σε μία μικτή οικονομία, δηλαδή μία ελεύθερη, αλλά όχι ανεξέλεγκτη οικονομία, με το κράτος να διαμορφώνει το πλαίσιο των αναπτυξιακών προϋποθέσεων μέσω της ενθάρρυνσης των επενδύσεων και της γόνιμης συνεργασίας με την ιδιωτική πρωτοβουλία.

Εξάλλου, τόνιζε το Πρόγραμμα ότι η υπέρμετρη συγκέντρωση της εξουσίας αποτελούσε κίνδυνο για τη Δημοκρατία. Το κράτος, με τη δική του επενδυτική πρωτοβουλία, θα συμπλήρωνε την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα, όταν εκείνη δεν εκδήλωνε ενδιαφέρον για τομείς που κρίνονταν στρατηγικής σημασίας για την ανάπτυξη. Γι’ αυτό, άλλωστε, ανέλαβε τη δημιουργία βασικών αναπτυξιακών μονάδων είτε απευθείας μέσω ειδικών φορέων είτε από κοινού με ιδιώτες. Η περαιτέρω δραστηριοποίηση της Ε.Τ.Β.Α, π.χ., αποτελούσε κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση.

Επίσης, το κράτος θα παρενέβαινε για τη διόρθωση διαρθρωτικών αδυναμιών, που εμπόδιζαν την ορθή κατανομή των πόρων, και για την εξάλειψη μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών φαινομένων. Η διεύρυνση του δημόσιου τομέα και, κατ’ επέκταση, των δημοσίων δαπανών ήταν ένα φαινόμενο διεθνές την εποχή εκείνη. Μάλιστα, η επέκτασή του στην Ελλάδα ήταν μικρότερης έκτασης από το μέσο όρο των κρατών - μελών του ΟΟΣΑ, και στο τέλος της δεκαετίας του 1970 κατείχε μικρότερο μερίδιο στην οικονομία, αν μετρηθεί ως ποσοστό του Α.Ε.Π, κάτι, όμως, που οφείλεται και στους υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσής του.

Εξάλλου, η ανάπτυξη της οικονομίας γεννούσε ακόμα μεγαλύτερες προσδοκίες των πολιτών προς το Δημόσιο, ενώ οι συμπεριφορές πολιτικών φορέων, οργανωμένων συμφερόντων και ομάδων πίεσης ήταν πολύ δύσκολο να ελεγχθούν, με συνέπεια, όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης κοπάσουν, να δημιουργηθεί σημαντικό πρόβλημα με την έκρηξη των κρατικών δαπανών.

Η προσπάθεια να μην επιβαρυνθεί η κατανάλωση με τις αυξήσεις των πρώτων υλών και του πετρελαίου, οι ενισχύσεις του αγροτικού εισοδήματος για την όσο το δυνατόν ευρύτερη αναπλήρωσή του λόγω της στασιμότητας της παραγωγής και η χρήση δημοσίων δαπανών για τη διατήρηση της οικονομικής δραστηριότητας σε αξιόλογα επίπεδα, η ικανοποίηση των κοινωνικών αξιώσεων για τη βελτίωση του εισοδήματος και των υπηρεσιών Υγείας και Ασφάλισης, η αύξηση των δαπανών για την Παιδεία, καθώς και η κάλυψη των αυξημένων αναγκών της εθνικής άμυνας αποτέλεσαν κρίσιμους παράγοντες για την άνοδο των δημοσίων δαπανών σε επίπεδα υψηλότερα από το ρυθμό αύξησης του Α.Ε.Π.

Επιπλέον, η αύξηση της απασχόλησης στο Δημόσιο (5 % σε ετήσια βάση), σε συνάρτηση με την αύξηση των μισθών, μεγέθυνε τις κρατικές δαπάνες σε σύγκριση με τα έσοδα. Η αύξηση των δημοσίων δαπανών και των πάσης φύσεως μεταβιβάσεων έφθασε στο 24,6 % του Α.Ε.Π το 1981, για να παραμείνει έκτοτε σταθερά πάνω από το 30 %. Το πρόβλημα, όμως, δεν ήταν τόσο το μέγεθός τους όσο ο επιλεκτικός τους χαρακτήρας, οι μισθολογικές διαφοροποιήσεις εντός του Δημοσίου, η έλλειψη αντιστοιχίας παραγωγικότητας και μισθού (21,5 % έναντι 42 % για την περίοδο 1975 - 1979) κ.ά.. Αποτέλεσμα δε της πολιτικής αυτής ήταν η σταδιακή άνοδος των δανειακών αναγκών της χώρας, η οποία ανήλθε από το 4,7 % του Α.Ε.Π το 1975 στο 12,3 % το 1981.

Ρόλο, ασφαλώς, έπαιζε και η δυσκολία καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, παρά τις επιτυχίες που σημείωσε η σχετική προσπάθεια της κυβέρνησης. Το φαινόμενο αυτό, εξάλλου, οφείλεται και σε ένα δομικό στοιχείο της Ελληνικής οικονομίας: Το μεγάλο ποσοστό των μικρομεσαίων αυτοαπασχολούμενων. Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής, όμως, δεν αντανακλάται μόνο στην έλλειψη εσόδων, αλλά και στην ενίσχυση της κατανάλωσης και των εισαγωγών εις βάρος της εγχώριας παραγωγής και στην αίσθηση μίας επίπλαστης ευημερίας, και η οποία έλαβε τεράστιες διαστάσεις με το πέρασμα των χρόνων.


Η τάση διεύρυνσης του δημόσιου τομέα εκδηλώθηκε και με την κρατικοποίηση τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων, καθώς είχε εδραιωθεί η εμπιστοσύνη στις δυνατότητες ορθής λειτουργίας της οικονομίας με την παρέμβαση του κράτους, σε συνάρτηση και με μία επιφύλαξη για το ρόλο του επιχειρηματικού κόσμου. Η κρατική επιχειρηματικότητα δεν ήταν ασφαλώς κάτι καινούργιο, αλλά επιταχύνθηκε αυτήν την περίοδο, οπότε και αποκτήθηκε ο έλεγχος σε μία σειρά πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως η Εμπορική Τράπεζα, η Ιονική - Λαϊκή και η Επενδύσεων, και στις βιομηχανίες που αυτές ήλεγχαν.

Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει η περίπτωση του Ομίλου της Εμπορικής του εφοπλιστή Στρατή Ανδρεάδη, η κρατικοποίηση του οποίου τον Δεκέμβριο του 1975 υπήρξε και επιλογή με προσωπικά χαρακτηριστικά, εξαιτίας της συνεργασίας του εφοπλιστή με τη δικτατορία. Όπως και να ’χει, με την κίνηση αυτή, το κράτος έφθασε να ελέγχει το 60% του τραπεζικού συστήματος και να προσδιορίζει τη διάθεση των περισσότερων τραπεζικών πόρων στην οικονομία. Άλλες σημαντικές επιχειρήσεις που πέρασαν υπό κρατικό έλεγχο ήταν η Ολυμπιακή Αεροπορία, η Ε.Κ.Ο, οι δημόσιες συγκοινωνίες κ.ά.

Επίσης, ιδρύθηκαν νέες δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί, με κυριότερες την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (Ε.Α.Β), η οποία θα εξυπηρετούσε τις εκτεταμένες εξοπλιστικές ανάγκες της χώρας, την Ελληνική Βιομηχανία Όπλων (Ε.Β.Ο), τη Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδόμησης, Οικισμού και Στέγασης (Δ.Ε.Π.Ο.Σ) για τη βελτίωση της χωροταξικής - οικιστικής πολιτικής της χώρας κ.λπ. Η πολιτική των κρατικοποιήσεων προκάλεσε την οξύτατη κριτική του επιχειρηματικού κόσμου, που έκανε λόγο για την περίφημη «σοσιαλμανία» του Καραμανλή, αλλά στην πραγματικότητα εντασσόταν, έστω και με κάποια υστέρηση, στο διεθνές κλίμα της εποχής.

Ο Καραμανλής θεωρούσε σφάλμα τη συνέχιση μίας τόσο ευρείας επεκτατικής πολιτικής, κυρίως στον τομέα των καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου, αλλά οι αποφάσεις του δεν εφαρμόζονταν στο βαθμό που όφειλαν για να αντέξει η οικονομία στον κλονισμό της δεύτερης και μεγαλύτερης σε έκταση και διάρκεια ενεργειακής κρίσης που ξέσπασε το 1979. Η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εκροή συναλλάγματος 2,2 δισ. δολαρίων στη διετία 1979 - 1980, φθάνοντας να απορροφά το 6,2 % του Α.Ε.Π. Οι μακροοικονομικές εξελίξεις μέχρι τότε ήταν γενικά ικανοποιητικές, καθώς η δυναμική της ανάπτυξης φαινόταν να έχει αποκατασταθεί και η απόσταση που χώριζε την Ελλάδα από την Ε.Ο.Κ μειωνόταν με ικανοποιητικούς ρυθμούς.

(Το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π είχε ανέλθει από το 33 % του μέσου κοινοτικού όρου το 1960 στο 51 % το 1977 με τάσεις συνεχούς βελτίωσης), στηρίζοντας τις προσπάθειες της κυβέρνησης για ταχεία ένταξη στην Κοινότητα. Δεν φαινόταν στον ορίζοντα κάποια ανασταλτική δύναμη που θα ανέκοπτε αυτήν την πορεία. Ήταν φανερό, όμως, ότι τα περιθώρια για περαιτέρω στήριξη της ανόδου του Α.Ε.Π μέσω επεκτατικής πολιτικής ήταν περιορισμένα, καθώς, μάλιστα, ο πληθωρισμός άρχισε να επανέρχεται σε υψηλά επίπεδα και να αναδεικνύονται οι διαρθρωτικές αδυναμίες μίας ταχέως αναπτυσσόμενης οικονομίας.

Ήδη, η αύξηση των ετήσιων δανειακών αναγκών του Δημοσίου και η εξέλιξη δαπανών και εσόδων, η οποία απέκλινε από τους στόχους του Προϋπολογισμού, αποτελούσαν μία δυσάρεστη αντανάκλαση του επεκτατισμού της δημοσιονομικής πολιτικής. Αλλά και η εισοδηματική πολιτική είχε οδηγήσει σε αύξηση του κόστους εργασίας με σοβαρές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα τομέων της βιομηχανίας, δεδομένου του σκληρότερου ανταγωνισμού που ήδη αντιμετώπιζαν εν όψει της ένταξης στην Ε.Ο.Κ. Έτσι, η αύξηση της τιμής των καυσίμων, σε συνδυασμό με τη συνέχιση της υψηλής εισοδηματικής και κοινωνικής πολιτικής, επιτάχυναν τον πληθωρισμό, που ανήλθε το 1981 στο 24,5 %.

Διεύρυναν το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών στα 1.882 εκατ. και το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στο 6,7 % επί του Α.Ε.Π. Η εξέλιξη αυτή οφειλόταν εν πολλοίς στο γεγονός ότι οι αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών και του πετρελαίου δεν μεταφέρθηκαν στην κατανάλωση για να μην αυξηθεί το κόστος ζωής, αλλά επιβάρυναν τη δημοσιονομική διαχείριση. Η έλευση της νέας κρίσης του 1979 και οι διεθνείς οικονομικές αναταράξεις δημιούργησαν μία τέτοια δυναμική, που έφερε στην επιφάνεια τις διαρθρωτικές αδυναμίες όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και της διεθνούς οικονομίας.

Γι’ αυτό, άλλωστε, από τις αρχές της δεκαετίας του '80 παρατηρήθηκε πλήρης μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής από το μοντέλο του Κεϋνσιανισμού σε εκείνο του φιλελευθερισμού, με πρότυπο τα reaganomics στις Η.Π.Α και το Θατσερισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επιδιώκοντας τη συγκράτηση του πληθωρισμού και του ελλείμματος, η κυβέρνηση Καραμανλή ακολούθησε περιοριστική νομισματική, δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική. Το αναθεωρημένο Πρόγραμμα 1978 - 1982 έθεσε, όμως, αντιφατικούς στόχους, δύσκολα επιτεύξιμους.

Από τη μία να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε καιρό ύφεσης και από την άλλη να στηρίξει το κοινωνικό υπόβαθρο της νομιμοποίησης της νεοσύστατης Δημοκρατίας και ένα υπέρογκο εξοπλιστικό πρόγραμμα. Πάντως, ο ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης της οικονομίας περιορίστηκε σε χαμηλά επίπεδα, ενώ ο ρυθμός των καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου μειώθηκε από 25,4 % σε 22 %. Συνεχίστηκε, όμως, η διαφύλαξη της αγοραστικής δύναμης μισθωτών και συνταξιούχων, όπως φαίνεται από τη διατήρηση του μεριδίου της εργασίας στο εθνικό εισόδημα του μη γεωργικού τομέα στο 56,6 % για το 1980, με αυξήσεις οριακά πάνω από τις αυξήσεις του τιμαρίθμου.

Στον τομέα αυτόν ήταν θετική η συναίνεση των εργαζομένων να περιορίσουν τις απαιτήσεις τους, μετά τη διαβεβαίωση της κυβέρνησης ότι οι παροχές θα δίνονταν με πνεύμα κοινωνικής δικαιοσύνης, στα όρια που επέτρεπαν οι δυνατότητες της οικονομίας (1 % πάνω από τον τιμάριθμο). Κατόπιν τούτου, ο ρυθμός αύξησης του Α.Ε.Π περιορίστηκε στο 3,7 % το 1979 και στο 1,9 % το 1980, σίγουρα πτωτικός σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ικανοποιητικός, όμως, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους ρυθμούς της Ε.Ο.Κ. Η επιτυχία αυτή μεγεθύνεται από το γεγονός ότι η ανεργία διατηρήθηκε σταθερά χαμηλή.


Επίσης, σε ανεκτά επίπεδα διατηρήθηκε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που έφθασε το 1980 στα 2.222,4 εκατ. δολάρια, αύξηση του οφειλόταν αποκλειστικά στην άνοδο τιμής του αργού πετρελαίου και στην προσπάθεια αύξησης των αποθεμάτων της χώρας σε καύσιμα, δεδομένης της ανασφάλειας για το εγγύς μέλλον. Ο οικονομικός σύμβουλος του Γεωργίου Ράλλη, Γεώργιος Οικονόμου, προέβλεπε ότι η μείωση του εθνικού προϊόντος με τις επακόλουθες συνέπειες -αύξηση πληθωρισμού, μείωση επενδύσεων, διεύρυνση δημοσίων ελλειμμάτων- θα διαρκούσε έως το 1983 μόνο αν λαμβάνονταν τα προσήκοντα μέτρα. Κάτι, όμως, που δεν συνέβη.

Τα αποτελέσματα των προσπαθειών ήταν πενιχρά, αφού το 1981, εκλογικό έτος γαρ, φάνηκε να χάνεται ο έλεγχος, καθώς έκανε την εμφάνισή του το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού: μειούμενο Α.Ε.Π (-1,6 %) και επιταχυνόμενος πληθωρισμός (24,5 %). Οι πραγματικοί μισθοί υποχωρούσαν, η ανταγωνιστικότητα κλονιζόταν, ενώ τα δημοσιο- νομικά ελλείμματα διευρύνονταν. Το οικονομικό κλίμα επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τη διάχυτη αίσθηση για την επερχόμενη κυβερνητική αλλαγή, βάζοντας ακόμα περισσότερο νερό στο μύλο του θριάμβου του ΠΑ.ΣΟ.Κ στις 18 Οκτωβρίου 1981.

Η ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 

Οικονομία δεν είναι μόνο τα δημοσιονομικά μεγέθη. Γι’ αυτόν το λόγο είναι σκόπιμο να παρουσιαστεί η πολιτική των κυβερνήσεων της περιόδου σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας, για να καταδειχθεί και η συνολική οπτική τους βάσει των συγκεκριμένων αντιλήψεων που διέπνεαν την πολιτική σκέψη του Καραμανλή.

(Α).

Οι κυβερνήσεις Καραμανλή αναγνώριζαν τα διαρθρωτικά προβλήματα στον πρωτογενή αγροτικό τομέα και την ανάγκη προσαρμογής του στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς (μεγέθυνση εκμεταλλεύσεων, δραστηριοποίηση συνεταιρισμών κ.ά.). Έδωσαν, όμως, προτεραιότητα στη στήριξη τιμών και εισοδημάτων, για να ανταποκριθούν στις προσδοκίες του αγροτικού κόσμου. Δεδομένης της ανάγκης για διασφάλιση της σταθερότητας του δημοκρατικού πολιτεύματος και για νομιμοποίησή του, λίγους μόλις μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας, ήταν απόλυτα λογικό να δοθεί προτεραιότητα στη λήψη μέτρων κοινωνικού χαρακτήρα και άμεσης ανταπόδοσης παρά σε διαρθρωτικές αλλαγές.

Οι οποίες θα προκαλούσαν αντιδράσεις και τα οφέλη τους δεν θα γίνονταν άμεσα αντιληπτά από την κοινή γνώμη. Αυτή η πολιτική είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των ενισχύσεων και επιδοτήσεων προς τον αγροτικό τομέα από 4,5 δισ. δραχμές το 1974 σε 31 δισ. το 1981. Συνολικά, υπήρξε μία ογκώδης μεταφορά πόρων από τον αστικό στον αγροτικό τομέα της οικονομίας, ύψους 251 δισ. δραχμών, με τη μορφή ενισχύσεων και επιδοτήσεων.

Ξεχωριστή περίπτωση διεθνώς συνιστούσαν η ευρεία ασφαλιστική κάλυψη της γεωργικής παραγωγής και η προστασία της από ακραία καιρικά φαινόμενα με την αξιοποίηση εξελιγμένων τεχνολογικών μεθόδων. Παράλληλα, δόθηκαν σημαντικές αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων για να προσεγγίσουν τις κοινοτικές, ενώ ελήφθησαν σημαντικά μέτρα για την ενίσχυση της παραγωγής, τη μεγέθυνση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, την ενίσχυση των συνεταιρισμών, τη μείωση του κόστους παραγωγής, την αξιοποίηση των δασικών πόρων, παράλληλα με το πρόγραμμα επενδύσεων για αναδασώσεις, προστασία δασών κ.λπ.

Χάρη σε αυτές τις προσπάθειες η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής (2,4 %) δεν ήταν τόσο έντονη όσο του Α.Ε.Π. Γενικά, όμως, οι διαρθρωτικοί στόχοι τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα, πολιτική η οποία θα ενταθεί στο μέγιστο βαθμό την επόμενη δεκαετία, θυσιάζοντας τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο βωμό του πολιτικού - κομματικού συμφέροντος.

(Β). 

Την ίδια περίοδο επιτεύχθηκαν η διεύρυνση της βάσης του δευτερογενούς τομέα, η αύξηση του όγκου παραγωγής και η ουσιαστική ανάπτυξη των βιομηχανικών εξαγωγών. Η κρατική στήριξη εκδηλώθηκε με τη χρηματοδότηση και θέσπιση κινήτρων για την ανάληψη επενδύσεων και την ενίσχυση της υποδομής σε μεγάλα έργα. Βασικό ρόλο στη χρηματοδότηση των επενδύσεων έπαιξαν η Ε.Τ.Β.Α και άλλες επενδυτικές τράπεζες. Η πολιτική αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση ενός ικανοποιητικού για τα διεθνή δεδομένα ρυθμού ανάπτυξης του δευτερογενούς τομέα (3,3 % ετησίως). Ωστόσο, η γενικότερη στασιμότητα που επήλθε μετά το 1979 επηρέασε σοβαρά τον ιδιωτικό τομέα.

Οι δυσχέρειες συγκαλύφθηκαν αρχικά μέσω της πιστωτικής πολιτικής και ενός παρεμβατισμού, με αρνητικά αποτελέσματα σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως εκείνη της Ιζόλα. Η Ελληνική βιομηχανία έπασχε από σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες, που αναδύθηκαν με την εμφάνιση της διεθνούς κρίσης. Δυστυχώς ούτε οι κυβερνήσεις ήταν σε θέση να υλοποιήσουν τις αναγκαίες αναδιαρθρώσεις, δεδομένων των αντιλήψεων που υπαγόρευαν τον ενισχυμένο ρόλο του κράτους. Σημαντική ήταν, επίσης, η μέριμνα για την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας, όπως αναφέρθηκε ήδη με την ίδρυση της Ε.Α.Β, ώστε να προχωρήσει η ανεξαρτητοποίηση από τις αγορές του εξωτερικού και να ωφεληθεί η οικονομία από την εξοικονόμηση συναλλάγματος.

Στο πλαίσιο αυτό άρχισε η λειτουργία της μονάδας παραγωγής όπλων, ολοκληρώθηκε η φάση συντήρησης αεροσκαφών και ξεκίνησε η λειτουργία της μονάδας κατασκευής και μετασκευής αρμάτων μάχης. Στον τομέα της βιοτεχνίας συστάθηκε με το Ν. 707 / 1977 ο ΕΟΜΜΕΧ, με σκοπό την υποβοήθηση της ανάπτυξης των μικρομεσαίων μεταποιητικών επιχειρήσεων και της χειροτεχνίας.


(Γ).

Στον τομέα της ενέργειας, κεντρικός άξονας της πολιτικής του Καραμανλή ήταν η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας, διότι αντιλαμβανόταν ότι αποτελούσε καίριο προωθητικό παράγοντα για την ταχύρρυθμη οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη. Επιδίωξή του ήταν όχι μόνο η εξόρυξη ορυκτών, αλλά και η ουσιαστική ανάπτυξη εγχώριων βιομηχανικών μονάδων για τον εμπλουτισμό και επεξεργασία των πρώτων υλών, ώστε να αξιοποιηθεί το ειδικευμένο εργατικό δυναμικό και να επιτευχθεί σημαντικό συναλλαγματικό όφελος. Στο πλαίσιο αυτό, αναδιοργάνωσε το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε), αυξάνοντας και τη χρηματοδότησή του.

Η ενεργειακή του πολιτική αποτελείτο από τρεις κατευθυντήριες γραμμές: εντατικοποίηση και αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πόρων, εκτεταμένη έρευνα για τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και προσφυγή σε νέες μορφές ενέργειας. Πρωταρχικό του μέλημα ήταν η εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων και η αναθεώρηση των συμβάσεων του δικτατορικού καθεστώτος για τις έρευνες πετρελαίου στο κοίτασμα του Πρίνου στη Θάσο, ώστε να βελτιωθούν οι όροι υπέρ του Δημοσίου. Πράγματι, τον Ιούνιο του 1975 υπογράφηκε νέα σύμβαση με τον όμιλο Oceanic. Μάλιστα, τον Μάιο του 1981 εγκαινίασε και τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης πετρελαίου στη Νέα Καρβάλη Καβάλας.

Ακόμα, τον Δεκέμβριο του 1976 εξαγόρασε από τον όμιλο Νιάρχου το σύνολο των μετοχών των Ελληνικών Διυλιστηρίων Ασπροπύργου, γεγονός που συνέβαλε ουσιαστικά στον ομαλό εφοδιασμό της χώρας με προϊόντα πετρελαίου. Η πολιτική του Καραμανλή κινήθηκε ταχύτατα προς την κατεύθυνση του περιορισμού της εξάρτησης της χώρας από το πετρέλαιο, υλοποιώντας τη στροφή προς το λιγνίτη. Έτσι, σχετικά σύντομα ο λιγνίτης υποκατέστησε το πετρέλαιο ως το κύριο καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Η ετήσια παραγωγή ξεπέρασε τους 20 εκατ. τόνους το 1980 έναντι 7 εκατ. το 1970, με συνέπεια η συμβολή του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας να ανέλθει στο 46 % το 1980 από 38 % το 1974.

Επίσης, τέθηκαν σε ισχύ 6 υδροηλεκτρικοί σταθμοί συνολικής ισχύος 660 ΜW. Ιδρύθηκε η Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων, για τις έρευνες της οποίας διατέθηκαν 2,6 δισ. δραχμές, ενώ αυξήθηκαν οι πιστώσεις για την Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας που ερευνούσε, σε συνεργασία με το Ι.Γ.Μ.Ε, για τον εντοπισμό ραδιενεργών μεταλλευμάτων. Τέλος, το συνολικό μήκος των γεωτρήσεων έφθασε το 1980 τα 64 χιλιόμετρα έναντι 7,3 το 1974.

(Δ). 

Στον τομέα της περιφερειακής πολιτικής και ανάπτυξης, η κυβέρνηση είχε διαπιστώσει ότι δομικό πρόβλημα της οικονομίας ήταν η ασύμμετρη ανάπτυξη των περιφερειών. Ο Καραμανλής είχε συνειδητοποιήσει ήδη από την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του τη σημασία του περιφερειακού προβλήματος για την υγιή ανάπτυξη και την ενδυνάμωση της εθνικής συνοχής και προχώρησε στη χάραξη μίας περιφερειακής πολιτικής για την καλύτερη χωροταξική κατανομή των οικονομικών και των κοινωνικών δραστηριοτήτων.

Στο πλαίσιο αυτό, προχώρησε σε ευρεία θεσμική αναδιοργάνωση και αποκέντρωση, με άξονα την ίδρυση του υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος και του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος, καθώς και ειδικών φορέων οικιστικής πολιτικής, όπως η ΔΕΠΟΣ. Με τους Νόμους 286 / 1976 και 849 / 1978 θεσπίστηκαν ενισχυμένα κίνητρα για την ενθάρρυνση και την προώθηση ιδιωτικών επενδύσεων στην περιφέρεια, ειδικά στις ακριτικές περιοχές της Θράκης. Εξάλλου, μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων διατέθηκαν σημαντικά ποσά για την εκτέλεση νομαρχιακών έργων και άλλων έργων υποδομής με σκοπό την αποκέντρωση και τη συγκράτηση του πληθυσμού στην περιφέρεια.

(Ε). 

Στον τομέα της υποδομής και της ανάπτυξης των μεταφορών καταβλήθηκαν σημαντικές προσπάθειες για τη βελτίωση του συστήματος εθνικών μεταφορών. Ο Καραμανλής επεδίωξε όχι μόνο την άμεση εκτέλεση, αλλά και τον έγκαιρο προγραμματισμό και σχεδιασμό στρατηγικής σημασίας έργων, όπως το μετρό της Αθήνας, το αεροδρόμιο των Σπάτων, την ηλεκτροδότηση και το διπλασιασμό της γραμμής του σιδηροδρομικού άξονα Αθηνών - Θεσσαλονίκης κ.ά. Διατέθηκαν ακόμα 30 δισ. δραχμές για έργα οδοποιίας, με συνέπεια να διανοιχτούν 80 χλμ. εθνικών οδών και 600 χλμ. επαρχιακών. Ασφαλτοστρώθηκαν 660 χλμ. εθνικών οδών και 4.150 επαρχιακών και βελτιώθηκαν 900 χλμ. εθνικών οδών και 2.000 επαρχιακών.

Στον τομέα των αεροδρομίων προωθήθηκε η κατασκευή και βελτίωση διαδρόμων και έργων υποδομής στην περιφέρεια, ιδιαίτερα τη νησιωτική, ενώ στις θαλάσσιες συγκοινωνίες έγιναν συνολικά 98 λιμενικά έργα και βελτιώθηκαν οι εγκαταστάσεις φόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων στον Πειραιά. Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα του Καραμανλή για την αντιμετώπιση των συγκοινωνιακών προβλημάτων της Αθήνας. Γι’ αυτό προχώρησε σε διοικητική αναδιάρθρωση των υπεύθυνων φορέων, δημιουργώντας τον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών (Ο.Α.Σ) και τους επιμέρους ειδικούς Ε.Α.Σ, ΗΛΠΑΠ και ΗΣΑΠ.

Ακόμα, έγιναν μεγάλα έργα σε κεντρικές λεωφόρους του Λεκανοπεδίου (Βουλιαγμένης, Κηφισίας, Αθηνών, Συγγρού, Ιεράς Οδού κ.ά.), ενώ με προσωπική του μέριμνα καταρτίστηκε το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο για την πρωτεύουσα. Σημειωτέον ότι η κατάσταση στην Αθήνα είχε επιδεινωθεί αφότου το πρώτο Ρυθμιστικό, το οποίο είχε επιμεληθεί το 1963, είχε τεθεί στο περιθώριο. Τέλος, χάρη στην προσωπική μέριμνα του Καραμανλή, ολοκληρώθηκαν τα υδρευτικά έργα του Μόρνου τον Νοέμβριο του 197964. Έτσι, ολοκλήρωσε την 25ετή του εργασία για την επαρκή υδροδότηση της πρωτεύουσας μετά την κατασκευή του αγωγού της Υλίκης κατά την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του.

(ΣΤ).

Τα ευνοϊκά για τη χρηματοδότηση της ναυτιλίας κυβερνητικά μέτρα της περιόδου είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθούν κατά 25 % τα πλοία υπό Ελληνική σημαία, κατά 71,2 % η χωρητικότητά τους και κατά 109,4 % οι εισπράξεις σε συνάλλαγμα (από 867,1 εκατ. δολάρια το 1974 σε 1.815,9 εκατ. το 1980). Η εξέλιξη αυτή είχε ως συνέπεια ο Ελληνικός στόλος να αποτελεί το 35,5 % μεταξύ των χωρών της Ε.Ο.Κ σε χωρητικότητα και το 26,3 % σε αριθμό πλοίων. Είναι χαρακτηριστικό ακόμα ότι από το 1982 και μετά ακολουθεί μία καθοδική πορεία ως προς τα πλοία υπό Ελληνική σημαία, η οποία ξεπέρασε το 100 % (42.488 το 1981 - 20.898 το 1989).


(Ζ). 

Στον τομέα του τουρισμού βασικοί στόχοι ήταν η δημιουργία εκσυγχρονισμένων και βιώσιμων τουριστικών μονάδων και η αποκέντρωση, σε συνέχεια της εκτεταμένης και στρατηγικά σχεδιασμένης τουριστικής πολιτικής της πρώτης πρωθυπουργικής περιόδου. Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν σαφή: οι τουριστικές μονάδες αυξήθηκαν στη διάρκεια της εξαετίας κατά 61,9 %, ο αριθμός των κλινών κατά 59,4 %, ο αριθμός των τουριστών κατά 163,8 %, ξεπερνώντας τα 5 εκατ., ενώ το τουριστικό συνάλλαγμα αυξήθηκε κατά 286,8 %, ξεπερνώντας τα 1.730 εκατ. δολάρια, παρά τις συνέπειες της διεθνούς ύφεσης.

(H). 

Στον τομέα της Υγείας, το ενδιαφέρον της κυβέρνησης στράφηκε στην αποκέντρωση και τη βελτίωση των υπηρεσιών στην περιφέρεια. Στο πλαίσιο αυτό ενισχύθηκαν τα αγροτικά ιατρεία, προωθήθηκε η διασπορά των νοσηλευτικών ιδρυμάτων σε όλη τη χώρα και δημιουργήθηκαν πανεπιστημιακές σχολές Ιατρικής σε απομακρυσμένες περιοχές.

Παράλληλα, ανεγέρθησαν 7 νέα νοσοκομεία και προστέθηκαν 5 νέες πτέρυγες σε υπάρχοντα. Έτσι, δημιουργήθηκαν 2.200 νέες κλίνες στο νοσοκομειακό δυναμικό της χώρας, ενώ δόθηκαν πιστώσεις για τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού των περισσότερων νοσοκομείων. Δυστυχώς, όμως, το σπουδαίο μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο του υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών Σπύρου Δοξιάδη για τα Μέτρα Προστασίας της Υγείας δεν προωθήθηκε μετά τη μετάβαση του Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, αφού συνάντησε ισχυρές αντιδράσεις ακόμα και εντός της Νέας Δημοκρατίας.

Στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας λήφθηκαν σοβαρά μέτρα για την προστασία των ευπαθών κοινωνικών ομάδων. Ιδρύθηκαν πολυάριθμοι παιδικοί σταθμοί με δυνατότητα φιλοξενίας 8.500 παιδιών προσχολικής ηλικίας. Αυξήθηκαν σημαντικά τα επιδόματα για τα απροστάτευτα παιδιά και για τους πολυτέκνους, ενώ εφαρμόστηκε για πρώτη φορά πρόγραμμα προστασίας ηλικιωμένων με τη δημιουργία ειδικών κέντρων που προσφέρουν ιατρική φροντίδα, ψυχαγωγία και εργασιοθεραπεία.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ 

Μία Ατελής Μεταρρύθμιση

Ως επακόλουθο της αποκατάστασης των δημοκρατικών θεσμών, επιχειρήθηκε η συγκρότηση ενός κοινωνικού κράτους προσανατολισμένου στο πρότυπο των βιομηχανικών κρατών της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης. Το δυστύχημα ήταν ότι το εγχείρημα αυτό συνέπεσε ουσιαστικά με την έναρξη της κρίσης και αμφισβήτησης του προτύπου αυτού και της Κεϋνσιανής πολιτικής στον ανεπτυγμένο κόσμο, καθώς και με την αρνητική μεταστροφή όλων των δεικτών κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα.

Παρ’ όλα αυτά, σημειώθηκαν αξιόλογες μεταβολές και μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στους τομείς της Κοινωνικής Ασφάλισης, της Υγείας και της Πρόνοιας, με το σκεπτικό ότι η οικονομική ανάπτυξη δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις για τη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας, η οποία δεν αφορά μόνο στην υλική, αλλά και στην πνευματική και την ηθική ζωή και υγεία. Αυτό που είχε σημασία δεν ήταν μόνο το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος, αλλά και ο τρόπος κατανομής του μεταξύ των πολιτών. Αν αυτή επαφιόταν στις δυνάμεις της αγοράς, το εισόδημα που θα απέμενε στους εργαζομένους θα ήταν μικρότερο απ’ ό,τι όφειλε να είναι.

Αυτή ακριβώς η κοινωνικού χαρακτήρα κρατική παρέμβαση επεδίωκε να θεραπεύσει τις ατέλειες του μηχανισμού της αγοράς μέσω της δικαιότερης κατανομής του εθνικού εισοδήματος, σύμφωνα με τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης. Οι δύο αυτές αρχές διαμορφώνουν τις ηθικές προϋποθέσεις για την πρόοδο και την κοινωνική ανάπτυξη. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το ασφαλιστικό σύστημα ήταν αναμενόμενο να χρησιμοποιηθεί πρωταρχικά ως εργαλείο της επεκτατικής κυβερνητικής πολιτικής.

Παρότι καταβλήθηκαν σημαντικές προσπάθειες και για τον εκσυγχρονισμό του, γενικά δόθηκε έμφαση σε μεσοπρόθεσμα ζητήματα εις βάρος μίας ευρύτερης, μακροπρόθεσμης πολιτικής, με αποτέλεσμα να μην καταφέρουν οι κυβερνήσεις Καραμανλή - Ράλλη να μεταβάλουν τη ροή των πραγμάτων στον ασφαλιστικό τομέα, πολύ περισσότερο που η πολιτική τους δεν βρήκε συνεχιστές. Σε ένα πρώτο επίπεδο, όπως ήδη επισημάνθηκε, η αποκατάσταση του εισοδήματος των ασθενέστερων στρωμάτων αποτέλεσε πρώτη κυβερνητική προτεραιότητα.

Σ' αυτό το πλαίσιο, η αύξηση των κοινωνικών δαπανών, όπως και στις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, ήταν ιδιαίτερα σημαντική: από 11,5 % του Α.Ε.Π το 1974 στο 14 % το 1978. Μάλιστα, κινήθηκε με ρυθμούς ταχύτερους από την αύξηση του Α.Ε.Π, καθώς για την περίοδο 1974 - 1980 έφθασε στο 244 %, σε μία προσπάθεια να ικανοποιηθούν οι ανάγκες για βελτίωση και διεύρυνση των κοινωνικών υπηρεσιών και παροχών. Η αύξηση των κοινωνικών δαπανών δεν έγινε άκριτα, αλλά με σκοπό την ορθολογική οργάνωση και εξυγίανση των ασφαλιστικών οργανισμών.

Η επανεκτίμηση της σχέσης εισφορών - παροχών μέσω της αναλογικής εξέλιξής τους, η προώθηση της ενοποίησης και συγχώνευσης ομοειδών Ταμείων, ώστε οι 278 φορείς που βρίσκονταν υπό την εποπτεία του υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών να μειωθούν σταδιακά σε 60, αποτέλεσαν τις βασικές συνιστώσες προς την επίτευξη του πρωταρχικού αυτού στόχου. Πράγματι, η δυναμική συσχέτιση και η τιμαριθμική αναπροσαρμογή εισφορών και παροχών οδήγησαν άμεσα σε σημαντικές συνταξιοδοτικές αυξήσεις και στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των Ταμείων, ειδικά μετά το 1977, οπότε δόθηκε ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομική ενίσχυση και τη θεσμική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος.

Ενδεικτικότερη περίπτωση οι πραγματικές συντάξεις του Ο.Γ.Α (μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού), οι οποίες αυξήθηκαν κατά 107,5 % (οι συνολικές δαπάνες του Οργανισμού ανήλθαν από 5,1 δισ. δραχμές το 1974 σε 23,1 δισ. το 1980). Δεν ήταν απλά η αύξηση των συντάξεων. Η κυβέρνηση θέσπισε ανώτατο όριο στη σύνταξη που λάμβαναν προνομιούχοι ασφαλισμένοι, θέλοντας να καταπολεμήσει αδικίες και διαφοροποιήσεις παροχών, οι οποίες οφείλονταν αφενός στην έλλειψη ενιαίας ασφαλιστικής ρύθμισης εξαιτίας της ύπαρξης πολλών και διάσπαρτων Ταμείων και αφετέρου στα κεκτημένα δικαιώματα, που απολάμβαναν διάφορες κατηγορίες εργαζομένων, ανάλογα με την ισχύ που διέθεταν.


Σε ένα δεύτερο επίπεδο, εισήχθη μία σειρά μεταρρυθμίσεων για την ποιοτική βελτίωση του συστήματος. Η ίδρυση του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Τ.Ε.Α.Μ), το οποίο εξασφάλιζε μία δεύτερη σύνταξη σε όλους τους εργαζομένους, και η θεσμική κατοχύρωση του Ι.Κ.Α ως πόλου έλξης όσων Ταμείων αδυνατούσαν να προσφέρουν το ελάχιστο όριο των δικών του παροχών συνέβαλαν καθοριστικά στη θεσμοθέτηση μίας σταθερής βάσης για το μέλλον των ασφαλισμένων. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να προωθήσει την ενοποίηση του συστήματος όσο θα επιθυμούσε, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τα Ταμεία των τραπεζών.

Με σκοπό την εξυγίανση των Ταμείων, η κυβέρνηση επιδίωξε ακόμα να εισαγάγει καίριες μεταρρυθμίσεις, όπως η αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων και των αποθεματικών τους, μέσω της ορθολογικής επένδυσής τους στη χρηματιστηριακή αγορά, και να λάβει αυστηρά μέτρα, όπως η αποφυγή διευκολύνσεων σε οφειλέτες. Παράλληλα, επέμεινε στην αυστηρή τήρηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης, με σκοπό την αποφυγή υπερβολικής χρήσης της δυνατότητας για πρόωρη συνταξιοδότηση.

Σημαντικές ήταν, επίσης, οι προσπάθειες της ηγεσίας του υπουργείου, με αρμόδιο τον υφυπουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών Γεράσιμο Αποστολάτο, για την προώθηση της μηχανοργάνωσης των Ταμείων ήδη από τα μέσα του 1978, με σκοπό την εξάλειψη διαχρονικών προβλημάτων, που είχαν σοβαρές επιπτώσεις στα έσοδα. Απώτερος στόχος ήταν η δημιουργία Εθνικού Ασφαλιστικού Μητρώου για όλους τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους. Άλλα μέτρα τα οποία αποσκοπούσαν στην εξυγίανση του συστήματος ήταν:

α) Η αναθεώρηση των προϋποθέσεων για την ένταξη επαγγελματικών ομάδων στην κατηγορία των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων,

β) Η επανεξέταση των περιπτώσεων χορήγησης αναπηρικών συντάξεων, που έφθαναν στο 49 % του συνόλου των συντάξεων, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην Ε.Ο.Κ ήταν 7 - 8 % και

γ) Η κατάργηση προκλητικών διατάξεων, όπως η εξαπάτηση των Ταμείων μέσω εικονικά υψηλών μισθών κατά την τελευταία πριν από τη συνταξιοδότηση διετία, ώστε να κατοχυρώνεται υψηλότερη σύνταξη, ή οι μετακινήσεις ασφαλισμένων από κάποιον αδύνατο σε ισχυρό φορέα, χάρη στην οποία θα απολάμβαναν υψηλότερη σύνταξη.

Τα μέτρα, όμως, που μετέβαλαν ουσιαστικά το τοπίο στην Κοινωνική Ασφάλιση ήταν η διοικητική και οικονομική αναμόρφωση των μεγάλων Ταμείων, η επέκταση του Ι.Κ.Α σε όλη τη χώρα, η παροχή φαρμακευτικής και νοσηλευτικής προστασίας σε νέες ομάδες ασφαλισμένων και συνταξιούχων (συνολικά 1,6 εκατ. νέοι δικαιούχοι) και η ασφαλιστική κάλυψη όλου του ενεργού πληθυσμού, με συνέπεια την κάλυψη του 99 % των εργαζομένων.

Ακόμα, αξίζει να σημειωθεί η θεσμική κατοχύρωση ορισμένων ζητημάτων, απαραίτητη εν όψει της ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. Αυτά ήταν η επέκταση της 35ετίας και στον ιδιωτικό τομέα, η αυτόματη αναπροσαρμογή των συντάξεων του Ι.Κ.Α ανάλογα με την εξέλιξη της οικονομίας και σε αντιστοιχία με την αύξηση του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη και η ευθυγράμμιση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα μέσω της θέσπισης της διαδοχικής ασφάλισης από τον πρώτο στο δεύτερο.

Δεδομένου, όμως, ότι η εφαρμογή της αντιστοιχίας εισφορών - παροχών θα είχε ως συνέπεια την ουσιαστική κατάργηση των κατώτατων ορίων συντάξεων και την ανατροπή της ασφαλιστικής ισορροπίας, η κυβέρνηση προώθησε την ενίσχυση των κατώτατων ορίων συντάξεων και την κάλυψη όλων των έως τότε ανασφάλιστων πολιτών με την παροχή μίας ελάχιστης σύνταξης και δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Το μέτρο αυτό σχεδιάστηκε επί κυβερνήσεων Καραμανλή και υλοποιήθηκε επί Ράλλη, αποτελώντας την κορωνίδα της κοινωνικής πολιτικής των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΤΗΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΣΤΗΝ Ε.Ο.Κ 

Η προσχώρηση στην Ε.Ο.Κ αποτελούσε εξέλιξη αλληλένδετη με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Ο Καραμανλής προσέβλεψε πρωταρχικά στα πολιτικά οφέλη της χώρας από την ένταξη σε έναν ισχυρό συνασπισμό κρατών με προοπτικές ενοποίησης σε πολιτικό επίπεδο, ενώ τα οικονομικά οφέλη έπαιζαν μάλλον συμπληρωματικό ρόλο. Όπως το έθεσε και ο ίδιος, επεδίωκε την ένταξη «προπάντων για λόγους πολιτικούς, που αναφέρονται εις την σταθεροποίησιν της Δημοκρατίας και εις το μέλλον του έθνους. Διότι είναι πλέον σαφές ότι η Ελλάς εντασσόμενη στην Ευρώπη θα επιτύχη και την ενίσχυσιν της εξωτερικής ασφάλειας και την κατοχύρωσιν του δημοκρατικού της πολιτεύματος».

Θεωρώντας, λοιπόν, την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ ως τον καλύτερο τρόπο για τη σταθεροποίηση της Δημοκρατίας και τη διασφάλιση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων ασφάλειάς της, ο Καραμανλής υπέβαλε τον Ιούνιο του 1975 αίτημα για πλήρη προσχώρηση της χώρας του στην Κοινότητα, χωρίς να περιμένει την πλήρη εφαρμογή της Συμφωνίας Σύνδεσης, της οποίας οι μεταβατικές διατάξεις επεκτείνονταν έως το 1984, δεδομένου, μάλιστα, ότι οι σχέσεις με την Ευρώπη γενικότερα είχαν «παγώσει» μετά την επιβολή της δικτατορίας. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωνε τις διαρθρωτικές αδυναμίες της Ελληνικής οικονομίας, που περιόριζαν τη δυνατότητά της να εναρμονιστεί με τις οικονομίες των κρατών - μελών.

Επεσήμαινε δε το μέγεθος του αγροτικού πληθυσμού και τη δομή της αγροτικής οικονομίας, καθώς και τη σχετικά ασθενή βιομηχανική βάση, φοβούμενη ότι μία ένταξη της Ελλάδας πριν από την προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών θα επιβάρυνε υπέρμετρα την Κοινότητα. Όμως, η εισαγωγή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, ακόμα και με τη στήριξη της Επιτροπής, θα συνιστούσε ένα περίπλοκο και χρονοβόρο εγχείρημα. Η Επιτροπή πρότεινε μία προπαρασκευαστική περίοδο ορισμένων ετών πριν αναληφθούν οι υποχρεώσεις της ένταξης.


Η αντίδραση του Καραμανλή ήταν δυναμική και η πίεσή του σε πολιτικό επίπεδο αποτελεσματική, καθώς το συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών απέρριψε στις 9 Φεβρουαρίου την αρνητική γνωμοδότηση της Επιτροπής, ανοίγοντας το δρόμο, έπειτα από επίπονες διαπραγματεύσεις, για την υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης στις 28 Μαΐου του 1979 στο Ζάππειο Μέγαρο. Ο Καραμανλής και η κυβέρνησή του επιδίωκαν την ταχύτερη δυνατή ένταξη για μία σειρά από λόγους: η συναίνεση των Ευρωπαίων για τη διεύρυνση προς Νότο, αλλά και της Ελληνικής κοινής γνώμης για την ένταξή της στα «αχαρτογράφητα νερά» της Ευρώπης, υπό την επίδραση, μάλιστα, μίας «θορυβώδους» αντιπολίτευσης, δεν ήταν καθόλου δεδομένη.

Η επιδίωξη αυτή του Καραμανλή στέφθηκε από επιτυχία, καθώς υπερκέρασε τόσο τις αντιρρήσεις εκείνων που στρέφονταν εναντίον της διεύρυνσης και επιθυμούσαν τουλάχιστον την ταύτιση του χρονοδιαγράμματος της Ελληνικής ένταξης με εκείνη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, όσο και εκείνων που αντικειμενικά διέβλεπαν τις δυσκολίες προσαρμογής μίας ανέτοιμης ακόμα Ελληνικής οικονομίας. Η κριτική αντιμετώπιση των διαπραγματεύσεων που διεξήγαγε η Ελληνική κυβέρνηση, με υπεύθυνο τον Γεώργιο Κοντογεώργη και ένα εξαιρετικό επιτελείο τεχνοκρατών, δεν ευσταθεί, αφού και οι μεταγενέστερες προσχωρήσεις δεν επιτεύχθηκαν με ουσιωδώς διαφορετικές προβλέψεις.

Το περίφημο «κοινοτικό κεκτημένο» δεν άφηνε πολλά διαπραγματευτικά περιθώρια πέρα από μεταβατικές ρυθμίσεις για ορισμένα αγροτικά προϊόντα ή και κάποια έκτακτη προενταξιακή βοήθεια. Συνεπώς, αυτό που πρέπει να υπογραμμίζεται είναι ότι η επιτυχία της κυβέρνησης να γίνει το αίτημα ένταξής της αποδεκτό σε τόσο σύντομο διάστημα μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας δεν ήταν καθόλου αυτονόητη. Η ταχεία και ομαλή αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών και η επίλυση του πολιτειακού ζητήματος, ειδικά αν συγκριθεί με τις αντίστοιχες διαδικασίες στα κράτη της Ιβηρικής ή της Λατινικής Αμερικής, κατέστησαν δυνατή την ευόδωση του Ελληνικού αιτήματος και την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων μέχρι τα τέλη του 1978.

Το μειονέκτημα μίας τόσο ταχείας διαδικασίας ήταν η ελλιπής προετοιμασία της οικονομίας και της κοινωνίας εν όψει της ένταξης. Η κυβέρνηση αναγνώριζε ότι έπρεπε να υπάρξει έγκαιρη προσαρμογή στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον που συνιστούσε η ΕΟΚ. Πράγματι, τόσο η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Ράλλη όσο και οι διατάξεις του νέου Συντάγματος εντάσσονται σε μία ευρύτερη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, όπως και άλλες πρωτοβουλίες σε θεσμούς, κρατική διοίκηση κ.λπ., όχι, όμως, στην κλίμακα που ήταν απαραίτητο, αφού ο κρατικός μηχανισμός αποδείχθηκε μάλλον ανασχετικός παράγοντας τόσο πριν όσο και μετά την ένταξη.

Εξάλλου, την προσπάθεια διαμόρφωσης κάποιας εναλλακτικής στρατηγικής προσαρμογής υπονόμευε και η αξιωματική αντιπολίτευση μετά το 1977, που πρέσβευε μία πολιτική αποσύνδεσης από το διεθνή και τον ευρωπαϊκό περίγυρο. Θα πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι αυτονόητη δεν ήταν ούτε η επιλογή της στρατηγικής κατεύθυνσης της χώρας προς τη Δύση και ειδικά προς την Ευρωπαϊκή κοινότητα. Σε μία εποχή έντονης αντιπαλότητας για το κατάλληλο οικονομικοκοινωνικό καθεστώς, η ένταξη στην Ε.Ο.Κ ταυτίστηκε με την επιλογή εσωτερικού οικονομικού μοντέλου, καθώς συνεπαγόταν την αποδοχή συγκεκριμένων θεσμών και προτύπων στο πλαίσιο της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς.

Το κυρίαρχο πρότυπο της μικτής οικονομίας ή του ρυθμιζόμενου καπιταλισμού καθόριζε και τις επιλογές της οικονομικής πολιτικής, οι οποίες εκλάμβαναν αυτήν την περίοδο μορφή καθεστωτικού ζητήματος λόγω της ριζοσπαστικοποίησης του πολιτικού σκηνικού και της κοινωνίας ευρύτερα. Στο πλαίσιο αυτό, εκδηλώθηκε οξεία η αντιπαράθεση ανάμεσα στους θεματοφύλακες ενός φιλελεύθερου καθεστώτος, προστατευμένου, ωστόσο, χάρη στην παρέμβαση του κράτους, και στους θιασώτες μίας σοσιαλιστικής οικονομίας διαφόρων αποχρώσεων – από τριτοκοσμικές έως ορθόδοξες σοσιαλιστικές λύσεις.

Το πρόβλημα αυτής της αντιπαράθεσης ήταν ότι διεξήχθη με ιδεολογικούς όρους, ανάμεσα στην υιοθέτηση καπιταλισμού ή σοσιαλισμού, και δεν αφορούσε ουσιαστικά ζητήματα, όπως οι συνέπειες της ένταξης για τη γεωργία, το εξωτερικό εμπόριο κ.λπ. Μόνο το Κ.Κ.Ε Εσωτερικού και η Ε.Δ.Α τάσσονταν εκείνη την περίοδο υπέρ της ένταξης, έστω και κριτικά, θεωρώντας ότι με την προϋπόθεση ορισμένων διαρθρωτικών αλλαγών θα μπορούσε η εξέλιξη αυτή να ενισχύσει τις διαδικασίες εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της χώρας.

Ο Καραμανλής και ο ευρύτερος φιλελεύθερος χώρος συσχέτιζαν ξεκάθαρα την επικείμενη ένταξη με την υιοθέτηση συγκεκριμένου πολιτικού και οικονομικού μοντέλου και δικαιώθηκαν όχι μόνο από τις εσωτερικές, αλλά και από τις διεθνείς εξελίξεις. Η Ελλάδα με την ένταξή της διασφάλισε τόσο τη θέση της στο δυτικό σύστημα, και μάλιστα σε μία εποχή που οι σχέσεις της με τη Βορειοατλαντική Συμμαχία ήταν ιδιαίτερα προβληματικές, αλλά και ένα καθεστώς ομαλής Δημοκρατίας και μικτής οικονομίας.

Αν η ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ είχε αναβληθεί, τότε είναι πολύ πιθανό ότι θα είχε χάσει και το επόμενο κύμα διεύρυνσης του 1985 που έφερε την Ισπανία και την Πορτογαλία στους κόλπους της Κοινότητας, καθώς οι επιλογές του Παπανδρέου πιθανόν να προκαλούσαν έντονη δυσφορία στα κράτη - μέλη. Το χειρότερο θα ήταν ότι η στρατηγική αυτή επιλογή θα είχε αποδυναμωθεί σε καθοριστικό βαθμό στους κόλπους της κοινής γνώμης και δεν θα υπήρχε η ανάλογη δυναμική για τη διεκδίκηση της ένταξης μετά τις ρητορικές εξάρσεις και τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η ηγεσία του ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Όπως και να ’χει, η παράταση αυτής της κατάστασης θα επέφερε πολιτική αστάθεια, οικονομική κρίση και πιθανή εμπλοκή της χώρας στον κυκεώνα των βαλκανικών εθνικισμών, που μία δεκαετία αργότερα αναδύθηκαν εκ νέου στην επιφάνεια. Σε αυτό το πλαίσιο, εξάλλου, είναι χρήσιμο να εξεταστεί και η μετάβαση του Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, σε μία προσπάθειά του να προστατεύσει τη συνέχιση του δόγματος που με τόσο δυναμισμό υπερασπιζόταν: «Ανήκομεν εις την Δύσιν».


ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 

Ουσιαστικά, η υπό εξέταση περίοδος διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας (1974 - 1981) αποτελεί έναν κύκλο της Ελληνικής οικονομίας: Από την κρίση του 1974 στη σταθεροποίηση και ανάπτυξη και μετά πάλι στη στασιμότητα και τον πληθωρισμό. Στη διαμόρφωση αυτού του κύκλου συνέτειναν εξωτερικοί (διεθνείς πετρελαϊκές κρίσεις, Κυπριακό, Ελληνοτουρκικά) και εσωτερικοί παράγοντες (η κυβερνητική οικονομική πολιτική, ιδεολογικές αντιλήψεις, αριστερόστροφη πορεία της κοινωνίας, κομματισμός, χαλαρή δημόσια ηθική κ.λπ.). Υπό την επήρεια της διεθνούς κρίσης, οι ρυθμοί ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας σημείωσαν επιβράδυνση.

Όμως, είναι αναντίρρητο ότι βελτιώθηκε θεαματικά το επίπεδο ευημερίας του Ελληνικού λαού: το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε, σε τρέχουσες τιμές, από 65.000 δραχμές το 1974 σε 186.500 το 1980, δηλαδή κατά 187 %. Αυτό σημαίνει ότι σε σταθερές τιμές η αύξηση ανερχόταν στο 23 %, από τους υψηλότερους ρυθμούς που επιτεύχθηκαν διεθνώς. Σύμφωνα με την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ, η ανάπτυξη της περιόδου 1974 - 1981, παρά τα προβλήματα που ανέκυψαν κατά τα τέλη της, πέτυχε να βελτιώσει τη διανομή του εισοδήματος, όπως ήταν ο πρώτιστος στόχος του Καραμανλή, σε αντίθεση με ό,τι καταγράφεται για τη δεκαετία του 1980.

Οπότε ακολουθήθηκε μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική βασισμένη αποκλειστικά στον εξωτερικό δανεισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π ανερχόταν το 1981 στο 77,7 % του μέσου όρου των κρατών - μελών της Ε.Ο.Κ, για να υποχωρήσει το 1990 στο 65,5 % και να επανέλθει στο 75,5 % μόλις το 2004. Από την αύξηση του εθνικού εισοδήματος επωφελήθηκαν κατά κύριο λόγο οι μισθωτοί: οι εβδομαδιαίες αποδοχές των βιομηχανικών εργατών αυξήθηκαν κατά 241 % και οι μηνιαίες αποδοχές των υπαλλήλων κατά 205,4 %, δηλαδή με ρυθμούς ανώτερους της αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος.

Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου φαινόταν ενδεικτικά, πέρα από την αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων, από την αύξηση των αυτοκινήτων Ι.Χ., που έφθασαν το 1980 στις 852.800 από 355.500 το 1974, σημειώνοντας, μάλιστα, μεγαλύτερη αύξηση στην περιφέρεια από ό,τι στα αστικά κέντρα. Δεν επρόκειτο, όμως, απλά για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, αλλά για τη μείωση των ανισοτήτων χάρη στην εντυπωσιακή αναδιανομή εισοδήματος που συντελέστηκε την περίοδο αυτή και συνεχίστηκε μέχρι το 1982.

Το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής συνδέεται με τη μείωση καταρχάς του ποσοστού σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα (σχετικά φτωχή είναι η οικογένεια που διαθέτει ισοδύναμο εισόδημα ή επίπεδο κατανάλωσης μικρότερο από το μισό του μέσου ισοδύναμου εισοδήματος και όχι μόνο του χρηματικού) κατά το διάστημα 1974 - 1981 από 23,5 % σε 16 %, για να μείνει έκτοτε σταθερό και με ανοδικές τάσεις (16,6 % το 1988). Αντίστοιχα, το ποσοστό της απόλυτης φτώχειας (ορίζεται σε συνάρτηση με ένα ελάχιστο επίπεδο αγοραστικής δύναμης που θεωρείται ότι εξασφαλίζει τα στοιχειώδη) μειώθηκε από 23,5 % το 1974 σε 8,8 % το 1981 - 1982, για να φθάσει ακόμα και στο 9,4 % το 1988.

Στο επίπεδο του αποτελέσματος ασφαλώς οι προθέσεις της κυβέρνησης υπερέβαιναν τις δυνατότητές της, δεδομένων των εγχώριων και των διεθνών οικονομικών περιορισμών. Ακόμα και ο Αποστολάτος παραδέχθηκε στα μέσα του 1981 ότι τα βήματα που έγιναν ήταν σημαντικά, αλλά το σύστημα δεν είχε καθαρίσει από τις παραλείψεις και τα σφάλματα του παρελθόντος ούτε είχε αποκατασταθεί η κοινωνική δικαιοσύνη. Η αναποτελεσματικότητα μίας επεκτατικής πολιτικής, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της τους εξωτερικούς περιορισμούς μίας μικρής ανοιχτής οικονομίας, όπως η Ελληνική, είναι ασφαλώς ένα ζήτημα προς εξέταση.

Διαφέρει, όμως, από το βασικό πρόβλημα, το οποίο εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα επιτεύγματα της περιόδου αυτής, χάρη στην υλοποίηση ενός φιλελεύθερου ιδεολογικά προγράμματος με κοινωνική κατεύθυνση, δεν είχαν συνέχεια, αλλά χάθηκαν στα απόνερα του πολιτικού καιροσκοπισμού, της επίπλαστης ευδαιμονίας και του ατομικισμού, των εντελώς αντίθετων, δηλαδή, αξιών από εκείνες που πρέσβευε ως πολιτικός και ως άνθρωπος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Ο Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΙ Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 

Οι Προσδιοριστικές Παράμετροι της Νέας Εξωτερικής Πολιτικής

Τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974, έπειτα από σχεδόν 11 χρόνια αυτοεξορίας στο Παρίσι, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποβιβάστηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, όπου έγινε δεκτός μέσα σε φρενήρη ενθουσιασμό από χιλιάδες λαού. Λίγο αργότερα, ορκίστηκε πρωθυπουργός και σχημάτισε την κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Επειτα από την επταετή δοκιμασία της δικτατορίας, η Δημοκρατία είχε αποκατασταθεί στην Ελλάδα. Πέρα από τις κοσμογονικές αλλαγές που η μεταβολή αυτή επέφερε στο εσωτερικό της χώρας, έμελλε, όπως ήταν φυσικό, να ασκήσει ταυτόχρονα καθοριστική επίδραση στη χάραξη και την άσκηση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Παραμένοντας αδιάλειπτα στην πρωθυπουργία από τον Ιούλιο του 1974 έως τον Μάιο του 1980, οπότε μεταπήδησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ο Καραμανλής διαμόρφωσε όσο κανείς άλλος τους διπλωματικούς προσανατολισμούς της Ελλάδας. Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων, η κληρονομιά που είχε αφήσει το δικτατορικό καθεστώς ήταν απογοητευτική. Το διεθνές κύρος της Αθήνας είχε καταρρακωθεί και η χώρα είχε βρεθεί σε πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά δεδομένα απομόνωση σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η αναστολή εφαρμογής της Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΟΚ και η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης (1969) υπήρξαν τα κορυφαία και πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ακόμα χειρότερα, παρωθούμενοι από εθνικιστικές παρορμήσεις και παραγνωρίζοντας τους στοιχειώδεις κανόνες της λογικής, οι ιθύνοντες της δικτατορίας είχαν, με μια σειρά από ερασιτεχνικούς χειρισμούς, προκαλέσει διαδοχικές κρίσεις στο Κυπριακό, οι οποίες όχι μόνο επιδείνωσαν την Ελληνική θέση, αλλά επιπλέον συνέβαλαν στη δημιουργία χάσματος ανάμεσα στην Αθήνα και τη Λευκωσία.


Το εγκληματικό πραξικόπημα εναντίον του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ αποτέλεσε τον τραγικό επίλογο, ανοίγοντας το δρόμο για την Τουρκική εισβολή και την κατάληψη του βόρειου τμήματος της Μεγαλονήσου. Με αυτά τα δεδομένα, η επάνοδος στην οδό της σύνεσης και του ρεαλισμού, που τόσο είχαν λείψει κατά την διάρκεια της δικτατορίας, αποτελούσε τη απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική προάσπιση των εθνικών συμφερόντων. Κορυφαίοι στόχοι της νέας εξωτερικής πολιτικής, την οποία θεμελίωσε ο Καραμανλής, δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από την προάσπιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και την κατοχύρωση της ελληνικής ασφάλειας.

Αντιμετωπίζοντας απειλές στα σύνορά της, πρωτίστως από την πλευρά της Τουρκίας, η Ελλάδα ήταν φυσικό να ενδιαφέρεται για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενίσχυση της αμυντικής της ετοιμότητας. Ταυτόχρονα, ο Καραμανλής ήταν πεπεισμένος ότι η επίτευξη των στόχων που ο ίδιος είχε δημόσια θέσει θα διευκολυνόταν αποφασιστικά μέσα από την πολύπλευρη δραστηριοποίηση της Ελληνικής διπλωματίας, με σκοπό την εξασφάλιση όσο το δυνατόν σημαντικότερων διεθνών ερεισμάτων για την Αθήνα. Συναφείς προς τις δύο προηγούμενες επιδιώξεις ήταν και εκείνες της προσήλωσης στα ιδεώδη της ειρήνης και της προώθησης της ιδέας της διεθνούς συνεργασίας.

Παρά την πικρία και την απογοήτευση που είχε δημιουργήσει η αδυναμία του Ο.Η.Ε να παρέμβει αποφασιστικά και να ανατρέψει τα τετελεσμένα που με βίαιο τρόπο είχε επιβάλει η Τουρκία στην Κύπρο, η Ελλάδα παρέμενε σταθερά υπέρμαχη των αρχών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αντιμετωπίζοντας μάλιστα θετικά την προοπτική ενίσχυσης του ρόλου του Οργανισμού στο διεθνές γίγνεσθαι. Παράλληλα, η Αθήνα τασσόταν ανεπιφύλακτα υπέρ αφενός της ειρηνικής διευθέτησης των διεθνών διαφορών και αφετέρου πρωτοβουλιών, όπως εκείνης του Ο.Η.Ε για τον αφοπλισμό, οι οποίες κατέτειναν στη μείωση των διακρατικών εντάσεων και στην εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.

Αποτελώντας δύναμη που κατεξοχήν ενδιαφερόταν για τη διαφύλαξη και όχι για την ανατροπή του status quo, η Ελλάδα ήταν φυσικό να αποβλέπει με συμπάθεια και να υποστηρίζει κάθε ενέργεια που εξυπηρετούσε αυτό το σκοπό. Κατά συνέπεια, η συμμετοχή της χώρας στις εργασίες της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη ήταν αυτονόητη επιλογή, από τη στιγμή μάλιστα που η υπογραφή της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι τον Αύγουστο του 1975 συγκεφαλαίωνε, υπό τη μορφή δεκαλόγου, όλες τις θεμελιώδεις αρχές που διέπνεαν την Ελληνική εξωτερική πολιτική:

Κυριαρχική ισότητα των κρατών, αποχή από τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας, απαραβίαστο των συνόρων, εδαφική ακεραιότητα, ειρηνική διευθέτηση των διεθνών διαφορών, αποφυγή ανάμιξης στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών, σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτοδιάθεση των λαών, διακρατική συνεργασία, τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο. Ταυτόχρονα, όμως, ο Καραμανλής δεν δίστασε να δια- τυπώσει ευθέως ενώπιον όλων των υπόλοιπων μελών της Διάσκεψης τον έντονο προβληματισμό της Αθήνας σχετικά με την πρακτική σημασία των συμφωνηθέντων, τα οποία είχαν προκαταβολικά παραβιαστεί από την Τουρκία στην περίπτωση της Κύπρου.

«Η αξία βέβαια των δέκα αρχών -όπως και κάθε διεθνούς συμφωνίας- δεν ευρίσκεται στα κείμενα, αλλά στην ειλικρίνεια των συμβαλλομένων˙ και στην πεποίθησή τους για την αναγκαιότητα της εφαρμογής τους», υπογράμμιζε ο Έλληνας πρωθυπουργός, ο οποίος, ωστόσο, παρέμενε προσηλωμένος προς τα ιδανικά που η Τελική Πράξη του Ελσίνκι είχε κωδικοποιήσει. «Θέλω να ελπίζω», κατέληγε στην ομιλία του στη Φινλανδική πρωτεύουσα:

«Ότι η Τελική Πράξη θα συμβάλη στην επικράτηση του δικαίου και των ειρηνικών διαδικασιών, στον αποκλεισμό της βίας και στον σεβασμό της ανεξαρτησίας των λαών. Θέλω όμως να πιστεύω επίσης ότι το έργο της Διασκέψεως θα συντελέση στην δημιουργία μιας νέας νοοτροπίας, που όχι μόνον θα προωθήση την εφαρμογή των βασικών αρχών μας, αλλά και θα επιτρέψη την επανόρθωση τραγικών αδικιών εις βάρος μικρών λαών. Αλλως η Διάσκεψη Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη δεν θα μπορή να ισχυρισθή ότι επέτυχε πραγματικά».

Ακρογωνιαίος λίθος της εξωτερικής πολιτικής που εισηγήθηκε και εφάρμοσε ο Καραμανλής ήταν ο αταλάντευτα φιλοδυτικός προσανατολισμός της Ελλάδας. Ως ένας από τους κατεξοχήν ρεαλιστές ηγέτες, ο Μακεδόνας πολιτικός δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τα δεδομένα της αδήριτης γεωπολιτικής πραγματικότητας, τα οποία, για λόγους όχι μόνο ιδεολογικούς, αλλά πρωτίστως προάσπισης των εθνικών συμφερόντων, επέβαλαν τη συμπαράταξη της Αθήνας με τις δυνάμεις του δυτικού κόσμου. «Την ειδικώτερη όμως πολιτική της Ελλάδος προς τον έξω κόσμο», τόνιζε μιλώντας στη Βουλή τον Δεκέμβριο του 1974:

«Την προσδιορίζει η γεωπολιτική της θέσις και τα πάγια συμφέροντα του έθνους. Γεωγραφικώς, πολιτικώς και ιδεολογικώς η Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν. Και στη συνεργασία με την Δύση αποβλέπει κυρίως η Ελλάς για να κατοχυρώσεη την ασφάλειά της και να προωθήση την υλική ευημερία και την πολιτιστική της ανάπτυξη».

Η τελευταία φράση καταδείκνυε μια επιπλέον σημαντική πτυχή του τρόπου με τον οποίο ο Καραμανλής αντιλαμβανόταν τη χάραξη και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής και τη σχέση της με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας. Για τον Καραμανλή, η εξωτερική και η εσωτερική πολιτική δεν αποτελούσαν δύο στεγανά τμήματα, δύο κόσμους που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Αντίθετα, τις αντιμετώπιζε ως απολύτως διασυνδεδεμένα στοιχεία του ίδιου ανατροφοδοτούμενου συστήματος.

Η βελτίωση, με άλλα λόγια, της διεθνούς θέσης της Ελλάδας θα τόνωνε το αίσθημα ασφάλειας και κατά συνέπεια αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη και την ευημερία του Ελληνικού λαού. Αλλά και αντίστροφα, η οικονομική πρόοδος ήταν όρος αναγκαίος για την ενίσχυση τόσο της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας σε διεθνές επίπεδο όσο και της αμυντικής της ικανότητας έναντι απειλών, όπως πρωτίστως εκείνης της Τουρκίας.


ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 

Στην περίοδο που ακολούθησε την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το Ελληνικό πρόβλημα ασφάλειας προερχόταν αναμφίβολα από την κλιμάκωση της Τουρκικής επιθετικότητας. Η εισβολή και η στρατιωτική κατοχή, κατά παράβαση κάθε έννοιας του Διεθνούς Δικαίου, του βόρειου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας αρκούσαν για να οδηγήσουν σε οριακό σημείο τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η πίεση της Άγκυρας εις βάρος της Αθήνας, ωστόσο, δεν περιορίστηκε στο Κυπριακό, αλλά έλαβε πολύ ευρύτερες διαστάσεις, μεταφερόμενη και στο χώρο του Αιγαίου, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επίταση της Ελληνικής ανασφάλειας.

Δίνοντας με σαφήνεια το στίγμα των κάθε άλλο παρά φιλικών διαθέσεών της, η Τουρκική πλευρά επέλεξε να θέσει επί τάπητος μια σειρά από ζητήματα, τα οποία αθροιζόμενα δημιουργούσαν μια αλυσίδα διεκδικήσεων που κατέληγε να αμφισβητεί στην πράξη θεμελιώδη κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο χώρο του Αρχιπελάγους. Η άρνηση ότι τα Ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου διέθεταν υφαλοκρηπίδα, η επιμονή υπέρ της διατήρησης της αποστρατικοποίησής τους, η αμφισβήτηση του εύρους του Ελληνικού εναέριου χώρου πέραν των 6 ναυτικών μιλίων καθώς και των ορίων της Περιοχής Πληροφοριών Πτήσεων (FIR) Αθηνών, αλλά και η ταυτόχρονη αμφισβήτηση του δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα συνέθεταν την εικόνα της Τουρκικής κακοπιστίας.

Με σκοπό την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη αναχαίτιση της Τουρκικής απειλής, ο Καραμανλής έδωσε προτεραιότητα στην αναδιοργάνωση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, το κύρος και η μαχητική ικανότητα των οποίων είχαν υποστεί σοβαρό πλήγμα κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας. Η απογοητευτική επιστράτευση του Ιουλίου του 1974 και η πρακτική αδυναμία ανάληψης οποιασδήποτε στρατιωτικής πρωτοβουλίας από την πλευρά της Ελλάδας την ίδια περίοδο εξαιτίας της πλημμελούς προετοιμασίας και της έλλειψης των απαραίτητων μέσων ώθησαν τον Καραμανλή στην απόφαση οι αλλαγές σε επιχειρησιακό επίπεδο να συνοδευτούν και από πρωτοβουλίες.

Πρωτοβουλίες που θα βελτίωναν αισθητά την υλικοτεχνική υποδομή και των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. Έτσι, η προμήθεια σύγχρονου πολεμικού υλικού, ικανού να θωρακίσει την άμυνα της χώρας έναντι της Τουρκικής απειλής και να ενισχύσει με αυτό τον τρόπο την αποτρεπτική ικανότητα της Αθήνας, υπήρξε θεμελιώδης στόχος κατά την εξαετία 1974 - 1980. Με σκοπό, εξάλλου, τη μείωση της εξάρτησης της Ελλάδας από τις ξένες αγορές, έμφαση δόθηκε ταυτόχρονα στην ίδρυση εγχώριων πολεμικών βιομηχανιών, οι οποίες θα διασφάλιζαν την Ελληνική αυτάρκεια σε κρίσιμα υλικά σε περίπτωση που οι συνθήκες το απαιτούσαν.

Πέρα από την -κρίσιμης σημασίας για την αποτελεσματική προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας- προσπάθεια ενίσχυσης της αμυντικής ισχύος της χώρας με σκοπό την αποκατάσταση της ισορροπίας των στρατιωτικών δυνάμεων στο Αιγαίο, ο Καραμανλής επιχείρησε εξίσου να αξιοποιήσει όλα τα διαθέσιμα νομικά μέσα προκειμένου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις -στοιχειώδους έστω- χαλάρωσης της έντασης στις σχέσεις Αθήνας - Άγκυρας. Σε αυτό το πλαίσιο, τον Ιανουάριο του 1975 η Ελληνική κυβέρνηση πρότεινε στην Τουρκία την παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Αντίστοιχα, ο Καραμανλής αναζήτησε το έδαφος για την απευθείας Ελληνοτουρκική συνεννόηση σε πολιτικό επίπεδο. Πράγματι, στις 31 Μαΐου 1975, στο περιθώριο των εργασιών της Συνόδου Κορυφής του Ν.Α.Τ.Ο στις Βρυξέλλες, ο Έλληνας πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον Τούρκο ομόλογό του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Κατά τη διάρκεια της πρώτης Ελληνοτουρκικής Συνάντησης Κορυφής μετά την εισβολή στην Κύπρο, επιβεβαιώθηκε η διάσταση απόψεων των δύο πλευρών για σχεδόν όλα τα ζητήματα που είχαν στο παρελθόν δημιουργήσει τριβές στις σχέσεις Αθήνας - Άγκυρας.

Έτσι, ακόμα και η συμφωνία για την ειρηνική επίλυση των Ελληνοτουρκικών προβλημάτων μέσω διαπραγματεύσεων και ει- δικά του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου αποδείχθηκε περιορισμένης σημασίας, καθώς, επικαλούμενη την ύπαρξη διάφορων διαδικαστικής φύσης εμποδίων, η Άγκυρα απέφυγε συστηματικά τη νομική οδό της διευθέτησης της διαφοράς. Το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας έμελλε να προκαλέσει την πρώτη μείζονα κρίση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά το 1974. Το καλοκαίρι του 1976 η έξοδος του Τουρκικού σκάφους «ΜΤΑ Σισμίκ Ι» (πρώην «Χόρα») στο Αιγαίο με σκοπό τη διεξαγωγή σεισμικών ερευνών σε περιοχές που ανήκαν στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα έφερε τις δύο γειτονικές χώρες στα πρόθυρα του πολέμου.

Αντιδρώντας άμεσα, η Αθήνα προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε και μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο. Ταυτόχρονα, η Ελληνική κυβέρνηση διατράνωσε την πρόθεσή της να υπερασπιστεί με κάθε μέσο τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, προχωρώντας για αυτό το λόγο στην άμεση κινητοποίηση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ σε προσωπικό του μήνυμα προς τον υπουργό Εξωτερικών των Η.Π.Α Χένρυ Κίσινγκερ ο Καραμανλής σημείωνε με νόημα: «Αν η Τουρκία επιμείνη στην αυθαιρεσίαν η Ελλάς δεν ημπορεί να μην αναζητήση τρόπους αντιδράσεως που θα είναι για όλους μας δυσάρεστοι και εν τη εξελίξει θα καταστούν επικίνδυνοι».

Η αποφασιστική Ελληνική στάση υποχρέωσε τελικά την Άγκυρα σε αναδίπλωση, η οποία έλαβε τη μορφή της αποχώρησης του «Σισμίκ» από την Ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η επιστροφή της Τουρκίας στην οδό των διαπραγματεύσεων επέτρεψε τον Νοέμβριο του 1976 τη σύναψη του Πρακτικού της Βέρνης, σύμφωνα με το οποίο οι δύο πλευρές δεσμεύονταν να απέχουν από κάθε ενέργεια στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου που θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες περιπλοκές στις μεταξύ τους σχέσεις. Η ευφορία, ωστόσο, που δημιουργήθηκε από την υπογραφή του Πρακτικού.

Η οποία ενισχυόταν από το γεγονός ότι η Τουρκία αποδέχτηκε την προοπτική επίλυσης της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα από το Διεθνές Δικαστήριο ή άλλο δικαστικό όργανο, πολύ γρήγορα θα εξανεμιζόταν κάτω από το βάρος της υπαναχώρησης της Άγκυρας από την αρχική συμφωνία και της συνέχισης των προκλητικών ενεργειών της στο Αιγαίο. Η άρνηση, εξάλλου, της Τουρκίας να συναινέσει στην από κοινού προσφυγή στη Χάγη είχε ως αποτέλεσμα τον Οκτώβριο του 1978 την απόρριψη από το Διεθνές Δικαστήριο της μονομερούς Ελληνικής προσφυγής, καθώς η σύμφωνη γνώμη όλων των εμπλεκόμενων μερών αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την εκδίκαση της υπόθεσης.


Εξαντλώντας κάθε περιθώριο φιλικής συνεννόησης με την Άγκυρα, ο Καραμανλής, παρά την αρχική του επιφυλακτικότητα, αποδέχθηκε πρόταση του Τούρκου ομολόγου του Μπουλέντ Ετσεβίτ για μεταξύ τους συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά τον Μάρτιο του 1978 στο Μοντραί. Κατά τη διάρκεια των διήμερων συνομιλιών, τέθηκαν επί τάπητος όλα τα θέματα που απασχολούσαν τις δύο πλευρές, με εξαίρεση το Κυπριακό. Στην πράξη, η συνάντηση του Μοντραί δεν κατέληξε σε κάποιο απτό αποτέλεσμα, πέραν της απόφασης των δύο πρωθυπουργών για τη συνέχιση των διμερών επαφών σε επίπεδο γενικών γραμματέων των εκατέρωθεν υπουργείων Εξωτερικών, οι οποίες όμως εν τέλει δεν προσέφεραν κάτι ουσιαστικότερο.

Η μη συμπερίληψη του ζητήματος της Κύπρου στην ατζέντα των Ελληνοτουρκικών συζητήσεων κορυφής του Μοντραί εντασσόταν στη γενικότερη στρατηγική του Καραμανλή για την επίλυση του Κυπριακού μετά το 1974. Ο Μακεδόνας πολιτικός ήταν πεπεισμένος ότι προσφορότερο πεδίο διευθέτησης του Κυπριακού ήταν εκείνο του διακοινοτικού διαλόγου μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ο οποίος διεξαγόταν υπό την αιγίδα του Ο.Η.Ε. Αντίθετα, εκτιμούσε ότι η εμπλοκή της Ελλάδας και της Τουρκίας μόνο προσκόμματα θα μπορούσε να δημιουργήσει στη διαδικασία, καθώς μοιραία θα καθιστούσε το Κυπριακό θέμα διμερούς Ελληνοτουρκικής διαφοράς.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Καραμανλής εξηγούσε ότι η Αθήνα θα εξακολουθούσε να συμπαρίσταται ολόψυχα στη Λευκωσία, όμως ήταν ευθύνη της τελευταίας να επιλέξει το δρόμο που θα ακολουθούσε για τη διευθέτηση του Κυπριακού. Σε κάθε περίπτωση, στα χρόνια που ακολούθησαν την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε για αυτό το σκοπό η Αθήνα, καμία ουσιαστική πρόοδος δεν σημειώθηκε ούτε στο Κυπριακό ούτε στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Εδραιωμένη στην αρχή της ειρηνικής διευθέτησης των διεθνών διαφορών, η πολιτική του Καραμανλή έναντι της Τουρκίας την περίοδο 1974 - 1980 αποσκοπούσε στη δημιουργία των προϋποθέσεων βελτίωσης του κλίματος μετά την τραυματική εμπειρία του «Αττίλα» και την αύξηση της Τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο. «Υπάρχουν τρεις τρόποι για την επίλυση των διεθνών διαφορών», τόνιζε ο Έλληνας πρωθυπουργός τον Μάρτιο του 1978.

«Ο διάλογος, η διαιτησία, ο πόλεμος. Οι ώριμοι λαοί, για να αποκλείσουν το τελευταίο, υιοθετούν να χρησιμοποιούν εξαντλητικά τον ειρηνικό διάλογο. Αυτό είναι αποφασισμένη να πράξη και η Κυβέρνησίς μου, επιδιώκουσα την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών μας με την Τουρκία, χωρίς να παραλείψη να προστατεύση αποτελεσματικά τα συμφέροντα της χώρας».

Η διαπίστωση, ωστόσο, της απροθυμίας της Άγκυρας αφενός να υπαναχωρήσει από τα εδαφικά τετελεσμένα που παράνομα είχε επιβάλει στην Κύπρο και αφετέρου να αποστασιοποιηθεί από την επιθετική της πολιτική έναντι της Ελλάδας δεν ευνοούσε τη δημιουργία κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Με αυτά τα δεδομένα, επομένως, όσο εδραία κι αν ήταν η προσήλωση του Καραμανλή στην οδό του διαλόγου με την Τουρκία ως της μόνης ενδεδειγμένης μεθόδου για την επίλυση των διμερών διαφορών, δεν αρκούσε για να αντιστρέψει το βαρύ κλίμα που είχε δημιουργηθεί.

H Αποχώρηση από το NATO

Είναι 6 το πρωί της 14ης Αυγούστου 1974. Tο Πολεμικό Συμβούλιο που έχει συγκληθεί στο Πεντάγωνο από τον πρωθυπουργό K. Καραμανλή, λίγο μετά την εκδήλωση του Αττίλα ΙΙ στην Κύπρο, καταλήγει στο συμπέρασμα τι η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να αντιταχθεί στρατιωτικά στην εισβολή ούτε με την αποστολή σμήνους μαχητικών αεροσκαφών ούτε με την προσπάθεια τορπιλισμού των Τουρκικών πολεμικών πλοίων από Ελληνικά υποβρύχια. Ακόμη και η συγκρότηση μιας πλήρους ετοιμοπόλεμης μεραρχίας και η προώθησή της στην Κρήτη ή στη Ρόδο, ώστε από εκεί να μπορεί να μεταφερθεί στην Κύπρο, απαιτεί χρόνο τουλάχιστον μιας εβδομάδας, δηλώνει η στρατιωτική ηγεσία.

Oι H.Π.A και το N.A.T.O δεν κάνουν τίποτα για να εμποδίσουν την τουρκική προέλαση, πως δεν έκαναν τίποτα για να εμποδίσουν και την εισβολή. Αντίθετα, όταν η Ελλάδα ζήτησε να συνέλθει εκτάκτως το Συμβούλιο του N.A.T.O, σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών, στις 30 Ιουλίου 1974, προβλέποντας την αποτυχία των διαπραγματεύσεων της Γενεύης, η απάντηση του Γενικού Γραμματέα του N.A.T.O, Γιόζεφ Λουνς, ήταν ότι ο ίδιος δεν θα παρίστατο γιατί αναχωρούσε για διακοπές και ότι δεν θα παρίσταντο επίσης οι περισσότεροι υπουργοί Εξωτερικών, λόγω απασχολήσεώς τους ή λόγω διακοπών. Δικαιολογημένα λοιπόν, ο K. Καραμανλής αποφάσισε την έξοδο της χώρας απ το στρατιωτικό σκέλος του N.A.T.O. 

H σχετική απόφαση ανακοινώθηκε μετά τη λήξη της έκτακτης συσκέψεως στο Πεντάγωνο και επικυρώθηκε από το έκτακτο Yπουργικό Συμβούλιο που συγκλήθηκε το μεσημέρι. H δυσφορία της Ελληνικής κοινής γνώμης για την παθητική στάση των συμμάχων απέναντι στις επιθετικές ενέργειες της Άγκυρας, η αδράνεια του γενικού γραμματέα, Γ. Λουνς, να αναλάβει οποιαδήποτε δραστική πρωτοβουλία, παρά τις σχετικές εκκλήσεις της Αθήνας, η επίκληση από το Στρατηγείο των Βρυξελλών της απόψεως ότι το Σύμφωνο εγγυάται την ασφάλεια και την ακεραιότητα των κρατών - μελών μόνο από «εξωτερικές» επιθέσεις. 

Η ανάγκη, τέλος, να θέσει κάτω από τον αποκλειστικό της έλεγχο τη διάταξη των Ενόπλων Δυνάμεων μέσα στον εθνικό χώρο, αποτελούν παράγοντες που συνέβαλαν στην απόφαση αυτή της Ελληνικής κυβερνήσεως.

Η.Π.Α ΚΑΙ Ν.Α.Τ.Ο

Αν στο επίπεδο των σχέσεων Αθήνας - Άγκυρας η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο οδήγησε στα πρόθυρα γενικευμένου Ελληνοτουρκικού Πολέμου, στο επίπεδο εκείνων της Ελλάδας με τις Η.Π.Α και το Ν.Α.Τ.Ο προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές. Τα αντιαμερικανικά (και κατ’ επέκταση αντινατοϊκά) συναισθήματα της Ελληνικής κοινής γνώμης, τα οποία είχαν οξυνθεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, κορυφώθηκαν λόγω της στάσης της Ουάσιγκτον στο Κυπριακό το καλοκαίρι του 1974. Δίνοντας προτεραιότητα στη διατήρηση της συνοχής της βορειοατλαντικής συμμαχίας, οι Η.Π.Α απεύχονταν το ενδεχόμενο ένοπλης Ελληνοτουρκικής ρήξης.

Ωστόσο, οι Αμερικανικές παραινέσεις για ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση, οι οποίες απευθύνονταν προς την Ελληνική κυβέρνηση την ώρα που η Τουρκία είχε ήδη καταλάβει τμήμα της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας και ετοιμαζόταν να προωθήσει περαιτέρω τις θέσεις της μέσω του «Αττίλα ΙΙ», δημιουργούσαν στην Ελληνική πλευρά έντονη απογοήτευση, καθώς η πολιτική των ίσων αποστάσεων που είχε υιοθετηθεί από την Ουάσιγκτον ερμηνευόταν από την Αθήνα ως απολύτως ευνοϊκή έναντι της Άγκυρας. Μην αφήνοντας κανένα περιθώριο παρερμηνείας, την παραμονή της εκδήλωσης του δεύτερου κύματος της Τουρκικής εισβολής, ο Καραμανλής τόνιζε ενώπιον του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα Χένρυ Τάσκα.


«Όχι μόνον γνωρίζει η αμερικανική Κυβέρνησις ποία πλευρά έχει το άδικον, αλλά έχει και τα μέσα να επιβάλη το δίκαιον. Αν δεν το πράξη εγκαίρως θα είναι υπεύθυνη διά την καταστροφήν η οποία διαγράφεται». Η αυστηρή προειδοποίηση του Καραμανλή δεν στάθηκε ικανή για να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι Η.Π.Α αντιμετώπιζαν τις δραματικές εξελίξεις στην Κύπρο. Η εκδήλωση του «Αττίλα ΙΙ» τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Αυγούστου 1974 επιβεβαίωσε την απροθυμία της Ουάσιγκτον να παρέμβει αποφασιστικά με στόχο την αποκατάσταση της νομιμότητας. Έκδηλα απογοητευμένος, ο Έλληνας πρωθυπουργός ανακοίνωσε αυθημερόν την απόφαση για την άμεση αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α.Τ.Ο.

Ταυτόχρονα, απέρριψε ως απροκάλυπτα προσχηματικό το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε από την πλευρά της Ουάσιγκτον αμέσως μετά την έναρξη της δεύτερης φάσης της Τουρκικής εισβολής, τονίζοντας στον Τάσκα ότι το ενδιαφέρον αυτό ήταν όψιμο και ερχόταν κατόπιν εορτής, την ώρα που η Ελληνική κυβέρνηση και ο Ελληνικός λαός ένιωθαν ότι είχαν προδοθεί. Η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α.Τ.Ο ήταν μια άσκηση ισορροπίας. Αποτελούσε τη μόνη ενέργεια στην οποία μπορούσε να προχωρήσει ο Καραμανλής με στόχο την άσκηση πίεσης προς τις Η.Π.Α και τα υπόλοιπα μέλη της συμμαχίας ώστε να εγκαταλείψουν την πολιτική των ίσων αποστάσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα ικανοποιούσε την Ελληνική κοινή γνώμη.

Παραμένοντας, επομένως, εντός του πολιτικού πλαισίου του Ν.Α.Τ.Ο, το οποίο μπορούσε να εγγυηθεί την Ελληνική ασφάλεια έναντι των μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, η Ελλάδα διατηρούσε ανέπαφο το φιλοδυτικό της προσανατολισμό, ελπίζοντας να κατορθώσει σταδιακά να πείσει την Ουάσιγκτον να ασκήσει πίεση στην Άγκυρα προκειμένου να υιοθετήσει πιο μετριοπαθείς θέσεις στο Κυπριακό και τα διμερή Ελληνοτουρκικά ζητήματα (υφαλοκρηπίδα, εναέριος χώρος κ.λπ.).

Η προσπάθεια του Καραμανλή να αξιοποιήσει στο έπακρο τον Αμερικανικό παράγοντα με σκοπό την κάμψη της τουρκικής αδιαλλαξίας θα επιβεβαιωνόταν κατά τη διάρκεια διαδοχικών συναντήσεων που είχε με τους προέδρους των ΗΠΑ Τζέραλντ Φορντ (1975) και Τζίμυ Κάρτερ (1977 και 1978). Ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν παρέλειπε σε κάθε ευκαιρία να τονίζει στους Αμερικανούς συνομιλητές του ότι η πορεία των Ελληνοαμερικανικών σχέσεων επηρεαζόταν αναπόφευκτα από τη στάση που τηρούσε η Ουάσιγκτον στην Ελληνοτουρκική διένεξη, φθάνοντας ακόμα και μέχρι του σημείου να προειδοποιήσει την Αμερικανική κυβέρνηση ότι σε έσχατη ανάγκη θα ήταν διατεθειμένος να εξετάσει το συνολικό αναπροσανατολισμό της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Απομακρύνοντας την Ελλάδα από το δυτικό κόσμο και επιδιώκοντας την προσέγγιση με τη Σοβιετική Ένωση. Παρά τις επίμονες προσπάθειες, η Αμερικανική πλευρά δεν ανταποκρίθηκε όσο θετικά θα επιθυμούσε ο Καραμανλής στις εκκλήσεις του για ενεργότερη μεσολάβηση της Ουάσιγκτον στη δίκαιη διευθέτηση του Κυπριακού και την αποκλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο. Αντίθετα, πιο πρακτικά αποτελέσματα είχε η προσπάθεια της Αθήνας να κατοχυρώσει την ισόρροπη κατανομή Αμερικανικού στρατιωτικού υλικού ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.

Πράγματι, τον Απρίλιο του 1976 Αθήνα και Ουάσιγκτον κατέληξαν στη σύναψη διμερούς αμυντικής συμφωνίας, βάσει της οποίας καθιερωνόταν η αρχή της αναλογίας 7:10 στη χορήγηση Αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία, αντίστοιχα. Με αυτόν τον τρόπο, η Ελληνική κυβέρνηση εξασφάλισε την κρίσιμη για τα εθνικά συμφέροντα διατήρηση της ισορροπίας των δυνάμεων στο Αιγαίο. Ταυτόχρονα, η Αμερικανική κυβέρνηση, μέσω επιστολής που απηύθυνε ο Κίσινγκερ στον Έλληνα ομόλογό του Δημήτρη Μπίτσιο, δεσμευόταν να αντιταχθεί σθεναρά σε οποιαδήποτε ενέργεια θα κατέτεινε στη διατάραξη της ειρήνης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.

Το ίδιο χρονικό διάστημα, ο Καραμανλής είχε ήδη αρχίσει να εξετάζει το ενδεχόμενο επιστροφής της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α.Τ.Ο, καθώς η αποχώρηση από αυτό κατέτεινε στην ενίσχυση της στρατηγικής σημασίας της Τουρκίας, η οποία αποτελούσε πλέον το μόνο πλήρες μέλος της συμμαχίας στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Ακόμα χειρότερα για την Ελληνική πλευρά, η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α.Τ.Ο είχε δώσει τη δυνατότητα στην Άγκυρα να εξασφαλίσει τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου. Πράγματι, οι συζητήσεις για την επάνοδο της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α.Τ.Ο ξεκίνησαν και συνεχίστηκαν με ταχύ ρυθμό.

Παρ’ όλα αυτά, εξαιτίας των προσκομμάτων που σταθερά παρενέβαλε η Τουρκία, οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε οριστική συμφωνία παρά μόνο τον Οκτώβριο του 1980, όταν πλέον την πρωθυπουργία στην Ελλάδα είχε αναλάβει ο Γεώργιος Ράλλης και αφού στο μεταξύ είχε επικρατήσει στην Τουρκία το -πιο ευεπίφορο σε Αμερικανικές πιέσεις- στρατιωτικό καθεστώς υπό το στρατηγό Κενάν Εβρέν. Τέλος, ένα από τα σημαντικότερα θέματα που ανέκυψαν ως αποτέλεσμα της αποχώρησης της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α.Τ.Ο ήταν εκείνο του καθεστώτος των Αμερικανικών βάσεων που βρίσκονταν σε Ελληνικό έδαφος.

Οι διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση αυτού του καθεστώτος ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 1975 και μέσα σε διάστημα δύο μηνών κατέληξαν σε προκαταρκτική συμφωνία, η οποία περιόριζε σημαντικά τις διευκολύνσεις και τα προνόμια που μέχρι τότε απολάμβαναν οι Αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα. Ωστόσο, η οριστική συμφωνία δεν κατέστη δυνατόν να συναφθεί παρά μόνο το 1983.

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ 

Συστατικό στοιχείο της νέας εξωτερικής πολιτικής που εγκαινιάστηκε από τον Καραμανλή το καλοκαίρι του 1974 αποτελούσε η ανάπτυξη όσο το δυνατόν στενότερων δεσμών φιλίας της Ελλάδας με τους Βαλκανικούς της γείτονες. Την προσπάθεια αυτή διευκόλυνε το κλίμα ύφεσης που επικρατούσε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στις σχέσεις Ανατολής - Δύσης. Η ιδιαίτερη σημασία που απέδιδε ο Καραμανλής στη βελτίωση των σχέσεων της Ελλάδας με τα σοσιαλιστικά κράτη της χερσονήσου του Αίμου θα αποδεικνυόταν από τις συχνές επαφές που διατήρησε με τους ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, οι οποίες έλαβαν τη μορφή ανταλλαγής επίσημων επισκέψεων.


Σε αυτό το πλαίσιο, η εμβάθυνση των φιλικών δεσμών αποτυπώθηκε κατ' αρχάς στο πεδίο της οικονομικής, τεχνικής και πολιτιστικής συνεργασίας. Ταυτόχρονα, για την Αθήνα η εμπέδωση των ερεισμάτων της στο Βελιγράδι, στο Βουκουρέστι και τη Σόφια αποτελούσε ενισχυτικό παράγοντα στην εργώδη προσπάθεια για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Επιχειρώντας εξάλλου, να δώσει ευρύτερο περιεχόμενο στις διπλωματικές του πρωτοβουλίες, ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε ευθύς εξαρχής διευκρινίσει ότι η Βαλκανική του πολιτική απέβλεπε στην προώθηση της συνεννόησης μεταξύ των Βαλκανικών κρατών τόσο σε διμερές όσο και σε πολυμερές επίπεδο, ανεξάρτητα από τις διαφορές των κοινωνικοπολιτικών τους συστημάτων.

Το διπλωματικό άνοιγμα του Καραμανλή προς τα Βαλκάνια εγκαινιάστηκε στα μέσα του 1975, όταν σε διάστημα δυόμισι μηνών επισκέφτηκε διαδοχικά το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι και τη Σόφια. Οι συζητήσεις που είχε στις τρεις πρωτεύουσες άνοιξαν το δρόμο για την αποκατάσταση αγαθών σχέσεων με τα αντίστοιχα κράτη. Παράλληλα, πέραν της διμερούς, η Ελληνική πλευρά προωθούσε και την ιδέα της πολυμερούς συνεννόησης μεταξύ των Βαλκανικών χωρών. Έτσι, επιχειρώντας αφενός να κεφαλαιοποιήσει άμεσα τα κέρδη από την επιτυχημένη περιοδεία του στις τρεις πρωτεύουσες και αφετέρου να εκμεταλλευθεί την ευνοϊκή συγκυρία που προέκυπτε από την υπογραφή της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι.

Ο Καραμανλής απηύθυνε τον Αύγουστο του ίδιου έτους πρόσκληση προς τους ηγέτες όχι μόνο της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας, αλλά και προς εκείνους της Αλβανίας και της Τουρκίας, προτείνοντας τη σύγκληση Διαβαλκανικής Διάσκεψης στην Αθήνα σε επίπεδο υφυπουργών Συντονισμού, με κύριο αντικείμενο την προώθηση της πολυμερούς συνεργασίας σε τεχνικά και οικονομικά ζητήματα. Σε εφαρμογή αυτής της πρότασης, εκπρόσωποι των κυβερνήσεων όλων Βαλκανικών κρατών, πλην της Αλβανικής, συναντήθηκαν στην Ελληνική πρωτεύουσα, όπου από τις 26 Ιανουαρίου έως τις 5 Φεβρουαρίου 1976 συνήλθε η πρώτη Διαβαλκανική Διάσκεψη από τη δεκαετία του 1930.

Οι περιορισμένοι στόχοι της Διάσκεψης, εξηγούσε ο Έλληνας πρωθυπουργός, αποτελούσαν σαφείς ενδείξεις σύνεσης και ρεαλισμού, καθώς απομάκρυναν το ενδεχόμενο αποτυχίας, η οποία αναπόφευκτα θα δημιουργούσε απογοήτευση. Αντίθετα, μέσα από μικρά αλλά σταθερά βήματα, τα κράτη της χερσονήσου του Αίμου θα μπορούσαν να εμπεδώσουν το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και μέσω αυτής να προχωρούσαν ακόμα και στη διευθέτηση διμερών διαφορών. «Πρέπει να ξεκινήσωμε την πολυμερή συνεργασία μας», τόνιζε ο Καραμανλής απευθυνόμενος προς τα μέλη των Βαλκανικών αντιπροσωπιών, «με πίστη και ενθουσιασμό, αλλά και με πνεύμα πρακτικό, για να αποφύγωμεν απογοητεύσεις.

Η εξέλιξις και η μορφή της συνεργασίας αυτής θα εξαρτηθή από το κλίμα που θα δημιουργήση η παρούσα Διάσκεψις. Σε μια εποχή που λόγω της δυσπιστίας που κυριαρχεί στην διεθνή ζωή, η ύφεσις με την ένταση συνεχώς εναλλάσσονται, η Διάσκεψις αυτή ημπορεί να αποτελέση σταθεροποιητικό παράγοντα, με ευεργετικόν αντίκτυπον και σε άλλες περιοχές του κόσμου». Η Διαβαλκανική Διάσκεψη του 1976 επιβεβαίωσε τη διάθεση των κρατών που συμμετείχαν να συνεχίσουν και να διευρύνουν τη συνεργασία τους σε τομείς όπως οι μεταφορές, οι τηλεπικοινωνίες, η ενέργεια, η περιβαλλοντική προστασία και η δημόσια υγεία.

Από την άλλη πλευρά, καμία αναφορά δεν έγινε σε θέματα αμιγώς πολιτικής φύσης, γεγονός που αντανακλούσε την επιφυλακτική στάση πρωτίστως της Βουλγαρίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα ελληνικά σχέδια για εμβάθυνση της πολυμερούς συνεννόησης δεν καρποφόρησαν, καθώς προσέκρουσαν σε ανυπέρβλητους ανασταλτικούς παράγοντες, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την περιορισμένη επιτυχία των συνολικά τεσσάρων Διαβαλκανικών Διασκέψεων που συγκλήθηκαν από το 1979 έως το 1984. Αντίθετα, πιο ενθαρρυντικά ήταν τα αποτελέσματα των σχέσεων που η Ελλάδα ανέπτυξε σε διμερές επίπεδο με τους βόρειους γείτονές της.

Η συνέχιση και η περαιτέρω εντατικοποίηση των απευθείας επαφών του Καραμανλή με τους ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στο διάστημα 1976 - 1980 διευκόλυναν ακόμα περισσότερο την πλήρη αποκατάσταση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ταυτόχρονα, η υπογραφή σειράς διμερών συμφωνιών οικονομικού, τεχνικού και πολιτιστικού περιεχομένου καταδείκνυε την ύπαρξη γόνιμου εδάφους συνεργασίας, ενώ η εντυπωσιακή αύξηση του όγκου και της αξίας των εμπορικών συναλλαγών της Ελλάδας με τους τρεις γείτονές της συνιστούσε την πλέον απτή απόδειξη της επιτυχίας.

Ειδικότερα, εξάλλου, η κοινή απόφαση της Αθήνας και του Βελιγραδίου τον Μάρτιο του 1977 για την κατάργηση του συστήματος συμψηφισμού (Κλήρινγκ) στις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές και την αποπληρωμή στο εξής των αμοιβαίων υποχρεώσεων σε ελεύθερα μετατρέψιμο συνάλλαγμα, γεγονός πρωτοφανές στην ιστορία των σχέσεων της Ελλάδας με τα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού, αποτέλεσε την απαρχή της αναθεώρησης της μεθόδου των εμπορικών συναλλαγών και με τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

Πέρα από την επιδίωξη διεύρυνσης της συνεργασίας σε θέματα χαμηλής πολιτικής, για την Αθήνα η εμπέδωση των ερεισμάτων της στο Βελιγράδι, στη Σόφια και το Βουκουρέστι χρησίμευε ταυτόχρονα και ως βοηθητικός παράγοντας στην εργώδη προσπάθεια για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της έκδηλης Τουρκικής απειλής. Η κατανόηση με την οποία οι ηγεσίες της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας αντιμετώπιζαν τις Ελληνικές απόψεις για την ανάγκη δίκαιης λύσης στο Κυπριακό στη βάση των αποφάσεων του Ο.Η.Ε, όπως επίσης και η καχυποψία τους απέναντι στην επιθετική πολιτική της Άγκυρας εις βάρος της Αθήνας ενίσχυαν τη διεθνή θέση της Ελλάδας.

Αναμφίβολα, ωστόσο, η θετική ανταπόκριση των τριών βαλκανικών κρατών, οσοδήποτε ευπρόσδεκτη και χρήσιμη κι αν ήταν, δεν αρκούσε ούτε για να ανατρέψει τα εδαφικά τετελεσμένα του «Αττίλα» στην Κύπρο ούτε για να αναχαιτίσει την Τουρκική επιβουλή στο Αιγαίο. Η πρόοδος που παρατηρήθηκε στις σχέσεις της Ελλάδας με τους Βαλκανικούς της γείτονες δεν σήμαινε βέβαια ότι ο ορίζοντας παρέμενε εντελώς ανέφελος. Η αδυναμία κατάληξης σε μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία με τη Βουλγαρία για τη δίκαιη, ορθολογική και αποδοτικότερη εκμετάλλευση των κρίσιμης οικονομικής σημασίας υδάτινων όγκων των ποταμών Νέστου και Στρυμόνα.


Που με αφετηρία το Βουλγαρικό διέρρεαν κατόπιν το Ελληνικό έδαφος, δημιουργούσε σημεία τριβής ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σόφια. Ακόμα χειρότερα, η ανακίνηση του «Μακεδονικού» ζητήματος από την πλευρά του Βελιγραδίου, μέσω αναφορών από επίσημα χείλη -ακόμα και από τον ίδιο τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη Γιόζιπ Μπροζ Τίτο- για την ύπαρξη «Μακεδονικής» μειονότητας στις βόρειες Ελληνικές επαρχίες, προκάλεσε την αποφασιστική αντίδραση από την πλευρά της Ελλάδας, με αποτέλεσμα την ανάσχεση της πορείας προς την ακόμα στενότερη Ελληνογιουγκοσλαβική προσέγγιση.

Τέλος, παρά την αλματώδη ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών με την Αλβανία, οι Ελληνοαλβανικές σχέσεις δεν είχαν ακολουθήσει αντίστοιχη ανοδική πορεία σε πολιτικό επίπεδο, εξαιτίας αφενός της ακραίας εσωστρέφειας και του απομονωτισμού που χαρακτήριζαν το καθεστώς των Τιράνων και αφετέρου του μη σεβασμού των δικαιωμάτων της Ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου.

ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ ΤΩΝ ΕΠΑΦΩΝ ΜΕ ΧΩΡΕΣ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ

Η επιτυχία των διπλωματικών ανοιγμάτων της Ελλάδας προς τα κομμουνιστικά κράτη των Βαλκανίων προλείανε το έδαφος για τη γενικότερη προσέγγιση της Αθήνας με τα μέλη του Ανατολικού Συνασπισμού. Οι επαφές του Καραμανλή με τους Βαλκάνιους ηγέτες και τα θεαματικά αποτελέσματα στο πεδίο της συνεργασίας σε τομείς όπως η οικονομία είχαν αποδείξει ότι η ιδεολογική απόκλιση δεν απέκλειε εκ των προτέρων τη δυνατότητα ανάπτυξης αμοιβαία επωφελών σχέσεων.

Ξεπερνώντας αγκυλώσεις του παρελθόντος, η Ελληνική διπλωματία, πρωτοστατούντος του ίδιου του πρωθυπουργού, έμελλε να δραστηριοποιηθεί ενεργά με σκοπό την εμβάθυνση των σχέσεων της Ελλάδας με τις χώρες του κομμουνιστικού στρατοπέδου, εντός και εκτός Ευρώπης. Αναμφίβολα το αποφασιστικότερο βήμα σε αυτή την πορεία ήταν εκείνο που πραγματοποιήθηκε προς την κατεύθυνση της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη από την επαύριον της αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, οι Ελληνοσοβιετικές σχέσεις, υποβοηθούμενες ασφαλώς από την απόφαση της νομιμοποίησης του Κ.Κ.Ε, είχαν εισέλθει σε πορεία σταδιακής βελτίωσης, γεγονός που αποτυπωνόταν πρωτίστως στο οικονομικό πεδίο:

Η υπογραφή διμερούς Γενικής Ναυτιλιακής Συμφωνίας τον Δεκέμβριο του 1975 αποτελούσε ένα σαφές πρώτο δείγμα, το οποίο ακολουθήθηκε τον Απρίλιο του μεθεπόμενου έτους από τη συνομολόγηση αντίστοιχης Εμπορικής Συμφωνίας. Στο ίδιο διάστημα, οι συχνές συναντήσεις του Καραμανλή με τον Σοβιετικό πρεσβευτή στην Ελληνική πρωτεύουσα με αντικείμενο την ανταλλαγή απόψεων για την πορεία του Κυπριακού έτειναν να προσδίδουν ακόμα ουσιαστικότερο περιεχόμενο στις επαφές Αθήνας και Μόσχας.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, η επίσκεψη που πραγματοποίησε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Ράλλης τον Σεπτέμβριο του 1978 στη Μόσχα (την πρώτη αυτού του επιπέδου μετά την αποκατάσταση των Ελληνοσοβιετικών διπλωματικών σχέσεων το 1924) επιβεβαίωσε την αλματώδη πρόοδο που είχε συντελεστεί, θέτοντας ταυτόχρονα τις βάσεις για την περαιτέρω εξέλιξη των διμερών δεσμών. «Με ικανοποίηση διαπιστώνω», αναφερόταν χαρακτηριστικά στο μήνυμα του Καραμανλή, το οποίο ο Ράλλης μετέφερε στον Σοβιετικό πρωθυπουργό Αλεξέι Κοσύγκιν, «ότι οι σχέσεις των δύο χωρών μας αναπτύσσονται ικανοποιητικά σε όλους τους τομείς.

Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών μάς δίνει την ευκαιρία να ανεβάσουμε σε υψηλότερο κυβερνητικό επίπεδο αυτή την προσπάθεια της ειρηνικής και εποικοδομητικής συνεργασίας». Οι συνομιλίες του Ράλλη στη Μόσχα επισφραγίστηκαν από την υπογραφή Προξενικής Σύμβασης και Συμφωνίας Μορφωτικής και Επιστημονικής Συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ το γενικότερο θετικό κλίμα αποτυπώθηκε στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε αμέσως μετά το τέλος των συναντήσεων.

Η διαδικασία της προσέγγισης Αθήνας - Μόσχας ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1979 με την επίσημη επίσκεψη του Καραμανλή -την πρώτη Έλληνα πρωθυπουργού- στη Σοβιετική Ένωση, όπου είχε γόνιμες επαφές τόσο με τον Κοσύγκιν όσο και με τον Πρόεδρο Λεονίντ Μπρέζνιεφ, με έμφαση στον οικονομικό και ειδικότερα στον ενεργειακό τομέα. Η εγκάρδια ατμόσφαιρα των συζητήσεων κορυφής αποδόθηκε ανάγλυφα στο κείμενο της Κοινής Πολιτικής Δήλωσης, το οποίο υπέγραψαν οι δύο πρωθυπουργοί, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των Ελληνοσοβιετικών σχέσεων.

«Είμαι πεπεισμένος», δήλωνε ο Καραμανλής αμέσως μετά την ολοκλήρωση των συνομιλιών, «για τις καλές προθέσεις της Σοβιετικής ηγεσίας έναντι της αναπτύξεως των σχέσεων με την Ελλάδα σε όλους τους τομείς. Νομίζω ότι μετά τις συνομιλίες μας ανοίγονται νέοι δρόμοι στην ανάπτυξη των σχέσεών μας». Κατά την επιστροφή του από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα, ο Καραμανλής είχε την ευκαιρία να διευρύνει ακόμα περισσότερο τον κύκλο των επαφών του με τους ηγέτες των χωρών της ανατολικής Ευρώπης, επισκεπτόμενος διαδοχικά τη Βουδαπέστη και την Πράγα. Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού συνέβαλε στην προώθηση της διμερούς συνεργασίας με την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία, αντίστοιχα, πρωτίστως σε θέματα οικονομικού ενδιαφέροντος.

Παρόμοια πρόοδος, εξάλλου, σημειώθηκε και στις Ελληνοπολωνικές σχέσεις, έστω κι αν αυτή δεν συνδυάστηκε με την ανταλλαγή επισκέψεων κορυφαίων πολιτικών παραγόντων. Επιστέγασμα της «ανατολικής» πολιτικής του Καραμανλή αποτέλεσε η επίσκεψή του -και πάλι πρώτη Έλληνα πρωθυπουργού- στο Πεκίνο τον Νοέμβριο του 1979. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κινεζική πρωτεύουσα, ο Καραμανλής είχε μακρές συνομιλίες με τον πρόεδρο Χούα Κούο Φενγκ και τον αντιπρόεδρο Ντενγκ Χσιάο Πινγκ, στις οποίες διαπιστώθηκε σύμπτωση απόψεων της Αθήνας και του Πεκίνου σε μια σειρά από μείζονα διεθνή ζητήματα.

Μολονότι οι συζητήσεις αυτές δεν κατέληξαν σε ιδιαίτερα εντυπωσιακά αποτελέσματα, παρά μόνο στην υπογραφή διμερούς Συμφωνίας Επιστημονικής και Τεχνολογικής Συνεργασίας, αποτέλεσαν, ωστόσο, μια πολύ χρήσιμη «συνάντηση αλληλογνωριμίας», προλειαίνοντας έτσι το έδαφος για τη μεταγενέστερη εντατικοποίηση των Ελληνοκινεζικών σχέσεων. Όπως είναι προφανές, η εντυπωσιακή διεύρυνση των επαφών με χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού δεν απέφερε στην Ελλάδα οφέλη σε αμιγώς πολιτικό επίπεδο. Στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου, έστω και σε περίοδο ύφεσης, μεγαλύτερη εμβάθυνση των σχέσεων με μέλη του αντίπαλου ιδεολογικού στρατοπέδου ήταν πρακτικά αδύνατη.


Μοιραία, επομένως, η συνεργασία περιοριζόταν πρωτίστως σε θέματα τεχνικής και οικονομικής φύσης. Ακόμα και με αυτούς τους περιορισμούς, ωστόσο, τα διπλωματικά ανοίγματα του Καραμανλή προς Ανατολάς υπογράμμιζαν την προσήλωσή του στην άσκηση μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, η οποία, χωρίς να αποστασιοποιείται από το φιλοδυτικό της προσανατολισμό, αναζητούσε συνέργειες και ερείσματα ακόμα και πέραν του στενού ορίζοντα του δυτικού κόσμου.

ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΤΟΝ ΑΡΑΒΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

Η νέα αντίληψη ως προς τη χάραξη και την άσκηση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αποτυπώθηκε και στον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκαν μετά το 1974 οι σχέσεις της Αθήνας με τα Αραβικά κράτη. Θεμελιωμένες στους παραδοσιακά φιλικούς Ελληνοαραβικούς δεσμούς, οι σχέσεις αυτές εμπεδώνονταν ακόμα περισσότερο εξαιτίας της σύμπτωσης των απόψεων των δύο πλευρών στο κυπριακό και το παλαιστινιακό ζήτημα: «Διά μέσου των ετών», δήλωνε τον Μάρτιο του 1975 από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Μπίτσιος, «κατ’ επανάληψιν Αραβικαί φωναί υψώθησαν και υπέρ ων δικαίων του Κυπριακού λαού.

Από της πλευράς μας εστάθημεν εις το πλευρόν των Αράβων εις τον αγώνα των και επειδή η Ελλάς δεν παραδέχεται κατάκτησιν εδαφών διά της χρήσεως βίας, είναι εις το πλευρόν των Αράβων έως ότου ολοκληρωθούν τα δίκαιά τους, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος των Παλαιστινίων προς αυτοδιάθεσιν». «Η Ελληνική θέση», διακήρυττε τον Ιανουάριο του 1976 ο Καραμανλής, «Είναι σταθερή. Και υπαγορεύεται όχι μόνο από τα φιλικά αισθήματα που εκ παραδόσεως την συνδέουν με τον Αραβικό κόσμο, αλλά και από την ακλόνητη πεποίθηση ότι η ωμή βία δεν δημιουργεί δικαιώματα, ούτε μπορεί επάνω σ’ αυτήν να θεμελιωθή η διεθνής τάξη. Μόνιμη πολιτική της Ελλάδος είναι να συμπαρίσταται στους αδικουμένους.

Η ηθική αυτή επιταγή αποτελεί κατά την γνώμη μου και τον άξονα μιας ρεαλιστικής πολιτικής στην ταραγμένη σύγχρονη εποχή μας. Γιατί δεν μπορεί κανείς σήμερα να περιφρονή αζημίως και για τον εαυτό του τα δικαιώματα των λαών -μικρών ή μεγάλων- που, όπως ο Παλαιστινιακός ή ο Κυπριακός, έχουν αποδείξει μέσα στις φοβερές δοκιμασίες τους ότι ξέρουν να αγωνίζωνται και να θυσιάζωνται ακόμα για τις εθνικές τους υποθέσεις. Πιστεύω, όμως, παράλληλα, στα συγκεκριμένα προβλήματα που έθιξα, ότι υπάρχουν οι δυνατότητες για την εξεύρεση δικαίων λύσεων χωρίς καινούργιο αίμα, αν πρώτοι οι αδικούντες κατανοήσουν ότι και τους εαυτούς τους σε τελική ανάλυση ζημιώνουν με τη διεθνώς απαράδεκτη συμπεριφορά τους».

Στη διεθνή συγκυρία του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1970, η Ελλάδα επεδίωκε τη στενότερη δυνατή προσέγγιση με τον αραβικό κόσμο τόσο για λόγους πολιτικούς όσο και για λόγους οικονομικούς. Η αριθμητική ισχύς των Αραβικών κρατών στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και η συνεχής διεύρυνση της επιρροής τους στους κόλπους του Οργανισμού καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη προσέλκυσης των αραβικών ψήφων υπέρ της Κύπρου. Αντίστοιχα, η Αθήνα εκδήλωνε ενεργό ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, με ιδιαίτερη έμφαση στην Αραβοϊσραηλινή διένεξη, τασσόμενη αταλάντευτα υπέρ της ανάγκης αφενός αποχώρησης του Ισραήλ από όλα τα εδάφη που είχε καταλάβει με τη δύναμη των όπλων το 1967.

Και αφετέρου δημιουργίας εθνικής εστίας για τους Παλαιστίνιους, με ταυτόχρονη όμως διασφάλιση της κρατικής ύπαρξης του Ισραήλ. Από την άλλη πλευρά, η ενίσχυση των Ελληνοαραβικών σχέσεων εξασφάλιζε στην Αθήνα πολύτιμες πηγές για την απρόσκοπτη προμήθεια πετρελαίου σε μια χρονική περίοδο διαδοχικών πετρελαϊκών κρίσεων, οι οποίες προκαλούσαν σημαντικές αναταράξεις στο διεθνές σύστημα. Η υπογραφή σειράς συμφωνιών, όπως π.χ. διεύρυνσης εμπορικών ανταλλαγών -συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου- με το Ιράκ και τη Λιβύη.

Αλιευτικών με τη Μαυριτανία και τη Λιβύη, τηλεπικοινωνιακής σύνδεσης της Κρήτης με τη Συρία, η σημαντική ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών σε βαθμό που το 1979 να καλύπτουν το 20 % του συνόλου των Ελληνικών εξαγωγών, καθώς και τα εγκαίνια το 1977 της πορθμιακής γραμμής που ένωνε τον Βόλο με το Συριακό λιμάνι της Ταρτούς αποτελούσαν ορισμένα από τα κορυφαία παραδείγματα της ανοδικής πορείας της Ελληνοαραβικής οικονομικής συνεργασίας, η οποία διευκολυνόταν περαιτέρω από τη δημιουργία θεσμών όπως το Ελληνοαραβικό Επιμελητήριο και η Ελληνοαραβική Τράπεζα.

Η έντονη δραστηριοποίηση, εξάλλου, Ελληνικών κατασκευαστικών εταιριών σε πολλές Αραβικές χώρες προσέθετε έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των οικονομικών επαφών ανάμεσα στις δύο πλευρές. Το αυξημένο ενδιαφέρον, τέλος, της Αθήνας για τον Αραβικό κόσμο υπογραμμιζόταν από την ίδρυση στο υπουργείο Εξωτερικών ειδικού γραφείου για την ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας με τα Αραβικά κράτη, η διεύθυνση του οποίου ανατέθηκε στον καθηγητή Ιωάννη Γεωργάκη. Το Ελληνικό άνοιγμα προς τον αραβικό κόσμο επισφραγίστηκε από τις επίσημες επισκέψεις που πραγματοποίησε ο Καραμανλής το 1976 στην Αίγυπτο και το 1979 στη Σαουδική Αραβία, στη Συρία και το Ιράκ.

Κατά τη διάρκεια των επαφών με τις ηγεσίες των αντίστοιχων κρατών, επιβεβαιώθηκε το κλίμα αμοιβαίας κατανόησης και τέθηκαν οι βάσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη και εμβάθυνση των διμερών σχέσεων. Ταυτόχρονα, οι επισκέψεις αυτές αποτέλεσαν το συμβολικό αποκορύφωμα της Αραβικής πολιτικής του Καραμανλή, την οποία είχε θέσει σε εφαρμογή μετά το καλοκαίρι του 1974, με σκοπό την εξυπηρέτηση των ποικίλων Ελληνικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής.

Η ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ Ε.Ο.Κ

H Ευρωπαϊκή Επιλογή

H οργανική ενσωμάτωση στο δυτικοευρωπαϊκό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα υπήρξε θεμελιώδης επιλογή του K. Καραμανλή, προορισμένη από τον ίδιο τον εμπνευστή της να καθορίσει σε βάθος χρόνου την πορεία της χώρας. H προσπάθεια για προσέγγιση με την E.O.K ξεκίνησε κατά την πρώτη ήδη περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον K. Καραμανλή: το 1961, πρώτη από όλα τα Ευρωπαϊκά κράτη, η Ελλάδα υπέγραψε Συνθήκη Συνδέσεως με την Κοινότητα. Tο σχετικό αίτημα είχε υποβληθεί δύο χρόνια πριν. Σε μια εποχή που χώρες με μεγαλύτερη παράδοση στις διεθνείς ζυμώσεις δεν έδειξαν ανάλογη διορατικότητα.. 


Η ίδια όμως η Σύνδεση θα πρέπει, τελικά, να συσχετιστεί με την τιτάνια προσπάθεια για οικονομική ανάπτυξη που απ το 1955 είχαν αναλάβει οι κυβερνήσεις Καραμανλή. Χωρίς την οικονομική αυτή πρόοδο, η ενσωμάτωση στη Δυτική Ευρώπη δεν θα μπορούσε ποτέ να αποτελέσει ρεαλιστικό πολιτικό στόχο. Μετά το 1974, φυσικό ήταν να αναδειχτεί η ένταξη στην Κοινότητα σε πρωταρχική επιδίωξη του Μακεδόνα πολιτικού, άρρηκτα συνδεδεμένη και με τη θωράκιση της νεαρής δημοκρατίας: δεν είναι τυχαίο ότι το αίτημα για προσχώρηση στην E.O.K διατυπώθηκε στις 12 Ιουνίου 1975, πέντε μόλις ημέρες μετά την έγκριση από τη Bουλή του νέου Συντάγματος. 

Eως την υπογραφή της Συνθήκης Προσχωρήσεως, στις 28 Μαΐου 1979, χρειάστηκαν επίπονες διαπραγματεύσεις για να επιλυθούν πολύπλοκα ζητήματα, οικονομικής κυρίως φύσης, αλλά και να υπερκεραστούν οι δισταγμοί ορισμένων από τους μελλοντικούς εταίρους της χώρας. Tη σημασία της Ευρωπαϊκής επιλογής, αλλά και την αδιάπτωτη μέριμνα για την εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών όρων για την ένταξη καταδεικνύει η επιστολή που απηύθυνε ο Καραμανλής στους ηγέτες των κρατών - μελών της E.O.K και τον πρόεδρο της Επιτροπής, στις 12 Δεκεμβρίου 1978, και η οποία θα παίξει τελικά ρόλο καταλυτικό για την αποδοχή των Ελληνικών θέσεων σε σημαντικά ζητήματα.

Η Ένταξη της Ελλάδας στην Κοινότητα 

Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 1974 και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Καραμανλή επανέφεραν την Ελλάδα στην οδό της αναζήτησης της αποκατάστασης των σχέσεών της με την Ε.Ο.Κ. Επιχειρώντας να υλοποιήσει την πολιτική που ο ίδιος είχε προδιαγράψει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και είχε εν μέρει υλοποιήσει με τη Συμφωνία Σύνδεσης (1961), ο Καραμανλής έθεσε ως θεμελιώδη στόχο της πολιτικής του την ταχύτερη δυνατή ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.

Στη δεδομένη συγκυρία, εξάλλου, η Ευρωπαϊκή επιλογή συναρτούνταν και με την προσπάθεια της Αθήνας, μετά την τραυματική εμπειρία της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, να απεξαρτηθεί κατά το δυνατόν από την Αμερικανική επιρροή, χωρίς όμως να εξέλθει του πλαισίου του δυτικού κόσμου. Αντίθετα, η προοπτική της προσχώρησης στην Ε.Ο.Κ θα εμπέδωνε το φιλοδυτικό προσανατολισμό της Ελλάδας, γεγονός που δεν διέλαθε της προσοχής της Ουάσιγκτον, η οποία έμμεσα ενθάρρυνε την ανάπτυξη στενότερων σχέσεων της Αθήνας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Η επάνοδος της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης το Φθινόπωρο του 1974 αποτέλεσε το πρώτο θετικό βήμα προς την αποκατάσταση των δεσμών της Ελλάδας με τους δυτικοευρωπαϊκούς θεσμούς.

Η υποβολή τον Ιούνιο του 1975 (αφού προηγουμένως είχε ψηφισθεί το νέο Σύνταγμα και είχε εμπεδωθεί το δημοκρατικό πολίτευμα) της επίσημης αίτησης της Ελλάδας για την ένταξη στην Ε.Ο.Κ επιβεβαίωσε την άμεση διασύνδεση της Ευρωπαϊκής επιλογής με τις θεμελιώδεις πολιτικές επιδιώξεις της Ελληνικής κυβέρνησης. Δίχως να παραγνωρίζει τις οικονομικές παραμέτρους, ο Καραμανλής επέλεγε να υπογραμμίσει την ιδιαίτερη σημασία που είχε για την Ελλάδα η ένταξη ως αποφασιστικός παράγοντας εγγύησης της εξωτερικής της ασφάλειας και σταθεροποίησης της Δημοκρατίας μετά την επταετή περιπέτεια της δικτατορίας.

Η απόλυτη προσήλωση της Ελληνικής κυβέρνησης στην ένταξη αποτελούσε τον αναγκαίο, όχι όμως και τον ικανό όρο για την επίτευξη του στόχου της Αθήνας. Η απαραίτητη εξασφάλιση της συναίνεσης των κοινοτικών εταίρων συνιστούσε εγχείρημα υψηλής δυσκολίας, δεδομένης της επιφυλακτικότητας ιδίως της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έναντι της Ελληνικής υποψηφιότητας. Πράγματι, τον Ιανουάριο του 1976 η Επιτροπή, μολονότι αποφάνθηκε καταρχήν θετικά στην αίτηση της Αθήνας, απαριθμούσε ταυτόχρονα μια σειρά από προβλήματα (μεταξύ αυτών και τη συνεχιζόμενη Ελληνοτουρκική διένεξη) και πρότεινε την πρόταξη μιας απροσδιόριστης διάρκειας προενταξιακής περιόδου.

Αντιδρώντας άμεσα και αποφασιστικά, ο Έλληνας πρωθυπουργός διεμήνυσε αυτοπροσώπως στους πρεσβευτές των εννέα κρατών - μελών της Ε.Ο.Κ την απογοήτευσή του, δηλώνοντας απερίφραστα: «Η Ελλάς ούτε επιθυμεί, ούτε δύναται να εκβιάση την ένταξίν της εις την Ε.Ο.Κ. Αλλά ούτε και θα την εδέχετο, εάν επρόκειτο να γίνη κατά τρόπον που να θίγη την αξιοπρέπειαν του έθνους». Για το λόγο αυτό, εξάλλου, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι το Συμβούλιο Υπουργών, ως το κατεξοχήν πολιτικό όργανο της Κοινότητας, θα επιβεβαίωνε τη βούληση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να εντάξουν χωρίς χρονικές παρελκύσεις την Ελλάδα στην Ε.Ο.Κ.

Το αυξημένο διεθνές του κύρος, αλλά και οι ιδιαίτερα στενοί δεσμοί που διατηρούσε με σημαίνοντες Ευρωπαίους ηγέτες (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη φιλία που τον συνέδεε με τον Πρόεδρο της Γαλλίας Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εστέν) έδιναν στον Καραμανλή τη δυνατότητα να αξιοποιήσει σε κάθε ευκαιρία τα αυξημένα περιθώρια παρεμβάσεών του με σκοπό την προώθηση της Ελληνικής υποψηφιότητας. Η απονομή, εξάλλου, τον Μάιο του 1978 του Βραβείου Καρλομάγνου στον Μακεδόνα πολιτικό σε αναγνώριση των σταθερών και άοκνων προσπαθειών του για την επίτευξη της ενοποίησης της Ευρώπης επιβεβαίωνε πέρα από κάθε αμφιβολία την εκτίμηση που έχαιρε στους ιθύνοντες Ευρωπαϊκούς κύκλους.

«Αξιότιμε κύριε πρωθυπουργέ Καραμανλή», τόνιζε ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, υπουργός Γεωργίας Γιόζεφ Ερτλ, στην ομιλία του κατά την τελετή απονομής του Βραβείου, «σας ευχαριστούμε όλοι για το έργο σας, για το οποίο τιμάσθε σήμερα. Η Ευρώπη χρειάζεται πολιτικούς άνδρες που της εμπνέουν πίστη και της δίνουν νέες παροτρύνσεις. Οι καλλίτερές μας ευχές απευθύνονται σε σας και στον Ελληνικό λαό μετά την επιστροφή του στην δημοκρατία - στο δρόμο του προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα».

Οι εργώδεις διπλωματικές πρωτοβουλίες που αναπτύχθηκαν από Ελληνικής πλευράς, με αποκορύφωμα τις επανειλημμένες συναντήσεις του Καραμανλή με τους ηγέτες των κρατών της Ε.Ο.Κ, επέτρεψαν τελικά την υπέρβαση όλων των εμποδίων (με σημαντικότερο, ίσως, εκείνο της αποφυγής συσχέτισης της Ελληνικής αίτησης με τις αντίστοιχες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας) που παρεμβάλλονταν στο δρόμο προς την πλήρη και ταχεία ένταξη. Η εμφάνιση πρόσθετων προσκομμάτων, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, ανάγκασε τον Έλληνα πρωθυπουργό να χρησιμοποιήσει ως ύστατο όπλο την προσωπική του επιρροή.


Επισημαίνοντας την καθοριστική συμβολή που αναμενόταν να έχει η ένταξη στην οικονομική και την κοινωνική ανάπτυξη της Ελλάδας και στο φιλοδυτικό προσανατολισμό της και επαναφέροντας στο προσκήνιο τις αρχές που είχαν διαχρονικά προσδιορίσει την Ελληνική υποψηφιότητα: «Αγωνίζομαι», τόνιζε σε επιστολή που απέστειλε τον Δεκέμβριο του 1978 προς τους ηγέτες των εννέα κρατών - μελών της Ε.Ο.Κ και τον πρόεδρο της Επιτροπής, «Επί 20 χρόνια για να συνδέσω οργανικά την Ελλάδα με την δημοκρατική Ευρώπη. Ο Ελληνικός λαός επίστεψε στην πολιτική μου αυτή και έχει ήδη στην συνείδησή του ταυτίσει την τύχη του πολιτικά, οικονομικά και αμυντικά με την Ευρώπη.

Αν του δημιουργηθή η εντύπωσις ότι γίνεται αντικείμενο αδίκου μεταχειρίσεως, θα δοκιμάση ασφαλώς απογοήτευση και θα χάση την εμπιστοσύνη του προς την Ευρώπη. Και αυτό μπορεί να επηρεάση επικίνδυνα τις εξελίξεις στη χώρα μου, ενισχύοντας το πνεύμα το αντιδυτικό». Η αίσια κατάληξη των διαπραγματεύσεων επέτρεψε τελικά την υπογραφή στις 28 Μαΐου 1979 της Συνθήκης Προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Τόνιζε κατά την τελετή της υπογραφής ο Καραμανλής, σκιαγραφώντας με σαφήνεια το ιδεολογικό στίγμα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που ο ίδιος είχε εισηγηθεί και εφαρμόσει επί σειρά ετών.

«Η Ελλάς προσέρχεται στην Ευρώπη με την βεβαιότητα, ότι στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης εμπεδώνεται για όλα τα μέρη η εθνική ανεξαρτησία. Κατοχυρώνονται οι δημοκρατικές ελευθερίες, επιτυγχάνεται η οικονομική ανάπτυξη και γίνεται με την συνεργασία όλων κοινός καρπός η κοινωνική και οικονομική πρόοδος». Το όνειρο δεκαετιών είχε γίνει πραγματικότητα, δικαιώνοντας τις επίμονες προσπάθειες του Καραμανλή να καταστήσει την Ελλάδα οργανικό τμήμα της συνεχώς διευρυνόμενης ευρωπαϊκής οικογένειας.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Τα Χρόνια στην Προεδρία της Δημοκρατίας

Τον Μάιο του 1980, η μετάβαση του Καραμανλή από την πρωθυπουργία στην Προεδρία της Δημοκρατίας σηματοδότησε την αποχώρησή του από το προσκήνιο της χάραξης και την άσκηση της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ο ρόλος που το Σύνταγμα επιφύλασσε για τον αρχηγό του κράτους σήμαινε ότι από τα νέα του καθήκοντα ο Καραμανλής δεν είχε τη δυνατότητα παρά περιορισμένων μόνο παρεμβάσεων σε τέτοιου είδους ζητήματα. Έστω, όμως, και υπό αυτούς του θεσμικούς περιορισμούς, ο Μακεδόνας πολιτικός δεν θα έπαυε να αποτελεί σημαντικό εθνικό κεφάλαιο για την επιτυχή εκδήλωση των διπλωματικών πρωτοβουλιών της Αθήνας.

Έτσι, κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρικής του θητείας (1980 - 1985), ο Καραμανλής δεν παρέλειψε να πραγματοποιήσει πληθώρα επίσημων επισκέψεων σε διάφορες χώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων, αξιοποιώντας το διεθνές κύρος του, προώθησε συστηματικά τις Ελληνικές θέσεις. Αντίστοιχη, εξάλλου, υπήρξε η συνεισφορά του και από τη θέση του οικοδεσπότη ξένων αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, καθώς και άλλων επισήμων και διακεκριμένων προσωπικοτήτων που επισκέπτονταν την Ελλάδα. Ειδικότερη πτυχή των προσπαθειών του Καραμανλή για την προβολή και την ενίσχυση του διεθνούς κύρους της Ελλάδας αποτέλεσε η ιδέα του για τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην αρχαία κοιτίδα τους.

Ανάλογη πρόταση είχε υποβάλει ως πρωθυπουργός προς τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή ήδη από τον Ιούλιο του 1976 και αργότερα τον Ιανουάριο του 198065. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Καραμανλής επανέφερε στο προσκήνιο την εισήγησή του, επιζητώντας την εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής υποστήριξης με σκοπό την τελική αποδοχή της. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, δεν παρέλειψε να έχει κατ’ ιδίαν επαφές με αρμόδιους παράγοντες του ολυμπιακού κινήματος. Παρά τις συντονισμένες προσπάθειές του, ωστόσο, και μολονότι η πρόταση έτυχε αρκετά θετικής διεθνούς ανταπόκρισης, η ιδέα τελικά δεν έμελλε να καρποφορήσει.

Προσέκρουσε στην αντίθεση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Παράλληλα, από τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ο Καραμανλής ήταν αποφασισμένος να λειτουργήσει ως θεματοφύλακας του Ευρωπαϊκού και γενικότερα του φιλοδυτικού προσανατολισμού της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτή η προσήλωσή του θα προσδιόριζε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε την κυβερνητική αλλαγή που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1981, όταν το ΠΑ.ΣΟ.Κ υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας.

Έκδηλα ανήσυχος από τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΠΑ.ΣΟ.Κ περί πιθανής εξόδου της Ελλάδας από την Ε.Ο.Κ και αποχώρησης από το Ν.Α.Τ.Ο, ο Καραμανλής δεν δίστασε, ήδη από την επόμενη ημέρα των εκλογών, να συστήσει στον Παπανδρέου να μη θέσει σε κίνδυνο τη θέση της Αθήνας στο δυτικό κόσμο. Ο Καραμανλής, εξάλλου, ήταν αποφασισμένος, σε περίπτωση που εκτιμούσε ότι διακυβευόταν ένα τόσο κρίσιμης εθνικής σημασίας ζήτημα, να προκηρύξει δημοψήφισμα, στο οποίο θα έδινε ο ίδιος τη μάχη, δηλώνοντας συγχρόνως ότι εάν την έχανε θα παραιτείτο από το ύπατο πολιτειακό αξίωμα.

Η αποφασιστικότητα του Καραμανλή συνέβαλε ασφαλώς στο μετριασμό των ακραίων θέσεων για την εξωτερική πολιτική που είχε επανειλημμένα προβάλει ο Παπανδρέου πριν αναλάβει την εξουσία. Ταυτόχρονα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αξιοποιώντας το διεθνές του κύρος, επιδόθηκε σε μια συστηματική προσπάθεια αφενός να καθησυχάσει τους ιθύνοντες τόσο της Ε.Ο.Κ όσο και του Ν.Α.Τ.Ο, οι οποίοι ανησυχούσαν για τις προθέσεις της νέας Ελληνικής κυβέρνησης, και αφετέρου να διευκολύνει τις επαφές της τελευταίας με ηγέτες και άλλους σημαίνοντες παράγοντες κρατών του δυτικού κόσμου.

Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων συνέβαλε αποφασιστικά όχι βέβαια στην άρση όλων των διαφωνιών, αλλά οπωσδήποτε στην εξεύρεση -ελάχιστου έστω- πεδίου συνεννόησης ανάμεσα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον πρωθυπουργό σε θέματα εξωτερικής πολιτικής καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης περιόδου συγκατοίκησής τους στα ανώτατα αξιώματα της χώρας (1981 - 1985). Κατά τη διάρκεια, τέλος, της δεύτερης προεδρικής του θητείας (1990 - 1995), η ενασχόληση του Καραμανλή με τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής υπήρξε μάλλον περιορισμένη. Ως αποτέλεσμα του προχωρημένου της ηλικίας του, απέφυγε τα ταξίδια στο εξωτερικό, αρκούμενος σε συναντήσεις με ξένους ηγέτες μόνο όταν εκείνοι επισκέπτονταν την Αθήνα.


Κατ’ εξαίρεση, πάντως, από το γενικό κανόνα τής λιγότερο έντονης απ’ ό,τι στο παρελθόν ενεργοποίησής του, ο Καραμανλής κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, είτε με τη μορφή προσωπικών παρεμβάσεων σε σημαίνουσες διεθνείς προσωπικότητες είτε προεδρεύοντας σε συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών, προκειμένου να ενισχύσει την εθνική προσπάθεια αποτροπής του ενδεχομένου διεθνούς αναγνώρισης κράτους με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας».

Και ήταν για αυτό το θέμα που, ίσως για μοναδική φορά στη διάρκεια του δημόσιου βίου του, άφησε το συναίσθημα να υπερνικήσει την αυστηρή αυτοπειθαρχία του, δακρύζοντας όταν αναφέρθηκε στην Ελληνικότητα της Μακεδονίας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η συμβολή του Καραμανλή στη διαμόρφωση των προσδιοριστικών παραμέτρων της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από το 1974 και μετά υπήρξε πράγματι καθοριστική. Θέτοντας σε εφαρμογή ένα πολυδιάστατο διπλωματικό πρόγραμμα, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 ο Καραμανλής επιχείρησε -και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε- αφενός να αποκαταστήσει το διεθνές κύρος της Ελλάδας και αφετέρου να εξασφαλίσει τα αναγκαία ερείσματα για την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη θωράκιση της χώρας από εξωτερικές απειλές. Ταυτόχρονα, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ανάπτυξη στενών σχέσεων με διάφορες χώρες σε οικονομικό επίπεδο στη βάση της αμοιβαίας εξυπηρέτησης κοινών συμφερόντων.

Έχοντας ως κύριους στόχους την προάσπιση της εθνικής ακεραιότητας και τη διαφύλαξη της Ελληνικής ανεξαρτησίας, η εξωτερική πολιτική του Καραμανλή θεμελιώθηκε στο σεβασμό των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, στην ανάπτυξη δεσμών φιλίας με τους γείτονες και την προώθηση της συνεργασίας σε ευρύτερο διεθνές επίπεδο. Τα διπλωματικά ανοίγματα της Αθήνας προς τα Βαλκανικά και τα υπόλοιπα κράτη του Ανατολικού Συνασπισμού, αλλά και προς τον Αραβικό κόσμο, επιβεβαίωναν την πρόθεση του Καραμανλή να εργαστεί για τη δυναμική ενεργοποίηση της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα, σε μια εποχή που η διεθνής ύφεση ευνοούσε την ανάληψη αντίστοιχων πρωτοβουλιών.

Παράλληλα, ωστόσο, ο Έλληνας πρωθυπουργός παρέμεινε απαρέγκλιτα προσηλωμένος στο φιλοδυτικό προσανατολισμό της Αθήνας, ο οποίος δεν κλονίσθηκε ούτε από την απόφαση για την πρόσκαιρη αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του Ν.Α.Τ.Ο. Η επιτυχία των Ελληνικών διπλωματικών πρωτοβουλιών περιοριζόταν από την αδυναμία εξεύρεσης αμοιβαία αποδεκτών λύσεων στα προβλήματα που σκίαζαν τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η επιμονή της Τουρκίας στην προβολή απαράδεκτων και νομικά αστήρικτων αξιώσεων εις βάρος της Ελλάδας στο Αιγαίο, σε συνδυασμό με την άρνηση της Άγκυρας να συναινέσει σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, παρενέβαλε ανυπέρβλητα εμπόδια στο δρόμο προς την Ελληνοτουρκική συνεννόηση.

Με αυτά τα δεδομένα, η Ελληνική κυβέρνηση δεν παρέλειψε να αναζητήσει τρόπους αναχαίτισης της Τουρκικής απειλής και αποκατάστασης της ισορροπίας ισχύος. Αν, πάντως, η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δημιουργούσε εύλογα ανησυχία και προβληματισμό στην Αθήνα, η αίσια ολοκλήρωση της πορείας ένταξης της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ αποτέλεσε αναμφίβολα το επιστέγασμα των επίμονων προσπαθειών του Καραμανλή προς αυτή την κατεύθυνση, οι οποίες είχαν εκδηλωθεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950.

Καθιστάμενη πλήρες μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η Ελλάδα, όπως εξηγούσε ο Καραμανλής, αποσκοπούσε στην ενίσχυση της οικονομικής της ανάπτυξης, στην εμπέδωση του δημοκρατικού της πολιτεύματος, αλλά και στην εγγύηση της εξωτερικής της ασφάλειας. Η στρατηγική, επομένως, της ένταξης δεν ήταν ούτε μονοδιάστατη ούτε -πολύ περισσότερο- συγκυριακή, αλλά αντίθετα συνιστούσε μια πολύπλευρη μακροπρόθεσμη επιλογή, η οποία θα προσδιόριζε έκτοτε την ιστορική πορεία της χώρας. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο Μακεδόνας πολιτικός αντιμετώπιζε την ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας το γεγονός ότι ακόμα και μετά την επίτευξη του στόχου.

Ο ίδιος δεν εφησύχαζε, αλλά αντίθετα ευθύς εξαρχής έσπευδε να επισημάνει τις προκλήσεις που συνεπαγόταν η είσοδος στην Ε.Ο.Κ, εξηγώντας ότι στην πραγματικότητα δεν αποτελούσε το τέλος, αλλά την αρχή μιας νέας πορείας: «Αυτονόητο είναι», υπογράμμιζε ήδη από τον Ιούνιο του 1979 στο πλαίσιο της συζήτησης στη Βουλή για την κύρωση της Συνθήκης Προσχώρησης.

«Ότι τα ωφελήματα, πολιτικά και οικονομικά, από την ένταξή μας δεν θα τα αποκτήσουμε αυτόματα χωρίς κόπους και θυσίες. Αντίθετα, θα χρειασθή συνεχής και επίπονη προσπάθεια, για να προσαρμόσουμε όχι μόνον την δομή της οικονομίας μας, αλλά και την νοοτροπία μας στις νέες συνθήκες, που θα δημιουργηθούν. Και αυτό επιβάλλεται όχι μόνο για να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που μας προσφέρονται, αλλά και για να ξεπεράσουμε ανώδυνα τις δυσκολίες, που είναι φυσικό να ανακύψουν κατά την φάση της μεταβατικής περιόδου».

Ο Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΑ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΝΑΣΤΗΛΩΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ - ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΓΙΑ ΜΟΝΙΜΗ ΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΤΙΔΑ ΤΟΥΣ 

Όλοι γνωρίζουν, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, το τεράστιο έργο που συνοδεύει τις δύο δημιουργικές οκταετίες (1955 - 1963 και 1974 - 1981) που κυβερνούσε ως πρωθυπουργός τον τόπο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής παρέλαβε το 1955 μια χώρα καθημαγμένη, που προσπαθούσε να βγει από τα ερείπια τα οποία είχαν σωρεύσει η τετράχρονη Χιτλερική κατοχή και η εμφύλια διαμάχη που ακολούθησε. Μια χώρα που στηριζόταν αποκλειστικά στην Αμερικανική οικονομική βοήθεια, χωρίς την οποία θα είχε καταρρεύσει. Η αναπτυξιακή πολιτική την οποία ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα το διπλασιασμό του κατά κεφαλήν εισοδήματος.

Έτσι, από 305 δολάρια το 1955 έφθασε το 1963 τα 565 δολάρια. Και από 2.165 δολάρια το 1974 έφθασε στο τέλος του 1.979 τα 4.136 δολάρια. Και μπορεί ο Ελληνας πολίτης να αγνοεί λεπτομέρειες και αριθμούς. Και ακόμη η πάροδος του χρόνου μπορεί να έχει εξασθενήσει τη μνήμη του. Γνωρίζει όμως ότι η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ύστερα από την επταετή δικτατορία, οφείλεται στην προσωπικότητα του Καραμανλή. Γνωρίζει ακόμη ότι η ένταξη της Ελλάδας ως δέκατο μέλος στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση επιτεύχθηκε, παρά τις έντονες επιφυλάξεις που είχε διατυπώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χάρη στο κύρος του Καραμανλή.


Γνωρίζει ακόμη ότι έδωσε στον τόπο ένα νέο Σύνταγμα, το οποίο αναγνωρίζεται από όλους ότι είναι το καλύτερο που είχε ποτέ ο τόπος και ένα από τα καλύτερα Συντάγματα της Ευρώπης. Γνωρίζει, τέλος, ότι νομιμοποίησε το Κ.Κ.Ε και έλυσε με δημοψήφισμα το πολιτειακό πρόβλημα. Εκείνο όμως που αγνοεί παντελώς ο Έλληνας πολίτης, διότι ίσως δεν προβλήθηκε ανάλογα, είναι η προσφορά του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πολιτιστική ανάπτυξη της Ελλάδας. «Τα έθνη», είχε πει ο Καραμανλής, «Τοποθετούνται στην Ιστορία, κυρίως με τις πολιτιστικές τους επιδόσεις. Κανένας ποτέ λαός δεν επιβλήθηκε στην παγκόσμια συνείδηση με επιτεύγματα υλικά.

Επιβλήθηκαν οι λαοί εκείνοι που δημιούργησαν πολιτισμό και με τον πολιτισμό τους έγραψαν Ιστορία». Με πίστη σ’ αυτά τα λόγια, ο Καραμανλής υπήρξε ίσως ο μόνος από τους πολιτικούς ηγέτες που ενδιαφέρθηκαν με έργα και όχι με λόγια για την ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Σε μια εποχή μάλιστα που η κουλτούρα εθεωρείτο -και φρονώ ότι εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται- μια πολυτέλεια και όχι μια επένδυση. Ο Καραμανλής είχε μια ικανότητα που δυστυχώς σπανίζει στους Έλληνες πολιτικούς. Επέλεξε ως συνεργάτες τούς άριστους. Έτσι, στην πρώτη μετά τις εκλογές κυβέρνησή του τοποθέτησε στη θέση του υπουργού Πολιτισμού τον Κωνσταντίνο Τρυπάνη, ο οποίος είχε ήδη εκλεγεί βουλευτής Επικρατείας.

Ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης ήταν διεθνούς κύρους φιλόλογος. Είχε διατελέσει καθηγητής στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης (1947 - 1968) και του Σικάγου (1968 - 1974), ενώ πραγματοποίησε διαλέξεις στα Πανεπιστήμια της Βιέννης, της Νέας Υόρκης, του Σίδνεϊ και του Χάρβαρντ. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το έργο του, που εκδόθηκε και στα Αγγλικά, για την Ελληνική ποίηση από τον Όμηρο στον Σεφέρη θεωρείται κλασικό. Ο Τρυπάνης με την πλατιά του μόρφωση βοήθησε τον Καραμανλή στην πραγματοποίηση των στόχων του. Τον Τρυπάνη διαδέχθηκε στο υπουργείο Πολιτισμού (το 1977) ο Δημήτρης Νιάνιας, βουλευτής Μυτιλήνης και καθηγητής στο Ε.Μ.Π.

Πέρα όμως από τους υπουργούς, ο Καραμανλής συνεργαζόταν στενά με τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες, αδιαφορώντας για τα πολιτικά τους «πιστεύω». Αναφέρω ενδεικτικά τον Δημήτριο Πικιώνη, τον οποίο εκτιμούσε ιδιαίτερα, καθώς και τον Προκόπη Βασιλειάδη, μαθητή του Πικιώνη, γενικό διευθυντή του υπουργείου Δημοσίων Έργων, με τον οποίο συζητούσε κάθε κατασκευαστικό έργο, και τελευταία με τον αρχαιολόγο Μανώλη Ανδρόνικο, η σκαπάνη του οποίου ανέδειξε τον τάφο του Φιλίππου στη Βεργίνα. Η πρώτη φροντίδα του, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, ήταν η Ακρόπολη και ο περιβάλλων χώρος.

Ο Παρθενώνας κινδύνευε από το γεγονός ότι παλαιότερα είχε χρησιμοποιηθεί απλός σίδηρος για τη συναρμολόγηση κομματιασμένων αρχιτεκτονικών τμημάτων. Όμως, η οξείδωση του σιδήρου και η εξ αυτής διαστολή προκάλεσαν μεγάλες ζημιές. Τα προβλήματα όμως των μνημείων του Ιερού Βράχου ήταν πολλά. Ο κίνδυνος αλλοιώσεως των μαρμάρων από την ατμοσφαιρική ρύπανση οδήγησε το 1979 στην απόφαση της μεταφοράς των Καρυάτιδων από το Ερέχθειο στο Μουσείο της Ακροπόλεως, ενώ στη θέση τους τοποθετήθηκαν αντίγραφα. Το ίδιο συνέβη και στη γλυπτική διακόσμηση του Παρθενώνα.

Έτσι, αφαιρέθηκε και μεταφέρθηκε στο Μουσείο Ακροπόλεως από το δυτικό αέτωμα το σύμπλεγμα του Κέκροπα με τη θυγατέρα του, που και αυτό αντικαταστάθηκε από αντίγραφο. Παράλληλα, προχώρησαν οι εργασίες αντικατάστασης των σιδερένιων συνδέσμων με συνδέσμους από τιτάνιο, που κρίθηκαν ακίνδυνοι από τους ειδικούς. Τα προβλήματα, όμως, τόσο για τη διάσωση όσο και για τη συντήρηση των μνημείων της Ακροπόλεως απαιτούσαν συνεχή προσπάθεια. Η μεταφορά των Καρυάτιδων και άλλων γλυπτών της Ακροπόλεως δημιούργησε την ανάγκη ανεγέρσεως νέου μουσείου, αφού το υπάρχον, παρά την πρόσφατη επέκτασή του, δεν είχε τη δυνατότητα να προβάλλει ικανοποιητικά τις αρχαιότητες της Ακρόπολης, τις οποίες θα φιλοξενούσε.

Ο Καραμανλής από την αρχή είχε θεωρήσει ότι ο καλύτερος χώρος για την ανέγερση του μουσείου ήταν το δημόσιο κτήμα Μακρυγιάννη, όπου στεγαζόταν το σύνταγμα Χωροφυλακής. Και τούτο για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί βρίσκεται σε άμεση σχέση με τον Ιερό Βράχο και, δεύτερον, διότι ανήκει στο Δημόσιο και, κατά συνέπεια, δεν απαιτούνταν απαλλοτριώσεις. Γι’ αυτό προκηρύχθηκαν το 1977 και το 1979 δύο πανελλήνιοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, οι οποίοι όμως κηρύχθηκαν άγονοι. Στο μεταξύ, εκδηλώθηκαν έντονες διαφωνίες για την καταλληλότητα του κτήματος Μακρυγιάννη και έτσι το θέμα της ανεγέρσεως του Μουσείου «πάγωσε».

Το 1989, η Μελίνα Μερκούρη, ως υπουργός Πολιτισμού, κίνησε ένα νέο διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού ακυρώθηκαν μετά την αποκάλυψη μιας μεγάλης οικιστικής περιοχής στο οικόπεδο Μακρυγιάννη, που χρονολογείται από τους Προϊστορικούς έως τους Βυζαντινούς χρόνους. Αποφασίστηκε τότε -και ορθώς- ότι η ανασκαφή θα έπρεπε να ενταχθεί στο νέο μουσείο. Το 2000, ο Οργανισμός Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης προκήρυξε ένα νέο διεθνή διαγωνισμό με πρόσκληση 12 αρχιτεκτονικών γραφείων, τα οποία θα υπέβαλλαν τις προτάσεις τους. Οι προτάσεις αυτές αξιολογήθηκαν από μία διεθνή επιτροπή.

Το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στο αρχιτεκτονικό γραφείο των Bernard Tschumi και Μιχάλη Φωτιάδη. Έτσι, σήμερα, όλοι μας θαυμάζουμε το αρχιτεκτονικό αυτό αριστούργημα. Ο Καραμανλής είχε το πάθος της δημιουργίας. Και παρακολουθούσε κάθε σημαντικό έργο σ’ όλη την πορεία της κατασκευής του. Έτσι, τον Ιούνιο του 1955, ως υπουργός Δημοσίων Έργων πήρε την πρωτοβουλία για αναμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη. Ο χώρος αυτός, εκτάσεως 1.000 στρεμμάτων, περικλείεται από την Ακρόπολη, το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού, το λόφο του Φιλοπάππου και το Αστεροσκοπείο.

Με συνεργάτη του τον αρχιτέκτονα καθηγητή του Ε.Μ.Π, Δημήτριο Πικιώνη, ο χώρος αυτός αναπλάστηκε και ανέδειξε ακόμη περισσότερο την Ακρόπολη. Κατ’ αρχάς, απομακρύνθηκαν διάφορες μικρές ιδιωτικές οικίες, αναμορφώθηκε τελείως το γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη, κατασκευάστηκε το περίπτερο και στην αρχή του δρόμου για περίπατο κατασκευάστηκε το περίφημο εστιατόριο «Διόνυσος». Παράλληλα, είχε προβλεφθεί η δενδροφύτευση, κυρίως με θάμνους Ελληνικής χλωρίδας (δάφνες και σχίνα) αλλά και ελιές (άγριες και ήμερες) και ροδιές. Τέλος, τα λιθόστρωτα δρομάκια έδιναν τη δυνατότητα στον επισκέπτη ενός ωραίου περιπάτου.


Λέγεται ότι ο Καραμανλής επισκεπτόταν κάθε πρωί το χώρο κατά το χρόνο της κατασκευής του και μαζί με τον Πικιώνη διαμόρφωναν επιτόπου τις λεπτομέρειες που προέκυπταν. Ακόμα και σήμερα, παρά την ελλιπή συντήρηση τόσο στο λιθόστρωτο όσο και στο πράσινο, ο χώρος αυτός αποτελεί ένα κόσμημα για την Αθήνα. Όμως, από την εμπειρία της Ακροπόλεως ο Καραμανλής αντελήφθη ότι τα προβλήματα κάθε αρχαιολογικού χώρου έχουν την ιδιαιτερότητά τους και για την επίλυσή τους χρειάζεται αυτονομία. Γι’ αυτό, σε συνεργασία με τον Τρυπάνη, εκπονήθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή ειδικά αποκεντρωτικά προγράμματα. Για την εκτέλεσή τους συστήθηκαν ειδικοί φορείς, στους οποίους εξασφαλίστηκε η άνετη χρηματοδότηση.

Έτσι, για τη διάσωση και τη συντήρηση των μνημείων της Ακροπόλεως δημιουργήθηκε ειδικό πρόγραμμα, στο πλαίσιο του οποίου ιδρύθηκε ειδική επιτροπή, η Επιτροπή Ακροπόλεως, στη διάθεση της οποίας τέθηκαν όλα τα απαραίτητα τεχνικά και οικονομικά μέσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Καραμανλής αρνήθηκε την εποχή εκείνη διεθνή έρανο που είχε αποφασίσει η UNESCO, λέγοντας ότι η διάσωση των μνημείων της Ακροπόλεως είναι ευθύνη του Ελληνικού λαού, ο οποίος είναι διατεθειμένος από το υστέρημά του να συμβάλει στη διάσωση του παγκόσμιου αυτού μνημείου.Ακολούθησαν και άλλα ειδικά προγράμματα, τα σημαντικότερα των οποίων είναι τα ακόλουθα:

● Το ειδικό πρόγραμμα για τη διενέργεια ανασκαφών στο τρίγωνο Βεργίνας, Δίου, Πέλλας. Εξάλλου, φρόντισε για την κατασκευή του δρόμου που οδηγεί στο Δίον και την επέκταση του Μουσείου Δίου.

● Το ειδικό πρόγραμμα ανασκαφών στη Θράκη (κυρίως στις περιοχές της Μαρωνείας, των Αβδήρων και της Αμφιπόλεως), ο χώρος της οποίας για πρώτη φορά ανασκάπτεται κατά τρόπο συστηματικό.

● Το ειδικό πρόγραμμα για αναστηλωτικές, συντηρητικές και μουσειακές εργασίες στους αρχαιολογικούς χώρους της Ολυμπίας και της Δήλου, καθώς και για την οργάνωση και τον εξοπλισμό του Κέντρου Υποβρυχίων Αρχαιολογικών Ερευνών στην Πύλο. Το πρόγραμμα αυτό, καταρτίσθηκε με πρωτοβουλία του Κ. Καραμανλή, τον Σεπτέμβριο του 1981, ύστερα από το έντονο προσωπικό ενδιαφέρον του.

● Το Κέντρο Διαφυλάξεως Αγιορείτικης Κληρονομιάς, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, με σκοπό τη διάσωση του Αγίου Όρους και την επιβίωση της μοναστικής πολιτείας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα ειδικά αυτά προγράμματα χρηματοδοτήθηκαν με ποσά επαρκή για την πραγμάτωση του σκοπού τους. Το ενδιαφέρον για την Ακρόπολη, όμως, συνεχίστηκε αμείωτο. Η λειτουργία του Φεστιβάλ Αθηνών, η ίδρυση του οποίου ήταν πρόταση του στενού του συνεργάτη, τότε υπουργού, Κωνσταντίνου Τσάτσου, την οποία αμέσως αποδέχθηκε ο Καραμανλής, προϋπέθετε την αναστήλωση του Θεάτρου του Ηρώδου του Αττικού. Έτσι, κατέστη δυνατή η έναρξη του Φεστιβάλ Αθηνών, η δραστηριότητα του οποίου έλαβε ιδιαίτερη ώθηση κατά την πρώτη περίοδο της οκταετίας και ιδιαίτερη λαμπρότητα κατά τη Μεταπολίτευση.

Ταυτόχρονα με την ίδρυση του Φεστιβάλ Αθηνών ιδρύθηκε το Φεστιβάλ Επιδαύρου για παραστάσεις αποκλειστικά αρχαίου δράματος και ως τέτοιο απέκτησε διεθνή φήμη. Την ίδια εποχή, ανέθεσε στον Γάλλο ακαδημαϊκό και μετέπειτα υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας Αντρέ Μαλρό (André Malraux) να δημιουργήσει το «Ήλιος και Φως» της Ακροπόλεως και του Ηρωδείου, κατά το πρότυπο παρόμοιων εκδηλώσεων στη Γαλλία, το οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Ο Καραμανλής δεν ήταν βέβαια δυνατό να ξεχάσει την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, τη Θεσσαλονίκη. Πλούσιο είναι το έργο το οποίο πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, με πρωτοβουλία του Μακεδόνα ηγέτη.

● Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης: Στο μουσείο αυτό εκτίθενται ευρήματα μείζονος αρχαιολογικής και ιστορικής σημασίας. Άλλωστε, στην οικονομική και την ηθική συμπαράσταση του Κ. Καραμανλή ως πρωθυπουργού οφείλεται και η κατασκευή της Νέας Πτέρυγας του μουσείου (1979), η οποία εγκαινιάστηκε από τον ίδιο, ως Προέδρο πλέον της Δημοκρατίας, το καλοκαίρι του 1980.

● Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος: Το 1960 με πρωτοβουλία του Κ. Καραμανλή συστήθηκε ειδική επιτροπή για την ίδρυση του Κ.Θ.Β.Ε. Το θέατρο λειτούργησε για πρώτη φορά ως αποκεντρωμένος δημόσιος οργανισμός την άνοιξη του 1961. Εγκαταστάθηκε οριστικά στο νεόδμητο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών το χειμώνα του 1962 - 1963. Αλλά και κατά τη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του ο Κ. Καραμανλής ενδιαφέρθηκε για το έργο του αυτό, με αποτέλεσμα να εκτελεσθούν συμπληρωματικά έργα, έτσι ώστε σήμερα η Θεσσαλονίκη να κοσμείται με ένα θαυμάσιο θέατρο 2.500 θέσεων.

● Όμως, η Θεσσαλονίκη δεν είχε υπαίθριο θέατρο και η ανάγκη δημιουργίας ενός τέτοιου θεάτρου διαπιστώθηκε από παλιά, από τις πρώτες κυβερνήσεις Καραμανλή. Ετσι, άρχισε να κατασκευάζεται θέατρο στον Κεδρηνό Λόφο που αρχικά λειτούρ- γησε σε λυόμενη κατασκευή. Με την αναχώρηση του Καραμανλή από την Ελλάδα το 1963, το έργο παρέμεινε ημιτελές. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1974, ο Κ. Καραμανλής το βρήκε ατελείωτο. Αμέσως υλοποίησε την ολοκλήρωσή του για να έχει και η Θεσσαλονίκη ένα θερινό θέατρο, σε μικρή απόσταση από την πόλη. Ετσι, έγινε το θέατρο του Κεδρηνού Λόφου και ενισχύθηκε η πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης.

● Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης: Η ορχήστρα αυτή ιδρύθηκε το 1959, χάρη στο προσωπικό ενδιαφέρον του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Θα πρέπει ακόμη να υπογραμμιστεί το ενδιαφέρον του Καραμανλή στην αναστήλωση αρχαίων θεάτρων. Έτσι, χάρη σ’ αυτόν, αναστηλώθηκαν δύο αρχαία θέατρα.


● Θέατρο Φιλίππων: Το θέμα της αξιοποιήσεως του Θεάτρου Φιλίππων έθεσε για πρώτη φορά επί τάπητος η πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή να καθιερώσει στη Β. Ελλάδα καλλιτεχνικές εκδηλώσεις υψηλής ποιότητος, γεγονός που θα συνέβαλε και στην πολιτιστική ανάπτυξη του λαού και την ενίσχυση της τουριστικής κινήσεως. Με την επιτυχία του 1ου Φεστιβάλ Φιλίππων, πρόβαλε επιτακτική η ανάγκη αναστηλώσεως του θεάτρου. Οι αναστηλωτικές εργασίες άρχισαν το 1958 και έγιναν πιο συστηματικές από το 1961, για να εγκαταλειφθούν μετά το 1963.

Σήμερα, χάρη στο ενδιαφέρον που έδειξε ο Καραμανλής μετά τη Μεταπολίτευση, η αναστήλωση έχει φθάσει σε πολύ προχωρημένο στάδιο και το Θέατρο Φιλίππων, που λειτουργεί κανονικά, έχει να επιδείξει μια σημαντικότατη πολιτιστική προσφορά.

● Θέατρο Δωδώνης: Οι εργασίες αναστηλώσεως και συντηρήσεως του Αρχαίου Θεάτρου Δωδώνης άρχισαν το 1960, επί κυβερνήσεως Καραμανλή. Το 1965 έγιναν στερεωτικές εργασίες. Με τα έργα αυτά πήρε μορφή και άρχισε να λειτουργεί ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα θέατρα της αρχαιότητας. Σήμερα, όμως, το θέατρο δεν λειτουργεί, διότι εκτελούνται σ’ αυτό ευρείας εκτάσεως αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο. Μια άλλη μεγάλη παρέμβαση του Καραμανλή αναφέρεται στους Δελφούς. Από το 1958 μέχρι το 1960, με συνεργάτη τον αρχιτέκτονα Κ. Κιτσίκη, διαμορφώθηκε όλη η περιοχή όπως είναι σήμερα.

● Συγκεκριμένα, έγινε αναδάσωση από την Κασταλία πηγή μέχρι το ομώνυμο χωριό, πλακοστρώθηκαν οι προσβάσεις προς τον αρχαιολογικό χώρο για να διευκολυνθεί η κίνηση των επισκεπτών και κατασκευάστηκε η κεντρική λεωφόρος. Παράλληλα, αποφασίστηκε -και πραγματοποιήθηκε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα- η επέκταση του Μουσείου των Δελφών, με την εκτέλεση μεγάλης εκτάσεως οικοδομικών εργασιών και διαμορφώσεως πέριξ του χώρου. Τέλος, σε συνδυασμό με τα έργα αυτά, ο Κ. Καραμανλής φιλοδόξησε να καταστήσει τους Δελφούς πολιτιστικό κέντρο διεθνούς επιπέδου.

Τη φιλοδοξία του αυτή υπαγόρευσε η πεποίθησή του ότι το Διεθνές αυτό Κέντρο με τις λειτουργίες και την ακτινοβολία του θα μπορούσε να γίνει ο εκφραστής των πολιτιστικών και πνευματικών αξιών καθώς και των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της ταυτότητας του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Έτσι, τον Μάρτιο του 1957, η κυβέρνηση Καραμανλή με πρότασή της στο Συμβούλιο της Ευρώπης, προσφέρθηκε να παραχωρήσει έκταση στους Δελφούς -100 περίπου στρεμμάτων- με σκοπό να ιδρυθεί εκεί ένα Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο. Τον Σεπτέμβριο του 1962, το Κέντρο ετέθη υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η Ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε την πλήρη κάλυψη των εξόδων λειτουργίας του.

Ήδη, όμως, η επταετής δικτατορία και η αποχώρησή μας από το Συμβούλιο της Ευρώπης είχαν «παγώσει» την πορεία του θέματος. Το 1975, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως πρωθυπουργός ανακίνησε το θέμα. Το 1976 υιοθετήθηκε ομόφωνα η πρόταση για το Κέντρο από Ελληνες και ξένους αντιπροσώπους. Τέλος, ιδρύθηκε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, το οποίο έκτοτε, ως θεσμός, συγκεντρώνει αξιόλογες πολιτιστικές δραστηριότητες, μερικές μάλιστα από τις οποίες είναι εντεταγμένες στο ευρύτερο πολιτιστικό πρόγραμμα του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Τελική, όμως, επιδίωξη του Κ. Καραμανλή -μετά την εκτέλεση των βασικών έργων υποδομής- ήταν η προώθηση της ιδέας ανεγέρσεως εθνικών περιπτέρων με πολιτιστική δραστηριότητα. Δυστυχώς, το θέμα αυτό δεν προχώρησε. Ένα άλλο όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν η μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα.

▶ Τον Απρίλιο του 1949, ύστερα από εισήγηση του Ιωάννη Κετσέα, αποφασίστηκε από τη Δ.Ο.Ε η ίδρυση της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας στην Ολυμπία.

▶ Η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε παρά το καλοκαίρι του 1961, με την προσωπική συμβολή του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή.

▶ Έκτοτε, η Διεθνής Ολυμπιακή Ακαδημία λειτουργεί κανονικά, οργανώνοντας συνέδρια και αναπτύσσοντας δραστηριότητες που συμβάλλουν αποφασιστικά στη διατήρηση και διάδοση του Ολυμπιακού πνεύματος, στην εφαρμογή των παιδαγωγικών και κοινωνικών αρχών των Αγώνων και την επιστημονική θεμελίωση της Ολυμπιακής Ιδέας. Ο Καραμανλής, μιλώντας το 1959 μετά το πέρας συσκέψεως με θέμα το πρόγραμμα αναπτύξεως του αθλητισμού κατά την πενταετία 1960 - 1964, είχε δηλώσει:

«Εις τον τόπον όπου εγεννήθη ο αθλητισμός, αποτελεί εντροπήν να εμφανίζωμεν μια καθυστέρησιν εις τον σπουδαίον αυτόν τομέα της εθνικής μας ζωής. Είτε το θέλομεν είτε δεν το θέλομεν, είναι δύσκολο να συναγωνισθεί άλλας χώρας περισσότερον προηγμένας εις τον τομέαν της τεχνικής και της οικονομίας η χώρα μας. Είναι, όμως, δυνατόν, αν γίνη μια έντονος μεθοδική προσπάθεια, να διακριθή το έθνος μας και εις τον τομέα της τέχνης και του αθλητισμού». Είχαν προηγηθεί το 1957 δύο ενέργειες, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη εξωσχολικού αθλητισμού:

Η ίδρυση Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού και η ίδρυση του Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (Ο.Π.Α.Π), ο οποίος προοριζόταν να εξασφαλίσει τα αναγκαία οικονομικά μέσα για την ενίσχυση των αθλητικών δραστηριοτήτων. Αυτές οι δύο ενέργειες έδωσαν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του αθλητισμού. Ο περιορισμένος χώρος του παρόντος άρθρου δεν επιτρέπει ούτε περιληπτικά να αναφερθεί το τεράστιο έργο το οποίο συντελέστηκε με την κατασκευή αθλητικών εγκαταστάσεων.

Ο Καραμανλής πρέσβευε ότι στην Ελλάδα γεννήθηκε ο αθλητισμός. Συνεπής προς την ιδέα αυτή, στις 31 Ιουλίου 1976 απηύθυνε επιστολή προς τον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, λόρδο Κιλάνιν (Lord Killanin), με την οποία διατύπωσε για πρώτη φορά επίσημα την πρόταση για τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα. Η Δ.Ο.Ε αντιμετώπισε την πρόταση με ευγενική διάθεση, όμως επικαλέστηκε τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει για την τέλεση των αγώνων της 23ης Ολυμπιάδας το 1984. Η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν υπήρξε η αιτία για την απόφαση τριάντα χωρών να απέχουν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το καλοκαίρι του 1980.


Ο Καραμανλής άρπαξε την ευκαιρία και απηύθυνε στις 28 Ιανουαρίου 1980 νέα επιστολή στο λόρδο Κιλάνιν, η οποία αυτή τη φορά είχε μεγαλύτερη απήχηση. Η πρωτοβουλία γνώρισε ευρύτατη δημοσιότητα και θετικά σχόλια από τη διεθνή κοινή γνώμη. Όμως, προσέκρουσε σε ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και έτσι εγκαταλείφθηκε. Ο Καραμανλής και ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνέχισε τις προσπάθειές του και με τον Χ.Α. Σάμαρανκ (Juan Antonio Samaranch), που διαδέχθηκε το λόρδο Κιλάνιν στην Προεδρία της Δ.Ο.Ε. Προσπάθησα με το κείμενο αυτό να αναφερθώ σε γενικές γραμμές στο πολιτιστικό έργο του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Ο περιορισμένος όμως χώρος δεν επέτρεπε μεγαλύτερη ανάπτυξη. Ίσως όμως η σημερινή καταγραφή να αποτελέσει μια ευκαιρία ώστε να υπάρξει ένα πληρέστερο κείμενο, το οποίο να περιγράφει ολόκληρο το έργο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στον πολιτιστικό τομέα. Αξίζει να γνωρίζουν οι νέοι κυρίως ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε ο ηγέτης που με έργα και όχι λόγια υπηρέτησε τον τόπο αυτό σ’ όλους τους τομείς και έριξε ιδιαίτερο βάρος στην ανάπτυξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και του αθλητισμού.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ













Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου