5 Ιουλ 2015

ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ Η ΕΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (ΜΕΡΟΣ Α')


ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ

ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1858 - 1898

Ο αποκλεισμός της Κρήτης από το Ελληνικό κράτος το 1830 δεν απέλπισε τους Κρητικούς, αλλά αντίθετα όξυνε την επαναστατικότητα και τη διάθεση για εξεγέρσεις και αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού. Οι Κρήτες δεν περίμεναν από τις Μεγάλες Δυνάμεις να τους προσφέρουν την απελευθέρωση, αλλά την επιδίωκαν με τα όπλα και ανατρέφονταν με το ιδανικό του τουφεκιού και του πολέμου. Γι' αυτό πίεζαν συνεχώς με εξεγέρσεις ελπίζοντας ότι θα εξανάγκαζαν τις Δυνάμεις ή την Πύλη να υποκύψουν στο αίτημα για ένωση ή αυτονομία. Γνώριζαν καλά ότι η λύση δεν εξαρτάται μόνο από τη βούλησή τους, αλλά κυρίως από την Ευρώπη. Γι' αυτό, εκτός από τον ένοπλο αγώνα, διεξήγαγαν και ένα διπλωματικό αγώνα με υπομνήματα, καταγγελίες, ενημερώσεις και προσφυγές. Έτσι, μετέτρεψαν το Κρητικό Ζήτημα σε Βαλκανικό και Ευρωπαϊκό πρόβλημα...


Τα υπομνήματα που συνέταξαν οι Κρήτες Χριστιανοί δείχνουν πλήρη συνείδηση του εθνικού χαρακτήρα των αγώνων τους. Η γλώσσα, η Παιδεία, η Ιστορία, το αίμα, οι παραδόσεις, η Ορθοδοξία και το παρελθόν ήταν κοινά με την Ελλάδα. Το πνεύμα της Μεγάλης Ιδέας κυριαρχούσε με το σύνθημα της ένωσης και είναι δεδομένα η εξέγερση της εθνικής συνείδησης και ο πόθος για ελευθερία. Το Χάτι Χουμαγιούν αποτέλεσε για την Κρήτη την αφετηρία των κινητοποιήσεων απέναντι σε κάθε μορφή καταπίεσης. Στο διάταγμα αυτό στηρίχθηκαν, από το 1856 μέχρι την αποχώρηση των Τούρκων το 1898, όλες οι διεκδικήσεις των Χριστιανών της Κρήτης.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ

Το 1856 υπογράφηκε η Συνθήκη του Παρισιού που σηματοδοτούσε τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου μεταξύ Τουρκίας και Ρωσίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις θεώρησαν τη διατήρηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναγκαία για την Ευρωπαϊκή ισορροπία και την αναγνώρισαν ισότιμη με τα Ευρωπαϊκά κράτη. Έθεσαν ως όρο στο σουλτάνο να συμμορφώνεται με τις αρχές του Ευρωπαϊκού Δικαίου σε θέματα διοίκησης και επέβαλαν παραχωρήσεις προς τους Χριστιανικούς πληθυσμούς. Η Πύλη αναγκάστηκε και εξέδωσε από τις 6 / 18 Φεβρουαρίου το διάταγμα Χάτι Χουμαγιούν. Εγγυήθηκε πλήρη αστική, θρησκευτική και στρατιωτική ισότητα σε Μωαμεθανούς και Χριστιανούς.

Επέτρεπε την ελεύθερη άσκηση λατρείας, καθώς και την ίδρυση σχολείων κάτω από τον έλεγχο μικτών συμβουλίων. Απαγόρευε το δουλεμπόριο και έδινε ελευθερία στους εξισλαμισμένους να επιστρέψουν στην προηγούμενη πίστη τους. Οι επεμβάσεις όμως του διοικητή Κρήτης Βελή Πασά στις εκλογές αντιπροσώπων και συμβούλων, η παρεμπόδιση της επιστροφής εξισλαμισμένων στο Χριστιανισμό, η βαριά φορολογία και οι επαναστατικές τάσεις που προϋπήρχαν οδήγησαν σε συνεννοήσεις για κίνημα από τις αρχές του 1858.

Ο Εμμανουήλ Μαυρογένης, με μια ομάδα ενόπλων, στις 24 / 4 / 1858 έδιωξε τους στρατιώτες που εισέπρατταν τους φόρους στους Λάκκους και διεμήνυσε στον Βελή ότι δεν θα πληρώνουν πλέον φόρους. Οι Τούρκοι περικύκλωσαν τους Λάκκους, συνέλαβαν και φυλάκισαν τον Χατζημιχάλη Γιάνναρη. Προκλήθηκε γενική κινητοποίηση και συγκεντρώθηκαν στους Λάκκους 6.000 Χριστιανοί. Στις 14 Μαΐου κατέβηκαν στα Μπουτσουνάρια, όπου έφτασαν αντιπρόσωποι και από την κεντρική Κρήτη. Εξελέγη επιτροπή και συνέταξε υπόμνημα προς τους προξένους αναφέροντας ότι τα προνόμια καταστρατηγούνται. Ζητούσαν την ανάκληση του Βελή και την κατάργηση των φόρων. 

Ο Βελή προσπάθησε με υποσχέσεις, δωροδοκίες και συκοφαντίες να διασπάσει το κίνημα και απέτυχε να συνεννοηθεί με τους επαναστάτες. Στις 11 Μαΐου κάλεσε σε συνέλευση στα Χανιά προσωπικότητες της Χριστιανικής κοινότητας, διοικητικούς συμβούλους, το μητροπολίτη Κρήτης Ιωαννίκιο, τους ηγουμένους των μονών και τον επίσκοπο Κυδωνίας και Κισάμου Κάλλιστο Φυντίκη. Όλοι αποκήρυξαν το κίνημα, εκτός από τον Κάλλιστο, που δεν υπέγραψε, βασανίστηκε και πιεζόμενος πέθανε. Ο Βελή απάντησε αρνητικά στα αιτήματα των επαναστατών. 

Η Πύλη, που φοβόταν και δεν επιθυμούσε γενικευμένη εξέγερση στην Κρήτη, ανακάλεσε τον Βελή και με φιρμάνι ικανοποίησε τα αιτήματα των επαναστατών και επιβεβαίωσε τα προνόμια του 1856. Ο Μαυρογένης εμφανίζεται ως αρχηγός της συνάθροισης, η αόρατη αρχή όμως που κινούσε τα νήματα της επανάστασης ήταν ο Έλληνας πρόξενος Νικόλαος Κανάρης. Η επανάσταση του 1858 έληξε αναίμακτα.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1866 - 1869

Τα Αίτια

Μετά το 1858 συνεχίζονταν οι καταπιέσεις, η κακοδιοίκηση, η παράνομη φορολόγηση, η παρεμπόδιση της θρησκευτικής έκφρασης και οι διαρκείς αντιδράσεις των Μουσουλμάνων στις μεταρρυθμίσεις. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε το μοναστηριακό ζήτημα, τις επεμβάσεις του Ισμαήλ, την αμείωτη επαναστατικότητα και τον άσβεστο πόθο των Κρητών για ένωση με την Ελλάδα και την υποκίνηση από ξένους πράκτορες. Η εξεύρεση πόρων και διδακτικού προσωπικού ήταν δύσκολο έργο, αν και το Πατριαρχείο φρόντιζε να ιδρύονται σχολεία για την εκπαίδευση των υπόδουλων.

Στην ανατολική Κρήτη μια ομάδα από μορφωμένους λαϊκούς και κληρικούς έθεσε το ζήτημα της διαχείρισης των μοναστηριακών περιουσιών. Προτάθηκε η διάθεση των ενοικίων των μοναστηριακών κτημάτων υπέρ σχολείων. Από το 1862 το αίτημα εντάθηκε και στις διεκδικήσεις των μεταρρυθμίσεων στην ανατολική Κρήτη αντέδρασαν ο μητροπολίτης, οι επίσκοποι, οι μοναχοί, η δημογεροντία, οι ενοικιαστές των κτημάτων, οι Τουρκόφιλοι Χριστιανοί και ο γενικός διοικητής. Οι ανατολικοί χωρίστηκαν σε δύο παρατάξεις:

  • Η πρώτη, που επιδίωκε τη διαχείριση της μοναστηριακής περιουσίας, και 
  • Η δεύτερη, που ζητούσε τη συμμετοχή του λαού στη διαχείριση ώστε να διατίθενται πόροι για την εκπαίδευση. 


Οι αλλεπάλληλες αναφορές διαμαρτυρίας προκάλεσαν εντάσεις και όξυναν τις αντιθέσεις. Οι Χριστιανοί προσέφεραν τη δυνατότητα στο διοικητή να εμπλακεί σε ένα καθαρά χριστιανικό θέμα και να καταπατήσει τα προνόμια. Επενέβη στις εκλογές και εξόρισε τους πρωταίτιους των αντιδράσεων. Οι ομόφρονές τους συνέστησαν μυστική οργάνωση με στόχο την απομάκρυνση του Ισμαήλ. Εγκατέλειψαν το μοναστηριακό και επιδίωξαν συνεννόηση με τις δυτικές επαρχίες. Τον Μάρτιο του 1866 απεσταλμένος τους ενημέρωσε τους Σφακιανούς και έφτασε στους Λάκκους. Ο αγώνας είχε μετατραπεί πλέον σε πολιτικό και εθνικό, δηλαδή αντίδραση κατά της εξουσίας και όσων ομοθρήσκων ήταν αντίθετοι στις διεκδικήσεις τους. 

Οι Αρχικές Συναθροίσεις -  Η Αναφορά και οι Πρώτες Συγκρούσεις

Η πολιτική κατάσταση στη Βαλκανική έτρεφε ελπίδες στην Κρήτη ότι η Πύλη θα παραχωρούσε αυτονομία για να αποφύγει ταραχές. Στη δυτική Κρήτη από το 1865 διάφορες ομάδες προετοίμαζαν μυστικά εξέγερση. Μετά την επαφή με τον Ηρακλειώτη απεσταλμένο, μια ομάδα νέων ορκίστηκε στους Λάκκους και κάλεσε τις δυτικές επαρχίες σε συνάθροιση στον Ομαλό στις 10 / 4 / 1866. Έπειτα από συναθροίσεις και οργανωμένες κινήσεις, στις 23/4 μαζεύτηκαν στα Μπουτσουνάρια 1.500 άνδρες και με προκήρυξη προς το λαό εξηγούσαν τους λόγους της συνάθροισης. 

Εστειλαν ανατολικά τον Χατζημιχάλη Γιάνναρη για να πείσει τους Σφακιανούς να συμμετέχουν και να επισπεύσει την εκλογή πληρεξουσίων. Οι Ρεθεμνιώτες εξέλεξαν αντιπροσώπους στο Αρκάδι και ανατολικά την εκλογή αντιπροσώπων οργάνωσε ο Κόρακας. Οι συγκεντρωμένοι στα Μπουτσουνάρια έφτασαν τις 12.000, καταρτίστηκε επιτροπή και οι Παρθένιος Περίδης και Παρθένιος Κελαϊδής ανέλαβαν τη διεκπεραίωση των πολιτικών και διπλωματικών εγγράφων. Με την άφιξη αντιπροσώπων από τις επαρχίες υπέγραψαν αναφορά προς τις Μεγάλες Δυνάμεις και τις ΗΠΑ στην οποία έθιγαν: 

  • Το ζήτημα των φόρων
  • Την τυπική ύπαρξη των λαϊκών σωμάτων
  • Την κακή λειτουργία της Δικαιοσύνης
  • Την ανάγκη ίδρυσης δανειστικής τράπεζας
  • Τη λειτουργία των λιμανιών για την ανάπτυξη του εμπορίου
  • Απαιτούσαν σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας
  • Ανεξιθρησκία με βάση το Χάτι Χουμαγιούν 
  • Γενική αμνηστία

Ο διοικητής ζήτησε τη διάλυση επιτροπής, επιχείρησε να τους αποτρέψει με απειλές και έστειλε στρατό για να τη συλλάβει. Στα μέσα Ιουλίου έφτασε η αρνητική απάντηση της Πύλης, ενώ στρατός 6.000 Αιγυπτίων αποβιβάστηκε στη Σούδα και στρατοπέδευσε στις Βρύσες. Στο Ρέθυμνο, ο διοικητής απέτυχε να συλλάβει την επιτροπή στο Αρκάδι, ενώ στα περίχωρα οι Μουσουλμάνοι έσφαζαν Χριστιανούς. Στο Ηράκλειο έγιναν συγκεντρώσεις των χριστιανών και στον Άγιο Μύρωνα υψώθηκε η σημαία της επανάστασης. Επίσημα η επανάσταση κηρύχθηκε στις 21 / 8. Οι επαναστάτες επιτέθηκαν στις Βρύσες και αποδεκάτισαν τους Αιγύπτιους που συνθηκολόγησαν κι έφυγαν, ενώ τις ίδιες μέρες έγινε μάχη στην Κάνδανο.

Η Άφιξη του Μουσταφά - Τα Γεγονότα μέχρι τον Νοέμβριο

Η Πύλη έστειλε τον Μουσταφά πασά, που προσπάθησε να ησυχάσει τον τόπο υποσχόμενος αμοιβές και αξιώματα. Οι επαναστάτες απάντησαν με επιθέσεις σε όλη την Κρήτη. Ο Μουσταφά με 30.000 στρατό επιτέθηκε στα Κεραμειά αλλά υποχώρησε. Στράφηκε προς την Κάνδανο, μετέφερε τα γυναικόπαιδα στην Παλιόχωρα (19 / 9) και μετά τους γέροντες Τούρκους στα Χανιά. Λεηλάτησε τους Λάκκους και τα Μεσκλά, αποκρούστηκε στη Ζούρβα και το Θέρισο, και μαχόμενος πέρασε από το Στύλο. Η ηγεσία του στρατού στα Χανιά ανατέθηκε στον ταγματάρχη Ιωάννη Ζυμβρακάκη, στο Ρέθυμνο στο συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο και στο Ηράκλειο στον έμπειρο οπλαρχηγό Μιχαήλ Κόρακα. 

Στις 12 / 10 με γενική έφοδο στον Βαφέ, οι Τούρκοι έτρεψαν τους επαναστάτες σε άτακτη φυγή. Σε άθλια κατάσταση, πεινασμένοι και ρακένδυτοι, συγκεντρώθηκαν στα Ασκύφου περίπου 2.000 επαναστάτες και 25.000 γυναικόπαιδα. Ο Μουσταφά εξέδωσε προκήρυξη ζητώντας από τους Σφακιανούς υποταγή. Οι Σφακιανοί υπέγραψαν υποταγή, η οποία άφησε δυσάρεστες εντυπώσεις και δημιούργησε απογοητευτική εικόνα για την Κρήτη. Οι Οθωμανοί στο Ρέθυμνο με συνεχείς επιθέσεις στα περίχωρα έσφαζαν αμάχους. Στις αμφίρροπες συμπλοκές διακρίθηκε το σώμα του παπα- Μαρουλιανού. Ο Κορωναίος, σε μια απερίσκεπτη ενέργεια, επιτέθηκε στο φρούριο του Ρεθύμνου, οι Τούρκοι διασκόρπισαν τους επαναστάτες και ο ίδιος μόλις διασώθηκε. 

Στο Ηράκλειο, οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Αγιο Μύρωνα. Στις αρχές Σεπτεμβρίου στα στενά του Αλμυρού έγιναν φονικές μάχες σώμα με σώμα που έφεραν σε δύσκολη θέση τους επαναστάτες. Οι Τούρκοι επί δύο μήνες έκαναν εκτεταμένες επιθέσεις και σφαγές στα περίχωρα, μέχρι την Ανώπολη και τα Ανώγεια, τη Μεσαρά, την Πεδιάδα, το Μεραμπέλλο και το Λασίθι. Ανατολικότερα οι επαναστάτες πολιόρκησαν τη Σπιναλόγκα και την Ιεράπετρα. Οι συνεχείς μάχες, οι επιτυχίες των πολυάριθμων Τούρκων και οι ελλείψεις έφεραν σε απελπισία τους Χριστιανούς.

Η Θυσία του Αρκαδίου

Ο Μουσταφά εισέβαλε στο Ρέθυμνο καλώντας τους κατοίκους σε υποταγή. Ζήτησε από τον ηγούμενο Γαβριήλ και την επιτροπή να εγκαταλείψουν τη Μονή Αρκαδίου. Ο Γαβριήλ δεν δέχτηκε να απομακρύνει βίαια τα γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει στη μονή. Η δύναμη που μπορούσε να αντιταχθεί στον Τουρκικό στρατό αποτελείτο από μοναχούς, λίγους εθελοντές και πολεμιστές, εφοδιασμένους με παλιά όπλα και χωρίς οργάνωση. Ο Μουσταφά με 16.000 στρατιώτες προέλασε από τρία σημεία, κύκλωσε τη μονή και τοποθέτησε πυροβόλα απέναντι από την πύλη. Οι Τούρκοι κάλεσαν τους επαναστάτες να παραδοθούν, αλλά ο ηγούμενος απάντησε πυροβολώντας. 


Στον ανεμόμυλο όπου είχαν οχυρωθεί οι μοναχοί, αντιστάθηκαν προξενώντας μεγάλη ζημιά στους Τούρκους ώσπου σκοτώθηκαν. Σε σύσκεψη τη νύχτα αποφασίστηκε να συνεχίσουν την άμυνα ζητώντας ενισχύσεις από τους οπλαρχηγούς της περιοχής. Οι προσπάθειες επαναστατών για αντιπερισπασμό δεν είχαν αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι έφεραν δύο τηλεβόλα και ανέγειραν προχώματα. Από το πρωί (9 / 11) το μεγάλο κανόνι προξενούσε σημαντική φθορά στην πύλη της μονής. Μετά το μεσημέρι έγιναν τρεις τακτικές έφοδοι που κατέληξαν σε πάλη με λόγχες, γιαταγάνια και μαχαίρια. 

Ο ηγούμενος Γαβριήλ έπεσε από εχθρική σφαίρα το απόγευμα, στον εξώστη, ενώ πυροβολούσε απροκάλυπτα, ή τραυματίστηκε θανάσιμα μαχόμενος στην πύλη. Οι Τούρκοι απέκοψαν το κεφάλι του και το περιέφεραν μπηγμένο σε ξιφολόγχη θριαμβικά. Περίπου στη δύση του ηλίου εκδηλώθηκε η τρίτη έφοδος. Οι Τούρκοι εισέβαλαν, επικράτησε σύγχυση και ακολούθησε η ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης από τον Κωστή Γιαμπουδάκη. Η έκρηξη ήταν τρομακτική και κάτω από τα ερείπια θάφτηκαν γυναικόπαιδα και πολλοί Οθωμανοί που είχαν εισβάλει στον περίβολο. Οι Τούρκοι βεβήλωσαν το ναό και έσφαξαν 37 άτομα που συνέλαβαν στην Τράπεζα της μονής. 

Τις ημέρες της πολιορκίας είχαν καταφύγει στη μονή 964 άνθρωποι (μοναχοί, λαϊκοί και γυναικόπαιδα). Σκοτώθηκαν 24 μοναχοί, 350 άνδρες και 200 γυναίκες. Οι Τούρκοι είχαν 1.500 νεκρούς και τραυματίες. Ο φρούραρχος Ιωάννης Δημακόπουλος, οι οπλαρχηγοί Δασκαλάκης και Γαληνάκης και μερικοί εθελοντές που παραδόθηκαν, εκτελέστηκαν αμέσως. Αιχμαλωτίσθηκαν 11 μοναχοί, 114 άνδρες και γυναικόπαιδα και οδηγήθηκαν στο Ρέθυμνο εν μέσω ύβρεων και μαστιγώσεων. Ελάχιστοι διέφυγαν τρέχοντας. Η θυσία του Αρκαδίου συγκίνησε όλο το Χριστιανικό κόσμο, λειτούργησε ως ιδέα της επανάστασης και προκάλεσε τη συμπάθεια των λαών της Ευρώπης. 

Οι ωμότητες των Τούρκων προκάλεσαν αγανάκτηση και οργή στο Χριστιανικό κόσμο. Η κοινή γνώμη εντυπωσιάστηκε από τη θυσία των αγωνιστών και αφυπνίστηκε με διαμαρτυρίες εναντίον της Τουρκικής θηριωδίας. Γεννήθηκαν φιλελληνικό ρεύμα και δημοσιεύματα, όπως του Βίκτωρος Ουγκό, κίνησαν τον Ευρωπαϊκό Τύπο υπέρ του Κρητικού αγώνα και είχαν ως συνέπεια την άφιξη εθελοντών. Συστήθηκαν επιτροπές, έγιναν έρανοι και συνεισφορές υπέρ των θυμάτων της Κρήτης.

Τα Γεγονότα μέχρι τον Μάρτιο

Τον Νοέμβριο οι επαναστάτες της Κισάμου ενισχυμένοι με εθελοντές αποφάσισαν να χτυπήσουν το Καστέλι. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν πρώτοι την επίθεση με κανόνια, σκοτώθηκαν αρκετοί επαναστάτες και λύθηκε η πολιορκία. Ο Μουσταφά πέρασε από τους Λάκκους και εισέβαλε στο Σέλινο καταστρέφοντας. Θεωρώντας τη συγκέντρωση των επαναστατικών αρχών στα Σφακιά παραβίαση της υποταγής, ζήτησε από τους Σφακιανούς έγγραφη υποταγή και παράδοση των όπλων. Παρά την πανωλεθρία που έπαθε στην Αγία Ρουμέλη, όπου σκοτώθηκαν 500 Τούρκοι, οι Σφακιανοί τον εξαπάτησαν. 

Στην κάθοδό του από τη δίοδο του Κατρέ προς τον Αποκόρωνα (19 / 1), οι Σφακιανοί εξολόθρευσαν το στρατό του. Οι Τούρκοι, εγκαταλείποντας αποσκευές, ημίγυμνοι και ανυπόδητοι έφτασαν στα Χανιά με τρομερές απώλειες. Η αποτυχία αυτή στοίχισε στον Μουσταφά την ανάκλησή του. Η Συνέλευση των Κρητών στις 20 / 1 / 1867 εξέλεξε πρώτο πρόεδρο παμψηφεί τον Παρθένιο Περίδη. Επίσης εξέλεξε εκτελεστικό σώμα, την προσωρινή κυβέρνηση. Τον Ιανουάριο η Πύλη με απεσταλμένους της πίεζε τους Χριστιανούς να εκλέξουν αντιπροσώπους, οι οποίοι από κοινού με Μουσουλμάνους θα αποφάσιζαν πώς θα κυβερνάται η Κρήτη. 

Εξελέγησαν ασήμαντοι και η προσπάθεια απέτυχε. Η προσπάθεια εισβολής του στρατού στο Σέλινο απέτυχε, αργότερα στην Κίσαμο έγιναν μάχες με πολλές απώλειες των Τούρκων και στα Χανιά οι επαναστάτες κατέλαβαν το υδραγωγείο στα Μπουτσουνάρια. Οι Τούρκοι στο Ρέθυμνο λεηλάτησαν τις Μονές Μπαλί και Βώσακου και κατέλαβαν το Γερακάρι. Οι Χριστιανοί οργάνωσαν επιθέσεις στο Αμάρι και οι Τούρκοι στον Αγιο Βασίλειο. Ο Ρεσίτ Πασάς από τον Νοέμβριο πυρπολούσε χωριά στα δυτικά του Ηρακλείου, αλλά στις 30 / 12 επαναστάτες και εθελοντές τον ανάγκασαν να υποχωρήσει. 

Στις 15 / 1 / 1867, μετά από φονικές συγκρούσεις, στην Τύλισσο, κατέστρεψε τα Ανώγεια και τις Μονές Χαλέπας, Δισκουρίου και Βώσακου. Χτυπήθηκε από τον Κόρακα και με σοβαρές απώλειες επέστρεψε στον Αγιο Μύρωνα, τον οποίο λεηλάτησε και έκαψε. 

Οι Ωμότητες του Ομέρ

Το Κρητικό Ζήτημα αποτελούσε φλέγον Ευρωπαϊκό πρόβλημα. Η Πύλη ανησυχούσε και ήθελε να αποτρέψει την αποστολή ανακριτικής επιτροπής. Ο σουλτάνος ταξίδεψε στην Ευρώπη για να επηρεάσει την κοινή γνώμη και διέταξε τον Ομέρ να καταπνίξει την επανάσταση. Ο Ομέρ έφτασε στην Κρήτη έχοντας στη διάθεσή του 60.000 στρατό. Στρατοπέδευσε στην Επισκοπή όπου ενώθηκε μαζί του στρατός από το Ρέθυμνο (20 / 4). Επιτέθηκε συγχρόνως από τρία σημεία στα Σφακιά, συνάντησε όμως ισχυρή άμυνα από οχυρωμένους επαναστάτες και υποχώρησε με σημαντικές απώλειες. 

Καίγοντας και καταστρέφοντας πέρασε στο Ρέθυμνο, εισέβαλε στον Μυλοπόταμο και κάλεσε τον Ρεσίτ από το Ηράκλειο να ενωθεί μαζί του. Οι επαναστάτες επιβράδυναν την πορεία του, τον εγκλώβισαν στα Κλεψίμια και τον αποδεκάτισαν. Ενώθηκε με τον Ρεσίτ στο Πέραμα. Ο Ρεσίτ είχε εισβάλει από το στενό της Τυλίσσου, πυρπόλησε τις Μονές Φόδελε και Δισκουρίου και τα χωριά Λειβάδια, Κράνα, Αξός και Ανώγεια. Οι Ομέρ, Ρεσίτ και Φερίκ Ισμαήλ, αφού έκαψαν το Αβδού, επιτέθηκαν ταυτόχρονα στο Οροπέδιο του Λασιθίου, αλλά αποκρούστηκαν. Από την κοιλάδα της Εμπάρου. 

Όμως, 15.000 Τούρκοι εισέβαλαν στη Γερακιανή Λαγκάδα και έπειτα από σκληρές μάχες ανέβηκε στο Οροπέδιο και ο Ρεσίτ. Το Οροπέδιο πλημμύρισε από πολυάριθμους Τούρκους οι οποίοι λεηλατούσαν. Οι επαναστάτες μάχονταν σώμα με σώμα με πολλαπλάσιους εχθρούς. Οι Τούρκοι καταδίωξαν επαναστάτες και αμάχους, έκαψαν σπαρτά, λαφυραγώγησαν χωριά και βεβήλωσαν 500 εκκλησίες. Όσους Χριστιανούς συνέλαβαν (γέροντες, αρρώστους, άνδρες και γυναικόπαιδα), τους υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια, ασέλγησαν πάνω τους και τους σκότωσαν. Τελικά όμως οι ωμότητες των Τούρκων, αντί να κάμψουν το ηθικό των κατοίκων, διέγειραν την επαναστατικότητα. 


Από την αρχή της πορείας του Ομέρ προς τα ανατολικά, στρατός 20.000 απασχολούσε την Κίσαμο, ενώ μάχες διεξάγονταν στην Κυδωνία και τον Αποκόρωνα. Μετά την πτώση του Λασιθίου, ο Ομέρ αποβιβάστηκε στο Φραγκοκάστελλο (23 / 6) και έφτασε ακάθεκτος στον Καλλικράτη. Συγχρόνως ο Ρεσίτ από το Ηράκλειο προχώρησε μαχόμενος στον Ασφενταμέ και ο Μεχμέτ από την Κράπη έφτασε στα Ασκύφου. Οι Τούρκοι κατέλαβαν το Μουρί, την Ανώπολη και την Αράδαινα. Αποβίβασαν στρατό στην Αγία Ρουμέλη αλλά απέτυχαν να εισβάλουν στη Σαμαριά. Τα Σφακιά καταστράφηκαν, αλλά δεν υποτάχθηκαν. 

Ο Ρεσίτ αποχώρησε από τα νότια παράλια πυρπολώντας χωριά και τη Μονή Πρέβελη. Οθωμανοί κατέστρεφαν στο Αμάρι και τον Αγιο Βασίλειο, ενώ άλλοι έσφαζαν κοντά στο Ρέθυμνο. Από τα Σφακιά οι Τούρκοι εισέβαλαν στο Σέλινο και έφτασαν μέχρι την Παλιόχωρα. 

Ο Οργανικός Νόμος - Η Διοίκηση Χουσεΐν Αβνή

Οι διεθνείς πιέσεις ανάγκασαν την Πύλη να σταματήσει τις επιχειρήσεις προκηρύσσοντας γενική αμνηστία. Έστειλε τον μεγάλο βεζύρη Ααλή με έτοιμο σχέδιο, τον Οργανικό Νόμο. Ο Ααλή απέλυσε κρατουμένους, παρότρυνε την είσοδο ακόμη και των επαναστατών στις πόλεις, διένειμε βοηθήματα και κατέβαλε προσπάθειες εκλογής αντιπροσώπων. Η Ελλάδα προσπάθησε να ματαιώσει τις προτάσεις Ααλή, αφού υποσχόταν κάθε παροχή εκτός από την ένωση. Οι Κρήτες, αν και ήταν διχασμένοι, σε ανυποχώρητους «ενωτικούς» και «αυτονομιστές» που ήθελαν διαπραγματεύσεις, απέρριψαν τις προτάσεις Ααλή επιμένοντας στο αίτημα της ένωσης. 

Ο νέος διοικητής Κρήτης Χουσεΐν Αβνή από τις 25 / 10 / 1867 συνέστησε διαρκή στρατόπεδα και ανέπτυξε στρατό στις επαρχίες, άρχισε την ανέγερση πύργων και τη διάνοιξη δρόμων, έφερε στην Κρήτη Κούρδους, Αλβανούς και Αραβες, στήριξε τους υποταγμένους, επικήρυξε τους επαναστατικούς αρχηγούς και απέκλεισε τα παράλια της Κρήτης. Επιτέθηκε στους Λάκκους, στο Θέρισο και τα γύρω χωριά αλλά απέτυχε. Οι παρατεταμένες μάχες στην Κυδωνία και την Κίσαμο αναζωογόνησαν την επανάσταση. Στον Αποκόρωνα με καθημερινά επεισόδια ο Τουρκικός στρατός έμενε καθηλωμένος. 

Το 1868, όμως, με συντονισμένες επιθέσεις οι Τούρκοι απασχολούσαν και περιόριζαν τους επαναστάτες. Στο Ρέθυμνο οι επιθέσεις των επαναστατών απέτυχαν και οι υποταγμένοι πλήθαιναν. Ανατολικότερα, οι επαναστατικές αρχές οργάνωσαν συντονισμένες επιθέσεις, ως απάντηση στις προτάσεις Ααλή και απέκρουσαν επιχειρήσεις των Τούρκων. Οι επαναστάτες επιχειρούσαν με κλεφτοπόλεμο να εμποδίσουν την κατασκευή πύργων, ενώ ο Τουρκικός στρατός λεηλατούσε. Ο Ααλή με υποσχέσεις και εκβιασμούς προσπάθησε να πετύχει τον επαναπατρισμό των προσφύγων και στις 14 / 2 αναχώρησε από την Κρήτη. 

Το επόμενο διάστημα οι πύργοι εμπόδιζαν την επικοινωνία, οι δρόμοι διευκόλυναν την προέλαση του στρατού, οι εξαγωγές τροφίμων από τις πόλεις απαγορεύονταν, η κακοκαιρία μάστιζε επαναστάτες και οικογένειες, οι Χριστιανοί κατατάσσονταν στα σώματα του εχθρού και συλλάμβαναν επαναστάτες ή οδηγούσαν το στρατό εναντίον τους. Οι επιθέσεις και από τις δύο πλευρές αποσκοπούσαν στον έλεγχο των διόδων. Στις δυτικές επαρχίες, παρά τις σφοδρές μάχες, η κατάσταση ήταν απελπιστική. Στον Αποκόρωνα, που ήταν η κρίσιμη δίοδος προς την υπόλοιπη Κρήτη, οι επαναστάτες ακόμα και με νυχτερινές επιθέσεις ενοχλούσαν την οδοποιία. 

Μετά την ανέγερση πύργων, πολυάριθμος στρατός κατασκήνωσε στα κομβικά χωριά και στην Κράπη. Τον Μάιο μετά την πτώση του Ομαλού απομονώθηκε το Σέλινο. Η Γενική Συνέλευση για να ενισχύσει το φρόνημα του λαού στο Ρέθυμνο οργάνωσε επιθέσεις. Πολλοί χριστιανοί πρόσφυγες, νομίζοντας ότι έπαψε η επανάσταση, έρχονταν οικογενειακώς. Η δράση των επαναστατών περιοριζόταν σε ενέδρες κι έτσι ο τουρκικός στρατός διαπερνούσε το Ρέθυμνο με μικρές αντιστάσεις. Στο Ηράκλειο και το Λασίθι, παρά τις σημαντικές επιτυχίες των επαναστατών, οι υποταγμένοι πλήθαιναν. Στα πεδινά οι Τούρκοι κυριαρχούσαν με 30.000 στρατιώτες και προστάτευαν την ανέγερση πύργων. 

Απελπισμένοι οι Κρήτες στη συνέλευση στα Λειβάδια (24 / 9 / 1868) υπέβαλαν αναφορά ζητώντας αυτονομία υπό την Πύλη, ουδετερότητα και εγγύηση των Δυνάμεων, να μην επιβαρύνουν την Κρήτη οι συνθήκες του Οθωμανικού κράτους, συνταγματικό πολίτευμα, Χριστιανό ηγεμόνα διοριζόμενο από το σουλτάνο, Βουλή, δημοτική διοίκηση, θρησκευτική ελευθερία κ.λπ. Καλούσαν την Ευρώπη να επέμβει και επέμεναν στην ένωση ως πόθο. Η Πύλη γνώριζε ότι ο αγώνας τελείωνε, φυσικά δεν δεχόταν κανένα αίτημα και πρόβαλλε στην Ευρώπη ότι έληξε η επανάσταση. Ήδη οι προσπάθειες των επαναστατών δυτικά ήταν ανεπιτυχείς. Ο Τουρκικός στρατός κατείχε τα παράλια των Σφακίων και την Κράπη. 

Η Γενική Συνέλευση διαλύθηκε και η προσωρινή κυβέρνηση κυκλώθηκε στην Ασή Γωνιά. Στο Ρέθυμνο, παρά τις σκληρές μάχες, ο Μυλοπόταμος υποτάχθηκε. Οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Άγιο Βασίλειο και το Αμάρι, έλεγξαν τις διαβάσεις και απώθησαν τους επαναστάτες στα ορεινά. Ανατολικότερα, παρά τις αξιόλογες μάχες, οι δυνάμεις των επαναστατών μειώνονταν και η επανάσταση έδειχνε σημεία αποσύνθεσης, αφού μόνο στα ορεινά του Ηρακλείου συνέχιζαν την επανάσταση.

Η Λήξη της Επανάστασης - Οι Συνέπειες για την Τουρκία και την Κρήτη

Οι Κρήτες με συνεχείς αναφορές ζητούσαν απε- γνωσμένα ενίσχυση. Οι εκκλήσεις οδήγησαν στην αποστολή 1.000 εθελοντών που αποβιβάστηκαν τον Δεκέμβριο στο Ρέθυμνο. Βάδισαν σε εχθρικό περιβάλλον δεχόμενοι συνεχείς επιθέσεις, αποδεκατίσθηκαν σε μάχη στις Βρύσες Αγίου Βασιλείου και έφτασαν στον Καλλικράτη. Εθελοντές και επαναστάτες προχώρησαν δυτικά, στην περιοχή όπου ήταν οχυρωμένος ο Τουρκικός στρατός, νομίζοντας ότι τον αποφεύγουν. Πεινασμένοι, αποθαρρυμένοι, ταλαιπωρημένοι από το χιόνι και εξαπατημένοι από τον Γάλλο πρόξενο παραδόθηκαν στα Ασκύφου. 

Κάποιοι διέφυγαν στις Χώσες Αποκορώνου, αλλά καταδιωγμένοι επέστρεψαν στα Σφακιά, παρέδωσαν τα όπλα και έφυγαν για τον Πειραιά. Όσοι επαναστάτες είχαν καταφύγει στη Σαμαριά ήλπιζαν ότι θα διαφύγουν με πλοίο. Παραδόθηκαν, μεταφέρθηκαν στα Χανιά και διαπομπεύθηκαν. Ανατολικά, αφού η διαφυγή με πλοία ήταν αδύνατη, οι αρχηγοί ύστερα από σύσκεψη αποφάσισαν να παραδοθούν. Πήγαν στο Ηράκλειο μεταμφιεσμένοι, παραδόθηκαν στο Διοικητήριο και αντιμετώπισαν ύβρεις, ειρωνείες και απρέπειες. Αφοπλίστηκαν, υπέγραψαν δήλωση υποταγής και φυλακίστηκαν. 


Η αποστολή των εθελοντών προκάλεσε τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (11 / 12 / 68) και στη Διάσκεψη του Παρισιού (1869) η Ελλάδα καταδικάστηκε. Η επανάσταση του 1866 αποτελεί σταθμό στην Ιστορία της Κρήτης και της Ελλάδας. Τραυμάτισε οικονομικά, ηθικά, διπλωματικά και καταρράκωσε το γόητρο της Τουρκίας, που διέθεσε 100.000 στρατό, στόλο και τους Τουρκοκρητικούς. Η Πύλη απέτυχε να επιβληθεί παρά τα μέσα, τα τεχνάσματα, τις παραχωρήσεις και τις διαιρέσεις. Ο Ελληνισμός προσέφερε υλική και ηθική υποστήριξη. Οι Κρητικοί νικήθηκαν από τον κακό οπλισμό, την πείνα και τις ελλείψεις. 

Το νησί μετά την επανάσταση βρέθηκε σε τραγική κατάσταση. Ο αγώνας κόστισε 10.000 νεκρούς, κυρίως από τον ενεργό Χριστιανικό πληθυσμό. Οι οικογένειες επέστρεψαν σκελετωμένες και άθλιες για να θρηνήσουν νεκρούς και περιουσίες. Παντού υπήρχαν ερείπια, αφού οι Χριστιανοί έκαψαν τα σπίτια των Τούρκων και Τούρκοι τα σπίτια και τις περιουσίες των Χριστιανών. Οι Τουρκοκρητικοί, αν και είχαν Ελληνικό αίμα, ήταν πιο βάρβαροι και πιο άγριοι από τους Τούρκους. Ο βασικός σκοπός της επανάστασης, η ένωση, έμεινε πόθος. Η υποταγή της Κρήτης μείωσε το γόητρο της Ελλάδας. Το κέρδος ήταν η διεθνοποίηση του Κρητικού Ζητήματος. 

Ο Οργανικός Νόμος αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα στη διοίκηση και στα δικαιώματα των Χριστιανών. Η Ευρώπη θαύμασε την επιμονή και τον αγώνα των Κρητών απέναντι σε μια πανίσχυρη Αυτοκρατορία. Ο τριετής αγώνας εξευτέλισε και προβλημάτισε μια ολόκληρη Αυτοκρατορία, συγκίνησε την πολιτισμένη Ευρώπη, άφησε όμως την Κρήτη στον Τουρκικό ζυγό προς ντροπή του Χριστιανικού κόσμου.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1878

Η Προετοιμασία

Με το τέλος της μεγάλης επανάστασης, οι Τούρκοι, παρά τον Οργανικό Νόμο, καταπίεζαν τους Κρήτες, αφού οι παραχωρήσεις και τα προνόμια έπρεπε να παραβιαστούν. Έτσι συνέχιζαν το έργο τους με σφαγές, ατιμώσεις, βεβηλώσεις, καταστροφές και επικηρύξεις Χριστιανών αρχηγών. Η Πύλη αγνοούσε τα όποια αιτήματα ή παράπονα εξέφραζαν οι Χριστιανοί. Οι επαναστάτες όμως του 1866 είχαν αποβάλει τη νοοτροπία του υπόδουλου και ήταν πια συνειδητοί επαναστάτες. Επιδίωκαν να βελτιώσουν τη θέση της Κρήτης με διεκδικήσεις. Γι’ αυτό υπέβοσκε αναταραχή, την οποία καλλιεργούσαν οι εξόριστοι αγωνιστές στην Αθήνα και oι οπλαρχηγοί που παρέμεναν στην Κρήτη.

Οι Κρήτες πρόσφυγες στην Ελλάδα αποτελούσαν μοχλό πίεσης της πολιτικής, επιρροής της κοινής γνώμης και της δημοσιογραφίας. Από το 1876 οι οργανώσεις «Εθνικόν Κέντρον», «Αδελφότης» και «Εθνική Αμυνα» ενδιαφέρονταν για την εξεύρεση μέσων και τον εξοπλισμό αντάρτικων ομάδων στις αλύτρωτες περιοχές και μαζί με το «Κρητικόν Κέντρον» δραστηριοποιήθηκαν για την Κρήτη. Τότε ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος και η Ρωσία ζήτησε να επαναστατήσουν η Θεσσαλία, η Ήπειρος και η Κρήτη για αντιπερισπασμό. Η Ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε, η πίεση όμως της κοινής γνώμης την εξανάγκασε να υποστηρίξει επαναστατικά κινήματα στη Θεσσαλία και την Κρήτη. 

Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος θεωρήθηκε από πολλούς Κρήτες ως ευκαιρία να κηρυχθεί επανάσταση και να προωθηθεί ο πόθος της ένωσης με την Ελλάδα. Ενεργό ρόλο στην κίνηση αυτή διαδραμάτισε ο παλιός αγωνιστής Ιερομόναχος Παρθένιος Κελαϊδής. Από το 1869 υπηρετούσε ως εφημέριος της Ελληνικής κοινότητας στην Τεργέστη. Ανέπτυξε εντυπωσιακή δράση με επιστολές, επαφές, γνωριμίες και συνεννοήσεις με πλήθος προσωπικοτήτων στην Ευρώπη. Συγχρόνως επικοινωνούσε με Έλληνες και Κρήτες και γνώριζε τόσο την κατάσταση που επικρατούσε στο νησί όσο και το διεθνές κλίμα. Διέβλεπε την αυτονομία ως λύση που θα οδηγούσε στην ένωση. 

Με υπομνήματα διαμαρτυρίας, που έστελνε ή υποκινούσε, ανακίνησε το Κρητικό Ζήτημα και ζήτησε τη συνδρομή της Ελλάδας. Η κατάσταση όμως στα Βαλκάνια και η έλλειψη οικονομικών και υλικών μέσων εμπόδιζαν κάθε σοβαρή εξέλιξη. Η προετοιμασία όμως της επανάστασης είχε αρχίσει ουσιαστικά από τη στιγμή που ο Παρθένιος άρχισε τις συνεννοήσεις, ενώ εντυπωσιάζουν τα μέσα που διέθεσε για την Κρήτη. Στη δυτική Κρήτη το 1877 καταστρώνονταν σχέδια ένοπλης και πολιτικής δράσης. Ιδρύθηκαν τρία επαναστατικά κομιτάτα σε Χανιά, Ρέθυμνο και Βάμο, τα οποία κινήθηκαν απροκάλυπτα προς την ετοιμασία επανάστασης. 

Οι Τούρκοι του Ρεθύμνου προκαλούσαν τους Χριστιανούς και ανατολικότερα ο στρατός λεηλατούσε. Τον Σεπτέμβριο, αρκετοί μουσουλμάνοι μετακόμισαν στο Ηράκλειο, εξασφάλισαν τα γυναικόπαιδα και επιδόθηκαν σε δολοφονίες και αρπαγές. Στα τέλη του 1877, ο Παρθένιος Κελαϊδής οργάνωσε την πρώτη αποστολή πολεμοφοδίων στην Κρήτη. Λίγο μετά, επισκέφθηκε Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για να επηρεάσει για το Κρητικό και η μετάβασή του στο Παρίσι προκάλεσε κρίση στο Υπουργικό Συμβούλιο στην Ελλάδα. Η Συνέλευση των Κρητών τον επιφόρτισε να μεταβεί στην Πετρούπολη για να συγχαρεί τον τσάρο για τη νίκη του στο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο και να ζητήσει τη βοήθειά του υπέρ της Κρήτης. 

Η Επανάσταση στη Δυτική Κρήτη

Την 1 / 1 / 1878 συγκλήθηκε στο Φρε η Συνέλευση των Κρητών με εντυπωσιακή συμμετοχή αντιπροσώπων και μετονομάστηκε Παγκρήτια Συνέλευση. Η Τουρκική και η Αγγλική διπλωματία με υποσχέσεις προσπάθησαν να πετύχουν συμβιβασμό. Οι Κρήτες είχαν συνειδητοποιήσει την αδυναμία της Τουρκίας, οι αντιθέσεις όμως ανάμεσα στους ενωτικούς (δυτικοί) και αυτονομιστές (ανατολικοί) οδήγησαν στη φυγή των ανατολικών αντιπροσώπων. Η Συνέλευση ζήτησε από τους απεσταλμένους της Πύλης να κηρυχθεί η Κρήτη αυτόνομη ηγεμονία, υποτελής στο σουλτάνο με Χριστιανό διοικητή και με την εγγύηση των Δυνάμεων. Η Πύλη ζήτησε προθεσμία και διόρισε διοικητή τον Κωστή Αδοσίδη. 

Η Συνέλευση τότε πρότεινε ως αίτημα την ένωση. Εξελέγησαν Προεδρείο και Επιτροπή για να καταρτίσουν σχέδιο προτάσεων και η Συνέλευση μετακόμισε στην Αργυρούπολη. Το σύνθημα της επανάστασης το έδωσε ο οπλαρχηγός Μαυρογένης, επικεφαλής 600 Χριστιανών, όταν στις 14 / 1 στον Αλικιανό ύψωσε τη σημαία με αίτημα την ένωση. Ακολούθησαν οι Κροκίδης, Μπογιατζόγλου, Κριάρης, Σκαλίδης, Γιάνναρης και Παρθένιος Περίδης που είχαν έρθει από την Ελλάδα. Με 1.500 ενόπλους έπειτα από δοξολογίες, ζητωκραυγές και πυροβολισμούς, κατέλαβαν επίκαιρες θέσεις και η επανάσταση απλώθηκε θεαματικά σ’ όλη την Κρήτη. Οι Μουσουλμάνοι κατέφυγαν στα φρούρια. 


Ο Τουρκικός στρατός στην Κρήτη δεν υπερέβαινε τους 10.000 στρατιώτες και στα λιμάνια ήταν ακινητοποιημένα τα Τουρκικά πλοία λόγω έλλειψης καυσίμων. Έτσι, πλοία από την Ελλάδα μετέφεραν ανενόχλητα πολεμοφόδια και τρόφιμα. Στις 3 / 2 η Συνέλευση με Διακήρυξη ανακοίνωσε τη διακοπή των διαπραγματεύσεων με την Πύλη και έκανε έκκληση για την επίλυση του Κρητικού. Διορίστηκε Προσωρινή Επταμελής Διοίκηση Κρήτης, η οποία κάλεσε το λαό σε εξέγερση και ανέλαβε τη διοικητική οργάνωση, το διπλωματικό αγώνα και τον επισιτισμό. Οι επαναστάτες επιτέθηκαν στον Βάμο σε 1.500 στρατιώτες. Ύστερα από 4ήμερες μάχες έκαψαν το Διοικητήριο και ανάγκασαν τους Οθωμανούς να αποχωρήσουν. 

Οργάνωσαν επιχειρήσεις από το φρούριο Ιτζεδίν μέχρι τον Αλικιανό και απέκλεισαν τους Οθωμανούς στην Κίσαμο. Οι επιτυχίες των επαναστατών ανάγκασαν τον Αδοσίδη να προτείνει ανακωχή. Η κατοχή και η διοίκηση των περιοχών που καταλήφθηκαν θα έμεναν στους επαναστάτες, με δυνατότητα των Τούρκων αγροτών να καλλιεργούν τα κτήματά τους στα κατεχόμενα. Οι επαναστάτες δέχτηκαν να σταματήσουν τις εχθροπραξίες, με αντάλλαγμα την ελεύθερη διακίνηση των χωρικών στις πόλεις και να διασφαλιστούν η ζωή, η τιμή και η περιουσία των Χριστιανών των πόλεων. Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (19 / 2 / 1878). 

Η Ρωσία υποχρέωνε την Τουρκία σε πολεμικές αποζημιώσεις ή υπερβολικές εδαφικές παραχωρήσεις, που απειλούσαν την υπόσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με τη συνθήκη ωφελούνταν η Ρωσία και όλες οι χώρες της Βαλκανικής, εκτός από την Ελλάδα. Η Τουρκία υποχρεωνόταν στην έκδοση βελτιωμένου Οργανικού Νόμου στην Κρήτη, αλλά μπορούσε πλέον να στείλει στρατό. Έτσι, τον Μάρτιο έφτασε ο Οσμάν Νουρή με 7.000 στρατιώτες και αγνοώντας την ανακωχή ξεκίνησε επιχειρήσεις, χωρίς σπουδαίες επιτυχίες. Η άφιξή του όμως ενθάρρυνε τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι προέβησαν σε σφαγές και λεηλασίες στα περίχωρα των φρουρίων. 

Στις 14 / 3, χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες και άτακτοι επιτέθηκαν σε Αλικιανό, Σκηνέ και Φουρνέ. Οι επαναστάτες μετά από πενθήμερες σφοδρές μάχες τούς έδιωξαν. Οι συγκρούσεις όμως συνεχίζονταν καθημερινά μέχρι το τέλος του μήνα, από τα Χανιά μέχρι το Καστέλι. Στα τέλη Μαρτίου ο έλεγχος της Κρήτης ήταν στους επαναστάτες. Όταν αναγγέλθηκε η σύγκληση Συνεδρίου στο Βερολίνο η Τουρκία επιδίωξε νέα ανακωχή. Οι επαναστάτες πείσθηκαν και ανέστειλαν τις επιχειρήσεις. Η Πύλη, εκμεταλλευόμενη την ανακωχή, έστειλε το Σαλήχ Πασά με πολυάριθμο στρατό, ο οποίος ξεκίνησε επιχειρήσεις σε μεγαλύτερη κλίμακα, αλλά η γραμμή ελέγχου δεν άλλαξε. 

Οι Τούρκοι επιδόθηκαν σε βανδαλισμούς, ατιμώσεις γυναικών και λαφυραγωγήσεις. Η Ελλάδα συμβούλευε να συνεχιστεί η επανάσταση. Ο ενισχυμένος Τουρκικός στρατός σχεδίαζε εκτεταμένες επιχειρήσεις και τον Ιούνιο επιτέθηκε στον Τσιβαρά. Υστερα από πεισματώδεις μάχες οι Τούρκοι πυρπόλησαν το χωριό και έσφαξαν γυναικόπαιδα. Οι επαναστάτες με αντεπίθεση εγκλώβισαν και σκότωσαν πολλούς Τούρκους, αναγκάζοντάς τους σε υποχώρηση. Οι συγκρούσεις στον πεδινό Αποκόρωνα γενικεύθηκαν, οι Τούρκοι με πολλές απώλειες περιορίστηκαν στις Καλύβες, όπου έσφαξαν άοπλους. Οι πολύνεκρες αυτές μάχες ήταν οι πιο πεισματώδεις από όσες μάχες έγιναν ποτέ στην Κρήτη. 

Τα Γεγονότα στην Υπόλοιπη Κρήτη

Από τις αρχές του 1878 συστήθηκε στρατόπεδο στην Αργυρούπολη και οι επαναστάτες έλεγξαν την περιοχή. Τον Φεβρουάριο οι εξορμήσεις των Τούρκων προκάλεσαν συγκρούσεις, αν και οι περισσότεροι Χριστιανοί ήταν άοπλοι. Οι αρχηγοί που εξελέγησαν στις επαρχίες συνέβαλαν αποφασιστικά στην οργάνωση των Χριστιανών. Με επιθέσεις στα περίχωρα απέκλεισαν τους Τούρκους στο φρούριο και δημιούργησαν ζώνη, την οποία δεν κατάφεραν να διασπάσουν οι Τούρκοι. 

Τον Μάιο οι οπλαρχηγοί ματαίωσαν τα σχέδια των Τούρκων να εξαναγκάσουν χωρικούς να υπογράψουν υποταγή, ώστε να παρουσιάσουν στην Ευρώπη την Κρήτη ως υποταγμένη. Με τη σύσταση στρατοπέδων κοντά στα φρούρια και απαντήσεις στις επιθέσεις των Τούρκων έλεγχαν πλέον την κατάσταση. Γενικός αρχηγός Ηρακλείου εξελέγη ο Μ. Κόρακας και ανατολικότερα ο Κ. Σφακιανάκης και αμέσως οργάνωσαν στρατόπεδα. Ειδικά στις ανατολικές επαρχίες, οι ελλείψεις σε πολεμικό υλικό και τρόφιμα ήταν σοβαρές και το πρόβλημα του επισιτισμού το έλυναν με ζωοκλοπές. 

Τον Μάρτιο οι Τούρκοι πίεζαν τους κατοίκους να υπογράψουν αναφορές ότι δήθεν είναι ευχαριστημένοι και τους καλούσαν να συλλάβουν τους επαναστάτες ως προδότες. Οι Τούρκοι συνέχιζαν τις εχθροπραξίες και μετά την ανακωχή και οι επαναστάτες απαντούσαν με επιχειρήσεις. Κατέλαβαν τη Σπιναλόγκα, πολιόρκησαν τους πύργους της Παχειάς Άμμου, της Βασιλικής και της Πισκοπής, αλλά απέτυχαν να εκπορθήσουν το φρούριο της Ιεράπετρας.

Το Συνέδριο του Βερολίνου

Το Συνέδριο του Βερολίνου ξεκίνησε την 1 / 6 / 1878. Η Ελληνική αντιπροσωπία από τους διαδρόμους του Συνεδρίου, αφού δεν μπορούσε να μετάσχει, ζήτησε την προσάρτηση στην Ελλάδα της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Κρήτης. Το Συνέδριο παραχώρησε τη Θεσσαλία και μέρος της Ηπείρου. Η Κρήτη παρέμεινε στο σουλτάνο που δεσμεύτηκε να εφαρμόσει τον Οργανικό Νόμο. Η οδυνηρή είδηση ότι η Κρήτη πρέπει να καταθέσει τα όπλα και να δεχτεί αμνηστί, αντί για ανακωχή, προκάλεσε οργή και απογοήτευση. Οι Κρήτες, αφού δεν υπήρχε καμιά εγγύηση για το μέλλον τους, ήθελαν να συνεχίσουν τον αγώνα. 

Η Αγγλική διπλωματία, όμως, ξεκίνησε διαμεσολαβητικές ενέργειες για την ειρήνευση και οι επαναστάτες πείσθηκαν να υποχωρήσουν. Η Πύλη δέχτηκε να τροποποιήσει τον Οργανικό Νόμο, έτσι που να διασφαλίζει τα συμφέροντα της πλειονότητας. Ο Τουρκικός στρατός έπαψε τις επιθέσεις και η συνέλευση των Χριστιανών έδωσε αυστηρές διαταγές στους στρατιωτικούς να αγρυπνούν στις θέσεις που κατείχαν, να απέχουν όμως από επιθέσεις.


Η Σύμβαση της Χαλέπας και η Σημασία της

Η Συνέλευση των Κρητών (1 / 8 / 1878) εξέλεξε Ενδεκαμελή Επιτροπή για να διαπραγματευθεί με τους απεσταλμένους της Πύλης. Ο σουλτάνος έστειλε εκπροσώπους του, που ανέλαβαν να συζητήσουν με την επιτροπή των επαναστατών το βελτιωμένο Οργανικό Νόμο. Ως έδρα των συναντήσεων συμφωνήθηκε η Χαλέπα και έγιναν σκληρές και επίπονες διαπραγματεύσεις. Οι Χριστιανοί επιδίωκαν να ακυρώσουν τις εναντίον τους αδικίες του Οργανικού Νόμου, τις οποίες ήθελαν να διατηρήσουν οι απεσταλμένοι του σουλτάνου. Στις 21 / 9 / 1878 υπογράφηκε προσωρινή συμφωνία και οι Μουσουλμάνοι έφυγαν ανενόχλητοι στα χωριά τους. 

Η Σύμβαση της Χαλέπας υπογράφηκε στις 3 / 10 / 1878 και επικυρώθηκε με φιρμάνι. Προέβλεπε: 

α) Γενικό διοικητή Χριστιανό ή Μουσουλμάνο διοριζόμενο από το σουλτάνο για μια πενταετία με σύμβουλο του αντίθετου θρησκεύματος. Κοντά στο γενικό διοικητή και στους διοικητές των επαρχιών υπήρχε από ένα Διοικητικό Συμβούλιο με πρόεδρο το διοικητή, συμβούλους τον επιθεωρητή Δικαιοσύνης, το μητροπολίτη, το γενικό εισπράκτορα και δύο γραμματικούς και από τρία μέλη Χριστιανούς και Τούρκους. Τα Τοπικά Συμβούλια είχαν τους αντίστοιχους τοπικούς παράγοντες και στα χωριά οργανώθηκαν τοπικά συμβούλια. Ανεξάρτητος από το γενικό ήταν ο στρατιωτικός διοικητής, με δικαίωμα ο σουλτάνος να αναθέτει και τις δύο εξουσίες σε περίπτωση ανάγκης στο ίδιο πρόσωπο. 

β) Η Γενική Συνέλευση θα αριθμούσε 80 μέλη, 49 Χριστιανούς και 31 Μουσουλμάνους που θα εκλέγονταν κάθε τρία χρόνια. Στις συνεδριάσεις θα συμμετείχαν 2 εκλεγμένα μέλη από κάθε επαρχία. Θα συνερχόταν μία φορά το χρόνο και η σύνοδος θα διαρκούσε 40 μέρες. Οι σύνεδροι θα ασχολούνταν με θέματα συγκοινωνιών, δημόσιων έργων, ταμεία δανείων, ενίσχυση του εμπορίου, της βιομηχανίας, της γεωργίας και της εκπαίδευσης. Προβλέπονταν χρηματοδότηση από το σουλτάνο και έσοδα από φόρους. Οι αποφάσεις της έπρεπε να επικυρωθούν από την Πύλη αν αναφέρονταν σε σημαντικά θέματα. 

Εκτός από τις πλήρεις συνεδριάσεις οι πληρεξούσιοι συνεδρίαζαν και κατά θρήσκευμα για θέματα των ομοθρήσκων τους. Οι υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου ρυθμίζονταν από τους νόμους και τα έθιμα κάθε θρησκεύματος. Οι υποθέσεις των Χριστιανών χωρίζονταν σε καθαρά εκκλησιαστικές, που υπάγονταν στους επισκόπους (γάμος, διαζύγιο), και σε αστικές (μνηστεία, προίκα, αστικά θέματα συζύγων), η διαχείριση των οποίων γινόταν σύμφωνα με τους Βυζαντινούς νόμους. Ανώτατο δικαστήριο ήταν το Ανώτατο Ακυρωτικό Συμβούλιο της Κωνσταντινούπολης. 

γ) Ιδρύθηκε Χωροφυλακή μόνο από Κρήτες, τον αρχηγό της οποίας θα επέλεγε η Πύλη. 

δ) Στη διοίκηση και τη Χωροφυλακή θα διορίζονταν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι κατά την αναλογία του πληθυσμού. 

ε) Επίσημη γλώσσα των δικαστηρίων και των συνελεύσεων ήταν η Ελληνική, τα πρακτικά όμως θα γράφονταν και στις δύο γλώσσες. 

στ) Γενική αμνηστία. 

ζ) Προσωρινή απαλλαγή από ορισμένους φόρους και ρύθμιση των χρεών. 

η) Οι Κρήτες μπορούσαν να έχουν όπλα χωρίς να οπλοφορούν δημόσια. 

θ) Επιτρεπόταν η ίδρυση φιλεκπαιδευτικών συλλόγων, τυπογραφείων και η έκδοση εφημερίδων. 

ι) Το Τουρκικό Σύνταγμα δεν μπορούσε να καταργήσει τη Σύμβαση. 

ια) Κάθε διαταγή του Οργανικού Νόμου που κατέλυε τη Σύμβαση της Χαλέπας στην ανεξαρτησία των δικαστηρίων δεν θα εφαρμοζόταν, γεγονός που έδινε αυτονομία σε σχέση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. 

Η Σύμβαση της Χαλέπας δεν ανταποκρινόταν στους πόθους των Κρητών ούτε διασφάλιζε τα προνόμια ανάλογα με την αριθμητική υπεροχή των Χριστιανών. Παραχωρούσε ημιαυτονομία, ήταν όμως επίσημη παραχώρηση της Πύλης με την εγγύηση των Δυνάμεων. Θεωρείται σταθμός στις διεκδικήσεις του Κρητικού λαού προς την ανεξαρτησία. Η Κρήτη απέκτησε στοιχειώδη αυτοδιοίκηση, ελευθεροτυπία και Βουλή με ευρύτερη δικαιοδοσία στην οποία το Χριστιανικό τμήμα είχε δικό του προϋπολογισμό και συντηρούσε σχολεία. 

Για την Τουρκία το θετικό ήταν ότι η Κρήτη παρέμενε τμήμα του κράτους, αν και οι παραχωρήσεις ήταν πρωτόγνωρες για επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Απογοητευμένοι οι Κρήτες υπέγραψαν τη Σύμβαση της Χαλέπας και τον Νοέμβριο υποδέχτηκαν τον Αλέξανδρο Καραθεοδεωρή, τον πρώτο Χριστιανό γενικό διοικητή του νησιού που έφερε το φιρμάνι της Σύμβασης. Αντικαταστάθηκε όμως έπειτα από 14 ημέρες από τον πρώην πρέσβη της Τουρκίας στην Ελλάδα, Ιωάννη Φωτιάδη.

Η ΑΣΤΟΧΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ1889

Η Δεκαετία μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας

Η Κρήτη μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας δεν ηρέμησε. Η επαναστατικότητά της αποτελούσε κακό παράδειγμα για τις αποσχιστικές τάσεις και άλλων περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατέρρεε. Ο διοικητής Ιωάννης Φωτιάδης ήταν δραστήριος, συμβιβαστικός, ευέλικτος, έμπειρος διπλωμάτης, συνετός και δίκαιος.

Με παρασκηνιακές διαβουλεύσεις και ιδιωτικές συναντήσεις κατόρθωνε να αμβλύνει τις διαφορές και να λύνει τα προβλήματα. Διατήρησε τις ισορροπίες μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, αλλά βρέθηκε στη δίνη σημαντικών προβλημάτων (εκπαιδευτικό, βακουφικό, επισκοπικό, κομματισμός, προνομιακό και περί εξωμοσίας), τα οποία όξυναν τις σχέσεις των Χριστιανών μεταξύ τους, αλλά και με τους Μουσουλμάνους, τη διοίκηση και την Πύλη. Ο Φωτιάδης ίδρυσε σχολεία και προώθησε τη λύση του τελωνειακού και του βακουφικού, συνέβαλε στη λύση του επισκοπικού και έθεσε τις βάσεις για την εσωτερική οργάνωση της Κρήτης.


Ο νόμος περί Παιδείας ευνόησε την ίδρυση σχολείων και την αύξηση των εγγράμματων Χριστιανών κυρίως. Η εκπαίδευση των Χριστιανών ήταν υψηλού επιπέδου και χρηματοδοτήθηκε από τις προσόδους των μοναστηριών. Στην άνοδο του μορφωτικού επιπέδου των Κρητών συνέβαλαν οι σύλλογοι που ιδρύθηκαν και η έκδοση αρκετών εφημερίδων. Μέχρι το 1886 το πολίτευμα λειτούργησε ομαλά, αν και η κακή εφαρμογή των εκλογικών διαδικασιών προκαλούσε ανωμαλίες. Το σύστημα των εκλογών ευνοούσε την εξαγορά υποψηφίων και βουλευτών και τη νόθευση της λαϊκής βούλησης.

Δημιουργήθηκαν δύο παρατάξεις: οι συντηρητικοί ή μετριοπαθείς ή κυβερνητικοί ή καραβανάδες και οι φιλελεύθεροι ή ριζοσπάστες ή ξυπόλητοι. Τα κόμματα δεν είχαν σαφή ιδεολογική βάση ούτε προγράμματα, εξέφραζαν κοινωνικά στρώματα και το βασικό ενδιαφέρον τους στρεφόταν στην κατάληψη δημόσιων θέσεων και αξιωμάτων των οπαδών τους. Η διαφθορά, τα συμφέροντα, οι φόνοι, οι ζωοκλοπές, οι αγροζημιές, οι διαιρέσεις, η ανασφάλεια και η έλλειψη δικαιοσύνης αποτελούσαν τα πιο συνηθισμένα φαινόμενα. Οι διοικητές διάδοχοι του Φωτιάδη δεν συνέχισαν το έργο του. Ο Σάββα Πασάς αναμίχθηκε σκανδαλωδώς στις εκλογές, μεροληπτούσε υπέρ των Μουσουλμάνων.

Επί Ανθόπουλου οι Μουσουλμάνοι διέπρατταν κακουργήματα και οι Χριστιανοί δολοφονίες μεταξύ τους. Στις εκλογές του 1888 πλειοψήφησαν για πρώτη φορά οι φιλελεύθεροι και ξεκίνησε οξεία αντιπαράθεση. Οι κομματικές διαμάχες κορυφώθηκαν με καταγγελίες για βία, νοθεία, δωροδοκίες και παρατυπίες. Οι συντηρητικοί με συναθροίσεις επιχείρησαν να παραστήσουν απειλούμενη την κατάσταση του τόπου. Στις εκλογές των δημογερόντων σημειώθηκαν θλιβερά επεισόδια, οι φιλελεύθεροι εξέλεξαν 38 αντιπροσώπους και οι συντηρητικοί 11. Οι φιλελεύθεροι ζήτησαν αντικαταστάσεις υπαλλήλων της διοικήσεως και η αντιπολίτευση προκάλεσε ταραχές και ζήτησε την αλλαγή του διοικητή.

Το Ψήφισμα της Ένωσης και οι Συνέπειές του

Στις 6 / 5 / 1889 ο Αριστείδης Κριάρης κατέθεσε ψήφισμα ένωσης στη συνέλευση. Η πράξη αυτή ήταν ευθέως επαναστατική. Ο διοικητής διέλυσε τη συνεδρίαση, οι συντηρητικοί κινητοποιήθηκαν με συγκεντρώσεις σε όλη την Κρήτη. Κατέφυγαν σε εκμετάλλευση της εθνικής ιδέας, προτάσσοντας το αίτημα της ένωσης, και ζήτησαν την υποστήριξη του λαού. Υπόσχονταν άφεση χρεών, αμνηστία σε φυγόδικους και θέσεις σε όσους ζητούσαν διορισμό. 

Οι συναθροίσεις και οι βιαιότητες εναντίον των Τούρκων προκάλεσαν κλίμα τρόμου. Οι Οθωμανοί μετοικούσαν στις πόλεις, από όπου εξορμούσαν και διέπρατταν σφαγές και διαρπαγές. Όλα τα χωριά του κάμπου των Χανίων καταστράφηκαν. Οι δυτικές επαρχίες ήταν ανάστατες, συμμορίες λήστευαν και προκάλεσαν ακόμη και μέσα στα Χανιά ανυπολόγιστες ζημιές. Στις προκηρύξεις της διοίκησης δεν υπάκουε κανείς. Στο Ρέθυμνο, στις εκλογές των δημογερόντων, έγιναν φόνοι. Οι Τούρκοι τον Ιούλιο πυρπολούσαν περιουσίες και έσφαζαν Χριστιανούς στις επαρχίες και απειλούσαν με σφαγές στην πόλη. 

Στο Ηράκλειο οι Χριστιανοί πολιόρκησαν τους Αμπαδιώτες, οι οποίοι μετακόμισαν στην πόλη, σχημάτισαν συμμορίες που περιφέρονταν ληστεύοντας και σφάζοντας. Συρφετός 3.000 ατάκτων, αφού πολιόρκησε το Κανλί Καστέλλι, κατέστρεψε καλλιέργειες σε 28 χωριά και βεβήλωσε 57 εκκλησίες. Ομάδες Οθωμανών εκστράτευσαν σφάζοντας στη Μεσαρά και το Μαλεβύζι. Η Ελλάδα διαμαρτυρήθηκε προς την Τουρκία, η οποία απάντησε ότι θα σεβαστεί το καθεστώς και τα προνόμια. Μάταια οι Κρήτες της Αθήνας με υπομνήματα ζητούσαν τη συνδρομή της Ελλάδας και των Δυνάμεων.

Ο Σακήρ Πασάς Διοικητής Κρήτης

Η Πύλη, εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία που της προσέφερε η αναστάτωση, διόρισε διοικητή τον Σακήρ Πασά. Ο Σακήρ, με τη συναίνεση των Χριστιανών αρχηγών, κατέλαβε και εγκατέστησε φρουρές στις επαρχίες. Προώθησε σε επίκαιρα σημεία το στρατό και επέβαλε στρατιωτικό νόμο. Αμέσως οι επίτροποι του λαού περιφρονήθηκαν, συλλαμβάνονταν αδιακρίτως και φυλακίζονταν αναίτια οπλαρχηγοί, βουλευτές, πρόκριτοι, διοικητικοί παράγοντες, ιερείς και χωρικοί. Στήθηκαν στρατοδικεία τα οποία δίκαζαν με απλή καταγγελία. Οι ωμότητες του στρατού, οι ραβδισμοί, οι βιασμοί γυναικών, οι κατασχέσεις όπλων, οι αγγαρείες και οι θανατικές καταδίκες αθώων ήταν πρωτοφανείς. 

Στην Κρήτη ήρθαν 25.000 Τούρκοι που ερήμωναν τα χωριά. Η διοίκηση υποδαύλιζε τον όχλο, ο οποίος συνέχιζε τις απίστευτες θηριωδίες. Στον Αποκόρωνα ατιμάσθηκαν γυναίκες, μαστιγώθηκαν 150 πρόκριτοι και η θάλασσα εξέβραζε πτώματα. Στο Ρέθυμνο χιλιάδες Οθωμανοί κατέστρεψαν τις σοδειές. Οι φυλακές γέμισαν ασφυκτικά με αθώους και πρόκριτους. Στο Ηράκλειο οι Χριστιανοί αφοπλίστηκαν και το Στρατοδικείο κήρυξε φανερά ότι δεν δέχεται κατηγορίες κατά Μουσουλμάνων. Στη Μεσαρά οι Τούρκοι κατέστρεψαν εντελώς τις καλλιέργειες και ανέσκαψαν τάφους. Στο Λασίθι πολλοί Χριστιανοί απελπισμένοι διέφυγαν στα όρη.

Η Κατάργηση της Σύμβασης της Χαλέπας

Στις 25 / 11 / 1889 διαβάστηκε στα Χανιά το νέο φιρμάνι. Οι κυριότερες αλλαγές σε σχέση με τη Σύμβαση της Χαλέπας ήταν:

α) Καταργήθηκε η πενταετής θητεία του διοικητή.

β) Εξασφάλιζε καλύτερο έλεγχο των Συμβουλίων με λίγους εκλέκτορες που εξαγοράζονταν ευκολότερα.

γ) Στην ψήφιση των νομοσχεδίων απαιτείτο πλειοψηφία 2/3, άρα δεν αρκούσαν οι ψήφοι των χριστιανών για να ψηφιστούν νόμοι, ενώ έπρεπε να υποβάλλονται οι νόμοι για κύρωση στην Πύλη.

δ) Με την ισοβιότητα και το διορισμό των δικαστών από την Πύλη εξασφάλιζε τον έλεγχο της Δικαιοσύνης.

ε) Ο έλεγχος της Χωροφυλακής εξασφαλίσθηκε με την πρόσληψη Αλβανών.

στ) Διέθετε στο ταμείο του νησιού το περίσσευμα του Προϋπολογισμού, αλλά τα μισά τελωνειακά έσοδα.

ζ) Το περίσσευμα του Προϋπολογισμού μπορούσε να διατεθεί σε δημόσια έργα, σε κοινωφελή ιδρύματα και στην εκπαίδευση.

Αν δεν επαρκούσε η συνέλευση θα επέβαλε νέους φόρους. Το φιρμάνι κατάργησε τη Σύμβαση της Χαλέπας και τα προνόμια που τη συνόδευαν. Επέβαλε τη βία, τη στρατιωτική τρομοκρατία και εισήγαγε σκληρή φορολογία. Το Κρητικό Ζήτημα είχε πάρει ολέθρια τροπή. Η άκαιρη, άστοχη και ανόητη εξέγερση έφερε την αποτυχία.


Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1895

Η Περίοδος 1889 - 1895

Η περίοδος 1889 - 1895 είναι η πιο σκοτεινή της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Η κατάσταση του νησιού ήταν οικτρή και άθλια. Οι διώξεις, οι καταδίκες αθώων και οι δημεύσεις περιουσιών συνεχίζονταν. Συμμορίες Μουσουλμάνων δολοφόνων τρομοκρατούσαν ατιμώρητοι. Οι Κρήτες απείχαν από τις εκλογές, πολλοί παραιτήθηκαν από τις δημόσιες θέσεις και επιφανείς Κρήτες δεν έθεταν υποψηφιότητα. Διαμαρτύρονταν με υπομνήματα, συναθροίσεις και ένοπλη δράση στα βουνά, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Μετά τις επανειλημμένες εξεγέρσεις και την αποτυχία του στόχου της ένωσης, πολλοί πίστευαν ότι ένα καθεστώς αυτονομίας ή ημιαυτονομίας θα διευκόλυνε την εκπλήρωση του πόθου της ένωσης.

Ο Παρθένιος Κελαϊδής από το 1889 ήρθε σε ρήξη με την Ελληνική κυβέρνηση, αφού ήταν ασυμβίβαστος με το καθεστώς υποταγής. Το 1890 Κρήτες αρχηγοί, οπλαρχηγοί και πολιτικοί τον ανακήρυξαν γενικό πληρεξούσιο της Κρήτης με εντολή να περιέλθει την Ευρώπη και να συνηγορήσει υπέρ της Κρήτης. Έστειλε υπομνήματα σε Αγγλία, Γαλλία και Ιταλία και αργότερα στο βεζίρη της Πύλης. Συγχρόνως συνέλεξε ενισχύσεις και εξόπλισε Χριστιανούς, για να ανατρέψουν την κατάσταση με ένοπλη δράση. Οι αντάρτικες επαναστατικές ομάδες (Λιάπης, Τσουρής, Γερανιώτης, Ακρωτηριανός, παπά Μαλέκος κ.ά.) ανάγκασαν τους Μουσουλμάνους να περιορίσουν τις βιαιοπραγίες. 

Στις αρχές Μαρτίου 1892 ο Παρθένιος έφτασε στην Κρήτη, η διοίκηση όμως τον απέλασε, αφού η παρουσία του προκάλεσε προβλήματα. Το 1892 Σφακιανοί και Αποκορωνιώτες ίδρυσαν μια μυστική συνωμοτική οργάνωση «αδερφοχτών». Η συνωμοτική αδελφότητα είχε σκοπό την εξέγερση για την ανάκτηση τουλάχιστον των προνομίων της σύμβασης της Χαλέπας. Βασικό ρόλο ανέλαβαν κληρικοί, οι οποίοι στρατολόγησαν από τον Αποκόρωνα και τις γύρω επαρχίες, σχηματίζοντας ομάδες αδελφοποιημένων. Η δραστηριοποίηση και η εξάπλωση της οργάνωσης αναθάρρησαν τους Χριστιανούς, που πρόβαλαν διεκδικήσεις και δεν άφηναν αναπάντητες τις προκλήσεις των Τούρκων. 

Οι συνωμότες οργάνωσαν συναθροίσεις και εκλογές αντιπροσώπων και πίεζαν τη διοίκηση για την καλυτέρευση του τόπου. Ο εξωτερικός καθοδηγητής των ενεργειών αυτών ήταν ο Παρθένιος Κελαϊδής. Στα τέλη του 1894 η ανταπόκριση των Χριστιανών συντέλεσε στον εντυπωσιακό πολλαπλασιασμό των μελών της. Σε συναθροίσεις συντάχθηκαν υπομνήματα και τον Ιούνιο οι αντιπρόσωποι από όλη την Κρήτη υπέβαλαν αιτήματα για τη διοίκηση, τη Δικαιοσύνη, τη Χωροφυλακή και τη φορολογία. Η Πύλη δέχτηκε μερικά αιτήματα και σε άλλα μετέθεσε σταδιακά τη λύση τους. 

Το 1894 η αδελφότητα διέθετε ένα βασικό πυρήνα μελών και με προσηλυτισμό προσείλκυε οπαδούς στην Κρήτη και την Αθήνα. Σχεδίαζε επιθέσεις από ξηρά και θάλασσα, εναντίον των πόλεων και των πυκνοκατοικημένων από Τούρκους περιοχών, δολιοφθορές με την ανατίναξη αποθηκών πολεμικού υλικού και επιθέσεις άλλων μελών στις επαρχίες και στα λιμάνια για να καταστρέψουν τα πλοία ανεφοδιασμού των Τούρκων. Τον Ιανουάριο του 1895 η σφαγή των Αρμενίων εξήγειρε την κοινή γνώμη της Ευρώπης και η Πύλη πιεζόμενη διόρισε διοικητή Κρήτης το Χριστιανό Αλέξανδρο Καραθεοδωρή.

Οι Χριστιανοί ενθουσιάστηκαν, αλλά οι Τουρκοκρήτες εξαγριώθηκαν. Το Μουσουλμανικό δολοφονικό κομιτάτο, ένας σύνδεσμος με ηγέτη τον αρχηγό της δημόσιας ασφάλειας, Εμίν Βέη, άρχισε τη δράση του. Ο Καραθεοδωρής, συμβιβάζοντας Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, πρότεινε ένα σχέδιο ανασυγκρότησης της Κρήτης, το οποίο όμως απέρριψε η Πύλη. Επειδή οι Χριστιανοί ήταν έτοιμοι να καταθέσουν υπόμνημα, κήρυξε αιφνιδιαστικά τη λήξη των εργασιών της Συνέλευσης (29 / 5). Το γεγονός προκάλεσε δυσαρέσκεια στους Χριστιανούς, αλλά επιτάχυνε την προετοιμασία εξέγερσης. 

Η Μεταπολιτευτική Επανάσταση 

Οι συστηματικές δολοφονίες Χριστιανών, οι αυθαιρεσίες των Τούρκων, η ανασφάλεια, η αδράνεια των πληρεξουσίων, το Βουλγαρικό και το Αρμενικό Ζήτημα οδήγησαν την αδελφότητα σε δράση. Οι συνωμότες βρήκαν ηγέτη το δικαστή Μανούσο Κούνδουρο, ο οποίος σχεδίαζε επανάσταση. Αναζητώντας συνεργάτες έτυχε να απευθυνθεί σε μέλη της αδελφότητας και του αποκάλυψαν την οργάνωσή τους. Ο Κούνδουρος είχε έτοιμο υπόμνημα το οποίο ενέκριναν και κατέστρωσαν σχέδια. Κάλεσαν σε δύο συναθροίσεις τους Χριστιανούς (3 / 9 Κλήμα και 10 / 9 Κράπη), στις οποίες εγκρίθηκε το υπόμνημα, και τέθηκαν οι βάσεις της επανάστασης. Ζητούσαν: 

  • Να τεθεί η Κρήτη υπό την προστασία των Δυνάμεων. 
  • Η εκτελεστική εξουσία να ανατεθεί σε χριστιανό κυβερνήτη, διοριζόμενο για 5 χρόνια. 
  • Μαζί του να διοικεί ένα συμβούλιο από 5 Χριστιανούς, 2 Μουσουλμάνους και 3 Ευρωπαίους ή Έλληνες. 
  • Τη νομοθετική εξουσία να ασκεί σώμα αιρετών. 
  • Η Κρήτη να πληρώνει φόρο στο σουλτάνο. 
  • Η Τουρκία να διατηρεί μέχρι τέσσερις χιλιάδες στρατό. 
  • Στη Χωροφυλακή και στα δικαστήρια να προσλαμβάνονται ντόπιοι Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι με βάση την αναλογία του πληθυσμού. 

Οι «μεταπολιτευτικοί» ήθελαν να πιέσουν χωρίς να εξωθήσουν την εξουσία στα άκρα. Την επανάσταση ακολούθησαν Αποκορωνιώτες, Σφακιανοί, Ρεθεμνιώτες και οπλαρχηγοί από τις δυτικές επαρχίες. Στον Αποκόρωνα ξεκίνησαν συστηματικές προπαρασκευές, ο Καραθεοδωρής προσπάθησε να αποτρέψει την προσέλευση στις τάξεις των επαναστατών. Στην Αθήνα στάλθηκαν ο ιεροδιάκονος Γερμανός Αποστολάκης και ο Γεώργιος Κοτζαμπασάκης για στήριξη οικονομική και ηθική της μεταπολιτευτικής. Ο Γερμανός με τον Παρθένιο Κελαϊδή αποτέλεσαν το κέντρο στο οποίο απευθυνόταν η μεταπολιτευτική και κατηύθυναν τις ενέργειες σε συνεργασία με τους πρόσφυγες οπλαρχηγούς. 


Η Ελληνική κυβέρνηση ήταν αντίθετη με κάθε αυτονομιστική κίνηση στην Κρήτη. Η επιτροπή εξέλεξε προεδρείο και αποτελούμενη από 40 οπλοφόρους περιπλανήθηκε στον Αποκόρωνα. Οι προσπάθειες των Τούρκων να τους συλλάβουν απέτυχαν. Οι συλλήψεις Χριστιανών από τη διοίκηση και ο φόβος της τιμωρίας των χωριών που τους φιλοξενούσαν τους ανάγκασαν να φύγουν στα Σφακιά. Η παραμονή τους όμως στα Σφακιά αποθράσυνε τους Τούρκους και από παντού έφταναν ειδήσεις για φόνους και επεισόδια. Η επιτροπή επέστρεψε και ανέλαβε επιθετικές πρωτοβουλίες. Πολιόρκησε και νίκησε τους Τούρκους στην Επισκοπή και απέκρουσε επίθεση των Μουσουλμάνων στα Σελλιά Αγίου Βασιλείου (10 / 4).

Η Πολιορκία του Βάμου, η Επέμβαση των Δυνάμεων και Μάχη της Αλμυρίδας

Η Πύλη πίεσε το Πατριαρχείο που έστειλε εντολή για τη διάλυση της επιτροπής. Οι επαναστάτες αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν τον αγώνα και να υποχωρήσουν. Πολιόρκησαν την Τουρκική φρουρά του Βάμου για να εξωθήσουν την κατάσταση στα άκρα. Η πολιορκία αυτή (4 - 18 Μαΐου) στάθηκε αποφασιστική για την εξέλιξη του Κρητικού Ζητήματος. Οι επαναστάτες κατέλαβαν επίκαιρες θέσεις γύρω από τον Βάμο, εμποδίζοντας τυχόν βοήθεια, και απέκλεισαν 1.400 Τούρκους στο Διοικητήριο. Στις 12 / 5 ο Οθωμανικός όχλος στα Χανιά και στα περίχωρα προέβη σε λεηλασίες και σφαγές Χριστιανών. 

Η Πύλη έστειλε τον Αβδουλλάχ Πασά που έσπευσε να λύσει την πολιορκία του Βάμου. Οι Τούρκοι αδυνατούσαν να διασπάσουν τις γραμμές των επαναστατών, οι πολιορκούμενοι υπέφεραν και θα αναγκάζονταν να παραδοθούν. Οι Τούρκοι ύστερα από πολύνεκρες μάχες έσπασαν τον κλοιό και απελευθέρωσαν τους πολιορκημένους. Οι Χριστιανοί πυρπόλησαν τον πύργο και το διοικητήριο του Βάμου και οι Μουσουλμάνοι αποχωρώντας με σημαντικές απώλειες πυρπόλησαν χωριά. Ο Αβδουλλάχ στράφηκε στις περιοχές των Χανίων όπου πολιορκούνταν Μουσουλμάνοι και έδωσε μάχες. Οι Κρήτες της Αθήνας με εκκλήσεις ζήτησαν βοήθεια. 

Η Ελληνική κυβέρνηση τάχθηκε ανοιχτά υπέρ των επαναστατών, οι οποίοι τροφοδοτήθηκαν. Οι πιέσεις των Ευρωπαίων ανάγκασαν το σουλτάνο να διατάξει την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Ζήτησε από τους επαναστάτες να ειρηνεύσουν, υποσχέθηκε εξέταση των αιτημάτων τους, ανάκληση του διοικητή και αμνηστία. Οι Δυνάμεις κοινοποίησαν στους μεταπολιτευτικούς τους όρους τους, ζητώντας να γίνουν δεκτοί. Ενώ προετοιμαζόταν η έναρξη της Συνόδου της Βουλής, ο Τουρκικός στρατός και ντόπιοι άτακτοι με οργανωμένο σχέδιο άρχισαν δολοφονίες και εμπρησμούς γύρω από τις μεγάλες πόλεις. 

Στις 30 / 6 ένα Οθωμανικό πολεμικό καταδίωξε ιστιοφόρο στην Αλμυρίδα και σκοτώθηκαν Τούρκοι ναύτες. Οι Τούρκοι ζήτησαν να παραλάβουν τους νεκρούς, αλλά οι Χριστιανοί δεν επέτρεψαν τη διάβαση του στρατού από την ξηρά. Ο στρατός αποπειράθηκε απόβαση, εμποδίστηκε και έγιναν μάχες από τις Καλύβες μέχρι την Αλμυρίδα (30 / 6 έως 4 / 7 / 1896). Τελικά η Πύλη εξέδωσε διαταγή για ανακωχή. 

Οι Σφαγές της Ανώπολης και Νέος Οργανικός Νόμος

Στις πόλεις του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου είχαν καταφύγει Μουσουλμάνοι, που έκαναν επιδρομές στα περίχωρα, ενώ ήταν ορατός ο φόβος σφαγών. Παρά την ανακωχή, επικρατούσε τρομοκρατία. Τη νύχτα 26 / 7 περίπου 2.000 ένοπλοι Μουσουλμάνοι, χωρισμένοι σε φάλαγγες, επιτέθηκαν στο μοναστήρι και το χωριό Ανώπολη. Οι λίγοι ένοπλοι εξουδετερώθηκαν και σφαγιάστηκαν 37 Χριστιανοί και 4 μοναχοί. Οι επιδρομείς έσφαξαν άλλα 70 άτομα στα γειτονικά χωριά και προκάλεσαν φοβερές καταστροφές. Οι Ευρωπαίοι απαίτησαν την ανάκληση του Αβδουλλάχ, διαμαρτυρήθηκαν έντονα στην Πύλη και έθεσαν υπό τον έλεγχό τους την Κρήτη. 

Στη συνάθροιση των πληρεξουσίων και αρχηγών της Κρήτης (26 / 7), εξελέγη επιτροπή με σκοπό να εργαστεί για τον καταρτισμό σχεδίου Επαναστατικής Συνέλευσης. Οι έκτακτοι απεσταλμένοι της Πύλης ζήτησαν την ανάκληση των αιτημάτων που έθιγαν τα κυριαρχικά δικαιώματα του σουλτάνου, αλλά οι Κρήτες αρνήθηκαν. Από τις Δυνάμεις καταρτίσθηκε σχέδιο παραχωρήσεων με βάση τα αιτήματα των Κρητών με την εγγύηση των Δυνάμεων, το οποίο επέβαλαν στην Πύλη και αποδέχτηκε η Επαναστατική Συνέλευση. Ο νέος Οργανικός Νόμος προέβλεπε:

α) Χριστιανό γενικό διοικητή με πενταετή θητεία, διοριζόμενος από το σουλτάνο με την έγκριση των Δυνάμεων.

β) Θα διορίζονται Χριστιανοί υπάλληλοι σε αναλογία 2/3.

γ) Η Συνέλευση θα συγκαλείται κάθε δύο χρόνια.

δ) Οι Κρήτες θα ψηφίζουν τον Προϋπολογισμό και τους νόμους.

ε) Αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής.

στ) Ανεξάρτητα δικαστήρια.

Η μεταπολιτευτική επανάσταση χαρακτηρίστηκε ως τυχερή. Ήταν ένας πρωτότυπος και ιδιάζων χαρακτήρας επαναστάσεως, αφού ζητούσε μεταρρυθμίσεις και επιδίωκε την ένωση. Περιορίστηκε στις δυτικές επαρχίες και δεν τη συμμερίστηκαν ούτε οι πρόξενοι ούτε και η Ελλάδα. Ο Παρθένιος Κελαϊδής ήταν ο εφευρέτης, κατευθυντήριος νους και βασικός υποστηρικτής της ιδέας. Αν και πολεμήθηκε, δικαιώθηκε από τα γεγονότα η ορθότητα της ιδέας και σύλληψης.


Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1897

Η τελευταία Κρητική Επανάσταση του 1897 ξεκίνησε ως μία έκρηξη βιαιότητας εξαιτίας της δυσαρέσκειας των Μουσουλμάνων από την προσπάθεια εφαρμογής του νέου Οργανικού Νόμου που είχαν αποφασίσει οι Μεγάλες Δυνάμεις μετά τη Μεταπολιτευτική Επανάσταση του 1895 - 1896. Σφαγές, εμπρησμοί και λεηλασίες εις βάρος των Χριστιανών σημειώθηκαν στο Ηράκλειο, στο Ρέθυμνο και κυρίως στα Χανιά. Στις 19 Ιανουαρίου 1897 σημειώθηκαν σφαγές Χριστιανών στα Χανιά και κορυφώθηκαν στις 23 - 24 Ιανουαρίου.

Στο Ακρωτήρι, συγκροτήθηκε επαναστατικό στρατόπεδο με πρωτεργάτες τους Ελευθέριο Βενιζέλο, Γεώργιο Μυλωνογιάννη, Χαράλαμπο Παπαδάκη, Νικόλαο Πιστολάκη, Αντώνιο Σήφακα και Κωνσταντίνο Φούμη, οι οποίοι αποτέλεσαν την Επαναστατική Επιτροπή του Στρατοπέδου του Ακρωτηρίου. Στις 25 Ιανουαρίου η Επιτροπή εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο απέρριπτε το πολίτευμα που είχε χορηγηθεί στην Κρήτη από τις Μεγάλες Δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία, Γερμανία και Αυστρία) και κήρυττε την ένωση με την Ελλάδα: 

"Το χορηγηθέν εις την νήσον Κρήτην πολίτευμα διά της ευμενούς προσπαθείας και παρεμβάσεως των Μεγάλων Δυνάμεων απεδείχθη εκ των πραγμάτων και ιδίως εκ των διαδραματιζομένων εν Χανίοις φρικαλέων σκηνών, όλως ανεφάρμοστον. Μη υπολειπομένης άλλης λύσεως, ειμή εκείνης, ήτις αποτελεί τον διαρκή και απαρασάλευτον πόθον του Χριστιανικού λαού της Κρήτης. Ψηφίζομεν: 

Αναφερόμενοι και εις τα προηγούμενα περί ενώσεως ψηφίσματα, κηρύττομεν την ένωσιν της νήσου Κρήτης μετά του ελευθέρου βασιλείου της Ελλάδος, μεθ’ ου αποτελεί του λοιπού ενιαίον και αναπόσπαστον κράτος, υπό την συνταγματικήν βασιλείαν της Α.Μ. του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α'. Κηρύττομεν, κατηργημένην την επί της νήσου κυριαρχίαν του Αυτοκράτορος των Οθωμανών, Σουλτάν Χαμίτ Χαν Β'".

Η Ελληνική Κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη έστειλε στα Κρητικά ύδατα πολεμικά πλοία υπό τον Πρίγκιπα Γεώργιο για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό των Οθωμανικών στρατευμάτων. Οι Δυνάμεις ενίσχυσαν τις ναυτικές τους μοίρες που περιέπλεαν στην περιοχή σε μια απόπειρα επίδειξης ναυτικής ισχύος για να αποτρέψουν επιδείνωση της κατάστασης, ενώ οι κυβερνήσεις μελετούσαν την πιθανότητα αποβίβασης αγημάτων για την προστασία των ξένων υπηκόων και των προξενείων και για να αποτρέψουν την απόβαση Ελληνικών δυνάμεων. Στις 2 / 14 Φεβρουαρίου 1897, σε κείμενο προς τις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις η Πρεσβευτική Διάσκεψη της Ρώμης που είχε αναλάβει να παρακολουθεί το κρητικό ζήτημα χρησιμοποίησε την ακόλουθη φράση:

"Οι Πρεσβευτές αποφασίζουν να υποστηρίξουν προς τις Κυβερνήσεις τους την πρόταση για άμεση αποβίβαση στις πόλεις και σε σημεία του νησιού, τα οποία οι διοικητές των ξένων ναυτικών δυνάμεων κρίνουν σκόπιμο να καταλάβουν, αγημάτων τα οποία θα προστάτευαν την Κρήτη από κάθε ενέργεια αντίθετη προς το διεθνές δίκαιο". 

Αυτή η προσωρινή κατοχή θα συνιστούσε ένα είδος παρακαταθήκης του νησιού στα χέρια των Μεγάλων Δυνάμεων.Ενώ οι κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων επεξεργάζονταν το σχέδιο της επέμβασης, η Ελληνική Κυβέρνηση ανήσυχη ότι μία διεθνής επέμβαση θα απομάκρυνε την προοπτική της ένωσης, έστειλε στο νησί ένα εκστρατευτικό σώμα υπό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο, που αποβιβάστηκε στις 2 / 14 Φεβρουαρίου. Ο Βάσσος κήρυξε την ένωση με την Ελλάδα, επεξέτεινε την κυριαρχία του στις επαναστατημένες περιοχές και άρχισε επιχειρήσεις κατά των τουρκικών δυνάμεων. Η πράξη αυτή επιτάχυνε την ενέργεια των Δυνάμεων. 

Στις 3 / 15 Φεβρουαρίου αποφασίστηκε η αποβίβαση των στρατευμάτων των Δυνάμεων, που σταδιακά κατέλαβαν ολόκληρο το νησί. Στο διάστημα αυτό πλοία των Δυνάμεων είχαν βομβαρδίσει το στρατόπεδο των επαναστατών στο Ακρωτήρι στις 9 / 21 Φεβρουαρίου.Στο μεταξύ η δράση των επαναστατών είχε επεκταθεί σε ολόκληρη την Κρήτη. Για την Ελληνική Κυβέρνηση η διακήρυξη των Δυνάμεων ότι έθεταν την Κρήτη υπό διεθνή παρακαταθήκη σήμαινε το τέλος της κυριαρχίας του Σουλτάνου. Επομένως η Κρήτη με την κατάληψή της από το συνταγματάρχη Βάσσο ετίθετο υπό την Ελληνική κυριαρχία. 

Παρά την αντίθεση των Δυνάμεων η Κυβέρνηση διόρισε τον Έλληνα Γενικό Πρόξενο στα Χανιά Νικόλαο Γεννάδη Βασιλικό Επίτροπο. Οι Ναύαρχοι ωστόσο, αναλαμβάνοντας επιτόπια δράση υποχρέωσαν τον Γεννάδη και το προσωπικό του Γενικού Προξενείου να εγκαταλείψουν την Κρήτη και περιόρισαν τη δράση του Ελληνικού στόλου. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήσαν αντίθετες σε κάθε τροποποίηση της διεθνούς θέσης της Κρήτης, διότι αυτή. 

  • Πρώτον, θα διατάρασσε τις σχέσεις τους με την Πύλη και, 
  • Δεύτερον, θα έθετε σε κίνδυνο την ενότητα της Ευρωπαϊκής Συμφωνίας. 

Το έργο των Δυνάμεων στην Κρήτη συνίστατο στο να εξασφαλίσουν την εσωτερική ειρήνευση στο νησί και να αποτρέψουν την απειλή της Ελλάδας. Στις 18 Φεβρουαρίου / 2 Μαρτίου 1897 επέδωσαν στην Ελληνική Κυβέρνηση τελεσίγραφο με το οποίο ζητούσαν:

  • Εγκατάλειψη της Ελληνικής απόφασης να προσαρτήσει την Κρήτη
  • Αποδοχή της λύσης της αυτονομίας υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου
  • Άμεση απόσυρση των Ελληνικών στρατευμάτων.


Την επομένη οι Ναύαρχοι κοινοποίησαν στους Κρητικούς την απόφαση των Δυνάμεων να παράσχουν πλήρη αυτονομία στο νησί. Η Ελληνική Κυβέρνηση απέρριψε το τελεσίγραφο, οι Κρητικοί απέρριψαν την παροχή αυτονομίας και οι Δυνάμεις ενίσχυσαν την παρουσία τους στην Κρήτη και, από τις 9 / 21 Μαρτίου, έθεσαν το νησί υπό ναυτικό αποκλεισμό. Στις 29 Μαρτίου / 10 Απριλίου οι Πρεσβευτές των Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη κατέληξαν σε μία πρόταση για τη βάση του αυτόνομου πολιτεύματος της Κρήτης. Ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος, που ξέσπασε στις 6 / 18 Απριλίου και κράτησε μόλις ένα μήνα, έθεσε το ζήτημα σε νέες βάσεις.

Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος

Το αδιέξοδο στην Κρήτη και η φιλοπόλεμη διάθεση της Εθνικής Εταιρείας και του Υπουργείου του Θεόδωρου Δηλιγιάννη έκαναν τον πόλεμο αναπόφευκτο. Στις 15 / 27 Μαρτίου 1897 ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ως αρχιστράτηγος, αναχώρησε από την Αθήνα για τα Θεσσαλικά σύνορα. Η μάχη των συνόρων διεξήχθη από τις 6 / 18 ως τις 11 / 23 Απριλίου. Αλλά ο στρατός με κακή προετοιμασία και ασυντόνιστη ηγεσία όχι μόνο δεν κατόρθωσε να διασπάσει τις εχθρικές γραμμές αλλά αναγκάστηκε να υποχωρήσει άτακτα προς τη Λάρισα και τα Φάρσαλα, εγκαταλείποντας μεγάλο μέρος του οπλισμού του. 

Παρά την αντίσταση του Ελληνικού στρατού στο Βελεστίνο οι Τούρκοι έγιναν κύριοι της Θεσσαλίας. Η τελευταία μάχη του πολέμου, η μάχη του Δομοκού στις 5 / 17 Μαΐου κατέληξε και αυτή σε υποχώρηση των Ελληνικών δυνάμεων. Η ανακωχή υπογράφτηκε στις 7 / 19 Μαΐου έξω από τη Λαμία. Η ήττα έφερε κυβερνητική κρίση. Το Υπουργείο Δηλιγιάννη αντικαταστάθηκε από ένα Υπουργείο υπό τον Δημήτριο Ράλλη. Η Ελληνική Κυβέρνηση ανέθεσε στις Δυνάμεις να διαπραγματευθούν με την Πύλη τους όρους της συνθήκης ειρήνης, που υπογράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 6 / 18 Σεπτεμβρίου.

Η δυσμενής για την Ελλάδα τροπή του Ελληνοτουρκικού πολέμου υποχρέωσε την Ελληνική Κυβέρνηση να δεχθεί, στις 14 / 26 Απριλίου, το τελεσίγραφο της 2ας Μαρτίου. Αποδέχθηκε τη λύση της αυτονομίας και, στις 14 / 26 Μαΐου απέσυρε τα στρατεύματά της από την Κρήτη. 

Η Πυρπόληση των Χανίων

Μετά την παραχώρηση του νέου Οργανικού Νόμου, η Πύλη άρχισε αμέσως συστηματικά την υπονόμευσή του. Έστειλε στρατό και ανώτερους υπαλλήλους στην Κρήτη δήθεν για να συνδράμουν στην εφαρμογή του πολιτεύματος. Οι Τούρκοι προκαλούσαν με ταραχές και φόνους και οι Χριστιανοί απελπισμένοι μάταια ζητούσαν την προστασία της Ελλάδας και των Ευρωπαίων. Στις επαρχίες του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου οι καταστροφές ήταν ολοκληρωτικές. Τον Νοέμβριο οι Μουσουλμάνοι στα Χανιά οργάνωσαν διαδήλωση και τοιχοκόλλησαν προκήρυξη καλώντας τους Τούρκους σε σφαγές κατά των Χριστιανών. 

Στις αρχές του 1897 επικυρώθηκε από το σουλτάνο το σχέδιο οργανώσεως της Χωροφυλακής και ολοκληρώθηκε το σχέδιο του νέου δικαστικού οργανισμού. Αμέσως, όμως, οι Τούρκοι με σύνθημα από την Κωνσταντινούπολη ξεσηκώθηκαν κατά των πολιτειακών μεταβολών. Στα Χανιά και στα περίχωρα επιδόθηκαν σε σφαγές και εμπρησμούς στις οποίες ανταπαντούσαν οι Χριστιανοί. Η Πύλη απέδιδε την κατάσταση στις μεταρρυθμίσεις. Στις 21 / 1 έγιναν μάχες στα περίχωρα των Χανίων με αρκετούς νεκρούς. Στην πόλη οι Τούρκοι δολοφόνησαν τον πρωτοδίκη Χανίων και οι Χριστιανοί εκδικήθηκαν. Στα Χανιά τα καταστήματα ήταν κλειστά και κυκλοφορούσαν μόνο Μουσουλμάνοι. 

Στις 23 / 1 οι Τούρκοι πυρπόλησαν τη Χριστιανική συνοικία. Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο και σημειώθηκαν φοβερές σφαγές και εμπρησμοί στις Χριστιανικές συνοικίες της πόλης το επόμενο διήμερο. Πολλά γυναικόπαιδα κατέφυγαν για να σωθούν στην Επισκοπή και στο ναό των Εισοδίων, όπου βρίσκονταν οι επίσκοποι Κυδωνίας Νικηφόρος και Λάμπης Ευμένιος με λίγους ενόπλους. Οι Τούρκοι τούς επιτέθηκαν με μανία. Με σφυριά, λοστούς και σκαπάνες άνοιξαν τρύπες συνεχόμενες στους τοίχους και πέρασαν στην Καθολική Εκκλησία. Σκοτώθηκαν 100 Χριστιανοί, κάηκαν 200 - 300 καταστήματα και 100 σπίτια, το Παρθεναγωγείο, η Δημογεροντία και η Επισκοπή. 

Τα γεγονότα εξελίχθηκαν υπό τα βλέμματα των ναυάρχων, αφού πολεμικά των Δυνάμεων είχαν σταθμεύσει στον κόλπο των Χανίων. Μόνον όταν κινδύνευε η Τουρκική συνοικία αποβίβασαν αγήματα, αφόπλισαν τους Χριστιανούς και άνοιξαν τις πύλες της πόλης. Πολλά γυναικόπαιδα επιβιβάστηκαν σε πλοία και μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Κατά τις αψιμαχίες στα περίχωρα κινδύνεψαν σοβαρά γυναικόπαιδα και 300 άνδρες που είχαν καταφύγει στη Μονή Χρυσοπηγής.

Διεθνής Στρατιωτική Δύναμη

Τα πρώτα αγήματα της διεθνούς στρατιωτικής δύναμης στην Κρήτη αποβιβάστηκαν στις τρεις μεγάλες πόλεις μετά την αποβίβαση, στις 2 / 14 Φεβρουαρίου 1897, του Ελληνικού εκστρατευτικού σώματος υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο. Την επομένη έκαναν την εμφάνιση στα Χανιά 100 Γάλλοι ναύτες, 100 Ρώσοι, 100 Βρετανοί, 100 Ιταλοί και 50 Αυστριακοί και τις επόμενες ημέρες διεθνή αγήματα αποβιβάστηκαν στις τρεις άλλες μεγάλες πόλεις, Ρέθυμνο, Ηράκλειο και Σητεία. Η διεθνής στρατιωτική δύναμη, που απαρτιζόταν από αγήματα της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ρωσίας και της Ιταλίας, αυξήθηκε στα τέλη Μαρτίου και παρέμεινε στο νησί και μετά την εγκατάσταση του Αρμοστή και την αναχώρηση των Ναυάρχων στις 14 / 26 Δεκεμβρίου 1898. 

Αν και η στρατιωτική κατοχή περιοριζόταν στις μεγάλες πόλεις, και μόνο η παρουσία των στρατευμάτων εξασφάλιζε την επιρροή τους σε ολόκληρο το νησί. Στην πράξη η εξουσία των διεθνών στρατευμάτων περιοριζόταν στις πόλεις, ενώ το εσωτερικό του νησιού ήλεγχαν οι δυνάμεις των Επαναστατών. Αποχωρούσαν στο βαθμό που επεκτεινόταν η διοίκηση της Κρητικής Πολιτείας. Ως τον Ιούνιο του 1899 παρέμεναν στην Κρήτη 500 άνδρες από κάθε Δύναμη. Οι διοικητές των στρατιωτικών μονάδων των διεθνών τομέων που είχαν αναλάβει εκτεταμένες πολιτικές αρμοδιότητες κατά την προηγούμενη περίοδο τις παραχώρησαν στις υπηρεσίες της Κρητικής πολιτείας και αποχώρησαν. 

Οι περιορισμένες δυνάμεις των τομέων αφιερώθηκαν στην τήρηση της δημόσιας ασφάλειας, του ανύπαρκτου στρατού ή της πολιτοφυλακής και όχι της χωροφυλακής. Το στρατιωτικό άγημα του κάθε τομέα υπαγόταν στον Πρόξενο της αντίστοιχο Μεγάλης Δύναμης στα Χανιά, ενώ η δύναμη του διεθνούς τομέα υπαγόταν στο Προξενικό συμβούλιο. Όσο αφορά τη χωροφυλακή, αν και η συγκρότησή της αναφερόταν ανάμεσα στα καθήκοντα του Ύπατου Αρμοστή, στην πραγματικότητα το έργο αυτό ανατέθηκε σε μία διεθνή στρατιωτική επιτροπή την οποία συγκρότησαν οι Πρόξενοι. 


Παρέμεινε στο νησί μέχρι την οριστική της αποχώρηση στις 15 / 28 Ιουλίου 1909. Διοικούσε στρατιωτικά την Κρήτη έχοντας κατανείμει το νησί σε γεωγραφικές περιοχές ευθύνης. Οι Γάλλοι έλεγχαν στα ανατολικά την περιοχή του Λασιθίου, οι Άγγλοι την περιοχή του Ηρακλείου, οι Ρώσοι την περιοχή του Ρεθύμνου και οι Ιταλοί την περιοχή δυτικά των Χανίων. Τα Χανιά και τα προάστιά τους βρίσκονταν υπό τον άμεσο έλεγχο του Διοικητή των διεθνών στρατευμάτων. 

Το Επαναστατικό Στρατόπεδο Ακρωτηρίου και Άφιξη του Τιμολέοντος Βάσσου

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος βρισκόταν σε προεκλογική περιοδεία. Σε συνέλευση των αντιπροσώπων στη Μαλάξα (19 / 1) έπειτα από θυελλώδη συζήτηση κατόρθωσε να επιβάλει τις απόψεις του, παρά τις αντιρρήσεις των αυτονομιστών. Ζητούσε να προβάλουν το αίτημα της ένωσης, να οργανώσουν αντάρτικο στο Ακρωτήρι, ελευθερώνοντας ένα κομμάτι της Κρήτης, και να ξεκινήσει καθολικός αγώνας. Το Ακρωτήρι βρίσκεται σε ευνοϊκή θέση κοντά στα Χανιά και τα τρία μοναστήρια (Κορακιές, Γουβερνέτο και Αγία Τριάδα) θα συνέβαλαν στη συντήρηση του στρατοπέδου. Ο Βενιζέλος με μια ομάδα επαναστάτες, πέρασε στο Ακρωτήρι και ύψωσε την Ελληνική σημαία στην Αγία Τριάδα (24 / 1). 

Συντάχθηκε το ψήφισμα ένωσης και καταστρώθηκαν τα σχέδια δράσης. Το ψήφισμα αυτό αποτελεί την έναρξη της επανάστασης που γενικεύθηκε με ανάλογα ψηφίσματα σ’ όλη την Κρήτη. Την άλλη μέρα ύψωσαν την Ελληνική σημαία στον Προφήτη Ηλία. Στο μεταξύ κατέφθαναν διαρκώς στο Ακρωτήρι Χριστιανοί από την Κυδωνία και τον Αποκόρωνα. Το Επαναστατικό Στρατόπεδο Ακρωτηρίου οργανώθηκε με προφυλακές στον Προφήτη Ηλία, έδρα στο μοναστήρι των Κορακιών και εφεδρείες στην Αγία Τριάδα. Πολεμικό υλικό και τρόφιμα, αποθηκεύονταν στην Αγία Τριάδα. Στη μονή οργανώθηκε νοσοκομείο και οι μοναχοί τέθηκαν στην υπηρεσία του στρατοπέδου. 

Η συμβολή των μοναστηριών ήταν σημαντική, αφού στο Ακρωτήρι εκτός από τους επαναστάτες κατέφυγαν πολλοί Χριστιανοί, άσιτοι και άστεγοι. Η Ελλάδα έστειλε πλοία στην Κρήτη για να εμποδίσει τη μεταφορά Τουρκικού στρατού και να προλάβει τη διεθνή κατοχή του νησιού. Ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος, επικεφαλής σώματος 1.500 ανδρών, αποβιβάστηκε στο Κολυμπάρι, εγκατέστησε το στρατηγείο του στη Μονή Γωνιάς, εξέδωσε προκήρυξη κατάληψης της Κρήτης και κήρυξε την ένωση. Κατέλαβε τις Βουκολιές, διέλυσε το τουρκικό στρατόπεδο στα Λιβάδια, νίκησε τους Τούρκους στην Αγυιά και στρατοπέδευσε στην περιοχή Αλικιανού - Αγυιάς. 

Η οργάνωση του στρατοπέδου στο Ακρωτήρι και οι επιτυχίες του Ελληνικού στρατού χαροποίησαν τους Χριστιανούς στα Χανιά, αναστάτωσαν όμως τους Τούρκους και προβλημάτισαν τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η Πύλη ζήτησε την ανάκληση του Ελληνικού στόλου, οι ναύαρχοι απαγόρευσαν στον Ελληνικό στρατό να πλησιάσει στα Χανιά. Κατέλαβαν υπό την προστασία τους τον κόλπο των Χανίων και απαγόρευσαν στην Ελλάδα και την Τουρκία να στείλουν στρατεύματα στην Κρήτη.

Ο Βομβαρδισμός του Χριστιανικού Στρατοπέδου

Στις 9 / 2, Χριστιανοί πυροβολούσαν κατά των Τουρκικών πλοίων στη Σούδα, τα οποία απάντησαν με κανονιοβολισμό. Συγχρόνως ο στρατιωτικός διοικητής Χανίων προκάλεσε έντεχνα μια σκηνοθετημένη παραβίαση της ουδέτερης ζώνης. Οι Τουρκικές προφυλακές παρέσυραν τις φρουρές του Προφήτη Ηλία, οι οποίες κυνήγησαν τους Τούρκους. Όλα τα πολεμικά των Δυνάμεων, τότε, άρχισαν κανονιοβολισμό του Χριστιανικού στρατοπέδου. Κατά τη διάρκεια του κανονιοβολισμού έσπασε ο ιστός της σημαίας και την κράτησε υψωμένη ο Σπύρος Καγιαλές χρησιμοποιώντας το σώμα του ως ιστό. 

Η είδηση του βομβαρδισμού του Χριστιανικού στρατοπέδου από τα πολεμικά των Χριστιανικών Δυνάμεων προκάλεσε συγκίνηση και ξεσήκωσε κύμα αντιδράσεων στην Ευρώπη. Οργανώθηκαν διαδηλώσεις, οι διανοούμενοι έγραψαν πύρινα άρθρα και οι πολιτικοί εκφώνησαν λόγους διαμαρτυρίας. Στις 28 / 2, με τη λύση μετά από συμφωνία της πολιορκίας της Κανδάνου, οι Τούρκοι αποχώρησαν οριστικά από το Σέλινο.

Τα Γεγονότα στο Ρέθυμνο

Τον Ιανουάριο οι Χριστιανοί πολιόρκησαν το Πάνορμο. Από την πόλη του Ρεθύμνου Οθωμανοί απέκλεισαν στα περίχωρα τους Χριστιανούς. Αντίστοιχα οι Χριστιανοί στο δυτικό τμήμα περιόρισαν τους Μουσουλμάνους. Έπειτα από διαδήλωση ένοπλων Τούρκων, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι εκπρόσωποι παρενέβησαν και απελευθέρωσαν Μουσουλμανικές οικογένειες. Οι Μουσουλμάνοι λεηλάτησαν τα περίχωρα, στην πόλη κατέστρεψαν σπίτια και καταστήματα των Χριστιανών, τη Δημογεροντία και το Επισκοπείο, και απειλούσαν με σφαγές. Ελληνικά πλοία αποβίβασαν αγήματα στην πόλη και επιβίβασαν πολλούς Χριστιανούς. 

Στο μεταξύ είχαν αρχίσει οι συγκεντρώσεις επαναστατών στις επαρχίες του Ρεθύμνου και οργανώθηκαν στρατόπεδα. Οι πυρπολήσεις Χριστιανικών σπιτιών τον Φεβρουάριο προκάλεσαν επιθέσεις των χριστιανών σε πολλά μέτωπα, με πρωτοφανείς νίκες για τα δεδομένα του πολέμου στο Ρέθυμνο.

Ο Αποκλεισμός του Ηρακλείου και οι Επιθέσεις στις Αρχάνες

Από τις 10 / 1 / 1897 Μουσουλμάνοι στο Ηράκλειο έσπευσαν στην πόλη και εμπόδιζαν τους Χριστιανούς να φύγουν. Αντιδρώντας οι Χριστιανοί δημιούργησαν ζώνη και απέκλεισαν το Ηράκλειο. Με τη συμβολή των πλοιάρχων Ευρωπαϊκών πολεμικών, αναχώρησαν όσοι Χριστιανοί ήθελαν και επιτράπηκε η είσοδος των Τούρκων από τις επαρχίες. Στις 3 / 2 ήλθε ο λοχαγός Αριστοτέλης Κόρακας, ως γενικός αρχηγός των ανατολικών επαρχιών, και έστησε το αρχηγείο του στις Δαφνές. Στις Αρχάνες, που ήταν ένα φυσικό οχυρό και κομβικό σημείο, εκτός από τους 3.000 κατοίκους, είχαν καταφύγει και 6.000 γυναικόπαιδα. 

Οι Χριστιανοί, προβλέποντας επιθέσεις από τους Τούρκους, συνέστησαν Επιτροπή Αμύνης για να οργανώσει την άμυνα και να φροντίσει την τροφοδοσία. Ύστερα από εκκλήσεις για την αποστολή εφοδίων, πρωτοστάτησαν σε εράνους οι επίσκοποι της Κρήτης και οι Χριστιανοί έστειλαν τρόφιμα. Ιδιαίτερα σημαντική, όμως, ήταν η συμβολή των μοναστηριών της περιοχής. Στον εφοδιασμό των Αρχανών η Μονή Αγκαράθου διέθεσε την αποθήκη τροφίμων της στις Αρχάνες και οι μοναχοί του Επανωσήφη μετέφεραν αγαθά για το στρατόπεδο. Οι μοναχοί έλαβαν μέρος στις μάχες και διακρίθηκαν. Στις 3 / 2 οι Τούρκοι στράφηκαν προς τις Αρχάνες, αλλά Χριστιανοί αμύνθηκαν. 


Στις 14 και τις 15 Φεβρουαρίου οι Τούρκοι επανήλθαν κατά των Αρχάνων και άλλοι επιτέθηκαν με εκτεταμένες επιχειρήσεις στο Μαλεβύζι και στα περίχωρα του Ηρακλείου. Η διάσπαση των Τουρκικών δυνάμεων σε διάφορα μέτωπα συντέλεσε στην αποτυχία τους. Στις 27 / 2 αποκρούστηκε άλλη επίθεση στις Αρχάνες και τον Μάρτιο οι μικροσυμπλοκές συνεχίζονταν καθημερινά. Στις 15 / 3 έγινε στις Αρχάνες η πιο πολύνεκρη μάχη, που διήρκεσε 14 ώρες, αποκρούστηκαν 10.000 Τούρκοι και έφυγαν με βαριές απώλειες.

Οι Σφαγές της Σητείας

Στις ανατολικότερες περιοχές, μετά τη σιωπηλή ανακωχή για τη συγκομιδή της ελιάς, οι Οθωμανοί συγκεντρώνονταν στις πόλεις Ιεράπετρα και Σητεία. Οι Χριστιανοί είχαν εντολή να εμποδίσουν την είσοδο των Μουσουλμάνων στις πόλεις. Όταν έφτασαν οι ειδήσεις για τις σφαγές από τα Χανιά, η Σητεία αποκλείσθηκε. Οι Οθωμανοί εμπόδιζαν την είσοδο και την έξοδο των Χριστιανών και οι Χριστιανοί απέκλεισαν την πόλη. Στον εξοπλισμό των Χριστιανών συνέβαλε ο επίσκοπος Ιεροσητείας Αμβρόσιος, ο οποίος προμηθευόταν όπλα από εμπόρους. Στις 27 / 1 / 1897 μια ομάδα Οθωμανών συγκρούστηκε με την πολιτοφυλακή και οι Μουσουλμάνοι απέκλεισαν τη Σητεία. 

Η απόπειρα της διοίκησης του Ηρακλείου να στείλει οπλοφόρους στη Σητεία εμποδίστηκε, αλλά η είδηση προκάλεσε επεισόδια. Οι επαναστάτες εισέβαλαν στην πόλη και διευκόλυναν την έξοδο των Χριστιανών. Στην επαρχία συστήθηκαν στρατιωτικά σώματα, οι Χριστιανοί απαίτησαν την παράδοση των όπλων από τους Οθωμανούς και πολιόρκησαν τα Τουρκοχώρια. Οι Μουσουλμάνοι πολιορκήθηκαν σε κτίρια και σκοτώθηκαν. Στην Πάνω Επισκοπή και τη Συκιά πυρπολήθηκαν σε τζαμί και στην Ετιά σφάχτηκαν όλοι. Οι 10 από τους 20 αποκλεισμούς κατέληξαν σε ομαδικές σφαγές 800 Τούρκων. Οι σφαγές ζημίωσαν ηθικά τους Χριστιανούς και προκάλεσαν εκδικήσεις στο Ηράκλειο. 

Παρά την ανακωχή δεν έλειψαν οι σφαγές κατά των Τούρκων. Στις 6 / 2 Γαλλικά αποσπάσματα έθεσαν υπό την προστασία τους τη Σητεία. Στην εκτόνωση της κρίσης συνέβαλε η Διοικητική Επιτροπή Σητείας. Μετά τις σφαγές της Σητείας, οι Χριστιανοί στην Ιεράπετρα παγιδεύτηκαν από τους Τούρκους. Στις 20 / 2 ο Κόρακας ζήτησε από τον Ιταλό κυβερνήτη της Ιεράπετρας την απελευθέρωση των Χριστιανών και την παράδοση της πόλης, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Οι επαναστάτες επιτέθηκαν, αλλά βομβαρδίστηκαν από Ιταλικό θωρηκτό και υποχώρησαν. Μία εβδομάδα μετά η εκστρατεία 2.500 επαναστατών κατά της Σπιναλόγκας δεν είχε αποτέλεσμα.

Η Συνθηκολόγηση των Κρητών και η Αποδοχή της Αυτονομίας

Η δυσμενής για την Ελλάδα τροπή του Ελληνοτουρκικού πολέμου υποχρέωσε την Ελληνική Κυβέρνηση να δεχθεί στις 14 / 26 Απριλίου 1897 το τελεσίγραφο της 18 Φεβρουαρίου / 2 Μαρτίου. Αποδέχθηκε τη λύση της αυτονομίας και στις 14 / 26 Μαΐου απέσυρε τα στρατεύματά της από την Κρήτη. Μια μέρα μετά την επίδοση του τελεσιγράφου στην Αθήνα, στις 19 Φεβρουαρίου / 3 Μαρτίου, οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν κοινοποιήσει στους Κρητικούς την απόφασή τους για παροχή στην Κρήτη καθεστώτος αυτονομίας. Με την παρουσία του Βάσσου στο νησί και την Επανάσταση σε πλήρη εξέλιξη η Επαναστατική Συνέλευση είχε τότε απορρίψει τη λύση της αυτονομίας. 

Μετά την Ελληνική ήττα και την απόσυρση των Ελληνικών δυνάμεων, ωστόσο, και οι πλέον ένθερμοι υποστηρικτές της ένωσης κατέληξαν στο να αποδεχθούν τη λύση της αυτονομίας. Η πρώτη Συνέλευση συνήλθε στις αρχές Ιουνίου του 1897 στους Αρμένους Αποκορώνου με Πρόεδρο τον Επίσκοπο Κισάμου και Σελίνου Δωρόθεο Κλωνάρη. Στις 27 Ιουνίου ψηφίστηκε στους Αρμένους ο οριστικός κανονισμός της Γενικής Συνελεύσεως, που προέβλεπε μηνιαίο προεδρείο και μετακίνηση της έδρας της Συνέλευσης στις Αρχάνες. Την επομένη εξελέγη το οριστικό προεδρείο με Πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη και αντιπροέδρους τους Ιωάννη Τσουδερό και Αριστείδη Κριάρη. 

Δεύτερη Συνέλευση συγκροτήθηκε στις 30 Ιουλίου στις Αρχάνες και εξέλεξε Πρόεδρο τον Βενιζέλο, ο οποίος καθαιρέθηκε διότι αρνήθηκε να συζητήσει πρόταση περί αυτονομίας. Μετά την υπογραφή των προκαταρκτικών όρων της συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία συγκροτήθηκε μία τρίτη Συνέλευση στις 16 Οκτωβρίου στο Μελιδόνι Μυλοποτάμου, εξέλεξε παμψηφεί Πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη, αποδέχθηκε την αυτονομία, μετονομάσθηκε σε "Συνέλευση των Κρητών" και όρισε ως έδρα της το Ακρωτήρι.

Τα κατάλληλα μέτρα για τη μετάβαση στο νέο καθεστώς είχαν αναλάβει να προετοιμάσουν οι Πρεσβευτές των Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, οι Γενικοί τους Πρόξενοι στα Χανιά και οι Ναύαρχοι. Οι Πρεσβευτές των Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη κατάρτισαν σχέδιο Προσωρινού Κανονισμού και Οργανικού Χάρτη στις 6 / 18 Δεκεμβρίου 1897. Αλλά χρειάστηκε να περάσει ένας ολόκληρος χρόνος και δραματικά γεγονότα έως ότου το νέο καθεστώς λάβει οριστική υπόσταση.

Η Διεθνής Κατοχή και η Αποδοχή της Αυτονομίας

Από τις 11/2 η Κρήτη αποκλείσθηκε και τέθηκε υπό την προστασία των Ευρωπαίων. Οι Δυνάμεις αποφάσισαν να μείνει η Κρήτη υπό την κυριαρχία του σουλτάνου. Συμφώνησαν στην αποστολή διεθνούς στρατού και κατέλαβαν οι Αγγλοι το Ηράκλειο, οι Ρώσοι το Ρέθυμνο, οι Ιταλοί τα Χανιά, οι Γάλλοι τη Σητεία, οι Γερμανοί τη Σούδα και οι Αυστριακοί την Κίσαμο. Κοινοποίησαν στο λαό την αυτονομία, οι Κρήτες όμως με ψηφίσματα επέμεναν στην ένωση. Στο Ρέθυμνο η πείνα, η δυστυχία και οι ελλείψεις ήταν τρομερές. Στο Ηράκλειο είχαν πυρποληθεί χωριά και καλλιέργειες. Οι Χριστιανοί αγανακτισμένοι ανταπαντούσαν και ανατίναξαν το υδραγωγείο του Ηρακλείου, γεγονός που τους έβλαψε ηθικά. 

Στο μεταξύ ξέσπασε ο καταστροφικός για την Ελλάδα Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897. Η Ελλάδα γνώρισε αλλεπάλληλες ήττες στον πόλεμο που διήρκεσε από τις 6 Απριλίου μέχρι τις 5 Μαΐου. Η Ελλάδα ταπεινωμένη παραιτήθηκε από την ιδέα της ένωσης της Κρήτης και πρότεινε στους επαναστάτες να δεχτούν την αυτονομία. Οι Κρήτες όμως επέμεναν στην ένωση και διεμήνυσαν ότι δεν θα παραδώσουν τα όπλα, όσο παρέμενε ο Τουρκικός στρατός στο νησί. Η Πύλη αρνείτο να αποσύρει το στρατό της και επέμενε στο διορισμό Οθωμανού διοικητή. Δίλημμα για τους Κρήτες ήταν αν πρέπει να δεχτούν την αυτονομία πριν από την υπογραφή της Ελληνοτουρκικής ειρήνης ή να περιμένουν. 


Οι αντιθέσεις και οι διαφορετικές εκτιμήσεις παρέτειναν τις πολιτικές διαμάχες. Η προοπτική της ένωσης απομακρυνόταν και διατυπώνονταν αμφιβολίες και για το αν η Ευρώπη θα προσέφερε αυτονομία. Η πρώτη συνάντηση των Κρητών πληρεξουσίων έγινε στους Αρμένους Αποκορώνου, με πρόεδρο τον επίσκοπο Κισάμου και Σελίνου Δωρόθεο. Τότε φάνηκαν οι αντιθέσεις μεταξύ ενωτικών και αυτονομιστών. Ο Βενιζέλος πρότεινε να δηλωθεί σε προκαταρκτικές συζητήσεις με τους Ναυάρχους, χωρίς να γίνει επίσημη δήλωση, ότι είναι έτοιμοι να δεχτούν την αυτονομία, μόλις υπογραφεί η Ελληνοτουρκική ειρήνη και απομακρυνθούν τα Τουρκικά στρατεύματα. 

Η γνώμη του επικράτησε και η επιτροπή που επισκέφθηκε τους Ναυάρχους απέσπασε δήλωσή τους ότι οι Δυνάμεις είναι έτοιμες μετά την υπογραφή των προκαταρκτικών όρων της Ελληνοτουρκικής συνθήκης να διευθετήσουν το Κρητικό. Τον Αύγουστο στις Αρχάνες, η συνέλευση εξέλεξε πρόεδρο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οι αυτονομιστές πρότειναν άνευ όρων άμεση αποδοχή της αυτονομίας. Ο Βενιζέλος αρνήθηκε κάθε συζήτηση. Ένοπλοι εισέβαλαν στο κτίριο της συνεδρίασης, επιτέθηκαν κατά του Βενιζέλου και όσων απέκρουαν την άμεση αποδοχή αυτονομίας. Ο Βενιζέλος έμεινε σταθερός στις θέσεις του και σώθηκε από βέβαιο θάνατο. 

Στη συνέλευση στο Μελιδόνι Μυλοποτάμου (16 / 10) εξελέγη πρόεδρος ο Ιωάννης Σφακιανάκης. Η συνέλευση μετονομάστηκε Συνέλευση των Κρητών , αποδέχτηκε την πλήρη και απολύτως πραγματική αυτονομία υπό την υψηλή επικυριαρχία του σουλτάνου, χωρίς όμως να αναμιγνύεται στις εσωτερικές υποθέσεις της Κρήτης, και απαίτησε την ανάκληση του Τουρκικού στρατού. Ψηφίστηκε ο τύπος της σημαίας και της σφραγίδας και ορίστηκε μόνιμη έδρα το Ακρωτήρι. Στο καμπαναριό της ιστορικής Μονής Αρκαδίου ανυψώθηκε σε μια συγκινητική τελετή για πρώτη φορά η σημαία της νέας Πολιτείας (19 / 10). 

Η συνέλευση στις Πλακούρες (16 / 7 / 1898) αποδέχτηκε ομόφωνα το προσωρινό πολίτευμα και έκανε εκκλήσεις στους Χριστιανούς για αγάπη, σεβασμό, πειθαρχία, φιλονομία και αμυντική στάση. Η διοίκηση ανατέθηκε από τους Ναυάρχους στη Γενική Συνέλευση των Κρητών και Εξαμελής Εκτελεστική επιτροπή ανέλαβε προσωρινά τη διακυβέρνηση της Κρήτης.

Οι Σφαγές του Ηρακλείου, η Αποχώρηση του Τουρκικού Στρατού και η άφιξη του Γεωργίου

Η Πύλη με μυστικές ενέργειες επιχειρούσε να διασώσει την κυριαρχία της στην Κρήτη. Στο Ηράκλειο συνωστίζονταν 45.000 οι οποίοι αρνούνταν να φύγουν στις επαρχίες. Όταν στις 25 / 8 / 1898 μια Αγγλική περίπολος επιχείρησε να εγκαταστήσει τους Χριστιανούς υπαλλήλους του φορολογικού γραφείου στο λιμάνι, συναθροίσθηκαν στην πύλη χιλιάδες Μουσουλμάνοι προσπαθώντας να εισβάλουν. Οι Άγγλοι στρατιώτες αντιστάθηκαν, οι Τούρκοι έκλεισαν τις πύλες του λιμανιού, έσφαξαν όσους βρέθηκαν στην πύλη και πυρπόλησαν καταστήματα. Η Χριστιανική συνοικία καιγόταν επί 24 ώρες. 

Κάηκαν η αγορά, το νοσοκομείο, τα προξενεία Αγγλίας, Γερμανίας, Ισπανίας, Αμερικής, το πρώην Ελληνικό, 50 σπίτια και 200 καταστήματα. Σκοτώθηκαν 17 Άγγλοι στρατιώτες και 400 - 800 Χριστιανοί. Μοίρα του Αγγλικού στόλου που κατέπλευσε στο Ηράκλειο αποβίβασε 1.500 στρατιώτες και κήρυξε την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας. Ο Άγγλος διοικητής αφόπλισε τους Τούρκους του Ηρακλείου και απαγχόνισε 20 από τους υπαίτιους των επεισοδίων. Οι Ναύαρχοι πείστηκαν ότι ο Τουρκικός στρατός δεν συντελούσε στην αποκατάσταση της τάξης, αλλά όξυνε τα πνεύματα και συνέστησαν στις κυβερνήσεις τους την άμεση και οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος. 

Οι Δυνάμεις με διακοίνωση (22 / 9 / 1898) ζήτησαν από την Πύλη εντός 15 ημερών να εκκενώσει την Κρήτη. Στις 3 / 11 / 1898 έφυγαν οι τελευταίοι Τούρκοι στρατιώτες από την Κρήτη και μαζί τους αποχώρησαν 38.857 φανατικοί Μουσουλμάνοι. Στις 9 Δεκεμβρίου αποβιβάστηκε στη Σούδα ο πρίγκιπας της Ελλάδος Γεώργιος ως αρμοστής Κρήτης και έγινε δεκτός σαν ήρωας και ελευθερωτής.

Ο Πρίγκιπας Γεώργιος στην Κρήτη 

Ο πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας ορίστηκε Ύπατος Αρμοστής Κρήτης με τριετή θητεία. Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 έφθασε στη Σούδα με τη Ρωσική ναυαρχίδα "Νικόλαος Α'", συνοδευόμενη και από πλοία των άλλων Δυνάμεων, όπου του επιφυλάχθηκε αποθεωτική υποδοχή. Τον υποδέχτηκαν στη Σούδα οι Ναύαρχοι Ποττιέ, Νόελ, Σκρύδλωφ και Μπέτολλο, και ο ενθουσιώδης Κρητικός λαός. Ο πρόεδρος του συμβουλίου των Ναυάρχων, ο Γάλλος ναύαρχος Ποττιέ, του παρέδωσε επίσημα στο Διοικητήριο Χανίων τη διοίκηση της Κρήτης, ενώ τα Ευρωπαϊκά πολεμικά, έξω από το λιμάνι, χαιρέτιζαν με κανονιοβολισμούς την ύψωση της Κρητικής σημαίας.

Σε σύντομο διάστημα ο Γεώργιος ανέθεσε σε επιτροπή από 16 μέλη (12 Χριστιανούς και 4 Μουσουλμάνους), με πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη, τη σύνταξη σχεδίου Συντάγματος που θα ενέκρινε η Κρητική Συνέλευση, η οποία συγκροτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 1899, ενώ ταυτόχρονα προκηρύχθηκαν για τις 24 του ίδιου μήνα εκλογές των πληρεξουσίων. Στις 8 Φεβρουαρίου έγινε η πρώτη συνεδρίαση της Κρητικής Συνελεύσεως που αποτελείτο από 138 Χριστιανούς και 50 Μουσουλμάνους. Η Συνέλευση, με πρόεδρο τον Σφακιανάκη, ψήφισε το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας. 

Μετά την επικύρωσή του από τον Ύπατο Αρμοστή και την έγκρισή του, με ελάχιστες μεταβολές, από τις Μεγάλες Δυνάμεις, το Σύνταγμα δημοσιεύτηκε στις 15 Απριλίου 1899 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Στις 27 Απριλίου 1899, ο Ύπατος Αρμοστής όρισε Συμβούλιο του Ηγεμόνα (δηλαδή κυβέρνηση) από τους Κρητικούς αρχηγούς συνιστώμενη από πέντε Ανώτερες Διευθύνσεις, αντίστοιχες με τα σημερινά Υπουργεία. 


Οι σύμβουλοι με τις διευθύνσεις τους ήταν: Ελευθέριος Βενιζέλος της Δικαιοσύνης, Μανούσος Κούνδουρος των Εσωτερικών, Νικόλαος Γιαμαλάκης της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και των Θρησκευμάτων, Κωνσταντίνος Φούμης των Οικονομικών και Χασάν Σκυλιανάκης της Δημοσίας Ασφαλείας. Από τους αρχηγούς δεν συμμετείχε στο συμβούλιο μόνο ο Ιωάννης Σφακιανάκης, επειδή υπέβαλε στον Αρμοστή ένα σχέδιο για το οριστικό πολίτευμα του νησιού, αλλά ο Γεώργιος δεν το ενέκρινε. Το συμβούλιο ξεκίνησε την προσπάθεια να οργανώσει κράτος. 

Στις 18 Μαΐου, ο Βενιζέλος υπέβαλε πλήρη δικαστική νομοθεσία. Άρχισαν όμως οι διαφωνίες. Ο Γεώργιος, σκοπεύοντας να ταξιδέψει στην Ευρώπη, ανακοίνωσε στον Κρητικό λαό ότι "Κατά την διάρκειαν του ταξιδίου του θα εζήτει από τας Μεγάλας Δυνάμεις την ένωσιν της Κρήτης και ήλπιζε να επιτύχει ταύτην λόγω των συγγενικών του δεσμών". Η ανακοίνωση έγινε χωρίς να το ξέρει το συμβούλιο. Ο Βενιζέλος είπε στον πρίγκιπα ότι δεν θα ήταν καλό να δίνει στον λαό ελπίδες για κάτι που δεν ήταν εκείνη τη στιγμή δυνατό να πραγματοποιηθεί. Όντως δε οι Μεγάλες Δυνάμεις απέρριψαν το αίτημα του Γεωργίου. 

Επήλθε πολλές φορές διάσταση μεταξύ των δύο ανδρών και ο Βενιζέλος επανειλημμένα υπέβαλε παραίτηση. Όταν συζητήθηκε στο συμβούλιο ο προϋπολογισμός, ο Βενιζέλος είπε ότι το νησί δεν ήταν αυτόνομο αφού κατεχόταν στρατιωτικά από τέσσερις δυνάμεις και το κυβερνούσε εντολοδόχος τους. Θα έπρεπε, όταν θα έληγε η θητεία του πρίγκιπα, να ζητηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις να επιτρέψουν στη συνέλευση, με βάση το άρθρο 39 του συντάγματος (που το είχε καταργήσει η συνδιάσκεψη της Ρώμης) να εκλέξει ανώτατο άρχοντα, οπότε δεν θα χρειαζόταν η παρουσία ξένων στρατευμάτων. 

Μ' αυτόν τον τρόπο το νησί θα απαλλασσόταν από τον στρατό κατοχής και την δι' αντιπροσώπου των Μεγάλων Δυνάμεων διακυβέρνηση, και θα μπορούσε ευκολότερα να πετύχει τον στόχο, που ήταν η ένωση με την Ελλάδα. Αυτή την πρόταση θα εκμεταλλευθούν οι αντίπαλοι του Βενιζέλου για να πουν ότι ήθελε την Κρήτη αυτόνομη ηγεμονία. Σε απάντηση, εκείνος υπέβαλε και πάλι την παραίτησή του με το αιτιολογικό ότι του ήταν αδύνατο πλέον να συνεργαστεί με τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου και διαβεβαίωσε ότι δεν σκόπευε να ασκήσει αντιπολίτευση. 

Στις 17 Μαΐου 1901, σε έκθεσή του εξέθεσε τους λόγους που τον υποχρέωναν να παραιτηθεί, την δε επομένη τους είπε και προφορικά στον Ύπατο Αρμοστή. Στις 18 Μαΐου ο Βενιζέλος απολύθηκε επειδή δημόσια υποστήριξε απόψεις αντίθετες μ' αυτές που πρέσβευε ο Αρμοστής. Και τέθηκε πλέον επικεφαλής της αντιπολίτευσης. Επί τρία χρόνια διεξήχθη μια σκληρότατη πολιτική διαμάχη, η διοίκηση παρέλυσε και κυριάρχησε η οξύτητα στο νησί. Και, αναπόφευκτα, τον Μάρτιο του 1905 ξέσπασε επανάσταση, της οποίας επικεφαλής τέθηκε ο Βενιζέλος.

Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Γενικά

Η Κρητική Πολιτεία (1896 - 1913) ήταν το επίσημο όνομα με το οποίο αναγνωρίστηκε η Κρήτη ως αυτόνομο κράτος μετά την Κρητική επανάσταση του 1896 και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου και τέθηκε υπό την προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ρωσίας. Προπαρασκευή της αυτονόμησης της Κρήτης υπήρξε η ιστορική Σύμβαση της Χαλέπας. Αποτέλεσε το μεταβατικό στάδιο πριν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα το 1913. Η Κρητική Πολιτεία ήταν δημιούργημα των Μεγάλων Δυνάμεων, τις οποίες είχε καλέσει η ίδια η Πύλη από τον Αύγουστο του 1896 ζητώντας τους να της παράσχουν τις καλές τους υπηρεσίες για την αποκατάσταση της ειρήνης στην Κρήτη. 

Μετά από δύο επαναστάσεις και με τις ναυτικές και στρατιωτικές τους δυνάμεις παρούσες στην Κρήτη οι Δυνάμεις είχαν αποφασίσει από τις αρχές Μαρτίου 1897 να παράσχουν αυτονομία στο νησί. Η ήττα της Ελλάδας από την Τουρκία δεν είχε επηρεάσει την απόφαση αυτή, καθώς τα γεγονότα είχαν αποδείξει το ανέφικτο της επιστροφής της Οθωμανικής κυριαρχίας. Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις κατοχής παρέμεναν προσωρινά στο νησί, το οποίο μετά από την οριστική αποχώρηση των φορέων της οθωμανικής εξουσίας από την Κρήτη, διοικούσε το Συμβούλιο των Ναυάρχων, ενώ η Επαναστατική Συνέλευση είχε εκλέξει Εκτελεστική Επιτροπή για τη διοίκηση του νησιού. 

Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που πάντοτε ενδιαφέρονταν για την Κρήτη λόγω της στρατηγικής της σημασίας και από καιρό είχαν συγκεντρώσει τους στόλους τους γύρω από το νησί, αποφάσισαν με τη Συνθήκη του Βερολίνου το 1896 να προχωρήσουν σε οριστική λύση του Κρητικού ζητήματος, με τη διεθνή κατοχή του νησιού και την ανακήρυξή του σε αυτόνομη Πολιτεία, ενώ στις 21 Ιανουαρίου 1897 Ελληνικά στρατεύματα με δύναμη 1.500 αντρών και διοικητή τον υπασπιστή του βασιλιά Τιμολέοντα Bάσσο αποβιβάστηκαν εκεί για να την ελευθερώσουν και να την ενώσουν με την Ελλάδα.

Οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις όμως παρενέβησαν αποβιβάζοντας κι αυτές δυνάμεις για να σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Στις 18 Φεβρουαρίου ο Ελληνικός στόλος αποσύρθηκε και ο Ελληνικός στρατός υποχώρησε στην ξηρά και κατευθύνθηκε βόρεια προς την Θεσσαλία και την Ήπειρο. Στις 20 Μαρτίου του ίδιου χρόνου οι Μεγάλες Δυνάμεις χώρισαν το νησί σε διεθνείς τομείς, ενώ τα Χανιά και η γύρω περιοχή της πρωτεύουσας έγιναν πολυεθνικός τομέας. Οι Άγγλοι διοικούσαν το νομό Ηρακλείου, οι Ρώσοι το νόμοΡεθύμνου, οι Γάλλοι το νομό Λασιθίου και οι Ιταλοί τους νομούς Χανίων και Σφακιών.

Στις 25 Αυγούστου 1897, ο Ελευθέριος Βενιζέλος έστειλε διακοίνωση στον αρχηγό του Ευρωπαϊκού στόλου, αναφέροντας ότι η μόνη σωστή λύση του Κρητικού ζητήματος θα ήταν η ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Αφού όμως η Ελλάδα απέσυρε τη στρατιωτική δύναμη που είχε στο νησί, αναγνωρίζοντας την αυτονομία του, θα έπρεπε και η Κρήτη, για να μην φέρει σε δύσκολη θέση την Αθήνα, να δεχθεί ως προσωρινή λύση την αυτονομία, εναποθέτοντας τις ελπίδες για οριστική λύση στις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι Οθωμανοί πρότειναν να γίνει ανταλλαγή της Κρήτης με τη Θεσσαλία που την κατείχε ο στρατός τους. Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε καθώς θεωρήθηκε εμπαιγμός και για τους Κρητικούς και για τις Μεγάλες Δυνάμεις.


Μετά τον πόλεμο του 1897 η Ελλάδα υπέγραψε στην Κωνσταντινούπολη συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία. Κατόπιν οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεκίνησαν τη διαδικασία διακανονισμού του Κρητικού ζητήματος, που όμως τραβούσε μακριά. Προτάθηκαν για τη θέση του Γενικού Διοικητή του νησιού οι Δροζ, Σέφερ, ο Μαυροβούνιος Πέτροβιτς Μπόζα, ο πρίγκιπας Βάττεμβεργ ενώ οι Τούρκοι ήθελαν γι' αυτή τη θέση τον Ανθόπουλο Πασά. Η Ρωσία υπέδειξε τον ανιψιό του βασιλιά των Ελλήνων Γεωργίου του Α', τον πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος και επελέγη τελικά. Στις 21 Ιανουαρίου 1898, η Κρητική συνέλευση, μέσα σε ζητωκραυγές ενέκρινε πρόταση του Βενιζέλου να κάνει το προεδρείο της τα αναγκαία διαβήματα. 

Η Γερμανία και η Αυστρία, επειδή δεν ήθελαν να φανεί ότι αντιτίθενται στις Τουρκικές απαιτήσεις, αποχώρησαν από τον συνασπισμό των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, ο οποίος έγινε πλέον τετραμελής. Ο Γενικός Διοικητής θα αναγνώριζε την υψηλή επικυριαρχία του Σουλτάνου και θα εφάρμοζε αναλογική συμμετοχή του Ελληνικού και του Τουρκικού στοιχείου στη διοίκηση του νησιού. Εκλέχθηκε μια εκτελεστική επιτροπή, με τη συμμετοχή του Βενιζέλου, που εκτελούσε χρέη κυβέρνησης και είχε τις επαφές με τους Ευρωπαίους Ναυάρχους. Άρχισε να εφαρμόζει το προσωρινό πολίτευμα, αλλά οι Μουσουλμάνοι, υποκινούμενοι από την Οθωμανική διοίκηση, ξεσηκώθηκαν. 

Οι Χριστιανοί της Κρήτης άρχισαν να συγκεντρώνουν ένοπλα τμήματα και η εκτελεστική επιτροπή προέβη σε διαβήματα διαμαρτυρίας. Οι Μουσουλμάνοι του νησιού κλείστηκαν στις πόλεις και την ύπαιθρο έλεγχαν οι Χριστιανοί επαναστάτες. Οι σφαγές των Μουσουλμάνων της Σητείας και του Σέλινου καθώς και η σφαγή των Χριστιανών του Ηρακλείου στις 25 Αυγούστου 1898 που έκαναν οι Μουσουλμάνοι, οδήγησαν στην αποχώρηση των Οθωμανών από το νησί, στη δημιουργία της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας και στην εκλογή του πρίγκιπα Γεωργίου ως ύπατου αρμοστή της Κρήτης.

Η Λειτουργία της Κρητικής Πολιτείας

Από την αρχή η Κρητική Πολιτεία είχε ένα ιδιάζον καθεστώς μεταξύ υποτέλειας και πλήρους ανεξαρτησίας. Για το Χριστιανικό πληθυσμό της Κρήτης, που είχε αποκτήσει πλέον και την αριθμητική υπεροχή και την πολιτική κυριαρχία, η αυτονομία ήταν ο τελευταίος σταθμός πριν από την "πολυπόθητη" Ένωση. Τα σύμβολα του νέου κράτους, η σημαία, το νόμισμα, ο ύμνος, το επιβεβαιώνουν. Ο Πρίγκιπας Γεώργιος είχε γίνει δεκτός στην Κρήτη με εκδηλώσεις λαϊκού ενθουσιασμού ως ο γιος του Βασιλιά της Ελλάδας. Για το Χριστιανικό στοιχείο η επιλογή του Γεωργίου σήμαινε ότι οι Δυνάμεις είχαν αποφασίσει ότι στο άμεσο μέλλον το νησί θα αποτελούσε μέρος της Ελληνικής επικράτειας. 

Ο ίδιος ο Πρίγκιπας σε δηλώσεις του το δήλωνε στην αρχή της θητείας του: "Είθε ο Θεός να ευλογήση τας υπέρ της ευημερίας σας και της πληρώσεως των δικαίων πόθων σας κοινάς προσπαθείας μας". Για την Υψηλή Πύλη η επιμονή στην επιβολή της κυριαρχίας πάνω στο νησί, ιδιαίτερα μετά την οριστική απομάκρυνση των τελευταίων Οθωμανικών στρατευμάτων είχε συμβολικό χαρακτήρα. Ήταν μία αντίσταση στην απειλούμενη συρρίκνωση των εδαφών της. Χρησιμοποιώντας την απειλή πολέμου η Πύλη πίεζε τις Μεγάλες Δυνάμεις να αντισταθούν και στην παραμικρότερη παραχώρηση που θα ισοδυναμούσε με εξασθένιση της επιρροής της.

Για την Ελληνική Κυβέρνηση και τον Ελληνικό πολιτικό κόσμο η τραυματική περιπέτεια του 1897 είχε περιορίσει τη δημόσια συζήτηση γύρω από τη διεκδίκηση της Κρήτης. Ο πολιτικός κόσμος και ιδιαίτερα τα μεγάλα κόμματα εξουσίας, το Δηλιγιαννικό (Δηλιγιάννης), το Τρικουπικό (Θεοτόκης) και το κόμμα του Δ. Ράλλη, είχε τραυματίσει το κύρος του στο χειρισμό θεμάτων εξωτερικής πολιτικής. Τραυματισμένο είχε αποβεί και το γόητρο του θρόνου, καθώς ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, ως αρχιστράτηγος του Ελληνικού στρατού, θεωρήθηκε ο κύριος υπεύθυνος της συντριβής. Ο ίδιος ο Βασιλιάς Γεώργιος έγινε ο στόχος της λαϊκής αγανάκτησης για την εθνική ταπείνωση.

Στην κρίσιμη στιγμή για τη διεθνή θέση της Ελλάδας ο Γεώργιος ανέλαβε την ουσιαστική άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Η ανάγκη να ανορθώσει το προσωπικό του κύρος, καθώς και το γεγονός ότι στην Κρήτη είχε σταλεί ως Κυβερνήτης ο γιος του Γεώργιος, καθιστούσαν την επιτυχία του στην επίτευξη των Ελληνικών εθνικών στόχων όρο επιβίωσης του θρόνου. Με ιδιαίτερο ζήλο προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τους στενούς συγγενικούς του δεσμούς με τους περισσότερους μονάρχες της Ευρώπης για να τους πείσει να δωρίσουν την Κρήτη στην Ελλάδα, όπως είχαν κάνει πριν από 40 χρόνια με τα Επτάνησα.

Οι συνθήκες, ωστόσο, ήσαν διαφορετικές. Οι Δυνάμεις διατηρούσαν μεν καθεστώς προστασίας πάνω στην Κρήτη αλλά καμία από αυτές δεν διέθετε την κυριότητα πάνω στο νησί. Το δικαίωμα απεμπόλησης της κυριότητας ανήκε στην Πύλη και οι Δυνάμεις δεν ήσαν διατεθειμένες να την υποβάλουν σε τέτοια πίεση.Κάθε καλοκαίρι ο Γεώργιος στα Ευρωπαϊκά του ταξίδια έθετε το ζήτημα στις συγγενικές του αυλές. Έδρα του Αρμοστή και πρωτεύουσα του Κρητικού Κράτους ήταν η πόλη των Χανίων, μεγάλο διοικητικό, πνευματικό, εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο. 

Η Κρητική Πολιτεία είχε δική της σημαία, μια παραλλαγή της Ελληνικής: λευκός σταυρός που χώριζε τη σημαία σε τέσσερα τετράγωνα, από τα οποία τα τρία ήταν κυανά, ενώ το τέταρτο, το πάνω αριστερό, ήταν κόκκινο μ' ένα λευκό άστρο στο κέντρο του, σύμβολο της επικυριαρχίας του Σουλτάνου. Επίσης, η Κρητική Πολιτεία είχε και δικό της εθνικό ύμνο σε στίχους του Ιωάννη Πολέμη και μουσική του Διονυσίου Λαυράγκα. Συντάχθηκε το Σύνταγμα του Κρητικού Κράτους και έγιναν εκλογές για την ανάδειξη πληρεξουσίων, ενώ άρχισε να εκδίδεται η Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας.

Θεσμοθετήθηκε για τους κατοίκους της Κρήτης ιδιαίτερη ιθαγένεια, αλλά οι Τουρκοκρητικοί που ήδη είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν λόγω καταπίεσης, συνέχισαν μετά την έκδοση του Συντάγματος, που κατοχύρωσε τα δικαιώματα του Χριστιανικού πληθυσμού, να φεύγουν από την Κρήτη. Ο αρχικός τόπος προορισμού του μεγαλύτερου μέρους των Τουρκοκρητών ήταν η Σμύρνη. Από κει οι πρόσφυγες κατευθύνονταν σε διάφορες περιοχές της Μικράς Ασίας, της Βεγγάζης, της Τριπολίτιδας, στη Συρία και στην Αλεξάνδρεια, είτε για μόνιμη εγκατάσταση, είτε σαν "μουσαφίρηδες", περιμένοντας την πλήρη επανένταξη της Κρήτης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, πράγμα που δεν έγινε.


Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας έγιναν πολλά έργα ανασυγκρότησης - διάνοιξη δρόμων και πλακόστρωση, αποχετευτικά έργα καθώς και εξωραϊσμού και καλλωπισμού, και ανεγέρθηκε η Δημοτική αγορά Χανίων. Ο Γεώργιος ήθελε να χτίσει ανάκτορο, κάτι που δεν ήθελε ο Βενιζέλος γιατί θα σήμαινε διαιώνιση του καθεστώτος της Αρμοστείας που οι Κρητικοί δέχθηκαν ως προσωρινό μέχρι την οριστική λύση και ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους της ρήξης μεταξύ τους. Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα και για τη δημόσια υγεία. Αντιμετωπίστηκε το μεγάλο πρόβλημα της λέπρας, που είχε προσλάβει ενδημική μορφή στις πόλεις και στα χωριά της Κρήτης, με την οργάνωση του λεπροκομείου της Σπιναλόγκας (1903).

Ρυθμίστηκε και το καθεστώς της τοπικής Εκκλησίας. Το βασικό σχήμα, που ισχύει με μικρές τροποποιήσεις μέχρι σήμερα, είναι ένα καθεστώς ημιαυτόνομης Εκκλησίας, της οποίας ο Προκαθήμενος εκλέγεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η Κρητική Πολιτεία εκδίδει το διάταγμα της αναγνώρισης και εγκατάστασής του.

Η Μεταβίβαση της Εξουσίας

Η Εκτελεστική Επιτροπή είχε ασκήσει τη διοίκηση του νησιού μέχρι τα γεγονότα του Ηρακλείου. Τότε υπέβαλε την παραίτησή της στο Συμβούλιο των Ναυάρχων. Εκείνο την αποδέχθηκε μεν αλλά ζήτησε από την Επιτροπή να παραμείνει ως σύνδεσμος των κατοίκων του νησιού με τη διεθνή δύναμη. Το κενό εξουσίας μέχρι την άφιξη του νέου ηγεμόνα καλύφθηκε επομένως από το Συμβούλιο των Ναυάρχων, που ανέλαβε τις εκτελεστικές εξουσίες, με την Εκτελεστική Επιτροπή να διατηρεί τον ανεπίσημο ρόλο του συνδέσμου μέχρι την οριστική της παραίτηση στις 25 Νοεμβρίου, λίγες ημέρες πριν από την άφιξη του Αρμοστή Πρίγκιπα Γεωργίου.

Το Συμβούλιο των Ναυάρχων παρέδωσε την ανώτατη εξουσία στον Πρίγκιπα, ο οποίος ανέλαβε την ευθύνη της διαμόρφωσης του πολιτεύματος.

Η ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ 

Πρώτες Δυσχέρειες

Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Συντάγματος ο Ύπατος Αρμοστής θα κυβερνούσε το νησί με διατάγματα για διάστημα δύο ετών. Μετά την ψήφιση του Συντάγματος η Κρητική Συνέλευση διαλύθηκε. Στο μεταξύ, στο διάστημα της διετίας, με ταχύτατους ρυθμούς συγκροτήθηκαν οι υπηρεσίες. Μέχρι τον Ιούνιο του 1899 είχαν στελεχωθεί οι διοικητικές και δικαστικές υπηρεσίες. Οι πρώτες δυσχέρειες προέκυψαν πολύ σύντομα και οφείλονταν εν πολλοίς στην ασάφεια που επικρατούσε γύρω από το ρόλο του Ύπατου Αρμοστή, όχι ως προς τη σχέση του με τις Δυνάμεις αλλά ως προς τη σχέση του με την εκτελεστική εξουσία που εγκαθιδρύθηκε στο νησί. 

Τόσο οι Ναύαρχοι όσο και οι Πρεσβευτές των Δυνάμεων στη Ρώμη τού είχαν δηλώσει ότι ήταν "Ο μόνος εκπρόσωπος των Δυνάμεων στη διοίκηση της Κρήτης". Αυτό σήμαινε ότι ήταν υπόλογος μόνο στις Δυνάμεις. Αλλά η εξουσία του περιοριζόταν από την παρουσία των Προξένων και των διεθνών στρατευμάτων. Από την άλλη, το Σύνταγμα περιόριζε τις εξουσίες του στη διοίκηση του νησιού στο ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στις Δυνάμεις και τους κατοίκους του νησιού. Η άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας ανήκε όχι στον Πρίγκιπα αλλά, σύμφωνα με το Σύνταγμα, στο πενταμελές Συμβούλιο.

Η ψήφιση του Συντάγματος του 1899 είχε επιφέρει καίριες αλλαγές στο συσχετισμό των εξουσιών. Ο Πρίγκιπας δεν ήταν πλέον μόνο Ύπατος Αρμοστής εντολοδόχος των Δυνάμεων με τριετή θητεία αλλά αναγνωρισμένος Ανώτατος Άρχων της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Παράλληλα, το Σύνταγμα διατήρησε το θεσμό των Συμβούλων που είχε θεσπίσει το Συμβούλιο των Ναυάρχων αλλά από εκλεκτοί των Ναυάρχων έγιναν αξιωματούχοι της Κρητικής Πολιτείας.Ο Πρίγκιπας Γεώργιος αντιμετώπισε από την αρχή της θητείας του στην Κρήτη δύο πόλους εξουσίας. Αφενός το Ηγεμονικό Συμβούλιο, αφετέρου τους Προξένους. 

Τα πρώτα δύο χρόνια της θητείας του η συνεργασία τόσο με το Ηγεμονικό Συμβούλιο όσο και με τους Προξένους υπήρξε αρμονική, καθώς οι Πρόξενοι απέφευγαν να αναμειγνύονται στο έργο του. Στη συνέχεια ξεπερνώντας τις δικαιοδοσίες τους και με την έγκριση των κυβερνήσεών τους προέβαιναν σε υποδείξεις στον Γεώργιο σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής. Επανίδρυσαν έτσι de facto το Συμβούλιο των Προξένων που είχε λειτουργήσει μέχρι τον Φεβρουάριο του 1897, υποκαθιστώντας στην πράξη το ρόλο του Ύπατου Αρμοστή ως εντολοδόχου των Δυνάμεων. 

Αν και ο διεθνής ρόλος του Πρίγκιπα ήταν αποδυναμωμένος, στο τέλος της πρώτης θητείας του το 1902, οι Δυνάμεις ανανέωσαν την εντολή του για μία ακόμη τριετία, ούτως ώστε να μη προκαλέσουν νέες περιπλοκές. Το έργο της διοίκησης των διεθνών στρατευμάτων και πλοίων, της φρούρησης της οθωμανικής σημαίας, της προστασίας του μουσουλμανικού πληθυσμού, της εποπτείας στην Κυβέρνηση και της σχέσης της με τις Δυνάμεις ασκούσαν οι Πρόξενοι.

Συγκρούσεις και Δυσλειτουργίες

Ως Ύπατος Αρμοστής ο Πρίγκιπας Γεώργιος δεν ήταν μόνο εντολοδόχος των Δυνάμεων αλλά αναγνωρισμένος ανώτατος άρχων της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας. Παράλληλα οι Ηγεμονικοί Σύμβουλοι ήσαν αξιωματούχοι της Κρητικής Πολιτείας, των οποίων ο ρόλος κατά το Σύνταγμα ήταν ασαφής.Ο Γεώργιος αντιλαμβανόταν το δικό του ρόλο ως ρόλο απόλυτου μονάρχη.Ο Βενιζέλος αντιλαμβανόταν το ρόλο του Συμβουλίου ως ρόλο υπεύθυνης Κυβέρνησης ενός αντιπροσωπευτικού κυβερνητικού συστήματος. Οι δυσλειτουργίες του συστήματος, τις οποίες επιδείνωνε η συμπεριφορά του Γεωργίου, εκδηλώθηκαν ανοικτά όταν οι δύο πρωταγωνιστές διαφώνησαν για το καίριο ζήτημα της πορείας προς την ένωση.

Τα Πρώτα Βήματα

Από το τέλος του 1898 ως το 1904 η Κρήτη απήλαυσε περίοδο αδιατάρακτης εσωτερικής και διεθνούς ειρήνης. Στο διάστημα αυτό ωστόσο, ιδιαίτερα μετά την ανανέωση της θητείας του Πρίγκιπα το 1902, άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση έγιναν στις 24 Ιανουαρίου 1899. Στις 8 Φεβρουαρίου ξεκίνησαν οι εργασίες της Συνέλευσης την οποία αποτελούσαν 138 Χριστιανοί και 50 Μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι. 


Η σύνταξη του Συντάγματος είχε ανατεθεί σε δεκαεξαμελή επιτροπή με Πρόεδρο τον Ιωάννη Σφακιανάκη και μέλη 12 Χριστιανούς και 4 Μουσουλμάνους. Εγκρίθηκε κατά σειρά από τη Συνέλευση, τον Ύπατο Αρμοστή και με ελάχιστες αλλαγές από τις Μεγάλες Δυνάμεις και δημοσιεύθηκε στην "Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας" στις 16 Απριλίου.Στις 28 Απριλίου ο Γεώργιος προχώρησε στο διορισμό του πρώτου Ηγεμονικού Συμβουλίου:

  • Μανούσος Κούνδουρος, Σύμβουλος επί των Εσωτερικών
  • Νικόλαος Γιαμαλάκης, Σύμβουλος επί της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και των Θρησκευμάτων 
  • Χασάν Σκυλιανάκης, Σύμβουλος επί της Δημοσίας Ασφαλείας
  • Ελευθέριος Βενιζέλος, Σύμβουλος επί της Δικαιοσύνης και 
  • Κωνσταντίνος Φούμης, Σύμβουλος επί των Οικονομικών.Από τότε εμφανίστηκαν ήδη οι πρώτες δυσαρέσκειες. 

Ο μέχρι τότε Πρόεδρος του Συμβουλίου Ιωάννης Σφακιανάκης, ως Πρόεδρος της Συνέλευσης, είχε έρθει σε διαφωνία με τον Πρίγκιπα πάνω στο ζήτημα του σχεδίου Συντάγματος και είχε υποβάλει την παραίτησή του από το Συμβούλιο. Σε λίγο διάστημα εξάλλου (Μάρτιος 1901), σε μία επίδειξη αυταρχικότητας ο Πρίγκιπας απομάκρυνε τον φιλελεύθερο Σύμβουλο επί της Δικαιοσύνης Ελευθέριο Βενιζέλο, τον επιφανέστερο πολιτικό του συνεργάτη. Ο Ύπατος Αρμοστής μεταβλήθηκε σε αρχηγό πολιτικής παράταξης, της μερίδας που υποστήριζε την άμεση επίτευξη της ένωσης, χωρίς να λαμβάνει υπόψη ότι κάτι τέτοιο ήταν πολιτικά άκαιρο τη συγκεκριμένη περίοδο.

Το Έργο της Πρώτης Αρμοστειακής Θητείας και η Προοπτική του

Η νέα Κυβέρνηση της Κρήτης επιδόθηκε σε δημιουργικό έργο στους τομείς της διοίκησης, της δημόσιας τάξης, της οικονομίας, της εκπαίδευσης και των δημοσίων έργων. Η παραγωγή νομοθετικού έργου για τους τομείς αυτούς στο διάστημα από το 1899 ως το 1901 είναι εντυπωσιακή. Ο λαός πάλι και η ηγεσία του, αλλά και ο ίδιος ο Αρμοστής αντιλαμβάνονταν ότι το καθεστώς της αυτονομίας είχε χαρακτήρα προσωρινό. Ορόσημο θεωρήθηκε η λήξη της τριετούς θητείας του Αρμοστή το 1901.

Η Σύγκρουση του Βενιζέλου με τον Αρμοστή

Αφορμή για να εκδηλωθεί η αναπόφευκτη σύγκρουση πάνω στη θεμελιώδη διαφορά αντίληψης για τη λειτουργία του πολιτεύματος ανάμεσα στον Αρμοστή και τον Σύμβουλό του επί της Δικαιοσύνης στάθηκε ο χειρισμός του καθεστωτικού ζητήματος. Το καλοκαίρι του 1900 ο Βενιζέλος είχε διατυπώσει στον Γεώργιο τις απόψεις του για το ζήτημα. Κατ’ αυτόν, προϋπόθεση για να διεκδικήσει η Κρήτη την ένωση με την Ελλάδα ήταν να ολοκληρώσει τη διαδικασία της αυτονομίας, όπως όριζαν οι αποφάσεις των Δυνάμεων και οι ρυθμίσεις του Συντάγματος. Έπρεπε δηλαδή να ολοκληρωθεί η οργάνωση της πολιτοφυλακής και η αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων. 

Πριν ολοκληρωθούν αυτά τα μέτρα θεωρούσε πρόωρη την ανακίνηση του ζητήματος ενώπιον των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Ο Γεώργιος απέρριψε τις εισηγήσεις του Βενιζέλου. Θεωρούσε ότι οι συγγενικές του σχέσεις με τις Ευρωπαϊκές αυλές αρκούσαν για να προωθήσει το στόχο του και, χωρίς να ενημερώσει το Ηγεμονικό Συμβούλιο, προχώρησε σε παραστάσεις στις πρωτεύουσες των Προστάτιδων Δυνάμεων, χωρίς αποτέλεσμα. Η άρνηση των Δυνάμεων να ασχοληθούν με το κρητικό ζήτημα επισημοποιήθηκε λίγο αργότερα με δήλωσή της πρεσβευτικής διάσκεψης της Ρώμης, η οποία επαναβεβαίωσε την προσήλωσή τους στο status quo.

Η Απόλυση του Βενιζέλου από το Ηγεμονικό Συμβούλιο

Ο Βενιζέλος έφερε το θέμα του χειρισμού του ενωτικού ζητήματος στο στο περιθώριο των εργασιών του Ηγεμονικού Συμβουλίου στις 22 Φεβρουαρίου 1901, για να λάβει το μήνυμα ότι ο χειρισμός του εθνικού θέματος είναι αποκλειστική ευθύνη της βασιλικής οικογένειας. Τα υπόλοιπα μέλη του Ηγεμονικού Συμβουλίου δεν υποστήριξαν την πρωτοβουλία του Βενιζέλου και εκείνος, στις 6 Μαρτίου υπέβαλε την παραίτησή του επικαλούμενος τη διαφωνία του με το Ηγεμονικό Συμβούλιο. Ο Γεώργιος αρνήθηκε δύο φορές να δεχθεί την παραίτηση του Συμβούλου του. 

Όταν όμως οι απόψεις του Βενιζέλου δημοσιεύθηκαν σε δύο αθηναϊκές εφημερίδες, στις 18 Μαρτίου 1901, προχώρησε στην απόλυσή του επειδή "όλως αναρμοδίως υπεστήριξε και δημοσίως εξέθηκε γνώμας επί σπουδαιοτάτου ζητήματος του τόπου, αντιθέτους προς το φρόνημα και την εντολήν Ημών".

Αποχή του Βενιζέλου από την Πολιτική

Οι προγραμματισμένες βουλευτικές εκλογές, διενεργήθηκαν τον Απρίλιο του 1901, λίγο διάστημα μετά τη απόλυση του Βενιζέλου. Ο Βενιζέλος δεν συμμετείχε σε αυτές και επί εννέα μήνες έμεινε μακριά από την πολιτική. Οι εκλογές ενίσχυσαν την πολιτική πτέρυγα των πριγκιπικών και στους επόμενους μήνες ο Γεώργιος προχώρησε σε νομοθετικά μέτρα ενίσχυσης των εξουσιών του Αρμοστή, αποδυνάμωσης των εξουσιών της Κυβέρνησης, της τοπικής αυτοδιοίκησης και των δικαστικών αρχών και περιορισμού των ελευθεριών του τύπου. Όλες οι προσπάθειες προσέγγισης τις οποίες κατέβαλε ο Βενιζέλος τορπιλίστηκαν από τον Πρίγκιπα και το περιβάλλον του διότι ο Γεώργιος θεώρησε τη διαφωνία τους ως ευκαιρία για πολιτική εξόντωση του αντιπάλου του.

Ογκούμενη Δυσαρέσκεια κατά του Αρμοστή

Η πάνδημη ευφορία που είχε συνοδεύσει την άφιξη του Πρίγκιπα Γεωργίου στην Κρήτη είχε συν τω χρόνω μετατραπεί σε δυσαρέσκεια μιας σημαντικής μερίδας του πληθυσμού. Η διάψευση των ελπίδων για ένωση, τις οποίες ο ίδιος είχε καλλιεργήσει, η οικονομική στασιμότητα που καθήλωνε την πρόοδο της γεωργίας, των δημοσίων έργων και της εμπορικής δραστηριότητας ήταν από τις βασικές αιτίες απογοήτευσης. Ας προστεθεί και η δυσαρέσκεια από τον αυταρχικό χαρακτήρα και την απολυταρχική συμπεριφορά του Γεωργίου και των συνεργατών του. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η δυσαρέσκεια μερίδας της αστικής τάξης των πόλεων, της οποίας οι ιδέες και αρχές καθορίζονταν από την φιλελεύθερη ιδεολογία της Δύσης. 

Η αστική τάξη είχε βρει τον πολιτικό της εκφραστή στο πρόσωπο του Ελευθέριου Βενιζέλου, γύρω από τον οποίο συσπειρώθηκε η αντιπολιτευτική παράταξη, που αποκλήθηκε «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις». Έτσι παγιώθηκαν δύο πολιτικές ομάδες: η μία γύρω από τον Αρμοστή Πρίγκιπα Γεώργιο και τον κυριότερο σύμβουλό του Ανδρέα Παπαδιαμαντόπουλο και η άλλη γύρω από τον Βενιζέλο. Ο Βενιζέλος, εξάλλου, από την επάνοδό του στην πολιτική, διατύπωνε τις ιδέες του στην εφημερίδα Κήρυξ των Χανίων. Χαρακτηριστικά της αρθρογραφίας του ήσαν μία σειρά άρθρων με τίτλο «Γενηθήτω φως». 


Η αντιπριγκιπική αρθρογραφία του Βενιζέλου στοίχισε στην εφημερίδα επανειλημμένες διακοπές της έκδοσής της, χρηματικό πρόστιμο και στον Βενιζέλο φυλάκιση μιας βδομάδας για προσβολή τού Μητροπολίτη Κρήτης Ευμένιου. O Αρμοστής αναμιγνυόταν απροκάλυπτα στην κομματική διαμάχη. Όπως ομολογούσε ο ίδιος αργότερα σε επιστολή του στον Έλληνα Πρωθυπουργό Δημήτριο Ράλλη 

"Δεν αποκρύπτω ότι, όταν προύχοντες ή άλλοι με ηρώτων, κατά την περιοδείαν μου, αλλά μόνον ότε με ηρώτων, ποίαν οδόν να ακολουθήσωσι εις μελλούσας εκλογάς, απήντων εις τούτους ότι εάν θέλητε απέναντι της Ευρώπης να φανήτε ως εγώ σας παρέστησα, δηλαδή ποθούντας άνευ εξαιρέσεως την Ένωσιν, τότε καλόν είναι να απέχετε ψηφίζοντες τον Βενιζέλον, διότι ούτος δια των ενεργειών του έπεισε τας Δυνάμεις ότι υπήρχε κόμμα εν Κρήτη ποθούν την Ηγεμονίαν και του οποίου αυτός προΐστατο".

Η επιρροή του Πρίγκιπα στην ύπαιθρο παρέμενε ισχυρή, παρά την ένταση της αντιπολίτευσης στις μεγάλες πόλεις, κυρίως επειδή ήταν αισθητή εκεί η εμπέδωση της δημόσιας ασφάλειας. Στις εκλογές που διενεργήθηκαν το 1903 η πριγκιπική παράταξη πλειοψήφισε. Ο στόχος του Πρίγκιπα παρέμενε η πολιτική εξόντωση του προσωπικού του αντιπάλου, όπως τον θεωρούσε, του Βενιζέλου.

Απόσπασμα Επιστολής του Πρίγκιπα Γεωργίου προς τον Δημήτριο Ράλλη (14 Αυγούστου 1905)

«Η εργασία μου ενταύθα δεν περιωρίσθη δυστυχώς εις απλήν συνταγματικήν διοίκησιν του τόπου κατά τα 6 ½ έτη, αλλ’ ηναγκάσθην και να ασχοληθώ και εις την συγκρότησιν και ανύψωσιν της εθνικής ιδέας, διότι υπήρχε και υπάρχει αληθής επιβουλή κατά ταύτης. Ο επιβουλευόμενος αυτήν, ως βεβαίως σας είναι γνωστόν, είναι ο Κύριος Βενιζέλος, όστις δεινός ψεύστης και συνάμα επιτήδειος τοιούτος, επωφελούμενος της ευκολίας μετά της οποίας λησμονεί το κοινόν, κατώρθωσε να παραπλανήση αυτό, παρουσιάζων εαυτόν ως αδικούμενον και κομματικώς πολεμούμενον και τούτο ίνα παρεκκλίνη την προσοχήν του Ελληνικού κόσμου των αληθών αντεθνικών βλέψεών του».

Ωστόσο οι συνεχιζόμενες αυθαίρετες πράξεις του περιβάλλοντος του Πρίγκιπα αποξένωναν ακόμη και τους οπαδούς του στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα στη Δυτική Κρήτη. Στις 24 Ιουλίου 1904 ομάδα οπλαρχηγών του νομού Χανίων με επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Μάνο, παρά την αντίθεση του Βενιζέλου, στους Λάκκους κήρυξαν την κατάργηση της Κρητικής Πολιτείας και την ένωση με την Ελλάδα. Το κίνημα δεν έλαβε διαστάσεις, καθώς με την άφιξη ένοπλης δύναμης οι ένοπλοι εγκατέλειψαν το χωριό και κατέφυγαν σε ένα καΐκι που τους μετέφερε στον Πειραιά για να τύχουν αμνηστίας λίγους μήνες αργότερα. Ο Βενιζέλος αντίθετα επέμενε στην αναζήτηση πολιτικής λύσης. 

Στις 25 Μαρτίου του 1904 η αντιπολίτευση είχε απευθύνει αναφορά προς τον Πρίγκιπα Γεώργιο, με την οποία τον κατήγγελλε για φατριασμό και απολυταρχία και διεκδικούσε ο τόπος να κυβερνάται από υπεύθυνη συνταγματική κυβέρνηση. Τον Ιούνιο επανήλθε με διακήρυξη στην οποία δήλωνε ότι δεν επιδίωκε την απομάκρυνση του Έλληνα Πρίγκιπα αλλά τη λειτουργία του Συντάγματος και την αναθεώρηση των διατάξεων που είχαν προσκόψει στην εφαρμογή τους. Ο Βενιζέλος κλιμάκωνε την αντιπολιτευτική του δράση: δύο εβδομάδες μετά το κίνημα των Λάκκων, στις 6 Αυγούστου κινητοποίησε τους οπαδούς του σε λαϊκές συγκεντρώσεις με σύνθημα την ένωση. 

Ταξίδεψε στην Αθήνα σε μια προσπάθεια να συναντήσει τον Έλληνα Πρωθυπουργό, ο οποίος, για να μη δυσαρεστήσει τον Βασιλιά, αρνήθηκε να τον δεχθεί. Απογοητευμένος από την προσπάθειά του να βρει στηρίγματα της πολιτικής του στην Αθήνα ο Βενιζέλος στράφηκε στο εξής στην αναζήτηση διεξόδου στην Κρήτη σε προσπάθειες συνεννόησης με τη συμπολίτευση. Ωστόσο, ενώ η Κρητική Βουλή και ιδιαίτερα η ισχυρότερη παράταξή της, η συμπολίτευση υπό τον Αντώνιο Μιχελιδάκη είχε δεχθεί την αναθεώρηση των νόμων που επέκρινε η αντιπολίτευση και την εξασφάλιση των νόμιμων προϋποθέσεων για την αναθεώρηση του Συντάγματος, η Αρμοστεία απέκλεισε την αναθεωρητική διαδικασία.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Η Τελευταία Φάση του Κρητικού Ζητήματος

Το καινούργιο καθεστώς της «αρμοστείας», δηλαδή αυτόνομο κρατίδιο υπό την υψηλή προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, που επιβλήθηκε στην Κρήτη, αποτέλεσε στο νου των Κρητών ένα απλό μεταβατικό στάδιο προς την ένωση με τη μητέρα Ελλάδα. Θεωρήθηκε ως μια προσωρινή ανταμοιβή για τους πολύχρονους απελευθερωτικούς αγώνες που σάρωναν το νησί όλον το 19ο αιώνα. Μία πλευρά όμως του ζητήματος που την κάλυπτε η αχλύς της διπλωματίας ήταν το πόσο θα διαρκούσε η αόριστη κατοχή του νησιού από τα στρατεύματα των Μεγάλων Δυνάμεων. 

Τελικά, έπειτα από πολλές διαβουλεύσεις μεταξύ των Προστάτιδων Δυνάμεων, επελέγη ο πρίγκιπας Γεώργιος (ο δευτερότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α') για να αναλάβει τα ηνία της εξουσίας στην Κρήτη. Εγκαταστάθηκε στη Χαλέπα Χανίων και πήρε την εντολή από τις Μ. Δυνάμεις να ασκήσει τα καθήκοντά του για τρία χρόνια, ώστε να εδραιώσει στο νησί το αυτόνομο καθεστώς υπό την υψηλή επικυριαρχία του σουλτάνου. Παράλληλα χορηγήθηκε δάνειο 4.000.000 φράγκων βοηθητικό για την οικονομική ανόρθωση της νεοσύστατης Πολιτείας. 

Αφού ανέλαβε τα καθήκοντά του, ο πρίγκιπας Γεώργιος συγκρότησε 16μελή επιτροπή από 12 Χριστιανούς και 4 Μουσουλμάνους, με πρόεδρο τον Ιω. Σφακιανάκη, η οποία ανέλαβε να εκπονήσει νέο Σύνταγμα. Ο σχεδιασμός του νέου Συντάγματος αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός συντηρητικού συνταγματικού πλαισίου με κύριο χαρακτηριστικό την ενδυνάμωση της κεντρικής εξουσίας και συνακόλουθα την αποδυνάμωση του κοινοβουλευτισμού. Το Σύνταγμα της Κρητικής Πολιτείας εγκρίθηκε από τις Μ. Δυνάμεις και προσυπογράφθηκε από τον ύπατο αρμοστή. Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 16 Απριλίου 1899. 


Ένα από τα πρώτα μέτρα που έλαβε ο Γεώργιος ήταν να αφοπλίσει τους Κρήτες, με την αιτιολογία ότι έτσι θα εξασφαλίζονταν η νομιμότητα και η ειρήνη στο νησί. Στην πραγματικότητα όμως προχώρησε σ’ αυτήν την ενέργεια προκειμένου να απαλείψει κάθε μελλοντική εστία αποσταθεροποίησης της θέσης του στο νησί, που θα λειτουργούσε εναντίον του και κατά των επιλογών του. Σταδιακά διαμορφώθηκαν ευνοϊκές συνθήκες ως προς την εύρυθμη και ομαλή λειτουργία του νέου πολιτεύματος και έτσι οι Μεγάλες Δυνάμεις παραχώρησαν τη διοίκηση του νησιού στον ύπατο αρμοστή την 1η Μαΐου του 1899 σε επίσημη τελετή. 

Το μεγαλύτερο μέρος του πολεμικού στόλου των Ευρωπαίων είχε ήδη αποχωρήσει από τα παράλια της Κρήτης, αλλά παρέμειναν ορισμένα στρατιωτικά τμήματα, καθώς και κάποιες εκπαιδευτικές αποστολές που θα λειτουργούσαν επικουρικά στο έργο των Αρχών της Κρητικής Πολιτείας. Οργανώθηκε ένα σώμα Κρητικής Χωροφυλακής 1.500 ανδρών, με επικεφαλής τον Ιταλό λοχαγό Κραβέρι. Η Κρήτη, ως αυτόνομο κράτος, απέκτησε τη δική της σημαία, που αποτελείτο από ένα λευκό σταυρό και ένα λευκό αστέρι στο άνω αριστερό κόκκινο τεταρτημόριο, ενώ τα άλλα τρία τεταρτημόρια ήταν κυανού χρώματος, ευθέως παραπέμποντας στην Ελληνική σημαία. 

Ο Γεώργιος ανέλαβε να προωθήσει την ιδέα της ένωσης στις Ευρωπαϊκές αυλές, με τη σύμφωνη γνώμη της Ελληνικής βασιλικής αυλής και της κυβέρνησης. Τον Σεπτέμβριο του 1900 επισκέφθηκε τον Τσάρο της Ρωσίας, Νικόλαο Β'. Έπειτα μετέβη στην Αγγλία, στη Γαλλία και την Ιταλία. Τα αποτελέσματα αυτής της περιοδείας ήταν απογοητευτικά, γιατί οι τέσσερις Δυνάμεις απέρριψαν το αίτημά του για ένωση, δείχνοντας έτσι την επιθυμία τους να μην ανακινήσουν πλέον το Κρητικό Ζήτημα. Απλά έδωσαν υποσχέσεις αόριστου χαρακτήρα και με επίσημη διακοίνωσή τους τον Φεβρουάριο του 1901 απέκλεισαν κάθε ενδεχόμενο μετατροπής του καθεστώτος που ίσχυε στο νησί. 

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όμως, ως πολιτικός άνδρας ήταν κατηγορηματικά αντίθετος προς τη μεθοδολογία προώθησης του ενωτικού αιτήματος από τον Γεώργιο. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι για να επιτευχθεί η ένωση θα έπρεπε να ακολουθηθεί μία σταδιακή πορεία, να ολοκληρωθεί η αρμοστειακή διακυβέρνηση και να τερματισθεί η ξένη κατοχή της νήσου, και εν συνεχεία να εκλεγεί εντολοδόχος από τον κρητικό λαό και να οργανωθεί πολιτοφυλακή. Ο Βενιζέλος δεν βρήκε υποστηρικτές στις πολιτικές του θέσεις και αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του στις 6 / 19 Μαρτίου 1901, που όμως δεν έγινε αποδεκτή από τον ύπατο αρμοστή. 

Λίγες μέρες αργότερα, ο Γεώργιος, για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, απέλυσε τον Βενιζέλο από τα καθήκοντά του. Οι απερίσκεπτες όμως ενέργειες του Γεωργίου μορφοποίησαν μια άστατη πολιτική κατάσταση στο νησί. Διαμορφώθηκαν έτσι δύο αντίθετοι πολιτικοί πόλοι, των συντηρητικών, με επικεφαλής τον Μαν. Κούνδουρο, και των φιλελευθέρων, με επικεφαλής τον Ελ. Βενιζέλο. Η έντονη αυτή πολιτική διαμάχη επηρέασε και τον κρητικό λαό, ο οποίος άρχισε να αντιτίθεται στην αρμοστειακή διακυβέρνηση και να εκφράζει τη δυσαρέσκειά του για τη μη επίλυση του Κρητικού Ζητήματος. 

Το συγκεκριμένο πολιτικό κλίμα προξένησε τη δημιουργία κινήματος από πλευράς των φιλελευθέρων, ώστε να διεκδικήσουν δυναμικά την υλοποίηση των επιδιώξεών τους. Με τον Βενιζέλο συνέπραξαν ο Κωνσταντίνος Φούμης και ο Κωνσταντίνος Μάνος, οι οποίοι συνέστησαν την ηγετική τριανδρία της εξέγερσης, ενώ μαζί τους τάχθηκαν και τοπικοί οπλαρχηγοί. Ως κέντρο των επαναστατών επιλέχθηκε το χωριό Θέρισο Χανίων, λόγω της οχυρής θέσης του. Με την έναρξη της εξέγερσης στις 10 / 23 Μαρτίου 1905, πλήθος υποστηρικτών συνέρρευσε από όλη την Κρήτη, ώσπου έφθασε στον αριθμό των 7.000, στοιχείο που κατέδειξε ότι η επαναστατική πράξη της τριανδρίας αντιπροσώπευε τις επιθυμίες ολόκληρου του Κρητικού λαού. 

Επίσης, διοργανώθηκαν διάφορες συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια και εκφωνήθηκαν λόγοι συμπαράστασης από σημαντικές προσωπικότητες του νησιού, όπως ο Ιω. Σφακιανάκης. Η ηγεσία της επανάστασης αντιλήφθηκε σύντομα ότι, λόγω των διεθνών διπλωματικών περιπλοκών, οι Μ. Δυνάμεις δεν θα προέβαιναν στη βίαιη καταστολή του κινήματος. Η τριανδρία συνάντησε τους διπλωματικούς εκπροσώπους των Μ. Δυνάμεων στις 2/15 Ιουλίου του 1905 στις Μουρνιές Χανίων και ζήτησε την αποστολή διεθνούς Εξεταστικής Επιτροπής, που θα εκτιμούσε τη διαμορφωθεί- σα κατάσταση. 

Έτσι, τέθηκε υπό αμφισβήτηση η ικανότητα του Γεωργίου να υπερβεί την πολιτική κρίση και επιτεύχθηκε εμμέσως η αναγνώριση της επανάστασης. Τη 15η Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε νέα συνάντηση με τους εκπροσώπους των Μ. Δυνάμεων και αποφασίσθηκε να τερματισθεί η εξέγερση, αφού έγινε δεκτή η πρόταση για την αποστολή Εξεταστικής Επιτροπής. Έτσι, ο Βενιζέλος συναντήθηκε με τους ξένους προξένους στην Αγία Μονή των Μουρνιών (2 Νοεμβρίου 1905), όπου υπεγράφη πρωτόκολλο τερματισμού του κινήματος του Θερίσου με την τελική αποδοχή των όρων της επανάστασης. Το κίνημα έτσι δικαιώθηκε και ο Βενιζέλος θριάμβευσε απολύτως. 

Η Β' Συντακτική Συνέλευση των Κρητών εξέδωσε ενωτικό ψήφισμα την 30ή Ιουλίου του 1906. Υπό το βάρος των περιστάσεων, ο πρίγκιπας Γεώργιος αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του στις 12 Σεπτεμβρίου 1906 και να εγκαταλείψει την Κρήτη. Με αυτές τις ενέργειες το απολυταρχικό καθεστώς του πρίγκιπα Γεωργίου απομακρύνθηκε και η Κρητική Πολιτεία συνδέθηκε στενότερα με το εθνικό κέντρο. Επίσης, η στελέχωση της Κρητικής Χωροφυλακής από Έλληνες αξιωματικούς οδήγησε στην αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από το νησί. Το κίνημα του Θερίσου αποτέλεσε ένα καταλυτικό γεγονός για την προβολή του Κρητικού Ζητήματος στην επικαιρότητα. 

Ο βασιλιάς Γεώργιος διόρισε τον πρώην πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη στη θέση του υπάτου αρμοστή της Κρητικής Πολιτείας, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του την 18η Σεπτεμβρίου του 1906, για πέντε χρόνια. Ο Ζαΐμης υιοθέτησε μια μετριοπαθή πολιτική και αφοσιώθηκε στην επίλυση του Κρητικού Ζητήματος, ώστε να επιτευχθούν η ειρήνευση και η ομαλότητα στο νησί. Σε διάστημα τεσσάρων μηνών καταρτίσθηκε το σχέδιο για το νέο Σύνταγμα, που χαρακτηριζόταν από στοιχεία εκδημοκρατισμού. Παράλληλα, με διάταγμα τη 13η Οκτωβρίου 1907, συγκροτήθηκε η Πολιτοφυλακή Κρήτης, που αποτελείτο από δύο τάγματα, το ένα στα Χανιά και το άλλο στο Ηράκλειο. 


Όλα τα παραπάνω, μαζί με τη συνεχή εκπαίδευση και αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής, αποτέλεσαν τις προϋποθέσεις για την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κρήτη. Την 24η Ιουλίου 1908 εγκατέλειψαν το νησί μεγάλα τμήματα στρατού των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, περιορίζοντας τον έλεγχό τους μόνο στα αστικά κέντρα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις απέσυραν τα στρατεύματά τους από την Κρήτη στις 13 / 26 Ιουλίου 1909, ενισχύοντας όμως τις μοίρες του στόλου τους, επειδή φοβούνταν τη δημιουργία προκλήσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Την οριστική λύση στο Κρητικό Ζήτημα έδωσαν οι διεθνείς συγκυρίες. 

Οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι δημιούργησαν την ευκαιρία που η Ελλάδα χρειαζόταν. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου, στις 17 / 30 Μαΐου 1913, ο σουλτάνος παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμα κυριαρχίας στην Κρήτη. Η επίσημη ανακήρυξη της ένωσης έγινε την 1η Δεκεμβρίου 1913, με την τελετή έπαρσης της Ελληνικής σημαίας στο φρούριο Φιρκά των Χανίων, παρόντων του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου και του βασιλέως Κωνσταντίνου. Έτσι, δόθηκε η δίκαιη λύση για το Κρητικό Ζήτημα, επιβραβεύοντας τους αγώνες του Κρητικού λαού για την ελευθερία.

Τα Γεγονότα του 1896 - 1898 και η Αποχώρηση των Μουσουλμάνων 

Όπως είχε συμβεί στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα σχεδόν σε κάθε επαναστατική έξαρση των χριστιανών, έτσι και μέχρι τις αρχές του 1897 οι Μουσουλμάνοι της υπαίθρου είχαν μετακινηθεί προς τις πόλεις - φρούρια της Κρήτης (Χανιά, Ρέθυμνο, Σητεία, Σπιναλόγκα και Ιεράπετρα). Αντίθετα, οι Χριστιανοί των πόλεων εξαναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς την ύπαιθρο. Ένα μέρος των Χριστιανών, προερχόμενο κυρίως από το Ηράκλειο, είχε καταφύγει στον Πειραιά και σε άλλες Ελληνικές περιοχές. Η μαζική μετακίνηση των Μουσουλμάνων της υπαίθρου προς τις πόλεις της Κρήτης δεν συνεπαγόταν την οριστική εγκατάλειψη των γαιών τους και την απεμπόληση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας. 

Ωστόσο, η κρητική ύπαιθρος βρισκόταν, στην πραγματικότητα στα χέρια των Χριστιανών που καρπώνονταν τη σοδειά των Μουσουλμάνων καλλιεργητών με την οποία εξασφάλιζαν τις βασικές διατροφικές τους ανάγκες. Σε αυτή τη φάση, όμως, η κατοχή των Μουσουλμανικών γαιών από τους Χριστιανούς ήταν μόνο προσωρινή. Με την αποκατάσταση της ειρήνης και της τάξης ακολουθούσε η επιστροφή των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων στις εστίες τους και η ζωή στο νησί μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ξανάβρισκε τους φυσιολογικούς της ρυθμούς. Ωστόσο, η εξέλιξη την περίοδο του 1896 - 1898 ήταν διαφορετική. 

Το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού Μουσουλμανικού πληθυσμού δεν επέστρεψε στις αγροτικές του εστίες αλλά αποχώρησε μαζικά από το νησί σε δύο φάσεις. 

  • Η πρώτη από αυτές πραγματοποιήθηκε μετά από την εντολή των Μεγάλων Δυνάμεων για την απόσυρση των Οθωμανικών στρατιωτικών σωμάτων από την Κρήτη, που ολοκληρώθηκε μέσα στο Φθινόπωρο του 1898. 
  • Η δεύτερη έγινε μετά από την οριστικοποίηση της παραχώρησης της αυτονομίας από την πλευρά των Μεγάλων Δυνάμεων, που πραγματοποιήθηκε και τυπικά με την έλευση του Πρίγκιπα Γεωργίου, τον Δεκέμβριο του 1898. 

Τις αποφάσεις αυτές ακολούθησαν δύο μαζικά κύματα μετανάστευσης, το πρώτο κατά το Φθινόπωρο του 1898 και το δεύτερο από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο του 1899. Η απόφαση των Μουσουλμάνων να παραιτηθούν από την επιστροφή στα σπίτια τους στην ύπαιθρο υπαγορευόταν από τις πολιτικές εξελίξεις αλλά οριστικοποιήθηκε και από έναν παράγοντα οικονομικής φύσεως. Στη διάρκεια της Επανάστασης είχαν προκληθεί πολύ σοβαρές ζημιές τόσο στα σπίτια, όσο και στις καλλιέργειες των Μουσουλμάνων στα χωριά, όπου αυτοί ζούσαν. Πολλά από τα Μουσουλμανικά αγροτικά σπίτια είχαν πυρποληθεί. Επίσης, οι δενδρώδεις καλλιέργειές τους (κυρίως τα ελαιόδενδρα) είχαν υποστεί μεγάλες καταστροφές. 

Το μεγάλο κόστος επιδιόρθωσης των ζημιών, αλλά και η αδυναμία επανόρθωσης των καταστροφών στις καλλιέργειες σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, απέτρεπαν την επιστροφή των Μουσουλμανικών οικογενειών στα χωριά τους. Οι εκκλήσεις των αρχών αλλά και προσωπικά του ίδιου του Πρίγκιπα Γεωργίου για επιστροφή στα σπίτια τους, όπως και η προαναγγελία οικονομικής βοήθειας για όσους είχαν υποστεί καταστροφές, δεν επρόκειτο να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων. Έτσι, υπολογίζεται ότι 50.000 περίπου Μουσουλμάνοι εγκατέλειψαν το νησί πριν από το τέλος του 19ου αιώνα, οι περισσότεροι από τους οποίους προέρχονταν από την ύπαιθρο. 

Η πλειοψηφία τους κατέφυγε στα παράλια της Μικράς Ασίας, στη Βεγγάζη, στην Τριπολίτιδα, στην Αλεξάνδρεια, στη Συρία. Από το 1900 η εκροή των Μουσουλμάνων γινόταν με πολύ αργούς ρυθμούς και σε μικρή κλίμακα. Η μαζική μετανάστευση είχε δώσει πια τη θέση της στη μετανάστευση μεμονωμένων Μουσουλμανικών οικογενειών. Έτσι, ο Μουσουλμανικός πληθυσμός που υπολογιζόταν σε 90.000 περίπου πριν το 1898, είχε περιοριστεί σε λίγο πάνω από τις 30.000 τα τελευταία χρόνια πριν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Υποκαθιστώντας απόλυτα την εξουσία του Σουλτάνου στην Κρήτη, μέχρι την άφιξη του Πρίγκιπα Γεωργίου, το ρόλο του ανώτατου άρχοντα ανέλαβε το Συμβούλιο των Ναυάρχων. 

Κύριο μέλημα του Συμβουλίου ήταν η είσπραξη των φόρων για τη χρηματοδότηση της διοίκησης του νησιού. Η είσπραξη των φόρων ήταν από τα ουσιαστικότερα ζητήματα που ενδιέφεραν την Πύλη. Το Συμβούλιο αποφάσισε να διαθέσει τα έσοδα της δεκάτης για τις δαπάνες της Προσωρινής Κυβέρνησης. Για το λόγο αυτό με απόφαση της 17 / 29 Αυγούστου 1898 όρισε ότι στις 22 Αυγούστου / 3 Σεπτεμβρίου τα γραφεία εισπράξεων θα μεταβιβάζονταν από τις Οθωμανικές αρχές στις αρχές των δυνάμεων κατοχής. Σε όλες τις πόλεις η μεταβίβαση έγινε χωρίς προβλήματα. 

Αλλά στο Ηράκλειο ο Κυβερνήτης (Βαλής) Εντέμ Πασάς αρνήθηκε να παραδώσει το τοπικό γραφείο, αντιτάσσοντας ισχυρή στρατιωτική δύναμη στις ασθενείς Αγγλικές δυνάμεις. Τις επόμενες ημέρες ακολούθησαν επεισόδια, που κορυφώθηκαν στις 25 Αυγούστου / 4 Σεπτεμβρίου με κύμα σφαγών του Χριστιανικού πληθυσμού από Μουσουλμάνους με τη συμμετοχή ανδρών του Οθωμανικού στρατού. Μεταξύ των θυμάτων ήσαν και άνδρες του Αγγλικού στρατού που επενέβη, καθώς και ο υποπρόξενος της Βρετανίας Λυσίμαχος Καλοκαιρινός. Η πόλη τέθηκε σε κατάσταση πολιορκίας και ο Άγγλος Ναύαρχος ζήτησε την παράδοση στις Αγγλικές αρχές των Οθωμανών στρατιωτών που ενέχονταν στις ταραχές για να δικαστούν. 


Η 4η Νοεμβρίου 1898 

Λόγω της εμπλοκής των Οθωμανικών αρχών στα γεγονότα του Ηρακλείου, οι Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν στην Πύλη να αποσύρει οριστικά τα στρατεύματά της από την Κρήτη. Η αποχώρηση των Οθωμανικών στρατευμάτων έγινε υπό την επίβλεψη των Ναυάρχων και σήμανε τον οριστικό τερματισμό της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Κρήτη. Η σχετική διακοίνωση επιδόθηκε στην Πύλη στις 23 Σεπτεμβρίου / 5 Οκτωβρίου 1898, και έδινε διορία ενός μηνός. Η επιβίβαση θα άρχιζε στις 7 / 19 Οκτωβρίου και θα ολοκληρωνόταν στις 23 Οκτωβρίου / 4 Νοεμβρίου.

Ο Ισμαήλ Μπέης παρέδωσε στον επικεφαλής του διεθνούς τομέα συνταγματάρχη Spitzer το ταμείο του τελωνείου, οι διεθνείς δυνάμεις κατέλαβαν το υποθηκοφυλακείο και, την ορισθείσα ημέρα, άρχισε απρόσκοπτα η επιβίβαση των στρατευμάτων, η οποία ολοκληρώθηκε στον προβλεπόμενο χρόνο. Μ' αυτόν τον τρόπο τερματίστηκε η οθωμανική κυριαρχία στην Κρήτη. Στην Κρήτη η Πύλη διατήρησε την επικυριαρχία, σύμβολο της οποίας παρέμεινε η τουρκική σημαία στο φρούριο της νησίδας στον κόλπο της Σούδας δίπλα στις σημαίες των Δυνάμεων.

Στο μεταξύ οι Ναύαρχοι ασχολήθηκαν με τη μεταβίβαση των πολιτικών και διοικητικών αρχών του νησιού. Η 23 Οκτωβρίου / 4 Νοεμβρίου 1898 ορίστηκε ως η ημέρα κατά την οποία το Συμβούλιο των Ναυάρχων θα αναλάμβανε τον απόλυτο έλεγχο των εξουσιών, που ήλεγχε ακόμα η Πύλη. Την ημέρα εκείνη οι διοικητές των διεθνών στρατευμάτων κατέλαβαν τα κονάκια, τα ταχυδρομεία και όλα τα γραφεία, με ελάχιστες αντιδράσεις στο Γαλλικό και στο Ρωσικό τομέα. Η εξουσία των Ναυάρχων ήταν καθολική αλλά προσωρινή και περιλάμβανε τις παρακάτω αρμοδιότητες:

  • Πλήρη διοίκηση των κατειλημμένων πόλεων, είτε άμεσα από τις διεθνείς δυνάμεις, είτε, σε τομείς λιγότερο σημαντικούς, μέσω των μικτών δημοτικών αρχών, που απαρτίζονταν αναλογικά από χριστιανούς και μουσουλμάνους.
  • Οργανωμένη είσπραξη πάσης φύσεως φόρων.
  • Εποπτεία του εσωτερικού της νήσου από τις υφιστάμενες δυνάμεις χωροφυλακής και από μία υπό ίδρυση πολιτοφυλακή.
  • Αποκλειστικά στρατιωτική δικαιοσύνη, με τη μορφή Διεθνούς Στρατιωτικής Αστυνομικής Επιτροπής και από αξιωματικούς επιφορτισμένους με το ρόλο του ειρηνοδίκη.
  • Διορισμό Κρητών αξιωματούχων, υπό προσωρινό καθεστώς και χωρίς εγγύηση για το μέλλον.
  • Διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος ως προς την υγειονομική υπηρεσία, τα ευρωπαϊκά ταχυδρομεία και τον τηλέγραφο.
  • Συγκέντρωση του δημοσίου λογιστικού και του δημοσιονομικού ελέγχου στο διεθνή τομέα στα Χανιά.
  • Δικαιοδοσία ως προς τις εμπορικές υποθέσεις τις διομολογήσεις κ.λπ. 

Γεγονός πάντως είναι ότι τόσο οι Δυνάμεις όσο και οι Κρήτες θεωρούσαν ότι το καθεστώς αυτό θα έδινε πολύ σύντομα τη θέση του στο νέο καθεστώς που είχε οριστεί από τις Δυνάμεις στις 6/18 Δεκεμβρίου 1897.

Η Χριστιανική Μετανάστευση

Ταυτόχρονα με τη Μουσουλμανική μετανάστευση (μαζική ή μεμονωμένη) σε ολόκληρη την περίοδο της Αυτονομίας ένα μεγάλο μέρος του Χριστιανικού πληθυσμού του νησιού αναχωρούσαν προς το εξωτερικό στην προσπάθειά τους να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των οικογενειών τους. Από τη δυτική Κρήτη μετανάστευαν κυρίως προς την Αμερική και ειδικότερα τις Η.Π.Α. και από την ανατολική Κρήτη κυρίως προς την Ευρώπη. Η κίνηση αυτή είχε αποκτήσει μεγαλύτερη ένταση κυρίως στο δεύτερο μισό της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Εννέα στους δέκα Χριστιανούς μετανάστες ήταν άνδρες, γεγονός που υποδηλώνει ότι σκόπευαν να επιστρέψουν πίσω στο νησί. 

Οι Χριστιανοί αυτοί μετανάστες, ηλικίας μεταξύ 15 και 40 ετών, αποτελούσαν το πιο δυναμικό κομμάτι του πληθυσμού. Προέρχονταν κυρίως από τις αγροτικές περιοχές του νησιού και ως επί το πλείστον από τα πιο πυκνοκατοικημένα και ορεινά μέρη, όπως ήταν λ.χ. ο Αποκόρωνας. Αρκετοί ασχολούνταν πρωταρχικά με την κτηνοτροφία, η οποία στις αρχές του 20ού αιώνα βρισκόταν σε παρακμή και απέδιδε συνεχώς μειούμενα εισοδήματα. Επίσης, διέθεταν μικρά περιθώρια ευελιξίας στις νέες κοινωνικοοικονομικές πραγματικότητες και αδυνατούσαν να βρουν διέξοδο από την κρίση που τους ταλάνιζε. 

Η εξωτερική μετανάστευση των Χριστιανών δεν έλαβε τις διαστάσεις της αντίστοιχης μετανάστευσης των κατοίκων της Ελλάδας προς το εξωτερικό. Στη δεκαετία του 1900 οι Χριστιανοί Κρήτες μετανάστες αποτελούσαν το 2,5 % του πληθυσμού τους και οι Έλληνες μετανάστες το 5,5 % περίπου του πληθυσμού της Ελλάδας. Το φαινόμενο αυτό πρέπει να συσχετιστεί με την αποχώρηση των Μουσουλμάνων από την Κρήτη. Μετά τη μαζική αποχώρηση των Μουσουλμάνων από την ύπαιθρο της Κρήτης κατά τη διετία 1898 - 1899, δημιουργήθηκε ένας κενός χώρος σε αρκετές περιοχές του νησιού. 

Ο χώρος αυτός έγινε αντικείμενο διεκδίκησης και αποκτήθηκε από τους Χριστιανικούς πληθυσμούς που κατ’ αυτό τον τρόπο έβρισκαν τις διεξόδους εκείνες που τους συγκράτησαν στην Κρήτη και τους απέτρεψαν από το να φύγουν στο εξωτερικό, μετριάζοντας έτσι την ένταση της μετανάστευσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μεγέθη της Χριστιανικής μετανάστευσης ήταν σαφώς μικρότερα στις περιοχές απ’ όπου κατά τη διετία 1898 - 1899 είχε αποχωρήσει μεγαλύτερος όγκος Μουσουλμάνων (κεντρική και ανατολική Κρήτη). Οι Χριστιανοί που ζούσαν στις ίδιες αυτές περιοχές ή κοντά στις περιοχές απ’ όπου είχαν αποχωρήσει οι Μουσουλμάνοι είχαν σαφές πλεονέκτημα. 


Ωστόσο, σε περιοχές όπου πριν την αποχώρησή του ο Μουσουλμανικός πληθυσμός ήταν πιο συμπαγής και αριθμητικά μεγαλύτερος (όπως για παράδειγμα στην πεδιάδα της Μεσαράς και την Ιεράπετρα) η γη δεν αποκτήθηκε μόνο από τους Χριστιανούς που διέμεναν στις ευρύτερες αυτές περιοχές αλλά και από Χριστιανούς άλλων μακρινών περιοχών της Κρήτης. Κατ’ αυτό τον τρόπο η εσωτερική μετακίνηση των Χριστιανών στο ίδιο το νησί περιόρισε σημαντικά την εξωτερική τους μετανάστευση.

Η Μουσουλμανική Γη Γίνεται Χριστιανική

Η διαδικασία απόκτησης γης και εγκατάστασης των Χριστιανών στις περιοχές απ’ όπου είχαν αποχωρήσει οι Μουσουλμάνοι δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε απλή. Αν και είχαν παρουσιαστεί φαινόμενα καταπάτησης της γης, στο μεγαλύτερο βαθμό της η απόκτησή της έγινε με την αγορά. Τέτοια δυνατότητα αγοράς γης ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια της Αυτονομίας διέθετε ένας περιορισμένος αριθμός Χριστιανών οι οποίοι βρίσκονταν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Πάντως, για την απόκτηση Κρητικής γης είχαν μικρότερες πιθανότητες οι ορεινοί πληθυσμοί λόγω της δυσμενούς οικονομικής τους κατάστασης, και από αυτούς οι πιο απομακρυσμένοι από τις περιοχές που είχαν εγκαταλείψει οι Μουσουλμάνοι. 

Τα μέλη των Χριστιανικών οικογενειών που είχαν μεταναστεύσει στο εξωτερικό απέστελλαν συχνά εμβάσματα στις οικογένειές τους. Οι τελευταίες βελτίωναν με αυτά την οικονομική κατάσταση και την ποιότητα ζωής τους και είχαν πλέον τη δυνατότητα να αγοράζουν γη. Επειδή η μεταναστευτική κίνηση στην Κρήτη εντάθηκε από το 1905 και εξής, περισσότερη γη αποκτήθηκε γι’ αυτούς τους πληθυσμούς στο δεύτερο μισό και κυρίως προς τα τέλη της δεκαετίας του 1900. Στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των οικογενειών αυτών είχε συμβάλει αποφασιστικά εκτός από τα εμβάσματα των μεταναστών και η γενικότερη καλυτέρευση των οικονομικών συνθηκών στο νησί στο δεύτερο μισό της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. 

Τότε και άλλα τμήματα του αγροτικού Κρητικού πληθυσμού κατόρθωσαν να αγοράσουν Κρητική γη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λίγο πριν από την ενσωμάτωση της Κρήτης στον κεντρικό εθνικό κορμό, είχε διευθετηθεί σε μεγάλο βαθμό το γαιοκτητικό καθεστώς. Επίσης, σε πολλές περιοχές του νησιού η ερημωμένη ύπαιθρος του τέλους του 19ου αιώνα αξιοποιούνταν σταδιακά όλο και περισσότερο από τα μέσα περίπου της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα.

Η Αντιμετώπιση των Μουσουλμάνων

Με το γύρισμα του αιώνα και το καταλάγιασμα της έντασης από τα επαναστατικά γεγονότα μια νέα αρχή έπρεπε να γίνει στην Κρήτη. Από τον Μάρτιο του 1899 παραχωρήθηκε αμνηστία και το ακαταδίωκτο των πολιτικών αδικημάτων για τα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί από τον Σεπτέμβριο του 1896 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1898. Η ενέργεια αυτή αποσκοπούσε στο να ξεπεραστούν τα πάθη της επανάστασης. Για τον ίδιο λόγο δεν ήταν δυνατό να διεκδικηθεί κινητή περιουσία, που είχε κλαπεί. Επίσης, κηρύχθηκε γενικός αφοπλισμός. Αν και κατατέθηκαν 80.000 όπλα, το μέτρο αυτό είχε σχετική επιτυχία. Για τον Κρητικό πληθυσμό θεσπίστηκε στο άρθρο 6 του Συντάγματος του 1899 η Κρητική ιθαγένεια και οι κατηγορίες όσων θα μπορούσαν να την αποκτήσουν. 

Στο Σύνταγμα του 1899 και στο άρθρο 7 οι Κρήτες προσδιορίζονταν ίσοι ενώπιον των νόμων ανεξάρτητα από το θρήσκευμα. Επίσης, η κατάληψη δημόσιων θέσεων και αξιωμάτων γινόταν ανεξάρτητα από το θρήσκευμα (άρθρο 8), ενώ απαιτούνταν κάποια προσόντα. Επειδή όμως οι Μουσουλμάνοι στερούνταν των τυπικών προσόντων και κυρίως της μόρφωσης και της ικανής χρήσης της Ελληνικής γλώσσας για να ξεπεραστεί το πρόβλημα αυτό θεσπίστηκε μια μεταβατική περίοδος οκτώ ετών κατά την οποία με απόφαση του ηγεμόνα οι Μουσουλμάνοι μπορούσαν να καταλάβουν δημόσιες θέσεις χωρίς την απαιτούμενη μόρφωση ή την ικανότητα στη χρήση της Ελληνικής. 

Επίσης, οι Μουσουλμάνοι απαλλάχτηκαν με νόμο για μια πενταετία από την υπηρεσία στην Κρητική πολιτοφυλακή, μέτρο που απέβλεπε και στη διατήρησή τους μακριά από τα όπλα. Από τους πέντε Συμβούλους (Υπουργούς) του Πρίγκιπα ο ένας ήταν Μουσουλμάνος, πιο συχνά ο Σύμβουλος Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Θρησκευμάτων. Το καθεστώς της Κρητικής Πολιτείας διεπόταν από τη φιλοσοφία της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των δύο εθνοθρησκευτικών στοιχείων και επαγγελλόταν την ισονομία, την ισοπολιτεία, τη διασφάλιση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων του Μουσουλμανικού στοιχείου. 

Άλλωστε, οι Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν εγγυηθεί την αυτονομία του νησιού εξαρτούσαν τη διατήρηση αυτού του καθεστώτος αλλά και τη μελλοντική ενσωμάτωση του νησιού στην Ελλάδα από την επίδειξη καλής διαγωγής προς τις ίδιες αλλά και προς τον Μουσουλμανικό πληθυσμό. Οι σχέσεις των Μουσουλμάνων και των Χριστιανών σταδιακά εξομαλύνονταν. Για την επιστροφή των Μουσουλμάνων στην ύπαιθρο και για την αντιμετώπιση των πρώτων δυσκολιών από τις καταστροφές που είχαν συμβεί, τους παραχωρήθηκε δωρεάν ξυλεία για την ανοικοδόμηση των κατοικιών τους, ενώ είχε δοθεί υπόσχεση για επιδότηση 500 δρχ.

Η εθνοθρησκευτική σύνθεση της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών αντανακλούσε την εθνοθρησκευτική αναλογία του πληθυσμού, καθώς συμμετείχαν σ’ αυτήν 138 Χριστιανοί και 50 Μουσουλμάνοι πληρεξούσιοι. Στους δήμους όπου υπήρχε Μουσουλμανικός πληθυσμός μπορούσαν να είναι υποψήφιοι δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι μουσουλμάνοι και να εκλέγονται σε αυτές τις θέσεις. Ειδικά, στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο) δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο η εκλογή μουσουλμάνων δημάρχων. Για την εκπαίδευση προβλέφθηκε, με διάταγμα του 1899, η φοίτηση των Μουσουλμάνων μαθητών στα δικά τους ιδιαίτερα σχολεία. 

Στα γραμματοδιδασκαλεία που ιδρύθηκαν σε διάφορα μέρη του νησιού διδάσκονταν εκτός από την Ελληνική και την Τουρκική γλώσσα και το Κοράνι. Η Μουσουλμανική κοινότητα καθόριζε μέρος του προγράμματος σπουδών και η Μουσουλμανική δημογεροντία πρότεινε τους δασκάλους των Μουσουλμανικών σχολείων που διορίζονταν τυπικά από τον Σύμβουλο Εκπαιδεύσεως και Θρησκευμάτων. Ωστόσο, υπήρχαν και στοιχεία ανισότητας. Στο άρθρο 5 του Συντάγματος επίσημη γλώσσα της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας θεσπίστηκε μόνο η Ελληνική, παρά τις διαμαρτυρίες των Μουσουλμάνων που ζητούσαν την καθιέρωση και της Τουρκικής. 


Το καλό κλίμα που είχε επικρατήσει στο νησί μεταξύ των δύο εθνοθρησκευτικών ομάδων διαταράχθηκε από το 1908. Η όξυνση των εθνικών ανταγωνισμών στη Βαλκανική αλλά και η αποχώρηση των διεθνών στρατευμάτων από την Κρήτη επέτρεψαν, ειδικά από το Φθινόπωρο του 1908, την εκδήλωση εγκληματικών ενεργειών από ακραία στοιχεία του Χριστιανικού πληθυσμού σε βάρος Μουσουλμάνων. Στα 1909 οι Μουσουλμάνοι υπάλληλοι της Κρήτης παύθηκαν, όταν αρνήθηκαν να ορκιστούν «υπέρ της προσαρτήσεως της νήσου και υπέρ της πιστής εξυπηρετήσεως της Ελληνικής κυβερνήσεως».

Η Κοινωνία και η Καθημερινή Ζωή στην Ύπαιθρο

Οι Κρήτες της υπαίθρου στη συντριπτική τους πλειοψηφία απασχολούνταν στον γεωργικό τομέα. Ακόμα και οι λίγοι που δεν δήλωναν γεωργοί αλλά άλλα επαγγέλματα (δάσκαλοι, έμποροι, βιοτέχνες, ιερείς, γιατροί), είχαν κατά κανόνα κάποια γεωργική ενασχόληση. Το μεγαλύτερο μέρος των Κρητών της υπαίθρου είχαν αποκτήσει σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα τη δική τους γη. Ωστόσο, υπήρχαν διαφοροποιήσεις ως προς το μέγεθός της: ένα μικρότερο μέρος ήταν μεγαλοϊδιοκτήτες, αποκαλούμενοι κτηματίες, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία ήταν μικροϊδιοκτήτες.

Γύρω από τις τρεις μεγάλες πόλεις (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο) είχαν συγκεντρωθεί μεγάλες ιδιοκτησίες Μουσουλμάνων που συνήθως κατοικούσαν μέσα σε αυτές. Υπήρχε και μια πολύ μικρή κατηγορία χωρικών που δεν διέθεταν τη δική τους γη αλλά εργάζονταν στη γη άλλων. Η κτηνοτροφία των αιγοπροβάτων παρόλο που βρισκόταν σε πορεία παρακμής, αποτελούσε δραστηριότητα που απέδιδε τα στοιχειώδη εισοδήματα σε ορεσίβιους πληθυσμούς χάρη στην εμπορευματοποίηση των κτηνοτροφικών προϊόντων. Οι Μουσουλμάνοι μετά τη φυγή τους είχαν περιοριστεί σημαντικά και ανέρχονταν σε λιγότερο από 3% του πληθυσμού της υπαίθρου. 

Στα χωριά που αποτελούνταν από μεικτό πληθυσμό, οι σχέσεις των δύο κοινοτήτων περιγράφονται καλές, όπως συνέβαινε και κατά τον 19ο αιώνα, όταν δεν υπήρχαν επαναστατικές εξάρσεις. Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, με εξαίρεση τις θρησκευτικές τους πρακτικές, ζούσαν καθημερινά με τον ίδιο τρόπο, ενώ δεν υπήρχαν ουσιώδεις κοινωνικοεπαγγελματικές διαφοροποιήσεις.

Η Κοινωνία και η Καθημερινή Ζωή στις Πόλεις

Στα Χανιά, το Ρέθυμνο και το Ηράκλειο οι επαγγελματικές δραστηριότητες των κατοίκων ήταν ποικίλες. Υπήρχαν υπάλληλοι και εργάτες, βιοτέχνες, έμποροι και τεχνίτες. Ο Χριστιανικός και ο Μουσουλμανικός πληθυσμός ήταν αριθμητικά σχεδόν ισοδύναμοι. Οι Χριστιανοί και οι Μουσουλμάνοι ζούσαν σε διαφορετικές συνοικίες. Στα Χανιά, για παράδειγμα, οι Χριστιανοί διέμεναν στον Τοπανά και τους Αγίους Αναργύρους (πιο λαϊκή η πρώτη συνοικία και πιο αριστοκρατική η δεύτερη), ενώ οι Μουσουλμάνοι στη Σπλάντζια, στο Αράπ Τζαμί και στο Καστέλι. Στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας είναι εμφανής ο εξευρωπαϊσμός των πόλεων. 

Τα δρομολόγια των ατμοπλοϊκών εταιρειών (Αγγλικών, Γαλλικών, Ιταλικών, Αυστριακών, Ελληνικών, Οθωμανικών) γίνονταν όλο και περισσότερα. Η Κρήτη συνδεόταν όλο και συχνότερα με την Ευρώπη και η ζωή των πόλεων αποκτούσε όλο και πιο ευρωπαϊκό χρώμα. Αυτό ήταν πιο έντονο στα Χανιά, επειδή αποτελούσαν την πρωτεύουσα του νησιού. Το περιβάλλον εκεί ήταν πιο κοσμοπολίτικο. Στα Χανιά έδρευε η Γενική Συνέλευση των Κρητών και οι κεντρικές υπηρεσίες της Πολιτείας. Στο προάστιο της Χαλέπας έδρευαν τα γενικά προξενεία του νησιού. 

Η Σούδα, ειδικά στα πρώτα χρόνια της Πολιτείας, φιλοξενούσε τους στόλους των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και στους δρόμους των Χανίων κυκλοφορούσαν Ευρωπαίοι αξιωματικοί και ναύτες. Αρκετά σπίτια των πιο ευκατάστατων Χανιωτών επενδύονταν με ευρωπαϊκά έπιπλα. Υπήρχαν χοροδιδασκαλεία όπου διδάσκονταν Ευρωπαϊκοί χοροί, ενώ από τα κοσμικά γεγονότα της πόλης ήταν οι χοροί στα προξενεία στα ανάκτορα και στα σπίτια των αστών. Τέλος, η Ευρωπαϊκή μουσική ακουγόταν όλο και περισσότερο. Γενικότερα η κρητική κοινωνία χαρακτηριζόταν από όλο και μεγαλύτερη εξωστρέφεια.

Οι «άλλοι» των τριών πόλεων Και στις τρεις πόλεις της Κρήτης είχαν συρρεύσει και κατοικούσαν μόνιμα, ήδη από την Αιγυπτιοκρατία, πολλοί Έλληνες υπήκοοι. Αμέσως μετά την αυτονόμηση εγκαταστάθηκαν ακόμα περισσότεροι. Στα 1900 ο πληθυσμός τους έφτανε τις 2.000. Οι περισσότεροι από αυτούς εμπορεύονταν ή ήταν τεχνίτες και βιοτέχνες ή επιχειρηματίες ή επάνδρωναν κάποιες από τις υπηρεσίες της Κρητικής Πολιτείας. Στο Ρέθυμνο ο αριθμός τους έφτανε τους 300 και στο Ηράκλειο τους 1.000. Τα Χανιά, σε σχέση με τις άλλες πόλεις φιλοξενούσαν μεγαλύτερο πληθυσμό αλλοεθνών. Οι Εβραίοι των Χανίων αποτελούσαν μια ισχυρή, αριθμητικά, ομάδα. Στα 1900 ζούσαν πάνω από 600 Εβραίοι (142 οικογένειες). 

Η συντριπτική τους πλειοψηφία διέμενε στη δική τους συνοικία, την Οβριακή, δίπλα στον Τοπανά. Μερικοί διέμεναν στο Κουμ Καπί και στη Χαλέπα. Διέθεταν συναγωγή και εκπαιδευτήριο. Οι περισσότεροι ήταν μικρέμποροι και διέθεταν συχνά τα δικά τους μικρά καταστήματα, ενώ αρκετοί ήταν γυρολόγοι μέσα στην πόλη και στην κοντινή ύπαιθρο. Υπήρχαν, ωστόσο, και μεγαλέμποροι Εβραίοι που είχαν συσσωρεύσει αρκετό πλούτο. Μιλούσαν Ελληνικά, όπως και οι Μουσουλμάνοι Κρήτες, ενώ μερικά μέλη τους είχαν αποκτήσει την υπηκοότητα κάποιας Ευρωπαϊκής χώρας, πράγμα που τους απέφερε προστασία έναντι των αρχών, μεγαλύτερο κύρος και οικονομικά οφέλη. 

Στο Ρέθυμνο υπήρχαν στα 1900 μόνο τέσσερις οικογένειες Εβραίων που διατηρούσαν τη συναγωγή τους και ήταν μικρέμποροι, πλανόδιοι πραματευτάδες και μεταπράτες. Γυρνούσαν τα χωριά της περιοχής πεζοί ή με ζώα για να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Στο Ηράκλειο υπήρχαν επίσης δεκαεπτά Εβραϊκές οικογένειες και επιδίδονταν στις ίδιες δραστηριότητες. Η παροικία των Ευρωπαίων στα Χανιά ήταν η πιο ισχυρή σε σχέση με αυτές των άλλων πόλεων (στα 1900 κατοικούσαν πάνω από 300, κυρίως Γάλλοι, αλλά και Άγγλοι και Αυστριακοί). Είναι χαρακτηριστικό ότι στα Χανιά λειτουργούσε και Καθολική εκκλησία. 


Τα Χανιά αποτελούσαν την πρωτεύουσα του νησιού και αρκετοί Ευρωπαίοι εργάζονταν στα προξενεία των χωρών τους στο προάστιο της Χαλέπας. Κάποιοι άλλοι εμπορεύονταν, ενώ μερικές φορές οι δύο δραστηριότητες συνδυάζονταν. Στο Ηράκλειο και το Ρέθυμνο οι περισσότεροι συντηρούσαν τα υποπροξενεία και εμπορεύονταν. Στα Χανιά από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα είχαν μεταφερθεί Βεγγάζιοι από την Τρίπολη της Λιβύης. Ονομάζονταν χαλικούτηδες και λόγω έλλειψης εργατικών χεριών εργάζονταν σχεδόν αποκλειστικά αυτοί ως αχθοφόροι ή έκαναν άλλες βαριές χειρωνακτικές εργασίες. 

Διέμεναν σε αυτοσχέδιες καλύβες στο Κουμ Καπί, στην ανατολική πλευρά του φρουρίου. Ήταν συμπαθείς στην Χριστιανική κοινότητα των Χανίων και χαρακτηρίζονταν τίμιοι και εργατικοί. Είχαν οργανώσει το δικό τους σωματείο και διατηρούσαν τη γλώσσα τους, τα Αραβικά, και τα έθιμά τους. Επίσης, κατά τη θερινή περίοδο διέμεναν στα Χανιά Ιταλοί ψαράδες, οι λεγόμενοι Αβνιέδες ή Βανιέδες.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Γενικά

Το νεότευκτο κράτος άρχισε το έργο του υπό εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, που δεν του επέτρεπαν ευρύ περιθώριο ελιγμών. Οι προστάτιδες Δυνάμεις έδωσαν ένα δάνειο 4.000.000 Γαλλικών φράγκων, αλλά τα προβλήματα που υπήρχαν ήταν πολλά και δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν εύκολα. Εξάλλου, η γενικότερη οικονομική κρίση που ταλάνιζε την Ευρώπη και την Ελλάδα στις αρχές του 20ού αιώνα δεν έδιδε τη δυνατότητα για μεγάλα ανοίγματα στην Κρήτη· μάλιστα, τα πράγματα χειροτέρευσαν λόγω της κακής εσοδείας, που για δύο ολόκληρα χρόνια ταλάνιζε το νησί. Τεχνικά μέσα δεν υπήρχαν ούτε χρηματικές πιστώσεις που θα επέτρεπαν μια λυσιτελέστερη εκμετάλλευση του γεωργικού πλούτου.

Με αυτά τα δεδομένα, το οικονομικό πρόγραμμα που όφειλε να εφαρμόσει η αρμοστειακή διοίκηση δοκιμαζόταν σκληρά, καθότι δεν ήταν δυνατόν να υλοποιηθεί. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η Κρήτη είναι χώρα γεωργική, η μέριμνα της διοικήσεως έπρεπε να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό των καλλιεργειών, ιδιαιτέρως δε στην καλλιέργεια της μεγάλης και εύφορης πεδιάδας της Μεσαράς. Για να πραγματοποιηθεί όμως αυτός ο στόχος έπρεπε να προγραμματιστούν και να εκτελεστούν μεγάλα έργα υποδομής, όπως οδικό δίκτυο που να ανταποκρίνεται στις συγκοινωνιακές ανάγκες και λιμενικά έργα που θα εκσυγχρόνιζαν τις θαλάσσιες μεταφορές. 

Επρόκειτο για έργα εξαιρετικής σπουδαιότητας, αφού το οδικό δίκτυο του νησιού ήταν υποτυπώδες και τα λιμάνια δεν διέθεταν την υποδομή για να ελλιμενίζονται τα σύγχρονα πλοία της εποχής. Το μοναδικό πρόσφορο αγκυροβόλιο ήταν αυτό της Σούδας. Στις υπόλοιπες περιοχές τα πλοία αγκυροβολούσαν στα ανοικτά και οι επιβάτες αποβιβάζονταν στην ακτή με βάρκες. Η κυβέρνηση της Κρητικής Πολιτείας προσκάλεσε ξένους εμπειρογνώμονες στους οποίους ανέθεσε την εκπόνηση μελετών και σχεδίων για τα διάφορα έργα, η εκτέλεση των οποίων αργοπορούσε λόγω της εγνωσμένης οικονομικής αδυναμίας. 

Το σχέδιο για το λιμάνι του Ηρακλείου προέβλεπε δαπάνες ύψους 10.000.000 δραχμών· για την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής Ηρακλείου - Μεσαράς προβλεπόταν ποσό ύψους 9.000.000 δραχμών. Τα ποσά αυτά ήταν δυσθεώρητα για τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ο οποίος δεν διέθετε παραπάνω από 450.000 δραχμές για δημόσια έργα σε όλη την Κρήτη. Μετά το 1905, τα οικονομικά δεδομένα άρχισαν να βελτιώνονται κατά πολύ, παρουσιάζοντας μια ανοδική εικόνα. Η εγχώρια παραγωγή αυξήθηκε και οι εξαγωγές ξεπέρασαν τις εισαγωγές. Παρά όμως την καλή εικόνα, η οικονομία της Κρήτης παρέμεινε γεωργική, χωρίς να έχει την ευχέρεια για την υλοποίηση μεγάλων δημόσιων έργων που θα άλλαζαν άρδην το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων.

Οι Εμπορικοί Εταίροι της Κρήτης

Η επιτυχημένη εμπορική σχέση της Κρήτης με μια ξένη χώρα εξαρτιόταν, εκτός από τη ζήτηση και την προσφορά των προϊόντων, και από πολλές άλλες παραμέτρους, όπως από τη διατήρηση -αν όχι καλών- τουλάχιστον ουδέτερων πολιτικών και διπλωματικών σχέσεων, την ίδρυση προξενείου στην πρωτεύουσα του νησιού, καθώς και υποπροξενείων στο Ηράκλειο και το Ρέθυμνο, τα οποία θα στήριζαν επιτόπου τους ομοεθνείς τους εμπόρους και θα έστελναν οδηγίες για το εμπόριο στη χώρα τους. Η εγγύτητα των δύο χωρών και η σύνδεσή τους με τακτική εβδομαδιαία θαλάσσια συγκοινωνία και με αγκυροβόλιο στα τρία μεγάλα λιμάνια του νησιού, αποτελούσαν παράγοντες που ενίσχυαν τις εμπορικές σχέσεις. 

Σημαντικό ρόλο θα μπορούσαν να διαδραματίσουν και οι περιοδεύοντες εμπορικοί αντιπρόσωποι που έπρεπε να είναι όχι μόνο πολλοί αλλά και ικανοί να μένουν στο νησί για κάποιο χρονικό διάστημα, πράγμα που θα τους έκανε να αποκτήσουν το σφυγμό της Κρητικής αγοράς και να μιλάνε Γαλλικά ή Ιταλικά στην περίπτωση που δεν ήταν Έλληνες. Σημαντικό, επίσης, πλεονέκτημα στη διεξαγωγή του εμπορίου αποκτούσαν οι ξένοι έμποροι που είχαν την ευχέρεια να πιστώνουν τους εγχώριους συναδέλφους τους για μερικούς μήνες, σε περίπτωση που η οικονομική συγκυρία δεν ήταν ευνοϊκή.

Κρήτη και Αυστροουγγαρία

Η Αυστροουγγαρία εκτός από τον σημαντικότερο αποτελούσε τον πιο σταθερό και παραδοσιακό εμπορικό εταίρο της Κρήτης και ήδη από το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα συγκαταλεγόταν σταθερά μέσα στους τρεις μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της Κρήτης, εξαιρουμένης τότε της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι από το λιμάνι της Τεργέστης διέρχονταν εμπορεύματα που διοχετεύονταν και προέρχονταν από το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Ευρώπης. Τα κυριότερα εμπορεύματα που εισάγονταν στην Κρήτη από την Αυστροουγγαρία στην περίοδο της Αυτονομίας ήταν η ζάχαρη, η οικοδομική ξυλεία, τα κατεργασμένα βοδινά δέρματα και τα υφάσματα. Στις εξαγωγές κυριαρχούσε το ελαιόλαδο. 

Η ανοδική πορεία των εξαγωγών παραπέμπει σε διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση. Άλλωστε, οι έμποροι της Αυστροουγγαρίας είχαν τη διάθεση να πληρώσουν ψηλότερες τιμές για το ελαιόλαδο σε σχέση με τους Βρετανούς συναδέλφους τους. Τέλος, οι σταφίδες αντιπροσώπευαν ένα μεγάλο μέρος των εξαγωγών, ισοδύναμο με το ελαιόλαδο.Το εμπόριο της Κρήτης με την Αυστροουγγαρία προωθείτο χάρη στην σχετική εγγύτητα της Κρήτης με την Τεργέστη και τη σταθερή και δυναμική παρουσία της ακτοπλοϊκής εταιρείας Lloyd, που σε ολόκληρη τη διάρκεια της δεκαετίας συνέχιζε, όπως και παλιότερα, να εκτελεί τακτικά εβδομαδιαία δρομολόγια από την Τεργέστη προς την Οδησσό διαμέσου των τριών μεγαλύτερων λιμανιών της Κρήτης. 


Οι Αυστριακοί εμπορικοί οίκοι διέθεταν αρκετούς και ικανούς εμπορικούς εκπροσώπους, προσέφεραν χαμηλής ποιότητας και φτηνότερα βαμβακερά σε σύγκριση με την Μεγάλη Βρετανία και παρείχαν πιστώσεις μέχρι έξι μήνες σε περιπτώσεις αφορίας.

Κρήτη και Ελλάδα

Η παρουσία της Ελλάδας στους πρώτους εμπορικούς εταίρους της Κρήτης οφείλεται όχι μόνο στο ενδοελληνικό εμπόριο αλλά επειδή μέσω της Ελλάδας με την πρακτική της μεταφόρτωσης διεξαγόταν μέρος του εμπορίου της Κρήτης με άλλες χώρες (κυρίως της Αγγλίας και λιγότερο της Γαλλίας της Ρωσίας και της Ρουμανίας). Τα σημαντικότερα εμπορεύματα εισαγωγής από Ελλάδα ήταν το αλεύρι και ο καπνός, ενώ από τα εξαγόμενα το ελαιόλαδο, οι ελαιοπυρήνες, τα εσπεριδοειδή, και το κρασί. Η μικρή απόσταση του λιμανιού του Πειραιά από τα λιμάνια της Κρήτης και το σύντομο ταξίδι που πραγματοποιούνταν σε δεκατέσσερις ώρες αποτελούσαν δύο από τις σπουδαιότερες συνιστώσες για την ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων των δύο χωρών. 

Έτσι, οι Ελληνικές ακτοπλοϊκές εταιρείες έβρισκαν έδαφος για να προσεγγίζουν την Κρήτη με 4 - 5 πλοία, συνήθως σε εβδομαδιαία βάση. Η κοινή γλώσσα, τα ίδια μέτρα και σταθμά, το ίδιο νόμισμα αλλά και η Ελληνική εθνική συνείδηση αποτελούσαν παράγοντες που διευκόλυναν το εμπόριο των δύο χωρών και οδηγούσαν τους εμπορικούς οίκους άλλων χωρών στην επιλογή της Ελλάδας ως ενδιάμεσου σταθμού για τη διοχέτευση των εμπορευμάτων τους στην κρητική αγορά.

Κρήτη και Μεγάλη Βρετανία

Η εμπορική σχέση της Κρήτης με τη Μεγάλη Βρετανία ήταν αρκετά μεγάλη. Μέρος του εμπορίου της διεξαγόταν διαμέσου των λιμανιών της Ελλάδας (Πειραιάς και Σύρος) και λιγότερο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη). Τα μανχεστριανά υφάσματα κυριαρχούσαν στις εισαγωγές της Κρήτης από την Αγγλία. Άλλα εμπορεύματα με μεγάλη σχετικά αξία ήταν το αλεύρι (προερχόμενο από τη Μάλτα που αποτελούσε Αγγλική επικράτεια) και το ρύζι. Το ελαιόλαδο και το κρασί κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών, ενώ δυναμική αποκτούσε, κυρίως από το 1906 και μετά, η εξαγωγή των κίτρων. Η Μεγάλη Βρετανία παρουσίαζε ένα σταθερό μειονέκτημα σε σχέση με τις ανταγωνίστριές της χώρες. 

Ένας από του κυριότερους λόγους ήταν η μακρινή απόσταση μεταξύ των δύο νησιών. Οι Αγγλικές ατμοπλοϊκές εταιρείες αναλάμβαναν δύσκολα την τακτική θαλάσσια σύνδεση με την Κρήτη. Επιπλέον, όπως παρατηρούσαν οι Άγγλοι πρόξενοι, απουσίαζαν από το νησί πολλοί και καλοί εμπορικοί εκπρόσωποι, αλλά και όσοι υπήρχαν ήταν δύσκαμπτοι στις διαπραγματεύσεις τους απαιτούσαν οι συναλλαγές να γίνονται σε μετρητά, δεν παρείχαν πιστώσεις και συχνά δεν γνώριζαν τη γλώσσα των εμπορικών συναλλαγών (Γαλλικά ή Ιταλικά).

Κρήτη και Ιταλία

Η Ιταλία ήταν ο τέταρτος στη σειρά πιο σημαντικός εμπορικός εταίρος για την Κρήτη κατά την περίοδο 1908 - 1912, καλύπτοντας το 10% της αξίας του Κρητικού εξωτερικού εμπορίου. Τα κυριότερα εισαγόμενα εμπορεύματα από τη χώρα αυτή ήταν τα αλεύρια, το θείο (αποκλειστικός σχεδόν προμηθευτής της Κρήτης), τα νήματα και τα υφάσματα. Ως προς τις εξαγωγές το ελαιόλαδο (44% των εξαγωγών), τα χαρούπια (35% των εξαγωγών) και το κρασί (12% των εξαγωγών) καταλάμβαναν τα 9/10 των κρητικών εξαγωγών προς την Ιταλία. 

Η ανοδική πορεία του Ιταλοκρητικού εμπορίου εξηγείται από την εγγύτητα των δύο χωρών και την ύπαρξη τακτικής εβδομαδιαίας και δεκαπενθήμερης θαλάσσιας συγκοινωνίας. Οι Ιταλοί εμπορικοί πράκτορες, γνώστες της Μεσογειακής αγοράς, είχαν την ευχέρεια να πιστώνουν τους ντόπιους για 3 - 6 μήνες. Τέλος, η Ιταλική γλώσσα αποτελούσε πλεονέκτημα, καθώς ήταν κατανοητή στους σχετιζόμενους με εμπορικές δραστηριότητες.

Κρήτη και Οθωμανικό Κράτος

Καταλυτικό ρόλο για την εμπορική σχέση της Κρήτης με το Οθωμανικό Κράτος διαδραμάτισε η αποδέσμευση του νησιού από την Οθωμανική κυριαρχία. Το ειδικό προνομιακό καθεστώς που επικρατούσε στις εμπορικές συναλλαγές τους, το οποίο απέρρεε από το γεγονός ότι το νησί αποτελούσε οθωμανική επικράτεια, είχε καταργηθεί με την αυτονόμηση του νησιού. Έτσι, μολονότι στα τέλη του 19ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Κρήτης, με το γύρισμα του αιώνα οι εμπορικές συναλλαγές των δύο χωρών παρουσίαζαν φθίνουσα πορεία. 

Με αποτέλεσμα στην πενταετία 1908 - 1912 η Οθωμανική Αυτοκρατορία να καταλαμβάνει μόλις την πέμπτη θέση μεταξύ των άλλων χωρών και μάλιστα συνυπολογιζομένων και των μεταφορτώσεων των προϊόντων που γίνονταν στα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τις αρχές του αιώνα είχαν επίσης καταργηθεί οι τακτικές θαλάσσιες συνδέσεις του νησιού με λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τα πιο σημαντικά εξαγόμενα και εισαγόμενα εμπορεύματα, όπως το ελαιόλαδο, το πυρηνέλαιο, το κριθάρι και το στάρι, τα όσπρια, το αλεύρι, τα βοοειδή, το πετρέλαιο διακινούνταν από και προς την Κρήτη σε όλο και μικρότερες ποσότητες.

Κρήτη Γερμανία και ΗΠΑ

Οι εμπορικές σχέσεις της Κρήτης με τη Γερμανία και τις ΗΠΑ χαρακτηρίζονταν από σταθερή και σημαντική άνοδο κατά την περίοδο 1901 - 1912. Όσον αφορά στη Γερμανία, οι εξαγωγές ξεκίνησαν από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα με τη σταφίδα, το ελαιόλαδο και τα κίτρα. Οι εισαγωγές περιλάμβαναν τα υφάσματα που, καθώς ήταν φτηνά, ανταγωνίζονταν τα αντίστοιχα Βρετανικά και παρουσίαζαν ανοδική πορεία. Η ανοδική εμπορική κίνηση μεταξύ των δυο χωρών συνοδεύτηκε από την ίδρυση του Γερμανικού προξενείου στην Κρήτη κατά το 1902 και από την -έστω και ακανόνιστη σε πρώτη φάση- θαλάσσια συγκοινωνία, που ήδη λειτουργούσε πριν από το 1912.

Κρήτη και Ανατολική Ευρώπη

Στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με τις οποίες η Κρήτη είχε εμπορικές σχέσεις, δηλαδή με τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και τη Ρωσία, εξάγονταν τα χαρούπια και το ελαιόλαδο, ενώ εισάγονταν κυρίως αλεύρια. Επίσης, η Ρουμανία και η Ρωσία προμήθευαν την Κρήτη με πετρέλαιο.

Εξαγωγικό εμπόριο

Η Κρητική οικονομία στηριζόταν στην γεωργική παραγωγή και σε μεγάλο βαθμό στην καλλιέργεια της ελιάς που πραγματοποιούνταν σε όλες σχεδόν τις περιοχές του νησιού. Το ελαιόλαδο αποτελούσε το πιο σημαντικό εξαγόμενο προϊόν της Κρήτης και μαζί με άλλα προϊόντα που προέρχονταν από την ελιά άμεσα ή έμμεσα, δηλαδή τους ελαιοπυρήνες, το πυρηνέλαιο και τα σαπούνια, ξεπερνούσαν το μισό της αξίας των εξαγωγών του νησιού. Ανάλογα με το μέγεθος της ελαιοσοδειάς κινούνταν και η οικονομική ζωή στο νησί. Μια υψηλή σοδειά τόνωνε όχι μόνο τις εξαγωγές αλλά και τις εισαγωγές, καθώς απέφερε στους κατοίκους ρευστό, το οποίο θα χρησιμοποιούσαν για την αγορά εισαγόμενων προϊόντων. 


Η σημασία της ελαιοκαλλιέργειας ήταν μεγάλη και για το ίδιο το Κρητικό δημόσιο, καθώς ο φόρος εξαγωγής που εισπραττόταν κατά την εξαγωγή του ελαιόλαδου στα τελωνεία και έφτανε το 13% δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητος και απέφερε σημαντικά έσοδα. Το λάδι διοχετευόταν σχεδόν σε όλες τις χώρες που διατηρούσαν εμπορική σχέση με την Κρήτη, καθώς η ζήτηση του στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο ήταν σταθερά υψηλή. Ένα μεγάλο μέρος του παραγόμενου ελαιόλαδου δεν εξαγόταν. Καταναλωνόταν στην Κρήτη για τη διατροφή του ντόπιου πληθυσμού. 

Επίσης, το ελαιόλαδο αποτελούσε την βασική πρώτη ύλη για τις σαπουνοποιίες των Χανίων, του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου οι οποίες μετά από το πλήγμα που είχαν δεχτεί στα τέλη της δεκαετίας του 1870 και τον σχεδόν ολοκληρωτικό περιορισμό των δραστηριοτήτων τους στη δεκαετία του 1890, επανέκαμπταν σταδιακά. Το Κρητικό σαπούνι εξυπηρετούσε την ντόπια κατανάλωση αλλά εξαγόταν και προς την Αίγυπτο και την Τουρκία. Στην Κρήτη καλλιεργούνταν ιδιαίτερα και το αμπέλι. Η καλλιέργεια αυτή είχε τονωθεί στη δεκαετία του 1880 χάρη στην αυξημένη ζήτηση που είχε παρουσιαστεί στην Ευρώπη λόγω της καταστροφής των Γαλλικών αμπελώνων από τη φυλλοξήρα. 

Η υψηλή απόδοση της σταφίδας και του κρασιού είχε οδηγήσει τους Κρητικούς στο ανεξέλεγκτο φύτεμα αμπελιών. Όταν, όμως, στις αρχές της δεκαετίας του 1890 η κρίση στη Γαλλία είχε ξεπεραστεί, οι Κρητικές εξαγωγές σταφίδας και κρασιού περιορίστηκαν σημαντικά και στο νησί ενέσκηψε κρίση υπερπαραγωγής, της οποίας πάντως η ένταση ήταν μικρότερη από την αντίστοιχη σταφιδική κρίση που εμφανίστηκε στην Ελλάδα την ίδια εποχή. Στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα η κατάσταση στην κρητική αμπελουργία έτεινε να σταθεροποιηθεί. Τα αμπελουργικά προϊόντα κάλυπταν το 15% της αξίας των Κρητικών εξαγωγών. 

Από αυτά οι σταφίδες παρουσίαζαν μια ανοδική τάση και ειδικά η ποικιλία σουλτανίνα. Ο πληθυσμός συγκεκριμένων περιοχών επιδιδόταν στην καλλιέργεια αυτή, μια που η ζήτηση του προϊόντος ήταν μεγάλη στην Ευρωπαϊκή αγορά. Και το νέο προϊόν, όπως και η παλαιού τύπου σταφίδα, καλλιεργούνταν σε μεγάλη έκταση κυρίως έξω από το Ηράκλειο (επαρχίες Μαλεβιζίου, Τεμένους). Το Κρητικό κρασί εξαγόταν κατά την περίοδο της Αυτονομίας στην Ευρωπαϊκή αγορά, όπου αναμειγνυόταν με άλλα κρασιά και εμφιαλωνόταν, και στις χώρες της ανατολικής Μεσογείου, κυρίως στην Αίγυπτο, για απευθείας κατανάλωση. 

Όπως στην περίπτωση του ελαιόλαδου, δεν γινόταν επιτόπια εμφιάλωση, με αποτέλεσμα να μην παραμένει στην Κρήτη η προστιθέμενη αξία από την εμφιάλωση.Σε περιοχές του νομού Ρεθύμνου και του νομού Λασιθίου καλλιεργούνταν σε μεγάλη έκταση χαρουπιές. Τα χαρούπια κάλυπταν το 10% της αξίας των εξαγωγών. Το προϊόν εξαγόταν προς τη Γαλλία κυρίως αλλά και προς τη Ρωσία και την Ιταλία ως τροφή για τα ζώα. Από τα Κρητικά προϊόντα ιδιαίτερη δυναμική παρουσίαζαν κατά την Αυτονομία τα εσπεριδοειδή, που αποτελούσαν τις μοναδικές μοντέρνες καλλιέργειες. 

Όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις γης φυτεύονταν με εσπεριδοειδή και οι εξαγόμενες ποσότητες των μανταρινιών, των πορτοκαλιών και των κίτρων ήταν σταθερά ανοδικές σε όλη την περίοδο της Αυτονομίας. Τα εσπεριδοειδή καλλιεργούνταν ως επί το πλείστον έξω από τις τρεις μεγάλες πόλεις, έτσι ώστε οι καρποί τους να εξάγονται χωρίς αργοπορία στο εξωτερικό, προτού σαπίσουν. Η οικονομία των πιο ορεινών περιοχών του νησιού στηριζόταν στην κτηνοτροφία των αιγοπροβάτων. 

Σε ολόκληρες επαρχίες, όπως αυτές των Σφακίων, της Σητείας, του Μυλοποτάμου, αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές, όπου η απόδοση της γης ήταν μικρή και δεν ήταν δυνατό να ευδοκιμήσουν άλλες καλλιέργειες και να ασκηθούν εναλλακτικές οικονομικές δραστηριότητες, η διαβίωση του πληθυσμού υποβοηθούνταν ή στηριζόταν στην παραγωγή γάλακτος, τυροκομικών προϊόντων, δερμάτων, και μαλλιού. Μερικά από αυτά τα προϊόντα και κυρίως τα τυροκομικά είχαν αποκτήσει καλή φήμη στο εξωτερικό και σημαντικές ποσότητες εξάγονταν. Εξάλλου, τα αγροτικά νοικοκυριά συχνά διέθεταν ένα μικρό οικοτεχνικό εργαστήρι (αργαλειός) και παρήγαγαν χονδροειδή υφάσματα (μάλλινα, βαμβακερά) για το σπίτι. 

Σε ολόκληρο το νησί καλλιεργούνταν τα δημητριακά (κυρίως ο σμιγός, το σιτάρι, και το κριθάρι). Περισσότερα σιτηρά παράγονταν στην εύφορη πεδιάδα της Μεσαράς. Η εγχώρια όμως παραγωγή δημητριακών δεν επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες του πληθυσμού του νησιού, παρά μόνο για 6 - 8 μήνες στην καλύτερη περίπτωση. Τα έξοδα καλλιέργειας αλλά κυρίως μεταφοράς ήταν υψηλά. Επίσης, η κρητική διοίκηση δεν είχε θεσπίσει κάποια κίνητρα για την τόνωση της καλλιέργειας αυτής. Κατά κανόνα στην ενδοχώρα τα σιτηρά εξυπηρετούσαν την ιδιοκατανάλωση. Αντίθετα, οι κάτοικοι των πόλεων τρέφονταν με σιτηρά ή αλεύρια που εισάγονταν σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες.

Η οικονομία συγκεκριμένων περιοχών του νησιού βασιζόταν στην παραγωγή προϊόντων που σε γενικό επίπεδο Κρήτης είχαν περιθωριακή αξία, όμως αποκτούσαν μεγάλη βαρύτητα στις τοπικές οικονομίες. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις της συλλογής βελανιδιών έξω από την πόλη του Ρεθύμνου και καστάνων στα σύνορα των επαρχιών Σελίνου και Κισάμου και λιγότερο στην επαρχία Κυδωνίας. Τέλος, κυρίως στην ανατολική Κρήτη και περισσότερο στις επαρχίες του νομού Λασιθίου, καλλιεργούνταν οι αμυγδαλιές, ενώ στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα όλο και περισσότερες μπολιάζονταν για να αποφέρουν καρπούς.

Το Κρητικό Εισαγωγικό Εμπόριο

Γενικά, παρά το γεγονός ότι η οικονομία της Κρήτης ήταν γεωργική, ωστόσο εισάγονταν αρκετά τρόφιμα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το νησί είχε εξειδικευθεί σε μεγάλο βαθμό στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων ημιπολυτελείας (λάδι, σταφίδες, κρασί, εσπεριδοειδή). Τα είδη διατροφής καταλάμβαναν τη μεγαλύτερη αξία μεταξύ των εισαγόμενων εμπορευμάτων στο νησί (34% των εισαγωγών). Βασικό χαρακτηριστικό των ειδών διατροφής ήταν ότι όλο και περισσότερο εισάγονταν μεταποιημένα και όχι ως πρώτη ύλη. Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν το αλεύρι. Στην Κρήτη εισάγονταν διάφορες ποιότητες αλευριού. Το καλύτερο προερχόταν από τη Ρουμανία και την Ιταλία και το χειρότερο από την Ελλάδα και τη Γαλλία. 


Μερικές φορές η ποιότητα των Ελληνικών αλεύρων ήταν τόσο κακή που η κατανάλωσή τους καθίστατο επιβλαβής για τη δημόσια υγεία και, ως επί το πλείστον, για τον αγροτικό πληθυσμό και τις φτωχότερες τάξεις των πόλεων, στους οποίους διοχετεύονταν. Αλεύρια που στις αρχές του 20ού αιώνα είχαν εισαχθεί από τον Πειραιά στην Κρήτη για κατανάλωση από τον ντόπιο πληθυσμό, τις επόμενες χρονιές εξάγονταν στο Αμβούργο και την Τεργέστη ως τροφή κτηνών και στη Συρία για τους «ατυχείς» Συρίους. Παρόμοια περιστατικά είχαν συμβεί κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα με αλεύρι Γαλλικής προέλευσης. 

Αλεύρια που εξάγονταν στην Κρήτη, την ίδια στιγμή προορίζονταν για την εκτροφή των αγελάδων στην Ελβετία και διαφόρων ζώων στις Γαλλικές αποικίες της Βορείου Αφρικής (Αλγερία, Τυνησία, Μαρόκο).Στα είδη διατροφής που επιβάρυναν περισσότερο την κρητική οικονομία συγκαταλεγόταν η σιτοκριθή (3,4% των εισαγωγών) προερχόμενη, ως επί το πλείστον, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η ζάχαρη (3,1% των εισαγωγών), η οποία εισαγόταν αποκλειστικά από την Αυστροουγγαρία, το ρύζι (3% των εισαγωγών), που εισαγόταν κυρίως από την Αλεξάνδρεια και την Τεργέστη, τα όσπρια (2,2% των εισαγωγών), που εισάγονταν κυρίως από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. 

Ο καφές (1,7% των εισαγωγών) από την Αυστροουγγαρία (και από την Ελλάδα με μεταφόρτωση) και το βούτυρο (1,6% των εισαγωγών) που εισαγόταν αποκλειστικά από την Τρίπολη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εκτός από τα είδη διατροφής, τα νήματα και τα υφάσματα κάθε τύπου κάλυπταν πάνω από το 1/5 (22%) της αξίας των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Η Αγγλία ήταν από τον 19ο αιώνα ο παραδοσιακός προμηθευτής της Κρήτης σε υφάσματα. Ωστόσο, η κυριαρχία της κλονιζόταν κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα από τις νέες δυνάμεις του χώρου, την Ιταλία, την Αυστροουγγαρία, και τη Γερμανία, που σταδιακά καταλάμβαναν όλο και μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου υφασμάτων στην Κρήτη. 

Ο κυριότερος λόγος για την απώλεια της Βρετανικής κυριαρχίας στην εισαγωγή υφασμάτων ήταν η χαμηλή τιμή των υφασμάτων των ανταγωνιστών της. Η εξαιρετική ποιότητα των Αγγλικών υφασμάτων διατηρούσε ψηλά την αξία τους. Επειδή, όμως, η αγοραστική δυνατότητα του Κρητικού πληθυσμού, παρά τη συνεχή βελτίωσή της ήταν και στις αρχές του 20ού αιώνα σχετικά χαμηλή, ήταν επόμενο τα κατώτερης ποιότητας,αλλά φθηνότερα υφάσματα των τριών παραπάνω χωρών να ανταγωνίζονται τα Βρετανικά. Η απουσία εκσυγχρονισμένης βυρσοδεψίας στην Κρήτη επιβάρυνε το εισαγωγικό Κρητικό εμπόριο με την αγορά από το εξωτερικό κατεργασμένων δερμάτων. 

Εγχώρια ακατέργαστα δέρματα εξάγονταν στο εξωτερικό, για να επανεισαχθούν κατεργασμένα, κυρίως από την Αυστροουγγαρία (6% επί των εισαγωγών). Λόγω της αύξησης της οικοδομικής δραστηριότητας κυρίως στις πόλεις, σημαντικές ποσότητες οικοδομικής ξυλείας (3,2% επί των εισαγωγών) εκφορτώνονταν στα λιμάνια του νησιού. Τα 4/5 των εισαγωγών γίνονταν από την Αυστροουγγαρία. Στα εισαγόμενα προϊόντα με μικρή σχετικά αξία αλλά με καίρια - στρατηγική σημασία και συνεχώς μεγαλύτερη ζήτηση εντασσόταν το πετρέλαιο (2,1% επί της αξίας των εισαγωγών) που προερχόταν κυρίως από τη Ρωσία και από τη Ρουμανία. 

Ενώ μικρότερες ποσότητες εισάγονταν από την Ιταλία και την Αυστροουγγαρία και το θείο (1% επί της αξίας των εισαγωγών) που εισαγόταν αποκλειστικά από την Ιταλία. Το τελευταίο ακολουθούσε την ανάπτυξη της καλλιέργειας, παραγωγής και εξαγωγής της σταφίδας, αφού χρησιμοποιούνταν κατά το πλύσιμό της για την καταπολέμηση διαφόρων ασθενειών. Τέλος, όλο και περισσότερα και εξειδικευμένα εμπορεύματα εισάγονταν στο νησί, όπως προϊόντα αλιείας (κυρίως σαρδέλες και μπακαλιάρος), καπνός, καύσιμη ξυλεία, ορυκτά και μέταλλα ακατέργαστα (κυρίως τσιμέντο, γαιάνθρακες. 

Διάφορα είδη σιδήρου και μολύβδου, χάλυβας) και κατεργασμένα (σωλήνες, βίδες, πρόκες), φαρμακευτικά είδη, χημικά είδη (κυρίως χρώματα και βερνίκια), έπιπλα και είδη ξύλου, αλκοολούχα ποτά, υαλουργικά, μουσικά όργανα και επιστημονικά εργαλεία, τυπογραφικά και φωτογραφικά είδη. Η άνοδος αυτών των εξειδικευμένων εμπορευμάτων συνδέονταν με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των Κρητών και της αστικής κοινωνίας.

Η Δυσχερής Οικονομική Συγκυρία των Πρώτων Χρόνων της Αυτονομίας

Οι οικονομικές συνθήκες των πρώτων χρόνων της Αυτονομίας ήταν δυσμενείς. Κατά την επαναστατική περίοδο που είχε προηγηθεί, είχαν καταστραφεί ολοσχερώς από τη μανία τόσο των Χριστιανών όσο και των Μουσουλμάνων (καθώς ο ένας κατέστρεφε την περιουσία του άλλου) ελαιόδενδρα, βελανιδιές, χαρουπιές και άλλα εσπεριδοειδή. Επίσης, όσα ελαιόδενδρα και άλλα δέντρα είχαν καταστραφεί εν μέρει και εκείνα που είχαν παραμείνει χωρίς φροντίδα την τελευταία πενταετία του αιώνα, ήταν δύσκολο στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα να αποφέρουν ικανοποιητική παραγωγή. Στα επαναστατικά χρόνια είχαν πληγεί και οι ετήσιες καλλιέργειες. 

Αν και η εγκατάλειψη των ασκεπών γαιών δεν συνεπαγόταν την καταστροφή έγγειου και φυτικού κεφαλαίου, όπως συνέβαινε με τις πολυετείς καλλιέργειες, ωστόσο το γεγονός ότι το έδαφος παρέμενε ακαλλιέργητο για πάνω από μια διετία, το καθιστούσε χέρσο και απαιτούνταν πολύ μεγαλύτερος κόπος και κεφάλαια για την επανακαλλιέργειά του. Επίσης, η κτηνοτροφία από την οποία επιβίωναν συγκεκριμένοι αγροτικοί πληθυσμοί μετά την Επανάσταση του 1896 είχε πληγεί σημαντικά και βρισκόταν σε παρακμή, καθώς περιορίστηκε ο αριθμός των ζώων, όπως ακριβώς είχε συμβεί στις δύο μεγαλύτερες επαναστάσεις του 19ου αιώνα, του 1821 και του 1866.

Αλλά υπήρχαν και εξωγενείς παράγοντες που γίνονταν με την πάροδο του χρόνου δυσμενέστεροι και επιβάρυναν όλο και περισσότερο την κατάσταση των αγροτικών πληθυσμών: η σημαντική διεθνής υποτίμηση της αξίας των κυριότερων γεωργικών προϊόντων της Κρήτης. Τα κράτη που προμηθεύονταν αγροτικά προϊόντα από την Κρήτη μπορούσαν να τα εξασφαλίσουν και από άλλες Μεσογειακές περιοχές και σε μερικές περιπτώσεις προνομιακά (όπως για παράδειγμα η Γαλλία από τις αποικίες της). Έτσι, περιοριζόταν η προνομιακή πρόσβαση της Κρήτης στις αγορές της Ευρώπης και ο ανταγωνισμός συμπίεζε τις τιμές των Κρητικών προϊόντων.


Μέσα σε όλες τις δυσκολίες για τον αγροτικό πληθυσμό της Κρήτης προστέθηκαν κατά τα πρώτα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες που έπληξαν τη σοδειά και συνέβαλαν στη γενική αφορία. Επίσης, η αγροτική οικονομία της Κρήτης είχε κλυδωνιστεί από την αποχώρηση των Μουσουλμάνων, μερικοί από τους οποίους ήταν εύποροι και στερούσαν τη χώρα από χρηματικά και άλλα παραγωγικά κεφάλαια. Σε μια περιοχή που ο πρωτογενής τομέας είχε μεγάλη βαρύτητα, η κρίση του αγροτικού χώρου μεταφερόταν αυτομάτως στον αστικό. 

Οι δύσκολες οικονομικά συνθήκες αποτυπώνονται και στην μειωμένη εμπορική κίνηση της Κρήτης τουλάχιστον από το 1901 μέχρι το 1905, σε σύγκριση με την περίοδο 1906-12. Επίσης, διαφαίνεται στο κύμα μετανάστευσης των χριστιανών της υπαίθρου, οι οποίοι στην πρώτη δεκαετία του αιώνα αναχωρούσαν για την εξεύρεση μιας καλύτερης τύχης στο εξωτερικό και στο ότι μεγάλο μέρος των δανείων προοριζόταν όχι για αγορά γης αλλά για κάλυψη των τρεχουσών αναγκών των αγροτών.

Τράπεζα Κρήτης 1899 - 1919

Η Τράπεζα Κρήτης λειτούργησε από το 1899 έως το 1919 στην Κρήτη. Μετά την ίδρυση της Κρητικής Πολιτείας το 1898 και με διάταγμα της Κρητικής κυβέρνησης ιδρύεται η Τράπεζα Κρήτης με έδρα τα Χανιά στις 30 Σεπτεμβρίου του 1899. Τα απαραίτητα κεφάλαια τα οποία ήταν 10.000.000 δραχμές κατέβαλαν η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος μαζί με όμιλο Άγγλων τραπεζιτών. Η κυβέρνηση της παραχώρησε αποκλειστικά προνόμιο της έκδοσης χαρτονομισμάτων της Δραχμής της Κρητικής Πολιτείας. Το προνόμιο αυτό το διατήρησε και μετά την ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1913 έως και το1919 οπότε συγχωνεύτηκε με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.

Έτσι η Τράπεζα Κρήτης ήταν προνομιούχος. Το Ελληνικό κράτος δηλαδή της είχε παραχωρήσει το δικαίωμα της έκδοσης και κυκλοφορίας χαρτονομίσματος στην Κρήτη όπως είχε κάνει με την Ιονική για τα Επτάνησα και την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας για τις ''Νέες Χώρες''.

Ταχυδρομείο

Μέχρι την δημιουργία της Κρητικής Πολιτείας, στην Κρήτη λειτουργούσαν τα εξής ταχυδρομεία: Αυστριακό, Τουρκικό, Ελληνικό, και κατά την μεταβατική περίοδο και το Γαλλικό, το Ιταλικό, το Αγγλικό και το Ρώσικο ταχυδρομείο, που εξυπηρετούσαν κυρίως τις ανάγκες των περιοχών που διοικούσαν οι δυνάμεις τους. Μετά την δημιουργία του νέου κράτους, ιδρύθηκε στις 1 Μαρτίου 1900 η "Κρητική Ταχυδρομική Υπηρεσία", που λειτούργησε σ' ολόκληρο το νησί. Εξέδωσε κρητικά γραμματόσημα και ίδρυσε συνολικά 35 μόνιμα ταχυδρομικά γραφεία και 79 κινητά (αγροτικά). Τα γραμματόσημα αυτά κυκλοφόρησαν στην Κρήτη μέχρι την ένωση. 

Παράλληλα με την λειτουργία των Ταχυδρομικών γραφείων της Κρητικής Πολιτείας, στις 3 μεγάλες πόλεις της Κρήτης συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι το 1914 περίπου, τα ξένα ταχυδρομικά γραφεία (Γαλλικό, Αυστριακό, Ιταλικό), που εκδίδαν και ειδικές σειρές γραμματοσήμων για την Κρήτη.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Βασικό μέλημα των ιθυνόντων της Κρητικής Πολιτείας ήταν να εισέλθει το κράτος σε τροχιά οικονομικής ανάπτυξης, γι’ αυτό και αναλήφθηκαν κάποιες πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση παρά τις δυσμενείς δημοσιονομικές και οικονομικές συνθήκες.

Δάνεια και Πιστωτικό Σύστημα

Οι πιεστικές δημοσιονομικές ανάγκες στα πρώτα βήματα της Κρητικής Πολιτείας καθιστούσαν επιτακτική την εξασφάλιση κάποιων χρηματικών κονδυλίων για να ορθοποδήσει η νέα κρατική οντότητα. Από τις Μεγάλες Δυνάμεις αποδόθηκε προκαταβολή τεσσάρων εκατομμυρίων δραχμών και αμέσως συνήφθηκε δάνειο για να αποδοθούν πίσω τα χρήματα αυτά. Το μεγαλύτερο μέρος των τεσσάρων εκατομμυρίων δραχμών διατέθηκε σε τρέχουσες δημοσιονομικές ανάγκες και τον ισοσκελισμό των προϋπολογισμών των πρώτων χρόνων της Αυτονομίας που παρουσίαζαν ελλείμματα. 

Το 1899 ιδρύθηκε η Τράπεζα Κρήτης με πρωτοβουλία της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας και Άγγλων κεφαλαιούχων. Το Κοινωφελές Ταμείο, που λειτουργούσε από το 1869 (μετά από το κλείσιμο του, προκειμένου να γίνει εκκαθάριση των παλιότερων εκκρεμών υποθέσεων και αναδιοργάνωση), επαναλειτούργησε από το 1900. Και τα δύο πιστωτικά ιδρύματα παρείχαν χαμηλότοκα -σε σχέση με το επιτόκιο του ιδιωτικού δανεισμού- δάνεια στον Κρητικό πληθυσμό. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα των πόλεων και της υπαίθρου (έμποροι, μεγαλοκτηματίες) είχαν προνομιακή πρόσβαση στα πιστωτικά αυτά ιδρύματα, ωστόσο ένα μέρος των δανείων διοχετεύθηκε και σε ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα. 

Έτσι, συνέβαλαν στην ανακούφιση μέρους του πληθυσμού, αφού τους εξασφάλισαν ρευστό με χαμηλό τόκο σε μια χρονική συγκυρία που ήταν και δυσεύρετο και αναγκαίο. Τα δανειακά κεφάλαια εξυπηρετούσαν τις τρέχουσες ανάγκες των γεωργών και την αγορά γης. Παρά την ύπαρξη των δύο πιστωτικών ιδρυμάτων η ανάγκη για δάνεια οδηγούσε μεγάλο μέρος του πληθυσμού στον ιδιωτικό δανεισμό, του οποίου ωστόσο το επιτόκιο συμπιέστηκε προς τα κάτω από την ταυτόχρονη δανειοδότηση με χαμηλό επιτόκιο από τα δύο πιστωτικά ιδρύματα.

Νομισματική Πολιτική

Μέχρι το 1900 διοχετεύονταν, κυρίως μέσω του εμπορίου, και κυκλοφορούσαν στο νησί πολλά νομίσματα, Οθωμανικά αλλά και πολλά Ευρωπαϊκά και Αμερικανικά. Το φαινόμενο δεν ήταν μόνο Κρητικό αλλά γενικευμένο στην νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η πανσπερμία νομισμάτων δυσχέραινε και έκανε περίπλοκες τις συναλλαγές, καθώς επί Οθωμανικού καθεστώτος δεν μαρτυρείται κάποια θεσμική - κρατική παρέμβαση για την διασφάλιση της ποιότητας και της ισοτιμίας των νομισμάτων. Έτσι, οι ξένοι έμποροι και οι τοπικοί αντιπρόσωποί τους συχνά κερδοσκοπούσαν, καθώς χρησιμοποιούσαν κατά βούληση τα χρυσά, κυρίως, ξένα νομίσματα. 

Σ' αυτό το νομισματικό χάος επιβλήθηκε κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας μία τάξη. Ήδη από τις αρχές του 1898 είχε εκδοθεί από την Επιτροπή Αμύνης των Αρχανών διάταγμα που κανόνιζε τις ισοτιμίες και όριζε ως βάση των συναλλαγών την Αγγλική λίρα. Από τις πρώτες μέριμνες της Κρητικής Πολιτείας ήταν η θέσπιση νέου νομισματικού συστήματος και η κοπή Κρητικού νομίσματος. Η επιλογή της δραχμής ως νομισματικής μονάδας, τη στιγμή που το νησί υπόκειτο τυπικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υποδήλωνε την βούληση των Κρητών για στενή σχέση με την Ελλάδα και σε αυτό το επίπεδο. 


Η Κρητική δραχμή ισοδυναμούσε με την Ελληνική δραχμή (έχοντας το ίδιο βάρος και ποιότητα). Εξάλλου, τα αργυρά, χάλκινα και χαλκονικέλινα νομίσματα που εκδόθηκαν το 1900 και το 1901 πρόβαλλαν τον Πρίγκιπα και κατά συνέπεια την Ελληνική βασιλική δυναστεία, προπαγανδίζοντας την Ένωση με την Ελλάδα. Από το 1901 κυκλοφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά στις τρεις πόλεις και χαρτονομίσματα τα οποία εξέδιδε η Τράπεζα Κρήτης που είχε λάβει το σχετικό προνόμιο σύμφωνα με τον νόμο ίδρυσής της. Εξάλλου, με διάταγμα του 1901 αποφασίστηκε η απόσυρση όλων των μη κρητικών χάλκινων και αργυρών νομισμάτων. 

Τα Κρητικά νομίσματα αποσύρθηκαν οριστικά από την κυκλοφορία σε δύο φάσεις: τα νικέλινα και χάλκινα το 1923 και τα αργυρά το 1929.

Δραχμή Κρητικής Πολιτείας

Η δραχμή υπήρξε νόμισμα της Κρητικής Πολιτείας από το 1901 έως και το 1929. Συνέχισε δηλαδή να αποτελεί νόμιμο χρήμα για 16 χρόνια επιπλέον μετά την ένωση του νησιού με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1913. Υποδιαιρείτο σε 100 λεπτά. Το 1898 η Κρήτη αυτονομείται από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και ο πρίγκιπας Γεώργιος Β' αναλαμβάνει καθήκοντα ύπατου αρμοστή της νεοσύστατης πολιτείας. Την έλευση του πρίγκιπα ακολουθούν σειρά μεταρρυθμιστικών αποφάσεων που επιχειρούν να προσαρμόσουν την ζωή στο νησί στην νέα κατάσταση. Στα πλαίσια αυτών των μεταρρυθμίσεων αποφασίζεται η κοπή νέου νομίσματος το οποίο επιχείρησε να αντικαταστήσει τα κυρίως Τουρκικά νομίσματα τα οποία χρησιμοποιούσαν στις συναλλαγές στο νησί. 

Με διάταγμα του Γεωργίου Β' την 17 / 4 / 1900 που καταχωρήθηκε στην εφημερίδα της κυβέρνησης της Κρητικής πολιτείας σαν νόμος υπ΄αριθμ. 157β ορίζεται αποκλειστικό προνόμιο της πολιτείας το δικαίωμα κοπής νομισμάτων ενώ η έκδοση χαρτονομισμάτων εκχωρείται στην νεοσυσταθείσα Τράπεζα Κρήτης. Η απόφαση όριζε επίσης την κοπή χρυσών, αργυρών, χάλκινων και χαλκονικέλινων νομισμάτων αλλά τελικά τα χρυσά νομίσματα δεν κόπηκαν ποτέ. Μετά την ένωση της Κρητικής Πολιτείας με την υπόλοιπη Ελλάδα και την δημιουργία ενιαίου κράτους το 1913, η δραχμή συνέχισε να υφίσταται ως νόμισμα και αποτελούσε νόμιμο χρήμα σε όλη την Ελληνική επικράτεια. 

Το 1923 αποφασίζεται η διατήρηση στην κυκλοφορία μόνο των αργυρών νομισμάτων ενώ το 1929 με τον νόμο που όριζε την απόσυρση όλων των αργυρών νομισμάτων τα οποία κυκλοφορούσαν έως τότε, αποσύρονται από την κυκλοφορία και τα τελευταία αργυρά νομίσματα της δραχμής της Κρητικής Πολιτείας η οποία πλέον περνά στην ιστορία. Κόπηκαν κέρματα τα οποία φέρουν την ημερομηνία 1900 και 1901 στο νομισματοκοπείο του Παρισιού υπό την καλλιτεχνική επιμέλεια του χαράκτη Α.Βορρέλ. Τα νομίσματα με ονομαστική αξία 1,2,5,10,20 λεπτών στην μια τους όψη απεικονίζουν κορόνα και φέρουν περιμετρικά την επιγραφή ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ. 

Στην άλλη όψη αναγράφεται η ονομαστική αξία του κάθε νομίσματος πλαισιωμένη με κλαδιά ελιάς και δάφνης. Τα νομίσματα τω 50 λεπτών, 1,2 και 5 δραχμών στη μια τους όψη απεικονιζόταν η προτομή του Γεωργίου Β΄ και φέρουν την επιγραφή ΠΡΙΓΚΗΨ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΥΠΑΤΟΣ ΑΡΜΟΣΤΗΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ. Στην άλλη όψη φέρουν την αξία, τον βασιλικό θυρεό και την επιγραφή «ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ». Αρχικά προβλεπόταν η έκδοση χαρτονομισμάτων αξίας 25, 50, 100 και 500 δραχμών όμως τελικά η εκδότρια Τράπεζα Κρήτης εξέδωσε μόνο αυτά των 25 και 100 δραχμών τα οποία εκτυπώθηκαν από την «Bradbury Wilkiinson & Co. Ltd.» στο Λονδίνο.

Φορολογικό Σύστημα

Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα η δεκάτη επί της ακαθάριστης παραγωγής ήταν η κύρια μορφή φορολόγησης των αγροτικών προϊόντων. Επειδή η Κρητική οικονομία ήταν αγροτική, η σημασία και η βαρύτητα του φόρου αυτού ήταν εξαιρετικά μεγάλη. Γενικά από το τελευταίο πέμπτο του 19ου αιώνα διεξαγόταν μια σοβαρή συζήτηση σχετικά με το φορολογικό σύστημα, καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνο για τη δημοσιονομική της καχεξία. Από το 1889 έγινε μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο είσπραξης του φόρου. Επιβαλλόταν συγκεκριμένος και προκαθορισμένος φόρος για κάθε οικονομική περιφέρεια το ύψος του οποίου προσδιοριζόταν σε επίπεδο οικονομικής περιφέρειας για τους δήμους και έπειτα στο επίπεδο των δήμων για τους κατοίκους τους. 

Η εκτίμηση του φόρου θα γινόταν με βάση το μέσο όρο της απόδοσης των εκμισθώσεων των τελευταίων επτά ετών. Το σύστημα αυτό δεν διήρκεσε πάνω από πέντε χρόνια. Στα 1894 θεσπίστηκε και από το 1895 άρχισε να εφαρμόζεται το σύστημα που διατηρήθηκε και στα πρώτα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας. Το σύστημα αυτό που ονομαζόταν και τελωνειακό προέβλεπε για τα 3/4 περίπου των προϊόντων την καταβολή του φόρου στα τελωνεία κατά την εξαγωγή τους. Τα περισσότερα προϊόντα φορολογούνταν με ποσοστό 10 - 13% επί της αξίας τους. 

Για τα μη εμπορευματικά προϊόντα συνεχίστηκε, στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας μέχρι το 1901, η υποβολή στο φόρο των αροτριώντων ζώων σε μια αντιγραφή του φόρου των αροτριώντων ζώων που είχε καθιερώσει ο Χαρίλαος Τρικούπης στην Ελλάδα. Από το 1901 μέχρι το 1905 αντί του φόρου των αροτριώντων ζώων επιβλήθηκε διανεμητικός κατ’ αποκοπή φόρος. Επίσης, στα δημόσια ταμεία εισπραττόταν φόρος επί των συγκομιζόμενων δημητριακών 6%. Επειδή παρουσιάζονταν καθυστερήσεις στη βεβαίωση του φόρου, από τον Σεπτέμβριο του 1905 επιβλήθηκε στα δημητριακά φόρος 6% επί της παραγωγής που εισπραττόταν με τη μέθοδο της εκμίσθωσης.


Αγροτική Πολιτική

Από τα πρώτα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας καταβλήθηκαν αξιόλογες προσπάθειες για την αγροτική ανάπτυξη, καθώς το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων στο νησί προερχόταν από τα αγροτικά προϊόντα. Από αυτά εξαρτώνταν και το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο πληρωμών. Ειδικά κατά τα τρία πρώτα χρόνια στους προϋπολογισμούς ενεγράφησαν και δαπανήθηκαν υψηλότερα ποσά σε σχέση με τα μεταγενέστερα χρόνια, πράγμα που αντανακλούσε τις τεράστιες ανάγκες για στήριξη της αγροτικής παραγωγής. 

Επίσης, ψηφίστηκαν πολλοί νόμοι και διατάγματα που αποσκοπούσαν στην πρόοδο της γεωργίας. Παρασχέθηκαν συμβουλές στους χωρικούς για το κλάδεμα, το μπόλιασμα, το θειάφισμα και την καταπολέμηση των ασθενειών των καλλιεργειών. Στα 1900 ιδρύθηκαν γεωργικοί σταθμοί και αγροκήπια.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ











(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)




(ΜΕΡΟΣ Α')


* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Β' - ΜΕΡΟΣ Γ'



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου