ΤΟ ΥΓΡΟΝ ΠΥΡ ΚΑΙ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΧΥ
ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΑΤΗΡ ΠΑΝΤΩΝ ΕΣΤΙ
Οι αρχαίοι Έλληνες υπήρξαν πρωτοπόροι σε κάθε τομέα του πολιτισμού. Μοιραία λοιπόν δεν θα μπορούσαν να υστερήσουν και στην πολεμική τεχνολογία, εφόσον μάλιστα, όπως πίστευαν «Πόλεμος πατήρ πάντων εστί» (ο πόλεμος είναι ο πατέρας των πάντων). Η παρεξηγημένη αυτή φράση του Ηρακλείτου δεν εκφράζει, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, το φιλοπόλεμο και «ιμπεριαλιστικό» πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων. Αντιθέτως εκφράζει τη μεγάλη αλήθεια του αρχαίου κόσμου, ότι η ανάγκη γεννά. Η ανάγκη αντιμετώπισης υπερτέρων αντιπάλων ήταν η γενεσιουργός αιτία της δημιουργίας και ανάπτυξης «ειδικών» όπλων, ήδη από τους χρόνους που γεννήθηκε ο πολιτισμός στην πατρίδα μας, περί την 9η χιλιετία π.Χ. ...
Οι σχεδόν πάντα αριθμητικώς ασθενέστεροι Έλληνες δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να αναπτύξουν ειδικές δυνατότητες, οι οποίες θα τους επέτρεπαν να αντιμετωπίσουν επί ίσοις όροις τους πολυπληθείς αντιπάλους τους. Δυστυχώς η υψηλή τεχνολογία χρησιμοποιήθηκε όμως και στους αδελφοκτόνους πολέμους, μεταξύ των Ελλήνων, αν και όχι στην ίδια έκταση που χρησιμοποιήθηκε κατά των διαφόρων αλλοφύλων αντιπάλων, είτε αυτοί ελέγοντο Άριοι, είτε Πέρσες, είτε Ρωμαίοι, είτε Οθωμανοί, είτε οπωσδήποτε αλλιώς.
Η κομβική θέση του Βυζαντίου στην ιστορία του πολιτισμού -θέση η οποία ενισχύεται από τη μακροβιότητα μίας αυτοκρατορίας που γεννήθηκε στα τέλη της Αρχαιότητος για να πεθάνει λίγο πριν την Αναγέννηση- είναι εμφανής σε πολλούς τομείς. O τομέας του πολέμου στο Βυζάντιο γνώρισε συνεχείς εξελίξεις στην επινόηση νέων όπλων και στη βελτίωση των υπαρχόντων, αποτέλεσμα της προσπάθειας υπερίσχυσης έναντι του αντιπάλου και αντιμετώπισης των επιθετικών του διαθέσεων. Η επέλαση των Αράβων το 673 στη Συρία, δημιούργησε ένα κύμα προσφύγων που κατέφυγε μέσα στα ασφαλή τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Η κομβική θέση του Βυζαντίου στην ιστορία του πολιτισμού -θέση η οποία ενισχύεται από τη μακροβιότητα μίας αυτοκρατορίας που γεννήθηκε στα τέλη της Αρχαιότητος για να πεθάνει λίγο πριν την Αναγέννηση- είναι εμφανής σε πολλούς τομείς. O τομέας του πολέμου στο Βυζάντιο γνώρισε συνεχείς εξελίξεις στην επινόηση νέων όπλων και στη βελτίωση των υπαρχόντων, αποτέλεσμα της προσπάθειας υπερίσχυσης έναντι του αντιπάλου και αντιμετώπισης των επιθετικών του διαθέσεων. Η επέλαση των Αράβων το 673 στη Συρία, δημιούργησε ένα κύμα προσφύγων που κατέφυγε μέσα στα ασφαλή τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν κι ένας Έλληνας της Συρίας, ονόματι Καλλίνικος, ο οποίος κουβαλούσε μαζί του μιαν εκρηκτική συνταγή ενός πρωτάκουστου όπλου, ενός υπερόπλου που θα έμενε στην Ιστορία ως το «υγρόν πυρ» ή αλλιώς «Ελληνικόν πυρ» ή και ως «θαλάσσιον πυρ». Παρόμοιες πρωτόλειες τεχνικές χρησιμοποιούσε ήδη και ο στρατός των Ρωμαίων, όπως και οι Πέρσες. Ωστόσο το «Υγρό Πυρ» των Βυζαντινών ξεχώριζε χαρακτηριστικά από την εξελιγμένη σύνθεση των εμπρηστικών υλών που χρησιμοποιούσαν αλλά κυρίως από την τεχνολογία παροχέτευσης, δηλαδή τον προηγμένο μηχανισμό ψεκασμού του εύφλεκτου υλικού.
Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ή εν συντομία Βυζάντιο, στην μακραίωνη πορεία της (324 μ.Χ., θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης, 330 μ.Χ. - 1453 μ.Χ., εγκαίνια - πτώση και άλωση της
Κωνσταντινούπολης), υπήρξε ως κράτος για χίλια και πλέον χρόνια, πέτυχε να ανέλθει στον
πολιτισμικό στίβο και να χαρακτηρίζει ολόκληρη εποχή, τη λεγόμενη «Βυζαντινή Περίοδο», αλλά και την μετέπειτα που χαρακτηρίζεται ως «Μεταβυζαντινή». Αν και ξεκίνησε σε πολιτικό και διοικητικό επίπεδο ως εξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους, γρήγορα απέκτησε την ταυτότητά της ως Χριστιανική και μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών ως Ορθόδοξη Χριστιανική, και Ελληνική Αυτοκρατορία.
Το Χριστιανικό και το Ελληνικό στοιχείο συνθέτουν δυναμικά την πολιτισμική της ιδιοτυπία. Οι
εκφράσεις του Βυζαντινού πολιτισμού είναι ποικίλες και πολυδιάστατες: παιδεία, γράμματα, καλές τέχνες (π.χ. αγιογραφία), μουσική (π.χ. υμνογραφία), αρχιτεκτονική (π.χ. τα περίφημα τριπλά
διαβαθμιζόμενα τείχη της Κωνσταντινούπολης και οι τρεις τάφροι πέριξ των τειχών με την εξωτερική τάφρο να είναι υδάτινη, ο ναός της Αγίας Σοφίας, διαχρονικό σύμβολο του Χριστιανισμού και του
Ελληνισμού, με αρχιτέκτονες τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις και τον Ισίδωρο από τη Μίλητο της Μ.
Ασίας, ο οποίος είναι ο πρώτος ναός με τον καινούργιο ρυθμό της βασιλικής μετά τρούλου.
Την οποία Αγία Σοφία αντικρίζοντας ο Ιουστινιανός Α' λέγεται ότι αναφώνησε «Νενίκηκάς σε,
Σολομών», και η γενικότερη οικοδομική ανάπτυξη και πολιτική με μνημειακό γνώμονα που ασκήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄), πολεμική τεχνολογία, θρησκεία, επιστήμες όπως ιατρική -
χειρουργική (π.χ. η «Σύνοψις Ιστοριών» του Σκυλίτζη αναφέρει την πρώτη καταγεγραμμένη στον
κόσμο επέμβαση χωρισμού Σιαμαίων στην Κωνσταντινούπολη, περίπου 944 - 948, απόδειξη του
υψηλού επιπέδου της Βυζαντινής ιατρικής χειρουργικής), εξωτερική πολιτική και διπλωματία κ.α.
Επίσης, ο λαμπρός και προηγμένος πολιτισμός που δημιουργήθηκε εκείνη την περίοδο στην Ανατολή αντιδιαστέλλεται σαφώς με τον επονομαζόμενο «Μεσαίωνα», την παράλληλη χρονικά περίοδο που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό της Δύσης, με κυρίαρχα γνωρίσματα την οπισθοδρόμηση και το
σκοταδισμό, εξ ου και ο χαρακτηρισμός του «Σκοτεινά Χρόνια» («Dark Ages»). Ο δυτικός πολιτισμός ήταν και, εκτός των υπολοίπων, ανταγωνιστικός σε διάφορες παραμέτρους προς το Βυζάντιο και τον πολιτισμό του. Το μέγεθος και η αξία του Βυζαντινού πολιτισμού προβάλλουν αντιθετικά προς τη στατική και σκοταδιστική Μεσαιωνική Δύση.
Παράλληλα, είναι αδιαμφισβήτητη η προσφορά του και η ώθηση που προσέδωσε σ’ αυτήν, αφού μετά την Άλωση της Πόλης διδάσκαλοι και λόγιοι του Βυζαντίου μεταναστεύουν στη Δύση όπου
μεταλαμπαδεύουν τον Ελληνικό πολιτισμό και τις ανθρωπιστικές αξίες και αρχές του, όπου
βασίστηκε η δυτική Αναγέννηση (15ος - 16ος αιώνας). Η δημιουργία του Βυζαντίου και η εξέλιξή του συνδέεται άμεσα με την ίδρυση και την εξέλιξη της πρωτεύουσάς του, της Κωνσταντινούπολης. Η Κωνσταντινούπολη ιδρύεται από το Μεγάλο Κωνσταντίνο όταν αυτός, ως Ρωμαίος Αυτοκράτορας,
αποφασίζει να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο αρχαίο Βυζάντιο.
Στον Κεράτιο Κόλπο και στη νότια πλευρά του πορθμού του Βοσπόρου με είσοδο από το Αιγαίο
Πέλαγος, εκεί θέλει να κτίσει ο Μεγάλος Κωνσταντίνος τη «Nova Roma», τη «Νέα Ρώμη». Ο ιδρυτής της, δίνει αυτό το όνομα στην Πόλη, η Νέα Ρώμη, αλλά η ονομασία του λαού ως «Πόλη του
Κωνσταντίνου» δηλαδή, «Κωνσταντινούπολη» επικρατεί ως σήμερα. Η επιλογή της τοποθεσίας του Βυζαντίου δεν ήταν τυχαία. Εκτός των άλλων παραμέτρων βάσει των οποίων ο Μέγας Κωνσταντίνος τελικά επιλέγει, θεμελιώνει και κτίζει εκεί την πρωτεύουσα του κράτους του ήταν και η φυσική
οχύρωση και προστασία.
Το Βυζάντιο και ιδιαίτερα η ακρόπολή του προστατευόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη θάλασσα με εξαίρεση τη δυτική πλευρά, η οποία προφυλασσόταν με τείχη, πράγμα που προσέδιδε πλεονέκτημα στη δυνατότητα υπεράσπισής της έναντι των ουκ ολίγων εχθρικών επιθέσεων, επελάσεων,
πολιορκιών, επιδρομών και διεκδικήσεων. Η προστασία και η επιβίωση της μακραίωνης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία απλωνόταν σε τεράστια έκταση, συνάμα και της Βασιλεύουσας, από
εχθρούς, υπήρξε μέγιστο ζητούμενο. Η απόκρουση και η αποσόβηση των κινδύνων των εχθρικών
επιχειρήσεων και επιθέσεων, ώστε να διασφαλιστεί η ακεραιότητά της, αξίωνε αξιόμαχο και ευκλεές στράτευμα που θα διέθετε τον ανάλογο οπλισμό.
Συνάμα, απαιτούσε και την κατάλληλη υλικοτεχνική οργάνωση και υποδομή, σε επίπεδο πολέμου,
άμυνας και επίθεσης (κατασκευαστική δραστηριότητα, οχυρωματική αρχιτεκτονική, ανάπτυξη
τειχοποιίας, οχυρώσεις, επιτειχισμοί, ικανός πολεμικός στόλος και χερσαίο στράτευμα, πολεμική
τεχνολογία, εξέλιξη οπλικών συστημάτων, πολιορκητική τέχνη, με ενδεικτικό έργο το «Περί
Πολιορκητικής» του Ήρωνα του Βυζάντιου, στρατιωτικές και ναυτικές βάσεις, κ.τ.λ.), πέρα από την επιλογή της διπλωματικής τέχνης και των ελιγμών σε επίπεδο ειρήνης, όπως συνθήκες ειρήνης,
συμμαχίες, διπλωματικοί γάμοι με ξένους ηγεμόνες ή ξένες πριγκήπισσες, κ.α.
Κι όλα αυτά γιατί ήταν το κέντρο του τότε κόσμου, με έντονη πολιτισμική - πνευματική δράση και ισχυρή κρατική εξουσία, αλλά και λόγω της συσσώρευσης του μεγαλύτερου μέρους του τότε
παγκόσμιου πλούτου στην Αυτοκρατορία και ιδιαίτερα στην υπερέχουσα Βασιλίδα των πόλεων.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΑ
Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπη με λαούς που ήθελαν να καταλάβουν τα εδάφη της. Στην προσπάθεια οργάνωσης της άμυνας, οι Βυζαντινές πόλεις αποτελούσαν βασικό άξονα της πολιτικής, στρατιωτικής και εκκλησιαστικής διοίκησης και γι’ αυτό η οχύρωσή τους υπήρξε πρωτεύον μέλημα της Αυτοκρατορικής διοίκησης. Σύμφωνα με το έργο του Προκοπίου ''Περί κτισμάτων'', ο Ιουστινιανός σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της άμυνας του κράτους, χορήγησε χρήματα για να ανακατασκευαστούν τα τείχη πολλών υφιστάμενων πόλεων και για να ιδρυθούν ή να ενισχυθούν με οχυρώσεις τα ειδικής σημασίας στρατηγικά σημεία.
Παράλληλα, οργάνωσε ένα δίκτυο νέων οχυρωμένων πόλεων σε καίριες θέσεις ώστε να εξασφαλιστεί η προστασία των δρόμων και των κόμβων του εμπορίου. Η οχυρωματική τέχνη δεν ήταν άγνωστη στον αρχαίο κόσμο, όμως στη διάρκεια του Βυζαντίου αναπτύχθηκε πολύ με πολλά και εντυπωσιακά παραδείγματα σε όλη την Αυτοκρατορία. Οχυρωμένες πόλεις, ακροπόλεις, κάστρα, πύργοι διατειχίσματα εξυπηρετούσαν την άμυνα του κράτους και εξασφάλιζαν προστασία στους κατοίκους του. Αν και ο Αυτοκράτορας και οι ανώτατοι αξιωματούχοι στηρίζονταν κυρίως στη διπλωματία για την αντιμετώπιση των εχθρικών διαθέσεων των γειτόνων, η οργάνωση του στρατού και του ναυτικού προέβαλε ως επιτακτική ανάγκη.
Η οργάνωση του στρατού στηρίχθηκε στα δύο σώματα: τους λιμιτανέους και τους κομιτατήσιους. Οι λιμιτανέοι ήταν γεωργοί εγκατεστημένοι στα σύνορα, στους οποίους το κράτος παραχωρούσε καλλιεργήσιμη γη με την υποχρέωση να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες. Οι κομιτατήσιοι ήταν ο τακτικός στρατός, υπό την αρχηγία του Αυτοκράτορα, που μπορούσε να μεταφερθεί όπου υπήρχε ανάγκη. Άλλα σώματα στρατού ήταν οι σύμμαχοι, οι βουκελλάριοι και οι ομόσπονδοι, που αποτελούνταν από ξένους μισθοφόρους. Ο Βυζαντινός στρατός όμως, όσο καλά οργανωμένος κι αν ήταν, δε θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ετοιμοπόλεμο και αξιόμαχο σύνολο.
Ένα αξιόμαχο σύνολο ικανό να εγγυηθεί την ακεραιότητα των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την ασφάλεια των κατοίκων της, αν δε συνοδευόταν από κατάλληλο στρατιωτικό εξοπλισμό (πανοπλία και κράνος) και όπλα. Τα επιθετικά όπλα διακρίνονται στα αγχέμαχα (ξίφος, λόγχη, ρόπαλο, τσεκούρι, τόξα και βέλη) που προορίζονταν για μάχες σώμα με σώμα, και στα εκηβόλα που χτυπούσαν τον εχθρό από απόσταση. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκαν τα τειχομαχικά, όσα δηλαδή χρησιμοποιούνταν στις πολιορκίες κάστρων, όπως ο πολιορκητικός κριός, το πετροβόλον, οιελεπόλεις και η χελώνη.
Πέραν του στρατού ξηράς, στο Βυζάντιο οργανώθηκε ιδιαίτερα και το ναυτικό, ως οργανικό τμήμα της διοίκησης των θεμάτων. Έτσι, δημιουργήθηκε ο στόλος των επαρχιών, τα θεματικά πλώιμα, με επικεφαλής στρατηγούς ή δρουγγάριους. Το βασιλικόν πλώιμον ήταν ανεξάρτητος στόλος για την άμυνα της πρωτεύουσας με επικεφαλής τον δρουγγάριο, που είχε ρόλο γενικού ναυάρχου. Το Βυζαντινό πολεμικό ναυτικό διέθετε δρόμωνες, τα δρομώνια και τα χελάνδια που ήταν πλοία εξοπλισμένα αφενός με «ξυλόκαστρα», απ’ όπου οι πολεμιστές μπορούσαν να εκσφενδονίζουν βλήματα εναντίον των εχθρικών πλοίων και αφετέρου με εκτοξευτικές μηχανές για τους «σίφωνες», τα πήλινα ή μεταλλικά δοχεία που περιείχαν το υγρό πυρ.
Το υγρό πυρ αποτελούσε την πιο τελειοποιημένη έκδοση των μέχρι τότε γνωστών εμπρηστικών υλών για πολεμικούς σκοπούς. Η κύρια επιτυχία του κατά τις ναυμαχίες ήταν ότι επέφερε τη σύγχυση και τον πανικό στον εκάστοτε εχθρικό στόλο, που τρεπόταν σε φυγή εξαιτίας της πυρκαγιάς και της κακής επίδρασής της στο ηθικό των πληρωμάτων των ξύλινων πλοίων.
Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ή εν συντομία Βυζάντιο, στην μακραίωνη πορεία της (324 μ.Χ., θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης, 330 μ.Χ. - 1453 μ.Χ., εγκαίνια - πτώση και άλωση της
Κωνσταντινούπολης), υπήρξε ως κράτος για χίλια και πλέον χρόνια, πέτυχε να ανέλθει στον
πολιτισμικό στίβο και να χαρακτηρίζει ολόκληρη εποχή, τη λεγόμενη «Βυζαντινή Περίοδο», αλλά και την μετέπειτα που χαρακτηρίζεται ως «Μεταβυζαντινή». Αν και ξεκίνησε σε πολιτικό και διοικητικό επίπεδο ως εξέλιξη του Ρωμαϊκού κράτους, γρήγορα απέκτησε την ταυτότητά της ως Χριστιανική και μετά το Σχίσμα των Εκκλησιών ως Ορθόδοξη Χριστιανική, και Ελληνική Αυτοκρατορία.
Το Χριστιανικό και το Ελληνικό στοιχείο συνθέτουν δυναμικά την πολιτισμική της ιδιοτυπία. Οι
εκφράσεις του Βυζαντινού πολιτισμού είναι ποικίλες και πολυδιάστατες: παιδεία, γράμματα, καλές τέχνες (π.χ. αγιογραφία), μουσική (π.χ. υμνογραφία), αρχιτεκτονική (π.χ. τα περίφημα τριπλά
διαβαθμιζόμενα τείχη της Κωνσταντινούπολης και οι τρεις τάφροι πέριξ των τειχών με την εξωτερική τάφρο να είναι υδάτινη, ο ναός της Αγίας Σοφίας, διαχρονικό σύμβολο του Χριστιανισμού και του
Ελληνισμού, με αρχιτέκτονες τον Ανθέμιο από τις Τράλλεις και τον Ισίδωρο από τη Μίλητο της Μ.
Ασίας, ο οποίος είναι ο πρώτος ναός με τον καινούργιο ρυθμό της βασιλικής μετά τρούλου.
Την οποία Αγία Σοφία αντικρίζοντας ο Ιουστινιανός Α' λέγεται ότι αναφώνησε «Νενίκηκάς σε,
Σολομών», και η γενικότερη οικοδομική ανάπτυξη και πολιτική με μνημειακό γνώμονα που ασκήθηκε από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄), πολεμική τεχνολογία, θρησκεία, επιστήμες όπως ιατρική -
χειρουργική (π.χ. η «Σύνοψις Ιστοριών» του Σκυλίτζη αναφέρει την πρώτη καταγεγραμμένη στον
κόσμο επέμβαση χωρισμού Σιαμαίων στην Κωνσταντινούπολη, περίπου 944 - 948, απόδειξη του
υψηλού επιπέδου της Βυζαντινής ιατρικής χειρουργικής), εξωτερική πολιτική και διπλωματία κ.α.
Επίσης, ο λαμπρός και προηγμένος πολιτισμός που δημιουργήθηκε εκείνη την περίοδο στην Ανατολή αντιδιαστέλλεται σαφώς με τον επονομαζόμενο «Μεσαίωνα», την παράλληλη χρονικά περίοδο που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό της Δύσης, με κυρίαρχα γνωρίσματα την οπισθοδρόμηση και το
σκοταδισμό, εξ ου και ο χαρακτηρισμός του «Σκοτεινά Χρόνια» («Dark Ages»). Ο δυτικός πολιτισμός ήταν και, εκτός των υπολοίπων, ανταγωνιστικός σε διάφορες παραμέτρους προς το Βυζάντιο και τον πολιτισμό του. Το μέγεθος και η αξία του Βυζαντινού πολιτισμού προβάλλουν αντιθετικά προς τη στατική και σκοταδιστική Μεσαιωνική Δύση.
Παράλληλα, είναι αδιαμφισβήτητη η προσφορά του και η ώθηση που προσέδωσε σ’ αυτήν, αφού μετά την Άλωση της Πόλης διδάσκαλοι και λόγιοι του Βυζαντίου μεταναστεύουν στη Δύση όπου
μεταλαμπαδεύουν τον Ελληνικό πολιτισμό και τις ανθρωπιστικές αξίες και αρχές του, όπου
βασίστηκε η δυτική Αναγέννηση (15ος - 16ος αιώνας). Η δημιουργία του Βυζαντίου και η εξέλιξή του συνδέεται άμεσα με την ίδρυση και την εξέλιξη της πρωτεύουσάς του, της Κωνσταντινούπολης. Η Κωνσταντινούπολη ιδρύεται από το Μεγάλο Κωνσταντίνο όταν αυτός, ως Ρωμαίος Αυτοκράτορας,
αποφασίζει να μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο αρχαίο Βυζάντιο.
Στον Κεράτιο Κόλπο και στη νότια πλευρά του πορθμού του Βοσπόρου με είσοδο από το Αιγαίο
Πέλαγος, εκεί θέλει να κτίσει ο Μεγάλος Κωνσταντίνος τη «Nova Roma», τη «Νέα Ρώμη». Ο ιδρυτής της, δίνει αυτό το όνομα στην Πόλη, η Νέα Ρώμη, αλλά η ονομασία του λαού ως «Πόλη του
Κωνσταντίνου» δηλαδή, «Κωνσταντινούπολη» επικρατεί ως σήμερα. Η επιλογή της τοποθεσίας του Βυζαντίου δεν ήταν τυχαία. Εκτός των άλλων παραμέτρων βάσει των οποίων ο Μέγας Κωνσταντίνος τελικά επιλέγει, θεμελιώνει και κτίζει εκεί την πρωτεύουσα του κράτους του ήταν και η φυσική
οχύρωση και προστασία.
Το Βυζάντιο και ιδιαίτερα η ακρόπολή του προστατευόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη θάλασσα με εξαίρεση τη δυτική πλευρά, η οποία προφυλασσόταν με τείχη, πράγμα που προσέδιδε πλεονέκτημα στη δυνατότητα υπεράσπισής της έναντι των ουκ ολίγων εχθρικών επιθέσεων, επελάσεων,
πολιορκιών, επιδρομών και διεκδικήσεων. Η προστασία και η επιβίωση της μακραίωνης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία απλωνόταν σε τεράστια έκταση, συνάμα και της Βασιλεύουσας, από
εχθρούς, υπήρξε μέγιστο ζητούμενο. Η απόκρουση και η αποσόβηση των κινδύνων των εχθρικών
επιχειρήσεων και επιθέσεων, ώστε να διασφαλιστεί η ακεραιότητά της, αξίωνε αξιόμαχο και ευκλεές στράτευμα που θα διέθετε τον ανάλογο οπλισμό.
Συνάμα, απαιτούσε και την κατάλληλη υλικοτεχνική οργάνωση και υποδομή, σε επίπεδο πολέμου,
άμυνας και επίθεσης (κατασκευαστική δραστηριότητα, οχυρωματική αρχιτεκτονική, ανάπτυξη
τειχοποιίας, οχυρώσεις, επιτειχισμοί, ικανός πολεμικός στόλος και χερσαίο στράτευμα, πολεμική
τεχνολογία, εξέλιξη οπλικών συστημάτων, πολιορκητική τέχνη, με ενδεικτικό έργο το «Περί
Πολιορκητικής» του Ήρωνα του Βυζάντιου, στρατιωτικές και ναυτικές βάσεις, κ.τ.λ.), πέρα από την επιλογή της διπλωματικής τέχνης και των ελιγμών σε επίπεδο ειρήνης, όπως συνθήκες ειρήνης,
συμμαχίες, διπλωματικοί γάμοι με ξένους ηγεμόνες ή ξένες πριγκήπισσες, κ.α.
Κι όλα αυτά γιατί ήταν το κέντρο του τότε κόσμου, με έντονη πολιτισμική - πνευματική δράση και ισχυρή κρατική εξουσία, αλλά και λόγω της συσσώρευσης του μεγαλύτερου μέρους του τότε
παγκόσμιου πλούτου στην Αυτοκρατορία και ιδιαίτερα στην υπερέχουσα Βασιλίδα των πόλεων.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΠΟΛΕΜΙΚΑ
Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπη με λαούς που ήθελαν να καταλάβουν τα εδάφη της. Στην προσπάθεια οργάνωσης της άμυνας, οι Βυζαντινές πόλεις αποτελούσαν βασικό άξονα της πολιτικής, στρατιωτικής και εκκλησιαστικής διοίκησης και γι’ αυτό η οχύρωσή τους υπήρξε πρωτεύον μέλημα της Αυτοκρατορικής διοίκησης. Σύμφωνα με το έργο του Προκοπίου ''Περί κτισμάτων'', ο Ιουστινιανός σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της άμυνας του κράτους, χορήγησε χρήματα για να ανακατασκευαστούν τα τείχη πολλών υφιστάμενων πόλεων και για να ιδρυθούν ή να ενισχυθούν με οχυρώσεις τα ειδικής σημασίας στρατηγικά σημεία.
Παράλληλα, οργάνωσε ένα δίκτυο νέων οχυρωμένων πόλεων σε καίριες θέσεις ώστε να εξασφαλιστεί η προστασία των δρόμων και των κόμβων του εμπορίου. Η οχυρωματική τέχνη δεν ήταν άγνωστη στον αρχαίο κόσμο, όμως στη διάρκεια του Βυζαντίου αναπτύχθηκε πολύ με πολλά και εντυπωσιακά παραδείγματα σε όλη την Αυτοκρατορία. Οχυρωμένες πόλεις, ακροπόλεις, κάστρα, πύργοι διατειχίσματα εξυπηρετούσαν την άμυνα του κράτους και εξασφάλιζαν προστασία στους κατοίκους του. Αν και ο Αυτοκράτορας και οι ανώτατοι αξιωματούχοι στηρίζονταν κυρίως στη διπλωματία για την αντιμετώπιση των εχθρικών διαθέσεων των γειτόνων, η οργάνωση του στρατού και του ναυτικού προέβαλε ως επιτακτική ανάγκη.
Η οργάνωση του στρατού στηρίχθηκε στα δύο σώματα: τους λιμιτανέους και τους κομιτατήσιους. Οι λιμιτανέοι ήταν γεωργοί εγκατεστημένοι στα σύνορα, στους οποίους το κράτος παραχωρούσε καλλιεργήσιμη γη με την υποχρέωση να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες. Οι κομιτατήσιοι ήταν ο τακτικός στρατός, υπό την αρχηγία του Αυτοκράτορα, που μπορούσε να μεταφερθεί όπου υπήρχε ανάγκη. Άλλα σώματα στρατού ήταν οι σύμμαχοι, οι βουκελλάριοι και οι ομόσπονδοι, που αποτελούνταν από ξένους μισθοφόρους. Ο Βυζαντινός στρατός όμως, όσο καλά οργανωμένος κι αν ήταν, δε θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ετοιμοπόλεμο και αξιόμαχο σύνολο.
Ένα αξιόμαχο σύνολο ικανό να εγγυηθεί την ακεραιότητα των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την ασφάλεια των κατοίκων της, αν δε συνοδευόταν από κατάλληλο στρατιωτικό εξοπλισμό (πανοπλία και κράνος) και όπλα. Τα επιθετικά όπλα διακρίνονται στα αγχέμαχα (ξίφος, λόγχη, ρόπαλο, τσεκούρι, τόξα και βέλη) που προορίζονταν για μάχες σώμα με σώμα, και στα εκηβόλα που χτυπούσαν τον εχθρό από απόσταση. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκαν τα τειχομαχικά, όσα δηλαδή χρησιμοποιούνταν στις πολιορκίες κάστρων, όπως ο πολιορκητικός κριός, το πετροβόλον, οιελεπόλεις και η χελώνη.
Πέραν του στρατού ξηράς, στο Βυζάντιο οργανώθηκε ιδιαίτερα και το ναυτικό, ως οργανικό τμήμα της διοίκησης των θεμάτων. Έτσι, δημιουργήθηκε ο στόλος των επαρχιών, τα θεματικά πλώιμα, με επικεφαλής στρατηγούς ή δρουγγάριους. Το βασιλικόν πλώιμον ήταν ανεξάρτητος στόλος για την άμυνα της πρωτεύουσας με επικεφαλής τον δρουγγάριο, που είχε ρόλο γενικού ναυάρχου. Το Βυζαντινό πολεμικό ναυτικό διέθετε δρόμωνες, τα δρομώνια και τα χελάνδια που ήταν πλοία εξοπλισμένα αφενός με «ξυλόκαστρα», απ’ όπου οι πολεμιστές μπορούσαν να εκσφενδονίζουν βλήματα εναντίον των εχθρικών πλοίων και αφετέρου με εκτοξευτικές μηχανές για τους «σίφωνες», τα πήλινα ή μεταλλικά δοχεία που περιείχαν το υγρό πυρ.
Το υγρό πυρ αποτελούσε την πιο τελειοποιημένη έκδοση των μέχρι τότε γνωστών εμπρηστικών υλών για πολεμικούς σκοπούς. Η κύρια επιτυχία του κατά τις ναυμαχίες ήταν ότι επέφερε τη σύγχυση και τον πανικό στον εκάστοτε εχθρικό στόλο, που τρεπόταν σε φυγή εξαιτίας της πυρκαγιάς και της κακής επίδρασής της στο ηθικό των πληρωμάτων των ξύλινων πλοίων.
Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπη με λαούς που ήθελαν να καταλάβουν τα εδάφη της. Επιδίωξη όλων των Αυτοκρατόρων και των ανώτατων αξιωματούχων ήταν πάντοτε η επίλυση των προβλημάτων με τους γείτονες με διπλωματικά μέσα· πολλές φορές όμως η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Γι’ αυτό μεγάλη σημασία δόθηκε στην καλή οργάνωση του στρατού και του ναυτικού.
Ο Στρατός Ξηράς
Η οργάνωση του στρατού στηρίχθηκε στα δύο σώματα που είχαν δημιουργηθεί από τον Διοκλητιανό: τους λιμιτανέους και τους κομιτατήσιους. Ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος άλλαξε την οργάνωση και τη διοίκηση του στρατού, μεταρρύθμιση που ολοκλήρωσαν οι διάδοχοί του. Δημιουργήθηκαν στρατιωτικές μονάδες, τα θέματα, που βρίσκονταν μόνιμα εγκατεστημένα στις επαρχίες, με σκοπό να ενισχύσουν την άμυνά τους, οι οποίες, μάλιστα, πήραν το όνομά τους από αυτές, π.χ. η περιοχή όπου υπηρετούσαν οι δυνάμεις από την Αρμενία ονομάστηκε θέμα Αρμενιάκων, η περιοχή των Θρακών Θρακώον θέμα κ.ο.κ. Το κάθε θέμα αποτελούσαν από δύο ως τέσσερις τούρμες, ανάλογα με την έκτασή του, με επικεφαλής τον τουρμάρχη.
Η τούρμα χωριζόταν σε δρούγγους με επικεφαλής έναν δρουγγάριο, και οι δρούγγοι σε βάνδα. Κάθε βάνδο είχε 300 - 400 άνδρες και τους διοικούσε ένας κόμης. Επικεφαλής κάθε θέματος ήταν ο στρατηγός, που διοριζόταν συνήθως για διάστημα από τρία έως τέσσερα έτη. Τα στρατεύματα των θεμάτων αποτελούνταν από επαγγελματίες στρατιώτες που ήταν εγκατεστημένοι στην έδρα του στρατηγού και σε στρατηγικής σημασίας πόλεις-κάστρα. Υπήρχαν ωστόσο και στρατιώτες - γεωργοί που ήταν εγκατεστημένοι σε κτήματα που το κράτος τούς είχε παραχωρήσει, με την υποχρέωση να παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε καιρό πολέμου.
Σε περιοχές κοντά στα σύνορα, υπήρχαν στρατιωτικά σώματα που τα πρόσεχαν, τα οποία ονομάζονταν κλεισούρες (όπως λέγονται και τα στενά περάσματα ανάμεσα σε δύο βουνά) και είχαν διοικητή τους τον κλεισουράρχη. Με τα στρατεύματα των κλεισουρών είχαν σχέση και οι ακρίτες, που αποτελούσαν στρατιωτικά σώματα επίσης ταγμένα για τη φύλαξη των συνόρων. Από τον 9ο αιώνα οι κύριες δυνάμεις της Αυτοκρατορίας αποτελούνταν από τα τάγματα, δηλαδή τις στρατιωτικές μονάδες που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη ή σε άλλες μεγάλες πόλεις και αποτελούνταν από επίλεκτες μονάδες. Τα σημαντικότερα από αυτά ήταν:
α) Οι σχολές που ήταν σώμα από έφιππους και πεζούς στρατιώτες.
β) Οι εξκουβίτορες που χρησιμοποιούνταν συχνά σε εμπιστευτικές αποστολές.
γ) Το σώμα του «αριθμού» ή της βίγλας κύρια αποστολή του οποίου ήταν η φρούρηση του παλατιού.
δ) Οι ικανάτοι που ήταν και το νεώτερο σώμα της φρουράς. Διοικητές των σωμάτων αυτών ήταν οι δομέστικοι και οι δρουγγάριοι.
Η προσωπική φρουρά του Αυτοκράτορα ονομαζόταν ''εταιρία'' και αποτελούνταν από ξένους μισθοφόρους. Τα καθήκοντα των στρατιωτικών σωμάτων ήταν καθορισμένα με ακρίβεια και η διοίκησή τους στηριζόταν στην τάξη και την πειθαρχία, ενώ ποινές προβλέπονταν για παραπτώματα όπως ανυπακοή, λιποταξία, εγκατάλειψη όπλων κ.ά. Το στρατό, ιδίως σε περιπτώσεις εκστρατειών, ακολουθούσε μεγάλος αριθμός ανθρώπων που πρόσφεραν υποστηρικτικές υπηρεσίες, το τούλδον όπως το έλεγαν (επιμελητεία), στο οποίο ανήκαν οι πεταλωτήδες, οι σιδεράδες, οι μάγειροι, οι νοσοκόμοι, καθώς και τα ζώα που μετέφεραν τον εξοπλισμό (εργαλεία, σκηνές, τρόφιμα, όπλα κ.ά.).
Στο βοηθητικό προσωπικό ανήκαν οι ρήτορες και οι κήρυκες (καντάτορες) που εμψύχωναν τους πολεμιστές, οι αγγελιοφόροι (μανδάτορες) που εξασφάλιζαν την επικοινωνία μεταξύ των σωμάτων, οι καλλιτέχνες που διασκέδαζαν τους πολεμιστές, οι κληρικοί που λειτουργούσαν στα στρατόπεδα και στα πεδία της μάχης. Επιπλέον, οι στρατιώτες είχαν δικαίωμα να παίρνουν μαζί τους δούλους ή υπηρέτες για να τους εξυπηρετούν σε διάφορες πρακτικές τους ανάγκες. Η θητεία στον στρατό διαρκούσε πολλά χρόνια. Ορισμένοι, για να αποφύγουν τη στράτευση, γίνονταν μοναχοί ή ακόμα έφταναν στο σημείο να ακρωτηριάζουν μέλη του σώματός τους.
Οι πλούσιοι εξαγόραζαν τη στρατιωτική τους θητεία καταβάλλοντας χρηματικά ποσά που το κράτος χρησιμοποιούσε για να πληρώσει τους μισθοφόρους. Όμως, ο στρατός ήταν μια λύση για όσους δεν είχαν περιουσία. Η αμοιβή ενός στρατιωτικού εκτός από τον τακτικό μισθό, τη ρόγα όπως την έλεγαν, που ήταν ανάλογος με το αξίωμα και με το σώμα όπου υπηρετούσε, περιλάμβανε μερίδιο από τα λάφυρα, φορολογικές απαλλαγές και σιτηρέσιο (ψωμί, κρασί, λάδι και κρέας). Επίσης, οι στρατιωτικοί λάμβαναν και έκτακτες παροχές από τον Αυτοκράτορα, όταν ανέβαινε στον θρόνο ή παντρευόταν ή όταν εορτάζονταν σημαντικά γεγονότα.
Ο Κεκαυμένος, στο έργο του ''Λόγος Νουθετητικός προς Βασιλέα'' συστήνει να μην μειώνεται ποτέ ο μισθός των στρατιωτών, για να μην υπάρξει κίνδυνος να λιποτακτήσουν (να πάνε με το μέρος του εχθρού). Μετά την ήττα στο Ματζικέρτ (1071) ο στρατός των θεμάτων διαλύθηκε σιγά σιγά, και αντικαταστάθηκε από τον θεσμό της πρόνοιας, δηλαδή την παραχώρηση αγροκτημάτων και φορολογικών εσόδων σε ευγενείς και αξιωματούχους, τους προνοιάριους, με την υποχρέωση να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες σε περίοδο πολέμου. Αυτό το μέτρο όμως απέτυχε και ο στρατός μειώθηκε και βασίστηκε κυρίως στους μισθοφόρους, οι οποίοι βέβαια δεν πολεμούσαν με κίνητρο να σώσουν την πατρίδα τους, αλλά μόνο για τα χρήματα.
Το Ναυτικό
Η εξάπλωση των Αράβων τον 7ο αιώνα απείλησε την κυριαρχία των Βυζαντινών στη θάλασσα και οδήγησε στην αναδιοργάνωση του πολεμικού ναυτικού, το πλώιμον όπως το έλεγαν, επικεφαλής του οποίου τέθηκε ο στρατηγός των καραβησιάνων. Το ναυτικό οργανώθηκε ως οργανικό τμήμα της διοίκησης των θεμάτων. Έτσι, δημιουργήθηκε ο στόλος των επαρχιών, τα θεματικά πλώιμα, με επικεφαλής στρατηγούς ή δρουγγάριους . Το βασιλικόν πλώιμον ήταν ανεξάρτητος στόλος για την άμυνα της πρωτεύουσας με επικεφαλής τον δρουγγάριο του πλώιμου, τον γενικό ναύαρχο. Το κύριο πολεμικό πλοίο κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ήταν ο δρόμων που μπορούσε να μεταφέρει μέχρι 300 άνδρες, πολεμιστές και κωπηλάτες.
Άλλοι τύποι πολεμικών πλοίων ήταν το δρομώνιον και το χελάνδιον. Πριν από κάθε αναχώρηση του στόλου, τα πλοία και τους άνδρες επιθεωρούσαν οι διοικητές τους, ενώ οι κληρικοί έψαλλαν ιδιαίτερη ακολουθία για να πάνε όλα καλά. Ο συνηθέστερος τρόπος ναυμαχίας ονομαζόταν πελαγολιμήν: ο πολεμικός στόλος ήταν σε παράταξη ημικυκλίου, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν ο δρόμωνας του ναυάρχου, για να δίνει διαταγές που θα την άκουγαν όλοι, ενώ στις άκρες βρίσκονταν οι πιο δυνατοί δρόμωνες. Άλλος τρόπος διάταξης ήταν η κατά μήκος επίθεση, με τις πρώρες στραμμένες προς τον εχθρό.
Σε αντίθεση με την αρχαία ναυτική τακτική, οι ναυμαχίες δεν στηρίζονταν πλέον στον εμβολισμό των εχθρικών πλοίων, αλλά στο πλεύρισμα και στην πρόσδεση στα εχθρικά πλοία· τότε οι στρατιώτες ορμούσαν και η μάχη δινόταν σώμα με σώμα. Με τα χρόνια, η ναυτική δύναμη του Βυζαντίου άρχισε να παρακμάζει και στα τέλη του 13ου αιώνα το ναυτικό διαλύθηκε, αφού πια το κράτος δεν μπορούσε να το συντηρήσει οικονομικά. Έτσι, οι Βενετοί και οι Γενουάτες που μέχρι τότε κατά καιρούς συμμαχούσαν με τον Βυζαντινό στόλο, κυριάρχησαν στη Μεσόγειο.
ΤΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΑ ΠΛΟΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Τα καράβια που για πολλούς αιώνες εξασφάλισαν την κυριαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στις Ελληνικές θάλασσες και την Μεσόγειο. Η ναυτική ιστορία του Βυζαντίου ξεκινά με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης (331 μ.Χ.) και την αναγόρευσή της σε πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καθώς ο Μέγας Κωνσταντίνος φρόντισε η νέα πόλη να έχει άρτιες λιμενικές εγκαταστάσεις. Ο μετέπειτα Άγιος της Χριστιανικής θρησκείας μερίμνησε για λιμάνι και στην Θεσσαλονίκη, αντιλαμβανόμενος την στρατηγική σημασία της πόλης του Θερμαϊκού για το μέλλον του κράτους.
Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, οι διάδοχοί του, δημιούργησαν στον Κεράτιο κόλπο και στην Προποντίδα ένα καλά οργανωμένο δίκτυο από τεχνητά λιμάνια, που αποδείχθηκαν σπουδαία για την οικονομική και κοινωνική ζωή της καρδιάς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μέσα σε φυσικά οχυρωμένους όρμους και κολπίσκους, κοντά σε μεγάλα δάση για την απρόσκοπτη εξεύρεση της κατάλληλης ξυλείας, ναυπηγούνταν τα πολεμικά και εμπορικά καράβια της εποχής (οι μικρές αυτές τοπικές εγκαταστάσεις κατασκευής πλοίων έμειναν γνωστές ως τις ημέρες μας ως αρσανάδες ή ταρσανάδες).
Η αρχαία ελληνική μέθοδος χτισίματος πλεουμένου φαίνεται πως παρέμεινε αναλλοίωτη ως τον 7ο μ.Χ. αιώνα, αφού οι πρώτες ενδείξεις που έχουμε για αλλαγή αυτής της τεχνικής προέρχονται από ένα ναυάγιο εκείνων των χρόνων, στην ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτό παρατηρήθηκε η υιοθέτηση μιας μικτής τεχνικής, όπου μετά την καρένα και την τοποθέτηση μικρού αριθμού μαδεριών του πετσώματος καρφώνονται νομείς (στραβόξυλα), στους οποίους στηρίζεται το υπόλοιπο πέτσωμα. Η επόμενη κατασκευαστική αλλαγή τεκμηριώθηκε από τους ιστορικούς σε ένα ναυάγιο του 11ου αιώνα, που βρέθηκε στην θαλάσσια περιοχή του Μαρμαρά.
Για την εξοικονόμηση ξυλείας και για να μειωθεί το βάρος των σκαφών, εγκαταλείφθηκε η σύνδεση του πετσώματος των μαδεριών με μόρσα, αφού τα πλοίαχτίζονταν πλέον πάνω σε νομείς και καλαφατίζονταν (η τεχνική αυτή συνεχίζεται και στις ημέρες μας). Παράλληλα όμως, από τα χρόνια εκείνα και μετά, τα πολεμικά καράβια του στόλου κατασκευάζονταν μόνο στα ναυπηγεία της Κωνσταντινούπολης και στα καλά οχυρωμένα πλησιέστερα λιμάνια, λόγω του σταδιακού περιορισμού των γεωγραφικών ορίων του Βυζαντινού κράτους. Τα εμπορικά πλοία της Βυζαντινής εποχής ταξίδευαν στη θάλασσα κατά κύριο λόγο με τα πανιά τους.
Σε αποχρώσεις του πράσινου, του κόκκινου και του κίτρινου, τα πανιά ήταν καμωμένα από λινάρι και είχαν τετράγωνο σχήμα. Από τον 6ο αιώνα μ.Χ. ξεκίνησε η χρήση και του τριγωνικού σχήματος, που σε συνδυασμό με τα τετράγωνα για τα μεγάλου μεγέθους σκάφη εξασφάλιζε αισθητά καλύτερα δεδομένα πλεύσης. Τα μικρότερα πλοία και οι βάρκες υιοθέτησαν αποκλειστικά το τριγωνικό πανί ως τις αρχές περίπου του 20ου αιώνα, που ο άνεμος ως κύρια κινητήρια δύναμη έδωσε τη θέση του στον ατμό.
Τα Πολεμικά Πλοία των Βυζαντινών
Το κύριο πολεμικό πλοίο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν ο ευκίνητος και ελαφρύς δρόμωνας, με διαστάσεις παραπλήσιες με εκείνες των τριήρεων (μήκος 40 - 50 μ. βύθισμα 5 μ., πλάτος 7 μ.). Το σκάφος που ανέλαβε το κύριο βάρος των ναυτικών αγώνων στη Μεσόγειο ήταν γνωστό και ως σιφωνοφόρο ή κακκαβοπυρφόρο, ανάλογα με τα οπλικά συστήματα που διέθετε, από τα οποία το πιο γνωστό είναι το υγρό πυρ. Πέρα από αυτό όμως ήταν εφοδιασμένο και με άλλου είδους μηχανές πολέμου, όπως για παράδειγμα οι τοξοβολίστρες και τα ξυλόκαστρα. Οι βαριού τύπου δρόμωνες έφεραν σε κάθε πλευρά δύο σειρές από 25 κουπιά, τα οποία χειρίζονταν κωπηλάτες, ο αριθμός των οποίων μπορούσε να φθάσει τα 230 άτομα.
Η χρήση των ιστίων, για την κίνηση του πλοίου, είχε μόνο βοηθητικό χαρακτήρα. Όλα τα σκάφη διέθεταν έμβολο, δύο πύργους και καταστρώματα, καθώς και ξυλόκαστρα, συνήθως γεμάτα με χύτρες που περιείχαν ασβέστη. Το υγρό πυρ, που παρασκευαζόταν σε λέβητες μέσα στο πλοίο, εκτοξευόταν από σωλήνες που κατέληγαν στα ακρόπρωρά του. Στο στόλο του Βυζαντικού ναυτικού συμπεριλαμβάνονταν ακόμη οι πάμφυλοι (με μήκος μικρότερο από τους δρόμωνες), οι γαλέες (για καταδρομικές επιχειρήσεις), τα χελάνδια (για την μεταφορά στρατευμάτων και ιππικού), δρόμωνες με μονές σειρές κουπιών (για ανιχνεύσεις) και τα βοηθητικού χαρακτήρα σανδάλια.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει για τα δρομώνια, που είχαν τη βάση τους στο λιμάνι του Βουκολέοντα: τα πολυτελή ταχύπλοα των λαμπερών Αυτοκρατόρων αποτελούσαν μια παραλλαγή του δρόμωνα, σε μικρότερες και σαφώς πιο βελτιωμένες εκδόσεις. Η ναυτική δύναμη του Βυζαντίου αποτελείτο από πέντε μεγάλους σχηματισμούς, τα πλώιμα, όπως σήμερα θα λέγαμε οι στόλοι. Αυτά ήταν οργανωμένα σύμφωνα με το επιτυχημένο -γι αρκετούς αιώνες, όπως αποδείχθηκε- θεματικό σύστημα, που στην στεριά εκφράστηκε ιδανικά στην επική μορφή και τον μύθο του Διγενή Ακρίτα. Κυρίαρχο πλώιμο είναι το Βασιλικό, που ελλιμενιζόταν στον Κεράτιο κόλπο και για πολλούς υπήρξε το πιο αξιόμαχο της Βυζαντινής ναυτοσύνης.
Οι υπόλοιποι τέσσερις σχηματισμοί είχαν έδρα την Σάμο, την Ρόδο, το Βόρειο Αιγαίο και τις Κυκλάδες. Πλεονέκτημά τους η ταχύτατη επάνδρωση, όποτε το υπαγόρευαν οι περιστάσεις, από τους -αμιγώς Ελληνικούς- πληθυσμούς που ζούσαν και δημιουργούσαν στα νησιά και στα παράλια του Αιγαίου πελάγους. Ως τον 7ο μ.Χ. αιώνα η κυριαρχία της Ανατολικής Αυτοκρατορίας δεν είχε αμφισβητηθεί από κανέναν και η Μεσόγειος μπορούσε τότε να χαρακτηριστεί χωρίς υπερβολή ως Βυζαντινή θάλασσα. Τα πλοία παρελάμβαναν χωρίς προβλήματα από κάθε γωνιά της επικράτειας εμπορεύματα και προϊόντα, για να μεταφέρουν στην συνέχεια στην Βασιλεύουσα και να κινηθεί ανάλογα ο τροχός του εμπορίου.
Η επέκταση των Αράβων στις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής άλλαξε τους συσχετισμούς, αφού οι τελευταίοι για τα επόμενα 300 χρόνια διεκδίκησαν όποτε και όπως μπορούσαν την κυριαρχία στη θάλασσα. Από τον 7ο ως τον 10ο αιώνα, παράλληλα με τους σκληρούς αγώνες ενάντια στα αραβικά φύλα στην ξηρά διεξήχθησαν μεγάλες αναμετρήσεις και στο υγρό στοιχείο, ενώ στην Μεσόγειο άνθισε ξανά το φαινόμενο της πειρατείας που είχε να εμφανιστεί από την εποχή του Πομπηίου. Υπήρξαν και περιπτώσεις όπου, για να αντιμετωπιστούν οι πολλαπλοί κίνδυνοι, συγκροτήθηκαν εξαιρετικά μεγάλες ναυτικές δυνάμεις: 1.100 σκάφη αναφέρονται επί Αυτοκράτορος Λέοντος Α'.
Ενώ ο Νικηφόρος Φωκάς ταξίδεψε το 961 μ.Χ. για την απελευθέρωση της Κρήτης με 3.300 πολεμικά πλοία (2.000 συνολικά ήταν οι δρόμωνες και τα χελάνδια εκείνης της εκστρατείας). Από τον 12ο μ.Χ. αιώνα, που οι Βενετοί και οι Γενουάτες επέκτειναν τις εμπορικές δραστηριότητες και τα συμφέροντά τους στο Αιγαίο, ο δραστικός χώρος του Βυζαντίου περιορίστηκε αισθητά και η ισχύς του ναυτικού του άρχισε βαθμιαία να μειώνεται. Την εποχή εκείνη ήρθε στη Μεσόγειο -από την Κίνα μέσω των Αράβων- και υιοθετήθηκε από τους Βυζαντινούς το τιμόνι, με τη μορφή του ξύλου και ενσωματωμένο στην πρύμνη, καταργώντας τα κουπιά - τιμόνια που ως τότε χρησιμοποιούνταν στην ναυσιπλοία.
Άλλοτε υπερόπλο των Βυζαντινών και φόβητρο των αντιπάλων σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, με συνταγή που παρέμεινε τους αιώνες που πέρασαν ένα καλά κρυμμένο στρατιωτικό μυστικό, αφού κανείς ως σήμερα δεν γνωρίζει επακριβώς την σύστασή του. Από τον 9ο αιώνα και για 300 περίπου χρόνια το υγρό πυρ χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα από το ναυτικό του Βυζαντίου, με εξαιρετική επιτυχία και αποφασιστική συμβολή στους πολεμικούς αγώνες, αφού αρκετές φορές έσωσε την Κωνσταντινούπολη και την Θεσσαλονίκη από την κατάληψη και την λεηλασία. Μάλιστα, ως την παύση της χρήσης του, κανένα εφεύρημα δεν κατόρθωσε να το αναχαιτίσει και να αποτελέσει το αντίπαλο δέος του.
Τα τεράστια οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν επί βασιλείας Ιωάννη Κομνηνού υπήρξαν καταλυτικά για το αξιόμαχο του Βυζαντινού στόλου, αφού καταργήθηκε το ταμείο ενίσχυσης και συντήρησής του, με αποτέλεσμα τα πλοία να αφεθούν να σαπίσουν. Το οριστικό τέλος ήρθε λίγο πριν την κατάληψη της Πόλης από τους Φράγκους, όταν ο διεφθαρμένος Αυτοκράτορας Αλέξιος Γ’ Άγγελος πούλησε όσο - όσο ό,τι είχε απομείνει (κατάρτια, άγκυρες, άρμενα, ξυλεία και σχοινιά), προκειμένου να αντιμετωπίσει ένα μέρος από τα χρέη που είχε δημιουργήσει. Στην τελευταία περίοδο της Βυζαντινής ιστορίας (1261 - 1453), όπου η Αυτοκρατορία περιορίστηκε εδαφικά στα όρια περίπου της Ανατολικής Θράκης, ουσιαστικά στόλος δεν υπήρχε.
ΟΧΥΡΩΜΑΤΙΚΑ ΕΡΓΑ
Η τείχιση των πόλεων αποτέλεσε βασικό μέλημα της Αυτοκρατορικής διοίκησης, όπως φαίνεται και από το σχέδιο του Ιουστινιανού να τειχίσει πολλές πόλεις και να ενισχύσει με οχυρώσεις αρκετά ειδικής σημασίας στρατηγικά σημεία. Οι φυσικές καταστροφές και επιδημίες, σε συνδυασμό με την πολιτική και οικονομική ύφεση που επικράτησε βαθμιαία από τα τέλη του 4ου αιώνα, επέφεραν σημαντικές αλλαγές στη μορφή των πόλεων, καθώς κάποιες πόλεις εγκαταλείφθηκαν, άλλες συρρικνώθηκαν σε μέγεθος και πληθυσμό, ενώ νέες πόλεις ιδρύθηκαν σε δυσπρόσιτες περιοχές με κύριο στόχο την παροχή ασφάλειας στους κατοίκους τους.
Βασικός στόχος των οχυρώσεων ήταν η απόκρουση των επιθέσεων με τη δημιουργία μεγάλων εμποδίων, που αναπτύσσονταν το ένα μετά το άλλο για την εξασφάλιση της άμυνας. Ο αριθμός και το ύψος των τειχών, το σχήμα και η μορφή των πύργων, ο αριθμός και ο τρόπος φύλαξης των πυλών καθορίζονταν από τη διαμόρφωση του εδάφους, τις εξελίξεις στην πολεμική τέχνη και τις εκάστοτε οικονομικές και οικοδομικές δυνατότητες. Τα τείχη αποτελούνταν κατά κανόνα από πύργους, που είχαν δύο ή περισσότερα επίπεδα, από την κορυφή των οποίων οι αμυνόμενοι επιτίθονταν στον εχθρό, και από μεταπύργια, ψηλούς τοίχους με αρκετό πάχος για να αντέχουν τις επιθέσεις.
Μπροστά από τα τείχη των πόλεων που βρίσκονταν σε πεδινά εδάφη κτιζόταν ένα χαμηλότερο τείχος, με πύργους κατά διαστήματα, και μπροστά του υπήρχε η τάφρος, που γέμιζε με νερό και λειτουργούσε ως μια πρώτη γραμμή ανάσχεσης του εχθρού. Στο ψηλότερο σημείο του οικισμού βρισκόταν η ακρόπολη, που, έχοντας ιδιαίτερο τείχος για αμυντική αυτονομία, αποτελούσε το τελικό καταφύγιο των αμυνομένων και φιλοξενούσε την έδρα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και της στρατιωτικής διοίκησης. Ήδη από τα χρόνια του Ιουστινιανού ένα ενδιάμεσο τείχος χώριζε την πόλη στα δύο, εξασφαλίζοντας έτσι μια επιπλέον γραμμή άμυνας.
Οι πύλες, που άνοιγαν με την ανατολή του ήλιου και έκλειναν με τη δύση του, ιδρύονταν στα πιο ευπαθή σημεία της οχύρωσης, γι’ αυτό ήταν λίγες σε αριθμό. Εξαιρετικό αμυντικό έργο αποτελεί η τείχιση της Κωνσταντινούπολης, που αποτέλεσε το πρότυπο για την οχύρωση των Βυζαντινών πόλεων. Ενδεικτικό είναι ότι το τείχος της άντεξε για περισσότερο από χίλια χρόνια στην πολιορκία των Οθωμανών. Τέλος, τα φρούρια και οι πύργοι ήταν οχυρωματικά έργα που, όπως οι πόλεις-κάστρα, ακολουθούσαν τη λογική των διαδοχικών γραμμών άμυνας.
Σκοπός τους ήταν ο έλεγχος στρατηγικών θέσεων και περασμάτων, η άμυνα των ευρύτερων γεωγραφικών περιοχών, αλλά και η αποθήκευση της αγροτικής παραγωγής, η παροχή στέγης στον τοπικό άρχοντα και η παροχή καταφυγίου για τους κατοίκους σε περιόδους κινδύνου.
ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ
O τομέας του πολέμου στο Βυζάντιο γνώρισε συνεχείς εξελίξεις στην επινόηση νέων όπλων και στη βελτίωση των υπαρχόντων, αποτέλεσμα της προσπάθειας υπερίσχυσης έναντι του αντιπάλου και αντιμετώπισης των επιθετικών του διαθέσεων. Ο ατομικός οπλισμός των πολεμιστών ποίκιλε ανάλογα με την εποχή, το είδος και τη σημασία της στρατιωτικής τους μονάδας. Υπήρχαν μάλιστα ειδικά κρατικά εργαστήρια για την κατασκευή των όπλων, τα αρμαμέντα, ενώ η οπλοφορία και το εμπόριο όπλων από ιδιώτες απαγορευόταν αυστηρά. Τα Βυζαντινά όπλα χωρίζονται σε αμυντικά και επιθετικά.
Στον αμυντικό εξοπλισμό ανήκει η πανοπλία που περιλάμβανε το σιδερένιο κράνος, τον σιδερένιο, αλυσιδωτό ή φολιδωτό θώρακα που προφύλασσε τον κορμό, τα ειδικά προστατευτικά των χεριών και των ποδιών, και τις ασπίδες, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη. Επειδή μια τέτοια πανοπλία ήταν ακριβή, πολλοί στρατιώτες κατέφευγαν σε απλούστερες λύσεις, όπως υφασμάτινα κράνη και ενδύματα από δέρματα ή σκληρά υφάσματα. Τα επιθετικά όπλα διακρίνονται στα αγχέμαχα, για μάχες σώμα με σώμα, και στα εκηβόλα που χτυπούν τον εχθρό από μεγάλη απόσταση.
Στα πρώτα ανήκει το ξίφος, το κατ’ εξοχήν επιθετικό όπλο των Βυζαντινών, η λόγχη, από τα σημαντικότερα όπλα των μονάδων του πεζικού, το ρόπαλο, που το χρησιμοποιούσε το βαριά οπλισμένο ιππικό, και το τσεκούρι. Το τόξο ήταν το σπουδαιότερο εκηβόλο όπλο. Κατά τη διάρκεια μάλιστα των ναυμαχιών και των πολιορκιών δεν ήταν σπάνια η χρήση πυρφόρων βελών. Ένα τόξο μικρότερου μεγέθους ήταν το σωληνάριον, που εκτόξευε μικρά βέλη, τις μύιες, ενώ ένα ιδιαίτερα φονικό όπλο ήταν η τζάγγρα, ένα κοντό και πολύ ισχυρό τόξο, επειδή τα βέλη της διαπερνούσαν τη θωράκιση του αντιπάλου.
Μία άλλη σημαντική κατηγορία όπλων ήταν τα τειχομαχικά, όσα δηλαδή χρησιμοποιούνταν στις πολιορκίες κάστρων. Στις πολιορκητικές μηχανές των πολιορκητών, εκτός από τις σκάλες και τις ξύλινες γέφυρες, ανήκει ο κριός, με τον οποίο γκρέμιζαν ευπαθή τμήματα των τειχών, το πετροβόλον, που εκσφενδόνιζε μεγάλες πέτρες, οι ελεπόλεις, ξύλινοι τροχοφόροι πύργοι, και η χελώνη, με την οποία οι στρατιώτες πλησίαζαν τα τείχη, έπλητταν τη λιθοδομή τους ή έσκαβαν το έδαφος δημιουργώντας σήραγγες. Τέλος, στην περιφέρεια των πλοίων, ασπίδες και δέρματα εμποτισμένα με νερό προστάτευαν τους πολεμιστές και τα σκάφη από τις εχθρικές εμπρηστικές ύλες.
ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
Φλογοφόρα Βέλη και Όπλα Πυρός
Τα όπλα της φωτιάς αποτελούν μια επίσης παλαιά επινόηση του ανθρώπου. Ο άνθρωπος από την στιγμή που ανακάλυψε την φωτιά αντελήφθη την καταστροφική της δύναμη, αλλά και τον ψυχολογικό αντίκτυπο που είχε στους άλλους ανθρώπους και τα ζώα. Η φωτιά χρησιμοποιήθηκε ως όπλο για την καταστροφή των εχθρικών εγκαταστάσεων. Για την επίτευξη μεγαλύτερου βεληνεκούς χρησιμοποιήθηκε παράλληλα με το τόξο. Έτσι εντάχθηκαν στο οπλοστάσιο των πρωτογόνων ανθρώπων τα πυρφόρα βέλη. Πυρφόρα βέλη χρησιμοποιήθηκαν από τους Προϊστορικούς χρόνους έως τον 20ο αιώνα, σε κάθε γωνιά της Γης.
Οι Έλληνες τα χρησιμοποίησαν από τους Μυθικούς χρόνους. Τα Ελληνικά βέλη όμως, σε σχέση με τα λοιπά πυρφόρα βέλη, είχαν ένα πλεονέκτημα. Η φωτιά τους δεν έσβηνε. Το «άσβεστον πυρ» δεν ήταν Ελληνική επινόηση. Υπήρχε στην φύση, όπου υπήρχαν υδρογονάνθρακες. Όπως αναφέρει ο Αρριανός στην «Αλεξάνδρου Ανάβασι» οι Πέρσες έδειξαν στον Αλέξανδρο μια πηγή από όπου ανάβλυζε πέτρας έλαιο, το οποίο όταν ανεφλέγετο δεν έσβηνε με νερό. Πότε όμως οι Έλληνες γνώρισαν το έλαιο της πέτρας για πρώτη φορά; Σίγουρα όχι την εποχή του Αλεξάνδρου. Αναφέρθηκε και παραπάνω ότι τουλάχιστον τρεις Ελληνικές παραδόσεις συνδέονται με τους υδρογονάνθρακες, με τα πετρελαιοειδή.
Ο Ηρακλής στην Λέρνη, ο Οδυσσέας στην Εφύρα και ο Ιάσων με τους Αργοναύτες στην Κολχίδα, ανακάλυψαν πετρελαιοειδή στους Μυθικούς ήδη χρόνους. Ο διάσημος Βρετανός ερευνητής Φορμπς δέχεται ότι κοινό συστατικό όλων των εμπρηστικών μιγμάτων, τουλάχιστον από την εποχή του
Ομήρου, ήταν η νάφθα, το αργό δηλαδή πετρέλαιο. Πέραν της χρήσης τους ως δηλητήρια, τα πετρελαιοειδή μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως εμπρηστικά υλικά, ιδίως σε πολιορκητικές επιχειρήσεις. Μέχρι την ανακάλυψη των βλητικών μηχανών δύο ήταν οι κύριοι τρόποι χρήσεως του πολεμικού πυρός, τα φλογοφόρα βέλη και οι πήλινες «χειροβομβίδες». Οι τελευταίες δεν ήταν παρά αγγεία γεμάτα «νάφθα», με ένα εμποτισμένο σε νάφθα ύφασμα στο άνω μέρος.
Το άνοιγμα του αγγείου στεγανοποιείτο με κερί, αφήνοντας ένα μόνο μικρό άνοιγμα ώστε το ύφασμα να επικοινωνεί με το περιεχόμενο. Πριν την χρήση ο «γρεναδιέρος» της εποχής άναβε το αυτοσχέδιο φυτίλι και εκτόξευε το αγγείο κατά των εχθρών. Το αγγείο κατά την πρόσκρουση του στο έδαφος έσπαζε και το περιεχόμενο του ανεφλέγετο από το ύφασμα - φυτίλι, προκαλώντας ενδεχομένως πυρκαγιά. Η πρώτη τεκμηριωμένη χρήση αυτής της μεθόδου ανάγεται στον 9ο αιώνα π.Χ., σύμφωνα με ανάγλυφη παράσταση που εικονίζει επίθεση Ασσυριακών στρατευμάτων σε πόλη. Οι Ελληνικές παραδόσεις πάντως είναι σαφώς παλαιότερες, αν και όχι εικονογραφημένες.
Οι Έλληνες βεβαίως είχαν και ένα άλλο εξίσου αποτελεσματικό εμπρηστικό υλικό στην διάθεσή τους, την ρυτίνη, το γνωστό μας ρετσίνι, προϊόν των εκατομμυρίων κωνοφόρων δέντρων της Ελλάδας. Ωστόσο δεν ήταν η ρυτίνη το εμπρηστικό προϊόν στο οποίο στηρίχθηκαν οι Έλληνες, αλλά τα πετρελαιοειδή. Όσο και αν αυτό ακούγεται παράλογο τεκμαίρεται με βεβαιότητα από τους μύθους του Ηρακλή -ο οποίος ήδη αναφέρθηκε- και κυρίως του Ιάσωνος και της Μήδειας. Αναφέρει ο μύθος ότι όταν ο Ιάσων εγκατέλειψε την Μήδεια και παντρεύτηκε την Κορίνθια πριγκίπισσα Γλαύκη, η Μήδεια της χάρισε έναν χιτώνα τον οποίον μόλις η Γλαύκη φόρεσε αυτοανεφλέγη.
Η άτυχη Γλαύκη για να σβήσει την φωτιά έπεσε σε μια λίμνη. Αλλά και μέσα στο νερό η φωτιά συνέχισε να την κατακαίει, σκοτώνοντας την τελικά. Ποιο ήταν λοιπόν αυτό το υλικό το οποίο, όπως και στην περίπτωση του Ηρακλή, αυτοανεφλέγεται κατά την επαφή του με τον ατμοσφαιρικό αέρα και η φλόγα του οποίου δεν έσβηνε ούτε μέσα στο νερό; Ήταν ένα υλικό, ή ένα μείγμα διαφόρων στοιχείων, τα οποία βελτίωναν το καθένα με τον τρόπο του την αποτελεσματικότητα του; Η απάντηση όσο και αν φαντάζει δύσκολη είναι απλή. Αποτελείται από δύο λέξεις: «Υγρόν Πυρ».
Δημιουργήθηκε όπως γενικώς πιστεύεται εν μία νυκτί από τον Έλληνα μηχανικό Καλλίνικο κατά την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Άραβες το 674 - 678 μ.Χ. Προϋπήρχε αυτής κατά πολλούς αιώνες, έστω και με διαφορετική σύνθεση και ονομασία. Το βασικό ερώτημα που αιώνες τώρα βασανίζει τους επιστήμονες ήταν αυτό της συνθέσεως του Υγρού Πυρός. Στο ερώτημα αυτό θα επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση σε δύο χρόνους, θα ξεκινήσουμε αντιστρόφως, αναφέροντας πρώτα τα όσα αφορούν το Βυζαντινό υγρό πυρ και θα επανέλθουμε κατόπιν στο αντίστοιχο Αρχαίο υγρό πυρ, ώστε να καταδείξουμε την συνάφεια των δύο αυτών όπλων και πάνω από όλα την κοινή, Ελληνική τους καταγωγή.
Όπως αναφέρθηκε εφευρέτης του υγρού πυρός θεωρείται ο Έλλην μηχανικός -αρχιτέκτονας στην πραγματικότητα- Καλλίνικος από την Ηλιούπολη της Συρίας. Η Συρία είχε καταληφθεί τέσσερεις περίπου δεκαετίες πριν από την πολιορκία της Κωνσταντινουπόλεως από τους Άραβες. Ο Καλλίνικος λοιπόν ανήκε στον υπόδουλο θα λέγαμε Ελληνισμό της εποχής. Παρόλ' αυτά, όταν η Βασιλεύουσα εδέχθη επίθεση το 674 μ.Χ. έσπευσε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ' Πωγωνάτο. Ο χρονικογράφος Θεοφάνης αναφέρει χαρακτηριστικά:
''Ο δε προλεχθείς Κωνσταντίνος την τοιαύτην των θεομάχων κατά Κωνσταντινουπόλεως κίνησιν εγνωκώς κατεσκεύασε και αυτός διήρεις ευμεγέθεις κακκαβοπυρφόρους και δρόμωνες σιφωνοφόρους και τούτους προσορμίσαι εκέλευσεν εν τω Προκλιανησίω των Καισαρίου λιμένι. Τότε Καλλίνικος αρχιτέκτων από Ηλιουπόλως Συρίας προσφυγών τοις Ρωμαίοις πυρ θαλάσσιον κατασκευάσας τα των Αράβων σκάφη ενέπρησε και σύμψυχα κατέκαυσεν. Και ούτως οι Ρωμαίοι μετά νίκης υπέστρεψαν και το θαλάσσιον πύρ έυρον''. Στο χωρίο αυτό του Θεοφάνους υπάρχει μια σοβαρή αντίφαση.
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ' φαίνεται να ναυπηγεί πρώτα τα ειδικά σιφωνοφόρα πλοία και κατόπιν να εμφανίζεται ο Καλλίνικος, ο οποίος του φέρνει το μυστικό του υγρού πυρός. Και φυσικά το λάθος του Θεοφάνους προήλθε από την ελλιπή γνώση του ιδίου περί του Βυζαντινού οπλοστασίου. Γιατί εμπρηστικές ύλες προϋπήρχαν στο Βυζαντινό οπλοστάσιο, όπως και στο Αρχαίο Ελληνικό, πολύ πριν το 674 μ.Χ. Όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης το 429 π.Χ. κατά την πολιορκία των Πλαταιών οι Σπαρτιάτες, αδυνατώντας να κάμψουν την αντίσταση των Πλαταιέων με την χρήση πολιορκητικών κριών και φλογοφόρων βελών, αποφάσισαν να πυρπολήσουν το τείχος και την ξύλινη προέκτασή του.
Οι Σπαρτιάτες λοιπόν συγκέντρωσαν μεγάλη ποσότητα ξυλείας από κωνοφόρα δέντρα. Ανάμεσα στα ξύλα έριξαν ρετσίνι και θειάφι (θείο) και άναψαν φωτιά. Η παραγόμενη φλόγα δεν είχε προηγούμενο. Ανυψώθηκε σε ύψος πολλών μέτρων, αναγκάζοντας τους Πλαταιείς υπερασπιστές να εγκαταλείψουν το τείχος για να σωθούν. Πέραν της γαλάζιας φλόγας όμως που κατέκαιγε τις ξύλινες προεκτάσεις του τείχους, οι Πλαταιείς δυσκολεύοντο να αναπνεύσουν, καθώς δηλητηριώδη αέρια παραγόταν από την καύση του θείου. Ευτυχώς γι' αυτούς μια ξαφνική καταιγίδα ξέσπασε και η δυνατή βροχή έσβησε τελικώς την φωτιά.
Τέσσερα έτη αργότερα, το 424 π.Χ. πάλι κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, οι Βοιωτοί χρησιμοποίησαν και πάλι μια εμπρηστική συσκευή, το πρώτο λειτουργικό φλογοβόλο της ιστορίας, κατά των Αθηναίων στο Δήλιο. Το μηχάνημα ήταν απλό στη σύλληψη. Απετελείτο από τρία κύρια μέρη, τον σωλήνα εκτόξευσης, το δοχείο εντός του οποίου υπήρχε το εμπρηστικό υλικό και τον μηχανισμό εκτόξευσης. Το δοχείο βρισκόταν πάνω από ισχυρή φωτιά, ώστε το εμπρηστικό υλικό -πίσσα και θειάφι- να διατηρείται σε υγρή κατάσταση. Από το αριστερό άκρο του δοχείου ξεκινούσε ο σωλήνας εκτόξευσης. Στο άλλο άκρο υπήρχε ένα μεγάλο φυσερό.
Όταν το φυσερό λειτουργούσε το εμπρηστικό υλικό από τον σωλήνα διοχετευόταν στον σωλήνα και μέσω αυτού στις εχθρικές οχυρώσεις. Όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό το βεληνεκές του συγκεκριμένου όπλου ήταν πολύ μικρό και ο σωλήνας έπρεπε να βρίσκεται σε επαφή σχεδόν με τον στόχο. Ένα παρόμοιο μηχάνημα χρησιμοποίησε και ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Βρασίδας κατά των Αθηναίων στην πολιορκία του φρουρίου Ληκύθου στην Χαλκιδική το 423 π.Χ. Το 360 π.Χ. ο Αινείας ο Τακτικός στο σύγγραμμα του περί των πολιορκητικών επιχειρήσεων, συμβουλεύει τους αμυνόμενους να κατακαίουν τους επιτιθεμένους και τις πολεμικές μηχανές τους με υγρή πίσσα.
Συμβούλευε μάλιστα να ρίχνουν κατόπιν θειάφι από πάνω, ώστε τα παραγόμενα αέρια να δηλητηριάζουν τους αντιπάλους στρατιώτες. Ο Αινείας στο σύγγραμμα του κάνει επίσης λόγο για εμπρηστικές βομβίδες, ξύλινες και ακιδωτές, οι οποίες κατέστρεφαν τις εχθρικές πολιορκητικές μηχανές. Το περίεργο ήταν ότι οι βομβίδες αυτές, αν και ξύλινες, περιείχαν εμπρηστικές ύλες. Προφανώς ετίθετο πυρ στις βομβίδες ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν την εκτόξευση τους. Διάφορα εμπρηστικά όπλα χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον στην περίφημη πολιορκία της Ρόδου από τον Δημήτριο Πολιορκητή το 304 π.Χ.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι μόνο σε μια νύκτα οι Ρόδιοι εκτόξευσαν περισσότερα από 800 εμπρηστικά βλήματα κατά των ανδρών του Πολιορκητή. Οι Ρωμαίοι ανέλαβαν κατόπιν την σκυτάλη. Οι ιστορικοί Τάκιτος και Σίλιος ο Ιταλικός αναφέρουν την χρήση ειδικών οξυβελών καταπελτών από τον Ρωμαϊκό στρατό, οι οποίοι έβαλαν μακρά βελόσχημα βλήματα, εμποτισμένα σε υγρή πίσσα και θειάφι Οι Ρωμαίοι, ακολουθώντας τα βήματα των Ελλήνων, υιοθέτησαν και τους μονάγκονες λιθοβόλους καταπέλτες, ως μηχανές εκτόξευσης εμπρηστικών βλημάτων.
Οι βλητικές αυτές μηχανές, αντί του συνήθους λίθου, έβαλαν, πιθανώς καταλλήλως διαμορφωμένοι, «εμπρηστικές βόμβες», οι οποίες συνήθως δεν ήταν τίποτε άλλο από πήλινα δοχεία γεμάτα με εμπρηστικές ύλες. Μια σημαντική εξέλιξη αναφέρει ο θεωρητικός του πολέμου του 4ου αιώνα μ.Χ. Βεγκέτιος. Ο Βεγκέτιος κάνει λόγο για εμπρηστικά βελόσχημα βλήματα οξυβελών καταπελτών, με κούφιο όμως ξύλινο στέλεχος, το οποίο ήταν γεμάτο με θειάφι, ρυτίνη, πίσσα και εμποτισμένο σε έλαιο καννάβινο σχοινί, το οποίο λειτουργούσε ως φυτίλι. Ο Αιμιανός Μαρκελίνος αναφέρει ότι τα ξύλινα στελέχη των βλημάτων αυτών ενισχύοντο με φύλλα σιδήρου, τα οποία είχαν πολλές τρύπες κατά διαστήματα, προφανώς για να παρέχεται οξυγόνο στην μέσα καιόμενη φωτιά.
Τα βλήματα αυτά τοποθετούντο στην βλητική μηχανή. Κατόπιν οι «πυροβολητές» άναβαν το φυτίλι και τα εκτόξευαν. Το φυτίλι, κατά τη διάρκεια της «πτήσης» του βλήματος στον αέρα, μετέδιδε το πυρ στο «γέμισμα», το οποίο με την σειρά του ανεφλέγετο. Αν ο πυροβολητής ήταν έμπειρος, ήταν ικανός να προγραμματίσει τον χρόνο εκτόξευσης, έτσι ώστε το βλήμα να αναφλέγει ακριβώς την στιγμή της επαφής του με τα εχθρικά τμήματα. Δεν υπάρχουν πληροφορίες εάν τα βλήματα αυτά ήταν εκρηκτικά, θα πρέπει πάντως να μην αποκλείσουμε αυτό το ενδεχόμενο, εφόσον οι αρχαίοι γνώριζαν το θειάφι, το νίτρο και γενικότερα τα νιτρικά άλατα και το ξυλοκάρβουνο, τα βασικά συστατικά δηλαδή
παρασκευής της μαύρης πυρίτιδας.
Πυρίτιδα
Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι η πυρίτιδα ήταν εφεύρημα των Κινέζων, οι οποίοι ήδη από τον 10ο αιώνα μ.Χ. την χρησιμοποιούσαν και για πολεμικούς σκοπούς. Και πράγματι δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι οι Έλληνες τουλάχιστον γνώριζαν την πυρίτιδα. Υπάρχουν όμως σαφώς αποχρώσες ενδείξεις, ότι τουλάχιστον μια κλειστή κάστα «εκλεκτών» είχε στην κατοχή και αυτό, ανάμεσα σε πολλά άλλα, μυστικό. Για παράδειγμα και στις δύο περιπτώσεις βαρβαρικών επιθέσεων κατά των Δελφών οι αρχαίοι συγγραφείς συμφωνούν όλοι, ότι συνέβησαν θαυμαστά φαινόμενα. Βράχοι αποκολλούντο από τον Παρνασσό, αφού πρώτα ακούγοντο βροντές και έβγαινε καπνός.
Οι βράχοι που ξεκολλούσαν από το βουνό καταπλάκωσαν τους Πέρσες, ενώ όσοι από αυτούς σώθηκαν, τράπηκαν έντρομοι σε άτακτη φυγή. Ακόμα χειρότερα έπαθαν οι Γαλάτες το 279 π.Χ. για τα οποία έχουμε και λεπτομερέστατη περιγραφή από τον Παυσανία. «Ο Βρέννος χωρίς καμμία
χρονοτριβή, πρωτού φτάσουν από το στρατόπεδο οι άλλοι με τον Ακιχώριο, ξεκίνησε κατά των Δελφών. Οι κάτοικοι των Δελφών κατέφυγαν από φόβο στο μαντείο. Ο Θεός όμως τους παρακινούσε να πάψουν να φοβούνται γιατί αυτός ήταν ικανός να προστατεύσει τα δίκαια του. Οι Έλληνες που ήρθαν να πολεμήσουν για το ιερό ήταν οι εξής:
''Φωκείς από όλες τις πόλεις, από την Άμφισσα 400 οπλίτες, από τους Αιτωλούς ήρθαν λίγοι αμέσως μόλις έμαθαν ότι οι βάρβαροι συνέχιζαν την προέλαση τους. Αργότερα όμως έφερε άλλους 1.200 ο Φιλόμηλος. Κατά του στρατού του Ακιχωρίου στράφηκαν οι ακμαιότεροι Αιτωλοί πολεμιστές, οι οποίοι δεν άρχιζαν μάχη αλλά επιτίθεντο στους βραδυπορούντες και άρπαζαν τα σκευοφόρα, σκοτώνοντας τους συνοδούς τους. Έτσι οι Γαλάτες υποχρεώθηκαν να βαδίζουν αργά. Ο Ακιχώριος είχε αφήσει τμήμα του στρατού του να φρουρεί το στρατόπεδο. Κατά του Βρέννου και του στρατού πολέμησαν όλοι οι συγκεντρωμένοι στους Δελφούς Έλληνες.
Και ο θεός έδειξε εξ' αρχής διοσημείς, περισσότερες και σαφέστερες από όσες μας είναι γνωστές. Και σεισμοί ισχυροί σεισμοί, πολλές φορές την ημέρα, γινόταν στην χώρα που κατείχε ο στρατός των Γαλατών και βροντές ακούγοντο και κεραυνοί συνεχώς έπεφταν. Οι βροντές τρόμαζαν τους Κέλτες και οι κεραυνοί σκότωναν, όχι μόνον όποιον έπλητταν, αλλά και όποιους ήταν κοντά του, ακόμα και τα όπλα τους. Παρουσιάστηκαν επίσης στους Κέλτες τα φάσματα των ηρώων Υπέροχου, Λαοδόκου και Πύρρου. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι εμφανίστηκε και ο Φύλακος, ένας εντόπιος ήρωας των Δελφών'' (Παυσανία Φωκικά).
Η περιγραφή του Παυσανία είναι άκρως εντυπωσιακή και κατά παρά δοξο τρόπο ταυτίζεται σχεδόν με την αντίστοιχη, αλλά κατά 600 περίπου έτη παλαιότερη, του Ηροδότου. Ιδι αιτέρως αποκαλυπτικό είναι το χωρίο που αναφέρεται σε κεραυνούς που σκότωναν όχι έναν, αλλά ομάδες Γαλατών, καταστρέφοντας ακόμα και τα όπλα τους. Από την άλλη οι κεραυνοί αυτοί συνδέονται με βροντές «που τρόμαζαν τους Κέλτες». Και πως οι πράγματι εμπειροπόλεμοι Κέλτες, οι προερχόμενοι από μια χώρα με σαφώς χειρότερο της Ελλάδος κλίμα, προφανώς συνηθισμένοι στις κακοκαιρίες, τρομοκρατήθηκαν από μερικούς κεραυνούς, λες και δεν είχαν αντιμετωπίσει ξανά παρόμοια καιρικά φαινόμενα.
Μήπως λοιπόν το Δελφικό Ιερατείο, το υπεύθυνο άλλωστε και για την βιολογική καταστροφή της Κύρας, γνώριζε το μυστικό του κεραυνού, δηλαδή την πυρίτιδα, με την χρήση της οποίας προκάλεσε τις κατολισθήσεις, αλλά και τις ομα δικές ανατινάξεις των Γαλατών; Η προφανής απάντηση είναι αρνητική. Παλαιότεροι ερευνητές όμως εκφράζουν αντίθετη άποψη. Σύμφωνα με τον Ιταλό ιστορικό Νικόλο Ταρτάλια, η πυρίτιδα ήταν εφεύρημα των Ελλήνων και μάλιστα του Αρχιμήδη. Ο Ιταλός στο έργο του «Διάφορα επιτεύγματα και εφευρέσεις», που εκδόθηκε το 1546, αναφέρει ότι οι Έλληνες ανεκάλυψαν την πυρίτιδα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ταρτάλια ήταν μαθηματικός και θεωρείται ο πατέρας της βαλλιστικής.
Παλαιότερες πηγές αποδίδουν την ανακάλυψη της στον Μέγα Αλέξανδρο. Για να απαντηθεί όμως το ερώτημα πότε και που ανεκαλύφθει η πυρίτιδα, θα ήταν σκόπιμο να δούμε την ιστορία των συστατικών της. Η πυρίτιδα θεωρείται εφεύρεση των Κινέζων. Στην Ευρώπη πιστεύεται ότι εισήχθη είτε από τον Γερμανό Μπέρτχολντ Σβαρτς τον 14ο αιώνα μ.Χ., είτε από τον Άγγλο Ρόγκερ Μπέικον -γνωστό ως Βάκωνα στους Έλληνες- περί το 1290 μ.Χ. Όπως ανεφέρθη ο Ιταλός μαθηματικός και μηχανικός Ταρτάλια δεν συμφωνεί με την απόψεις αυτές, οι οποίες ήταν άλλωστε και πολύ κοντινές, χρονολογικώς, με τον ίδιο. Όσον αφορά τον Μπέικον πάντως οι πηγές θεωρούν ότι η όποια γνώση του επί του αντικειμένου προερχόταν από Αραβικά χειρόγραφα, μεταφράσεις αρχαίων Ελληνικών.
Ο Μπέικον όμως είχε σπουδάσει τα Ελληνικά γράμματα και κυρίως τον Αριστοτέλη, δάσκαλο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Διαθέτοντας μεγάλα ποσά απέκτησε σπάνια βιβλία και συνεργάστηκε στενά με τον μεγαλύτερο Ελληνιστή της εποχής του, τον Ρόμπερτ Γκροστεστ. Κατείχε λοιπόν την Ελληνική παιδεία και τα διδάγματα της. Την ίδια εποχή η Ελλάδα στέναζε υπό την κατοχή των Δυτικών. Ο Μπέικον λοιπόν περιέγραψε πρώτος την μέθοδο παρασκευής πυρίτιδας, στην Δυτική Ευρώπη. Τα συστατικά του εκρηκτικού μίγματος ήταν ο άνθρακας, το νίτρο και το θείο (θειάφι), στην εξής αναλογία: νίτρο 75%, άνθρακας 12.5% και θείο επίσης 12,5 %. Η αναλογία αυτή μπορούσε πάντως να μεταβληθεί ελαφρώς.
Και τα τρία αυτά στοιχεία ήταν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Ακόμα και το νίτρο ήταν γνωστό με το όνομα πέτρας άλας, εξ' ου και η σημερινή Αγγλική ονομασία του saltpeter. To νίτρο όμως είναι ένα χημικό στοιχείο το οποίο σε φυσική μορφή δεν βρίσκεται στην Ελλάδα. Μπορεί όμως να παραχθεί τεχνητά από τα ζωϊκά και ανθρώπινα περιττώματα. Κατά την πρώιμη Αναγέννηση στην Ευρώπη δημιουργήθηκαν «δεξαμενές» παραγωγής νίτρου, ακριβώς για να καλύψουν τις ανάγκες σε πυρίτιδα των στρατών της εποχής. Αντίθετα νίτρο υπάρχει σε φυσική μορφή στην Ινδία και στο Ιράν, στην Ισπανία και στην Γαλλία. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το νίτρο ήταν γνωστό στους Ακκάδιους, στα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ.
Ο Έλληνας σοφός του 3ου αιώνα μ.Χ. Ζώσιμος ο Πανοπολίτης μιλά ξεκάθαρα για νίτρο στο έργο του «Περί Αρετής». Ο Ζώσιμος θεωρεί το νίτρο ως συστατικό στοιχείο για την κατασκευή τεχνητού ανθρώπου. Ιδιαιτέρως πάντως ευνοείται η παραγωγή νίτρου, μέσω των περιττωμάτων, στις περιοχές με θερμό και ξηρό κλίμα. Όσον αφορά τα λοιπά συστατικά, το θείο και τον άνθρακα, ή ακριβέστερα τον ξυλάνθρακα, ουδείς δύναται να αμφισβητήσει ότι ήσαν γνωστά στους αρχαίους Έλληνες. Είδαμε ότι οι Ρωμαίοι εξόπλισαν το «πυροβολικό» τους με εμπρηστικά, εάν όχι εκρηκτικά βλήματα. Τα κούφια, σωληνωειδή αυτά βλήματα, όσο και αν αυτό ακούγεται παράξενο, απετέλεσαν τους
προγόνους του τυφεκίου.
Το Ινδικό στρατιωτικό εγχειρίδιο Νιτισάστρα, του 1ου αιώνα μ.Χ. αναφέρει την χρήση συσκευών εκτόξευσης «σωληνωειδών» βλημάτων, από το πεζικό και το ιππικό. Το στοιχείο αυτό είναι
ιδιαιτέρως σημαντικό εφόσον υποδηλώνει ότι οι συσκευές αυτές ήταν αρκετά ελαφρές και άρα φορητές, ώστε να μπορούν να μεταφερθούν από έναν ιππέα. Περιγράφοντας μάλιστα τις συσκευές εκτόξευσης αναφέρει ότι επρόκειτο για λεπτούς σωλήνες, μήκους 1 μέτρου περίπου, τις οποίες γέμιζαν με νίτρο, θειάφι και ξυλάνθρακα, αλλά και με τεμάχια σιδήρου και μολύβδου. «Ο σωλήνας», αναφέρει το εγχειρίδιο, «βάλει σιδερένια ή μολύβδινα σφαιρίδια, με την επαφή της φωτιάς, που παράγεται από ένα πυριτόλιθο.
Ο πόλεμος με αυτές τις μηχανικές συσκευές προκαλεί μεγάλες καταστροφές», καταλήγει το εγχειρίδιο. Η περιγραφή του όπλου αυτού εικονογραφεί ένα πρώιμο τυφέκιο, όπως αυτά που οι Ευρωπαίοι πρωτοχρησιμοποίησαν στα τέλη του 14ου αιώνα μ.Χ. Μόνο που το Ινδικό τυφέκιο είναι κατά 13 αιώνες παλαιότερο. Πολλοί ερευνητές δεν δέχονται ότι οι αρχαίοι γνώριζαν το νίτρο, αλλά υποστηρίζουν ότι πολύ συχνά οι αρχαίοι συγγραφείς το μπερδεύουν με το σόδιο, ένα ιδιαιτέρως εκρηκτικό στοιχείο, το οποίο αντιδρά βίαια με το νερό, απελευθερώνοντας υδρογόνο. Σε κάθε περίπτωση πάντως υπάρχουν και περισσότερο κοντινές μαρτυρίες για την μυστική απαγορευμένη γνώση.
Ο Ρωμαίος ιστορικός Αφρικανός Σέξτος Ιούλιος που έζησε μεταξύ 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ. αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτόματον πυράψαι και τώδε τω συντάγματι σκευάζεται γουν ούτως, θείου απύρου, αλός ορυκτού, κονίας κεραυνίνου λίθου πυρίτου ίσα λειούνται εν θυεία μελαίνη οπός, και ασφάλτου Ζακυνθίας υγρής και αυτορύτου, εκάστου ίσον ως λιγνυώδες γενέσθαι». Το περιγραφόμενο μίγμα είχε ένα σοβαρό πλεονέκτημα - μειονέκτημα, αναλόγως της χρήσης. Ήταν αυτοαναφλεγόμενο, με την παραμικρή θέρμανση του, ακόμα και από τις ακτίνες του ηλίου. Τον 13ο αιώνα μ.Χ. ο Άραβας αλχημιστής Ιμπν αλ Μπαϊτάρ της Μάλαγα κάνει σαφή αναφορά για το νίτρο, ονομάζοντας το «Κινεζικό χιόνι».
Σύμφωνα με πολλούς ερευνητές πάντως το νίτρο ήταν ένα από τα συστατικά του υγρού πυρός των Βυζαντινών Ελλήνων. Γνωρίζουμε όμως ότι οι γνώσεις των Βυζαντινών προήρχοντο σε μεγάλο βαθμό από τους αρχαίους μηχανικούς της λεγομένης Αλεξανδρινής σχολής, τον Αρχιμήδη, τον Ήρωνα, τον Φίλωνα, τον Ζώσιμο Πανοπολίτη. Λαμβάνοντας υπ' όψιν και την πληροφορία ότι οι Ακκάδιοι γνώριζαν από τα τέλη της 3ης χιλιετίας π.Χ. το νίτρο και λόγω της επαφής τους με τα φυσικά του κοιτάσματα. Όπως είναι επίσης γνωστό οι Έλληνες είχαν από τους Μινωικούς ήδη χρόνους επαφές με τους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας. Άρα ήταν πολύ πιθανόν να είχαν επαφή και με το νίτρο.
Σε περίπτωση όμως που γνώριζαν την πυρίτιδα γιατί δεν την χρησιμοποίησαν εκτεταμένως; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι μάλλον πιο απλή απ' ότι θα φανταζόταν κανείς. Ακόμα και αν γνώριζαν το εκρηκτικό μίγμα και τα επιμέρους συστατικά του, δεν είχαν στη διάθεση τους όπλα τα οποία θα μπορούσαν να το αξιοποιήσουν. Στους Δελφούς, εφόσον πραγματικά χρησιμοποιήθηκε πυρίτιδα, οι βράχοι του Παρνασσού έπαιξαν τον ρόλο των βλημάτων. Μέχρι την ανακάλυψη των πρωίμων πυροβόλων όπλων, τα οποία όπως είδαμε δεν ήταν παρά μακροί ίσιοι σωλήνες -γι' αυτό και ονομάστηκαν κανόνια από την Ελληνική λέξη κανών- η πυρίτιδα, ακόμα και αν ήταν γνωστή δεν ήταν αξιοποιήσιμη.
Έπρεπε να φτάσουμε στην Βυζαντινή εποχή για να αξιοποιηθούν τα ευρήματα της παλαιότερης έρευνας. Το ζήτημα της κατασκευής όπλων ικανών να βάλουν με τη χρήση πυρίτιδας δεν ήταν απλό. Και αυτό γιατί δεν είχε προφανώς ακόμα εντοπιστεί το σημείο αντοχής των όπλων. Ακόμα και τον 19ο αιώνα υπήρχε ο κίνδυνος ανατίναξης της κάννης του όπλου από υπερβολικό γέμισμα πυρίτιδας. Γι' αυτό οι Έλληνες στράφηκαν σε ασφαλέστερες μεθόδους, την μηχανική ενέργεια και τον ατμό.
ΥΓΡΟΝ ΠΥΡ
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΟΠΛΟ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Το βασικό όπλο, στο οποίο οφειλόταν η υπεροχή του Βυζαντινού πολεμικού ναυτικού, ήταν αναμφίβολα το υγρό πυρ, "πυρ θαλάσσιον" ή "Μηδικόν πυρ", όπως αλλιώς ονομαζόταν, που αποτελούσε την πιο τελειοποιημένη έκδοση των πολεμικών εμπρηστικών υλικών που υπήρχαν ως τότε. Από την αρχαιότητα ήδη είχαν χρησιμοποιηθεί εύφλεκτες ύλες που εκτοξεύονταν εναντίον του εχθρού. Το στοιχείο όμως, που έκανε το υγρό πυρ να ξεχωρίζει, καθιστώντας το ένα θανατηφόρο όπλο, ήταν το γεγονός ότι δεν έσβηνε όταν ερχόταν σε επαφή με το νερό. Εφευρέτης του υγρού πυρός θεωρείται ο Ελληνοσύρος αρχιτέκτονας Καλλίνικος, που εξόπλισε με αυτό τα πλοία που υπερασπίστηκαν με επιτυχία την Κωνσταντινούπολη εναντίον των Αράβων το 717 - 718.
Η συμβολή του Καλλίνικου θα ήταν ίσως η βελτιστοποίηση του τρόπου με τον οποίο εκτοξευόταν το υγρό πυρ. Η σύνθεσή του συνιστά μυστήριο μέχρι και σήμερα, αφού τα συστατικά και ο τρόπος παρασκευής του αποτελούσαν κρατικό μυστικό. Ο φόβος του αναθέματος αλλά και οι ποινές που θα αντιμετώπιζε όποιος αποκάλυπτε τη μυστική φόρμουλα ήταν μεγάλες. Κατά πάσα πιθανότητα, το υγρό πυρ ήταν ένα μείγμα από νάφθα και θειάφι, ενώ συστατικά όπως ο ασβέστης, η ρητίνη και άλλα καύσιμα υλικά ενίσχυαν τη δυνατότητα ανάφλεξης. Φυσικές πηγές νάφθας βρίσκονταν στην περιοχή μεταξύ Κασπίας και Μαύρης Θάλασσας και στην Αραβία.
Οι Άραβες, παράλληλα με τους Βυζαντινούς, είχαν επίσης ανακαλύψει και με επιτυχία χρησιμοποιήσει εμπρηστικά μείγματα με κύρια συστατικά τη νάφθα και την υγρή πίσσα, που δεν έσβηναν με νερό, παρά μόνο με άμμο. Η συνεχής επαφή μεταξύ των δύο λαών, οι ανταγωνισμοί και η κατασκοπεία, καθιστούν ελάχιστα πιθανή την ύπαρξη "μυστικών" όπλων, όπως το υγρό πυρ. Το υγρό πυρ φυλασσόταν μέσα σε μακρόστενα σκεύη, πήλινα ή μεταλλικά, τα οποία ονομάζονταν "σίφωνες". Η ρίψη τους γινόταν από ειδικές εκτοξευτικές μηχανές που βρισκόταν στις πλώρες των πλοίων.
Οι μηχανές αυτές ήταν μάλλον βαλλίστρες, δηλαδή μεγάλων διαστάσεων ξυλοκατασκευές που είχαν μηχανισμό όμοιο με αυτόν του τόξου και έριχναν πέτρες ή βέλη. Υπήρχαν επίσης και "χειροσίφωνες", οι οποίοι ενδεχομένως ήταν μικρά πήλινα ή μεταλλικά αγγεία γεμάτα με υγρό πυρ, που θα ρίχνονταν εναντίον των εχθρών, όπως οι σημερινές χειροβομβίδες. Το υγρό πυρ, κατά κύριο λόγο χρησιμοποιήθηκε στις ναυμαχίες. Η κύρια επιτυχία του ήταν ότι επέφερε τη σύγχυση και τον πανικό στον εκάστοτε εχθρικό στόλο, που τρεπόταν σε φυγή εξαιτίας της πυρκαγιάς και της κακής επίδρασης στο ηθικό των πληρωμάτων των πλοίων. Το υγρό πυρ ήταν σε χρήση από του Βυζαντινούς κατά κύριο λόγο μέχρι το 13ο αιώνα.
Ήταν ένα από τα ισχυρά όπλα των Βυζαντινών και ταυτόχρονα ένα από τα κρατικά μυστικά της Αυτοκρατορίας. Λίγοι γνώριζαν από ποια υλικά κατασκευαζόταν και το μυστικό φυλασσόταν με κάθε τρόπο ώστε να μην πέσει στα χέρια των εχθρών της Αυτοκρατορίας και να παραμείνει στο Βυζαντινό οπλοστάσιο. Για πρώτη φορά αναφέρεται η χρήση του ''υγρού πυρ'' κατά τον 7ο μ.Χ αιώνα εναντίον του Αραβικού στόλου που πολιορκούσε την Κωνσταντινούπολη περί το 673. Μέχρι και την πτώση της πόλης (1453) βοήθησε αποτελεσματικά στην άμυνα της από εχθρικούς στόλους λόγω των τεράστιων ζημιών που προκαλούσε στα ξύλινα πλοία της εποχής αλλά και στον τρόμο που έσπερνε στα μάτια των εχθρικών στρατευμάτων.
Εφευρέτης φέρεται να είναι ο αρχιτέκτονας Καλλίνικος από την Ηλιούπολη της Συρία αλλά λόγω της μεγάλης μυστικότητας και αποτελεσματικότητας του ενεδήθει από τον απλό λαό με το πέπλο του μύθου και λεγόταν ότι την συνταγή για την κατασκευή του την έδωσε ένας άγγελος στον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Τα υλικά που αποτελούσαν αυτή την εξαιρετικά καυστική ύλη ακόμη και στις μέρες μας παραμένουν σχετικά άγνωστα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία όμως μπορούμε να πούμε πως το βασικό συστατικό του ήταν η νάφθα αναμεμειγμένη με κάποια άλλα στοιχεία όπως το πετρέλαιο, το λάδι, το θειάφι, το νίτρο, και η πίσσα. Σίγουρα όμως υπάρχουν και κάποια άλλα συστατικά που έμειναν μυστικά και μάλλον δεν θα ανακαλύψουμε ποτέ.
Για να καταλάβει κανείς το πόσο μυστική ήταν η διαδικασία παραγωγής του θα αναφέρουμε ότι απαγορευόταν να κατασκευαστεί οπουδήποτε και από οποιονδήποτε το υγρό πυρ και η κατασκευή του γινόταν μόνο σε επιλεγμένα σημεία κοντά στην Κωνσταντινούπολη, με βασικό αυτό στην περιοχή της Συληβρίας, και πάντα η διαδικασία παραγωγής του ήταν ανατεθειμένη σε Αυτοκρατορικούς αξιωματούχους οι οποίοι έδιναν αναφορά απευθείας στον Αυτοκράτορα, χωρίς κάποια επέμβαση άλλων αξιωματούχων, και κρατούσαν επτασφράγιστο μυστικό τον τρόπο και τα υλικά της παραγωγής του ''υγρού πυρός'' με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι όταν τον 10ο αιώνα οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Συληβρία τότε επικράτησε πανικός στην Βασιλεύουσα μήπως και καταφέρουν (οι Βούλγαροι) να ανακαλύψουν τον τρόπο παραγωγής του υγρού πυρός και καταστρέψουν με αυτό τον Βυζαντινό στόλο. Ευτυχώς όμως ο εκεί αξιωματούχος του Αυτοκράτορα που ήταν επιφορτισμένος με την φύλαξη του μυστικού, έκανε το καθήκον του, και παρά τα βασανιστήρια που υπέστει, πήρε το μυστικό στον τάφο του. Τα πλεονεκτήματα που έδινε στον Βυζαντινό στόλο η χρήση του ''υγρού πυρός'' ήταν τεράστια λόγω των πραγματικά θαυμαστών ιδιοτήτων του.
Το καταπληκτικό αυτό ''υγρό'' αναφλεγόταν αμέσως μόλις ερχόταν σε επαφή με το νερό και έκαιγε τόσο στην επιφάνεια του όσο και λίγο κάτω από αυτή. Φανταστείτε τα πληρώματα των εχθρικών πλοίων να προσπαθούν να σβήσουν με νερό την φωτιά που προκλήθηκε από το υγρό πυρ και αυτή να ανάβει περισσότερο. Πραγματικά καταπληκτικές οι ιδιότητες του λοιπόν. Υπήρχαν πολλοί τρόποι για να εκτοξεύουν το υγρού πυρ ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και τον τρόπο άμυνας ή επίθεσης που επιβαλλόταν. Ο πιο απλός ήταν στο να γεμίζουν με αυτό ειδικά πήλινα δοχεία (έχουν βρεθεί σε ανασκαφές στην Κρήτη) και να εκτοξεύονται με τα χέρια (όπως οι σημερινές χειροβομβίδες) από τον Βυζαντινό στρατό στους εχθρούς, τόσο σε επίθεση όσο και σε άμυνα.
Υπήρχαν φυσικά κατασκευασμένες για αυτό το σκοπό και ειδικές μηχανές οι οποίες αναλάμβαναν την εκτόξευση μεγαλύτερης ποσότητας και σε μεγαλύτερη εμβέλεια. Οι μηχανές αυτές τοποθετούνταν στις επάλξεις των τειχών και εκτόξευαν μεγάλες ποσότητες από το υγρό πυρ στους επιτιθέμενους, αλλά συνήθως τοποθετούνταν στα ακρόπρωρα αλλά και την πρύμνη των πολεμικών πλοίων και από μεγάλη απόσταση εκτόξευαν και κατ έκαιγαν τα εχθρικά πλοία. Γνωρίζουμε ότι η μηχανή που τοποθετούνταν στα πλοία είχε σχήμα κεφαλής λιονταριού ή άλλου επιθετικού ζώου όπου από το ανοιχτό στόμα του εκτοξευόταν το φονικό υγρό μέσα από έναν ειδικό σωλήνα - εκτοξευτή.
Η χρήση του τερματίζεται, σύμφωνα με τους περισσότερους ιστορικούς, κατά τον 10ο αιώνα με την απώθηση του Ρώσικου στόλου από τους Βυζαντινούς αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι χρησιμοποιήθηκε και το 1204 στην προσπάθεια ανάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, αλλά και το 1453 στην προσπάθεια αντίστασης των Βυζαντινών κατά του Τούρκικου στρατού. Το μυστικό πέρασε στους Μουσουλμάνους αλλά και τους σταυροφόρους την περίοδο των ''ιερών πολέμων'' και χρησιμοποιήθηκε εξίσου και από τα δύο στρατόπεδα. Με το πέρας των αιώνων όμως και την ανακάλυψη νέων και φονικότερων όπλων το ''υγρό πυρ'' λησμονήθηκε από όλους και ξεχάστηκε πλήρως για να περάσει στην σφαίρα της ιστορίας που εν τέλει έγινε θρύλος.
ΤΟ ΥΓΡΟ ΠΥΡ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ (7ος αιώνας μ.Χ.)
Το υγρό πυρ (λεγόμενο επίσης πυρ θαλάσσιον, μηδικόν πυρ, πολεμικόν πυρ, πυρ λαμπρόν, πυρ Ρωμαϊκόν ή πυρ σκευαστόν) και γνωστό στους Δυτικούς ως Ελληνικό πυρ (ignis graecus) ήταν ένα εμπρηστικό όπλο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που εφευρέθηκε τον ύστερο 7ο αιώνα μ.Χ. Εκτοξευόμενο από καταπέλτες, αλλά κυρίως από πεπιεσμένους σίφωνες, το υγρό πυρ είχε την ιδιότητα να μην σβήνει στο νερό. Ως εκ τούτου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρουση των Αραβικών πολιορκιών της Κωνσταντινούπολης, και σε αρκετές ναυτικές συμπλοκές με τους Άραβες και τους Ρως. Περιβαλλόταν με άκρα μυστικότητα, με αποτέλεσμα να αγνοούμε σήμερα την ακριβή σύστασή του.
Το Βυζαντινό υγρό πυρ δεν πρέπει να συγχέεται με παρόμοιες εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποίησαν οι Άραβες και άλλα κράτη, και που στη διεθνή βιβλιογραφία συνήθως αναφέρονται συλλογικά ως «Ελληνικό πυρ». Εμπρηστικές ουσίες, βασιζόμενες σε θειάφι, πίσσα ή πετρέλαιο, χρησιμοποιήθηκαν για πολεμικούς σκοπούς αιώνες πριν την εφεύρεση του υγρού πυρός. Η χρήση εμπρηστικών βελών και δοχείων με εύφλεκτες ουσίες ανάγεται στους Ασσυρίους τον 9ο αιώνα π.Χ., και ήταν ευρέως διαδεδομένη και στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ακόμα και τη χρήση πρωτόλειων φλογοβόλων κατά την πολιορκία του Δηλίου το 424 π.Χ.
Στη θάλασσα, επί Αναστασίου Α' ο Βυζαντινός στόλος φέρεται να χρησιμοποίησε μια θειούχα ουσία, που εφήυρε ο Αθηναίος φιλόσοφος Πρόκλος, για να νικήσει το στόλο του στασιαστή στρατηγού Βιταλιανού το 515 μ.Χ. Σύμφωνα με την αφήγηση του χρονογράφου Θεοφάνη του Ομολογητή, το υγρό πυρ εφευρέθηκε περί το 672 μ.Χ., από έναν μηχανικό από την Ηλιόπολη της Συρίας ονόματι Καλλίνικο, ο οποίος κατέφυγε στη Βυζαντινή πρωτεύουσα από την Αραβοκρατούμενη πατρίδα του. Η αυθεντικότητα και ακρίβεια της αφήγησης είναι αμφίβολες, καθώς ο Θεοφάνης αναφέρει τη χρήση πυρφόρων και σιφονοφώρων πλοίων μερικά χρόνια πριν την υποτιθέμενη άφιξη του Καλλίνικου στη Κωνσταντινούπολη.
Εάν δεν οφείλεται σε απλή χρονολογική σύγχυση, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο Καλλίνικος απλώς εισήγαγε μια βελτιωμένη έκδοση ενός ήδη υπάρχοντος όπλου. Ο ιστορικός Τζέημς Πάρτινγκτον (James R. Partington) επίσης πιστεύει ότι η ανακάλυψη του υγρού πυρός δεν ήταν το έργο ενός ανθρώπου, αλλά μιας ομάδας «χημικών στη Κωνσταντινούπολη οι οποίοι είχαν κληρονομήσει τις ανακαλύψεις της Αλεξανδρινής χημικής σχολής». Ο ιστορικός του 11ου αιώνα Γεώργιος Κεδρηνός όντως αναφέρει ότι ο Καλλίνικος καταγόταν από την Ηλιόπολη της Αιγύπτου, και όχι της Συρίας, αλλά οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές απορρίπτουν την πληροφορία αυτή ως λανθασμένη.
Ο Κεδρηνός επίσης αναφέρει ότι οι απόγονοι του Καλλίνικου, ονομαζόμενοι «Λαμπροί», κατείχαν το μυστικό της παραγωγής του υγρού πυρός και συνέχιζαν να το κατέχουν επί των ημερών του. Και αυτή η ιστορία θεωρείται μάλλον απίθανη από τους ιστορικούς, σχετιζόμενη μάλλον με τη ονομασία «πυρ λαμπρόν» που δινόταν συχνά στο υγρό πυρ. Η εφεύρεση του υγρού πυρός ήρθε σε μια κρίσιμη για το Βυζάντιο στιγμή. Εξασθενημένοι από δεκαετίες πολέμων με τους Σασσανίδες, οι Βυζαντινοί στάθηκαν ανίκανοι να αναχαιτίσουν την επέλαση των νεοφώτιστων Αράβων πολεμιστών του Ισλάμ.
Εντός μιας γενιάς, η Συρία, η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία έπεσαν στα χέρια των Αράβων, που περί το 672 εξαπέλυσαν την πρώτη τους μεγάλη επίθεση κατά της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Εκεί το υγρό πυρ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με εξαιρετικά αποτελέσματα ενάντια στον Αραβικό στόλο. Η χρήση του συνέβαλε τα μέγιστα στην απόκρουση των δύο Αραβικών πολιορκιών της πρωτεύουσας. Οι αναφορές στη χρήση του σε ναυμαχίες κατά των Αράβων αργότερα είναι σποραδικές, αλλά συνέβαλε σε αρκετές Βυζαντινές νίκες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της επανακατάκτησης τους 9ο και 10ο αιώνα.
Η ουσία χρησιμοποιήθηκε και στις εμφύλιες συγκρούσεις της περιόδου, κυρίως κατά τη θεματική εξέγερση του 727 και την εξέγερση του Θωμά του Σλάβου το 821 - 823. Και στις δύο περιπτώσεις, οι στόλοι των στασιαστών ηττήθηκαν από τον κεντρικό στόλο της Κωνσταντινούπολης με τη χρήση του υγρού πυρός. Εξέχουσα θέση κατέχει το υγρό πυρ και στις συγκρούσεις με τους Ρως και τις επιδρομές τους κατά της Αυτοκρατορίας. Η σημασία του υγρού πυρός κατά τον αγώνα του Βυζαντίου με τους Άραβες οδήγησε στη δημιουργία ενός μύθου που του απέδιδε Θεϊκή προέλευση.
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (945 - 959) στο έργο του ''Προς τον ίδιον Υιόν Ρωμανόν'' (De Administrando Imperio), προειδοποιεί το γιο και διάδοχό του, Ρωμανό Β΄, να μην αποκαλύψει ποτέ το μυστικό της παρασκευής του στους ξένους, λέγοντας ότι:
«Καὶ αὐτὸ απὸ τοῦ Θεοῦ δι' ἀγγέλου τῷ μεγάλῳ καὶ πρώτῳ βασιλεῖ Χριστιανῷ, ἁγίῳ Κωνσταντίνῳ ἐφανερώθη καὶ ἐδιδάχθη» και ότι ο άγγελος του παρήγγειλε όπως «ἐν μόνοις τοῖς Χριστιανοῖς καὶ τῇ ὑπ' αὐτῶν βασιλευομένῃ πόλει κατασκευάζηται, ἀλλαχοῦ δε μηδαμῶς, μήτε εἰς ἔτερον ἕθνος τὸ οἱονδήποτε παραπέμπηται, μήτε διδάσκηται»
Προσθέτει δε ότι μια φορά, ένας στρατηγός που δωροδωκήθηκε ώστε να παραδώσει την ουσία σε εχθρικά χέρια, κάηκε από ουράνιο πυρ καθώς έμπαινε σε μια εκκλησία. Όπως καταδεικνύει και το τελευταίο περιστατικό, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να αποφύγουν περιστατικά όπου το μυστικό τους όπλο έπεσε στα χέρια των εχθρών τους: οι πηγές καταγράφουν τουλάχιστον μία αιχμαλωσία πυρφόρου πλοίου από τους Άραβες το 827, και οι Βούλγαροι κυρίεψαν αρκετούς σίφωνες και την ίδια την ουσία το 812 - 814. Καθώς όμως τα μυστικά της παρασκευής και χρήσης του παρέμεναν ανέπαφα, δεν μπόρεσαν να αντιγράψουν το πλήρες σύστημα. Οι Άραβες όντως αργότερα χρησιμοποίησαν ουσίες παρόμοιες με το υγρό πυρ.
Αλλά ποτέ δεν χρησιμοποίησαν σίφωνες, παρά μόνο καταπέλτες και χειροβομβίδες. Το υγρό πυρ συνέχισε να αναφέρεται στις πηγές έως και τον 12ο αιώνα. Η Άννα Κομνηνή δίνει μια ζωντανή περιγραφή μια ναυμαχίας -πιθανώς φανταστικής- μεταξύ των Βυζαντινών και των Πιζανών το 1099. Κατά τις πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης από την Δ' Σταυροφορία το 1203 - 1204 όμως, παρά την παρουσία πρόχειρων πυρπολικών, καμία πηγή δεν αναφέρει τη χρήση υγρού πυρός. Φαίνεται ότι είχε πλέον εγκαταληφθεί, είτε επειδή το μυστικό της σύστασής του είχε χαθεί, είτε επειδή το Βυζάντιο είχε χάσει την επαφή του με τις περιοχές -τον Καύκασο και τις ανατολικές ακτές του Εύξεινου- από όπου αντλούσε τις πρώτες ύλες για την παρασκευή του.
Αναφέρθηκε ήδη ότι εμπρηστικά όπλα υπήρχαν πολύ πριν την υποτιθέμενη ανακάλυψη του Καλλίνικου τον 7ο αιώνα μ.Χ. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει ότι ο πρώτος που γνώριζε το υγρό πυρ ήταν ο ιδρυτής της Κωνσταντινούπολης, Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας. Ωστόσο η νέα αυτή ύλη το Υγρό, ή Άσβεστο, ή Ελληνικό, ή θαλάσσιο Πυρ, ήταν πράγματι ένα μοναδικής σημασίας όπλο το οποίο χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τους Βυζαντινούς. Τι ήταν το Υγρό Πυρ; Ποια τα συστατικά του; Πως χρησιμοποιείτο στην μάχη; Στα ερωτήματα αυτά έχουν κατά καιρούς δοθεί πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους απαντήσεις.
Τελευταία έχουν διαμορφωθεί δύο σχολές σκέψης επί του αντικειμένου. Και οι δύο δέχονται ότι τα περισσότερα συστατικά ήταν ήδη γνωστά και είχαν και στο παρελθόν χρησιμοποιηθεί. Η μεν πρώτη όμως υποστηρίζει ότι ο Καλλίνικος προσέθεσε στα λοιπά συστατικά το νίτρο, δημιουργώντας μια πρώιμη μορφή πυρίτιδας, ενώ η δεύτερη υποστηρίζει ότι ο Καλλίνικος απλώς προσέθεσε
ασβέστη στο μείγμα, καθιστώντας το αυτοαναφλεγόμενο στην επαφή του με το νερό. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο γνωστός Γάλλος χημικός Μπερτελώ, μελετητής των εμπρηστικών υλών των αρχαίων λαών, υπο στήριξε πρώτος ότι το μυστικό του υγρού πυρός ήταν το νίτρο.
Την άποψη του αυτή στήριξε στο γεγονός ότι τα Βυζαντινά χειρόγραφα αναφέρουν λάμψεις, βροντές και καπνούς, ως αποτέλεσμα της χρήσης του υγρού πυρός. Τόσο ο Μπερτελώ, όσο και ο Γερμανός Ντίελς, υποστήριξαν και δικαίως, ότι τα περιγραφόμενα φαινόμενα ήταν σαφώς αποτελέσματα της χρήσης μιας μορφής πυρίτιδας, η οποία χρησιμοποιείτο ως προωθητικό του υγρού πυρός, αλλά και ως εμπυρέας του. Αναφέρει ο Ντίελς: «Η περιγραφή αυτή δεν αφήνει καμμία αμφιβολία για το γεγονός ότι το νίτρο περιεχόταν ως εκρηκτική ύλη στη σύνθεση του υγρού πυρός και αυτό ήταν ακριβώς το μυστικό».
Την άποψη τους φαίνεται να επιβεβαιώνει ένα χειρόγραφο του 9ου αιώνα μ.Χ. το οποίο αποτελεί συμπλήρωμα του έργου του Μάρκου του Γραικού, του Έλληνα σοφού του 9ου αιώνα μ.Χ. Στο χειρόγραφο αναφέρεται η δοσολογία για την παρασκευή πυρίτιδας. Συγκεκριμέ να αναφέρεται ότι απαιτούνται 1 μέρος θείου, 3 μέρη ξυλάνθρακα και 9 μέρη νίτρου για την παρασκευή της (Ρ.Ε. Cleator: Weapons of War). Άρα οι Βυζαντινοί γνώριζαν σίγουρα την πυρίτιδα, την οποία προφανώς χρησιμοποίησαν για την ανάπτυξη του υπέρτατου όπλου τους, του υγρού πυρός. Ο Καλλίνικος πιστεύεται ότι το μόνο που έπραξε ήταν ακριβώς να εντάξει το νίτρο στα συστατικά, αυξάνοντας δραματικά το βεληνεκές και την αποτελεσματικότητα του όπλου.
Πιθανόν θεωρείται ότι ανέπτυξε και έναν νέο μηχανισμό εκτόξευσης του υγρού πυρός, το πρώτο πυροβόλο της ιστορίας. Τις απόψεις αυτές συμμερίζονται και άλλοι Έλληνες και ξένοι ερευνητές. Ωστόσο μια άλλη ομάδα ερευνητών υποστήριξε ότι ο ασβέστης ήταν το νέο συστατικό του προσετέθη στο υγρό πυρ. Ο ασβέστης στην επαφή του με το νερό έχει την ιδιότητα να αντιδρά, αυξάνοντας την θερμοκρασία του στους 150 βαθμούς Κελσίου. Εάν ο ασβέστης την στιγμή της ανάφλεξης του βρισκόταν σε επαφή με νάφθα θα προκαλούσε σίγουρα την ανάφλεξη της. Η μέθοδος αυτή όμως δεν έγινε γνωστή από τον Καλλίνικο. Ήταν ήδη γνωστή, τουλάχιστον από τον 2ο αιώνα μ.Χ. όπως μαρτυρά ο Αφρικανός Ιούλιος Σέξτος.
Έτσι η θεωρία αυτή εν πολλοίς απερρίφθη και μια νέα παρουσιάστηκε, η οποία αποτελεί σύζευξη των δύο προηγουμένων. Η σύγχρονη έρευνα θεωρεί ότι το υγρό πυρ είχε ως συστατικό στοιχείο και το νίτρο και τον ασβέστη και το πετρέλαιο. Επίσης θεωρεί ότι το υγρό πυρ δεν ήταν μια εμπρηστική με συγκεκριμένη σύνθεση ύλη, αλλά μια ύλη με διαφορετική κατά περίπτωση σύνθεση, αναλόγως της προβλεπομένης χρήσης, αλλά και της εποχής, η οποία αφορά την προσβασιμότητα των Ελλήνων στις αναγκαίες πρώτες ύλες για την παρασκευή του μίγματος. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η αντίδραση ορισμένων επιστημόνων προερχόταν από τον άκρατο εθνικισμό τους.
Τυπικό παράδειγμα αποτελεί ο Γερμανός φον Λίππμαν, ο οποίος απέρριπτε ως πλαστά τα χειρόγραφα του Μάρκου του Γραικού, τα αμφισβητούσε αυθαίρετα και υποστήριζε ότι τα χειρόγραφα αυτά ήταν του 13ου αιώνα και όχι του 9ου και τέλος ότι η πυρίτιδα ήταν Γερμανική εφεύρεση και σε καμμία περίπτωση Ελληνική. Αντιθέτως ο Κ. Ζένγγελης απέδειξε με εργαστηριακά πειράματα ότι ήταν δυνατή η παρασκευή πυρίτιδας έστω και με την χρήση νιτρικού ασβεστίου, αντί νιτρικού καλίου, παράγοντας έστω μικρότερης αποτελεσματικότητας πυρίτιδα. Απέδειξε επίσης ότι η αυτοανάφλεξη του ασβέστη στην θάλασσα δεν ήταν εύκολη και δεν επιτυγχάνοντο οι απαραίτητες για την ανάφλεξη του μίγματος υψηλές θερμοκρασίες.
Οπότε για την ανάφλεξη του υγρού πυρός ήταν απαραίτητη μία έκρηξη, την οποία μόνο η πυρίτιδα μπορούσε να παράγει. Ας δούμε με ποιά όπλα χρησιμοποιείτο το υγρό πυρ. Υπάρχουν τέσσερεις βασικές θεωρίες σχετικά με τον τρόπο χρήσης του υγρού πυρός και κυρίως σχετικές με τους μηχανισμούς εκτόξευσής του. Οι θεωρίες αυτές συνοψίζονται ως εξής:
α) Εκτόξευση με αντλία
β) Εκτόξευση με πυροβόλο, με προωθητικό την πυρίτιδα
γ) Εκτόξευση με την χρήση θερμότητας και
δ) Εκτόξευση με συνδυασμό της χρήσης θερμότητας και αντλίας.
Οι θεωρίες αυτές έχουν η κάθε μία τους θετικά και αρνητικά στοιχεία. Η πρώτη για παράδειγμα που αναφέρεται στην χρήση αντλίας δεν εξηγεί πως ήταν δυνατό να υπάρχει τόσο ισχυρή αντλία, ικανή να εκτοξεύσει ένα παχύρευστο υγρό σε τέτοια απόσταση ώστε να μην κινδυνεύει από την χρήση του και ο βάλλων. Επίσης σοβαρές αδυναμίες παρουσιάζει και η άποψη ότι το υγρό πυρ εκτοξευόταν ως αποτέλεσμα της ιδίας θερμάνσεως, όπως και η συνδυαστική άποψη περί χρήσης αντλίας και θερμάνσεως μαζί, η οποία θεωρεί ότι ο μηχανισμός εκτόξευσης του υγρού πυρός ήταν παρόμοιας σύλληψης με το φλογοβόλο των Βοιωτών που περιγράφει ο Θουκυδίδης.
Ένα τέτοιο όπλο όμως εκ των πραγμάτων θα είχε πολύ μικρό βεληνεκές, το οποίο θα το καθιστούσε μη πρακτικό, τόσο στις ναυμαχίες, όσο και στο πεδίο της μάχης. Η άποψη ότι η εκτόξευση γινόταν με την βοήθεια προωθητικής πυρίτιδας φαντάζει λοιπόν ως η πλέον λογική. Σύμφωνα με τον Ζένγγελη, υπήρχε ένας εμπυρέας, τον οποίο ονομάζει πρόπυρο, που έθετε πυρ στο προωθητικό γέμισμα και εκτόξευε, όπως ένα ηφαίστειο, το υγρό πυρ σε ικανοποιητική απόσταση. Ο Ζένγγελης στέκεται επίσης στον όρο «στρεπτό», τον οποίο κατά κόρον χρησιμοποιούν οι Βυζαντινοί ιστορικοί, όταν κάνουν λόγο για το υγρό πυρ, περιγράφοντας με αυτόν τα όπλα εκτόξευσης του πυρός.
Ο Ζένγγελης αποδίδει με τον όρο ένα είδος πυροβόλου - καταπέλτη, το οποίο διέθετε και ένα
πρωτόγονο κλείστρο, το οποίο εμπόδιζε την εκφυγή των αερίων προς τα πίσω, κατευθύνοντας την ισχύ της έκρηξης της πυρίτιδας εμπρός, στο ανοικτό άκρο του σωλήνα του «πυροβόλου». Την άποψη του Έλληνα χημικού απεδέχθη εν μέρη και ο Γάλλος Μερσιέ. Ο Γάλλος επιστήμονας προχώρησε μάλιστα την σκέψη του ακόμα πιο μακριά, υποστηρίζοντας την ύπαρξη ενός είδους κροτίδων, οι οποίες λειτουργούσαν ως εμπυρείς που έθεταν πυρ στο προωθητικό ή ακόμα αποτελούσαν το προωθητικό γέμισμα. Κάνει δηλαδή λόγο για την ύπαρξη προπαρασκευασμένων θα λέγαμε γεμισμάτων, όπως τα αντίστοιχα του σημερινού πυροβολικού.
Ο Μερσιέ υπο στηρίζει επίσης ότι υπήρχαν και μικροί χειροσίφωνες οι οποίοι με την προωθητική ισχύ της πυρίτιδας εκτόξευ αν μικρές ρουκέτες, γεμισμένες με εμπρηστικό υλικό, οι οποίες ανατινάζοντο κατά την πρόσκρουση με τον στόχο, ανάβοντας φωτιά επάνω και γύρω του. Από τους Βυζαντινούς οι Άραβες πήραν το μυστικό, όχι της χρήσης εμπρηστικών υλών, τις οποίες ήδη χρησιμοποιούσαν, αλλά μιας μορφής υγρού πυρός. Το όπλο αυτό χρησιμοποίησε ο αποστάτης Λέων ο Τριπολίτης, όταν επικεφαλής Αραβικού στρατού, κατέλαβε με την βοήθεια του υγρού πυρός την Θεσσαλονίκη.
Ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος αναφέρει την έκπληξη των αμυνομένων Θεσσαλονικέων από την χρήση του υγρού πυρός από τους αντιπάλους τους, καθώς το μυστικό χρήσης του ανήκε ως τότε αποκλειστικά στην Αυτοκρατορία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το απόσπασμα διήγησης του σταυροφόρου τα μέσα του 13ου αιώνα μ.Χ. Ιωάννη ντε Ζοϊνβίλ.
«Τέτοιο ήταν το Ελληνικό πυρ: ερχόταν ίσια επάνω σου, μεγάλο σαν ένα βαρέλι ξυδιού, με μια πύρινη ουρά πίσω του, μακριά όσο ένα κοντάρι. Έκανε τέτοιο θόρυβο, που έμοιαζε με κεραυνός του ουρανού. Φαινόταν σαν ένας δράκος που πετά στον αέρα. Εξέπεμπε ένα τόσο δυνατό φως, ώστε μπορούσες να δεις καθαρά μέσα στο στρατόπεδο σαν να ήταν μέρα, από τις πολλές φλόγες που φώτιζαν τα πάντα. Εκείνη τη νύχτα μας βομβάρδισαν τρεις φορές με το Ελληνικό πυρ και τέσσερις φορές το εκτόξευσαν με το περιστρεφόμενο τόξο (Arbalesre a tour)».
Λίαν κατατοπιστική είναι η περιγραφή της μεγάλης και νικηφόρας ναυμαχίας του Βυζαντινού στόλου κατά του ενωμένου Νορμανδοπισσατικού, το 1099 μ.Χ. Μετά το ευτυχές για τους Φράγκους πέρας της Α' Σταυροφορίας δημιουργήθηκε στην Αντιόχεια ένα Νορμανδικό δουκάτο. Ο ηγεμόνας του, Βοημούνδος ήταν όμως και ορκισμένος εχθρός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Έτσι όταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός του ζήτησε να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του, όπως είχε προηγουμένως συμφωνηθεί, ο Βοημούνδος, όχι μόνο δεν τήρησε την συμφωνία, αλλά κατόρθωσε να πείσει πολλούς δυτικούς άρχοντες να τον βοηθήσουν στον πόλεμο κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ανάμεσα στους συμμάχους του ο Βοημούνδος κατόρθωσε να
προσελκύσει και την Ιταλική ναυτική πόλη της Πίζας. Η Πίζα εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη ναυτική δύναμη, ικανή να παρατάξει πραγματικά εκατοντάδες πολεμικών πλοίων. Όταν ο Αλέξιος πληροφορήθηκε τις ενέργειες του Νορμανδού ηγεμόνα αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει στην θάλασσα.
Διέταξε λοιπόν να κατασκευασθούν πολλά πλοία σε όλα τα ναυπηγεία της Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος μάλιστα επισκεπτόταν τα ναυπηγεία της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου να επιβλέψει και να επιταχύνει τον ρυθμό ναυπήγησης. Αναφέρει η κόρη του Άννα στο έργο της Αλεξιάδα:
«Ταύτα μανθάνων ο βασιλιεύς εξ απάσων των υπό των Ρωμαίων αρχήν χωρών προσέταξε γενέσθαι πλοία. Και εις αυτήν δε την βασιλεύουσαν ικανά κατασκευάζων, εκ διαλειμμάτων εις μονήρες εισερχόμενος επέσκηπτε τοίς κατασκευάζουσιν όπως χρη ταύτα ποιείν. Γϊνώσκων δε τους Πισσαίους του περί την θάλαττα πολέμου επιστήμονας και δεδιώς την μετ' αυτών μάχην, εν εκάστη πρώρα των πλοίων διά χαλκών και σιδηρών λεόντων και αλλοίων χερσαίων ζώων κεφάλας μετά στο μάτων ανεωγμένων κατασκευάσας, χρυσώ τε περιστείλας αυτά ως εκ μόνης της θέας φοβερόν φαίνεσθι, το διά των στρεπτών κατά των πολεμίων μέλλον αφίεσθαι πυρ διά των στομάτων αυτών παρεσκεύασε διιείνα, ώστε δόκειν τους λέοντας, και τάλλα των τούτων ζώων τούτο εξερεύγεσθαι.
Ούτω γουν ταύτα κατασκευάσας, μετακαλεσάμενος τον Τατίκιον εξ Αντιοχείας νεωστί παραγενόμενον, αυτώ μέν τα τοιαύτα πλοία παραδεδωκώς περιφανεστάτην κεγαλή ωνόμασε. Τω δε γε Λαντούλφο τον άπαντα στόλον αναθεμένος, μέγαν δούκα προύβαλετο ως ναυμαχίας ειδήμονα άριστον».
Η Άννα Κομνηνή δεν μας δίδει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των Ελληνικών πλοίων. Ξεκαθαρίζει όμως ότι τον στόλο συγκροτούσαν πλοία εφοδιασμένα με στρεπτά και άρα με υγρό πυρ, τα οποία τέθηκαν υπό την διοίκηση του Τατικίου και άλλα, προφανώς μη εξοπλισμένα με τον ίδιο τρόπο. Αρχιναύαρχος ονομάσθηκε ο Λαντούλφος, προφανώς Λατίνος, ο οποίος ήταν ειδήμων στα ναυτικά. Ακόμα και έτσι όμως την διοίκηση της μοίρας των εξοπλισμένων με υγρό πυρ πλοίων, ο Αυτοκράτορας Αλέξιος την εμπιστεύθηκε σε Έλληνα, προφανώς άνθρωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του, τον οποίο μετακάλεσε, ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό, από την Αντιόχεια της Συρίας.
Ο Ελληνικός στόλος απέπλευσε από την Κωνστανινούπολη τον Απρίλιο του 1098. Αρχικώς κατευθύνθηκε στην Σάμο, όπου τα πλοία πισσώθηκαν. Κατόπιν έπλευσαν προς την Κω, γιατί είχαν πληροφορίες ότι ο εχθρικός στόλος, αποτελούμενος από 900 πλοία κάθε τύπου και μεγέθους, ναυλουχούσε στο νησί. Όταν όμως έφτασε στην Κω πληροφορήθηκε ότι ο Νορμανδοπισσατικός στόλος είχε αποπλεύσει με κατεύθυνση την Ρόδο. Σκοπός του ήταν η κατάληψη του πλούσιου Ελληνικού νησιού. Αμέσως ο Ελληνικός στόλος έπλευσε προς τα νερά της Ρόδου και πράγματι εντόπισε τον εχθρικό στις ακτές της Λυκίας, μεταξύ Ρόδου και Πατάρων.
Οι Φράγκοι αιφνιδιάστηκαν από την εμφάνιση των Ελλήνων και άρχισαν όπως - όπως να λαμβάνουν διάταξη μάχης. Στο μεταξύ όμως είχε ξεσπάσει θαλασσοταραχή, η οποία καθιστούσε σχεδόν αδύνατο τον σχηματισμό γραμμής μάχης. Όλα έδειχναν ότι οι Φράγκοι θα ξέφευγαν. Τότε ο Λανδούλφος έδωσε το σήμα της επίθεσης, παρά το γεγονός ότι ο στόλος του δεν είχε λάβει σχηματισμό μάχης. Πρώτος όρμησε κατά των Πισσατών. «Και αυτός δε ο Λαντούλφος, πρώτος προσπελάσας ταις Πισσαϊκάς ναυσίν, άστοχα το πυρ έβαλε και ουδέν τι πλέον ειργάσατο του πυρός σκεδασθέντος», αναφέρει ο Άννα Κομνηνή. Η φράση αυτή κρύβει πολλά σχετικά με την φύση, αλλά και την χρήση του υγρού πυρός.
Κατ' αρχήν η Άννα Κομνηνή χρησιμοποιεί δύο λέξεις κλειδιά, τα ρήματα «αστόχησε» και «έβαλε». Το ρήμα βάλω σχετίζεται με την βολή εκηβόλου όπλου. Εκ του μακρόθεν λοιπόν έβαλε ο Λαντούλφος και αστόχησε. Το παράδειγμα του Λανδούλφου ακολούθησε και ο Πελοποννήσιος κόμης (πλοίαρχος) Περιχύτης, ο οποίος διέσπασε την εχθρική γραμμή. Το σκάφος του ομοιοβάθμου του Ελεήμωνος όμως, λόγω της τρικυμίας που στο μεταξύ άρχισε να μαίνεται, συγκρούστηκε με ένα μεγάλο εχθρικό πλοίο και μάλιστα τα πηδάλιά τους μπλέχτηκαν μεταξύ τους. Ο Ελεήμων, παρά το γεγονός αυτό δεν δίστασε και «γοργώς προς την σκεύην απείδε και πυρ κατ' αυτών αφείς ουκ άστοχα έβαλεν».
Προφανώς τα δύο πλοία, εφόσον είχαν μπλεχτεί τα πηδάλιά τους, είχαν πιαστεί πρύμνα με πρύμνα. Ο πλοίαρχος Ελεήμων όμως άρπαξε την «σκευήν» (συσκευή, μηχάνημα, μηχανισμός) και εύστοχα έπληξε το εχθρικό σκάφος, κυριολεκτικά εξ επαφής. Αν λοιπόν το υγρό πυρ ήταν απλώς ένα εμπρηστικό υγρό που εκτοξευόταν με αντλίες, προαφανώς ο Ελεήμων δεν θα επιχειρούσε να θέσει πυρ στο σκάφος, στο οποίο και το δικό του ήταν προσκολλημένο και θα μπορούσε κάλλιστα να καεί μαζί με το εχθρικό. Προφανώς έπληξε με την «σκευήν» καίρια το αντίπαλο πλοίο, με αποτέλεσμα να το βυθίσει άμεσα και να απεμπλακεί, όπως αποδεικνύει η συνέχεια της διήγησης της Άννας Κομνηνής.
«Είτα την ναυν επί θάτερα γοργώς μεταφέρων και ετέρας παραχρήμα τρεις μεγίστας επυρπόλει των βαρβάρων νύες». Ο Ελεήμων λοιπόν, μόλις εβύθισε το μεγάλο Πισσατικό πλοίο, επιτέθηκε σε τρία ακόμα, διαδοχικά, μεγάλα εχθρικά πλοία, τα οποία επίσης πυρπόλησε. Εντύπωση προκαλεί ο χρόνος εντός του οποίου ο Ελεήμων εβύθισε τέσσερα εχθρικά πλοία. Με την χρήση μόνο εμπρηστικών υλών, τα μεγάλα εχθρικά πλοία θα απαιτούσαν ασφαλώς έναν ορισμένο χρόνο για να κατακαούν και να βυθιστούν. Εάν όμως το εμπρηστικό υλικό περιείχε και εκρηκτική ύλη, τα εχθρικά πλοία απλώς θα ανατινάζοντο και θα έβρισκαν τάχιστα θέση στον βυθό του Αιγαίου.
Το υγρό πυρ χρησιμοποιήθηκε και από τον Βυζαντινό στρατό, όχι μόνο σε πολιορκητικές επιχειρήσεις, αλλά και σε αναπεπταμένο πεδίο. Δύο ήταν οι κύριοι τρόποι ρίψης του, με την χρήση βλητικών μηχανών και με χειροσίφωνες, μικρά δηλαδή, φορητά φλογοβόλα. Οι πυρφόροι καταπέλτες, αλλά και οι πυρφόροι μονάγκωνες, δεν διέφεραν πολύ από τους αντιστοίχους συμβατικούς. Οι μονάγκωνες έβαλαν δοχεία γεμάτα με εμπρηστικές ύλες. Οι χειριστές, πριν εκτοξεύσουν το βλήμα, άναβαν το φυτίλι στο άνω μέρος του δοχείου. Όταν το δοχείο έσπαζε επί των εχθρών, το εμπρηστικό υλικό κάλυπτε τον χώρο και αναφλεγόταν από το φυτίλι. Οι πυρφόροι καταπέλτες λειτουργούσαν όπως και οι αντίστοιχοι οξυβελείς.
Αντί του ξύλινου οδηγού του βελοσχήμου βλήματος τους όμως, διέθεταν σιδερένιο ή χάλκινο σωλήνα, εν είδει κάννης, επί του πίσω άκρου του οποίου τοποθετείτο το βλήμα, το οποίο εκτοξευόταν με την ισχύ της συστροφής σχοινιών, τα οποία απότομα απελευθερώνοντο. Από την άλλη πλευρά οι χειροσίφωνες, τα πρώτα φορητά φλογοβόλα, τα εχειρίζοντο ειδικά εκπαιδευμέ νοι στρατιώτες, οι σιφωνάτωρες, οι οποίοι πολεμούσαν σε διάταξη ακροβολισμού, είτε ενταγμένοι σε ειδικά τάγματα, είτε οργανικά εντεταγμένοι σε άλλα τμήματα. Οι σιφωνάτωρες έφεραν θώρακα και κράνος με προσωπίδα, που κάλυπτε όλο το πρόσωπο. Το δε όπλο τους ήταν δύο κυρίων τύπων.
Η πρώτη κατηγορία σιφώνων ήταν ένα όπλο αποτελούμενο από δύο μέρη, το κυρίως όπλο και την δεξαμενή με το εμπρηστικό υλικό, όπως περίπου και τα σύχρονα φλογοβόλα. Η δεύτερη κατηγορία δεν ήταν ουσιαστικά παρά μια αντλία γεμάτη εμπρηστικό υλικό, με σύστημα λειτουργίας παρόμοιο με αυτή της σύριγγας. Με έναν πιστόνι ο χειριστής πίεζε το περιεχόμενο της αντλίας έξω από τον σωλήνα. Ο χειρι στής κρατούσε κάτω από την κάννη έναν αναμμένο δαυλό. Το εμπρηστικό υλικό αναφλεγόταν έξω από την κάννη, μόλις ερχόταν σε επαφή με την φλόγα του αναμμένου πυρσού. Αντίγραφο όπλου του πρώτου τύπου κατασκεύασε πριν μερικά χρόνια ο αείμνηστος Νίκος Ορφανουδάκης.
Ο ίδιος δοκίμασε με επιτυχία την λειτουργικότητα του όπλου, το οποίο απεδείχθη απολύτως χρηστικό, αν και με περιορισμένο βεληνεκές. Σε παράσταση χειρογράφου του 11ου αιώνος εικονίζεται πάντως ένας χειροσίφωνας, ο οποίος θυμίζει έντονα μικρό, φορητό πυροβόλο, όχι πολύ διαφορετικό από τα πρώιμα τυφέκια, τα οποία οι Δυτικοί αποκαλούσαν «όπλα χειρός» - άλλες ονομασίες τους ήταν «δράκοι», εξού και οι δραγώνοι, οι φέροντες δράκους, «σιοπέττα», «κουλβερίνες» και «πιστόλες», που σημαίνει σωλήνες. Προφανώς ο χειροσίφων χρησιμοποιείτο σε ειδικές επιχειρήσεις, είτε κατά την διάρκεια πολιορκιών, είτε όταν έπρεπε να πυρποληθούν πολεμικές μηχανές ή υπο δομές των εχθρών.
Μικρούς σίφωνες έφεραν πάντως και τα Βυζαντινά πλοία, πέραν των δύο κυρίων σε πλώρη και πρύμνη. Η πρώτη καταγεγραμμένη ιστορικά χρήση χειροσιφώνων από δυνάμεις ξηράς αναφέρεται το 928, κατά την πολιορκία του Ντιβν. Οι χειροσίφωνες θεωρού νται επινόηση του Αυτοκτράτορα Λέοντα ΣΤ' Σοφού. Ο Αυτοκράτορας στα «Τακτικά» του, αναφέρει ότι οι χειροσιφωνάτωρες πρέπει να βάλουν καλυμμένοι πίσω από σιδηρά ασπίδα. Το παράξενο είναι ότι σε χειρόγραφη παράσταση του 15ου αίωνα από την Γερμανία, εικονίζει δύο άνδρες, καλυμμένους πίσω από σιδηρά ασπίδιο, να χειρίζονται «πιστόλα». Ο μεν πρώτος σκοπεύει, ο δε δεύτερος πυροδοτεί το όπλο.
Σύμφωνα με την μαρτυρία του Θεοφάνη όταν οι Βούλγαροι του Κρούμου κατέλα\βαν την Μεσημβρία ανακάλυψαν 36 σίφωνες υγρού πυρός, τους οποίους όμως δεν φαίνεται να χρησιμοποίησαν ποτέ. Το 1054 οι Σελτζούκοι Τούρκοι πολιορκούσαν την πόλη του Μάντζικερτ. Οι πολιορκημένοι
στεναχωρούντο ιδιαιτέρως από μια υπερμεγέθη λιθοβόλο μηχανή που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι. Οι μηχανές των αμυνομένων ήταν μικρότερες και δεν διέθεταν το απαραίτητο βεληνεκές για να την πλήξουν.
Έτσι ένα άνδρας της φρουράς «...λαβών ούτος άγγος τι φέρον ένδον του Μηδικού πυρός συσκευήν, της του άστεως πύλης δρομαίος εξήλασε και καθιείς εαυτόν εις μέσους τους εναντίους, πυρ τε τω στόμματι του άγγους εναπερείσας, τούτο συντρίβει προς το μηχάνημα. Και αυτίκα πυρ αναφθέν άπαν εξήλασε και κενεμήσατο, συνήρτηντο γαρ αυτώ και τίνα πέπλα, τας των τειχών αποτειχίζοντα προσβολάς», αναφέρει ο Μιχαήλ Ατταλειάτης. Ο στρατιώτης λοιπόν περιγράφεται να εξέρχεται τρέχοντας από τα τείχη, φέρων ένα κιβώτιο εντός του οποίου υπήρχε η συσκευή ρίψης του υγρού πυρός. Με αυτήν πυρπόλησε την εχθρική μηχανή και επέστρεψε σώος εντός της πόλης.
Η χρήση υγρού πυρός αναφέρεται για τελευταία φορά κατά την διάρκεια της τελευταίας και μοιραίας πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453. Σύμφωνα με τον Φραντζή, οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν υγρό πυρ για να κάψουν τους Τούρκους και Σέρβους σκαπανείς του Μωάμεθ Β', οι οποίοι επιχειρούσαν να υπονομεύσουν υπογείως τα τείχη. Ο Φραντζής όμως στη διήγηση του αναφέρει ότι από τον «κρότον του πυρός», ένας παλαιός πύργος του τείχους κατέρρευσε κατά το ήμισυ και κατόπιν επισκευάσθηκε. Ο κρότος όμως παραπέμπει σε έκρηξη και όχι σε απλή χρήση εμπρηστικού μίγματος.
Μια επίσης ενδιαφέρουσα περιγραφή προέρχεται από τον ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη, ο οποίος περιγράφοντας την σύγκρουση των στρατευμάτων του Αυτοκράτορα Ισσακίου Αγγέλου με αυτά του επαναστάτη στρατηγού Αλεξίου Βρανά το 1186, αναφέρει ότι η χρήση σκευών υγρού πυρός
προκάλεσε αστραπές που έκαψαν έναν σημαντικό αριθμό εκκλησιών και οικημάτων σε μια συνοικία της Πόλης, όπου έλαβε χώρα η σύγκρουση. Η παραπομπή αυτή θυμίζει έντονα την περιγραφή του Ηροδότου και του Παυσανία, σχετικά με την τύχη των εισβαλόντων στους Δελφούς Πέρσες και Γαλάτες, το 480 και 279 π.Χ. Ίσως λοιπόν οι ορισμένοι χειροσίφωνες των Βυζαντινών να μην ήταν παρά πρωτόγονα τυφέκια.
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Όπως δείχνουν και οι προειδοποιήσεις του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, τα συστατικά και η διαδικασίες παραγωγής αλλά και εξαπόλυσης του υγρού πυρός ήταν άκρως απόρρητα μυστικά. Η μυστικότητα που το περιέβαλλε ήταν τόση, που η σύνθεση του υγρού πυρός χάθηκε, και έκτοτε αποτελεί αντικείμενο διαφόρων εικασιών. Ανά τους αιώνες, η αναζήτηση της χαμένης αυτής φόρμουλας έχει μονοπολήσει σχεδόν την έρευνα γύρω από το υγρό πυρ. Εντούτοις, το υγρό πυρ πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ένα ολοκληρωμένο οπλικό σύστημα αποτελούμενο από διάφορα επιμέρους κομμάτια, τα οποία ήταν όλα απαραίτητα για την αποτελεσματική του δράση.
Πέραν της φόρμουλας της εμπρηστικής ουσίας καθ' εαυτής, το σύστημα περιλάμβανε τους πυρφόρους δρόμονες, τη συσκευή που θέρμαινε και έθετε υπό πίεση την ουσία, το σίφωνα που την εξαπέλυε, και την ειδική εκπαίδευση των χειριστών του συστήματως, των λεγόμενων σιφωναρίων. Οι διάφοροι χειριστές και τεχνίτες του συστήματος είχαν κατά πάσα πιθανότητα γνώση μόνο ενός επιμέρους εξαρτήματος, εξασφαλίζοντας ότι κανένας εχθρός δεν θα μπορούσε με μιας να αποκτήσει πλήρη γνώση του. Έτσι εξηγείται πως όταν το 814 οι Βούλγαροι πήραν τις πόλεις Μεσημβρία και Δεβελτό και βρήκαν εκεί 36 σίφωνες και ποσότητες της εμπρηστικής ουσίας, στάθηκαν ανίκανοι να τα χρησιμοποιήσουν.
Οι πληροφορίες για το υγρό πυρ είναι αποκλειστικά έμμεσες, βασιζόμενες σε διάφορες αναφορές στα Βυζαντινά στρατιωτικά εγχειρίδια και σε ιστορικά έργα όπως την Αλεξιάδα και Δυτικοευρωπαϊκά χρονικά, που όμως συχνά είναι ανακριβή. Στην Αλεξιάδα, η Άννα Κομνηνή παρέχει (XIII.3.6) μια συνταγή για μια εμπρηστική ύλη, που η Βυζαντινή φρουρά του Δυρραχίου χρησιμοποίησε το 1108 κατά των Νορμανδών. Συχνά έχει ερμηνευθεί ως μια, μερική έστω, συνταγή για το υγρό πυρ:
''Τοῦτο δὲ τὸ πῦρ ἀπὸ τοιούτων μηχανημάτων αὐτοῖς διεσκεύαστο. Ἀπὸ τῆς πεύκης καὶ ἄλλων τινῶν τοιούτων δένδρων ἀειθαλῶν συνάγεται δάκρυον εὔκαυστον. Τοῦτο μετὰ θείου τριβόμενον ἐμβάλλεταί τε εἰς αὐλίσκους καλάμων καὶ ἐμφυσᾶται παρὰ τοῦ παίζοντος λάβρῳ καὶ συνεχεῖ πνεύματι, κᾆθ' οὕτως ὁμιλεῖ τῷ πρὸς ἄκραν πυρὶ καὶ ἐξάπτεται καὶ ὥσπερ πρηστὴρ ἐμπίπτει ταῖς ἀντιπρόσωπον ὄψεσι''.
Δυτικές αναφορές στο περίφημο ignis graecus είναι επίσης γενικά αναξιόπιστες, καθώς αποδίδουν την ονομασία αυτή αδιακρίτως σε κάθε είδους εμπρηστικές ουσίες. Οι μόνες βέβαιες πληροφορίες που περιγράφουν το υγρό πυρ και τη συμπεριφορά του είναι:
Το υγρό πυρ (λεγόμενο επίσης πυρ θαλάσσιον, μηδικόν πυρ, πολεμικόν πυρ, πυρ λαμπρόν, πυρ Ρωμαϊκόν ή πυρ σκευαστόν) και γνωστό στους Δυτικούς ως Ελληνικό πυρ (ignis graecus) ήταν ένα εμπρηστικό όπλο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, που εφευρέθηκε τον ύστερο 7ο αιώνα μ.Χ. Εκτοξευόμενο από καταπέλτες, αλλά κυρίως από πεπιεσμένους σίφωνες, το υγρό πυρ είχε την ιδιότητα να μην σβήνει στο νερό. Ως εκ τούτου, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρουση των Αραβικών πολιορκιών της Κωνσταντινούπολης, και σε αρκετές ναυτικές συμπλοκές με τους Άραβες και τους Ρως. Περιβαλλόταν με άκρα μυστικότητα, με αποτέλεσμα να αγνοούμε σήμερα την ακριβή σύστασή του.
Το Βυζαντινό υγρό πυρ δεν πρέπει να συγχέεται με παρόμοιες εμπρηστικές ουσίες που χρησιμοποίησαν οι Άραβες και άλλα κράτη, και που στη διεθνή βιβλιογραφία συνήθως αναφέρονται συλλογικά ως «Ελληνικό πυρ». Εμπρηστικές ουσίες, βασιζόμενες σε θειάφι, πίσσα ή πετρέλαιο, χρησιμοποιήθηκαν για πολεμικούς σκοπούς αιώνες πριν την εφεύρεση του υγρού πυρός. Η χρήση εμπρηστικών βελών και δοχείων με εύφλεκτες ουσίες ανάγεται στους Ασσυρίους τον 9ο αιώνα π.Χ., και ήταν ευρέως διαδεδομένη και στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ακόμα και τη χρήση πρωτόλειων φλογοβόλων κατά την πολιορκία του Δηλίου το 424 π.Χ.
Στη θάλασσα, επί Αναστασίου Α' ο Βυζαντινός στόλος φέρεται να χρησιμοποίησε μια θειούχα ουσία, που εφήυρε ο Αθηναίος φιλόσοφος Πρόκλος, για να νικήσει το στόλο του στασιαστή στρατηγού Βιταλιανού το 515 μ.Χ. Σύμφωνα με την αφήγηση του χρονογράφου Θεοφάνη του Ομολογητή, το υγρό πυρ εφευρέθηκε περί το 672 μ.Χ., από έναν μηχανικό από την Ηλιόπολη της Συρίας ονόματι Καλλίνικο, ο οποίος κατέφυγε στη Βυζαντινή πρωτεύουσα από την Αραβοκρατούμενη πατρίδα του. Η αυθεντικότητα και ακρίβεια της αφήγησης είναι αμφίβολες, καθώς ο Θεοφάνης αναφέρει τη χρήση πυρφόρων και σιφονοφώρων πλοίων μερικά χρόνια πριν την υποτιθέμενη άφιξη του Καλλίνικου στη Κωνσταντινούπολη.
Εάν δεν οφείλεται σε απλή χρονολογική σύγχυση, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι ο Καλλίνικος απλώς εισήγαγε μια βελτιωμένη έκδοση ενός ήδη υπάρχοντος όπλου. Ο ιστορικός Τζέημς Πάρτινγκτον (James R. Partington) επίσης πιστεύει ότι η ανακάλυψη του υγρού πυρός δεν ήταν το έργο ενός ανθρώπου, αλλά μιας ομάδας «χημικών στη Κωνσταντινούπολη οι οποίοι είχαν κληρονομήσει τις ανακαλύψεις της Αλεξανδρινής χημικής σχολής». Ο ιστορικός του 11ου αιώνα Γεώργιος Κεδρηνός όντως αναφέρει ότι ο Καλλίνικος καταγόταν από την Ηλιόπολη της Αιγύπτου, και όχι της Συρίας, αλλά οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές απορρίπτουν την πληροφορία αυτή ως λανθασμένη.
Ο Κεδρηνός επίσης αναφέρει ότι οι απόγονοι του Καλλίνικου, ονομαζόμενοι «Λαμπροί», κατείχαν το μυστικό της παραγωγής του υγρού πυρός και συνέχιζαν να το κατέχουν επί των ημερών του. Και αυτή η ιστορία θεωρείται μάλλον απίθανη από τους ιστορικούς, σχετιζόμενη μάλλον με τη ονομασία «πυρ λαμπρόν» που δινόταν συχνά στο υγρό πυρ. Η εφεύρεση του υγρού πυρός ήρθε σε μια κρίσιμη για το Βυζάντιο στιγμή. Εξασθενημένοι από δεκαετίες πολέμων με τους Σασσανίδες, οι Βυζαντινοί στάθηκαν ανίκανοι να αναχαιτίσουν την επέλαση των νεοφώτιστων Αράβων πολεμιστών του Ισλάμ.
Εντός μιας γενιάς, η Συρία, η Αίγυπτος και η Μεσοποταμία έπεσαν στα χέρια των Αράβων, που περί το 672 εξαπέλυσαν την πρώτη τους μεγάλη επίθεση κατά της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Εκεί το υγρό πυρ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με εξαιρετικά αποτελέσματα ενάντια στον Αραβικό στόλο. Η χρήση του συνέβαλε τα μέγιστα στην απόκρουση των δύο Αραβικών πολιορκιών της πρωτεύουσας. Οι αναφορές στη χρήση του σε ναυμαχίες κατά των Αράβων αργότερα είναι σποραδικές, αλλά συνέβαλε σε αρκετές Βυζαντινές νίκες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της επανακατάκτησης τους 9ο και 10ο αιώνα.
Η ουσία χρησιμοποιήθηκε και στις εμφύλιες συγκρούσεις της περιόδου, κυρίως κατά τη θεματική εξέγερση του 727 και την εξέγερση του Θωμά του Σλάβου το 821 - 823. Και στις δύο περιπτώσεις, οι στόλοι των στασιαστών ηττήθηκαν από τον κεντρικό στόλο της Κωνσταντινούπολης με τη χρήση του υγρού πυρός. Εξέχουσα θέση κατέχει το υγρό πυρ και στις συγκρούσεις με τους Ρως και τις επιδρομές τους κατά της Αυτοκρατορίας. Η σημασία του υγρού πυρός κατά τον αγώνα του Βυζαντίου με τους Άραβες οδήγησε στη δημιουργία ενός μύθου που του απέδιδε Θεϊκή προέλευση.
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος (945 - 959) στο έργο του ''Προς τον ίδιον Υιόν Ρωμανόν'' (De Administrando Imperio), προειδοποιεί το γιο και διάδοχό του, Ρωμανό Β΄, να μην αποκαλύψει ποτέ το μυστικό της παρασκευής του στους ξένους, λέγοντας ότι:
«Καὶ αὐτὸ απὸ τοῦ Θεοῦ δι' ἀγγέλου τῷ μεγάλῳ καὶ πρώτῳ βασιλεῖ Χριστιανῷ, ἁγίῳ Κωνσταντίνῳ ἐφανερώθη καὶ ἐδιδάχθη» και ότι ο άγγελος του παρήγγειλε όπως «ἐν μόνοις τοῖς Χριστιανοῖς καὶ τῇ ὑπ' αὐτῶν βασιλευομένῃ πόλει κατασκευάζηται, ἀλλαχοῦ δε μηδαμῶς, μήτε εἰς ἔτερον ἕθνος τὸ οἱονδήποτε παραπέμπηται, μήτε διδάσκηται»
Προσθέτει δε ότι μια φορά, ένας στρατηγός που δωροδωκήθηκε ώστε να παραδώσει την ουσία σε εχθρικά χέρια, κάηκε από ουράνιο πυρ καθώς έμπαινε σε μια εκκλησία. Όπως καταδεικνύει και το τελευταίο περιστατικό, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να αποφύγουν περιστατικά όπου το μυστικό τους όπλο έπεσε στα χέρια των εχθρών τους: οι πηγές καταγράφουν τουλάχιστον μία αιχμαλωσία πυρφόρου πλοίου από τους Άραβες το 827, και οι Βούλγαροι κυρίεψαν αρκετούς σίφωνες και την ίδια την ουσία το 812 - 814. Καθώς όμως τα μυστικά της παρασκευής και χρήσης του παρέμεναν ανέπαφα, δεν μπόρεσαν να αντιγράψουν το πλήρες σύστημα. Οι Άραβες όντως αργότερα χρησιμοποίησαν ουσίες παρόμοιες με το υγρό πυρ.
Αλλά ποτέ δεν χρησιμοποίησαν σίφωνες, παρά μόνο καταπέλτες και χειροβομβίδες. Το υγρό πυρ συνέχισε να αναφέρεται στις πηγές έως και τον 12ο αιώνα. Η Άννα Κομνηνή δίνει μια ζωντανή περιγραφή μια ναυμαχίας -πιθανώς φανταστικής- μεταξύ των Βυζαντινών και των Πιζανών το 1099. Κατά τις πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης από την Δ' Σταυροφορία το 1203 - 1204 όμως, παρά την παρουσία πρόχειρων πυρπολικών, καμία πηγή δεν αναφέρει τη χρήση υγρού πυρός. Φαίνεται ότι είχε πλέον εγκαταληφθεί, είτε επειδή το μυστικό της σύστασής του είχε χαθεί, είτε επειδή το Βυζάντιο είχε χάσει την επαφή του με τις περιοχές -τον Καύκασο και τις ανατολικές ακτές του Εύξεινου- από όπου αντλούσε τις πρώτες ύλες για την παρασκευή του.
Αναφέρθηκε ήδη ότι εμπρηστικά όπλα υπήρχαν πολύ πριν την υποτιθέμενη ανακάλυψη του Καλλίνικου τον 7ο αιώνα μ.Χ. Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει ότι ο πρώτος που γνώριζε το υγρό πυρ ήταν ο ιδρυτής της Κωνσταντινούπολης, Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Μέγας. Ωστόσο η νέα αυτή ύλη το Υγρό, ή Άσβεστο, ή Ελληνικό, ή θαλάσσιο Πυρ, ήταν πράγματι ένα μοναδικής σημασίας όπλο το οποίο χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τους Βυζαντινούς. Τι ήταν το Υγρό Πυρ; Ποια τα συστατικά του; Πως χρησιμοποιείτο στην μάχη; Στα ερωτήματα αυτά έχουν κατά καιρούς δοθεί πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους απαντήσεις.
Τελευταία έχουν διαμορφωθεί δύο σχολές σκέψης επί του αντικειμένου. Και οι δύο δέχονται ότι τα περισσότερα συστατικά ήταν ήδη γνωστά και είχαν και στο παρελθόν χρησιμοποιηθεί. Η μεν πρώτη όμως υποστηρίζει ότι ο Καλλίνικος προσέθεσε στα λοιπά συστατικά το νίτρο, δημιουργώντας μια πρώιμη μορφή πυρίτιδας, ενώ η δεύτερη υποστηρίζει ότι ο Καλλίνικος απλώς προσέθεσε
ασβέστη στο μείγμα, καθιστώντας το αυτοαναφλεγόμενο στην επαφή του με το νερό. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο γνωστός Γάλλος χημικός Μπερτελώ, μελετητής των εμπρηστικών υλών των αρχαίων λαών, υπο στήριξε πρώτος ότι το μυστικό του υγρού πυρός ήταν το νίτρο.
Την άποψη του αυτή στήριξε στο γεγονός ότι τα Βυζαντινά χειρόγραφα αναφέρουν λάμψεις, βροντές και καπνούς, ως αποτέλεσμα της χρήσης του υγρού πυρός. Τόσο ο Μπερτελώ, όσο και ο Γερμανός Ντίελς, υποστήριξαν και δικαίως, ότι τα περιγραφόμενα φαινόμενα ήταν σαφώς αποτελέσματα της χρήσης μιας μορφής πυρίτιδας, η οποία χρησιμοποιείτο ως προωθητικό του υγρού πυρός, αλλά και ως εμπυρέας του. Αναφέρει ο Ντίελς: «Η περιγραφή αυτή δεν αφήνει καμμία αμφιβολία για το γεγονός ότι το νίτρο περιεχόταν ως εκρηκτική ύλη στη σύνθεση του υγρού πυρός και αυτό ήταν ακριβώς το μυστικό».
Την άποψη τους φαίνεται να επιβεβαιώνει ένα χειρόγραφο του 9ου αιώνα μ.Χ. το οποίο αποτελεί συμπλήρωμα του έργου του Μάρκου του Γραικού, του Έλληνα σοφού του 9ου αιώνα μ.Χ. Στο χειρόγραφο αναφέρεται η δοσολογία για την παρασκευή πυρίτιδας. Συγκεκριμέ να αναφέρεται ότι απαιτούνται 1 μέρος θείου, 3 μέρη ξυλάνθρακα και 9 μέρη νίτρου για την παρασκευή της (Ρ.Ε. Cleator: Weapons of War). Άρα οι Βυζαντινοί γνώριζαν σίγουρα την πυρίτιδα, την οποία προφανώς χρησιμοποίησαν για την ανάπτυξη του υπέρτατου όπλου τους, του υγρού πυρός. Ο Καλλίνικος πιστεύεται ότι το μόνο που έπραξε ήταν ακριβώς να εντάξει το νίτρο στα συστατικά, αυξάνοντας δραματικά το βεληνεκές και την αποτελεσματικότητα του όπλου.
Πιθανόν θεωρείται ότι ανέπτυξε και έναν νέο μηχανισμό εκτόξευσης του υγρού πυρός, το πρώτο πυροβόλο της ιστορίας. Τις απόψεις αυτές συμμερίζονται και άλλοι Έλληνες και ξένοι ερευνητές. Ωστόσο μια άλλη ομάδα ερευνητών υποστήριξε ότι ο ασβέστης ήταν το νέο συστατικό του προσετέθη στο υγρό πυρ. Ο ασβέστης στην επαφή του με το νερό έχει την ιδιότητα να αντιδρά, αυξάνοντας την θερμοκρασία του στους 150 βαθμούς Κελσίου. Εάν ο ασβέστης την στιγμή της ανάφλεξης του βρισκόταν σε επαφή με νάφθα θα προκαλούσε σίγουρα την ανάφλεξη της. Η μέθοδος αυτή όμως δεν έγινε γνωστή από τον Καλλίνικο. Ήταν ήδη γνωστή, τουλάχιστον από τον 2ο αιώνα μ.Χ. όπως μαρτυρά ο Αφρικανός Ιούλιος Σέξτος.
Έτσι η θεωρία αυτή εν πολλοίς απερρίφθη και μια νέα παρουσιάστηκε, η οποία αποτελεί σύζευξη των δύο προηγουμένων. Η σύγχρονη έρευνα θεωρεί ότι το υγρό πυρ είχε ως συστατικό στοιχείο και το νίτρο και τον ασβέστη και το πετρέλαιο. Επίσης θεωρεί ότι το υγρό πυρ δεν ήταν μια εμπρηστική με συγκεκριμένη σύνθεση ύλη, αλλά μια ύλη με διαφορετική κατά περίπτωση σύνθεση, αναλόγως της προβλεπομένης χρήσης, αλλά και της εποχής, η οποία αφορά την προσβασιμότητα των Ελλήνων στις αναγκαίες πρώτες ύλες για την παρασκευή του μίγματος. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η αντίδραση ορισμένων επιστημόνων προερχόταν από τον άκρατο εθνικισμό τους.
Τυπικό παράδειγμα αποτελεί ο Γερμανός φον Λίππμαν, ο οποίος απέρριπτε ως πλαστά τα χειρόγραφα του Μάρκου του Γραικού, τα αμφισβητούσε αυθαίρετα και υποστήριζε ότι τα χειρόγραφα αυτά ήταν του 13ου αιώνα και όχι του 9ου και τέλος ότι η πυρίτιδα ήταν Γερμανική εφεύρεση και σε καμμία περίπτωση Ελληνική. Αντιθέτως ο Κ. Ζένγγελης απέδειξε με εργαστηριακά πειράματα ότι ήταν δυνατή η παρασκευή πυρίτιδας έστω και με την χρήση νιτρικού ασβεστίου, αντί νιτρικού καλίου, παράγοντας έστω μικρότερης αποτελεσματικότητας πυρίτιδα. Απέδειξε επίσης ότι η αυτοανάφλεξη του ασβέστη στην θάλασσα δεν ήταν εύκολη και δεν επιτυγχάνοντο οι απαραίτητες για την ανάφλεξη του μίγματος υψηλές θερμοκρασίες.
Οπότε για την ανάφλεξη του υγρού πυρός ήταν απαραίτητη μία έκρηξη, την οποία μόνο η πυρίτιδα μπορούσε να παράγει. Ας δούμε με ποιά όπλα χρησιμοποιείτο το υγρό πυρ. Υπάρχουν τέσσερεις βασικές θεωρίες σχετικά με τον τρόπο χρήσης του υγρού πυρός και κυρίως σχετικές με τους μηχανισμούς εκτόξευσής του. Οι θεωρίες αυτές συνοψίζονται ως εξής:
α) Εκτόξευση με αντλία
β) Εκτόξευση με πυροβόλο, με προωθητικό την πυρίτιδα
γ) Εκτόξευση με την χρήση θερμότητας και
δ) Εκτόξευση με συνδυασμό της χρήσης θερμότητας και αντλίας.
Οι θεωρίες αυτές έχουν η κάθε μία τους θετικά και αρνητικά στοιχεία. Η πρώτη για παράδειγμα που αναφέρεται στην χρήση αντλίας δεν εξηγεί πως ήταν δυνατό να υπάρχει τόσο ισχυρή αντλία, ικανή να εκτοξεύσει ένα παχύρευστο υγρό σε τέτοια απόσταση ώστε να μην κινδυνεύει από την χρήση του και ο βάλλων. Επίσης σοβαρές αδυναμίες παρουσιάζει και η άποψη ότι το υγρό πυρ εκτοξευόταν ως αποτέλεσμα της ιδίας θερμάνσεως, όπως και η συνδυαστική άποψη περί χρήσης αντλίας και θερμάνσεως μαζί, η οποία θεωρεί ότι ο μηχανισμός εκτόξευσης του υγρού πυρός ήταν παρόμοιας σύλληψης με το φλογοβόλο των Βοιωτών που περιγράφει ο Θουκυδίδης.
Ένα τέτοιο όπλο όμως εκ των πραγμάτων θα είχε πολύ μικρό βεληνεκές, το οποίο θα το καθιστούσε μη πρακτικό, τόσο στις ναυμαχίες, όσο και στο πεδίο της μάχης. Η άποψη ότι η εκτόξευση γινόταν με την βοήθεια προωθητικής πυρίτιδας φαντάζει λοιπόν ως η πλέον λογική. Σύμφωνα με τον Ζένγγελη, υπήρχε ένας εμπυρέας, τον οποίο ονομάζει πρόπυρο, που έθετε πυρ στο προωθητικό γέμισμα και εκτόξευε, όπως ένα ηφαίστειο, το υγρό πυρ σε ικανοποιητική απόσταση. Ο Ζένγγελης στέκεται επίσης στον όρο «στρεπτό», τον οποίο κατά κόρον χρησιμοποιούν οι Βυζαντινοί ιστορικοί, όταν κάνουν λόγο για το υγρό πυρ, περιγράφοντας με αυτόν τα όπλα εκτόξευσης του πυρός.
Ο Ζένγγελης αποδίδει με τον όρο ένα είδος πυροβόλου - καταπέλτη, το οποίο διέθετε και ένα
πρωτόγονο κλείστρο, το οποίο εμπόδιζε την εκφυγή των αερίων προς τα πίσω, κατευθύνοντας την ισχύ της έκρηξης της πυρίτιδας εμπρός, στο ανοικτό άκρο του σωλήνα του «πυροβόλου». Την άποψη του Έλληνα χημικού απεδέχθη εν μέρη και ο Γάλλος Μερσιέ. Ο Γάλλος επιστήμονας προχώρησε μάλιστα την σκέψη του ακόμα πιο μακριά, υποστηρίζοντας την ύπαρξη ενός είδους κροτίδων, οι οποίες λειτουργούσαν ως εμπυρείς που έθεταν πυρ στο προωθητικό ή ακόμα αποτελούσαν το προωθητικό γέμισμα. Κάνει δηλαδή λόγο για την ύπαρξη προπαρασκευασμένων θα λέγαμε γεμισμάτων, όπως τα αντίστοιχα του σημερινού πυροβολικού.
Ο Μερσιέ υπο στηρίζει επίσης ότι υπήρχαν και μικροί χειροσίφωνες οι οποίοι με την προωθητική ισχύ της πυρίτιδας εκτόξευ αν μικρές ρουκέτες, γεμισμένες με εμπρηστικό υλικό, οι οποίες ανατινάζοντο κατά την πρόσκρουση με τον στόχο, ανάβοντας φωτιά επάνω και γύρω του. Από τους Βυζαντινούς οι Άραβες πήραν το μυστικό, όχι της χρήσης εμπρηστικών υλών, τις οποίες ήδη χρησιμοποιούσαν, αλλά μιας μορφής υγρού πυρός. Το όπλο αυτό χρησιμοποίησε ο αποστάτης Λέων ο Τριπολίτης, όταν επικεφαλής Αραβικού στρατού, κατέλαβε με την βοήθεια του υγρού πυρός την Θεσσαλονίκη.
Ο ιστορικός Ιωάννης Κίνναμος αναφέρει την έκπληξη των αμυνομένων Θεσσαλονικέων από την χρήση του υγρού πυρός από τους αντιπάλους τους, καθώς το μυστικό χρήσης του ανήκε ως τότε αποκλειστικά στην Αυτοκρατορία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το απόσπασμα διήγησης του σταυροφόρου τα μέσα του 13ου αιώνα μ.Χ. Ιωάννη ντε Ζοϊνβίλ.
«Τέτοιο ήταν το Ελληνικό πυρ: ερχόταν ίσια επάνω σου, μεγάλο σαν ένα βαρέλι ξυδιού, με μια πύρινη ουρά πίσω του, μακριά όσο ένα κοντάρι. Έκανε τέτοιο θόρυβο, που έμοιαζε με κεραυνός του ουρανού. Φαινόταν σαν ένας δράκος που πετά στον αέρα. Εξέπεμπε ένα τόσο δυνατό φως, ώστε μπορούσες να δεις καθαρά μέσα στο στρατόπεδο σαν να ήταν μέρα, από τις πολλές φλόγες που φώτιζαν τα πάντα. Εκείνη τη νύχτα μας βομβάρδισαν τρεις φορές με το Ελληνικό πυρ και τέσσερις φορές το εκτόξευσαν με το περιστρεφόμενο τόξο (Arbalesre a tour)».
Λίαν κατατοπιστική είναι η περιγραφή της μεγάλης και νικηφόρας ναυμαχίας του Βυζαντινού στόλου κατά του ενωμένου Νορμανδοπισσατικού, το 1099 μ.Χ. Μετά το ευτυχές για τους Φράγκους πέρας της Α' Σταυροφορίας δημιουργήθηκε στην Αντιόχεια ένα Νορμανδικό δουκάτο. Ο ηγεμόνας του, Βοημούνδος ήταν όμως και ορκισμένος εχθρός της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Έτσι όταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός του ζήτησε να αναγνωρίσει την επικυριαρχία του, όπως είχε προηγουμένως συμφωνηθεί, ο Βοημούνδος, όχι μόνο δεν τήρησε την συμφωνία, αλλά κατόρθωσε να πείσει πολλούς δυτικούς άρχοντες να τον βοηθήσουν στον πόλεμο κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ανάμεσα στους συμμάχους του ο Βοημούνδος κατόρθωσε να
προσελκύσει και την Ιταλική ναυτική πόλη της Πίζας. Η Πίζα εκείνη την εποχή ήταν μεγάλη ναυτική δύναμη, ικανή να παρατάξει πραγματικά εκατοντάδες πολεμικών πλοίων. Όταν ο Αλέξιος πληροφορήθηκε τις ενέργειες του Νορμανδού ηγεμόνα αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει στην θάλασσα.
Διέταξε λοιπόν να κατασκευασθούν πολλά πλοία σε όλα τα ναυπηγεία της Αυτοκρατορίας. Ο ίδιος μάλιστα επισκεπτόταν τα ναυπηγεία της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου να επιβλέψει και να επιταχύνει τον ρυθμό ναυπήγησης. Αναφέρει η κόρη του Άννα στο έργο της Αλεξιάδα:
«Ταύτα μανθάνων ο βασιλιεύς εξ απάσων των υπό των Ρωμαίων αρχήν χωρών προσέταξε γενέσθαι πλοία. Και εις αυτήν δε την βασιλεύουσαν ικανά κατασκευάζων, εκ διαλειμμάτων εις μονήρες εισερχόμενος επέσκηπτε τοίς κατασκευάζουσιν όπως χρη ταύτα ποιείν. Γϊνώσκων δε τους Πισσαίους του περί την θάλαττα πολέμου επιστήμονας και δεδιώς την μετ' αυτών μάχην, εν εκάστη πρώρα των πλοίων διά χαλκών και σιδηρών λεόντων και αλλοίων χερσαίων ζώων κεφάλας μετά στο μάτων ανεωγμένων κατασκευάσας, χρυσώ τε περιστείλας αυτά ως εκ μόνης της θέας φοβερόν φαίνεσθι, το διά των στρεπτών κατά των πολεμίων μέλλον αφίεσθαι πυρ διά των στομάτων αυτών παρεσκεύασε διιείνα, ώστε δόκειν τους λέοντας, και τάλλα των τούτων ζώων τούτο εξερεύγεσθαι.
Ούτω γουν ταύτα κατασκευάσας, μετακαλεσάμενος τον Τατίκιον εξ Αντιοχείας νεωστί παραγενόμενον, αυτώ μέν τα τοιαύτα πλοία παραδεδωκώς περιφανεστάτην κεγαλή ωνόμασε. Τω δε γε Λαντούλφο τον άπαντα στόλον αναθεμένος, μέγαν δούκα προύβαλετο ως ναυμαχίας ειδήμονα άριστον».
Η Άννα Κομνηνή δεν μας δίδει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον αριθμό των Ελληνικών πλοίων. Ξεκαθαρίζει όμως ότι τον στόλο συγκροτούσαν πλοία εφοδιασμένα με στρεπτά και άρα με υγρό πυρ, τα οποία τέθηκαν υπό την διοίκηση του Τατικίου και άλλα, προφανώς μη εξοπλισμένα με τον ίδιο τρόπο. Αρχιναύαρχος ονομάσθηκε ο Λαντούλφος, προφανώς Λατίνος, ο οποίος ήταν ειδήμων στα ναυτικά. Ακόμα και έτσι όμως την διοίκηση της μοίρας των εξοπλισμένων με υγρό πυρ πλοίων, ο Αυτοκράτορας Αλέξιος την εμπιστεύθηκε σε Έλληνα, προφανώς άνθρωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του, τον οποίο μετακάλεσε, ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό, από την Αντιόχεια της Συρίας.
Ο Ελληνικός στόλος απέπλευσε από την Κωνστανινούπολη τον Απρίλιο του 1098. Αρχικώς κατευθύνθηκε στην Σάμο, όπου τα πλοία πισσώθηκαν. Κατόπιν έπλευσαν προς την Κω, γιατί είχαν πληροφορίες ότι ο εχθρικός στόλος, αποτελούμενος από 900 πλοία κάθε τύπου και μεγέθους, ναυλουχούσε στο νησί. Όταν όμως έφτασε στην Κω πληροφορήθηκε ότι ο Νορμανδοπισσατικός στόλος είχε αποπλεύσει με κατεύθυνση την Ρόδο. Σκοπός του ήταν η κατάληψη του πλούσιου Ελληνικού νησιού. Αμέσως ο Ελληνικός στόλος έπλευσε προς τα νερά της Ρόδου και πράγματι εντόπισε τον εχθρικό στις ακτές της Λυκίας, μεταξύ Ρόδου και Πατάρων.
Οι Φράγκοι αιφνιδιάστηκαν από την εμφάνιση των Ελλήνων και άρχισαν όπως - όπως να λαμβάνουν διάταξη μάχης. Στο μεταξύ όμως είχε ξεσπάσει θαλασσοταραχή, η οποία καθιστούσε σχεδόν αδύνατο τον σχηματισμό γραμμής μάχης. Όλα έδειχναν ότι οι Φράγκοι θα ξέφευγαν. Τότε ο Λανδούλφος έδωσε το σήμα της επίθεσης, παρά το γεγονός ότι ο στόλος του δεν είχε λάβει σχηματισμό μάχης. Πρώτος όρμησε κατά των Πισσατών. «Και αυτός δε ο Λαντούλφος, πρώτος προσπελάσας ταις Πισσαϊκάς ναυσίν, άστοχα το πυρ έβαλε και ουδέν τι πλέον ειργάσατο του πυρός σκεδασθέντος», αναφέρει ο Άννα Κομνηνή. Η φράση αυτή κρύβει πολλά σχετικά με την φύση, αλλά και την χρήση του υγρού πυρός.
Κατ' αρχήν η Άννα Κομνηνή χρησιμοποιεί δύο λέξεις κλειδιά, τα ρήματα «αστόχησε» και «έβαλε». Το ρήμα βάλω σχετίζεται με την βολή εκηβόλου όπλου. Εκ του μακρόθεν λοιπόν έβαλε ο Λαντούλφος και αστόχησε. Το παράδειγμα του Λανδούλφου ακολούθησε και ο Πελοποννήσιος κόμης (πλοίαρχος) Περιχύτης, ο οποίος διέσπασε την εχθρική γραμμή. Το σκάφος του ομοιοβάθμου του Ελεήμωνος όμως, λόγω της τρικυμίας που στο μεταξύ άρχισε να μαίνεται, συγκρούστηκε με ένα μεγάλο εχθρικό πλοίο και μάλιστα τα πηδάλιά τους μπλέχτηκαν μεταξύ τους. Ο Ελεήμων, παρά το γεγονός αυτό δεν δίστασε και «γοργώς προς την σκεύην απείδε και πυρ κατ' αυτών αφείς ουκ άστοχα έβαλεν».
Προφανώς τα δύο πλοία, εφόσον είχαν μπλεχτεί τα πηδάλιά τους, είχαν πιαστεί πρύμνα με πρύμνα. Ο πλοίαρχος Ελεήμων όμως άρπαξε την «σκευήν» (συσκευή, μηχάνημα, μηχανισμός) και εύστοχα έπληξε το εχθρικό σκάφος, κυριολεκτικά εξ επαφής. Αν λοιπόν το υγρό πυρ ήταν απλώς ένα εμπρηστικό υγρό που εκτοξευόταν με αντλίες, προαφανώς ο Ελεήμων δεν θα επιχειρούσε να θέσει πυρ στο σκάφος, στο οποίο και το δικό του ήταν προσκολλημένο και θα μπορούσε κάλλιστα να καεί μαζί με το εχθρικό. Προφανώς έπληξε με την «σκευήν» καίρια το αντίπαλο πλοίο, με αποτέλεσμα να το βυθίσει άμεσα και να απεμπλακεί, όπως αποδεικνύει η συνέχεια της διήγησης της Άννας Κομνηνής.
«Είτα την ναυν επί θάτερα γοργώς μεταφέρων και ετέρας παραχρήμα τρεις μεγίστας επυρπόλει των βαρβάρων νύες». Ο Ελεήμων λοιπόν, μόλις εβύθισε το μεγάλο Πισσατικό πλοίο, επιτέθηκε σε τρία ακόμα, διαδοχικά, μεγάλα εχθρικά πλοία, τα οποία επίσης πυρπόλησε. Εντύπωση προκαλεί ο χρόνος εντός του οποίου ο Ελεήμων εβύθισε τέσσερα εχθρικά πλοία. Με την χρήση μόνο εμπρηστικών υλών, τα μεγάλα εχθρικά πλοία θα απαιτούσαν ασφαλώς έναν ορισμένο χρόνο για να κατακαούν και να βυθιστούν. Εάν όμως το εμπρηστικό υλικό περιείχε και εκρηκτική ύλη, τα εχθρικά πλοία απλώς θα ανατινάζοντο και θα έβρισκαν τάχιστα θέση στον βυθό του Αιγαίου.
Το υγρό πυρ χρησιμοποιήθηκε και από τον Βυζαντινό στρατό, όχι μόνο σε πολιορκητικές επιχειρήσεις, αλλά και σε αναπεπταμένο πεδίο. Δύο ήταν οι κύριοι τρόποι ρίψης του, με την χρήση βλητικών μηχανών και με χειροσίφωνες, μικρά δηλαδή, φορητά φλογοβόλα. Οι πυρφόροι καταπέλτες, αλλά και οι πυρφόροι μονάγκωνες, δεν διέφεραν πολύ από τους αντιστοίχους συμβατικούς. Οι μονάγκωνες έβαλαν δοχεία γεμάτα με εμπρηστικές ύλες. Οι χειριστές, πριν εκτοξεύσουν το βλήμα, άναβαν το φυτίλι στο άνω μέρος του δοχείου. Όταν το δοχείο έσπαζε επί των εχθρών, το εμπρηστικό υλικό κάλυπτε τον χώρο και αναφλεγόταν από το φυτίλι. Οι πυρφόροι καταπέλτες λειτουργούσαν όπως και οι αντίστοιχοι οξυβελείς.
Αντί του ξύλινου οδηγού του βελοσχήμου βλήματος τους όμως, διέθεταν σιδερένιο ή χάλκινο σωλήνα, εν είδει κάννης, επί του πίσω άκρου του οποίου τοποθετείτο το βλήμα, το οποίο εκτοξευόταν με την ισχύ της συστροφής σχοινιών, τα οποία απότομα απελευθερώνοντο. Από την άλλη πλευρά οι χειροσίφωνες, τα πρώτα φορητά φλογοβόλα, τα εχειρίζοντο ειδικά εκπαιδευμέ νοι στρατιώτες, οι σιφωνάτωρες, οι οποίοι πολεμούσαν σε διάταξη ακροβολισμού, είτε ενταγμένοι σε ειδικά τάγματα, είτε οργανικά εντεταγμένοι σε άλλα τμήματα. Οι σιφωνάτωρες έφεραν θώρακα και κράνος με προσωπίδα, που κάλυπτε όλο το πρόσωπο. Το δε όπλο τους ήταν δύο κυρίων τύπων.
Η πρώτη κατηγορία σιφώνων ήταν ένα όπλο αποτελούμενο από δύο μέρη, το κυρίως όπλο και την δεξαμενή με το εμπρηστικό υλικό, όπως περίπου και τα σύχρονα φλογοβόλα. Η δεύτερη κατηγορία δεν ήταν ουσιαστικά παρά μια αντλία γεμάτη εμπρηστικό υλικό, με σύστημα λειτουργίας παρόμοιο με αυτή της σύριγγας. Με έναν πιστόνι ο χειριστής πίεζε το περιεχόμενο της αντλίας έξω από τον σωλήνα. Ο χειρι στής κρατούσε κάτω από την κάννη έναν αναμμένο δαυλό. Το εμπρηστικό υλικό αναφλεγόταν έξω από την κάννη, μόλις ερχόταν σε επαφή με την φλόγα του αναμμένου πυρσού. Αντίγραφο όπλου του πρώτου τύπου κατασκεύασε πριν μερικά χρόνια ο αείμνηστος Νίκος Ορφανουδάκης.
Ο ίδιος δοκίμασε με επιτυχία την λειτουργικότητα του όπλου, το οποίο απεδείχθη απολύτως χρηστικό, αν και με περιορισμένο βεληνεκές. Σε παράσταση χειρογράφου του 11ου αιώνος εικονίζεται πάντως ένας χειροσίφωνας, ο οποίος θυμίζει έντονα μικρό, φορητό πυροβόλο, όχι πολύ διαφορετικό από τα πρώιμα τυφέκια, τα οποία οι Δυτικοί αποκαλούσαν «όπλα χειρός» - άλλες ονομασίες τους ήταν «δράκοι», εξού και οι δραγώνοι, οι φέροντες δράκους, «σιοπέττα», «κουλβερίνες» και «πιστόλες», που σημαίνει σωλήνες. Προφανώς ο χειροσίφων χρησιμοποιείτο σε ειδικές επιχειρήσεις, είτε κατά την διάρκεια πολιορκιών, είτε όταν έπρεπε να πυρποληθούν πολεμικές μηχανές ή υπο δομές των εχθρών.
Μικρούς σίφωνες έφεραν πάντως και τα Βυζαντινά πλοία, πέραν των δύο κυρίων σε πλώρη και πρύμνη. Η πρώτη καταγεγραμμένη ιστορικά χρήση χειροσιφώνων από δυνάμεις ξηράς αναφέρεται το 928, κατά την πολιορκία του Ντιβν. Οι χειροσίφωνες θεωρού νται επινόηση του Αυτοκτράτορα Λέοντα ΣΤ' Σοφού. Ο Αυτοκράτορας στα «Τακτικά» του, αναφέρει ότι οι χειροσιφωνάτωρες πρέπει να βάλουν καλυμμένοι πίσω από σιδηρά ασπίδα. Το παράξενο είναι ότι σε χειρόγραφη παράσταση του 15ου αίωνα από την Γερμανία, εικονίζει δύο άνδρες, καλυμμένους πίσω από σιδηρά ασπίδιο, να χειρίζονται «πιστόλα». Ο μεν πρώτος σκοπεύει, ο δε δεύτερος πυροδοτεί το όπλο.
Σύμφωνα με την μαρτυρία του Θεοφάνη όταν οι Βούλγαροι του Κρούμου κατέλα\βαν την Μεσημβρία ανακάλυψαν 36 σίφωνες υγρού πυρός, τους οποίους όμως δεν φαίνεται να χρησιμοποίησαν ποτέ. Το 1054 οι Σελτζούκοι Τούρκοι πολιορκούσαν την πόλη του Μάντζικερτ. Οι πολιορκημένοι
στεναχωρούντο ιδιαιτέρως από μια υπερμεγέθη λιθοβόλο μηχανή που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι. Οι μηχανές των αμυνομένων ήταν μικρότερες και δεν διέθεταν το απαραίτητο βεληνεκές για να την πλήξουν.
Έτσι ένα άνδρας της φρουράς «...λαβών ούτος άγγος τι φέρον ένδον του Μηδικού πυρός συσκευήν, της του άστεως πύλης δρομαίος εξήλασε και καθιείς εαυτόν εις μέσους τους εναντίους, πυρ τε τω στόμματι του άγγους εναπερείσας, τούτο συντρίβει προς το μηχάνημα. Και αυτίκα πυρ αναφθέν άπαν εξήλασε και κενεμήσατο, συνήρτηντο γαρ αυτώ και τίνα πέπλα, τας των τειχών αποτειχίζοντα προσβολάς», αναφέρει ο Μιχαήλ Ατταλειάτης. Ο στρατιώτης λοιπόν περιγράφεται να εξέρχεται τρέχοντας από τα τείχη, φέρων ένα κιβώτιο εντός του οποίου υπήρχε η συσκευή ρίψης του υγρού πυρός. Με αυτήν πυρπόλησε την εχθρική μηχανή και επέστρεψε σώος εντός της πόλης.
Η χρήση υγρού πυρός αναφέρεται για τελευταία φορά κατά την διάρκεια της τελευταίας και μοιραίας πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453. Σύμφωνα με τον Φραντζή, οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν υγρό πυρ για να κάψουν τους Τούρκους και Σέρβους σκαπανείς του Μωάμεθ Β', οι οποίοι επιχειρούσαν να υπονομεύσουν υπογείως τα τείχη. Ο Φραντζής όμως στη διήγηση του αναφέρει ότι από τον «κρότον του πυρός», ένας παλαιός πύργος του τείχους κατέρρευσε κατά το ήμισυ και κατόπιν επισκευάσθηκε. Ο κρότος όμως παραπέμπει σε έκρηξη και όχι σε απλή χρήση εμπρηστικού μίγματος.
Μια επίσης ενδιαφέρουσα περιγραφή προέρχεται από τον ιστορικό Νικήτα Χωνιάτη, ο οποίος περιγράφοντας την σύγκρουση των στρατευμάτων του Αυτοκράτορα Ισσακίου Αγγέλου με αυτά του επαναστάτη στρατηγού Αλεξίου Βρανά το 1186, αναφέρει ότι η χρήση σκευών υγρού πυρός
προκάλεσε αστραπές που έκαψαν έναν σημαντικό αριθμό εκκλησιών και οικημάτων σε μια συνοικία της Πόλης, όπου έλαβε χώρα η σύγκρουση. Η παραπομπή αυτή θυμίζει έντονα την περιγραφή του Ηροδότου και του Παυσανία, σχετικά με την τύχη των εισβαλόντων στους Δελφούς Πέρσες και Γαλάτες, το 480 και 279 π.Χ. Ίσως λοιπόν οι ορισμένοι χειροσίφωνες των Βυζαντινών να μην ήταν παρά πρωτόγονα τυφέκια.
ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Όπως δείχνουν και οι προειδοποιήσεις του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, τα συστατικά και η διαδικασίες παραγωγής αλλά και εξαπόλυσης του υγρού πυρός ήταν άκρως απόρρητα μυστικά. Η μυστικότητα που το περιέβαλλε ήταν τόση, που η σύνθεση του υγρού πυρός χάθηκε, και έκτοτε αποτελεί αντικείμενο διαφόρων εικασιών. Ανά τους αιώνες, η αναζήτηση της χαμένης αυτής φόρμουλας έχει μονοπολήσει σχεδόν την έρευνα γύρω από το υγρό πυρ. Εντούτοις, το υγρό πυρ πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ένα ολοκληρωμένο οπλικό σύστημα αποτελούμενο από διάφορα επιμέρους κομμάτια, τα οποία ήταν όλα απαραίτητα για την αποτελεσματική του δράση.
Πέραν της φόρμουλας της εμπρηστικής ουσίας καθ' εαυτής, το σύστημα περιλάμβανε τους πυρφόρους δρόμονες, τη συσκευή που θέρμαινε και έθετε υπό πίεση την ουσία, το σίφωνα που την εξαπέλυε, και την ειδική εκπαίδευση των χειριστών του συστήματως, των λεγόμενων σιφωναρίων. Οι διάφοροι χειριστές και τεχνίτες του συστήματος είχαν κατά πάσα πιθανότητα γνώση μόνο ενός επιμέρους εξαρτήματος, εξασφαλίζοντας ότι κανένας εχθρός δεν θα μπορούσε με μιας να αποκτήσει πλήρη γνώση του. Έτσι εξηγείται πως όταν το 814 οι Βούλγαροι πήραν τις πόλεις Μεσημβρία και Δεβελτό και βρήκαν εκεί 36 σίφωνες και ποσότητες της εμπρηστικής ουσίας, στάθηκαν ανίκανοι να τα χρησιμοποιήσουν.
Οι πληροφορίες για το υγρό πυρ είναι αποκλειστικά έμμεσες, βασιζόμενες σε διάφορες αναφορές στα Βυζαντινά στρατιωτικά εγχειρίδια και σε ιστορικά έργα όπως την Αλεξιάδα και Δυτικοευρωπαϊκά χρονικά, που όμως συχνά είναι ανακριβή. Στην Αλεξιάδα, η Άννα Κομνηνή παρέχει (XIII.3.6) μια συνταγή για μια εμπρηστική ύλη, που η Βυζαντινή φρουρά του Δυρραχίου χρησιμοποίησε το 1108 κατά των Νορμανδών. Συχνά έχει ερμηνευθεί ως μια, μερική έστω, συνταγή για το υγρό πυρ:
''Τοῦτο δὲ τὸ πῦρ ἀπὸ τοιούτων μηχανημάτων αὐτοῖς διεσκεύαστο. Ἀπὸ τῆς πεύκης καὶ ἄλλων τινῶν τοιούτων δένδρων ἀειθαλῶν συνάγεται δάκρυον εὔκαυστον. Τοῦτο μετὰ θείου τριβόμενον ἐμβάλλεταί τε εἰς αὐλίσκους καλάμων καὶ ἐμφυσᾶται παρὰ τοῦ παίζοντος λάβρῳ καὶ συνεχεῖ πνεύματι, κᾆθ' οὕτως ὁμιλεῖ τῷ πρὸς ἄκραν πυρὶ καὶ ἐξάπτεται καὶ ὥσπερ πρηστὴρ ἐμπίπτει ταῖς ἀντιπρόσωπον ὄψεσι''.
Δυτικές αναφορές στο περίφημο ignis graecus είναι επίσης γενικά αναξιόπιστες, καθώς αποδίδουν την ονομασία αυτή αδιακρίτως σε κάθε είδους εμπρηστικές ουσίες. Οι μόνες βέβαιες πληροφορίες που περιγράφουν το υγρό πυρ και τη συμπεριφορά του είναι:
- Η ουσία συνέχιζε να καίει στο νερό, και, σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, αναφλεγόταν στην επαφή του με τον νερό. Επιπλέον, όπως αναφέρεται σε αρκετές πηγές, μπορούσε να σβηστεί μόνο από ορισμένες ουσίες όπως άμμο, που του στερούσε οξυγόνο, δυνατό ξύδι, και ούρα, προφανώς μέσω κάποιας χημικής αντίδρασης.
- Όπως φαίνεται και από το όνομά του αλλά και από περιγραφές, ήταν υγρό και όχι κάποιας μορφής βλήμα.
- Στη θάλασσα, συνήθως εκτοξευόταν από σίφωνες, αν και κεραμικά δοχεία και βομβίδες γεμισμένες με υγρό πυρ ή παρόμοιες ουσίες επίσης χρησιμοποιούνταν.
- Η εκτόξευση του υγρού πυρός συνοδευόταν από πολύ θόρυβο («βροντή») και καπνό.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΣΤΑΣΗΣ
Η πρώτη, και για πολύ καιρό πιο διαδεδομένη, θεωρία σχετικά με τη σύσταση της εμπρηστικής ύλης ήταν ότι το κύριο συστατικό ήταν νιτρικό κάλιο, ουσιαστικά δηλαδή ότι το υγρό πυρ ήταν μια πρώιμη μορφή πυρίτιδας. Η θεωρία αυτή προήλθε από την περιγραφή έντονου θορύβου και καπνού κατά την εκτόξευση, καθώς και από την απόσταση στην οποία μπορούσε να εκτοξευθεί το όπλο, που ερμηνεύτηκαν ως προϊόντα εκρηκτικής αντίδρασης. Από την εποχή του Ολλανδού ιστοριοδίφη Ισαάκ Βόσσιους, πολλοί ερευνητές υποστήριξαν τη θέση αυτή, και πρωτίστως η λεγόμενη "Γαλλική Σχολή" το 19ο αιώνα, που περιελάμβανε το διάσημο χημικό Μαρσελέν Μπερτελό.
Έκτοτε η θεωρία αυτή έχει απορριφθεί, καθώς το νιτρικό κάλιο δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε για πολεμικούς σκοπούς στην Ευρώπη ή τη Μέση Ανατολή πριν τον 13ο αιώνα, και απουσιάζει πλήρως από τα έργα των Αράβων, των πλέον εξεχόντων χημικών του Μεσογειακού κόσμου, πριν από την περίοδο αυτή. Επιπλέον, η φύση του προτεινόμενου μίγματος δεν συμβαδίζει με τα χαρακτηριστικά της δια σίφωνος εκτοξευόμενης ουσίας των Βυζαντινών πηγών. Μια δεύτερη άποψη, βασιζόμενη στο γεγονός ότι το υγρό πυρ δεν έσβηνε στο νερό -σύμφωνα δε με ορισμένες πηγές το νερό την έκανε να καίει πιο έντονα- θεώρησε ότι η εμπρηστική ουσία βασιζόταν σε ένα μείγμα με βάση τη μη εσβεσμένη άσβεστο.
Αν και ο άσβεστος ήταν γνωστός στους Βυζαντινούς και στους Άραβες, η θεωρία αυτή καταρρίπτεται από λογοτεχνικά και εμπειρικά στοιχεία. Ένα μείγμα βασισμένο στην άσβεστο θα πρέπει να έρθει σε επαφή με νερό για να αναφλεγεί, ενώ τα Τακτικά του Αυτοκράτορος Λέοντα ΣΤ' καταγράφουν ότι η ουσία συχνά χυνόταν απευθείας στο κατάστρωμα εχθρικών πλοίων. Ομοίως, ο Αυτοκράτορας αναφέρει τη χρήση βομβίδων, πράγμα που ενισχύει την άποψη ότι η επαφή με νερό δεν ήταν απαραίτητη για να ανάψει η ουσία του υγρού πυρός. Επιπλέον, ο C. Zenghelis διεξήγαγε μια σειρά πειραμάτων που απέδειξαν ότι τα αποτελέσματα της αντίδρασης ασβέστου - νερού θα ήταν αμελητέα υπό πραγματικές συνθήκες στη θάλασσα.
Μια άλλη παρόμοια θεωρία πρότεινε την πιθανότητα ο Καλλίνικος να είχε ανακαλύψει το φωσφορούχο ασβέστιο, το οποίο όταν έλθει σε επαφή με νερό παράγει την εξαιρετικά εύφλεκτη φωσφίνη, η οποία αναφλέγεται αυτόματα. Και εδώ όμως εκτεταμένα πειράματα απέτυχαν να προσεγγίσουν την περιγραφόμενη ένταση του υγρού πυρός. Αν και η παρουσία ασβέστου ή και νιτρικού καλίου στο μείγμα δεν μπορεί να αποκλειστεί, είναι φανερό πως δεν αποτελούσαν το κύριο συστατικό. Οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές συμφωνούν ότι το υγρό πυρ βασιζόταν στο πετρέλαιο, κατεργασμένο ή μη.
Οι Βυζαντινοί είχαν εύκολη πρόσβαση σε ακατέργαστο πετρέλαιο από τις φυσικές πηγές στην ανατολική ακτή του Εύξεινου Πόντου (λ.χ. οι πηγές γύρω από το Τμουτορακάν που αναφέρονται και από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο) ή σε διάφορες άλλες περιοχές στη Μέση Ανατολή. Είναι ενδεικτικό ότι μια από τις ονομασίες του υγρού πυρός ήταν «Μηδικό πυρ», και ότι ο ιστορικός Προκόπιος ο Καισαρεύς καταγράφει ότι το ακατέργαστο πετρέλαιο ήταν γνωστό ως «νάφθα» ή «Μηδικό έλαιο».
Υπάρχει επίσης και ένα Λατινικό χειρόγραφο του 9ου αιώνα, φυλασσόμενο στο Βόλφενμπυττελ της Γερμανίας, που αναφέρει τα συστατικά μιας ουσίας που μοιάζει να είναι το υγρό πυρ, καθώς και τη λειτουργία των σιφώνων για την εκτόξευσή του. Αν και το κείμενο περιέχει διάφορες ανακρίβειες, αναφέρει ξεκάθαρα τη νάφθα ως το κύριο συστατικό. Διάφορες ρητίνες πιθανότατα προστίθενταν ως πηκτικό (η Στρατηγική έκθεσις και σύνταξις του Νικηφόρου Φωκά αναφέρει το υγρό πυρ ως «πυρ κολλητικόν») και για να αυξήσουν τη διάρκεια και ένταση της καύσης.
Η ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΚΑΙ Η ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΥΓΡΟΥ ΠΥΡΟΣ
Το «Υγρόν Πυρ» ανήκει στην πολεμική τεχνολογία των Βυζαντινών, στην τεχνική πολέμου που
περιλαμβάνει τη χρήση πυροβόλων και φλογοβόλων όπλων και εμπρηστικών μηχανισμών. Φέρει και άλλες ονομασίες όπως «Αυτόματο Πυρ», «Ελληνικό Πυρ» (ονομασία που δόθηκε στο εμπρηστικό μείγμα που χρησιμοποιούσαν στην Αγγλία του Μεσαίωνα του Ριχάρδου Α' του Λεοντόκαρδου και στην κατάληψη του οχυρού του Αγίου Ιωάννη της Άκρας 1191 μ.Χ. κατά τη Γ΄ Σταυροφορία, λόγω της προέλευσης των κύριων συστατικών του, δανεισμένα από την Ελλάδα, εξ ου και «Greek Fire»).
Επίσης το ονόμαζαν και «Θαλάσσιο Πυρ», «Μηδικό Λάδι» («Μηδείας Έλαιον», συναντάται στην Καρχηδόνα), «Θείον Άπυρον» («άκαυτο θειάφι», δηλ. «θειάφι που δεν καίγεται»), που αφορούν τα διαδομένα από τα αρχαία χρόνια εμπρηστικά μείγματα. Ο εμπρηστικός πόλεμος αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, στο έπος «Ιλιάς». Οι Βυζαντινοί Όσιος Θεοφάνης στη «Χρονογραφία» και Σκυλίτζης στο «Σύνοψις Ιστοριών» το αποκαλούν είτε «υγρόν πυρ» είτε «σκευαστόν πυρ» και ο Λέων ΣT΄
«εσκευασμένον πυρ». Πρόκειται για όπλο που αποτελεί εξέλιξη παλαιότερων εμπρηστικών όπλων, γνωστών ήδη από την Ελληνική αρχαιότητα.
Η μορφή του Υγρού Πυρός στο Βυζάντιο επινοείται επί βασιλείας Κωνσταντίνου Δ΄ Πωγωνάτου, χρησιμοποιούμενο εναντίον των Αράβων που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη επί πέντε χρόνια (674 - 678 μ.Χ.). Δεν αποτελεί πρωτότυπη σύλληψη ιδέας και καινοτόμο εφεύρεση αλλά εξελιγμένη μορφή των ανάλογων παλαιότερων μειγμάτων. Ο Καλλίνικος θα πρέπει να εφηύρε και να βελτίωσε τα όπλα εκτόξευσής του δημιουργώντας προηγμένη μορφή. Πρόδρομος του Υγρού Πυρός υπήρξε το «Θείον Άπυρον», που αναφέρει για πρώτη φορά στη χρονογραφία του ο Μαλάλας (6ος αιώνας μ.Χ.).
Συγκεκριμένα, ο αυτοκράτορας Αναστάσιος Α' (491 - 518 μ.Χ.) αναλαμβάνοντας πρωτοβουλία προς αντιμετώπιση της επανάστασης των Ορθοδόξων αντιπάλων του που συνασπίστηκαν με τον Δήμο των Βένετων υπό την αρχηγία του κόμη των Φοιδεράτων (υποσπόνδων, δηλ. συντάγματα βαρβάρων ή
φυλές ολόκληρες, που υπηρέτησαν μαζί με τους Ρωμαίους, με αρχηγό το δικό τους ηγεμόνα, -που
αναδιοργανώθηκαν από το Θεοδόσιο Α' 379 - 395), Βιταλιανού, προσκάλεσε από την Αθήνα τον
φιλόσοφο, που συνδύαζε τη μεταφυσική με την Ευκλείδειο Γεωμετρία, Πρόκλο, τον διευθυντή της Αθηναϊκής Νεοπλατωνικής Σχολής, που λόγω της ενασχόλησής του με την παρασκευή εύφλεκτων
υλών, κατασκεύασε το «Θείον Άπυρον», που είχε τη μορφή πολύ ψιλής σκόνης.
Το σκεύασμα αυτό ο Πρόκλος το παρέδωσε στο ναύαρχο του Βυζαντινού Στόλου, του Βασιλικού Πλωίμου (στόλου), Μαρίνο, αποκαλύπτοντάς του τις ιδιότητές του με τα εξής λόγια «όπου και αν τη ρίξεις, είτε σε κτήρια, είτε σε πλοία, η σκόνη με την ανατολή του ηλίου αναφλέγεται και καίει τα
πάντα». Το «Θείον Άπυρον» επιτέλεσε επιτυχώς την αποστολή του. Η συνταγή, σύσταση και
παρασκευή, της εκτοξευόμενης εμπρηστικής ύλης του «Υγρού Πυρός», αποτελούσε για κάποια
περίοδο ύψιστο κρατικό μυστικό του Βυζαντίου. Η αποτροπή της αποκάλυψης της μεθόδου
παράγωγής του σχετίζεται με τη συμβολή του στις νίκες των Βυζαντινών, στην ανύψωση της
ψυχολογίας τους και στην αντίστοιχη καταρράκωση και αποθάρρυνση της ψυχολογίας των εχθρών.
Δεν ήταν βέβαια η πολεμική πανάκεια αλλά συνέβαλε αποφασιστικά στη διάσωση της Αυτοκρατορίας και μάλιστα συγκαταλέγεται στις πασίγνωστες πολεμικές εφευρέσεις. Η περιβάλλουσα μυστικότητα επέτρεψε τη διατήρηση του μυστικού. Οι επιστήμονες πιθανολογούν και εικάζουν ότι το μείγμα θα πρέπει να περιείχε θειάφι, νίτρο, πίσσα, αλάτι, ρητίνη (ρετσίνι), πετρέλαιο και λάδι, αναμεμειγμένα με νάφθα. Η αποτελεσματικότητά του έγκειτο στο ότι συνέχιζε να καίγεται και κάτω από το νερό, δηλαδή ήταν πρακτικά άσβεστο, πράγμα που καθιστούσε τους αντιπάλους αδύναμους και ανίκανους να το σβήσουν και να προστατέψουν το στρατό τους και το στόλο τους.
Κάποιοι ερευνητές θεωρούν, με βάση τις αναφορές των πηγών για την αυτοανάφλεξη του Υγρού
Πυρός στην επαφή του με το νερό, ότι το μείγμα εμπεριείχε ασβέστη ή φωσφορούχο ασβέστιο.
Άλλοι, λόγω αναφορών για πρόκληση καπνών και βροντών κατά την εκτόξευσή του, καταλήγουν σε συμπέρασμα ότι στο μείγμα συμπεριλαμβανόταν και κάποια μορφή πυρίτιδας. Η μυστικότητα των
εμπεριεχομένων συστατικών του εμπρηστικού υλικού επέβαλε και την παρασκευή του στην
Κωνσταντινούπολη και ήταν Αυτοκρατορικό μονοπώλιο.
Υπήρχαν αξιωματούχοι που αποστολή είχαν την παρασκευή του μείγματος και τη διαφύλαξη του
μυστικού, και το γεγονός ότι είχαν δικαίωμα να έχουν άμεση επαφή με τον Αυτοκράτορα χωρίς την ενδιάμεση παρεμβολή άλλων αξιωματούχων αποδεικνύει τη σημασία που απέδιδε ο Αυτοκράτορας στη διατήρηση του μυστικού παρασκευής σε σχέση με τη διαφύλαξη της ασφάλειας της
Αυτοκρατορίας. Απόλυτα συσχετιζόμενο με τα προαναφερόμενα ήταν και η αυστηρή διαταγή για
εκτέλεση με θανατική ποινή όποιου συλλαμβανόταν και αποδεικνυόταν υπεύθυνος διαρροής και
αποκάλυψης - προδοσίας του μυστικού των συστατικών και αναλογιών των υλικών παρασκευής του Υγρού Πυρός.
Το ύψιστο κρατικό μυστικό με τα αυστηρά μέτρα προφύλαξης και η σημασία διαφύλαξής του
αποκαλύπτεται στη ρήση του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου, της
Μακεδονικής δυναστείας, για τα τρία πράγματα που δεν επιτρεπόταν Βυζαντινός Αυτοκράτορας να παραδώσει σε ξένο: το στέμμα, το Υγρόν Πυρ και το χέρι Πορφυρογέννητης πριγκίπισσας. Η
διαφύλαξη αυτού του μυστικού ήταν άκρας σημασίας για τους Βυζαντινούς, όπως διαπιστώνεται και από την εξιστόρηση του γεγονότος από το Θεοφάνη, της κατάληψης από το Βούλγαρο «χάνο», δηλ.
ηγεμόνα, Κρούμο, τον Οκτώβριο του 812, της Μεσημβρίας του Ευξείνου Πόντου, της σημαντικής στρατιωτικής βάσεως των Βυζαντινών.
Η ανακοίνωση της κατάληψης προκάλεσε κατάπληξη στην Κωνσταντινούπολη και κατά το Θεοφάνη «η περί αλώσεως Μεσημβρίας ήλθεν ημίν ελεεινή φάσις πάντας πτοούσα δια μειζόνων κακών
απεκδοχήν». Επειδή στη βάση υπήρχαν τόσο το Υγρόν Πυρ όσο και το οπλικό σύστημα εκτόξευσής του, οι χάλκινοι σίφωνες, η ανησυχία αυξανόταν για την απώλεση του μυστικού πέραν της απώλειας της σημαντικής ναυτικής βάσης.
Η ΕΚΤΟΞΕΥΣΗ ΤΟΥ ΥΓΡΟΥ ΠΥΡΟΣ
Τα οπλικά συστήματα και όπλα εκτόξευσης του Υγρού Πυρός ήταν: Βυζαντινή βαλλίστρα, παραλλαγή της πυρφόρου βαλλίστρας, που πρόδρομός της θεωρείται ο καταπέλτης του οποίου η εφεύρεση
τοποθετείται στην αυλή του Διονυσίου Α' του Πρεσβύτερου (430 - 367 π.Χ.), φιλολάκωνα τυράννου των Συρακουσών της Σικελίας στη Μεγάλη Ελλάδα. Αυτόν τον καταπέλτη πρέπει να μετέτρεψε ο Καλλίνικος για την εκτόξευση του Υγρού Πυρός. Πυρφόρος βαλλίστρα, η οποία, σύμφωνα με τον καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Θεόδωρο Κορρέ, ήταν παλίντονος
καταπέλτης σταθερής βάσης με μεταλλικό σωλήνα εκτόξευσης πήλινων αντικειμένων που
εμπεριείχαν το Υγρόν Πυρ.
Ο καταπέλτης εκτόξευε αυτά τα κεραμικά αντικείμενα, τα οποία κατά την πρόσκρουσή τους έσπαζαν και επερχόταν ο διασκορπισμός του Υγρού Πυρός. Ο Αυτοκράτορας Λέων ΣΤ' ο Σοφός στα
«Ναυμαχικά» του παραδίδει την πληροφορία «Εμείς συμβουλεύουμε να εκτοξεύονται και χύτρες
γε μάτες με Υγρόν Πυρ, κατά τη μέθοδο της συσκευασίας -που υποδείχτηκε πιο πάνω- όταν
συντριβούν οι χύτρες τα πλοία των εχθρών θα αρπάξουν εύκολα φωτιά». Εκτός από την πυρφόρο βαλλίστρα, οι πήλινες χύτρες που ήταν πλήρεις Υγρού Πυρός εκτοξεύονταν και με άλλες
εκηβόλους πολεμικές μηχανές, όπως με μικρούς καταπέλτες περιστρεφόμενης βάσης, τα «αλακάτια» και τα «γεράνια».
Επίσης, τα πήλινα δοχεία μπορούσαν να εκτοξευτούν και με τα χέρια. Σίφων, φλογοβόλο όπλο, του
οποίου ο χάλκινος σωλήνας εκτόξευσης του Υγρού Πυρός ήταν τοποθετημένος στην πλώρη των
Βυζαντινών πολεμικών πλοίων («δρομώνων»). Ο Αυτοκράτορας Λέων ΣΤ' στο κεφάλαιο των
«Ναυμαχικών» των «Τακτικών» αναφέρει σχετικά, «Και ο δρόμωνας ας έχει σε κάθε περίπτωση μπροστά στην πλώρη σιφώνιο φτιαγμένο από χαλκό, με τον οποίο να εκτοξεύει το Υγρόν Πυρ κατά των εχθρών». Οι «σιφωνάριοι», εκπαιδευμένοι χειριστές πυροτεχνουργοί, χειρίζονταν τους σίφωνες.
Το ακροφύσιο, με μορφή προτομής λέοντα ή άλλου αγρίου ζώου με ανοικτό στόμα, σημάδευε
εχθρικά πλοία, και όχι μόνο, και την κατάλληλη στιγμή εκτοξευόταν καταπάνω τους το Υγρόν Πυρ μέσα από την οπή του ανοικτού στόματος. Πλέον, με τη δυνατότητα εξακοντισμού του Υγρού Πυρός περνάμε σε προηγμένη φάση πολεμικής ναυτικής τακτικής. Ως τότε, οι νήες επιδίωκαν την επαφή με τους αντιπάλους για να εμβολίσουν τα εχθρικά πλοία, πράγμα που σήμαινε ναυμαχία εκ του
σύνεγγυς. Οι δυνατότητες αυτής της εφεύρεσης επέτρεπαν τη ναυμαχία από απόσταση, πλεονέκτημα της οποίας μεταξύ άλλων ήταν και το μεγάλο ποσοστό ασφάλειας των πλοίων των Βυζαντινών και της επιτυχίας της ναυμαχίας με εμπρησμό και καταβύθιση των εχθρικών σκαφών.
Χειροσίφων ήταν, Βυζαντινό φορητό φλογοβόλο («χειρ» + «σίφων») όπλο, που έμοιαζε πολύ με τις κατασκευές του Ήρωνα του Αλεξανδρινού (μάλλον 100 π.Χ.) όπως αυτές αναφέρονται στο έργο του «Πνευματικά». Σε αναφορά στα «Ναυμαχικά» του Λέοντα ΣΤ' πληροφορούμαστε ότι «χρήσασθαι δε και τη άλλη μεθόδω των διά χειρός βαλλομένων μικρών σιφώνων όπισθεν των σιδηρών σκουταρίων παρά των στρατιωτών κρατουμένων, άπερ χειροσίφωνα λέγεται, παρά της ημών βασιλείας άρτι
κατασκευασμένα. Ρίψουσι γαρ και αυτά του εσκευασμένου πυρός κατά των προσώπων των
πολεμίων».
Δηλδή «Πρέπει να χρησιμοποιείται και μια άλλη μέθοδος: η ρίψη με το χέρι μικρών σιφωνίων, των χειροσιφώνων, που τα κρατούν οι στρατιώτες πίσω από τις σιδερένιες ασπίδες τους, τα οποία
κατασκευάστηκαν πρόσφατα επί της βασιλείας μας. Μ’ αυτά το Υγρόν Πυρ θα εκτοξεύεται κατά των προσώπων των εχθρών». Επίσης, η επισήμανση ότι η πρώτη φορά κατασκευής και χρήσης
«χειροσιφώνων» επιτεύχθη επί της βασιλείας του Λέοντα ΣΤ' αποδεικνύει την πρόοδο της
αναζήτησης εφευρέσεων πολεμικής τεχνολογίας, κατάλληλων για την αντιμετώπιση των
εχθροπραξιών, πάντα με την πολιτική βούληση, επίβλεψη, εύνοια και επιστασία σε αυτόν τον τομέα, ώστε οι Βυζαντινοί να υπερτερούν προστατεύοντας την Αυτοκρατορία σε εμπόλεμες περιόδους.
Τους χρησιμοποιούσαν οι «σιφωνάτορες» και εδύναντο να προκαλέσουν στον εχθρό μεγάλη ταραχή και σύγχυση. Ήταν είδος βόμβας, που στα σημερινά δεδομένα θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τη χειροβομβίδα και τη βόμβα μολότωφ, ή ακόμα και με τη βόμβα ναπάλμ εξαιρώντας τα χημικά. Ο
Χειροκίνητος κλυστερός, ήταν παραλλαγή φλογοβόλου όπλου της Βυζαντινής Περιόδου, η ονομασία του οποίου «κλυστερός» προέρχεται από το ότι ο ορειχάλκινος σωλήνας με ξύλινο έμβολο και δέρμα δεν αντλούσε το Υγρόν Πυρ, όπως ο «σίφων», αλλά το εκτόξευε με πίεση. Το άναμμα του εύφλεκτου μείγματος προκαλούταν από τον αναφλεκτήρα, το «πρόπυρο», που υπήρχε στο μπροστινό τμήμα του όπλου, κατά την πίεση που ασκούταν στο έμβολο προς τα εμπρός.
Υπήρχαν, επίσης, πλοιάρια με εκτοξευτήρες βελών εμποτισμένων με Υγρόν Πυρ. Ο εξακοντισμός του γινόταν ακόμα με δόρατα και με ακόντια. Σχετικά με το βεληνικές των μηχανών της εκτόξευσης του Υγρού Πυρός δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες από τους Βυζαντινούς συγγραφείς και τις
πηγές. Πολλοί ερευνητές με έρευνες και πειράματα προσπάθησαν και αναπαράστησαν αυτές τις
μηχανές, δημιουργώντας συνθήκες ανασύστασης και προσομοίωσης για να προσεγγίσουν και να
εντοπίσουν τα δεδομένα που ίσχυαν.
ΤΡΟΠΟΙ ΧΡΗΣΗΣ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Το Υγρόν Πυρ δε χρησιμοποιούνταν σε χερσαίες μάχες, αλλά ήταν κατάλληλο είτε σε μεικτές
(χερσαίες - θαλάσσιες) είτε σε ναυμαχίες και στόχος ήταν να πυρπολήσουν τον αντίπαλο. Πιο
συγκεκριμένα, κατά τη εξαγωγή πολιορκίας παραθαλάσσιας πόλης, οι πολιορκούμενοι Βυζαντινοί
επιχειρούσαν από τα τείχη της πόλης τους, ανάλογα και από τα τείχη της πρωτεύουσάς τους
Κωνσταντινούπολης, να βομβαρδίζουν τα πλοία των εχθρών τους και οι πολιορκητές, αντίστοιχα, να καίνε τα ξύλινα μέρη των τειχών. Στην περίπτωση της ναυμαχίας, ανάλογα προς την πολιορκία, οι
Βυζαντινές νήες ψέκαζαν με το Υγρόν Πυρ τα εχθρικά πλοία.
Η αδυναμία του νερού να το σβήσει είχε ολοκληρωτικά καταστροφικά αποτελέσματα για τον
αντίπαλο. Προφανώς, υπήρχε μέριμνα για προστασία των πλοίων και των πολεμιστών από το
ολοκαύτωμα που προκαλούσε το Υγρόν Πυρ. Περιφερειακά και κατά μήκος των πλοίων
τοποθετούνταν ασπίδες, για να εμποδίσουν το εξακοντιζόμενο είτε απευθείας, Υγρόν Πυρ, είτε με πυρφόρα αντικείμενα π.χ. βέλη και τις «χύτρες». Επίσης, γινόταν επάλειψη των πλοίων με όξος και
επικάλυψή τους με δέρματα ποτισμένα με διάφορα υγρά, π.χ. νερό, για να προστατευθούν από το
Υγρόν Πυρ. Υπήρχαν, ακόμα, και ειδικές στολές για τους στρατιώτες για να προφυλάσσονται από την επικίνδυνη επαφή.
Σε Αραβικές πηγές, π.χ. στο σχετικό απόσπασμα της διασωθείσης εργασίας του Ibn - al - Mangali που μας παραθέτει ο Β. Χρηστίδης αναφέρεται: «παίρνεις ένα μέρος καθαρό ταλκ (χημική ουσία της
οποίας η σύνθεση περιγράφεται στην Encyclopaedia of Sciences and Technology), ένα μέρος alum
Αιγύπτου, ένα μέρος Alum Υεμένης, ένα μέρος αμμωνίας, ένα μέρος πέτρας από το Τουρ και
ένα μέρος γύψο. Ανακατεύεις και αφήνεις το μείγμα να μουλιάσει σε ούρα για δέκα μέρες. Μετά προσθέτεις ασπράδι αυγού. Αλείφεις τον μανδύα και περιμένεις να στεγνώσει. Ο πολεμιστής
τυλίγεται μ’ αυτόν. Βάζεις φωτιά στον μανδύα. Η φωτιά δεν τον διαπερνά. Ο πολεμιστής πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα το πρόσωπό του από τις φλόγες».
Οι μόνες βέβαιες πληροφορίες που περιγράφουν τη συμπεριφορά του υγρού πυρός είναι:
1. Η ουσία συνέχιζε να καίει στο νερό, και, σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες, αναφλεγόταν στην επαφή του με τον νερό. Επιπλέον, όπως αναφέρεται σε αρκετές πηγές, μπορούσε να σβηστεί μόνο από ορισμένες ουσίες όπως άμμο, που του στερούσε οξυγόνο, δυνατό ξύδι, και ούρα, προφανώς μέσω κάποιας χημικής αντίδρασης.
2. Όπως φαίνεται και από το όνομά του αλλά και από περιγραφές, ήταν υγρό και όχι κάποιας μορφής βλήμα.
3. Στη θάλασσα, συνήθως εκτοξευόταν από σίφωνες, αν και κεραμικά δοχεία και βομβίδες γεμισμένες με υγρό πυρ ή παρόμοιες ουσίες επίσης χρησιμοποιούνταν.
4. Η εκτόξευση του υγρού πυρός συνοδευόταν από πολύ θόρυβο («βροντή») και καπνό.
ΟΠΛΟ ΜΑΖΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Καθ 'όλη την ανθρώπινη ιστορία, τα περισσότερα προηγμένα όπλα ήταν πάντα κάτω από ένα πέπλο μυστικότητας. Αλλά κανένα από αυτά δεν συνεχίζει να περιβάλλεται από ένα, το ίδιο, μυστήριο της «Ελληνικής φωτιάς» - το πιο τρομακτικό όπλο μαζικής καταστροφής του Μεσαίωνα. Ο όρος «Ελληνική φωτιά» εμφανίστηκε μόνο κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών, όπως έχει αναφερθεί παραπάνω, κυρίως από τους Λατίνους Σταυροφόρους, αλλά παραμένει και σήμερα ως ο περισσότερο διαδομένος.
Στην πατρίδα του όπλου αυτού, στην Κωνσταντινούπολη, ο όρος «Ελληνική φωτιά» ή «Ελληνικό πυρ» δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ, καθώς οι από εμάς αποκαλούμενοι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους - συνήθως οι Βυζαντινοί ονόμαζαν αυτό το όπλο μόνο «πυρ» ή και «πυρ λαμπρόν». Λίγες εφευρέσεις είναι τόσο εντυπωσιακές στην ιστορία της τεχνολογίας, και ακόμη λιγότερες έχουν καταφέρει να δώσουν μια στρατιωτική υπεροχή για τόσους πολλούς αιώνες. Οι σύγχρονοι αυτού του τρομακτικού όπλου υποστήριξαν ότι η φωτιά αποτεφρώνει το βράχο και το σίδερο, φλέγεται πάνω στο νερό και φυσικά καταστρέφει όλα τα έμβια όντα.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμεινε ένα τρομερό μυστικό όπλο του Βυζαντίου. Η σύνθεση του διαβολικού αυτού υλικού, όπως και ο σχεδιασμός από το σιφόνι, με το οποίο εκτόξευαν την φωτιά στον στόχο, κρατούνταν σε συνθήκες απόλυτης εχεμύθειας. Το μυστικό αυτό έχει τόσο καλά φρουρηθεί, ώστε η σύνθεση του υγρού πυρ δεν έχει αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα. Στον 10ο αιώνα, ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αναφέρει κάποιον Καλλίνικο, ο οποίος αυτομόλησε από την Ηλιούπολη, ως τον επινοητή αυτού του όπλου. Ένας άλλος Βυζαντινός Αυτοκράτορας, ο Λέων ΣΤ' ο Σοφός (886 - 912), δίνει διάφορους ορισμούς του υγρού πυρ:
«Έχουμε διαφορετικούς τρόπους - τόσο παλαιούς όσο και νέους, για να καταστραφούν τα εχθρικά πλοία». Προφανώς η ναυτική εφαργμογή του υγρού πυρ, η οποία ευθύνεται για την καταστροφή εκατοντάδων πλοίων, έτυχε σημαντικής εξέλιξης στην ιστορία ανάπτυξης των φλογοβόλων όπλων κατά τον Μεσαίωνα. Αποτελούσε ένα ιδιαίτερο αξιόπιστο όπλο και χρησιμοποιήθηκε εκτενώς. Αρχικά, το υγρό πυρ είχε χρησιμοποιηθεί σε ναυμαχίες. Κατά τα έτη 673 και 717 - 718 κατακάηκε ο Αραβικός στόλος, το 872 καταστράφηκαν είκοσι Κρητικά πλοία, και το 882 τα Βυζαντινά πλοία νίκησαν και πάλι τον Αραβικό στόλο.
Ο στόλος της Ρωσίας, του Πρίγκιπα Ιγκόρ, επιχείρησε το 941 να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη, και καταστράφηκε από το Ελληνικό πυρ. Έναν αιώνα αργότερα, το 1043, Ρωσικά πλοία και πάλι καταστράφηκαν από την Ελληνική φωτιά στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό το ναυτικό ναπάλμ αποδείχτηκε άκρως αποτελεσματικό σε ναυμαχίες σε περιορισμένο χώρο, λόγω της περιορισμένης εμβέλειας του όπλου. Σε ναυμαχίες σε ανοιχτή θάλασσα, υπήρχε η δυνατότητα μεγαλύτερων ελιγμών. Όταν ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Α' Κομνηνός (1056 - 1118) εξόπλισε τα πλοία του για μία εκστρατεία, έδωσε εντολή να σχεδιαστούν τα σιφόνια στην πλώρη των πλοίων σε μορφή άγριων ζώων, όπως τα λιοντάρια.
Σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή, η οποία περιγράφει ζωντανά μια ναυμαχία, αναφέρει ότι «οι βάρβαροι είχαν τρομοκρατηθεί» από την χρήση αυτού του όπλου. Σύντομα το υγρό πυρ διαδόθηκε στην τεχνική του πολέμου της πολιορκίας - ως φορητός εξοπλισμός για την καταστροφή ξύλινων τειχών, σύμφωνα με τον Λέων ΣΤ', ο οποίος περιγράφει αυτά τα φορητά φλογοβόλα ως μια συσκευή «έτοιμη να ρίξει φωτιά στο πρόσωπο των εχθρών». Πιθανώς αυτά τα φορητά φλογοβόλα των χερσαίων δυνάμεων ήταν στην κατασκευή και στην χρήση παρόμοια με τα ναυτικά όπλα.
Ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος συμβουλεύει τον Κωνσταντίνο Ρωμανό Β΄, γιο και διάδοχό του, να παραμείνει το υγρό πυρ στην απόλυτη Βυζαντινή εχεμύθεια και τον συνέστησε να απορρίψει κατηγορηματικά κάθε αίτημα για την διάδοση της συνταγής παρασκευής του. Ο θρύλος λέει ότι ένας Βυζαντινός ευγενής, ο οποίος θέλησε να δώσει στους ξένους το μυστικό της Ελληνικής φωτιάς, χτυπήθηκε από μια ουράνια φωτιά στην είσοδο της εκκλησίας. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το Βυζάντιο κατάφερε να κρατήσει μυστική τη συνταγή κατασκευής του υγρού πυρ, αλλά η βιομηχανική κατασκοπεία έκανε και τότε την δουλειά της.
Σύμμαχοι του Βυζαντίου θέλησαν επίσης να αποκτήσουν αυτό το μυστικό όπλο και πιθανόν μια εξαγωγική έκδοση να έφθασε και επίσημα στα χέρια τους. Έκκληση προς τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες για να λάβουν αυτή την «υγρή βοήθεια» έκαναν πολλοί. Ο Πάπας στη Ρώμη τη ζήτησε το έτος 886 από τον Αυτοκράτορα Λέων. Παρόμοια αιτήματα έχουν υπάρξει από τους Χαζάρους, τους Ούγγρους, τους Ρως και άλλους βόρειους λαούς, αναφέρει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος. Η πρώτη ευρεία χρήση του υγρού πυρ, στα χέρια των ανταγωνιστών του Βυζαντίου, αναφέρεται με τους Άραβες, στους πολέμους κατά των Σταυροφόρων. Οι Σαρακηνοί χρησιμοποίησαν το Eλληνικό πυρ στην πολιορκία της Νίκαιας, καθώς και σε άλλα μέρη.
Tα φλογοβόλα δεν είναι μια εφεύρεση του 20ου αιώνα. Ήδη περισσότερα από 2.000 χρόνια πίσω, το όπλο της πυρκαγιάς έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές πολεμικές συγκρούσεις της αρχαιότητας. Το αποκορύφωμα αυτής της εξέλιξης ήταν το θρυλικό «υγρό πυρ» του 7ου Αιώνα, το οποίο αναπτύχθηκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Συχνά το υγρό πυρ χύνονταν μέσα σε πήλινα αγγεία, τα οποία στη συνέχεια εκσφενδόνιζαν κατά ενός εχθρικού φρουρίου - ο πρόδρομος του σύγχρονου πυροβολικού. Συχνά στα θραύσματα αυτά ανακάτευαν διάφορα δηλητήρια και προστίθονταν περιττώματα. Η επίδραση των εκρηκτικών αυτών ήταν τεράστια και ο αριθμός των θυμάτων πολύ υψηλός.
Ακόμα κι αν κάποιος ήταν μόνο ελαφρά τραυματισμένος, μέρες αργότερα πέθαινε από κάποια λοίμωξη. Το πυροβολικό του πρόωρου Μεσαίωνα χρησιμοποιούσε τις βαλίστρες: Η έως οκτώ μέτρα ύψος κατασκευή μπορούσε να εκτοξεύει πολεμικό φορτίο 25 κιλών σε 200 μέτρα απόσταση. Ειδικά για μια πολιορκία ήταν ένα δημοφιλές μέσο καταπολέμησης του εχθρού από απόσταση. Στις Μουσουλμανικές χώρες, η «Ελληνική φωτιά», καθώς και άλλες φλεγμονώδεις ουσίες, ονομάστηκαν νάφθα. Οι Αραβικοί στρατοί είχαν δημιουργήσει ειδικές μονάδες, εξοπλισμένες με εμπρηστικές συνθέσεις από μεθάνιο.
Εκτός από τα μεγάλα οχήματα με εμπρηστικά μείγματα, αυτά τα στρατεύματα ήταν εξοπλισμένα και με μικρότερα οχήματα, που εκτοξεύαν το φονικό πυρ κατά του εχθρού από κοντινή απόσταση. Τα φορητά αυτά δοχεία με τις εμπρηστικές συνθέσεις ήταν κατασκευασμένα από διάφορα υλικά, όπως από πηλό, γυαλί, φλοιό από ξύλο, δέρμα, χαρτί και μέταλλο. Τα έβαζαν φωτιά με τη χρήση φυτιλιού. Για την αυτοπροστασία τους χρησιμοποιούσαν ρούχα εμποτισμένα με ξίδι ή ψαρόκολλα, επικαλυμμένα με μια σκόνη. Στη Δυτική Ευρώπη, το Ρωμέικο πυρ ήρθε μετά την πρώτη Σταυροφορία, στον 7ο αιώνα. Πιθανότατα η πρώτη ευρεία εφαρμογή εδώ είναι με τον Γκόντφριντ του Ανζού το 1151.
Τα Ελληνικά πυρά χρησιμοποιήθηκαν και κατά των Μογγόλων στον 8ο αιώνα, ενώ τον 14 αιώνα τα χρησιμοποίησαν οι Μογγόλοι κατά την πολιορκία πόλεων στον Εύξεινο Πόντο. Η ιστορία αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Δυρραχίου από τους Νορμανδούς το 1108, ένα μείγμα πίσσας και θείου μετατρέπονταν σε φωτιά η οποία κετέκαιγε τις γενειάδες των Νόρμαν. Με την οριστική πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1453 και τη μετάβαση στα πυροβόλα όπλα, το υγρό πυρ σταδιακά ξεχάστηκε. Παρ 'όλα αυτά, ανά διαστήματα προέκυψε το επιστημονικό ενδιαφέρον για την Ελληνική φωτιά.
Για παράδειγμα, στις αρχές του 18ου αιώνα, έναν Ρώσος μηχανικός, ο Βασίλι Κόρχμιν εξόπλισε πλοία με φλογοβόλες σωλήνες και μαζί με τον Μεγάλο Πέτρο είχε μάλιστα δημιουργήσει ένα εγχειρίδιο για τη χρήση τους. Το 1753 ένας Γάλλος με το όνομα Ντουπρέ ανακοίνωσε ότι είχε ανακαλύψει το μυστικό της Ελληνικής φωτιάς. Σε δοκιμές στην Χάβρη, έκαψε στην ανοικτή θάλασσα ένα ξύλινο καΐκι. Ο Λουδοβίκος ο 15ος αναφέρεται να έχει αγοράσει από τον Ντουπρέ τη μυστική συνταγή, για να την καταστρέψει - προφανώς για να παραμείνει ο μοναδικός κάτοχος αυτού του μυστικού όπλου. Ωστόσο, και στις δύο περιπτώσεις, δεν υπήρξε περαιτέρω εφαρμογή αυτών των εφευρέσεων.
Προφανώς, σε σύγκριση με τα σύγχρονα φλογοβόλα όπλα, ήταν ένα λιγότερο αποτελεσματικό όπλο. Από το 19ο αιώνα, οι ερευνητές προσπαθούν να διαλευκάνουν το μυστήριο της Ελληνικής πυράς, και η συζήτηση αυτή δεν έχει λήξει μέχρι σήμερα. Υπάρχουν δύο βασικές εκδόσεις. Σύμφωνα με την μία, ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Τζέιμς Πάρτινγκτον, η βάση του υγρού πυρ είναι το πετρέλαιο, στο οποίο προστέθηκε θείο, ρητίνη και άλλα συστατικά, ενδεχομένως ασβέστης. Για αυτό το μείγμα χρησιμοποιήθηκε μια συνηθισμένη αντλία για να εκτοξευθεί. Το μείγμα αναφλέγεται είτε στην έξοδο του σιφονιού, ή αναφλέγεται αυθόρμητα την στιγμή της επαφής με το νερό, χάρη στη βίαιη αντίδραση του ασβέστη με το νερό.
Εναλλακτικά, το μείγμα θερμαίνεται σε σφραγισμένο δοχείο, όπου με την πίεση του αέρα, ξεσπά ορμητικά όταν ανοίξει η βαλβίδα. Μια άλλη εκδοχή, έχει εκπροσωπηθεί από τον Άρεντ. Οι υποστηρικτές αυτής της έκδοσης θεωρούν ότι η σύνθεση του υγρού πυρ περιλαμβάνει νιτρικά συστατικά, καθώς και θείο, πίσσα και πετρέλαιο. Μεταξύ των προσεγγίσεων, ένα Μεσαιωνικό βιβλίο με μια συνταγή για την κατασκευή του υγρού πυρ γράφει: Το σκεύασμα «sal coctum» ήταν το κύριο εμπόδιο των ερευνητών και προφανώς το μυστικό της συνταγής, που υπογράμμιζε για μία ακόμη φορά το άβατο του υγρού πυρ. Οι υποστηρικτές της δεύτερης σκέψης το είδαν ως νιτρικό, και οι υποστηρικτές της πρώτης σκέψης ως κοινό αλάτι.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι αυτό το νιτρικό περιγράφεται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, και είναι γνωστό στην αρχαιότητα, ή τουλάχιστον από τις αρχές του Μεσαίωνα. Άλλοι πιστεύουν ότι το καθαρό νιτρικό εμφανίστηκε στην Ευρώπη, όπως και στις μουσουλμανικές χώρες, μόνο το 1225 και άρχισε να χρησιμοποιείται σε μείγματα, μόνο περίπου το 1250. Η έλλειψη διαθέσιμων πόρων στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και το σχετικά υψηλό κόστος εξόρυξης κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, ευνοούν τη δεύτερη θεωρία. Η έκδοση του υγρού πυρ, όπως αυτή παρουσιάζεται στην πρώτη σχολή σκέψης, με τη χρήση νιτρικών, φαντάζει μια πολύ βίαια υπόθεση, λόγω ακριβώς της βίαης αντίδρασης αυτών των συστατικών.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι πάνω σε ένα ξύλινο πλοίο υπάρχει ένας λέβητας, μέσα στον οποίο βρίσκεται ένα μείγμα αερίων, το οποίο αντιδρά βίαια, και μέσω ενός σωλήνα αυτή η χημική αντίδραση εκτοξεύεται μακριά. Το υγρό πυρ έχει έτσι έναν πολύ μεγαλύτερο βαθμό επικινδυνότητας για τα ίδια τα Βυζαντινά πλοία και για τους χρήστες των σιφονιών - υπάρχουν βέβαια πηγές που έχουν καταγράψει εκρήξεις στα πλοία των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης. Ακόμα πιο δύσκολο να φανταστούμε πώς μπορεί να θερμανθεί και να χρησιμοποιηθεί ένα σιφόνι χειρός, το οποίο βρίσκεται υπό πίεση.
Οι σκέψεις κλίνουν υπέρ της πρώτης εκδοχής, της εκτόξευσης του υγρού πυρ με πεπιεσμένο αέρα και την καύση του μείγματος εξωτερικά. Αυτή είναι η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε στον φλογορίπτη του 20ου αιώνα. Ποια ήταν η σύνθεση της θρυλικής Ελληνικής πυράς με την οποία τόσα πολλά πλοία κατακάηκαν; Πειρατισμοί πολλοί - το αποτέλεσμα το ίδιο: Το μυστικό αυτό όπλο παραμένει ένα μυστικό. Ως προϊόν του πετρελαίου επιλέχθηκε η κηροζίνη. Η κηροζίνη είναι αρκετά ρευστή, αλλά βράζει σε υψηλότερες θερμοκρασίες (200 - 300 ° C) σε σχέση με τα ελαφρύτερα κλάσματα (βενζίνη).
Αυτό επιτρέπει να θερμανθεί το μείγμα σε υψηλότερη θερμοκρασία. Εξετάστηκε επίσης η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί λάδι - ελαιόλαδο, ως το πιο διαδεδομένο στον αρχαίο κόσμο. Αλλά, όπως αποδείχτηκε κατά τη διάρκεια των πειραμάτων, το ελαιόλαδο δεν είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Διαπιστώθηκε επίσης ότι όταν θερμαίνεται η κηροζίνη διαλύεται μόνο σε θείο. Επιπλέον, τα νιτρικά άλατα είναι εντελώς απρόθυμα να αντιδράσουν με το θείο και την κηροζίνη. Το νιτρικό κάλιο, δεν διαλύεται στο λάδι. Και κανένα από τα συστατικά που δοκιμάστηκαν με περιεκτικότητα σε θείο, νιτρικά άλατα, κ.ο.κ. δεν έχει σημαντικές επιπτώσεις για την αναφλεξιμότητα του μείγματος.
Ένα ξεχωριστό σημείο των μελετών ήταν να διερευνηθεί η δυνατότητα της αυτόματης ανάφλεξης του μείγματος με την προσθήκη προπυρωμένου ασβέστη. Όμως, αποδείχθηκε ότι, αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αυτοανάφλεξη του μείγματος. Επιπλέον, η παρουσία της κηροζίνης καθυστέρησε την αντίδραση του ασβέστη κατά την επαφή του με το νερό. Τα πειραματικά μίγματα με τη χρήση σιφόνων από χαλκό, δεν κατάφεραν να εκτοξευτούν πέρα από 5 έως 10 μέτρα απόσταση. Ειδικά το σιφόνι από χαλκό, ήταν μια πλήρης πειραματική απογοήτευση. Επιπλέον, αποδείχτηκε ότι η καύση μείγματος με βάση την κηροζίνη είναι αδύναντο να σβηστεί με νερό, ξίδι ή ούρα.
Ίσως το ξίδι που χρησιμοποιήθηκε στον Μεσαίωνα ήταν λιγότερο καθαρό από ό, τι είναι σήμερα, και περιελάμβανε ορισμένα συστατικά που παρεμπόδιζαν την καύση. Υπέρ αυτής της σύστασης, τα αποδεικτικά στοιχεία των αρχαίων συγγραφέων που αναφέρουν ρούχα βρεγμένα με ξίδι ή επιφάνειες μουσκεμένες με ξίδι, για την πρόληψη ανάφλεξης. Ωστόσο, και αυτό παραμένει μια υπόθεση. Η προφανής λύση στο πρόβλημα της ανάφλεξης του καύσιμου υλικού ήταν στις δοκιμές ένα σπρέι: Μικροσκοπικά σταγονίδια κηροζίνης ψεκάζονται στο ρεύμα αέρος. Το μίγμα που προκύπτει είναι εμπλουτισμένο με οξυγόνο, μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε ένα λαμπ(ε)ρό σύννεφο.
Για να δημιουργηθεί ένα ισχυρό ρεύμα, ικανό να μεταφέρει την πύρινη κόλαση σε ικανοποιητική απόσταση, απαιτείται πολλή πίεση. Είναι πιθανόν τα Βυζαντινά πλοία να ήταν εξοπλισμένα ήδη κατά τον απόπλου με δοχεία εγκατεστημένα στο εσωτερικό του πλοίου, τα οποία ήταν ήδη υπό πίεση, η οποία ελέγχονταν με μια σειρά από βαλβίδες. Η ακριβής κατασκευή του υγρού πυρ συνεχίζει να μην έχει επιβεβαιωθεί πειραματικά. Οι επιστημονικές μελέτες δείχνουν ότι το υγρό πυρ προέρχονταν από το σιφόνι, με πίεση, όπως ακριβώς το φλογοβόλο όπλο του 20ου αιώνα.
ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤΟΛΟΥ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΥΓΡΟΥ ΠΥΡΟΣ
Η εφεύρεση της εμπρηστικής ύλης του Υγρού Πυρός σχετίζεται με τη δημιουργία ισχυρής πολεμικής ναυτικής δύναμης από τους Βυζαντινούς, δείγμα αναγνώρισης των σημαντικότατων υπηρεσιών του στην προστασία και διατήρηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και γι’ αυτό ο στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμένος στην ηθική πραγματεία του «Στρατηγικόν» ονομάζει το Στόλο «δόξα της Ρωμανίας».
Βέβαια, είναι γνωστή η προτίμηση των Βυζαντινών στις χερσαίες επιχειρήσεις και ακόμα
περισσότερο στην άξια εμπιστοσύνης και αποτελεσματική, υπερδραστήρια Βυζαντινή Διπλωματία, που συγκριτικά με την πρακτική των Βυζαντινών σταθμίζουν και την αντικειμενική εκτίμηση των προτερημάτων.
Άλλο η προαίρεση και άλλο η πραγματική χρεία. Γιατί οι Βυζαντινοί επίσταντο ότι η κυριαρχία στη θάλασσα εξασφαλίζει, κατά τις ανάγκες της Αυτοκρατορίας, και την κυριαρχία στην ξηρά, πράγμα
ωφέλιμο και στην εξωτερική πολιτική. Αλλά και στην εσωτερική διαμόρφωση πολιτικής σκηνής,
ήταν πηγή δύναμης των ηγετών των στόλων που θα μπορούσαν να την αξιοποιήσουν, όπως και έγινε, για την πολιτική τους σταδιοδρομία και ανέλιξη που έφτανε μέχρι και την ανάδειξή τους σε
Αυτοκράτορες, αλλά το επικίνδυνο, σχετικά με τα δικαιώματα διαδοχής, ήταν ότι αυτή η δύναμη
μπορούσε να εξασφαλίσει την εδραίωση στο θρόνο και την παγίωση δεδομένων. Υπό αυτές τις
συνθήκες οργανώνεται το Βυζαντινόν Πλώιμον.
Οι Βυζαντινοί (7ος αιώνας) ακολουθούν πολιτική αναβάθμισης του Πλωίμου επιδιώκοντας την
απόκρουση των εισβολέων που διεκδικούσαν εδάφη του Βυζαντίου. Το Βυζαντινό Ναυτικό
ουσιαστικά άρχισε με τους Αυτοκράτορες της δυναστείας του Ηρακλείου, τους διαδόχους, και η
δημιουργία αυτή είναι άμεσα σχετιζόμενη με την απειλή της αυξανόμενης Αραβικής ναυτικής
δύναμης, λειτουργώντας ως αντίρροπο στις πολλές Αραβικές επιδρομές στην ξηρά. Η θάλασσα έγινε η διέξοδος της επικοινωνίας του κράτους (συγκοινωνίες, εμπόριο, κ.τ.λ.) και αυτό επιτεύχθηκε με
ασφαλή και καλά φρουρούμενα πέλαγα και με το Ναυτικό να προστατεύει και το χερσαίο μέρος της Αυτοκρατορίας.
Δημιουργούν ισχυρές ναυτικές βάσεις προς αποτροπήν πειρατειών, λεηλασιών, λαφυραγωγιών και κατάληψης εδαφών. Οι διάδοχοι του Ηρακλείου δημιουργούν τα «θέματα» στρατιωτικά και ναυτικά. Οι πολιτικό - στρατιωτικές διοικητικές - αμυντικές, στην οργανωτική τους δομή, περιφέρειες των ναυτικών θεμάτων καταδεικνύουν τη στρατηγική σημασία των νησιών του Αιγαίου στην αναχαίτιση των Αράβων και την προστασία της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Λογικό και επόμενο, οι Βυζαντινοί δημιουργούν υπό αυτές τις συνθήκες δύο ναυτικά «θέματα», στην παράκτια περιοχή της Μικράς
Ασίας και στο Αιγαίο, που περιλάμβαναν στις δυνάμεις τους πολεμικά πλοία εξοπλισμένα με Υγρόν Πυρ.
Έκαστο πλοίο αποκαλούνταν «πυρφόρος ναυς», -κατ’ αναλογία με τα σημερινά πυρπολικά και την
αποστολή τους- γενόμενα θεματοφύλακες της ακεραιότητας και της διαφύλαξης του Βυζαντίου. Πέρα από το Bασιλικό Στόλο, με έδρα τον Kεράτιο Kόλπο, το Βυζαντινό ναυτικό διέθετε Πλώιμα, τα οποία είχαν έδρα στις αντίστοιχες ναυτικές περιφέρειες, τα ναυτικά θέματα. Το πρώτο ναυτικό θέμα, ο πρώτος μόνιμος Στόλος του Βυζαντινού κράτους, ήταν των Καραβησιανών, το «Θέμα των Πλοίων», το οποίο οργανώθηκε από τον Αυτοκράτορα Κώνστα Β' (7ος αιώνας μ.Χ.), εγγονό του Αυτοκράτορα Ηρακλείου.
Απ’ αυτό προέκυψε το ναυτικό θέμα των Κυβυρραιωτών (ονομάστηκε από την πόλη Κίβυρρα της Μ. Ασίας), εκτεινόμενο στις νότιες ακτές της Μικράς Ασίας και με βάση του Στόλου τη Pόδο, και το
θέμα του Αιγαίου, το οποίο περιελάμβανε το βόρειο τμήμα των δυτικών ακτών της Μικράς Ασίας, ή αλλιώς της Ανατολίας, με τα νησιά. Η ίδρυση ναυτικών θεμάτων συνεχίστηκε και από επόμενους
Αυτοκράτορες και επεκτάθηκε σε όλες τις θάλασσες της Βυζαντινής επικράτειας. Το Αιγαίο Πέλαγος οργανώθηκε διοικητικά και πολιτικά με γνώμονα τις ανάγκες και τις προτεραιότητες της εποχής και όχι στη βάση ενιαίου γεωγραφικού συνόλου, αλλά με δεδομένο ότι ανήκει αναπόσπαστα στη
Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Κοινό βασικό χαρακτηριστικό που διέπει την οργάνωση είναι ότι τα ναυτικά θέματα περιελάμβαναν Ελληνικούς πληθυσμούς από τη Xερσόνησο της Aβύδου, τη Λέσβο, τη Pόδο, την Kρήτη και τα
Mικρασιατικά παράλια επιτυγχάνοντας τη διοικητική και στρατιωτική αποκέντρωση, πράγμα που
συνεπικουρούσε στην έγκαιρη επέμβαση του Βυζαντινού Ναυτικού όπου και όταν παρίστατο ανάγκη. Εξίσου σημαντική ήταν η ναυτική παράδοση και η εμπειρία των πληθυσμών, στο σύνολό τους
Έλληνες, που ανήκαν στις περιοχές των ναυτικών θεμάτων, επιπλέον πλεονέκτημα στη ναυτική
ετοιμότητα των Βυζαντινών και την επαρκή ναυτολόγηση, αφού οι ναυτικοί πληθυσμοί ήταν σε θέση σε ελάχιστο χρόνο να υπαχθούν στις διαταγές των Βυζαντινών Πλωίμων και επάνδρωναν
πολυάριθμους Πολεμικούς Στόλους.
Οι διοικητές των ναυτικών θεμάτων ήταν ναύαρχοι και όχι στρατηγοί, οι οποίοι διοικούσαν τα
στρατιωτικά θέματα. Ο διοικητής κάθε ναυτικού θέματος ονομαζόταν δρουγγάριος ή ναύαρχος του Στόλου, και υπήρχε και η ανώτατη αρχή στην οποία υπάγονταν και υπάκουαν οι δρουγγάριοι και ήταν ο στρατηγός των Καραβησιάνων. Ήταν επιφορτισμένοι πέραν της διοικήσεως του Στόλου σε τοπικό επίπεδο και με την άμυνα. Η αποκτηθείσα δύναμη των στόλων και των δρουγγραρίων μπορούσε να ενθρονίσει Αυτοκράτορες, αξιοποιώντας πολιτικά τον τίτλο τους ως δρουγγάριοι. Ξεχωριστή θέση
από όλες τις θάλασσες που περιελάμβανε η εκτεταμμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατείχε το Αιγαίο.
Συγκεκριμένα, οι Βυζαντινοί είχαν επίγνωση της ζωτικής σημασίας του αρχιπελάγους του Αιγαίου και γενικά της σημασίας της θάλασσας για το κράτος. Η θαλάσσια διέξοδος του αρχιπελάγους ευνοούσε την άνθηση των εμπορικών δραστηριοτήτων συνδέοντας την Κωνσταντινούπολη με τα παράλια της Μέσης Ανατολής, την Αλεξάνδρεια και την Αίγυπτο, την πλουσιότερη επαρχία του Βυζαντίου. Η
εμπορική διαδρομή διερχόταν κατά μήκος και ανάμεσα στις ακτές την νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου και των νησιών της Δωδεκανήσου και των παραλίων της Μικράς Ασίας δημιουργώντας
προϋποθέσεις οικονομικής και πολιτιστικής ευμάρειας των εμπλεκομένων περιοχών λόγω της θέσης τους ως εμπορικών σταθμών διακίνησης υλικών και ανθρώπων.
Η εμπορική κίνηση αν και υπέστη ύφεση, λόγω των Αραβικών επιδρομών και της πειρατείας αλλά και της κατάληψης εδαφών της Αυτοκρατορίας, που δημιουργούσαν επισφαλείς συνθήκες, ποτέ δε διακόπηκε ουσιαστικά. Γι’ αυτό και οι Βυζαντινοί προσπαθούσαν να διατηρούν την απόλυτη
κυριαρχία τους στην Αιγαιοπελαγίτικη περιοχή με διασφάλιση της απρόσκοπτης κίνησης, πράγμα το οποίο επιτεύχθηκε με την ανακατάληψη της Κρήτης (961 μ.Χ.) από το Νικηφόρο Β' Φωκά.
Συνάμα, υπήρξε μέριμνα για την ασφάλεια των θαλάσσιων δρόμων από και προς την
Κωνσταντινούπολη με την κατασκευή οχυρωματικών έργων στα κυριότερα λιμάνια και την ανάπτυξη δικτύου συστήματος φωτεινών σημάτων, τις φρυκτωρίες, που μετέδιδαν τα μηνύματα γρήγορα και σε διάφορες περιοχές, με ανάλογο κώδικα επικοινωνίας, που στους μη γνωρίζοντες ήταν «γλώσσα»
άγνωστη και ακατανόητη και επομένως, εξασφάλιζε το να μην μπορούν οι εχθροί και οι αντίπαλοι να τα αποκωδικοποιούν και να αποκτούν το περιεχόμενό των μηνυμάτων. Παράλληλα, η σπουδαιότητα της θάλασσας για τους Βυζαντινούς φαίνεται και από διάφορες γραπτές πηγές.
Ο Σκυλίτζης στο έργο του «Σύνοψις Ιστοριών», στη συγκριτική παρουσίαση των τμημάτων της
Αυτοκρατορίας που περιλαμβάνει στο πόνημά του, χρησιμοποιώντας παλαιότερες παρόμοιες
περιγραφές, εκφράζει την προαναφερόμενη πεποίθηση παρομοιάζοντας τη Μικρά Ασία με κεφαλή, τα Ευρωπαϊκά τμήματα της Αυτοκρατορίας με ουρά και τα νησιά του Αιγαίου με τη μέση ενός σώματος. Επίσης, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος σημειώνει ότι την πραγματική
εξουσία κατέχει μόνο ο Αυτοκράτορας που ελέγχει πλήρως τη θάλασσα. Η προσφορά των Πλωίμων καθόρισε την πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αλλά και της Μεσαιωνικής Δύσης.
Υπερασπίστηκαν και απομάκρυναν διπλά τους Άραβες σώζοντας την Κωνσταντινούπολη και
διατήρησαν τη Σικελία στη Βυζαντινή κυριαρχία αποκρούοντας και πάλι τους Άραβες. Ανακτώντας την Κρήτη το 961 μ.Χ. οι Βυζαντινοί απέτρεψαν την κυριαρχία των Αράβων στη θάλασσα
σημαίνοντας το τέλος της ναυτικής δύναμης των τελευταίων και καθιστώντας τους ίδιους κυρίαρχους των θαλασσών της Αυτοκρατορίας, ούτως ώστε ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ' ο
Πορφυρογέννητος να μπορεί ισχυριστεί ότι είχε την υπεροχή ως τα στενά του Γιβραλτάρ και ο
Αυτοκράτορας Νικηφόρος Β' Φωκάς να υπερηφανευτεί στον πρέσβη, του Γερμανού Αυτοκράτορα
Όθωνα Α', Λουϊτπράνδο της Κρεμόνας, ότι εκείνος μόνο άρχει στη θάλασσα.
Από την αρχαιότητα τα πλοία διακρίνονταν σε «μακρά» και «στρογγυλά», τα μεν προσδιόριζαν τις
πολεμικές και τα δε τις εμπορικές νήες. Ο «δρόμωνας» ήταν το συνηθισμένο πολεμικό σκαρί των Βυζαντινών. Επίσης, ο Στόλος διέθετε τον «πάμφυλο», διήρη, δηλ. είχε δυο επίπεδα κουπιών, και
ήταν γρηγορότερος από το «δρόμωνα». Το ηγετικό πλοίο κατά το 10ο αιώνα μ.Χ., η ναυαρχίδα του Στόλου ήταν ένας μεγάλος «πάμφυλος». Ο πάμφυλος ήταν τύπου δρόμωνας αλλά μικρότερός του. Διέθετε 120 - 160 κωπηλάτες.
Ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος θεωρούσε τον πάμφυλο ανώτερο του δρόμωνα και ως το καταλληλότερο πλοίο για να ηγηθεί του Βυζαντινού Πολεμικού Ναυτικού και να γίνει η ναυαρχίδα του «Δρουγγαρίου των Πλωίμων». Για την προέλευση του ονόματος του πλοίου έχει διατυπωθεί η εκδοχή ότι προέρχεται
από την Παμφυλία («παν» + «φύλον»), την παράκτια πεδιάδα στη νότια Μικρά Ασία, απ’ όπου
προμηθεύονταν τα ξύλα κατασκευής. Ο πάμφυλος και το χελάνδιον ήταν οι βοηθητικές μονάδες
υποστήριξης του Βυζαντινού Πλωίμου, δηλαδή ιππαγωγά, σιταγωγά και σκευοφόρα πλοία. Άλλοι
τύποι πλοίου ήταν:
α) Η «Γαλέα», η γαλέρα, που ήταν μονήρης ελάσσων δρόμωνας. Ήταν μικρότερο πολεμικό πλοίο, που εκτελούσε αποστολές ανίχνευσης ή «αγγελιαφόρου», με πλήρωμα 60 κωπηλάτες. Θεωρείται πρόδρομος της γαλέρας μαζί με τον δρόμωνα,
β) Ο «Ουσιακός», άλλος τύπος κωπήλατου πλοίου που το κινούσε μια «ουσία». «Ουσία» ονομαζόταν η ομάδα που αποτελούταν από 108 ερέτες,
γ) Το Ιππαγωγό «χελάνδιον» (Βενετσιάνικα: chelandio) ήταν βαρύτερος τύπος κωπήλατου πολεμικού πλοίου, πράγμα που φαίνεται από το ότι για την κίνησή του απαιτούσε τρεις «ουσίες». Έφερε δύο
ιστούς και ειδικές κατασκευές στην πλώρη, π.χ. ξύλινα κουβούκλια ή «ξυλόκαστρα» και σίφωνες
εκτόξευσης Υγρού Πυρός. Θεωρείται πρόδρομος του τύπου της καραβέλας,
δ) Ο Πολεμικός Στόλος των Βυζαντινών περιελάμβανε και άλλους τύπους πλοίων, όπως τα
βοηθητικά «σανδάλια», τα μεταγωγικά «καματηρά» καράβια, κ.α.
Το αριθμητικό μέγεθος του Στόλου την περίοδο του 9ου και 10ου αιώνα, όταν ο Πολεμικός Στόλος και η ναυτική πρόνοια και οργάνωση διέρχονταν τη λαμπρότερη περίοδό τους, περιελάμβανε
σημαντικότατο και καθόλου ευκαταφρόνητο πλήθος όπως διαπιστώνεται από διάφορα γεγονότα, π.χ. εναντίον της Αιγύπτου (853 μ.Χ.) στάλθηκαν 300 πλοία, από τα οποία πολλά μπορεί να ήταν «ακάτια», στην εκστρατεία της Κρήτης (902 μ.Χ.).
Επί Λέοντα ΣΤ' του Σοφού, το Αυτοκρατορικό Ναυτικό συμμετείχε με 60 δρόμωνες και 40
παμφύλους, και το θεματικό Ναυτικό, που αποτελούνταν από τα πλοία των ναυτικών θεμάτων των Κυβυρραιωτών, του Αιγαίου και της Σάμου, με 35 δρόμωνες και 35 παμφύλους, ενώ το θέμα της
Ελλάδος με 10 δρόμωνες, το θέμα της Καλαβρίας το 929 μ.Χ. φαίνεται ότι συντηρούσε 7 πλοία.
Επίσης, επί βασιλείας Λέοντος A' το Αυτοκρατορικό Ναυτικό συγκροτούταν από 1.113 σκάφη, επί βασιλείας Kώνστα B' 700 πολεμικά πλοία στάλθηκαν κατά των Aράβων .
Και ο Αυτοκράτορας Nικηφόρος Β' Φωκάς στην επιχείρηση κατά των Αράβων της Kρήτης το 961 μ.X., που την είχαν καταλάβει, συγκέντρωσε το αξιοσημείωτο άθροισμα Στόλου από 3.300 πλοία, απ’ τα οποία τα 2.000 ήταν δρόμωνες και χελάνδια. Κυρίαρχο όπλο όλων των πλοίων ήταν το Υγρόν Πυρ. Βεβαίως, διέθεταν και άλλου τύπου πολεμικό εξοπλισμό, π.χ. «κριούς». Το Βυζάντιο, μετά το 1260 μ.Χ. και ιδιαίτερα με το τέλος της Λατινοκρατίας και την απελευθέρωση και την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το Μιχαήλ Η'
Παλαιολόγο, προσπάθησε να εκσυγχρονίσει τον Πολεμικό Στόλο του και να αποκτήσει νέους τύπους πλοίων.
Αυτή η αποστολή ανατέθηκε στους Γασμούλους ή Βασμούλους (Ελληνολατίνους, ονομασία
αποδιδόμενη κυρίως από τους Βυζαντινούς της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου σε
γόνους μεικτών γάμων Ελληνίδων και Φράγκων, οι οποίοι γόνοι μιλούσαν την Ελληνική) και σε
μετανάστες Λάκωνες ή Τζάκωνες ή Τσάκωνες, που ήταν κυρίως ναύτες. Εκτός από τον Πολεμικό Στόλο για τις πολεμικές ανάγκες οι Βυζαντινοί μπορούσαν να προχωρήσουν σε επίταξη εμπορικών πλοίων και αυτό συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις.
Για παράδειγμα, οι συντεχνίες της Κωνσταντινούπολης συγκρότησαν μεγάλο τμήμα από τον
Πολεμικό Στόλο που έστειλε ο Ιουστινιανός Β' εναντίον της Χερσώνος συμμετέχοντας με εμπορικά πλοία. Κατά την επιδρομή και την επίθεση των Ρώσων το 941 μ.Χ. με τον ηγεμόνα Ιγκόρ εναντίον της Κωνσταντινούπολης επί Ρωμανού Α' του Λακαπηνού, οι Βυζαντινοί οργάνωσαν αναγκαστικά Στόλο που αποτελούταν από παλιά πλοία και εμπορικά, διότι ο Αυτοκρατορικός Στόλος απουσίαζε
εκτός του λιμανιού της Κωνσταντινούπολης, στο Αιγαίο, και απέκρουσαν τους εχθρούς.
Ο Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός στα «Τακτικά» παραδίδει ναυτικές συμβουλές συστήνοντας την ανάγκη για
μεγαλύτερη φρόνηση στη ναυμαχία σε σχέση με αυτήν που συστήνει για τη διεξαγωγή χερσαίας
μάχης. Πιο συγκεκριμένα, η ναυμαχία δεν πρέπει να διεξάγεται με τα πλοία κατά παράταξη, εκτός αν ο στόλος των αντιπάλων βρισκόταν σε μειονεκτική θέση, θα πρέπει οι Βυζαντινοί να επιδιώκουν τους μεμονωμένους ακροβολισμούς διότι είναι ορθότερο από πλευράς τακτικής. Όταν ο Βυζαντινός
Στόλος εξαναγκάζεται σε ναυμαχία κατά παράταξη, η συμβουλή του Λέοντα ΣΤ' ακολουθεί την
αγαπημένη τακτική των αρχαίων Ελλήνων, του ημισεληνοειδούς σχηματισμού των πλοίων.
Η ναυτική επικοινωνία γινόταν με σήματα και με σημαίες κατά την ημέρα και με φώτα κατά τη νύχτα. Η τέχνη της ναυσιπλοΐας απαιτεί την προσεχτική προσέγγιση και στάθμιση των αντικειμενικών
παραγόντων και τη γνώση των ανέμων, των θαλασσίων ρευμάτων, των παραθαλάσσιων και των
υποθαλάσσιων διαμορφώσεων ώστε να πλεονεκτούν στην τελική λήψη αποφάσεων προφύλαξης.
Επίσης, εισηγείται την αποφυγή των δύσκολων ακτών. Ακόμη και η κακοκαιρία δεν πρέπει να μένει ανεκμετάλλευτη, εφόσον σταθμίσουν και κρίνουν ορθά, για να καταστρέψουν εχθρική ναυτική μοίρα, πράγμα που συνιστά τον οικονομικότερο και γι’ αυτό και τον καλύτερο τρόπο επίτευξης νίκης.
ΤΟ ΥΓΡΟ ΠΥΡ ΚΑΙ Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΔΡΟΜΩΝΑΣ
Ο «δρόμων» θεωρείται ο επικρατέστερος τύπος πλοίου του Βυζαντινού Πολεμικού Στόλου, η κύρια μονάδα μάχης του Ναυτικού και αποτελεί τη βάση για την καινούργια έναρξη της ναυπηγικής
εξέλιξης. Κάνοντας μικρή παρένθεση, επισημαίνουμε με φιλολογική προσέγγιση ότι πρόκειται για
ομόρριζη λέξη με τα επίθετα «καταδρομικό πλοίο», ορολογία που αναφέρεται σε τύπο πλοίου του σύγχρονου Πολεμικού Ναυτικού, και «εύδρομον πλοίον», λέξεις που έχουν κοινή ρίζα την αρχαία Ελληνική λέξη «δρόμος» που αναφέρεται στη γοργή κίνηση, ίδιον γνώρισμα του συγκεκριμένου
πλοίου, του δρόμωνα.
Απόδειξη της συνέπειας Ελληνικής γλώσσας και πολιτισμού στην πορεία τους από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο και στη σημερινή εποχή, τη διαχρονική και ενιαία. Ήδη, επανερχόμενοι στο κυρίως
θέμα, από τον 6ο αιώνα μ.Χ. το μεγαλύτερο μέρος του Πολεμικού Στόλου το αποτελούσαν
δρόμωνες. Οι ισχυρές ναυτικές δυνάμεις του στρατηγού Βελισαρίου, του πιο ονομαστού στρατηγού του Ιουστινιανού Α', και του Ναρσή, στρατηγού του Ιουστινιανού Α' και Ιουστίνου Β', περιελάμβαναν τους πρωτοεμφανιζόμενους δρόμωνες. Ο δρόμωνας κατασκευαστικά προέρχεται από την
αρχαιοελληνική ναυπηγική τέχνη, θεωρείται ο εξελιγμένος απόγονος της Αθηναϊκής διήρους και
τριήρους.
Ο Σκυλίτζης τον αποκαλεί «τριήρη δρομάδα»25, χαρακτηρισμός από τον οποίο εξάγεται το
συμπέρασμα ότι πρόκειται για γρήγορο πλοίο, «δρομάδα», και, επομένως, και ελαφρύ σκαρί.
Ακολουθώντας τα βασικά χαρακτηριστικά της κατασκευαστικής του προγόνου του ήταν ελαφρύς,
ευκίνητος, ανθεκτικός και κωπήλατος, ο οποίος αρχικά διέθετε μία σειρά κουπιών και βοηθητική ιστιοφορία, με ιστίο (πανί) στον κύριο ιστό του (κατάρτι). Στη συνέχεια, η εξελιγμένη, μεγάλη και
ισχυρά εξοπλισμένη πολεμική μορφή προέβλεπε δύο σειρές από 25 κουπιά σε έκαστη πλευρά, με δυο κωπηλάτες ανά κουπί, γι’ αυτό και η ονομασία κατά την αρχαία ναυτική ορολογία δίκροτη
τετριήρης, με πλήρωμα 200 ερέτες (δηλ. κωπηλάτες).
Συνολικά πλήρωμα και πολεμιστές ανέρχονταν σε 300 άνδρες. Οι ερέτες επωμίζονταν και την
υποστήριξη των πολεμιστών κατά τη διεξαγωγή της ναυμαχίας. Στο κατάστρωμα του δρόμωνα
επέβαιναν πολεμιστές που επεδίωκαν την εκ του σύνεγγυς μάχη με τον εχθρό. Από τους 12
καλοδιατηρημένους δρόμωνες, που ελλιμενισμένοι βυθίστηκαν γύρω στο 1000 μ.Χ. κατά τη διάρκεια καταιγίδας, οι οποίοι ανακαλύφθηκαν το καλοκαίρι του 2005 ύστερα από έρευνες υποβρύχιας
αρχαιολογίας στο «Λιμάνι του Θεοδοσίου», «Ελευθέριον» κατά τους Βυζαντινούς, στην
Κωνσταντινούπολη, επιβεβαιώνεται από τις διασωσμένες οπές των κουπιών ότι η απόσταση μεταξύ των κωπηλατών ήταν 95 εκατοστά.
Επίσης, βρέθηκαν οι πάγκοι όπου κάθονταν οι κωπηλάτες. Τα παραπάνω ευρήματα σε συνδυασμό με τη «γωνία» και την απόσταση από το σώμα του πλοίου μας αποκαλύπτουν και πληροφορούν για τις τρεις εργονομικές διαστάσεις των θέσεων των κωπηλατών. Oι διαστάσεις των δρομώνων ήταν
ανάλογες αυτών των τριήρων. Είχε μήκος 55 μέτρα περίπου, πλάτος 9 μέτρα και βύθισμα 5 μέτρα.
Επίσης, είχε δύο κατάρτια με τρίγωνα (λατίνια) πανιά και ένα με τετράγωνα ιστία, με την επιφάνεια των ιστίων του να είναι μεγαλύτερη από αυτήν της τριήρους, πράγμα που του προσέδιδε τα
πλεονεκτήματα της γρηγορότερης κίνησης και επιτάχυνσης.
Και της πολλαπλής επιλογής μέσων κίνησης ώστε αν οι συνθήκες ήταν οι κατάλληλες να μπορεί να εκμεταλλευτεί την Αιολική ενέργεια και να πορευτεί μόνο με τα πανιά του. Το κατάστρωμά του ήταν πλήρες και έφερε διαφόρων ειδών πολεμικές μηχανές και υπερυψωμένες κατασκευές στην πλώρη και την πρύμνη. Ήταν εξοπλισμένος προς την πλώρη και την πρύμνη, στη μέση του μεγάλου ιστού, με ξυλόκαστρα, πύργους, με το πλάτος τους ίσο με του πλοίου, απ’ όπου οι στρατιώτες
χρησιμοποιούσαν ακόντια και τόξα ή εκσφενδόνιζαν βλήματα, πέτρες και σίδερα, ή χύτρες γεμάτες με ασβέστη και άλλα πήλινα με καυστικά υγρά εναντίον του εχθρού. Στην πλώρη και στην πρύμνη
υπήρχαν μόνιμες τοξοβαλίστρες, απ’ όπου εκτοξεύονταν μικρά βέλη.
Το σημαντικότερο ήταν ότι το γοργοκίνητο ναυτικό στολίδι της Βυζαντινής ναυσιπλοΐας από τον 7ο αιώνα μ.Χ. (μετά το 673 μ.Χ.) διέθετε στην πλώρη ειδικό μηχανισμό εκτόξευσης του Υγρού Πυρός, το «σίφωνα», αντί του μεταλλικού εμβόλου που έφερε η αθηναϊκή τριήρης για να εμβολίσει τον
αντίπαλο ερχόμενη σε επαφή μαζί του κατά τη ναυμαχία. Εξοπλισμένοι με αυτό το σύστημα οι
σιφωνοφόροι ή κακκαβοπυρφόροι δρόμωνες έκαιγαν τα εχθρικά πλοία χωρίς οι ίδιοι να
κινδυνεύσουν. Η εφεύρεση του Υγρού Πυρός δημιούργησε συνθήκες τήλεναυμαχίας δηλ. της
ναυμαχίας από απόσταση, που προσδίδει καινούργια χαρακτηριστικά στην οργάνωση και στον τρόπο διεξαγωγής και εκτέλεσης της ναυμαχίας.
Αυτή του η δύναμη, που πηγάζει και από το ότι δεν έσβηνε ούτε με την επαφή με το νερό, έγινε ο
φόβος και ο τρόμος των εχθρικών πλοίων, πράγμα που κατέστησε το Βυζαντινόν Πλώιμον τον
αδιαφιλονίκητο κυρίαρχο της θάλασσας της Μεσογείου εδραιώνοντας, κατά συνέπεια, τη ναυτική
κυριαρχία του Βυζαντινού κράτους. Επιπλέον, ενίσχυε σημαντικά το ηθικό και την πίστη των
Βυζαντινών στο να αντιτάσσονται επιτυχώς έναντι των εχθρών και να επιβάλλονται. Σχετικά με την τακτική παράταξης οι δρόμωνες χρησιμοποιούνταν ως επιθετικές αιχμές στο κέντρο του επιτιθέμενου Βυζαντινού Πλωίμου κατά του εχθρικού, διεισδύοντας και διασπώντας την εχθρική παράταξη.
Παράλληλα, η παρουσία τους εντοπίζεται και στα μετόπισθεν του Στόλου για να κάψουν από
απόσταση ασφαλείας εχθρικά πλοία που πιθανώς θα κατάφερναν να διαπεράσουν τις μπροστινές
σειρές των πλοίων. Συνεπώς, ο εχθρός είχε να επιτελέσει πολύ δύσκολο έργο, να διαπεράσει διπλή ζώνη Υγρού Πυρός. Οι βαρύτεροι και μεγαλύτεροι δρόμωνες του 11ου - 12ου αιώνα υπήρξαν τα πρότυπα της δυτικής γαλέρας και γενικότερα της ευρωπαϊκής ναυπηγικής την περίοδο που η Ευρώπη αρχίζει να επιδίδεται στις «Ανακαλύψεις» με τους θαλασσοπόρους εξερευνητές.
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΥΓΡΟΥ ΠΥΡΟΣ
Οσίου Θεοφάνους του Ομολογητή ''Χρονογραφία''
Στη «Χρονογραφία» του Όσιου Θεοφάνη του Ομολογητή περιλαμβάνεται η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά χρήσης του Υγρού Πυρός, όταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Κωνσταντίνος Δ'
Πωγωνάτος (665 - 685 μ.Χ.), που διαδέχτηκε τον Αυτοκράτορα Κώνστα Β'. Ο Κωνσταντίνος Δ'
Πωγωνάτος το χρησιμοποίησε με επιτυχία στην απόκρουση των Αράβων κατά την πρώτη απόπειρά τους με αρχηγό τον χαλίφη της Δαμασκού Μωαβία, τον πρώτο χαλίφη των Ομεϊαδών του Αραβικού Χαλιφάτου, και τον πολυάριθμο στόλο του να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη (674 - 678 μ.Χ.).
Την ηγεσία του στόλου κατά την τελική φάση των σχεδίων του, ο οποίος ενισχύθηκε και με ναυτικές δυνάμεις με αρχηγό το Χαλέβ, την είχαν οι αρνησίθρησκοι Μουαμέδ και Κάισον. Οι προηγούμενες κινήσεις των Αράβων έδειχναν ότι από νωρίς αντιλήφθηκαν ότι για να συνεχίσουν την προέλασή τους και να επιβληθούν στην περιοχή έπρεπε να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη, το σημείο αναφοράς των Ρωμηών. Η πεποίθηση αυτή ήταν απόρροια στάθμισης των παραγόντων:
α) Η οροσειρά Ταύρου - Αντίταυρου,
β) Το έντονα αναπτυγμένο Ελληνορθόδοξο φρόνημα του αρραγούς Μικρασιατικού πληθυσμού και
γ) Η συνεργασία Ρωμαίων, δηλ. Βυζαντινών, και Βερβέρων στη Β. Αφρική και στην Καρχηδόνα,
όρθωναν εμπόδια την προώθησή τους.
Η πολιορκία της Βασιλεύουσας ήταν μακρόχρονη, διήρκησε πέντε χρόνια και τελικοί νικητές ήταν οι Βυζαντινοί. Η επιτυχία δε σχετίζεται μόνο με το ότι ο Αυτοκράτορας προνόησε να εξοπλιστούν τα
Βυζαντινά πολεμικά πλοία με τα πιο σύγχρονα και εξελιγμένα μέσα εκτόξευσης του Υγρού Πυρός αλλά και με το ότι δεν επέτρεψε στους Άραβες να επιτύχουν την απομόνωση από ξηράς της
Κωνσταντινούπολης, πράγμα το οποίο θα είχε σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στον ανεφοδιασμό και στην τροφοδοσία της Πόλης. Κατά τον Όσιο Θεοφάνη τον Ομολογητή ο βασιλιάς κατανοώντας ότι οι εχθροί θα επιχειρούσαν κυρίως από θαλάσσης ετοίμασε «διήρεις ευμεγεθείς και κακκαβοπυρφόρους και δρόμωνας σιφωνοφόρους».
Οι χρονογράφοι της εποχής, αναφέρουν ότι τα Αραβικά πλοία προσορμίσθηκαν στα Θρακικά
παράλια, δεν υπάρχει συγκεκριμένη διευκρίνηση για την ακριβή τοποθεσία ελλιμενισμού, και έχοντας ως ναυτική βάση τους αυτές τις όμορες ακτές, άρχισαν να επιτίθενται στην Πόλη (674 μ.Χ.). Οι
επιθέσεις διαρκούσαν από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο κάθε έτους, αποφεύγοντας τις χειμερινές δυσχέρειες.
Η αναφορά των πηγών ότι ο κύκλος των ετήσιων επιθέσεων διήρκησε επτά έτη και με δεδομένο ότι η υπογραφή συνθήκης ειρήνης επιτεύχθηκε το 678, είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι σ’ αυτήν τη
χρονολόγηση συμπεριλαμβάνονται και οι προπαρασκευαστικές Αραβικές επιχειρήσεις εναντίον της χερσονήσου της Κυζίκου το 670 και της Σμύρνης το 672 αποκτώντας τον έλεγχο αφού
προηγουμένως είχαν, ήδη, καταστρέψει τη Ρόδο, στερώντας την Αυτοκρατορία από τη ναυτική βάση που της εξασφάλιζε τον έλεγχο του θαλάσσιου αυτού χώρου και των παράκτιων περιοχών.
Η ισχυρά οχυρωμένη Βασιλεύουσα με τα περίφημα τείχη της, η θαρραλέα αποφασιστικότητα του Κωνσταντίνου Δ' Πωγωνάτου, η δυναμική αντίσταση των αμυνομένων πολιορκουμένων, η έντονη Χριστιανική πίστη και η Βυζαντινή συνείδηση και το πρωτοεμφανιζόμενο Υγρόν Πυρ του
Καλλίνικου, προκάλεσαν τέτοιες τρομερές απώλειες στο αντίπαλο Αραβικό στράτευμα ώστε οι
Άραβες να εξαναγκαστούν να λύσουν την πολιορκία και αντιλαμβανόμενοι τη ματαιότητα της
επιχείρησής τους πήραν το δρόμο της επιστροφής αναβάλλοντας και παραιτούμενοι από τα σχέδιά τους.
Δεν μπόρεσαν να φτάσουν στις βάσεις τους γιατί ισχυρή τρικυμία βύθισε τα εναπομείναντα Αραβικά πλοία στο Σύλαιον, την ίδια στιγμή που οι Βυζαντινοί στρατηγοί Φλώρος, Πετρωνάς και Κυπριανός αποδεκάτιζαν το στρατό τους στα Κίβυρρα, καταστρέφοντας το Αραβικό στράτευμα ολοσχερώς. Σ’ αυτό το σημείο οφείλουμε να επισημάνουμε σε σχέση με την έντονη Χριστιανική πίστη και τη
Βυζαντινή Ελληνική συνείδηση τα εξής δυο ενδεικτικά περιστατικά, που συμπεριλαμβάνονται στη «Χρονογραφία» του Οσίου Θεοφάνους.
Το επεισόδιο με τους Αιγυπτίους ναύτες που λιποτακτώντας από τις τάξεις του Αραβικού στόλου
αυτομόλησαν στην Πόλη ζητωκραυγάζοντας τον Αυτοκράτορα το 718 και την εγκατάλειψη της υπό
Ισλαμική τυραννία πατρίδας του, της Ηλιούπολης της Συρίας, από το Βυζαντινό μηχανικό Καλλίνικο, τον εφευρέτη του Υγρού Πυρός, του «προσφυγών τοις Ρωμαίοις». Τελικά, οι Άραβες ωθήθηκαν να συνάψουν συνθήκη τριακονταετούς ισχύος με το Βυζάντιο, στην οποία προβλεπόταν να πληρώνουν στους Βυζαντινούς ετησίως 3.000 χιλιάδες χρυσά νομίσματα και να προσφέρουν πενήντα δούλους και πενήντα ευγενείς ίππους και να αποδώσουν 8.000 αιχμαλώτους.
Ο επιτυχής χειρισμός των αντιπάλων επέφερε κυρίως το ιστορικό γεγονός της αναχαίτισης της
πορείας των Αράβων προς τη Δύση, διασώζοντας όχι μόνο την Κωνσταντινούπολη και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, την Ελληνοχριστιανική, αλλά και τη Χριστιανική Δύση. Η σημαντικότατη αρωγή και συμβολή του Υγρού ή Ελληνικού Πυρός έγκειται πέραν των υπολοίπων ιδιοτήτων και διευκολύνσεων στο ότι όπου έπιπτε γινόταν ολοκαύτωμα, αφού συνέχιζε να καίει ακόμα και πάνω στο νερό, και στην έκπληξη που δοκίμασαν και στο δέος που υπέστησαν οι αντίπαλοι με το καινοτόμο αυτό όπλο.
Με βάση τη λήξη της πολιορκίας το 678 μ.Χ. και την αναφορά της χρήσης της καινούργιας εμπρηστικής ουσίας, θεωρείται ότι το Υγρόν Πυρ εκείνο το έτος πρέπει να εφευρέθηκε. Οι Άραβες, δέχθηκαν πλήγμα στο ηθικό του στρατεύματος και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την έπαρση που τους καλλιέργησαν οι αρκετές και γρήγορες επιτυχίες τους. Αποκόμισαν διδάγματα χρήσιμα και λυσιτελή για το ότι:
α) Οι ναυτικές επιχειρήσεις μόνον, σε συνδυασμό με την τοπογραφία της Κωνσταντινούπολης, όπως και κάθε ανάλογης πόλης, δεν επιτρέπουν την κατάληψή της ύστερα από πολιορκία χωρίς τις
συνδυαστικές επιχειρήσεις των χερσαίων και θαλάσσιων δυνάμεων και την προσεγμένη
πολιορκητική τεχνική.
β) Ο πολιτικός και στρατιωτικό - διοικητικός μηχανισμός του Βυζαντίου με τη μακραίωνη και επιτυχή πορεία και πείρα του μπορούσε να αντιταχθεί με επάρκεια χωρίς να υποκύψει σε ψυχολογικές και
άλλου είδους πιέσεις και μεθόδους.
γ) Το ηθικό των Χριστιανικών πληθυσμών σε συνδυασμό με την πολιτισμική τους βάση, που
προήλθε από τον Ελληνικό και Ρωμαϊκό πολιτισμό, δεν μπορούσε να καμφθεί και δε θα αποτελούσε ποτέ τη δίοδο προς τη Δύση αν πρώτα δεν έδιδε ηρωικά και την τελευταία μάχη του.
Η μέγιστη σημασία που είχε αυτή η επιτυχής απώθηση του εχθρού φαίνεται από την αντίδραση της Δύσης προς το Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Η προέλαση και οι κατακτήσεις των Αράβων στο Βυζάντιο ανησυχούσαν έντονα τους Δυτικούς, λόγω της στρατιωτικής και πολεμικής αυτογνωσίας και
Αυτοκριτικής επίγνωσής τους, και η συγκεκριμένη κατάληξη τούς πρόσφερε αγαλλίαση, γιατί αν οι Βυζαντινοί έχαναν την Κωνσταντινούπολη τότε κανείς δε θα μπορούσε να εμποδίσει την Αραβική
επέκταση αποκρούοντας την επίθεσή τους. Αυτό ήταν συνειδητή και διαρκής πεποίθηση απάντων, ότι το Βυζάντιο ήταν το προπύργιο, προμαχώνας, ο κυματοθραύστης των επιθέσεων, ειδικά των εχθρών εξ Ανατολής, εξασφαλίζοντας τόσο τη δική του κυριαρχία όσο και την ασφάλεια της Δύσης.
Ως ένδειξη καλής θέλησης και αναγνώρισης του κύρους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας όλοι οι
δυτικοί και βόρειοι ηγεμόνες, όπως μας πληροφορεί ο Όσιος Θεοφάνης, έστειλαν πρέσβεις και δώρα στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου ζητώντας ειρηνική συνύπαρξη, τη λεγόμενη «Δεσποτική Ειρήνη». Και ο Κωνσταντίνος Δ' Πωγωνάτος, κατά τον Άγιο Νικηφόρο, «γαλήνη εν τε τοις εώοις εν τε τοις
εσπερίοις εβραβεύετο» δείχνοντας συγκατάνευση και θέλοντας με τη διπλωματική αυτήν ευκαιρία να ενισχύσει το ευνοϊκό κλίμα στις σχέσεις Ανατολής και Δύσης και να εδραιώσει την πρωτοκαθεδρία της εξουσίας του Βυζαντίου έναντι των δυτικών ηγεμόνων.
Η πρωτοκαθεδρία αυτή δε σχετιζόταν μόνο με την κληρονομική μεταβίβαση του Ρωμαϊκού
εξουσιαστικού δικαιώματος αλλά ήταν η ουσιαστική, πραγματική προστασία και εγγύηση που
διασφάλιζε η ισχυρή Βυζαντινή Αυτοκρατορία γι’ αυτούς, προσδίδοντας στην άσκηση της εξουσίας της οικουμενική διάσταση. Η «Χρονογραφία» του Θεοφάνη εμπεριέχει και τη δεύτερη αναφορά
χρήσης του Υγρού Πυρός κατά τη δεύτερη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες (717 - 718 μ.Χ.).
Όταν ο Αυτοκράτορας Λέων Γ' ο Ίσαυρος κατόρθωσε δις να κάψει με Υγρόν Πυρ τον στόλο των
εισβολέων και με φαεινείς μεθοδεύσεις πέτυχε τη λύση της πολιορκίας των Αράβων και να
ματαιώσει την απόπειρά τους να εισβάλουν στον Ευρωπαϊκό χώρο καταλαμβάνοντας τη
Βασιλεύουσα. Ο Λέων Γ' ο Ίσαυρος με την πολιτική που ακολούθησε απέναντι στις Αραβικές
επιθέσεις όχι μόνο απέκρουσε τους εχθρούς αλλά επιπλέον, άνοιξε το δρόμο δημιουργώντας τις
ανάλογες προϋποθέσεις για τις νικηφόρες επιχειρήσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στην επόμενη περίοδο της Μακεδονικής δυναστείας.
Γενικά, η περίοδος βασιλείας της Ισαυρικής δυναστείας στο θρόνο της Επταλόφου της Ανατολής μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πιο κρίσιμη για τις Αραβο-Βυζαντινές σχέσεις. Η αξία του Λέοντα Γ' του Ίσαυρου φάνηκε όταν απειλήθηκε η Βασιλεύουσα. Πιο συγκεκριμένα, λίγους μήνες μετά τον
άνοδό του στον Αυτοκρατορικό θρόνο του Βυζαντίου οι Άραβες με τον ηγέτη τους χαλίφη Μασαλμά, αδελφό του χαλίφη Σουλεϊμάν, πολιόρκησαν την Κωνσταντινούπολη με χερσαίες δυνάμεις 80.000 στρατιωτών και με θαλάσσια δύναμη 1.800 πλοίων. Ο Μασαλμάς ξεκίνησε την πολιορκία στην ξηρά σκάβοντας τάφρο και υψώνοντας προτείχισμα σε όλη τη διαδρομή των χερσαίων τειχών της Πόλης.
Την 1η Σεπτεμβρίου κατέπλευσε Αραβικός στόλος με επικεφαλής τον ίδιο το χαλίφη Σουλεϊμάν, που αποτελούταν από 1.800 μικρά και μεγάλα πλοία. Αν και το πλήθος των αντιπάλων ήταν εντυπωσιακό και ο σχεδιασμός και η οργάνωση ήταν πολύ καλοί, το εγχείρημα δεν είχε και τα ανάλογα
αναμενόμενα αποτελέσματα για τους Άραβες. Έχοντας αποκομίσει ήδη την πείρα στη χρήση του
Υγρού Πυρός οι Βυζαντινοί κατέκαυσαν τα μεγαλύτερα και βραδύτερα από τα Αραβικά πλοία.
Συγχρόνως, αν και επινόησαν παγίδα για να καταστρέψουν και τα εναπομείναντα με την καταστροφή της αλυσίδας που έκλεινε τον Κεράτιο, πράγμα το οποίο φανερώνει τον ενθουσιασμό και το υψηλό
ηθικό των πολιορκουμένων, αυτό το εγχείρημά τους δεν πέτυχε.
Ακολούθησε δριμύς χειμώνας που αποδεκάτισε το αραβικό στρατόπεδο από λιμό, που είχε
προηγουμένως χάσει τον αρχηγό του Σουλεϊμάν. Η Βυζαντινή Διπλωματία δραστηριοποιήθηκε και
ακολούθησε τη συνήθη τακτική να χρησιμοποιεί ξένους στρατούς για να κατατροπώσει τους εχθρούς της Αυτοκρατορίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποίησε τους Βούλγαρους, οι οποίοι
επιτιθέμενοι ρήμαξαν τα νώτα των Αράβων, με 22.000 νεκρούς, σύμφωνα με πηγές.
Την άνοιξη του 718 μ.Χ., ο Όσιος Θεοφάνης αναφέρει στη «Χρονογραφία» του ότι ο νέος χαλίφης
Ομάρ Β' (717 - 720) συνεχίζοντας την πολιορκία έστειλε για ενίσχυση δυο στόλους, από τους
οποίους ο πρώτος αποτελούταν από 400 «σιτοφόραι κατήναι», δηλ. δρόμωνες, υπό το Σουφιάμ της Αιγύπτου και ο δεύτερος από 360 «κατήναι» υπό τον Ιζίδ της Αφρικής, οι οποίοι αν και κατέπλευσαν στην περιοχή, δεν τόλμησαν να πλησιάσουν. Τα Χριστιανικά πληρώματα του Αιγυπτικού στόλου
αυτομόλησαν προς το Λέοντα Γ' τον Ίσαυρο, ζητωκραυγάζοντας τον Αυτοκράτορα όπως έχουμε
προαναφέρει, αποκαλύπτοντας τα αγκυροβόλια των πολιορκητών και επανδρώνοντας τις Βυζαντινές πυρφόρες νήες, διήρεις και δρόμωνες, που κατέπλευσαν γρήγορα και κατάστρεψαν τα πλοία των
Σαρακηνών.
Παράλληλα εκδηλώθηκε θερινή επιδημία στα αραβικά στρατεύματα. Όσα Αραβικά πλοία κατάφεραν να διαφύγουν της επίθεσης των Βυζαντινών, τα περισσότερα καταστράφηκαν σε δυο τρικυμίες, στην Προποντίδα και στο Αιγαίο, και μόνο 5 πλοία από τα χιλιάδες του Αραβικού στόλου κατάφεραν να
επιστρέψουν ύστερα από το σύνθημα της αποχώρησης που δόθηκε από τον Ομάρ Β' τον Αύγουστο του 718 μ.Χ. Η καταστροφή του στόλου ανάγκασε τους Άραβες να ξεκινήσουν πεζοί για να
επιστρέψουν και σε όλη τη διαδρομή δέχονταν τις παρενοχλήσεις από τα βυζαντινά στρατεύματα με ανάλογες απώλειες.
Κατά τις Αραβικές πηγές, οι απώλειες έφτασαν τους 150.000. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος
αναφέρει 500.000 συνολικές απώλειες ανδρών καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας και της
επιστροφής. Η σημασία της απόκρουσης και της διάλυσης των στρατευμάτων των Αράβων, στόλου και στρατού, απέδειξε και πάλι το ρόλο του Βυζαντίου ως προπύργιο και τείχος που αναχαίτιζε τους ανατολικούς ασιατικούς εχθρούς, το οποίο δεν αφορούσε μεμονωμένα την υπόσταση της
Αυτοκρατορίας αλλά την υποδείκνυε και την αποδείκνυε ως τη μόνη δύναμη που θα μπορούσε να
αναστείλει την τάση προς εξόρμηση προς τη Δύση από πλευράς των Αράβων.
Η νίκη συνδέθηκε άμεσα με τη Χριστιανική Πίστη. Ο Όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητής αναφέρει
συγκεκριμένα στη «Χρονογραφία» ότι «Ο Θεός και η Παναγία Παρθένος και Θεο μήτωρ φρουρούσι την πόλιν ταύτην και το των Χριστιανών βασίλειον, και ουκ έστιν εγκατάλειψις τελεία Θεού εν τοις
επικαλουμένοις αυτόν εν αληθεία». Ο Θεός και η Μητέρα του Χριστού, η Υπεραγία Θεοτόκος
επέδειξαν και πάλι την Πρόνοια και την Προστασία Τους προς την Κωνσταντινούπολη και τη
Χριστιανική Βυζαντινή Αυτοκρατορία λόγω της ειλικρινούς επίκλησής Τους από τους πιστούς.
Σε επίπεδο εγχειριδίων Βυζαντινής Ιστορίας η συγκεκριμένη απόκρουση συνδέεται άμεσα με τη μάχη του Πουατιέ της Γαλλίας (Poitiers, Πικτάβων) το 732 μ.Χ. και τη νίκη του Κάρολου Μαρτέλλου, του μαϊορδόμου (κυβερνήτη) του Φραγκικού βασιλείου των Μεροβιγγείων, που επίσης απέτρεψε την
Αραβική επέκταση στην Ευρώπη. Ο Α. Vassiliev μιλώντας ειλικρινά στη δεύτερη Αγγλική έκδοση της «Ιστορίας» του αναφέρει ότι «Στη Ρωσική και την πρώτη Αγγλική έκ δοση της Ιστορίας μου της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είχα μάλλον υπερεκτιμήσει τη σημασία της μάχης του Poitiers».
Επομένως, με βάση τις δυο προηγούμενες πολιορκίες μπορούμε ασφαλώς να εξάγουμε σειρά
συμπερασμάτων.
Η Πόλη σώθηκε από την πολιορκία των Αράβων και χάρη στην αναβάθμιση του Πολεμικού Ναυτικού των Βυζαντινών. Οι Βυζαντινοί μαχητές απέκρουσαν δις την Αραβική απειλή συνεπικουρούμενοι από την προστασία των απόρθητων τειχών της Κωνσταντινούπολης και τη χρήση της τεχνολογίας, της
εφεύρεσης του Υγρού Πυρός. Οι απώλειες των Αράβων, ιδιαίτερα σε έμψυχο υλικό, είχαν
επιπτώσεις στην επάνδρωση του στρατού και του στόλου τους, αφού, έχοντας απολεσθεί ολόκληρος ο στόλος και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού τους, καθίσταντο αδύναμοι αναπλήρωσης των κενών επάνδρωσης πριν την πάροδο μιας γενιάς.
Επιπλέον, το ανυπέρβλητο τείχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας φρουρούσε Ανατολικούς και
Δυτικούς και εξανάγκαζε τους Άραβες σε στασιμότητα των σχεδίων τους για επέκταση και
εξάπλωση, αποδεικνύοντας ότι το ηθικό των Χριστιανών Βυζαντινών υπερασπιστών δε θα μπορούσε να υποστεί κατίσχυση και η όποια απόπειρα καταρράκωσης θα ήταν εκ των προτέρων ακατόρθωτη.
Επίσης, είναι αντιληπτό πως με τις επιθέσεις και τις κατακτήσεις από τους Άραβες περιοχών της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η θαλασσοκρατία των Βυζαντινών τέθηκε υπό σοβαρή αμφισβήτηση.
Γενικά, πρέπει να επισημάνουμε ότι αυτήν την περίοδο η Μεσόγειος, η «Mare Nostrum» δηλ. «η δική μας θάλασσα», έτσι ονομαζόταν μετά τις επιτυχίες του στρατηγού Βελισάριου του Ιουστινιανού Α'
ιδιαίτερα με το Βαλδαλικό πόλεμο και την κατάληψη της Καρχηδόνας, μετατρέπεται από Ρωμαϊκή, δηλ. Βυζαντινή, -οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν του εαυτούς τους «Ρωμαίους» για πολιτικο-διοικητικούς λόγους, όπως ήδη έχουμε προαναφέρει- σε πεδίο αντεκδικήσεων για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό το διαπιστώνουμε από την επιμονή των επιθέσεων των Αράβων κατά του Βυζαντινού κράτους.
Επί βασιλείας του Λέοντα ΣΤ' του Σοφού, Αγαρηνοί πειρατές της Κρήτης με αρχηγό τον Έλληνα
εξωμότη αρνησίθρησκο εξισλαμισμένο Λέοντα Τριπολίτη από την Αττάλεια έπλευσαν (904 μ.Χ) κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Πληροφορούμενος την είδηση της επικείμενης επίθεσης των Αγαρηνών κατά της Πρωτεύουσας, ο Αυτοκράτορας έστειλε εναντίον τους το δρουγγάριο των Πλωΐμων
Ευστάθιο, που, επειδή δεν κατόρθωσε να τους ανασχέσει, αντικαταστάθηκε από τον πρωτοασηκρήτι Ιμέριο. Έξω από την Άβυδο, στο Πάριο στην περιοχή της Χεροννήσου και έχοντας εισέλθει στον
Ελλήσποντο, οι πειρατές αντιλαμβανόμενοι το αναποτελεσματικό της επιθέσεως εναντίον της Πόλης, πρύμισαν και ανέστρεψαν πορεία επειδή φοβήθηκαν τον αποκλεισμό και πορεύτηκαν εναντίον της Θεσσαλονίκης, της Συμβασιλεύσουσας.
Ο Ιμέριος πρόλαβε το στόλο του Τριπολίτη στη Θάσο αλλά, σύμφωνα με τον κουβουκλεσιο
Καμινιάτη και τον Παπαρρηγόπουλο, δεν επιτέθηκε λόγω του πλήθους του εχθρικού στόλου,
αποτελουμένου από 54 σκάφη με 200 μαχητές έκαστο, και του υψηλού ηθικού των εχθρικών
πληρωμάτων. Ο Αυτοκράτορας ενημερώθηκε για την επαπειλούμενη επίθεση στη Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τον Καμινιάτη, από τον αγγελιοφόρο πρωτοσπαθάριο Πετρωνά, ο οποίος είχε
πληροφορηθεί σχετικά από λιποτάκτες του στόλου του Τριπολίτη.
Αποφασίστηκε η βελτίωση της οχύρωσης της πόλης, την ευθύνη της οποίας ανέλαβε ο Πετρωνάς,
αφού τα θαλάσσια τείχη ήταν παλιά και χαμηλά, αλλά λόγω της πίεσης του χρόνου που δεν επέτρεπε την ανέγερση νέου συμπληρωματικού τείχους, ο Πετρωνάς σκέφτηκε να παγιδεύσει τα εχθρικά
πλοία. Ξεκίνησε την κατασκευή υφάλου από τους μονόλιθους αρχαίων νεκροταφείων της περιοχής ως φράγμα, η εξέλιξη του οποίου ματαιώθηκε από την άφιξη του στρατηγού Λέοντα Χατζιλάκη με την ιδιότητα του γενικού πληρεξούσιου, ο οποίος άρχισε την κατασκευή του τείχους. Η
αντικατάσταση του Λέοντα Χατζιλάκη, ύστερα από αρνητικές εξελίξεις, από το στρατηγό Νικήτα, δεν επέφερε τα αναμενόμενα.
Η πρωτοβουλία του να καλέσει τους Σκλαβήνους του Στρυμώνα να ενισχύσουν την άμυνα της πόλης ήταν ανεπιτυχής αφού παρουσιάστηκαν λίγοι και απροετοίμαστοι. Παρόλο που οι προετοιμασίες δεν είχαν ολοκληρωθεί όταν στις 29 Ιουλίου του 904 μ.Χ. εμφανίστηκε ο εχθρικός στόλος των
Σαρακηνών, οι μαχητές της πόλης την υπερασπίστηκαν αντιστεκόμενοι με περισσό ηρωισμό και
ευρηματικότητα. Στις 31 Ιουλίου του 904 μ.Χ. μετά από τριήμερη μάχη οι Αγαρηνοί εισέβαλαν στην πόλη με επίθεση από θαλάσσης, τη λεηλάτησαν, κατέσφαξαν ανηλεώς τους κατοίκους, γέρους, παιδιά, μοναχούς, ομαδικές σφαγές συνέβησαν στη Χρυσή Πύλη, στη σημερινή Πλατεία
Δημοκρατίας, και στη Λιτιαία, στην αρχή της Αγ. Δημητρίου, και αποχώρησαν αρπάζοντας λάφυρα και συλλαμβάνοντας 22.000 αιχμαλώτους, όλους νεαρής ηλικίας.
Το σχέδιό τους για πυρπόληση της πόλης αποφεύχθηκε και η Θεσ- σαλονίκη σώθηκε με την
παρέμβαση του ασηκρήτι Συμεών, ο οποίος εξαγόρασε τη σωτηρία της με 100 λίτρες χρυσού,
σύμφωνα με τους Καμινιάτη και Σκυλίτζη, τις οποίες μετέφερε ο ευνούχος κουβικουλάριος
Ροδοφύλης για το στρατό που μαχόταν στη Σικελία. Η άλωση της Θεσσαλονίκης κατέδειξε με
δραματικό τρόπο την ανάγκη απελευθέρωσης της Κρήτης, που είχε κατακτηθεί από τους Άραβες. Τα γεγονότα σχετικά με την πολιορκία της Συμβασιλεύουσας Θεσσαλονίκης μάς διηγείται ο Ιωάννης Καμινιάτης στο έργο του «Εις την άλωσιν της Θεσσαλονίκης», όπου όντας ο ίδιος παρών και
μετέπειτα αιχμάλωτος των πειρατών, βίωσε τα γεγονότα.
Οι πολιορκούμενοι Θεσσαλονικείς έριξαν εμπρηστικό μείγμα κατά των αντιπάλων, που ο
συγγραφέας δεν το ονομάζει «Υγρόν Πυρ», αλλά αναφέρει τη χρήση δύο ειδών μειγμάτων που
μοιάζουν με το Υγρόν Πυρ. Το Υγρόν Πυρ εξυπηρέτησε και τις ανάγκες σταθεροποίησης και
διασφάλισης της εξουσίας στο Βυζαντινό θρόνο από εσωτερικές διεκδικήσεις ή αμφισβητήσεις.
Έτσι, ο Μιχαήλ Β΄ Τραυλός την περίοδο 820 - 824 μ.Χ., στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του
αντιμετώπισε την εξεγερτική στάση του στρατηγού Θωμά Καππαδόκη, ή αλλιώς Θωμά του
αποστάτη, που υπηρετούσε στο θέμα των Ανατολικών, του εξωμότη που ασπάστηκε το
Μωαμεθανισμό από τους Αγαρηνούς στους οποίους είχε διαφύγει, γενόμενος αρχηγός.
Ο οποίος με την υποστήριξη των Αράβων, των εικονολατρών και των λαϊκών τάξεων, κυρίως της
αγροτικής, κινήθηκε εναντίον του θρόνου και πολιόρκησε την Πόλη για τρία έτη (821 - 823) αφού
συγκέντρωσε στρατό από τα περισσότερα θέματα της Ανατολής και με συμπληρωματική αρωγή και ενίσχυση από το ναυτικό θέμα των Κιβυρραιωτών. Η στάση αυτή θεωρείται η τελευταία και ίσως η πιο σημαντική των θεματικών στρατών εναντίον του θρόνου. Οι στασιαστές τελικά υπέστησαν συντριβή αλλά ο εσωτερικός εμφύλιος ευνόησε συνθήκες κατάλληλες για τους Σαρακηνούς
πειρατές, που δραττόμενοι της ευκαιρίας κυρίεψαν το 823 μ.Χ. την Κρήτη.
Τα αποσπάσματα από τη «Σύνοψιν Ιστοριών» του Σκυλίτζη αναφέρονται στην αποστασία και τον
εμφύλιο του Θωμά του αποστάτη, και στην πολιορκία που επιχείρησε εναντίον της
Κωνσταντινούπολης. ΜΙΧΑΗΛ Ο ΤΡΑΥΛΟΣ, «Κατά γαρ τον καιρόν τούτον ο εμφύλιος πόλεμος
αρχήν ειληφώς εξ ανατολής, Θωμάς ων της αποστάσεως έξαρχος», «οι δε του βασιλικού στόλου
κατάρχοντες την τούτων επεγνωκότες έλευσιν νυκτός επιτίθενται ναυλοχούσι τοις εναντίοις, και τω αιφνιδίω καταπληξάμενοι πολλάς μεν αυτάνδρους έσχον των νηών, τινάς δε και τω σκευαστώ
πυρπολούσι πυρί, ο δε και γέγονε».
Το Υγρόν Πυρ χρησιμοποιήθηκε και σε άλλες εχθρικές επιθέσεις. Χαρακτηριστική είναι στα χρόνια του Αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ του Μέθυσου η περίπτωση της πρώτης επίθεσης των Σκανδιναβικής καταγωγής Ρως (Ρώσων) το 860 μ.Χ. κατά της Κωνσταντινούπολης με 200 μονόξυλα. Ο Βασίλειος Α' ο Μακεδών ο Κεφάλας, ο ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας, εκστράτευσε εναντίον των
Αράβων της Συρίας επιτυγχάνοντας σημαντικές νίκες και παράλληλα με επανειλημμένες ναυτικές
επιχειρήσεις περιόρισε τις ληστρικές επιδρομές και την πειρατική δραστηριότητα των Σαρακηνών της Κρήτης. Τα παρακάτω αποσπάσματα περιγράφουν το πρώτο την απόκρουση της πολιορκίας της πόλης του Ευρίπου, και το δεύτερο τις επιχειρήσεις της Κρήτης με χρήση Υγρού Πυρός.
«Κατά τούτον τον χρόνον και Εσμάν ο της Ταρσού αμηράς τη προηγησαμένη επαιρόμενος νίκη τριάκοντα πλοία μέγιστα εξαρτυσάμενος (κουμπάρια ταύτα καλείν ειώθασιν οι Σαρακηνοί) τη πόλει
επιτίθεται του Ευρίπου. προγνόντος δε τούτο του βασιλέως ο στρατηγός της Ελλάδος (ο Οινιάτης
ούτος ων) επεί δε κατέλαβε και ο των Ταρσέων στόλος και τοις τείχεσιν ήδη προσήγγιζε, και βελών αφέσει συχνών αναστέλλειν ηγωνίζετο τους από των τειχών αμυνομένους, θυμού και προθυμίας
πλήρεις οι του Ευρίπου γενόμενοι τοις πετροβόλοις των οργάνων και τοις καταπελτικοίς βέλεσι και τοις τόξοις και τοις εκ χειρών λίθοις από των τειχών γενναίως ημύνοντο, και συχνούς των βαρβάρων καθ’ εκάστην ανήλισκον.
Επιτηρήσαντες δε και πνεύμα επίφορον επαφήκασι τας εαυτών τριήρεις ταις εναντίαις, και πολλάς τω υγρώ πυρί κατενέπρησαν.», «τούτω συναντήσας μετά του Ρωμαϊκού στόλου ο πατρίκιος Νικήτας και δρουγγάριος των πλωΐμων ο Ωορύφας και του Ρωμαϊκού στόλου κατάρχειν λαχών περί το στόμα του Αιγαίου παρά την Καρδίαν, και μάχην καρτεράν συστησάμενος, ευθύς τα μεν είκοσι των Κρητικών σκαφών τωυγρώ πυρί συγκατέφλεξε, και τους εν αυτοίς βαρβάρους μάχαιρα και πυρ και ύδωρ
διεμερίσαντο. όσα δε τον εκ της ναυμαχίας και τον εκ της θαλάσσης διέφυγον κίνδυνον, φυγή την σωτηρίαν επραγματεύσαντο».
Το Υγρόν Πυρ χρησιμοποιήθηκε και πάλι σε εσωτερικές υποθέσεις. Όταν Αυτοκράτορες ήταν ο
Βασίλειος Β' ο Βουλγαροκτόνος και ο αδερφός του Κων- σταντίνος Η΄ (10ος - 11ος αιώνας), γιοι του Ρωμανού Β' της Μακεδονικής δυναστείας, συμβασιλείς με εντελώς αντίθετο χαρακτήρα,
εκδηλώθηκε η στάση του Βάρδα Σκληρού, από τους μεγάλους φεουδάρχες της Ανατολίας, δηλ. της Μικράς Ασίας, οι οποίοι επέδειξαν απροθυμία υποταγής στην κεντρική εξουσία και υπακοής στο
θρόνο που διοικούνταν από τον εικοσάχρονο αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄. Η πρώτη φάση εξέγερσης
εκδηλώθηκε το 976 - 979 μ.Χ. όταν ο Βασίλειος Β΄ είχε μόλις ανακηρυχθεί αυτοκράτορας της
Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στην περιοχή του Χαρπούτ, στο βυζαντινό στρατιωτικό θέμα της
Μεσοποταμίας.
Ξεκίνησε στο τέλος της άνοιξης του 976 μ.Χ. και κατεστάλη στις 24 Μαρτίου 979 μ.Χ.. Κατά την
τρίχρονη διάρκειά της επεκτάθηκε σε μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας και ο Αυτοκράτορας
εξουδετέρωσε το Βάρδα Σκληρό. Η δεύτερη φάση διήρκησε δυο χρόνια από το 987 ως 989 μ.Χ.,
όταν ο εξόριστος δούκας της Μεσοποταμίας Βάρδας Σκληρός επιστρέφοντας από το χαλιφάτο της Βαγδάτης στα Βυζαντινά εδάφη προκάλεσε τη στάση, που εκδηλώθηκε στην περιοχή της Μελιτηνής την άνοιξη του 987 μ.Χ. και επεκτάθηκε σε μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, στασίασε εναντίον του Αυτοκράτορα Βασιλείου Β' προκαλώντας εμφύλιο πόλεμο και τον Αύγουστο του 987 μ.Χ.
ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας. Η φάση αυτή σήμαινε και την οριστική λήξη της στάσης τον Οκτώβριο του 989 μ.Χ. κατόπιν συμφωνίας ανάμεσα στον στασιαστή και τον αυτοκράτορα.
Στο «Σύνοψις Ιστοριών» αναφέρεται: «Βάρδαν μάγιστρον τον Σκληρόν, ην εκ μακρών έδινεν
αποτίκτει αποστασίαν, και κατά των βασιλέων και των ομοφύλων αίρει τα όπλα. και δη Μανουήλ
πατρίκιον τον Ερωτικόν, εκ γένους τε άνδρα και επ’ αρετή διαβόητον και ανδρεία, φρουρείν εκπέμπει την Νίκαιαν. μετά μικρόν δε καταλαμβάνει και ο Σκλη ρός, και τα πέριξ της Νίκαιας πυρπολήσας
χωρία τελευταίον και απ’ αυτήν την Νίκαιαν έρχεται, και ελεπόλεσι και μηχαναίς εκπορθήσαι
ηπείγετο. γενναίως δε του Μανουήλ αποδεξαμένου την πολιορκίαν και τας προσαγομένας τω τείχει κλίμακας και μηχανάς σκευαστώ πυρί πυρπολήσαντος, την εκ πολιορκίας άλωσιν απογνούς ο
Σκληρός ενδεία των αναγκαίων ήλπιζεν αιρήσαι την πόλιν».
Το καλοκαίρι του 941 μ.Χ. η Πόλη και επί βασιλείας Ρωμανού Α' Λακαπηνού και Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου απειλήθηκε και πάλι από τους Ρως. Ο ηγεμόνας των Ρως Ιγκόρ του Κιέβου εκστράτευσε αιφνιδιαστικά κατά της Βασιλεύουσας επωφελούμενος της απουσίας της αμυντικής προάσπισής της, αφού τόσο ο Στρατός όσο και ο Στόλος της ήταν απασχολημένοι με τους Άραβες. Ο Αυτοκράτορας ανέλαβε δράση και κάλεσε εσπευσμένα τον Στόλο από το Αιγαίο και τον Κουρκούα
από την Μεσοποταμία. Παράλληλα, οργανώθηκε η επισκευή και ο εξοπλισμός με το Υγρόν Πυρ
όσων πλοίων ήταν διαθέσιμα εκείνη τη στιγμή στην Πόλη και ο πρωτοβεστιάριος Θεοφάνης ανέλαβε την ευθύνη της διοίκησης αυτού του αυτοσχέδιου στόλου.
Ο οποίος υπό τις διαταγές του έσπευσε να αντιμετωπίσει τον εχθρικό στόλο των Ρως. Ο Βυζαντινός Στόλος αναχαίτισε την επίθεση των Ρως στην Πόλη, δεν μπόρεσε, όμως, να εμποδίσει την απόβασή τους στην Ανατολία και στις ακτές του Πόντου της Βιθυνίας. Ο Βάρδας Φωκάς, ο Ακρίτας στρατηγός του θέματος των Αρμενιακών, με όσες μονάδες διέθετε προέβαλε αντίσταση, η οποία ύστερα από τρεις μήνες ενισχύθηκε από τον αρχιστράτηγο Κουρκούα, το δομέστικο της Ανατολής, με τα
στρατεύματα της Ανατολής που εφόρμησαν πάνω στους ανύποπτους επιδρομείς που είχαν επιδοθεί στη λεηλασία και λαφυραγωγία των περιοχών, προκαλώντας τους σημαντικότατες απώλειες.
Οι Ρως επιχειρώντας να σωθούν διαφεύγοντας, επιβιβάστηκαν στα πλοία τους αλλά ηττήθηκαν κατά κράτος από το Θεοφάνη που είχε πλέον υπό τις διαταγές του ολόκληρο το Βυζαντινό Στόλο. Στο
«Σύνοψις Ιστοριών» αναφέρεται: «Δεκάτη δε και τετάρτη ινδικτιώνι, Ιουνίω μηνί, επέλευσις κατά της πόλεως εγένετο Ρωσικού στόλου πλοίων χιλιάδων δέκα. εξήλθεν ουν κατ’ αυτών ο πατρίκιος και πρωτοβεστιάριος Θεοφάνης μετά του στόλου, καν τω Ιερώ προσωρμίσατο, εκείνων εν τω Φάρω και τω επέκεινα αιγιαλώ ναυλοχούντων. καιροσκοπήσας ουν αθρόον τούτοις επέθετο, και τήν τε σύνταξιν αυτών διέλυσε και πολλά των πλοίων τω σκευαστώ πυρί απετέφρωσε, τα δε τελέως ετρέψατε».
Οι Ρως οχλούσαν επίμονα και κατ’ επανάληψη. Ο Ιγκόρ του Κιέβου όσο ήταν στον Αυτοκρατορικό θρόνο ο Κωνσταντίνος Ζ' οργάνωσε και δεύτερη εκστρατεία επιχειρώντας την πολιορκία της
Κωνσταντινούπολης το 944 μ.Χ.. Τα πλοία του και πάλι καταστράφηκαν από το Υγρόν Πυρ. Ο
Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος το 1043 αντιμετώπισε τα 400 μονόξυλα του Ρώσου ηγεμόνα
Βλαδίμηρου που επιτέθηκε εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Παρά το εγχείρημα για ειρηνικό
διακανονισμό του ζητήματος με πρωτοβουλία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα, οι προτάσεις για ειρήνη απορρίφθηκαν από το Βλαδίμηρο. Τότε, ο Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος διέταξε το μάγιστρο
Βασίλειο Θεοδωρικάνο να αντιμετωπίσει τους Ρώσους, ο οποίος πράγματι κατέκαυσε το στόλο τους με το Υγρόν Πυρ.
Στα Ρωσικά πλοία και στους Ρώσους στρατιώτες που διέφυγαν της πυρπόλησης του στόλου κατά την επιστροφή τους στη χώρα τους επιτέθηκε ο στρατηγός Κατακαλών Κεκαυμένος, που τους
κατέστρεψε στη Βάρνα, λήγοντας επιτυχώς για τους Βυζαντινούς η συγκεκριμένη πολιορκία και
επιθετική απόπειρα των Ρώσων. Στο «Σύνοψις Ιστοριών» αναφέρεται: «Μεταστειλάμενος ο βασιλεύς τον μάγιστρον Βασίλειον τον Θεοδωροκάνον, τρεις ειλη φέναι προστάττει τριήρεις δρομάδας και
επελθείν και αποπειράσασθαι των Σκυθών, είπερ δυνηθείη ακροβολιζόμενος προς πόλεμον αυτοίς
επισπάσασθαι. ο δε τας τριήρεις ειληφώς και προς τους Σκύθας γενόμενος, οι δι’ ακροβολισμού της αυτών απεπειράτο γνώμης, αλλ’ εις μέσους εαυτόν ωθήσας άπτη μεν σκάφη τω σκευαστώ
καταφλέγει πυρί, τρία δε αύτανδρα ποντίζει».
Οι Βυζαντινές πηγές αναφέρουν τη χρήση του Υγρού Πυρός μέχρι και τα τέλη του 12ου και πιθανώς τις αρχές του 13ου αιώνα. Το ιστορικό έργο «Αλεξιάς» της Άννας Κομνηνής, που αναφέρεται στη
βασιλεία του Βυζαντινού Αυτοκράτορα και πατέρα της Αλεξίου Α' Κομνηνού (1069 -1118) γραμμένο στην Αττική διάλεκτο και με πρότυπο τον Θουκυδίδη, θεωρείται σημαντική πηγή για τη χρήση του
Υγρού Πυρός. Η τελευταία πιθανή χρήση του Υγρού Πυρός πρέπει να έγινε το 1203, κατά την
πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους κατά τη Δ' Σταυροφορία, όταν οι Βυζαντινοί γέμισαν 18 παλαιά καράβια με εμπρηστικές ύλες, πιθανώς και με Υγρόν Πυρ, και προσπάθησαν
ανεπιτυχώς να πυρπολήσουν και να ανατινάξουν τον ενετικό στόλο που ναυλοχούσε στον Κεράτιο.
Από τότε δε γίνεται αναφορά για χρήση του Υγρού Πυρός ούτε κατά την περίοδο της Ελληνικής
Αυτοκρατορίας της Νίκαιας (1204 - 1261), της επίσημης διαδόχου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας, ούτε όταν ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος με τη συμβολή του
στρατηγού Αλέξιου Στρατηγόπουλου απελευθέρωσε την Κωνσταντινούπολη στις 25 Ιουλίου 1261
ανασυσταίνοντας τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αυτό αποδεικνύει ότι οι Βυζαντινοί εγκατέλειψαν το Υγρόν Πυρ αλλά δεν υπάρχουν διασαφητικές πληροφορίες που να εξηγούν τους λόγους. Πιθανότατα σχετίζεται με τις εξελίξεις στο Βυζάντιο:
α) Την απώλεια των αΑσιατικών επαρχιών και ειδικότερα της περιοχής μεταξύ Κασπίας και Μαύρης θάλασσας, της προμηθεύτριας περιοχής των πρώτων υλών, η οποία επέφερε την παντελή έλλειψη των απαραίτητων συστατικών για τη δημιουργία του εμπρηστικού μείγματος,
β) Την κατάληψη της Πόλης από τους Φράγκους κατά τη Δ' Σταυροφορία και τους Ενετούς
συμμάχους τους στις 13 Απριλίου 1204 και η Λατινική κατοχή της Βασιλεύουσας ως το 1261,
σήμαιναν όχι μόνο τη διάλυση της Αυτοκρατορίας αλλά και την εξάλειψη των εξειδικευμένων
τεχνιτών του Υγρού Πυρός αφού δεν υπήρχε η ανάλογη κρατική μέριμνα, λογική απόρροια της όλης ξενικής κατοχής,
γ) Τη σταδιακή παρακμή και διάλυση του Βυζαντινού Στόλου, που από το τέλος του 13ου αιώνα μ.Χ. έπαψε σχεδόν να υφίσταται, και με Αυτοκρατορική ευθύνη.
Παρόλο που θα ήταν αναμενόμενο η μη επανεμφάνιση του Υγρού Πυρός, αυτό ή ανάλογη
παρεμφερής εμπρηστική ύλη επαναχρησιμοποιείται κατά το 15ο αιώνα, κατά την πολιορκία της
Κωνσταντινούπολης το 1422 από το σουλτάνο Μουράτ Β' και την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430 από τον ίδιο, και κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 από το Μωάμεθ Β'. Το είδος του Υγρού Πυρός θα πρέπει να περιείχε στη σύστασή του μαύρη πυρίτιδα. Αυτή ήταν η ύστατη φορά που οι Έλληνες προσπαθώντας να απωθήσουν τον εχθρό και να σώσουν την Πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τους χρησιμοποίησαν παρεμφερή μορφή του Υγρού Πυρός.
Η χρήση του Υγρού Πυρός εντοπίζεται και σε άλλους λαούς. Σε Κινέζικες και αΑραβικές πηγές
καταδεικνύεται ότι για την εκτόξευση του Υγρού Πυρός οι Άραβες και οι Κινέζοι δε
χρησιμοποιούσαν σίφωνες στον Ινδικό ωκεανό όπως έπρατταν οι Βυζαντινοί στη Μεσόγειο.
Χρησιμοποιούσαν καλά σφραγισμένες «χύτρες», όπως προαναφέραμε ότι ονομάζονται στη Βυζαντινή ορολογία, τις όποιες καλούσαν «garura». Έχουμε προαναφέρει το «Ελληνικό Πυρ», το εμπρηστικό μείγμα που έφερε τη χαρακτηριστική ονομασία ως «Greek Fire». Επίσης, το δυτικοευρωπαϊκό
Ναυτικό χρησιμοποιούσε μηχανές εκτόξευσης Υγρού Πυρός από το 16ο αιώνα, «χύτρες» που
έμοιαζαν με τις Αραβικές.
Φραντζή Χρονικό
Περί της χρήσης υγρού πυρός και πυροβόλων από τον Φλαντανελά κατά την πολιορκία της Πόλης το 1453.
«Και τούτων γινομένων πολιορκουμένης της πόλεως νήες τρεις Λιγουρίται εκ Χίου φόρτον λαβόντες και άνεμον τηρήσαντες επιτήδειον τον πλουν προς ημάς εποιούντο. Διερχόμενων δε αυτών εύρον καθ' όδον και εταί ρα μιαν βασιλική νήα εκ Σικελίας μετά σίτου ερχομένην. Και φθάσασαι εν μια των νυκτών εγγύς της πόλεως, τω πρωί αι ημεροσκόποι τριήρεις του αμηρά ιδόντες αυτάς, ώρμησαν και εκ τους στόλου μέρος πολύ κατ' αυτών μετά πάσης χαράς, μετά τύμπανων και κεράτινων σαπλιγγών χροτούντες, ελπίζοντες εν ευκολία τάσδε νήας σαγηνεύσαι. Ως δε ήγγισαν και τον πόλεμο ανήψαν και ακροβολίζοντο, εν πρώτοις ήλθον κατά της βασιλι κής νήος μετά επηρμένης οφρύος.
Η δε ναυς εκ της πρώτης προσβολής μετά ελεβόλων και ελεβολίσκων και βελών και πετρών κακώς εδεξιώσατο αυτούς. Και ελθό- ντες ταίς πρώραις υποκάτωθεν της νηός, αυτοί δε μετά χυτρών κατασκευασμένων τεχνικώς πυρί υγρώ και πέτραις μακρόθεν απέπεμπον διά του γίνεσθαι πολύν φόνον κατ' αυτούς. Ημείς δε εκ των τειχών άνωθεν ταύτα θεωρούντες, εδεόμεθα του θεού ελήσαι αυτούς και ημάς. Ο δε αμηράς έφιππος εστώς κατά τας ακτάς της θαλάσσης εθεώρει τα γενόμενα.
Και πάλιν εκ τρίτου εμακροβολίζοντο και αύθις θέλοντες συρρήξαι μετά επηρμένης οφρύος και μεγάλων αλαλαγμών, οι δε ναύκληροι και κυβερνήται και ναύαρχοι ανδρείως και ρωμαλέως σταθέντες, τους ναυτίλους παραθέρρυναν αποθανείν μάλλον ή ζην, και μάλιστα ο ναυάρχης της βασιλικής νήος τούνομα Φλαντανέλας εκ πρύμνης εις πρώραν διερχόμενος και φωναίς τους ετέρους διεγείρων, ώστε ου δύναμαι γράφειν τας φωνάς αυτού και τους των ετέ ρων κρότους έως των ουρανών αιρομένας. Και η σύρρηξις πάλιν ισχυρότερα εγεγόνει και πολλοί εκ των τριήρεων απεκτανθησαν και επλήγησαν και δύο των τριήρηων πυριαλώτους εποίησαν και θεωρούντες τας νήας εδειλίασαν.
Ο δε αμηράς θεωρών μηδέν άξιον έργον ποιού- ντας, τον τοσούτον και τηλικούτον στόλον, αλλά μάλλον ηττώνο, μάνεις και θυμώ ληφθείς βρυχώμενος, τους οδόντας τρίζων, ύβρεις ενέχεε και ελοιδόρει τους εαυτού, δειλοκαρδίους και γυναικώδεις και ανω φελείς απεκάλει. Και τον ίππον κεντρίσας ήλθον εντός της θαλάσσης, ήσαν γαρ εγγύς της χέρσου αι τριήρεις ωσεί λίθου βολήν - και τα πλείονα των χιτώ νων αυτού εβάφησαν εκ των της αλμύρας θαάσσης υδά των». Και κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης τρία πλοία από την Ιταλική Λιγουρία, έπλευσαν προς την πόλη από την Χίο, με ούριο άνεμο. Κατά τον πλου συνάντησαν και ένα Αυτοκρατορικό πλοίο, το οποίο έρχονταν από την Σικελία γεμάτο σιτάρι για την πολιορκημένη πόλη.
Εντός μιας νύκτας έφτασαν κοντά στην πόλη, αλλά το επόμενο πρωί τα ανιχνευτικά σκάφη του σουλτάνου τα εντόπισαν και όρμησαν εναντίον τους, μαζί με μεγάλο μέρος του στόλου, με μεγάλη χαρά, υπό τους ήχους τύμπανων και σαλπίγγων, ελπίζοντας σε μια εύκολη νίκη. Πλησίασαν και άρχισαν την μάχη κατά του Αυτοκρατορικού πλοίου με έπαρση. Το Αυτοκρατορικό όμως πλοίο τους υπεδέχθη με βολές πυροβόλων, μεγάλων και μικρών, και με βέλη και με πέτρες. Και όταν τα Τουρκικά πλοία πλησίασαν αρκετά και τάχθηκαν ενώπιον της πλώρης του Αυτοκρατορικού πλοίου, οι άνδρες του τα έπλη ξαν με υγρό πυρ και πέτρες και τα ανάγκασαν να αποτραβηχτούν, σκοτώνοντας πολλούς από τα Τουρκικά πληρώματα.
Εμείς δε από τα τείχη, βλέπαμε όλα αυτά και δεόμεθα στον θεό να ελεήσει τους πολεμώντες και εμάς. Ο δε σουλτάνος, έφιππος, στεκόταν στην ακτή και παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα. Και για τρίτη φορά τα Τουρκικά πλοία επιτέθηκαν με έπαρση και αλαλαγμούς, με σκοπό να συντρίψουν τα Χριστιανικά πλοία. Οι δε ναύκληροι και οι πλοίαρχοι και οι ναύαρχοι με ανδρεία πολεμούσαν ρωμαλέα και τους πηδαλιούχους παρότρυναν να προτιμήσουν τον τιμημένο θάνατο από την ζωή. Και μάλιστα ο πλοίαρχος του Αυτοκρατορικού πλοίου, επ' ονόματι Φλαντανελάς, από την πρύμνη έως την πλώρη έτρεχε, και με φωνές εμψύχωνε το μαχόμενο πλήρωμα του.
Και οι φωνές του μαζί με τους κρότους της μάχης έφταναν ως τον ουρανό. Η σύγκρουση στο μεταξύ είχε ενταθεί και πολλά τουρκικά πλοία βυθίστηκαν και κτυπήθηκαν και δύο από αυτές πυρπολήθη καν. Οι Τούρκοι βλέποντάς τις καιόμενες δείλιασαν. Ο σουλτάνος βλέποντας τον μεγάλο του στόλο να μην επι τυγχάνει τίποτε το αξιόλογο, αλλά να ηττάται, εξεμάνει και θύμωσε και ξέσπασε σε ύβρεις κατά των πλοίων του, τρίζοντας τα δόντια και αποκαλούσε τους ναυτικούς του δειλούς ως γυναίκες και άχρηστους. Και κεντώντας το άλογο του μπήκε ο ίδιος στην θάλασσα - γιατί η ξηρά απείχε από την περιοχή όπου μενόταν η συμπλοκή, από σταση βολής πέτρας.
Η ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΥΓΡΟΥ ΠΥΡΟΣ ΣΕ ΝΑΥΜΑΧΙΕΣ
Μια αναδρομή στις λίγες σχετικά αναφορές των πηγών σε περιπτώσεις που το υγρό πυρ χρησιμοποιήθηκε σε ναυμαχίες, βεβαιώνει ότι το όπλο ήταν αποτελεσματικό και συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην επιτυχία του Βυζαντινού ναυτικού. Η πρώτη μνεία χρησιμοποίη σης εμπρηστικού μίγματος προέρχεται από τον Ιωάννη Μαλάλα και αφορά την επανάσταση του Βιταλιανού στην περίοδο βασιλείας του Αναστασίου Α'. Κατά την πηγή, ο διοικητής του Αυτοκρατορικού πλωίμου Μαρίνος «ερρόγευσε το θείον άπυρον, εις όλα τα πλοία των δρομώνων, ειρηκώς τοις ναύταις και τοις στρατιώταις ότι ου χριά όπλων, αλλ' ίνα ρίπτεται εκ τούτου εις τα ερχόμενα κατέναντι υμών πλοία και καίονται».
Η διαταγή του Μαρίνου εξετελέσθη και το αποτέλεσμα δικαίωσε τις προσδοκίες του. Τα πλοία του Βιταλιανού «ανήφθησαν εξαίφνης υπό πυρός και εποντίσθησαν εις τον βυθόν του ρεύματος μεθών είχον Γότθων και Ούννων και Σκυθών στρατιωτών συνεπομένων αυτώ». Οι τρεις επόμενες αναφορές μιλούν πλέον για υγρό πυρ, ανήκουν στην Χρονογραφία του Θεοφάνη και σχετίζονται με την πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες.
- Η πρώτη μνεία μας πληροφορεί απλώς ότι κατά την πρώτη πολιορκία το «θαλάσσιον πυρ, τα των Αράβων σκάφη ενέπρησε και σύμψυχα κατέκαυσεν».
- Η δεύτερη μαρτυρία αφορά την δεύτερη πολιορκία και αναφέρει, επίσης επιγραμματικά, ότι ο Αυτοκράτορας έστειλε κατά των Αραβικών ναυτικών δυνάμεων τα πυρ φόρα πλοία και την «θεία συμμαχία πυριαλώτους αυτάς εποίησεν».
- Η τρίτη τέλος πληροφορία αναφέρεται επίσης στην δεύτερη πολιορκία και μιλά για την καταστροφή δύο αγκυροβολημένων Αραβικών στόλων που έκαψαν οι Βυζαντινοί όταν τα Χριστιανικά πληρώματα πρόδωσαν την θέση τους στον Αυτοκράτορα.
Η επόμενη σχετική μνεία ανήκει πάλι στην Χρονογραφία του Θεοφάνη και αναφέρεται στην επιτυχημένη προσπάθεια του Αυτοκρατορικού πλωίμου να κάψει τον στάλο των επαναστατών «Ελλαδικών» την άνοιξη του 727, οι οποίοι «ηττώνται συμβάλοντες τοις Βυζαντίοις, εμπρησθέντων αυτών των νυών τω σκευαστώ πυρί». Πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσπάθειες των Βυζαντινών να πυρπολήσουν τα πλοία των αντιπάλων τους με τη βοήθεια του υγρού πυρός δεν ήταν πάντοτε επιτυχείς, όπως αφήνει να εννοηθεί το χωρίο του Θεοφάνη που αφηγείται τα γεγονότα της επανάστασης του Αρτάβασδου.
Γιατί, παρόλο που ο Αρτάβασδος «διήρεις κακκαβοπυρφόρους απέστειλεν εις τον άγιον Μάμαντα κατά του στόλου των Κιβυραιωτών, ων απελθόντων, εξήλθον οι των Κιβυραιωτών και απήλασαν αυτούς». Φαίνεται ότι οι έμπειροι περί τα ναυτικά Κιβυραιώτες δεν έδωσαν στους αντιπάλους τους την ευκαιρία να τους αιφνιδιάσουν με το υγρό πυρ. Αντίθετα, το Αυτοκρατορικό πλώιμο στα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Β', κατάφερε να αιφνιδιάσει και να πυρπολήσει τα σκάφη των
επαναστατών του Θωμά. Κατά τον Γένεσιο, αμηχανών ο Θωμάς και επί ναυμαχίαν προέρχεται πολλήν ολκάδων.
Όπως μπορούμε να παρατηρήσουμε, με εξαίρεση την πληροφορία του Μαλάλα οι πηγές περιορίζονται μόνο στο να αναφέρουν την επιτυχημένη χρησιμοποίηση του υγρού πυρός από το Βυζαντινό πλώιμο, δίχως να μας διαφωτίζουν σχετικώς με τον τρόπο ή την τακτική που ακολουθείτο. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο μας πλη ροφορούν και οι μαρτυρίες που ακολουθούν. Οι επόμενες μνείες τοποθετούνται στην περίοδο της βασιλείας του Βασιλείου Α' (867 - 886). Η πρώτη αναφέρεται στην απόπειρα των Αράβων του εμιράτου της Ταρσού να καταλάβουν, το 872, το κάστρο του Ευρίπου (Χαλκίδος).
Κατά τις πηγές, ο στρατηγός του θέματος Ελλάδος Οινιάτης και οι στρατιώτες του κατόρθωσαν όχι μόνο να αποκρούσουν επιτυχώς τις Αραβικές επιθέσεις, αλλά «επιτηρήσαντες δε και πνεύμα επόφορον επαφήκασι τας εαυτών τριήρεις ταις εναντίαις και πολλάς τω υγρώ πυρί κατενέπρησαν». Οι Βυζαντινοί επωφελήθησαν προφανώς από τον ευνοϊκό άνεμο, για να εξαπολύσουν τους πυρφόρους δρόμωνες κατά των πολιορκητών. Το επόμενο έτος (873), οι Άραβες της Κρήτης άρχισαν
συστηματικές πειρατικές επιδρομές στα νησιά του Αιγαίου και έφτασαν μάλιστα μέχρι την Προποντίδα, όπου και λεηλάτησαν τη Προκόννησο.
Κατά την επιστροφή τους όμως δέχθηκαν την επίθεση του Νικήτα Ωορύφα, ο οποίος «μάχην μετ' αυτών κρατεράν συστησάμενος, ευθύς τα μεν είκοσι των Κρητικών σκαφών τω υγρώ πυρί συγκατέφλεξε, και τους επ' αυτών βαρβάρους μάχαιρα και πυρ και ύδωρ διαμερίσαντο». Παρά την καταστροφή που υπέστησαν οι Άραβες, ένας νέος στόλος με αρχηγό τον Φώτιο ξεκίνησε από την Κρήτη, έπλευσε προς τις ακτές της Πελοποννήσου, λεηλάτησε τις πόλεις των δυτικών παραλίων της και τέλος έφτασε μέχρι την Πάτρα και την Κόρινθο.
Εναντίον των πειρατών έπλευσε και πάλι ο Νικήτας Ωορύφας, ο οποίος για να αιφνιδιάσει τους εχθρούς, πέρασε τους Βυζαντινούς δρόμωνες «πολυχειρία χρησάμενος», από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό Κόλπο διά του Ισθμού. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε απόλυτα και τα εχθρικά πλοία κατεστράφησαν και εβυθίσθησαν με τη βοήθεια του υγρού πυρός. Η επόμενη χρονικώς μνεία για την χρήση υγρού πυρός σε ναυμαχία ανήκει στην εποχή του Ρωμανού Α' Λεκαπηνού (920 - 944) και αναφέρεται στην αιφνιδιαστική επίθεση των Ρώσων του Ιγώρ κατά της Βασιλεύουσας τον Ιούνιο του 941.
Η χρονική εκείνη στιγμή που επέλεξαν οι Ρώσοι για την επίθεση τους ήταν πράγματι κρίσιμη, γιατί ο Βυζαντινός στόλος βρισκόταν στο Αιγαίο πολεμώντας τους Σαρακηνούς και ο Βυζαντινός στρατός αγωνιζόταν κατά των Αράβων στα μέτωπα της Μικρός Ασίας. Στις δύσκολες εκείνες ώρες, ο Αυτοκράτορας ανέθεσε στον πρωτοβεστιάριο Θεοφάνη να αντιμετωπίσει με τα ελάχιστα πλοία που του είχαν απομείνει και τη βοήθεια του υγρού πυρός, τον υπερπληθέστερο. Και πράγματι ο Θεοφάνης επικεφαλής μικρού στολίσκου δρομώνων, «πρώτος τω οικείω δρομώνι διεκπλεύσας την τε σύνταξιν των Ρούσικων πλοίων διέλυσεν και τω εσκευασμένω πυρί πλείστα κατέφλεξεν».
Στην περίπτωση αυτή οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούν τους πυρφόρους δρόμωνες ως επιθετικές αιχμές, σε μια ηρωική από μέρους του Θεοφάνη απόπειρα να διασπάσει την εχθρική παράταξη, που ευτυχώς για τον ίδιο και την Αυτοκρατορία, στέφθηκε από επιτυχία Μερικά χρόνια αργότερα, στην εποχή της μονοκρα τορίας του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (945 - 959), ο Συνεχιστής του Θεοφάνη αναφέρει την σύγκρουση μεταξύ του υπέρτερου αριθμητικά στόλου των Αγαρηνών και του Βυζαντινού πλωίμου που διοικούσε ο πατρίκιος Βασίλειος Εξαμιλίτης, στρατηγός των Κιβυραιωτών.
Κατά τον Συνεχιχτή, ο πατρίκιος Βασίλειος, βλέποντας τις δυνάμεις του «ολιγοστάς ούσας και προς τοσούτον ουκ αρκούσας το πλήθος, μέσον των αρνητών του Χριστού γενόμενος ένδον εισπήδησας, ου γεγονός και πυρός ενύγρου πάντοθεν των αρνητών του Χριστού περικυκλώσαντος αυτίκα ηττώντο και κατεσφάττοντο και δέσμιοι εις δουλείαν συνελαμβάνοντο». Και πάλι, προκειμένου να ανατρέψουν της εις βάρος τους αριθμητική υπεροχή του εχθρού, οι Βυζαντινοί, με ηγέτη τον πατρίκιο Βασίλειο, χρησιμοποίησαν, για μια ακόμα φορά, τους πυρφόρους δρόμωνές τους και την τόλμη τους ως επιθετικές αιχμές κατά των Αγαρηνών και κατάφεραν, με την βοήθεια του υγρού πυρός, να διαλύσουν και να καταστρέψουν τον εχθρικό στόλο.
Εναντίον του υπέρτερου αριθμητικά στόλου των Ρώσων του Βλαδίμηρου, που επιχείρησαν να καταλάβουν την Βασιλεύουσα το 1043, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Μονομάχος απέστειλε μικρό αριθμό πυρφόρων δρομώνων υπό την διοίκηση του Μαγίστρου Βασιλείου Θεοδωροκάνου. Η μικρή εκείνη μοίρα των Βυζαντινών πυρφόρων πλοίων κατόρθωσε, με μια επίθεση αυτοθυσίας, να διασπάσει την εχθρική παράταξη, να πυρπολήσει επτά ρωσικά πλοία και να βυθίσει άλλα τρία. Η αναταραχή που προκλήθηκε ήταν αρκετή για να τρέψει σε άτακτη φυγή τα Ρωσικά πλοία και να τα καταστήσει έτσι εύκολη λεία για τον επερχόμενο κύριο όγκο του Βυζαντινού στόλου.
Η επόμενη αναφορά των πηγών σε ναυμαχία, κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε το «υγρόν πυρ», τοποθετείται στα χρόνια του Αλεξίου Α' Κομνηνού (1081 - 1118) και συγκεκριμένα σε ναυμαχία μεταξύ Βυζαντινών και Πισσαίων (Πιζανών), στα ανοικτά της Ρόδου. Κατά τις μαρτυρίες της Άννας Κομνηνής, ο Αυτοκράτορας αντιμετωπίζοντας τον ανώτερο αριθμητικά και ποιοτικά στόλο των δυτικών και ανησυχώντας για την έκβαση της μάχης, κατέφυγε στο εξής τέχνασμα: διέταξε να τοποθετηθούν στις πρώρες των Βυζαντινών πυρφόρων δρομώνων χάλκινα και σιδηρά ομοιώματα κεφαλών αγρίων ζώων με ανοικτά τα στόματα, μέσα από τα οποία θα εκτοξεύετο το υγρόν πυρ.
Η σκηνοθεσία αυτή είχε προφανώς σκοπό να καταπλήξει τους Πισσαίους, που δεν ήταν συνηθισμένοι ούτε στο υγρό πυρ, ούτε στη βυζαντινή ναυμαχι- κή τακτική. Κατά την ναυμαχία οι διοικητές του Βυζαντινού στόλου έσπευσαν να επιτεθούν πρώτοι εναντίον του εχθρικού στόλου για να διασπάσουν την εχθρική παράταξη πάση θυσία. Πράγματι όπως μας πληροφορεί η Άννα Κομνηνή, «ο Ρωμαϊκός στόλος ουκ ευτάκτως της μετά των Πισσαίων μάχης απεπειράτο, αλλ' οξέως και ασυντάκτως τούτοις προσέβαλε». Στη συνέχεια η Άννα Κομνηνή εξηγεί τι ακριβώς εννοούσε με το «οξέως και ασυντάκτως» γράφοντας τα εξής:
«Και αυτός δε ο Λαντούλφος, πρώτος προσπελάσας ταις Πισσαϊκές ναύσιν, αστόχως το πυρ έβαλε και ουδέν τι πλέον ειργάσατο του πυρός σκεδασθέντοα. Ο δε λεγόμενος Ελεήμων κόμης, αναισχύντως μεγίστω πλοίω κατά πρύμνα προσβολών, τους πηδαλίοις τούτου περιπεσών και μη αυχερώς έχων εκείθεν διαπλώσασθαι, κατεσχέθη αν ει μη μοργώς προς την σκευήν απείδε και πυρ κα' αυτών αφείς ουκ άστοχα έβαλεν. Είτα την ναυν επί θατέρα γοργώς μεταφέρων και ετέρας παραχρήμα τρεις μεγίστας επυρπόλει των βαρβάρων ναυς». Από το χωρίο αυτό γίνεται σαφές ότι και την φορά εκείνη οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν το υγρόν πυρ «χρειάς καλούσης».
Γιατί τόσο ο Λαντούλφος, όσο και κόμης Ελεήμων ηγήθηκαν των επιθετικών αιχμών του Βυζαντινού στόλου και προσπάθησαν να διαλύσουν την εχθρική παράταξη με την βοήθεια του υγρού πυρός, πράγμα που τελικά επέτυχαν χάρη στην προσωπική τους τόλμη, στη σύγχυση που προκάλεσε η χρήση του υγρού πυρός και στην εύνοια της τύχης. Γιατί στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης, μια απότομη μεταβολή του καιρού, μια, τρικυμία, έτρεψε σε φυγή τα Πισσαϊκά πλοία και χάρισε την νίκη στον Αλέξιο. Όπως επιγραμματικά αναφέρει η Άννα Κομνηνή, «εκδειματωθέντες οι βάρβαροι το μεν διά το πεμπόμενον πυρ, το δε υπό του θαλαττίου κλύδωνος συγχυθέντες το νουν φευγαδείς ήψαντο».
Η περιγραφή της Άννας Κομνηνής αποτελεί ουσιαστικά και την τελευταία μαρτυρία της χρήσης του υγρού πυρός σε ναυμαχία, όπου ο Βυζαντινός στόλος αντιμετώπισε στόλο εχθρικό. Στην συνέχεια δεν υπάρχουν πλέον τέτοιες πληροφορίες εκτός από εκείνη του Ιω. Κίνναμου, που όμως αφορά την αποτυχημένη προσπάθεια μοίρας του Βυζαντινού στόλου να κάψει με την βοήθεια του «Μηδικού πυρός», ένα πλοίο των Δυτικών. Την τελευταία σχετική πληροφορία των Βυζαντινών χρόνων σώζουν οι Δούκας και Φραντζής περιγράφοντας το κατόρθωμα του Φλαντανελά, ο οποίος με μια μόνο «βασιλικήν ναυν» καταναυμάχησε τον Τουρκικό στόλο και έδωσε στην καταδικασμένη Πόλη μια ύστατη γεύση θριάμβου πριν από το τραγικό τέλος.
Μετά την εξέταση των πληροφοριών που διαθέτουμε σχετικά με τον τρόπο και τις συνθήκες υπό τις οποίες οι Βυζαντινοί κατέφευγαν στη χρήση υγρού πυρός, μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής :
α) Η χρήση των πυρφόρων δρομώνων ως επιθετικών αιχμών στις ναυμαχίες είχε αντικειμενικό σκοπό την διάσπαση της εχθρικής παράταξης, ώστε να καταστεί δυνατή η κύκλωση μεμονωμένων πλέον εχθρικών πλοίων από τον επερχόμενο κύριο όγκο του Βυζαντινού στόλου και η καταστροφή τους.
β) Η επιτυχής χρήση του υγρού πυρός κατά τη διάρκεια ναυμαχίας επέφερε σύγχυση και πανικό στον εχθρικό στόλο, που ετρέπετο σε φυγή επιτρέποντας στους Βυζαντινούς να τον καταδιώξουν και να το εξοντώσουν. Είναι άλλωστε γνωστή η επίδραση της πυρκαγιάς στο ηθικό των πληρωμάτων των ξύλινων πλοίων.
γ) Σε περιπτώσεις αιφνιδιασμού, τα Βυζαντινά πυρφόρα πλοία μπορούσαν να κάψουν από απόσταση ασφαλείας τους αγκυροβολημένους εχθρικούς στόλους.
δ) Η χρησιμοποίηση του υγρού πυρός δεν εστέφετο πάντοτε από επιτυχία. Όταν οι αντίπαλοι ήταν ψύχραιμοι και γνώστες της ναυτικής τακτικής των Βυζαντινών, μπορούσαν να αμυνθούν αποτελεσματικά.
Τέλος δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι και το υγρόν πυρ, παρά την φήμη του, ήταν ένα όπλο όπως όλα τα άλλα, η δε αποτελεσματικότητά του ήταν υπόθεση των συνθηκών υπό τις οποίες εχρησιμοποιείτο, κυρίως όμως της ικανότητας και ψυχραιμίας των διοικητών των Βυζαντινών πλωίμων.
ΤΟ ΥΓΡΟ ΠΥΡ ΚΑΙ Η ΕΚΦΡΑΣΗ ''ΠΗΡΑΝ ΤΑ ΜΥΑΛΑ ΤΟΥ ΑΕΡΑ''
Η παροιμιώδης φράση «πήραν τα μυαλά του αέρα» (μυαλό < βυζ. μυαλόν < αρχ. μυελός), που είναι ενταγμένη στην Ελληνική, έχει τις ρίζες της στο Βυζάντιο και σχετίζεται άμεσα με το Υγρόν Πυρ και την εκτόξευσή του. Σήμερα, φέρει μεταφορική σημασία αρνητικής κριτικής και σημαίνει αυτόν που
έχασε την επαφή του με την πραγματικότητα και την αδικαιολόγητη υπεροπτική συμπεριφορά βάσει υποκειμενικών παραγόντων μη βασιζόμενων στα πραγματικά δεδομένα και τη λογική, ενώ τότε
εκλαΐκευε σε κυριολεκτικό λόγο τη διαδικασία εκτόξευσης του μείγματος βάσει φυσικών νόμων.
Οι Βυζαντινοί για να εκτοξεύσουν το Υγρόν Πυρ χρησιμοποιούσαν διάφορους μηχανισμούς. Στην πλώρη των πολεμικών πλοίων τους τοποθετούσαν ένα μπρούτζινο λιοντάρι ή άλλο άγριο ζώο με
ανοιχτό στόμα μέσα από το οποίο γινόταν ο εξακοντισμός σε μεγάλη απόσταση του φλεγόμενου
υγρού. Με το κεφάλι του λιονταριού ήταν συνδεδεμένοι δυο σωλήνες, από τους οποίους ο ένας ήταν η έξοδος, από την οποία περνούσε το Υγρόν Πυρ και εξερχόταν από το στόμα, και ο άλλος ήταν η
είσοδος του αέρα, όπου υπήρχε χειροκίνητη αντλία με την οποία γινόταν η κατάθλιψη του αέρα. Όλο αυτό το φλογοβόλο οπλικό σύστημα ονομαζόταν «σίφων».
Έτσι, κάθε επιτυχής ρήψη και εξακοντισμός του Υγρού Πυρός προϋπέθετε το κεφάλι του λιονταριού δηλ. «τα μυαλά του» να πάρουν αέρα. Μέσα από αυτήν τη διαδικασία δημιουργήθηκε η συγκεκριμένη έκφραση, και με την εξέλιξη της Ελληνικής έφτασε μέχρι τις μέρες μας προσαρμοσμένη στις
ανάγκες του λόγου μας, αποδεικνύοντας τη διαχρονική εξέλιξη και ζωντάνια και την αδιάλειπτη
ενότητα της Γλώσσας μας.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)
ΠΗΓΕΣ :
(1) :
(2) :
(3) :
(4) :
(5) :
(6) :
(7) :
(8) :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου