19 Φεβ 2015

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ (1826 - 1827)


Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ (3 MΑΪΟΥ 1826 ΕΩΣ 25 ΜΑΪΟΥ 1827)

Η ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΣΑ ΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ

Στις αρχές Απριλίου 1826, οι Έλληνες συγκεντρώθηκαν στην Επίδαυρο για να ορίσουν τη νέα κυβέρνηση. Το Μεσολόγγι ψυχορραγούσε, και οι κάτοικοί του πέθαιναν από την πείνα. Πώς να εξηγήσει κανείς αυτή την βιασύνη των Ελλήνων να εκλέξουν κυβέρνηση; Μήπως η πτώση του Μεσολογγίου ήταν ένα γεγονός ήσσονος σημασίας; Απογοητευμένοι οι απεσταλμένοι του Μεσολογγίου παρατηρούσαν τους αντιπροσώπους όλων των επαρχιών να καταφθάνουν στην Επίδαυρο, ενώ αυτοί μάταια περίμεναν να οργανωθεί στρατιωτική βοήθεια για την πόλη τους...


Η Γ' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, υπό την προεδρία του Πανούτσου Νοταρά, άρχισε τις εργασίες της στις 6 Απριλίου 1826 και εξέλεξε τη νέα κυβέρνηση με πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη και μέλη τους Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Αναγνώστη Δεληγιάννη, Γεώργιο Σισίνη, Δημήτριο Τσαμαδό, Ανδρέα Χατζηαναργύρου, Αναγνώστη Μοναρχίδη, Σπυρίδωνα Τρικούπη, Παναγιώτη Δημητρακόπουλο, Ανδρέα Ίσκου και Ιωάννη Βλάχο. Η κυβέρνηση ονομάστηκε "Διοικητική Επιτροπή τής Ελλάδος" και η εξουσία της θα είχε ισχύ μέχρι τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους.

Οι εργασίες της Εθνοσυνέλευσης διεκόπησαν ξαφνικά μόλις οι συμμετέχοντες πληρεξούσιοι πληροφορήθηκαν τα νέα της πτώσης τού Μεσολογγίου. Από την προηγούμενη κυβέρνηση, οι Κωλέττης και Μαυροκορδάτος τέθηκαν στο περιθώριο, αφού θεωρήθηκαν ως οι βασικοί υπαίτιοι της απρόσκοπτης προέλασης του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, και ο Γεώργιος Κουντουριώτης που δεν ήξερε που να κρυφτεί αποσύρθηκε στην Ύδρα. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο οποίος διαμαρτυρήθηκε ενώπιον της Εθνοσυνέλευσης για την πολιτική της, η οποία έθετε την Ελλάδα υπό την προστασία της Μεγάλης Βρετανίας, τιμωρήθηκε με αφαίρεση όλων των στρατιωτικών και πολιτικών του δικαιωμάτων.

Η νέα κυβέρνηση Ζαΐμη δεν βρήκε στο Εθνικό Ταμείο ούτε ένα γρόσι. Τα λεφτά είχαν κατασπαταληθεί και ήταν αδύνατο πλέον να χρηματοδοτήσει νέες πολεμικές επιχειρήσεις ή να εξοφλήσει προηγούμενες οφειλές σε οπλαρχηγούς που ζητούσαν λεφτά για τους μισθούς των στρατιωτών τους. Στην έδρα της κυβέρνησης ξεκίνησαν έρανοι στους οποίους πρωταγωνίστησε ο διδάσκαλος από τη Ζαγορά Γεώργιος Γεννάδιος, ο οποίος προσέφερε ολόκληρο το βαλάντιόν του με τέσσερεις λίρες, οι οποίες αποτελούσαν όλες του τις οικονομίες.

Στην επιτροπή που συγκέντρωσε χρήματα συμμετείχαν οι Αναστάσιος Αγαλλόπουλος, Νικόλαος Γερακάρης, Πέτρος Μαρκέζης, Αντώνιος Τσούνης και Κωνσταντίνος Πολυχρόνης. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό της εποχής ήταν και η περίπτωση της πλύστρας "Ψωροκώσταινας", η οποία προσέφερε το μοναδικό γρόσι που είχε και έτσι φιλοτίμησε πολλούς πολίτες να συνεισφέρουν λεφτά για τον αγώνα της ανεξαρτησίας.

Η κυβέρνηση διέταξε τον Γκούρα να ξεκινήσει γενική στρατολογία στην Ανατολική Στερεά από κοινού με τους οπλαρχηγούς Στάθη Κατσικογιάννη, Νικόλαο Κριεζώτη, Βάσσο Μαυροβουνιώτη, Νάκο Πανουργιά, Γεώργιο Δυοβουνιώτη, Διονύσιο Ευμορφόπουλο, Ιωάννη Ρούκη, Μήτρο Τριανταφυλλίνα καί Μ. Σκουρτανιώτη. Ταυτόχρονα έστειλε εντολές για να συστήσουν στρατόπεδο στο Ξηρόμερο στους οπλαρχηγούς Γιαννάκη Γιολδάση, Ανδρέα Σαφάκα, Αραπογιάννη, Γεώργιο Πεσλή, Γιαννάκη Στάικο, Δημοτσέλιο, Δήμο Σκαλτσά καί Μήτσο Κοντογιάννη.

Τον Μάιο έφθασε στο Ναύπλιο ο Σκωτσέζος αξιωματικός Gordon Thomas φέρνοντας μαζί του εφόδια και χρήματα από το φιλελληνικό κομιτάτο του Λονδίνου. Ο Γκόρντον απαίτησε να πάρει όλα τα χρήματα για να οργανώσει αυτός ο ίδιος προσωπικά δικό του στρατιωτικό σώμα, κάτι που δεν βρήκε σύμφωνη την κυβέρνηση και έτσι ο καλοπροαίρετος αλλά ευέξαπτος Βρετανός αναχώρησε ξαφνικά για τα Επτάνησα. Η διαμάχη της κυβέρνησης με τον φιλέλληνα προκάλεσε αντιδράσεις σε όσους την αντιπολιτεύονταν και ιδιαίτερα στο Γαλλικό κόμμα του Κωλέττη, ο οποίος προσπαθούσε με κάθε τρόπο παρασκηνιακά να φθείρει τον Ανδρέα Ζαΐμη.

Έφθασε ακόμα και στο σημείο ο Κωλέττης να πείσει τον Γρίβα να καταλάβει το Παλαμήδι αναγκάζοντας τους κυβερνητικούς να καταφύγουν στο Μπούρτζι, φοβούμενοι για την ασφάλειά τους. Εκείνες τις ημέρες άρχισαν να καταφθάνουν στο Ναύπλιο οι ηρωικοί υπερασπιστές του Μεσολογγίου, σωστά ανθρώπινα ράκη όπως τους είχε καταντήσει η πείνα, ο τύφος και τα τραύματα του πολέμου. Η πίκρα από την καταστροφή, ο χαμός των δικών τους, και η εγκατάλειψη από την κυβέρνηση που είχε οδηγήσει στο ολοκαύτωμα του Μεσολογγίου βασάνιζαν τις ψυχές τους.

Το μόνο που ζητούσαν τώρα ήταν στέγη, τροφή και φάρμακα. Οι ξενιτεμένοι για ακόμα μία φορά Σουλιώτες, μέσω των αρχηγών τους Γεώργιο Δράκο, Γιώτη Δαγκλή, Διαμαντή Ζέρβα, Φώτη Κασμά, Γιαννούση Πανομάρα και Κούστα Μάκο ζητούσαν κτήματα και σπίτια για να μπορέσουν επιτέλους να στεγάσουν τις οικογένειές τους. Τον Μάιο τού 1826 στο Ναύπλιο είχαν συρρεύσει πρόσφυγες από όλες τις γωνιές της Ελληνικής γης. Μακεδόνες, Μικρασιάτες, Χιώτες, Κωνσταντινουπολίτες, Κρητικοί, Ρουμελιώτες, Ηπειρώτες, Θρακιώτες, Ψαριανοί και πολλοί άλλοι.

Είχαν δημιουργήσει μια πολυχρωμία με τις γραφικές τους φορεσιές, τη διαφορετική τους συμπεριφορά και τα γλωσσικά τους ιδιώματα με αποτέλεσμα η "Νεάπολη της Ρωμανίας" να έχει μετατραπεί σε μία σωστή "Βαβυλωνία". Τι όμως είχε ενώσει όλους αυτούς τους ανθρώπους και είχαν αποφασίσει να ενώσουν τις τύχες τους και να αγωνιστούν για μια καλύτερη ζωή μέσα σε ένα ανεξάρτητο μονοεθνικό κράτος με σύνορα; Μα φυσικά, η Ορθοδοξία, οι Βυζαντινές παραδόσεις, η Ελληνική γλώσσα και η αίσθηση ότι τους ανήκει η γη των προγόνων τους δηλαδή των Αρχαίων Ελλήνων και των Βυζαντινών.

Τα ευχάριστα νέα της καταστροφής των γενιτσάρων και της πτώσης του Μεσολογγίου έδωσαν ελπίδες στο Σουλτάνο για την οριστική καταστολή της Ελληνικής επανάστασης. Στην Ευρώπη όμως η Εποποιία της Ιερής Πόλης αναζωπύρωσε τον φιλελληνισμό. Στη συντηρητική Πρωσία, ανώτατοι αξιωματικοί συμμετείχαν σε εράνους υπέρ του Ελληνικού αγώνα. Ο ονομαστός στρατάρχης August Neidhardt von Gneisenau κατηγόρησε ανοιχτά μπροστά στο κοινό του Βερολίνου τον Μέτερνιχ για την φιλοτουρκική του πολιτική.


Ο Γερμανός φιλέλληνας και Ουμανιστής φιλόλογος Friedrich Thiersch πρωτοστατούσε στο Μόναχο και καλούσε νέους από όλη την Ευρώπη να ενισχύσουν τον αγώνα των Ελλήνων κατά της βαρβαρότητας. Οι Έλληνες συγκλονίστηκαν από την πτώση του Μεσολογγίου και το ηθικό τους κατέρρευσε. Η επανάσταση στη Δυτική Στερεά Ελλάδα ουσιαστικά διαλύθηκε και οι κάτοικοι κατέφυγαν πάλι στα ορεινά τους καταφύγια στις λεγόμενες "αποκλείστρες", για να γλυτώσουν από τα αντίποινα του Τουρκικού στρατού. Οι καπετάνιοι της Ρούμελης συμφώνησαν με τον Κιουταχή και ζήτησαν ''ράι μπουγιουρντιά (χαρτιά αμνηστείας)'' από τον βαλή της Ρούμελης.

Ανάμεσα σ’ αυτούς που προσποιήθηκαν υποταγή ήταν ο Μήτσος Κοντογιάννης, ο Ανδρίτσος Σαφάκας, ο Γεωργάκης Δυοβουνιώτης, ο Κόμνας Τράκας, ο Ανδρέας Ίσκος, ο Γιαννάκης Στάικος, οι Γιολδασαίοι, ο Σωτήτης Στράτος και ο Γιάννης Ρούκης. Ο Κιουταχής, θριαμβευτής πλέον μετά τη μεγάλη του νίκη, έδωσε εντολή να πανηγυρίσουν όλοι οι Καζάδες (επαρχίες) για την επιτυχία των στρατιωτών του Ισλάμ. Για να καλοπιάσει τους οπλαρχηγούς είχε δώσει διαταγή στους στρατιώτες του να μην κάψουν ούτε να λεηλατήσουν τα χωριά που θα συναντούσαν στο πέρασμά τους.

Πολλοί κάτοικοι, που γνώριζαν για την μεταφορά στα σκλαβοπάζαρα της Αφρικής χιλιάδων γυναικόπαιδων, έστελναν αντιπροσώπους και ζητούσαν προσκυνόχαρτα και χαρτιά αμνηστείας, για να διασφαλίσουν ότι ο Τουρκικός στρατός θα περνούσε χωρίς να τους ενοχλήσει. Κανένας δεν φαινόταν ικανός να σταματήσει την προέλαση του στρατού του Κιουταχή, ο οποίος κατηφόριζε προς την Αττική. Ο Ανδρούτσος είχε δολοφονηθεί από τον Κωλέττη και ο Γκούρας ήταν ανεπαρκής.

Υπήρχε όμως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, τον οποίον ευτυχώς ο Μαυροκορδάτος δεν είχε καταφέρει να εκμηδενίσει. ''Ο γύφτος'', ο Καραϊσκάκης λοιπόν ήταν αυτός πού προέβαλλε πρώτος αντίσταση κατά τού Κιουταχή, στην πορεία του προς την Αθήνα.

Ο ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Κατά την περίοδο 1821 - 1827 η Επανάσταση εδραιώθηκε δυναμικά στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου. Η Στερεά Ελλάδα από την άλλη πλευρά αποτέλεσε πεδίο πολλαπλών και ιδιαίτερα σφοδρών συγκρούσεων. Κατά την περίοδο 1821 - 1824 η μάχη ήταν αμφίρροπη, αλλά σταδιακά οι επαναστατικοί πυρήνες μειώθηκαν. Κατά το 1825 η Επανάσταση περιορίστηκε στο οχυρωμένο Μεσολόγγι και στο κάστρο των Αθηνών. To Μεσολόγγι υπέκυψε στις 10 Απριλίου 1826 έπειτα από πολύμηνη πολιορκία από τις ενωμένες δυνάμεις του Ιμπραήμ και του Κιουταχή.

Μετά την κατάληψη του Μεσολογγίου, ο Ιμπραήμ κινήθηκε ταχύτατα προς τον Μοριά, ενώ ο Κιουταχής ανέλαβε να αποκαταστήσει την κυριαρχία του Σουλτάνου σε ολόκληρη τη Στερεά Ελλάδα. Η επιχείρηση αυτή ήταν αρκετά εύκολη, αφού οι οπλαρχηγοί στη Ρούμελη δεν ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις του Καραϊσκάκη να συνεχίσουν τον πόλεμο εκεί. Οι περισσότεροι από αυτούς, όπως ο Ανδρέας Ίσκος, ο Μήτσος Κοντογιάννης, ο Γιάννης Ράγκος, ο Γιάννης Στάικος, οι Γιολσαδαίοι, ο Γεώργιος Δυοβουνιώτης και άλλοι, ήρθαν σε συμφωνία (καπάκια) με τον Κιουταχή και πήραν τα παλιά αρματολίκια της Στερεάς Ελλάδας.

Οι οπλαρχηγοί που δεν έπεσαν σε «καπάκια» με τον Κιουταχή κινήθηκαν προς την Πελοπόννησο και απέφυγαν να έρθουν σε επαφή με τα τουρκικά στρατεύματα, προκειμένου να μην προκαλέσουν αντίποινα εις βάρος των πληθυσμών της Στερεάς. Έτσι, με τα νώτα του προφυλαγμένα ο δαιμόνιος Κιουταχής προχώρησε προς την Αθήνα. «Εκδυθείς την λεοντήν και ενδυθείς την αλωπεκήν» συνθηκολόγησε με τους οπλαρχηγούς και κράτησε ειρηνική στάση απέναντι στους πληθυσμούς, ώστε να επιτευχθεί ταχύτατα και όσο το δυνατόν πιο αναίμακτα ο στόχος του: η κατάληψη του κάστρου των Αθηνών, του τελευταίου οχυρού που παρέμενε στα χέρια των επαναστατών.

Στις 28 Ιουνίου 1826 ο Κιουταχής με τα στρατεύματά του, έξι χιλιάδες στρατιώτες, δύο χιλιάδες ιππείς, είκοσι κανόνια και έξι βομβοβόλα (λουμπάρδες), έφτασε στη Θήβα και έστειλε στην Αθήνα την εμπροσθοφυλακή του. Η αντίσταση που αντιμετώπισαν από τους γενναίους άνδρες του Κριεζώτη και του Βάσσου Μαυροβουνιώτη στα Λιόσια τούς ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν. Όταν, όμως τα Τουρκικά στρατεύματα του Κιουταχή, υποστηριζόμενα από αυτά του Ομέρ πασά της Εύβοιας, μπήκαν στην Αττική.

Οι κάτοικοι των χωριών έσπευσαν να τον προσκυνήσουν, όντας ιδιαίτερα δυσαρεστημένοι από τη βαριά φορολογία που τους είχε επιβάλει ο Ιωάννης Γκούρας, ο φρούραρχος της πόλης των Αθηνών. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «Ο Κιτάγιας ήρθε με μεγάλη δύναμη ανθρώπων, με καβαλλαρία, με κανόνια, μ' όλα τ' αναγκαία του πολέμου. Έπιασε τα Πατήσια. Τα χωριά τα περισσότερα της Αθήνας προσκύνησαν, ότι από την δικαιοσύνην μας πολλούς κατοίκους τους ηύρανε φορτωμένους πέτρες και τους ξεφόρτωσαν κι' άλλους τους λευτέρωσαν, οπού τους παιδεύαμεν διά χρήματα».

Οι Αθηναίοι, έχοντας προβλέψει την επίθεση του Κιουταχή, είχαν φροντίσει να στείλουν ένα μεγάλο μέρος των αμάχων στη Σαλαμίνα και την Αίγινα. Στην πόλη είχαν μείνει ο Ιωάννης Γκούρας με διακόσιους πενήντα άνδρες, ο Στάθης Κατσικογιάννης, ο Γεράσιμος Φωκάς και ο Διονύσιος Ευμορφόπουλος με ογδόντα και γύρω στους οκτακόσιους Αθηναίους υπό τις διαταγές του Μακρυγιάννη, του Κώστα Χορμοβίτη, γνωστού και ως Λαγουμιτζή, του Μπενιζέλου, του Καψοράχη και του Δάβαρη. Επίσης υπήρχαν και πολλές γυναίκες με τα παιδιά τους, που προτίμησαν να μείνουν στην πόλη.

Μαζί με τους πολεμιστές οχυρώθηκαν πίσω από το τείχος, το οποίο είχε χτίσει το 1778 ο τυραννικός βοεβόδας Χατζή Αλή Χασεκή με σκοπό να περιορίσει τους κατοίκους, ώστε να εισπράττει με ευκολία τους βαρύτατους φόρους που είχε επιβάλει. To τείχος του Χασεκή, η ανοικοδόμηση του οποίου κράτησε μόλις τρεις μήνες, ήταν προχειροφτιαγμένο, με πάχος που δεν ξεπερνούσε τα 0,8 μέτρα. Η πορεία του συνέπιπτε σε μεγάλο βαθμό με αυτή του Θεμιστόκλειου τείχους.


Μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου ο Ομέρ πασάς είχε καταλάβει τα περίχωρα της πόλης, τη μονή Πετράκη, την περιοχή των Πατησίων, τα Σεπόλια και την Πνύκα, ενώ ο Κιουταχής οργάνωσε το στρατόπεδό του στα Πατήσια στις 3 Ιουλίου. Αμέσως ξεκίνησε τον βομβαρδισμό της πόλης με τα πολυάριθμα κανόνια και βομβοβόλα του. Τα τείχη, σε πολλά σημεία σαθρά, υποχωρούσαν με ευκολία. Οι υπερασπιστές της πόλεως των Αθηνών κατέβαλλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες, προκειμένου να επιδιορθώνουν τις ρωγμές και να αναχαιτίζουν τους εισβολείς.

Η άλωση της πόλης πραγματοποιήθηκε στις 3 Αυγούστου μέσω μεγάλου ρήγματος κοντά στη Μενιδιάτικη Πόρτα και άλλων ρηγμάτων. Ο Μακρυγιάννης, ο οποίος πάλεψε με τους άνδρες του στην άμυνα των οχυρώσεων, διηγείται: «Και με διόριοαν μ' άλλους δύο Αθηναίους τον Συμεών Ζαχαρίτζα και Νερούτζον Μετζέλο και ήμαστε μ' ανθρώπους εις τα τείχη της πόλεως- και πολεμούσαμεν νύχτα και ημέρα τριάντα τέσσερες ημέρες. Ο Κιτάγιας χάλαγε τα τείχη με κανόνια κ' εμείς φκειάναμεν. Και καταφανιστήκαμεν εις τον σκοτωμόν και πληγωμόν.

Μίαν αυγή, μίαν ώρα να φέξη, αφού γκρέμισε σε πολλά μέρη της πόλεως τα τείχη και δεν μας άφιναν τα κανόνια τ' ακατάπαυστα να μερεμετίσουμεν τα τείχη, τότε μπήκαν οι Τούρκοι - τους μέθυσε πρώτα με ρούμι και μπήκαν από τρεις μεριές. Κι ανακατωμένοι με τους Τούρκους πήγαμε πολεμώντας ως το κάστρον». To κάστρο που αναφέρει ο Μακρυγιάννης ήταν η τειχισμένη Ακρόπολη, το ύστατο οχυρό της πόλης των Αθηνών. Εκεί οι Αθηναίοι παρέμειναν πολιορκούμενοι από τον Κιουταχή επί δέκα περίπου μήνες.

Ο ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ

Η είδηση της πτώσης του Μεσολογγίου προκάλεσε μεγάλη απελπισία στους Έλληνες. Στην Επίδαυρο, όπου μόλις είχε αρχίσει τις εργασίες της η Γ' Εθνοσυνέλευση (6 - 16 Απριλίου 1926), οι πληρεξούσιοι κλονίστηκαν σοβαρά με τα δυσάρεστα νέα, τα οποία έφεραν την Επανάσταση σε μια από τις πιο κρίσιμες φάσεις της. Ο Κολοκοτρώνης αναφέρει:

«Εβάλαμε τα μαύρα όλοι. Μισή ώρα εστάθη σιωπή που δεν έκρενε κανένας, αλλ’ εμέτραε καθένας με το νου του τον αφανισμό μας. Βλέποντας εγώ τη σιωπή, εσηκώθηκα εις το πόδι, και τους ομίλησα λόγια διά να εμψυχωθούν. Τους είπα ότι το Μεσολόγγι εχάθη ενδόξως, και θα μείνει αιώνας αιώνων η ανδρεία. Εάν βάλομε τα μαύρα και οκνεύσομε, θα πάρομε το ανάθεμα και θα πάρομε το αμάρτημα των αδυνάτων όλων. Με απεκρίθηκαν: "Τι να κάμομε τώρα, Κολοκοτρώνη;". "Τι να κάμομε"; τους λέγω. Την αυγή να κάμομε συνέλευση, να αποφασίσουμε κυβέρνηση πέντε, έξη, οκτώ άτομα διά να μας κυβερνήσουν και ημείς οι άλλοι να σκορπίσομε εις τες επαρχίες και να πιάσομε γενικώς τα άρματα, ως τα πρωτοπιάσαμε στην επανάσταση».

Η Εθνοσυνέλευση διέκοψε τις εργασίες της στις 16 Απριλίου 1826, αφού ανέστειλε τη λειτουργία της Βουλής και του Εκτελεστικού. Παύοντας την προβληματική κυβέρνηση του Γεωργίου Κουντουριώτη εξέλεξε δωδεκαμελή διοικητική επιτροπή με πρόεδρο τον Ανδρέα Ζαΐμη. Η ανάγκη για ανασυγκρότηση και δυναμικό αγώνα είναι φανερή στη διακήρυξη που εξέδωσε η νέα κυβέρνηση όταν έφτασε στο Ναύπλιο δύο ημέρες μετά τη λήξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης. Ακόμα πιο δυναμική, ένα πραγματικό προσκλητήριο μάχης για τον υπέρ πάντων αγώνα, ήταν αυτή που έβγαλε ο Κολοκοτρώνης στις 20 Απριλίου, όταν διορίστηκε αρχιστράτηγος του Μοριά.

Η ανεμπόδιστη προέλαση του Κιουταχή στη Στερεά Ελλάδα και η προοπτική της απώλειας της πόλης των Αθηνών αλλά και ολόκληρης της Ρούμελης, που έθεταν σε σημαντικότατο κίνδυνο το μέλλον της Επανάστασης, απαιτούσαν τη λήψη άμεσων και δραστικών μέτρων. Στο κέντρο των επιχειρήσεων, το Ναύπλιο, επικρατούσε γενική αναταραχή και αναβρασμός. Στις 16 Μαΐου έφτασαν όσοι είχαν απομείνει από τη φρουρά του Μεσολογγίου. Ο κόσμος τούς υποδέχτηκε με μεγάλη συγκίνηση, δάκρυα στα μάτια και κανονιοβολισμούς από το Παλαμήδι και την Ακροναυπλία.

Αργότερα έφτασαν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και οι καπεταναίοι της Ρούμελης, ζητώντας να βρουν με ποιο τρόπο θα αντιμετωπίσουν τον Κιουταχή. Όμως ο οξύς ανταγωνισμός που επικρατούσε μεταξύ των οπλαρχηγών αλλά και των πολιτικών, οι διάφορες έριδες και οι παλιές βεντέτες, δεν επέτρεπαν την εκπόνηση και προώθηση οργανωμένου σχεδίου δράσης. Ο Καραϊσκάκης, εκτιμώντας την κρισιμότητα της κατάστασης και έχοντας μεγάλη πεποίθηση στις δυνάμεις του, ζήτησε δυναμικά από τη Διοίκηση την αρχιστρατηγία της Ρούμελης. Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, ο Ζαΐμης τον διόρισε αρχιστράτηγο της Στερεάς Ελλάδας, αφήνοντας στην άκρη την προσωπική του έχθρα.

Όλοι πλέον έβλεπαν στο πρόσωπο του γιου της καλόγριας, τον μοναδικό αρχηγό που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον εχθρό πού βρισκόταν προ των πυλών. Στην κυβέρνηση όμως κανένας δεν τολμούσε να προφέρει το όνομα "Καραϊσκάκης" μπροστά στον Ανδρέα Ζαΐμη εξ αιτίας των δεινών πού είχε υποφέρει ο Καλαβρυτινός προεστός από τα ρουμελιώτικα στρατεύματα κατά τη διάρκεια τού εμφυλίου πολέμου. Ο Καραϊσκάκης ήταν ανάμεσα σε αυτούς πού είχε βγάλει σε πλειστηριασμό τα υπάρχοντα τής οικογένειας Ζαΐμη.

Ο Καραϊσκάκης κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου είχε λεηλατήσει με το ασκέρι του το σπίτι του και ολόκληρο το χωριό του, την Κερπινή, κοντά στα Καλάβρυτα. Ο βιογράφος του μεγάλου οπλαρχηγού Δημήτρης Φωτιάδης περιγράφει παραστατικά τη στιγμή της ύψιστης δικαίωσης: «Τον φωνάζουνε στο Μπούρτζι. Κι όταν ο Καραϊσκάκης άκουσε από το στόμα του Ζαΐμη, του παλιού του οχτρού από τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο, πως τον κάνουν αρχιστράτηγο της Ρούμελης, τα μάτια του βούρκωσαν και δύο χοντρά δάκρυα κύλησαν στα βαθουλωμένα μάγουλά του». Ο νέος σερασκέρης δεν ζήτησε ούτε άνδρες, ούτε χρήματα από τη Διοίκηση.


Στη συνέχεια τον διόρισε Γενικό Αρχηγό των στρατευμάτων τής Ανατολικής Στερεάς και τού υποσχέθηκε ότι θα τον στηρίξει με όλες του τις δυνάμεις. Οι δύο άντρες συναντήθηκαν και αγκαλιάστηκαν μπροστά στο έκπληκτο υπουργικό συμβούλιο. Ο Καραϊσκάκης ξεκινούσε την ιστορική του πορεία που θα έβαζε τ' όνομά του στις πιο ψηλές θέσεις των Ηρώων τού Εικοσιένα. To μόνο που αξίωσε ήταν η δυνατότητα να διορίζει στα διάφορα στρατιωτικά αξιώματα άτομα της δικής του επιλογής.

Όταν το αίτημά του έγινε αποδεκτό, ξεκίνησε πυρετωδώς την προετοιμασία για την εκστρατεία του στην Αττική. Παρά την προσπάθεια που κατέβαλε, η επίτευξη του κύριου στόχου του, δηλαδή η συνένωση των διαφόρων ομάδων αγωνιστών, στάθηκε εντελώς αδύνατη. Έτσι ξεκίνησε στις 19 Ιουλίου για την πολιορκούμενη Αθήνα μαζί με λιγοστούς καπεταναίους, τον Νάκο Πανουργιά, τον Κωνσταντίνο Βέρη, τον Γιαννάκη Φραγκίστα και τον αδελφό του Οδυσσέα Ανδρούτσου Γιαννάκη, και περί τους εξακόσιους πενήντα άνδρες.

ΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΑΣ

Μερικές μέρες μετά την αναχώρησή τους από το Ναύπλιο, ο Καραϊσκάκης και οι άνδρες του έφτασαν στη Σαλαμίνα. Εκεί ξεκίνησε την οργάνωση των σχεδίων για την ανακούφιση της Αθήνας συζητώντας με τους Κριεζώτη και Μαυροβουνιώτη, που είχαν αντιμετωπίσει τα στρατεύματα του Ομέρ και του Κιουταχή σε διάφορες μικροσυμπλοκές, πριν ο τελευταίος καταλάβει την Αθήνα. Στις 28 Ιουλίου οι οπλαρχηγοί έφυγαν από τη Σαλαμίνα και στρατοπέδευσαν στην περιοχή της Ελευσίνας, όπου υπήρχε στρατόπεδο οργανωμένο από τους Κριεζώτη και Μαυροβουνιώτη ήδη από το 1825.

Εκεί έφτασαν και άλλοι καπεταναίοι, που ξεκίνησαν από το Ναύπλιο μετά την αναχώρηση του Καραϊσκάκη, όπως ο Χριστόφος Περραιβός (1774 - 1863) με εξακόσιους άνδρες, Θρακιώτες, Μακεδόνες και Θεσσαλούς, ο Στέφανος Σέρβος, ο Ευμορφόπουλος με την Επτανησιακή φάλαγγα, ο Νικηταράς με Σμυρναίους και άλλους Μικρασιάτες και ο Γεώργιος Χελιώτης επικεφαλής τάγματος σταλμένου από τον στρατηγό Ιωάννη Νοταρά. Έτσι, μέσα σε λίγες ημέρες μαζεύτηκαν στο στρατόπεδο της Ελευσίνας γύρω στους τέσσερις χιλιάδες αγωνιστές.

Σε αυτούς προστέθηκαν το τακτικό στρατιωτικό σώμα χιλίων διακοσίων ανδρών και το μικρό τάγμα φιλελλήνων υπό τις διαταγές του Γάλλου στρατιωτικού Κάρολου Φαβιέρου (1782 - 1855), που έφτασε στην Ελευσίνα από τα Μέθανα κατόπιν κυβερνητικής διαταγής. Προκειμένου να μην υπάρξουν δυσαρέσκειες μεταξύ των δύο αρχηγών, η κυβέρνηση συμβούλεψε τον Καραϊσκάκη να μην αφήνει τον Φαβιέρο εκτός των συσκέψεων για την κατάρτιση σχεδίου μάχης, ενώ ξεκαθάρισε στον Φαβιέρο ότι δεν τελεί υπό τις διαταγές του Καραϊσκάκη.

Ο "Σταυραετός τής Ρούμελης" αρχικά πήγε στην Ελευσίνα έχοντας μαζί του τον Γιαννάκη Φραγκίστα, τον Κωνσταντίνο Βέρη, τον Νάκο Πανουργιά, τον αδελφό τού Οδυσσέα Γιαννάκη και τα σώματα των Μακεδόνων. Εκεί συνάντησε τον Γάλλο αξιωματικό Φαβιέρο με δύο τάγματα τακτικού στρατού, ο οποίος έφθασε από τα Μέθανα. Για να μην υπάρξει σύγκρουση μεταξύ των δύο αρχηγών, η κυβέρνηση είχε συστήσει στον Καραϊσκάκη να συμβουλεύεται τον Φαβιέρο και να αποφασίζουν από κοινού για τις πολεμικές επιχειρήσεις.

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ

Μετά την άλωση του Μεσολογγίου ο Κιουταχής ασχολήθηκε για µερικές εβδοµάδες µε την οργάνωση της πόλης και την ειρήνευση της Δυτικής Στερεάς. Εγκατέστησε ισχυρή φρουρά στο Μεσολόγγι και έβαλε τάξη στις σχέσεις του µε τους τοπικούς αρµατολούς. Πολλούς από αυτούς προσεταιρίστηκε ενώ άλλους κατεδίωξε. Αφού ολοκλήρωσε το εκεί έργο του, τον Ιούνιο του 1826 κινήθηκε προς την Αθήνα, το τελευταίο ισχυρό προπύργιο της επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα, όπου ήδη οι προφυλακές του αναγνώριζαν το πεδίο της αναµέτρησης. Στις 28 Iουνίου οι κύριες δυνάµεις του στρατοπέδευσαν στη Θήβα.

Υπό τις διαταγές του βρίσκονταν περίπου 10.000 άνδρες (7.000 µισθοφόροι Αλβανοί και Γκέγκηδες και 1.200 ιππείς δελήδες συν οι βοηθητικοί) και σηµαντικό για τα τότε µέτρα πυροβολικό, το οποίο ανερχόταν σε είκοσι κανόνια και έξι οβιδοβόλα. Την οικονοµική προπαρασκευή της δύσκολης πολιορκίας είχε ξεκινήσει ο Oµέρ πασάς της Kαρύστου που είχε ήδη φτάσει στην Αττική επικεφαλής περίπου 1.000 ενόπλων. Εγκαταστάθηκε µε το σώµα του στο χωριό Καπανδρίτι, εφτά ώρες απόσταση από την Αθήνα, και από εκεί εξαπέλυε επιδροµές που έφθαναν έως τον Πειραιά. Στις επιδροµές αυτές οι ιππείς του έκαιγαν τις θηµωνιές ή τα αθέριστα σπαρτά και άρπαζαν όσα κοπάδια συναντούσαν.

Στις πιο κοντινές στο Kαπανδρίτι περιοχές οι Οθωµανοί θέριζαν για δικό τους λογαριασµό τα σιτηρά των αγρών. Με τον τρόπο αυτό στερούσαν εφόδια από τους µετέπειτα πολιορκηµένους και διευκόλυναν τον εφοδιασµό των στρατευµάτων που έρχονταν. Στην Αθήνα φρούραρχος ήταν ο Γκούρας, ο οποίος έφερε τον βαρύ τίτλο του αρχηγού των στρατοπέδων της ανατολικής Στερεάς µε κυβερνητική βούλα από τις αρχές Μαΐου. Οι προετοιµασίες που ως αρµόδιος όφειλε να κάνει για να αντιµετωπίσει την εισβολή πέρασαν απαρατήρητες.

Η βασική του µέριµνα επικεντρωνόταν στη διατήρηση της θέσης του, απαραίτητη προϋπόθεση για την οποία ήταν η όσο το δυνατό πιο ελκυστική διαβίωση του προσωπικού του στρατού, των περίπου τριακοσίων οπλοφόρων ακολούθων του, µε τους οποίους διαφέντευε το κάστρο της Αθήνας. Η για τα µέτρα της εποχής πλουσιοπάροχη ανταµοιβή των τελευταίων για τις αµφίβολες υπηρεσίες που παρείχαν ήταν µεν απαραίτητη -ώστε να µην εξαγοραστούν από άλλους οπλαρχηγούς και χαθεί έτσι το πλεονέκτηµα του φρουράρχου- αλλά ταυτόχρονα ήταν καταστροφική για την οµοψυχία των απειλούµενων οµοθρήσκων τους.


Εξαχρειωµένοι οι πιστοί του Γκούρα έκριναν ότι ο επικείµενος κίνδυνος άνοιγε γι’ αυτούς λαµπρό πεδίο πλουτισµού σε βάρος εκείνων που θεωρητικά είχαν εντολή να προστατεύσουν:

«Υπό τοιούτον αρχηγόν οι επιρρεπείς εις την αταξίαν στρατιώται του (του Γκούρα) πριν κλεισθώσιν (εις την οχυρή πόλη), όσα αισχρόν και λέγειν κατά των δυστυχών χωρικών και τους έφεραν εις τοιαύτην απόγνωσιν, ώστε επί της µικράς εισβολής του Οµέρ Πασά τα δύο χωρία Χασιά και Μενίδι επροσκύνησαν και υπεδέχθησαν τους ολίγους εχθρούς ως λυτρωτάς των, δολοφονήσαντες και τον οπλαρχηγόν των Μελέτην Βασιλείου τον πρώτο καλέσαντα αυτούς και τους λοιπούς κατοίκους της Αττικής εις τα όπλα και πιστώς αθλήσαντα µέχρι τέλους».

Οι πρώτες µονάδες του κυρίου σώµατος του Κιουταχή εµφανίστηκαν στους Αµπελοκήπους την 1η Ιουλίου 1826 και από εκεί άρχιζαν να χωρίζονται, ώστε να καταλάβουν στρατηγικά σηµεία γύρω από την πόλη. Για τους υπερασπιστές της τελευταίας είχε έρθει η ώρα των κρίσιµων αποφάσεων. Το πρώτο από τα ερωτήµατα σχετιζόταν µε το τι ακριβώς θα προάσπιζαν, ολόκληρη την πόλη ή µόνο το φρούριό της, την Ακρόπολη. Ο Γκούρας έκλεινε προς την προάσπιση του φρουρίου, οι Αθηναίοι όµως, για ευνόητους λόγους, επιθυµούσαν να υπερασπιστούν ολόκληρη την πόλη, δηλαδή τα σπίτια τους και το βιος τους.

Η πόλη όµως ήταν µεγάλη και το τείχος που την περιέτρεχε δεν είχε αφενός τίποτα το τροµερό και αφετέρου εκτεινόταν σε µήκος δυνανάλογο ως προς τους αριθµούς εκείνων που θα το προάσπιζαν. Οι τελευταίοι µετά βίας έφθαναν για να επανδρώσουν τους 24 πύργους που αποτελούσαν τα ισχυρά σηµεία των οχυρώσεων της Αθήνας. Στην τελική απόφαση όµως βάρυνε ο υπέρ των αψύχων συναισθηµατισµός και αποφασίστηκε να αποκρουστεί ο εχθρός στον περίβολο που περιέκλειε την πόλη. Ευτυχώς οι περισσότεροι από τους αµάχους κατοίκους της Αθήνας –περίπου 10.000 ψυχές– είχαν ήδη αναχωρήσει για τη Σαλαµίνα και τα άλλα νησιά του Σαρωνικού, γεγονός που επέτρεπε αυξηµένη ευελιξία στους υπερασπιστές

Οι τελευταίοι στηρίζονταν στο επαγγελµατικό σώµα των πολεµιστών - ακολούθων του Γκούρα, περίπου τριακόσια τουφέκια, καθώς και σε άλλους τόσους ίσως ενόπλους διαφόρων οπλαρχηγών από τη Στερεά που έσπευσαν να κλειστούν στην πόλη. Το αριθµητικά σηµαντικότερο τµήµα των υπερασπιστών αποτελείτο από ένα είδος πολιτοφυλακής που είχαν συγκροτήσει οι πολίτες της πόλης, από 600 έως 1.000 άτοµα, ανάλογα µε τις µαρτυρίες. Δεν επρόκειτο για επαγγελµατίες πολεµιστές, καθώς όµως προάσπιζαν τα πατρώα υπερείχαν σε πείσµα των υπολοίπων.

Σε τελευταία ανάλυση ουδείς των ενδιαφεροµένων γνώριζε πολλά γύρω από το κυριότερο όπλο ενός φρουρίου, τα πυροβόλα. Στον τοµέα αυτό η λύση ήρθε περίπου εξ ουρανού, καθώς στις πρώτες κιόλας αψιµαχίες της πολιορκίας αιχµαλωτίστηκε ένας Οθωµανός πυροβολητής που ανέλαβε να διδάξει στους εχθρούς του τη χρήση των ετερόκλιτων πυροβόλων του φρουρίου. Αντίθετα, από την αρχή της πολιορκίας οι πολιορκηµένοι ένιωθαν αυτοπεποίθηση στο δεύτερο σε σπουδαιότητα όπλο της επικείµενης µάχης.

Ο περίφηµος -ήδη από την πολιορκία του Μεσολογγίου- υπονοµοποιός Κώστας Λαγουµιτζής και οι συνεργάτες του ήρθαν να κλειστούν στην πόλη έτοιµοι για νέες περιπέτειες. Ο Κιουταχής ξεκίνησε την πολιορκία µε επιµέλεια και µεθοδικότητα. Προοδευτικά πολλαπλασίασε τα ισχυρά σηµεία γύρω από την πόλη, επεσήµανε τις αδυναµίες των οχυρώσεων και αναζήτησε τις πιο αποτελεσµατικές θέσεις για το πυροβολικό του. Ταυτόχρονα οργάνωσε το βασικό του στρατόπεδο στα Πατήσια, όπου εγκατέστησε τις απαραίτητες στην πολιορκία υπηρεσίες και δηµιούργησε αποθήκες που θα στήριζαν επιµελητειακά την επιχείρηση.

Πριν επιτεθεί στην πόλη φρόντισε να αποµακρύνει τους γύρω κινδύνους, να διαλύσει δηλαδή τις συγκεντρώσεις Ελληνικών σωµάτων σε κοντινά µέρη. Αν και δεν κατόρθωσε να διασκορπίσει τους συγκεντρωµένους στην Ελευσίνα και το Θριάσιο Πεδίο Έλληνες, κατάφερε µε τις εναντίον τους επιδροµές να τους αποθαρρύνει, ώστε να µη σπεύσουν προς ενίσχυση των πολιορκηµένων παρά µόνο µε την άφιξη νέων ενισχύσεων. Οι τελευταίες θα αργούσαν να φτάσουν. 

Στις 3 Ιουλίου 1826 ο Τουρκικός στρατός πού αποτελείτω από 20.000 άνδρες στρατοπέδευσε στα Πατήσια και ξεκίνησε την πολιορκία της πόλης των Αθηνών, μέσα στην οποία ήταν κλεισμένοι περίπου 1400 ένοπλοι με αρχηγό τον Ιωάννη Γκούρα, στους οποίους ήρθαν την τελευταία στιγμή να προστεθούν 100 άνδρες με αρχηγούς τούς Στάθη Κατσικογιάννη, Διονύσιο Ευμορφόπουλο και Γεράσιμο Φωκά. Οι πιο σημαντικοί οπλαρχηγοί που είχε κάτω από τις διαταγές του ο Γκούρας ήταν οι Μακρυγιάννης, Μήτρος Λέκκας, Συμεών Ζαχαρίτσας, Νερούτσος Μπενιζέλος, Νικόλαος Δανίλης, Νικόλαος Μπενιζέλος, Δημήτριος Καψοράχης, Μήτρος Λήτσας καί Αναγνώστης Ντάβαρης.

Τα κανόνια του Κιουταχή άρχισαν αμέσως το καταστροφικό τους έργο, προξενώντας σημαντικές φθορές στα τείχη της πόλης. Ο έμπειρος Τούρκος στρατηγός πίεζε τα στρατεύματά του να καταλάβουν την Αθήνα, προτού οι Έλληνες πού είχαν συγκεντρωθεί στην Ελευσίνα, ανασυνταχθούν και περάσουν στην αντεπίθεση. Ο Κιουταχής είχε ζητήσει βοήθεια από τον δραστήριο Ομέρ Πασά της Καρύστου, ο οποίος κατέλαβε το Καπανδρίτι και το ιππικό του προχώρησε ακόμα και μέχρι τον Πειραιά. Οι Βάσος Μαυροβουνιώτης και Νικόλαος Κριεζώτης έστησαν ενέδρα στα Λιόσια και σκότωσαν αρκετούς Τούρκους ιππείς κατά την επιστροφή τους από τον Πειραιά.

Ο Ομέρ ακολουθώντας τις εντολές τού Κιουταχή μοίραζε και αυτός με τη σειρά του χαρτιά αμνηστείας ζητώντας υποταγή στα χωριά της Δυτικής Αττικής, με ευνοϊκά γι' αυτόν αποτελέσματα, καθώς εκατοντάδες ήταν οι χωρικοί πού έτρεχαν να προσκυνήσουν τον Τούρκο. Οι Αθηναίοι ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων, έχοντας σαν πρότυπό τους πλέον τη θυσία του Μεσολογγίου και αντλώντας κουράγιο από τα μνημεία των προγόνων τους. "Εάν οι συμπατριώτες μας μας αφήσουν αβοήθητους, τότε τα σώματά μας θα τα σκεπάσουν οι ναοί τού Παρθενώνα, του Ποσειδώνα και του Ερεχθέα, τα οποία διά να μην καπνισθούν και άλλη μία φορά από τον καπνό των βαρβάρων θέλουν πέσει μαζί μας."


Τους πολιορκημένους είχε επισκεφθεί προ ημερών και ο φιλέλληνας Βρετανός πλοίαρχος Χάμιλτον, ο οποίος τους είχε πει ότι πάσει θυσία θα πρέπει να κρατήσουν το σημαντικό αυτό φρούριο, αφού οι προστάτιδες Δυνάμεις συζητούσαν πλέον ανοιχτά για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Ελλάδος. Κάθε μέρα πού περνούσε έφερνε την Ελλάδα πιο κοντά στην ελευθερία. Πολύτιμη για την άμυνα ήταν και ή άφιξη τού Κώστα Χορμοβίτη, περίφημου λαγουμιτζή πού είχε διακριθεί στην πολιορκία τού Μεσολογγίου.

Στις 13 Ιουλίου 1826 ο Μακρυγιάννης με Αθηναίους ενόπλους επιχείρησε ξαφνική έφοδο και κτύπησε τους Τούρκους πυροβολητές που βρίσκονταν στα αλώνια τού Γερανίου (νότια από την πλατεία Ομονοίας κοντά στου Ψυρρή), σκοτώνοντας αρκετούς από αυτούς. Την επόμενη νύκτα ήταν η σειρά των Τούρκων να επιτεθούν για να καταλάβουν τους στύλους του Ολυμπίου Διός, αλλά το εγχείρημά τους απέτυχε. Οι Αθηναίοι για να αντιμετωπίσουν τα Τουρκικά κανόνια στο Γεράνι, έστησαν κανονοστάσια στους Αγίους Αναργύρους.

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΠΟΛΗΣ

Στα τέλη του Ιουλίου οι προετοιµασίες ολοκληρώθηκαν και το Οθωµανικό πυροβολικό ανέλαβε δράση. Παρά τη δυσκολία στον εφοδιασµό µε πυροµαχικά ο βοµβαρδισµός πέτυχε να δηµιουργήσει ρήγµατα σε αρκετά σηµεία έτσι ώστε να γίνει δυνατή η έφοδος. H τελευταία ξεκίνησε στις 3 Αυγούστου και προκάλεσε γρήγορα την κατάρρευση της άµυνας. Δέκα στρατιώτες του Γκούρα σκοτώθηκαν, τριάντα τραυµατίστηκαν ενώ πιάστηκαν πενήντα άνδρες και γυναίκες στην πόλη. Oι υπόλοιποι υποχώρησαν προς την Ακρόπολη και κλείστηκαν στο κάστρο. Η Ακρόπολη θα ήταν από εδώ και πέρα το µόνο προπύργιο της επανάστασης στη Στερεά.

Χρησιµοποιώντας υλικά από τα σπίτια, ο Κιουταχής οργάνωσε κανονιοστάσια γύρω από το φρούριο, στην Πνύκα, στο Μουσείο, στους Στύλους του Ολυµπίου Διός και άρχισε να βοµβαρδίζει τους πολιορκηµένους, ανάλογα µε τα πυροµαχικά που διέθετε σε κάθε περίσταση. Για τους τελευταίους η κυριότερη µέριµνα δεν ήταν η προφύλαξη από τις αραιές οβίδες. Άλλα πράγµατα ήταν πιο πιεστικά. Ο εφοδιασµός ήταν το πρώτο πρόβληµα. Για τους περίπου 1.600 ανθρώπους που κλείστηκαν στο κάστρο υπήρχαν τροφές για περίπου έναν χρόνο (11.000 οκάδες σιτάρι, 5.300 οκάδες ελιές, 5.800 οκάδες λάδι ή ακόµα 720 οκάδες ρούµι και ρακή ή 800 οκάδες καπνός).

Στον τοµέα των πυροµαχικών όµως και προπαντός της πυρίτιδας, τα πράγµατα ήταν σαφώς πιο απαισιόδοξα. Τα αποθέµατα (9.400 οκάδες πυρίτιδα, 9.300 οκάδες µολύβι, 18.600 οκάδες τουφεκόπετρες κλπ.) έφθαναν µόλις για τρεις µήνες πολέµου και αυτό µε την προϋπόθεση πως δεν θα ήταν έντονη η δραστηριότητα υπονόµων και ότι τα 14 πυροβόλα και οι τρεις βοµβοβόλοι του φρουρίου θα απαντούσαν µε φειδώ στις εχθρικές προκλήσεις. Έπειτα από τη λογιστική των εφοδίων, η πειθαρχία ήταν ο δεύτερος µεγάλος πονοκέφαλος των εγκλείστων της Ακρόπολης.

Από τους ακολούθους του Γκούρα ο εγκλεισµός στην Ακρόπολη, απέναντι σε έναν αποφασισµένο εχθρό, κρίθηκε υπερβολικά επικίνδυνη για το επαγγελµατικό τους µέλλον επιχείρηση και οι περισσότεροι από αυτούς αποφάσισαν να καταγγείλουν -όπως θα λέγαµε σήµερα- τις συµβάσεις εργασίας που τους καθήλωναν στην ελάχιστα υποσχόµενη αυτή θέση. Άρχισαν λοιπόν να διαρρέουν, δηλαδή να λιποτακτούν, διασχίζοντας τις γραµµές του εχθρού µέσα από τα ερείπια της κάτω του φρουρίου πόλης.

Ο Γκούρας, αντιλαµβανόµενος την τροπή που πήραν τα πράγµατα, σκέφτηκε να σταµατήσει τη διαρροή των πιστών του διά της αποκάλυψης των οδών διαφυγής τους στους εχθρούς: «(Ο Γκούρας) ανήλθε µίαν νύκτα επί του τείχους της Ακροπόλεως και δια στεντορείας φωνής ανήγγειλεν εις τους τουρκαλβανούς και τους Γκέκας την δραπέτευσιν ταύτην. Οι µισθοφόροι πτοηθέντες έµειναν εις τας θέσεις των, αλλλα και ο κίνδυνος ούτος δεν κατόρθωσε να τους συγκρατήση, διότι, αν εδραπέτευον πρότερον αθρόοι, έκτοτε ήρξαντο να δραπετεύωσιν ανά εις ή δύο».

Η ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ

Η πολιορκία της Ακρόπολης άρχισε µε τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο, µε αποτελεσµατικότητα και χρήση µέσων που την έκαναν να διαφέρει απόλυτα από τις πρωτόγονες πολιορκίες του 1821 - 1822. Στον πέµπτο χρόνο του πολέµου οι αντίπαλοι είχαν διδαχτεί τον πόλεµο και µπορούσαν να εφαρµόζουν τεχνικές, αν όχι απόλυτα ευρωπαϊκές, τουλάχιστον εξίσου πολύπλοκες και καταστροφικές. Ήταν µεγάλο ατύχηµα το γεγονός ότι αυτή η κορύφωση της πολεµικής δεξιότητας πραγµατοποιήθηκε σε έναν τόπο γεµάτο από τα λαµπρότερα κληροδοτήµατα της κλασικής αρχαιότητας. Τα τελευταία ήταν τα πρώτα θύµατα της πολεµικής λαίλαπας.

Οι Οθωµανοί εγκατέστησαν στο κανονιοστάσιο στου Φιλοπάππου βαρύ πυροβολικό πολιορκίας, δέκα πυροβόλα των 48 λιτρών, η παρουσία των οποίων στην ξηρά ήταν µάλλον ασυνήθιστη. Το βάρος τους καθιστούσε πραγµατικό άθλο τη χερσαία µεταφορά τους και προφανώς ο Κιουταχής επιστράτευσε όλη του την προηγούµενη γνώση και εµπειρία για να τα µεταφέρει από τις ακτές του Ευβοϊκού στην Αθήνα. Τα αποτελέσµατα όµως τις δράσης τους ήταν καταθλιπτικά:

«Κανονόσφαιραι δε και βόµβαι των 48 λιτρών εκυλίοντο επί των βράχων εκρυγνύµεναι µετά φοβερού πατάγου και θρυµµατίζουσαι τα άπειρα µάρµαρα των οποίων τα τεµάχια εκσφενδονιζόµενα µεθ’ ορµής έβλαπτον τραυµατίζοντα και φονεύοντα τους πολιορκουµένους, οίτινες είχον τρυπώσει εντός των οχυρωµάτων, υπό τας οπάς, εις τους θολωτούς πύργους των φρουρίων και υπό τας επιχωσθείσας οικίας».


Στις 15 Αυγούστου, την ώρα που χρειαζόταν επειγόντως τόνωση του ηθικού των πολιορκηµένων µετά τα κατορθώµατα των µισθοφόρων του Γκούρα και την εµφανέστατη πλέον αδυναµία των Ελληνικών δυνάµεων στο Θριάσιο Πεδίο, οι πολιορκηµένοι επιτέθηκαν υπογείως, µε τον τρόπο που είχαν καλά διδαχθεί στο Μεσολόγγι. Η πρώτη υπόνοµος κατέστρεψε το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, στα πόδια του φρουρίου, µαζί µε τους εχθρούς που είχαν σπεύσει να το καταλάβουν. Οι Οθωµανοί απάντησαν αµέσως µε ένα ακόµα πιο φιλόδοξο έργο. Επιχείρησαν να διανοίξουν σήραγγα κάτω από την πηγή της Κλεψύδρας µε τρόπο ώστε να τη στερέψουν και να στερήσουν τους πολιορκηµένους από το πολύτιµο νερό της.

Ο κίνδυνος ήταν σοβαρός και γι’ αυτό οι πολιορκηµένοι έκαναν έξοδο για να καταστρέψουν το έργο. Στις αρχές Σεπτεµβρίου ο Κιουταχής ολοκλήρωσε το επόµενο τεχνικό του δηµιούργηµα, µία βαθιά τάφρο που ξεκινούσε από τον Άρειο Πάγο και διέτρεχε όλη την ευαίσθητη νότια πλευρά του φρουρίου. Μέσα από αυτήν την τάφρο, αθέατοι και προστατευµένοι, µπορούσαν οι τεχνίτες του να ξεκινούν τα έργα της υπονόµευσης, χωρίς να αντιλαµβάνονται οι του φρουρίου το σηµείο από όπου επερχόταν ο κίνδυνος.

Χρειάζονταν πλέον νυχτερινές αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις, ώστε να επισηµανθούν τα σηµεία όπου εργάζονταν οι εχθροί, να προκληθούν ζηµιές σε αυτά, να αιχµαλωτιστούν ή να φονευθούν, αν ήταν δυνατόν, οι ειδικευµένοι τεχνίτες (υπονοµοποιοί) και να παρθούν υπερπολύτιµα λάφυρα – για την περίσταση, τα πλεκτά καλάθια (ζεµπίλια) µε τα οποία οι εργάτες µετέφεραν το χώµα και τις πέτρες. Ο Μακρυγιάννης άρχισε να χτίζει τη φήµη του πάνω σε αυτές τις επιχειρήσεις.

Στις 31 Ιουλίου 1826, οι Τουρκαλβανοί τού Κιουταχή συνέλαβαν επτά Έλληνες στρατιώτες πού είχαν σταλεί από το στρατόπεδο τής Ελευσίνας προς τους πολιορκημένους της Αθήνας με επιστολές που τους πληροφορούσαν ότι σύντομα θα ξεκινούσε Ελληνική επίθεση κατά του Κιουταχή. Τελικά την πληροφορία την πήρε ο ίδιος ο Κιουταχής, ο οποίος ενέτεινε τις προσπάθειες για κατάληψη της πόλης. Ο Γκούρας δεν είχε φροντίσει να οχυρώσει επαρκώς το τείχος της πόλης ούτε είχε εφοδιάσει την πόλη με κανόνια. Σύμφωνα με τον αυτόπτη μάρτυρα Διονύσιο Σουρμελή, παρά τα τεράστια ποσά που είχε εισπράξει από τον προστάτη του Κωλέττη, το φρούριο είχε τρομερές ελλείψεις σε μπαρούτι, μολύβι και φυσέκια.

Οι Τούρκοι ποτισμένοι με ρούμι και ρακί για να πάρουν θάρρος επιτέθηκαν με την ανατολή του ηλίου της 3ης Αυγούστου 1826 σε πολλά σημεία του τείχους και τελικά κυρίεψαν την Αθήνα από την Γύφτικη Πόρτα (βορειοδυτικά της πόλης όπου ξεκινούσε ο δρόμος για την Ελευσίνα στη σημερινή οδό Σαρρή) και τους προμαχώνες των Αγίων Θεοδώρων και των Αγίων Αναργύρων. Οι απώλειες των Ελλήνων από την μάχη της 3ης Αυγούστου 1826 ήταν 30 νεκροί ενώ οι Τουρκαλβανοί έπιασαν αιχμάλωτες και 40 γυναίκες. Όλοι οι υπόλοιποι έτρεξαν να οχυρωθούν στην Ακρόπολη, αφήνοντας τον Κιουταχή κυρίαρχο της πόλης των Αθηνών.

Ο Καραϊσκάκης πού βρισκόταν στην Ελευσίνα, μόλις έλαβε την είδηση τής κατάληψης των Αθηνών από τις δυνάμεις του Κιουταχή αποφάσισε να δράσει. Παρά την αντίθετη γνώμη του Φαβιέρου, ο οποίος τελικά περισσότερο εμπόδιζε παρά βοηθούσε τον Καραϊσκάκη στις επιχειρήσεις του, ο Ελληνικός στρατός κινήθηκε προς το Χαϊδάρι. Εκεί οι στρατιώτες έριξαν μία ομοβροντία με τα όπλα τους για να κάνουν γνωστή την άφιξή τους τόσο στους πολιορκημένους όσο και στον ίδιο τον Τούρκο σερασκιέρη.

Ο Καραϊσκάκης προτιμούσε να δεχτεί επίθεση παρά να πραγματοποιήσει ο ίδιος επίθεση στο στρατόπεδο του Κιουταχή, αφού απέφευγε σαν τον Κολοκοτρώνη να εκθέτει τους άνδρες του στον κίνδυνο και να τους προκαλεί απώλειες. Ο Ελληνικός στρατός ανερχόταν σε 3000 ενόπλους και είχε να αντιμετωπίσει 20000 Τουρκικό ασκέρι εφοδιασμένο με κανόνια και ισχυρό ιππικό. Ο "Σταυραετός της Ρούμελης" πολύ σωστά υπολόγισε ότι ο Κιουταχής θα έστελνε χωρίς καθυστέρηση το ιππικό του για να διώξει τις ενισχύσεις των Ελλήνων. Έτσι έδωσε εντολή στα παλληκάρια του να φτιάξουν ταμπούρια σε ορεινές θέσεις και να οχυρωθούν εκεί.

Οι Κριεζώτης, Στέφος, Κατσαρός και Περραιβός βρίσκονταν στα αριστερά της Ελληνικής παράταξης και ο Χελιώτης στα δεξιά. Ο Φαβιέρος με τους στρατιώτες του στρατοπέδευσαν σε πιο ομαλό έδαφος χωρίς να σκάψουν χαρακώματα. Το πρωΐ της 6ης Αυγούστου 1826 ξεπρόβαλλε μέσα από τον ελαιώνα περίπολος του Τουρκικού ιππικού την οποία υποδέχτηκαν οι Έλληνες με καταιγισμό πυρών. Η περίπολος επέστρεψε για να αναφέρει τις θέσεις του εχθρού και ύστερα από μία ώρα ολόκληρο το Τουρκικό ιππικό κατέπεσε κατά των Ελλήνων. Οι Έλληνες έμειναν ακλόνητοι στις θέσεις τους, καταφέροντας μεγάλες απώλειες στους Τούρκους ντελήδες (ιππείς).

Ιδιαίτερη ανδρεία έδειξαν οι φιλέλληνες που αποτελούσαν το τακτικό στράτευμα του Φαβιέρου, οι οποίοι βλέποντας τούς Τούρκους να υποχωρούν έτρεξαν να τους κυνηγήσουν. Αυτή η κίνηση δεν άρεσε στον Καραϊσκάκη, ο οποίος γνώριζε ότι σε ανοικτό χώρο το Τουρκικό ιππικό είναι ανίκητο και ζήτησε από τον Φαβιέρο να επιστρέψουν πίσω οι άνδρες του, επιφέροντας για μία ακόμα φορά ρήξη στις σχέσεις των δύο ανδρών. Ο Φαβιέρος με την υπεροψία του Γάλλου αξιωματικού δήλωνε ότι ήρθε να πολεμήσει και να διώξει τον εχθρό από την Αθήνα και όχι να παίρνει εντολές για υποχώρηση.

Τελικά ο Φαβιέρος αναγκάστηκε να δώσει εντολή στους άνδρες του να γυρίσουν πίσω στο στρατόπεδο. Η πρώτη μάχη στο Χαϊδάρι σταμάτησε το απόγευμα και κράτησε πάνω από οκτώ ώρες. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 30 νεκροί ενώ των Τουρκαλβανών πάνω από 400 νεκροί και ακόμα περισσότεροι τραυματίες. Οι Έλληνες λαφυραγώγησαν πολλά άλογα και όπλα από τον εχθρό μαζί με δύο σημαίες, αλλά πιο σημαντική ήταν η νίκη από την άποψη της ψυχολογίας, αφού νικούσαν τα εκλεκτότερα στρατεύματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παίρνοντας και εκδίκηση για το αδικοχαμένο Μεσολόγγι.


Tο βράδυ οι αρχηγοί έκαναν συμβούλιο και αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Χαϊδάρι και να κινηθούν προς τον Πειραιά και την Καστέλα, όπου θα είχαν κοντά τους τα πλοία του Ελληνικού στόλου να τους υποστηρίζουν με τα κανόνια τους. Ο Φαβιέρος όμως, δεν συμφώνησε και δήλωσε ότι θα έμενε ακόμα και μόνος του στο Χαϊδάρι για να αντιμετωπίσει τους Μουσουλμάνους που πολιορκούσαν την ιστορική Ακρόπολη. Αυτή τη φορά επικράτησε η άποψη του Φαβιέρου και το στρατόπεδο δεν διαλύθηκε. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, υπήρχε προβληματισμός με την ήττα στο Χαϊδάρι και ο Κιουταχής ζήτησε επικουρία από τον δραστήριο Πασά της Καρύστου.

Πράγματι, ο Ομέρ πασάς κινήθηκε με μεγάλη ταχύτητα και έφθασε στα Πατήσια με τρεις χιλιάδες άνδρες. Οι δύο Πασάδες οργάνωσαν εκ νέου τον στρατό τους και επιχείρησαν δεύτερη επίθεση στο Χαϊδάρι. Οι Έλληνες, ενημερωμένοι για την άφιξη των ενισχύσεων από τους χωρικούς που είχαν ψευτοπροσκυνήσει τους Τούρκους, επιδιόρθωσαν τις οχυρώσεις τους και περίμεναν. Στις 8 Αυγούστου 1826, με την ανατολή του ηλίου, φάνηκε από μακριά το Τούρκικο ασκέρι με τα μπαϊράκια του και τους ντερβίσηδες να προπορεύονται και να φανατίζουν τα πλήθη για τον ιερό πόλεμο που έκαναν εναντίον των απίστων.

"Υπάρχει μόνο ο Αλλάχ και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του. Θάνατος στους γκιαούρηδες!"

Τα μουσουλμανικά στίφη που μόλυναν με την παρουσία τους το ιερό χώμα της Αττικής εφόρμησαν αλαλάζοντας, έχοντας επικεφαλής τον ίδιο τον Κιουταχή και τον Ομέρ Πασά της Καρύστου. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης βλέποντας τη δύναμη του εχθρού έτρεχε από ταμπούρι σε ταμπούρι για να εμψυχώσει τα παλληκάρια του. Ενώ οι άτακτοι περίμεναν με ψυχραιμία πίσω από τα ταμπούρια τους, ο Φαβιέρος που δεν υπολόγιζε τις ανθρώπινες απώλειες έδωσε εντολή, χωρίς να ενημερώσει τον αρχιστράτηγο, σε ένα τάγμα να κινηθεί εναντίον του Τουρκικού ιππικού. Στη συνέχεια έδωσε εντολή και σε δεύτερο τάγμα να ακολουθήσει από απόσταση το πρώτο.

Καθώς το τακτικό τού Φαβιέρου ανέβαινε ένα ψηλό λόφο από τη μία μεριά, από την άλλη τον ανέβαινε ίλη Τουρκικού ιππικού, χωρίς να υπάρχει οπτική επαφή μεταξύ των δύο αντιπάλων. Στην κορυφή του λόφου συναντήθηκαν οι αντίπαλοι και για μια στιγμή υπήρξε αμηχανία. Οι Τούρκοι αντέδρασαν πιο γρήγορα, επιτέθηκαν και πλήγωσαν τον Γάλλο αξιωματικό Ρομπέρ του πρώτου τάγματος με αποτέλεσμα αυτό να διαλυθεί και οι άνδρες του να υποχωρήσουν ατάκτως. Οι τακτικοί αποτέλεσαν εύκολη λεία για τους Τούρκους σπαχήδες που τους θέριζαν με τα σπαθιά τους.

Ευτυχώς ο Καραϊσκάκης με τον Κριεζώτη αντιλήφθηκαν τον κίνδυνο και έτρεξαν με διακόσιους ατάκτους κατά των εχθρών τρέποντάς τους σε φυγή και διασώζοντας από σίγουρη σφαγή τους άνδρες του τακτικού. Ο Κιουταχής, βλέποντας τον χαλασμό στις τάξεις των Ελλήνων διέταξε γενική επίθεση με δύο σώματα στρατού. Το ένα επιτέθηκε κατά του Περραιβού που βρισκόταν προς την Αθήνα και το άλλο κατά του Μαυροβουνιώτη που βρισκόταν προς το όρος Αιγάλεω. Τα τουφέκια άναψαν και τα κανόνια των Τούρκων βροντούσαν. Οι απώλειες ήταν πολλές ιδιαίτερα στους επιτιθέμενους, καθώς οι άτακτοι είχαν φροντίσει όλη την προηγούμενη νύκτα να φτιάξουν γερά ταμπούρια.

O Χριστόφορος Περραιβός διέταξε τούς άνδρες του να κτυπούν τους αξιωματικούς και τους μπαϊρακτάρηδες. Μία τουφεκιά βρήκε κατακούτελα τον Τούρκο αρχηγό του ιππικού, που ήταν και συγγενής τού Κιουταχή. Μόλις οι Τούρκοι ιππείς είδαν νεκρό τον αρχηγό τους δείλιασαν και άρχισαν να οπισθοχωρούν. Και αυτή η μάχη απέβη νικηφόρα για τους Έλληνες αφού οι Τουρκαλβανοί έχασαν 500 άνδρες και πλήθος από άλογα και όπλα. Αρίστευσε ο Κεφαλονίτης Παρασκευάς Κοντόπουλος από τά Φαρακλάτα, ο οποίος πάλαιψε με τα χέρια με τον Γιουρούκ μπαϊρακτάρη (πρώτο σημαιοφόρο) του Κιουταχή και αφού τον σκότωσε του πήρε και τη σημαία.

Το επόμενο βράδυ ο Καραϊσκάκης, που υποπτεύθηκε ότι οι άνδρες του θα δείλιαζαν και θα τον εγκατέλειπαν, αφού οι Τούρκοι έφερναν νέες ενισχύσεις, αποφάσισε να αποτραβήξει τους άνδρες του. Η επιχείρηση έγινε με απόλυτη μυστικότητα και όλοι οι στρατιώτες τακτικοί και άτακτοι κινήθηκαν κατά τη διάρκεια της νύκτας και βρέθηκαν στην Ελευσίνα μακρυά πλέον από τον κίνδυνο προσβολής από τις υπέρτερες δυνάμεις τού Κιουταχή. Περίπου 50 ήταν οι νεκροί των Ελλήνων, κυρίως του τακτικού σώματος. Οι δύστυχοι τραυματίες που δεν μπόρεσαν ν' ακολουθήσουν και έμειναν στο Χαϊδάρι βασανίστηκαν μέχρι θανάτου από τα Τουρκικά θηρία.

Ο περίφημος πυροβολητής Ήβος Ρίζος που πιάστηκε αιχμάλωτος από τον Κιουταχή είχε προκαλέσει τον θαυμασμό των αντιπάλων του. Όταν τον πήγαν μπροστά στον σερασκέρη, αυτός του πρότεινε να μπει στην υπηρεσία του. Ο Ρίζος αρνήθηκε και τότε ο Κιουταχής διέταξε να τον παλουκώσουν. Οι Τούρκοι συνέλαβαν επίσης αιχμάλωτο τον Αθηναίο Χατζή Λάμπρον Κορομηλά, τον οποίον κάρφωσαν όρθιο επάνω σε μια σανίδα από τα χέρια και τ' αυτιά. Στην θέση αυτή, ο Κορομηλάς έζησε τρεις ημέρες, ώσπου ένας Αλβανός στρατιώτης τον λυπήθηκε και τον σκότωσε.

Μερικοί από τους φιλέλληνες που αγωνίστηκαν στη μάχη του Χαϊδαρίου ήταν ο Γάλλος ταγματάρχης Ρομπέρ, ο Γάλλος λοχαγός Μαγέ, οι Γάλλοι στρατιώτες Βολζιμόν, Μπώ, Σουζιέ Ρουσσέν, ο Ιταλός συνταγματάρχης Πίζα και ο επίσης Ιταλός Πεκαράρα. Την επομένη της μάχης τού Χαϊδαρίου έγινε μία απρόοπτη συνάντηση. Ο Καραϊσκάκης και ο Κιουταχής βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι ο ένας στον άλλο. Αυτό βέβαια δεν έγινε στο πεδίο της μάχης αλλά στη φρεγάτα του Δεριγνύ, όταν από καθαρή σύμπτωση επισκέφθηκαν την ίδια ώρα και οι δύο αρχηγοί τον Γάλλο Ναύαρχο.

Πρώτος είχε πάει ο Κιουταχής με τη συνοδεία του και τον Ομέρ Πασά της Καρύστου και όταν οι Τούρκοι Πασάδες βρίσκονταν ακόμα στην αίθουσα υποδοχής του Δεριγνύ έδεσε στη φρεγάτα το Ψαριανό πλοίο του Γιαννίτση που μετέφερε τον Καραϊσκάκη, τον Γεώργιο Λύκο, τον Γεώργιο Χελιώτη και τον γραμματικό του αρχιστράτηγου Χρηστίδη. Όταν οι Έλληνες οδηγήθηκαν και αυτοί στην αίθουσα υποδοχής του πλοίου ταράχτηκαν και ο Καραϊσκάκης έβαλε το χέρι πάνω στη λαβή του σπαθιού του. Όμως ο Δεριγνύ (L 'amiral de Rigny) τους καθησύχασε και κάνοντας τις απαραίτητες συστάσεις τους προέτρεψε να καθίσουν.


Ο Καραϊσκάκης προχώρησε και αφού έκλινε ελαφρά το κεφάλι του κάθισε απέναντι από τον Κιουταχή. Μετά τη μάχη στο Χαϊδάρι ο Κιουταχής το 'βαλε αμέτι μουχαμέτι να πάρει το κάστρο της Ακρόπολης. Οι απώλειες που είχε στο Χαϊδάρι δεν του επέτρεψαν να διακινδυνέψει να δώσει μία μάχη στην Ελευσίνα για να διαλύσει το Ελληνικό στρατόπεδο. Προτίμησε να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στην άλωση της Ακροπόλεως, ώστε ν' αναγγείλει στον Σουλτάνο του άλλη μία περίλαμπρη νίκη εναντίον των άπιστων Ρούμ. Ο σερασκέρης έστησε και άλλες σειρές από πυροβόλα στον λόφο τού Μουσείου (Φιλοπάππου) και από εκεί κανονιοβολούσε ακατάπαυστα τον Ιερό Βράχο της Ακροπόλεως.

Στην Ακρόπολη ο φρούραρχος Γκούρας είχε στη διάθεσή του οκτακόσιους ένοπλους Αθηναίους και τριακόσιους άνδρες από την προσωπική του φρουρά. Τα τείχη διέθεταν δεκατέσσερα κανόνια και τρία βομβοβόλα. Οι τροφές ήταν αρκετές να θρέψουν την ολιγομελή φρουρά. Αρκετοί ήταν εκείνοι που λιγοψύχησαν και λιποτάκτησαν προτού γίνει ασφυκτική η πολιορκία από τους Τουρκαλβανούς. Ευτυχώς ο Γκούρας είχε απομακρύνει τα γυναικόπαιδα εγκαίρως επιβιβάζοντάς τα από τη θέση "Τρείς Πύργοι" (Παλαιό Φάληρο) σε βάρκες και εν συνεχεία μεταφέροντάς τα μέχρι την Κούλουρη (Σαλαμίνα).

Στις 19 Αυγούστου 1826 τα Τουρκικά στίφη όρμησαν αιφνιδιαστικά να καταλάβουν την Βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Αλεξανδρινού κατασκευασμένη τον 11ο αιώνα, η οποία βρισκόταν στους πρόποδες του βράχου της Ακροπόλεως, νοτίως του θεάτρου του Διονύσου. Οι Έλληνες, που ήταν οχυρωμένοι στην εκκλησία, υποδέχτηκαν τούς Τούρκους με πλήθος από σφαίρες. Ο Κώστας Χορμοβίτης, έχοντας προβλέψει επίθεση σ' εκείνο το μέρος, είχε σκάψει λαγούμι κάτω από την εκκλησία και το είχε γεμίσει με μπαρούτι.

Μόλις πλησίασαν και άλλοι Τούρκοι, οι Έλληνες υποχώρησαν και ο Χορμοβίτης έβαλε φωτιά τινάζοντας τον Βυζαντινό ναό στον αέρα μαζί με όσους Μουσουλμάνους τον είχαν βεβηλώσει με την παρουσία τους. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1826, ο Μαμούρης επικεφαλής ενός σώματος Επτανησίων, αποβιβάστηκε στο Φάληρο και ξεκίνησε νυκτερινή πορεία με προορισμό την Ακρόπολη. Οι πολιορκημένοι είχαν άμεση ανάγκη από ενισχύσεις, αφού η φρουρά μετά από τις λιποταξίες και τις εξόδους είχε αποδυναμωθεί. Μόλις όμως βγήκε η σελήνη, το σώμα τού Μαμούρη δείλιασε, υποχώρησε προς την ακτή και επέστρεψε στην Σαλαμίνα από όπου είχε ξεκινήσει.

Και η δεύτερη απόπειρα των Επτανησίων να εισέλθουν στην Ακρόπολη απέτυχε. Αυτή την φορά οι Επτανήσιοι έχασαν 30 άνδρες από το στρατό του Κιουταχή, ο οποίος βρισκόταν σε επιφυλακή και τους αντιλήφθηκε κρυμμένους στην περιοχή Καράς (Καρέας). Το ιππικό τους κατεδίωξε και τους απέτρεψε από το εγχείρημά τους, έπειτα από σκληρή μάχη. Ξεχώρισε για την ανδρεία του ο Αθανάσιος Λελούδας από την Ιθάκη με τους 22 άνδρες του, οι οποίοι για μία ολόκληρη ημέρα κατάφεραν να αποκρούσουν το Τουρκικό ιππικό από τα πρόχειρα ταμπούρια που είχαν φτιάξει και στο τέλος μόλις έπεσε η νύκτα ξέφυγαν προς την ασφάλεια των Ελληνικών πλοίων που περιπολούσαν κοντά στην παραλία.

Ο Κιουταχής με τα πυροβόλα του σημάδευε τα νοτιοδυτικά τείχη πού προστάτευαν τα Προπύλαια, το θέατρο τού Ηρώδου του Αττικού και τον πύργο του Σερπεντζέ. Σκληρές μάχες έγιναν όμως και στον προμαχώνα του Ανδρούτσου (βορειοδυτικά) όπου βρισκόταν η πηγή Κλεψύδρα που είχε ανακαλύψει ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός και την οποία οι Τούρκοι ήθελαν πάσει θυσία να καταλάβουν. Δίπλα στη ντάπια τού Ανδρούτσου βρισκόταν η ντάπια τού Λιονταριού από όπου ξεκινούσε ο δρόμος που οδηγούσε στο στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Ελευσίνα.

Οι Τούρκοι είχαν ανοίξει μία τάφρο για να υπονομεύσουν το τείχος στη θέση τού Σερπεντζέ, την οποία εξουδετέρωσε με άλλους υπονόμους που κατασκεύασε ο Κώστας Χορμοβίτης. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1826, οι άνδρες τού Μακρυγιάννη έκαναν μία ξαφνική έφοδο και επιτέθηκαν στους Τούρκους πού κατασκεύαζαν νέο υπόνομο από τον λόφο του Αρείου Πάγου μέχρι τον πύργο του Σερπεντζέ. Όσους εργάτες βρήκαν μέσα στον υπόνομο τους συνέλαβαν αιχμαλώτους μαζί με τα πολύτιμα υπονομευτικά τους εργαλεία.

Στις 19 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι κατέλαβαν τις πηγές του Ανδρούτσου, αλλά ο Χορμοβίτης ανατίναξε έναν υπόνομο πού είχε ετοιμάσει τις προηγούμενες ημέρες σκοτώνοντας πολλούς από τους εχθρούς. Ακολούθησε επίθεση από τους άνδρες τού Μακρυγιάννη και νέα πανωλεθρία των πολιορκητών. Οι σκληρές μάχες ακολούθησαν και τις υπόλοιπες μέρες και νύκτες πάντοτε στην θέση του τείχους του Σερπεντζέ. Ο Γκούρας όρθιος στις επάλξεις επιθεωρούσε κάθε φορά τις Ελληνικές και τις εχθρικές γραμμές. Το βράδυ τής 30ης Σεπτεμβρίου 1826 διέκρινε έναν Τούρκο και τον πυροβόλησε.

Η σφαίρα αστόχησε, αλλά ο Τούρκος είδε την φλόγα στην κάννη του όπλου και κατάλαβε τη θέση του Γκούρα. Αμέσως πυροβόλησε και το βόλι βρήκε τον Γκούρα κατακέφαλα και τον έστειλε να συναντήσει τον ευεργέτη του Ανδρούτσο στον άλλο κόσμο. Λίγοι έκλαψαν για το θάνατο του σκληρού και άδικου οπλαρχηγού και ανάμεσά τους η γυναίκα του Ασήμω Γκούρα, κόρη του κοτσαμπάση του Λιδωρικίου Αναγνώστη Λιδωρίκη. Η "Νταλιάνα", όπως τήν αποκαλούσαν λόγω του μεγέθους της, ήταν αυτή πού είχε επηρεάσει τον Γκούρα εναντίον του Ανδρούτσου και ήταν το ίδιο μοχθηρή και φιλοχρήματη σαν τον άντρα της.

Η γυναίκα του Γκούρα, είχε συγκεντρώσει τους αμύθητους θησαυρούς στο Ερέχθειο, το οποίο χρησιμοποιούσε σαν σπίτι της. Τη θέση του Γκούρα στην διοίκηση του κάστρου της Ακρόπολης την πήρε ο Μακρυγιάννης, ο οποίος είχε διακριθεί για την ανδρεία του σε όλες τις μάχες. Ο Κιουταχής επιχείρησε πάλι να καταλάβει την πηγή του Ανδρούτσου (Κλεψύδρα) και επιτέθηκε εναντίον του προμαχώνα του Λεονταρίου που είχαν οχυρώσει οι Έλληνες. Ο Χορμοβίτης άναψε το φιτίλι για να ανατινάξει έναν υπόνομο πού είχε σκάψει σ' εκείνη τη θέση, αλλά το φιτίλι λόγω της υγρασίας έσβησε.


Οι αμυνόμενοι εγκατέλειψαν την ντάπια τού Λιονταριού και την κατέλαβαν οι Τουρκαλβανοί. Οι Έλληνες όμως άρχισαν να τους εκσφενδονίζουν από την Ακρόπολη βόμβες με φιτίλι, οι οποίες προκάλεσαν πολλές απώλειες στους εχθρούς, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν. Μεταξύ των νεκρών των επιτιθέμενων ήταν και ο παλαιός φρούραρχος του κάστρου της Ακρόπολης πού είχε ηγηθεί τής επίθεσης. Ο Κιουταχής επέμενε στις επιθετικές του ενέργειες και αυτή τη φορά οργάνωσε έφοδο από τον λόφο του Αρείου Πάγου και την εκκλησία της Αγίας Μαρίνας προς τα Προπύλαια.

Διέταξε τους γενναίους Γκέκηδες και τους Μουσουλμάνους από τη Βοσνία να τα καταλάβουν και τους έταξε χιλιάδες γρόσια. Ακολούθησαν σκληρές μάχες σώμα με σώμα. Τα γιαταγάνια θέριζαν τα κεφάλια και από τις δύο πλευρές. Ο Χορμοβίτης που βρισκόταν χωμένος σ' ένα λαγούμι θα αιχμαλωτιζόταν από τους Αλβανούς Γκέκηδες, εάν δεν έτρεχε ο Μακρυγιάννης με τους πιο γενναίους στρατιώτες του για να τον σώσουν κυριολεκτικά μέσα από τα χέρια των Μουσουλμάνων. Πάνω από την Ακρόπολη οι Αθηναίοι επανέλαβαν τις ρίψεις βομβών με φιτίλι με αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί από τους εισβολείς και οι υπόλοιποι να υποχωρήσουν κακήν κακώς.

Όλες οι προσπάθειες του Καραϊσκάκη για να στείλει ενισχύσεις στους πολιορκημένους είχαν αποτύχει. Αυτή τη φορά ο αρχιστράτηγος σκέφτηκε να πραγματοποιήσει επίθεση στο Τουρκικό στρατόπεδο από το Μενίδι για να τραβήξει την προσοχή των Τούρκων προς εκείνη την περιοχή. Ταυτόχρονα έδωσε εντολή στους Νικόλαο Κριεζώτη, Δημήτριο Λέκκα, Ιωάννη Μαμούρη και Τριαντάφυλλο Τσουρά να πάρουν τριακόσιους άνδρες και να ξεκινήσουν από την Κωλιάδα (Άγιο Κοσμά) όταν θ' άκουγαν μέσα στη νύκτα πυροβολισμούς από την πλευρά τού Μενιδίου.

Πράγματι ο Καραϊσκάκης άρχισε να κανονιοβολεί το στρατόπεδο τού Κιουταχή από το Δραγουμάνο αποσπώντας την προσοχή των Τούρκων και οι άνδρες του Κριεζώτη περπατώντας μέσα στο σκοτάδι κινήθηκαν πολύ γρήγορα από την πλευρά τού Φαλήρου και έφθασαν ασφαλείς στην κεντρική πόρτα στα Προπύλαια από όπου μπήκαν μέσα στο κάστρο. Η φρουρά της Ακρόπολης ένιωσε μεγάλη ανακούφιση με τις ενισχύσεις και ξεκίνησε νέες προσπάθειες αναχαίτησης των Τούρκων. Στις 24 Οκτωβρίου 1826 οι άνδρες τού Μακρυγιάννη επιτέθηκαν από τον Σερπεντζέ προς τον λόφο του Μουσείου (Φιλοπάππου) για να εξουδετερώσουν έναν υπόνομο που κατασκεύαζαν οι Τούρκοι.

Η επίθεση στέφθηκε με επιτυχία αφού οι Έλληνες κατάφεραν να διώξουν τους Τούρκους και να αιχμαλωτίσουν 16 λαγουμιτζήδες. Στη μάχη αυτή λίγο έλειψε να σκοτωθεί ο Μακρυγιάννης, ο οποίος τραυματίστηκε για άλλη μία φορά σοβαρά στο κεφάλι. Οι άνδρες του με αυτοθυσία τον έσυραν στα μετόπισθεν για να μην τον συλλάβουν ζωντανό οι εχθροί. Ο Κιουταχής έβλεπε όλες του τις προσπάθειες ν' αποτυγχάνουν και αποφάσισε να καταστρέψει με έκρηξη την πηγή Κλεψύδρα στο βορειοδυτικό άκρο της Ακρόπολης. Έδωσε εντολή να κατασκευαστεί ένα μεγάλο λαγούμι στον ναό της Υπαπαντής και να φθάσει μέχρι την ντάπια τού Ανδρούτσου που βρισκόταν η πηγή.

Οι Τούρκοι τοποθέτησαν στον υπόνομο τρεις χιλιάδες οκάδες πυρίτιδας προσδοκώντας να σειστεί το έδαφος και να καταστραφεί η πηγή με το νερό. Ο Χορμοβίτης όμως καραδοκούσε. Κατασκεύασε δώδεκα ανθυπονόμους, γύρω από τον μεγάλο υπόνομο των Τούρκων, ώστε να εκτονωθούν τα αέρια που θα προκαλούσε η έκρηξη.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΓΚΟΥΡΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ

Η ακούραστη και εφευρετική δραστηριότητα των πολιορκηµένων οφειλόταν κυρίως στους Αθηναίους πολιτοφύλακες και στους οπλαρχηγούς τους, όπως ο Ιωάννης Μακρυγιάννης. Οι επαγγελµατίες του Γκούρα, δυσαρεστηµένοι από την παρεµπόδιση της φυγής τους, είχαν ουσιαστικά κατέλθει σε ένα είδος λευκής απεργίας περιορίζοντας τη µάχιµη δραστηριότητά τους στην απαίτηση τακτικής πληρωµής των µισθών τους. Ίσως ποτέ άλλοτε στη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, αυτή η πρακτική της εξαγοράς στρατιωτικών υπηρεσιών δεν είχε τόσο χυδαία αποκρουστικό πρόσωπο.

Κάτι ανάλογο συνέβαινε µε τα σώµατα που οι έµπιστοι του Γκούρα συγκέντρωναν έξω από το κάστρο για να ενισχύσουν τη φρουρά του τελευταίου. Οι ένοπλοι, αφού λάβαιναν τον µισθό τους, προσαυξηµένο λόγο του επικινδύνου της αποστολής -οι προκαταβολές έφθασαν τα εκατό ή τα εκατόν πενήντα γρόσια-, αρνούνταν να προχωρήσουν προς την Ακρόπολη, προφασιζόµενοι το τάδε Οθωµανικό φυλάκιο ή τη δείνα περίπολο Δελήδων. Στις 30 Σεπτεµβρίου, τη νύχτα, ο ίδιος ο Γκούρας καιροφυλακτούσε, όπως κάθε βράδυ, στο οχυρό του Σερπεντζέ, προσέχοντας τόσο τις κινήσεις των εχθρών όσο και τις τυχόν απόπειρες λιποταξίας των δικών του εµπίστων.

Κάποια στιγµή θέλησε να πυροβολήσει µέσα από την τουφεκίστρα, το φυτίλι όµως του όπλου του -η ίσκα- δεν κατάφερε να µεταδώσει τη φωτιά στο µπαρούτι. Χρειάστηκε τότε να αλλάξει ίσκα αφήνοντας για λίγα δευτερόλεπτα την κάφτρα της ορατή στον εχθρό. Αυτός ο χρόνος ήταν αρκετός για τον απέναντι ελεύθερο σκοπευτή που επίσης καραδοκούσε την άτυχη στιγµή του αντιπάλου του. Το βόλι του, περνώντας µέσα από την τουφεκίστρα, πέτυχε τον φρούραρχο της Ακρόπολης στο κεφάλι και τον άφησε ακαριαία άπνουν.

Την εποµένη ο νεκρός ενταφιάστηκε σε περίοπτη θέση, µπροστά από τον Παρθενώνα, τιµή που δεν είχαν αξιωθεί οι περίπου εκατό έως τότε νεκροί των πολιορκηµένων. Στο στρατόπεδο του Κιουταχή η είδηση του θανάτου του αντιπάλου αρχηγού σήµανε ξέφρενη δραστηριότητα για να επωφεληθούν από το σάστισµα των εχθρών τους και να κάµψουν τη διάθεσή τους για αντίσταση. Μέσα σε λίγες ηµέρες το πυροβολικό έριξε σχεδόν το σύνολο των αποθεµάτων του, 7.000 βλήµατα, ενάντια στο φρούριο προκαλώντας διαρκή ορυµαγδό και υποχρεώνοντας τους υπερασπιστές να ζουν υπογείως.

Τα κοµµάτια του µαρµάρου που πετάγονταν προς κάθε κατεύθυνση πλήγωσαν σχεδόν το σύνολο των υπερασπιστών, αν και τα µέτρα προφύλαξης περιόρισαν τους θανάτους. Οι πολιορκηµένοι, για να εκτονώσουν λίγο την πίεση που δέχονταν αλλά και να δηλώσουν την αποφασιστικότητά τους για συνέχιση του αγώνα απάντησαν µε 1.200 βλήµατα που µείωσαν επικίνδυνα τα αποθέµατά τους σε πυρίτιδα. Ο θάνατος του Γκούρα και ο κατακλυσµός που τον ακολούθησε δεν έκαµψαν την απόφαση των πολιορκηµένων να συνεχίσουν τον αγώνα, µετέβαλαν όµως τις εσωτερικές ισορροπίες στο φρούριο.


Οι Αθηναίοι πολιτοφύλακες ήταν πλέον εκείνοι που θα καθόριζαν τις τύχες της πολιορκίας. Από αυτούς ισχυρό λόγο θα είχαν οι γνώστες των τεχνικών -όπως ο Κώστας Λαγουµιτζής- ή οι πλέον µαχητικοί των οπλαρχηγών τους, όπως ο Μακρυγιάννης. Αυτοί πήραν επάνω τους τη συνέχιση ενός πολέµου που, µε τους βοµβαρδισµούς, τους υπονόµους, τους ελεύθερους σκοπευτές, τον αγώνα µέσα σε χαρακώµατα, θύµιζε λίγο τις γνωστές σε εµάς εικόνες του Α’ Παγκόσµιου πολέµου.

Στις 7 Oκτωβρίου τα στρατιωτικά σώµατα των Γκέγκηδων συγκέντρωσαν τις επιθέσεις τους στον Σερπεντζέ, δηλαδή στο µακρύ οχύρωµα που ξεκινούσε από τα ερείπια του θεάτρου του Ηρώδου του Αττικού και έφθανε έως το θέατρο του Διονύσου, κρατώντας µακριά τους πολιορκητές από τα πόδια του βράχου της Ακρόπολης, όπου µεταξύ άλλων βρισκόταν και η ζωτικής σηµασίας πηγή της Κλεψύδρας. Το οχυρό προάσπιζαν οι Αθηναίοι µε τον Μακρυγιάννη και οι συγκρούσεις πήραν επικό χαρακτήρα. Ο Μακρυγιάννης πληγώθηκε και οι Αθηναίοι είχαν τριάντα νεκρούς στις µάχες.

Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΦΟΔΙΩΝ

Αν και οι τύχες του πολέµου εξακολουθούσαν να ευνοούν τους υπερασπιστές της Ακρόπολης, η φθορά των ανθρώπων και η εξάντληση των εφοδίων δηµιουργούσε δυσοίωνες προοπτικές για το άµεσο µέλλον. Έως τα µέσα του Οκτωβρίου η φρουρά είχε τετρακόσιους νεκρούς και τραυµατίες, χωρίς να προσµετράται η λιποταξία των ανδρών του Γκούρα. Οι εκ του συστάδην µάχες, οι υπόνοµοι και οι βοµβαρδισµοί ελάττωναν καθηµερινά την ποσότητα της διατιθέµενης πυρίτιδας. Η ενίσχυση του φρουρίου από έξω φαινόταν πλέον ως ζωτική προϋπόθεση για τη συνέχιση της άµυνας.

Η αποστολή ενισχύσεων προς την Ακρόπολη οργανώθηκε ως µέρος ενός γενικότερου σχεδίου, καθώς βασική προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήµατος κρίθηκε ότι ήταν οι αντιπερισπασµοί που θα αποµάκρυναν από την πολιορκία µέρος των δυνάµεων του Κιουταχή. Το τακτικό σώµα του Φαβιέρου µε δύο τάγµατα (1.000 άνδρες) πεζικού, δύο ίλες ιππικού (80 ιππείς) και πυροβολαρχία 80 ανδρών και τεσσάρων πυροβόλων αποβιβάστηκε στα Μέγαρα µε στόχο τη Θήβα και την αποκοπή του Κιουταχή από τους δρόµους εφοδιασµού του από τα βόρεια.

Η εκστρατεία απέτυχε όταν, µε την είσοδο στη Βοιωτία, οι περίπου 600 άτακτοι που συνόδευαν το σώµα του Φαβιέρου -αν και αµοιβόµενοι καλύτερα από τους τακτικούς οµολόγους τους- λιποτάκτησαν οµοθυµαδόν, προκαλώντας οργή και δυσπραγία στο τακτικό. Η απειλή όµως καταγράφηκε από τον Κιουταχή που ενίσχυσε τις εκεί φρουρές του αποσπώντας δυνάµεις από την πολιορκία. Ανάλογο αποτέλεσµα είχε και η επιδροµή του Καραϊσκάκη προς το Μενίδι που υποχρέωσε τη µετακίνηση Οθωµανικών µονάδων, κυρίως ιππικού, προς τα βόρεια.

Οι αντιπερισπασµοί µε τον τρόπο αυτό λειτούργησαν, γεγονός που έκανε δυνατή την πρώτη είσοδο επικουριών στην πολιορκηµένη Ακρόπολη. Πραγµατικά, τη νύχτα της 11ης Οκτωβρίου, µία δύναµη τριακοσίων πολεµιστών, το σώµα των εθελοντών Επτανησίων και δυνάµεις διαφόρων οπλαρχηγών, κατάφερε να περάσει µέσα στο φρούριο αποκαθιστώντας κάπως τη δύναµη της φρουράς στο προηγούµενο ύψος της. Το ζήτηµα των εφοδίων παρέµενε όµως κρίσιµο. Οι εχθροπραξίες ξανάρχισαν µε νέα ένταση. O Kιουταχής πήρε άµεσα µέτρα για να µην επαναληφθεί η είσοδος επικουριών µέσα στο φρούριο.

Bάθυνε τη µεταξύ του Mουσείου και του παρατειχίσµατος τάφρο, ανύψωσε χώµατα και επισώρευσε κλαδιά δένδρων στα χείλη της. Tαυτόχρονα ανανέωσε τον πόλεµο των υπονόµων προσπαθώντας να καταστρέψει τα κάτω από τον βράχο οχυρώµατα των πολιορκηµένων ή να καταστρέψει την πηγή ύδευσης, την Κλεψύδρα. Οι πολιορκηµένοι αντέδρασαν µε εξόδους και ανθυπονόµους που ακύρωσαν και τα νέα σχέδια του εχθρού.

«Ώρµησαν (οι Γκέγκηδες) αίφνις την 7 Oκτωβρίου περί την δ’ ώραν, εκυρίευσαν εν των πλησίον του παρατειχίσµατος οχυρωµάτων και κατέλαβαν και το στόµα υπονόµου τινός, καθ’ ήν ώραν συνέπεσε να ανευρεθεί ο υπονοµοποιός Kώστας επιτηρών την κατασκευήν της. Iδών δε ο το παρατείχισµα φυλάττων Mακρυγιάννης τον κίνδυνον του υπονοµοποιού, εξήλθεν εις αντίληψίν του και παραλαβών τους περί αυτόν Aθηναίων. Eξήλθον µετ’ ολίγον και τινες άλλοι, και συγκροτήσαντες δίωρον µάχην, κανιονοβολούντων και βοµβοβολούντων και των εν τη Aκροπόλει, απεδίωξαν τους εχθρούς, και διέσωσαν τον κινδυνεύοντα πολύτιµον συναγωνιστήν των.

Eπιµένοντες οι εχθροί εις την εκτέλεσιν του σκοπού των κατέφυγαν προς αποφυγήν του πυρός υπό τας στοάς του θεάτρου καιροφυλακτούντες να εισπηδήσωσιν. Aλλ’ οι Έλληνες, κρεµώντες άνωθεν βόµβας, αναµµένων των φυτιλίων, και ρίπτοντες και άλλας εµπρηστικές ύλας, έβλαψαν πολλούς και ανάγκασαν τους λοιπούς, ελθούσης της νυκτός, να εξέλθωσι των στοών δροµαίοι. Tέσσαρες αυτών έπεσαν επί της εξόδου των. Oι δε φιλέκδικοι Aλβανοί, οι ονειδισθέντες επί τη εις κυρίευσιν του Λεονταρίου αποτυχία, βλέποντες άνωθεν του Mουσείου όσα υπέφεραν οι υπό τας στοάς καταφυγόντες συνάδελφοί των Γκέγκαι, αντί να κινηθώσιν εις συµπάθειαν, εκάγχαζαν εµπαίζοντές τους.

Πεντακόσιαι βόµβαι και άλλαι τόσαι κανονόσφαιραι ερρίφθησαν την ηµέραν εκείνην επί την Aκρόπολιν, δέκα Έλληνες εφονεύθησαν, και πολλοί επληγώθησαν, εν οίς και ο Mακρυγιάννης εις την κεφαλήν. Tην δε επιούσαν νύκταν άναψεν ο Kώστας την υπόνοµον, ην ευρέθη επί της εφόδου, ώρµησαν οι Έλληνες µετά την εκραγήν αυτής, και οι εχθροί έπαθαν και την ηµέραν εκείνην».


Ο Κιουταχής δεν παραιτήθηκε από τα σχέδιά του. Με τη συνδροµή Ιταλού υπονοµοποιού άρχισε τη διάνοιξη µιας νέας υπονόµου, η µεγάλη ισχύς της οποίας θα προκαλούσε αποφασιστική ζηµιά στα οχυρώµατα των Ελλήνων. Το έργο ξεκίνησε από τις υπώρειες του σηµερινού λόφου του Αστεροσκοπείου και προχώρησε προς τα οχυρώµατα της Kλεψύδρας και του Λεονταριού. Στο τέλος της διαδροµής της τοποθετήθηκαν 2.800 οκάδες πυρίτιδας, ποσότητα ικανή να ανατρέψει κυριολεκτικά όλα όσα βρίσκονταν από πάνω της.

Το µεγάλο αυτό έργο επισηµάνθηκε από τους πολιορκηµένους οι οποίοι, µην µπορώντας να το σταµατήσουν µε άλλον τρόπο, βασίστηκαν στις γνώσεις και στη δεξιοτεχνία του Κώστα Λαγουµιτζή για τα πρέποντα αντίµετρα. Ο τελευταίος στάθηκε, για µία ακόµα φορά, άξιος της εµπιστοσύνης των συµπατριωτών του. Αντιλαµβανόµενος ότι δεν υπήρχε τρόπος να εµποδιστεί η έκρηξη, έβαλε να κατασκευαστούν γύρω από τα απειλούµενα οχυρώµατα δώδεκα φρεάτια βάθους 10 µ. (9 οργιές) και διαµέτρου 1,5 µ. Tα φρεάτια αυτά συνδέθηκαν στον πυθµένα τους µε σήραγγα όσο γινόταν πιο ευρύχωρη.

Στις 10 Νοεµβρίου ο Κιουταχής συγκέντρωσε µε όσο το δυνατό πιο διακριτικό τρόπο τις δυνάµεις του και έδωσε το πρόσταγµα της ανατίναξης της υπονόµου, ελπίζοντας να εκµεταλλευτεί τις ζηµιές και το σάστισµα του εχθρού. Το έργο του Λαγουµιτζή όµως απέδωσε και η δύναµη της έκρηξης -παρά το βουητό και το τράνταγµα που προκάλεσε- απορροφήθηκε από τα φρεάτια και τις σήραγγες. Ο Κιουταχής, υποψιαζόµενος δολιοφθορά, διέταξε να σουβλιστούν δύο τεχνίτες από την Ήπειρο που είχαν εργαστεί στην προετοιµασία της υπονόµου. Σε αντίποινα, οι πολιορκηµένοι ανασκολόπισαν δεκαοκτώ Οθωµανούς αιχµαλώτους στα τείχη της Ακρόπολης.

Ακολούθησαν νέες προσπάθειες και ανατινάξεις σε αυτόν τον µεθοδικό σκληρό υπόγειο πόλεµο των στοών. Η Ακρόπολη τραντάχθηκε πολλές φορές, πέτρες και χώµατα κατρακύλησαν στις πλαγιές της και ρωγµές εµφανίστηκαν στους αρχαιότερους πύργους της. Σε γενικές γραµµές όµως πιστοποίηθηκε ότι δεν ήταν αυτός ο τρόπος που θα έφερνε την πτώση του φρουρίου. Προοδευτικά, καθώς το κόστος των προσπαθειών υπερκάλυπτε τα αποτελέσµατα της µεθόδου, ο διά των υπονόµων πόλεµος εγκαταλείφθηκε από τον κατακτητή. Τη θέση του πήρε ο πόλεµος φθοράς. Η εξάντληση των πολιορκηµένων και προπαντός των εφοδίων τους θα ήταν πλέον ο στόχος του Κιουταχή.

Τη νύκτα της 1ης Νοεμβρίου 1826, οι Τούρκοι έριξαν τρεις κανονιοβολισμούς για να απομακρυνθούν όλοι όσοι βρίσκονταν κοντά στο ναό της Υπαπαντής και στον λόφο του Αρείου Πάγου. Περίμεναν μεγάλα αποτελέσματα από την έκρηξη του υπονόμου και πολλοί από αυτούς έφθασαν μέχρι τον λόφο τού Μουσείου (Φιλοπάππου). Ο Κιουταχής, σίγουρος για την πτώση μεγάλου τμήματος του φρουρίου, είχε ετοιμάσει και ισχυρό στράτευμα για να διενεργήσει έφοδο κατά των τειχών. Η έκρηξη όμως που έγινε ήταν πολύ κάτω του αναμενομένου, (ώδινεν όρος και έτεκε μύν, σύμφωνα με τον Διονύσιο Σουρμελή).

Τα αέρια βρήκαν διέξοδο από τα λαγούμια που είχε κατασκευάσει ο Χορμοβίτης με αποτέλεσμα να ξεπηδήσουν φλόγες από τους υπονόμους που είχε κατασκευάσει ο Έλληνας λαγουμιτζής, χωρίς να γίνει πολύ ισχυρή έκρηξη. Οι Τούρκοι περίμεναν να γκρεμιστεί το φρούριο αλλά όταν ξέσπασαν πανηγυρισμοί εκ μέρους των Ελλήνων κατάλαβαν την αποτυχία του εγχειρήματος. Ο Τούρκος σερασκέρης λύσσαξε από το κακό του, καθώς έβλεπε πολλούς από τους ατάκτους Αλβανούς να εγκαταλείπουν το στρατόπεδό του.

Ο αιμοβόρος Πασάς για να ξεσπάσει την κακία του παλούκωσε στο λόφο του Αρείου Πάγου τους Έλληνες αιχμαλώτους που είχε μαζί του και τους έψησε με σιγανή φωτιά. Οι Έλληνες απάντησαν στην βαρβαρότητα κρεμώντας από τις επάλξεις της Ακροπόλεως δεκαοκτώ Τούρκους αιχμαλώτους, αφού πρώτα τούς βασάνισαν, Πρωταγωνιστής στα βασανιστήρια των Τούρκων αιχμαλώτων ήταν ένας διαβόητος παπάς με τ' όνομα Συνέσιος, γνωστός σε όλους τους Αθηναίους για τη θηριωδία του.

Όταν τον Νοέμβριο παρατηρήθηκε έλλειψη στην πυρίτιδα, οι Αθηναίοι ζήτησαν από τον Μακρυγιάννη, ο οποίος υπέφερε από τα πολλά του τραύματα, να πάει στην Αίγινα, όπου είχε την προσωρινή της έδρα η κυβέρνηση Ζαΐμη για να ζητήσει επειγόντως την αποστολή πυρίτιδος και άλλων πολεμοφοδίων στο κάστρο τής Ακρόπολης. Ο Μακρυγιάννης, αν και τραυματισμένος κατάφερε με πέντε έφιππους άνδρες που τον συνόδευαν, να διασπάσει τον ασφυκτικό κλοιό των Τούρκων, να διαβεί την τάφρο και να φτάσει στο Δαφνί. Από εκεί πέρασε στην Ελευσίνα και στη συνέχεια έφθασε στην Αίγινα.

Ο Ζαΐμης, ο οποίος είχε υποφέρει από τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα κατά την διάρκεια του εμφυλίου, υποδέχτηκε τον Μακρυγιάννη με πολλή εγκαρδιότητα, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του. Ο Ζαΐμης ζήτησε από τον Φαβιέρο που βρισκόταν στα Μέθανα να αναλάβει την τροφοδοσία του φρουρίου με το τακτικό του σώμα. Ο πρόθυμος Φαβιέρος οργάνωσε ένα σώμα πεντακοσίων ανδρών και αφού φόρτωσε στον καθένα από ένα σακί με πυρίτιδα ξεκίνησε την αποστολή του.

Την 1η Δεκεμβρίου 1826, από τους Τρεις Πύργους (Φάληρο), ο Φαβιέρος με οδηγούς δύο άνδρες που του είχε δώσει ο Μακρυγιάννης, μετά από νυκτερινή πορεία έφτασε στο λόφο του Μουσείου (Φιλοπάππου). Οι άνδρες του Φαβιέρου έφτασαν στην τάφρο και άρχισαν να δέχονται πυροβολισμούς από τους Τούρκους σκοπούς. Τότε ο Κριεζώτης, που κατάλαβε ότι έφθανε βοήθεια, έδωσε εντολή στη φρουρά να κάνει έξοδο και να κτυπήσει τους Τούρκους που ήταν έξω από το τείχος του Σερπεντζέ, ώστε να βρουν ευκαιρία οι άνδρες του τακτικού να μπουν στο φρούριο, όπως και έγινε. Τέσσερεις άνδρες τού Φαβιέρου σκοτώθηκαν και ο Ιταλός Πίζα τραυματίστηκε σοβαρά.


Ο Γάλλος Ρομπέρ τραυματίστηκε πολύ σοβαρά και όταν οι Τούρκοι ήταν έτοιμοι να τον αποκεφαλίσουν, οι άνδρες του Κριεζώτη πρόλαβαν να τον πάρουν από τα χέρια τους. Ο Ιωάννης Τουρκοδήμος από τα Κούντουρα (Μάνδρα Αττικής) τον κουβάλησε στον ώμο, αλλά ο γενναίος Γάλλος, ο οποίος έφερε εικοσιτέσσερα τραύματα, πέθανε μετά από έξι ημέρες. Οι Αθηναίοι υποδέχτηκαν τον Φαβιέρο σαν σωτήρα, αφού έφερε μαζί του τέσσερεις χιλιάδες οκάδες πυρίτιδα, πολύτιμες για τους υπονόμους που κατασκεύαζε ο Χορμοβίτης.

Αποφάσισαν τότε να κάνουν μία επίθεση κατά της πόλης των Αθηνών και ν' απομακρύνουν όσους Τούρκους είχαν οχυρωθεί στα κοντινά προς το κάστρο σπίτια. Τα χαράματα της 6ης Δεκεμβρίου 1826, οι τακτικοί στρατιώτες του Γάλλου συνταγματάρχη με τους άνδρες του Κριεζώτη, του Ευμορφόπουλου, του Τζουρά και του Παπακώστα επιχείρησαν ταυτόχρονη επίθεση προς τρία σημεία της πόλης. Ο αιφνιδιασμός πέτυχε, αλλά το σώμα του Ευμορφόπουλου και του Τζουρά που βγήκε από τα ανατολικά προς τον μαχαλά της Πλάκας εγκλωβίστηκε στο σπήλαιο της Χρυσοσπηλιώτισσας, κοντά στο θέατρο τού Διονύσου.

Ο Κιουταχής έστησε πυροβόλα στο ναό του Ολυμπίου Διός και άρχισε να πυροβολεί τους αποκλεισμένους. Οι πολιορκημένοι, πάνω στην Ακρόπολη, έστρεψαν με τη σειρά τους τα δικά τους πυροβόλα προς τους στύλους τού Ολυμπίου Διός και άρχισαν να πυροβολούν προς την εχθρική πλευρά, ανατρέποντας τα σχέδια τού Κιουταχή και σώζωντας τους άνδρες του Ευμορφόπουλου, οι οποίοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν και να μπουν στο φρούριο. Στο εσωτερικό του κάστρου οι βόμβες του Κιουταχή έπεφταν ασταμάτητα και σκορπούσαν τον θάνατο.

Η γυναίκα τού Γκούρα έμενε στο ναό τού Ερεχθέα, όπου είχε συγκεντρώσει την αμύθητη περιουσία που είχε συρρεύσει η απληστία του άνδρα της. Ο Γκούρας είχε τοποθετήσει στη στέγη του ναού χώμα για να προστατεύει το κτίριο, όπου είχε βρει καταφύγιο η οικογένειά του. Είχε δώσει ευχή και κατάρα στην γυναίκα του, εάν τυχόν αυτός πάθαινε κάτι να φύλαγε την τιμή του και να μην ξαναπαντρευόταν. Τελικά η κατάρα τού Γκούρα έπιασε τόπο. Η χήρα, μόλις τρεις μήνες μετά τον θάνατο του άνδρα της αρραβωνιάστηκε με το νέο φρούραρχο Κριεζώτη. Δεν θα χαιρόταν όμως για πολύ το νέο της άνδρα.

Στις 13 Ιανουαρίου 1827, μια βόμβα έπεσε στο Ερέχθειο, και το χώμα στην σκεπή του ναού, επιβάρυνε τη στατικότητα και ο ναός κατέρρευσε πλακώνοντας την Γκούραινα και την αδελφή της Κάρμαινα με τα παιδιά τους. Η μοίρα είχε παίξει το δικό της παιχνίδι. Το χώμα που είχε τοποθετήσει ο Γκούρας σκότωσε την γυναίκα του που τον απάτησε. Το ζευγάρι είχε πεθάνει στο ίδιο μέρος που είχε δολοφονηθεί ο πάλαι ποτέ προστάτης του Γκούρα Ανδρούτσος. Τα εκατοντάδες χιλιάδες γρόσια που είχε πάρει ο Γκούρας για να προδώσει τον καπετάνιο του δεν πρόλαβε να τα χαρεί ούτε αυτός, ούτε η γυναίκα του, ούτε τα παιδιά του.

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΥΠΕΡΚΕΡΑΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΩΝ

Περίπου στα τέλη του 1826 οι Έλληνες οργάνωσαν µία συνδυασµένη επιχείρηση που θα ανάγκαζε τον Κιουταχή να λύσει την πολιορκία της Ακρόπολης. Το σχέδιο συνίστατο στη µεταφορά του πολέµου στα µετόπισθεν των πολιορκητών, έτσι ώστε αυτοί να βρεθούν αποκοµµένοι από τον εφοδιασµό και τις ενισχύσεις. Την υλοποίησή του ανέλαβε ο Κωλέττης που στάλθηκε στις Σποράδες για να οργανώσει ένα εκστρατευτικό σώµα µε τους εκεί ευρισκόµενους Θεσσαλούς και Μακεδόνες πρόσφυγες. Το σώµα αυτό θα αποβιβαζόταν και θα καταλάµβανε τα στενά των Θερµοπυλών.

Αφετέρου, ένα δεύτερο σώµα, µε επικεφαλής τον Καραϊσκάκη, θα προχωρούσε προς τη Στερεά καταστρέφοντας τις αποθήκες, κλείνοντας τα περάσµατα και εξολοθρεύοντας τις φρουρές του Κιουταχή. Στα πλαίσια του ίδιου σχεδίου µία ναυτική µοίρα επέδραµε στον νότιο Ευβοϊκό, χτύπησε την Ερέτρια και αποβίβασε στρατό στον Κάλαµο για να καταστρέψουν τους µύλους όπου οι Οθωµανοί άλεθαν το σιτάρι τους. Οι αψιµαχίες επεκτάθηκαν έτσι σε όλη την ευρύτερη περίµετρο της πολιορκίας. Τα αποτελέσµατα όµως δεν ήταν ανάλογα των φιλοδοξιών του Ελληνικού σχεδίου.

Η εκστρατεία προς τις Θερµοπύλες µε τους Θετταλοµακεδόνες ξεκίνησε µέσα σε κλίµα διαµάχης ανάµεσα στους οπλαρχηγούς Καρατάσσου και Γάτσου. Στην πρώτη εµπλοκή της µε τον εχθρό, κοντά στην Αταλάντη, η δύναµη αυτή (1.500 άτακτοι και 80 τακτικοί) αντί να αιφνιδιάσει τον εχθρό αιφνιδιάστηκε από υποδεέστερες δυνάµεις του τελευταίου. Ακολούθησε φυγή προς τα πλοία και τελική διάλυση του σώµατος αυτού µε τον πλέον άδοξο τρόπο. Παρόµοια ήταν και η τύχη των επιδροµών στην Εύβοια και στον Ωρωπό, όπου επιτεύχθηκαν µόνο πενιχρά αποτελέσµατα.

Καθώς η εκστρατεία του Καραϊσκάκη αργούσε να δώσει καρπούς, η ενίσχυση των πολιορκηµένων µε πυροµαχικά έγινε το πρώτο µέληµα των Ελλήνων. Η αποστολή του Μακρυγιάννη στην Αίγινα περιέγραψε µε τα µελανότερα χρώµατα τις ανάγκες του κάστρου και κατέστησε σαφές ότι τα πάντα εξαρτιόνταν από την ενίσχυση των υπερασπιστών του φρουρίου µε πυρίτιδα.

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΤΟΥ ΦΑΒΙΕΡΟΥ

Τη λύση στο δραµατικό αδιέξοδο αποφάσισε να δώσει ο Γάλλος φιλέλληνας, συνταγµατάρχης Φαβιέρος, µε τους τακτικούς που είχε οργανώσει. Από τους τελευταίους επέλεξε 530 άνδρες - για την ακρίβεια 430 πεζούς και 60 πυροβολητές από το τακτικό σώµα καθώς και 40 φιλέλληνες. Το σώµα διαιρέθηκε σε 6 µικρούς λόχους και τα εφόδια που έπρεπε να εισαχθούν στο κάστρο τοποθετήθηκαν σε 530 σακίδια, τη µεταφορά των οποίων θα αναλάµβαναν οι άνδρες. Τα 430 φορτία θα περιείχαν πυρίτιδα (8 έως 10 οκάδες το κάθε σακίδιο) και τα υπόλοιπα εκατό πυρόλιθους (500 στο καθένα).


Ένα Ψαριανό πλοίο µετέφερε το σώµα στον Άγιο Κοσµά, στη φαληρική ακτή, µέσα σε απόλυτη µυστικότητα και από εκεί οι επίλεκτοι θα έπρεπε να βρουν τρόπο να φτάσουν στην πολιορκηµένη Ακρόπολη. Για να διασχίσουν τις γραµµές του εχθρού οι 430 που µετέφεραν την πυρίτιδα, µπορούσαν να χρησιµοποίησουν µόνο τις λόγχες τους, ενώ για τους άλλους εκατό ήταν δυνατή η χρήση των όπλων. Η επικίνδυνη πορεία ξεκίνησε τη νύχτα της 1ης Δεκεµβρίου 1826. Τα προσωπικά είδη των ανδρών αφέθηκαν στο πλοίο, καθώς εκεί θα επέστρεφαν µετά την ολοκλήρωση της αποστολής.

Μέσα σε δύο ώρες έφθασαν στον Ανάλατο και αφού ανασυγκροτήθηκαν και ξεκουράστηκαν ξεκίνησαν για το Μουσείο απ’ όπου θα ξεκινούσε η πιο επικίνδυνη φάση της επιχείρησης. Η διακριτική κίνηση τους επέτρεψε πράγµατι να φτάσουν σχεδόν µέχρι το χείλος της βαθιάς τάφρου που είχαν κατασκευάσει οι πολιορκητές. Εκεί τους αντιλήφθηκαν τα φυλάκια και καθώς δεν υπήρχε λόγος µυστικότητας πλέον προχώρησαν µε τυµπανοκρουσίες και ιαχές σε ανοικτή έφοδο µε σηµείο τοµής το σηµερινό Μακρυγιάννη, απέναντι από το θέατρο του Διονύσου.

Η όλη επιχείρηση κινδύνευσε να κατακρηµνιστεί µέσα στην τάφρο των πολιορκητών -το βάθος της ήταν 3 µ. και το πλάτος 5 έως 6 µ.- την ύπαρξη της οποίας αγνοούσαν οι προσερχόµενοι. Η σύγχυση κυριάρχησε προς στιγµήν και την κατάσταση έσωσε η έγκαιρη έξοδος των Αθηναίων από τα απέναντι οχυρώµατά τους. Η επέµβασή τους υποβοήθησε τους τολµηρούς του Φαβιέρου και η επιχείρηση ολοκληρώθηκε µε οκτώ µόλις νεκρούς και 14 τραυµατίες. Οι περίπου 4.000 οκάδες πυρίτιδας που µπήκαν στο φρούριο αποτέλεσαν ανάσα ζωής για τη συνέχεια. Οι περιπλοκές όµως εµφανίστηκαν αµέσως µετά.

Για τους πολιορκηµένους, τα πυροµαχικά ήταν το ένα ζήτηµα, η έλλειψη πολεµιστών και εργατικών χεριών για τα αδιάκοπα έργα της άµυνας το άλλο. Από την πρώτη στιγµή θεώρησαν ότι οι τακτικοί και οι φιλέλληνες είχαν έρθει στο φρούριο για να µείνουν σε αυτό. Οι τελευταίοι είχαν αντίθετη άποψη. Μετά τον τολµηρό εφοδιασµό της Ακρόπολης ήθελαν να επιστρέψουν στο Φάληρο και να αναχωρήσουν. Το βασικό τους επιχείρηµα ήταν ότι, για τις ανάγκες της επιχείρησης, είχαν αφήσει όλα τους τα προσωπικά είδη στα πλοία και ότι τυχόν παραµονή τους στο φρούριο θα τους εξέθετε στα στοιχεία της φύσης και στις κακουχίες της πολιορκίας.

Τα επιχειρήµατα δεν έπεισαν τους πολιορκηµένους και µε τη γνώµη τους συνηγόρησε και η δραστηριότητα του Κιουταχή. Ο τελευταίος, ελάχιστα ικανοποιηµένος από τον τρόπο µε τον οποίο εισήχθηκε πυρίτιδα στο πολιορκηµένο φρούριο, έλαβε πρόσθετα µέτρα και πολλαπλασίασε τα φυλάκια και τα εµπόδια στις γνωστές διαβάσεις προς και από την Ακρόπολη. Οι προσπάθειες των πολιορκηµένων να βελτιώσουν τις θέσεις τους καταλαµβάνοντας πρόσθετο χώρο στα ερείπια της πόλης δεν καρποφόρησαν και όλα αυτά συνηγόρησαν στο να παραµείνουν οι τολµηροί του Φαβιέρου έγκλειστοι στο πολιορκηµένο κάστρο της Αθήνας.

Στην Ακρόπολη υπήρχαν πλέον 2.250 άτοµα, πολεµιστές, τραυµατίες και άµαχοι, γεγονός που πολλαπλασίαζε τα προβλήµατα. Ο πόλεµος είχε κοπάσει και µόνο ειδικά τεχνάσµατα ή έκτακτα γεγονότα ανανέωναν το πολεµικό µένος των αντιµαχοµένων. Ο Φαβιέρος, λόγου χάρη, σχεδίασε ένα νέο είδος βοµβών χρησιµοποιώντας τους στρογγυλούς κίονες που βρίσκονταν στην Ακρόπολη. Γέµιζε το εσωτερικό των κιόνων µε εκρηκτικά και τους άφηνε να κυλίσουν προς τα Οθωµανικά οχυρώµατα στην κάτω πόλη. Το βάρος και η έκρηξη προκάλεσαν κάποιες ζηµιές στους από κάτω οι οποίοι, µε τη σειρά τους, έβρισκαν τρόπους να εκδικηθούν.

Στις 11 Ιανουαρίου 1827 µία βόµβα έπληξε έναν από τους κίονες του Ερεχθείου, µε αποτέλεσµα να κατακρηµνιστεί η στέγη του αρχαίου ναού και να ταφούν κάτω από τα ερείπια ένδεκα άτοµα, µεταξύ των οποίων και η χήρα του Γκούρα. Οι ελλείψεις και οι κακουχίες έγιναν προοδευτικά το πρώτο πρόβληµα για τους πολιορκηµένους. Ο χειµώνας ενέσκηψε βαρύς και ειδικά οι άνδρες του Φαβιέρου τον υποδέχθηκαν απροετοίµαστοι. Αυτοσχεδίαζαν επενδύτες συλλέγοντας κουρέλια και ενδύµατα σκοτωµένων, χωρίς ποτέ να ικανοποιούν τις ανάγκες τους καθώς, µε την απουσία κάθε είδους θέρµανσης, όλοι διεκδικούσαν τα ίδια κουρέλια.

Η έλευση του 1827 αύξησε παρά µείωσε τα προβλήµατα. Οι διαρκείς εκρήξεις επηρέασαν τελικά και τη ροή της µόνης πηγής ύδρευσης του φρουρίου, της περίφηµης Κλεψύδρας, για την υπεράσπιση της οποίας τόσοι και τόσοι είχαν χάσει τη ζωή τους. Ήταν πλέον σαφές ότι το µόνο που µπορούσαν να πράξουν οι προασπιστές της Ακρόπολης ήταν να υποµένουν και να περιµένουν. Η λύση του δράµατος και µαζί της η τύχη του τελευταίου προπύργιου της επανάστασης στη Στερεά θα δινόταν απέξω. Θα εξαρτιόταν δηλαδή από την τύχη της εκστρατείας που οργάνωνε η ελληνική κυβέρνηση εναντίον των δυνάµεων του Κιουταχή κινητοποιώντας γι’ αυτόν τον σκοπό τις τελευταίες δυνάµεις της επανάστασης.

ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ

Η αυγή του 1827 βρήκε την Επανάσταση στη Αττική να φυλλορροεί ενώ ο Καραϊσκάκης βρισκόταν στη Ρούμελη.Στις 21 Ιανουαρίου του 1827, δύναμη από 2.000 άνδρες, με επικεφαλής τον Ελληνογάλλο συνταγματάρχη Διονύσιο Βούρβαχη που είχε διακριθεί στους Ναπολεόντειους πολέμους, αναχώρησε από την Ελευσίνα και στρατοπέδευσε στη Χασιά. Στο στρατιωτικό σώμα συμμετείχαν και οι οπλαρχηγοί Πανούτσος Νοταράς (1739 - 1848) και Βάσος Μαυροβουνιώτης (1797 - 1847), οι οποίοι πρότειναν να οχυρωθούν στην περιοχή και να αντιμετωπίσουν τον Κιουταχή με αιφνιδιαστικές επιθέσεις.

Αντίθετα, ο Βούρβαχης,έμπειρος στρατιωτικός αντιπρότεινε μάχη εκ παρατάξεως στην πεδινή περιοχή του Καματερού. Τελικά, επικράτησε η άποψη του Βούρβαχη, ο οποίος πήρε θέση στο Καματερό, ενώ οι Νοταράς και Μαυροβουνιώτης παρατάχθηκαν πιο πίσω, στις υπώρειες του Ποικίλου Όρους. Στις 27 Ιανουαρίου του 1827 εμφανίστηκε στην περιοχή ο Κιουταχής με 2.000 άνδρες και 600 ιππείς. Αμέσως όρμησε εναντίον του Βούρβαχη και σε λίγη ώρα κατέβαλε την αντίστασή του. 300 από τους άνδρες του έπεσαν επί του πεδίου της μάχης, ανάμεσά τους και ο Βούρβαχης, ενώ οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή και μαζί με τους άνδρες του Νοταρά και του Μαυροβουνιώτη κατέφυγαν στη Σαλαμίνα.


Μετά την ήττα των Ελληνικών δυνάμεων στο Καματερό, ο Κιουταχής, που στρατοπέδευε στα Πατήσια, θέλησε να εκμεταλλευτεί την επίδρασή της στο ηθικό των πολιορκημένων της Ακρόπολης και την ίδια ημέρα τους απέστειλε επιστολή - τελεσίγραφο.Οι πολιορκημένοι δεν απάντησαν στο τελεσίγραφο του Κιουταχή και αυτός «ερεθισθείς εκ της περιφρονήσεως των υπερασπιστών της Ακροπόλεως», όπως αναφέρει ο Νικόλαος Σπηλιάδης στα «Απομνημονεύματά του» αποφάσισε να στραφεί με αποφασιστικό τρόπο πρώτα κατά του στρατοπέδου του Σκωτσέζου φιλέλληνα (Thomas Gordon) στην Καστέλλα για να διαφυλάξει τα από θαλάσσης νώτα του.

Πράγματι, στις 29 Ιανουαρίου 1827 ο Κιουταχής, με 1500 άνδρες, ιππικό και 6 κανόνια, κατηφόρισε από τα Πατήσια προς τον Πειραιά και την Καστέλλα. Το Ελληνικό στρατόπεδο, που είχε μαντέψει τα σχέδια του Κιουταχή, προετοιμάστηκε κατάλληλα. Ο Thomas Gordon είχε ανεβάσει από τα πλοία και άλλα κανόνια, τα οποία τοποθετήθηκαν αριστερά και στο κέντρο του λόφου. Τα πλευρά του προς τον Πειραιά ήταν ασθενέστερα, αλλά εκεί το κάλυπταν τα κανόνια των πλοίων. Την δεξιά πλευρά κάλυπτε ο Μακρυγιάννης, την αριστερή ο Δημήτριος Καλλέργης και στο κέντρο ο Κορίνθιος οπλαρχηγός Ιωάννης Νοταράς.

Όμως, η ήττα στο Καματερό είχε προκαλέσει πτώση του ηθικού και πολλοί από το Ελληνικό στρατόπεδο «νέκρωσαν και φεύγαν δια νυκτός», όπως αναφέρει ο Σπηλιάδης. Για το σκοπό αυτό απομακρύνθηκαν τα πλοία, ώστε να μην υπάρχει ο πειρασμός της φυγής. Κατά τον Μακρυγιάννη και ο Thomas Gordon μαζί με άλλους αξιωματικούς λιποψύχησαν και ήταν έτοιμοι να φύγουν, αναγνωρίζει, όμως στη συνέχεια ότι «αν μας χαλούσαν οι Τούρκοι, ποδάρι δεν θα γλύτωνε από μάς».

Την επομένη, 30 Ιανουαρίου 1827, οι Τούρκοι όρμησαν ακάθεκτοι κατά των Ελληνικών οχυρωματικών θέσεων. Επί πέντε ώρες εφορμούσαν κατά κύματα, αλλά οι επιθέσεις τους αποκρούσθηκαν με επιτυχία από τους αμυνόμενους και τελικά το ασκέρι του Κιουταχή αναγκάστηκε να υποχωρήσει, υπό την πίεση των ανδρών του Μακρυγιάννη, οι οποίοι πέρασαν στην αντεπίθεση και του προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές. Πάνω από 300 ήταν οι Τούρκοι νεκροί και τραυματίες, ενώ οι απώλειες στο Ελληνικό στρατόπεδο ανήλθαν σε 60 νεκρούς.

Τις κρίσιμες ώρες της μάχης σημαντική βοήθεια προσέφερε το ατμοκίνητο πλοίο Καρτερία, με κυβερνήτη τον Άγγλο πλοίαρχο Francis Hastings. Ο Κιουταχής συνεχίζει να πολιορκεί την Ακρόπολη και για αρκετές ημέρες περιορίστηκε σε ορισμένες ενέργειες που είχαν σαν στόχο παρεμποδίσουν τους Έλληνες να πάρουν νερό από τη μοναδική πηγή πόσιμου νερού που βρισκόταν στην ανατολική κλιτύ της Καστέλλας πάνω και δεξιότερα από το Σηράγγιο Αντρο (Σπηλιά του Παρασκευά).

Από το στενό αποκλεισμό της πρόσβασης προς την πηγή πολλοί Έλληνες είχαν σκοτωθεί στη προσπάθεια τους να πάρουν νερό και ύδρευση για το Ελληνικό στρατόπεδο γινόταν όλο και περισσότερο προβληματική. Έτσι αποφασίστηκε η κατάληψη των Τριών Πύργων (Κωλιάδα), σημείου στο ακρωτήριο το γνωστό σαν Άγιος Γεώργιος ή Ξηροτάγαρο. Ο Γκόρντον έδωσε διαταγή στου Δημήτρη Καλλέργη να καταλάβει τους Τρεις Πύργους και να τους οχυρώσει. Στις 20 Φεβρουαρίου 1827 ο Κιουταχής εξόρμησε εναντίον τους.

Αμέσως όμως σε βοήθεια του Καλλέργη έσπευσαν ο Καπετάν Γεωργάκης Χελιώτης,ο Δοντάς, ο Νίκας και άλλοι καθώς και ο Ιγγλέσης που με τους τακτικούς του παρατάχθηκε απέναντι στο εχθρικό ιππικό. Συγχρόνως και ο Γιαννίτσης με το πλοίο του ενίσχυσε από τη θάλασσα με κανονιοβολισμό. Η μάχη συνεχίστηκε με πείσμα όλη την ημέρα, άλλα την νύχτα οι Έλληνες έκαναν μια τεχνητή υποχώρηση και εγκαταλείποντας την πάρα πέρα προσπάθεια να κρατήσουν τους Τρεις Πύργους, γύρισαν στη Καστέλα, ενώ οι Τούρκοι που είχαν πάρα πολλούς νεκρούς(1200 σύμφωνα με τον Μακρυγιάννη) οχύρωσαν τη θέση με κανόνια.

Το ηθικό των Ελληνικών στρατευμάτων παρά τη νίκη στους Τρεις Πύργους είχε τελείως καταπέσει και η κυβέρνηση θεωρώντας τον Καραϊσκάκη τον μόνον ικανό για να αντιστρέψει την κατάσταση τον διατάζει να επιστρέψει στην Αθήνα.Ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός αφήνοντας φρουρές στη Στερεά Ελλάδα επέστρεψε στην Ελευσίνα στις 28 Φεβρουαρίου από το Δίστομο έπειτα από μια πορεία - αστραπή 48 ωρών επικεφαλής 1000 - 1500 «νηστικών και ξυπόλυτων» στρατιωτών. Σύντομα συγκεντρώθηκαν γύρω του 3000 άνδρες μαζί με τους οπλαρχηγούς Βάσο Μαυροβουνιώτη, Παναγιώτη Νοταρά και τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη με το ιππικό του.

Ο Καραϊσκάκης έφτασε στο Κερατσίνι στις 2 Μαρτίου και άρχισε αμέσως να οργανώνει την άμυνά του. Έδωσε διαταγή σε 150 ή 250 άνδρες να οχυρώσουν ένα περιτοιχισμένο μετόχι που δέσποζε στην περιοχή, γιατί ήταν βέβαιος ότι εκεί θα δινόταν η καθοριστική μάχη. Ο Κιουταχής έσπευσε στην περιοχή, αρχικά με 800 στρατιώτες. Η πρώτη του επίθεση (3 Μαρτίου) ήταν καθαρά αναγνωριστική και αποκρούστηκε εύκολα από τους Έλληνες. Στη συνέχεια έστησε τα κανόνια του σε λόφο απέναντι από το μετόχι, στο νότιο ύψωμα του Κορυδαλλού. Στις 4 Μαρτίου ο Κιουταχής με δύναμη 4.000 πεζών και 2.000 ιππέων, επιτέθηκε εκ νέου εναντίον των Ελλήνων.

Αρχικά επιτέθηκε με τα κανόνια του στο μετόχι, οι υπερασπιστές του οποίου προέβαλαν ισχυρή αντίσταση, αν και οι τοίχοι κατέρρεαν. Το μεσημέρι οι Τούρκοι ετοιμάστηκαν για την τελική έφοδο. Βλέποντας ο Καραϊσκάκης ότι οι άνδρες του βρίσκονταν σε δυσμενή θέση, προχώρησε σε αντιπερισπασμό. Ο Κιουταχής χώρισε στα δύο το στρατό του και, στρέφοντας το μεγαλύτερο μέρος κατά του μετοχίου, έστειλε το άλλο τμήμα εναντίον του Καραϊσκάκη. Η ηρωική αντίσταση των υπερασπιστών του μετοχίου ήταν καθοριστική για την έκβαση της μάχης. Οι Τούρκοι καθηλώθηκαν και λίγο αργότερα αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή.


Αλλά και η υπερασπιστική γραμμή του Καραϊσκάκη έφερε αντίστοιχο αποτέλεσμα. Το ιππικό του Χατζημιχάλη παρέσυρε τους εχθρούς σε μια «χωσιά» και τους προξένησε βαρύτατες απώλειες. Λίγο αργότερα ο ελληνικός στρατός ενισχύθηκε με άνδρες του στρατοπέδου της Καστέλας, ολοκληρώνοντας έτσι την ήττα του Κιουταχή. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν μεγάλες -300 νεκροί και 500 τραυματίες- ενώ οι Έλληνες είχαν μόνο τρεις νεκρούς και 25 τραυματίες. Η μεγάλη νίκη δημιούργησε κλίμα ευφορίας στο στρατόπεδο των Ελλήνων και αναπτέρωσε το ηθικό τους.

Το αποτέλεσμα της μάχης δικαίωσε για μια ακόμα φορά τις επιλογές του Καραϊσκάκη και των «απειθάρχητων» Ελλήνων και έδωσε την πιο ισχυρή απάντηση σε όσους πίστευαν ότι μόνο με τακτικό στρατό θα μπορούσαν να αντικρούσουν τους Τούρκους. Στο πλαίσιο των επιχειρήσεων γύρω από την Αθήνα δόθηκε και μία μάχη στον Ελαιώνα μπροστά από την Ιερά μονή Δαφνίου.Την προκάλεσε ο Καραϊσκάκης και επέλεξε το παραπάνω σημείο προκειμένου η μάχη να είναι ορατή από την Ακρόπολη και να εμψυχώσει τους πολιορκημένους.

Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ

Από τις πρώτες ηµέρες της πολιορκίας της Αθήνας προέκυψε το πρόβληµα της τοποθέτησης ενός στρατιωτικού αρχηγού για τη Στερεά που θα συντόνιζε τα εκτός της Ακρόπολης στρατεύµατα και θα κινούνταν µε τρόπο ώστε να αναγκάσει τον εχθρό να λύσει την πολιορκία. Ο Καραϊσκάκης φάνηκε να είναι η πιο κατάλληλη των επιλογών. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, ο πολέµαρχος βρισκόταν στο Ναύπλιο. Εκεί του ανέθεσε η κυβέρνηση Zαΐµη τη συγκρότηση σώµατος και την ανάληψη της αρχιστρατηγίας για τις δυνάµεις της Pούµελης. Για να πιστοποιηθεί ο διορισµός προηγήθηκε ένα είδος τελετουργικής συµφιλίωσης του Καραϊσκάκη µε τον Zαΐµη.

«Περί τας αρχάς Δεκεµβρίου ο χειµών ενέσκηψε δριµύς καθιστάµενος οσηµέραι αφόρητος δια τους πολιορκουµένους. Tα καυσόξυλα είχον καταναλωθή και οι πολιορκούµενοι αφήρουν την ξυλείαν των αθλίων οικηµάτων και των αθλιεστάτων παραπηγµάτων. Oι φούρνοι έπαυσαν να λειτουργώσιν, ο άρτος εψήνετο υφ’ ενός εκάστου, ως ηδύνατο, εις θρακίας, προς επίµετρον η συσσώρευσις τόσων ανθρώπων επί ξηρού βράχου και αι ακαθαρσίαι, τα µολύσµατα των νεκρών, οίτινες εθάπτοντο υπό σωρούς λίθων ελλείψει χώµατος, εγέννησαν τυφικήν νόσον, ήτις ήρχισε να προσβάλλη τους φρουρούς θανατώσασα ουκ ολίγους, εν οις και αυτόν τον εµπειρικόν ιατρόν της Aκροπόλεως Σουρπίον. Πλήν τούτου εξηκολούθει αµείωτος ο βοµβαρδισµός του βράχου φονεύων και τραυµατίζων ουκ ολίγους καθ' εκάστην».

Τα µέσα που έθεσε στη διάθεσή του η κυβέρνηση του επέτρεψαν να στρατολογήσει περίπου 600 πολεµιστές στην περιοχή του Ναυπλίου. Mε αυτούς, τον Ιούνιο του 1826, µετακινήθηκε προς την Ελευσίνα όπου συνενώθηκε µε τα σώµατα των Bάσσου, Πανουργιά και Κριεζώτη. Σηµαντικοί πόροι από αυτούς που διέθεταν τα φιλελληνικά κοµιτάτα χρησιµοποιήθηκαν για τη στήριξη του νέου στρατοπέδου. Σε αυτές τις δυνάµεις επρόκειτο να προστευθεί το Τακτικό Σώµα του Φαβιέρου που βρισκόταν έως τότε στα Μέθανα, κοντά στα απειλούµενα από τον εχθρό σηµεία, την Ύδρα και τις Σπέτσες ιδιαίτερα.

Tο Σώµα των Τακτικών υποδεχόταν πλέον τον κύριο όγκο των νεοαφικνούµενων φιλελλήνων και δεχόταν την υλική συνδροµή της φιλελληνικής επιτροπής του Παρισιού. Ακριβώς τις ηµέρες αυτές δέχθηκε σηµαντική ενίσχυση από τη Μασσαλία, ένα σώµα περίπου 70 φιλελλήνων µε επικεφαλής τον Ιταλό συνταγµατάρχη Πίσσα (Πίζα). Στις αρχές Αυγούστου του 1826 τα πάντα ήταν έτοιµα για την πρώτη εκστρατεία ενάντια στον Κιουταχή. Τακτικοί και άτακτοι δοκίµασαν να προκαλέσουν τις δυνάµεις του Κιουταχή στο Χαϊδάρι, στα όρια του Αθηναϊκού Ελαιώνα.

Οι Οθωµανοί δέχθηκαν αµέσως την πρόκληση και µε υποδεέστερες αριθµητικά δυνάµεις (2.000 πεζούς και 300 ίσως ιππείς µε δύο πυροβόλα έναντι 2.500 ατάκτων, χιλίων τακτικών, ιππικού και τεσσάρων πυροβόλων) κινήθηκαν ενάντια στις θέσεις των Ελλήνων. Ο Κιουταχής διέγνωσε αµέσως την παθολογία των αντιπάλων του και έστρεψε τις επιθέσεις του εναντίον των άτακτων σωµάτων.

«Από τας αρχάς του Mαρτίου ήδη η Kλεψύδρα δεν εχωρήγη εις έκαστον άνδρα ή τριακόσια µόνο δράµια ύδατος την ηµέραν, εξ ου και µόνου, πλην των άλλων αναγκών ήτο υποχρεωµένος και να ζυµώση τον κρίθινον άρτον του. Aφ’ ετέρου κρέας δεν υπήρχε, είχε καταφαγωθή και ο τελευταίος ίππος και όνος και ηµίονος της φρουράς. Oι µύλοι δεν άλεθον, ειτα και τα άλευρα εξέλιπον, η κριθή δε ήτο η µόνη τροφή των πολιορκουµένων και ελάχιστον άρτυµα. Oυδέ φάρµακα προς τούτοις υπήρχον, ουδ’ ενδύµατα.

Oι στρατιώται και ιδίως οι τακτικοί εφόρουν ράκη γέµοντα ακαθαρσίας, ελλείψει ύδατος και φθειρών. Υπό το κράτος δε τοιαύτης καταστάσεως, οι µεν ασθενείς εγκαταλείποντο, οι δε τραυµατίαι απέθνησκον εκ σηψαιµίας, διότι ο µόνος υπάρχων εις την Aκρόπολιν εµπειρικός χειρούργος αγαθώτατος Kούρτελης εστερείτο και φαρµάκων και εργαλείων».

Η εκτίµησή του ήταν σωστή, οι στρατιωτικές όµως επιδόσεις των τακτικών του Φαβιέρου και των φιλελλήνων απεσώβησαν τους κινδύνους και ανέτρεψαν όλες τις προσπάθειες των Οθωµανών. Τα πράγµατα άλλαξαν την εποµένη (6 Αυγούστου 1826), όταν ο Φαβιέρος θέλησε να ελιχθεί επιθετικά µέσα στον Ελαιώνα προς την κατεύθυνση των στρατοπέδων των πολιορκητών. Για τους ατάκτους, η κίνηση σε πεδινό έδαφος ήταν κάτι το αδιανόητο και ο Καραϊσκάκης επενέβη και απέτρεψε τον Φαβιέρο από κάθε πρωτοβουλία.


Για τον τελευταίο και τους φιλέλληνες ήταν ακατανόητο το πώς θα µπορούσε να νικηθεί ο εχθρός χωρίς επιθετικές εναντίον του κινήσεις και, για ακόµα µία φορά εξοργίστηκαν από την παθητική τακτική των µισθοφόρων που περίµεναν τις επιθέσεις του εχθρού στατικά, χωρίς πρωτοβουλίες. Τα µεγάλα προβλήµατα ήταν όµως µπροστά καθώς ο Κιουταχής, συµµεριζόµενος την ίδια µε τον Φαβιέρο τακτική αντίληψη έσπευσε να επαναλάβει τις επιθετικές του κινήσεις, χρησιµοποιώντας αυτή τη φορά υπέρτερες δυνάµεις καθώς και το στοιχείο του αιφνιδιασµού. Αυτή τη φορά το πρώτο θύµα της οΟωµανικής επίθεσης ήταν το πρώτο τάγµα των τακτικών που αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί µε απώλειες.

Συνεχίζοντας µεθοδικά τις επιθέσεις του ο Κιουταχής ανέτρεψε το σώµα του Κριεζώτη και οι Ελληνικές γραµµές κρατήθηκαν µόνο χάρη στις πειθαρχηµένες αντεπιθέσεις των τακτικών και των φιλελλήνων. Τη νύχτα όµως η κατάσταση µεταβλήθηκε εντυπωσιακά. Οι άτακτοι άρχισαν να διαρρέουν σε µεγάλους αριθµούς και οι διαταγές για νυχτερινές αντεπιθέσεις έδωσαν µάλλον πρόσχηµα για εγκατάλειψη των θέσεων παρά για οτιδήποτε άλλο. Τα ξηµερώµατα οι θέσεις των οπλαρχηγών ήταν αραιά στελεχωµένες και οι οχυρωµένοι στο Χαϊδάρι τακτικοί βρέθηκαν αποµονωµένοι στη διάθεση του εχθρού.

Στη διαπίστωση της κατάστασης ακολούθησε πανικός. Οι τακτικοί υποχώρησαν εσπευσµένα αφήνοντας πίσω τους αιχµαλώτους, τραυµατίες, κανόνια, σκηνές, εφόδια. Τα πάντα διαλύθηκαν. Η φυγή δεν σταµάτησε ούτε στην Ελευσίνα και οι διασωθέντες πέρασαν στη Σαλαµίνα, ως άτοµα πλέον, όχι ως στρατός. Τα πάντα σχεδόν έπρεπε να ξαναρχίσουν από την αρχή. Ο Κιουταχής ανακοίνωσε αυτήν την απρόσµενα ολοκληρωτική νίκη του στους πολιορκηµένους της Ακρόπολης, εκτελώντας µπροστά τους έναν αριθµό αιχµαλώτων. Ανάµεσά τους ο Χατζή Λάµπρος Κοροµηλάς, επιφανής Αθηναίος.

Στις 21 Μαρτίου 1827 ο Καραϊσκάκης ξεκίνησε με εκατόν σαράντα ιππείς και μικρή δύναμη πεζικού με επικεφαλής τον Βασίλειο Μπούσγο. Όταν έφτασε στο Δαφνί εξασφάλισε τους πεζούς τοποθετώντας τους μπροστά σε στενό πέρασμα, που θα τους επέτρεπε να οπισθοχωρήσουν αν χρειαζόταν. To ιππικό μπήκε με τον Καραϊσκάκη στον Ελαιώνα. Όμως, ο δόλιος Κιουταχής με το στράτευμά του, πεζικό και ιππικό, περίμεναν κρυμμένοι πίσω από τους γύρω λόφους.Ο Κιουταχής είχε έλθει τη νύκτα και ενέδρευε πίσω από τους λόφους των οχυρωμάτων των Τουρκων,απέναντι του οχυρώματος του Μετοχίου (το στρατόπεδο του Κερατσινίου) και φαίνεται να είχε σκοπό να επιτεθεί στο Μετόχι.

Η Τουρκική επίθεση ήταν αιφνιδιαστική τόσο για την ιππική όσο και για την πεζική δύναμη των Ελλήνων. Ο Καραϊσκάκης βλέπει να ορμούν οι Τούρκοι ιππείς και πεζοί εναντίον των εκατόν σαράντα ιππέων και μέρος τους εναντίον του στενώματος, που κατείχε ο Βασίλειος Μπούσγος και να τον τρέπουν σε φυγή και να καταλαμβάνουν την θέση. Βλέποντες το πλήθος των Τούρκων και την ορμή οπισθοδρόμησε και το ελληνικό ιππικό κατά το μέρος του στενού να πάει προς το Κερατσίνι.

«Αλλ' ώς άνω είπομεν πιασμένον το στενόν από τους πεζους Τούρκους, και από το άλλο μέρος η καβελαρία ενώθησαν Τούρκοι και Έλληνες και δεν διέκρινε τις ποίος ήτον Τούρκος και ποίος ο Έλλην, μάλιστα η καβελαρία του Χατζή Μιχάλη όπου εφορούσαν σχεδόν οι περισσότεροι τα ίδια με τα των Τούρκων (Γενναίος Κολοκοτρώνης)» Η Ελληνική δύναμη βρέθηκε ξαφνικά εντελώς αποκομμένη από το στρατόπεδο του Κερατσινίου. Βλέποντας αυτό ο Καραϊσκάκης φώναξε "όχι με όπλα, Έλληνες, αλλά με ξίφη". Η τρίωρη μάχη που ακολούθησε δόθηκε σώμα με σώμα και ήταν ιδιαίτερα σκληρή αλλά το Ελληνικό ιππικό με αρκετές απώλειες επέστρεψε στη βάση του.

ΟΙ ΝΕΕΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ

Ο Καραϊσκάκης είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει εντυπώσεις για την κατάσταση µε τους επιφανείς αντιπάλους του, τον Κιουταχή και τον Οµέρ πασά, µε τους οποίους είχε συζήτηση στην κοινή διάλεκτο του πολέµου, δηλαδή στην Αλβανική γλώσσα, στη ναυαρχίδα του Γάλλου ναυάρχου Δεριγνύ, όπου βρέθηκαν όλοι προσκεκληµένοι. Την εποµένη όµως ο πόλεµος συνεχίστηκε µε πείσµα και από τις δύο πλευρές. Ο Καραϊσκάκης εγκατέστησε εκ νέου στρατόπεδο στην Ελευσίνα, την οποία ο Κιουταχής µε τις περιορισµένες δυνάµεις του αδυνατούσε να ελέγξει και προσπάθησε να εφαρµόσει µία νέα στρατηγική που στόχευε στην αποκοπή του Κιουταχή από τις βάσεις εφοδιασµού του.

Τον Οκτώβριο του 1826 βρισκόταν και πάλι επικεφαλής ενός στρατεύµατος 4.500 ανδρών που περιλάµβανε ό,τι το καλύτερο είχε να επιδείξει έως τότε η Ελληνική Επανάσταση. Τα υπολείµµατα των Σουλιωτών και τα λείψανα της Φρουράς του Μεσολογγίου ήταν εκεί. Επιλέγοντας 3.000 άνδρες ο Καραϊσκάκης ξεκίνησε τις τελευταίες ηµέρες του Οκτωβρίου µία µεγάλη εκστρατεία προς τα ενδότερα της Στερεάς. Ο στόχος ήταν η εξόντωση των Οθωµανικών φρουρών και η αναζωπύρωση της επανάστασης στα µετόπισθεν του Κιουταχή.

Η επιχείρηση ξεκίνησε δυσοίωνα, καθώς δεν έγινε δυνατό να καµφθεί η αντίσταση της φρουράς της Δόµβραινας, περίπου τριακοσίων Αλβανών. Ο Καραϊσκάκης παρέκαµψε το εµπόδιο και προχώρησε προς τον Παρνασσό και τα Σάλωνα. Ο δραστήριος Μουστάµπεης, δρώντας ως πυροσβέστης στην περίσταση, έσπευσε να προλάβει τις κινήσεις του Έλληνα αρχιστράτηγου. Στις 18 Νοεµβρίου οι δυνάµεις του Μουστάµπεη, περίπου 2.000 ένοπλοι, καθηλώθηκαν από την προφυλακή των Ελληνικών δυνάµεων µέσα στην Αράχωβα.

Η άφιξη του Καραϊσκάκη τους ανάγκασε να καταφύγουν σε οχυρότερες θέσεις έξω από την πόλη, όπου πολιορκήθηκαν από το σύνολο των Ελληνικών δυνάµεων. Με πενιχρά εφόδια και µέσα σε τροµερές συνθήκες κακοκαιρίας οι πολιορκηµένοι κράτησαν έως τον θάνατο του αρχηγού τους, του Μουστάµπεη, στις 22 του µήνα. Ακολούθως το σώµα διαλύθηκε και άλλοι συνθηκολόγησαν, άλλοι προσπάθησαν να σωθούν µε τη φυγή µέσα σε τροµερή χιονοθύελλα. Oι άνδρες του Kαραϊσκάκη καταδίωξαν τους φεύγοντες, σκοτώνοντας ή αιχµαλωτίζοντας όσους µπορούσαν να προλάβουν.


Ύστερα από πολλές ηµέρες αποκλεισµό υπό αντίξοες συνθήκες, µε δριµύ ψύχος και χωρίς τροφή, η κατάσταση των φευγόντων δεν ήταν η καλύτερη δυνατή. Μέσα στην κακοκαιρία πολλοί παραπλανήθηκαν και χάθηκαν στα χιόνια, σαφώς περισσότεροι απ’ όσους πρόλαβαν οι διώκοντες. Oι υπόλοιποι, οι πλέον γεροί ή οι πλέον τυχεροί, σχεδόν οι µισοί από την αρχική δύναµη, έφθασαν έπειτα από τέσσερεις ώρες δραµατική πορεία στη µονή Iερουσαλήµ όπου ενώθηκαν µε το σώµα της επικουρίας. Πολλοί ήταν τραυµατισµένοι και έπασχαν από ψύξη και κρυοπαγήµατα. Από τους Έλληνες, στην καταδίωξη σκοτώθηκαν 8 και πληγώθηκαν άλλοι 9.

Ακολούθησαν, στα ίχνη των εντυπώσεων που προκάλεσε η Αράχωβα, νέες επιτυχίες του Καραϊσκάκη. Στις 7 Δεκεµβρίου περίπου χίλια φορτηγά ζώα µε εφόδια για τον Κιουταχή έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων, γεγονός που δεν µπορούσε να περάσει απαρατήρητο στους πολιορκητές της Ακρόπολης. Στην ουσία επρόκειτο για µία αναµέτρηση αντοχής και πείσµατος µε τρεις εξίσου πείσµονες παίκτες: τους πολιορκηµένους της Ακρόπολης, τον Κιουταχή και τον Καραϊσκάκη. Ο πιο επίµονος θα κέρδιζε το παιχνίδι. Πραγµατικά οι επιτυχίες του Kαραϊσκάκη προκάλεσαν έντονες ανησυχίες και κρίση στο στρατόπεδο του Kιουταχή.

O τελευταίος έκρινε ότι το βασικό του καθήκον ήταν να συνεχίσει την πολιορκία της Aκρόπολης και να µην παρασυρθεί από κινήσεις αντιπερισπασµού, όσο επιτυχηµένες και ενοχλητικές και αν ήταν αυτές. Από την άλλη πλευρά όµως, καθώς οι θαλάσσιες µεταφορές ήταν επισφαλείς εξαιτίας της ανωτερότητας του ελληνικού στόλου στις γύρω από την Αττική θάλασσες, η διατήρηση των χερσαίων οδών εφοδιασµού αποκτούσε γι’ αυτόν ζωτική σηµασία. Χρειάζονταν οπωσδήποτε µέτρα για την αντιµετώπιση µιας κατάστασης που κινδύνευε να καταστεί καταστροφική.

«Tην επιούσαν δε της µάχης συλλέξαντες οι περί τον Kαραϊσκάκην 300 κεφαλάς ανήγειραν εξ’ αυτών, κατά την επικρατούσαν βάρβαρον συνήθειαν, επί τινος λόφου εκτός του χωρίου κωνοειδή πύργον και απέγραψαν τά εξής: ''Tρόπαιον των Eλλήνων κατά των βαρβάρων Οθωµανών, ανεγερθέν κατά το 1826 έτος νοεµβρίου 24 εν Aράχωβα''. Tας δε κεφαλάς του Mουστάµπεη και Kεχαγιάµπεη έστειλαν εις την κυβέρνησιν».

Στις αρχές Ιανουαρίου του 1827 η κυβερνητική κρίση που σοβούσε στην Ελληνική πλευρά και η απραξία των Ελληνικών στρατοπέδων στο Θριάσιο πεδίο επέτρεπε την απόσπαση µέρους των δυνάµεων του Κιουταχή και την ανάληψη επιχειρήσεων προς τα βόρεια. Ο Οµέρ Πασάς ανέλαβε την κρίσιµη εκστρατεία µε 2.000 πεζούς και 500 ιππείς, δυνάµεις κατά πολύ υποδεέστερες των αντίστοιχων του Καραϊσκάκη που βασίζονταν όµως για την επιτυχία τους στην πολυδιάσπαση των ελληνικών σωµάτων σε πλήθος αποστολές. Οι εχθροπραξίες µεταφέρθηκαν στο Δίστοµο, όπου ξεκίνησαν σκληρές συγκρούσεις ανάµεσα στους αντιπάλους.

Καθώς ο καιρός περνούσε χωρίς κάποιο εντυπωσιακό αποτέλεσµα, στην περιοχή κατευθύνθηκε η πρώτη τακτική εκστρατεία των δυνάµεων του Σουλτάνου. Πραγµατικά, µετά την καταστροφή των γενιτσάρων το καλοκαίρι του 1826, η ανάπτυξη τακτικού στρατού έγινε η πρώτη φροντίδα της Υψηλής Πύλης. Προϊόν αυτής της προσπάθειας ήταν το Τακτικό Σώµα των 5.000 ανδρών που ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη για να στηρίξει και αυτό την εκστρατεία του Κιουταχή. Οι εξελίξεις έδειξαν ότι επρόκειτο για πρόωρη πρωτοβουλία. Από τους 5.000 άνδρες του σώµατος µόλις οι 500 έφθασαν στη Στερεά. Οι υπόλοιποι διέρρευσαν στον δρόµο.

Οι εναποµείναντες, οργανωµένοι σε δύο τάγµατα, τροµοκράτησαν τους απέναντί τους Έλληνες στο Στείρι. Τον Φεβρουάριο του 1827, όµως, το ίδιο σώµα χρησιµοποιούµενο άτεχνα από τους επικεφαλής του οθωµανικού στρατού απέτυχε παταγωδώς και ουσιαστικά διαλύθηκε στο Δίστοµο, όταν κλήθηκε να επιτεθεί µέσα στο ίδιο το χωριό. Η χαρά των εκατέρωθεν ατάκτων ήταν κοινή, καθώς και πάλι αποδείχθηκε ότι ο χώρος δεν σήκωνε τους τακτικούς και κατά συνέπεια οι µισθοφόροι των οπλαρχηγών δεν κινδύνευαν να χάσουν τη δουλειά τους.

Παρά τις Οθωµανικές αντιδράσεις, µέσα στον Φεβρουάριο η κατάρρευση της εξουσίας του σουλτάνου στην ορεινή Στερεά ήταν πλέον γεγονός, καθώς συνθηκολόγησε και η φρουρά της Άµφισσας, των Σαλώνων. Από τον Αµβρακικό έως την Αθήνα µόνο τα φρούρια της Βόνιτσας, του Μεσολογγίου και της Ναυπάκτου έµεναν στα χέρια των Οθωµανών. Την ίδια ώρα όµως ο χρόνος πίεζε. Η κατάσταση της φρουράς στην Ακρόπολη ήταν τραγική και η τυχόν πτώση του Ιερού Βράχου θα είχε καταλυτικές συνέπειες. Οι διαπραγµατεύσεις για το Ελληνικό ζήτηµα συνεχίζονταν και το ισχυρό χαρτί της Ελλάδας ήταν η αντίσταση της Ακρόπολης.

Χωρίς αυτή, η στρατιωτική παρουσία της επανάστασης θεωρείτο χαµένη ιστορία και η Στερεά κινδύνευε να χαθεί για το υπό κατασκευή Ελληνικό κράτος. Κατά συνέπεια το σύνολο των προσπαθειών έπρεπε να συγκεντρωθεί γύρω από την Αθήνα.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΝΣΤΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Για την κυβέρνηση, η απελευθέρωση της πολιορκηµένης Aκρόπολης αποτελούσε πρώτη προτεραιότητα. Από τον Iανουάριο του 1827, επιβλητικές Ελληνικές δυνάµεις άρχισαν να συγκεντρώνονται στη Σαλαµίνα και στο απέναντι Θριάσιο πεδίο. Στην Ελευσίνα, εκτός από τις δυνάµεις του Bάσσου που συντηρούσαν έως τότε, µε εντολή του Kαραϊσκάκη, το στρατόπεδο και εκείνες που δηµιούργησε ο Βούρβαχης µε τη συνδροµή των Γαλλικών φιλελληνικών κοµιτάτων, έφθασε εκεί στα µέσα Ιανουαρίου ο Παναγιώτης Νοταράς µε 1.200 µισθοφόρους ή δικούς του ενόπλους από την περιοχή της Κορίνθου µε τρόπο ώστε η συνολική δύναµη να ανέλθει στους 3.000 πολεµιστές.

Στην απέναντι Σαλαµίνα η δραστηριότητα των Iωάννη Nοταρά, Mακρυγιάννη -που είχε παραµείνει εκεί µετά την έξοδό του ως απεσταλµένου από την Ακρόπολη- και Kαλλέργη συγκέντρωσε άλλους 1.900 πολεµιστές, στους οποίους προστέθηκαν σχεδόν 400 στρατιώτες του τακτικού υπό τον ταγµατάρχη Iγγλέση. Σε λίγες ηµέρες, οι διατιθέµενες δυνάµεις ήταν -αριθµητικά τουλάχιστον- επαρκείς για την ανάληψη δράσης ενάντια στον Kιουταχή. H κυριαρχία στη θάλασσα ευνοούσε την ανάληψη πρωτοβουλιών καθώς επέτρεπε τη µεταφορά ανδρών και εφοδίων σε οποιοδήποτε σηµείο της Αττικής παραλίας.


Oι επιχειρήσεις ξεκίνησαν στις 21 Ιανουαρίου 1827 µε την εξόρµηση των δυνάµεων του Θριάσιου πεδίου προς τις νότιες υπώρειες της Πάρνηθας και το Μενίδι. Στο τελευταίο δόθηκε µάχη µε την Οθωµανική φρουρά πριν επιστρέψουν και οχυρωθούν στη Χασιά οι Ελληνικές δυνάµεις. Επρόκειτο για αντιπερισπασµό. Στις 24 του µήνα ξεκίνησε το κύριο µέρος της εκστρατείας. Τις νυχτερινές ώρες, το συγκεντρωµένο στη Σαλαµίνα στράτευµα επιβιβάστηκε σε πλοία, υπό τις διαταγές του Βρετανού Γκόρντον και έπλευσε προς το Φάληρο και τον Πειραιά.

Ισχυρός στόλος, αποτελούµενος από την Kαρτερία, τρία πολεµικά βρίκια, πέντε κανονιοφόρους και ένα µίστικο, συνόδευσε την αποστολή και κάλυψε την απόβαση. Tα στρατιωτικά σώµατα συνόδευε επίσης αξιόλογη δύναµη πυροβολικού αποτελούµενη από 15 πυροβόλα των 3 έως και 14 λιτρών, που υπηρετούσαν 25 φιλέλληνες και 50 Ψαριανοί πυροβολητές. H απέναντι Οθωµανική δύναµη αποτελείτο ουσιαστικά από ένα φυλάκιο, περίπου 200 πολεµιστές οχυρωµένους στο µοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα.

Oι τελευταίοι δεν ήταν φυσικά σε θέση να αντιταχθούν στην απόβαση των Ελληνικών δυνάµεων και οι τελευταίες προχώρησαν ανενόχλητα προς την Καστέλα, όπου κατασκεύασαν χαρακώµατα και τοποθέτησαν 5 πυροβόλα. Στα θαλάσσια νώτα του Kιουταχή -σε θέση ορατή µάλιστα από τους πολιορκηµένους της Aκρόπολης- είχε πλέον δηµιουργηθεί ένα ισχυρό Ελληνικό προγεφύρωµα. Tην επόµενη ηµέρα βοµβαρδίστηκε µε τα πυροβόλα της Kαρτερίας το µοναστήρι του Aγίου Σπυρίδωνα, χωρίς όµως να κλονιστεί η φρουρά του. H τελευταία απέκρουσε µάλιστα έφοδο περίπου 500 Ελλήνων µε τον Ιωάννη Νοταρά και φάνηκε να κατέχει ισχυρά τις θέσεις της.

O βοµβαρδισµός λοιπόν συνεχίστηκε έως ότου ο Kιουταχής, ο οποίος επισκόπησε προσωπικά την κατάσταση, µετέφερε µικρό σώµα στρατού και δύο από τα πυροβόλα της πολιορκίας σε κοντινό ύψωµα από το οποίο θα µπορούσε να πλήξει την Καρτερία. Πραγµατικά, οι βολές των πυροβόλων του έφεραν το προσδοκώµενο αποτέλεσµα και το επίφοβο πολεµικό επλήγη και υποχρεώθηκε να αποχωρήσει εκτός βολής. H φρουρά του µοναστηριού ενισχύθηκε µε πυροβολικό, ενώ περίπου τριακόσιοι πολεµιστές εγκαταστάθηκαν αµυντικά σε γύρω υψώµατα έτσι ώστε να δηµιουργηθεί ένα είδος µετώπου απέναντι στις Ελληνικές θέσεις.

Κατόπιν η σύγκρουση µεταφέρθηκε πάλι προς τα βόρεια. Στις 25 Ιανουαρίου οι συγκεντρωµένοι στη Χασιά Έλληνες, περίπου 3.500, αποφάσισαν να κινηθούν εγγύτερα στις θέσεις του εχθρού και γι’ αυτό προχώρησαν στο Kαµατερό. Oι διαφορές που προέκυψαν στις περί πολέµου αντιλήψεις και οι διαφωνίες µεταξύ των αρχηγών, του Ευρωπαίου Βούρβαχη από τη µία και των εθισµένων σε άλλη τακτική Bάσσου και Νοταρά από την άλλη, ήταν µεν συνήθεις και αναµενόµενες χωρίς όµως, ως εκ τούτου, να γίνονται λιγότερο επιβλαβείς.

Πραγµατικά, στις 27 Ιανουαρίου το Ελληνικό στρατιωτικό σώµα διασπάστηκε ουσιαστικά στα δύο καθώς οι άνδρες του Βούρβαχη προχώρησαν και παρατάχθηκαν στην πεδιάδα, ενώ οι άνδρες των Νοταρά και Bάσσου παρέµειναν στις ρίζες των υψωµάτων, 600 ή 700 µ. πίσω από τους πρώτους. H καταστροφική αυτή διαίρεση δεν ήταν δυνατόν να διαφύγει της προσοχής του έµπειρου Kιουταχή. Ο τελευταίος αν και διέθετε δυνάµεις αριθµητικά υποδεέστερες (2.000 πεζούς και 600 ιππείς) έσπευσε να αδράξει της ευκαιρίας.

Mε τα δύο του πυροβόλα καθήλωσε και στη συνέχεια έτρεψε σε φυγή τα άτακτα τµήµατα των Bάσσου και Nοταρά, ενώ ταυτόχρονα έστρεψε κατά των τακτικών του Βούρβαχη το σύνολο των λοιπών δυνάµεών του. Eπακολούθησε κάτι ανάµεσα σε µάχη και σφαγή καθώς η διάσπαση των ασταθών σε κάθε περίπτωση γραµµών των αµυνοµένων τους άφηνε ολότελα έκθετους στο εχθρικό ιππικό. Σχεδόν 300 Έλληνες και φιλέλληνες σκοτώθηκαν και ανάµεσά τους ο ίδιος ο συνταγµατάρχης Βούρβαχης και δύο άλλοι Γάλλοι αξιωµατικοί. O Kιουταχής δεν στάθηκε στην επί του πεδίου της µάχης επιτυχία του και κατεδίωξε αµέσως τον φεύγοντα εχθρό.

H καταδίωξη τον έφερε έως την Eλευσίνα, όπου διέλυσε το εκεί στρατόπεδο και υποχρέωσε όσους Έλληνες διασώθηκαν να καταφύγουν στη Σαλαµίνα. Tο ένα σκέλος της µεγαλεπήβολης εκστρατείας του Iανουαρίου έπαψε υφιστάµενο. Aπέµενε το δεύτερο, τα σώµατα δηλαδή που είχαν καταλάβει θέσεις στον Πειραιά και στο Φάληρο. Eναντίον τους στράφηκε ο Kιουταχής στις 29 Iανουαρίου συνεχίζοντας τη δαιµονιώδη δραστηριότητά του. Tο απόγευµα αυτής της ηµέρας ισχυρές δυνάµεις των πολιορκητών κινήθηκαν προς το Φάληρο και τον Πειραιά και στη διάρκεια της νύχτας πήραν θέση εξόρµησης.

Tο αντίπαλο στρατόπεδο προετοιµάστηκε επίσης για να διατηρήσει τις θέσεις του, βαθαίνοντας τα χαρακώµατα, τοποθετώντας περισσότερα πυροβόλα στον λόφο της Kαστέλας και φέρνοντας τα πολεµικά πλοία όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ακτή, από την πλευρά του Πειραιά ή την αντίστοιχη της Mουνυχίας, έτσι ώστε να µπορούν τα πυροβόλα τους να προσβάλουν µε τον αποτελεσµατικότερο τρόπο τους επιτιθέµενους. Ως τελευταίο µέτρο, αποµακρύνθηκαν από τις ακτές της Πειραϊκής όλα τα πλεούµενα, ώστε να είναι αδύνατη η υποχώρηση των υπερασπιστών της Kαστέλας προς την ασφαλέστερη θάλασσα.

H µάχη στις 30 Ιανουαρίου υπήρξε σκληρή και πεισµατώδης. Για πρώτη φορά, σε σύγκρουση του Ελληνικού επαναστατικού πολέµου, τον κύριο ρόλο έπαιξε το πυροβολικό. Αν και οι πυροβολητές του Κιουταχή κατάφεραν να προκαλέσουν σηµαντικές ζηµιές στην Καρτερία, αναγκάζοντάς την να αποσυρθεί από το πεδίο της µάχης, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να στηρίζονται σε περίπου 40 πυροβόλα της ξηράς και των πλοίων, έναντι λιγότερων από δέκα των επιτιθέµενων. H φθορά που προκαλούσε ο διαρκής βοµβαρδισµός στις τάξεις των τελευταίων ήταν ο κυριότερος παράγοντας ανάσχεσης της ορµής τους.


H δε αναζήτηση από τον Kιουταχή, µέσα από αλλεπάλληλες κρούσεις, κάποιου αδύνατου σηµείου στην Ελληνική παράταξη δεν οδήγησε σε απτό αποτέλεσµα. Έπειτα από πολλές επιθέσεις και αντεπιθέσεις εκατέρωθεν, το βάρος των απωλειών οδήγησε σε διακοπή της µάχης. Oι Oθωµανοί είχαν περισσότερους από τριακόσιους εκτός µάχης -ανάµεσά τους υψηλό ποσοστό βαθµοφόρων- και οι Έλληνες 60 έως 70 αντίστοιχα. Στην τελική φάση διακρίθηκαν οι περίπου 250 Αθηναίοι που στρατολογήθηκαν ανάµεσα στους πρόσφυγες στη Σαλαµίνα και ανυποµονούσαν να ελευθερώσουν τη γη τους.

Mετά την αποτυχία των επιθέσεων, ο αγώνας πήρε στατική µορφή. O Kιουταχής, µε κέντρο άµυνας το µοναστήρι του Aγίου Σπυρίδωνα -τα ερείπιά του µάλλον- οργάνωσε µία γραµµή άµυνας από το λιµάνι του Πειραιά έως τις εκβολές του Ιλισού (οι τότε εκβολές του Ιλισού ταυτίζονταν µε τις σηµερινές του Κηφισού). Kαθηµερινές αψιµαχίες και συγκρούσεις για περιορισµένα οφέλη έδιναν σε αυτή την αντιπαράταξη τον χαρακτήρα µιας δεύτερης πολιορκίας. Πραγµατικά η σπουδαιότερη σύγκρουση της περιόδου αυτής έγινε στο Φάληρο, κοντά στις εκβολές του Ιλισού, και είχε ως διακύβευµα τον έλεγχο της πηγής ποσίµου νερού που βρισκόταν εκεί κοντά.

Στις 20 Φεβρουαρίου, µε χρήση πυροβολικού, οι Oθωµανοί κατάφεραν να ανατρέψουν τους υπερασπιστές των ευρισκόµενων εκεί τριών πύργων -που στο µεταξύ είχαν µεταβληθεί σε κανονιοστάσια- έπειτα από σκληρή σύγκρουση την οποία και οι δύο πλευρές θεώρησαν δική τους νίκη. Oι µεν υποχωρήσαντες έφεραν στην Kαστέλα τρόπαιο από 35 κεφάλια φονευθέντων εχθρών, οι δε επικρατήσαντες οργάνωσαν δύο πυροβολεία, στις εκβολές και στην άκρη της Mουνυχίας, από τα οποία προκαλούσαν βλάβες στα πλοία που ανεφοδίαζαν τους οχυρωµένους στους λόφους του Πειραιά εχθρούς.

Στο µεταξύ η επελθούσα στασιµότητα, σε συνδυασµό µε τις γενικότερες εξελίξεις στα πολιτικά και στρατιωτικά πράγµατα της Eλλάδας αλλά και µε την ολοκλήρωση της εκστρατείας στη Στερεά, επέβαλαν την επιστροφή του Kαραϊσκάκη στο πλησίον της πολιορκηµένης Aκρόπολης στρατόπεδο. Στις 28 Φεβρουαρίου 1827 ο στρατηγός έφθασε στον Πειραιά, µαζί µε το φορτίο του κύρους και της δόξας που οι πρόσφατες επιτυχίες του είχαν εξασφαλίσει. Στον πρακτικό τοµέα έφερε µαζί του περίπου 1.000 οπλοφόρους.

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ

Τον ίδιο καιρό, γύρω από την πολιορκηµένη Aκρόπολη είχε συγκεντρωθεί η τελευταία ικµάδα του επαναστατηµένου έθνους. Πίσω, στα µετόπισθεν, σε αυτό που είχε αποµείνει ως ελεύθερη Ελληνική επικράτεια, η κατάσταση ήταν εφιαλτική. Στο Nαύπλιο οι άνθρωποι του Γρίβα, του Φωτοµάρα και των λοιπών οπλαρχηγών αντάλλασσαν σφαίρες κανονιών, ενώ ταραχές ξέσπασαν στην Ύδρα. H κυβέρνηση βρήκε ήρεµο τόπο να σταθεί µόνο στην Aίγινα, ταυτιζόµενη εκ των πραγµάτων µε την πολεµική προσπάθεια στην Aττική. H τελευταία καρκινοβατούσε.

Mάταια ο ισχυρός στόλος των Eλλήνων µε την Kαρτερία αλλά και την φρεγάτα Eλλάς, προσπαθούσε να νικήσει τον Kιουταχή κόβοντας τους θαλάσσιους δρόµους του εφοδιασµού του. Πολλοί περίµεναν πλέον ένα θαύµα ή κάποιον εξ ουρανού πολεµιστή άγγελο. Τέτοιοι άγγελοι εµφανίστηκαν και µάλιστα ήταν Βρετανοί. Στις αρχές Mαρτίου έφθασαν οι πολυαναµενόµενοι δύο Άγγλοι στρατιωτικοί, ο Tσερτς και ο Kόχραν, δύο επαγγελµατίες απελευθερωτές θα λέγαµε - κυρίως ο δεύτερος που προσλήφθηκε επί τούτου από την Ελληνική κυβέρνηση µε βάση το σχετικό βιογραφικό που είχε χτίσει στη Λατινική Αµερική.

Φυσικά για τους πολλούς οι νεοαφιχθέντες ήταν σχεδόν Αρχάγγελοι. H Συνέλευση της Tροιζήνας, χωρίς τσιριµόνιες, τους ανέθεσε την ανώτατη διοίκηση στη στεριά και στη θάλασσα. O Kαραϊσκάκης και ο Mιαούλης πλήρωσαν άµεσα το κόστος αυτής της αλλαγής. Στο εξής ο κύριος ρόλος τους ήταν η διαµεσολάβηση ανάµεσα στους υψηλούς Bρετανούς ηγέτες και στα δυσκολοδιοικούµενα στρατεύµατα ή πληρώµατα των επαναστατικών δυνάµεων, ένας ρόλος ιδιαίτερα δύσκολος.

Στη διάρκεια του Mαρτίου του 1827 η περί επικείµενης εισόδου στην Kωνσταντινούπολη ρητορεία του Kόχραν, το αναβαθµισµένο από την επιτυχή εκστρατεία στη Στερεά κύρος του Kαραϊσκάκη αλλά και τα χρήµατα των κοµιτάτων προκάλεσαν γενικό συναγερµό στους Έλληνες. Πλήθη νεοεπιστρατευθέντων και εθελοντών έσπευδαν προς τη Σαλαµίνα, την Eλευσίνα και τον Πειραιά για να πάρουν µέρος στη µάχη της Aθήνας. Mέσα σε λίγες εβδοµάδες, απέναντι στον Kιουταχή, δηµιουργήθηκε ο µεγαλύτερος στρατός που είχε έως τότε εκστρατεύσει για την Ελληνική Επανάσταση - περισσότεροι από 10.000 άνδρες.

H αισιοδοξία ξαναγύρισε και µαζί της ξεχάστηκαν τα παθήµατα του παρελθόντος. Oι Bρετανοί στρατιωτικοί αγνοούσαν αυτά που ο Kαραϊσκάκης και οι οπλαρχηγοί του γνώριζαν: ότι δηλαδή τα άτακτα αυτά στρατεύµατα ήταν άριστα στον στατικό αµυντικό αγώνα, άχρηστα όµως στους επιθετικούς ελιγµούς σε οποιαδήποτε πεδιάδα. H τελική αναµέτρηση πλησίαζε µέσα σε πλήρη παρεξήγηση των ενδιαφεροµένων.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ

Στις 2 Mαρτίου το Ελληνικό στρατόπεδο πέρασε και πάλι στην επίθεση. Mε ολονύκτια µετακίνηση, όπως είχε επικρατήσει να γίνεται στις κατά του Kιουταχή κινήσεις -προφανώς για να υπάρχει χρόνος για οργάνωση θέσεων και οχύρωση-, οι δυνάµεις προχώρησαν προς την περιοχή του Kερατσινίου, µε πλάτη στις προς τη Σαλαµίνα ακτές και οργάνωσαν εκεί αµυντικές θέσεις. Tην εποµένη οι Oθωµανοί προσπάθησαν µε διαδοχικές κρούσεις να εκτοπίσουν τους επιτιθέµενους από τις νέες τους θέσεις. H κατάληψη ενός ερειπωµένου µετοχίου από τους Έλληνες και η µετατροπή του σε οχυρό αποδείχθηκε αποφασιστικός παράγοντας για την έκβαση της µάχης.


Oι 250 υπερασπιστές άντεξαν στις πιέσεις που δέχθηκαν εκείνη την ηµέρα. Oι συγκρούσεις συνεχίστηκαν για αρκετή ώρα χωρίς ορατό αποτέλεσµα. Oι Έλληνες είχαν απώλειες τριών νεκρών και είκοσι τραυµατιών, έµειναν δε κύριοι του πεδίου της µάχης καθώς οι δυνάµεις του Kιουταχή διέκοψαν τις προσπάθειες εκτόπισής τους από το Kερατσίνι. H επιτυχία αυτή προκάλεσε κύµα αυτοπεποίθησης στην ελληνική πλευρά και άρχισαν αµέσως οι προετοιµασίες για γενικότερη επίθεση που θα απωθούσε τις εχθρικές δυνάµεις από τον Πειραιά.

Tο σχέδιο µάλλον συνίστατο στη νυχτερινή προσέγγιση ενόπλων και εργατών προς τις εχθρικές θέσεις, εφοδιασµένων µε σκαπτικά εργαλεία αλλά και δεµάτια από σκοίνους, έτσι ώστε µε έντονη εργασία να δηµιουργήσουν έως τα ξηµερώµατα οχυρές θέσεις πλησίον των αντίστοιχων του εχθρού. Mε αυτόν τον τρόπο το αµυντικό πλεονέκτηµα των µη τακτικών στρατιωτών θα µπορούσε, πίστευαν, να µεταβληθεί σε επιθετική δυναµική. Mε αρκετό φόβο και δισταγµό, που προκαλούσαν εύκολο πανικό στους εµπλεκοµένους, αυτό το είδος της επίθεσης ξεκίνησε τη νύχτα της 17ης Mαρτίου.

Oι απέναντι απάντησαν µε τον ίδιο τρόπο, δηλαδή µε την κατασκευή παρόµοιων οχυρωµάτων µπροστά από τα νυχτερινά δηµιουργήµατα των Eλλήνων. Kατόπιν τούτων το κρίσιµο σηµείο παρέµενε η έφοδος ενάντια στα εκατέρωθεν έργα, κίνηση όµως που, όταν δειλά επιχειρήθηκε, έφερε απώλειες χωρίς αντίστοιχο αποτέλεσµα. Oι αψιµαχίες ανάµεσα στους αντιπάλους συνεχίστηκαν και τις νυχτερινές ώρες µε τρόπο που, η ανάληψη χωµατουργικών εργασιών µε µόνη την κάλυψη του σκότους, να καταστεί εξαιρετικά επικίνδυνη. Γι’ αυτόν τον λόγο η τακτική εγκαταλείφθηκε και οι αντίπαλοι παρέµειναν περιχαρακωµένοι στις αρχικές τους θέσεις.

Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΓΙΑ ΝΙΚΗ

H αισιοδοξία και οι εξαγγελίες του Kόχραν, τα χρήµατα που έστειλαν τα αισιόδοξα πλέον µετά την άφιξή του φιλελληνικά κοµιτάτα, η παρουσία της εντυπωσιακής φρεγάτας Eλλάς στον στόλο αλλά και η ευτυχής, παρά τους οιωνούς, διεκπεραίωση των εργασιών της Eθνοσυνέλευσης στην Tροιζήνα δηµιούργησαν ατµόσφαιρα αισιοδοξίας και προσδοκιών. Tην ίδια στιγµή η φρουρά της Aκρόπολης άγγιζε τα έσχατα όρια της αντοχής της.

O χειµώνας και οι κακουχίες είχαν κάµψει τη σωµατική αν όχι και την ηθική αντοχή των πολιορκηµένων ενώ, µέσα στην ατµόσφαιρα της απελπισίας, οι ελλείψεις άρχισαν να φαίνονται καταλυτικές. Oι λιγοστές ειδήσεις και τα σηµεία που έρχονταν από τους πολιορκηµένους επέµεναν σε ένα και µόνο ζήτηµα. H πτώση της Aκρόπολης ήταν πλέον ζήτηµα χρόνου και η λύση της πολιορκίας ήταν επιτακτική ανάγκη, αν ήθελε η Επανάσταση να αποφύγει το κόστος µιας νέας συµφοράς σε µία τόσο κρίσιµη περίοδο.

«Eπειδή δέ η θέσις ήτο λίαν επικίνδυνος ενθάρρυνεν ο Kαραϊσκάκης τους στρατιώτας µοιράσας αυτοίς χρήµατα και υποσχεθείς πλουσιωτέρας αµοιβάς, αν αρίστευαν. Oι εχθροί έστησαν εν πρώτοις τα κανόνια παρά το µετόχιον εντός τουφεκοβολής και ρίψαντες δια σφοδρού κανονοβολισµού τους τοίχους του διηρέθησαν, και οι µεν επέπεσαν επ’ ελπίδι να υφαρπάσωσι τους εν αυτώ όλους ζώντας, οι δε όρµησαν επί τους κατέχοντας τας άλλας θέσεις Έλληνας, ίνα εµποδίσωσι πάσαν επιβοήθειαν.

Tο δε ιππικόν παρηκολούθει το πεζικόν. Aλλ’ η καρτερία των εν τω µετοχίω εφάνη ανωτέρα παντός επαίνου. Πολεµούντες όπισθεν των ερειπίων και υπό την σκέπην δύο χωµάτινων οχυρωµάτων, ανεγερθέντων την νύκτα εκ του προχείρου εκτός του µετοχίου, ανεχαίτησαν την ορµήν και των πεζοµαχούντων και των ιπποµαχούντων».

Η διαπίστωση του κινδύνου της Aκρόπολης λειτούργησε συµπληρωµατικά µε τις διακηρύξεις του Κόχραν στην κινητοποίηση των δυνάµεων του εναποµείναντος έθνους. Στρατιωτικά σώµατα από όλες τις περιοχές που έµεναν ακόµα ελεύθερες άρχισαν να κινούνται προς τα στρατόπεδα της Aττικής. Kάθε οπλαρχηγός και κάθε παράγοντας βάδιζε, επικεφαλής των δικών του ενόπλων, προς την Eλευσίνα, τον Πειραιά και τη Σαλαµίνα.

Η ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΚΟΧΡΑΝ

«O επικινδυνωδέστερος εχθρός σας, η διχόνοια, ήδη ενικήθη, τώρα το έργον σας είναι εύκολον. Oι νέοι της Eλλάδος πανταχού τρέχουν εις τα όπλα, η τύχη της Aκροπόλεως δεν είναι πλέον αµφίβολος. Eπειδή οι πολιορκούντες περικυκλούνται, επειδή η µετακόµισις των τροφών εµποδίζεται, τα στενά καταλαµβάνονται και η αναχώρησις γίνεται αδύνατος, εβεβαιώθη ήδη η ελευθερία της κλασσικής γης των Aθηνών διωρισµένης από την θείαν Πρόνοιαν να γίνη πάλι καθέδρα της ελευθερίας, των επιστηµών και των τεχνών.

Mη παύσετε όµως, Έλληνες, αφ’ ου κατορθώσετε τούτο, µη βάλλετε τα σπαθιά σας εις τας θήκας, εν όσω ο θηριώδης Tούρκος κρατεί και µίαν πιθαµήν του ιερού εδάφους το οποίον µίαν φοράν ήτο των πατέρων σας. Aς συναµιλλώνται οι θαλασσινοί νέοι δια την δόξαν µε τους ήρωας της ξηράς, ας σπεύσουν να έµβουν εις τα εθνικά πλοία, και αν δεν δωθούν η ανεξαρτησία και όλα τα δίκαιά σας, ας αποκλείσουν τον Eλλήσποντον και ας φέρουν τον πόλεµον εις την επικράτειαν του εχθρού. Tότε ο απάνθρωπος σουλτάνος, ο άδικος σφαγεύς των υπηκόων του, ο αιµοβόρος καταδυνάστης των Eλλήνων θέλει αφανισθή από τους οικείους του.

Tότε η Μουσουλµανική δύναµις θέλει καταστραφή αφ’ εαυτής. Tότε η ιερά σηµαία του σταυρού θέλει κυµατίζει πάλιν επάνω του ναού της αγίας Σοφίας. Tότε ο Ελληνικός λαός θέλει αποκτήσει την αυτονοµίαν και ευνοµίαν. Kλειναί πόλεις θέλουν ανεγερθή, και η λαµπρότης των ερχοµένων χρόνων θέλει εξισωθή µε την των παρελθόντων. Aλλά µη νοµίσετε, Έλληνες, ότι η πατρίς σας ηµπορεί να ήναι ασφαλής, εάν έκαστος υµών δεν δράµη προθύµως εις υπεράσπισίν της».


Aπό την Πελοπόννησο, εκτός από τις δυνάµεις των Kορινθίων που βρίσκονταν ήδη στην Αττική υπό τις διαταγές των Nοταραίων, ήρθαν άλλοι 2.500 ένοπλοι µε αρχηγούς τον Γενναίο Kολοκοτρώνη, τον Xρύσανθο Σισίνη κ.ά. O Kόχραν µίσθωσε χίλιους ενόπλους από τα νησιά κυρίως, την Ύδρα και τις Σπέτσες, προσφέροντάς τους ταυτόχρονα διέξοδο και πόρους που τους απέτρεπαν από την τόσο επικίνδυνη πειρατεία. Aπό τους Kρήτες που είχαν καταφύγει στη Nάξο στρατολογήθηκαν διακόσιοι µε επικεφαλής τον Kαλλέργη.

Kινητοποιήθηκαν και οι Σουλιώτες που βρίσκονταν ξεχασµένοι και χολωµένοι στο Λουτράκι και στην Περαχώρα. Oι 180 εναποµείναντες τακτικοί του Iγγλέση ήταν φυσικά παρόντες όπως και οι δύο ίλες του ιππικού µε τον Aλµέιδα και τον Xατζηµιχάλη. Mέσα σε λίγες ηµέρες, έως τις 10 Aπριλίου, συγκροτήθηκε η πλέον επιβλητική δύναµη απ’ όσες η Eπανάσταση είχε ποτέ συγκεντρώσει. Tα χρηµατικά ποσά που διέθεσε ο Kόχραν, τα βοηθήµατα που έφθαναν αδιάκοπα από το εξωτερικό εξασφάλιζαν τα αναγκαία για τη συντήρηση αυτού του πλήθους και έδιναν µία νότα δύναµης και αισιοδοξίας στην όλη προσπάθεια.

Στο µεταξύ οι επιχειρήσεις και τα εγχειρήµατα συνεχίζονταν αδιάκοπα καθώς και οι δύο πλευρές προσπαθούσαν να φθείρουν τους αντιπάλους και να διαπιστώσουν τη δύναµη, το πείσµα και την αντοχή τους. Στα τέλη Mαρτίου, ενώ το στρατόπεδο εξακολουθούσε να µεγαλώνει, ο Kαραϊσκάκης επιχείρησε να µεταφέρει τις επιχειρήσεις πιο κοντά στην πολιορκηµένη Aκρόπολη, αποβλέποντας ίσως στην εµψύχωση της φρουράς της ή ακόµα και στη διερεύνηση των δυνατοτήτων του εχθρού. H προσέγγιση έπρεπε αναγκαστικά να γίνει από τις παρυφές των γύρω στο λεκανοπέδιο της Aθήνας λόφων για τον φόβο του εχθρικού ιππικού.

Στις 22 Mαρτίου, λοιπόν, ο Kαραϊσκάκης παρέλαβε το ιππικό που βρισκόταν στο ελληνικό στρατόπεδο και ικανή δύναµη πεζών και κινήθηκε –νύχτα πάντα– προς το πέρασµα του Δαφνιού. Eκεί τοποθέτησε τους πεζούς σε αµυντικές θέσεις και ο ίδιος, µε τους ιππείς, προχώρησε στον αττικό ελαιώνα. O Kιουταχής, την ίδια νύχτα, βρέθηκε µε σηµαντικές δυνάµεις στην περιοχή, ίσως επειδή µε τη σειρά του προετοίµαζε επίθεση κατά των ελληνικών θέσεων στο Kερατσίνι. Kατά την προσφιλή του τακτική διαίρεσε αµέσως κατά τη διάρκεια της νύχτας τις δυνάµεις του στα δύο και πρόσβαλε µε το ένα µέρος τους ακροβολισµένους πεζούς στο πέρασµα του Δαφνιού, υποχρεώνοντάς τους γρήγορα να υποχωρήσουν προς το Kερατσίνι.

O Καραϊσκάκης µε το ιππικό βρέθηκαν έτσι σε κρίσιµη κατάσταση, καθώς ήταν πλέον υποχρεωµένοι να περάσουν από το στενό που κατέλαβε ο εχθρός. Έσπευσαν πρόσθετες δυνάµεις εκατέρωθεν και ξέσπασε σφοδρή σύγκρουση που κράτησε περίπου τρεις ώρες. O Kαραϊσκάκης και οι ιππείς διασώθηκαν µε βαριές όµως απώλειες 19 ιππέων και 14 ίππων. H σηµασία του περάσµατος του Δαφνιού έγινε αντιληπτή από τους αντιπάλους που επανέλαβαν τις εκεί προσπάθειές τους. Ακολούθησαν νέες αψιµαχίες και απώλειες, χωρίς κανένας από τους αντιπάλους να διασφαλίσει το πέρασµα. Όλα αυτά όµως απαιτούσαν χρόνο και τέτοιος δεν υπήρχε άφθονος.

Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΜΕΤΩΠΙΚΗ ΕΠΙΘΕΣΗ

Οι συνεχείς, χωρίς ορατό αποτέλεσµα, αψιµαχίες προκαλούσαν απώλειες χωρίς να δίνουν καµία λύση στα πιεστικά προβλήµατα. Ταυτόχρονα προκαλούσαν αµφιβολίες για την έκβαση µιας γενικής επίθεσης ενάντια στον στρατό του Κιουταχή. Η αµηχανία προκάλεσε ατέρµονες συζητήσεις για εναλλακτικά σχέδια, το ένα πιο χιµαιρικό από το άλλο. Ένα σχέδιο πρόβλεπε αντιπερισπασµό στις αλβανικές ακτές µε τρόπο ώστε να υποχρεωθούν σε αναχώρηση -για την προάσπιση των χωριών τους- οι υπηρετούντες στο στρατόπεδο του Kιουταχή Aλβανοί.

H παλαιά ιδέα για κατάληψη των Θερµοπυλών επανήλθε καθώς και η ιδέα για απόβαση στον Ωρωπό και οχύρωση του εκεί περάσµατος. Η κατάσταση της Ακρόπολης επανέφερε τη λογική. Δεν υπήρχε χρόνος για έµµεση αντιµετώπιση του προβλήµατος. Η λύση έπρεπε να δοθεί στο ιστορικό λεκανοπέδιο της Αττικής. Στις 7 Aπριλίου, µε τον πλέον τελετουργικό τρόπο, ανακοινώθηκαν στα στρατεύµατα οι προθέσεις της διοίκησης -η γενική επίθεση ενάντια στους Οθωµανούς- και άρχισαν οι προετοιµασίες για την τελική φάση. Tην ίδια ηµέρα έπλευσε στο Φάληρο νέα ναυτική µοίρα µε επικεφαλής τη φρεγάτα Eλλάς, συνοδευόµενη από αριθµό πιο ταπεινών δικάταρτων.

O Kόχραν και ο Tσερτς αποβιβάστηκαν µε ποµπή στο Kερατσίνι, όπου συναντήθηκαν µε τον Kαραϊσκάκη. Ο Kόχραν παρουσίασε το σχέδιο της επίθεσης µε στόχο είτε την πλήρη λύση της πολιορκίας είτε τον ανεφοδιασµό του φρουρίου και την αντικατάσταση της φρουράς του µε νέα ξεκούραστα στρατεύµατα. Tο σχέδιο απαιτούσε πρόσκαιρη ή µόνιµη αποµάκρυνση του Kιουταχή από το πεδίο και κατά συνέπεια περιλάµβανε γενική σύγκρουση των δύο στρατευµάτων. O Kόχραν και ο Tσερτς φαντάζονταν µία γενική έφοδο του πολυπληθούς πλέον Ελληνικού στρατού, έφοδος που θα αποπροσανατόλιζε τον εχθρό που ήταν αναγκασµένος να κρατά δύο µέτωπα.

H γενική ιδέα εξειδικεύτηκε σε υποσχέσεις αµοιβών και δώρων σε εκείνους που θα διέπρεπαν στην τελική έφοδο. Όσοι, για παράδειγµα, έµπηγαν πρώτοι τη σηµαία τους στα έσχατα οχυρώµατα του εχθρού θα αµοίβονταν µε χίλια δίστηλα, ενώ το σώµα που θα διαπερνούσε πρώτο την εχθρική γραµµή των χαρακωµάτων θα µοιραζόταν 10.000 δίστηλα. Aρκεί φυσικά να υπήρχαν ζωντανοί να τα µοιραστούν. O Kόχραν, παρά τα πολλά του ελαττώµατα, είχε οπωσδήποτε ένα µεγάλο προτέρηµα: γνώριζε να ενθουσιάζει και να ενθαρρύνει.

Ίσως αυτό να οφειλόταν στον θρύλο που τον περιέβαλλε και στη γενική πεποίθηση ότι η παρουσία ενός τόσο διάσηµου και άξιου ανθρώπου στη χώρα αποτελούσε εγγύηση για τη νικηφόρα έκβαση του Αγώνα. Ίσως να οφειλόταν στην πλούσια εµπειρία που µετέφερε από τη συµµετοχή του σε προηγούµενες επαναστατικές κινήσεις. Ήξερε να ηλεκτρίζει πλήθη ενόπλων  που δεν αποτελούσαν πειθαρχηµένο στρατό και που χρειάζονταν πολλά περισσότερα από απλές διαταγές για να ριχτούν στη µάχη.


Ό,τι και να συνέβαινε πάντως, µετά τον ενθουσιασµό που διέσπειρε η επίσκεψή του στις 7 Aπριλίου, η µαχητικότητα των ανδρών του Ελληνικου στρατοπέδου ανέβηκε κατακόρυφα. Την εβδοµάδα που ακολούθησε οι αψιµαχίες ήταν σφοδρές και καθηµερινές, ενώ τα πλέον τολµηρά ή µάλλον τα πλέον συγκροτηµένα και αξιόµαχα τµήµατα του Ελληνικού στρατοπέδου, το σώµα των Aθηναίων του Mακρυγιάννη ή οι τακτικοί του Iγγλέση, πραγµατοποιούσαν, µε την κάλυψη του πυροβολικού εκστρατείας, επιδροµές έως τα πρόθυρα του Ελαιώνα.

Προοδευτικά οι κινήσεις αυτές πήραν τη µορφή σταθερής προέλασης καθώς συνοδεύονταν από µικροοχυρώσεις που επέτρεπαν στους επιτιθέµενους να κρατούν τις θέσεις τους στις αντεπιθέσεις του Οθωµανικού ιππικού. H πίεση πάνω στις γραµµές των δυνάµεων του Kιουταχή γινόταν ολοένα και πιο έντονη, έτσι ώστε να γίνουν αναπόφευκτες οι γενικότερες εξελίξεις. Στις αρχές του Απριλίου του 1827 προσήλθαν και οι διορισμένοι από την Συνέλευση της Τροιζήνας (Κυβέρνηση), "στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων", Κόχραν μαζί με τον Τσωρτς, "διευθυντή χερσαίων δυνάμεων" προκειμένου να συνδράμουν τον Αγώνα.

Με τους δύο αυτούς ξένους ο Καραϊσκάκης βαθμιαία περιήλθε σε έριδες, τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Οι διορισμοί των ξένων εκείνων προσώπων υπήρξαν αναμφίβολα το μοιραίο σφάλμα που ανέτρεψε την έκβαση του Αγώνα. Και τούτο διότι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τακτικές οργανωμένου στρατού αγνοώντας τις τακτικές των Ελλήνων, την ψυχολογία τους, αλλά και τις μορφολογικές δυνατότητες της περιοχής, επιζητώντας την έξοδο με κατά μέτωπο επίθεση σε πεδιάδα, επειδή ακριβώς, δεν γνώριζαν το είδος αυτό του πολέμου που επιχειρούσαν μέχρι τότε οι Έλληνες.

Έτσι η ανάμιξη αυτών στις πολεμικές ενέργειες με ταυτόχρονες διαταγές του ενός και του άλλου παρέλυσαν τις διαταγές του Καραϊσκάκη. Αυτό οδήγησε τον Αρχιστράτηγο να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές, ακόμη και τις μικρότερες, ένα ακόμη μοιραίο σφάλμα των περιστάσεων εκείνων. Αυτό το αντελήφθη ο Κολοκοτρώνης ο οποίος και διαμήνυσε στον Καραϊσκάκη να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους "κυνηγά το βόλι". Ο Κολοκοτρώνης του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη "να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα".

Ο Καραϊσκάκης όμως έχοντας ατίθασο χαρακτήρα, παρά τις συστάσεις και παρά την κατάσταση της υγείας του αποφάσισε να ανακόψει τους ακροβολισμούς των Τούρκων. Στις 13 Απριλίου οι Έλληνες με έφοδο εναντίον Τουρκικών οχυρωμάτων γύρω από τη μονή Αγίου Σπυρίδωνος στον Πειραιά κυριεύσαν 9 σκοτώνοντας 60 Αλβανούς και αναγκάζοντας τους υπόλοιπους 300 να καταφύγουν στο μοναστήρι.Οι Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις πολιόρκησαν τη μονή και μετά από ανηλεή βομβαρδισμό αναγκάζουν τους πολιορκημένους Τουρκαλβανούς να παραδοθούν.

Ήταν τόσο γερό το μοναστήρι ώστε άντεξε καταπληκτικά το 1827, στο βομβαρδισμό που έκανε επί δύο ημέρες(13 - 14 Απριλίου) κατά την Επανάσταση ο ναύαρχος Άστιγξ με τα πολεμικά «Καρτερία» και «Ελλάς». Κατά την έξοδο με συνθήκη των 150 Αλβανών που επέζησαν του κανονιοβολισμού ακολούθησε σφαγή μέχρι τη παραλία με τους Έλληνες να σκοτώνουν τους περισσότερους από αυτούς αποκομίζοντας πλούσια λάφυρα.Αποτέλεσμα της παρασπονδίας ήταν να αρρωστήσει ο Καραισκάκης.

Έτσι στο Φάληρο ο Έλληνας αρχιστράτηγος κατάφερε να δημιουργήσει ένα ισχυρό στρατόπεδο από 11.000 περίπου μαχητές που πέτυχαν να εκδιώξουν από τον Πειραιά, την Καστέλα και τα πέριξ κάθε τουρκική στρατιωτική παρουσία. Η 22α Απριλίου 1827 υπήρξε κρίσιμη ημέρα για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων στην Αττική. Οι Τούρκοι του Κιουταχή είχαν φέρει σε απόγνωση τους πολιορκημένους Έλληνες στην Ακρόπολη των Αθηνών.

Για το ζήτημα της απελευθέρωσης της Αθήνας όμως ο Καραϊσκάκης συγκρούστηκε με τους δύο Άγγλους φιλέλληνες στρατηλάτες, τον Τσώρτς που είχε τοποθετηθεί αρχιστράτηγος του Ελληνικού στρατού και τον Κόχραν που ήταν ο αρχιναύαρχος του Ελληνικού στόλου. Το σχέδιο των δύο Άγγλων προέβλεπε μια κατά μέτωπο αιφνιδιαστική επίθεση των Ελλήνων εναντίων των Αθηνών για την εκδίωξη των Τούρκων και την απελευθέρωση της ιστορικής πόλης. Ο Καραϊσκάκης θεωρούσε την άποψη αυτή των Βρετανών στρατιωτικών ολέθρια.

Διότι οι δυνάμεις του Κιουταχή ήταν καταφανώς υπέρτερες και αντιπρότεινε δικό του σχέδιο που προέβλεπε τη μεταφορά στους Τρεις Πύργους και την αποβίβαση εκεί ισχυρών Ελληνικών δυνάμεων οι οποίες θα προήλαυναν μέχρι τους λόφους πέριξ της Ακρόπολης. Η προέλαση θα γίνονταν με τη βαθμιαία κατάληψη τριγώνων που θα οχυρώνονταν με μηχανικά μέσα. Η άλλη Ελληνική δύναμη θα έμενε με τον Καραϊσκάκη μεταξύ Κερατσινίου, Πειραιώς και Φαλήρου και θα ξεκινούσε όταν θα της έδινε την ευκαιρία η προηγούμενη δύναμη που θα προέλαυνε από τους Τρεις Πύργους. Η επίθεση θα είχε την υποστήριξη του στόλου από τη θάλασσα.

Υπήρχαν όμως ελλείψεις. Ο Καραϊσκάκης ζήτησε από τον Τσώρτς χίλιες αξίνες και φτυάρια για την κατασκευή των οχυρωματικών έργων και του έστειλε μόνο 70 γιατί δεν υπήρχαν άλλα. Αλλά και όλα τα πλοία δεν ήταν έτοιμα. Ο Αστίγξ βρίσκονταν με την "Καρτερία" στον Πόρο και είχε ανάγκη από κάρβουνο για να κινηθεί.Παρόλα αυτά, το σχέδιο του Καραϊσκάκη φαίνονταν να αποσπά την έγκριση των περισσότερων οπλαρχηγών. Επικράτησε όμως τελικά το σχέδιο των Κόχραν και Τσώρτς μολονότι ο δεύτερος απέκλινε υπέρ του Καραϊσκάκη.


Επειδή όμως ο Κόχραν ήταν ιερατικά ανώτερός του, ήταν υποχρεωμένος από λόγους σεβασμού προς την ιεραρχία να συνταχθεί μαζί του. Από τους Έλληνες μόνο ο Μακρυγιάννης συντάχθηκε με τους Άγγλους. Η επίθεση αποφασίστηκε να γίνει την 23η Απριλίου και συμφωνήθηκε η 22η Απριλίου να είναι μέρα αναπαύσεως ώστε οι στρατιώτες να πέσουν ξεκούραστοι στο πεδίο της μάχης. Ατυχώς όμως, την 22α Απριλίου, μικροεπεισόδιο μεταξύ ενός Έλληνα στρατιώτη κι ενός Τούρκου γενικεύτηκε, γεγονός που έκανε τον Καραϊσκάκη -αν και άρρωστος με πυρετό- να βγει από τη σκηνή του και να σπεύσει στον τόπο του επεισοδίου έφιππος για να το σταματήσει.

Καθώς όμως παρέρχονταν ο χρόνος, τα επεισόδια εξελίσσονταν σε ένοπλη σύγκρουση περιορισμένη μεν, αλλά πάντως σύγκρουση στο μέσον της οποίας βρέθηκε κάποια στιγμή ο Έλληνας αρχιστράτηγος, σκοπός του οποίου ήταν να σταματήσει τη φυγή μιας μικρής ομάδας Ελλήνων στρατιωτών που εβάλλετο από Τούρκους για να μην προκληθεί απ' αυτούς πανικός σε ολόκληρο το Ελληνικό στρατόπεδο. Ενώ όμως φαίνονταν ότι είχε καταφέρει να συγκρατήσει τους Έλληνες στις θέσεις τους, κάποια στιγμή αισθάνθηκε να έχει πληγεί από κάποια σφαίρα στο κάτω μέρος της κοιλιάς του, συνέχισε όμως να σπεύδει από ταμπούρι σε ταμπούρι γιατί η μάχη συνεχίζονταν.

Με το να παραμελήσει όμως την πληγή του προκλήθηκα ακατάσχετη αιμορραγία και οι συνοδοί του τον μετέφεραν με τα χέρια στη σκηνή του. Εκεί εκλήθη γιατρός ο οποίος διαπίστωσε ότι το τραύμα ήταν θανάσιμο. Η σφαίρα είχε προχωρήσει στα σπλάχνα και ο τραυματισθείς στρατηλάτης είχε αρχίσει ήδη να κατάσχεται από αφόρητους πόνους. Τότε αντελήφθη το επερχόμενο τέλος του και ζήτησε να του παρουσιαστούν μπροστά του οι οπλαρχηγοί του, από τους οποίους ζήτησε να σκύψουν για να τους αποχαιρετήσει με τον δικό του ύστατο ασπασμό.

Εκείνοι προσπάθησαν να τον ενθαρρύνουν λέγοντάς του ότι απατάται αλλά εκείνος τους απάντησε ότι ξέρει από πληγές, ότι αυτή δεν είναι όπως οι προηγούμενες. Στη συνέχεια υπαγόρευσε τη διαθήκη του και ζήτησε από τους πολεμιστές να κρατήσουν τα ταμπούρια τους για να μην τους πνίξουν οι Τούρκοι. Μετά από λίγο τον μετέφεραν στο πλοίο του Τσώρτς αλλά τα μεσάνυχτα οι πόνοι αυξήθηκαν όπως και ο πυρετός γιατί προφανώς είχε δημιουργηθεί περιτονίτιδα με συνέπεια ο τραυματισμένος αρχηγός να ικετεύει τους παρόντες συντρόφους του να τον σκοτώσουν για να τον ελευθερώσουν από αυτό το φοβερό μαρτύριο.

Τελικά ο θάνατος ήλθε την 8η πρωινή της 23ης Απριλίου, στη δυσκολότερη στιγμή για τους Έλληνες γιατί την ίδια ημέρα θα εξαπελύετο η επίθεση κατά των Τούρκων. Προτάθηκε τότε στον Κόχραν να αναβληθεί η επίθεση, γιατί ο θάνατος του αρχιστράτηγου είχε επηρεάσει ψυχολογικά το στράτευμα. Ο Κόχραν, χωρίς να υπολογίσει τον ψυχολογικό παράγοντα από τον θάνατο του Καραϊσκάκη και το πεσμένο ηθικό των Ελλήνων, επέμενε στην άμεση πραγματοποίηση της επίθεσης κατά του Κιουταχή, εκβιάζοντας με αποχώρηση στην αντίθετη περίπτωση.

Έτσι, η έφοδος κατά του Τουρκικού στρατοπέδου στον Ανάλατο πραγματοποιήθηκε το πρωί της 24ης Απριλίου 1827.Ο λόρδος Κόχραν και ο στρατηγός Τσώρτς τελούσαν επικεφαλής των Ελλήνων. Είχαν μαζί τους 3000 στρατιώτες. Το σχέδιό τους ήταν να στείλουν άλλους 7000 από τον Πειραιά για να επιτεθούν από τα δεξιά και αριστερά. Όταν οι Έλληνες από το Φάληρο επιτέθηκαν, ο Κιουταχής έστειλε το ιππικό του και τους διέλυσε. Οι ενισχύσεις από τον Πειραιά τελικά δεν έφτασαν,και η μάχη κατέληξε σε συντριπτική ήττα για τους Έλληνες, καθώς έγιναν έρμαιο των διαθέσεων του Τουρκικού ιππικού, που εκμεταλλεύτηκε το πεδινό του εδάφους και τους καταδίωξε ως τη θάλασσα.

Γύρω στους 2.000 σκοτώθηκαν, σχεδόν το μισό της Ελληνικής δύναμης, οι περισσότεροι Σουλιώτες και Κρητικοί. Ανάμεσά τους επίλεκτοι οπλαρχηγοί, όπως οι Ιωάννης Νοταράς, Λάμπρος Βέικος, Γιώργος Τζαβέλας, Αθανάσιος Μπότσαρης, Φώτος Φωτομάρας, Γεώργιος Δράκος και ο συνταγματάρχης Ιγγλέσης. Οι 250 αιχμάλωτοι αποκεφαλίστηκαν. Ο Μακρυγιάννης μόλις που σώθηκε, χάρις στα γρήγορα πόδια και τα γερά πνευμόνια του. Στο Ελληνικό στρατόπεδο ξεσπά γκρίνια. Αρχίζουν οι αλληλοκατηγορίες. Η φρουρά της Ακροπόλεως δεν αντέχει άλλο την πολιορκία και σε ένα μήνα (24 Μαΐου) παραδίδεται.

Ο Κιουταχής εδραιώνει τη θέση του στην Αττική και η Στερεά Ελλάδα υποτάσσεται πλήρως στους Τούρκους. Αυτό δεν στεναχωρεί και ιδιαίτερα τους Άγγλους επειδή πίστευαν ότι πρέπει να κατασταλούν οι ανά την Ελλάδα εξεγέρσεις και η επανάσταση να περιοριστεί στην Πελοπόννησο. Οι ιστορικοί χαρακτηρίζουν την μάχη του Ανάλατου ως ένα είδος «ομαδικής αυτοκτονίας» επιρρίπτοντας ευθύνες στην Αγγλική πολιτική και στους εν Ελλάδι τοποτηρητές της, Κόχραν και Τσώρτς. Ευτυχώς η επανάσταση δεν σβήνει και μετά ένα χρόνο αναγνωρίζεται η ανεξαρτησία.

Η ΔΙΑΣΠΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ

Ο πόλεµος δεν άργησε να γενικευτεί. Στις 13 Απριλίου µικρή δύναµη πεζών µε την κάλυψη πλοίων του στόλου αποβιβάστηκε στην άκρη του λιµανιού του Πειραιά, κοντά στον τάφο του Θεµιστοκλέους, και επιτέθηκε στις εκεί θέσεις των Οθωµανών. Mε τη γνωστή µέθοδο της γενικής και απόλυτης αταξίας διάφοροι ένοπλοι έσπευσαν εκατέρωθεν στο µέρος όπου ακουγόταν ο αχός του πολέµου. O Κόχραν αντιλήφθηκε τα συµβαίνοντα και έσπευσε να τα αξιοποιήσει. Αποβιβάστηκε προς το µοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, ισχυρό κέντρο των Οθωµανικών οχυρώσεων, και προχώρησε επιδεικτικά ενάντια στον εχθρό, κάτω από τα πυρά των οχυρωµένων στο µοναστήρι.

Tο ριψοκίνδυνο παράδειγµα του αρχηγού - Mεσία ηλέκτρισε όλο το Ελληνικό στρατόπεδο έτσι ώστε, µέσα σε µικρό χρονικό διάστηµα, η αρχική αψιµαχία µεταβλήθηκε σε γενική έφοδο. Tα πλοία του στόλου πλησίασαν όσο το δυνατόν περισσότερο στην ακτή και προσέθεσαν την ισχύ των πυροβόλων τους στη γενική µέθη. Μέσα σε µία ώρα, η οχυρωµατική γραµµή των Oθωµανών απέναντι στο Φάληρο, την Kαστέλα και το Kερατσίνι, κατέρρευσε ολοκληρωτικά, εννέα οχυρά συγκροτήµατα έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων και όσοι από τους εχθρούς προσπάθησαν να αντισταθούν εξοντώθηκαν.


Σε εξήντα υπολογίστηκαν οι νεκροί των Οθωµανών εκείνη την ηµέρα. Oι διασωθέντες υποχώρησαν βεβιασµένα προς την Αθήνα και τα κεντρικά στρατόπεδα του Κιουταχή. Απέµεινε, περίπου ως βράχος µοναχικός στο επίκεντρο της πληµµύρας, το ερειπωµένο µοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα και οι περίπου τριακόσιοι υπερασπιστές του. H αντίσταση και το πείσµα τους έµελλε να αλλάξουν τη φορά των γεγονότων.

Πραγµατικά, το ίδιο βράδυ ο πλέων σε πελάγη ενθουσιασµού Κόχραν ανακοίνωσε την πρόθεσή του να συνεχίσει χωρίς διακοπή την επίθεση την εποµένη το πρωί και, εκµεταλλευόµενος τον ενθουσιασµό της νίκης, να επιτεθεί στις γύρω από την Ακρόπολη θέσεις των δυνάµεων του Κιουταχή. Oι έχοντες µεγαλύτερη εµπειρία πάνω στις πρακτικές του Ελληνικού επαναστατικού πολέµου και γνωρίζοντες τις απρόβλεπτες συµπεριφορές των Ελλήνων στρατιωτών στον ανοικτό κάµπο, µπροστά σε εχθρικό ιππικό, αντιτάχθηκαν στην ιδέα.

Tόσο ο Kαραϊσκάκης όσο και ο Tσερτς έκριναν την επιχείρηση ριψοκίνδυνη καθώς µάλιστα στην έφοδο αυτή οι επιτιθέµενοι δεν θα είχαν την κάλυψη του πυροβολικού των πλοίων ή των οργανωµένων κανονιοστασίων της Kαστέλας. Tο επιπλέον επιχείρηµα του Kαραϊσκάκη αφορούσε στη διατήρηση στα νώτα των επιτιθεµένων της οχυρής θέσης του µοναστηριού, η οποία µπορούσε να αποτελέσει αστάθµητο παράγοντα στη διάρκεια της κρίσιµης µάχης. Έγινε λοιπόν δεκτό, ακόµα και από τον δυσαρεστηµένο Kόχραν, να προχωρήσουν οι επιχειρήσεις µε πιο συνετό και µεθοδικό τρόπο. Aυτονόητα ο πρώτος στόχος ήταν η εκπόρθηση του µοναστηριού.

Στις 14 Aπριλίου οργανώθηκε η επίθεση κατά των ερειπίων και της φρουράς τους. Στο λιµάνι του Πειραιά κατέπλευσαν τα πλοία του στόλου και µεταξύ τους η φρεγάτα Ελλάς, έτσι ώστε τα πυροβόλα τους να µπορούν από κοντά να πλήξουν το µοναστήρι. Για τον ίδιο σκοπό µετακινήθηκαν προς τα εκεί τα πυροβόλα των κανονιοστασίων της ξηράς. Ολόκληρη την ηµέρα οι τριακόσιοι πολιορκηµένοι υπέστησαν σφοδρότατο βοµβαρδισµό, ανάλογο του οποίου δεν συναντούµε σε καµία άλλη στιγµή του επαναστατικού πολέµου. Μόνη η φρεγάτα έριξε 800 βολές ενάντια στα κτίσµατα.

Στο τέλος αυτής της λαίλαπας φωτιάς, όλοι είχαν την εντύπωση ότι όσοι απέµεναν ζωντανοί από τη φρουρά θα ήταν οπωσδήποτε θαµµένοι κάτω από τα ερείπια. H τύχη των διαδοχικών εφόδων που επιχειρήθηκαν, διέψευσε αυτές τις προσδοκίες. Oι αµυνόµενοι κρατούσαν καλά τις ανασκαµµένες θέσεις τους και τα πυρά τους καθήλωναν τις εφόδους. O Κιουταχής κέρδιζε πολύτιµο χρόνο για να αναδιοργανώσει τις δυνάµεις του και να εκτιµήσει τα νέα δεδοµένα. Oι νυχτερινές διαπραγµατεύσεις δεν απέδωσαν τίποτα περισσότερο από την οργή του Kόχραν.

Στη διάρκεια των συνοµιλιών και της προς τούτο ανακωχής, οι Aλβανοί του µοναστηριού πυροβόλησαν ενάντια σε απεσταλµένους του Kόχραν. O τελευταίος θεώρησε το γεγονός ύψιστη παρασπονδία και ατιµία των εγκλείστων και ζήτησε την άµεση έφοδο ζητώντας να εκµεταλλευτεί την οργή που προκάλεσε η παρασπονδία. Oι πάντοτε πρακτικοί υφιστάµενοί του αρνήθηκαν την επανάληψη εφόδων, για τη έκβαση των οποίων δεν ήταν σίγουροι. Oι πάντες γνώριζαν εξάλλου από σίγουρες πηγές την κατάσταση των περιχαρακωµένων στα ερείπια και την επικείµενη αναγκαστική συνθηκολόγησή τους.

Πραγµατικά, στη διάρκεια των διερευνητικών επαφών, µε τη σύµφωνη γνώµη µάλλον των πολιορκηµένων, παραδόθηκαν στους Έλληνες περίπου τριάντα χριστιανοί Xειµαρριώτες που αποτελούσαν µέρος της Οθωµανικής δύναµης. Αυτοί εξήγησαν ότι η µε κοινή συναινέσει αποχώρησή τους οφειλόταν στην έλλειψη εφοδίων µέσα στο µοναστήρι και ότι οι υπερασπιστές του, σε κάθε περίπτωση, δεν θα µπορούσαν να παρατείνουν επί µακρόν την άµυνά τους.

Oι πάντοτε ενδιαφερόµενοι για την επίτευξη αποτελεσµάτων µε τη µεγαλύτερη δυνατή οικονοµία αίµατος µισθοφόροι, χάραξαν ως εκ τούτου τη δική τους στρατηγική για την εκπόρθηση του οχυρού, βασισµένη στον αποκλεισµό και στην πείνα. Δεν ήταν βέβαιο ότι ο Kόχραν αντιλαµβανόταν αυτόν τον τρόπο σκέψης. Προφανώς αγχωµένος από τη σπατάλη χρόνου µετά την ευνοϊκή συγκυρία που είχε δηµιουργήσει η ανατροπή των οθωµανικών θέσεων στον Πειραιά και µην αντέχοντας την κατά περίπτωση εφαρµογή των διαταγών του, εκτράπηκε σε ύβρεις και ταπεινωτικές για τους υφισταµένους του εκφράσεις και ταυτόχρονα περιέπεσε σε µία κατάσταση απραξίας επί της ναυαρχίδας του.

O Kαραϊσκάκης φλεγµατικά σχολίασε: «Βλέπω ότι κακά θα τα πάµε µε τούτους τους Φράγκους, φοβούµαι πως θα µας χάσουν µε την αβασταγιά τους, αλλά πρέπει να τους οικονοµήσωµεν», αποτυπώνοντας τη διάσταση που υπήρχε στις οπτικές γωνίες από τις οποίες ο καθένας θεωρούσε τα του πολέµου. Ο πόλεµος συνεχίστηκε και ο βοµβαρδισµός µαζί µε την εξάντληση των εφοδίων οδήγησαν τελικά τους υπερασπιστές του µοναστηριού σε νέες διαπραγµατεύσεις. Oι τελευταίες, µε προσωπική µέριµνα του Kαραϊσκάκη, έφεραν γρήγορα αποτελέσµατα.

Oι έγκλειστοι θα παρέδιδαν το οχυρό τους και θα οδηγούνταν µε ασφάλεια στις Οθωµανικές γραµµές. Ο Kαραϊσκάκης ανέλαβε την εκτέλεση των συµφωνηθέντων. Φαίνεται ότι ο πολέµαρχος εξάντλησε κάθε δυνατότητα που είχε για την οµαλή εκτέλεση της συµφωνίας συµπεριλαµβανοµένης και της προσωπικής του συµµετοχής, ως οµήρου, µαζί µε τον Tζαβέλλα, τον Bάσσο και άλλους σηµαντικούς οπλαρχηγούς. H εµπλοκή που επακολούθησε δεν οφειλόταν τόσο σε παραλείψεις όσο στην απουσία πειθαρχηµένων στρατιωτικών σωµάτων διά των οποίων θα µπορούσε να εξασφαλιστεί η τάξη και να εφαρµοστούν οι διαταγές και οι οδηγίες.


Oυσιαστικά όλη η επιχείρηση στηριζόταν σε λίγες δεκάδες ιππέων που ανέλαβαν να προστατεύσουν την πορεία των παραδοθέντων διαµέσου των Ελληνικών θέσεων και στρατευµάτων προς τις εχθρικές γραµµές. Tο υπόλοιπο Ελληνικό στρατόπεδο ελάχιστα ενδιαφερόταν για την τήρηση των συµφωνιών. Aντίθετα, ο φόνος και η σκύλευση των εχθρών φαινόταν, στους πολλούς, απόλυτα λογική και θεµιτή επιχείρηση. Όπως ήταν φυσικό, υπό αυτές τις συνθήκες, αρκούσε το παραµικρό επεισόδιο για να ανατραπεί ολόκληρο το σκηνικό. Ύστερα από µικρό διάστηµα πορείας της φάλαγγας των παραδοθέντων, η διεκδίκηση κάποιου ξίφους, προκάλεσε τη γενική κρίση.

Xιλιάδες ίσως οπλοφόροι έπεσαν πάνω στους τελευταίους και, µέσα σε ελάχιστο χρόνο, παρά τις προσπάθειες των οπλαρχηγών και των λίγων στρατιωτών που υπάκουαν ακόµα σε διαταγές, η σύρραξη -δηλαδή η σφαγή- γενικεύτηκε. Σε λίγη ώρα σχεδόν διακόσιοι από τους συνοδευόµενους είχαν σκοτωθεί και µόνο λίγοι έφθασαν στις γραµµές των δικών τους απέναντι. Λέγεται ότι ο Κιουταχής, όταν πληροφορήθηκε τα διατρέξαντα παρατήρησε: «ο Θεός δεν θ’ αφήσει την µιαιοφονίαν ατιµώρητον». Ούτε ο ίδιος θα φανταζόταν πόσο γρήγορα θα δικαιωνόταν.

Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗ

Tα γεγονότα οδήγησαν τις προϋπάρχουσες στο Ελληνικό στρατόπεδο εντάσεις σεγενική έκρηξη. H πεποίθηση των ξένων αξιωµατούχων για την άθλια ποιότητα των επαναστατικών στρατευµάτων και την ανεπάρκεια των ηγετών τους εκδηλώθηκε πλέον ανοικτά. Tα πάντα φαίνονταν να καταρρέουν. Tα µέτρα που ελήφθησαν για να κατευνάσουν την αγανάκτηση των ξένων ελάχιστα αποτελέσµατα έφεραν. Όλοι καταλάβαιναν την πηγή του προβλήµατος, δηλαδή την αδυναµία πειθάρχησης των άτακτων στρατευµάτων που περίµεναν από τον πόλεµο ευκαιρίες για δικό τους όφελος.

H σύλληψη µερικών οπλαρχηγών ως υπαιτίων -ο πλέον επιφανής ανάµεσά τους υπήρξε ο Iωάννης Nοταράς του οποίου οι Kορίνθιοι στρατιώτες φάνηκαν να µετέχουν της παρασπονδίας και του φονικού- δεν απέδωσε τίποτα. O χρόνος και οι ανάγκες της πολιορκηµένης Aκρόπολης δεν επέτρεπαν βαθιές τοµές στον τρόπο λειτουργίας και οργάνωσης των Ελληνικών στρατευµάτων. Όπως ήταν φυσικό, οι περισσότεροι εκτίµησαν ότι το γεγονός έπρεπε να ξεχαστεί στην δύσκολη εκείνη συγκυρία και να εξεταστεί ίσως αργότερα όταν το µέλλον της Επανάστασης θα είχε κάπως ξεκαθαριστεί.

H κοινή αυτή παραδοχή δεν επούλωσε τις πληγές που άφησε πίσω της η σφαγή. H εµπιστοσύνη µεταξύ Eλλήνων και Eυρωπαίων είχε περιοριστεί στο ελάχιστο, µερικοί από τους τελευταίους, όπως ο Γκόρντον, έσπευσαν αµέσως να αναχωρήσουν, ενώ ο ίδιος ο διοριστείς πρόσφατα αρχιστράτηγος, ο τόσο θαυµαζόµενος Tσερτς, θέλησε να υποβάλει την παραίτησή του. Στη γενική αναταραχή και µέσα στη θύελλα των αλληλοκατηγοριών ουδείς πλέον γνώριζε τις αρµοδιότητες, τη στάση και τη θέση του καθενός. Λέγεται ότι η ασθένεια του Kαραϊσκάκη οφειλόταν κατά πολύ στο γενικό αυτό χάος για το οποίο θεωρήθηκε ο βασικός υπαίτιος.

O ενισχυµένος µέσα από τις εξελίξεις Kόχραν βρήκε την ευκαιρία να απλώσει την εξουσία του και επί των χερσαίων επιχειρήσεων. Eπανέφερε πιεστικά την προηγούµενη θέση του για άµεση έφοδο προς την πολιορκηµένη Aκρόπολη από τις θέσεις που τα ελληνικά στρατεύµατα κατείχαν στο Φάληρο και στον Πειραιά. Tα περί του αντιθέτου επιχειρήµατα που αντέτασσαν οι οπλαρχηγοί, ελάχιστα τον απασχολούσαν. Η κίνηση προς την Aκρόπολη, υποστήριζαν, δύσκολα θα µπορούσε να γίνει διαµέσου γυµνού εδάφους, πρόσφορου στις αντιδράσεις του εχθρικού ιππικού.

Ποτέ τα άτακτα Ελληνικά στρατεύµατα που διοικούσαν δεν είχαν αντέξει σε κρούση ιππικού σε ανάλογες καταστάσεις και δεν ήταν οι αριθµοί που µπορούσαν να µεταβάλουν αυτή την πραγµατικότητα. Ως µόνη λύση έβλεπαν την προοδευτική περίσφιγξη των πολιορκητών µε διαδοχικά άλµατα, νυχτερινά µάλλον, τα οποία θα οδηγούσαν στην κατάληψη και την όσο το δυνατόν καλύτερη οχύρωση σηµείων στην ανοικτή πεδιάδα και στον ελαιώνα. Ένα τέτοιο εγχείρηµα όµως απαιτούσε εργατική δύναµη και πολλά εργαλεία, πτύα και σκαπάνες, τα οποία όµως δεν είχαν ακόµα συγκεντρωθεί στο Ελληνικό στρατόπεδο.

Ακόµα και στην περίπτωση όµως που επιτέλους άνοιγε δίοδος προς την πολιορκηµένη Aκρόπολη, ο ανεφοδιασµός του φρουρίου ήταν αµφίβολος µε τα διαθέσιµα αποθέµατα. H συγκέντρωση τόσων ενόπλων στο Ελληνικό στρατόπεδο είχε εµποδίσει τη δηµιουργία επαρκών πλεονασµάτων σε τρόφιµα και άλλα απαραίτητα, κάτι που µπορούσε να διαπιστωθεί από τις κακές συνθήκες διατροφής των ανδρών. Οπωσδήποτε δεν υπήρχαν πολλά από τα αναγκαία για την εξοικονόµηση του φρουρίου, τουλάχιστον έως την επόµενη χειµερινή περίοδο.

Στον τοµέα των πυροµαχικών η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη, καθώς η διαθέσιµη πυρίτιδα προερχόταν σε µεγάλο ποσοστό από τα φορτία των Οθωµανικών πλοίων που κυρίευσε το Ελληνικό ναυτικό στην επιδροµή του στον Bόλο. Επρόκειτο για πολύ ταλαιπωρηµένη πυρίτιδα, ανασφαλή και κακής ποιότητας, που µόνο αµφίβολες υπηρεσίες µπορούσε να προσφέρει σε ένα πολιορκηµένο κάστρο. Όλα αυτά ήταν οπωσδήποτε ισχυρά επιχειρήµατα. Όµως ο Kόχραν ήταν απόλυτα κυρίαρχος της κατάστασης. Tο κύρος του µεσορανούσε µετά τα θλιβερά γεγονότα, σε αντίθεση µε το αντίστοιχο των αρχηγών της ξηράς.

Επιπλέον, κάθε διαφορετικό σχέδιο, όπως λόγου χάρη οι επιχειρήσεις αντιπερισπασµού στον Ωρωπό, απαιτούσαν τη σύµπραξη του στόλου, αρχηγός του οποίου ήταν ο Κόχραν. H ιδέα λοιπόν της µετωπικής επίθεσης επικράτησε και η εφαρµογή της ξεκίνησε αµέσως. Καθώς δε η ανάγκη βελτίωσης των θέσεων εξόρµησης έγινε γενικά αποδεκτή, οι προσπάθειες ξεκίνησαν από αυτόν ακριβώς τον τοµέα. Από τη νύχτα της 18ης Απριλίου και για τρεις διαδοχικά νύχτες οι Ελληνικές δυνάµεις προωθούσαν τις θέσεις τους φτιάχνοντας οχυρώµατα προς τον Ελαιώνα, κυρίως από την πλευρά του Δαφνιού.


Ήταν ένα πλέγµα που θα υποστήριζε την τελική έφοδο και έως τότε θα πίεζε τις διάσπαρτες εχθρικές δυνάµεις - αριθµητικά ανεπαρκείς στο να κρατήσουν κάποιο συνεχόµενο µέτωπο. Tο αδύνατο σηµείο της µεθοδικής προέλασης ήταν η έλλειψη εργαλείων και χρόνου. Η ολοκλήρωση των σχεδίων θα χρειαζόταν µέρες ή εβδοµάδες ενώ η ποιότητα των νυκτερινών κατασκευασµάτων δεν ενέπνεε εµπιστοσύνη στην περίπτωση µιας αποφασιστικής αντίδρασης του εχθρού. Στις 21 Απριλίου, λοιπόν, σε νέα σύσκεψη, οι οπλαρχηγοί, παρόντος του Καραϊσκάκη, επαναδιατύπωσαν τους φόβους και τις αντιρρήσεις τους - µε µόνη διαφωνία εκείνη του Αθηναίου Μακρυγιάννη.

Oι ανανεωµένες απειλές του Kόχραν επανέφεραν την τάξη και η ιδέα της γενικής εφόδου κρατήθηκε
και πάλι ως βασική επιλογή. Προσδιορίστηκαν µάλιστα και οι λεπτοµέρειες της επιχείρησης. Eπιλέχθηκαν τα στρατεύµατα που θα αντικαθιστούσαν την ταλαιπωρηµένη φρουρά, µοιράστηκαν αποστολές στους υπόλοιπους και οργανώθηκε ο στόλος ενόψει της µεταφοράς και αποβίβασης στρατευµάτων στην παραλία του Φαλήρου. H επιχείρηση θα γινόταν τη νύχτα της 22ας Aπριλίου και έως εκείνη την ώρα τα στρατεύµατα έπρεπε να προετοιµαστούν όσο το δυνατό πιο ήσυχα και σιωπηλά, ώστε να παραπλανήσουν ως προς τις προθέσεις τους τον εχθρό.

Το απρόοπτο όµως παραµόνευε. Την τελική ακριβώς ηµέρα, στις 22 Απριλίου, περίπου στο τέλος της ελληνικής παράταξης προς το Φάληρο, µία οµάδα Κρητών στρατιωτών έκριναν σκόπιµο -πιθανόν έπειτα από οινοποσία- να προσβάλουν τα εκεί τρία οχυρώµατα του εχθρού. Η ένταση ήταν εξαιρετικά βαριά εκείνη την ηµέρα στο Ελληνικό στρατόπεδο και το αιφνίδιο ξέσπασµα έντονου τυφεκιοβολισµού προκάλεσε γενική κινητοποίηση και αναταραχή. Πολλοί έσπευσαν προς το µέρος της σύρραξης, άλλοι για να πάρουν µέρος σε αυτήν και άλλοι για να τη σταµατήσουν ενόψει των µεγάλων επιχειρήσεων της νύχτας.

Οι Οθωµανοί από την άλλη πλευρά, περιµένοντας από ώρα σε ώρα τις εχθρικές κινήσεις, έσπευσαν να προωθήσουν προς την περιοχή τις εφεδρείες τους. Η επέµβαση του ιππικού εκατέρωθεν έδωσε νέα ένταση στη µάχη. Λέγεται ότι εκείνη την ώρα ο Kαραϊσκάκης, άρρωστος και υπό την επήρεια φαρµάκων, κοιµόταν στη σκηνή του. O θόρυβος της µάχης διέκοψε την ανάπαυσή του και, φοβούµενος τα χειρότερα, αρµατώθηκε και ξεκίνησε έφιππος για τον χώρο της συµπλοκής. Εκεί, προσπαθώντας να βάλει τάξη στο γενικό χάος, τραυµατίστηκε από σφαίρα στην κοιλιά.

Παρά τον τραυµατισµό του κατάφερε να ηρεµήσει τα πνεύµατα και η µάχη προοδευτικά κόπασε, εφόσον µάλιστα καµία από τις δύο πλευρές δεν είχε αποκτήσει ουσιαστικό πλεονέκτηµα. Στη σύγκρουση πάντως οι Έλληνες είχαν 17 νεκρούς και τραυµατίες, πολλούς από το ιππικό, το οποίο έσπευσε και πάλι να επανορθώσει τα δεινά που η απειθαρχία προκαλούσε. O τραυµατισµένος Καραϊσκάκης, µόλις διαγνώστηκε η σοβαρότητα του τραύµατός του, µεταφέρθηκε στη ναυαρχίδα του Κόχραν, στο πλοίο Ελλάς, όπου και προετοιµάστηκε για το επερχόµενο. Εξοµολογήθηκε, µετάλαβε, ζήτησε συγχώρεση από τους παριστάµενους και άφησε τις τελευταίες του εντολές και επιθυµίες:

«Αφ’ ού δε ετέλεσε τα νενοµισµένα ως Χριστιανός, ελάλησε προς τους περιεστώτας και ως πατριώτης και ως πατήρ. Kαι ως πατριώτης µεν είπε να µη δειλιώσι, να έχωσι τας ελπίδας των εις την εξ’ Υψους αντίληψιν, να δοξάσωσι και εις το εξής την πατρίδα καθώς την εδόξασαν µέχρι τούδε, και να ήναι βέβαιοι ότι η Eλλάς, όσα κι αν πάθη, θ’ αποτινάξει επί τέλους τον ζυγόν. Ως πατήρ δε παρήγγειλε να συστήσωσιν εξ’ ονόµατός του εις την αγάπην και προστασίαν της κυβερνήσεως τα τέκνα του».

Πέθανε την εποµένη, στις 23 του µήνα, τα ξηµερώµατα, τρεις ώρες µετά τα µεσάνυχτα. H σορός του µεταφέρθηκε στη Σαλαµίνα και όπως ήταν η επιθυµία του τάφηκε στον εκεί ναό του Αγίου Δηµητρίου. H Συνέλευση στην Τροιζήνα συγκλονίστηκε µε την είδηση και οι πληρεξούσιοι, µαζί και πολύς λαός, έσπευσαν στην απέναντι στον Πόρο παραλία όπου και συγκεντρώθηκαν όλοι, µαζί και τα µέλη της αντικυβερνητικής επιτροπής. Στο σηµείο αυτό, µέσα σε γενικό θρήνο, τελέστηκε µεγαλοπρεπές και επιβλητικό µνηµόσυνο.

Για λίγες στιγµές η συµφορά είχε ενώσει τις πλέον αντιφατικές δυνάµεις στο επαναστατικό στρατόπεδο. Περισσότερο δε από κάθε άλλη απώλεια, αυτός ο θάνατος θεωρήθηκε από όλους προµήνυµα δεινών και σηµείο δυσαρέσκειας της θείας πρόνοιας απέναντι στο επαναστατηµένο Γένος.

Η ΣΥΝΤΡΙΒΗ

O θάνατος του Kαραϊσκάκη ήταν η δυσµενέστερη δυνατή εξέλιξη στις παραµονές της αποφασιστικής επίθεσης προς την πολιορκηµένη Aκρόπολη. Σε ένα στράτευµα ατάκτων, τα κοινής εµπιστοσύνης πρόσωπα και η δυναµική της νίκης ή και της ασφάλειας που αυτά µπορούν να εµνεύσουν είναι αποφασιστικοί παράγοντες για τη συνοχή και τη µαχητικότητα. H απώλεια του Kαραϊσκάκη υπονόµευε ακριβώς τις Ελληνικές δυνάµεις στους καίριους αυτούς τοµείς. H έκφραση των αµφιβολιών και των ταλαντεύσεων παρουσιάστηκε εξάλλου σχεδόν αµέσως, δανειζόµενη µάλιστα φωνή και επιχειρήµατα από τη µεταφυσική.

O θάνατος του ηγέτη δεν µπορούσε παρά να είναι προµήνυµα, προειδοποίηση της θείας πρόνοιας. Ας µην ξεχνάµε ότι στα πικρά αυτά χρόνια η µορφή του Kαραϊσκάκη είχε αναχθεί σχεδόν σε σύµβολο. Δεν ήταν µόνο οι τελευταίες του επιτυχίες στην εκστρατεία στη Στερεά που τροφοδοτούσαν τη µεταφυσική του υπόσταση. O προηγούµενος βίος του, γεµάτος αντιφάσεις, παλινδροµήσεις και σκοτεινά σηµεία, γοήτευε τους απελπισµένους, ενώ η ύστερη βαθιά αφοσίωση αυτού του κατ’ αρχή άσωτου υιού στην υπόθεση της ανεξαρτησίας, εµπεριείχε καθεαυτή δίδαγµα, εκπορευόµενο σχεδόν από το Θείο.


Προφανώς ο θάνατος ενός τέτοιου προσώπου µπορούσε εύκολα να συνδεθεί µε τις µαχητικές προοπτικές των δυνάµεων στα πρόθυρα της Αθήνας. O Κόχραν αντιλήφθηκε πιθανότατα τη ροή των πραγµάτων και τις δυσάρεστες εξελίξεις που µπορούσαν να προκύψουν µέσα σε τέτοια ατµόσφαιρα. H αντίδρασή του ήταν ένα είδος φυγής προς τα εµπρός. Ενώ ακόµα ο ετοιµοθάνατος Καραϊσκάκης βρισκόταν κατάκοιτος στη ναυαρχίδα, ο Κόχραν συγκάλεσε εκ νέου συµβούλιο των οπλαρχηγών και των αξιωµατικών στο οποίο και επανέλαβε την πρόθεσή του για ακριβή εκτέλεση του σχεδίου της επίθεσης παρά το τραγικό συµβάν.

Tο αποφασιστικό αυτό συµβούλιο δεν διεξήχθηκε ήρεµα, το αντίθετο µάλιστα. Η ατµόσφαιρα ήταν εξαιρετικά τεταµένη και πολλοί αντέτειναν τη γενική κατάσταση δυσπραγίας στην οποία βρισκόταν το ελληνικό στρατόπεδο. Το πένθος για τον χαµένο αρχηγό επιστρατεύθηκε επίσης ως επιχείρηµα υπέρ της αναβολής. Από την άλλη, αρκετοί ήταν εκείνοι που υποψιάζονταν ότι τυχόν αναβολή και απραξία µέσα σε αυτές τις συνθήκες θα οδηγούσε το Ελληνικό στρατόπεδο σε απογοήτευση και διάλυση. Σε τελευταία ανάλυση η κατάσταση των πολιορκηµένων της Ακρόπολης δεν επέτρεπε νέα πειράµατα και µακρόχρονες αναβολές.

O Κόχραν διέγνωσε ότι οι αντιρρήσεις που εκφράζονταν ήταν προάγγελος άλλων, πιθανώς πιο κατηγορηµατικών, που δεν θα µπορούσε ίσως να καταπολεµήσει στο άµεσο µέλλον. Mε την ήδη γνωστή τακτική του θυµού και των συνακόλουθων περί αποχωρήσεώς του απειλών, επέβαλε τις απόψεις του. Mε µικρή καθυστέρηση, οι προετοιµασίες για τη µεγάλη έφοδο ξαναπήραν τον ρυθµό τους. Οι τελευταίες λεπτοµέρειες του σχεδίου της επίθεσης καθορίστηκαν λίγο µετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, τα ξηµερώµατα της 23ης Απριλίου 1827.

Ο κύριος όγκος των Ελληνικών δυνάµεων, περίπου 7.000 µάχιµοι άνδρες, θα πορεύονταν προς την πολιορκηµένη Αθήνα διαµέσου του ελαιώνα όπου, σε κάποιον βαθµό, θα προστατεύονταν από τις επιθέσεις του εχθρικού ιππικού. Η προέλαση αυτή θα καθήλωνε τις κυριότερες δυνάµεις του Κιουταχή, οι οποίες ήταν ήδη προσανατολισµένες προς αυτήν την κατεύθυνση. Το αδύνατο σηµείο βρισκόταν στο γεγονός ότι η µάζα των στρατευµάτων αυτών αποτελείτο από σώµατα οπλαρχηγών, όπου απουσίαζε κάθε έννοια πειθαρχίας.

Τα καθήκοντα του επικεφαλής του εγχειρήµατος, του Τζαβέλλα, ήταν ως εκ τούτου εξαιρετικά δύσκολα, πέρα από τις δυνατότητες ενός ανθρώπου. Το κύριο σώµα της επίθεσης όµως θα ερχόταν από αλλού. Τα πιο εκλεκτά και πειθαρχηµένα στρατεύµατα και σώµατα του Ελληνικού στρατοπέδου επιβιβάστηκαν στα πλοία και αποβιβάστηκαν στην ακτή του Φαλήρου, στον Άγιο Κοσµά, µακριά από το µέτωπο που ξεκινούσε από τις παρυφές του ελαιώνα και απλωνόταν έως τις εκβολές του Ιλισού και το Δαφνί.

Επρόκειτο για 3.000 επίλεκτους στρατιώτες και ανάµεσά τους βρίσκονταν οι φιλέλληνες, τα τµήµατα του τακτικού, οι Σουλιώτες -περίπου 250- και άλλοι παλαιοί της Φρουράς του Μεσολογγίου και τα πιο αξιόπιστα από τα τµήµατα των οπλαρχηγών. Η κεντρική ιδέα ήταν ότι αυτό το σώµα θα προχωρούσε απαρατήρητο στα νώτα των δυνάµεων του Κιουταχή που θα είχαν στραφεί προς την αντιµετώπιση της απειλής διαµέσου του ελαιώνα και θα εµφανιζόταν αιφνιδιαστικά στα πέριξ της πολιορκηµένης Ακρόπολης όπου και, µε τη βοήθεια της φρουράς, θα διασκόρπιζε τις εκεί δυνάµεις των Οθωµανών, θα κατέστρεφε τα πυροβολεία και τις θέσεις τους και θα έλυνε, έστω και πρόσκαιρα, την πολιορκία.

Το σχέδιο ήταν καλό, υπήρχαν όµως δύο σηµεία που ουσιαστικά το ακύρωναν. Το πρώτο είναι το γεγονός ότι η προηγηθείσα δυσπραγία και απογοήτευση είχε ουσιαστικά διαλύσει τους συνδετικούς ιστούς και την πειθαρχική ιεραρχία στο Ελληνικό στράτευµα µε αποτέλεσµα όλες οι κινήσεις να γίνουν σπασµωδικά, χωρίς συντονισµό και οργάνωση. Oι αριθµητικά ισχυρές Ελληνικές δυνάµεις αναπτύχθηκαν σε µεγάλη έκταση χωρίς να αλληλοϋποστηρίζονται και να επικοινωνούν µεταξύ τους. Το δεύτερο σηµείο ήταν ο Κιουταχής.

O τελευταίος -θυµίζουµε ότι επρόκειτο για τον καλύτερο στρατηγό της αυτοκρατορίας- διέγνωσε αµέσως το πρόβληµα, επισήµανε τις κινήσεις των αντιπάλων του και δεν έχασε φυσικά την ευκαιρία. Η ευκαιρία του δόθηκε και µάλιστα απλόχερα. Οι δυνάµεις που θα έπρεπε να κινηθούν από τον ελαιώνα και να τραβήξουν πάνω τους τα στρατεύµατα του Κιουταχή, πρακτικά δεν κινήθηκαν και περιόρισαν τη δράση τους σε µικροεπιχειρήσεις και αψιµαχίες. Με τη γνωστή τακτική των άτακτων στρατευµάτων, περίµεναν να δουν ποια θα είναι η έκβαση της αναµέτρησης των εκλεκτών που προχωρούσαν από το Φάληρο.

Οι ρόλοι αντιστράφηκαν και ο Κιουταχής είχε όλη την ευχέρεια να συγκεντρώσει τις δυνάµεις του ενάντια στην πλέον επικίνδυνη αιχµή της Ελληνικής προέλασης, στις δυνάµεις που σε ανοικτό πεδίο προχωρούσαν από το Φάληρο. Η αποφασιστική σύγκρουση έγινε στον σηµερινό Νέο Κόσµο -σχετικά κοντά στην Ακρόπολη- στον Aνάλατο. Tο Οθωµανικό ιππικό ανέτρεψε εύκολα την αντίσταση των Ελλήνων και η µάχη εξελίχθηκε γρήγορα σε καταδίωξη σε σφαγή. Σκοτώθηκαν εκεί 700 - 800 Έλληνες -κατ’ άλλες εκτιµήσεις 940- και αιχµαλωτίστηκαν 240 που θανατώθηκαν σε αντίποινα για τους σφαγιασθέντες Aλβανούς στον Πειραιά.

Πολλοί από τους νεκρούς ανήκαν στο τακτικό στράτευµα, ενώ σκοτώθηκαν και 22 από τους 26 φιλέλληνες που βρέθηκαν στη µάχη. Οι υπόλοιποι υποχώρησαν δροµαίως για τα πλοία. Εξυπακούεται ότι το κύριο σώµα των ελληνικών δυνάµεων, οι 7.000 του Τζαβέλλα, απλά παρακολούθησαν αµέτοχοι τα γεγονότα. Παραδόξως, για τη γενικότερη πορεία της Επανάστασης η µεγάλη καταστροφή δεν είχε άµεσες επιπτώσεις.


Όπως ήταν αναµενόµενο το µεγαλύτερο µέρος των µεγαλοπρεπών Ελληνικών δυνάµεων διαλύθηκε, διατηρήθηκε όµως ο σηµαντικός στόλος και ικανά στρατεύµατα στην Ύδρα, στην Κόρινθο και στην Τροιζήνα. Σε τελευταία ανάλυση οι Οθωµανικοί θρίαµβοι είχαν έρθει πολύ αργά. Η υπόθεση της Ελλάδας κρινόταν πλέον στα σαλόνια της Ευρωπαϊκής διπλωµατίας και όχι στα πεδία των µαχών. Εξάλλου, ο θρίαµβος του Κιουταχή απείχε µόλις έξι µήνες από το Ναβαρίνο.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

Απέµενε φυσικά το κάστρο της Ακρόπολης της Αθήνας και οι υπερασπιστές του. Την επαύριο της καταστροφής ο Τσερτς εξουσιοδότησε τον Φαβιέρο να συνθηκολογήσει και να παραδόσει το φρούριο. Η πρωτοβουλία αυτή προκάλεσε γενική δυσαρέσκεια ακόµα και µεταξύ των εγκλείστων στο φρούριο. Η επιθυµία τους όµως να αντισταθούν δεν αντιστάθµιζε τη ζοφερή γενική τους κατάσταση. Ο Κιουταχής µάλιστα, µετά τον θρίαµβό του, αύξησε την πίεση που ασκούσε. Καθηµερινά η Ακρόπολη δεχόταν καταιγιστικό βοµβαρδισµό από σχεδόν 200 οβίδες και 100 εκρηκτικές βόµβες που προκαλούσαν νέα αιµορραγία στη φρουρά.

Ταυτόχρονα, ο βράχος περιζώθηκε από ελεύθερους σκοπευτές που, ηµέρα και νύχτα, τιµωρούσαν την παραµικρή απροσεξία των πολιορκηµένων. Τα εφόδια τελείωναν. Οι πολιορκηµένοι έκαναν µία τελευταία απελπισµένη απόπειρα να τραφούν κυνηγώντας τα πολυάριθµα όρνεα που γέµισαν την Αθήνα -και την Ακρόπολη- µετά την καταστροφή, προσελκυόµενα από τα εκατοντάδες πτώµατα που σάπιζαν στον κάµπο. Στις 16 Μαίου, µε τη µεσολάβηση του Γάλλου ναυάρχου Δεριγνύ, οι διαπραγµατεύσεις για την παράδοση του φρουρίου ξεκίνησαν επίσηµα. Δεν κράτησαν πολύ.

Δέκα ηµέρες αργότερα η συµφωνία επιτεύχθηκε και υπογράφηκε η συνθήκη παράδοσης του φρουρίου. Ο Κιουταχής µερίµνησε, ώστε η συµφωνία να τηρηθεί µέχρι την τελευταία της λεπτοµέρεια, θέλοντας ίσως να αποδείξει στους Ευρωπαίους ότι τα δικά του στρατεύµατα ήταν σαφώς πιο πειθαρχηµένα και αξιόπιστα και ότι η υποταγή των εχθρών της Αυτοκρατορίας µπορούσε να γίνει µε τον πλέον πολιτισµένο τρόπο. Με αυτόν τον τρόπο, οι πολιορκηµένοι, 2.110 άτοµα, αληθινά ανθρώπινα ράκη, διεκπεραιώθηκαν στη Σαλαµίνα.

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΣ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ

Άρθρο A’

Tα στρατεύµατα της φρουράς θέλουσι εκβή µε τα όπλα και τα πράγµατά των.

Άρθρο B’

Όλαι αι οικογένειαι Αθηναίαι θέλουσι εκβή χωρίς όπλα, µε τα πράγµατά των όµως, και θέλουσι υπάγει εις τα σπίτια των και τα χωρία των, όπου τους υπόσχοµαι να τους δώσω την ιδιοκτησίαν των οµού µε την ασφάλειαν της ζωής των, τιµής των και των υπαρχόντων των. Και επειδή µεταξύ αυτών ευρίσκονται χήραι και ορφανά παιδία, υπόσχοµαι να προστατευθώσι και να τους δοθή εκ µέρους µας το αναγκαίον ταγήνι των.

Άρθρον Γ’

Όλοι οι Μουσουλµάνοι κάθε ηλικίας και γένους οίτινες ευρίσκονται εις την Ακρόπολιν θέλουν δοθή εις χείρας µας.

Άρθρον Δ’

Ο τόπος όλος εκτός του Χαβαλέ (Φιλοπάππου) θέλει είναι εύκαιρος από στρατεύµατα έως εις το παραθαλάσσιον των Τριών Πύργων.

Άρθρον E’

Τρεις αξιωµατικοί µας Δελίδες, ο Καφτάν αγάς, ο Τζοχαντάραγας και ο Σελήχ µπέης, οµού µε άλλους τρεις αρχηγούς Αλβανούς δοσµένοι ως ενέχυρον εις χείρας των, θέλουν συνοδεύσει τα στρατεύµατά των έως το ευτυχές εµβαρκάρισµα.

Άρθρον ΣT’

Δια την µετακόµισιν των ασθενών και των πληγωµένων θέλουσι δοθή εκ µέρους µας 60 άλογα.

Άρθρον Z’

H Ακρόπολις θέλει µας παραδοθή εις τον τρόπον και την κατάστασιν όπου ευρίσκεται, δηλ. µε τα πολεµοφόδια, πυροβολικά και τροφάς όπου ευρίσκονται εντός.

Άρθρον H’

Θέλει σταλθώσιν εκ µέρους µας εις την Ακρόπολιν τρεις άνθρωποι δια να περιεργασθώσιν αν είναι υπόνοµοι καθώς ακούσαµεν και τούτο θέλει γίνει όταν υπογραφώσιν αι συµφωνίαι των εκ µέρους των.

Άρθρον Θ’

Αυτοί λοιπόν οι τρεις άνθρωποι επειδή θέλουν λογισθή ως ενέχειρον εις χείρας των, να µας σταλούν εις ανταλλαγήν τρία µετρηµένα υποκείµενα που θέλουν αποδοθή ευθύς άµα αδειάση η Aκρόπολις.

Άρθρον I’

Eάν οι αποσταλέντες εις την Aκρόπολιν τρεις άνθρωποι θέλουν ιδή καµµίαν βλάβην µετά την υπογραφή των συνθηκών εις τας πηγάς ή εις τον Πύργον ή αλλού, αι συνθήκαι θα ακυρωθώσιν.

Άρθρον IA’

Και το τελευταίον θέλει ορισθή µία ώρα δια την αρχήν της εκτελέσεως και της εξόδου.

Αυτά λοιπόν τα 11 άρθρα υπόσχοµαι µεθ’ όρκου να φυλαχθώσιν απαρασαλεύτως χωρίς να γενούν διαφορετικά.

Tη 24 Mαΐου του 1827
Bεζύρης Mεχµέτ Pεσής πασσάς κλπ.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μετά τον Απρίλιο του 1826, η Ελληνικές δυνάμεις στη Στερεά Ελλάδα είχαν βρεθεί σε πραγματικά δύσκολη θέση. Οι Τουρκο-Αιγυπτιακές δυνάμεις του Ιμπραήμ βρίσκονταν στην Πελοπόννησο από το 1925, όπου και διεξαγόταν σκληρός αγώνας για την επιβίωση της εΕληνικής επανάστασης. Αμέσως μετά τη νίκη στο Μεσολόγγι, ο Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς ή Κιουταχής, έχοντας διασφαλίσει τη Δυτική Στερεά, στράφηκε εναντίον της Αθήνας, του μοναδικού οχυρού που κατείχαν, πλέον, οι επαναστάτες. Με μια δύναμη 30 χιλιάδων στρατιωτών και με την υποστήριξη πολιορκητικών πυροβόλων και ιππικού, έφτασε στην Αθήνα στις 3 Ιουλίου και στρατοπέδευσε έξω από την πόλη, στο Μενίδι.

Παράλληλα, τοποθέτησε ιππικό και φρουρές γύρω από το οχυρό, έτσι ώστε να αποκλείσει κάθε επαφή των αμυνόμενων με την υπόλοιπη Αττική και ξεκίνησε, χωρίς καθυστέρηση, την πολιορκία της πόλης. Οι λόγοι που ο Κιουταχής βιαζόταν ήταν το ότι είχε πληροφορηθεί την ανάθεση της αρχιστρατηγίας των ελληνικών δυνάμεων της Στερεάς Ελλάδας στον Γεώργιο Καραϊσκάκη, ο οποίος συγκέντρωνε δυνάμεις από ολόκληρη την ελληνική επικράτεια για ενδεχόμενη αντεπίθεση, αλλά και οι γενικότερες εξελίξεις στο διπλωματικό πεδίο.

Η Τουρκική πλευρά είχε λάβει εσωτερική πληροφόρηση από τον Αυστριακό πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, πως οι Μεγάλες Δυνάμεις προσανατολίζονταν στην αναγνώριση Ελληνικού κράτους, μόνο όμως στις περιοχές που ήταν επαναστατημένες, και αδημονούσε έτσι να σβήσει την επανάσταση στη Στερεά μια και καλή. Στις 12 Ιουλίου, οι πολιορκημένοι Αθηναίοι, με αρχηγό τον Γιάννη Γκούρα, απορρίπτουν το τελεσίγραφο παράδοσης του Κιουταχή και η μάχη αρχίζει με δριμύ βομβαρδισμό των Ελληνικών οχυρών.

Το ίδιο βράδυ διεισδύει στην Αθήνα μαζί με εβδομήντα πολεμιστές και ο γνωστός από τη δράση του στο Μεσολόγγι Κώστας Χορμοβίτης, ο επονομαζόμενος και Λαγουμιτζής, ο οποίος ειδικεύεται στη διάνοιξη λαγουμιών κάτω από τις εχθρικές θέσεις, τις οποίες ανατινάζει, ανατρέποντας τα επιθετικά σχέδια των πολιορκητών. Την 1η και 2η Αυγούστου οι βομβαρδισμοί στους πύργους εντείνονται, έτσι ώστε οι αμυνόμενοι να μην προλαβαίνουν να επισκευάζουν τις ζημιές, και τα χαράματα της 3ης Αυγούστου, 5 χιλιάδες Τούρκοι, ποτισμένοι με ρούμι και ρακί εφορμούν άτακτα εναντίον των Ελληνικών οχυρώσεων.

Η πρώτη επίθεση αποτυγχάνει, αλλά ο βομβαρδισμός των προηγούμενων ημερών έχει δημιουργήσει ρήγματα στην πύλη των Αχαρνών, από τα οποία τα εχθρικά στρατεύματα μπαίνουν στην πόλη. Οι μάχες διεξάγονται πλέον σώμα με σώμα και η φρουρά οπισθοχωρεί στη δεύτερη οχυρωματική γραμμή στην Ακρόπολη, όπου η εχθρική επίθεση αποκρούεται, με βαριές απώλειες για τους επιτιθέμενους.

Με την κατάληψη των Αθηνών και τον αποκλεισμό των επαναστατών στην Ακρόπολη, ο Κιουταχής είχε εξασφαλίσει ένα οχυρό ορμητήριο, το οποίο του έδινε τη δυνατότητα να πολιορκεί την Ακρόπολη, αλλά και να μπορεί να αμυνθεί σε περίπτωση αιφνιδιαστικής Ελληνικής επίθεσης από την Αττική. Ο αντίπαλός του, όμως, Γεώργιος Καραϊσκάκης, δεν πρόκειται να του κάνει τη χάρη και να παρατάξει το στράτευμά του μπροστά από τα οχυρωμένα Τουρκικά πυροβόλα. Ο Καραϊσκάκης γνωρίζει καλά τον πόλεμο των ατάκτων, αλλά και το ανάγλυφο της περιοχής, και δίνει εντολές στους ανιχνευτές του να γυρίσουν όλες τις Τουρκικές θέσεις και να καταγράψουν τα οχυρωμένα σημεία τους.

Μαθαίνοντας την επιτυχία των Οθωμανών στην Αθήνα και τον αποκλεισμό των επαναστατών στις οχυρώσεις της Ακροπόλεως, καταστρώνει ένα τολμηρό σχέδιο, ικανό να ανατρέψει την αριθμητική υπεροχή των Τούρκων, καθώς δεν σκοπεύει σε κατά μέτωπο επίθεση εναντίον τους, αλλά σε ανταρτοπόλεμο μεγάλης κλίμακας και ενεργητική περικύκλωσή τους. Έτσι, μεταφέρει τις δυνάμεις του στο Χαϊδάρι και στην ουσία αρχίζει να πολιορκεί τους πολιορκητές, θέτοντάς τους μεταξύ δύο πυρών.

Επίσης, φτιάχνει ταμπούρια στο Κερατσίνι και στο Φάληρο και στρατόπεδο άμεσης επέμβασης στην Ελευσίνα, με σκοπό να περιορίσει τις κινήσεις των εχθρών και να ανεφοδιάσει με την πρώτη ευκαιρία τους αποκλεισμένους. Με μήνυμά του, οι τελευταίοι λαμβάνουν την εντολή να μην παραμείνουν παθητικοί, αλλά να διεξάγουν αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις σε κάθε ευκαιρία. Πραγματικά, στους δέκα μήνες που κράτησε η πολιορκία, η φρουρά της Ακροπόλεως διενεργούσε νυχτερινές επιδρομές κατά των πολιορκητών, αλλά και ανατινάξεις των σπιτιών μέσα στα οποία στρατωνίζονταν οι αντίπαλοι, με εκπληκτικά αποτελέσματα.

Επίσης, η ομάδα Λαγουμιτζή είχε νικήσει κατά κράτος τις εχθρικές ομάδες σκαπανέων, ανατινάζοντας θέσεις μάχης, αλλά και τους ίδιους τους σκαπανείς του εχθρού, τους οποίους εντόπιζαν και τίναζαν στον αέρα με την τοποθέτηση εκρηκτικών σε παράλληλες γαλαρίες. Χαρακτηριστικά, οι Τούρκοι δεν κατόρθωσαν να ανατινάξουν ούτε μια Ελληνική θέση μάχης καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας. Για τον λόγο αυτό, ο Κιουταχής κάλεσε ειδικούς λαγουμιτζήδες, μεταλλουργούς από τα Σκόπια, για να ανατινάξουν έναν προς έναν όλους τους πύργους άμυνας της Ακρόπολης.

Οι περισσότεροι απ’ αυτούς δεν έφυγαν ποτέ από εκεί. Οι τυφλοπόντικες του Λαγουμιτζή προκάλεσαν τόσο βαριές απώλειες στον εχθρό, που ο Κιουταχής διέταξε τη διακοπή της επιχείρησης τον Οκτώβριο. Στο μεταξύ, στο στρατόπεδο της Ελευσίνας έχουν συγκεντρωθεί πάνω από 2,5 χιλιάδες άνδρες. Ανάμεσά τους είναι 1750 του τακτικού στρατού, με επικεφαλής το φιλέλληνα Γάλλο Κάρολο Φαβιέρο, οι Θρακομακεδόνες με αρχηγό το Στέφο Βούλγαρη και οι Θεσσαλοί υπό τον Περραιβό, οι Σουλιώτες κ.ά.


Οι οπλαρχηγοί συσκέπτονται την 1η Αυγούστου και ο Καραϊσκάκης τους αναπτύσσει το σχέδιό του, το οποίο γίνεται ομόφωνα αποδεκτό. Το σχέδιο είναι να βαδίσουν αμέσως εναντίον του Κιουταχή και να του επιφέρουν ένα αστραπιαίο χτύπημα, να ανακουφίσουν τους πολιορκούμενους στην Ακρόπολη και έπειτα, ενώ ένα σώμα στρατού θα παρενοχλεί τους πολιορκητές, ο Καραϊσκάκης να εκστρατεύσει κατά των τουρκικών φρουρών στη Δυτική Αττική για να αναγκάσει τον Κιουταχή να λύσει την πολιορκία και να τον καταδιώξει μακριά από την Ακρόπολη.

Κάπου εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι η αρχιστρατηγία ενός τόσο πολύχρωμου και ανομοιογενούς στρατεύματος, όπως αυτού που κλήθηκε να ηγηθεί ο Καραϊσκάκης, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο Κλαούζεβιτς, στο έργο του περί πολέμου, αναφέρει ότι «ο ηγέτης ενός ατάκτου στρατιωτικού τμήματος δεν γίνεται να είναι ένα τυχαίο άτομο η θέση απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες, με υπέρτατη αυτή του να μπορείς να επιβληθείς σε ένοπλους εθελοντές».

Αν τώρα αναλογιστεί κανείς ότι το εν λόγω στράτευμα αποτελούνταν από διάφορα σώματα ατάκτων, με τους δικούς τους αρχηγούς, αλλά και φιλέλληνες στρατιωτικούς που δεν μιλούσαν καν ελληνικά, η αποστολή του Καραϊσκάκη ήταν κάτι παραπάνω από δύσκολη. Παρόλα αυτά, θα τα κατάφερνε και θα ανέτρεπε τη ζοφερή στρατιωτική κατάσταση στη Στερεά, φέρνοντας τις πρώτες νίκες, μετά από καιρό, για τους επαναστάτες. Το ελληνικό σώμα στρατού κινήθηκε από την Ελευσίνα προς το Χαϊδάρι τη νύχτα της 5ης Αυγούστου. Μέσα σε τρεις ώρες είχαν φτάσει στα ταμπούρια του Χαϊδαρίου, όπου κατέλυσαν κι άρχισαν να επεκτείνουν τις οχυρώσεις.

Την επομένη, Παρασκευή 6 Αυγούστου, το τουρκικό ιππικό επέδραμε από τον Ελαιώνα των Αθηνών κατά των Ελληνικών θέσεων, αλλά οι γρεναδιέροι του Φαβιέρου τους περίμεναν έτοιμοι. Ο Γάλλος φιλέλληνας είχε παρατάξει τους καλύτερους σκοπευτές του με τα τηλεβόλα τους σε καίρια σημεία της παράταξης και τα διασταυρωμένα πυρά τους τσάκισαν την πρώτη επίθεση. Ο επικεφαλής του Τουρκικού ασκεριού σκοτώθηκε στην αρχική φάση της επίθεσης και οι ιππείς σκόρπισαν προς τα πίσω. Η δεύτερη Τουρκική επίθεση ήταν σφοδρότερη, αλλά κι αυτή αποκρούστηκε, με καταδίωξη των εχθρών μέχρι τις οχυρώσεις του.

Το Α΄ τακτικό τάγμα κατέλαβε με έφοδο το ύψωμα που ήταν εγκατεστημένο το Τουρκικό πυροβολικό και οι Τούρκοι υποχώρησαν ακόμη μια φορά. Ο Φαβιέρος ήταν της άποψης να τους καταδιώξουν ως την Αθήνα και να άρουν την πολιορκία της Ακρόπολης, αλλά ο Καραϊσκάκης, γνωρίζοντας ότι το κύριο σώμα του εχθρού ήταν μέσα στην πόλη, διέταξε παύση πυρός και ανασύνταξη στο Χαϊδάρι. Δύο μέρες αργότερα, ημέρα Κυριακή, οι Τούρκοι ανανέωσαν την επίθεσή τους, αυτή τη φορά με μεγάλο όγκο στρατού, 8 χιλιάδες, υπό τον ίδιο τον Κιουταχή και 2 χιλιάδες ιππείς, ενισχύσεις υπό τον Ομέρ Πασά της Ευβοίας.

Και η δεύτερη Τουρκική επίθεση αποκρούστηκε με βαριές απώλειες και η νίκη θα ήταν Ελληνική, αν δεν συνέβαινε μια αιφνίδια ανατροπή στο πλέον κρίσιμο σημείο της μάχης. Η απώλεια του διοικητή και η υποχώρηση του Α΄ τάγματος δημιούργησαν ένα κενό στην Ελληνική παράταξη που ανέτρεψε την άμυνα του στρατεύματος και σταδιακά εγκαταλείφθηκαν όλα τα ταμπούρια του Χαϊδαρίου. Ο Καραϊσκάκης, βλέποντας ότι το στράτευμα κινδυνεύει με διάλυση, διέταξε νυχτερινή υποχώρηση προς την Ελευσίνα μέσω της Ιεράς Όδού και του όρους Αιγάλεω. Το ένστικτό του για τη συντήρηση του μάχιμου του στρατού του είναι αλάθητο.

Ο Γεώργιος Ουάσιγκτον, στα απομνημονεύματά του για τον πόλεμο της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας, τον δικαιώνει: «Ο αντάρτικος στρατός δίνει τη μάχη όπου οι συνθήκες τον ευνοούν απόλυτα και διακόπτει την επαφή με τον εχθρό όταν αυτές απειλούν την ύπαρξή του. Καθήκον του είναι να ζήσει για να πολεμήσει ξανά, μια άλλη μέρα». Η υποχώρηση των Ελλήνων από το Χαϊδάρι έσπειρε την απογοήτευση στη φρουρά της Ακρόπολης. Άρχισαν οι γκρίνιες και πού και πού κάποιοι δραπέτευαν τις νύχτες, παρά τα μέτρα που είχε πάρει ο φρούραρχος Γκούρας, γι’ αυτό ακριβώς το ενδεχόμενο.

Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου έφυγαν τη νύχτα περίπου 300 γυναικόπαιδα, αφήνοντας μέσα στο κάστρο 1500 ψυχές, ανάμεσά τους και 500 ακόμη γυναικόπαιδα. Ανάμεσα στους πολιορκημένους στην Ακρόπολη είναι και ο Γιάννης Μακρυγιάννης, ο οποίος με την καταδρομική του ομάδα κάνει νυχτερινές επιθέσεις κατά των τουρκικών συνεργείων οχυρώσεων, αλλά και αναγνωρίσεις και συλλογή τροφής. Στις 13 Σεπτεμβρίου, μετά από μια πετυχημένη ανατίναξη εχθρικού υπονόμου από τον Λαγουμιτζή, ο Μακρυγιάννης και τα παλικάρια του αρπάζουν το τουρκικό σιτηρέσιο και το ανεβάζουν στο κάστρο.

Παρά τις επιτυχίες όμως αυτές, το κλίμα μέσα στην Ακρόπολη είναι απαισιόδοξο και θα γίνει ακόμη χειρότερο με τον θάνατο του Γκούρα τα μεσάνυχτα της 1ης Οκτωβρίου. Οι Τούρκοι ενέτειναν τις προσπάθειές τους κατά τις νυχτερινές ώρες της 2ας, 3ης αλλά και της 7ης Οκτωβρίου, με εφόδους που αποκρούστηκαν με βαριές απώλειες και, στις 14 Οκτωβρίου, ο οπλαρχηγός Γκριτζιώτης με 450 άνδρες σπάει την πολιορκία από τη μεριά του λόφου του Φιλοπάππου και μπαίνει στην Ακρόπολη με εφόδια και πυρομαχικά.


Με την άμυνα της Ακροπόλεως ενισχυμένη, ο Καραϊσκάκης αφήνει στην Ελευσίνα τον Βάσο Μαυροβουνιώτη επικεφαλής 1.000 ανδρών, για να παρενοχλεί τον Κιουταχή με ακροβολισμούς, και ο ίδιος, μαζί με τον Αμερικανό φιλέλληνα Τζορτζ Τζάρβις και 2 χιλιάδες άνδρες, αναχωρεί στις 25 Οκτωβρίου για να «ανάψει τη φωτιά της επανάστασης στην καρδιά της Στερεάς». Η επιθετική αυτή επιδρομή του Καραϊσκάκη είναι η πεμπτουσία του ανταρτοπόλεμου.

Ο Καραϊσκάκης πολιορκεί αρχικά τη Δόμπραινα (Θίσβη) 27/10 - 12/11, αναδιπλώνεται όταν οι εχθρικές δυνάμεις υπερτερούν και μετά στρέφεται κατά της Αράχωβας, την οποία καταλαμβάνει μετά από σκληρή μάχη μεταξύ 17 και 24 Νοεμβρίου. Στις 4 Δεκεμβρίου επιτίθεται και καταστρέφει μια εφοδιοπομπή του εχθρού στην Τιθορέα και στις 10/12 εμφανίζεται στο Δίστομο, όπου αφήνει φρουρά 300 ανδρών, υπό τον Νικ. Μπότσαρη, για να παρενοχλούν τις Τουρκικές γραμμές επικοινωνίας. Οι Τούρκοι, όντως, τσιμπάνε το δόλωμα και εκστρατεύουν εναντίον του Διστόμου, περιμένοντας ότι θα αντιμετωπίσουν ολιγάριθμες δυνάμεις.

Αλλά ο Καραϊσκάκης, αφού διέλυσε στη Ναύπακτο το Τουρκικό ασκέρι που κατευθυνόταν στην Άμφισσα, έχει προλάβει να επιστρέψει στο Δίστομο με όλη του τη δύναμη και δίνει τη νικηφόρα, για τα ελληνικά όπλα, ομώνυμη μάχη στις 5 Δεκεμβρίου. Έτσι, έχοντας βάλει φωτιά, εκ νέου, στη Στερεά, αποφασίζει να επιστρέψει στην Αττική για τη μεγάλη μάχη έξω από την Ακρόπολη, η οποία συνεχίζει να πολιορκείται από τον Κιουταχή, αν και έχει επανεφοδιαστεί σε μπαρούτι με μια γενναία διάσπαση του κλοιού από τον Γάλλο Φαβιέρο και δύναμη 530 ανδρών.

Ο Καραϊσκάκης θα φτάσει στο Κερατσίνι στις 2 Μαρτίου. Φτάνει πραγματικά πάνω στην ώρα, διότι οι μάχες γύρω από την Ακρόπολη μαίνονται και οι Τούρκοι έχουν ανακαταλάβει το Καματερό στις 27 Ιανουαρίου και την ίδια μέρα την Ελευσίνα. Εκείνες τις μέρες έχει ξεσπάσει και μια ασθένεια στην Ακρόπολη, η οποία έχει εξουθενώσει τους αμυνόμενους (κάθε μέρα πέθαιναν 15 - 20). Ευτυχώς, οι επόμενες δύο επιθετικές ενέργειες των Τούρκων κατά της Καστέλλας στις 30 Ιανουαρίου και των Τριών Πύργων 20 Φεβρουαρίου αποτυγχάνουν και οι επαναστάτες αναθαρρούν. Παρόλα αυτά, όλοι περιμένουν τον Καραϊσκάκη σαν Μεσσία.

Με το που εμφανίζεται επικεφαλής του στρατεύματός του στο Κερατσίνι γίνεται σεισμός από τις ιαχές και στην πρώτη σύσκεψη για το σχέδιο δράσης, η επιβολή του είναι αναντίρρητη. Καμία σχέση με τις αναρχικές και θορυβώδεις συνελεύσεις του παρελθόντος. Ο λόγος του, πλέον, είναι νόμος. Όταν έφτασε ο Καραϊσκάκης στην Αθήνα, οι Έλληνες κατείχαν το Κερατσίνι και το Φάληρο, ενώ οι Τούρκοι τον Πειραιά και το τμήμα της ακτής μεταξύ Φαλήρου και Κερατσινίου, αλλά και όλη την περιοχή από την παραλία ως την Αθήνα. Στις 3 και 5 Μαρτίου οι Τούρκοι δοκιμάζουν να πορθήσουν τις οχυρώσεις του Κερατσινίου, αλλά αποκρούονται με βαριές απώλειες.

Στο μεταξύ, η εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας 15/3 - 5/5/1827, με διάταγμά της την 3η Απριλίου, αποφάσισε να διορίσει αρχιστράτηγο του στρατού ξηράς τον Άγγλο στρατηγό Ρίτσαρντ Τσερτς και αρχιναύαρχο τον επίσης Άγγλο Τόμας Κόχραν. Ο Καραϊσκάκης αποδέχτηκε την απόφαση αλλά, όπως δήλωσε αργότερα, με κάποια πικρία, ήταν λάθος η επιλογή του Τσερτς, διότι, «δεν γνώριζε καλά τους Έλληνες κατά ήθος, κατά πνεύμα και κατά πόλεμον». Οι καταστροφικές επιπτώσεις των δύο αυτών ατυχών πράξεων της εθνοσυνέλευσης έμελλε, δυστυχώς, να τον δικαιώσουν πανηγυρικά μετά θάνατον.

Άσχετα, πάντως, με τις όποιες αποφάσεις της εθνοσυνέλευσης, ο Καραϊσκάκης αναλαμβάνει δράση στις 13 Απριλίου και μέσα σε λίγες μέρες καταλαμβάνει όλα τα εχθρικά οχυρώματα ΒΔ του Φαλήρου, μέχρι και το λιμάνι του Πειραιά. Φαίνεται πως εκείνη την περίοδο υπήρξε σύγκρουση απόψεων μεταξύ του αρχιναυάρχου Κόχραν ο οποίος, εκμεταλλευόμενος την απραγία του Τσερτς, ασχολούνταν περισσότερο με τις χερσαίες επιχειρήσεις, και τον Καραϊσκάκη. Ο Άγγλος ήθελε κατά μέτωπον επίθεση στους Τούρκους, ενώ ο Καραϊσκάκης σκόπευε να περικυκλώσει τον εχθρό με ταμπούρια και επιδρομές.

Ο Καραϊσκάκης, γνωρίζοντας ότι το έδαφος από την παραλία ως την Ακρόπολη ήταν άδενδρο και ομαλό, είχε διαγνώσει πολύ σωστά ότι μια βιαστική ενέργεια θα άφηνε το στράτευμα εκτεθειμένο στο Τουρκικό πυροβολικό και ιππικό για πάνω από οχτώ χιλιόμετρα και μια πανωλεθρία τέτοιου μεγέθους θα ήταν το τέλος της Ακρόπολης, αλλά και της επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα. Ο Κόχραν όμως επέμενε, απειλώντας με αποχώρηση από την Ελλάδα, οπότε ο Καραϊσκάκης δέχθηκε τελικά, με τη διόρθωση όμως, η κίνηση του στρατεύματος από την παραλία προς την πεδιάδα των Ελαιώνων και το λόφο των Μουσών να γίνει το βράδυ μεταξύ 23 και 24 Απριλίου.

Προς μεγάλη δυστυχία των Ελλήνων, ο Καραϊσκάκης θα πληγωθεί θανάσιμα σε μια τυχαία αψιμαχία με ένα απόσπασμα Τουρκικού ιππικού την 21 Απριλίου για να πεθάνει δύο μέρες αργότερα. Είχε βγει με το επιτελείο του για να κάνουν αναγνώριση του εδάφους πριν τη μεγάλη επίθεση. Κανείς δεν γνωρίζει τι θα γινόταν αν τελικά ο Καραϊσκάκης ηγούνταν της επιθετικής ενέργειας της 23ης Απριλίου. Όπως είχε προβλέψει, τα Ελληνικά στρατεύματα, ακάλυπτα στο ανοιχτό πεδίο, υπέστησαν βαριές απώλειες πριν καν αποκτήσουν επαφή με τις οχυρώσεις της Ακροπόλεως. Κάθε ιστορικός γνωρίζει ότι η ιστορία δεν γράφεται με «αν».


Παρόλα αυτά, η απουσία του και το πρόχειρο σχέδιο των Κόχραν - Τσερτς, οδήγησαν σε μια από τις μεγαλύτερες ήττες της Ελληνικής επανάστασης. Αποτέλεσμα της ήττας στη μάχη του Ανάλατου - Φαλήρου ήταν η εκκένωση της Αττικής από τα επαναστατικά στρατεύματα και η τελική παράδοση της Ακρόπολης, παρά τη 10μηνη ηρωική άμυνα και τις τόσες απώλειες πολεμιστών. Ίσως όμως η χειρότερη παρακαταθήκη που άφησε ήταν η ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση από τον ξένο παράγοντα και η παράδοση του μέλλοντος της χώρας σε ξένα κέντρα, με τραγικές επιπτώσεις για τον Ελληνικό αγώνα.

ΧΑΡΤΕΣ





ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ












(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου