24 Ιαν 2015

ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΛΑΣ (William Wallace)


WILLIAM WALLACE

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΣΚΩΤΟΥ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗ

Οι σχέσεις της Αγγλίας με τη Σκωτία βρίσκονται σε συνεχή δοκιμασία από τις μακρινές εποχές της πρώτης συγκατοίκησης των δύο λαών μέχρι τις μέρες μας. Στο πέρασμα των αιώνων η ένταση αυτής της δοκιμασίας δεν ήταν πάντα σταθερή. Τις περιόδους ηρεμίας διαδέχονταν πάντα καιροί γεμάτοι ταραχές. Η διαμάχη Σαξόνων, Νορμανδών και Κελτών μετά τη Νορμανδική κατάκτηση, αλλά και πιο πριν, η παγίωση της Σκωτικής Ανεξαρτησίας μετά τη μάχη του Μπάνοκμπερν, το 1314, οι περιπέτειες της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα, οι Ιακωβιτικές επαναστάσεις του 18ου αιώνα, η ήττα στο Καλόντεν, το 1746, είναι οι πιο σημαντικές από αυτές... 


Μία, όμως, περίοδος έχει σημαδέψει πιο βαθιά από όλες την εθνική συνείδηση των Σκώτων και έχει απασχολήσει πιο πολύ τους ερευνητές: τα τέλη του 13ου αιώνα, μια εποχή που αποτέλεσε το προοίμιο της Σκωτικής Ανεξαρτησίας και ανέδειξε έναν ιδιαίτερα δημοφιλή ήρωα, τον Γουίλιαμ Γουάλας. Από την εποχή που Σκώτοι και Πίκτες ενώθηκαν για πρώτη φορά, στα μέσα του 9ου αιώνα μ.Χ., η ευρύτερη περιοχή της Σκωτίας γνώρισε αμέτρητες διαμάχες μεταξύ των φύλων και των οικογενειών που την απάρτιζαν, με κυριότερο σημείο τριβής την κυριαρχία και τον έλεγχο της χώρας. 

Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε και κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, περίοδο που έμελλε να σημαδευτεί από σκληρές δυναστικές διαμάχες. Παρόλα αυτά η παραπάνω περίοδος ξεκίνησε με τη βασιλεία του Αλεξάνδρου Γ' (1249 - 1286), η οποία χαρακτηρίστηκε από σχετική ηρεμία και οικονομική ακμή. Ο πληθυσμός πλησίαζε το μισό εκατομμύριο, με το Κελτικό στοιχείο να είναι κυρίαρχο στις τάξεις του, παρά το ότι στην τάξη των ευγενών επικρατούσαν οικογένειες που είχαν Σαξονική ή Νορμανδική καταγωγή. 

Το έδαφος της χώρας, απόκρημνο και δασωμένο, ειδικά προς τον βορρά, δεν επέτρεπε την ανάπτυξη της γεωργίας, ευνοούσε όμως την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Οι κυριότερες αστικές ενότητες βρίσκονταν κοντά στα παράλια, καθώς η ενδοχώρα δεν προσφερόταν για τη συντήρηση μεγάλων οικισμών. Στα κεντρικά λιμάνια της Σκωτίας (Αμπερντήν, Μπέργουικ κλπ.) φιλοξενούντο κοινότητες Φλαμανδών εμπόρων, καθώς η χώρα είχε στενές εμπορικές σχέσεις με τη Σκανδιναβία, τις Κάτω Χώρες, τη Χανσεατική Ένωση, ακόμη και με την Αγγλία, όταν οι καιροί ήταν ειρηνικοί. 

Κυριότερα εξαγώγιμα προϊόντα ήταν το μαλλί, οι γούνες, η ξυλεία, τα βοοειδή και τα αλιεύματα. Το φεουδαλικό σύστημα συνέχιζε να αποτελεί τη διοικητική βάση της χώρας, όμως η οικονομική ανάπτυξη επέφερε ορισμένες πολιτικές μεταβολές. Ήδη από τον 12ο αιώνα οι αστοί που διέθεταν περιουσία μπορούσαν σε ορισμένες περιπτώσεις να έχουν λόγο στην εκλογή των τοπικών αρχών. Η περίοδος της ανάπτυξης και της ευημερίας τερματίστηκε με τον απροσδόκητο θάνατο του βασιλέα Αλεξάνδρου Γ' στις 18 / 19 Μαρτίου 1286. 

Ο Αλέξανδρος Γ' έχασε τη ζωή του πέφτοντας από το άλογο, καθώς επέστρεφε στη σύζυγό του, Γαλλίδα πριγκίπισσα Γιολάντα, στο Κίνγκχορν του Φάιφ, μετά από ένα συμβούλιο στο κάστρο του Εδιμβούργου. Ο θρόνος της Σκωτίας ήταν κενός και ο βασιλικός οίκος Κάνμορ (Canmore, Ceanmore) χωρίς αρσενικό διάδοχο. Ο Αλέξανδρος Γ' είχε χάσει, το 1275, την πρώτη του σύζυγο Μαργαρίτα, αδελφή του Εδουάρδου Α' -μετέπειτα θανάσιμου εχθρού του Γουάλας- και κόρη του βασιλέα της Αγγλίας, Ερρίκου Γ'. Στη συνέχεια, από το 1280 ως το 1284, πέθαναν και τα παιδιά τους Αλέξανδρος, Μαργαρίτα και Δαβίδ. 

Μόνη απόγονος του Αλεξάνδρου Γ' ήταν η εγγονή του Μαργαρίτα, ένα τρίχρονο φιλάσθενο κοριτσάκι, καρπός του γάμου της κόρης του Μαργαρίτας με τον βασιλιά της Νορβηγίας Ερρίκο Β'. Η νεαρή «Κόρη της Νορβηγίας», όπως ονομάστηκε, ανακηρύχθηκε διάδοχος του Αλεξάνδρου Γ' στις 5 Φεβρουαρίου 1284. Καθώς το πρόβλημα διαδοχής παρέμενε οξύ, ο Αλέξανδρος Γ' προχώρησε σε δεύτερο γάμο τον Οκτώβριο του 1285, αυτή τη φορά με την κόρη ενός Γάλλου κόμη, τη Γιολάντα ντε Ντρω (Yolande ή Joleta de Dreux). Ο θάνατός του δεν του επέτρεψε να αποκτήσει διάδοχο από τον δεύτερο γάμο του. 

Δικαιώματα στον θρόνο της Σκωτίας μπορούσαν να εγείρουν πολλοί: οι Νορβηγοί, οι Άγγλοι και, φυσικά, αρκετοί από τους Σκώτους ευγενείς. Προσωρινά, η ηγεσία πέρασε σε ένα εξαμελές συμβούλιο αντιβασιλέων, το οποίο επελέγη με κριτήριο την ισορροπία δυνάμεων που επικρατούσε εκείνη την εποχή και με βάση τη γεωγραφική και κοινωνική προέλευση των μελών. Το συμβούλιο απάρτιζαν οι κόμητες του Μπούκαν (Buchan) και του Φάιφ (Fife), οι βαρώνοι Τζέημς Στιούαρντ (James the High Steward) και Τζων Κόμυν του Μπάντενοχ (John Comyn of Badenoch) και οι επίσκοποι του Σαίντ Αντριους (St. Andrews) και της Γλασκώβης (Glasgow). 

Μέχρι το 1289, έτος κατά το οποίο πέθαναν οι δύο κόμητες, δεν σημειώθηκαν ιδιαίτερα προβλήματα. Η απώλειά τους επέφερε αποσταθεροποίηση, που φάνηκε να εκτονώνεται με την πρόταση του βασιλέα της Αγγλίας Εδουάρδου Α' να παντρευτεί η «Κόρη της Νορβηγίας» τον πεντάχρονο γιο του, Εδουάρδο Β', και να ενωθούν τα βασίλεια Σκωτίας και Αγγλίας. Ο Πάπας Νικόλαος Δ' επέτρεψε αυτή την ένωση μεταξύ εξαδέλφων και η αισιοδοξία επέστρεψε, ειδικά μετά την υπόσχεση του βασιλέα της Νορβηγίας, Ερρίκου Β', να στείλει την «Κόρη» στην πατρίδα της μέσα στο 1290. 

Οι ανησυχίες των Σκώτων για τη μελλοντική ένωση των δύο βασιλείων διασκεδάστηκαν με τη Συμφωνία του Μπίρχαμ (Birgham), η οποία υπεγράφη στις 18 Ιουλίου 1290 και επικυρώθηκε στις 28 Αυγούστου 1290. Σύμφωνα με αυτή τη συνθήκη η διαχείριση των εκκλησιαστικών, πολιτικών και φεουδαρχικών ζητημάτων που θα απασχολούσαν τη Σκωτία θα ήταν αποκλειστικά ζήτημα των Σκώτων, χωρίς ανάμιξη του Αγγλικού θρόνου. Όμως ο Εδουάρδος Α' είχε ήδη φροντίσει από τον Ιούνιο του 1290 να καταλάβει τη νήσο του Μαν και να απαιτήσει αιφνιδιαστικά την ανάθεση της άμυνας των οχυρώσεων της Σκωτίας στον στρατό του. 

Η δικαιολογία που προέβαλε για τις απαιτήσεις του ήταν η κηδεμονία της «Κόρης της Νορβηγίας», την οποία θεωρούσε πλέον αποκλειστικό του προνόμιο. Τις θέσεις του υποστήριζαν οι δύο επίσκοποι – μέλη του συμβουλίου της αντιβασιλείας. Η τακτική του «διαίρει και βασίλευε» λειτουργούσε προς όφελος του Εδουάρδου Α', ο οποίος γνώριζε πολύ καλά ότι αρκετοί ευγενείς από τη Σκωτία διέθεταν περιουσίες και στις δύο πλευρές των συνόρων, με αποτέλεσμα να μην τολμούν να εναντιωθούν στη θέλησή του.


Τον Σεπτέμβριο του 1290 η «Κόρη της Νορβηγίας» απεβίωσε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς τη Σκωτία και η χώρα βρέθηκε στο χείλος του εμφύλιου σπαραγμού. Ευγενείς που είχαν αποκλειστεί από το συμβούλιο αντιβασιλέων και έριζαν για τον θρόνο άρχισαν να κινούνται με απειλητικές διαθέσεις. Εκείνες τις κρίσιμες στιγμές και συγκεκριμένα τον Οκτώβριο του 1290 ο επίσκοπος του Σαίντ Άντριους, Ουίλιαμ Φρέιζερ (Fraser), απηύθυνε έκκληση στον Εδουάρδο Α' να μεταβεί στη Σκωτία και να αξιολογήσει τις απαιτήσεις των διεκδικητών του θρόνου της χώρας, που συνολικά ήταν δεκατρείς. Ο Άγγλος βασιλέας δεν θα έβρισκε καλύτερη ευκαιρία. 

Κινούμενος ταχύτατα τόσο σε διπλωματικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο, επέβαλε στους Σκώτους μια σειρά από μέτρα που προμήνυαν την ενσωμάτωση του βασιλείου τους σε αυτό της Αγγλίας. Οι περισσότεροι δεν αντέδρασαν, αναλογιζόμενοι τις περιουσίες που είχαν στα Αγγλικά εδάφη. Τελικά ο Εδουάρδος Α' ανακοίνωσε στο Μπέργουικ, τον Νοέμβριο του 1292, ότι νόμιμος δικαιούχος του θρόνου ήταν ο Ιωάννης Μπάλιολ (John Balliol). Στις 30 Νοεμβρίου 1292 ο Μπάλιολ στέφθηκε στον παραδοσιακό χώρο στέψης των Σκώτων βασιλέων στο Σκόουν (Scone), αναγνωρίζοντας τον Άγγλο βασιλιά ως επικυρίαρχό του. 

Οι άλλοι διεκδικητές και κυρίως η ισχυρή οικογένεια των Μπρούς (Bruce) προτίμησαν να συμβιβαστούν. Ο Μπάλιολ ήταν μια άριστη επιλογή για την Αγγλία. Ευχάριστος αλλά αδύναμος χαρακτήρας, αδυνατούσε να εναντιωθεί στους Σκώτους ευγενείς και στον Εδουάρδο. Ο τελευταίος ειδικά φρόντιζε να διατυπώνει όλο και πιο πιεστικές απαιτήσεις, η ικανοποίηση των οποίων σήμαινε ένα ακόμη βήμα προς την ολοκληρωτική υποταγή της Σκωτίας στο Αγγλικό στέμμα. 

Αρχικά απαίτησε και έλαβε υπό τον έλεγχό του τα κάστρα της χώρας, αν και τυπικά αυτά ανήκαν στον βασιλέα της Σκωτίας, ενώ στη συνέχεια επέβαλε, το 1293, στον Μπάλιολ την υποχρέωση να του δίνει λόγο για σοβαρά ζητήματα δικαστικής υφής, στα οποία, βέβαια, την τελευταία λέξη είχε ο Εδουάρδος Α', ως επικυρίαρχος της Σκωτίας. Έτσι Σκώτοι ευγενείς όπως ο Μακ Ντάφ (McDuff) κατέφευγαν στην Αγγλία για δικαίωση, υπονομεύοντας το κύρος του Σκωτικού θρόνου. Το 1294 ο Εδουάρδος Α' απαίτησε από τους Σκώτους υποτελείς του να συνεισφέρουν στην εκστρατεία που οργάνωσε εναντίον του βασιλέα της Γαλλίας, Φιλίππου Δ'. 

Αυτή τη φορά ο Σκώτος βασιλέας αρνήθηκε να υπακούσει, έχοντας και την υποστήριξη αρκετών ευγενών. Μάλιστα το 1295 οι Σκώτοι ενεργοποίησαν μια συμφωνία με τον Γάλλο βασιλιά, η οποία όριζε ότι αν μια από τις δύο χώρες δεχόταν Αγγλική εισβολή, η άλλη θα εισέβαλλε στην Αγγλία για αντιπερισπασμό. Η συμφωνία αυτή λέγεται ότι είχε τεθεί για πρώτη φορά σε ισχύ το 1165, αλλά η πρώτη βέβαιη εφαρμογή της χρονολογείται το 1295 - 1296. Στην παλαιότητά της οφείλει το όνομα «Παλαιά Συμφωνία» (Auld Alliance).

Με βάση αυτή τη συμφωνία ο Σκώτος βασιλέας αποκήρυξε την υποταγή του στον Εδουάρδο Α', ενώ στις αρχές του 1296 Σκώτοι ευγενείς πραγματοποίησαν επιδρομή σε εδάφη της βόρειας Αγγλίας. Η οικογένεια Κόμυν πρωτοστάτησε σε αυτές τις ενέργειες. Μερικοί άλλοι ευγενείς προτίμησαν να μείνουν ουδέτεροι. Ο Εδουάρδος Α' αντέδρασε αστραπιαία: επικεφαλής ενός ισχυρού στρατεύματος βάδισε προς τον βορρά και κατέλαβε τη σημαντική πόλη του Μπέργουικ στα τέλη Μαρτίου του 1296. Η σφαγή που ακολούθησε έχει μείνει παροιμιώδης στις διηγήσεις χρονικογράφων της εποχής. 

Το τέλος για τους Σκώτους έφθασε στις 27 Απριλίου, όταν κατά τη μάχη του Ντάνμπαρ (Dunbar) ο στρατός τους υπέστη συντριπτική ήττα. Δέκα χιλιάδες Σκώτοι χάθηκαν σε εκείνη τη μάχη, ενώ αιχμαλωτίστηκαν πολλοί ευγενείς. Ο βασιλέας Ιωάννης Μπάλιολ παραδόθηκε τον Ιούλιο του 1296 στο Μπρέχιν (Brechin) και φυλακίσθηκε στον Πύργο του Λονδίνου, αφού πρώτα ο Εδουάρδος Α' αφαίρεσε τους βασιλικούς θυρεούς από τον επενδύτη του. Αυτή η ταπείνωση απέδωσε στον άτυχο βασιλέα Μπάλιολ το διόλου κολακευτικό προσωνύμιο «Άδειος Επενδύτης» (Tuyme Tabart - Toom Tabard = Τούμ Τάμπαρντ). 

Οι ταπεινώσεις για τη Σκωτία δεν τελείωσαν εκεί. Ο Εδουάρδος Α' μετέφερε στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ (Westminster) τον Λίθο του Πεπρωμένου, με άλλα λόγια τον ογκόλιθο πάνω στον οποίο ανέκαθεν στέφονταν οι βασιλείς της Σκωτίας στο Σκόουν. Ο λίθος τοποθετήθηκε στη βάση του θρόνου που χρησιμοποιείτο για τη στέψη των βασιλέων της Αγγλίας, για να συμβολίζει την υποταγή της Σκωτίας. Επίσης ο Εδουάρδος έλαβε μαζί του τα αρχεία της χώρας και ένα ιστορικό κειμήλιο (Black Rood = Μαύρος Σταυρός) που συνδέεται με τον Τίμιο Σταυρό και τη βασίλισσα της Σκωτίας Αγία Μαργαρίτα.

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΣΚΩΤΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

«Απ’ όλα τα αγαθά του κόσμου, η ελευθερία είναι το πιο πολύτιμο. Ποτέ να μην ανεχτείς, γιέ μου, να ζήσεις στα δεσμά της δουλείας, που περιπλέκονται».

Αυτή ήταν η συμβουλή που έδωσε «προίκα», στον μικρό Γουίλιαμ Γουάλας ο θείος του και αυτός την ακολούθησε μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του. Ήταν το 1296. Η βαριά φορολογία που επέβαλε ο βασιλιάς της Αγγλίας Εδουάρδος Α' ο Μακροσκελής, στους κατακτημένους Σκωτσέζους, οι αδικαιολόγητες φυλακίσεις, οι βιαιοπραγίες και η αξίωση να τον ακολουθούν στις στρατιωτικές εκστρατείες ενάντια στη Γαλλία, ενέτειναν το κλίμα δυσαρέσκειας και δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για επανάσταση.


Ο Γουίλιαμ Γουάλας (1272 / 1276 - 1305) ήταν Σκωτσέζος ευγενής και πατριώτης, πρωταγωνιστής του πολέμου κατά των Άγγλων κατά τη διάρκεια της ανεξαρτησίας της Σκωτίας. Υμνήθηκε από τους ποιητές και τους καλλιτέχνες, ιδιαίτερα από τον τροβαδούρο του 15ου αιώνα Μπλιντ Χάρρυ. Καταγόταν από το μικρό χωριό Ελλερσλί και κατά τη δημοφιλέστερη εκδοχή το όνομα Γουάλλας σημαίνει "Ουαλλός" ή "ξένος" λόγω της Ουαλλικής του καταγωγής. Ο Μπλιντ Χάρρυ δεν περιγράφει τα περιστατικά της ζωής του ως το 1296 οπότε και συνέβη η επίθεση του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Α', μετά τρεις γενιές ειρήνης μεταξύ Άγγλων Σκωτσέζων γιατί δεν είχε στοιχεία.

Αμφισβητείται έντονα και η ημερομηνία γέννησης του αλλά το βέβαιο είναι ότι συνέβη το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1270. Γεννημένος λοιπόν, γύρω στο 1270 ως γιος Σκωτσέζου γαιοκτήμονα, ο Γουάλας μεγάλωσε σε μια εποχή ειρήνης και οικονομικής σταθερότητας. Η οικογένεια είχε Ουαλική καταγωγή, κι αυτό είναι το μόνο σίγουρο για την ιστορία της φαμίλιας των κατώτερων ευγενών. Για τα παιδικά χρόνια του Γουίλιαμ δεν είναι τίποτα γνωστό. Ξέρουμε όμως ότι οι προσπάθειές του να απελευθερώσει τη χώρα του από τη Βρετανική ηγεμονία ξεκίνησαν μόλις έναν χρόνο μετά την υποτέλεια της Σκωτίας στον Βρετανικό θρόνο. Ο Γουάλας ήταν 27 ετών.

Ο μαχητής της ελευθερίας, ο ηγέτης της Σκωτσέζικης αντίστασης στην πρώτη περίοδο του μακροχρόνιου αγώνα της χώρας για ανεξαρτησία από τον Βρετανικό ζυγό, θα άνοιγε με τη ζωή του και τον μαρτυρικό του θάνατο τον δρόμο για την πετυχημένη έκβαση της επιχείρησης. Ο Σκωτσέζος ευπατρίδης και ιππότης θα γινόταν σύμβολο της προσπάθειας ενός έθνους για αυτοδιάθεση και θα απαθανατιζόταν μια για πάντα στη συλλογική μνήμη του λαού.Οι νίκες που μέτρησε κατά των Βρετανικών στρατευμάτων τον μεταμόρφωσαν στον Νο 1 εχθρό του καθεστώτος και όταν θα έχανε την τελική μάχη τον Ιούλιο του 1298, οι περιπέτειές του δεν θα είχαν τέλος.

Το 1296 λοιπόν ο βασιλιάς της Αγγλίας Εδουάρδος Α' ανάγκασε τον ηγεμόνα της Σκοτίας Τζον ντε Μπάλιολ να δηλώσει την υποτέλειά του στο Βρετανικό στέμμα. Κι όταν εκείνος αρνήθηκε και συμμάχησε με τους Γάλλους εναντίον του, ο Άγγλος μονάρχης επιτέθηκε με τα στρατεύματά του στα Σκωτσέζικα κάστρα, υφαρπάζοντας τον θρόνο, φυλακίζοντας τον Μπάλιολ και αναγκάζοντας τους ευγενείς της χώρας να δηλώσουν την υποταγή τους στο στέμμα. Ήταν ώρα για τον Γουάλας να ορθώσει το ανάστημά του.

Τον Μάιο του 1297 ξεκίνησε η Σκωτσέζικη αντίσταση, με τον Γουίλιαμ και 30 ακόμα ευγενείς να επιτίθενται στη σκοτσέζικη πόλη Λανάρκ και να σκοτώνουν τον Βρετανό φρούραρχο ως αντίποινα. Ο Γουάλας οργανώνει κατόπιν το Σκωτσέζικο αντάρτικο με ντόπιους ιππότες και χωρικούς και σύντομα ξεκινά επιδρομές σε όλα τα Αγγλικά φρούρια της Νότιας Σκοτίας: μεγάλες πόλεις όπως η Αμπερντίν, Περθ και Γλασκόβη περιέρχονται στα ανεξάρτητα Σκωτσέζικα χέρια, με τον Γουάλας να κρεμά τους Άγγλους διοικητές και να βρίσκει καταφύγιο στα γειτονικά δάση: ο ανταρτοπόλεμός του πετύχαινε εκπληκτικά αποτελέσματα.

Τα χαράτσια του Αγγλικού στέμματος, τα οποία εισπράττονταν ακόμη και με τρόπο βίαιο, ήταν πολλά και ποικίλα. Σκοπός τους δεν ήταν μόνο να γεμίσουν το βασιλικό θησαυροφυλάκιο, αλλά και να ταπεινώσουν, επιδεικνύοντας κάθε φορά την Αγγλική κυριαρχία, πάνω στον ανυπεράσπιστο λαό. Ένα από τα πιο επαχθή χαράτσια, ήταν και ο «νόμος της πρώτης νύχτας», «jus primae noctis». Επρόκειτο για σαρκικό φόρο, ο οποίος έδινε το δικαίωμα στον τοπικό άρχοντα στο όνομα του βασιλιά, να πλαγιάζει με την παρθένα νύφη την πρώτη νύχτα του γάμου της. Η τιμωρία για όποιον αντιστεκόταν, ήταν ο θάνατος.

Υπό αυτό το καθεστώς, ολόκληρη η Σκωτία έμοιαζε με ένα καζάνι που βράζει και το μόνο που έμενε, ήταν να βρεθεί εκείνος, που θα άναβε το φιτίλι της επανάστασης και θα ηγούνταν του αγώνα για ανεξαρτησία. Αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Γουίλιαμ Γουάλας. Υπάρχουν δύο εκδοχές για το πώς ξεκίνησαν όλα. Στην πρώτη από αυτές λέγεται, ότι ο Γουάλας ψάρευε σε ένα ποτάμι, όταν εμφανίστηκε μπροστά του μια ομάδα Άγγλων στρατιωτών και του ζήτησε να παραδοθεί. Αυτός τους περιέπαιξε, προσφέροντάς τους το μισό ψάρι που είχε πιάσει και μόλις τον πλησίασε ένας στρατιώτης, εκνευρισμένος, ο Γουάλας τον σκότωσε με το καλάμι του ψαρέματος.

Στη συνέχεια πήρε το ξίφος του και σκότωσε άλλους τέσσερις. Η άλλη εκδοχή αναφέρει ότι τον Μάιο του 1297, ο Γουάλας μαζί με 30 ακόμη άνδρες κατάφερε να γλιστρήσει νύχτα στο κάστρο του Λανάρκ και να σκοτώσει τον Σερίφη του, μέσα στην ίδια του την κρεβατοκάμαρα. Επρόκειτο για πράξη εκδίκησης, καθώς ο Σερίφης ήταν αυτός που διέταξε τη θανάτωση της γυναίκας του, Μάριον, επειδή το ζευγάρι είχε παντρευτεί κρυφά και ο ίδιος δεν είχε εισπράξει τον «σαρκικό» φόρο, ως έπρεπε. Ο φόνος του Σερίφη αποτέλεσε το έναυσμα για την εξέγερση σε ολόκληρη την επικράτεια της Σκωτίας.

Η φήμη του Γουάλας αυξανόταν με ρυθμούς γοργούς και σύντομα κατάφερε να φτιάξει έναν μικρό στρατό, απαρτιζόμενο από αγρότες και κτηνοτρόφους. Με τη δύναμη αυτή, άρχισε τις επιδρομές στις κατεχόμενες περιοχές της Νότιας Σκωτίας, σκορπίζοντας τον θάνατο στους Άγγλους στρατιώτες και ελευθερώνοντας διαδοχικά τις πόλεις Αμπερντίν, Πέρθ, Γλασκόβη και Νταντέ. Την ίδια στιγμή, σύσσωμοι οι Σκωτσέζοι ευγενείς, φοβούμενοι μη χάσουν τα προνόμια του παρελθόντος και τους τίτλους τους, δήλωναν υποταγή στον Εδουάρδο.

ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΔΙΑΔΟΧΗΣ ΤΗΣ ΣΚΩΤΙΑΣ

Την εποχή της γέννησης του Γουίλιαμ Γουάλας, η Σκωτία απολάμβανε μεγάλη ευημερία πάνω από 20 χρόνια όπου βρισκόταν υπό την εξουσία του άξιου βασιλιά της Αλεξάνδρου Γ'. Τα προβλήματα ξεκίνησαν το 1286, οπότε και ο Αλέξανδρος Γ' πέθανε πέφτοντας από το άλογο του, αφήνοντας διάδοχο του την μόλις τετράχρονη εγγονή του Μαργαρίτα. Ο βασιλιάς της Αγγλίας Εδουάρδος Α' ο Μακροσκελής πήρε τότε πλεονέκτημα, αρραβωνιάζοντας τον γιο και διάδοχο του Εδουάρδο με την Μαργαρίτα και την υπόσχεση να αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Σκωτίας.


Αλλά όταν πέθανε η εφτάχρονη Μαργαρίτα, το 1290, τα προβλήματα διαδοχής στη Σκωτία ήρθαν σε μεγάλο αδιέξοδο, και ξεκίνησε τότε ο πόλεμος διαδοχής μεταξύ των δύο κυριότερων αντιμαχόμενων Σκωτσέζικων οικογενειών του Ροβέρτου Μπρους και του Τζων Μπάλλιολ. Το αδιέξοδο θα μπορούσε να λυθεί με την επέμβαση του ισχυρότατου γείτονα τους, του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Α' ο οποίος ως τότε είχε δείξει καλές προθέσεις απέναντι τους και όλοι οι ευγενείς ακόμα και οι Μπρους - Μπάλλιολ συμφώνησαν να μπουν υπό την κρίση του.

Ο Εδουάρδος Α΄ τελικά αποφάσισε στα τέλη του 1292 να ορίσει βασιλιά της Σκωτίας τον Τζων Μπάλλιολ και να έχει ο ίδιος την υψηλή εξουσία απέναντι του, κάτι που δυσαρέστησε έντονα την οικογένεια των Μπρους. Ο Εδουάρδος δεν κράτησε τις υποσχέσεις του για ανεξαρτησία της Σκωτίας και αμέσως μετά την ενθρόνιση του Τζων Μπάλλιολ έγινε σκληρός, αυταρχικός, ήθελε να ελέγχει όλες του τις κινήσεις.

Ο Τζων Μπάλλιολ έφτασε σε ακραία σημεία δυσαρέσκειας απέναντι στον Άγγλο βασιλιά, το 1296, όταν αρνήθηκε να αναγνωρίσει την υποταγή του και συμμάχησε με την Γαλλία εναντίον του. Τότε ο Εδουάρδος κυρίευσε το κάστρο του Μπέργουικ σφάζοντας τους αντιπάλους του, και τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου οι Σκωτσέζοι ηττήθηκαν οριστικά στην μάχη του Ντουνχάρ ο Τζων Μπάλλιολ αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο Εδουάρδος Α' δέχτηκε την υποτέλεια 8.000 Σκωτσέζων ευγενών, αφού πρώτα έκλεψε την ιερή πέτρα που βρισκόταν κάτω από τον θρόνο των Σκωτσέζων βασιλέων και την μετέφερε στο Λονδίνο.

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΛΩΝ

Κυκλοφορούν δύο ιστορίες γύρω από την νεότητα του Γουίλιαμ Γουάλας (1296 - 1297), ο ένας λέει ότι ψάρευε στον ποταμό Ίρβινγκ όταν τον προσέγγισε μια ομάδα από Άγγλους στρατιώτες που του ζήτησαν να παραδοθεί σε αυτούς. Ο Γουίλιαμ τους καλόπιασε προσφέροντάς τους μισό από το ψάρι του, και εκνευρισμένος από την αστεία του πράξη ένας στρατιώτης τον πλησίασε και τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Τότε ο Γουίλιαμ τον έπληξε και τον σκότωσε με το καλάμι ψαρέματος και παίρνοντας το ξίφος του στη συμπλοκή υπέταξε εύκολα μόνος του και τους υπόλοιπους Άγγλους στρατιώτες, σκοτώνοντας 5 από αυτούς.

Σύμφωνα με μια άλλη ιστορία, στον καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στην πόλη του Ντάντι ξεκίνησε τον πόλεμο ανεξαρτησίας, δολοφονώντας τον γιο του Άγγλου διοικητή της πόλης. Η ιστορία αυτή φαίνεται ότι έχει περισσότερες πιθανότητες να ισχύει, γιατί στη συγκεκριμένη πόλη ο Γουίλιαμ Γουάλας είχε σπουδάσει, ξοδεύοντας μεγάλο μέρος από τη νεότητα του σε αυτήν, αλλά δεν υπάρχει κανένα κείμενο για τις δραστηριότητες του ως το 1297. Τον Μάιο του 1297, σκότωσε και κομμάτιασε τον Άγγλο σερίφη του Λανάρκ για να εκδικηθεί τον θάνατο του Μάριον Μπραίντφουτ του Λάμινγκτον.

Συμμαχώντας με τον Γουλιέλμο Ντάγκλας άρχισε ασταμάτητες επιδρομές σε όλα τα Αγγλικά εδάφη της Νότιας Σκωτίας ελευθερώνοντας διαδοχικά τις πόλεις Αμπερντίν, Περθ, Γλασκώβη, Ντάντι. Μπλέχτηκε το 1297 σε άλλο ένα επεισόδιο, όπου παγίδευσε τους Άγγλους κατόχους του κάστρου του Αρντροσσάν, κατέλαβε το κάστρο και αφού τους σκότωσε έριξε τα πτώματα τους σε ένα τούνελ. Οι υποστηριχτές της επανάστασης δέχτηκαν ένα ισχυρό κτύπημα όταν οι Σκωτσέζοι ευγενείς ήρθαν σε συμφωνία με τους Άγγλους τον Ιούλιο στο Ίρβιν, ο Γουίλιαμ Γουάλας άφησε το Σελκίρκ προκειμένου να ενωθεί με τον Ανδρέα Μοράι στο Στίρλιγκ.

Ο βασιλιάς Εδουάρδος Α' προκειμένου να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ζήτησε την εκτέλεση των βαρόνων ο Ρόναλντ Κράουφορντ ήταν ένας από τους πρώτους που κρεμάστηκαν. Ο Γουίλιαμ Γουάλας έστειλε μήνυμα στον θείο του ώστε να προχωρήσει στην εκτέλεση του φρουρού στο κάστρο του Άιρ, και στη συνέχεια να το κάψει ενώ επέστρεψε στο δάσος του Σέλκιρκ για ασφάλεια. Στο δάσος ένωσε μαζί του τις δυνάμεις του ο Γουλιέλμος Κράουφορντ, αμέσως μετά την δολοφονία του πατέρα του.

ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ Α' ΚΑΙ ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΓΟΥΑΛΑΣ

Η ''ΣΦΥΡΑ ΤΩΝ ΣΚΩΤΩΝ» ΚΑΙ Ο «ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ''

Ο Εδουάρδος Α' άφησε τη Σκωτία στις 17 Σεπτεμβρίου 1296 και κατευθύνθηκε νότια. Είχε φροντίσει πρώτα να ορίσει τοποτηρητές της εξουσίας του έμπιστους ανθρώπους του, όπως ο Ουίλιαμ Όρμσμπυ (William Ormsby) και ο Χιού Κρέσιγχαμ (Hugh Cressingham). Πριν αναχωρήσει ανάγκασε τους τοπικούς γαιοκτήμονες να ανανεώσουν, στο Μπέργουικ, τους όρκους υποταγής προς αυτόν. Ο κατάλογος με τα ονόματα εκείνων που υπάκουαν ονομάστηκε «Ράγκμαν Ρολ» (Ragman Roll, rag = κουρέλι), είτε διότι οι σφραγίδες των υπογραφόντων έφεραν ταινίες που κρέμονταν στο κάτω μέρος, είτε επειδή συντάχθηκε από κάποιον Ραγιμούνδο για λόγους φορολογίας.

Ο κατάλογος περιλαμβάνει 2.000 περίπου ονόματα. Ο Άγγλος βασιλιάς έδειξε να μην αρκείται σε μια απλή υποταγή των Σκώτων και επέμενε να τους ταπεινώνει συχνά. Ποιος ήταν όμως αυτός ο περιβόητος βασιλιάς; Ο Εδουάρδος Α' ανήκε στον βασιλικό οίκο των Πλανταγενετών, που έλκουν την καταγωγή τους από τον Γαλλικό οίκο των Ανζού. Το όνομα του οίκου οφείλεται στο κίτρινου χρώματος άνθος planta genista, με το οποίο συνήθιζε να διακοσμεί το κράνος του ένας πρόγονος του οίκου. Ο μισητός για τους Σκώτους βασιλέας είδε το φως της ημέρας στις 18 Ιουνίου 1239 στο Γουεστμίνστερ.

Ως μεγαλύτερος γιος του βασιλέα Ερρίκου Γ' ανήλθε στον θρόνο στις 16 Νοεμβρίου 1272, ενώ βρισκόταν στην Παλαιστίνη, και βασίλεψε μέχρι τον θάνατό του στις 7 Ιουλίου 1307. Σύζυγός του ήταν η Ελεονώρα της Καστίλλης, με την οποία απέκτησαν 16 παιδιά. Η εμφάνισή του ήταν εντυπωσιακή: με ύψος πολύ πάνω από τον μέσο όρο της εποχής προκαλούσε εντύπωση σε εχθρούς και φίλους «κερδίζοντας» το προσωνύμιο «Μακρυπόδης» (Longshanks). Μια ενδιαφέρουσα απεικόνισή του σώζεται σε ένα σκαρίφημα που έγινε προς τα τέλη του 13ου αιώνα πάνω σε ένα χειρόγραφο υπόμνημα, σχετικό με το βασιλικό Θησαυροφυλάκιο (Exchequer Memorandum).


Οι σύγχρονοί του τον περιγράφουν ως ενεργητικό, πονηρό, αλλά και αρκετά απρόβλεπτο: ενώ γενικά επεδείκνυε ευσέβεια, κατά την άλωση του Μπέργουικ και σε άλλες περιπτώσεις (μεταξύ των οποίων ήταν και η εκτέλεση του Γουάλας) είχε επιδείξει αμείλικτη σκληρότητα, ειδικά μετά τον θάνατο της αγαπημένης του συζύγου το 1290. Δεν είναι τυχαίο το επίγραμμα «Η Σφύρα των Σκώτων» (Scotorum Μalleus) που κοσμεί τον τάφο του. Χρειάζεται να αντιμετωπίζουμε με σκεπτικισμό τον όρο «σκληρότητα». Σε μια σκληρή εποχή, όπως εκείνη που ζούσε ο Εδουάρδος Α', ήταν κάτι πολύ φυσιολογικό, ειδικά για λόγους παραδειγματισμού.

Άλλωστε και οι Σκώτοι είχαν διαπράξει αρκετές ωμότητες όταν εισέβαλαν στη βόρεια Αγγλία ή παλαιότερα, κατά την κατάκτηση των νησιών που βρίσκονται δυτικά της ηπειρωτικής χώρας. Η Αγγλικής προέλευσης ιστορική σύνθεση του 13ου - 14ου αιώνα "Flores Historiarum" ονόμασε τον Ουάλας «…πιο σκληρό και από τη σκληρότητα του Ηρώδη…», ενώ κι ο ίδιος περιγράφεται αλλού ως «Σφύρα των Άγγλων» (Anglorum Μalleus).

Από την άλλη πλευρά ο ίδιος ο Εδουάρδος Α' φέρεται να έχει δηλώσει φεύγοντας από τη Σκωτία, «Είναι καλό να ανακουφίζεσαι», παραβάλλοντας την επίλυση του Σκωτικού προβλήματος με συγκεκριμένη λειτουργία του πεπτικού συστήματος. Σίγουρα η αντικειμενική θεώρηση δεν είναι εύκολη από τη στιγμή, μάλιστα, που οι περισσότερες πηγές είναι προκατειλημμένες θετικά υπέρ του ενός ή του άλλου ή το αντίθετο. Αυτό το οποίο είναι σίγουρο είναι ότι οι εμπορικές και νομικές μεταρρυθμίσεις του Εδουάρδου Α' θεωρούνται ωφέλιμες για τον λαό του.

Στον αντίποδα του Εδουάρδου Α' βρίσκεται ο Γουίλιαμ Γουάλας. Δεν γνωρίζουμε πότε γεννήθηκε ο «εχθρός του βασιλιά», όπως αναφέρεται σε Αγγλικό βασιλικό έγγραφο των αρχών του 14ου αιώνα. Η καταστροφή ή η μεταφορά πολλών αρχείων της Σκωτίας στην Αγγλία δημιούργησε σύγχυση για πολλά χρόνια πάνω στο ζήτημα του τόπου και του χρόνου γέννησης, καθώς και σε αυτό της προγονικής καταγωγής του Γουίλιαμ Γουάλας.

Η ανακάλυψη -το 1999- ενός αντιγράφου επιστολής του Γουίλιαμ Γουάλας προς την πόλη Λύμπεκ της Χανσεατικής Ένωσης, φαίνεται ότι λύνει το τελευταίο πρόβλημα: στη σφραγίδα της επιστολής αναγράφεται "(Wilelm) us Filius Alani Walais" (Γουίλιαμ Γουάλας, γιος του Άλαν Γουάλας). Κατά συνέπεια ο πατέρας του Γουάλας, μικρός γαιοκτήμονας από το Εϊρσαϊρ (Ayrshire), ονομαζόταν Άλαν και όχι Μάλκολμ, όπως πιστευόταν μέχρι πρόσφατα, και το όνομά του περιλαμβάνεται στον κατάλογο Ράγκμαν. Λίγες πληροφορίες είναι γνωστές και για τη μητέρα του Γουίλιαμ.

Πιθανώς ονομαζόταν Μαργαρίτα και ήταν μέλος της οικογένειας Κρώφορντ (Crauford) από το Λούντον (Loudon). Η πιο συνηθισμένη χρονολογία γέννησης που αποδίδεται στον Γουίλιαμ Γουάλας είναι το 1274, ενώ για τον τόπο γέννησής του ερίζουν δύο περιοχές της νοτιοδυτικής Σκωτίας, το Ρένφριουσαϊρ (Renfrewshire) και το Εϊρσαϊρ. Οι περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή του Γουίλιαμ Γουάλας μέχρι το 1297 βασίζονται σε μύθους ή διηγήσεις από μεταγενέστερους συγγραφείς.

Μια τέτοια πηγή είναι η ογκώδης διήγηση (πάνω από 10 τόμοι, σχεδόν 12 χιλιάδες στίχοι) ενός τυφλού ραψωδού, του Χάρρυ (Harry the Minstrel). Το έργο του με τίτλο «Η ζωή και οι ηρωικές πράξεις του περίφημου sir Γουίλιαμ Γουάλας, στρατηγού και προστάτη της Σκωτίας» χρονολογείται περί το 1460 (διασώζεται σε κείμενο του 1488) και είναι από τα δημοφιλή αναγνώσματα στη Σκωτία ακόμη και σήμερα. Αν και περιέχει αποδεδειγμένα πολλές ανακρίβειες, το κείμενο του Χάρρυ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς μεταγενέστερους, αλλά και τη σημαντικότερη πηγή για τη ζωή του Γουάλας.

Ο ίδιος ο Χάρρυ δήλωνε ότι άντλησε υλικό από τη βιογραφία του Γουάλας που αποδίδεται στον φίλο και πνευματικό του, Τζων Μπλαίρ (John Blaire), ο οποίος ήταν μοναχός του Τάγματος των Βενεδικτίνων. Άλλη πηγή πληροφοριών για τον Γουάλας που αναφέρει ο Χάρρυ και - ευτυχώς - σώζεται, είναι το έργο το οποίο συνέγραψε ο εφημέριος του Λίμπερτον (Liberton), Τόμας Γκρέυ (sir Thomas Gray). Ο Γκρέυ ήταν ο μοναδικός επιζών από τη σφαγή του Χέζελριγκ και της ακολουθίας του στο Λάναρκ. Γνωρίζουμε ότι ο Γουάλας είχε έναν αδελφό μεγαλύτερο στην ηλικία, τον Μάλκολμ, και έναν πιο μικρό, τον Τζων.

Το όνομα της οικογένειας έχει πιθανώς Ουαλικές ρίζες , καθώς το Wallace αποτελεί παραφθορά της λέξης Le Waleys ή Waleis, που σημαίνει «Ο Ουαλός». Κλάδοι της οικογένειας εντοπίζονται στις περιοχές Ρίκαρτον (Riccarton) και Ελντερσλι (Elderslie). Μάλιστα ο σερίφης του Εϊρ Ρέτζιναλντ Κρώφορντ (sir Reginald Crauford) ήταν στενός συγγενής του. Ο Γουάλας, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ήταν ψηλός και ρωμαλέος και εκπαιδεύτηκε από συγγενείς του κληρικούς με σκοπό να σταδιοδρομήσει ως κληρικός και ο ίδιος. Άλλωστε ως δευτερότοκος γιος δεν είχε ελπίδα να κληρονομήσει μέρος της πατρικής γης, η οποία, εξάλλου, δεν ήταν μεγάλη σε έκταση.

Ο στίβος του ιερωμένου δεν έμελλε να ελκύσει τον Γουάλας. Αντίθετα τον κέρδισε η σταδιοδρομία του πολεμιστή, όπως μαρτυρεί και το τόξο που απεικονίζεται στη σφραγίδα του. Οι περισσότερες μαρτυρίες μας παρουσιάζουν -ανάλογα με την οπτική γωνία- τον Γουάλας ως μαχητή της ελευθερίας ή ληστή, σε καμία, όμως, περίπτωση ως κληρικό. Η εμπνευσμένη καθοδήγηση του Σκωτικού στρατού στο Στέρλινγκ (Stirlng) και η θητεία του ως αρχηγού των ανταρτών - επαναστατών μετά τη μάχη στο Φόλκερκ (Falkirk) μας διαβεβαιώνουν ότι σε κάθε περίπτωση, ως μαχητής ή ως ληστής, γνώριζε τα μυστικά του πολέμου.


Το γεγονός που οδήγησε τον Γουάλας στον δρόμο του πολέμου φέρεται ότι ήταν η δολοφονία της συζύγου ή ερωμένης του, Μάριον Μπρέιντφουτ (Marion Braidfute), από τον σερίφη του Κλάιντσντέιλ (Clydesdale), Ουίλιαμ Χέζελριγκ (William Heselrig). Ήταν το 1297, έτος κατά το οποίο η Σκωτία επαναστάτησε και ο Γουάλας «σήκωσε το κεφάλι του», όπως αναφέρει ο χρονικογράφος του 14ου αιώνα Ιωάννης του Φόρντουν (Fordun). Την άνοιξη εκείνου του έτους ο Γουάλας εκτέλεσε τον Χέζελριγκ στο Λάναρκ (Lanark). Στο εξής οι πληροφορίες που καταγράφουν τη ζωή και τη δράση του είναι περισσότερες και πιο διαφωτιστικές.

Ο Γουίλιαμ Γουάλας, όπως και όλοι οι Σκώτοι οι οποίοι δεν άντεχαν την αδυσώπητη διακυβέρνηση της χώρας από τους αντιπροσώπους του βασιλέα της Αγγλίας, έλαβε τα όπλα στα τέλη της άνοιξης του 1297. Δεν ήταν, όμως, μόνο η συμπεριφορά των Άγγλων διοικητών που εξαγρίωνε τους Σκώτους. Η ανάμιξη του Αγγλικού κλήρου στα ζητήματα και στη διοίκηση της Εκκλησίας της Σκωτίας είχε προκαλέσει μεγάλη δυσαρέσκεια στον κλήρο της χώρας, ο οποίος με τη σειρά του υποδαύλιζε επαναστατικές ιδέες εναντίον των Άγγλων.

Αν πιστέψουμε το χρονικό του Λάνερκοστ, η Εκκλησία της Σκωτίας ήταν υπεύθυνη για την επανάσταση του 1297, όπως και συγκεκριμένοι ευγενείς, οι οποίοι, φοβούμενοι την οργή του Άγγλου βασιλέα, εμπιστεύθηκαν την επανάσταση στον Γουάλας, «…έναν αιμοδιψή άνθρωπο που προηγουμένως είχε διατελέσει αρχηγός των ληστών στη Σκωτία…». Πράγματι οι Σκώτοι ευγενείς που είχαν ορκιστεί υποταγή στον Εδουάρδο Α' κινδύνευαν να χάσουν τα εδάφη τα οποία τούς είχε παραχωρήσει νοτίως των συνόρων, στην Αγγλία, αλλά και να θεωρηθούν προδότες.

Σε κάθε περίπτωση η βαριά φορολογία που επέβαλλε, μέσω του μισητού Κρέσιγχαμ η Αγγλία, η δέσμευση ποσοτήτων μαλλιού για την πολεμική προσπάθεια του Εδουάρδου Α' στη Φλάνδρα και οι φήμες περί στρατολόγησης Σκώτων για την εκστρατεία αυτή είχαν εξαγριώσει τόσο τους ευγενείς, όσο και τον λαό, τον οποίο οι ιστοριογράφοι αποκαλούν μεσαία «τάξη» της χώρας (middling folk). 

ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΜΑΝΤΙΚΕΣ ΝΙΚΕΣ

Οι ασταμάτητες επιδρομές του Γουάλας και του στρατού του στα οχυρά των Άγγλων δεν θα έμεναν χωρίς απάντηση, στις 11 Σεπτεμβρίου 1297 τα Βρετανικά στρατεύματα κινήθηκαν εναντίον του, με την τελική μάχη να λαμβάνει χώρα στον ποταμό Φορθ (Μάχη του Στέρλινγκ). Παρά το γεγονός ότι οι Αγγλικές δυνάμεις υπερείχαν αριθμητικά, έπρεπε να περάσουν τη στενή γέφυρα του Στέρλινγκ για να αναμετρηθούν με τους Σκωτσέζους αντάρτες, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε στρατηγικά ο Γουάλας και κατέσφαξε τον Αγγλικό στρατό καθώς περνούσε το στενό πέρασμα, μετρώντας μια συντριπτική -αν και απίθανη αρχικά- νίκη!

Ο Γουάλας κατέλαβε κατόπιν ανενόχλητος το Κάστρο του Στέρλινγκ και η Σκοτία ήταν έτσι -έστω και για λίγο- ελεύθερη από τον Άγγλο κατακτητή, καθώς ο πολυάριθμος στρατός τους είχε αποδεκατιστεί. Ο Εδουάρδος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να βλέπει με αποτροπιασμό τον Νο 1 εχθρό του να συνεχίζει την εκστρατεία του χωρίς ουσιαστική αντίσταση. Τον Οκτώβριο ο Γουάλας εισβάλει στη Βόρεια Αγγλία ρημάζοντας κάστρα και ερημώνοντας πόλεις, με τις αντισυμβατικές και βίαιες μεθόδους του να φανατίζουν τους Βρετανούς ακόμα περισσότερο.

 Μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του στη Βόρεια Αγγλία, ο Γουάλας επιστρέφει στη Σκοτία τον Δεκέμβριο του 1297, όπου χρίζεται ιππότης και ορίζεται διοικητής των Σκωτσέζικων στρατευμάτων, εκτελώντας ταυτοχρόνως χρέη ηγεμόνα, καθώς ο Σκωτσέζος βασιλιάς ήταν εκθρονισμένος.

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ (1297 - 1314) 

ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΣΤΟ ΣΤΕΡΛΙΝΓΚ ΚΑΙ ΣΤΟ ΦΟΛΚΕΡΚ

Ο Γουάλας δεν άργησε να γίνει πρωταγωνιστής της εξέγερσης, αποκτώντας πολλούς οπαδούς και φήμη στις τάξεις του απλού λαού. Σε αυτό συνετέλεσε και η αδυναμία των ευγενών να εμποδίσουν την κατάπνιξη της επανάστασης από τους Άγγλους. Η αλήθεια είναι ότι σημαίνοντες ευγενείς, όπως ο (μετέπειτα βασιλιάς της χώρας) Ρόμπερτ Μπρούς, κόμης του Κάρικ (Carrick), ο υψηλός επίτροπος Τζέιμς (James the High Steward) και ο επίσκοπος της Γκλασκώβης επαναστάτησαν αρχικά, αλλά βιάστηκαν να συνθηκολογήσουν όταν βάδισε εναντίον τους αγγλική δύναμη υπό τους Ρόμπερτ Κλίφορντ (Clifford) και Χένρυ Πέρσυ (Percy).

Η παράδοσή τους στο Ιρβάιν (Irvine), τον Ιούλιο του 1297, εξόργισε τον απλό λαό και ενίσχυσε τη θέση του Γουάλας στην ηγεσία της επανάστασης. Ο ίδιος φρόντισε, μετά το Λάναρκ, να εισβάλει τον Μάιο του 1297 στο Σκόουν, μια πόλη με ιδιαίτερη σημασία, καθώς εκεί τελούσαν οι Σκώτοι τη στέψη των βασιλέων της χώρας. Στόχος του Γουάλας ήταν ο Ουίλιαμ Όρμσμπυ, έμπιστος αντιπρόσωπος του Εδουάρδου Α' στη Σκωτία μαζί με τον Κρέσιγχαμ. Ως βάση εκπαίδευσης των στρατιωτών και αφετηρία των επιδρομών χρησιμοποιούσε το πυκνό δάσος του Σέλκιρκ.

Οι επιδρομές γίνονταν κυρίως από ευκίνητες ομάδες έφιππου ελαφρού πεζικού, για λόγους ταχύτητας και ασφάλειας. Οι ευγενείς στον βορρά έδειξαν μεγαλύτερη αποφασιστικότητα. Ο Άντριου Μάρεϋ, γόνος εξέχουσας οικογένειας ευγενών, διέφυγε από το κάστρο Τσέστερ (Chester), όπου τον κρατούσαν όμηρο μετά τη μάχη του Ντάνμπαρ, και κήρυξε την επανάσταση στον βορρά. Αρκετοί ευγενείς και η συντριπτική πλειοψηφία του λαού ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση. Ο Μάρεϋ ήλθε σε επαφή με τον Γουάλας και τον Σεπτέμβριο του 1297 συναντήθηκαν στην πόλη Νταντή (Dundee), η οποία πολιορκήθηκε.


Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εβδομάδων είχαν εκκαθαριστεί οι περιοχές γύρω από τις πόλεις Φάιφ και Περθ. Απώτερος στόχος ήταν να ελεγχθεί η περιοχή του Στέρλινγκ και το ισχυρό της κάστρο, διότι αποτελούσε νευραλγικής αξίας πέρασμα προς τη βόρεια Σκωτία, ελέγχοντας τις διαβάσεις πάνω από τον ποταμό Φορθ, που λειτουργούσε ως φυσικό εμπόδιο για κάθε εισβολή από τον νότο. Οι Άγγλοι αντιμετώπισαν με κάποια δόση υποτίμησης τις κινήσεις των Γουάλας και Μάρεϋ, ειδικά μετά τη συνθηκολόγηση των ευγενών στο Ιρβάιν.

Ο Εδουάρδος Α' είχε αναχωρήσει κατά τα τέλη Αυγούστου για την εκστρατεία εναντίον της Φλάνδρας, αφήνοντας τη διαχείριση της κρίσης στους Κρέσιγχαμ, Κλίφορντ, Πέρσυ και κυρίως στον έμπειρο στρατιωτικό Τζων ντε Βαρέν (John de Warenne), κόμη του Σάρεϋ (Surrey) και νικητή της μάχης στο Ντάνμπαρ. Οι Σκώτοι κινήθηκαν γρήγορα και κατέλαβαν στρατηγικές θέσεις στο Στέρλινγκ.

Οι δυνάμεις τους (180 ιππείς και 6.400 πεζοί, οι τετρακόσιοι από αυτούς εξοπλισμένοι με μακρύ τόξο) παρατάχθηκαν στις υπώρειες του δασωμένου υψώματος (υψόμετρο 120 μέτρα) Αμπεϋ Κρεγκ (Abbey Craig), το οποίο δεσπόζει στην πεδιάδα του Στέρλινγκ, αλλά και στους μαιάνδρους του ποταμού Φορθ που κυλά σε αυτή. Η παράταξη των Σκώτων βασιζόταν σε μονάδες πυκνής διάταξης, από άνδρες οπλισμένους με δόρατα τα οποία υπερέβαιναν σε μήκος τα τέσσερα μέτρα. Οι άντρες των πρώτων γραμμών ήταν καλύτερα προστατευμένοι.

Οι σχηματισμοί αυτοί ονομάζονταν Σκίλτρονς (schiltrons) και αποτελούσαν μέρος της πολεμικής τακτικής των Σκώτων πριν από τη μάχη στο Στέρλινγκ. Ο Σκωτικός στρατός, που συγκεντρώθηκε από τους Γουάλας και Μάρεϋ σε εθνικό επίπεδο, αποτελείτο κυρίως από απλούς ανθρώπους, χωρίς τίτλους. Η ηγεσία του βρισκόταν σε χέρια ικανότερων ανθρώπων από αυτούς που τον ταπείνωσαν στο Ντάνμπαρ και στο Ιρβάιν. Η θέση των σκωτικών στρατευμάτων δεν απείχε πολύ από την κορυφή που φιλοξενεί σήμερα το Εθνικό Μνημείο Γουάλας. Από εκεί οι Σκώτοι επιτηρούσαν την ξύλινη γέφυρα του ποταμού, η οποία βρισκόταν πολύ κοντά στην αντίστοιχη λίθινη που σώζεται σήμερα.

Σε απόσταση ενάμισι χιλιομέτρου νότια του Αμπεϋ Κρεγκ υψώνεται επιβλητικό το κάστρο του Στέρλινγκ, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως βάση οι διοικητές του Αγγλικού στρατεύματος. Οι Άγγλοι έφθασαν εκεί στα τέλη του πρώτου δεκαήμερου του Σεπτεμβρίου με 350 ιππείς και 6.350 πεζούς. Η αφρόκρεμα του Αγγλικού στρατού βρισκόταν στη Φλάνδρα με τον βασιλιά, γι' αυτό ο αριθμός των ιπποτών που διέθετε ο κόμης του Σάρεϋ ήταν πολύ μικρός σε σχέση με τη δύναμη ιππέων την οποία παρέταξε ο Εδουάρδος Α' στο Φόλκερκ. Το πεζικό μπορούσε να βασιστεί και σε έμπειρους πολεμιστές από την Ουαλία.

Πριν "μιλήσουν" όμως τα όπλα, τον λόγο είχαν παραδοσιακά οι διαπραγματεύσεις. Αρχικά, στις 10 Σεπτεμβρίου 1297, οι Άγγλοι επεδίωξαν συνεννόηση με τους Γουάλας και Μάρεϋ μέσω του κόμη Μάλκολμ του Λένοξ (Lennox) και του υψηλού επιτρόπου Τζέιμς. Η απάντηση των Σκώτων ήταν αρνητική. Ακολούθησε δεύτερη προσπάθεια διαπραγμάτευσης, αυτή τη φορά μέσω δύο Δομινικανών μοναχών. Οι Σκώτοι αρνήθηκαν πάλι δηλώνοντας πως είχαν φθάσει για να πολεμήσουν και να ελευθερωθούν και όχι για να διαπραγματευθούν. Η μάχη ήταν αναπόφευκτη.

Οι πιο αξιόπιστες πληροφορίες για τις μάχες του Στέρλινγκ και του Φόλκερκ προέρχονται από τον μοναχό Γουόλτερ Χέμινγκμπορο (Walter Hemingborough), της μονής Γκίσμπορο (Guisborough), που βρίσκεται στο βόρειο Γιορκσάιρ (Yorkshire). Από αυτή την πηγή πληροφορούμαστε ότι οι διοικητές των Αγγλικών δυνάμεων προτίμησαν να διασχίσουν τη γέφυρα, παρά να καθυστερήσουν προσπαθώντας να πλευροκοπήσουν τον εχθρό, αφού βρουν κάποιο άλλο πέρασμα από εκείνο που επιτηρούσαν οι Σκώτοι. Λέγεται ότι αυτή τη συμβουλή έδωσε ένας Σκώτος ιππότης ο οποίος είχε αυτομολήσει στους Άγγλους.

Ευτυχώς για τους συμπατριώτες του, οι Άγγλοι βιάζονταν να τελειώσουν με τους επαναστάτες και δεν ακολούθησαν τη συμβουλή του. Ο αντίπαλος δεν τους φόβιζε και ήλπιζαν να επαναλάβουν τον θρίαμβο του Ντάνμπαρ, χωρίς να σκεφθούν ότι ο εχθρός τους ήταν καλύτερα προετοιμασμένος και διέθετε το πλεονέκτημα του εδάφους. Μόλις διέσχιζαν τη γέφυρα θα βρίσκονταν σε μια επιφάνεια περιορισμένη από τους μαιάνδρους του ποταμού και αρκετά πιο ανώμαλη απ' ότι είναι σήμερα, ειδικά μετά από βροχή. Υπό αυτές τις συνθήκες το βαρύ ιππικό τους θα αποτελούσε μειονέκτημα και όχι πλεονέκτημα.

Μετά από παλινωδίες, προωθήσεις και οπισθοχωρήσεις μέρους της Αγγλικής δύναμης προς και από τη γέφυρα, η εμπροσθοφυλακή πέρασε τη γέφυρα στις 11.00 της 11ης Σεπτεμβρίου 1297. Την αποτελούσαν περίπου 2.000 άνδρες, στη συντριπτική πλειοψηφία τους πεζοί. Σε αντίθεση με τους Άγγλους διοικητές, οι Γουάλας και Μάρεϋ είχαν σχεδιάσει καλά τις κινήσεις τους. Έχοντας καλή παρατήρηση του πεδίου από το ύψωμα στο οποίο βρίσκονταν αποφάσισαν να επιτεθούν πρώτοι, ενόσω οι Άγγλοι διέσχιζαν τη στενή γέφυρα που χωρούσε μόνο δύο ιππείς κατά πλάτος. Έτσι θα αιφνιδίαζαν τον εχθρό, πριν οργανωθεί στη δική τους πλευρά του ποταμού.

Τα Σκίλτρονς, παρατεταγμένα σε στοίχους βάθους έξι ανδρών, άρχισαν την επίθεσή τους μόλις η Αγγλική εμπροσθοφυλακή διαπεραιώθηκε στη βόρεια όχθη του ποταμού Φορθ και προσπαθούσε να συγκροτηθεί σε ενιαίο σώμα. Βαδίζοντας σταθερά για να μη χαθεί η συνοχή του σχηματισμού, κάλυψαν την απόσταση από τον εχθρό υπομένοντας τα βέλη που προκαλούσαν απώλειες στην πυκνή τους τάξη. Όταν δόθηκε το τελικό σύνθημα της επίθεσης η μάζα των Σκώτων με τα προτεταμένα δόρατα επέπεσε στην ανοργάνωτη παράταξη των Άγγλων προκαλώντας πανικό.


Ο εχθρός είχε πέσει στην παγίδα. Οι Σκώτοι φρόντισαν να αποκλείσουν την έξοδο προς τη γέφυρα. Η συμφόρηση σε αυτή δεν επέτρεπε την αποστολή ενισχύσεων και το υπόλοιπο στράτευμα των Άγγλων παρατηρούσε ανήμπορο την αρνητική εξέλιξη της μάχης, καθώς η εμπροσθοφυλακή αποδεκατιζόταν από τα Σκωτικά δόρατα. Πολλοί από εκείνους που τράπηκαν σε φυγή πνίγηκαν στα νερά του ποταμού, ειδικά οι βαρυφορτωμένοι ιππείς. Περίπου 300 Ουαλοί και μερικοί ιππείς, υπό τον ιππότη Μάρμαντιουκ ντε Τβενγκ (Marmaduke de Thweng), κατάφεραν με πολύ κόπο να επιστρέψουν στην ασφάλεια της νότιας όχθης.

Οι υπόλοιποι σφαγιάστηκαν ανηλεώς, μεταξύ αυτών και Άγγλοι ευγενείς όπως ο διοικητής του κάστρου του Στέρλινγκ και ο μισητός Κρέσιγχαμ. Το μίσος των Σκώτων για τον τελευταίο ήταν τόσο μεγάλο ώστε τον έγδαραν και διένειμαν το δέρμα του, όπως αναφέρει ο Γουόλτερ Χέμινγκμπορο. Ο κόμης του Σάρεϋ κατέστρεψε τη γέφυρα για να μη καταδιωχθεί από τον εχθρό και αποσύρθηκε με περισσή βιασύνη στην πόλη Μπέργουικ. Μαζί του υποχώρησε προς τον νότο και ο στρατός του, αφήνοντας το κάστρο του Στέρλινγκ στο έλεος των Σκώτων, οι οποίοι υποχρέωσαν τη φρουρά του σε παράδοση τον Ιανουάριο του 1298.

Οι Σκώτοι κέρδισαν μια περιφανή νίκη, πρωτοφανή στα χρονικά των συγκρούσεων πεζών με βαρύ ιππικό. Οι απώλειές τους ήταν μικρές αλλά ανάμεσά τους μια πολύ σημαντική. Ο Αντριου Μάρεϋ τραυματίστηκε θανάσιμα και υπέκυψε τον Νοέμβριο, αφήνοντας μόνο στη διοίκηση τον Ουάλας. Αρκετοί Σκώτοι ευγενείς έσπευσαν να αποκηρύξουν τους όρκους υποταγής που είχαν δώσει στον Εδουάρδο Α' και να συνταχθούν με τους επαναστάτες. Οι Άγγλοι διοικητές των περιοχών οι οποίες συνόρευαν με τη Σκωτία έλαβαν βιαστικά μέτρα για να αποτρέψουν πιθανή εισβολή.

Η πρωτοβουλία πέρασε στους Σκώτους, καθώς οι Άγγλοι στράφηκαν σε εσωτερικά προβλήματα που προκάλεσαν οι κόμητες του Νόρφολκ (Norfolk) και του Χέρεφορντ (Hereford), δεδομένης και της απουσίας του Εδουάρδου. Ο Γουάλας, όμως, δεν κινήθηκε πριν από τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Ήδη στη Σκωτία δεν υπήρχαν πουθενά Αγγλικά στρατεύματα, εκτός των φρουρών που βρίσκονταν στα κάστρα του Μπέργουικ, του Ρόξμπουργκ (Roxburgh) και του Εδιμβούργου. Η εκστρατεία προς τον νότο απέφερε μόνο λάφυρα και καταστροφές σε βάρος των Άγγλων και της υποδομής του βορείου τμήματος της χώρας τους.

Λόγω έλλειψης πείρας και εξοπλισμού για μεγάλες πολιορκίες οι Σκώτοι δεν κατάφεραν να καταλάβουν σημαντικές πόλεις όπως το Νιούκασλ (Newcastle) ή το Καρλάιλ (Carlisle). Έτσι ο Γουάλας αναγκάστηκε να επιστρέψει τον Δεκέμβριο, καθώς ο βαρύς χειμώνας λειτουργούσε εξίσου αρνητικά στις επιχειρήσεις. Στις αρχές του νέου έτους βρέθηκε στο απόγειο της δόξας του. Χρίστηκε ιππότης και εξελέγη Προστάτης της Σκωτίας (Custos Regni) στο Περθ. Ο ίδιος, παρά τη δόξα, παρέμενε πιστός στον βασιλέα Ιωάννη Μπάλιολ.

Μέχρι την επιστροφή του Εδουάρδου Α' από τη Φλάνδρα, στις 14 Μαρτίου 1298, δεν σημειώθηκαν ιδιαίτερες εξελίξεις. Άλλωστε ο ίδιος είχε δώσει εντολή να περιμένουν την επιστροφή του για να επιληφθεί προσωπικά της κρίσης. Ο βασιλέας δεν ήθελε βιαστικές κινήσεις που θα οδηγούσαν σε ένα νέο Στέρλινγκ. Είναι ευτυχής συγκυρία η διάσωση μέχρι τις ημέρες μας του καταλόγου των δυνάμεων (Falkirk Roll) οι οποίες συναθροίστηκαν. Ο στρατός που συγκέντρωσε ο Εδουάρδος Α' για την εκστρατεία περιελάμβανε έναν εντυπωσιακό αριθμό βαρέων ιππέων (περίπου 2.200), μεταξύ των οποίων ήταν 11 κόμητες και 115 άλλοι τιτλούχοι διαφόρων κατηγοριών.

Η εντυπωσιακή αυτή ιππική δύναμη συνοδευόταν από 10.500 Ουαλούς και 2.000 Άγγλους πεζούς, καθώς και από 500 περίπου βαλλιστροφόρους, οι μισοί των οποίων ήταν Γασκώνοι μισθοφόροι. Οι μισοί από τους πεζούς ήταν εξοπλισμένοι με εκηβόλα όπλα, κυρίως με τα επίφοβα μακρά τόξα. Ο βασιλιάς της Αγγλίας κινήθηκε στα τέλη της άνοιξης του 1298. Στις 22 Μαϊου έφθασε στο Γιόρκ (York), στις 12 Ιουνίου στο Ντάραμ (Durham) και στις 29 του ίδιου μήνα στο Νιούκασλ. Λίγες ημέρες μετά συναντήθηκε με το στράτευμά του που τον περίμενε στο Ρόξμπουργκ, περίπου 10 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Τζέντμπουργκ.

Στη συνέχεια προήλασε προς το Εδιμβούργο και παρέμεινε δυτικά της πόλης μέχρι τις 20 Ιουλίου. Ο εντυπωσιακός στρατός του υπέφερε από την έλλειψη εφοδίων, καθώς οι αποστολές των χρειωδών από την Αγγλία καθυστερούσαν και οι Σκώτοι ακολούθησαν την τακτική της "καμένης γης". Ο Γουάλας είχε λάβει τα μέτρα του. Έχοντας να αντιμετωπίσει μια τόσο μεγάλη απειλή προσπαθούσε να εκπαιδεύσει όσο το δυνατόν περισσότερους στρατιώτες στο δάσος του Σέλκιρκ. Σκοπός του ήταν να μην επιτρέψει στον Εδουάρδο Α' να φθάσει ανενόχλητος στο Στέρλινγκ, γι' αυτό και εκινείτο μεταξύ Στέρλινγκ και Φόλκερκ.

Ο Αγγλικός στρατός μαστιζόταν από την πείνα και τις διαμάχες μεταξύ Άγγλων και Ουαλών. Υπήρχαν φόβοι ότι κάποιοι Ουαλοί θα λιποτακτούσαν και γενικά το ηθικό ήταν χαμηλό. Ο ίδιος ο βασιλέας κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του όταν ποδοπατήθηκε μια νύκτα από ένα άλογό του. Αποφάσισε να επιστρέψει στο Εδιμβούργο για να λύσει το πρόβλημα του εφοδιασμού και να συγκεντρώσει πληροφορίες για τις προθέσεις του Ουάλας, αλλά και να πληροφορηθεί πού βρίσκεται ο εχθρός.

Εδώ η τύχη τού χαμογέλασε, καθώς δύο Σκώτοι κόμητες (των περιοχών Ντάνμπαρ και Ανγκους) τον ενημέρωσαν πως ο Γουάλας βρισκόταν κοντά στο Φόλκερκ, 29 χιλιόμετρα από το Εδιμβούργο. Ο βασιλέας βρέθηκε σε πλεονεκτική θέση και γνώριζε πως αυτή τη φορά είχε με το μέρος του το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Κινούμενος γρήγορα μέσω Λίνλιθγκοου βρέθηκε το χάραμα της 22ης Ιουλίου του 1298 στο Φόλκερκ. Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πού ακριβώς βρίσκεται το πεδίο της μάχης. Οι πιο πρόσφατες επισημάνσεις τείνουν να το τοποθετούν νότια της σημερινής πόλης του Φόλκερκ.


Ούτε η καλύτερη πηγή που διαθέτουμε, ο Γουόλτερ Χέμινγκμπορο, είναι κατατοπιστικός. Οι Σκώτοι είχαν παραταχθεί πάλι στην πλαγιά ενός λόφου, έχοντας στα νώτα τους το δάσος του Κάλενταρ. Η παράταξη αποτελείτο από τέσσερα Σκίλτρονς, συνολικής δύναμης 8.000 ανδρών. Στα διάκενα, μεταξύ των Σκίλτρονς, είχαν παραταχθεί 1.500 τοξότες με μακρά τόξα, διοικούμενοι από τον Τζων Στιούαρτ του Μπόνκιλ (sir John Stewart of Bonkill). Οι θέσεις των Σκώτων ήταν ευάλωτες σε πιθανή πλευρική επίθεση και το ιππικό τους, που είχε τοποθετηθεί στα πλευρά υπό τη διοίκηση, πιθανότατα, του υψηλού επιτρόπου Τζέιμς, δεν αρκούσε για να τις προστατεύσει.

Γι' αυτό τον λόγο τα Σκίλτρονς είχαν σχήμα κύκλου, ώστε να αντιτάσσουν ολομέτωπη άμυνα. Το έδαφος μέχρι τις θέσεις των Άγγλων ήταν σε χαμηλότερο επίπεδο, διακοπτόταν από μικρά ρέματα και ήταν βαλτώδες, απροσπέλαστο για το ιππικό. Η απόσταση που χώριζε τα δύο στρατόπεδα ήταν περίπου 1.500 μέτρα. Οι Άγγλοι ανώτεροι αξιωματούχοι επέμεναν να αρχίσει η μάχη πριν ολοκληρωθεί η άφιξη του Αγγλικού πεζικού, το οποίο συνέχιζε να καταφθάνει από την πλευρά του Λίνλιθγκοου. Το ιππικό, οργανωμένο σε 4 "ταξιαρχίες", μπορούσε να εκμεταλλευθεί την απουσία σοβαρού αντιπάλου, πριν κινηθούν οι Σκώτοι.

Η αντίσταση του βασιλέα τελικά κάμφθηκε και η εμπροσθοφυλακή, δύναμης 450 ιππέων, άρχισε την επίθεση καθοδηγούμενη από τον κόμη του Λίνκολν, τον κόμη του Χέρεφορντ και τον στρατάρχη κόμη Ρότζερ Μπίγκοντ (Roger Bigod). Αφού διέσχισαν προσεκτικά το πρώτο ρέμα κατευθύνθηκαν προς το κέντρο της εχθρικής παράταξης, όμως όσο πλησίαζαν το έδαφος γινόταν όλο και πιο βαλτώδες. Για να μην παγιδευτούν, επέλεξαν να επιτεθούν στο δεξί κέρας της παράταξης των Σκώτων, όπου το έδαφος ήταν πιο σταθερό.

Εκεί ήλθαν αντιμέτωποι με το ιππικό των Σκώτων, που σύντομα υποχώρησε υπό την πίεση των Άγγλων χωρίς να προβάλει σοβαρή αντίσταση. Μερικοί ιππείς βρήκαν καταφύγιο στα Σκίλτρονς, τα οποία προστάτευαν πια μόνο οι τοξότες. Η στάση του Σκωτικού ιππικού γέννησε υποψίες προδοσίας από την πλευρά της οικογένειας Κόμυν (ο αρχηγός του ιππικού, υψηλός επίτροπος Τζέιμς, ήταν μέλος της), που ποτέ όμως δεν επαληθεύτηκαν. Η επέλαση του Αγγλικού ιππικού συνεχίστηκε με δύο ακόμη «ταξιαρχίες», αυτή του βασιλέα -που ήταν και η πιο ισχυρή- και εκείνη που διοικούσε ο επίσκοπος του Ντάραμ (Durham), Αντονυ Μπεκ (sir Anthony Bek).

Έγινε πάλι χωρίς υποστήριξη πεζικού και εν μέσω διαφωνιών του Μπεκ με τους παρορμητικούς Άγγλους ιππότες. Στόχος της ήταν εκ νέου τα αδύναμα και απροστάτευτα πλευρά της Σκωτικής παράταξης. Οι τοξότες ήταν εύκολος αντίπαλος για τους θωρακισμένους ιππείς από τόσο μικρή απόσταση και εξοντώθηκαν μαζί με τον αρχηγό τους, εκτός από μερικούς που αναζήτησαν και αυτοί καταφύγιο στα Σκίλτρονς. Οι Άγγλοι περικύκλωσαν τα απομονωμένα πλέον Σκίλτρονς, αλλά δεν μπορούσαν να τα διασπάσουν επειδή τα άλογα απέφευγαν να πλησιάσουν τα δόρατα.

Οι επιζώντες τοξότες υποστήριξαν και αυτοί με τις βολές τους πεζούς συναδέλφους τους. Η απερισκεψία των ιπποτών να επιτεθούν με τόση παρόρμηση, μάλιστα σε έδαφος που ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του ακατάλληλο για επελάσεις, θα μπορούσε να τους κοστίσει ακριβά αν το Σκωτικό ιππικό δρούσε πιο ψύχραιμα. Δεν πρέπει, όμως, να λησμονούμε ότι η ποιότητα των Άγγλων ιπποτών ήταν υψηλότερη και οι αριθμοί τους μεγαλύτεροι. Η κατάσταση είχε εξισορροπηθεί αλλά οι Σκώτοι ήταν πια αποκλεισμένοι και χωρίς εφεδρείες.

Αντίθετα οι Άγγλοι μπορούσαν να υπολογίζουν στο πεζικό που ολοκλήρωνε την άφιξή του στο πεδίο. Οι τοξότες και οι βαλλιστροφόροι των Άγγλων έκαναν θραύση με τις βολές τους απέναντι στις μάζες των Σκίλτρονς, τα οποία αποτελούσαν πολύ ελκυστικό και εύκολο στόχο. Ανήμποροι να ανταποδώσουν οι Σκώτοι αποδεκατίστηκαν και η συνοχή των Σκίλτρονς κλονίστηκε. Ήταν η ευκαιρία που περίμεναν οι ιππότες για να ολοκληρώσουν τη σφαγή. Οι Σκώτοι τράπηκαν σε φυγή προς το δάσος του Κάλενταρ και την πόλη του Φόλκερκ. Πολλοί εξοντώθηκαν κατά τη διάρκεια της φυγής.

Ο Γουάλας κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πόλης του Στέρλινγκ και κατέφυγε βόρεια προς το Τόργουντ (Torwood). Ακριβή αριθμό περί των απωλειών δεν έχουμε, αν και τα αρχεία του Ντάραμ διασώζουν κάποια στοιχεία. Σίγουρα οι απώλειες ήταν βαρύτερες στις τάξεις των απλών ανθρώπων, δεδομένου ότι το ιππικό των ευγενών είχε υποχωρήσει από νωρίς και χωρίς να υποστεί μεγάλη φθορά.

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΓΕΦΥΡΑΣ ΣΤΕΡΛΙΝΓΚ

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1297 στην μάχη της γέφυρας του Στέρλιγκ οι Σκωτσέζικες δυνάμεις υπό τον Γουίλιαμ Γουάλας και τον Αντρέα Μοράι κατατρόπωσαν τον Αγγλικό στρατό συντρίβοντας τους 10.000 πεζούς και 3.000 ιππείς του κόμητος του Σάρρει. Απέφυγαν να συγκρουστούν ανοιχτά μαζί τους προτίμησαν να τους παγιδεύσουν γύρω από τα στενά της γέφυρας και να τους αποδεκατίσουν εύκολα. Οι Άγγλοι στρατιώτες τρομαγμένοι οπισθοχώρησαν οπότε η γέφυρα από την οποία πέρασε κατέρρευσε και οι περισσότεροι Άγγλοι που είχαν επιζήσει από την μάχη πνίγηκαν, ενώ κατά τον Χάρρυ η γέφυρα έπεσε με την επέμβαση κάποιου Σκωτσέζου που ήταν κρυμμένος σ´αυτήν.

Ο Ούγος Κρέσσινγχαμ ο θησαυροφύλακας του Εδουάρδου Α' στη Σκωτία έπεσε στην μάχη και οι Σκωτσέζοι σαν τρόπαιο τον έγδαραν, χρησιμοποιώντας το δέρμα του στη δημιουργία λωρίδων υπό την μορφή επάθλου, ο Γουλιέλμος Κράουφορντ με 400 ιππείς έδιωξε τους Άγγλους από την Σκωτία. Ο Μοράι τραυματίστηκε θανάσιμα μάχη και πέθανε από αυτά τον χειμώνα του 1297. Μετά από την επιστροφή του από την μάχη στην γέφυρα του Στίρλιγκ, ο Γουίλιαμ Γουάλας χρίστηκε ιππότης με τον Τζων Γκράχαμ και τον Γουλιέλμο Κράουφορντ από τον Ροβέρτο Μπρους, ενώ ορίστηκε φρουρός και διοικητής των αρμάτων στην Σκωτία.


Τους επόμενους 6 μήνες μετά την μεγάλη του νίκη, ο Γουάλας άρχισε τις επιδρομές στη βόρεια Αγγλία, προκαλώντας την οργή του Εδουάρδου που δεν μπορούσε να αντιδράσει. Η μάχη της γέφυρας Στέρλινγκ ήταν μάχη του πρώτου πολέμου της Σκωτσέζικης ανεξαρτησίας. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1297, οι δυνάμεις των Άντριου ντε Μάρεϊ και Γουίλιαμ Γουάλας νίκησαν τις συνδυασμένες Αγγλικές δυνάμεις των Τζων ντε Βάρεν, του κόμητος του Σάρεϊ και του Χιου ντε Κρέσινχαμ κοντά στο Στέρλινγκ, στον ποταμό Φορθ.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 1297 ο στρατός του Μάρεϊ και του Γουάλας, ενώθηκαν με αυτές των Τζων ντε Βάρεν, του Κόμητα του Σάρεϊ, του Λόρδου Θησαυροφύλακα και του Χιου ντε Κρέσινχαμ έξω από το Στέρλινγκ. Από εκεί οι στρατιές των Σκωτσέζων προχώρησαν και συγκεντρώθηκαν στο Abbey Craig βόρεια του ποταμού Φορθ. Εκεί οι άνδρες κατατάχθηκαν σε στρογγυλούς σχεδιασμούς προστατευόμενοι από τις ασπίδες τους και οπλισμένοι με σπαθιά και ακόντια. Οι σχηματισμοί αυτοί ήταν άγνωστοι και πρωτοπόροι για την εποχή εκείνη και ήταν μάλλον ιδέα του εφευρετικού μυαλού τού Γουάλας.

Ο Αγγλικός στρατός είχε παραταχθεί στην νότια όχθη του ποταμού. Με το μέρος των Εγγλέζων ήταν πολλοί Σκωτσέζοι ιππότες και ακόλουθοι τους, υποταγμένοι του Εδουάρδου. Ένοιωθαν υπεροχή επειδή την εποχή εκείνη ο κόσμος πίστευε ότι ένας στρατός από αρματωμένους ιππότες ήταν αδύνατον να ηττηθεί από το πεζικό. Εκτός αυτού ήταν περίπου τετραπλάσιοι του αριθμού των Σκωτσέζων και ήταν πιο καλά οργανωμένοι και εκγυμνασμένοι. Τις δυο στρατιές χώριζε μόνο ο ποταμός και μια μικρή ξύλινη γέφυρα. Έτσι ο Σάρεϊ, νοιώθοντας ασφαλής επειδή οι άλλοι δεν είχαν ιππικό, ξεκίνησε να διασχίσει το γεφυράκι.

Οι δυνάμεις του Γουάλας δεν επιτέθηκαν αμέσως, αλλά ούτε όμως περίμεναν πολύ. Άφησαν μερικούς από τους Εγγλέζους να περάσουν τη γέφυρα και τους επιτέθηκαν με δυο τμήματα στρατού, ένα για να τους χτυπά κατά μέτωπο και ένα άλλο αποκόπτοντάς τους από τους υπολοίπους. Οι Εγγλέζοι κατ' αυτόν τον τρόπο διαμελίστηκαν ενώ στο βαλτώδες έδαφος στις όχθες του ποταμού δεν μπορούσαν να ελιχθούν και γι' αυτό τον λόγο ήταν ανίσχυροι. Στον πανικό που επικράτησε μεταξύ των Άγγλων φάνηκε η υπεροχή του Γουάλας και του στρατηγικού του μυαλού. Από την πλευρά των Σκωτσέζων οι απώλειες ήταν ελάχιστες.

Ο Μάρεϊ πληγώθηκε βαριά και πέθανε λίγο αργότερα μετά από την μάχη. Οι Εγγλέζοι όμως ηττήθηκαν με μεγάλες απώλειες. Ο Σάρεϊ κατέφυγε στο Μπέργουικ (Berwick), ο Κρέσινχαμ σκοτώθηκε. Η μάχη του Στέρλινγκ έμεινε στην ιστορία όχι μόνο ως απελευθερωτικός αγώνας της Σκωτίας, αλλά και επειδή για πρώτη φορά ένα μικρό πεζικό σώμα νίκησε ισχυρότερο ιππικό σώμα.

Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΗΤΤΑ ΣΤΟ ΡΟΞΜΠΟΥΡΓΚ

Έναν χρόνο αργότερα ο Γουίλιαμ Γουάλας έχασε στην μάχη του Φαλκίρκ και οι Άγγλοι επιτέθηκαν στο Ρόξμπουργκ (1298), κερδίζοντας μερικά κάστρα αλλά απέτυχαν να προκαλέσουν τον Γουάλας σε μάχη. Ο Γουάλας χώρισε τους πολεμιστές του σε τέσσερις ομάδες περικλειόμενοι από ένα αμυντικό τείχος με ξύλινους σωρούς, οι Άγγλοι πήραν το πάνω χέρι επιτέθηκαν με το ιππικό τους σπάζοντας την γραμμή των Σκωτσέζων τοξοτών.

Οι Σκωτσέζοι ευγενείς οπισθοχώρησαν και οι άντρες του Εδουάρδου άρχισαν να σπάνε όλες τις απομένουσες αντιδράσεις των Σκώτων, που είχαν τεράστιες απώλειες ο Γουίλιαμ Γουάλας δραπέτευσε και η στρατιωτική του φήμη κλονίστηκε. Ο Τζων Γκράχαμ σκοτώθηκε και ο Γουλιέλμος Κράουφορντ έγινε νέος υπαρχηγός του. Τον Σεπτέμβριο του 1298, ο Βάλλας αποφάσισε να παραιτηθεί από την θέση του φρουρού στη Σκωτία για λογαριασμό του Ροβέρτου Μπρους, κόμη του Κάρρικ και του Ιωάννη Καμίν συμβασιλέα και ανιψιού του Τζων Μπάλλιολ ενώ ο Μπρους συμφιλιώθηκε με τον Εδουάρδο το 1302.

Κατά τον Χάρρι ο Γουίλιαμ Γουάλας δραπέτευσε (1298) στην Γαλλία με τον Γουλιέλμο Κράουφορντ προκειμένου να ζητήσει υποστήριξη από τον βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Δ' τον Ωραίο στα δικαιώματα του στον θρόνο της Σκωτίας. Μόλις ξέφυγε από τις Αγγλικές ακτές, μια ομάδα Γάλλων πειρατών όρμησε στο πλοίο του προκειμένου να συλλάβει τον περίφημο πειρατή Ριχάρδο Λόνγκοβιλ, που τον μετέφερε στον βασιλιά Φίλιππο. Με την επέμβαση του Γουίλιαμ Γουάλας ο Φίλιππος έδωσε αμνηστία στον Λόνγκοβιλ, ενώ πρότεινε ένα εκπληκτικό σχέδιο κατά του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου Α'.

Οι Αγγλικές ιστορικές καταγραφές δεν αναφέρουν στη συνέχεια δύο συμμετοχές του στον Γαλλικό στρατό σε μάχες κατά των Άγγλων και ένα διπλωματικό ταξίδι του στην Ρώμη. Το (1303) ο Σκουίρ Γκουθρί στάλθηκε στην Γαλλία προκειμένου να ζητήσει από τον Γουάλας να επιστρέψει στη Σκωτία αλλά στην πραγματικότητα να κατασκοπεύσει για λογαριασμό των Άγγλων τον τόπο διαμονής του, στο Έλχο Γουντ. Μετά από πολλές φήμες που κυκλοφορούσαν μεταξύ των Άγγλων ότι μένει στο συγκεκριμένο μέρος κατέφθασαν στο οικόπεδο του να τον συλλάβουν. Μόλις το πληροφορήθηκε σκότωσε έναν από τους άντρες του που τον κατηγόρησε για προδοσία προκειμένου οι Άγγλοι να μην βρουν κανένα ίχνος στον δρόμο τους.

Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΟΥΑΛΑΣ ΜΕΤΑ ΤΟ ΦΟΛΚΕΡΚ

Ο Εδουάρδος Α' συνέχισε τις επιδρομές του Σκωτία από το 1300 ως το 1303. Σε αυτό το διάστημα υπήρξαν εννέα, μόλις, μήνες ανακωχής. Τελικά το 1304 κατόρθωσε να υποτάξει τους Σκώτους ευγενείς που αντιστέκονταν ακόμη. Κατασκεύασε κάστρα, κατέλαβε το κάστρο του Στέρλινγκ, όρισε διοικητικούς αντιπροσώπους, παράλληλα όμως γνώριζε πολύ καλά ότι δεν θα ολοκλήρωνε ποτέ την κατάληψη της Σκωτίας όσο ο Γουάλας ήταν ζωντανός και ελεύθερος.


Ο Γουάλας συνέχισε τον αγώνα με επιδρομές και η δράση του εμφανίζεται σποραδικά πλέον στις πηγές μετά το Φόλκερκ. Μολονότι δεν κατείχε πια το αξίωμα του Προστάτη της Σκωτίας, ο θρύλος του μεγάλωνε, ειδικά στις τάξεις του απλού λαού, ο οποίος έβλεπε στο πρόσωπό του, όπως και το 1297, τον τιμωρό των μισητών Άγγλων. Το παραδοσιακό σύνθημα της Σκωτικής μοναρχίας «Κανένας δεν θα με βλάψει ατιμώρητος» (Nemo me impune lacessit) έδινε ελπίδα. Ο Χάρρυ μας πληροφορεί πως ο Γουάλας επισκέφθηκε δύο φορές τη Γαλλία, μετά τη μάχη του Φόλκερκ και το 1299. Μάλλον πρόκειται για μια και μοναδική επίσκεψη περί το Φθινόπωρο του 1299.

Η επίσκεψη δεν είναι ιστορικά αποδεκτή από όλους, αλλά η πλειοψηφία των ερευνητών αποδέχεται ότι έγινε. Άλλωστε σε έγγραφα που βρέθηκαν πάνω στον Γουάλας όταν συνελήφθη, εντοπίστηκε και συστατική επιστολή του βασιλέα της Γαλλίας. Η πληροφορία διασταυρώνεται και από τη συλλογή εγγράφων του επισκόπου Στέιπλετον (Stapleton), η οποία χρονολογείται περίπου στο 1323. Εκεί σημειώνεται ότι ο Γουάλας είχε μαζί του επιστολές από τους βασιλείς της Γαλλίας, της Σκωτίας και της Νορβηγίας, αλλά και έγγραφα που του είχαν χορηγηθεί από συμπατριώτες του ευγενείς.
Δυστυχώς τα πρωτότυπα χάθηκαν μετά την εκτέλεσή του.

Ο σκοπός της επίσκεψής του υποτίθεται ότι σχετίζεται με διπλωματικές επαφές μεταξύ Γαλλίας και Σκωτίας εναντίον του κοινού εχθρού (Αγγλία). Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού πιθανώς συναντήθηκε και με τον εξόριστο βασιλιά Ιωάννη Μπάλιολ, αλλά κάτι τέτοιο δεν τεκμηριώνεται. Οι γνώσεις μας για τη δράση του κατά την περίοδο 1300 - 1302 είναι ελάχιστες και χωρίς τεκμηρίωση. Μερικές πληροφορίες αναφέρουν ότι επισκέφθηκε τον Πάπα, άλλες τη Νορβηγία, ενώ υπάρχει και πληροφορία για συμμετοχή του στην ήττα των Άγγλων κατά τη μάχη του Ρόσλιν (Roslin), νότια του Εδιμβούργου (24 Φεβρουαρίου 1303).

Πάντως το 1303 συνεχίζει τη δράση του στη Σκωτία. Ωστόσο δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς επέστρεψε. Μετά τη συνθηκολόγηση των Σκώτων ευγενών, το 1304, ο κλοιός γύρω του έσφιξε. Ο ίδιος δεν επεδίωξε να συνθηκολογήσει, κατά τα φαινόμενα. Εγκαταλειμμένος από τους όποιους υποστηρικτές του απομονώθηκε. Εκτός από τους Άγγλους είχε πλέον να αντιμετωπίσει και την απληστία ορισμένων συμπατριωτών του, που θα επεδίωκαν τη σύλληψή του για να κερδίσουν την εύνοια του Εδουάρδου Α'. Εξάλλου ο Γουάλας είχε επικηρυχθεί από τον βασιλέα το 1305 για 100 λίρες.

Η ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟΥ ΣΤΕΜΜΑΤΟΣ

Τον Ιούλιο του 1298 ο Εδουάρδος ήταν και πάλι έτοιμος να επιτεθεί στη Σκοτία. Στις 22 Ιουλίου, οι δυνάμεις του Γουάλας έχασαν στη Μάχη του Φάλκιρκ, μετρώντας τεράστιες απώλειες. Η ταπεινωτική ήττα κηλίδωσε το άψογο στρατιωτικό μητρώο του Σκωτσέζου πολέμαρχου, ο οποίος δεν είχε άλλη επιλογή από το να παραιτηθεί από διοικητής. Αφού κατάφερε να γλιτώσει από την αιματοβαμμένη ήττα, ο Γουάλας υπηρέτησε την επανάσταση από νέα -διπλωματική- θέση: το 1299 θα τον βρει στη Γαλλία ως απεσταλμένο της Σκοτίας με έργο να πείσει τον βασιλιά να υποστηρίξει τη Σκωτσέζικη εξέγερση.

Ο Γουάλας πήρε μέρος σε γαλλικές αποστολές κατά των Βρετανών και κατάφερε, έστω και για σύντομο διάστημα, να πείσει τον Φίλιππο Δ' της Γαλλίας να συνδράμει τον αγώνα τους, ενώ για τις διπλωματικές ανάγκες βρέθηκε ακόμα και στη Ρώμη. Τα πράγματα ωστόσο δεν θα ευοδώνονταν: οι Γάλλοι στράφηκαν κατά των Σκωτσέζων, αφού οι ευγενείς της χώρας συνθηκολόγησαν με τους Άγγλους και αναγνώρισαν τελικά τον Εδουάρδο ως βασιλιά τους το 1304, ματαιώνοντας έτσι την αποστολή του Γουάλας στη Γαλλία.

ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Απρόθυμος να συμβιβαστεί και επαναστάτης ως το τέλος, ο Γουίλιαμ Γουάλας επιστρέφει στη Σκοτία αρνούμενος να υποταγεί στον Εδουάρδο. Οι άντρες του Άγγλου μονάρχη τον αναζητούν παντού, ήταν όμως Σκωτσέζος ευγενής αυτός που τον πρόδωσε, με τον ίδιο να συλλαμβάνεται στις 5 Αυγούστου 1305 κοντά στη Γλασκόβη. Αφού μεταφέρθηκε στο Λονδίνο, κατηγορήθηκε για προδοσία στο στέμμα και καταδικάστηκε με συνοπτικές διαδικασίες σε θάνατο.

Ο άνθρωπος που πρόδωσε τον Γουάλας ήταν ο ευγενής Τζων Μέντιθ (sir John Menteith). Χωρίς διάθεση δικαιολόγησης πρέπει να αναφερθεί ότι δεν είναι σίγουρο πως η προδοσία οφείλεται μόνο στην ανταμοιβή του Εδουάρδου Α', από τη στιγμή που ο ανιψιός του προδότη, ο Τζων Στιούαρτ του Μπόνκιλ, είχε σκοτωθεί κατά τη μάχη του Φόλκερκ διοικώντας τους τοξότες. Ο Μέντιθ μπορεί να θεωρούσε τον Γουάλας υπεύθυνο για τον θάνατο του συγγενούς του και έτσι είχε έναν ακόμη λόγο να προδώσει.

Πάντως ήταν ένας από τους ευγενείς που στήριζαν τον Εδουάρδο Α' για να εξασφαλίσουν εδάφη και στην Αγγλία, από την άλλη πλευρά των συνόρων, και η προδοσία τού απέφερε χρήματα, εδάφη και τον τίτλο του σερίφη του Ντάμπαρτον (Dumbarton). Ο ίδιος αναφέρεται από όλες, σχεδόν, τις πηγές ως ο επικεφαλής της συνωμοσίας, στην οποία αναμιγνύεται και το όνομα ενός άλλου ανιψιού του, του Τζακ Σορτ (Jack Short). Ο Χάρρυ ανέμιξε στην προδοσία και το όνομα του Ρόμπερτ Μπρούς, ο οποίος φέρεται πως προετοίμασε συνάντηση με τον Γουάλας κοντά στη Γλασκώβη στις αρχές Ιουλίου του 1305.

Η σύλληψη του Γουάλας έγινε στις 3 Αυγούστου στο Ρομπρόυστον (Robroyston), κοντά στη Γλασκώβη. Στη συνέχεια μέσω Εϊρ και Ντάμφρις (Dumfries) -δεν γνωρίζουμε το ακριβές δρομολόγιο- παραδόθηκε στο Καρλάιλ στον Τζων ντε Σεγκρέιβ (sir John de Segrave). Στις 22 του ίδιου μήνα, μετά από μαρτυρικό ταξίδι 17 ημερών, οδηγήθηκε στο Λονδίνο. Δεν είναι βέβαιο ότι συναντήθηκε με τον Εδουάρδο Α'. Ο Τόμας Γκρέυ και ένας ανώνυμος χρονικογράφος επιμένουν ότι υπήρξε συνάντηση. Στις 23 Αυγούστου 1305 ο Γουάλας οδηγήθηκε από τους φύλακές του στο Γουεστμίνστερ.


Ένα περίεργο στοιχείο της δίκης του ήταν η τοποθέτηση στεφανιού από δάφνη ή βελανιδιά στο κεφάλι του. Τα κίνητρα αυτής της πράξης είναι διφορούμενα: είτε έγινε ως απόδοση τιμής, είτε για λόγους ειρωνείας, υπονοώντας ότι ο Γουάλας ήταν ο βασιλιάς των παρανόμων. Ανάμεσα στους δικαστές του περιλαμβάνονταν ο δήμαρχος του Λονδίνου, ο φρούραρχος του Πύργου της πόλης και ο εκπρόσωπος του βασιλέα ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με θέματα Δικαιοσύνης. Το κατηγορητήριο ήταν πλούσιο: προδοσία, στάση, λεηλασία, δολοφονία, εμπρησμοί, ληστεία και άλλα παραπτώματα.

Ο Γουάλας δεν είχε δικαίωμα υπεράσπισης του εαυτού του διότι ήταν "άνθρωπος εκτός νόμου". Ο Εδουάρδος είχε αποφασίσει να επιβάλει στον Γουάλας επώδυνη δημόσια εκτέλεση προς παραδειγματισμό. Μετά την κατ' όνομα δίκη ο Γουάλας σύρθηκε στην περιοχή Έλμς του Σμίθφιλντ. Σύμφωνα με το χρονικό του Λάνερκοστ, αφού αρχικά τον κρέμασαν, τον κατέβασαν ημιθανή και άνοιξαν την κοιλιά του πριν τον αποκεφαλίσουν. Τα όργανά του κάηκαν και το σώμα του χωρίστηκε στα τέσσερα.

Το κεφάλι του εκτέθηκε καρφωμένο σε λόγχη στον Πύργο του Λονδίνου και τα τέσσερα κομμάτια του σώματός του στάλθηκαν για να εκτεθούν, ως προειδοποίηση, σε πόλεις της Σκωτίας και της βόρειας Αγγλίας όπως το Περθ, το Νιούκασλ και το Μπέργουικ. Δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των πηγών για το πού ακριβώς στάλθηκε το κάθε μέλος του σώματός του. Αντίθετα υπάρχει μια παράδοση ότι το αριστερό του χέρι ετάφη από μοναχούς σε μονή κοντά στο Στέρλινγκ με τέτοιο τρόπο ώστε να δείχνει προς την κατεύθυνση του Αμπεϋ Κρεγκ, του τόπου της δόξας του.

Τα αποτρόπαια βασανιστήρια ωστόσο που υπέστη ο Γουάλας είχαν τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από το μήνυμα του τρόμου που θέλησε να περάσει ο Εδουάρδος στους Σκωτσέζους: το μαρτύριό του θεωρήθηκε σύμβολο της μάχης για ανεξαρτησία και οι προσπάθειες για αποτίναξη του βρετανικού ζυγού έμελλε να ξαναρχίσουν αμέσως μετά τον θάνατο του ηγέτη της επανάστασης. Η Σκοτία κέρδισε την ανεξαρτησία της 50 περίπου χρόνια μετά τη φρικιαστική εκτέλεση του Γουάλας, ο οποίος θεωρείται έκτοτε -και δικαίως- ως ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ήρωες της χώρας.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ - Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΟΥΑΛΑΣ

Στις 25 Μαρτίου 1306 ο Ρόμπερτ Μπρούς στέφθηκε βασιλιάς της Σκωτίας στο Σκόουν. Παρά τις ήττες που υπέστη, η Σκωτική αντίσταση συνεχίστηκε. Ο Εδουάρδος Α' απεβίωσε στις 7 Ιουλίου 1307, σε ηλικία 68 ετών, χωρίς να δει την αυλαία του πρώτου πολέμου της Ανεξαρτησίας. Αυτή έπεσε τελικά στις 24 Ιουνίου 1314 στο Μπάνοκμπερν, όπου οι Σκώτοι, υπό τον Ρόμπερτ Μπρούς, νίκησαν τα αγγλικά στρατεύματα κερδίζοντας προσωρινά την ανεξαρτησία τους.

Όμως θα ακολουθούσαν σύντομα και άλλοι πόλεμοι μεταξύ των δύο χωρών. Σε κάθε σύρραξη που ακολούθησε ο Ουάλας υπήρξε πηγή έμπνευσης για τους συμπατριώτες του. Μέσα από τη διήγηση του τυφλού ραψωδού Χάρρυ η φήμη του έφθασε παντού: "...απ' όλους τους προγόνους μας, γενναίους, αληθινούς παλαιούς Σκώτους... πρώτον εδώ τιμώ ιδιαίτερα (τον) σερ Γουίλιαμ Γουάλας, πολύ φημισμένο στη μάχη, του οποίου οι τολμηροί πρόγονοι από παλιά κατάγονται από αληθινό Σκωτικό αίμα...".

Πολλοί, βέβαια, ιστορικοί και λογοτέχνες ασχολήθηκαν με το έργο και τη ζωή του Ουάλας, χωρίς να είναι - απαραίτητα - Σκώτοι. Τον 18ο αιώνα, όταν η Σκωτία υποτάχθηκε οριστικά στην Αγγλία, ο εθνικός της ποιητής Ρόμπερτ Μπέρνς (Robert Burns, 1759 - 1796), που καταγόταν από το Εϊρσαϊρ όπως ο Γουίλιαμ Γουάλας, έγραψε ένα μνημειώδες ποίημα για τον Γουάλας και τον Μπρούς με τίτλο «Η πορεία του Ρόμπερτ Μπρούς προς το Μπάνοκμπερν».

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, με την αναζωπύρωση των εθνικών εξεγέρσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη, ανεγέρθηκαν πολλά μνημεία προς τιμήν του μεγάλου πατριώτη, με χαρακτηριστικότερο απ' όλα το επιβλητικό Εθνικό Μνημείο Γουάλας, κοντά στο Στέρλινγκ. Υψωμένο σε έναν λόφο κοντά στο Αμπεϋ Κρεγκ, διαθέτει ενδιαφέροντα αντικείμενα που σχετίζονται με τη ζωή του, μεταξύ αυτών και το φερόμενο ως σπαθί του. Το γεγονός που έδωσε στο όνομά του παγκόσμιες διαστάσεις συνέβη το 1995. Τότε προβλήθηκε στους κινηματογράφους η ταινία "Braveheart", στην οποία σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής ήταν ο Αυστραλός Μελ Γκίμπσον.

Το ενδιαφέρον για τον Γουίλιαμ Γουάλας ήταν τόσο μεγάλο, ώστε οι επισκέψεις στη Σκωτία και στους τόπους όπου έδρασε αυξήθηκαν κατακόρυφα. Ο τουρισμός της χώρας ωφελήθηκε πολύπλευρα, χωρίς να λείψουν και εμπορικού περιεχομένου μεμονωμένες γραφικότητες όπως η απεικόνιση του Γουίλιαμ Γουάλας σε αναμνηστικά με τη μορφή του Γκίμπσον, αν και ο πραγματικός και ο κινηματογραφικός Γουίλιαμ Γουάλας δεν μοιάζουν.

Όποιος επισκεφθεί τη Σκωτία θα διαπιστώσει ότι ο σεβασμός στο πρόσωπο του Γουίλιαμ Γουάλας είναι υπεράνω τέτοιων λεπτομερειών. Το αποδεικνύουν η «διαμάχη» για τον τόπο καταγωγής του και οι πολλές εκδηλώσεις για τη συμπλήρωση 700 ετών από τον θάνατό του. Όσον αφορά την ταινία, αδιαμφισβήτητα περιέχει πολλές ανακρίβειες. Ταυτόχρονα όμως περιέχει και μια μεγάλη αλήθεια: το ότι η ελευθερία είναι το πολυτιμότερο αγαθό για έναν λαό.


Ο ΣΚΛΗΡΟΤΡΑΧΗΛΟΣ BRAVEHEART

Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1297, οι Σκωτσέζοι πετυχαίνουν μια μεγαλειώδη νίκη. Υπό την ηγεσία του Γουίλιαμ Γουάλας αντιμετωπίζουν και συντρίβουν στη γέφυρα του Στέρλινγκ, τον αριθμητικά υπέρτερο αγγλικό στρατό. Κόντρα στους 10.000 πεζούς και τους 3.000 επίλεκτους ιππείς, ο Γουάλας επιδεικνύει τη στρατηγική ευφυΐα του και παγιδεύει τις εχθρικές δυνάμεις γύρω από τα στενά της γέφυρας. Οι Άγγλοι στρατιώτες τρομαγμένοι οπισθοχωρούν, η γέφυρα καταρρέει και όσοι είχαν επιζήσει της φονικής μάχης, πνίγονται. Ανάμεσα στους νεκρούς της μάχης αυτής, είναι και ο θησαυροφύλακας του Εδουάρδου στη Σκωτία.

Ο Γουάλας γδέρνει το πτώμα του και φτιάχνει με το δέρμα του, θήκη για το σπαθί του. Το τέλος της χρονιάς βρίσκει τη Σκωτία ελεύθερη. Ο Γουάλας χρίζεται ιππότης και ορίζεται «φρουρός των όπλων» της Σκωτίας, από τους ίδιους ευγενείς που προηγουμένως τον είχαν προδώσει… Το πρώτο εξάμηνο του 1298, βρίσκει τον Γουάλας και τους άντρες του να κάνουν επιδρομές στη Βόρεια Αγγλία, προκαλώντας την οργή του Εδουάρδου. Ωστόσο, ήταν η ταπεινωτική ήττα στο Στέρλινγκ αυτή, που ένωσε τους Άγγλους ευγενείς γύρω από τον Εδουάρδο και τους οδήγησε στο να αντιμετωπίσουν ξανά τον Γουάλας, αυτή τη φορά στο Φόλκερκ.

Λέγεται, ότι λίγο πριν από τη μάχη, ο Γουάλας είπε στους άντρες του: «Σας έφερα στον χορό, τώρα ας δούμε αν μπορείτε να χορέψετε». Στο Φόλκερκ, οι Σκωτσέζοι θα ηττηθούν κατά κράτος. Οι Ουαλοί τοξότες «βρέχουν τον θάνατο» με τα βέλη τους, οι Σκωτσέζοι ακοντιστές, ανήμποροι, αποδεκατίζονται, το ιππικό των ευγενών οπισθοχωρεί και ο Γουάλας μόλις που καταφέρνει να γλιτώσει. Τον Σεπτέμβριο του 1298, ο Γουάλας παραιτείται από τη θέση του «φρουρού» και τη θέση του καταλαμβάνει ο ευγενής Ροβέρτος Μπρους, μετέπειτα βασιλιάς της Σκωτίας.

Ο αγώνας για ανεξαρτησία περνάει στα χέρια των ευγενών μέχρι και το 1302, οπότε και έρχονται σε συμφωνία με τον Εδουάρδο, ενώ ο Γουάλας βρίσκει καταφύγιο στη Γαλλία. Ήταν 5 Αυγούστου του 1305, όταν ο Γουίλιαμ Γουάλας, μετά από προδοσία του Σκωτσέζου ευγενή Ιωάννη του Μεντίθ, συλλαμβάνεται για προδοσία απέναντι στον Εδουάρδο και οδηγείται σιδηροδέσμιος στο Λονδίνο. Ακολουθεί δίκη παρωδία, στην οποία δεν του επιτρέπεται να έχει υπεράσπιση, ούτε και να μιλήσει.

Μονάχα όταν του απαγγέλλεται η κατηγορία, αρνείται την πράξη προδοσίας, ισχυριζόμενος ότι δεν μπορεί να πρόδωσε τον Άγγλο βασιλιά, τη στιγμή που δεν είχε ορκιστεί ποτέ υπακοή σ’ αυτόν. Κρίνεται ένοχος και του επιβάλλεται η θανατική ποινή, η οποία μάλιστα είναι συμβολική για τα εγκλήματά του. Αρχικά τον σέρνουν επί τέσσερα μίλια από το Λονδίνο στο Σμίθφιλντ με άλογα, αφού πρώτα τον τύλιξαν σε δέρμα βοδιού, για να μην ακρωτηριαστεί από το σούρσιμο. Εκεί τον κρεμούν, όπως κάνανε με τους φονιάδες και τους κλέφτες, χωρίς όμως να τον σκοτώσουν.

Έπειτα τον ακρωτηριάζουν, τον ξεκοιλιάζουν, και του κόβουν τα γεννητικά όργανα, όπως έπρατταν με τους προδότες. Στη συνέχεια, για τα εγκλήματά του (στους Αγγλικούς ναούς και μοναστήρια), η καρδιά, το συκώτι, οι πνεύμονες και τα εντόσθιά του ρίχνονται στη φωτιά. Τέλος, το άψυχο κορμί του Γουάλας αποκεφαλίζεται και διαμελίζεται. Το κεφάλι του καρφώθηκε σε ένα παλούκι στη γέφυρα του Λονδίνου, ένα κομμάτι του σώματός του στάλθηκε στη Βόρεια Αγγλία και άλλα μικρότερα στις περιοχές της Σκωτίας, ως προειδοποίηση.

Αν και οι Άγγλοι κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το κορμί του Γουάλας, βοήθησαν στην αθανασία του ονόματός του, κάνοντάς τον μύθο. Στο πέρασμα των αιώνων, ο Γουίλιαμ Γουάλας θα αποτελέσει για τους Σκωτσέζους το υπέρτατο σύμβολο της φιλοπατρίας και της αγάπης για την ελευθερία. Το πρόσωπό του θα αγαπηθεί και θα ταυτιστεί με τον αγώνα για την ανεξαρτησία. Η ιστορία του θα γίνει θρύλος και ο ίδιος θα μείνει ως ο μόνος, που αν και κατάφερε να ανελιχθεί στα ανώτατα κλιμάκια της κοινωνικής ιεραρχίας, έχοντας μόνο εισιτήριο τη στρατιωτική του ικανότητα, δεν διεκδίκησε ποτέ τον θρόνο.

Τα κατορθώματά του γίνονται τραγούδια στα χείλη του Σκοτσέζικου λαού, μέχρι τον 15ο αιώνα, οπότε και το 1470 ο «Τυφλός» Χάρι αναλαμβάνει να τα συγκεντρώσει και να τα δέσει σε ένα έπος, το οποίο και δημοσιεύει με τον τίτλο «Γουάλας». Για αιώνες το «Γουάλας» θα αποτελέσει το δεύτερο πιο δημοφιλές ανάγνωσμα στη Σκωτία, μετά τη Βίβλο. Αν και η υπερβολή και οι ιστορικές ανακρίβειες περισσεύουν σ’ αυτό, δεν παύει να αποτελεί μία από τις πιο χρήσιμες πηγές για το πρόσωπό του.


ΧΑΡΤΕΣ 




ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ















(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)





ΠΗΓΕΣ :

(1) :

(2) :

(3) :

(4) :

(5) :

(6) :


1 σχόλιο: