15 Απρ 2014

Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ (1204 – 1669)


Η ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΟΝΗΣΟ (1204 – 1669)

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Βενετοκρατία στην Ελλάδα ως ιστορική κατηγορία αποτελεί μια σύνθετη πραγματικότητα με κυρίαρχο άξονα την πολιτική επιβολή του Βενετικού κράτους στην ευρεία γεωγραφική περιφέρεια του παραδοσιακού Ελληνικού χώρου από τις αρχές του 13ου έως και τα τέλη του 18ου αιώνα. Η Βενετία δεν ήταν όμως η μόνη Ιταλική πόλη που εισχώρησε στον Ελληνικό χώρο. Κατά των 12ο αιώνα στις Ελληνικές περιοχές η λέξη «Φράγκοι» ήταν ένας γενικός όρος για όλους τους Ευρωπαίους της δύσης. Φράγκοι έποικοι στην Ελλάδα ήταν οι Βενετοί, οι Γενουάτες και οι έμποροι άλλων Ιταλικών δημοκρατιών (όπως το Ναβαρίνο και η Νάπολη) που είχαν αναπτύξει δραστηριότητες στο εμπόριο του Αρχιπελάγους...


Οι εμπορικές αυτές δραστηριότητες είχαν ξεκινήσει πολύ πριν γίνουν οι τελευταίοι κύριοι των Ελληνικών περιοχών μέσω της κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης. Ήδη έναν αιώνα πριν ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός είχε παραχωρήσει μεγάλα και ολέθρια για την τύχη της Αυτοκρατορίας προνόμια στους Βενετούς για τη βοήθεια που του παρείχαν κατά των Νορμανδών επιδρομέων.

Η πόλη της Βενετίας κατά την Μεσαιωνική περίοδο αποτελούσε μια πόλη-κράτος που τυπικά ήταν υποτελείς στο Βυζαντινό Αυτοκράτορα και ανέκαθεν διατηρούσε στενές εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή. Μετά το 1204 η Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας δημιούργησε το λεγόμενο «Κράτος της Θάλασσας» (Stat da Mars) αποτελούμενο από διάφορες αποικίες στο Ελληνικό χώρο. Το κράτος αυτό αποδείχθηκε το μακροβιότερο από τα δυτικά κράτη της Ανατολής.

Η Δ’ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

Η Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους και η Σύνδεση με τη Βενετοκρατούμενη Κρήτη 

Η πολιτική ιστορία του Βυζαντίου, με την οποία συνδέεται άμεσα η δημιουργία των Φραγκικών κρατών στο Αιγαίο μετά το 1204, πέρασε από πολλές διακυμάνσεις στη διάρκεια των οποίων σημαντικότατος στόχος ήταν η διατήρηση της Αυτοκρατορίας. Το 1000 μ. Χ. το Βυζάντιο ήταν το πλουσιότερο και πιο πολιτισμένο κράτος της Δυτικής Ευρώπης. Δυο αιώνες αργότερα είχε μεταβληθεί στο «μεγάλο ασθενή της Ευρώπης» και σημαντικά τμήματα των εδαφών της είχαν χαθεί.

Επί της βασιλείας του Αλεξίου Γ’ Αγγέλου (1195-1203), εποχή κατά την οποία έλαβε χώρα η επίθεση των σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη, η Αυτοκρατορία είχε πολλούς εσωτερικούς αλλά και εξωτερικούς εχθρούς μεταξύ των οποίων ήταν οι Βούλγαροι, οι Σελτζούκοι Τούρκοι και οι Γερμανοί. Ο πληθυσμός των επαρχιών λιμοκτονούσε κάτω από το βάρος της φορολογίας. Οι παράλιες περιοχές δοκίμαζαν τις λεηλασίες των πειρατών και οι καταλήψεις νησιών πολλαπλασιάζονταν. Το Βυζάντιο ήταν παραδομένο στην παρακμή. Ακόμα, στασιαστικά κινήματα ταλάνιζαν την Αυτοκρατορία.

Η κατάσταση στην οποία βρισκόταν η Αυτοκρατορία ωφελούσε επίσης και τους Βενετούς οι οποίοι είχαν εμπορικά συμφέροντα στην περιοχή. Οι προκάτοχοι των δύο Αγγέλων είχαν προσπαθήσει μάταια να απαλλαγούν από τις πιέσεις των Βενετών όμως ο Αλέξιος Α’ και Γ’ επικύρωσαν τα δικαιώματα της Βενετίας στη Βυζαντινή θαλάσσια περιοχή αλλά και στη ξηρά. Τα εμπορικά αυτά προνόμια που είχαν παραχωρηθεί στους Βενετούς είχαν σαν αποτέλεσμα η εμπορική σημασία του Βυζαντίου να υποσκάπτεται σημαντικά. Ο έλεγχος των θαλάσσιων οδών και του εμπορίου είχε μετατοπιστεί στην Ιταλία.

Παρόλα τα προνόμια όμως οι Βενετοί δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι για τη μονοπωλιακή τους θέση στο εμπόριο όσο εξουσίαζε στην Κωνσταντινούπολη Βυζαντινός Αυτοκράτορας. Τέλος ένας ακόμα εχθρός του Βυζαντίου ήταν και ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’, καθώς επιθυμούσε την υποταγή της ανατολικής στη δυτική εκκλησία. Η Αυτοκρατορία βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση και αργά η γρήγορα ένας από τους πολλούς εχθρούς της θα πετύχαινε το στόχο του. Στις αρχές του δωδέκατου αιώνα στη δύση ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ άρχισε να οργανώνει σταυροφορία για την απελευθέρωση των Αγίων τόπων από τους Μουσουλμάνους (1198).

Η σταυροφορία κηρύσσεται το 1201. Ο Πάπας ήταν ο πνευματικός υποκινητής της τέταρτης σταυροφορίας. Αρχηγός της κυρίως Γαλλικής αυτής σταυροφορίας εκλέγεται ο Μαρκήσιος Βονιφάτιος Μομφερατικός ο οποίος κυριαρχούσε σε Ιταλικά εδάφη. Άλλοι σημαντικοί φεουδάρχες της Β. Γαλλίας που συμμετείχαν στη σταυροφορία ήταν οι: Κόμης της Φλάνδρας, κόμης της Καμπανίας καθώς επίσης και ο ιστορικός Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος.

Από τις ναυτικές δυνάμεις της εποχής συμμετείχε μόνο η Βενετία. Το 1201 συμφωνήθηκε πως οι Βενετοί θα διέθεταν τα πλοία για να μεταφερθούν οι 33.500 στρατιώτες με τα άλογα και τον οπλισμό τους παίρνοντας ως αμοιβή 85.000 αργυρά μάρκα. Επίσης οι Βενετοί θα προσέφεραν και 50 πολεμικά πλοία και έτσι θα είχαν το δικαίωμα να πάρουν τα μισά από τα εδάφη που θα κατακτούσαν οι σταυροφόροι. Ο στρατός συγκεντρώθηκε στη Βενετία τον Ιούλιο του 1202 με προορισμό πρώτα την Αίγυπτο και μετά τους Αγίους Τόπους.

Οι σταυροφόροι, όμως, δεν είχαν καταφέρει να συγκεντρώσουν το συμφωνηθέν ποσό για την πληρωμή των Βενετών και έτσι ο κυβερνήτης της Γαληνότατης Δόγης Ερρίκος Δάνδολος πρότεινε ως λύση την ανακατάληψη της Δαλματικής πόλης Ζάρας, η οποία είχε αποστατήσει και υπαχθεί στο Χριστιανικό βασίλειο της Ουγγαρίας. Έτσι η πρώτη παρέκκλιση της σταυροφορίας έγινε το 1202 όταν με έφοδο καταλήφθηκε η πόλη της Ζάρας για λογαριασμό των Βενετών. Ο χαρακτήρας της Δ’ Σταυροφορίας φάνηκε πριν ακόμα αρχίσει. Οι Χριστιανοί θα πολεμούσαν Χριστιανούς και τα συμφέροντα που θα εξυπηρετούνταν θα ήταν Βενετικά.

Αφορμή για τη δεύτερη στροφή της Δ’ Σταυροφορίας έδωσαν οι ίδιοι οι Βυζαντινοί εξαιτίας των εσωτερικών τους διαφορών. Στο προσκήνιο εμφανίστηκε ο Αλέξιος Άγγελος, γιός του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Ισαακίου Β’, ο οποίος είχε εκθρονιστεί, τυφλωθεί και φυλακιστεί το 1195, μαζί με το γιό του από τον αδερφό του, Αλέξιο Γ’. Ο νεαρός Αλέξιος Άγγελος (μετέπειτα Αλέξιος Δ’) δραπέτευσε από τη φυλακή και πήγε στη δυτική Ευρώπη ζητώντας βοήθεια για να ανακτήσει το θρόνο του πατέρα του. Μετά από πολλές διαπραγματεύσεις ο Αλέξιος έφθασε στο στρατόπεδο της Ζάρας στις 25 Απριλίου το 1203.


Είχε αποφασισθεί ότι η Δ’ Σταυροφορία θα κατευθυνόταν πρώτα προς την Κωνσταντινούπολη. Ο Αλέξιος είχε υποσχεθεί τα εξής: Στους σταυροφόρους είχε υποσχεθεί τεράστια χρηματικά ποσά και στρατιωτική βοήθεια για να συνεχίσουν τις επιχειρήσεις τους εναντίον των Μουσουλμάνων. Στον Πάπα είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα επανεξετάσει το θέμα της ένωσης των δύο εκκλησιών. Οι υποσχέσεις δεν ήταν απαραίτητες στην περίπτωση των Βενετών καθώς, ως προς το εμπόριο με την ανατολή, η Βενετική επιρροή θα γινόταν σχεδόν μονοπωλιακή.

Τέλος ο Αλέξιος είχε υποσχεθεί στον Βονιφάτιο Μομφερατικό την παραχώρηση της Κρήτης. Τα συμφέροντα λοιπόν όλων των ενδιαφερομένων, του Πάπα για υποταγή της ανατολικής εκκλησίας στη δυτική, του Δόγη για αύξηση της οικονομικής επιρροής της Βενετίας έναντι της ανταγωνίστριας πόλης Γένοβας και Πίσσας και η απληστία των σταυροφόρων ,οδήγησαν το στρατό των δυτικών στην Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινοί είχαν ήδη αναγκαστεί να χάσουν τη θαλάσσια κυριαρχία τους προς όφελος των Βενετών. Τώρα είχε έρθει η ώρα να χάσουν και την Αυτοκρατορία τους.

Στις 24 Μαΐου του 1203 ξεκίνησαν για την πρωτεύουσα του Βυζαντίου. Στις 23 Ιουνίου έφθασαν στον Άγιο Στέφανο και είδαν για πρώτη φορά την Κωνσταντινούπολη. Ο ιστορικός Βιλλεαρδουίνος περιγράφει την έκπληξη των σταυροφόρων λέγονταν πως «δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι υπήρχε στον κόσμο τόσο οχυρή πόλη. Το μήκος και το πλάτος της έδειχναν πως ήταν Βασιλεύουσα». Η πρώτη πολιορκία της Πόλης έγινε στις 6 Ιουλίου, όπου οι σταυροφόροι κατέλαβαν τον πύργο του Γαλατά.

Ύστερα από σκληρή πολιορκία και σθεναρή αντίσταση των Βυζαντινών ο Αλέξιος Γ’, αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο, εγκατέλειψε κρυφά τη Βασιλεύουσα τη νύχτα της 17ης προς 18ης Ιουλίου παίρνοντας μαζί του τους βασιλικούς θησαυρούς και κατευθύνθηκε προς τη Θράκη. Στις 18 Ιουλίου 1203 οι αξιωματούχοι αποφυλάκισαν τον Ισαάκιο Β’ και τον αναγόρευσαν και πάλι Αυτοκράτορα. Στη συνέχεια, την πρώτη Αυγούστου, στέφθηκε Αυτοκράτωρ ο Αλέξιος Άγγελος, πλέον Αλέξιος Δ’. Η οριστική ημερομηνία της κατάληψης είναι η δεκάτη τρίτη Απριλίου 1204.

Η Κωνσταντινούπολη, που είχε μείνει απόρθητη από τα χρόνια του ιδρυτή της Μ. Κωνσταντίνου, είχε καταληφθεί για πρώτη φορά. Από τον Μάρτιο ακόμα του 1204 οι ηγέτες των Γάλλων και Βενετών σταυροφόρων είχαν καταστρώσει σχέδιο για τη διανομή των περιοχών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας σε περίπτωση που θα πετύχαινε η επίθεσή τους. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους επικυρώθηκε αυτή η συμφωνία με την πράξη περί διαμελισμού. Έτσι ο Λατίνος Αυτοκράτορας Βαλδουίνος πήρε το ένα τέταρτο της πρώην Βυζαντινής επικράτειας ενώ οι Βενετοί και οι Γάλλοι από τρία όγδοα.

Όταν πλέον είχε επιτευχθεί ο στόχος τους οι σταυροφόροι μοίρασαν μεταξύ τους τα συμφωνηθέντα. Κατά τις διαπραγματεύσεις ακόμα του Αλεξίου Δ’ Αγγέλου με τους σταυροφόρους ο τελευταίος είχε παραχωρήσει την Κρήτη στον Βονιφάτιο. Για το λόγο αυτό το νησί δεν ήταν μέσα στα αντικείμενα των διαπραγματεύσεων των Βενετών και δεν αναφέρεται στο σχετικό διανεμητήριο έγγραφο (Partitio Terrarum Imperii Romaniae). Έτσι αναγνωρίστηκε στον Βονιφάτιο το δικαίωμα να καταλάβει την Κρήτη μετά την άλωση.

Όμως ο τελευταίος ήταν άπειρος στις ναυτικές επιχειρήσεις και δεν είχε τα κατάλληλα μέσα για να κατακτήσει το νησί. Ο Δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος είδε την αδυναμία του Βονιφάτιου σαν ευκαιρία να εξυπηρετήσει τα εμπορικά συμφέροντα της Βενετίας και έτσι του προσέφερε χρηματικά ποσά και πολιτικά ανταλλάγματα για να αποσυρθεί από τη διεκδίκηση του νησιού. Στις 12 Αυγούστου του 1204 υπογράφηκε μεταξύ τους «επανορθωτική πράξη» (Refutatio Cretae) στην Ανδριανούπολη.

Η νευραλγική θέση του νησιού στο σταυροδρόμι της Μεσογείου θα εξασφάλιζε στη Βενετία την κυριαρχία των θαλασσών καθώς θα δημιουργούνταν γέφυρα για εμπόριο στην Αίγυπτο και την Ανατολή. Αρχικά, όμως, οι Βενετοί δεν έδειξαν το απαιτούμενο ενδιαφέρον για την κατάκτηση του νησιού εξαιτίας της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε στην Κωνσταντινούπολη, αμέσως μετά την άλωση. Ακόμα, ήταν απασχολημένοι και με την προστασία άλλων σημαντικών κτήσεών τους στην Πελοπόννησο. Ενώ ,όμως, ο Βονιφάτιος είχε πουλήσει την Κρήτη στους Βενετούς, οι Γενουάτες είχαν εγκαταστήσει σε αυτήν αποικία.

Ο Γενουάτης αρχιπειρατής Ερρίκος Πεσκατόρε είχε καταλάβει το νησί για εξαιρετική ταχύτητα να κατασκευάσει 14 φρούρια στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα του νησιού. Ήταν λοιπόν φανερό εξαρχής ότι η Κρήτη έμελλε να υπάρξει το μήλο της έριδος μεταξύ των δύο σπουδαιότερων ναυτικών δυνάμεων της Ιταλίας. Η πρώτη προσπάθεια των Βενετών να καταλάβουν το νησί έγινε το 1206 αποβιβάζοντας μικρή φρουρά στο νησί της Σπιναλόγκας στην ανατολική Κρήτη. Πριν ολοκληρωθεί η επιχείρηση έφτασε στο νησί ο αρχιπειρατής Ερρίκος Πεσκατόρε υποκινούμενος από τη Γένοβα.

Η αβοήθητη και απομονωμένη φρουρά της Βενετίας παραδόθηκε στον Πεσκατόρε όπως και οι ντόπιοι. Τότε απεστάλη από τη Βενετία μεγαλύτερη δύναμη η οποία έδιωξε από το νησί τον Μελιταίο πειρατή και εγκατέστησε τον πρώτο Βενετό διοικητή της Κρήτης, Ιάκωβο Τιέπολο. Τότε ξεκινάει η Βενετογενουάτικη διαμάχη για το νησί η οποία θα διαρκέσει έως το 1217. Ύστερα από σθεναρή αντίσταση των Γενουατών κατακτητών της Κρήτης η Βενετία ανακτά το φρούριο του Παλαίκαστρου βορειοδυτικά του Χάνδακα (1209) και στη συνέχεια το 1212 το νησί περνάει πλήρως στην κατοχή της.


Οι δυο πόλεις συμφωνούν σε ανακωχή και οι Βενετοί πραγματοποιούν την πρώτη καθολική απόπειρα για τον αποικισμό της Κρήτης και την οργάνωση διοίκησης σε αυτήν. Οι τελευταίες Γενουατικές εστίες αντίστασης καταλύονται το 1217 και στις 11 Μαΐου του ίδιου έτους υπογράφεται η συνθήκη που εξασφάλιζε την Κρήτη στους Βενετούς, αυτή τη φορά οριστικά. Κατά τα έτη 1266 - 1294 οι Γενουάτες κάνουν ακόμα μια προσπάθεια να πάρουν το νησί, χωρίς όμως επιτυχία. Για τους επόμενους δύο αιώνες οι Βενετοί δεν θα έχουν να αντιμετωπίσουν τις Γενοβέζικες βλέψεις αλλά την επίμονη αντίσταση των ντόπιων, εωσότου εδραιωθεί η κυριαρχία τους.

Η εγκατάσταση των Βενετών αποίκων στην Κρήτη έγινε σταδιακά. Ο συνολικός αριθμός των αποίκων την πρώτη εκατονταετία ανέρχεται στους 10.000, αριθμός εξαιρετικά μεγάλος σε σχέση με τον πληθυσμό της Βενετίας ο οποίος δεν ξεπέρασε ποτέ τους 60.000 κατοίκους. Το γεγονός ότι η Βενετία διέθεσε το 1/6 του πληθυσμού της για να εδραιώσει την κυριαρχία της στην Κρήτη φανερώνει την μεγάλη σημασία που είχε η κατοχή του νησιού. Στις 20 Μαρτίου το 1212 αναχώρησαν από τη μητρόπολη 132 ευγενείς ή ιππότες και 48 δημοτικοί ή πεζοί και αποτέλεσαν το πρώτο κύμα αποίκων.

Ο δεύτερος αποικισμός έγινε το 1222 και οι δύο επόμενοι πραγματοποιήθηκαν το 1233 και 1252. Οι άποικοι του τελευταίου αποικισμού του 1252 έκτισαν τα Χανιά. Οι αποικισμοί συνεχίστηκαν και σε μεταγενέστερες εποχές αλλά όχι με την ίδια σημασία και συχνότητα. Ο εποικισμός της Κρήτης από τους Βενετούς αλλά και η Φραγκική διείσδυση στο Αιγαίο μετά το 1204 σε γενικότερο πλαίσιο αποτελεί κάτι περισσότερο από την απλή εδαφική κατάκτηση και τον πολιτικό έλεγχο. Η περίοδος της Φραγκοκρατίας είχε βαθιές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις στην περιοχή.

Στη Δύση η κατοχή του Αιγαίου θεωρήθηκε πολύ σημαντική για την πάλη εναντίον του Ισλάμ αλλά και για λόγους απόκτησης πλούτου καθώς η περιοχή αποτελούσε αρτηρία προς τον Εύξεινο Πόντο και την Ανατολή. Η Κρήτη στη διάρκεια της μακραίωνης Βενετικής κυριαρχίας έγινε το λίκνο μιας ιδιόμορφης πολιτισμικής οντότητας με σπουδαία πνευματική και καλλιτεχνική δραστηριότητα. Στο σημείο αυτό του Ελληνικού χώρου συναντήθηκαν τα χαρακτηριστικά στοιχεία ανατολής και δύσης.

Το Ελληνικό πνεύμα κατόρθωσε να αφομοιώσει τα ετερογενή στοιχεία δύο διαφορετικών πολιτισμών και να χαράξει νέους δρόμους στην ιστορία των γραμμάτων και της τέχνης, δημιουργώντας πολιτιστικούς σταθμούς εξαιρετικής σημασίας στην πνευματική ιστορία της Ευρώπης.

Η ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΚΡΗΤΗ

Βενετοκρατία (1204/10 - 1669 μ.Χ.)

Δυόμισι αιώνες Βυζαντινής κυριαρχίας τερματίστηκαν, όταν το 1204 οι ηγέτες της Δ'’ Σταυροφορίας κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη και κατέλυσαν την Αυτοκρατορία. Κατά την κατανομή των κτήσεων η Κρήτη περιήλθε στον Βονιφάτιο Μομφερρατικό, ο οποίος την πούλησε στους Βενετούς. Για λίγα χρόνια οι Γενουάτες ανταγωνιστές των Βενετών στο εμπόριο της Μεσογείου, προσπάθησαν να θέσουν κάτω από το δικό τους έλεγχο τη Μεγαλόνησο, αλλά τελικά το 1212 οι Βενετοί κατάφεραν να επιβληθούν.

Η νέα περίοδος, γνωστή ως Βενετοκρατία, έμελλε να εξελιχθεί σε μια από τις πιο μακροχρόνιες: διήρκεσε τεσσερισήμισι αιώνες. Διακρίνεται σε δύο υποπεριόδους. Η πρώτη, ως την πτώση της Βασιλεύουσας στους Τούρκους (1453), είναι περίοδος συνεχούς αντιπαράθεσης των Κρητών προς τους Βενετούς κυρίαρχους που, όμως, στη συνέχεια αμβλύνεται, καθώς η Βυζαντινή Αυτοκρατορία οδεύει προς το τέλος της. Η δεύτερη, από τα μέσα του 15ου αι. ως τα μέσα του 17ου αι., τερματίζεται με την κατάληψη από τους Τούρκους του Χάνδακα 1669 και ολόκληρου του νησιού.

Στη διάρκεια των δύο αυτών αιώνων παρατηρείται μια αξιοθαύμαστη σύνθεση των δύο στοιχείων, Ελληνικού και Βενετικού, που οδηγεί σε εντυπωσιακή πολιτιστική και κοινωνική αναγέννηση της Κρήτης. Από τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας της, n Βενετική Δημοκρατία μερίμνησε για την εξασφάλιση του ελέγχου στο νησί, εγκαθιστώντας πολλές οικογένειες Βενετών ευγενών και στρατιωτικών. Σ' ένα αιώνα οι Βενετοί έποικοι αυξήθηκαν σε 10.000, αριθμός εντυπωσιακός σε μια εποχή που πληθυσμός της Βενετίας δεν ξεπερνούσε τις 60.000.

Στην διοίκηση υιοθετήθηκαν Βενετικά πρότυπα. Ολόκληρο το νησί που ονομάστηκε «Βασίλειο της Κρήτης», χωρίστηκε αρχικά σε έξι σεξτέρια (όπως η Βενετία), αργότερα προτιμήθηκε η διαίρεση σε τέσσερα διαμερίσματα: του Χάνδακα, του Ρεθύμνου, των Χανίων και της Σητείας. Μόνο στην ορεινή περιοχή των Σφακίων οι Βενετοί δεν μπόρεσαν να ασκήσουν ολοκληρωτικά την εξουσία τους, παραχωρώντας έτσι στους Σφακιανούς ένα είδος τοπικής αυτονομίας.

Όπως στη Βενετία ο Δόγης και οι σύμβουλοι ασκούσαν την ανώτατη αρχή, έτσι και στην Κρήτη την εξουσία με έδρα το Χάνδακα είχε ο δούκας (Duca) με δύο συμβούλους του (οι τρεις τους αποτελούσαν την Αυθεντία). Τον Δούκα συνεπικουρούσαν με συμβουλευτική αρμοδιότητα διάφορα συμβούλια Βενετών εποίκων. Στα διαμερίσματα τη διοίκηση ασκούσαν οι Ρέκτορες. Οι ντόπιοι δεν είχαν δικαίωμα να ασκούν δημόσιο λειτούργημα παρά μόνο το έργο του νοταρίου (συμβολαιογράφου) ή του δικηγόρου.


Μόνο μετά το 1500 καταλαμβάνουν και οι ντόπιοι διοικητικές θέσεις. Η εισαγωγή του φεουδαρχικού συστήματος επέφερε ριζικές αλλαγές στην Κρητική κοινωνία και οικονομία. Καθιερώθηκε διάκριση σε τέσσερις τάξεις:

α) Των Βενετών Ευγενών,
β) Των Κρητών Ευγενών,
γ) Των Αστών,
δ) Των κατοίκων της υπαίθρου (χωρικοί και Βιλλάνοι).

Τα φέουδα, που παραχωρήθηκαν στους ευγενείς Βενετούς εποίκους, περιλάμβαναν ένα ή περισσότερα χωριά και μετόχια με αριθμό Βιλλάνων ή παροικών, Ωστόσο παρατηρήθηκε συνύπαρξη τριών διαφορετικών συστημάτων δικαίου: του Βυζαντινού, που ρύθμιζε τη ζωή του Ελληνικού πληθυσμού, του φεουδαρχικού, που καθόριζε τις σχέσεις φεουδαρχών και υποτελών, και του Βενετικού, που εφαρμόσθηκε κυρίως στον εμπορικό και δικαιοπρακτικό τομέα.

Από την πρώτη στιγμή η νέα εξουσία προσπάθησε να εξοβελίσει την επιρροή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία συντηρούσε τους δεσμούς με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και κατ' επέκταση με το ανασυστημένο Βυζαντινό κράτος. Γι' αυτό η ανώτερη Ορθόδοξη ιεραρχία υποκαταστάθηκε από τη Λατινική, οι Ορθόδοξοι Επίσκοποι καταργήθηκαν, ενώ Λατίνος αρχιεπίσκοπος εγκαταστάθηκε στο Χάνδακα. Τέλος, η εκκλησιαστική περιουσία δημεύθηκε, όπως άλλωστε συνέβη, σε μεγάλο βαθμό και με τη λαϊκή κτηματική περιουσία. Στους ντόπιους επιτράπηκε να διατηρούν μόνο τους πρωτοπαπάδες.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα από την εγκατάσταση της Βενετικής εξουσίας, άρχισαν να σημειώνονται επαναστατικά κινήματα, στα οποία πρωτοστατούσαν ορισμένοι από τους παλαιούς άρχοντες. Τα επαναστατικά κινήματα, που σημειώθηκαν στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της Βενετοκρατίας, ξεπερνούν τα δέκα. Ορισμένα από αυτά διήρκεσαν αρκετά χρόνια. Όταν μάλιστα ανασυστάθηκε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261) οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες προσέφεραν τη συμπαράστασή τους στους ντόπιους άρχοντες της Κρήτης, χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα.

Τα σημαντικότερα κινήματα ήταν των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών (1217-19, 1222-23 και 1228-36) των αδελφών Χορτάτζη και άλλων (1262-1278), κυρίως όμως του Αλεξίου Καλλέργη που άρχισε το 1282 και τελείωσε με τη συνθήκη του 1299, που έμεινε γνωστή ως Pax Alexii Callergi. Η συνθήκη αυτή παραχωρούσε γενική αμνηστία στην οικογένεια Καλλέργη, οικονομικό. και κοινωνικά προνόμια, αλλά ταυτόχρονα αναγνώριζε το δικαίωμα εκλογής Ορθόδοξου Επισκόπου, παρείχε άδεια επιγαμίας και ελευθερία κατοικίας σε ολόκληρο το νησί και επέτρεπε την απελευθέρωση δουλοπάροικων.  

Με τα προνόμια αυτά, καθώς και όσα άλλα είχε παραχωρήσει ήδη η Βενετική διοίκηση για να τερματίσει προγενέστερες εξεγέρσεις, βελτιώθηκε σημαντικά η κοινωνική και κυρίως η οικονομική κατάσταση των διαφόρων στρωμάτων της Κρητικής κοινωνίας. Έτσι άρχισε η προσέγγιση των δύο πληθυσμιακών ομάδων, της μικρής μειονότητας των κυρίαρχων Λατίνων Βενετών και της πλειονότητας του Ελληνικού Ορθόδοξου πληθυσμού. Χαρακτηριστικό της προσέγγισης αυτής είναι η επανάσταση του 1363-66.

Δύο Βενετοί φεουδάρχες, οι Gradenigo και Venieri, δυσαρεστημένοι από τις βαριές φορολογικές πιέσεις της μητρόπολης ενώθηκαν με τους αδελφούς Καλλέργη και με τη σύμπραξη του λαού επιδίωξαν την ίδρυση αυτόνομης Δημοκρατίας, που την ονόμασαν Δημοκρατία του Αγίου Τίτου, προστάτη του νησιού. Με υποσχέσεις για ισότητα μεταξύ ορθόδοξης και καθολικής Εκκλησίας, πέτυχαν την ένωση γηγενών και ξένων. Τελικά η επανάσταση κατέληξε σε αποτυχία αλλά δημιούργησε στενότερους δεσμούς των Βενετών εποίκων με τη νέα τους πατρίδα και τον ντόπιο πληθυσμό.

Εκθέσεις Βενετών αξιωματούχων βεβαιώνουν τον εξελληνισμό των Βενετών τόσο στη γλώσσα όσο και στη θρησκεία. Κατά τη δεύτερη φάση της Βενετοκρατίας σημειώθηκαν αξιόλογες κοινωνικές αλλαγές στο νησί. Το φεουδαρχικό σύστημα άρχισε να παρακμάζει, εξαιτίας του κατατεμαχισμού της γης και των χρεών των φεουδαρχών προς τους Εβραίους δανειστές τους. Το σύστημα όμως της δουλοπαροικίας συνεχίστηκε ως το τέλος της Βενετοκρατίας, συντείνοντας στην εξαθλίωση των χωρικών. Διάφορες προτάσεις για απόδοση της γης στους χωρικούς δεν μπόρεσαν να τελεσφορήσουν.

Ιδιαίτερα καταπιεστικό ήταν το σύστημα της αγγαρείας, δηλ. η αναγκαστική εργασία σε δημόσια έργα, όπως στην ανέγερση των ισχυρών φρουρίων στα οποία εργάζονταν σκληρά οι χωρικοί και που κατοικούσαν έξω από αυτά. Στις πόλεις όμως η οπισθοχώρηση της φεουδαρχικής κοινωνίας δημιούργησε μια νέα διάκριση τάξεων από τις οποίες ιδιαίτερη ακμή γνώρισε η αστική τάξη που επιδόθηκε με επιτυχία και στο εξαγωγικό εμπόριο. Στην περίοδο αυτή η ορθόδοξη Εκκλησία ανέκτησε μέρος της παλαιάς επιρροής της.

Παρά τις προσπάθειες της Λατινικής ιεραρχίας, το Ορθόδοξο δόγμα ισχυροποιήθηκε στο νησί Χτίστηκαν εκατοντάδες μικρές και μεγάλες εκκλησίες καθώς και μεγάλα μοναστηριακά συγκροτήματα όπου κατέφευγαν πολλοί, ιδιαίτερα χωρικοί, για θρησκευτικούς λόγους αλλά και για να αποφεύγουν τις καταπιέσεις, τις αγγαρείες κλπ. Οι περισσότερες εκκλησίες είναι μονόχωρες και καμαροσκέπαστες με λιτές προσόψεις. Εκείνο το οποίο ιδιαίτερα εντυπωσιάζει κατά τη μακρά περίοδο της Βενετοκρατίας είναι η ανάπτυξη και η ιδιόμορφη εξέλιξη του πνευματικού βίου στην Κρήτη.


Οι ισότιμες σχέσεις με την Ιταλία γονιμοποίησαν τις πνευματικές δυνάμεις της Κρήτης με στοιχεία της Ιταλικής Αναγέννησης. 'Ήδη κατά τον 14ο και 15ο αι. εμφανίστηκαν εξελιγμένες μορφές της ζωγραφικής τέχνης, που αποτυπώνονται σε τοιχογραφικές διακοσμήσεις σημαντικών μοναστηριών (Βροντήσι, Βαλσαμόνερο, Γκουβερνιώτισσα) και κοινοτικών εκκλησιών (Σκλαβεροχώρι, Επισκοπή Πεδιάδας κ.ά.) και εικόνες.

Από το 15ο αι. η ζωγραφική στην Κρήτη βρίσκετε σε προχωρημένο στάδιο και δέχεται κάποιες Ιταλικές επιδράσεις. Οι επιδράσεις αυτές οφείλονται στην κυριαρχική παρουσία του Βενετικού στοιχείου στο νησί της Κρήτης αλλά καθώς περιορίζονται σε δευτερεύοντα σημεία, δε αλλοιώνουν το Βυζαντινό χαρακτήρα των συνθέσεων. Από την άλλη πλευρά, αξιόλογοι ζωγράφοι φθάνουν και από την Κωνσταντινούπολη, πριν και μετά την άλωση της από τους Τούρκους και ανανεώνουν την τοπική ζωγραφική. Οι ζωγράφοι της Κωνσταντινούπολης μετέφεραν στο νησί την καλλιτεχνική της παράδοση.

Η εξέλιξη της τέχνης αυτής με την σχηματοποίηση της τεχνικής και την επικράτηση των αρχών της κλασικιστικής αισθητικής στην συγκρότηση των συνθέσεων, οδήγησε σταδιακά στη δημιουργία μιας νέας σχολής ζωγραφικής, που ονομάστηκε «Κρητική Σχολή» και αποτελεί τη σημαντικότερη, ίσως, περίοδο της Ελληνικής ζωγραφικής μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Στην εικονογραφία η Κρητική σχολή διατήρησε καταρχήν τους παλιούς Βυζαντινούς τύπους, δημιούργησε νέους και δέχτηκε στοιχεία της ιταλικής τέχνης, ιδιαίτερα από χαλκογραφίες μεγάλων Ιταλών ζωγράφων.

Σήμερα ελάχιστα έργα της τέχνης αυτής σώζονται στην ίδια την Κρήτη. Τα κυριότερα βρίσκονται στις μονές του Αγίου Όρους, των Μετεώρων και σε μουσεία της Ελλάδας (Βυζαντινό Αθηνών) και του εξωτερικού. Σημαντικότεροι εκπρόσωποι της Κρητικής Σχολής είναι ο Θεοφάνης, ο Κλότζας, ο Δαμασκηνός και πολλοί άλλοι. Βενετικές πηγές αναφέρουν ότι μόνο στην περίοδο 1527-1630 υπήρχαν καταγεραμμένοι στο Χάνδακα 125 ζωγράφοι.

Στην Κρητική Σχολή, με έντονες Ιταλικές επιδράσεις, ανήκουν και τα νεανικά έργα του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου (ΕΙ Greco), ο οποίος γεννήθηκε στο Χάνδακα το 1541 και αφού έμαθε εκεί τη ζωγραφική τέχνη, σε ηλικία 25 χρόνων πήγε στη Βενετία και αργότερα στην Ισπανία όπου εξελίχτηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Σημαντική πρόοδος σημειώνεται και στην παιδεία που οφείλεται αφενός στον ερχομό φωτισμένων ανθρώπων από το Βυζάντιο και αφετέρου στη φοίτηση πολυάριθμων νέων Κρητών στη Βενετία και την Πάδοβα.

Πηγές του 17ου αι. επισημαίνουν την ύπαρξη στο Χάνδακα μεγάλου αριθμού γιατρών, δικηγόρων και συμβολαιογράφων με πτυχία Ιταλικών πανεπιστημίων. Κατά το πρότυπο της Βενετίας, δημιουργήθηκαν στις πόλεις της Κρήτης κατώτερες και μεσαίες σχολές, ενώ από το 16ο αι. μαρτυρείται η ύπαρξη Ακαδημιών. Ήταν πνευματικά σωματεία στα πλαίσια των οποίων οργανώνονταν συζητήσεις και διαλέξεις με φιλολογικά και επιστημονικά θέματα. Παράλληλα καλλιεργήθηκαν τα γράμματα στα μοναστήρια.

Ορισμένα από αυτά συγκρότησαν πλούσιες βιβλιοθήκες και συνέβαλαν στην ανάδειξη λογίων μοναρχών. Μερικοί από αυτούς κατέλαβαν αργότερα ανώτατα αξιώματα στην ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας όπως ο Μελέτιος Πηγάς, ο Μάξιμος Μαργούνιος, ο Γεράσιμος Βλάχος κ.ά. Η Ελληνική ποιητική και θεατρική δημιουργία σημείωσε τη μεγαλύτερη άνθησή της στην Κρήτη. Από την Ελληνική και Ρωμαϊκή περίοδο το Ελληνικό θέατρο αναβιώνει πάνω σε νέες βάσεις, ιδιαίτερα κατά τους γόνιμους δύο τελευταίους αιώνες της Βενετοκρατίας.

Τα παλαιότερα δείγματα του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, στην Κρήτη ήταν τα δημοτικά τραγούδια της Β' Βυζαντινής περιόδου κυρίως όμως της Βενετοκρατίας. Πάνω στο υπόβαθρο της Βυζαντινής παράδοσης οι δυτικές επιδράσεις δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τη γένεση της Κρητικής λογοτεχνίας. Τα άφθονα πρώιμα έργα (Ι3ος- 16ος αι.) καλύπτουν σε ποιητικό λόγο τόσο τη δραματική όσο και τη σατιρική παραγωγή. Η γλώσσα, με έντονες τοπικές ιδιορρυθμίες και επιδράσεις της Ιταλικής, διαμορφώθηκε σε μια νέα γραπτή διάλεκτο, που απομακρύνεται από τα αρχαία πρότυπα.

Κύριοι εκφραστές της λογοτεχνικής δημιουργίας της εποχής της ακμής υπήρξαν ο Γεώργιος Χορτάτζης, με το δραματικό αριστούργημά του «Ερωφίλη» και την κωμωδία «Πανώρια» όπου συνδυάζονται αναγεννησιακά και μυθολογικά στοιχεία, ο Βιντζέντζος Κορνάρος με το δράμα «Η θυσία του Αβραάμ» και κυρίως το αριστούργημα της Κρητικής λογοτεχνίας «Ερωτόκριτος», ο Μάρκος Αντώνιος Φώσκολος με την κωμωδία «Φορτουνάτος» κ.ά. Η παραγωγή των Κρητών ποιητών συνεχίσθηκε ως τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας. 

Από τις πρώτες δεκαετίες της Βενετοκρατίας η Ιταλική αρχιτεκτονική διαδόθηκε γρήγορα από τη μια άκρη του νησιού στην άλλη. Ιταλοί αρχιτέκτονες σχεδίασαν λαμπρά κτίρια, κάστρα, λιμάνια και μεγαλόπρεπους ναούς. Σε σύντομο διάστημα οι Κρητικές πόλεις πήραν μορφή Βενετσιάνικων πόλεων της Μεσογείου. Δημόσια κτίρια με μνημειώδεις προσόψεις, όπως οι Λότζιες, που ορισμένες σώζονται ακόμα, εντυπωσιάζουν, ενώ ωραίες κρήνες κοσμούν τις ευρύχωρες πλατείες, όπως η κρήνη του Μοροζίνη με τα λιοντάρια στο Χάνδακα (Ηράκλειο).


Ορθόδοξα μοναστήρια, όπως το Αρκάδι, και εκατοντάδες εκκλησίες φέρουν έντονες τις επιδράσεις του υστερογοτθικού ρυθμού και της Αναγέννησης. Στην περιοχή Χανίων οι μονές Αγίας Τριάδας των Τσαγκαρόλων, Κερά Γωνιάς, Χρυσοπηγής και Γουβερνέττου ακολουθούν πιστά τα Βενετικά πρότυπα στις προσόψεις τους, η τρίκογχη όμως κάτοψη των εκκλησιών τους οφείλεται προφανώς σε Αγιορείτικη επίδραση. Οι πολύ μεγάλες αυτές μονές, όπως και η μονή Αρκαδίου, είναι αναμφισβήτητα από τα λαμπρότερα δείγματα Αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής της περιόδου αυτής στον Ελλαδικό χώρο.

Πολύ εντυπωσιακά είναι τα μεγάλα φρούρια, που το 16ο αι., καθώς είχε αρχίσει να διαφαίνεται η απειλή Τουρκικής απόβασης, ξανακτίστηκαν για να περιλάβουν τα προάστια των πόλεων και να προσαρμοσθούν στις ανάγκες του σύγχρονου πολέμου. Τέτοια φρούρια χτίστηκαν σε όλες τις πόλεις και τα λιμάνια καθώς και στα οχυρά μικρά νησάκια της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας. Το κάστρο του Χάνδακα - που αποκλήθηκε το Μεγάλο Κάστρο - χτιζόταν επί ένα αιώνα, με αναγκαστική εργασία των κατοίκων της υπαίθρου.

Παρά τους σεισμούς και τις πολλές ταλαιπωρίες, το κάστρο αυτό θεωρείται ακόμα και σήμερα από τα καλύτερα διατηρημένα βενετικά κάστρα της Μεσογείου. Οι μεγάλοι σεισμοί του 1303, 1353, 1508 και 1650 καθώς και άλλοι μικρότεροι επέφεραν σημαντικές ζημιές στα διάφορα οικοδομήματα. Ακόμα πιο μεγάλες υπήρξαν οι φθορές που προκλήθηκαν κατά την πολιορκία τους από τους Τούρκους, Παρ' όλα αυτά η Βενετική αρχιτεκτονική παρουσία παραμένει έντονα αποτυπωμένη σε πολλά σημεία του νησιού, σε εκκλησίες, κάστρα και σε ορισμένα δημόσια κτίρια.

Η Διοικητική Οργάνωση

Τα κράτη που δημιουργήθηκαν από τους Δυτικούς στο Αιγαίο μετά το 1204 άρχισαν και τελείωσαν με κατακτήσεις. Αυτό δίνει κάποια ένδειξη για τη σθεναρή αντίσταση των Βυζαντινών αλλά και για έλλειψη σταθερότητας των Λατινικών κρατών. Μερικές αποκλειστικά αποικιακές περιοχές επέζησαν μέχρι και την πρώιμη σύγχρονη εποχή, αλλά τελικά κατακτήθηκαν και αυτές από τους Τούρκους. Η Κρήτη περιήλθε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1669 μετά από 24 χρόνια πολιορκίας του Χάνδακα.

Στόχος τον Βενετών μετά το διαμελισμό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν να οχυρώσουν λιμάνια από τα οποία μπορούσαν να προστατεύουν τους θαλάσσιους δρόμους που ήταν απαραίτητοι για το εμπόριό τους με την Κωνσταντινούπολη και τον Εύξεινο Πόντο. Άφησαν την κατάκτηση των νησιών του Αιγαίου στους διαδόχους των ευγενών Βενετικών οικογενειών. Μόνο η Κρήτη υπήρξε μια σημαντική δική τους αποικιακή κατάκτηση εν ονόματι της κυβέρνησής τους.

Ανάλογες αποικιακές κτήσεις είχε και η Γένοβα και οι περιοχές αυτές διοικούνταν από αξιωματούχους οι οποίοι στέλνονταν από τη Βενετία ή τη Γένοβα για ετήσια ή διετή υπηρεσία σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβέρνησής τους, προς την οποία ήταν υπόλογοι. Ο πρώτος Δούκας που διορίστηκε στην Κρήτη, αφότου οι Βενετοί εκδίωξαν τον Πεσκατόρε, ήταν ο Ιάκωβος Τιέπολο (1209). Ο τελευταίος αντικατέστησε τον Βυζαντινό Δούκα ή κατεπάνω (υψηλό Βυζαντινό αξίωμα στην διοίκηση των θεμάτων).

Ο Τιέπολο όφειλε να εξαρθρώσει τις τελευταίες εστίες των Γενουατών στο νησί. να δημιουργήσει τους πρώτους ισχυρούς βενετικούς πυρήνες, να αντιμετωπίσει τις πρώτες επαναστατικές κινήσεις του γηγενούς πληθυσμού και να θέσει τις βάσεις για τη διοίκηση και την οικονομική εκμετάλλευση της νέας κτήσης. Ο εποικισμός της Κρήτης έγινε σύμφωνα με το διοικητικό σύστημα της Βενετίας και έτσι δημιουργήθηκε, μεταξύ Αφρικής και Ανατολής, μια μικρή Βενετία η οποία εξυπηρετούσε όχι μόνο το υπερπόντιο εμπόριο αλλά και τον επισιτισμός της Βενετίας.

Η κρητική γεωργία παρήγαγε σιτηρά, ελαιόλαδο, κρασί, τυρί και ξυλεία για τη Γαληνότατη και εξυπηρετούσε ακόμα και τις ανάγκες της Εύβοιας και του Αρχιπελάγους. Ο Δούκας είχε την έδρα του στο Χάνδακα και μαζί με τους συμβούλους του έπαιρνε κατά πλειοψηφία αποφάσεις και διόριζε τους κατώτερους υπαλλήλους. Στα υπόλοιπα τρία διαμερίσματα των Χανίων, του Ρεθύμνου και της Σητείας διοικητές ορίστηκαν, από τον 14ο αιώνα, οι ρέκτορες (rectores) ενώ στα Σφακιά, περιοχής της Κρήτης η οποία διατηρούσε πάντα σχετική ανεξαρτησία, τη διοίκηση αναλάμβανε ο προνοητής (provveditore) ο οποίος ήταν εξαρτημένος από το Χάνδακα ή τα Χανιά.

Τη διοίκηση του στρατού ασκούσε ο καπιτάνος του Χάνδακα. Σε κατώτερη βαθμίδα τοποθετήθηκαν οι φρούραρχοι, καστελλάνοι (castellani). Κάθε διαμέρισμα είχε το δικό της δημόσιο ταμείο (camera). Στην κατώτερη ιεραρχία ανήκαν οι δικαστές (giudici, advocatores) και οι αστυνομικοί (domini de nocte). Οι δικαιοδοσίες των υπαλλήλων ήταν καθορισμένες στα λεγόμενα καπιτουλάρια (capitularia) και ο κάθε υπάλληλος έδινε όρκο πριν φύγει από τη Βενετία για να υπηρετήσει τη θητεία του στην Κρήτη. Τα τοπικά συμβούλια, τα οποία ήταν σχηματισμένα σύμφωνα με το πρότυπο της Βενετίας, αποτελούνταν από Βενετούς άποικους και ήταν τα εξής:

Το Συμβούλιο των Φεουδαρχών (Consilium Feudatorum), το Μεγάλο Συμβούλιο (Consilium Majus) και το Συμβούλιο των Κρητών (Consilium Rogatorum). Ο χαρακτήρας τους ήταν κυρίως συμβουλευτικός. Έδρα των ανώτερων αξιωματούχων γενικά ήταν πάντα ο Χάνδακας πράγμα το οποίο διαπιστώνουμε και από τις περιγραφές κτηρίων τα οποία είχαν ως έδρα οι ανώτεροι αξιωματούχοι στην πρωτεύουσα. Ένα από αυτά είναι το κτήριο του Δουκικού Μεγάρου το οποίο ήταν η κατοικία και έδρα του ανώτατου άρχοντα της Κρήτης.


Όλες οι απεικονίσεις που έχουμε για το οικοδόμημα προέρχονται από την Βενετική περίοδο καθώς το μνημείο φαίνεται ότι ήταν ήδη ερειπωμένο το 1815 και κατά πάσα πιθανότητα καταστράφηκε ολοσχερώς στο σεισμό του 1856 χωρίς να έχει φωτογραφηθεί. Την παλαιότερη γνωστή απεικόνιση παρέχει ο περιηγητής Buondelmonti και χρονολογείται το 1429. Η άποψη αυτή προέρχεται από την παλιά πόλη πριν κατασκευαστούν τα νέα τείχη. Το Δουκικό Ανάκτορο βρισκόταν εντός της παλιάς πόλης λίγο Βορειότερα από το ναό του Αγ. Μάρκου.

Η περιοχή που καταλάμβανε το Ανάκτορο και ο δρόμος που το χώριζε από το διπλανό οικοδόμημα αντιστοιχεί στο χώρο δίπλα από το σημερινό πάρκο του Θεοτοκόπουλου. Το οικοδόμημα όπως πληροφορούμαστε από της λιγοστές πηγές φαίνεται ότι ήταν ένα λιτό κατασκεύασμα ανάλογο με τα σύγχρονα ανάκτορα της Ιταλίας. Ένα σοβαρό πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει η Βενετία για τη διατήρηση της νέας της κτήσης ήταν το ότι το νησί απείχε από τη Βενετία πάρα πολύ και τα πλοία χρειάζονταν ένα περίπου μήνα για να καλύψουν την απόσταση, με τις δυσκολίες και τους κινδύνους της εποχής.

Με υπόδειξη του Τιέπολο η Βενετία αποφάσισε να εγκαταστήσει στην Κρήτη αποίκους από τις μεγάλες οικογένειες της μητρόπολης, εφαρμόζοντας ένα σύστημα στρατιωτικής εποίκησης. Το σύστημα αυτό θα επέτρεπε στους αποίκους τη σύντομη και ασφαλή κινητοποίηση δυνάμεων για την αντιμετώπιση κάθε αντίδρασης του ντόπιου πληθυσμού ο οποίος ήταν πεισματικά και σταθερά εχθρικός.

Τον Σεπτέμβριο του 1212 η Κρήτη, με εξαίρεση το Χάνδακα και την επαρχία του Τεμένους, χωρίστηκε σε 200 φέουδα εντός έξι τμημάτων, έτσι ώστε οι τολμηροί εθελοντές από τα έξι διοικητικά διαμερίσματα της Βενετίας να αποκτήσουν τις νέες περιοχές τους κοντά στους εξίσου τολμηρούς πρώην γείτονές τους. Ως αντάλλαγμα για τη γη που τους προσφέρθηκε οι άποικοι όφειλαν αφοσίωση στη μητρόπολη και στρατιωτικές υπηρεσίες. Τα εδαφικά αυτά προνόμια παραχωρούνταν μόνο σε Βενετούς και ήταν υποχρεωμένοι να προστατεύουν τα προνόμια της μητρόπολης.

Να έχουν κοινούς εχθρούς με αυτήν και να καταβάλουν, μετά την πάροδο των πρώτων τεσσάρων ετών, 500 υπέρπυρα ετησίως σε αυτήν. Τα ονόματα ορισμένων αρχικών αποίκων υπάρχουν στο διάταγμα του 1212. Έτσι γνωρίζουμε, όπως αναφέρει ο Χοπφ, ότι οι άποικοι από το διαμέρισμα Σάντι Αποστόλι πήραν τη Σητεία, την Ιεράπετρα, το Λασίθι και το Μεραμπέλλο στα ανατολικά της Κρήτης, εκείνοι από το Σαν Μάρκο πήραν το νοτιοδυτικό τμήμα γύρο από την πεδιάδα και οι προερχόμενοι από το Σάντα Κρότσε πήραν τη Μεσαρά στο κέντρο του νησιού.

Στο Χάνδακα η κατανομή των κατοικιών και οικοπέδων ακολούθησε τα πρότυπα της κατανομής των φέουδων. Η πόλη χωρίστηκε σε δύο μερίδια εκ των οποίων το ένα πέρασε στην άμεση διαχείριση του δημοσίου και το άλλο στους φεουδάρχες. Τα κομμάτια αυτά της πόλης του Χάνδακα που διανεμήθηκαν ως φέουδα ονομάζονταν burgesia και αποδίδονται συμβατικά με τον όρο «αστικά φέουδα». Αστικό φέουδο ορίζεται το παραχωρηθέν κομμάτι που βρισκόταν σε αστική περιοχή, δεν είχε να κάνει με αγροτικές διαδικασίες και έφερε όλα τα ιδιοκτησιακά χαρακτηριστικά της φεουδαρχικής γης.

Από το μερίδιο του δημοσίου προήλθε σταδιακά με δωρεές ή πωλήσεις και το μερίδιο της εκκλησίας και των μοναστηριών της πόλης το οποίο αποτελούνταν κυρίως από οικόπεδα για την ανέγερση διάφορων κτισμάτων. Ένα κομμάτι της κρητικής γης και συγκεκριμένα μόλις τριανταπέντε κλήροι, δόθηκαν στους λεγόμενους «Αρχοντορωμαίους» δηλαδή σε οικογένειες Κρητικών ευγενών. Οι οικογένειες αυτές ήταν οι Σκορδίληδες. οι Καλλέργηδες και οι Μελισσηνοί.

Πιο συγκεκριμένα ολόκληρη η Κρήτη καθώς και τα νησιά Τήνος και Κύθηρα αποτελούσαν μια ευρεία διοικητική περιφέρεια που ονομάστηκε «Βασίλειο της Κρήτης». Η Κρήτη αντίθετα με τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου δεν αποτέλεσε κομμάτι της Λατινικής Αυτοκρατορίας. Το πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε στο νέο βασίλειο ήταν όμοιο με αυτό της Βενετίας. Έτσι ο Χάνδακας έγινε το κέντρο αυτής της διοικητικής περιφέρειας και εύκολα θα χαρακτηριζόταν η «Βενετία της Ανατολής».

Την ανώτατη πολιτική εξουσία είχε ο δούκας (Duca di Candia) που εκλέγονταν από τα επισημότερα γένη της Βενετίας. Η έδρα του ήταν στο Χάνδακα και για το λόγο αυτό ονομαζόταν και Duca di Candia. Η θητεία του ήταν διετής και ασκούσε την εξουσία σε συνεργασία με δύο συμβούλους οι οποίοι είχαν επίσης διετή θητεία. Η τρεις αυτοί ανώτατοι άρχοντες αποτελούσαν την λεγόμενη Αυθεντία της Κρήτης (Signoria). Τα έξι τμήματα που δημιουργήθηκαν ονομάστηκαν «Σεξτέρια» (εξαρχίες) και αποτελούνταν, αναλυτικά, από τις εξής περιοχές:

Αρχικά το Σεξτέριο των Αγίων Αποστόλων περιελάμβανε τις περιοχές Σητείας. Ιεράπετρας, Λασιθίου και Μεραμπέλλου, δηλαδή το σημερινό νομό Λασιθίου. Το Σεξτάριο του Αγίου Μάρκου περιελάμβανε τις περιοχές του Ριζοκάστρου και της πεδιάδας με τα Πεζοκούναβα. Το τρίτο Σεξτάριο ήταν αυτό του Σταυρού και αποτελούνταν από τις περιοχές Μονοφατσίου, Καινούργιου και Πυργιώτισσας. Το Σεξτάριο του Καστέλλου περιείχε τις περιοχές Μυλοποτάμου, Αρίου και Απάνω Συβρίτου.


Στη συνέχεια το πέμπτο Σεξτάριο ήταν αυτό του Αγίου Παύλου με τις περιοχές Καλαμώνος, Κάτω Συβρίτου και Ψυχρού. Το τελευταίο ήταν το Σεξτάριο του Dorsoduro και περιελάμβανε τις περιοχές Χανίων, Κισάμου και Σελίνου. Αυτό το σχήμα διαίρεσης διατηρήθηκε για 100 περίπου χρόνια ώσπου άλλαξε η διαίρεση της περιοχής και πλέον χωριζόταν σε τέσσερα μεγάλα διαμερίσματα τα οποία ονομάζονταν territoria. Τα νέα αυτά διαμερίσματα αντιστοιχούν περίπου στους σημερινούς νομούς.

Έχουμε λοιπόν το μεγαλύτερο διαμέρισμα του Χάνδακα (Candia) οπού περιελάμβανε το σημερινό Νομό Ηρακλείου καθώς και τις περιοχές του Μεραμπέλλου και το Οροπέδιο Λασιθίου. Το διαμέρισμα του Ρεθύμνου (Rettimo) αντιστοιχεί στον σημερινό νομό. Οι περιοχές Κυδωνίας, Αποκόρωνα (Ψυχρού), Κισάμου και Σελίνου αποτελούσαν το διαμέρισμα των Χανίων (Canea). Τέλος, το διαμέρισμα της Σητείας αποτελούνταν από τις σημερινές περιοχές της Σητείας και της Ιεράπετρας. Στα διαμερίσματα αυτά διοικητής ήταν, εκτός από τον Δούκα της Κρήτης τον οποίο προαναφέραμε, και ο Ρέκτορας.

Οι Ρέκτορες διορίζονταν από τις αρχές του 14ου αιώνα ως πολιτικοί διοικητές. Το 1307 διορίζεται ο πρώτος στα Χανιά και το Ρέθυμνο και το 1314 στη Σητεία. Εκτός από διοικητική οι Ρέκτορες είχαν και περιορισμένη στρατιωτική εξουσία στα διαμερίσματά τους. Όσον αφορά τη διοίκηση αυτή κάθε αυτή, τις δημόσιες θέσεις του Βασιλείου της Κρήτης αναλάμβαναν αποκλειστικά Βενετοί ή Ιταλοί και μόνο μετά το 1500 η Βενετική διοίκηση έγινε περισσότερο ανεκτική με αποτέλεσμα οι ντόπιοι να καταλαμβάνουν σημαντικές θέσεις.

Οι υπάλληλοι της διοικητικής μηχανής διορίζονταν απευθείας από τη Βενετία και την υπηρετούσαν με απόλυτη αφοσίωση. Εξαιρετική θέση στη διοικητική ιεραρχία είχαν οι οικονομικοί υπάλληλοι (camerarii) και κάθε διαμέρισμα είχε το δικό του ταμείο (camera). Στην κατώτερη ιεραρχία ανήκαν οι δικαστές (giudici) και οι αστυνόμοι (justitiarii). Οι ντόπιοι μπορούσαν να ασκούν μόνο το έργο του νοταρίου (συμβολαιογράφου) ή του δικηγόρου. Τους πρώτους αιώνες της Βενετικής κυριαρχίας στην Κρήτη τα πράγματα για τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις δεν άλλαξαν ιδιαίτερα.

Οι φτωχοί απλά άλλαξαν αφέντες. Τα πράγματα όμως ήταν διαφορετικά για τις αρχοντικές οικογένειες του νησιού οι οποίες είχαν υποβιβαστεί, στην καλύτερη περίπτωση, σε ασήμαντος εργαζόμενους. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που γίνονταν συχνές εξεγέρσεις του ντόπιου πληθυσμού υποκινούμενες πάντα από τις αρχοντικές Κρητικές οικογένειες. Ο Βενετοκρατούμενος Ελληνικός χώρος ήταν οργανωμένος σε πόλεις μεγαλύτερης ή μικρότερης εμβέλειας. Η πόλη ήταν το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτυσσόταν η αστική κοινωνική οργάνωση.

Μέσα στα όρια της πόλης κατοικούσαν τα μέλη του κοινωνικού σώματος που απάρτιζαν τις αστικές κοινότητες. Η κοινωνική θέση των κατοίκων καθοριζόταν κατά βάση από την ιδιοκτησία γης χωρίς όμως να αποκλείονται από την άσκηση αστικών οικονομικών δραστηριοτήτων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα μέλη του κοινωνικού σώματος να είναι προσανατολισμένα προς την αστική ζωή και την ύπαιθρο ταυτόχρονα. Δεν ήταν όμως όλες οι κατοικημένες περιοχές της Κρήτης πόλεις.

Ένα σημαντικό κριτήριο για να χαρακτηριστεί μια κατοικημένη περιοχή πόλη είναι η λειτουργία στους κόλπους της κοινοτικού οργάνου αστικού τύπου καθώς ο θεσμός αυτός λειτουργούσε υποχρεωτικά στα αστικά κέντρα. Κατά την περίοδο της Bενετοκρατίας η κάθε διοικητική περιφέρεια είχε μια τυπική πόλη-έδρα του αστικού κοινοτικού σώματος. Συνήθως η μεγαλύτερη πόλη μίας διοικητικής περιφέρειας ταυτιζόταν και με την πόλη-κέντρο. Σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν και η μοναδική πόλη μιας περιοχής ενώ σε άλλες περιπτώσεις γύρο από μια μεγάλη πρωτεύουσα δημιουργούνταν και αναπτύσσονταν και άλλες πόλεις, πρωτεύουσες μικρότερων περιφερειών.

Η Κρήτη είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα τέτοιας οργάνωσης. Στην Κρήτη ο Χάνδακας ήταν η πρωτεύουσα και το κέντρο του αστικού βίου αναπτύχθηκαν όμως και άλλες πόλεις, όπως τα Χανιά και το Ρέθυμνο, οι οποίες συγκέντρωναν το βάρος του αστικού βίου της περιφέρειας στην οποία ανήκαν. Η Σητεία της Ανατολικής Κρήτης ήταν επίσης μια μικρότερης εμβέλειας πόλη η οποία όμως δεν χαρακτηρίστηκε ποτέ «πλήρης πόλη» όντας πάντα στο μεταίχμιο καθώς δεν κατόρθωσε να κατακτήσει το κοινοτικό προνόμιο στο πλήρες του ανάπτυγμα.

Παρόλα αυτά πολλοί ευγενείς κάτοικοι της περιοχής που πληρούσαν τα κοινοτικά προσόντα γίνονταν δεκτοί στην κοινότητα των ευγενών του Χάνδακα. Οι πόλεις της Κρήτης αναπτύχθηκαν από τους Βενετούς ή ακόμα και ιδρύθηκαν από την αρχή για να εξυπηρετήσουν τους πολιτικούς σχεδιασμούς τους. Τα Χανιά είναι ένα παράδειγμα πόλης που ίδρυσαν οι Βενετοί. Οι άποικοι του 1252 ίδρυσαν τα Χανιά δέκα χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στο νησί (1262) στη θέση της αρχαίας Κυδωνίας. Οι πολιτικοοικονομικοί σχεδιασμοί των αποίκων ήταν προσανατολισμένοι στο εμπόριο με αποτέλεσμα οι πόλεις της εποχής να χαρακτηρίζονται από θαλάσσια κατεύθυνση.

Στην πλειοψηφία τους οι πόλεις διέθεταν λιμάνια τα οποία λειτουργούσαν ως σταθμοί για τα Βενετικά πλοία και γρήγορα εξελίχθηκαν σε κέντρα εμπορικών-ναυτιλιακών δραστηριοτήτων και προσφοράς υπηρεσιών στους διερχόμενους. Οι υπό εξέταση πόλεις, όμως, παρά τις σημαντικές οικονομικές τους λειτουργίες δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι δημιουργήθηκαν ως απόρροια αυτόνομων οικονομικών διεργασιών αλλά αποτελούσαν το προϊόν πολιτικού σχεδιασμού. Επιλέχθηκαν από τους Βενετούς ως έδρες των διοικητικών, στρατιωτικών αλλά και εκκλησιαστικών Αρχών.


Στα αναπτυσσόμενα κέντρα εγκαταστάθηκε το ανώτερο κοινωνικό στρώμα των ευγενών-φεουδαρχών ή πολιτών των οποίων βασική οικονομική δραστηριότητα παρέμενε η αγροτική εκμετάλλευση. Με την πάροδο των χρόνων η παραμονή στις πόλεις αναδείχθηκε σε ισχυρό στοιχείο κοινωνικού κύρους και οι σχέσεις μεταξύ αποίκων και εγχώριων σταδιακά βελτιωνόταν συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη εσωτερικών παραγωγικών δυνάμεων και στη σύνδεση μεταξύ των αστικών κέντρων και της υπαίθρου αλλά και του εξωτερικού κόσμου. Έτσι, προέκυψαν νέες αστικές δραστηριότητες.

Ο πληθυσμός των πόλεων αυξήθηκε και δημιουργήθηκε σε αυτές ένας καθαρά αστικός πληθυσμός αποτελούμενος από κατώτερα στρώματα, επαγγελματίες και τεχνίτες συχνά συνασπισμένους σε συντεχνιακές ενώσεις από τον 15ο αιώνα και μετά. Έχουμε, λοιπόν στις πόλεις της εποχής αυτής, ένα πληθυσμό με μικτά κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά με σημαντικές αστικές δραστηριότητες ο οποίος ήταν και ισχυρά εμπλεκόμενος με την κυρίαρχη αγροτική οικονομία του ευρύτερου χώρου.

Την ζωηρή δραστηριότητα των πόλεων καταλαβαίνουμε λαμβάνοντας υπόψη των πληθυσμό ο οποίος, κατά το 16ο αιώνα για παράδειγμα, έφτανε στην πόλη του Χάνδακα, σε ορισμένες περιόδους, τους 20.000 κατοίκους.

Τα Διοικητικά Αξιώματα

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω οι υπαλληλικές θέσεις και τα αξιώματα της διοικητικής και στρατιωτικής μηχανής καταλαμβάνονταν σχεδόν αποκλειστικά από Βενετούς αποίκους ή από Βενετούς που στέλνονταν κατευθείαν από την μητρόπολη για ορισμένου χρόνου θητεία. Παρακάτω παρατίθενται αναλυτικά τα αξιώματα της διοίκησης του νησιού. Στην κορυφή της πυραμίδας της εξουσίας βρισκόταν ο γενικός προβλεπτής, του οποίου η εξουσία ήταν απόλυτη όταν αυτός βρισκόταν στο νησί.

Ο θεσμός δεν ήταν όμως μια μόνιμη διοικητική θέση αλλά ο εκάστοτε γενικός προβλεπτής αποστελλόταν από την Βενετία για να περιοδεύει το νησί σε έκτακτες περιπτώσεις. Ήταν πάντα Βενετός ευγενείς, ο ρόλος του ήταν ρυθμιστικός και φρόντιζε για την εκτέλεση των αποφάσεων της διοίκησης σε στρατιωτικά και πολιτικά θέματα. Συνήθως η θητεία του διαρκούσε δύο χρόνια ανάλογα πάντα με τις απαιτήσεις των περιστάσεων. Μετά τη λήξη της θητείας του παρουσίαζε στη Βενετική σύγκλητο έκθεση (relazione) σχετικά με τα προβλήματα που αντιμετώπιζε το νησί και τις λύσεις που πρότεινε ο ίδιος. Το αξίωμα έγινε μόνιμο κατά το 1568-927.

Οι εκθέσεις που παρουσίαζαν στη σύγκλητο οι γενικοί προβλεπτές είναι μέγιστης αξίας για τη μελέτη της ιστορίας του νησιού την περίοδο αυτή. Οι προβλεπτές ήταν ο ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ της κεντρικής αρχής της Βενετίας, δηλαδή του συμβουλίου των Δέκα (consiglio dei Dieci), και των τοπικών αρχών της Κρήτης. Όλα τα έκτακτα περιστατικά αναφέρονταν σε αυτούς και όλες οι αρχές του νησιού απευθύνονταν επίσης σε αυτούς. Η εξουσία τους ήταν απόλυτη και είχαν την υποχρέωση κατά τη διάρκεια της θητείας τους να ελέγχουν όλες τις αρχές του νησιού, τα δικαστήρια, τα μοναστήρια και τις εκκλησίες.

Έχοντας λοιπόν άποψη για όλη την πολιτική, στρατιωτική, κοινωνική και θρησκευτική ζωή του νησιού έδιναν στις εκθέσεις τους μια γενική ιδέα για το νησί και ήταν πλούσιες σε υλικό παντός είδους. Η σπουδαιότερη έκθεση είναι αυτή του Ιακώβου Φοσκρίνη. Όταν δεν βρισκόταν στο νησί κάποιος προβλεπτής τη μεγαλύτερη εξουσία κατείχε ο δούκας (duca) ο οποίος ήταν απαραίτητα Βενετός ευγενείς. Η θητεία του διαρκούσε δύο χρόνια και έδρευε στο Χάνδακα. Ως τις αρχές του 16ου αιώνα επόπτευε και στα άλλα διαμερίσματα του νησιού, αλλά από τα μέσα αυτού του αιώνα η εξουσία του περιορίστηκε μόνο στην ανατολική Κρήτη (Χάνδακας, Σητεία).

Ο Δούκας σε συνεργασία με τους δύο συμβούλους του (consiglieri) οι οποίοι είχαν θητεία 32 μηνών αποτελούσαν την λεγόμενη αυθεντία της Κρήτης (signoria). Ο γενικός διοικητής (capitan grande ή general) ήταν πάντα Βενετός ευγενής με διετή θητεία. Ιεραρχικά κατατάσσεται μετά τον Δούκα τον οποίο και αναπλήρωνε όταν υπήρχε ανάγκη. Ήταν ο γενικός στρατιωτικός διοικητής της Κρήτης. Το δημόσιο ταμείο (camera fiscal) διαχειρίζονταν από τρείς προϊστάμενους του δημοσίου τους camerlenghi με θητεία 32 μηνών.

Οι δύο σύνδικοι είχαν θητεία δεκαοχτώ μήνες, ήταν πάντα Βενετοί όπως και σε όλα τα προαναφερόμενα αξιώματα και είχαν εκτεταμένες δικαιοδοσίες. Ονομάζονταν sindici (σύνδικοι), inquisitori (ανακριτές) ή avogatori (εφέτες). Σε έκτακτες περιπτώσεις διενεργούσαν ανακρίσεις για τη διευθέτηση διάφορων υποθέσεων, φρόντιζαν για την εκτέλεση οχυρωματικών έργων, για το στρατιωτικό εξοπλισμό και σε περιπτώσεις επαναστάσεων χρησιμοποιούνταν και ως στρατιωτικοί αρχηγοί.


Τη διοίκηση του ιππικού είχε ο γενικός προβλεπτής του ιππικού (provveditor general della cavaleria) με τριετή θητεία και εξουσία σε όλο το νησί. Πέρα από τα υψηλά αξιώματα υπήρχαν και πολλά κατώτερα ή ανώτερα τα οποία διευθετούσαν κάθε πτυχή της κοινωνικής, πολιτικής και στρατιωτικής ζωής του νησιού. Οι δικαστικές και αστυνομικές αρχές επανδρώνονταν από Βενετούς ευγενείς με θητεία ένα χρόνο. Ανώτατη δικαστική αρχή αποτελούσε το Συμβούλιο των Δέκα το οποίο ήταν ένα παντοδύναμο όργανο που επενέβαινε σε οποιοδήποτε θέμα σχετιζόταν με τη διατάραξη του καθεστώτος ή της δημόσιας τάξης.

Οι υποθέσεις των επαναστάσεων οι οποίες απασχολούσαν πολύ συχνά τις Βενετικές αρχές δικάζονταν από τη συγκεκριμένη αρχή. Ακόμα αναλάμβανε υποθέσεις νομισματικές, εσχάτης προδοσίας και σοδομίας. Σε γενικές γραμμές οι περισσότερες θέσεις της Βενετικής διοικητικής μηχανής στο νησί της Κρήτης καλύπτονταν από τους αποίκους της Δημοκρατίας. Εξαίρεση αποτελούσε το Officio della giustizia όπου εκλέγονταν Κρητικοί ευγενείς.

Η συγκεκριμένη υπηρεσία είχε αγορανομικές δικαιοδοσίες αλλά εκδίκαζε και υποθέσεις εισπράξεως φόρων και επιβολής ποινών για ζημιές που προκλήθηκαν από ζώα. Την αποτελούσαν τρεις αγορανόμοι (giustizieri) οι οποίοι εκλέγονταν μεταξύ Βενετών και Κρητικών ευγενών με εναλλαγή κάθε έξι μήνες. Άλλα αξιώματα στα οποία εκλέγονταν ευγενείς και από τις δύο εθνικότητες ήταν ο διοικητής του ναυστάθμου, τέσσερις διοικητές με αστυνομικά καθήκοντα, οχτώ φρούραρχοι για τα οχτώ φρούρια του διαμερίσματος του Χάνδακα και πολλές κατώτερες υπαλληλικές θέσεις όπως Νοτάριοι, αρχειοφύλακες και γραμματείς.

Οι θέσεις που κατέχονταν από Κρητικούς ευγενείς, εκτός από τις κατώτερες υπαλληλίες, συνήθως καλύπτονταν και από Βενετού με εναλλαγή ανά χρόνο ή ανά εξάμηνο. Από αυτό μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι η Βενετική διοικητική μηχανή απέκλειε τους Κρητικούς ευγενείς από τις ανώτερες θέσεις και στις κατώτερες παρόλο που απορροφούνταν οι Κρητικοί αυτό γινόταν πάντα σε εναλλαγή με Βενετούς έτσι ώστε να περιορίζεται η εξουσία και η επιρροή τους.

Η Στρατιωτική Οργάνωση και τα Οχυρωματικά Έργα

Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω μια από τις υποχρεώσεις των αποίκων ήταν να προσφέρουν στρατιωτικές υπηρεσίες στη μητρόπολη. Ήταν οι ίδιοι, υπεύθυνοι για την διατήρηση ετοιμοπόλεμου στρατού για την προστασία του νησιού. Πρώτο έργο των Βενετών όταν εγκαταστάθηκαν οριστικά στο νησί ήταν η οχύρωσή του. Σε στρατηγικά σημεία του νησιού είχαν οργανώσει φρούρια και υπήρξε ετοιμοπόλεμο πεζικό και ιππικό.

Οι φεουδάρχες άποικοι ήταν υποχρεωμένοι να συντηρούν πολεμικά άλογα και στρατεύονταν οι ίδιοι σε περιπτώσεις επαναστάσεων καθώς και να υπηρετούν ως κυβερνήτες στις Βενετικές γαλέρες. Την αρχηγεία του στρατού είχε ο στρατιωτικός διοικητής του Χάνδακα (Capitano di Candia) και την εποπτεία του ναυτικού ο αρχιναύαρχος του Βενετικού στόλου (Capitano General da Mar). Ιεραρχικά ο αρχιναύαρχος ήταν ανώτερος από όλες της αρχές της Κρήτης. Εκτός από αυτές τις αρχές όμως η Βενετία χρειαζόταν και κάποιον ακόμα ο οποίος θα επέβλεπε τη διοίκηση του νησιού σε περιπτώσεις κρίσεων.

Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε ο θεσμός του Γενικού Προβλεπτή. Η Βενετία συνήθιζε να στέλνει τον Provveditor General σε περιπτώσεις ανάγκης και οι εξουσίες του ήταν απόλυτες στα στρατιωτικά ζητήματα. Αναλάμβανε οχυρωματικά έργα, επιστράτευση, διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων και ουσιαστικά με την απόλυτη εξουσία του έπαιρνε στα χέρια του την διοίκηση της Κρήτης. Από το 1569, όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο κεφάλαιο ο θεσμός του γενικού προβλεπτή γίνεται μόνιμος.

Την περίοδο αυτή ήταν απαραίτητη η ετοιμότητα του νησιού λόγο της εμφάνισης της Τουρκικής απειλής. Η αγωνία της Βενετίας ήταν μεγάλη και ο συγκεκριμένος θεσμός απαραίτητος. Τα επισημότερα γένη της Βενετίας εξέλεγαν τον γενικό προβλεπτή της Κρήτης και επιστρέφοντας ένας γενικός προβλεπτής στην Βενετία πολλές φορές γινόταν Δόγης. Ο θεσμός ήταν εξαιρετικά χρήσιμος και πολλές φορές σωτήριος αλλά παρόλα αυτά οι υπόλοιποι άρχοντες της Κρήτης εξέφραζαν συχνά παράπονα για τον παραγκωνισμό τους από την εξουσία εξαιτίας της απόλυτης δύναμης του προβλεπτή.

Ο Ιάκωβος Φοσκαρίνης υπηρέτησε γενικός προβλεπτής μεταξύ του 1575 και 1577 και είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προβλεπτή ο οποίος άφησε πίσω του σημαντικό έργο. Πολλά στρατιωτικά έργα και έργα κοινής ωφέλειας οφείλονται στη φωτισμένη διοίκηση των γενικών προβλεπτών οι οποίοι ήταν στην πλειοψηφία τους υπεύθυνοι και συνετοί άνδρες. Ελάχιστες ήταν οι εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα και ένα παράδειγμα σκληρού και βίαιου προβλεπτή είναι ο Cavalli.

Η θητεία του γενικού προβλεπτή διαρκούσε δύο χρόνια και στο πέρας αυτού του χρονικού διαστήματος κάθε ένας από αυτούς συνέτασσε μια λεπτομερή έκθεση στην οποία ανέλυε την κατάσταση του βασιλείου της Κρήτης και αναφερόταν επίσης στο προσωπικό του έργο καθώς και σε προτάσεις για την επίλυση των άμεσων και των χρόνιων προβλημάτων που απασχολούσαν το νησί. Οι εκθέσεις αυτές έχουν διαφωτίσει την έρευνα της Κρητικής ιστορίας σε πολύ σημαντικό βαθμό.


Η Πόλη και τα Τείχη του Χάνδακα

Ειδικότερα στο θέμα της οχύρωσης το πιο σημαντικό οχυρωματικό έργο έγινε στην πρωτεύουσα του νησιού, το Χάνδακα. Την πρώιμη περίοδο της Βενετοκρατίας πόλη ήταν μόνο το βόρειο μέρος της σημερινής δηλαδή από το λιμάνι μέχρι το εσωτερικό τείχος, η αποκαλούμενη παλιά πόλη. Το κομμάτι αυτό όμως χωρούσε μόλις πέντε με έξι χιλιάδες κατοίκους και αποδείχτηκε μικρό για τις ανάγκες της αναπτυσσόμενης πρωτεύουσας του νησιού. Η αρχική αυτή πόλη περιβαλλόταν από τα παλιά Βυζαντινά τείχη που είχαν χτιστεί στη θέση των Αραβικών από το Νικηφόρο Φωκά.

Αυτά όμως δεν ήταν αρκετά για να εξασφαλίσουν τη σιγουριά στους νέους κατακτητές ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας οπού οι επαναστάσεις του δυσαρεστημένου Κρητικού λαού ήταν πολύ συχνές. Έτσι, τα επισκεύασαν και τα προσάρμοσαν στις ανάγκες τους. Κατά τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας η πόλη έξω από τα τείχη ήταν πενταπλάσια από ότι μέσα. Είχαν δημιουργηθεί, κυρίως προς το νότο, συνοικισμοί και προάστια τα οποία αποκαλούνταν Βούργοι (Burgi, suburbia). Ήταν λοιπόν ανάγκη να χτιστεί νέο τείχος.

Η εμφάνιση της Τουρκικής απειλής καθώς και η ανακάλυψη της πυρίτιδας στα μέσα του 14ου αιώνα έκαναν την ανάγκη για νέο οχυρωματικό έργο επιτακτική. Το 1462 αρχίζει η ανοικοδόμηση των νέων τειχών και θα διαρκέσει εκατό χρόνια. Αρχικά τα σχέδια ανέλαβε ο μηχανικός Κομποφρεγκόζο και στη συνέχεια ανέλαβε ο διάσημος στρατιωτικός μηχανικός της Βενετίας Μικέλ Σαμικέλι. Από ηλικία 14 έως 60 ετών κάθε Κρητικός ήταν υποχρεωμένος να κάνει κάθε χρόνο μίας εβδομάδας αγγαρεία με το ζώο του.

Τα υλικά έρχονταν από τα λατομεία του Κατσαμπά, από το Τηγάνι της Χερσονήσου και από τα ερείπια της Κνωσού. Όταν ολοκληρώθηκε το χτίσιμό τους, ανοίχτηκε γύρο από τα τείχη βαθιά τάφρος στην οποία διοχέτευαν θαλασσινό νερό. Τα τείχη αυτά σε συνδυασμό με την τάφρο ήταν η τελευταία λέξη της οχυρωματικής τεχνολογίας της εποχής και καθιστούσαν την πόλη απόρθητη. Το τείχος είχε συνολικό μήκος τρία χιλιόμετρα σε τριγωνικό σχήμα με βάση τη θάλασσα, επτά προμαχώνες και τέσσερεις πόρτες. Το σχήμα του θυμίζει ορθογώνιο τρίγωνο με υποτείνουσα το θαλάσσιο τείχος.

Για τη συμπλήρωση των οχυρωματικών έργων το 1523 οι Βενετοί κατεδάφισαν το παλιό μικρό φρούριο που είχαν χτίσει οι ίδιοι όταν πρωτοέφτασαν στο νησί στην είσοδο του λιμανιού και έχτισαν νέο, το La Rocca al Mare. Σήμερα γνωρίζουμε το φρούριο αυτό με την Τουρκική ονομασία Κούλε. Ο πληθυσμός της νέας πόλης ήταν περίπου δώδεκα με δεκαπέντε χιλιάδες κάτοικοι που αποτελούνταν από Βενετούς ευγενείς, αρκετό ντόπιο πληθυσμό, Ιταλούς εμπόρους, ναυτικούς, τεχνίτες και διάφορες φυλές όπως Εβραίους, Αρμένιους, Τούρκους και άλλους ανατολίτες.

Το λιμάνι της πόλης του Χάνδακα υπήρχε σε κάποια μικρότερη και απλούστερη μορφή από τα αρχαία χρόνια. Κομμάτια από τα θεμέλια και κρηπιδώματα των δύο βραχιόνων του λιμανιού μνημονεύονται από περιηγητές και θεωρείται ότι προέρχονται από αρχαία χρόνια. Η μορφή την οποία συνάντησαν οι Βενετοί ερχόμενοι στο νησί είναι πιθανόν ότι υπήρχε από τη Ρωμαϊκή εποχή. Οι Άραβες και οι Βυζαντινοί οι οποίοι βρέθηκαν στο νησί πριν από τους Βενετούς αλλά και οι Γενουάτες διατήρησαν το Χάνδακα ως πρωτεύουσα του νησιού και ως ορμητήριο, ο καθένας ανάλογα με τις ανάγκες του.

Οι Βενετοί βελτίωσαν το λιμάνι και γρήγορα το μετέτρεψαν σε εμπορικό σταθμό της Μεσογείου και ναύσταθμο για την άμυνα του νησιού. Η σημερινή όψη του λιμανιού θυμίζει αρκετά την μορφή που είχε την περίοδο της Βενετοκρατίας καθώς πολλά στοιχεία έχουν διατηρηθεί αυτούσια.


Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΒΕΝΕΤΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ

Η Κοινωνική Οργάνωση

Επί Ενετοκρατίας η Κρήτη χωρίστηκε σε τέσσερα διαμερίσματα:Χάνδακα, Ρεθύμνου, Χανιών και Σητείας. Το διαμέρισμα του Ρεθύμνου ήταν χωρισμένο σε τρεις Καστελλανίες : Milopotamo, San Basilio και Amari . Στην Κρήτη χρησιμοποιήθηκε από τους Ενετούς, καθεστώς φέουδων στρατιωτικής μορφής με διοικητικά χαρακτηριστικά ανάλογα της Ενετικής μητρόπολης . Ανώτατη αρχή ήταν ο Δούκας με δύο συμβούλους (consiliari). Αυτοί συγκροτούσαν την τοπική διοίκηση(regimen). Ο δΔύκας είχε την έδρα του στον Χάνδακα και η θητεία του ήταν δύο χρόνια.

Στα υπόλοιπα διαμερίσματα Χανίων, Ρεθύμνου, Σητείας την διοίκηση ασκούσαν οι Ρέκτορες (rectores) με πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες. Στα Σφακιά υπήρχε καθεστώς ημιανεξαρτησίας. Την εξουσία είχε ο προνοητής (provveditor) με δέκα άντρες. Γενικός στρατιωτικός διοικητής ήταν ο καπιτάνιος (capitan general) με έδρα τον Χάνδακα. Κάθε διαμέρισμα είχε δικό του ταμείο (camera) με προϊστάμενο τον camerario. Στην κατώτερη ιεραρχία ανήκαν οι δικαστές (giudici), οι αγορανόμοι (giustiziarii) και οι αστυνόμοι (domini di nocte).

Στο τέλος της θητείας τους οι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι υπέβαλλαν στη Μητρόπολη έκθεση (relazione) με στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στο νησί, στο χώρο αρμοδιότητάς τους και κατέθεταν προτάσεις. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων ήταν καταγεγραμμένα στα καπιτουλάρια (capitularia), λεπτομερώς. Οι καστελλάνοι όφειλαν να μεριμνούν για τον άρτιο εξοπλισμό των στρατιωτών, ήταν υποχρεωμένοι να ενημερώνουν το διοικητικό τους κέντρο για τις ποινές και τα πρόστιμα που είχαν επιβάλλει και να τηρούν βιβλίο με τα ονόματα των φρουρών.

Απαγορεύονταν να κάνουν εμπόριο τροφίμων και να συμμετέχουν σε μυστήρια Ορθοδόξων. Διάφορα συμβούλια με συμβουλευτικό κυρίως χαρακτήρα, πλαισίωναν τις ανώτατες αρχές: το Συμβούλιο των Φεουδαρχών (Consilium Feudatorum), το Μεγάλο Συμβούλιο (Consilium Maius) και το Συμβούλιο των Κλητών (Consilium Rogatorum). Το Συμβούλιο των Κλητών διόριζε ειδική επιτροπή τους Sapientes, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την εισήγηση προτάσεων.

Οι ευγενείς και αργότερα οι αστοί μπορούσαν να στέλνουν πρεσβείες στη μητρόπολη με διάφορα αιτήματα, που αφορούσαν συνήθως κατοχύρωση προνομίων. Βενετοί άποικοι ερχόμενοι στη νέα τους αποικία δημιούργησαν ένα σύστημα όμοιο με αυτό της Μητρόπολης μοιράζοντας μεταξύ τους όλα τα υψηλά αξιώματα της διοικητικής μηχανής και αποκλείοντας από αυτήν όχι μόνο τον Κρητικό λαό αλλά και την Κρητική αριστοκρατία. Στην ανώτερη κοινωνική βαθμίδα ανήκαν οι Βενετοί άποικοι φεουδάρχες και είχαν στα χέρια τους τη γη, τον πλούτο και την εξουσία του νησιού.

Η αμέσως επόμενη κοινωνική τάξη αποτελούνταν από Βενετούς ευγενείς οι οποίοι είχαν χάσει την ανώτερη ευγένεια τους και από Κρητικούς στους οποίους είχαν απονεμηθεί τίτλοι ευγενείας ως αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Βλέπουμε εδώ ότι οι Κρητικοί που είχαν ανέβει στην κοινωνική ιεραρχία ήταν στην ίδια με τους Βενετούς που είχαν χάσει την ευγένεια τους. Εδώ φαίνεται η επιφυλακτικότητα της Βενετίας στο να δώσει εξουσία στον ντόπιο πληθυσμό. Οι κάτοικοι των πόλεων οι οποίοι δεν είχαν τίτλους ευγενείας αποτελούσαν την τάξη των αστών.

Οι αστοί ήταν επαγγελματίες και χειρώνακτες. Οι κάτοικοι τις υπαίθρου χωρίζονταν σε ελεύθερους, απελεύθερους και τους λεγόμενους Βιλλάνους δηλαδή τους δουλοπάροικους. Από αυτή την κοινωνική τάξη οι Βενετοί στρατολογούσαν τους Γαλεώτες και αυτούς που έπαιρναν στις κοινές αγγαρείες. Οι Βιλλάνοι καλλιεργούσαν τα κτήματα των Βενετών φεουδαρχών. Μια ξεχωριστή κοινωνική τάξη αποτελούσαν οι λεγόμενοι Αρχοντορωμαίοι, οι γόνοι δηλαδή των μεγάλων αρχοντικών οικογενειών της Κρήτης.

Οι οικογένειες αυτές είχαν εγκατασταθεί πρώτη φορά στην Κρήτη κατά το 1182 όταν το νησί υπαγόταν ακόμα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Β΄ Κομνηνός έστειλε στην Κρήτη το γιο του Ησαάκιο Άγγελο μαζί με δώδεκα ευγενείς με σκοπό να επιλύσει διπλωματικά την αναστάτωση που υπήρχε στο νησί εξαιτίας της βαριάς φορολογίας.

Τα ονόματα των δώδεκα αρχοντόπουλων είναι τα εξής:

1) Ιωάννης Φωκάς
2) Φίλιππος Γαβαλάς
3) Μαρίνος Σκορδίλης
4) Θωμάς Αρχολέας
5) Ευστάθιος Χορτάτζης
6) Λέων Μουσούρος
7) Κωνσταντίνος Βαρούχας
8) Ανδρέας Μελισσηνός
9) Λουκάς Λίτινος
10) Νικηφόρος Αργυρόπουλος ή Αγιοστεφανίτης
11) Δημήτριος Βλαστός και
12) Ματθαίος Καλαφάτης ή Καφάτος


Τα περισσότερα από τα παραπάνω ονόματα τα συναντάμε συχνά στις πολλές επαναστάσεις που έλαβαν χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια της Βενετικής κατοχής. Οι γόνοι των ευγενικών αυτών οικογενειών ηγούνταν των επαναστάσεων αυτών και δεν σταμάτησαν να παλεύουν για τα προνόμια που έχασαν όταν οι Βενετοί τους μετέτρεψαν σε απλούς υπόδουλους. Η Βενετική ευγένεια σε όλη τη διάρκεια της κατοχής του νησιού θεωρούνταν αγαθό εξαιρετικά πολύτιμο.

Η ίδια η Βενετική πολιτεία είχε λάβει μέτρα για τη διασφάλιση των τίτλων ευγενείας και οι Βενετικές αρχές της Κρήτης εξέδιδαν κατά καιρούς διάφορες αποφάσεις με αυτό το σκοπό. Τα θέματα που οριοθετούσαν οι νόμοι και οι διατάξεις αυτές αφορούσαν στην νομιμότητα της γέννησης, στους γάμους Βενετών ευγενών με γυναίκες ταπεινής καταγωγής και στη δήλωση των γεννήσεων και βαφτίσεων των τέκνων των ευγενικών οικογενειών.

Ακόμα πραγματεύονταν τη δήλωση των γάμων και την κατάθεση των γαμήλιων συμβόλων και το αδιάβλητο των μεταφερόμενων εγγράφων από την Κρήτη στη Βενετία. Από την ευγένεια αποκλείονταν όσοι δεν είχαν γεννηθεί από νόμιμο γάμο ακόμα και αν είχαν νομιμοποιηθεί από μεταγενέστερο γάμο των γονιών τους. Τα πιστοποιητικά των γάμων των γεννήσεων και των βαφτίσεων είχαν μεγάλη σημασία για την απόδειξη της ευγενείας. Οι νόμοι ήταν εξαιρετικά αυστηροί ως προς την κοινωνικοί τάξη της γυναίκας που νυμφεύονταν ένας ευγενής.

Με διάταγμα του 1533 τα παιδιά που γεννιόνταν από ένα γάμο ευγενούς με γυναίκα ταπεινής καταγωγής αποκλείονταν από τον τίτλο ευγενείας και την περιουσία του πατέρα τους. Οι Βενετοί ευγενείς θεωρούσαν πολύτιμο τον τίτλο ευγενείας τους όχι μόνο για λόγους γοήτρου αλλά και για να έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στα διάφορα αξιώματα που προβλέπονταν για αυτούς καθώς και για να απολαμβάνουν τα προνόμια που τους παρείχε η υψηλή κοινωνική τους τάξη.

Με όλους αυτούς τους νόμους και τις διατάξεις η Βενετία προσπαθούσε να διατηρήσει αμόλυντη τη Βενετική ευγένεια την οποία θεωρούσε θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας της καθώς οι ευγενείς ήταν αυτοί που ασκούσαν τα ανώτερα αξιώματα. Βλέπουμε λοιπόν ότι Βενετία έδινε μεγάλη σημασία στην αναχαίτιση διείσδυσης στην εξουσία ατόμων κατώτερων κοινωνικών τάξεων τα οποία διαφορετικά θα ήταν αποκλεισμένα από την πολιτική ζωή του τόπου.

Όσον αφορά στον Χριστιανικό κλήρο σίγουρα ιεραρχικά ήταν κατώτερος από τον Λατινικό. Η Γαληνότατη είχε περιορίσει ως ένα βαθμό το Χριστιανικό κλήρο και στα θρησκευτικά θέματα εξουσία κατείχε ο Λατινικός κλήρος ο οποίος όμως απαντούσε και στον Πάπα αλλά και στην πολιτεία της Βενετίας. Οι Λατίνοι αρχιερείς στο νησί δεν ήταν απαραίτητα Βενετοί. Όλοι οι ιερείς Χριστιανοί ή Καθολικοί έπρεπε να ορκίζονται πίστη στη Βενετική πολιτεία και να μην διαταράσσουν την επιβεβλημένη εκκλησιαστική τάξη.

Στον ορθόδοξο κλήρο απαγορευόταν να διατηρεί αρχιερείς στην Κρήτη όμως αναγνωριζόταν το ότι ο Κρητικός λαός ανήκε στην ορθόδοξη πίστη και δεν εξαναγκάστηκε ποτέ να αλλαξοπιστήσει. Αντί για αρχιερείς εξουσία στον Ορθόδοξο λαό ασκούσαν οι πρωτοπαπάδες, δημόσιοι λειτουργοί που είχαν ορκιστεί πίστη στο κράτος και πληρώνονταν από αυτό. Η επίσημη εκκλησία ήταν η Λατινική και αυτή διατηρούσε Αρχιεπίσκοπο, επισκόπους, ναούς και μοναστήρια σε όλο το νησί. Το εισόδημα της Λατινικής εκκλησίας ήταν 100.000 δουκάτα ετησίως.

Σε γενικές γραμμές η Λατινική εκκλησία πάντα προσπαθούσε να εξαναγκάσει τον Κρητικό λαό να προσχωρήσει στην καθολική πίστη, κυρίως οι αντιπρόσωποι του Πάπα στο νησί, όμως τελικά συνέβη το αντίθετο καθώς όλο και περισσότεροι Βενετοί άποικοι βαπτίζονταν Ορθόδοξοι κατά τη διαδικασία του εξελληνισμού τους με την πάροδο των χρόνων.

Ο Πληθυσμός της Κρήτης επί Ενετοκρατίας

Ο πληθυσμός της Κρήτης επί Ενετοκρατίας ήταν περίπου 200.000 κάτοικοι. Συγκεκριμένα το 1510 είχε 300.000, το 1534 είχε 175.268, το 1571 παρουσιάζεται με 160.000 το 1575 έχει 1070 χωριά και 219.000 κατοίκους και το 1577 έχει 183.798. Το 1583 ο Πέτρος Καστροφύλακας κατέγραψε συστηματικά τον πληθυσμό του νησιού, οπότε το διαμέρισμα του Χάνδακα αναφέρεται με 84.158 κατοίκους, της Σητείας με 22.312, το διαμέρισμα των Χανίων με 48.790 και το διαμέρισμα του Ρεθύμνου με 46.400 κατοίκους.

Το 1627, 1639, και 1644 το νησί καταγράφεται με 192.725, 254.00 και 287.165 κατοίκους αντίστοιχα. Στα χωριά κατοικούσαν σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες ενώ στις πόλεις Ενετοί φεουδάρχες, Ιταλοί έμποροι και Εβραίοι. Ο ''Μαύρος Θάνατος'' δηλαδή η πανώλη έπληττε κατά καιρούς την Κρήτη με αποτέλεσμα να αποδεκατίζεται ο πληθυσμός, κυρίως στα χωριά. Κατά διαστήματα οι Ενετοί αναγκάζονταν να παραχωρούν φορολογικές απαλλαγές, Ενετική υπηκοότητα και άλλα προνόμια για να προσελκύσουν πληθυσμό από τα χωριά στις πόλεις του νησιού.


Επίσης αρκετές φορές έφταναν στην Κρήτη πρόσφυγες από αλλά μέρη της Ελλάδας που τις πιο πολλές φορές τους παραχωρούνταν προνόμια και γη. Το 1363, ύστερα από αίτημα του Αρχιεπισκόπου Αρμενίων, εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη δύο χιλιάδες Αρμένιοι που εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους. Το 1543, η Βενετική σύγκλητος αποφάσισε να αποζημιώσει τους κατοίκους της Μονεμβασιάς και του Ναυπλίου, που έχασαν τις περιουσίες τους κατά τη διάρκεια του Βενετοτουρκικού πολέμου, παραχωρώντας τους εκτάσεις στο Λασίθι.

Ως τα τέλη του 15ου αι. οι Τούρκοι είχαν περιοριστεί σε μεμονωμένες πειρατικές επιθέσεις εναντίον της Κρήτης. Η σημαντικότερη απ’ αυτές ήταν του 1471, που ο Τουρκικός στόλος κατέστρεψε πολλά χωριά της Σητείας. Το 1522 επιτέθηκαν στην Ιεράπετρα και το 1527, στα Χανιά. Το 1538, στη διάρκεια του τρίτου Βενετοτουρκικού πολέμου, η Τουρκική αρμάδα με επικεφαλής τον Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσσα, επιτέθηκαν σε ολόκληρη τη βόρεια Κρήτη, έκαψαν όλα τα χωριά γύρω από το Φόδελε και προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές σε όλο σχεδόν το Μυλοπόταμο.

Αυτή την περίοδο πολλοί Κρητικοί άρχοντες προσέφεραν μεγάλη βοήθεια στους Ενετούς. Το 1567 είχαμε νέες λεηλασίες και αιχμαλωτισμούς από τους Τούρκους υπό τον Σουλτάν Σελήμ και το 1571 από τον Ουλούτς Αλή. Όλες αυτές οι επιθέσεις ανέδειξαν τον ανερχόμενο Τουρκικό κίνδυνο και την αναγκαιότητα της ενίσχυσης της άμυνας του νησιού, οπότε προχώρησαν στην κατασκευή οχυρωματικών έργων και επί τη ευκαιρία στην ανέγερση διαφόρων δημόσιων κτιρίων.

Δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά από τη Γαληνοτάτη για την κατασκευή των φρουρίων και συγχρόνως επιβαρύνθηκαν οι κάτοικοι με έκτακτους φόρους και αγγαρείες.

Η Εβραϊκή Κοινότητα

Η Εβραϊκές κοινότητες που υπήρχαν στην Κρήτη διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο καθώς συγκέντρωναν σημαντικό πλούτο. Κατά την εποχή του γενικού προβλεπτή Φοσκαρίνη, του οποίου οι εκθέσεις όπως έχουμε προαναφέρει ήταν από τις πιο πλούσιες πηγές πληροφόρησης, οι Εβραίοι σε Χανιά και Ηράκλειο ήταν γύρο στους 700 σε αριθμό και ζούσαν δική τους κοινότητα. Απολάμβαναν σχετική μόνο ελευθερία και συχνά τους παραχωρούνταν προνόμια, επιείκεια και εξαιρέσεις από φόρους και αγγαρείες.

Τα προνόμια που απολάμβαναν ήταν αποτέλεσμα του πλούτου που συγκέντρωναν. Οι Βενετοί χρειάζονταν τον πλούτο τους και πολλές φορές ακόμα και τη βοήθειά τους όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις επαναστάσεων των ιθαγενών. Για να ξεχωρίζουν από τους Χριστιανούς οι Εβραίοι έφεραν στο στήθος ένα σημείο «Ο» πράγμα το οποίο η Βενετική κυβέρνηση θέλησε να καταργήσει για να μπορεί να εκμεταλλεύεται τον πλούτο των Εβραίων με μεγαλύτερη ελευθερία.

Όσον αφορά στην καταγωγή των Εβραίων της Κρήτης πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι βρίσκονταν στο νησί πριν την άφιξη των Βενετών και ότι ήταν Ισπανοί και Γερμανοί οι οποίοι βρήκαν καταφύγιο στην Κρήτη τον 14ο-15ο αιώνα όπου επικρατούσε αντισημιτικό κλήμα στην Ευρώπη. Από τον 13ο αιώνα ήδη παραχωρείται στους Εβραίους, έναντι χρηματικού ποσού, η Βενετική υπηκοότητα και η ελευθερία να κτίζουν κατοικίες και συναγωγές. Επιπλέον τους δινόταν το δικαίωμα να κατοικούν και να εμπορεύονται έξω από τα όρια της κοινότητάς τους.

Λόγο του μεγάλου τους πλούτου είχε λάβει μεγάλες διαστάσεις η τοκογλυφία σε σημείο όπου οι περισσότεροι ευγενείς χρωστούσαν χρήματα στους Εβραίους. Ο προβλεπτής Φοσκαρίνη έλαβε σκληρά μέτρα για να περιορίσει την δύναμη των Εβραίων κατά την περίοδο της θητείας του. Προσπάθησε να περιορίσει τους Εβραίους στην κοινότητά τους. Σε πολλές περιπτώσεις οι Εβραίοι προσποιούνταν τους Χριστιανούς ή ακόμα και βαπτίζονταν Χριστιανοί για να τεθούν υπό την προστασία της Λατινικής εκκλησίας και να μπορέσουν έτσι να αποφύγουν τα σκληρά μέτρα του Φοσκαρίνη.

Σε γενικές γραμμές η Εβραϊκή ήταν μια κοινότητα αρκετά κλειστή στον εαυτό της εκτός από τις επιχειρηματικές τους συναλλαγές. Στις επαναστάσεις που λάμβαναν χώρα πολύ συχνά στο νησί δεν συμμετείχαν, κρατώντας μια ουδέτερη στάση.

Εμπόριο και Οικονομία

Τα σημαντικότερα εξαγόμενα της Κρήτης ήταν το κρασί, το λάδι το τυρί και το σιτάρι της Μεσσαράς. Το σιτάρι της Μεσσαράς αποστέλλονταν στην Κάρπαθο, Σαντορίνη και Κύθηρα. Τα κρασιά ήταν φημισμένα στη Φλάνδρα, Πορτογαλία και στην Αγγλία. Επί Ερρίκου Η’, οι εξαγωγές Κρητικών κρασιών στην Αγγλία είχαν τόσο αυξηθεί, που ο βασιλιάς αναγκάστηκε το 1522, να στείλει πρόξενο στην Κρήτη. Τα Κρητικά τυριά κυκλοφορούσαν κυρίως στον Ελληνικό χώρο, ενώ το Κρητικό λάδι τις καλές χρονιές έφτανε τα πεντακόσια χιλιάδες μίστατα.

Εκτός αυτών η Κρήτη παρήγαγε και μέλι, μπαμπάκι, σταφίδες, κερί, οπωρικά και ζαχαροκάλαμο. Αργότερα γνώρισε μεγάλη άνθιση η εξαγωγή ξυλόγλυπτων κάθε είδους. Από τη δύση εισάγονταν υφάσματα, κρύσταλλα, γυαλιά, χαρτί, καρφιά, μαχαιροπήρουνα, και από την Ανατολή έφταναν μπαχαρικά, φαρμακευτικά βότανα, Αραβική γόμα, παστά και χαβιάρι. Τα Κρητικά λιμάνια έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη του Ενετικού εμπορίου. Ο Χάνδακας αναφέρεται ως «anima» (ψυχή) της Βενετίας.


Στον 14ο και 15ο αι. μεγάλη ακμή γνώρισε και το εμπόριο των σκλάβων στην Κρήτη. Στα έγγραφα του 13ου και 14ου αι., αναφέρονται πολλοί Κρητικοί ως έμποροι. Συνέταιροι είτε Βενετών ή Εβραίων. Το 1589 ο Ιωάννης Mocenigo, γράφει ότι οι Κρητικοί ταξιδεύουν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, Συρία, Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Αιγαίο και άλλους τόπους της Τουρκίας με όλων των ειδών τα πλοία και τα καΐκια. Εκείνη την εποχή όταν γεννιόταν ένα παιδί λέγονταν ότι γεννιόταν ένας ναυτικός.

Από το 16ο αι., η συνειδητοποίηση του Τουρκικού κινδύνου, ανάγκασε τους Ενετούς να προσεγγίσουν τους ντόπιους. Έτσι έλαβαν μια σειρά από μέτρα που είχαν ως αποτέλεσμα την ειρηνική συμβίωση Ορθόδοξων και Καθολικών, τη χειραφέτηση των παραγωγικών τάξεων και την ισότιμη συμμετοχή των Κρητικών στις οικονομικές δραστηριότητες. Η Κρήτη δεν είναι ένας απλός εμπορικός σταθμός αλλά τμήμα του Ενετικού κράτους. Παραχωρήθηκαν θρησκευτικές ελευθερίες με σκοπό τη συνεργασία σε κάποια αναμενόμενη πλέον Τουρκική εισβολή.

Η φεουδαρχία είχε παρακμάσει. Τα φέουδα είχαν κατατεμαχιστεί και είχαν εμφανιστεί ιδιοκτήτες Κρητικοί μη ευγενείς. Τα μεγάλα φέουδα δεν καλλιεργούνταν πια με το σύστημα των δουλοπάροικων αλλά με το σύστημα της μίσθωσης. Έτσι εμφανίστηκε μια μικρή αλλά ισχυρή αστική κοινωνία. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Κρήτη ήταν ανάλογες με αυτές των δυτικοευρωπαϊκών πόλεων, οι οποίες είχαν δημιουργήσει την αναγέννηση. Έτσι ήταν επόμενο η Κρητική αστική τάξη να παρασυρθεί από την πολιτισμική επανάσταση που γινόταν στη Δύση.

Οι Κρητικοί ήταν κληρονόμοι ενός πλούσιου πολιτισμού, του Βυζαντινού, αφομοίωσαν τις Ευρωπαϊκές επιρροές, ενσωμάτωσαν αυτές τις επιρροές στο πολιτιστικό τους υπόβαθρο και δημιούργησαν τον Κρητικό πολιτισμό. Ανανέωσαν και τον πνευματικό και τον καλλιτεχνικό πολιτισμό που κατείχαν. Οι σγουράφοι, οι μουράροι, οι πετροκόποι, οι μαρμαράδες, οι ραφτάδες, οι χρυσαφάδες, οι σκουφάδες, οι δοξαράδες, οι σκοινοπλόκοι, οι σαϊτάδες, οι τσαγγάρηδες, οι καλυκάδες και άλλοι επαγγελματίες ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες.

Η κάθε μία είχε ως κέντρο τη δική της εκκλησία και ανέπτυσσε εκτός από την επαγγελματική δραστηριότητα και κοινωφελή. Από τα Νοταριακά έγγραφα της εποχής, τα προικοσύμφωνα και τις διαθήκες φαίνεται ότι το 16ο αιώνα, το Ελληνικό στοιχείο ευημερεί. Ανώτερος υπάλληλος γράφει ότι ο πλούτος των ευγενών και των αστών φαίνεται από τα ακριβά φορέματα, τις γιορτές, τα συμπόσια και τις κηδείες, που τελούνται με ασυνήθιστη πολυτέλεια.

Αντιθέτως οι κάτοικοι των χωριών υπέφεραν από την εκμετάλλευση των φεουδαρχών και των ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων. Έτσι οι χωρικοί αντιμετώπιζαν ευνοϊκά τις εχθρικές εισβολές και αδιαφορούσαν για το ποιος κατείχε το νησί. Μερικές φορές μάλιστα, προσχώρησαν Κρητικοί σε Τουρκικά στρατεύματα πιστεύοντας ότι η Τουρκική κατοχή ίσως επιφύλασσε ένα καλύτερο μέλλον.

Σύζευξη Ενετικού και Κρητικού Πολιτισμού

Το φυσικό περιβάλλον της Κρήτης και ο χαρακτήρας των κατοίκων της, με όλα τα πολιτιστικά στοιχεία που αυτός περιείχε, επέδρασαν άμεσα στους Ενετούς που μετακόμισαν στο νησί. Ήδη από τα τέλη του 13ου αιώνα, μνημονεύονται και επιγαμίες μεταξύ Ελλήνων και Ενετών. Η σύσφιγξη των σχέσεων έγινε εντονότερη από τα μέσα του 16ου αι., οπότε και αμβλύνονται οι θρησκευτικές διαφορές, επέρχεται οικονομική εξίσωση Κρητικών και ξένων, κυρίως στις πόλεις, και η μητροπολιτική Βενετία στρέφεται προς τον ντόπιο πληθυσμό και τον υπολογίζει πολιτικά, λόγω του ανερχόμενου Τουρκικού κινδύνου.

Η μακρόχρονη ειρηνική συμβίωση είχε ως αποτέλεσμα ένα γόνιμο πολιτιστικό διάλογο, που κατέληξε προοδευτικά σε μια κοινή πολιτιστική έκφραση, την Ιταλοκρητική. Η Κρήτη, ήταν φορέας Βυζαντινής παράδοσης που το 16ο αιώνα, απορροφούσε αναγεννησιακούς κραδασμούς, αφομοίωνε τα «εύπεπτα» στο χαρακτήρα της στοιχεία, τα αναδημιουργούσε και τελικά τα χρησιμοποιούσε και παρέδιδε, με τον δικό της Κρητικό τρόπο. Η Κρήτη διατηρούσε τη μνήμη της Πόλης, αποδεσμευμένη όμως από την κηδεμονία της αλωμένης Βυζαντινής πρωτεύουσας, στράφηκε προς άλλες κατευθύνσεις, δυτικές και κυρίως Ιταλικές.

Συνεκτικός δεσμός της Κρητικής αστικής κοινωνίας με την αναγεννώμενη αστική της Βενετίας, ήταν η Ελληνική γλώσσα. Πέραν της γοητείας που αυτόνομα διαθέτει η Ελληνική γλώσσα, ως εργαλείο γνώσης και στοιχείο επιπέδου μόρφωσης εκείνη την εποχή σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι ίδιοι οι Ενετοί της Κρήτης μιλούσαν το 16ο αι., μόνο Ελληνικά ή τουλάχιστον μια μορφή Ελληνικής γλώσσας εμπλουτισμένη με Ελληνοποιημένα Ιταλικά. Σε πολλές εκθέσεις αξιωματούχων από τη Βενετία παρουσιάζεται η γλωσσική αφομοίωση και η θρησκευτική διάβρωση των παλαιών Βενετικών οικογενειών.


Ο Ιάκωβος Foscarini γράφει ότι οι παλιοί Ενετοί «έχουν ξεχάσει εντελώς την Ιταλική γλώσσα και, επειδή δεν υπάρχει σε κανένα χωριό του νησιού η δυνατότητα να λειτουργηθούν σύμφωνα με το Λατινικό δόγμα, είναι αναγκασμένοι μένοντας στο χωριό…να βαφτίζουν τα παιδιά τους, να παντρεύονται και να θάβουν τους νεκρούς τους, σύμφωνα με το Ορθόδοξο δόγμα και τα Ελληνικά έθιμα. Και αυτοί είναι οι Βενιέρηδες, οι Μπαρμπαρίγοι, οι Μοροζίνηδες, οι Μπόνοι, οι Φοσκαρίνηδες, οικογένειες σε όλα Ελληνικές…».

Το 1584, ο Giulio Garzoni διαπιστώνει ότι οι Βενετοί της Κρήτης μπορούσαν να ονομάζονται Έλληνες. Στο συμβούλιο του 1610 παρουσιάστηκαν 30 Ενετοί και 70 Κρητικοί. Οι Ενετοί σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και τις γραπτές μαρτυρίες θεωρούσαν πατρίδα τους την Κρήτη, γλώσσα τους την Ελληνική και έθιμα καθαρά Κρητικά. Απ’ την άλλη στη Βενετία είχε συγκεντρωθεί μετά την άλωση της πόλης, πλήθος Ελλήνων, όπου μεταβίβασαν τις γνώσεις τους, τις επιχειρήσεις τους και τους πόθους τους.

Αισθανόταν ασφαλής κάτω από την προστατευτική εξουσία της Βενετίας, Χριστιανικού κράτους, ικανού να αναλάβει τον αγώνα κατά των Τούρκων. Η ιδεολογική αυτή ροπή παρατηρήθηκε σε ευρύ κύκλο Ελλήνων και Ιταλών ανθρωπιστών. Το 1461 ο Φραγκίσκος Φίλελφος ονόμαζε τη Βενετία, πόλη των πόλεων («urbs urbium»), ονομασία με την οποία ήταν γνωστή η Κωνσταντινούπολη. Το 1468 ο Βησσαρίων δήλωνε ότι θεωρούσε πατρίδα του τη Βενετία, δεδομένου ότι ήταν «ένα άλλο Βυζάντιο».

Η Βενετία, μετά την πτώση του Βυζαντίου είχε εξελιχθεί σε κέντρο Ελληνικών γραμμάτων. Βασικό κύτταρο αυτού του κέντρου εξελίχτηκαν Κρητικοί.

Η Παιδεία στην Κρήτη κατά τη Βενετοκρατία

Χάρη στη συστηματική μελέτη αρχειακών πηγών, είναι πλέον γνωστό ότι η αξιολογότατη Κρητική λογοτεχνία της Βενετοκρατίας (1211-1669) και η γενικότερη πολιτισμική άνθηση της Κρήτης κατά την περίοδο αυτή ήταν το αποτέλεσμα μιας ακμαίας παιδείας. Προς αυτό το συμπέρασμα συγκλίνουν οι μελέτες κορυφαίων Κρητολόγων. Κατά τους δύο πρώτους αιώνες της Βενετοκρατίας, οπότε το κλίμα που διέκρινε τις σχέσεις Βενετών και Κρητικών (μέσα στα συνεχή επαναστατικά κινήματα των δεύτερων) ήταν κλίμα μισαλλοδοξίας και αμοιβαίας δυσπιστίας.

Η πολιτισμική επικοινωνία ανάμεσα στους δύο λαούς (επικοινωνία που συντελέστηκε αργότερα αποδίδοντας λαμπρούς καρπούς) ήταν αδύνατη. Για περισσότερα από διακόσια χρόνια οι Κρητικοί, αποκομμένοι από τον πολιτισμό της Δύσης, τρέφονταν αποκλειστικά από το πνεύμα της παράδοσης, που μεταλαμπάδευσαν οι Βυζαντινοί λόγιοι, οι οποίοι είχαν συρρεύσει στο νησί μετά την πτώση της Βασιλεύουσας.

Ήταν, λοιπόν, φυσικό και η εκπαίδευση να ακολουθήσει τα Βυζαντινά πρότυπα, να είναι δηλαδή ιδιωτική και να εξαρτάται, κατά κύριο λόγο, από τους ιερωμένους. Τα πρώτα γράμματα, δηλαδή ανάγνωση και γραφή, οι νέοι τα μάθαιναν από ιδιωτικούς διδασκάλους, που παρέδιδαν μαθήματα επ’ αμοιβή κατ’ οίκον, σε διδακτήρια με μικρό αριθμό μαθητών και  (συνηθέστερα) σε σχολεία, που λειτουργούσαν σε μοναστήρια ή ήταν εξαρτημένα από την Εκκλησία.

Σε στιχουργήματα των Κρητικών Στέφανου Σαχλίκη, Λεονάρδου Δελλαπόρτα και Μαρίνου Φαλιέρου, που (σύμφωνα με νεότερες έρευνες, έζησαν στο πρώτο μισό του 14ου και στο πρώτο μισό του 15ου αιώνα) υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες ότι στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) λειτουργούσαν σχολεία Ελληνικής και Λατινοϊταλικής παιδείας. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Λεονάρδος Δελλαπόρτας, τα παιδιά μάθαιναν «Φράγκικα», δηλ. Λατινικά και Ιταλικά, και «Ρωμαίικα», δηλ. αρχαία και νέα Ελληνικά. Το επίπεδο της διδασκαλίας ήταν γενικά υψηλό.

Αν ληφθεί υπόψη η φήμη που είχε αποκτήσει η Κρήτη, ιδιαίτερα στον τομέα των Ελληνικών σπουδών, με αποτέλεσμα να συρρέουν σπουδαστές και από γειτονικούς τόπους, όπως λ.χ. από τη Ρόδο. Αναφέρουμε ενδεικτικά την περίπτωση του πρωτοπαπά του Χάνδακα Ιωάννη Συμεωνάκη (περίπου 1402-1450), ιδιωτικού διδασκάλου αλλά και εξέχοντος λογίου και κωδικογράφου, τον οποίο ένας σημαντικός λόγιος της Αναγέννησης, οRinucio Aretino, εγκωμιάζει αποκαλώντας τον ως «έναν από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους της εποχής του» («vir nostrae aetatis literarissimus»).

Ας σημειώσουμε, ότι η Κρήτη, ήδη κατά τον 15ο αιώνα «κορυφαίο κέντρο Ελληνικής παιδείας», κατά τον Άγγλο φιλόλογο John Enoch Powell, υπήρξε φυτώριο πλειάδας κωδικογράφων, που με την αντιγραφική τους δραστηριότητα διέσωσαν μέγα μέρος της κλασικής γραμματείας μας. Ολόκληρες συλλογές χειρογράφων της Βοδληιανής Βιβλιοθήκης της Οξφόρδης, της Βιβλιοθήκης των Παρισίων και της Βατικανής Βιβλιοθήκης προέρχονται από τα χέρια Κρητών κωδικογράφων του 15ου, 16ου και 17ου αιώνα.

Και δεν είναι, χωρίς σημασία το γεγονός ότι το καλύτερο χειρόγραφο των «Αργοναυτικών» του Απολλωνίου Ροδίου είναι Κρητικής προέλευσης (σύμφωνα με τον Hermann Fränkel), όπως και ένας σημαντικός κλάδος της χειρόγραφης παράδοσης του Θουκυδίδη και αρκετών άλλων κλασικών συγγραφέων. Η παιδεία στη Βενετοκρατούμενη Κρήτη παρουσιάζει ιδιαίτερη άνθηση μετά τα μέσα του 15ου αιώνα, οπότε παγιώνεται η Βενετική κυριαρχία, καταλαγιάζουν τα επαναστατικά κινήματα και αμβλύνονται οι αντιθέσεις Βενετών και Κρητικών.


Η ανάπτυξη των γραμμάτων και των τεχνών στο νησί κατά την περίοδο αυτής της ειρήνης – που εμπεδώθηκε χάρη στη θρησκευτική, οικονομική και (μερική) πολιτική χειραφέτηση που είχε παραχωρήσει η Γαληνοτάτη, δικαιολογεί, τη ρήση του Διονυσίου Θερειανού: «Η Κρήτη μετά την εν Βυζαντίω καταστροφήν απεδείχθη αυτόχρημα Ελλάδος Ελλάς και του Ελληνισμού έμπεδος ακρόπολις». Του λόγου το αληθές πιστοποιούν τα μεγάλα πνευματικά αναστήματα, που ανέδειξε το νησί και που μεσουράνησαν στο πνευματικό στερέωμα της Ευρώπης.

Ο πρώτος εκδότης των «Απάντων» του Πλάτωνα και άλλων αρχαίων κειμένων Μάρκος Μουσούρος, «ο πιο προικισμένος κλασικός φιλόλογος που γέννησε ποτέ το έθνος του», κατά τον Nigel Wilson, ο Φραγκίσκος Πόρτος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης, δάσκαλος του μεγάλου Γάλλου φιλολόγου της εποχής Isaac Casaubon, ο σημαντικότερος Έλληνας οπαδός της Μεταρρύθμισης, φίλος του Καλβίνου και διακεκριμένος υπομνηματιστής αρχαίων Ελληνικών κειμένων. Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, το καύχημα του έθνους μας και ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Και πολλοί άλλοι, λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί, ξεκίνησαν την σταδιοδρομία τους έχοντας ήδη ολοκληρώσει την εγκύκλια παιδεία τους σε σχολεία των Κρητικών πόλεων. Αυτό που εντυπωσιάζει τους μελετητές της επίμαχης περιόδου είναι ο απροσδόκητα μεγάλος αριθμός εγγραμμάτων σε όλες τις κοινωνικές τάξεις της Κρήτης, φαινόμενο που εμφανίζεται ταυτόχρονα με την ύπαρξη πλήθους ιδιωτικών διδασκάλων της Λατινικής και της Ελληνικής, αλλά και ειδικότερων αντικειμένων: μουσικής, ζωγραφικής, πρακτικής ιατρικής, φαρμακοποιίας κ.ά.

Οι ιδιωτικοί διδάσκαλοι είχαν οπωσδήποτε επωμιστεί το μεγαλύτερο βάρος της εκπαίδευσης στις Κρητικές πόλεις, ωστόσο υπήρχαν και σχολεία, όπου η διδασκαλία γινόταν δωρεάν, όπως το Ελληνικό σχολείο που ιδρύθηκε στον Χάνδακα με πρωτοβουλία του Καρδιναλίου Βησσαρίωνα και λειτούργησε όλο τον 16ο αιώνα, κάτω από τον έλεγχο των φιλενωτικών, και το σχολείο της Καθολικής Αρχιεπισκοπής στην ίδια πόλη, από το οποίο αποφοιτούσαν οι μέλλοντες ιερωμένοι της Καθολικής Εκκλησίας.

Ανάλογα σχολεία, δηλαδή εκκλησιαστικά, είχαν ιδρυθεί και στις επισκοπές Ρεθύμνης και Χανίων. Δωρεάν παρεχόταν η εκπαίδευση και στις μεγάλες Καθολικές μονές του Χάνδακα. Τέτοιο δημόσιο σχολείο υπήρχε στη μονή του Αγίου Φραγκίσκου των Φραγκισκανών, από το οποίο είχε αποφοιτήσει, μετά τα μέσα του 14ου αιώνα, ο Κρητικός Πέτρος Φιλάργης, που, ύστερα από μια λαμπρή εκκλησιαστική σταδιοδρομία στην Ιταλία, εκλέχθηκε Πάπας με το όνομα Αλέξανδρος Ε΄ (1409-1410).

Δωρεάν επίσης παρεχόταν η διδασκαλία στα σχολεία της μονής του Αγίου Πέτρου των Δομηνικανών του Χάνδακα και της Ορθόδοξης Σιναϊτικής μονής της Αγίας Αικατερίνης στην ίδια πόλη, στην οποία λέγεται ότι είχαν φοιτήσει οι μετέπειτα πατριάρχες της Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Λούκαρης, Μελέτιος Πηγάς και άλλοι, αλλά και στα σχολεία των λοιπών Ορθόδοξων και Καθολικών μονών της Κρήτης.

Υπήρχαν ακόμη αρκετοί μορφωμένοι και εύποροι Κρητικοί, που δίδασκαν αφιλοκερδώς ευφυείς και με έφεση για ανώτερες σπουδές νέους. Γνωρίζουμε λ.χ. ότι δύο αξιόλογοι λόγιοι και μετέπειτα Ορθόδοξοι Ιεράρχες, ο Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ Σεβήρος και ο Επίσκοπος Κυθήρων Μάξιμος Μαργούνιος, είχαν διδάσκαλό τους στην Ελληνική γλώσσα τον Κρητικό ευγενή (nobile Cretense) Θωμά Τριβιζάνο, νομικό, απόφοιτο του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, και στη Λατινική τον καθολικό επίσκοπο Σητείας Gaspare Viviani.

Σύμφωνα με ποικίλες μαρτυρίες, το γενικότερο μορφωτικό επίπεδο στις πολυάνθρωπες κοινωνίες της Κρήτης πρέπει να ήταν υψηλό. Σε κάθε περίπτωση, βέβαιο πρέπει να θεωρείται ότι η στοιχειώδης γνώση της ανάγνωσης και της γραφής, που προϋπέθετε κάποια μαθητεία, ήταν αρκετά διαδεδομένη στις κοινωνίες του Χάνδακα και των λοιπών Κρητικών πόλεων του 16ου και 17ου αιώνα, πράγμα που, πέραν των άλλων, αντικατοπτρίζεται και στο μορφωτικό επίπεδο του κλήρου, επίπεδο που εμφανίζεται προοδευτικά υψηλότερο.

Το 1626 λ.χ. είκοσι ιερωμένοι του Χάνδακα ήταν σε θέση να συνθέσουν επιγράμματα σε ελεγειακό δίστιχο προς τιμήν του αποχωρούντος Δούκα της Κρήτης Ιωάννη Βαπτιστή Grimani. Όπως ήδη σημειώσαμε, η Γαληνοτάτη έλαβε ορισμένα μέτρα στην Κρήτη, που άμβλυναν τις αντιθέσεις κατακτητών και κατακτημένων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένας συγκρητισμός και να συναντηθούν δημιουργικά η Ελληνοβυζαντινή παράδοση με την Λατινοϊταλική.

Η συνάντηση αυτή έγινε στενότερη και γονιμότερη από το γεγονός ότι από τα μέσα του 16ου αιώνα και εξής εκατοντάδες Κρητών συνέρρεαν για ανώτερες σπουδές στα μεγάλα Πανεπιστήμια της Βόρειας Ιταλίας, προπάντων όμως στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, ένα από τα αρχαιότερα του κόσμου. Στο Πανεπιστήμιο αυτό, που αναδείχθηκε σε alma mater όχι μόνο των Κρητών, αλλά και όλου του Βενετοκρατούμενου και Τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, υπολογίζεται ότι κατά το διάστημα 1500-1700 σπούδασαν, νομική ή ιατρική, τουλάχιστον χίλιοι Κρητικοί.


Όλοι αυτοί, όπως και όσοι σπούδασαν σε άλλα Πανεπιστήμια της Ιταλίας, επιστρέφοντας στη γενέτειρά τους μετέφεραν και τα αγαθά του Ιταλικού πολιτισμού, που είχαν γνωρίσει, με συνέπειες ευεργετικές για την πνευματική πορεία του νησιού. Η Κρήτη, αποτελώντας πλέον ένα μέρος του Ευρωπαϊκού συνόλου παρουσίασε μια εντυπωσιακή πνευματική άνθηση, στην οποία συνέτειναν, κατά κύριο λόγο, τρεις Ακαδημίες.

Ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία σπουδασμένων στην Ιταλία –, δηλαδή πνευματικοί σύλλογοι, σκοπός των οποίων ήταν η καλλιέργεια των γραμμάτων και επιστημών και η θεραπεία των Μουσών: η Ακαδημία των Vivi στο Ρέθυμνο, των Stravaganti στον Χάνδακα και των Sterili στα Χανιά. Σύμφωνα με όσα μας αποκάλυψαν οι έρευνες, συνδέεται ένας τεράστιος αριθμός κειμένων υψηλής ποιότητας και ποικίλου περιεχομένου, κατά κύριο όμως λόγο ποιητικών, γραμμένων στην Ιταλική.

Αλλά, πέραν των κύκλων της Ακαδημίας των Stravaganti, και σε πολλές βιβλιοθήκες της Ευρώπης σώζονται χιλιάδες ανέκδοτα κείμενα, επίσης ποικίλου περιεχομένου, γραμμένα στη Λατινική, στην Ιταλική ή στην Ελληνική από Κρητικούς και των δύο δογμάτων. Πρέπει ακόμη να υπογραμμίσουμε ότι αρκετοί Κρητικοί παρέμειναν στην Ιταλία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης σταδιοδρομώντας εκεί ως επιστήμονες και διδάσκαλοι, καταλαμβάνοντας υψηλά αξιώματα και επιβάλλοντας την παρουσία τους σε πλείστους τομείς της κοινωνικής και πνευματικής ζωής.

Στο πολιτισμικό, λοιπόν, «δούναι και λαβείν» Ευρώπης και Κρήτης, η Κρήτη έλαβε αλλά και έδωσε πολλά, σφυρηλατώντας κυρίως συνδετικούς κρίκους «ανάμεσα στον Ελληνισμό της παλαιάς Βυζαντινής Ανατολής και στον ανερχόμενο Ελληνισμό της Αναγεννησιακής Δύσης». Αλλά η πνευματική προσφορά της Κρήτης συνεχίστηκε και μετά την κατάληψή της από τους Τούρκους το 1669.

Οι Κρήτες πρόσφυγες μεταφύτευσαν τον πολιτισμό της γενέτειράς τους στα Επτάνησα ή εγκαταστάθηκαν σε Τουρκοκρατούμενες Ελληνόφωνες περιοχές συμβάλλοντας ουσιαστικά στον πνευματικό φωτισμό του υπόδουλου Ελληνισμού, ο οποίος αποτέλεσε και τον κυριότερο συντελεστή του θαύματος της Εθνεγερσίας.

Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΚΡΗΤΗ

Η Κρητική Λογοτεχνία κατά τη Βενετοκρατία

Η λογοτεχνική παραγωγή της Κρήτης κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας είναι πλούσια ποσοτικά και ποιοτικά και σημαντική για την μετέπειτα πορεία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Όπως και το μεγαλύτερο τμήμα της λογοτεχνίας της ίδιας περιόδου στην υπόλοιπη Ελλάδα, είναι κυρίως έμμετρη, με την καλλιέργεια του πεζού λόγου να περιορίζεται στην εκκλησιαστική ρητορική και σε αφηγήσεις αγιολογικού περιεχομένου.

Η λογοτεχνική άνθηση οφείλεται στην οικονομική και πνευματική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στην Κρήτη κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας: η ειρηνική διαβίωση και η επαφή με έναν ανεπτυγμένο πνευματικά και πολιτιστικά λαό ήταν οι παράγοντες που συνετέλεσαν στην καλλιέργεια της παιδείας και των γραμμάτων και στην εμφάνιση αξιόλογης λογοτεχνικής παραγωγής.

Η λογοτεχνική παραγωγή χωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη ξεκινά από τα μέσα του 14ου αιώνα. και καταλήγει στο 1580 περίπου. Ονομάζεται περίοδος της προετοιμασίας, γιατί η λογοτεχνία ακόμα δεν διαφοροποιείται αισθητά από τη Βυζαντινή παράδοση και τη δυτική λογοτεχνία του Μεσαίωνα. Η δεύτερη, 1580-1669 (άλωση της Κρήτης από τους Οθωμανούς), είναι η περίοδος της ακμής, με φανερή την επίδραση της λογοτεχνίας της Ιταλικής αναγέννησης.

Α. Περίοδος της Προετοιμασίας

Σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες οι αρχές της Κρητικής λογοτεχνίας τοποθετούνται στον 14ο αιώνα, στα ποιήματα του Στέφανου Σαχλίκη (1330-1391 περίπου). Τα περισσότερα κείμενα που σώζονται έχουν περιεχόμενο θρησκευτικό ή γενικότερα ηθικοδιδακτικό. Άλλα συνεχίζουν την υστεροβυζαντινή παράδοση των χιουμοριστικών ιστοριών με πρωταγωνιστές ζώα (Η φυλλάδα του Γαϊδάρου, ομοιοκατάληκτη διασκευή του Βυζαντινού Συναξαρίου του τιμημένου γαϊδάρου και ο κάτης και οι ποντικοί).

Η σάτιρα της καθημερινής ζωής στα ποιήματα του Σαχλίκη και η ερωτική θεματολογία του Μαρίνου Φαλιέρου φαίνεται πως επηρεάστηκαν από την σύγχρονη δυτική ποίηση. Το αξιολογότερο λογοτεχνικό έργο της περιόδου θεωρείται ο Απόκοπος (πρώτη έκδοση 1509). Γενικά σε αυτήν την περίοδο η θεματολογία των ποιημάτων μαρτυρά ακόμη τα Μεσαιωνικά ενδιαφέροντα, όπως το θέμα του θανάτου και της ηθικής σωτηρίας.


Η γλώσσα των ποιημάτων είναι κοντά στην μεικτή γλώσσα της δημώδους Βυζαντινής λογοτεχνίας, όπου συνυπάρχουν στοιχεία της προφορικής γλώσσας και λόγιοι τύποι, παράλληλα όμως εμφανίζονται και κάποια κρητικά διαλεκτικά στοιχεία. Η κυριότερη στιχουργική μορφή είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος στίχος, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Στην ποίηση του Στέφανου Σαχλίκη συναντάμε την πρώτη χρήση της ομοιοκαταληξίας στην νεοελληνική λογοτεχνία: κάποια ποιήματά του αποτελούνται από ενότητες τεσσάρων ή και περισσότερων ομοιοκατάληκτων στίχων, ενώ σε άλλα εμφανίζονται ενότητες ομοιοκατάληκτων διστίχων.

Στον 14ο και τον 15ο αιώνα τα ομοιοκατάληκτα συνυπήρχαν με τα ανομοιοκατάληκτα έργα, ενώ από τον 16ο αιώνα κυριάρχησε η ομοιοκαταληξία με βασική οργανωτική μονάδα το ομοιοκατάληκτο δίστιχο. Κάποια από τα κείμενα αυτής της εποχής έγιναν δημοφιλή και επέζησαν είτε μέσω των έντυπων εκδόσεων (κυρίως τα θρησκευτικά και ηθικοδιδακτικά κείμενα), είτε μέσω των χειρογράφων, είτε μέσω της προφορικής επιβίωσής τους και της επίδρασής τους σε λαϊκά προφορικά τραγούδια.

Η επίδραση των ποιημάτων αυτών στην κρητική λογοτεχνία της ακμής ήταν ελάχιστη· ουσιαστικά η μόνη συμβολή τους ήταν η λογοτεχνική επεξεργασία του ιδιωματικού λόγου και η καθιέρωση της ομοιοκαταληξίας. Τους πρώτους αιώνες ενετοκρατίας δεν ξέρουμε ακριβώς τα χαρακτηριστικά της ποίησης που επικρατούσε στο νησί. Υποθέτουμε ότι στα αστικά κέντρα ήταν ανάλογη των ευρωπαϊκών κέντρων της εποχής, αν και το επαναστατικό κλίμα της περιόδου δημιουργούσε μάλλον ακατάλληλο κλίμα για λογοτεχνική ενασχόληση.

Μετά την ''επανάσταση του Αγίου Τίτου'' (τέλος 14ου αιώνα), «ησυχάζει η Κρήτη» και αρχίζει να σημειώνεται σοβαρή απασχόληση με τα γράμματα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα «ιπποτικά Βυζαντινά μυθιστορήματα», που πιστεύονταν ότι ήταν Κρητικά, λόγω κάποιων ιδιωματισμών, δεν ήταν Κρητικά γιατί πρώτον, δεν υπάρχει καμία αναφορά στην Κρήτη σε αυτά, δεύτερον, οι ιδιωματισμοί ήταν κοινά στοιχεία των Μεσαιωνικών Ελληνικών, που απλώς διατηρήθηκαν στην Κρήτη και τρίτον χαρακτηρίζονται από έντονο συναισθηματισμό, απίθανο να αναπτύχθηκε στα ιστορικά δεδομένα της Κρήτης.

Ακόμα και ο «Διγενής Ακρίτας» είναι εντελώς άσχετος με την Κρήτη, παρά του ότι πιστεύεται ότι καταγράφηκε ως προφορική παράδοση της Κρήτης. Από το δεύτερο μισό του 14ου και αρχές 15ου αιώνα, εμφανίζονται οι πρώτοι Κρητικοί ποιητές : Στέφανος Σαχλίκης, Λινάρδος Ντελλαπόρτας και Μπεργαδής. Ο Σαχλίκης γεννήθηκε και έζησε στον Χάνδακα. Σπατάλησε την περιουσία του άσωτα, καταχρεώθηκε στους Εβραίους και κατέληξε φυλακή εξαιτίας της Κουταγιώταινας, γυναίκας ελαφρών ηθών, που τον κατηγόρησε ότι την εδυνάστεψε (βίασε).

Μετά την αποφυλάκισή του, έζησε ένα διάστημα στα αγροκτήματά του. Ασφυκτιούσε όμως στο περιβάλλον του χωριού και επέστρεψε στο Κάστρο. Εκεί ο δούκας της Κρήτης τον διόρισε αβοκάτο δηλαδή δικηγόρο (δημόσιοι υπάλληλοι εκείνη την εποχή). Έβρισκε όμως τους συναδέρφους του αρκετά συμφεροντολόγους, αφού απαιτούσαν φιλοδωρήματα από τους πελάτες τους, πράγμα που απαγορεύονταν.

Έγραψε τις ''Αρχιμαυλίστριες'' μια τολμηρή περιγραφή των γυναικών του Κάστρου που εκπορνεύονταν, ''τη βουλή των πολιτικών'', εξιστόρηση μιας φανταστικής συνέλευσης ελαφριών γυναικών (πολιτικών) που αποφασίζουν να οργανωθούν συντεχνιακά και την ''Αφήγησιν παράξενον'' σχετικά με την άσωτη ζωή του και φυλάκισή του. Σ’ ένα ποίημά του το ''Ερμηνείες'' συμβουλεύει ένα νεαρό συγγενή του να αφήσει τα ξενύχτια, τα ζάρια και τις «πολιτικές». Χρησιμοποιεί δηλαδή τη δική του πείρα από την ασωτία ως παράδειγμα για βελτίωση των άλλων.

Ο Λινάρδος Ντελλαπόρτας κατάγονταν από αστική οικογένεια του Χάνδακα. Κυβέρνησε πολεμική γαλέρα, έλαβε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις της Βενετίας, δικηγόρησε στον Χάνδακα και ανέλαβε διπλωματικές αποστολές. Σε ηλικία πενήντα ετών κατηγορήθηκε από μια γυναίκα που επεδίωκε την εκ μέρους του αναγνώριση ενός παράνομου παιδιού της και φυλακίστηκε. Έγραψε ένα αυτοβιογραφικό έργο, διασκευή των παθών του Χριστού και δυο θρησκευτικές δεήσεις. Χειρίζεται τη γλώσσα και τον ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο με ευχέρεια.

Ο Μπεργαδής (Bragadin) ανήκε σε εξελληνισμένη οικογένεια Βενετών του Ρεθύμνου. Στο ποίημά του ''ο Απόκοπος'', ο ποιητής διηγείται ότι στο όνειρό του κυνήγησε ένα ελάφι (ψυχαναλυτικό σύμβολο του ερωτικού πόθου), ανέβηκε σε ένα δέντρο (το δέντρο της ζωής), και πως έμεινε ώρες εκεί τρώγοντας μέλι από μια κυψέλη (η γλύκα της ζωής). Όλο αυτό το διάστημα δύο ποντικοί, ένας άσπρος και ένας μαύρος (η συνεχής εναλλαγή ημέρας και νύχτας), ροκάνιζαν το δέντρο μέχρι που αυτό έπεσε κάτω.

Ο αφηγητής καταλήγει στο στόμα του Δράκου-Άδη, χωρίς σαφή διάκριση Παράδεισου και Κόλασης (όπως ο νεοελληνικός Άδης των δημοτικών τραγουδιών). Αρχίζει εκεί διάλογος με νεκρούς που καταλήγει σε φυγή του επισκέπτη προς τον απάνω κόσμο. Ο Μπεργαδής έχει συλλάβει με σπάνια ένταση το παροδικό φαινόμενο της ζωής και στο σκοτεινό κόσμο της ανυπαρξίας αντιπαραθέτει τη μαγευτική ομορφιά του φυσικού κόσμου και την ανυποψίαστη γοητεία της ανθρώπινης καθημερινότητας.


Στο 15ο αι., ανήκει και ο ποιητής Μαρίνος Φαλέρος που ταυτίζεται με τον Ενετό ευγενή και φεουδάρχη Marin Falier (1395-1474), που έγραψε κυρίως ερωτικά ποιήματα με αναγεννησιακά στοιχεία, αλλά και πλήθος ποιημάτων και τραγουδιών ανώνυμων δημιουργών, όπως το «Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης», «Διήγισιν της φουμιστής Βενετίας», «περί της ξενιτείας» και άλλα. Στα τέλη του 15ου αιώνα, ανήκει και ο Γεώργιος Χούμνος από τον Χάνδακα, που έγραψε την «Κοσμογέννησις», διασκευή λαϊκών παραδόσεων που βασίζονται στην Παλαιά Διαθήκη.

Είναι ένα από τα τελευταία δείγματα του μεγάλου θρησκευτικού κλάδου της Μεσαιωνικής γραμματείας. Σύγχρονος του Χούμνου είναι και ο καθολικός ιερέας Ανδρέας Σκλέντζας που έγραψε θρησκευτικά ποιήματα και προσευχές. Ανεξάρτητη κατηγορία ποιημάτων είναι αυτά που ασκούν σατυρική κοινωνική κριτική με αλληγορικές μορφές από το ζωικό βασίλειο, όπως του «Γαδάρου, Λύκου, Αλουπούς διήγησης ωραία» (1539). Αποτελεί ομοιοκατάληκτη διασκευή παλαιότερου ανομοιοκατάληκτου Βυζαντινού κειμένου.

Ο Γάδαρος (λαός) συναντά σ’ ένα λιβάδι το Λύκο (Ευγενής) και την Αλουπού (Μοναχό), που του προτείνουν ένα ταξίδι στην Τάνα για εμπόριο και «επένδυση» των χρημάτων του. Καθ’ οδόν προς την Τάνα η Αλουπού λέει ότι ονειρεύτηκε θύελλα και προτείνει να εξομολογηθούν από τώρα τις αμαρτίες τους, ώστε να εξιλεωθούν σε περίπτωση ναυαγίου. Ο Λύκος και η Αλουπού εξομολογούνται τα εγκλήματά τους και δίνουν άφεση αμαρτιών ο ένας στον άλλο, ενώ ο Γάδαρος επειδή έφαγε κάποτε ένα μαρουλόφυλλο από το φορτίο που κουβαλούσε, καταδικάστηκε από τους δύο άλλους βάσει του «Νομοκάνονα» σε θάνατο.

Ο Γάδαρος με ένα του τέχνασμα τους ρίχνει με κλωτσιές στη θάλασσα και σώζεται. Το ποίημα αυτό αγαπήθηκε ιδιαίτερα και τυπώθηκε πολλές φορές. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το ποίημα «ο Κάτης και οι Ποντικοί», αγνώστου Κρητικού. Ένας γάτος προτείνει ειρήνη και αγάπη σ’ ένα ποντικό. Αργότερα προσποιείται τον ετοιμοθάνατο. Καλεί λοιπόν το φίλο του ποντικό και του ζητά να συγκεντρώσει όλους τους ποντικούς που ξέρει για να τον θάψουν όλοι μαζί στον παλιό φούρνο. Οι ποντικοί τον μοιρολογούν και χορεύουν για χάρη του μέσα στο φούρνο.

Ο δήθεν ετοιμοθάνατος τότε Κάτης σηκώνεται με μάτια που λάμπουν και μαζί με δύο άλλους γάτους αποκλείει την έξοδο του φούρνου. Έπειτα από μια ειρωνική προσφώνηση του φίλου του, που εξακολουθεί να χορεύει, τον τρώει κι αυτόν και τα’ άλλα τα ποντίκια. Έχει ανάλογα μηνύματα με τα βυζαντινά «Παιδιόφραστος διήγησης των ζώων των τετραπόδων» και του «Πουλολόγου» : οι αδύνατοι πρέπει να αποφεύγουν τις σχέσεις με τους πονηρούς και ισχυρούς, που με την επίφαση της φιλίας τους επιβουλεύονται.

Το 1534 τυπώθηκε και η «Ριμάδα του Απολλωνίου του Τύρου», «ποίημα από χειρός Γαβριήλ Ακοτιάνο». Φράσεις και ημιστίχια του «Απολλωνίου» βρίσκουμε και στον Κορνάρο. Περιγράφει τις περιπέτειες του βασιλιά της Τύρου Απολλωνίου, που χάνει και τη γυναίκα του και την κόρη του, αλλά μετά από μεγάλες περιπέτειες τις ξαναβρίσκει. Η Ριμάδα έγινε και παραμύθι. Ο Μανόλης Σκλάβος από τον Χάνδακα εξιστορεί το σεισμό του 1508 που κατέστρεψε την πόλη και την άφησε με πολλά ανθρώπινα θύματα.

Περιγράφει τις σκηνές πανικού, την συγκέντρωση επιζώντων στην ανατολική αμμουδιά και τις λιτανείες για εξιλέωση του Θεού. Αποδίδει το σεισμό στις αμαρτίες των κατοίκων της πόλης και προβλέπει άλλες συμφορές αν δεν μετανοήσουν. Το 1571 τυπώθηκε η «Μάλτας πολιορκία» του Αντώνιου Αχέλη με σκοπό να προκαλέσει ενθουσιασμό στους Έλληνες για την αποτυχία των Τούρκων. Εισάγεται για πρώτη φορά το αναγεννησιακό ύφος, αλλά η γλώσσα του είναι δύσκολη και το προσωπικό του ύφος, άχαρο. Γι’ αυτό δεν αγαπήθηκε και δεν ξανατυπώθηκε.

Της ίδιας περιόδου είναι και ο «Θρήνος της Κύπρου» που περιγράφει την κατάληψη της Κύπρου από τους Τούρκους το 1571, παρά την προσπάθεια του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου Β’ και των Ενετών να βοηθήσουν την πολιορκούμενη Αμμόχωστο. Το πέρασμα των συμμάχων έκανε μεγάλη εντύπωση στους Κρητικούς, που μετά την Κύπρο περίμεναν ότι ακολουθούσε η σειρά τους. Στον 16ο αιώνα, ανήκει και τα μισογύνικα-αντιφεμινιστικά «Έπαινος γυναικών» και «Συναξάριον των ευγενικών γυναικών και τιμιωτάτων αρχοντισσών» με έντονα στοιχεία ερωτισμού και πορνογραφίας.

Η λογοτεχνία στην Κρήτη, μέχρι τα τέλη του 16ου αι., μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πρώτη ακμή». Έχει έντονα μεσαιωνικά γνωρίσματα. Διέπεται από το θρησκευτικό και εποικοδομητικό στοιχείο ενώ σφραγίζεται από το απαισιόδοξο «όραμα του θανάτου» ( «vision de la Mort» κατά τον Ολλανδό ιστορικό του πολιτισμού Huizinga) αλλά και μερικές φορές ασκείται με αλληγορίες από το ζωικό βασίλειο.

Η πρώτη φάση της Κρητικής ποίησης, αποτελεί κεφάλαιο της Μεσαιωνικής Ελληνικής λογοτεχνίας και συγκεκριμένα της δημώδους υστεροβυζαντινής, η οποία διαφοροποιείται αλλά και εμφανίζει Ιταλικές επιρροές . αρχίζουν δειλά δειλά να εμφανίζονται αναγεννησιακά στοιχεία αλλά και καθαρό ιδιωματικό ύφος.


Β. Περίοδος της Ακμής

Η ώριμη φάση της κρητικής λογοτεχνίας αρχίζει στα τέλη του 16ου αιώνα, χαρακτηρίζεται τώρα από έντονα Αναγεννησιακά στοιχεία και ανήκει στην πρώτη φάση της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Οι άλλες δύο φάσεις είναι η Επτανησιακή και η Αθηναϊκή. Μετά το 14ο αιώνα, η Κρήτη ησυχάζει. Οι δύο εξεγέρσεις του 16ου αιώνα, είναι περιορισμένου χαρακτήρα. Το φεουδαρχικό σύστημα και οι φεουδάρχες απώλεσαν την κυριαρχία τους από νέες οικονομικές δυνάμεις, τους αστούς και οι πόλεις γνωρίζουν αξιόλογη ακμή.

Η κοινωνία της πόλης ομοιογενοποιείται αφού αποτελείται από Έλληνες και εξελληνισμένους Ενετούς. Οι Ενετοί της Κρήτης αυτοπροσδιορίζονται ως Γραικοί (homo graecus) αφού είναι Έλληνες με Βενετικά επίθετα, καθολική θρησκεία και τίτλους ευγενείας κατοχυρωμένους από το Μητροπολιτικό κέντρο που απλώς τους εξασφαλίζουν μεγάλα κοινωνικά προνόμια. Οι κάτοικοι των πόλεων, στην πλειοψηφία τους Ελληνόφωνοι και Ορθόδοξοι, πλουτίζουν με τη ναυτιλία, το εμπόριο, τις εξαγωγές Κρητικών προϊόντων και τη βιοτεχνία.

Φορολογούνται ελαφρά και είναι απαλλαγμένοι από βαριές υποχρεώσεις, όπως οι αγγαρείες και η κωπηλασία στις γαλέρες. Τα μεγάλα οχυρωματικά έργα δίνουν δουλειά σε αρκετούς τεχνίτες. Έτσι, διαμορφώνεται μια προηγμένη κοινωνία που έχει άμεση σχέση με τη Δύση, και σπουδάζει σε δυτικά κέντρα. Το 1600 περίπου εμφανίζεται η Κρητική ποίηση που χαρακτηρίζεται από έντονες Αναγεννησιακές επιρροές.

Το 1562 έχει προηγηθεί ο κύκλος της Ακαδημίας των Vivi (Ζωντανών) που μεταφράζουν και μιμούνται Ιταλικά θεατρικά έργα. Είναι πιθανό εδώ να ξεκίνησαν να συνθέσουν Αναγεννησιακούς τύπους με το Κρητικό ιδίωμα. Πριν τους «Ζωντανούς» παραστάσεις είχαν δώσει ο Molino και ο Calmo (1512-1515). Το 1578 τυπώθηκε η τργωδία “Fedra” ,στα Ιταλικά από Ενετοκρητικό φοιτητή του Πανεπιστημίου της Πάδοβας Francesco Bozza Candiotto, που αφορά τον έρωτα της κόρης του Μίνωα, Φαίδρα για τον Ιππόλυτο.

Η περίοδος μέχρι την εμφάνιση του Χοτράτση χαρακτηρίζεται ως προπαρασκευαστική φάση. Από αυτή την φάση δεν υπάρχει κανένα δείγμα αφού το θέατρο, είδος κατ’ εξοχήν ζωντανό, προφορικό και αυτοσχεδιασμού, αν δεν χειρίζεται σημαντική υπόθεση ως θέμα του, δεν διατηρείται. Μόλις όμως εμφανίζονται σημαντικά έργα, με το συχνό τους παίξιμο, την αντιγραφή και το διάβασμά τους μπορούν να σωθούν.

Οι παραστάσεις δίνονταν στα αρχοντικά, σε στενούς κύκλους και στις πλατείες με λαϊκότερο χαρακτήρα, κυρίως πριν το δείπνο και πριν το βράδυ. Παραστάσεις κωμωδιών γίνονταν στις Απόκριες. Θέατρο έβλεπαν άνθρωποι όλων των τάξεων, γυναίκες και άντρες, ενώ οι ηθοποιοί ήταν ερασιτέχνες. Τα έξοδα της παράστασης τα έκανε κάποιος πλούσιος, φιλότεχνος, όπως π.χ. τα έξοδα της «Πανώριας» του Χορτάτση ανάλαβε ο Βενετοκρητικός από τα Χανιά Μαρκαντώνιος Βιάρος.

Ο Χορτάτσης, που πρώτος στρέφεται συνειδητά και συστηματικά προς το γλωσσικό ιδίωμα της Κρήτης, όπως αυτό είχα διαμορφωθεί τέλη του 16ου αιώνα, ασχολείται και με τα τρία είδη Αναγεννησιακού θεάτρου: τραγωδία, ποιμενική κωμωδία και αστική κωμωδία. Μεταξύ 1595-1601 γράφτηκε η αστική κωμωδία «Κατζούρμπος», έργο που διαδραματίζεται στο Κάστρο και αφορά τον έρωτα του Νικολού για την Κασσάνδρα, που η θετή μητέρα της θέλει να την εκδώσει σ’ ένα γέρο Αρμένη.

Τελικά η Κασσάνδρα αποδεικνύεται ότι είναι κόρη του Αρμένη, οπότε τελικά η Κασσάνδρα παντρεύεται το νέο που αγαπά. Τα κωμικά πρόσωπα του έργου βασίζονται στις Λατινικές κωμωδίες του Τερεντίου και του Πλαύτου: ο σχολαστικός δάσκαλος, ο ψευτοπαλληκαράς και δειλός στρατιωτικός, οι πεινασμένοι και λαίμαργοι υπηρέτες, οι υπηρέτριες και οι προξενήτρες. Η «Πανώρια» του Χορτάτση έχει ως πρότυπο την «Callisto» του Groto, που εκδόθηκε το 1583.

Δυο βοσκοί ο Γύπαρης και ο Αλέξης αγαπούν δυο βοσκοπούλες, οι οποίες όμως δεν ανταποκρίνονται στον έρωτά τους. Οι δύο νέοι προσφέρουν θυσία στο βωμό της Αφροδίτης και ο γιος της ο Έρωτας τοξεύει τις βοσκοπούλες, που δέχονται τελικά να τους παντρευτούν. Έχουμε εδώ επίδραση της ποιμενικής λογοτεχνίας που έχει αναπτυχθεί στην Ιταλία και η οποία μιμείται αρχαία ειδυλλιακά τοπία. Ο Χορτάτσης συνδυάζει την πραγματική ποιμενική ζωή της Κρήτης με την αρχαία Ελληνική μυθολογία.

Λίγο μετά την «Πανώρια» ο Χορτάτσης ολοκληρώνει την τραγωδία «Ερωφίλη», επηρεασμένη από την τραγωδία “Orbecche” του Giraldi. Η κόρη του Φιλόγονου Ερωφίλη παντρεύεται κρυφά ένα νέο στρατιωτικό, τον Πανάρετο. Ο Φιλόγονος αποφασίζει να την παντρέψει με ένα βασιλιά της Ανατολής, αντίπαλό του, για να συμφιλιωθεί μαζί του. Αναθέτει λοιπόν στον Πανάρετο να την πείσει. Η δραματική αυτή αντινομία οδηγεί στην αποκάλυψη της σχέσης των δύο νέων. Ο Φιλόγονος εκτελεί τον Πανάρετο και στέλνει στην κόρη του το κεφάλι, την καρδιά και τα χέρια του.


Η Ερωφίλη αυτοκτονεί και οι κοπέλες της ακολουθίας της σκοτώνουν τον απάνθρωπο πατέρα. Περίπου την ίδια εποχή μεταφράζεται, ίσως από τον Χορτάτση, το ποιμενικό δράμα του Guarini “Pastor Fido” (πιστικός βοσκός), ενώ και η κωμωδία «Στάθης» αποδίδεται με επιφυλάξεις στον Χορτάτση. Το έργο του Χορτάτση συνέχισε ο Βιτσέντζος Κορνάρος (1553-1613). Ανήκε στην εξελληνισμένη Βενετοκρητική αρχοντική οικογένεια των Κορνάρων και ήταν αδερφός του φεουδάρχη Ανδρέα Κορνάρου. Γεννήθηκε στην Τραπεζόντα της Σητείας.

Η «Θυσία του Αβραάμ» πρέπει να είναι συγγραφικό έργο του Vicenzo Cornaro εξαιτίας του ανάλογου λογοτεχνικού ύφους με τον «Ερωτόκριτο», το αντιπροσωπευτικότερο έργο του Κορνάρου. Υπάρχουν επίσης ανάλογοι Αρχαϊκοί τύποι (ομοιώθη, ποίσω, φθαρτά), ανάλογη χρήση των Μεσαιωνικών τύπων της αναφορικής αντωνυμίας (τα αντί που κ.λπ.), καθώς και στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παιδική ηλικία. Η «Θυσία» είναι ελεύθερη μίμηση της Ιταλικής τραγωδίας “Isach” του Groto.

Ο Αβραάμ «απαγορεύεται» να εξερευνήσει τη διαταγή του Θεού. Υποχρεούται να υπακούσει χωρίς δεύτερη συζήτηση και στην υπακοή αυτή αντιπαρατίθεται διαδοχικά ο βαθύς πατρικός πόνος, ο σπαραγμός της μάνας, η δοκιμασία της λογικής και ο θρήνος του παιδιού. Συγκρούονται δηλαδή η τυφλή υπακοή στην υπερφυσική εντολή και η χάρη και η αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Στον «Ερωτόκριτο», ο γιος ενός συμβούλου του βασιλιά της Αθήνας ο Ρωτόκριτος ερωτεύεται τη βασιλοπούλα Αρετούσα, η οποία επίσης τον αγαπά.

Ο πατέρας του Ερωτόκριτου αποτολμά να ζητήσει για το γιο του, την πριγκίπισσα από το βασιλιά Ηράκλη. Ως απάντηση, ο νέος καταδικάζεται σε εξορία. Η Αρετούσα αρνείται πρόταση γάμου από το γιο του ρήγα του Βυζαντίου και γι΄ αυτό φυλακίζεται. Αργότερα στην επικράτεια της Αθήνας εισβάλλουν οι Βλάχοι. Παρουσιάζεται τότε ένας άγνωστος μαύρος πολεμιστής, που είναι ο μαγικά μεταμορφωμένος Ερωτόκριτος. Ο απροσδόκητος σύμμαχος ανακουφίζει τα διαλυμένα στρατεύματα των Αθηναίων και σκοτώνει σε μονομαχία τον Άριστο, εκλεκτό πολεμιστή των αντιπάλων.

Τελικά ο Ρωτόκριτος παντρεύεται την Αρετούσα αφού πρώτα αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Ο Κορνάρος επηρεάζεται σ’ αυτό το έργο από το πεζό «Πάρις και Βιέννα» και από το επικό ποίημα “Orlando Furioso” του Ariosto (1532). Χαρακτηρίζεται από το Αναγεννησιακό αίτημα για μεγαλύτερη ελευθερία στην ερωτική ζωή και για υπέρβαση των διαφορών στα φύλα και στις τάξεις, αν και ο ισχυρογνώμων βασιλιάς Ηράκλης, λειτουργεί ως θετικό στοιχείο στο ποίημα και όχι ως αντικείμενο καταγγελίας.

Η καταδίκη της εξουσίας είναι εδώ λιγότερο έντονη απ’ ό,τι είναι στην «Ερωφίλη». Στις αρχές του 17ου αι. ανήκει άλλο ένα αξιόλογο έργο, άγνωστου ποιητή, η «Βοσκοπούλα». Ένας βοσκός συναντά μια πολύ όμορφη βοσκοπούλα, στο βουνό. Περνούν ευτυχισμένες μέρες στο σπήλιο της βοσκοπούλας. Πριν γυρίσει ο πατέρας της, ο νέος φεύγει με την υπόσχεση να γυρίσει σ’ ένα μήνα. Μια σοβαρή ασθένεια όμως τον εμποδίζει να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του. Η νέα πεθαίνει από τη λύπη της γιατί νομίζει ότι την απαρνήθηκε.

Όταν τελικά αισθάνεται καλύτερα, ο νέος γυρίζει στη σπηλιά, όπου συναντά το μαυροφορεμένο πατέρα της νέας, που του αναγγέλλει το θλιβερό γεγονός. Η τραγωδία ολοκληρώνεται με το θρήνο του βοσκού πάνω από τον τάφο της αγαπημένης του. Εδώ το συμβατικό ποιμενικό στοιχείο των Ιταλικών ειδυλλίων της εποχής εξουδετερώνεται από το Κρητικό ιδίωμα αλλά και από την πραγματική ποιμενική ζωή των βουνών της Κρήτης. Το ποίημα τυπώθηκε με έξοδα κάποιου Δρυμητινού Αποκορωνίτη, ο οποίος όμως δεν μας πληροφορεί για το δημιουργό του.

Από τις αρχές του 17ου αι., η Κρητική λογοτεχνία αρχίζει να λειτουργεί στις λαϊκές τάξεις ως ανώνυμη και απρόσωπη δημιουργία. Στα χειρόγραφα με τα οποία κυκλοφορούσαν τα έργα, αντιγραφόμενα είτε από γραφείς είτε επί παραγγελία είτε και από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, τα ονόματα των συγγραφέων παραλείπονται. Από αστική οικογένεια του Ρεθύμνου ήταν ο ποιητής Ιωάννης Ανδρέας Τρώιλος, που έγραψε την τραγωδία «Βασιλεύς Ροδολίνος». Πρότυπο του «Ροδολίνου» είναι το έργο «Il Re Torrismondo» του Torquato Tasso.

Στην υπόθεση του έργου, ο βασιλιάς της Περσίας Τρωσίλος ερωτεύεται την κόρη του βασιλιά της Καρχηδόνας Αρετούσα. Ο πατέρας της αρνείται την πρόταση και ο Τρωσίλος αναθέτει στο φίλο του Ροδολίνο, βασιλιά της Αιγύπτου, να τη ζητήσει με σκοπό τελικά να την οδηγήσει στην Περσία για να την παντρευτεί ο ίδιος. Ο Ροδολίνος παίρνει την Αρετούσα από την Καρχηδόνα με έγκριση του πατέρα της, αλλά στο δρόμο προς την Αίγυπτο οι δύο νέοι ερωτεύονται και τελικά η Αρετούσα αρνείται να εγκαταλέιψει το Ροδολίνο για χάρη του Τρωσίλου και αυτοκτονεί.

Στη συνέχεια αυτοκτονούν και ο Ροδολίνος και ο Τρωσίλος. Τα χορικά εκφράζουν την απαισιοδοξία και την ψυχική διάθεση των χρόνων της Αντιμεταρρύθμισης, υπογραμμίζοντας τον παροδικό χαρακτήρα και τη ματαιότητα του πλούτου, της εξουσίας και της ζωής γενικά. Στα τελευταία χρόνια της ειρήνης πιστεύεται ότι γράφτηκαν και ο «Ζήνων», αγνώστου ποιητή και το μακροσκελές ποίημα «Παλαιά και Νέα Διαθήκη». Το 1655, στη διάρκεια του αποκλεισμού του Ηρακλείου από τους Τούρκους, γράφτηκε η κωμωδία «Φορτουνάτος» του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου.


Ο Μάρκος Αντώνιος είχε πολλές φορές εκλεγεί πρόεδρος του Συμβουλίου των Φεουδαρχών της Κρήτης. Είχε κτήματα στο Καινούργιο Χωριό Πεδιάδας, όπου βρέθηκαν ερείπια πύργου με επιγραφή που μνημονεύει τον «Ανδρέα Φόσκολο», πατέρα του Μάρκου-Αντώνιου. Στη διαθήκη του δίδει εντολή όταν ελευθερωθεί η Κρήτη από τους Τούρκους να μεταφερθεί το σώμα του από το μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου του Χάνδακα, όπου θα είναι αποτεθειμένο, στο Καινούργιο Χωριό.

 Στον κύκλο του ανήκαν ο γνωστός λόγιος μοναχός Παντόγαλος και ο ποιητής Πάντιμος (έγραψε την τραγωδία ''Amorosa Fede''). Στο «Φορτουνάτο» πειρατές κλέβουν το παιδί του Κεφαλλονίτη γιατρού Λούρα. Ένα πλοίο Ιωαννιτών ιπποτών κυριεύει το κουρσάρικο καράβι και το πουλά σ’ ένα έμπορο από το Κάστρο, τον μισέρ Γιαννούτσο, που βρίσκει στο σκάφος το εγκαταλελειμμένο παιδί και το υιοθετεί, ονομάζοντάς το Φορτουνάτο. Έπειτα από χρόνια έρχεται ο Λούρος να εγκατασταθεί στο Κάστρο.

Ο Φορτουνάτος έχει μεγαλώσει και συνδέεται αισθηματικά με μια νέα την Πετρονέλα που την ερωτεύεται και ο γερο-Λούρας. Από διήγηση του Γιαννούτσου για το καράβι και το χαμένο παιδί ο Λούρας διαπιστώνει ότι ο Φορτουνάτος είναι γιος του. Έτσι παντρεύει την Πετρονέλα με το Φορτουνάτο και το έργο τελειώνει σε γενική χαρά. Από το έργο δεν λείπουν οι γνωστοί τύποι, ο δάσκαλος, ο καυχησιάρης στρατιωτικός (που απειλεί να εξολοθρεύσει τους Τούρκους που έχουν στρατοπεδεύσει έξω από το Χάνδακα), οι λαίμαργοι δούλοι και οι ζωηρές υπηρέτριες.

Το έργο είναι ανώτερο από τον «Κατζούρμπο» του Χορτάτση, με λιγότερα πρόσωπα και νευρώδη γλώσσα. Στο 17ο αι. ανήκει και η κρητική κωμωδία « η λησμονημένη μνηστή» που αναφέρεται και ως «Φιορεντίνος και Ντολτσέτα» που βασίζεται σε γνωστό παραμύθι. Ο Σουλτάνος του Καΐρου είναι άρρωστος και η μόνη θεραπεία του είναι να τον αλείψουν με το αίμα ενός πρίγκιπα. Οι κουρσάροι του αρπάζουν τον πρίγκιπα Φιορεντίνο και τον κλείνουν σ’ ένα πύργο. Η κόρη του Σουλτάνου τον ερωτεύεται και τον βοηθά να αποδράσει.

Ο Σουλτάνος θυμωμένος καταριέται το Φιορεντίνο να ξεχάσει τη Ντολτσέτα όταν τον φιλήσει η μάνα του και να την ξαναθυμηθεί όταν τον χαστουκίσει. Όταν ο πρίγκιπας επιστρέφει στο παλάτι, τον παίρνει ο ύπνος και η μάνα του τον φιλά με αποτέλεσμα όταν ξυπνά να μη θυμάται πλέον τη Ντολτσέτα. Ξέγνοιαστος, πάει στο κυνήγι με δυο φίλους του όπου συναντούν τη Ντολτσέτα και προσπαθούν να την αποπλανήσουν προσφέροντάς της χρήματα. Αυτή παίρνει τα χρήματα αλλά δεν ενδίδει. Την καταγγέλλουν τότε στο βασιλιά απαιτώντας τα χρήματα πίσω.

Εκεί η Ντολτσέτα αποκαλύπτει όλη την ιστορία και την κατάρα του πατέρα της. Η μάνα χαστουκίζει το Φιορεντίνο, αυτός ξαναθυμάται και όλα τελειώνουν καλά. Στη λαϊκή σάτιρα ανήκει και ένα ανώνυμο ποίημα με τον τίτλο «Θρήνος του Φαλλίδου», δηλαδή του χρεοκοπημένου. Δίνει μια ζωηρή εικόνα της εύθυμης νεολαίας στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Τα ανδρικά είδη ενδυμασίας, τα πλούσια υφάσματα, τα Γενοβέζικα καπέλα, τα αρώματα, τα κρασιά, τα Ιταλικά φαγητά, τα μουσικά όργανα, ζωντανεύουν σε αυτό το ποίημα που έχει και διδακτικό σκοπό, να δείξει που καταντά ο άμυαλος νέος.

Οι Τούρκοι αποβιβάζονται στο νησί το 1645. ο Χάνδακας μετά από ηρωική αντίσταση συνθηκολογεί το 1669 οπότε και τελειώνει η γαλήνια και ξέγνοιαστη ζωή. Έτσι και η λογοτεχνία εισέρχεται σε ρεαλιστικότερη αντιμετώπιση της φοβερής πλέον πραγματικότητας. Οι Τούρκοι εμφανίζονται στις αρχές του 17ου αιώνα στην Κρητική λογοτεχνία μέχρι που καταλαμβάνουν κυρίαρχη θέση στη «Διήγησις δια στίχων του δεινού Κρητικού Πολέμου» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή.

Ο Τζάνες ήταν από το Ρέθυμνο και είχε δυο αδερφούς τον Εμμανουήλ και τον Κωνσταντίνο. Ο Μαρίνος ζούσε στο Ρέθυμνο μέχρι το 1646, οπότε το κατέλαβαν οι Τούρκοι. Πήγε πρόσφυγας στο Κάστρο και αργότερα στα Επτάνησα, στην Κέρκυρα, μέχρι που κατέληξε στην Βενετία όπου και πέθανε. Άρχισε να γράφει τον «Κρητικό Πόλεμο» το 1669 στο Κάστρο, τη χρονιά δηλαδή που το Κάστρο έπεσε στους Τούρκους. Πηγές του Τζάνε ήταν οι προσωπικές του εμπειρίες και οι μαρτυρίες των προσφύγων που κατέφταναν στο Κάστρο από κάθε γωνιά της τουρκοκρατούμενης Κρήτης.

Σε ορισμένα σημεία διακρίνονται επιρροές από ανάλογο έργο του Κεφαλλονίτη Άνθιμου Διακρούση (1667). Μέσα στο έργο του Τζάνε είναι ολοφάνερη η αγάπη που τρέφει στην πατρική του πόλη, το Ρέθυμνο. Εξαίρεται η ανεπιφύλακτη και ανιδιοτελής συμμαχία μεταξύ των Ενετοκρητικών και του Ελληνορθόδοξου αστικού στοιχείου κατά των εισβολέων. Ο Τζάνες οδεύοντας από Ρέθυμνο προς Ηράκλειο είχε συνειδητοποιήσει από κοντά τη στάση των χωρικών, οι οποίοι είχαν δει τον πόλεμο εντελώς ταξικά, αδιαφορούσαν για το ποιος τους «καταδυναστεύει» και δεν πολέμησαν εναντίον των Τούρκων.

Ο Τζάνες γράφει χρησιμοποιώντας κρητικούς ιδιωματισμούς αλλά δεν έχει την επιμέλεια ενός Χορτάτση ή ενός Κορνάρου. Εξάλλου οι επιρροές και οι κοινωνικές συνθήκες στο περιβάλλον του Τζάνε είναι εντελώς διαφορετικές. Ο Τζάνες περιγράφει γεγονότα που έζησε ο ίδιος ή του περιέγραψαν αυτόπτες μάρτυρες και όχι γεγονότα της φαντασίας του γι’ αυτό κάποτε θυμίζει την καθημερινή συνομιλία ή τον ψίθυρο με τον οποίο διαδίδεται μια θλιβερή είδηση. Μερικές φορές μάλιστα θυμίζει πρόχειρες σημειώσεις πολεμικού ημερολογίου με στρατιωτικούς όρους.


Συχνά δίνονται αριστουργηματικές εικόνες από στρατόπεδα, μάχες, βομβαρδισμούς, ανατινάξεις, ναυμαχίες, τρικυμίες και ναυάγια. Εξίσου καλά περιγράφεται η τύχη των αμάχων, η ταλαιπωρία και οι κίνδυνοι των προσφύγων στο νησί Δία, όπου πρωτομεταφέρθηκαν, το πολυήμερο ταξίδι στα Επτάνησα και η νοσταλγία της παλιάς ειρηνικής ζωής των παραθεριστών στα κτήματά τους και στα χωριά της Κρήτης. Το 1684 τυπώθηκε ένα άλλο αξιόλογο έργο του Μπουνιαλή με τίτλο «Ψυχωφελής κατάνυξις».

Στην Κρήτη κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Φυλλάδα της ψυχής». Το έργο αρχίζει με την επίκληση ενός νεκρού προς την ψυχή του, που την καλεί να ενωθούν ξανά, για να δουν την ευφρόσυνη πληρότητα της ύπαρξης, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Χριστιανισμού. Πρόκειται για μια συνειδητή συνέχεια της πένθιμης Μεσαιωνικής λογοτεχνίας, στην αναβίωση της οποίας συντελεί η βαθιά απογοήτευση από την υποδούλωση και καταστροφή της Κρήτης.

Την καταστροφή της Κρήτης θρήνησε και ο λόγιος Κρητικός πατριάρχης Αλεξανδρείας Γεράσιμος Β’ ο Παλλαδάς, που πέθανε το 1714. Έγραψε διακόσιους περίπου στίχους σε απλή γλώσσα με αρκετά Κρητικά ιδιωματικά στοιχεία, το «Θρήνο της Κρήτης». Τα έργα της Κρητικής λογοτεχνίας αποτέλεσαν την πνευματική τροφή του Ελληνικού λαού για πάρα πολλά χρόνια. Η «Ερωφίλη» παίζονταν σε λαϊκές παραστάσεις ενώ στην Αθήνα οι στήλες του Ολυμπίου Διός ονομάστηκαν «παλάτι του Ηράκλη» και μια σπηλιά εκεί κοντά «φυλακή της Αρετούσας».

Στην Κρήτη τα ονόματα της Αρετούσας, του Ρωτόκριτου, του Πολύδωρου και του Χαρίδημου έγιναν βαπτιστικά. Συγχρόνως με την παράδοση στους Τούρκους του Χάνδακα, το 1669, αρχίζει να αναπτύσσεται στην Κωνσταντινούπολη, η τάξη των Φαναριωτών. Με την Αρχαϊστική τους παράδοση, κληρονομημένη από το Βυζάντιο, παίρνουν τα σκήπτρα της παιδείας, με κατεύθυνση όμως τελείως διαφορετικής του Κρητικού πολιτισμού. Στον κύκλο τους η Κρητική γλώσσα και λογοτεχνία περιφρονούνται.

Η μεγάλη δύναμη που απέκτησαν οι Φαναριώτες μέσα στον Τουρκικό διοικητικό μηχανισμό, η ανάπτυξη αστικών κέντρων στην Ελλάδα, στη Μικρά Ασία και στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (επηρεασμένες όλο και περισσότερο από το Γαλλικό διαφωτισμό) και η ίδρυση σχολείων από τις αρχές του 19ου αιώνα, περιόρισαν τη διάδοση των Κρητικών έργων, εκτός βέβαια της Κρήτης και των Επτανήσων, όπου η επίδρασή τους εξακολούθησε να υφίσταται για μεγαλύτερο διάστημα, με ακραία περίπτωση τον Διονύσιο Σολωμό, συνειδητό συνεχιστή από μία άποψη του Κορνάρου.

Η καθιέρωση της καθαρεύουσας μετά την Επανάσταση, στις εφημερίδες, στις μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων, ως επίσημης γλώσσας του κράτους και η διαμόρφωση νέων λογοτεχνικών τάσεων, συντέλεσαν στην ακόμα μεγαλύτερη λήθη της Κρητικής ποίησης, που θεωρούνταν πλέον «λαϊκή». Ο λαός τη διάβαζε ακόμη στην Κρήτη, αλλά χωρίς επίγνωση. Από τα τέλη του 19ου αι. αρχίζει και πάλι, η Κρητική λογοτεχνία, να κερδίζει τη συμπάθεια και την προσοχή, λίγων μορφωμένων.

Μέσα από ποικίλες παρανοήσεις και δυσκολίες εδραιώνεται σιγά σιγά η σωστή φιλολογική μέθοδος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της, την αποκατάσταση και τη γραμματολογική τοποθέτησή της. Αυτή τη φορά η Κρητική λογοτεχνία καταξιώνεται όχι μόνο ως τοπική και νεοελληνική, αλλά ως μια από τις σημαντικότερες δημιουργίες της Αναγέννησης σε Ευρωπαϊκή κλίμακα.

Κρητικό Θέατρο

Με τον όρο Κρητικό θέατρο εννοείται το σύνολο των θεατρικών δρώμενων στην Κρήτη από τον 13ο έως τον 17ο αιώνα. Η υπό Ενετική κυριαρχία Κρήτη δέχθηκε σημαντικές επιδράσεις από τη δυτική κουλτούρα σε όλους τους τομείς της ζωής της, καλλιτεχνικούς και μη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Κρητικό θέατρο αποτέλεσε δημιούργημα μιας καλλιεργημένης άρχουσας τάξης που είχε άμεση επαφή με την Ιταλική Αναγέννηση. Η συγκεκριμένη τάξη παρακολουθούσε από κοντά τις εξελίξεις στον τομέα των αισθητικών και θεατρικών τάσεων της εποχής.

Με αυτόν τον τρόπο κατόρθωσε το Κρητικό θέατρο να αφομοιώσει δημιουργικά τα θεατρικά διδάγματα της Ευρώπης, ιδιαίτερα της Ιταλίας, στη διάρκεια της Ενετοκρατίας (1211 – 1669) και άντλησε από εκεί τις φόρμες και τα πρότυπά του. Όλα τα είδη του θεάτρου που ευδοκιμούσαν στον Ευρωπαϊκό χώρο πέρασαν στην Κρήτη, όχι όμως ως στείρα μίμηση, αλλά ως πλήρης αισθητική μετουσίωση στη μορφή και στο περιεχόμενο.

Α. Ύφος

Η περίοδος Κρητικού θεάτρου είναι, επομένως, από δραματουργικής τουλάχιστον άποψης ιδιαίτερα σημαντική, διότι μέσω αυτής διαμορφώθηκε στον Ελληνικό χώρο μια ντόπια παράδοση κλασικίζουσας δραματουργίας, η οποία και διατηρήθηκε ως στερεότυπο επί δύο τουλάχιστον αιώνες. Σε γενικές γραμμές η Κρητική αλλά και η Επτανησιακή δραματουργία αργότερα ακολούθησε το Ιταλικό ύφος της όψιμης Αναγέννησης, όπως επίσης αφομοίωσε και στοιχεία Μανιερισμού και Μπαρόκ. Η παιδεία της εποχής ήταν στραμμένη στον Ιταλικό Ουμανισμό και παρουσιάζεται συχνά το φαινόμενο να αναφέρονται συχνά με την Ιταλική τους μορφή ονόματα της Ελληνικής μυθολογίας.


Β. Ακαδημίες

Επίκεντρο της πνευματικής ζωής στην Κρήτη αποτέλεσαν οι «Ακαδημίες» που ίδρυσαν οι διανοούμενοι των τάξεων των αστών και των ευγενών. Τα μέλη των Ακαδημιών οργάνωναν συγκεντρώσεις, στις οποίες απαγγέλλονταν τα ποιήματά τους ή ανεβάζονταν θεατρικές παραστάσεις. Από τις πιο γνωστές ήταν η Ακαδημία των Vivi στο Ρέθυμνο, των Stravaganti στο Ηράκλειο και των Sterili στα Χανιά.

Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ακμάζουσας περιόδου αποτέλεσε η ανάπτυξη του θεατρικού λόγου: τα περισσότερα έργα είναι δραματικά, με εξαιρέσεις τον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου, που αποτελεί έμμετρη μυθιστορία και τη Βοσκοπούλα, που είναι ποιμενικό ειδύλλιο. Τα έργα αυτά ακολουθούσαν κυρίως τα Ιταλικά πρότυπα, με αρκετή όμως ελευθερία στη διασκευή. Το θέατρο ήταν το λογοτεχνικό είδος που διέθετε τον μεγαλύτερο αριθμό έργων στην περίοδο της ακμής.

Μπορεί κανείς να συμπεράνει με βεβαιότητα ότι η θεατρική παραγωγή ήταν πλουσιότερη από τα σωζόμενα έργα, αν κρίνει από το γεγονός ότι παραπάνω από τα μισά παραδόθηκαν σε ένα και μοναδικό χειρόγραφο, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά να είναι εύκολο να χαθούν. Με την ανακάλυψη, ωστόσο, του Νανιανού κώδικα (ονομάζεται έτσι κατά τον Μπερνάρντο Νάνι και τον οποίο είχε στην κατοχή του ο Κεφαλλονίτης Πέτρος Κουτούφας) και άλλα θεατρικά έργα ήρθαν στο φως.

Είναι σημαντικό πως στη συγκεκριμένη εποχή καλλιεργήθηκαν όλα τα είδη του θεατρικού λόγου, η τραγωδία, η κωμωδία, το θρησκευτικό δράμα και το ποιμενικό δράμα (Πανώρια του Χορτάτση). Οι κωμωδίες παίζονταν σε υπαίθριους χώρους (ενδεχομένως στις πλατείες των πόλεων) και οι ηθοποιοί (όλοι άντρες) φαίνεται πως ήταν ερασιτέχνες.

Γ. Τραγωδία

Χρονολογικά, το πρώτο έργο του Κρητικού θεάτρου είναι μία τραγωδία γραμμένη, όμως, σε Ιταλική γλώσσα, η Fedra του Φραντσέσκο Μπότσα, Κρητικού φοιτητή της νομικής στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, που τυπώθηκε το 1578. Η Fedra βασίζεται στο γνωστό θέμα της Φαίδρας και του Ιππόλυτου, ακολουθεί τις συμβάσεις της κλασικίζουσας δραματουργίας (πρόλογος και πέντε πράξεις με χορικά) και είναι γραμμένη σε ιαμβικό ενδεκασύλλαβο στίχο.

Η πρώτη σωζόμενη τραγωδία σε Ελληνική γλώσσα είναι η Ερωφίλη του Γ. Χορτάτση, που όπως φαίνεται γράφτηκε στα τέλη του 16 ου αιώνα και ακολουθούν ο Βασιλεύς ο Ροδολίνος, του Ιωάννη Ανδρέα Τρωίλου, που τυπώθηκε το 1647 και τέλος ο Ζήνων, αγνώστου συγγραφέα, που γράφτηκε μετά το 1648, έτος έκδοσης του Ιταλικού προτύπου της. Το κοινό στοιχείο στις τραγωδίες είναι η δραματική διαίρεση σε πρόλογο και πέντε πράξεις και η στιχουργική μορφή του ιαμβικού ομοιοκατάληκτου δεκαπεντασύλλαβου (με εξαίρεση τα χορικά που γράφτηκαν σε ενδεκασύλλαβο).

Δ. Κωμωδία

Παραστάσεις κωμωδιών γίνονταν τακτικά τις Απόκριες, σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής. Τα έργα που σώζονται, όμως, είναι μόνο τρία: ο Κατσούρμπος, του Χορτάτση, ο Στάθης, Ανωνύμου και ο Φορτουνάτος, του Μάρκου Αντώνιου Φόσκολου (1597-1662). Ο Κατσούρμπος είναι η παλαιότερη χρονολογικά (δεκαετία του 1580) και αποτέλεσε πρότυπο για τις άλλες δύο κωμωδίες. Ο Στάθης προέρχεται από την ίδια περίπου εποχή. Ο συγγραφέας του μας είναι άγνωστος, αλλά κάποιοι φιλόλογοι εικάζουν ότι μπορεί να είναι έργο του Χορτάτση.

Βασιζόμενοι στην κοινή περίπου εποχή συγγραφής και τις υφολογικές και δραματουργικές ομοιότητες. Παραδόθηκε σε ένα χειρόγραφο του 17ου ή και του 18ου αιώνα, μαζί με άλλα Κρητικά θεατρικά έργα, αλλά το κείμενο έχει υποστεί περικοπές που εμποδίζουν την κατανόηση της εξέλιξης της πλοκής. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η σχεδόν σύγχρονη θεματολογία, οι ήρωες που προέρχονται από μεσαία στρώματα των αστικών τάξεων, η τήρηση της ενότητας του χρόνου (η δράση διαρκεί μία ημέρα) και ο δεκαπεντασύλλαβος ομοιοκατάληκτος στίχος.

Οι Κρητικές κωμωδίες συνδέονται με την Ιταλική commedia erudita, με την οποία έχουν πολλά κοινά, όπως η κατανομή σε πέντε πράξεις (ο Στάθης σώζεται σε τρεις πράξεις εξαιτίας των περικοπών του χειρογράφου), ο πρόλογος, τα τυποποιημένα πρόσωπα (όπως οι καυχησιάρηδες -αλλά δειλοί- στρατιωτικοί, οι ερωτευμένοι γέροι και οι σχολαστικοί δάσκαλοι) και μοτίβα (όπως αυτό του χαμένου παιδιού, που χρησιμοποιείται για να δώσει αίσιο τέλος). Έχουν, όμως, λιγότερο περιπετειώδη και περίπλοκη δομή από τις αντίστοιχες Ιταλικές, για αυτό δεν είναι εύκολο να βρεθεί κάποιο συγκεκριμένο έργο το οποίο μπορεί να χρησιμοποίησαν ως πρότυπο.

Έχουν εντοπιστεί, όμως, κάποιες σκηνές που απηχούν αντίστοιχες σκηνές Ιταλικών έργων. Σημαντική διαφορά από την Ιταλική παράδοση είναι η έμμετρη μορφή των Κρητικών κωμωδιών, αφού στην Ιταλία ο πεζός λόγος κυριαρχούσε στην κωμωδία. Πέρα από τις δομικές ομοιότητες, αυτά τα έργα εμφανίζουν διαφορές ως προς τους τρόπους επίτευξης του κωμικού ύφους και δεν τα διακρίνουν επιρροές από την commedia dell' arte, όπως συνέβη κατόπιν στο Επτανησιακό θέατρο. Δεν υπάρχει ο λεκτικός αυτοσχεδιασμός, όπως επίσης και η εκτέλεση του ρόλου με ημιπροσωπίδα.


Intermedia

Τα Κρητικά θεατρικά συνοδεύονται από ιντερμέδια, μικρά θεατρικά έργα που παίζονταν μεταξύ των πράξεων. Χαρακτηριστικό τους ήταν ο ψυχαγωγικός χαρακτήρας, η έμφαση στη δράση και το πλούσιο θέαμα, με μουσική, κουστούμια, σκηνικά εφέ και χορογραφίες. Όλες οι εκδόσεις της Ερωφίλης συνοδεύονταν από τέσσερα ιντερμέδια με αυτόνομη υπόθεση, που φαίνεται πως είναι έργο του Χορτάτση. Βασίζονται στο έργο Gerusalemme Liberata (Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ) του Τορκουάτο Τάσο.

Πρωταγωνιστές είναι η μάγισσα Αρμίδα και ο Χριστιανός ιππότης Ρινάλδο: η Αρμίδα κρατά με μάγια αιχμάλωτο τον Ρινάλδο στον μαγικό κήπο της, αλλά δύο Χριστιανοί Σταυροφόροι που φτάνουν εκεί νικούν τους δαίμονες και τα άγρια θηρία που βρίσκονται στον κήπο και αφυπνίζουν τον Ρινάλδο, που τους ακολουθεί στην πολιορκία της πόλης. Η Αρμίδα ορκίζεται να τιμωρήσει τον Ρινάλδο και ζητά τη βοήθεια των Τούρκων. Εκείνος όμως νικά τους Τούρκους σε μία αποφασιστική μονομαχία και η πόλη παραδίδεται στους Σταυροφόρους.

Η Κρητική δραματουργία φέρει έντονα τα σημάδια της Ιταλικής Αναγέννησης. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι παρά την επίδραση της Ενετικής κατοχής και του καλλιτεχνικού πνεύματος που επικρατούσε την συγκεκριμένη εποχή στη Δύση, η τοπική ευρηματικότητα, το στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς και η γεωγραφική θέση της Κρήτης προσέδωσαν ιδιοπροσωπία στο συγκεκριμένο κομμάτι της νεοελληνικής θεατρικής δημιουργίας.

Η Μουσική στην Κρήτη κατά την Βενετοκρατία

Οι μαρτυρίες για την Κρήτη ως πατρίδα του χορού και της μουσικής είναι διάσπαρτες σε διάφορα Ελληνικά και Λατινικά κείμενα, διατυπώνονται όμως κατηγορηματικότερα από έναν Ρωμαίο συγγραφέα του 3ου μ.Χ, τον Γάιο Ιούλιο Σωλίνο, που αναφέρει ότι η πρώτη αρχή της μουσικής ανάγεται στην Κρήτη και πιο συγκεκριμένα στους Ιδαίους Δακτύλους, που χτυπούσαν ρυθμικά τις ασπίδες τους, για να σκεπάσουν τα κλάματα του νεογέννητου Δία και να μην τα ακούει ο ανθρωποφάγος πατέρας του, ο Κρόνος.

Βρισκόμαστε βέβαια στην περιοχή του μύθου. Ωστόσο, οι αρχαίες μαρτυρίες που μας έχουν σωθεί για τη μουσική στην Κρήτη και σε μεταγενέστερες ιστορικές εποχές δείχνουν καθαρά πόσο μεγάλη υπήρξε η συμβολή της μεγαλονήσου στην εξέλιξη της μουσικής στον αρχαίο κόσμο. Οι μαρτυρίες αυτές συγκεντρώνονται και συνεξετάζονται μεθοδικά στον πρώτο και στον τρίτο τόμο του παλιού αλλά πάντοτε χρήσιμου βιβλίου του Kart Hoeck για την αρχαία Κρήτη.

Πληροφορίες για την μουσική στην Κρήτη κατά τη Χριστιανική εποχή και ως την εποχή της Βενετοκρατίας δεν υπάρχουν, η ζωντάνια όμως και η δύναμη της Κρητικής δημοτικής μουσικής και ιδιαίτερα ορισμένα Αρχαϊκά μελωδικά στοιχεία της που επισήμανε ο Samuel Baud-Bovy, μας δίδουν το δικαίωμα να υποθέσουμε ότι οι καταβολές της ξεκινούν από πολύ παλιά, από την ίδια την πλούσια μουσική παράδοση της Αρχαιότητας, αφού άλλωστε είναι ιστορικά τεκμηριωμένο ότι η παρουσία ιθαγενών Ελληνόφωνων πληθυσμών στην Κρήτη υπήρξε συνεχή και αδιάλειπτη.

Στην εποχή της Βενετοκρατίας, οι πληροφορίες για τη μουσική στην Κρήτη, που ως τώρα δεν είχαν συγκεντρωθεί, πληθύνονται σημαντικά και από τη συστηματικότερη εξέταση τους συνάγεται πέρα από κάθε αμφιβολία ότι οι αρχές της ιστορίας της έντεχνης μουσικής στον σημερινό χώρο πρέπει να μετατεθούν τέσσερις ολόκληρους αιώνες πιο πίσω και να αναζητηθούν στις Λατινοκρατούμενες περιοχές του Ελληνισμού με την Κρήτη σε κυρίαρχη θέση…

Στην πορεία μιας πολύχρονης και πολύμοχθης έρευνας, σε αρχεία και βιβλιοθήκες της Ευρώπης, για τη ζωή και το έργο ενός Κρητικού, άγνωστου ως τώρα, του Φραγκίσκου Λεονταρίδη, του πρώτου επώνυμου Νεοέλληνα συνθέτη έντεχνης μουσικής, συνάντησα και συνέλεξα ένα πλήθος ειδήσεων για τη μουσική ζωή στην Κρήτη την εποχή της Βενετοκρατίας, που παρουσιάζονται εκλεκτικά και συνοπτικά στο κεφάλαιο αυτό. Για να συγκεντρωθούν οι ειδήσεις αυτές, χρειάστηκε να αναδυθεί ένα πλήθος ανέκδοτων κυρίως αλλά και εκδιδομένων πηγών.

Αρκετά αντλήθηκαν από δύο ανέκδοτες ακόμη πηγές, πολυτιμότατες για την κοινωνική ιστορία της Κρήτης τον 17ο αιώνα. Η πρώτη είναι τα απομνημονεύματα ενός ανώνυμου Κρητικού πρόσφυγα που κατέφυγε στην Ιταλία μετά την άλωση του Χάνδακα. Από διάφορες εσωτερικές ενδείξεις του κειμένου συνάγεται με βεβαιότητα ότι συγγραφέας των γραμμένων Ιταλικά απομνημονευμάτων αυτών είναι ο Ιωάννης Παπαδόπουλος, ανώτερος υπάλληλος της Βενετικής διοίκησης του χάνδακα και πατέρας του Νικόλαου (Κομνηνού) Παπαδοπούλου, καθηγητή αργότερα και ιστορικού του Πανεπιστημίου της Πάδοβας και γνωστότατου λόγιου της εποχής.

Τα απομνημονεύματα γράφτηκαν το 1696, όταν ο Ιωάννης Παπαδόπουλος ήταν 78 ετών και περιέχουν ένα πλήθος συναρπαστικών πληροφοριών για την καθημερινή ζωή των Κρητικών πριν από την Τουρκική απόβαση. Οι αναμνήσεις του γηραιού απομνημονευματογράφου, πρέπει να ανάγονται στην ειρηνική δεκαπενταετία των ετών 1630-1644, αν και είναι βέβαιο ότι αντικαθρεπτίζουν και αποτυπώνουν μια κατάσταση πραγμάτων αρκετά παλαιότερη.


Το κείμενο είναι γραμμένο με αφοπλιστική αφέλεια και αμεσότητα και έντονη νοσταλγία για τη χαμένη πατρίδα και περιέχει άφθονες λεπτομέρειες για τα ήθη της εποχής, ανάμεσα τους και αρκετές μοναδικές πληροφορίες για τη μουσική στην Κρήτη. Η δεύτερη ανέκδοτη πηγή είναι μια πολυσέλιδη έκθεση του Λατίνου Αρχιεπισκόπου Κρήτης Λουκά Stella πως τη Ρώμη, όπου περιγράφεται η κατάσταση των Καθολικών ναών και μοναστηριών του Χάνδακα στα χρόνια 1625-1626.

Η έκθεση, βασιζόμενη σε επιτόπια διεξοδική επιθεώρηση του αρχιεπισκόπου, μας παρουσιάζει μια απροσδόκητα αποκαλυπτική εικόνα και των ηθών στον Χάνδακα, την εικόνα μιας αρκετά ανέμελης και εύθυμης κοινωνίας, όπου η μουσική έπαιζε κι αυτή ένα όχι ασήμαντο ρόλο. Η εξέταση του θέματος μας μπορεί να μεθοδευτεί με τον χωρισμό του σε τρεις ενότητες που αντιπροσωπεύουν αντίστοιχες εκφάνσεις της μουσικής ζωής της εποχής. Πρόκειται για τρεις χώρους ανεξάρτητους τον έναν από τον άλλο, αλλά συνεχώς διασταυρούμενους και αλληλοεπηρεαζόμενους:

Την εκκλησιαστική μουσική, την αστική κοσμική μουσική και τη λαϊκή παραδοσιακή μουσική των κατοίκων της υπαίθρου. Και για τους τρεις αυτούς μουσικούς χώρους τα στοιχεία που έχουμε από τη βενετοκρατούμενη Κρήτη είναι αρκετά, οπωσδήποτε πολύ περισσότερα από κάθε άλλη Λατινοκρατούμενη ή μη περιοχή του Ελληνισμού την ίδια περίοδο.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΚΡΗΤΗ

Τα Επαναστατικά Κινήματα

Όπως έχει αναφερθεί, οι επαναστάσεις που ταλάνιζαν το βασίλειο της Κρήτης ήταν συχνές και συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της βενετικής κατοχής. Τον 13ο αιώνα σε όλη σχεδόν την περιοχή της παράκτιας νησιωτικής Ελλάδας επικρατούσε ένα έντονα αντιβενετικό κλίμα και το ίδιο ίσχυε και στην Κρήτη όπου η θέση της Βενετίας εμφανιζόταν επισφαλείς. Με την πάροδο των χρόνων οι σχέσεις του ντόπιου πληθυσμού με τους Βενετούς αποίκους βελτιώνονταν χωρίς όμως ποτέ να πάψουν οι επαναστάσεις.

Οι οποίες ήταν υποκινούμενες από τις παλιές αρχοντικές οικογένειες του νησιού οι οποίες βρέθηκαν στο περιθώριο και έχασαν τη δύναμή τους προς όφελος των νέοαφιχθέντων Βενετών ευγενών, καθώς και από τον Ορθόδοξο κλήρο. Η πρώτη εξέγερση εκδηλώθηκε το 1212 αμέσως μετά την άφιξη των πρώτων αποίκων και εξέπληξε τις Βενετικές αρχές. Οι αρχοντικές οικογένειες που εξεγέρθηκαν ήταν οι Αγιοστέφανοι στα ανατολικά του νησιού και οι Σκορδίληδες και οι Μελισσηνοί στα δυτικά. Η επανάσταση διήρκησε δύο χρόνια και ο δούκας της Κρήτης ζήτησε τη βοήθεια του δούκα της Νάξου για να την αντιμετωπίσει.

Η επόμενη εξέγερση έλαβε χώρα το 1219 υπό τον Κωνσταντίνο Σκορδύλη και Μελισσηνό σε συνεργασία με τον Αυτοκράτορα της Νίκαιας. Οι στρατιώτες που είχαν σταλεί από τη Νίκαια για ενίσχυση της επανάστασης κατέλαβαν το Ρέθυμνο, το Μυλοπόταμο και το Καινούριο. Ακόμα, πολιόρκησαν το Μονοφάτσι. Η επανάσταση είχε θετικό αποτέλεσμα για την πλευρά των ντόπιων. Η λήξη δόθηκε με τη σύναψη συνθήκης μεταξύ των ανώτερων αρχηγών των Κρητών και του δούκα της Κρήτης Ιωάννου Στορλάδου. Με τη συνθήκη αυτή παραχωρήθηκαν στους αρχηγούς της επανάστασης φέουδα και προνόμια και εξασφαλίστηκε η προστασία των παροίκων.

Το 1228 οι αδελφοί Δρακοντόπουλοι, ο Μιχαήλ Μελισσηνός, ο Μιχαήλ Αρκολέον και οι αδελφοί Σκορδίληδες ηγήθηκαν της τρίτης σε χρονολογική σειρά επανάστασης η οποία διήρκησε έξι χρόνια. Ό δούκας Άγγελος Γραδενίγος συνθηκολόγησε κατά τη λήξη της επανάστασης με τους αρχηγούς της και παραχώρησε αμνηστία στους επαναστάτες. Η τέταρτη σε χρονολογική σειρά επανάσταση σημειώθηκε το 1251 και ήταν η επανάσταση η οποία στάθηκε αφορμή για το τέταρτο αποικιακό κύμα Βενετών ευγενών στην Κρήτη.

Όπως έχει προαναφερθεί οι άποικοι που έφτασαν στην Κρήτη μετά από αυτή την εξέγερση (1252) έχτισαν τα Χανιά στη θέση της αρχαίας Κυδωνίας. Το 1262 η Κωνσταντινούπολη ανακτάτε από τους Βυζαντινούς και ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος αποσκοπώντας να αποσπάσει την Κρήτη από τους Βενετούς στέλνει γράμματα στους Χορτάτζη, Σκορδύλη και Ψαρομηλίγγο οι οποίοι αγωνίστηκαν στο όνομά του για τέσσερα χρόνια. Το 1265 ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου αναγκάστηκε να αναγνωρίσει την κατοχή της Κρήτης από τους Βενετούς.

Χρονολογικά ακολουθεί η επανάσταση των Χορτάτζηδων το 1272 η οποία στάθηκε αφορμή και για την επόμενη επανάσταση του Αλεξίου Καλλέργη. Η επανάσταση των Χορτάτζηδων ξέσπασε για ανεξακρίβωτα αίτια στην Ανατολική Κρήτη με ορμητήριο το οροπέδιο Λασιθίου. Την επανάσταση κατέστειλαν οι Βενετοί με τη βοήθεια του Αλεξίου Καλλέργη ο οποίος υποκίνησε την επόμενη εξέγερση επειδή οι Βενετοί πήραν πίσω τους όρους στους οποίους συμφώνησε ο Καλλέργης για να παρέχει τη βοήθειά του.

Έτσι η επόμενη επανάσταση σημειώνεται το 1282 υπό τον Αλέξιο Καλλέργη και θα διαρκέσει για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια. Το 1303 σημειώνεται ακόμα μια εξέγερση η οποία κατεστάλη αμέσως και το 1341 ακολουθεί νέα επανάσταση υπό τον Λέοντα Καλλέργη και υπαρχηγό τον Κωνσταντίνο Σμερίλιον και εξαπλώνεται σταδιακά στον Αποκορώνα, στα Σφακιά, στο Μυλοπόταμο και στη Μεσαρά. Ο δούκας Ανδρέας Κορνάρος γρήγορα νίκησε τους Κρήτες συνέλαβε και δολοφόνησε τον Λέοντα Καλλέργη.


Η επανάσταση όμως συνεχίστηκε υπό την αρχηγεία των αδελφών Ψαρομηλίγγων και στη δυτική Κρήτη υπό τον Εμμανουήλ Καψοκαλύβα. Η Βενετία έστειλε δύναμη υπό τον δούκα Μάρκο Κορνάρο, κατέστειλε την επανάσταση και σκότωσε τους αδελφούς Ψαρομηλίγγους. Το 1363-1366 ακολουθεί νέα επανάσταση την οποία οργάνωσαν Βενετοί άποικοι και Κρήτες ευγενείς από κοινού, γνωστή ως «Αποστασία του Αγίου Τίτου». Επιφανείς προσωπικότητες της συγκεκριμένης επανάστασης ήταν οι αδελφοί Καλλέργη Ιωάννης, Αλέξιος και Γεώργιος.

Οι τρεις αδελφοί συγκέντρωσαν τους οπαδούς τους στο Λασίθι και ανακηρύξαν τον Αυτοκράτορα του Βυζαντίου κύριο του νησιού. Ο πόλεμος ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες δυνάμεις γινόταν με την κατάληψη των φρουρίων που βρίσκονταν διάσπαρτα σε όλο το νησί. Προσβάλλοντας ένα-ένα τα φρούρια ξεχωριστά οι Βενετικές δυνάμεις κατάφεραν να επικρατήσουν, κυνήγησαν και σκότωσαν τους αδελφούς Καλλέργη και στη συνέχεια κατεδάφισαν όλα τα φρούρια.

Τέλος τη χρονιά της άλωσης της Κωνσταντινουπόλεως ο Σήφης Βλαστός συνωμοτεί με άλλους επιφανείς Κρητικούς, επί δούκα Βενέδικτου, με στόχο να κηρύξουν στο νησί Ελληνική κυριαρχία, όμως ύστερα από προδοσία ενός ιερέα επονομαζόμενου Λίμα η επανάσταση αποτυγχάνει. Το 1527 έγινε η τελευταία επανάσταση του Κρητικού λαού κατά της Βενετικής κυριαρχίας. Ο Γεώργιος Καντανολέος οραματίστηκε να απελευθερώσει όχι μόνο την Κρήτη από τη Βενετική κυριαρχία αλλά ολόκληρο το Ελληνικό έθνος από τον Τουρκικό ζυγό.

Η Επανάσταση του Αλεξίου Καλλέργη 1282-1299

Η συγκεκριμένη επανάσταση είναι η μεγαλύτερη και σκληρότερη επανάσταση της Κρητικής αριστοκρατίας κατά των Βενετών. Ψυχή της επανάστασης αυτής είναι ο Αλέξιος Καλλέργης ο επιφανέστερος από τους Κρητικούς αριστοκράτες της εποχής. Ο Αλέξιος καταγόταν από την Βυζαντινή οικογένεια των Φωκάδων και την επωνυμία Καλλέργης λέγεται ότι του την έδωσαν οι Βενετοί τιμώντας τον ως εργάτη του καλού. Την περίοδο της επανάκτησης της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους υπήρξε αναστάτωση σε όλη την Ελληνική επικράτεια.

Στην προσπάθεια του Αυτοκράτορα Μιχαήλ να ανακτήσει τις χαμένες στους Λατίνους περιοχές του Βυζαντίου ανήκε και η επιχείρηση ανάκτησης της Κρήτης το 1261 όπου στα δυτικά παράλια της Κρήτης αποβιβάστηκε Βυζαντινός στρατός με πολεμιστές από όλη την Ελλάδα. Το στρατό οδηγούσε ο αδελφός του Αυτοκράτορα Ιωάννης. Η εκστρατεία των Βυζαντινών και οι προσκλήσεις του Αυτοκράτορα προκάλεσαν αναστάτωση στο νησί και αναζωπύρωσαν το επαναστατικό πνεύμα.

Η επανάσταση που ξεσπάει με την ώθηση των Βυζαντινών εκείνη την περίοδο έμεινε γνωστή με το όνομα των πρωτεργατών, των αδελφών Χορτάτζηδων. Η συγκεκριμένη επανάσταση είναι άμεσα συνδεδεμένη με το όνομα του Αλεξίου Καλλέργη διότι ο τελευταίος πολέμησε στο πλευρό τον Βενετών για την καταστολή της επανάστασης και όχι με την πλευρά των ντόπιων όπως θα ήταν αναμενόμενο. Ο Αλέξιος Καλλέργης είχε διαπραγματευτεί τους όρους υπό τους οποίους θα εξυπηρετούσε τους Βενετούς και φαίνεται ότι τα κίνητρά του ήταν διπλωματικά και όχι αντιπατριωτικά.

Συνέπραξε με τους Βενετούς για την καταστολή της επανάστασης των Χορτάτζηδων αφότου είχε απαιτήσει μεγάλα προνόμια για τον οίκο του και για τους υπόλοιπους ιθαγενής άρχοντες. Προνόμια ιπποτικά και εγγυήσεις για ισονομία μεταξύ Λατίνων και Βυζαντινών ευγενών. Επίσης ζήτησε τη νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ Λατίνων και Ορθοδόξων. Ζήτησε να διακριθούν οι κοινωνικές τάξεις και τα δικαιώματα της κάθε μίας και να εξισωθεί με δουκικό ψήφισμα το αυτόχθον αρχοντολόγιο με το ετερόχθον. Τέλος απαίτησε οικονομικές διατάξεις για επισκοπές και μοναστήρια με σκοπό να ενισχύσει την ανεξαρτησία της εγχώριας εκκλησίας.

Οι όροι που είχε συμφωνήσει ο Αλέξιος Καλλέργης αθετήθηκαν και ο Δούκας Γραδενίκος συμπεριφέρθηκε απάνθρωπα και τους ηττημένου αλλά και στον ίδιο. Αποτέλεσμα της Βενετικής αναξιοπιστίας ήταν η οργή του Αλεξίου Καλλέργη και η υποκίνηση της επόμενης και σφοδρότατης επανάστασης κατά των Βενετών από τον ίδιο. Ο Καλλέργης αφότου πήρε με το μέρος τους Ορθόδοξους κληρικούς και πολλούς από τους Κρητικούς ευγενείς όπως τους Γαβαλάδες τους Βλαστούς και τους Βαρούχες ξεσήκωσε το λαό και κήρυξε την επανάσταση.

Ο δούκας Ιάκωβος Δάνδολος, διάδοχος του Γραδενίκου, έσπευσε να διαγγείλει στη Βενετική σύγκλητο ότι ο Αλέξιος προετοιμάζει εξέγερση. Η γερουσία διέταξε αμέσως τη σύλληψή του όμως ο Καλλέργης ειδοποιήθηκε για το διάταγμα και πρόλαβε να μεταβεί στο Λασίθι μαζί με τον Μιχαήλ Χορτάτζη όπου και σήκωσε τη σημαία της επαναστάσεως. Οι Βενετοί κήρυξαν το Οροπέδιο Λασιθίου τόπο ακατοίκητο και απαγόρευσαν να βόσκουν πρόβατα σε αυτό με σκοπό να καταφέρουν με έμμεσους να συλλάβουν τον Καλλέργη. Δεν τα κατάφεραν και ο Αλέξιος μπόρεσε να καταλάβει οχυρές θέσεις του νησιού και να οργανώσει στρατιωτικά σώματα.


Οι εχθροπραξίες διήρκησαν δέκα χρόνια και αναμίχθηκαν σε αυτές και οι Γενουάτες. Η επανάσταση έληξε με συνθηκολόγηση του Καλλέργη με τους Βενετούς. Η συνθήκη αποτελούνταν από 32 όρους με τους οποίου ικανοποιούνταν προσωπικά δωρήματα, παροχές προνομίων, απονομές τιμαρίων, η νομιμοποίηση των μικτών γάμων, απαλλαγή μέρους του ντόπιου πληθυσμού από τη δουλική κατάσταση, προσδιορισμός των τάξεων και τέλος συμφωνήθηκε ο διορισμός επισκόπου στην κενή επισκοπική θέση του Αρίου.

Η Αποστασία του Αγίου Τίτου (1363-1366)

Στη συγκεκριμένη επανάσταση έλαβαν μέρος και o εγχώριος πληθυσμός αλλά και οι, δυσαρεστημένοι από τη μητρόπολη, Βενετοί άποικοι. Τα κίνητρα του Κρητικού λαού και των αποίκων διέφεραν, όμως ο στόχος ήταν ο ίδιος ενάντια στην κακοδιοίκηση του νησιού. Στη συγκεκριμένη φάση όταν αναφερόμαστε στους Βενετούς ευγενείς αποίκους εννοούμε τους πρώτους αποίκους που έφτασαν στο νησί κατά τον πρώτο αποικισμό του 1212. Περισσότερο από ένας αιώνας είχε περάσει από τον πρώτο αυτό αποικισμό και οι Βενετοί ευγενείς είχαν έρθει πιο κοντά με τον ντόπιο πληθυσμό.

Οι ορισμένες από τη Βενετία αρχές του νησιού και οι Βενετοί άποικοι πάλευαν μεταξύ τους για υπερίσχυση ενώ ο Κρητικός λαός διψούσε για απελευθέρωση από τη Βενετική κατοχή. Έτσι ξέσπασε η επανάσταση του 1363 η οποία θεωρείται η σφοδρότερη όλων των επαναστάσεων που έλαβαν χώρα μέχρι τον 15ο αιώνα. Συνενωμένες λοιπόν όλες οι οικογένειες της Βενετίας και οι Κρήτες κήρυξαν την επανάσταση. Για τους αποίκους ήταν ένας αγώνας φιλοδοξίας και αντιζηλίας για τους ντόπιους όμως ήταν μια ευκαιρία για να αποκτήσουν την ελευθερία τους.

Πιο συγκεκριμένα η επανάσταση ξεκινάει στις 9 Αυγούστου 1363 και οι επαναστάτες αρχικά επικράτησαν αμέσως. Οι Βενετοί άποικοι έσπευσαν, μετά την επικράτηση του επαναστατικού μετώπου, να ικανοποιήσουν τα αιτήματα του Κρητικού λαού. Διέταξαν τη δημιουργία νέας κυβέρνησης και υποσχέθηκαν ότι θα ισούται η Ορθόδοξη θρησκεία με την Λατινική και ότι ο εγχώριος πληθυσμός θα αφηνόταν ελεύθερος να ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα.

Εκ μέρους του Κρητικού λαού τα αίτια ήταν πολύ βαθύτερα όμως η αφορμή δόθηκε με την επιβολή ενός νέου φόρου προς όφελος του Λατινικού κλήρου (per canzare il Rito di Candia) και για την ανακατασκευή του λιμανιού του Χάνδακα και των φρουρίων που είχαν κατασκευαστεί από τους Γενοβέζους και είχαν κατεδαφίσει οι Βενετοί όταν επικράτησαν οριστικά στο νησί. Η Βενετία ήθελε να οχυρώσει το νησί και να κατασκευάσει λιμάνια ασφαλή για το εμπόριο. Από την πλευρά τους οι Βενετοί άποικοι έβλεπαν ότι είχαν αρχίσει να χάνουν τα κεκτημένα.

Οι φιλοδοξίες τους σε γενικότερο πλαίσιο αλλά ιδιαίτερα του Τίτου Βενιέρη, ο οποίος είδε να προάγεται στη θέση του καπετάνιου ο Δονάτος Δάνδολος που ήταν νεώτερος από αυτόν, ήταν το κίνητρο για να εξεγερθούν εναντίον της διοίκησης. Έτσι οι άποικοι επικαλέστηκαν ως αιτία της εξέγερσής τους το ότι η μητρόπολη παρέλειψε να τους δώσει τα παραχωρηθέντα σε αυτούς, κατά τον αποικισμό, προνόμια.

Παρακάλεσαν τον δούκα Λεονάρδο Δάνδολο, γιο του δόγη της Βενετίας Ανδρέα Δανδόλου, και τους συμβούλους του, Ιάκωβο Διέδο και Στέφανο Γραδενίγο, να αναβάλει την είσπραξη του φόρου μέχρι να ληφθεί απόφαση από τη γερουσία της Βενετίας στην οποία θα αποστέλλονταν είκοσι συνετοί (savii) του νησιού για να εκθέσουν τα αιτήματα και τη γενική κατάσταση του νησιού (8 Αυγούστου 1363).

Ο Δούκας απέρριψε την πρόταση και την αμέσως επόμενη μέρα στις 9 Αυγούστου 1363 οι άποικοι σε συνεργασία με τον Κρητικό λαό οδηγούμενο από τον Ιωάννη Καλλέργη αποφάσισαν να καταλύσουν την αρχή και εξουσία της Βενετίας στο νησί και να ανακηρύξουν την Κρητική Δημοκρατία. Ενωμένοι και οπλισμένοι λοιπόν οι άποικοι και ντόπιοι κατέλαβαν το Δουκικό Μέγαρο. Ο δούκας Λεονάρδος Δάνδολος και οι σύμβουλοί του μόλις που κατάφεραν να ξεφύγουν της επίθεσης και να τεθούν υπό την προστασία του Ανδρέα Κόρνερ, Μιχαήλ Φαληέρου και άλλων.

Κατά το επόμενο διάστημα η επανάσταση εξαπλώθηκε και στο υπόλοιπο νησί. Οι πόλεις των Χανίων, του Ρεθύμνου, της Σητείας καθώς και τα φρούρια του νησιού πέρασαν στου επαναστάτες. Οι διοικητές των πόλεων φυλακίστηκαν ή φυγαδεύτηκαν και οι επαναστάτες ανακήρυξαν τον Μάρκο Γραδενίγο Δούκα της Κρήτης σχηματίζοντας γύρο από αυτόν την κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κρήτης. Ο δούκας Μάρκος Γραδενίγος έχαιρε μεγάλης υπόληψης στο νησί και είχε αναγνωριστεί ως ικανός διοικητής.

Στη συνέχεια ορίστηκαν τέσσερεις σύμβουλοι του δούκα, ο Φραγκίσκος Μονάτσος, Μάρκος Φραδέλλος, Ανδρέας Πανταλέων και Βαρθολομαίος Γριμάλδης. Η νέα κυβέρνηση ύψωσε την σημαία του Αγίου Τίτου, προστάτη του νησιού, έναντι αυτής του Αγίου Μάρκου ο οποίος ήταν ο προστάτης άγιος της Βενετίας δείχνοντας με αυτό τον τρόπο την ανεξαρτητοποίηση της Κρήτης από την μητρόπολη των αποίκων και τον συμβιβασμό των τελευταίων με την πίστη του νησιού η οποία ήταν αυτή του ανατολικού (Βυζαντινού) δόγματος. Διάφορες πηγές μας πληροφορούν για τις επόμενες κινήσεις της νέας κυβέρνησης.


Αμέσως ορίστηκαν 30 σύμβουλοι οι οποίοι διόρισαν τους διοικητές και τις υπόλοιπες αρχές των πόλεων και των φρουρίων του νησιού. Σύμφωνα με μια άλλη πηγή τη δουλειά αυτή ανέλαβαν 10 συνετοί οι οποίοι μάλιστα έκοψαν και καινούριο νόμισμα με την εικόνα του Αγίου Τίτου. Οι Βενετοί άποικοι που συμμετείχαν στην επανάσταση διέταξαν, σε μια προσπάθεια να προσελκύσουν το ντόπιο στοιχείο, να εξισωθεί η Ορθόδοξη με την Λατινική πίστη και να αφεθούν ελεύθεροι οι Έλληνες του νησιού να ασκούν το ανατολικό δόγμα.

Ακόμα, δόθηκε μεγάλη παράταση στους οφειλέτες του δημοσίου και των ευγενών. Όσοι είχαν καταδικαστεί για οικονομικές υποθέσεις απηλλάγησαν και ελευθερώθηκαν οι κατάδικοι με τον όρο να υπηρετήσουν έξη μήνες στο στρατό. Οποιαδήποτε πρόταση για συμφιλίωση με τη Βενετία απαγορεύτηκε με ποινή θανάτου και δήμευσης της περιουσίας. Έτσι αποκεφαλίστηκε ο Τίτος Βενιέρης, πρώτος πάρεδρος της επανάστασης ο οποίος πρότεινε συνθηκολόγηση με τη Βενετία.

Την επανένωση με τη Βενετία υποστήριξε και ο διορισμένος από τους επαναστάτες δούκας Μάρκος Γραδενίγος ο οποίος μετά την ολοκλήρωση του στόχου της επανάστασης μετανόησε και υπέδειξε ότι θα έπρεπε να συνάψουν ειρήνη με τη Γαληνότατη και να ζητήσουν χάρη, χωρίς όμως να έχει τη ίδια τύχη με τον Βενιέρη. Από την πλευρά της η Βενετία πληροφορήθηκε για τα δρώμενα στο νησί ένα μήνα μετά (1 Σεπτεμβρίου 1363) όταν αφιχθεί εκεί ο Νικόλαος Φαλιέρ. Το γεγονός ότι πρωτεργάτες της επανάστασης ήταν οι ίδιοι οι Βενετοί άποικοι δυσαρέστησε ιδιαίτερα τον Δόγη της Βενετίας και τη Γερουσία.

Αμέσως απεστάλη η γαλέρα του Νικολάου Φαλιέρ με διαταγή να συζητήσουν με τους επαναστάτες και να πετύχουν ειρήνη, επανδρωμένη με πρεσβεία αποτελούμενη από τους: Πέτρο Σοράτζο, Ανδρέα Ζένο, Μάρκο Μοροζίνη. Η πρεσβεία επέστρεψε στη Βενετία άπραγη καθώς δεν της επετράπη η απόβαση στο Χάνδακα. Απεστάλη και δεύτερη πρεσβεία υπό τον Ανδρέα Κονταρίνη, Πέτρο Τζανέ, Φραγκίσκο Μπένον, Ιωάννη Γραδενίγο και Λαυρέντιο Δάνδολο με τον ίδιο στόχο καθώς και για να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια της μητρόπολης στους Βενετούς αποίκους.

Η δεύτερη προσπάθεια για διπλωματική επίλυση του ζητήματος ήταν και η τελευταία από πλευράς της Βενετίας και έτσι κήρυξε τον πόλεμο στους επαναστάτες. Προτού όμως επιχειρήσει να καταλύσει την επανάσταση με τα όπλα έπρεπε να σιγουρευτεί για τις αντιδράσεις της υπόλοιπης Ευρώπης. Ξεκινώντας από τον Πάπα Ουρβανό Ε', έστειλε γράμματα στους ηγέτες της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και στον Κάρολο Δ΄, τον Φίλιππο βασιλιά της Γαλλίας, τον Ιωάννη της Νάπολης, τον βασιλιά της Κύπρου και προς όλους τους πρίγκιπες της Ιταλίας έτσι ώστε να μην προσφέρει κανείς βοήθεια στους επαναστάτες.

Εκτός όμως από τους ηγεμόνες της Ευρώπης η Βενετία έπρεπε να φροντίσει και για την αντίδραση της προηγούμενης κατόχου του νησιού και σημαντικότατης ανταγωνιστικής πόλης, της Γένοβας. Έχοντας εξασφαλίσει λοιπόν την απομόνωση της επαναστατημένης Κρήτης η Βενετία έστειλε στρατό υπό την αρχηγία του Λουκίνου Βέρμε και του γενικού αρχηγού του στόλου Κυριάκου Μιχαήλ. Ο στρατός αποτελούνταν από 23 γαλέρες 18 χονδρών πλοίων και 12 φορτηγών για να καταπνίξει την επανάσταση.

Ενώ όμως φαινόταν ότι η επανάσταση είχε καταπνιγεί η Βενετική νίκη δεν κράτησε για πολύ. Υπό την καθοδήγηση των αδελφών Καλλέργη οι επαναστάτες, κυρίως ντόπιοι αλλά και κάποιοι εξελληνισμένοι Βενετοί συγκεντρώθηκαν στο Λασίθι και ύψωσαν τη σημαία της επαναστάσεως. Ανακήρυξαν τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα κύριο του νησιού και οχύρωσαν τα ορεινά φρούρια. Από το 1364, λοιπόν και μετά η επανάσταση θεωρείται καθαρά Ελληνική και ορισμένοι μάλιστα ιστορικοί την κατατάσσουν σαν εντελώς ξεχωριστή επανάσταση.

Ο πόλεμος μέσα από τα ορεινά φρούρια διήρκησε δύο ακόμα χρόνια και ή επανάσταση έληξε το 1366. Μετά την κατάπνιξη της επανάστασης τα πράγματα επέστρεψαν στην κατάσταση που ήταν πριν με πρόσθετες πιέσεις και μέτρα εκ μέρους της Βενετίας έτσι ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη του φαινομένου. Τα προνόμια και οι επιτροπικές έδρες που είχε υποσχεθεί η Βενετία στον Ιωάννη Καλλέργη εκ των προτέρων καθώς και τα καινούρια μέτρα που είχε λάβει η κυβέρνηση των επαναστατών έμειναν ως επί των πλείστων απραγματοποίητα.

Ο πάπας Ουρβανός Ε' απαγορεύει αυστηρά τη χειροτονία Ελλήνων κληρικών σε όλο το νησί και υποχρεώνει τους Κρήτες κληρικούς να τελούν τις λειτουργίες και τις ακολουθίες σύμφωνα με το Λατινικό δόγμα. Επίσης ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Πέτρος Θωμάς, διορίζεται από τον Πάπα ως ιεροεξεταστής του νησιού με πλήρη αμνηστία και μέσα με στόχο να καταπνίξει το ανατολικό δόγμα.

Από την πλευρά της Μητρόπολης εστάλη με τον τίτλο του γενικού προβλεπτή ο Ιωάννης Ζώρζης ο οποίος κατεδάφισε τα τείχη και τα φρούρια τα οποία χρησίμευαν σαν καταφύγια για τους επαναστάτες. Φυλάκισε ή εξόρισε τους συγγενείς των επαναστατών και επέβλεπε πολύ αυστηρά τους υπόπτους. Τέλος νέοι άποικοι έφθασαν στο νησί για να καλύψουν τις θέσεις των εξορισθέντων ή φονευθέντων. Στους νέους αποίκους παραχωρήθηκαν οι γαίες και τα δημευθέντα κτήματα των επαναστατών.


Η Θητεία των Κρητών στις Βενετικές Γαλέρες και το Κοινωνικό Αντίκτυπο

Μια από τις υποχρεωτικές υπηρεσίες του Κρητικού λαού κατά την περίοδο την Βενετοκρατίας ήταν η θητεία τους στις πολεμικές γαλέρες της Βενετίας. Η συγκεκριμένη υπηρεσία θεωρείται η πιο σκληρή από τις αγγαρείες του Κρητικού λαού και έμεινε γνωστή ως «η αγγαρεία της θάλασσας». Για τον Κρητικό λαό το να επιλεγεί ένας νέος στις Βενετικές γαλέρες ισοδυναμούσε με θανατική ποινή. Η εξαντλητική κωπηλασία ήταν ένα μόνο από τα δεινά που είχαν να αντιμετωπίσουν όσοι υπηρετούσαν στη θάλασσα.

Η άθλια διατροφή, οι επιδημικές ασθένειες που μάστιζαν τους ναυτικούς και γενικότερα όλες οι δυσκολίες που συνδέονταν με τη ναυσιπλοΐα της εποχής, όπως η πειρατεία, τα ναυάγια, οι ναυμαχίες ήταν ο λόγος που η συγκεκριμένη υποχρεωτική εργασία είχε τόσο βαρύ αντίκτυπο στην κρητική κοινωνία. Οι υπηρεσίες που προσέφεραν οι νέοι στις Βενετικές γαλέρες ήταν δύο ειδών, όπως σημειώνει ο Στ. Ξανθουδίδης. Η υπηρεσία των μαχητών στα πολεμικά πλοία και η υπηρεσία των κωπηλατών, οι Λατινικές ονομασίες ήταν huomini da Guerra και huomini da remo αντίστοιχα.

Ύστερα από μελέτη των εκθέσεων των προβλεπτών της Κρήτης δόθηκε φως στο συγκεκριμένο ζήτημα και έτσι γνωρίζουμε ότι για το κάθε χωριό υπήρχαν κατάλογοι των υπόχρεων σε αγγαρείες χωρικών (huomini da fatti) και από αυτούς γινόταν με κλήρωση η στρατολογία των γαλεωτών οι οποίοι έπρεπε να είναι από 19 έως 59 ετών. Σε περιόδους κρίσεων ο αριθμός των υπόχρεων αυξανόταν αισθητά. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της απογραφής 30.000 κωπηλατών, επιπλέον από τους 7.000 που υπηρετούσαν ήδη στις Κρητικές γαλέρες, κατά την περίοδο του Βενετοτουρκικού πολέμου του 1570-1571.

Η απογραφή έγινε από τον προβλεπτή Κρήτης Marin de Cavali. Οι μισοί από τους 30.000 απογεγραμμένους προέρχονταν από το διαμέρισμα του Χάνδακα. Εξαιτίας της σκληρότητας της συγκεκριμένης υπηρεσίας συχνά οι ντόπιοι χωρικοί κατέφευγαν στα ορεινά μέρη του νησιού ή στα ξερονήσια γύρο από αυτό για να αποφύγουν την στρατολόγηση. Με το πέρασμα του χρόνου η απέχθεια και ο φόβος της θάλασσας οδήγησε στην εισαγωγή του θεσμού των αντικαταστατών.

Εάν κάποιος δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να υπηρετήσει στις γαλέρες είχε τη δυνατότητα να πληρώσει έναν αντικαταστάτη που θα τον αναπλήρωνε νομίμως, εφόσον είχε την οικονομική δυνατότητα. Ο αντικαταστάτης λεγόταν «αντισκάρης» ή «antiscaro» στα Λατινικά. Πολλοί χωρικοί αναγκάζονταν να πουλήσουν ένα κομμάτι γης που μπορεί να είχαν ή μερικά ζώα για να αποφύγουν την υπηρεσία στις Βενετικές γαλέρες. Έτσι ο θεσμός των αντισκάρων ήταν εξαιρετικά επιζήμιος για την αγροτική οικονομία του νησιού και για την ισχύ του ναυτικού της Βενετίας.

Ένας από τους προβλεπτές της Κρήτης που προσπάθησε να περιορίσει το συγκεκριμένο φαινόμενο ήταν ο Ιάκωβος Φοσκαρίνι ο οποίος διέταξε να τηρούνται τακτικοί στρατολογικοί κατάλογοι και να υπηρετούν στις γαλέρες οι υπόχρεοι χωρικοί χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να αντικαθίστανται με αντίσκαρους έτσι ώστε να αποφευχθεί ο καιροσκοπισμός και η εκμετάλλευση των χωρικών από τους αντίσκαρους. Παρά τις προσπάθειες όμως του Φοσκαρίνι, όπως και πολλών άλλων προβλεπτών, ο θεσμός των αντισκάρων διατηρήθηκε μέχρι και τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας.

Οι Πειρατικές Επιδρομές στην Κρήτη

Η Κρήτη αποτελούσε ανέκαθεν νευραλγικό σταυροδρόμι μεταξύ των τριών ηπείρων που βρέχονται από τη Μεσόγειο, την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική. Όντας λοιπόν στο κέντρο των συγκρουόμενων συμφερόντων των Μεσογειακών λαών ήταν φυσικό επόμενο να είναι στόχος και των πειρατικών επιδρομών. Κατά κύριο λόγο πειρατικές επιδρομές στην Κρήτη πραγματοποιούσαν οι Μουσουλμάνοι των Αφρικανικών παραλίων.

Η αδυναμία των ναυτικών δυνάμεων των κυρίαρχων κρατών της Μεσογείου, δηλαδή του Βυζαντίου αρχικά και μετά την Άλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να διατηρήσουν τον έλεγχο των θαλασσών είχε ως αποτέλεσμα την περίοδο των τελευταίων χρόνων της Βυζαντινής και τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η πειρατεία να έχει εξελιχθεί σε μάστιγα. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης εκδηλώθηκε οξύς ανταγωνισμός μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Βενετικής Δημοκρατίας για την κατοχή των εμπορικών και στρατιωτικών θέσεων της Πρόσω Ανατολής.

Οι αλλεπάλληλοι Βενετοτουρκικοί πόλεμοι ενθάρρυναν τους πειρατές και πολλές φορές τους χρησιμοποιούσαν και οι δύο αντιμέτωπες δυνάμεις στις επιχειρήσεις τους προσφέροντας τους ελευθερία συστηματικής οργανώσεως. Έτσι κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 15ο αιώνα η πειρατεία στη Μεσόγειο παρουσιάζει οργάνωση και συστηματική μορφή. Από τα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας αντλούμε πληροφορίες για τις επιδρομές, για τους αιχμαλώτους και την προσπάθεια εξαγοράς τους.

Κατά τον 14ο αιώνα σύμφωνα με τις αναφορές του Δούκα της Κρήτης Νικολάου Ziani οι Τούρκοι έκαναν συχνές πειρατικές επιδρομές στην Κρήτη και ο δούκας συνιστούσε την επαγρύπνηση του βενετικού στόλου. Η Αλγερία ήταν συχνά η αφετηρία των πειρατών οι οποίοι έπλητταν τα νότια παράλια. Ως ορμητήριο οι πειρατές χρησιμοποιούσαν το μικρό νησάκι της Χρυσής (σημερινό Γαϊδουρονήσι) το οποίο βρίσκεται νότια της Ιεράπετρας σε πολύ μικρή απόσταση.


Η Βενετία για να αποτρέψει τους πειρατές από το να χρησιμοποιούν το νησάκι αυτό, το παραχώρησε στον ευγενή Ανδρέα Δανδόλο με τον όρο να χτίσει εκεί πύργο. Ένα ακόμα μέτρο που έλαβε η Βενετία και τον 14ο αιώνα για την προστασία του νησιού ήταν η φρούρηση των παραλίων με την επιστράτευση του ντόπιου πληθυσμού και η επιβολή ειδικών αγγαρειών γνωστές ως βάρδιες (guardie). Κατά τον 16ο αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε πλέον εδραιωθεί στην περιοχή και κυριαρχούσε στην Πρόσω Ανατολή.

Οι πιο ξακουστοί πειρατές της εποχής ήταν οι Μπαρμπαρέζοι και ο επιφανέστερος από αυτούς ήταν ο Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσσα. Μετά την επικράτηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι τελευταίοι έσπευσαν να προσέλθουν στην υπηρεσία του Σουλτάνου και χάρη στον Μπαρμπαρόσσα ο Οθωμανικός στόλος κατόρθωσε να αποκτήσει συντριπτική υπεροπλία στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο ξακουστός αυτός πειρατής επιχείρησε πολυάριθμες επιθέσεις σε διάφορες περιοχές του Αιγαίου καθώς και στην Κρήτη.

Κατά το 1538 έχοντας υπό τις διαταγές του είκοσι επτά πλοία με πολλούς Αλγερινούς (η Αλγερία ήταν μια περιοχή πλήρως εξαρτημένη από πειρατές) προσέβαλε τα Χανιά με στόχο να εισβάλει και στο Ρέθυμνο και τον Χάνδακα. Απέτυχε όμως στο να κυριεύσει την πόλη των Χανίων και έτσι επικεντρώθηκε σε ορισμένες περιοχές γύρο από αυτήν, τα Άπτερα, τα Κεραμεία και το φρούριο του Μυλοποτάμου.

Τα σχέδιά του για κυριαρχία στο νησί απέτυχαν και έτσι στράφηκε στις ανυπεράσπιστες περιοχές της Σητείας και του Λασιθίου. Κατέστρεψε την πόλη της Σητείας και λεηλάτησε πολλές περιοχές μεταξύ των οποίων και το Μεραμπέλλο. Οι επίθεσή του Μπαρμπαρόσσα εντάσσεται στα γεγονότα του τέταρτου Βενετοτουρκικού πολέμου.

Χρονολόγιο των επαναστατικών κινήσεων των Κρητών

1211 – Επαναστατικό κίνημα Αγιοστεφανιτών στο Μιράμπελλο και στη Σητεία. Συνθηκολόγησαν τέλη 1212

1219 – Ο Βενετός Πέτρος Filocaveno, κλέβει τα άλογα του άρχοντα Ιωάννη Σκορδίλλη Σκαντζέα στο Biniparo (Μονοπάρι) του Ρεθύμνου. Οι Σκορδίληδες κατέφυγαν στον Δούκα της Κρήτης, ο οποίος και δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαιτέρως για το συμβάν. Τότε άρχισαν επίθεση εναντίον των Ενετών που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη τη Δυτική Κρήτη. Το ίδιο έτος υπεγράφη συνθήκη με την οποία οι Σκορδίληδες και οι Μελισσηνοί κέρδισαν χρήματα και χωράφια.

Ορίστηκαν στρατιωτικές υποχρεώσεις και για τους Κρητικούς, οι Βιλλάνοι μπορούσαν να παντρεύονται ελεύθερα, να προικίζουν τις θυγατέρες τους, να γίνονται μοναχοί ή ιερείς, να δωρίζουν την περιουσία τους σε μοναστήρια, μπορούσαν να προσφεύγουν στο Δούκα όταν οι Βενετοί τους αδικούσαν και χορηγήθηκε γενική αμνηστία. Οι Ενετοί εγκαινιάζουν διαλλακτική στάση απέναντι στις επαναστάσεις στην Κρήτη και πολιτική συνθηκολογήσεων.

Εγκαταλείπουν, μόλις οχτώ χρόνια μετά την «κατάκτηση» της Κρήτης, τα αρχικά τους σχέδια. Η τοπική αριστοκρατία ενσωματώνεται στους κόλπους του Ενετικού καθεστώτος, διατηρώντας προνόμια και οικονομική εξουσία.

1224 – Οι Μελισσηνοί με νέα εξέγερση μεγαλώνουν τα φέουδά τους

1228 – Κίνημα Σκορδίληδων και Μελισσηνών με την υποστήριξη του Αυτοκράτορα Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη. Οι επαναστάτες κατέλαβαν το Ρέθυμνο, τον Μυλοπόταμο και το Καινούργιο. Τελικά στους αρχηγούς της επανάστασης Νικόλαο Δαιμονογιάννη και Μιχαήλ Μελισσηνό παραχωρήθηκαν φέουδα

1233 – Ολοκληρώθηκε με τη συνθήκη των δύο Συβριτών, σύμφωνα με την οποία τα κτήματα των αρχόντων διατηρούνται ανέπαφα και ορίζονται τα εδάφη όπου οι Κρητικοί μπορούν να σπείρουν και να βοσκήσουν

1265 – Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος αναγνώρισε την κατοχή της Κρήτης από τους Ενετούς

1272-1278 – Κίνημα Γεωργίου και Θεόδωρου Χορτάτζη στο Ρέθυμνο. Ο Γεώργιος Χορτάτζης σκότωσε έναν φιλοβενετό Κρητικό. Αρνήθηκε να παρουσιαστεί στις Βενετικές αρχές και κήρυξε επανάσταση εναντίον των Ενετών. Μετά από αρκετές νίκες, τελικά οι Χορτάτζηδες ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί. Κατέφυγαν στον Αυτοκράτορα ο οποίος και τους εγκατέστησε στα παράλια της Μικράς Ασίας.

1283 – Κίνημα Αλέξη Καλλέργη στο Μυλοπόταμο. Ήταν η μεγαλύτερη επανάσταση της Κρητικής αριστοκρατίας εναντίον των Ενετών.

1319 – Επανάσταση στα Σφακιά

1330 – Εξέγερση στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου με αρχηγό τον Βάρδα Καλλέργη, εξαιτίας της έκτακτης φορολογίας και των καταχρήσεων των Βενετών φοροεισπρακτόρων.


1341-1349 – Επανάσταση Λέοντος Καλλέργη και Ψαρομιλήγγων

1363-1366 – Αποστασία Αγίου Τίτου. Δύο βενετικές οικογένειες ( Gradonico και Venier) δυσαρεστημένοι από την αβάστακτη φορολογία ενώθηκαν με τους Καλλέργηδες , κατέλυσαν τη Βενετική κυριαρχία και ίδρυσαν αυτόνομη και ανεξάρτητη δημοκρατία υπό την αιγίδα του Αγίου Τίτου, πολιούχου του νησιού.

Δούκας εξελέγης ο Μάρκος Γραδόνικος. Η στάση των δύο Βενετικών οικογενειών χαρακτηρίστηκε προδοσία από τη Βενετία. Το 1364 οι Ενετοί κατέλαβαν τον Χάνδακα. Οι Βενετοί επαναστάτες αποκεφαλίστηκαν ως proditores rebelles. Οι Καλλέργηδες ηττήθηκαν το 1367 στα Σφακιά.

1460-1462 – Ισχυρή συνωμοτική κίνηση από το Σήφη Βλαστό, ευγενή του Ρεθύμνου, με μεγάλο αριθμό αφοσιωμένων οπαδών, που αντιδρούσαν στη βίαιη επιβολή της ένωσης των δύο εκκλησιών. Έχει προηγηθεί η άλωση της Κωνσταντινούπολης. Στη σύλληψη των επαναστατών και τη διάλυση της συνωμοσίας βοήθησαν οι φιλοβενετοί Καλλέργηδες και Γαβαλάδες και ο Εβραίος Δαβίδ Μαυρογόνατος.

Το 16ο αιώνα τα κινήματα στην Κρήτη έχουν έντονο «αγροτικό» χαρακτήρα. Το φεουδαρχικό σύστημα έχει παρακμάσει και ωθούμενοι από τις βιοτικές τους ανάγκες προχωρούν σε διάφορες κινητοποιήσεις απαιτώντας ικανοποίηση διαφόρων πρακτικών αιτημάτων(διεκδίκηση γης και ελευθεριών, μείωση ή κατάργηση αγγαρειών κ.λπ.). Οι άρχοντες είχαν διατηρήσει τα μεγάλα γονικά κτήματά τους και οι εξεγέρσεις τους αποσκοπούσαν στην κατοχύρωση κτημάτων που τους είχε δωρίσει το κράτος, όπου η κεντρική εξουσία διατηρούσε την ψιλή κυριότητα.

Οι Κρητικοί γενικά ταυτίζονταν με τους πληθυσμούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εθνική συνείδηση, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, δεν υπάρχει ακόμα επί Ενετοκρατίας, απλά ο Κρητικός ταυτίζει την Αυτοκρατορία με την Ορθοδοξία. Το Χριστιανικό θρησκευτικό αίσθημα του Κρητικού βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο με το ξένο, ετερόδοξο καθολικό και αυτή η διαφορά αρχίζει να θέτει της βάσεις της εθνικής συνείδησης.

Το επαναστατικό πνεύμα που αναπτύχθηκε στην Κρήτη ερμηνεύεται από τις αυτονομιστικές τάσεις των Βυζαντινών γαιοκτημόνων και την αντίστοιχη υπακοή των εργατών γης στους άρχοντές τους, από την υπακοή των Κρητικών στον κλήρο, από τον αντιστασιακό χαρακτήρα όλων των στρωμάτων του Κρητικού πληθυσμού και από τη μορφολογία του Κρητικού εδάφους, που διευκολύνει αντίσταση και πολεμικές ενέργειες. Γι’ αυτό η Κρήτη είναι ο μόνος Λατινοκρατούμενος Ελληνικός χώρος που διακήρυξε ανοικτά την αντίθεσή της στην ξένη Ενετοπαπική κατοχή.

Εξάλλου η Κρητική εκκλησία, μέχρι και την πτώση του Βυζαντίου, εξακολουθούσε να θεωρεί ως μόνους νόμιμους ηγεμόνες τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες(«επί της Βασιλείας των Ορθοδόξων και φιλοχρίστων ημών Βασιλέων»). Γι’ αυτό κυριαρχεί η Βυζαντινή τεχνοτροπία το 14ο και 15ο αιώνα παντού αλλά και οι κτητορικές επιγραφές μνημονεύουν ονόματα Βυζαντινών Αυτοκρατόρων.

Η Βενετία βλέποντας ότι η πολιτική της κυριαρχία κινδυνεύει στην Κρήτη, εξαιτίας της επιρροής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απαγόρευσε χειροτονίες ιερέων, κατάργησε τις Ορθόδοξες Επισκοπές και αφαίρεσε περιουσίες από εκκλησίες και μονές. Στη θέση των Ορθόδοξων Επισκόπων τοποθετήθηκαν Λατίνοι, προϊστάμενοι του κλήρου ορίστηκαν πρωτοπαπάδες και πρωτοψάλτες, μισθοδοτούμενοι από το κράτος στο οποίο δήλωναν πίστη.

Η προσπάθεια επιβολής στους κρητικούς του Φλωρεντιανού όρου πίστης δημιούργησε φανατική αντίδραση στις Παπικές διαθέσεις και απέδειξε την πλήρη ταύτιση του Κρητικού πληθυσμού με τους πληθυσμούς της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ανέδειξε τις ιδεολογικές και κατά προέκτασιν πολιτικές διαφορές των Κρητών με τους κατακτητές τους. Αντέδρασε δηλαδή η Κρήτη στην αφομοίωση από τους κατακτητές και στη λήθη της κοινής καταγωγής.

Το θρησκευτικό συναίσθημα δηλαδή δημιουργεί τις βάσεις της νέας εθνικής συνείδησης των Κρητικών. Γι΄ αυτό η Κρήτη αισθάνεται ότι είναι υποχρεωμένη να λάβει μέρος στην τελευταία υπεράσπιση της Πόλης και ότι όφειλε να διαφυλάξει ό,τι πολυτιμότερο είχε απομείνει από τη Βυζαντινή κληρονομιά.

ΚΡΗΤΗ ΚΑΙ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Η Εμφάνιση του Νέου Εχθρού

Η εμφάνιση του Τουρκικού φύλου και η εξάπλωσή του στις Ελληνικές περιοχές είχε ξεκινήσει ήδη από τον 11ο αιώνα όπου σταθμό αποτελεί η μάχη του Μάντζικερτ το 1071 μετά από την οποία οι Σελτζούκοι Τούρκοι εισδύουν ακάθεκτοι στις Ελληνικές χώρες. Οι Σελτζούκοι Τούρκοι γρήγορα επικρατούν στη Μικρά Ασία και με γρήγορους επίσης ρυθμούς εξελίσσονται από ένα μικρό Μουσουλμανικό φύλο σε αυτό που αργότερα θα ονομάζεται Οθωμανική Αυτοκρατορία και θα φτάσει έως το κατώφλι της Γερμανίας. Οι Οθωμανοί δεν άργησαν πολύ να περάσουν από την Ασία στην Ευρώπη.


Συγκεκριμένα το 1354 κυριεύουν την Καλλίπολη και από τότε ξεκινάει μια νέα ιστορική περίοδος όχι μόνο για τις Ελληνικές χώρες αλλά και για τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη. Τα χρόνια που ακολουθούν θα είναι γεμάτα επιδρομές και λεηλασίες και οι κατακτήσεις των Τούρκων θα αυξάνονται συνεχώς. Ο Τουρκικός κίνδυνος δεν οδηγεί τους Βαλκανικούς λαούς (Έλληνες, Βούλγαρους, Αλβανούς και Σέρβους) σε σύμπραξη ενάντια στην Τουρκική εξάπλωση, οπότε θα μπορούσαν να τη σταματήσουν.

Αντίθετα τους βρίσκει εξουθενωμένους από τους μεταξύ τους πολέμους καθώς και από τις εσωτερικές πολιτικές και κοινωνικές αναστατώσεις τους. Κατά το 14ο αιώνα τρεις είναι οι Σουλτάνοι των οποίων η κατακτητική δύναμη θα επικρατήσει στην Ανατολική Ευρώπη, ο Ορχάν (1326-1362), ο Μουράτ Α' (1362-1389) και τέλος ο Βαγιαζήτ Α' (1389-1402), και θα αποδυναμώσει το Βυζάντιο και τα υπόλοιπα Βαλκανικά κράτη.

Στα τέλη του 14ου αι και στις πρώτες δεκαετίες του 15ου έγιναν ακόμα πιο θαυμαστές κατακτήσεις από τους Οθωμανούς στην κεντρική και νότια Ελλάδα καθώς και μία παρατεταμένη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης η οποία διήρκησε από το 1394 έως το 1402. Οι επιχειρήσεις αυτές από τους Οθωμανούς δείχνουν ότι το τέλος της Αυτοκρατορίας ήταν πολύ κοντά παρόλο που η συγκεκριμένη πολιορκία είχε θετικό για την Κωνσταντινούπολη αποτέλεσμα.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς

Η Βυζαντινή πρωτεύουσα την παραμονή της άλωσης είχε ήδη αρχίσει να ψυχορραγεί. Ο πληθυσμός της πόλης είχε αυξηθεί κατακόρυφα εξαιτίας των προσφύγων που είχαν καταφύγει σε αυτή από άλλες περιοχές της Βυζαντινής επικράτειας οι οποίες είχαν ήδη πέσει στα χέρια των Τούρκων. Ο υπερπληθυσμός επέτεινε το ήδη υπάρχον πρόβλημα του επισιτισμού. Η επικείμενη επίθεση δημιουργούσε αίσθημα πανικού και το ηθικό του λαού της Κωνσταντινούπολης ήταν εξαιρετικά μειωμένο. Το ταμείο του κράτους ήταν εξαντλημένο με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν τα μέσα για να ετοιμαστεί η άμυνα.

Εκτός όμως από τα πρακτικά αυτά προβλήματα στην Πόλη επικρατούσε και πολιτικοϊδεολογική διαμάχη. Ο πληθυσμός της ήταν χωρισμένος μεταξύ υποστηρικτών και αυτών που αντιμάχονταν την ένωση της ανατολικής και δυτικής εκκλησίας η οποία είχε υπογραφεί στη Σύνοδο της Φλωρεντίας. Οι Βυζαντινοί μπορούσαν να ελπίζουν μόνο στη βοήθεια των δυτικών στους οποίους όμως δεν είχαν εμπιστοσύνη. Επίσης ήταν πλέον φανερό εκείνη την εποχή ότι ο Χριστιανικός κόσμος δεν είχε τη δυνατότητα να αναχαιτίσει πλέον τους Τούρκους.

Μπροστά στην απειλή νέας πολιορκίας ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ζήτησε τη βοήθεια του Πάπα Νικολάου Ε' ο οποίος σαν αντάλλαγμα ζητούσε την ένωση των δύο εκκλησιών. Ο διχασμός όμως της Πόλης μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών εμπόδιζε την υποχώρησή του. Το Νοέμβριο του 1452 έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη ο Καρδινάλιος Ισίδωρος και ο Μητροπολίτης Κιέβου μαζί με 200 πολεμιστές σε μια προσπάθεια να πείσουν το λαό της Κωνσταντινούπολης για τη σκοπιμότητα της ένωσης.

Ο Αυτοκράτορας ανακοίνωσε στις 12 Δεκεμβρίου την προσχώρηση στη δυτική εκκλησία και ο λαός της Πόλης ξεχύθηκε στους δρόμους αποτάσσοντας τη βοήθεια των Καθολικών. Το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας φαινόταν πλέον στο τέρμα του δρόμου και αυτό για τον απλό λαό της Βυζαντινής επικράτειας σήμαινε ότι είχε φτάσει ή ώρα να επιλέξουν αν θα υποταχθούν στους Καθολικούς ή στους Τούρκους.

Το αντιλατινικό κλήμα στην Κωνσταντινούπολη ήταν πολύ έντονο καθώς δεν είχαν ξεχαστεί οι αυθαιρεσίες και οι καταπιέσεις των σταυροφόρων κατά την άλωση του 1204 και ακόμα επειδή οι Βυζαντινοί γνώριζαν ότι οι Ορθόδοξοι λαοί που ζούσαν υπό Λατινική κυριαρχία βίωναν τον αποκλεισμό από υψηλά αξιώματα και την απαγόρευση της ασκήσεως της πίστης τους πράγμα στο οποίο έχουμε αναφερθεί και παραπάνω σχετικά με τη Βενετοκρατούμενη Κρήτη.

Αντίθετα οι Βυζαντινοί νόμοι είχαν διατηρηθεί ως ένα βαθμό στις υπό Τουρκική κατοχή περιοχές και παρόλο που και εκεί οι Έλληνες ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας είχαν μια σχετική ελευθερία όσον αφορά στην άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπέφεραν από άλλου είδους καταπιέσεις. Είναι όμως κοινώς αποδεκτό ότι η Οθωμανική διοίκηση αντέγραψε σε πολλούς τομείς τη Βυζαντινή. Έτσι μέσα στην Κωνσταντινούπολη είχε δημιουργηθεί μια παράταξη απρόθυμη να εναντιωθεί στους Τούρκους όχι επειδή ήταν φιλοτουρκική αλλά επειδή ήταν αντιλατινική.

Τέλος ο λαός είχε να απαντήσει και σε ακόμα ένα δίλλημα. Αν η πόλη παραδιδόταν χωρίς αντίσταση ο λαός θα λάμβανε κάποια προνόμια από το Σουλτάνο ενώ αν προέβαλε αντίσταση την περίμεναν λεηλασίες μετά την κατάκτηση. Τον Απρίλιο του 1453 ο Σουλτάνος με τον πολυπληθέστατο στρατό του φτάνει έξω από τα τείχη της Βασιλεύουσας. Σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές ο στρατός του Μωάμεθ Β΄ ήταν 150.000 άνδρες και εκτός από αυτούς έξω από τη Βασιλεύουσα είχε συγκεντρωθεί και πλήθος άτακτων τους οποίους είχε προσελκύσει η προοπτική της λεηλασίας.


Τα Τουρκικά στρατεύματα είχαν παραταχθεί κατά μήκος των χερσαίων τειχών. Η πολιορκία κηρύχθηκε επίσημα στις 7 Απριλίου και λίγες μέρες αργότερα έφτασε ο Τουρκικός στόλος από την Καλλίπολη και αγκυροβόλησε στο Διπλικιόνι του Βοσπόρου. Ο στόλος αποτελούνταν από 400 πλοία. Από την πλευρά των βυζαντινών οι αριθμοί ήταν απογοητευτικά μικρότεροί. Στην Πόλη βρίσκονταν μόνο 5.000 Βυζαντινοί στρατιώτες και 2.000 ξένοι κυρίως Γενουάτες και Βενετοί. Η πρώτη έφοδος έγινε στις 18 Απριλίου και αντιμετωπίστηκε με επιτυχία.

Η πολιορκία συνεχίστηκε με επιτυχίες για την πλευρά των Χριστιανών. Οι έφοδοι αποκρούονταν και μετά από κερδοφόρα για τους Χριστιανούς ναυμαχία στον Κεράτιο έφτασε στην Κωνσταντινούπολη βοήθεια από τη δύση. Στις 21 Μαΐου ο Σουλτάνος ζητάει την παράδοση της πόλης και υπόσχεται να επιτρέψει στον βασιλιά και σε όσους άλλους ήθελαν να φύγουν με τα υπάρχοντα τους. Επίσης υπόσχεται προστασία σε όσους θα έμεναν στην πόλη. Τέλος στον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ υπόσχεται την ηγεμονία της Πελοποννήσου.

Η πρόταση αυτή του Σουλτάνου φανερώνει ότι σκοπός του Σουλτάνου ήταν να πάρει την πόλη στα χέρια του ακέραια εκτοπίζονταν το Βυζάντιο στην Πελοπόννησο και να την διατηρήσει ως πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας του. Το αίτημα του δεν έγινε αποδεκτό από τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄ και αμέσως ο Μωάμεθ Β΄ προχώρησε στην τελική του επίθεση. Στις 27 Μαΐου άρχισε ο βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών τα οποία ήταν ήδη μερικώς κατεστραμμένα από τους προηγούμενους βομβαρδισμούς. Οι Οθωμανοί βομβάρδιζαν και το τείχος του Κερατίου από τα πλοία τους.

Οι Βυζαντινοί ετοίμασαν την άμυνά τους και πραγματοποίησαν το βράδυ κατανυκτική λειτουργία που έμελε να είναι ή τελευταία. Τα ξημερώματα τις Τρίτης 29 Μαΐου αρχίζει η επίθεση και ύστερα από τρεις εφόδους τις οποίες οι Βυζαντινοί απέκρουσαν με επιτυχία, δόθηκε η τελική μάχη στην οποία ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έπεσε πολεμώντας σαν απλός στρατιώτης. Η Βυζαντινή πρωτεύουσα έπεσε και ολόκληρος ο δυτικός κόσμος θρήνησε την είδηση ότι το τελευταίο προπύργιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην Ανατολή είχε γκρεμιστεί.

Ανάμεσα στους δυτικούς που βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για να υπερασπιστούν την τύχη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήταν και Κρητικοί μαχητές οι οποίοι έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη με επικουρία που έστειλε η Βενετία. Τρία πλοία με Κρητικούς πολεμιστές έφτασαν στην πρωτεύουσα. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης οι εναπομείναντες Κρητικοί μαχητές αφέθηκαν ελεύθεροι και στο ταξίδι της επιστροφής τους μετέδωσαν την είδηση της Άλωσης στο υπόλοιπο Αιγαίο.

Λίγους μήνες μετά την Άλωση, και ενόσω η Κρήτη βρισκόταν σε κατάσταση εσωτερικής ειρήνης, ξέσπασε στο νησί επανάσταση που έχει μείνει γνωστή ως «η Συνομωσία του Σήφη Βλαστού». Η Κρήτη ήταν το τελευταίο τμήμα του Ελληνισμού το οποίο διέθετε κάποιες δυνάμεις και η Βυζαντινή παράδοση ήταν ακόμα ζωντανή. Αυτό σε συνδυασμό με τους πολλούς πρόσφυγες από την Πόλη που έφτασαν στην Κρήτη και την καταπίεση των ενωτικών Χριστιανών από το Λατινικό κλήρο, γέννησε την ιδέα της αναβίωσης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με έδρα πλέον την Κρήτη.

Η επανάσταση απέτυχε και έγινε αφορμή για να δημιουργηθούν στο νησί ληστρικές συμμορίες τις οποίες μόλις που κατάφερε να καταστείλει ο δούκας της Κρήτης. Η επιδείνωση της κατάστασης του νησιού όμως συνεχίστηκε εξαιτίας του σεισμού του 1508 ο οποίος σκότωσε 30 χιλιάδες ανθρώπους και της πανώλης η οποία το 1523 σκότωσε 26 χιλιάδες ανθρώπους. Η θέση των κατοίκων όμως ήταν επισφαλείς και εξαιτίας των συνεχών πειρατικών επιδρομών κυρίως Τούρκων και Σαρακηνών.

Οι Βενετοτουρκικοί Πόλεμοι

Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά την κατάλυση του Βυζαντινού κράτους οι Οθωμανοί συνεχίζουν την επέκτασή τους επικεντρώνοντας την προσοχή τους στις Ελληνικές περιοχές οι οποίες κατέχονταν από Φράγκους Δυνάστες.

Ο πρώτος πόλεμος μεταξύ της Γαληνότατης Δημοκρατίας της Βενετίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έλαβε χώρα το 1463 και διήρκησε μέχρι το 1479. Αποτέλεσμα της σύγκρουσης ήταν να χάσουν οι Βενετοί οριστικά την Εύβοια (1470). Η επόμενη σύγκρουση του 1499-1503 είχε καταστρεπτικά για τη Βενετία αποτελέσματα. Χάνει πολύ σημαντικές κτήσεις της στην Ηπειρωτική Ελλάδα όπως τη Μεθώνη, την Κορώνη, το Δυρράχιο και τη Ναύπακτο. Τα λιμάνια αυτά είχαν μεγάλη σημασία για την επικοινωνία με την Ανατολή και τον αγώνα εναντίων των Τούρκων.

Με τις κατακτήσεις αυτές η Τουρκία γίνεται σχεδόν απόλυτος κυρίαρχος του Ελληνικού χώρου και του Αιγαίου πελάγους και έτσι ο Τουρκικός στόλος γίνεται κυρίαρχος της Ανατολικής Μεσογείου. Το 1570 ακολουθεί ο τρίτος Βενετοτουρκικός πόλεμος ο οποίος διαρκεί τρία χρόνια και αυτή τη φορά η Βενετία χάνει την Κύπρο. Το 1571 λαμβάνει χώρα μια πολύ σημαντική ναυμαχία η οποία θα αναπτερώσει βραχυπρόθεσμα το ηθικό του υπό Τουρκική κατοχή Ελληνικού κόσμου.


Μπροστά στην συνεχώς αυξανόμενη δύναμη των Τούρκων στη ναυτιλία δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός μεταξύ Βενετών, Ισπανών και του Πάπα Πίου Ε΄ επονομαζόμενος Sacra Liga. Έτσι στις 7 Οκτωβρίου 1571 οι συνασπισμένες Χριστιανικές δυνάμεις κατατρόπωσαν τον Τουρκικό στόλο στη Ναύπακτο. Το ηθικό της Ευρώπης αναπτερώνεται και ακολουθούν πολυάριθμες επαναστάσεις στον Ελληνικό χώρο οι οποίες όμως δεν έλαβαν καμία εξωτερική βοήθεια με αποτέλεσμα τελικά να υποταχθούν. Τα απελευθερωτικά κινήματα αυξάνονται τον επόμενο αιώνα.

Το 1600 πραγματοποιείται εξέγερση των Ελλήνων στη Θεσσαλία. Το 1611 έχουμε νέα ανταρσία στην Ήπειρο. Αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός γενικότερου κλήματος τρομοκρατίας στις περιοχές Μακεδονίας και Θεσσαλίας την περίοδο αυτή. Οι επαναστάσεις αυτές γίνονταν από ανοργάνωτους χωρικούς και βοσκούς και δεν είχαν κάποιο αποτέλεσμα. Επαναστατικές ζυμώσεις γίνονται και στη Μάνη όπου με τη βοήθεια του δούκα Νεβέρ και του νεαρού βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΓ΄ πραγματοποιείται εξέγερση το1617-1618.

Εξαιτίας όμως των θρησκευτικών πολέμων που έχουν αρχίσει στη Γαλλία ο βασιλιάς τραβάει πίσω το μικρό στόλο που είχε συγκροτήσει ο δούκας Νεβέρ για να τον χρησιμοποιήσει για αυτό το σκοπό. Εκτός όμως από τα διάφορα επαναστατικά κινήματα την εποχή αυτή παίρνει μεγάλη έκταση και η πειρατεία στις περιοχές του Αιγαίου πράγμα που δημιουργούσε τεράστια ανασφάλεια στην περιοχή.

Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669)

Η τελευταία σύγκρουση Βενετών και Τούρκων είχε επίκεντρο το νησί της Κρήτης, ξεκίνησε το 1645 και ολοκληρώθηκε το 1669. Η Κρήτη ήταν ο τελευταίος προμαχώνας της Χριστιανικής Ανατολής. Η σωτηρία της δεν ήταν σημαντικό μόνο για τους Βενετούς αλλά για ολόκληρο τον Χριστιανικό κόσμο καθώς θα καθόριζε τα όρια των δύο πολιτισμών. Το νησί της Κρήτης θα γίνει το συμβολικό πεδίο μάχης των δύο κόσμων και ιδεολογιών. Ο Χριστιανισμός ανταγωνίζεται το Μουσουλμανισμό και όχι απλά οι Βενετοί τους Τούρκους.

Η νίκη ή αποτυχία του ενός θεωρείται αντίστοιχα επιτυχία ή αποτυχία του άλλου. Έτσι ο αγώνας για τη σωτηρία της Κρήτης έλαβε γρήγορα πανευρωπαϊκές διαστάσεις και αναμείχθηκαν σε αυτόν όλοι οι ηγεμόνες της Ευρώπης ιδίως κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Χάνδακα. Όπως και για τους Βενετούς τον 13ο αιώνα έτσι τώρα και για τους Τούρκους η προνομιακή θέση της Κρήτης στη Μεσόγειο καθώς και ο πλούτος των προϊόντων της ήταν ένα πολύ δυνατό δέλεαρ. Είχαν ήδη κατακτήσει την Ρόδο και την Κύπρο και σειρά είχε πλέον η Κρήτη.

Η αφορμή για την έναρξη του πολέμου δόθηκε από ένα, συνηθισμένο για την εποχή, πειρατικό επεισόδιο. Οι Ιωαννίτες ιππότες της Μάλτας αιχμαλώτισαν κοντά στα Κρητικά παράλια ένα Τουρκικό πλοίο το οποίο μετέφερε προσκυνητές στη Μέκκα. Με την πρόφαση λοιπόν ότι ήθελε να τιμωρήσει τους Βενετούς διότι δέχθηκαν στα λιμάνια της Κρήτης τα Μαλτέζικα πλοία, ο Σουλτάνος Ιμπραήμ διέταξε την πρώτη επίθεση κατά της Κρήτης. Ο Πασάς Διουσούφ με στρατό 100 χιλιάδων ανδρών και στόλο αποτελούμενο από 110 μεγάλα και 300 μικρά πλοία έβαλε πλώρη προς την Κρήτη.

Στις 13 Ιουνίου αποβιβάζεται στην βραχονησίδα Αγ. Θεόδωρος κοντά στα Χανιά, καταλαμβάνει το φρούριο και χρησιμοποιεί το νησάκι αυτό σαν ορμητήριο για να επιτεθεί στα Χανιά. Ο Τουρκικός στρατός βάδισε προς τα Χανιά και απέκλισε την πόλη από στεριά και από θάλασσα. Η πόλη των Χανίων είχε στη διάθεσή της ολιγάριθμη φρουρά και η ενισχύσεις που έφτασαν από το Ρέθυμνο και το Χάνδακα αποκρούστηκαν αμέσως από τους Τούρκους.

Η πολιορκία διήρκησε 57 ημέρες και στις 12 Αυγούστου το φρούριο των Χανίων παραδόθηκε στους νέους κατακτητές ύστερα από συμβούλιο που πραγματοποιήθηκα στην πόλη και στο οποίο συμμετείχαν πολλές επιφανείς οικογένειες του νησιού μεταξύ των οποίων και οι Καλλέργηδες. Ένα χρόνο μετά την κατάκτηση των Χανίων ο Οθωμανικός στόλος έπλευσε στη Σούδα και στρατοπέδευσε εκεί. Από εκεί ο στρατός κατευθύνθηκε αμέσως προς την πόλη του Ρεθύμνου λεηλατώντας τα χωριά που βρέθηκαν στο δρόμο του.

Στην υπεράσπιση του φρουρίου του Ρεθύμνου έσπευσαν πολλοί Έλληνες και Βενετοί υπό την αρχηγία των: Γονζάγα, Κορνάρου και Μολή. Οι Τούρκοι πραγματοποίησαν επανειλημμένες εφόδους ώσπου τελικά εισέβαλαν στο φρούριο στις 10 Οκτωβρίου του 1646 εκτοπίζοντας τη φρουρά στην ακρόπολη υπό την αρχηγία του Ανδρέα Κορνάρου (Φορτέτσα). Στις 4 Νοεμβρίου, ύστερα από 24 μέρες πολιορκίας το φρούριο παραδίδεται και οι επιβιώσαντες Χριστιανοί υπό τον προβλεπτή Φραγκίσκο Μινότη αναχωρούν για το Χάνδακα.

Η τακτική που ακολουθούσαν οι Τούρκοι ήταν η προοδευτική κατάκτηση του νησιού αφήνοντας το απόρθητο φρούριο του Χάνδακα τελευταίο και αποκλεισμένο από το υπόλοιπο νησί. Ήδη από το 1647, ένα μόλις μήνα μετά την πτώση του Ρεθύμνου, ο Τουρκικός στρατός στρατοπέδευσε έξω από το Χάνδακα. Προτού αρχίσουν τις επιχειρήσεις κατά της πρωτεύουσας της Κρήτης επιδόθηκαν σε ληστρικές επιχειρήσεις στην Κεντρική και Ανατολική Κρήτη, αποδυναμώνοντας έτσι την ύπαιθρο χώρα του νησιού.


Καταλαμβάνοντας εγκαίρως όλες τις από ξηράς εισόδους προς την ανατολική Κρήτη έφτασαν και στο οροπέδιο Λασιθίου. Ο φρούραρχος του Λασιθίου γνωρίζοντας για τις λεηλασίες που υπέστη το υπόλοιπο νησί και μη έχοντας τη δυνατότητα να κρατήσει το φρούριο του οροπεδίου, αφού πυρπόλησε τη δημόσια αποθήκη σιτηρών, το εγκατέλειψε και κατευθύνθηκε προς το Χάνδακα. Έτσι οι Τούρκοι δεν συνάντησαν αντίσταση στο Λασίθι και διασχίζοντάς το κατέλαβαν το Μεραμπέλλο. Συνέχεια είχε το φρούριο του Αγ. Νικολάου το οποίο παραδόθηκε και αυτό χωρίς καμία αντίσταση.

Το συγκεκριμένο φρούριο ήταν αρκετά δυνατό και θα μπορούσε να έχει αποκρούσει τον εχθρό αν οι αριθμοί του Τουρκικού στρατού δεν ήταν συντριπτικά μεγαλύτεροι. Στην ανατολική Κρήτη τη σημαντικότερη αντίσταση προέβαλλε η Ιεράπετρα η οποία πολιορκήθηκε. Ο Κρητικός λαός αντιστάθηκε υπό τον στρατηγό Φραγκίσκο Μουδάτσο. Οι αριθμοί δεν ήταν με το μέρος των Κρητικών και έτσι τελικά παραδόθηκε και αυτό το φρούριο στους Τούρκους.

Την άνοιξη του 1647 φτάνουν νέες ενισχύσεις για το στρατό των Οθωμανών. Οι Βενετοί προσπάθησαν να αναχαιτίσουν τους Τούρκους με αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις και αποβάσεις στο Μυλοπόταμο και το Μεραμπέλλο καθώς και ξεσηκώνοντας των Κρητικό λαό. Την άνοιξη του 1648 οι μόνες περιοχές που παρέμεναν στα χέρια των Βενετών ήταν ο Χάνδακας και τα τρία θαλάσσια φρούρια της Γραμβούσας, της Σούδας και της Σπιναλόγκας.

Η Πολιορκία του Χάνδακα

Η πολιορκία του Χάνδακα άρχισε το Μάιο του 1648 και η πρώτη σοβαρή επίθεση πραγματοποιήθηκε στις 2 Ιουνίου του ίδιου έτους. Αρχικά οι Τούρκοι είχαν στρατοπεδεύσει στη περιοχή Γιόφυρος έξι χιλιόμετρα δυτικά του Χάνδακα όμως η συγκεκριμένη περιοχή αποδείχτηκε επισφαλείς και για το λόγο αυτό οργάνωσαν νέο και ισχυρό στρατόπεδο στην περιοχή Μαραθίτης. Η πρώτη έφοδος έγινε στο φρούριο του Αγ. Δημητρίου στη σημερινή περιοχή της Αναλήψεως και αποκρούστηκε εύκολα από τους Βενετούς.

Στη συνέχεια κατέστρεψαν τους υδραγωγούς της Αγ. Ειρήνης που τροφοδοτούσαν με νερό το Χάνδακα και συνέχισαν τις επιθέσεις τους. Από τη στεριά ο Χάνδακας ήταν πλήρως αποκλεισμένος και η τροφοδοσία γινόταν μόνο από τη θάλασσα όπου ο βενετικός στόλος υπερίσχυε του τουρκικού. Για δεκαέξι ολόκληρα χρόνια η πολιορκία παρουσιάζει μια στασιμότητα με συνεχείς επιθέσεις και αντεπιθέσεις οι οποίες δεν έδειχναν νικητή ή χαμένος αλλά μόνο έφθειραν με αργό ρυθμό τους δύο αντιπάλους.

Η Οθωμανική Αυτοκρατορία τροφοδοτούσε ταυτόχρονα με την πολιορκία του Χάνδακα και πολέμους στη βόρεια Βαλκανική με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ενισχύσει στο έπακρο τους πολιορκητές. Από την άλλη ο Βενετικός στόλος καταναυμαχούσε συνεχώς τον Τουρκικό στο Αιγαίο. Το 1658 ο στόλαρχος του Αιγαίου Φραντζέσκο Μοροζίνι, κατόπιν ηρωικός υπερασπιστής του Χάνδακα, καταστρέφει τον Τουρκικό στόλο κοντά στον Ελλήσποντο. Γύρο στο 1650 με 1651 αρχίζει να εκδηλώνεται στην Ευρώπη το ενδιαφέρον για την τύχη του Χάνδακα και γενικότερα της Κρήτης.

Αρχίζουν λοιπόν οι Ευρωπαϊκές χώρες να στέλνουν ενισχύσεις στην πόλη. Η Ισπανία τροφοδοτεί το Χάνδακα με σιτάρι και οχτώ πολεμικές γαλέρες, ο καρδινάλιος Μαζαρέν της Γαλλίας στέλνει 4.000 άνδρες υπό Γάλλο πρίγκιπα ο οποίος προσπάθησε χωρίς επιτυχία να ανακαταλάβει τα Χανιά. Εκτός από το πεδίο της μάχης όμως αγώνας διεξαγόταν και στο πεδίο της θρησκευτικής προπαγάνδας. Από τη μια πλευρά οι Τούρκοι υπόσχονταν στους Χριστιανούς ότι θα επαναφέρουν την Ορθόδοξη ιεραρχία

Από την άλλη οι Βενετοί μπροστά στην ανάγκη της πίστης του Κρητικού λαού αλλάζουν στάση στον συγκεκριμένο τομέα και ενισχύουν την Ορθόδοξη εκκλησία επαναφέροντας τον έκπτωτο Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωαννίκιο Β΄ στον οποίο αναθέτουν την προπαγάνδα κατά των απίστων. Τον Αύγουστο του 1664 τα Τουρκικά στρατεύματα αποδεσμεύονται από τις πολεμικές τους υποχρεώσεις στην Ευρώπη και ήταν πλέον διαθέσιμα για να προστεθούν στον ήδη μεγάλο αριθμό των στρατιωτών που πολιορκούσαν την πρωτεύουσα του νησιού.

Η αρχηγία του στρατού των Τούρκων περνάει στα χέρια του Μέγα Βεζύρη Αχμέτ Κιοπρούλη ο οποίος φτάνει στο νησί στις 3 Νοεμβρίου του 1666 με στόχο να δώσει τέλος στον μακροχρόνιο και εξαντλητικό αυτό πόλεμο. Αντίστοιχα στην απέναντι πλευρά η Βενετία στέλνει στην Κρήτη τον έμπειρο στόλαρχο Φραντζέσκο Μοροζίνι για να αναλάβει την υπεράσπιση της πόλης. Αμέσως μετά από τις αλλαγές αυτές στην ιεραρχία των δύο αντιμαχόμενων πλευρών η πολιορκία γίνεται ανελέητη.

Οι βομβαρδισμοί των τειχών είναι ακατάπαυστοι και σπέρνουν τον πανικό στους πολιορκημένους. Ο Μοροζίνι υπερασπίζεται την πόλη με σύνεση και δυναμισμό. Το Νοέμβριο του 1667 ο συνταγματάρχης Ανδρέας Μπαρότσης υπέδειξε στον Κιουταχή τα ασθενή σημεία του τείχους του Χάνδακα δίνοντας με αυτή του την προδοσία το πλεονέκτημα στους Τούρκους. Εκτός όμως από την προδοσία του Μπαρότση η άμυνα του κάστρου αποδυναμωνόταν και από την κακή διατροφή, τις επιδημικές ασθένειες και τις μόνιμες διαφωνίες μεταξύ των στρατηγών.


Παρά τις δυσκολίες όμως το ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώνεται με την άφιξη νέων επικουριών από την Ευρώπη. Το Νοέμβριο, το Φεβρουάριο και τον Μάιο του 1668 φτάνουν οι ενισχύσεις και την τελευταία βοήθεια της Ευρώπης δέχεται ο Χάνδακας τον Ιουνίου αποτελούμενη από έξι χιλιάδες άνδρες υπό τον δούκα του Beaufort. Η βοήθεια αυτή από τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΔ΄ έφτασε στο νησί ύστερα από διεκδίκηση του ικανότατου διπλωμάτη της Βενετίας Ιωάννη Μοροζίνι.

Ο τελευταίος το 1668 διορίστηκε πρεσβευτής στο Παρίσι στην αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ΄. Κύριος σκοπός του Ι. Μοροζίνι ήταν να επιτύχει την αποστολή των Γαλλικών ενισχύσεων στο Χάνδακα. Την περίοδο αυτή που η τύχη του Χάνδακα βρισκόταν σε κρίσιμο σημείο ζητήθηκε και από τον Πάπα Κλήμη Θ΄ να αποσταλεί βοήθεια από τη Γαλλία. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ φοβούμενος ότι η φανερή υποστήριξη της Γαληνότατης θα είχε αρνητικά αποτελέσματα για το Γαλλικό εμπόριο στην Ανατολή πραγματοποίησε κρυφή στρατολόγηση και έστειλε στο Χάνδακα τον δούκα Beaufort.

Ο τελευταίος έπεσε κατά τη διάρκεια μάχης που δόθηκε κατά την έξοδο που πραγματοποίησαν οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις στην ανατολική περιοχή του φρουρίου. Μετά την αποτυχημένη αυτή προσπάθεια οι υπόλοιπες Ευρωπαϊκές δυνάμεις εγκατέλειψαν το νησί και η κατάσταση της άμυνα επιδεινώθηκε. Ο Μοροζίνι τότε βλέποντας ότι το τείχος δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ ακόμα αποφάσισε να αρχίσει διαπραγματεύσεις για την παράδοση της πόλης. Στα τέλη Αυγούστου οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν με πλήρη μυστικότητα και διήρκησαν είκοσι μέρες.

Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1669 υπογράφηκε η συνθήκη και οι εχθροπραξίες σταμάτησαν αμέσως. Η συνθήκη αποτελούνταν από δεκαοχτώ άρθρα τα οποία όριζαν τα εξής: Η πόλη του Χάνδακα θα παραδιδόταν με όλα τα κανόνια και τα πολεμοφόδιά της. Τα Φρούρια της Σούδας, της Γραμβούσας και της Σπιναλόγκας θα παρέμεναν στους Βενετούς. Οι αιχμάλωτοι και των δύο αντιπάλων θα ελευθερώνονταν. Τα νησιά που ανήκαν στην Υψηλή Πύλη ανά τη Μεσόγειο δεν θα ενοχλούνταν από τους Βενετούς. Μια κατοικία θα παραχωρούνταν για τη στέγαση του Βενετού πρέσβη στο Γαλατά.

Η Βενετία θα έστελνε πρόξενους και στα υπόλοιπα παραθαλάσσια εμπορικά μέρη. Μέχρι να επικυρωθεί η ειρήνη θα δίνονταν όμηροι και από τις δύο πλευρές. Θα παραχωρούνταν στους κατοίκους της πόλης διάστημα παύσης των εχθροπραξιών για να μπορέσουν να φύγουν από την πόλη. Τα υποκείμενα και οι ιδιοκτησίες όσων επέλεγαν να παραμείνουν στη πόλη δεν θα παραβιάζονταν. Η Δημοκρατία της Βενετίας θα έστελνε πρέσβη και δώρα στην Κωνσταντινούπολη. Επετράπη λοιπόν στους κατοίκους της πόλης να φύγουν εάν θέλουν παίρνοντας μαζί την κινητή περιουσία τους.

Ο Μοροζίνι οδήγησε τους πρόσφυγες στο μικρό νησάκι Δία απέναντι από την πόλη του Χάνδακα και από εκεί κατέφυγαν στα Επτάνησα και σε άλλες περιοχές του Αιγαίου και της Πελοποννήσου. Στις 4 Οκτωβρίου του 1669 ο Κιοπρουλής μπήκε στην πόλη του Χάνδακα και την βρήκε ερειπωμένη. Οι τρείς περιοχές που παρέμειναν στην κατοχή των Βενετών ήταν τα φρούρια της Σούδας, της Γραμβούσας και της Σπιναλόγκας τα οποία στη συνέχεια εγκαταλείφτηκαν από τους Βενετούς καθώς με την αλλαγή των συνθηκών στο Αιγαίο δεν είχαν πλέον καμία αξία για τη Γαληνότατη.

Η Κρήτη δεν ήταν μόνο ο τελευταίος σταθμός στη μακρά αντιπαράθεση μεταξύ Βενετών και Οθωμανών αλλά και το σημείο της ισχυρότερης αλληλεπίδρασης τριών διαφορετικών πολιτισμών. Οι Ορθόδοξοι της Ανατολής, οι Λατίνοι και οι Μουσουλμάνοι της ανατολικής Μεσογείου βρέθηκαν όλοι μαζί στο στρατηγικό αυτό μέρος και επηρέασαν όχι μόνο πολεμικά αλλά και πολιτισμικά ο ένας τον άλλο.

Για 500 χρόνια είχε καταφέρει, με τις όποιες δυσκολίες, να συμβιώσει το Καθολικό με το Ορθόδοξο στοιχείο πάνω στην Κρήτη και με την κατάκτησή της από τους Τούρκους έρχεται να προστεθεί μια νέα δύναμη. Η προσαρμογή θα είναι αργή όπως έγινε και στα πρώτα χρόνια της Βενετικής κατοχής. Δύο ακόμα πόλεμοι μεταξύ Βενετών και Τούρκων θα λάβουν χώρα το 1684-99 και 1714-15. Η αναστάτωση στο νησί θα κρατήσει μέχρι το 1715.

Το Τέλος της Ενετοκρατίας

Όταν οι Τούρκοι έδειξαν τις φανερές βλέψεις τους έναντι της Κρήτης, της μοναδική πλέον στρατιωτικής βάσης που διέθετε η Δύση στη λεκάνη της Οθωμανικής Ανατολικής Μεσογείου, οι Κρητικοί στη μεγάλη τους πλειοψηφία, κυρίως οι αστοί στάθηκαν στο πλευρό των Ενετών. Οι κάτοικοι της υπαίθρου ήταν στην πλειοψηφία τους αδιάφοροι στην προβλεπόμενη μεταβολή εξουσίας, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που προσχώρησαν στο Τουρκικό στρατόπεδο.

Την περίοδο που η Βενετία βρίσκονταν σε οικονομική παρακμή, η Δύση σπαράσσονταν από τον τριακονταετή πόλεμο, οι Τούρκοι, αποφάσισαν να εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους στις συγκοινωνίες της Ανατολικής Μεσογείου. Το 1644 Ιωαννίτες ιππότες αιχμαλώτισαν έξω από τη Ρόδο Τούρκικο καράβι που μετέφερε αξιωματούχους για προσκύνημα στη Μέκκα. Η Υψηλή Πύλη κατηγόρησε τους Ενετούς ότι έδωσαν καταφύγιο στους επιδρομείς και κήρυξαν τον πόλεμο.


Το 1645 οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στη Σούδα Χανίων, χωρίς καμία αντίδραση κατέλαβαν τα Χανιά. Το 1648 άρχισε η μοναδική σε διάρκεια στην παγκόσμια ιστορία πολιορκία του Χάνδακα, που κράτησε εικοσιένα χρόνια. Μέχρι το 1669 οι Τούρκοι είχαν καταλάβει όλη την Κρήτη. Όπου συναντούσαν αντίσταση λεηλατούσαν και κατέστρεφαν. Επικεφαλής των Χριστιανικών στρατευμάτων ορίστηκε ο αρχιστράτηγος Φραγκίσκος Morosini.

Από τους Κρητικούς που πολέμησαν με ηρωισμό και αυτοθυσία δίπλα στους Ενετούς πρέπει να αναφερθεί ο διαπρεπής λόγιος Γεράσιμος Βλάχος, μετέπειτα μητροπολίτης Φιλαδελφείας στη Βενετία. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1669 υπεγράφη η συνθήκη με την οποία η Κρήτη γίνονταν Οθωμανική κτήση. Κρητικοί πρόσφυγες ζήτησαν άσυλο και τους δόθηκε στη Βενετία και σε άλλες Βενετοκρατούμενες Ελληνικές περιοχές.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κατά τη διάρκεια της μακράς ιστορίας του νησιού της Κρήτης πέρασαν από εκεί διάφοροι κατακτητές και ο καθένας άφησε το στίγμα του στον ντόπιο πληθυσμό. Η Κρήτη βρέθηκε υπό Ρωμαϊκή, Αραβική, Γενουατική και Βενετική κατοχή και πριν τη Δ΄ Σταυροφορία υπαγόταν στο Βυζαντινό κράτος. Ο εγχώριος πληθυσμός του νησιού παρέμενε πάντα πιστός στο Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Ακόμα η τύχη του νησιού κατά το Μεσαίωνα συνδέεται άμεσα με την τύχη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας καθώς τα δύο σημεία σταθμός της αυτοκρατορίας ήταν καθορίστηκα και για την Κρήτη.

Το Βυζαντινό κράτος, κατά τη διάρκεια της μακραίωνης ζωής του, έπεσε δύο φορές στα χέρια ξένου κατακτητή. Την πρώτη αλλά προσωρινή κατάκτηση πραγματοποίησαν οι Σταυροφόροι το 1204. Το γεγονός αυτό καθορίζει το νέος κατακτητής της Κρήτης, τη Βενετία. Η δεύτερη φορά που καταλύεται το Βυζαντινό κράτος θα σηματοδοτήσει για το νησί την έναρξη μακροχρόνιας διαμάχης η οποία θα καταλήξει στην κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς.

Στα 500 χρόνια Βενετικής κατοχής ο εγχώριος πληθυσμός και οι Βενετοί άποικοι ήρθαν πολύ κοντά και έφτασαν να παλεύουν στο τέλος για την ίδια πατρίδα. Πολλοί είχαν προσχωρήσει στην ορθόδοξη πίστη και είχαν αποκτήσει κρητική συνείδηση. Η μητρόπολη έκανε ότι ήταν δυνατό για να αποφύγει τη μετατροπή αυτή των αποίκων όμως ήταν τόσα πολλά τα χρόνια της παραμονής τους στο νησί που αυτό στάθηκε αδύνατο.

Μέχρι και την τελευταία στιγμή η πολιτεία της Βενετίας αρνήθηκε να εμπιστευτεί τους ντόπιους και κατά τη διάρκεια των μαχών κατά των Τούρκων δεν τους παρείχε όπλα και δεν τους χρησιμοποίησε στον πόλεμο. Αρνούμενη να δώσει εξουσία στους Κρητικούς η Βενετία πήρε το ρίσκο και τελικά έχασε τη μάχη με τους Τούρκους. Τα σημάδια που άφησε η Βενετοκρατία, είναι ακόμα και στις μέρες μας εμφανή σε όλο το νησί.

Πέρα από τα υλικά κατάλοιπα όπως είναι τα τείχη του Χάνδακα και πολλά άλλα μνημεία σε όλη την έκταση του νησιού, η Βενετική παρουσία, ο Ιταλικός αέρας υπάρχει ακόμα στο νησί. Τοπωνύμια, ονόματα και επώνυμα της σημερινής εποχής καθώς και Βενετσιάνικες ονομασίες και διακοσμήσεις σε κέντρα διασκέδασης είναι πράγματα που θυμίζουν καθημερινά την ιστορία του νησιού.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ

  • 1204 Δ΄ Σταυροφορία
  • 1206-1217 1ος Βενετογενουατικός πόλεμος
  • 1212 1ος Αποικισμός της Κρήτης
  • 1212 Η επανάσταση των Αγιοστεφανιτών
  • 1219 Η επανάσταση των Σκορδίληδων και Μελισσηνών
  • 1222 2ος Αποικισμός της Κρήτης
  • 1233 3ος Αποικισμός της Κρήτης
  • 1252 4ος Αποικισμός της Κρήτης
  • 1262 Ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς και επανάσταση στην Κρήτη
  • 1266-1294 2ος Βενετογενουατικός πόλεμος
  • 1272 Η επανάσταση των Χορτάτζηδων
  • 1282-1299 Η επανάσταση του Αλεξίου Καλλέργη
  • 1341 Η επανάσταση του Λέοντος Καλλέργη και των Ψαρομηλίγγων
  • 1363- 1366 Η Αποστασία του Αγίου Τίτου
  • 1453 Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς
  • 1453-1454 Η συνομωσία του Σήφη Βλαστού
  • 1463-1479 1ος Βενετοτουρκικός πόλεμος
  • 1499-1503 2ος Βενετοτουρκικός πόλεμος
  • 1527 Η επανάσταση του Γεώργιου Καντανολέου
  • 1537-1540 3ος Βενετοτουρκικός πόλεμος
  • 1569 Ο θεσμός του γενικού προβλεπτή γίνεται μόνιμος
  • 1645-1669 Ο Κρητικός πόλεμος

ΧΑΡΤΕΣ







ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


















(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)



ΠΗΓΕΣ :

(1) :
http://195.251.38.253:8080/xmlui/bitstream/handle/123456789/370/104_000169.pdf?sequence=1

(2) :
http://www.cretainfo.net/records.asp?lang=0&cat=36&subcat=324

(3) :
http://papoutsakis.blogspot.gr/2006/11/1211-1669.html

(4) :
http://www.rizaonline.gr/1/8/1411.nphtml

(5) :
http://papoutsakis.blogspot.gr/2006/12/blog-post.html

(6) :
http://www.eriande.elemedu.upatras.gr/eriande/synedria/synedrio2/praktika/kalergis.htm


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου