22 Νοε 2013

ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΕΣ : Γ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ (1189 - 1192) (ΜΕΡΟΣ Γ')


Η Γ’ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Το Βυζάντιο στην Τρίτη Σταυροφορία

Tον Οκτώβριο του 1187 έφθασαν στη Ρώμη άσχημα νέα απ την Ανατολή. Tα Ιεροσόλυμα, πρωτεύουσα του Λατινικού Βασιλείου που το 1099 είχαν ιδρύσει οι πρώτοι σταυροφόροι, είχαν καταληφθεί από το Σαλαδίν. O Σουλτάνος της Αιγύπτου είχε αρχίσει, απ το 1174 με την κατάληψη της Δαμασκού, να επεκτείνει το κράτος του στη Συρία και στη συνέχεια στη Μεσοποταμία. Oι Φράγκοι είχαν περιοριστεί στη στενή λωρίδα της Δυτικής Παλαιστίνης μεταξύ Τρίπολης και Γιάφας. Στις 4 Ιουλίου 1187, μάλιστα, σε μάχη μεταξύ μουσουλμάνων και Δυτικών στο Hattin είχε αιχμαλωτιστεί ο βασιλιάς των Ιεροσολύμων Γκυ ντε Λουζινιάν...


Εκτός απ την Τρίπολη και την Αντιόχεια η μόνη μεγάλη πόλη που παρέμενε στα χέρια των χριστιανών ήταν η Τύρος, χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του Κορράδου του Μομφερατικού. Tο 1188 ο Γκυ ελευθερώθηκε, αλλά ο Κορράδος του αρνήθηκε την είσοδο στην Τύρο. Tον Αύγουστο του 1189 άρχισε την πολιορκία της Άκρας, που είχε πέσει στα χέρια των μουσουλμάνων δύο χρόνια νωρίτερα.

Στο μεταξύ, στην Ευρώπη είχαν ήδη αρχίσει οι προετοιμασίες για την πραγματοποίηση της Γ΄ Σταυροφορίας. Tον πάπα Ουρβαν Γ΄ (που, όπως λένε οι χρονικογράφοι, πέθανε από τη λύπη του για τα γεγονότα, αν και βρισκόταν ήδη σε μεγάλη ηλικία), μετά δίμηνη παρουσία στον παπικό θρόνο του Γρηγορίου H΄, διαδέχθηκε ο Κλήμης Γ΄, ο οποίος κήρυξε τη νέα σταυροφορία, απέφυγε όμως να θέσει την Εκκλησία επικεφαλής. Tο ρόλο αυτό ανέλαβαν οι μονάρχες της Αγγλίας και της Γαλλίας, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος και Φίλιππος Αύγουστους αντίστοιχα, αλλά κυρίως ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Βαρβαρόσσας.

Η Βοήθεια των Βυζαντινών

O Φρειδερίκος πριν ξεκινήσει, ακολουθώντας την πεπατημένη οδό των σταυροφόρων μέσω του Δούναβη, των Βαλκανίων και της Κωνσταντινούπολης, θέλησε να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Βυζαντινών για τη διαπεραίωση των στρατευμάτων του στη Μικρά Aσία. Για το σκοπό αυτό άρχισε διαπραγματεύσεις με τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Άγγελο, ο οποίος, επειδή ήταν απασχολημένος με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους, είχε ανανεώσει παλιότερη συμφωνία με το Σαλαδίν που αφορούσε την ελευθερία των χριστιανών των Ιεροσολύμων. 

Oι συνεννοήσεις Φρειδερίκου και Ισαακίου κατέληξαν το φθινόπωρο του 1188 στη συμφωνία της Νυρεμβέργης. Oι Βυζαντινοί αναλάμβαναν την υποχρέωση να βοηθήσουν τους σταυροφόρους να περάσουν στην Aσία και να τους προμηθεύσουν φθηνά τρόφιμα, ενώ οι Γερμανοί υποχρεώνονταν να μην προκαλέσουν ζημιές και καταστροφές στις περιοχές απ τις οποίες θα περνούσαν. Έτσι, τον Μάιο του 1189 ένα μεγάλο γερμανικό στράτευμα, που αριθμούσε αρκετές χιλιάδες ανδρών, ξεκίνησε από τη Ρατισβόνη και το καλοκαίρι έφθασε στα βυζαντινά εδάφη. 

H μη τήρηση της συμφωνίας του 1188 από τους Γερμανούς και η κατάληψη της Φιλιππούπολης οδήγησε ξανά σε διαπραγματεύσεις οι οποίες κατέληξαν σε νέα συμφωνία σε Φεβρουάριο του 1190. O Ισαάκιος αναγκάσθκε να υποβληθεί σε οικονομικές θυσίες προκειμένου ο Φρειδερίκος να απομακρυνθεί γρήγορα από τα εδάφη του. Tον Mάρτιο του 1190 οι σταυροφόροι μεταφέρθηκαν με βυζαντινά πλοία απ την Καλλίπολη στη Μικρά Aσία και προχώρησαν προς τη Φρυγία και την Κιλικία με κατεύθυνση την Παλαιστίνη. 

Eνα τυχαίο όμως περιστατικό έθεσε τέρμα στις γερμανικές βλέψεις και φιλοδοξίες. O Φρειδερίκος πνίγηκε στον ποταμό Καλύκανδο της Σελεύκειας τον Iούνιο του ίδιου χρόνου. H ανακατάληψη των Αγίων Τόπων δεν πραγματοποιήθηκε αφού ο γιος του Φρειδερίκος της Σουηβίας συνέχισε την εκστρατεία αλλά γνώρισε μόνο μικρές επιτυχίες στη Συρία.


O Ριχάρδος και η Κύπρος

O Ριχάρδος είχε αποφασίσει τη συμμετοχή του στη σταυροφορία από το Νοέμβριο του 1187, ως διάδοχος ακόμη του πατέρα του Ερρίκου B΄ (†6.7.1188). Δυναστικές όμως διαμάχες που τον οδήγησαν στο θρόνο (3.9.1188) καθυστέρησαν την αναχώρησή του, που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1190, τρία σχεδόν χρόνια μετά την άλωση των Ιεροσολύμων. O Ριχάρδος προτίμησε τη θαλάσσια οδό. Tο ίδιο και ο Βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Αύγουστος που ξεκίνησε την ίδια εποχή. Και οι δύο όμως Βασιλείς δεν κατόρθωσαν να φθάσουν μακρύτερα απ τη Σικελία.

Oι στόλοι παρέμειναν εκεί έως του ο Ριχάραδος αποκατέστησε τις σχέσεις του με το νέο Βασιλιά του νησιού. Tον Απρίλιο του 1191 οι σταυροφόροι έφθασαν στη Ρόδο χτυπημένοι -όμως από θύελλα, η οποία διέσπασε τις δυνάμεις τους και κατέστρεψε ένα μέρος τους. Ορισμένα πλοία αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στην Κύπρο, που η υποδοχή από τον Ισαάκιο Κομνηνό, που το 1184 είχε επαναστατήσει κατά της εξουσίας της Κωνσταντινουπόλεως και είχε ανακηρύξει τον εαυτό του Αυτοκράτορα, δεν ήταν αναμενόμενη.

Όσοι διασώθηκαν από το ναυάγιο φυλακίστηκαν. Λίγο αργότερα έφθασε στη Λεμεσσό ένα άλλο πλοίο, στο οποίο επέβαιναν η αδελφή του Ριχάρδου Ιωάννα και η μέλλουσα γυναίκα του Βερεγγάρια. O Ισαάκιος προσπάθησε να αποβιβάσει τις δύο γυναίκες στην ακτή και ίσως να τις κρατήσει ομήρους, επειδή φοβόταν μία ενδεχόμενη επίθεση του Ριχάρδου στο νησί. Στις 5 Μαΐου ο Ριχάρδος και το κύριο τμήμα του στόλου του συνάντησαν την Ιωάννα και τη Βερεγγάρια. 

Στο άκουσμα των προθέσεων του Ισαάκιου αποφάσισε να εκδικηθεί και την επόμενη μέρα αποβιβάσθηκε στη Λεμεσσό. Oι προσπάθειες του Ισαακίου να αποτρέψει την εξέλιξη των γεγονότων και να έρθει σε συνεννόηση με τον Ριχάρδο δεν στέφθηκαν από επιτυχία και έτσι σε σύντομο χρονικό διάστημα η Κύπρος βρισκόταν στα χέρια του Άγγλου Βασιλιά. O Ισαάκιος αλλά και η κόρη του είχαν συλληφθεί και κρατηθεί αιχμάλωτοι.

Δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί με βεβαιότητα αν η κατάκτηση της Μεγαλονήσου ήταν προσχεδιασμένη ή όχι. Oι περισσότεροι από τους χρονικογράφους του Μεσαίωνα παραδίδουν τα γεγονότα όπως προαναφέρθηκαν. Υποστηρίζουν, επομένως τι ο Ριχάρδος αναγκάσθηκε να τιμωρήσει τον «τύραννο» Ισαάκιο, ο οποίος κακοποίησε προσκυνητές που όδευαν στους Αγίους Τόπους και προσβάλλοντας τη μνηστή του τον έθιξε προσωπικά. 

Πάντως, από τη στιγμή που προσέγγισε το νησί πρέπει να διαπίστωσε την κυρίαρχη θέση του στη Μεσόγειο ως ανεφοδιαστική βάση. άλλοι πάλι, αντίθετα, βασιζόμενοι σε μία δήλωση, την οποία ο Συνεχιστής του Γουλιέλμου της Τύρου αποδίδει στο Ριχάρδο, και σύμφωνα με την οποία σχεδίαζε να ολοκληρώσει τη Σταυροφορία του κατακτώντας την Κωνσταντινούπολη, θεωρούν τι η κατάκτηση της Κύπρου εντασσόταν σε ένα ευρύτατο πρόγραμμα, που είχε αρχίσει απ τη Σικελία και στόχευε στη δημιουργία μιας Αυτοκρατορίας στη Μεσόγειο.

Eνα μήνα μετά την άφιξή του στην Κύπρο, στις 5 Ιουνίου 1191, ο Ριχάρδος έφυγε από την Κύπρο για την Παλαιστίνη. Eξι βδομάδες αργότερα οι Μουσουλμάνοι της Άκρας συνθηκολόγησαν. Oι Χριστιανικές δυνάμεις μπορούσαν πλέον να επεκτείνουν τον έλεγχό τους και σε άλλες περιοχές των Αγίων Τόπων, αλλά ο Σαλαδίν δεν είχε ακόμη νικηθεί. Tο Σεπτέμβριο του 1192 υπογράφηκε ανακωχή, σύμφωνα με την οποία οι Χριστιανοί κρατούσαν την παράλια περιοχή απ την Τύρο μέχρι τη Γιάφα αλλά όχι τα Ιεροσόλυμα και την ενδοχώρα.


H αναχώρηση του Ριχάρδου τον Οκτώβριο του 1192 για την Ευρώπη σήμαινε το τέλος της Γ΄ Σταυροφορίας.

H Τύχη της Κύπρου

Oι δεκαέξι μήνες κατά τους οποίους ο Ριχάρδος βρισκόταν στους Αγίους Τόπους ήταν κρίσιμοι για την τύχη της Κύπρου. Λίγες εβδομάδες μετά την αναχώρησή του και πριν από την πτώση της Άκρας ο Ριχάρδος πούλησε το νησί τους Ναΐτες ιππότες. H κυριαρχία των Nαϊτών, αρπακτική και καθόλου λαοφιλής, διήρκεσε έως τον Απρίλιο του 1192. Στις 4 Απριλίου οι Κύπριοι της Λευκωσίας εξεγέρθηκαν εναντίον των λίγων φρουρών που το Τάγμα είχε εγκαταστήσει στο νησί.

Παρ’ όλο που η εξέγερση καταστάλθηκε, οι Ναΐτες συνειδητοποίησαν ότι η Κύπρος απαιτούσε περισσότερες δυνάμεις φρούρησης από όσες διέθεταν και γι’ αυτό επέστρεψαν το νησί στο Ριχάρδο. Eκείνος το πούλησε ξανά, αυτή τη φορά στο Γκυ ντε Λουζινιάν με τους ίδιους όρους όπως και στους Ναΐτες. H Γ΄ Σταυροφορία απέτυχε για τη Δύση, ενώ και για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε καταστρεπτική.

O Ισαάκιος B΄ αναγκάστηκε να αποσπάσει την προσοχή του από τα βόρεια και ανατολικά σύνορα και έχασε για πάντα ένα σημαντικό τμήμα του κράτους. Oι προσπάθειές του αλλά και των επόμενων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων να ανακτήσουν το νησί παρέμειναν άκαρπες. H κατάκτηση της Κύπρου από το Ριχάρδο και κυρίως η πώλησή της στον Λουζινιάν σήμανε την αρχή της Λατινικής κυριαρχίας στο νησί, η οποία συνεχίστηκε για τέσσερις περίπου αιώνες. Tους Φράγκους διαδέχθηκαν οι Βενετοί (1489), ενώ το 1571 η Κύπρος κατακτήθηκε από τους Τούρκους.

ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ

Η Τρίτη Σταυροφορία είχε φθάσει στο τέρμα της. Ποτέ πλέον τέτοιος Γαλαξίας ηγεμόνων δεν επρόκειτο να πάει στην Ανατολή για τον Ιερό Πόλεμο. 

Όμως, παρά το ό,τι ολόκληρη η Δυτική Ευρώπη είχε μετάσχει στη μεγάλη προσπάθεια τ' αποτελέσματα υπήρξαν πενιχρά. Η Τύρος είχε σωθεί από τον Conrad πριν οι σταυροφόροι φθάσουν στην Τρίπολη με τον Σικελικό στόλο. Η Acre και η παράκτια γραμμή ως τη Jaffa, υπήρξε το σύνολο εκείνου που οι σταυροφόροι είχαν συμβάλει για την αναγέννηση του Φράγκικου Βασιλείου, εκτός από τη νήσο Κύπρο που την άρπαξαν από τον Χριστιανό κυρίαρχό της. 

Ένα πράγμα ωστόσο είχε επιτευχθεί. Η σταδιοδρομία του Saladin και οι κατακτήσεις του είχαν ανασταλεί. Οι Μωαμεθανοί είχαν κουραστεί από τον μακρύ πόλεμο. Δεν επρόκειτο για ένα διάστημα να επιχειρήσουν πάλι να ρίξουν τους Χριστιανούς στη θάλασσα. Το Βασίλειο είχε πράγματι αναγεννηθεί, αρκετά στερεά για να διαρκέσει έναν ακόμα αιώνα. Ήταν ένα πολύ μικρό Βασίλειο· και ενώ οι Βασιλείς του ήσαν κατ' όνομα Βασιλείς της Ιερουσαλήμ, η Ιερουσαλήμ ήταν έξω από τη δικαιοδοσία των.


Εκείνο που κατείχαν ήταν μια λωρίδα γης που ποτέ δεν ξεπέρασε τα δέκα μίλια σε πλάτος, εκτεινομένη σε ενενήντα μίλια κοντά στη θάλασσα, από τη Jaffa ως την Τύρο. Πιο βορειότερα, η συνετή ουδετερότητα του Bohemund είχε διατηρήσει γι' αυτόν την πρωτεύουσά του και λίγο έδαφος τριγύρω ως τον λιμένα του Αγίου Συμεών, ενώ ο γιος του διατήρησε την Τρίπολη και οι Hospitaliers κατείχαν το Κρακ των Ιπποτών και οι Knights την Tortosa, υπό την επικυριαρχία του. Δεν ήταν πολύ αυτό που διέσωσαν από το ναυάγιο της Φραγκικής Ανατολής· αλλά προς το παρόν ήταν εξασφαλισμένο.

Ο Saladin ήταν μόνο πενήντα τεσσάρων ετών αλλά ήταν κουρασμένος και άρρωστος από όλους τους αγώνες του πολέμου. Παρέμεινε στην Ιερουσαλήμ ώσπου άκουσε ότι ο Richard είχε αποπλεύσει από την Acre, απασχολούμενος με την πολιτική διοίκηση της επαρχίας της Παλαιστίνης. Ήλπιζε τότε να επισκεφθεί την Αίγυπτο και κατόπιν να εκπληρώσει την ευλαβή φιλοδοξία του ενός προσκυνήματος στη Μέκκα. Αλλά το καθήκον τον καλούσε στη Δαμασκό. 

Αφού επί τρεις εβδομάδες περιήλθε τις χώρες που είχε κατακτήσει και συνάντησε τον Bohemund στη Βηρυτό για να υπογράψει μαζί του μια οριστική συνθήκη ειρήνης, έφθασε στη Δαμασκό στις 4 Νοεμβρίου. Εκεί τον περίμενε όγκος εργασίας που είχε συσσωρευτεί κατά την διάρκεια των τεσσάρων ετών που πέρασε μαζί με το στρατό. Ο χειμώνας ήταν βαρύς και με τα τόσα πολλά που είχε να κάνει στην πρωτεύουσά του, ανέβαλε το ταξίδι του στην Αίγυπτο και το προσκύνημά του. 

Όταν είχε καιρό να διαθέσει άκουγε συζητήσεις ανθρώπων που ήσαν μελετημένοι στη φιλοσοφία και καμιά φορά πήγαινε κυνήγι. Αλλά όσο προχωρούσαν οι μήνες του χειμώνα, εκείνοι που τον γνώριζαν καλύτερα είδαν ότι η υγεία του δεν πήγαινε καλά. Παραπονιόταν για μεγάλη κούραση και ότι λησμονούσε εύκολα. Με μεγάλη δυσκολία κατέβαλλε προσπάθειες για να δεχτεί σε ακροάσεις. Την Παρασκευή, 19 Φεβρουαρίου 1193, έκανε κουράγιο να βγει να υποδεχτεί τους προσκυνητές που γύριζαν από τη Μέκκα. 

Το ίδιο βράδυ παραπονέθηκε για πυρετό και για πόνους. Υπέφερε την αρρώστια του με υπομονή και ηρεμία, ξέροντας καλά ότι το τέλος του πλησίαζε. Την 1η Μαρτίου έπεσε σε αφασία. Ο γιος του, al-Afdal, έφυγε βιαστικά για να εξασφαλίσει τη νομιμοφροσύνη των εμίρηδων· μόνο ο καδής της Δαμασκού και μερικοί πιστοί υπηρέτες έμειναν κοντά στο προσκέφαλο του Σουλτάνου. 

Την Τετάρτη, 3 Μαρτίου, ενώ ο καδής επαναλάμβανε τα λόγια του Κορανίου επάνω του και έφθανε στο εδάφιο "δεν υπάρχει Θεός παρά Εκείνος· σ' Αυτόν εμπιστεύομαι", ο ετοιμοθάνατος άνοιξε τα μάτια του και χαμογέλασε και πήγε εν ειρήνη στον Κύριό του. Από όλες τις μεγάλες μορφές της εποχής των σταυροφοριών η μορφή του Saladin είναι η πλέον ελκυστική. Είχε τα ελαττώματά του. Κατά την άνοδό του στην εξουσία έδειξε μια πονηριά και μια έλλειψη δισταγμών που δεν ταίριαζαν με την μετέπειτα φήμη του. 

Για τα συμφέροντα της πολιτικής δεν δίστασε ποτέ προ της αιματοχυσίας· έσφαξε τον Reynald de Châtillon, τον οποίο μισούσε, με το ίδιο του το χέρι. Αλλά όταν ήταν αυστηρός ήταν για το συμφέρον του λαού του και της πίστεώς του. Ήταν ευσεβής Μωαμεθανός. Όση συμπάθεια κι αν ένιωθε για τους Χριστιανούς φίλους του, ήξερε ότι οι ψυχές των ήσαν καταδικασμένες στην απώλεια. Όμως σεβόταν τους τρόπους των και τους θεωρούσε ως συνανθρώπους του. Αντίθετα προς τους σταυροφόρους μεγιστάνες, δεν πάτησε ποτέ το λόγο του όταν τον έδινε σε οποιονδήποτε, οποία κι αν ήταν η θρησκεία του.


Παρ' όλο του το θρησκευτικό ζήλο, υπήρξε πάντοτε ευγενής και γενναιόδωρος, μεγαλόψυχος ως κατακτητής και ως δικαστής, και ως κύριος προσεκτικός και ανεκτικός. Παρ' όλο ότι μερικοί από τους Εμίρηδές του τον αντιπαθούσαν ως έναν Κούρδο τυχάρπαστο και παρ' όλο ότι διάφοροι ιεροκήρυκες στη Δύση τον έλεγαν Αντίχριστο, υπήρχαν ελάχιστοι εκείνοι από τους υπηκόους του που δεν ένιωθαν γι' αυτόν σεβασμό και αφοσίωση και ελάχιστοι οι εχθροί του που δεν τον θαύμαζαν. Σωματικά ήταν λεπτός και μάλλον μικρόσωμος. 

Το πρόσωπό του είχε μια μελαγχολική έκφραση αλλά που φωτιζόταν αμέσως με ένα γοητευτικό χαμόγελο. Οι τρόποι του ήσαν πάντοτε ευγενικοί. Τα γούστα του απλά. Αντιπαθούσε την τραχύτητα και την επιδεικτικότητα. Αγαπούσε το ύπαιθρο και το κυνήγι, αλλά ήταν επίσης διαβασμένος και του άρεσαν οι συζητήσεις, αν και αντιπαθούσε τους ελεύθερους στοχαστές. Παρά την ισχύ και τις νίκες του ήταν ένας ήσυχος, μετριόφρων άνθρωπος. 

Πολλά χρόνια αργότερα ένας θρύλος έφθασε στ' αυτιά ενός Φράγκου συγγραφέως, του Vincent de Beauvais, ότι όταν ήταν ετοιμοθάνατος κάλεσε το σημαιοφόρο του και του είπε να τριγυρίσει μέσα στη Δαμασκό με ένα κουρέλι από το σάβανό του επάνω σε μια λόγχη και να φωνάζει δυνατά ότι ο μονάρχης όλης της Ανατολής δεν μπορεί να πάρει τίποτ' άλλο μαζί του στον τάφο του εκτός απ' αυτό το πανί.

Τα κατορθώματά του υπήρξαν μεγάλα. Είχε συμπληρώσει το έργο του Nur ad-Din στην ένωση του Ισλάμ και είχε διώξει τους δυτικούς παρείσακτους από την Αγία Πόλη σε μια στενή λωρίδα της ακτής. Αλλά δεν κατόρθωσε να τους εκτοπίσει εντελώς. Ο Βασιλεύς Richard και οι δυνάμεις της Τρίτης Σταυροφορίας υπήρξαν κάτι το πάρα πολύ γι' αυτόν. Αν τον είχε ακολουθήσει ένας Ηγεμών του ίδιου μ' αυτόν διαμετρήματος, το μικρό υπολειπόμενο έργο θα είχε γρήγορα συντελεσθεί.

Αλλά η τραγωδία του Μεσαιωνικού Ισλάμ ήταν η έλλειψη μόνιμων θεσμών, για τη συνέχιση της εξουσίας μετά τον θάνατο ενός ηγεμόνα. Το Χαλιφάτο ήταν ο μόνος θεσμός που είχε ύπαρξη που ξεπερνούσε τους κατόχους του· και ο χαλίφης ήταν τώρα πολιτικά ανίσχυρος. Ούτε ο Saladin ήταν Χαλίφης. Ήταν ένας Κούρδος από όχι μεγάλη οικογένεια, ο οποίος επέβαλε υπακοή στον Μωαμεθανικό κόσμο μόνο με τη δύναμη της προσωπικότητάς του. Οι γιοι του δεν είχαν αυτή την προσωπικότητα. Τον καιρό του θανάτου του, ο Saladin είχε δεκαεφτά γιους και μια μικρή θυγατέρα. 

Ο πρεσβύτερος απ' αυτούς ήταν ο al-Afdal, ένας αλαζονικός νέος είκοσι δύο ετών, ο οποίος προοριζόταν από τον πατέρα του να κληρονομήσει τη Δαμασκό και την αρχηγία της Αγιουβίδικης οικογένειας. Ενώ ο Saladin πέθαινε, ο al-Afdal είχε συγκαλέσει όλους τους Εμίρηδες της Δαμασκού να ορκισθούν πίστη σ' αυτόν και να υποσχεθούν ότι θα χώριζαν τις γυναίκες των και θ' αποκλήρωναν τα παιδιά των αν ποτέ θα πατούσαν τον όρκο τους. 

Ο τελευταίος όρος σκανδάλισε πολλούς απ' αυτούς και άλλοι δεν θέλησαν να ορκισθούν, εκτός αν και ο al-Afdal θα ορκιζόταν με τη σειρά του ότι θα τους διατηρούσε στα τιμάριά των. Αλλά, όταν ο πατέρας του πέθανε και θάφτηκε στο μεγάλο Τζαμί των Ομμαγιάδων, η εξουσία του στη Δαμασκό έγινε αποδεκτή. Ο επόμενος αδελφός του al-Aziz ήταν ήδη κυβερνήτης της Αιγύπτου, σε ηλικία είκοσι ενός ετών και ανακήρυξε εκεί τον εαυτό του ανεξάρτητο Σουλτάνο.


Ένας τρίτος, ο al-Zahir, κυβερνούσε στο Χαλέπι και δεν έδειξε διάθεση ν' αναγνωρίσει τον αδελφό του ως επικυρίαρχο. Ένας άλλος ο Χιντρ, ακόμα νεώτερος, κατείχε τη Hauran, αλλά αναγνώρισε την επικυριαρχία του al-Afdal. Μόνο δύο από τους αδελφούς του Saladin επιζούσαν, ο Tughtigin, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον Turan Shah ως κυρίαρχος της Υεμένης, και ο al-Adil, του οποίου τις φιλοδοξίες ο Saladin είχε καταλήξει να υποπτεύεται. Είχε ως φέουδο την πρώην Φραγκική χώρα της Υπεριορδανίας και εδάφη στη Jezireh, γύρω από την Έδεσσα. 

Ανιψιοί και ξάδερφοι κατείχαν μικρότερα φέουδα σ' όλες τις κτήσεις του Σουλτάνου. Πρίγκιπες από τον οίκο του Zengi, ο Izz ad-Din και ο Imad ad-Din κατείχαν τη Mosul και τη Sinjar ως υποτελείς και οι Ορτοκίδες ήσαν ακόμα εγκατεστημένοι στη Mardin και στην Kaifa. Από τους άλλους φεουδάρχες, οι περισσότεροι τωνοποίων ήσαν ικανοί στρατηγοί που είχε χρησιμοποιήσει ο Saladin, ο πιο εξέχων ήταν ο Μπεκτιμούρ, άρχοντας της Αχλάτ.

Μετά τον θάνατο του Saladin, η ενότητα του Ισλάμ άρχισε να καταρρέει. Ενώ οι γιοι του παρακολουθούσαν ζηλότυπα ο ένας τον άλλον, στα βορειο-ανατολικά έγινε μια συνωμοσία ν' αποκατασταθεί η κυριαρχία των Ζενγκιδών στο πρόσωπο του Izz ad-Din, με την υποστήριξη του Μπεκτιμούρ και των Ορτοκιδών. Οι Αγιουβίδες σώθηκαν από τις προφυλάξεις του al-Adil και από τον ξαφνικό θάνατο του Izz ad-Din και του Μπεκτιμούρ, για τον οποίο θεωρήθηκε ότι οι πράκτορές του είχαν βάλει το χέρι τους.

Ο γιος και κληρονόμος του Izz ad-Din, Nur ad-Din Arslan και ο διάδοχος του Μπεκτιμούρ, Ακσονκόρ, επωφελήθηκαν από το μάθημα και για την ώρα ήσαν υποτακτικοί στον al-Adil. Πιο νοτιότερα, ο al-Afdal φιλονίκησε σε λίγο με τον al-Aziz. Ο πρώτος είχε ασύνετα απολύσει τους περισσότερους υπουργούς του πατέρα του και είχε δώσει την πλήρη εμπιστοσύνη του στον az-Ζιγια Ibn al-Athir, τον αδελφό του ιστορικού Ibn al-Athir, ενώ ο ίδιος περνούσε τις ημέρες και τις νύχτες του απολαμβάνοντας τις ηδονές της μουσικής και του κρασιού.

Ο al-Afdal απευθύνθηκε έντρομος στον θείο του al-Adil, ο οποίος ήρθε με δυνάμεις από την Υπεριορδανία και συναντήθηκε με τον al-Aziz στο στρατόπεδό του. Έγινε μια νέα οικογενειακή διευθέτηση. Ο al-Afdal υποχρεώθηκε να παραχωρήσει την Ιουδαία στον al-Aziz και τη Λαοδίκεια και τη Jabala στον αδελφό του az-Zahir του Χαλεπίου, αλλά και ο al-Aziz και ο az-Zahir αναγνώρισαν την επικυριαρχία του.

Σε διάστημα λιγότερο από ένα χρόνο, ο al-Aziz βάδισε πάλι εναντίον της Δαμασκού και πάλι ο al-Adil έσπευσε να βοηθήσει τον πρεσβύτερο ανιψιό του.Οι σύμμαχοι του al-Aziz μεταξύ τον εμίρηδων άρχισαν να τον εγκαταλείπουν· και ο al-Afdal τον απώθησε έξω από την Ιουδαία στην Αίγυπτο και σχεδίασε να βαδίσει εναντίον του Καΐρου. Αυτό ξεπερνούσε εκείνο που επιθυμούσε ο al-Adil. Απείλησε να δώσει τη βοήθειά του στον al-Aziz, αν ο al-Afdal δεν επέστρεφε στη Δαμασκό. Και πάλι η επιθυμία του έγινε σεβαστή.

Πολύ σύντομα φάνηκε καθαρά ότι ο al-Afdal ήταν ανίκανος να βασιλεύσει. Η κυβέρνηση της Δαμασκού ήταν εξ ολοκλήρου στα χέρια του βεζίρη al-Ζιγιά, ο οποίος προκάλεσε εξέγερση μεταξύ όλων των υποτελών του κυρίου του. Ο al-Adil έκρινε ότι τα συμφέροντα των Αγιουβιδών δεν επέτρεπαν να υπάρχει ένας τόσο ανίκανος αρχηγός της οικογένειας. Άλλαξε την πολιτική του και συμμάχησε με τον al-Aziz, με τη βοήθεια του οποίου κατέλαβε τη Δαμασκό τον Ιούλιο του 1196 και προσάρτησε όλα τα εδάφη του al-Afdal.


Στον al-Afdal έδωσαν ένα έντιμο καταφύγιο στη μικρή πόλη Σαλχάδ του Hauran όπου εγκατέλειψε τις αισθησιακές απολαύσεις για έναν ευλαβή βίο και ο al-Aziz αναγνωρίστηκε ως υπέρτατος Σουλτάνος της δυναστείας. Αυτή η τακτοποίηση διάρκεσε δύο χρόνια. Το Νοέμβριο του 1198, ο al-Aziz, του οποίου η εξουσία επί του θείου του δεν υπήρξε ποτέ παρά μόνο ονομαστική, έπεσε από το άλογό του ενώ κυνηγούσε τσακάλια κοντά στις Πυραμίδες. Πέθανε από τα τραύματά του στις 29 Νοεμβρίου. Ο μεγαλύτερος γιος του al-Mansur ήταν δώδεκα ετών.

Οι υπουργοί τού πατέρα του, τρομοκρατημένοι από τις φιλοδοξίες του al-Adil, κάλεσαν τον al-Afdal από τη Σαλχάδ για να γίνει αντιβασιλιάς της Αιγύπτου. Τον Ιανουάριο του 1199 ο al-Afdal έφθασε στο Κάιρο και ανέλαβε την κυβέρνηση. Ο al-Adil ήταν τότε στο βορρά πολιορκώντας την Mardin, της οποίας ο Ορτοκίδης ηγεμών Γιουλούκ-Arslan δεν ανεχόταν τον Αγιουβιδικό έλεγχο.Καθ' όλη τη Βασιλεία του ο al-Aziz αντιμετώπιζε ταραχές από ανυπότακτους υποτελείς τους οποίους υποπτευόταν ότι παρακινούσε ο θείος του. 

Ενώ ο al-Afdal έστειλε ένα στρατό από την Αίγυπτο να επιτεθεί κατά της Δαμασκού, ο az-Ζαχίρ ετοιμάστηκε να κατέβει από τον βορρά. Άλλα μέλη της οικογένειας, όπως ο Shirkuh της Homs, ενώθηκαν μαζί τους. Ο al-Adil έσπευσε από τη Mardin, όπου άφησε το γιο του al-Kamil να διευθύνει πολιορκία, και έφθασε στη Δαμασκό στις 8 Ιουνίου. Έξι μέρες αργότερα έφθασε ο Αιγυπτιακός στρατός και στην πρώτη του έφοδο εισέδυσε μέσα στην πόλη για να διωχτεί έξω αμέσως. Ο az-Zahirκαι ο στρατός του έφθασαν μια εβδομάδα αργότερα. 

Επί έξι μήνες οι δύο αδελφοί πολιορκούσαν το θείο τους στην πρωτεύουσά του. Αλλά ο al-Adil ήταν εύστροφος και πεπειραμένος διπλωμάτης. Βαθμηδόν κέρδισε πολλούς από τους υποτελείς του ανιψιού του, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Shirkuh της Homs· και όταν επί τέλους τον Ιανουάριο του 1200, ο γιος του al-Kamil εμφανίστηκε με ένα στρατό ο οποίος είχε νικήσει στη Jezireh, οι αδελφοί, οι οποίοι είχαν αρχίσει να φιλονικούν, χωρίστηκαν και αποχώρησαν. Ο al-Adil καταδίωξε τον al-Afdal μέσα στην Αίγυπτο και νίκησε τα στρατεύματά του στη Bilbeis. 

Τον Φεβρουάριο, ο al-Afdal σε μια νέα έκρηξη σεβασμού, υποχώρησε στο θείο του και ξαναγύρισε στο καταφύγιό του στη Σαλχάδ. Ο al-Adil ανέλαβε την αντιβασιλεία της Αιγύπτου. Αλλά ο az-Zahir δεν είχε ηττηθεί. Την επομένη άνοιξη, ενώ ο al-Adil βρισκόταν ακόμα στην Αίγυπτο, βάδισε αιφνιδιαστικά κατά της Δαμασκού και έπεισε τον al-Afdal να πάει πάλι μαζί του. Πάλι ο al-Adil έσπευσε εγκαίρως στην πρωτεύουσά του για να πολιορκηθεί από τους ανιψιούς του.

Αλλά σύντομα κατόρθωσε να διεγείρει μια φιλονικία μεταξύ των. Ο al-Afdal εξαγοράστηκε με την υπόσχεση των πόλεων Σαμοσάτων και Mayyafariqin στο βορρά αντί της Σαλχάδ. Οι υποτελείς του az-Zahir άρχισαν ο ένας μετά τον άλλον να τον εγκαταλείπουν και υπήρξε ευτυχής να ειρηνεύσει με τον al-Adil, του οποίου δέχτηκε την αυστηρή επικυριαρχία. Ως το τέλος του 1201, ο al-Adil ήταν κύριος όλης της Αυτοκρατορίας του Saladin και πήρε τον τίτλο του Σουλτάνου. Στον al-Mansur της Αιγύπτου δόθηκε μόνο η πόλη της Έδεσσας. 

Στον al-Afdal δεν επετράπη ποτέ να κυριαρχήσει στη Mayyafariqin η οποία πέρασε με τα γειτονικά της εδάφη στον τέταρτο γιο του al-Adil, al-Μουζαφφάρ. Ο πρεσβύτερος γιος, al-Kamil, κατείχε την Αίγυπτο υπό τον πατέρα του, ο δεύτερος, al-Μουαζζάμ, ήταν υπαρχηγός του πατέρα του στη Δαμασκό, και ο τρίτος, al-Ασράφ, διοικούσε το μεγαλύτερο τμήμα της Jezireh από τη Harran. Νεώτεροι γιοι αποκτούσαν φέουδα μόλις έφθαναν σε ηλικία· αλλά όλοι αυτοί εποπτεύονταν από κοντά από τον πατέρα των.


Η ενότητα του Ισλάμ αποκαταστάθηκε έτσι υπό έναν Ηγεμόνα λιγότερο σεβαστό από τον Saladin αλλά πιο θεληματικό και πιο δραστήριο. Οι οικογενειακές έριδες των Αγιουβιδών εμπόδισαν τους Μωαμεθανούς ν' αναλάβουν επίθεση κατά του αναγεννώμενου Φραγκικού Βασιλείου. Ο Henry της Champagne κατόρθωσε σιγά-σιγά ν' αποκαταστήσει κάποια τάξη εκεί. Δεν ήταν εύκολο έργο· ούτε η θέση του Henry ήταν καθ' όλα ασφαλής. Για κάποιο λόγο που τώρα δεν μπορεί να εξηγηθεί, δεν στέφθηκε ποτέ Βασιλεύς. 

Πιθανόν να περίμενε με την αισιόδοξη ελπίδα ν' ανακτήσει κάποια μέρα την Ιερουσαλήμ· πιθανόν να βρήκε την κοινή γνώμη απρόθυμη να δεχτεί τον Βασιλικό του τίτλο ή πιθανόν να βρήκε την Εκκλησία μη διατεθειμένη να συνεργασθεί μαζί του. Η έλλειψη αυτή περιόριζε το κύρος του ιδιαίτερα απέναντι στην Εκκλησία. Μετά το θάνατο τού πατριάρχη Ηρακλείου συναντήθηκαν δυσκολίες για την εξεύρεση διαδόχου για το θρόνο. Τελικά διορίστηκε ένας άσημος κληρικός ονομαζόμενος Randulph. 

Όταν αυτός πέθανε το 1194, οι κανονικοί του Παναγίου Τάφου, που ήσαν τώρα στην Acre, συνήλθαν και εξέλεξαν πατριάρχη τον Aymar, επονομαζόμενο Μοναχό, αρχιεπίσκοπο της Καισάρειας και έστειλαν στη Ρώμη για να πάρουν την επικύρωση της εκλογής. Ο Henry που είχε δυσαρεστηθεί από την εκλογή, διαμαρτυρήθηκε θυμωμένος γιατί δεν τον είχαν συμβουλευθεί και συνέλαβε τους κανονικούς. Η πράξη του επικρίθηκε αυστηρά ακόμα κι από τους φίλους του, γιατί δεν ήταν εστεμμένος Βασιλεύς και συνεπώς δεν είχε δικαίωμα να επέμβει. 

Ο Καγκελάριός του Joscius, αρχιεπίσκοπος της Τύρου, τον έπεισε να υποχωρήσει και να εξιλεώσει την Εκκλησία αφήνοντας ελεύθερους τους κανονικούς με μια αίτηση συγγνώμης και παραχωρώντας στον ανιψιό του νέου πατριάρχη ένα πλούσιο φέουδο κοντά στην Acre. Συγχρόνως δέχτηκε μια αυστηρή επιτίμηση από τον πάπα. Παρ' όλο ότι αποκαταστάθηκε η ειρήνη ο Πατριάρχης μπορεί να μην ήθελε να υποχρεώσει τώρα τον Henry στέφοντάς τον Βασιλέα. Με τους λαϊκούς του υπηκόους ο Henry υπήρξε πιο τυχερός. 

Είχε την υποστήριξη του αρχηγού των, Balian d'Ibelin, και των στρατιωτικών ταγμάτων. Αλλά ο Guy de Lusignan εξακολουθούσε να βλέπει με νοσταλγία από την Κύπρο προς το πρώην Βασίλειό του και ενθαρρυνόταν από τους Πιζανούς, στους οποίους είχε υποσχεθεί πλούσιες παραχωρήσεις και οι οποίοι είχαν θυμώσει για την εύνοια που είχε δείξει ο Henry προς τους Γενουάτες. Το Μάιο του 1193, ο Henry ανακάλυψε ότι η πιζανική παροικία στην Τύρο συνωμοτούσε για να καταλάβει την πόλη και να την παραδώσει στον Guy. 

Συνέλαβε αμέσως τους αρχηγούς και διέταξε η παροικία να περιορισθεί σε τριάντα πρόσωπα. Οι Πιζανοί για αντίποιναέκαναν επιδρομές στα χωριά της ακτής μεταξύ Τύρου και Acre. Γι' αυτό ο Henry τους εκτόπισε κι από την Acre. Κοντόσταυλος του Βασιλείου εξακολουθούσε να είναι ο αδελφός του Guy, Amalric de Lusignan, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την άφιξη του Guy στην Παλαιστίνη πολλά χρόνια πρωτύτερα, αλλά ο οποίος είχε κατορθώσει να συνάψει καλές σχέσεις με την ντόπια αριστοκρατία. 

Η γυναίκα του ήταν η Eschiva d'Ibelin, ανιψιά του Balian και κόρη του χειρότερου εχθρού του Guy, Baldwin της Ramleh. Δεν υπήρξε πιστός σύζυγος στο παρελθόν αλλά τώρα είχε συμφιλιωθεί μαζί της. Επενέβη υπέρ των Πιζανών για να συλληφθεί από τον Henry γι' αυτή του την παρέμβαση. Οι μεγάλοι μάγιστροι των Hospitaliers και των Knights έπεισαν σε λίγο τον Henry να τον αφήσει ελεύθερο· αυτός όμως θεώρησε φρόνιμο ν' αποσυρθεί στη Jaffa, της οποίας ο Βασιλεύς Richard είχε διορίσει κυβερνήτη τον αδελφό του Godfrey.


Δεν παραιτήθηκε από το αξίωμά του του Κοντόσταβλου αλλά ο Henry θεώρησε ότι είχε εκπέσει απ' αυτό και το 1194 διόρισε ως διάδοχό του τον Jean d'Ibelin, γιο του Balian και ετεροθαλή αδελφό της Isabella. Τον ίδιο καιρό έγινε ειρήνη με τους Πιζανούς, στους οποίους αποδόθηκε η συνοικία των στην Acre και οι οποίοι του λοιπού αναγνώρισαν την κυβέρνηση του Henry.

Μια γενική συμφιλίωση κατέστη δυνατή από το θάνατο του Βασιλέως Guy στην Κύπρο τον Μάιο του 1194. Η εξαφάνισή του άφησε τον Henry ασφαλή και στέρησε τους Πιζανούς και άλλους αντιδρώντες από έναν αντίπαλο ανταγωνιστή. Ο Guy είχε κληροδοτήσει την εξουσία του στην Κύπρο στον πρεσβύτερο αδελφό του Godfrey. Αλλά ο Godfrey είχε επανέλθει στη Γαλλία και οι Φράγκοι της Κύπρου δεν έδειξαν δισταγμό να καλέσουν τον Amalric από τη Jaffa να πάρει τη θέση του. 

Ο Henry στην αρχή απαίτησε ως εκπρόσωπος των Βασιλέων της Ιερουσαλήμ να τον συμβουλευθούν για τη διαδοχή, αλλά δεν μπορούσε να υποστηρίξει την αξίωσή του. Πολύ σύντομα και αυτός και ο Amalric είδαν ότι έπρεπε να συνεργασθούν. Ο Κοντόσταβλος της Κύπρου Baldwin, πρώην άρχοντας της Beisan, ήρθε στην Acre και έπεισε τον Henry ν' αναγνωρίσει τον Amalric και να προσφερθεί να επισκεφθεί την Κύπρο. 

Η συνάντησή των υπήρξε πολύ φιλική και σχεδίασαν στενή συμμαχία την οποία επισφράγισαν με τον αρραβώνα των τριών νεαρών γιων του Amalric, Guy, Ιωάννου και Hugh, με τις τρεις θυγατέρες της Isabella, Μαρία de Montferrat και Αλίκη και Philip de Champagne. Κατ' αυτόν τον τρόπο εξέφρασαν την ελπίδα να ενώσουν τις κτήσεις των στις επόμενες γενεές. Αλλά δύο από τους μικρούς Κυπρίους πρίγκιπες πέθαναν πολύ νωρίς. Ο μόνος από τους γάμους που μπόρεσε να πραγματοποιηθεί ήταν ο μεταξύ του Hugh και της Αλίκης, ο οποίος έφερε το δυναστικό καρπό του στο μέλλον. 

Μερικές τέτοιες τακτοποιήσεις ήσαν απαραίτητες· επειδή, αν η Φραγκική κατοχή της Κύπρου επρόκειτο να ωφελήσει τους Φράγκους στην Παλαιστίνη και να τους παράσχει μια ασφαλή βάση, οι δύο χώρες έπρεπε να συνεργασθούν. Υπήρχε ένας συνεχής πειρασμός όχι μόνο σε αποίκους από τη Δύση να εγκατασταθούν μάλλον στην ευχάριστη νήσο παρά στο μικρό κατάλοιπο του Παλαιστινιακού Βασιλείου, όπου δεν ήταν δυνατό να βρεθούν τιμάρια, αλλά επίσης και για τους Βαρόνους της Παλαιστίνης που είχαν χάσει τις κτήσεις των, να περάσουν τη στενή θάλασσα. 

Αν οι Κύπριοι άρχοντες ήθελαν να περνούν τη θάλασσα για να πολεμούν για το Σταυρό όταν πλησίαζε κίνδυνος, τότε η Κύπρος θα ήταν πλεονέκτημα για τη Φραγκική Ανατολή. Αν υπήρχαν παρεξηγήσεις θα μπορούσε να καταστεί μια επικίνδυνα "Κεντρόφυξ" δύναμη. Όσο κι αν ήταν φιλικός, ο Amalric δεν ήταν διατεθειμένος να είναι υποτακτικός στον Henry. Είχε ήδη επιζητήσει για τον εαυτό του τον τίτλο του Βασιλέως για να καθορίσει στους υπηκόους του και στους αποίκους, όπως και στις ξένες δυνάμεις, τη φύση της εξουσίας του. 

Αλλά ένιωθε την ανάγκη μιας ανώτερης επικυρώσεως. Πρέπει να ήταν η περασμένη ιστορία των Βασιλέων της Ιερουσαλήμ εκείνη που τον έκανε να μη θέλει ν' απευθυνθεί στον Πάπα για το στέμμα του. Ο Αυτοκράτωρ της Ανατολής ασφαλώς δεν θα του το έδινε ποτέ. Γι' αυτό, ασύνετα για το μέλλον, έστειλε στον Αυτοκράτορα της Δύσεως, Henry VI, να το ζητήσει. Ο Αυτοκράτωρ σχεδίαζε μια Σταυροφορία· και ένας πελάτης Βασιλεύς στην Ανατολή του πήγαινε καλά.


Τον Οκτώβριο του 1195, ο πρέσβης του Amalric, Renier της Jebeil, έκανε δήλωση υποτέλειας για το Βασίλειο της Κύπρου, για λογαριασμό του κυρίου του στον Αυτοκράτορα στο Γκελνχάουζεν, κοντά στην Φραγκφούρτη. Ο επικυρίαρχός του έστειλε στον Amalric ένα Βασιλικό σκήπτρο και η στέψη έγινε το Σεπτέμβριο του 1197, όταν ο Αυτοκρατορικός Καγκελάριος, Conrad, επίσκοπος του Χιλντεσχάιμ, ήρθε στη Λευκωσία για να μετάσχει στην τελετή και ο Amalric έκανε δήλωση υποτέλειας σ' αυτόν. 

Το πολίτευμα της χώρας σχεδιάστηκε ν' ακολουθήσει τις αυστηρά φεουδαλικές συνήθειες που είχαν εφαρμοσθεί στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, με ένα ανώτατο δικαστήριο αντίστοιχο προς το ανώτατο δικαστήριο της Ιερουσαλήμ· και οι νόμοι της Ιερουσαλήμ, με τις τροποποιήσεις που είχαν επιφέρει οι Βασιλείς της, παρέμειναν σε ισχύ για να εφαρμοσθούν στη νήσο. Για την οργάνωση της εκκλησίας της, ο Amalric προσέφυγε στον Πάπα, ο οποίος διόρισε τον αρχιδιάκονο της Λαοδίκειας και τον Αλάν, αρχιδιάκονο της Λύδδας και Καγκελάριο της Κύπρου, να καθορίσουν έδρες όπως νόμιζαν καλύτερα. 

Αυτοί ίδρυσαν μια αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία την οποία κατέλαβε ο Αλάν και επισκοπές στην Πάφο, στη Famagusta και στη Λεμεσό. Οι Έλληνες επίσκοποι δεν εξώσθηκαν αμέσως αλλά έχασαν τις δεκάτες τους και πολλά από τα κτήματά των που πέρασαν στα χέρια των νέων Λατίνων αξιωματούχων. Αν και ο Henry της Champagne δεν μπορούσε ν' αποκτήσει τον έλεγχο επί της Κύπρου, οι Βαρόνοι του δικού του Βασιλείου ήσαν τώρα νομιμόφρονες προς αυτόν. 

Πράγματι, οι αντίπαλοί του είχαν αποσυρθεί υπό ευτυχείς συνθήκες στην Κύπρο αφήνοντας τα Παλαιστινιακά εδάφη των στους φίλους του. Οι πρώην άρχοντες της Haifa, της Καισάρειας και της Arsuf εγκαταστάθηκαν ξανά στις πρώην Βαρονίες των· και ο Saladin, πριν πεθάνει, δώρισε στον Balian d'Ibelin το αξιόλογο φέουδο του Καϋμόν ή Τελ-Καϊμούν, στις κλιτύς του όρους Καρμήλου. Η φιλία των Ibelinss, του πατριού της γυναίκας του και των ετεροθαλών αδελφών της συντέλεσε ώστε η εξουσία του Henry να γίνει αποδεκτή. 

Ένα μεγαλύτερο πρόβλημα δημιουργήθηκε από το πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Ο Bohemund III της Αντιόχειας, που επίσης κυβερνούσε την Τρίπολη στο όνομα του μικρού γιου του, είχε παίξει ένα μάλλον αμφίβολο ρόλο κατά τη διάρκεια των πολέμων και των κατακτήσεων του Saladin και της Τρίτης Σταυροφορίας. 

Δεν είχε καταβάλει σοβαρή προσπάθεια για να εμποδίσει την κατάληψη από τον Saladin των φρουρίων του στην κοιλάδα του Ορόντη το 1188, ούτε για ν' ανακτήσει τη Λαοδίκεια και τη Jabala, οι οποίες είχαν παραδοθεί με προδοσία στους Μωαμεθανούς από τον Μωαμεθανό υποτακτικό του, τον Καδή Mansur Ibn Ναμπίλ. Ήταν ευτυχής να δεχτεί μια ανακωχή από τον Saladin που του επέτρεψε να διατηρήσει την Αντιόχεια και το λιμένα της του Αγίου Συμεών. 

Η Τρίπολη είχε σωθεί για το γιο του μόνο χάρη στην επέμβαση του Σικελικού στόλου. Όταν ο Frederick της Swabia και τα κατάλοιπα του στρατού του Barbarossa είχαν φθάσει στην Αντιόχεια, ο Bohemund έκανε μια πρόταση να πολεμήσουν γι' αυτόν κατά των Μωαμεθανών στο βορρά, αλλά όταν αυτοί κατευθύνθηκαν προς νότο, δεν έλαβε ενεργό μέρος στη Σταυροφορία, εκτός από μια επίσκεψη φιλοφρονήσεως που έκανε στον Βασιλέα Richard στην Κύπρο. Στο μεταξύ είχε αλλάξει τη στάση του σχετικά προς την πολιτική των Παλαιστινιακών κομμάτων.


Μόλις πέθανε ο εξάδελφός του, Raymond της Τριπόλεως και εξασφάλισε την κληρονομιά του για το γιο του, έδωσε την υποστήριξή του στον Guy de Lusignan και στους φίλους του, προφανώς από φόβο μήπως ο Conrad de Montferrat είχε σχέδια για την Τρίπολη. Δεν ήθελε έναν ισχυρό επιθετικό Βασιλέα στα νότια σύνορά του, γιατί ήταν εξ ολοκλήρου απασχολημένος σε μια έριδα με τον προς βορρά γείτονά του, τον Ρουπένιο ηγεμόνα της Αρμενίας, Λέοντα II, αδελφό και κληρονόμο του Rupen III. 

Κατά την ανάρρησή του στο θρόνο το 1186, ο Λέων II επιζήτησε συμμαχία με τον Bohemund και αναγνώρισε την επικυριαρχία του. Οι δύο ηγεμόνες ενώθηκαν για ν' αποκρούσουν μια Τουρκομανική επιδρομή το 1187, και πολύ σύντομα κατόπιν ο Λέων παντρεύτηκε μια ανιψιά της πριγκίπισσας Sibylla. Περίπου τον ίδιο καιρό δάνεισε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό στον Bohemund.

Αλλά εκεί τερματίσθηκε η φιλία τους. Ο Bohemund δεν έδειξε προθυμία να επιστρέψει το δάνειο, και όταν ο Saladin εισέβαλε σε εδάφη της Αντιόχειας, ο Λέων παρέμεινε προσεκτικά ουδέτερος. Το 1191, ο Saladin κατεδάφισε τα τείχη του μεγάλου φρουρίου της Baghras, το οποίο είχε κυριεύσει από τους Knights. Μόλις είχαν φύγει οι εργάτες του, εμφανίσθηκε ο Λέων και ανακατέλαβε την πόλη και ξανάχτισε το φρούριο. Ο Bohemund απαίτησε ν' αποδοθεί πάλι στους Knights και, όταν ο Λέων αρνήθηκε, παραπονέθηκε στον Saladin. 

Ο Saladin ήταν απασχολημένος αλλού και δεν μπορούσε να επέμβει και η Baghras παρέμεινε στην κατοχή του Λέοντος. Ο Λέων όμως είχε εκμανεί για την έκκληση του Bohemund προς τον Saladin και η μνησικακία του καλλιεργήθηκε από τη σύζυγο του Bohemund, Sibylla, η οποία ήλπιζε να χρησιμοποιήσει τη βοήθειά του για να εξασφαλίσει την κληρονομιά της Αντιόχειας υπέρ του δικού της γιου William εις βάρος των προγονών της. Τον Οκτώβριο του 1193, ο Λέων κάλεσε τον Bohemund να πάει στην Baghras για να συζητήσουν το όλο ζήτημα. 

Ο Bohemund έφθασε συνοδευόμενος από τη Sibylla και το γιο της, και δέχτηκε τη φιλοξενία του Λέοντος μέσα στα τείχη του φρουρίου. Μόλις μπήκε πιάστηκε αιχμάλωτος από τον οικοδεσπότη, μαζί με όλη την ακολουθία του· του είπαν ότι θ' αφηνόταν ελεύθερος μόνο αν παραχωρούσε την επικυριαρχία της Αντιόχειας στον Λέοντα. Ο Bohemund δέχτηκε με πονηρία τους όρους, πεισθείς, ίσως, από τη Sibylla η οποία ήλπισε ότι ο Λέων ως επικυρίαρχος της Αντιόχειας θα έδινε τη διαδοχή της στο γιο της. 

Ο marshal του Bohemund, Βαρθολομαίος Τιρέλ, και ο γαμπρός του Λέοντος από ανιψιά του, Χεθούν της Σασούν, εστάλησαν στην Αντιόχεια με Αρμενικά στρατεύματα για να ετοιμάσουν την πόλη για το νέο καθεστώς. Όταν η αντιπροσωπεία έφθασε στην Αντιόχεια, οι εκεί Βαρόνοι, οι οποίοι δεν έτρεφαν μεγάλη συμπάθεια για τον Bohemund και πολλοί από τους οποίους είχαν Αρμενικό αίμα, ήσαν πρόθυμοι να δεχτούν τον Λέοντα ως επικυρίαρχο, και επέτρεψαν στον Βαρθολομαίο να φέρει τους Αρμένιους στρατιώτες μέσα στην πόλη και να τους εγκαταστήσει στο παλάτι. 

Αλλά οι αστοί πολίτες, Έλληνες και Λατίνοι, έμειναν κατάπληκτοι. Πίστεψαν ότι ο Λέων είχε σκοπό να κυβερνήσει την πόλη ο ίδιος και ότι θα έβαζε τους Αρμένιους από πάνω τους. Όταν ένας Αρμένιος στρατιώτης μίλησε με ασέβεια για τον Άγιο Ιλαρίωνα, τον Φράγκο επίσκοπο στον οποίο ήταν αφιερωμένο το παρεκκλήσι των ανακτόρων, ένας κελάρης που ήταν παρών, άρχισε να του πετάει πέτρες. Αμέσως έγινε εξέγερση στο παλάτι η οποία απλώθηκε σ' όλη την πόλη.


Οι Αρμένιοι διώχτηκαν έξω και φρόνιμα αποτραβήχτηκαν με τον Hethoum της Σασούν στη Baghras. Οι πολίτες τότε συγκεντρώθηκαν στη μητρόπολη του Αγίου Πέτρου, με τον πατριάρχη επικεφαλής των, και όρισαν μια κοινότητα ν' αναλάβει τη διοίκηση της πόλεως. Για να νομιμοποιήσουν τη θέση των, τα εκλεγέντα μέλη της έσπευσαν να δώσουν όρκο πίστεως στο μεγαλύτερο γιο του Bohemund, Raymond, ώσπου να επιστρέψει ο Bohemund. Ο Raymond δέχτηκε τον όρκο τους και αναγνώρισε τις διεκδικήσεις των.

Στο μεταξύ έστειλαν αγγελιαφόρους στον αδελφό του Bohemund της Τριπόλεως και στον Henry της Champagne, παρακαλώντας τους να έρθουν και να σώσουν την Αντιόχεια από τους Αρμένιους. Το επεισόδιο έδειξε ότι ενώ οι Βαρόνοι της Αντιόχειας ήσαν πρόθυμοι να προχωρήσουν περισσότερο από τους εξαδέλφους των της Ιερουσαλήμ για να ταυτίσουν τους εαυτούς των με τους Χριστιανούς της Ανατολής, η αντίδραση κατ' αυτής της συγχωνεύσεως προήλθε από την εμπορική κοινότητα. 

Αλλά οι περιστάσεις ήσαν διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν στο Βασίλειο λίγα χρόνια πρωτύτερα. Και οι Φράγκοι και οι Έλληνες της Αντιόχειας θεωρούσαν τους Αρμένιους ως βαρβάρους ορεινούς. Η Λατινική Εκκλησία, στο πρόσωπο του Πατριάρχη, έδειξε τη συμπάθειά της προς την κοινότητα, αλλά είναι αμφίβολο αν έπαιξε ηγετικό ρόλο στην εγκατάστασή της. Ο Πατριάρχης, Ralph II, ήταν ένας αδύνατος και ηλικιωμένος άνθρωπος ο οποίος πολύ πρόσφατα είχε διαδεχθεί τον τρομερό Aimery of Limoges. 

Είναι πολύ πιθανότερο ότι οι κυριότεροι παράγοντες για την ίδρυσή της υπήρξαν οι Ιταλοί έμποροι που φοβήθηκαν για το εμπόριό των υπό Αρμενική κυριαρχία. Η ιδέα μιας κοινοτικής κυβερνήσεως εκείνη την εποχή μπορούσε ευκολότερα να γεννηθεί σε έναν Ιταλό παρά σε ένα Γάλλο. Αλλά όποιος και αν δημιούργησε την κοινότητα, οι Έλληνες της Αντιόχειας πολύ σύντομα έπαιξαν ηγετικό ρόλο σ' αυτήν.

Ο Bohemund της Τριπόλεως έσπευσε στην Αντιόχεια συμμορφούμενος προς την πρόσκληση του αδελφού του· και ο Λέων αντιλήφθηκε ότι είχε χάσει την ευκαιρία του. Αποσύρθηκε με τους αιχμαλώτους του στην πρωτεύουσά του, Sis. Στις αρχές της επόμενης ανοίξεως, ο Henry της Champagne αποφάσισε να επέμβει. Ήταν ευτυχής σύμπτωση το ότι οι Σαρακηνοί δεν ήσαν σε θέση, μετά τον θάνατο του Saladin, να είναι επιθετικοί, αλλά μια τόσο επικίνδυνη κατάσταση δεν επιτρεπόταν να συνεχισθεί. 

Καθώς βάδιζε προς βορρά συναντήθηκε με μια πρεσβεία των Ασσασσίνων. Ο Γέρος των Βουνών, Σινάν, είχε πεθάνει λίγο πριν· και ο διάδοχός του ήθελε ν' αναβιώσει τη φιλία που υπήρχε μεταξύ της αιρέσεώς του και των Φράγκων. Έστειλε την αίτηση συγγνώμης του για τη δολοφονία του Conrad de Montferrat, ένα έγκλημα το οποίο ο Henry δεν δυσκολεύτηκε να συγχωρήσει, και κάλεσε τον Henry να επισκεφθεί το φρούριό του στο al-Καχφ.

Εκεί σε μια τραχεία ράχη των βουνών Nosairi, προσφέρθηκαν στον Henry πλούσιες περιποιήσεις. Τoυ έδειξαν, ώσπου ο ίδιος παρακάλεσε να σταματήσει η επίδειξη, πόσο πρόθυμα τα μέλη της αιρέσεώς των θα σκοτώνονταν εκτελώντας τις διαταγές του Σεΐχη των. Έφυγε φορτωμένος πλούσια δώρα και με τη φιλική υπόσχεση των Ασσασσίνων να δολοφονήσουν οποιονδήποτε από τους εχθρούς του θα ήθελε να κατονομάσει.


Από το al-Kahf ο Henry ανέβηκε κατά μήκος της ακτής ως την Αντιόχεια, όπου δεν σταμάτησε παρά ελάχιστα για να συνεχίσει την πορεία του μέσα στην Αρμενία. Ο Λέων, που δεν είχε διάθεση ν' αντιμετωπίσει ανοιχτό πόλεμο, τον συνάντησε προ της Sis, πρόθυμος να διαπραγματευθεί μια τακτοποίηση. Συμφωνήθηκε ότι ο Bohemund θ' απελευθερωνόταν χωρίς λύτρα, ότι η Baghras και η γύρω της χώρα θ' αναγνωριζόταν ως Αρμενικό έδαφος και ότι κανένας ηγεμών δεν θα ήταν επικυρίαρχος του άλλου. 

Για να επισφραγίσουν τη συνθήκη και τελικά, όπως ήλπιζαν, να ενώσουν τα πριγκιπάτα, ο κληρονόμος του Bohemund Raymond θα παντρευόταν την ανιψιά του Λέοντος και επίδοξο κληρονόμο του, Αλίκη, θυγατέρα του Rupen III. Είναι αλήθεια ότι η Αλίκη ήταν ήδη παντρεμένη με τον Χεθούν της Σασούν. Αλλά η δυσκολία ξεπεράστηκε εύκολα. Ο Χεθούν βρήκε ξαφνικό και επίκαιρο θάνατο.

Η τακτοποίηση έδινε υπόσχεση για ειρήνη στο βορρά και ο Henry ως αρχιτέκτων της δείχθηκε άξιος διάδοχος των πρώτων Βασιλέων της Ιερουσαλήμ. Επέστρεψε προς νότο με το γόητρο του πολύ εξυψωμένο. Ωστόσο, οι φιλοδοξίες του Λέοντος δεν ικανοποιήθηκαν. Ξέροντας ότι ο Amalric της Κύπρου επιζητούσε ένα βασιλικό στέμμα, ακολούθησε το παράδειγμά του. Αλλά η νομική γνώμη της εποχής θεωρούσε ότι ένα στέμμα μπορούσε να παραχωρηθεί από έναν Αυτοκράτορα ή, κατά τους Φράγκους, από τον Πάπα. 

Το Βυζάντιο, αποκομμένο τώρα από την Κιλικία και τη Συρία από τις κατακτήσεις των Σελτζούκων, δεν ήταν πια αρκετά ισχυρό, ώστε οι τίτλοι του να έχουν βαρύτητα στους Φράγκους, στους οποίους ο Λέων ήθελε να κάνει εντύπωση. Γι' αυτό έστειλε στον δυτικό Αυτοκράτορα, Henry VI. Ο Henry χρονοτρίβησε. Ήλπιζε να πάει σύντομα στην Ανατολή και θα εξέταζε τότε την Αρμενική υπόθεση. Γι' αυτό ο Λέων πλησίασε τον πάπα, Celestine III. 

Βρισκόταν ήδη σε επαφή με τη Ρώμη τον καιρό του Clement III, προβάλλοντας την υπαγωγή της εκκλησίας του υπό τον Πάπα· γιατί ήξερε ότι ως αρχηγός ενός αιρετικού κράτους δεν θα γινόταν ποτέ παραδεκτός ως επικυρίαρχος από τους Φράγκους. Ο δικός του κλήρος, ζηλότυπος για την ανεξαρτησία του και την πίστη του, αντιτάχθηκε με βιαιότητα σ' αυτές τις ερωτοτροπίες του. Αλλά ο Λέων επέμεινε με υπομονή. 

Τελικά, οι επίσκοποί του πείσθηκαν με δυσφορία ότι η Παπική επικυριαρχία θα ήταν μόνο ονομαστική και δεν θα άλλαζε τίποτα, ενώ στους Λεγάτους του Celestine έλεγε ότι οι επίσκοποι είχαν ομόφωνα αποδεχτεί την αλλαγή. Ο Πάπας είχε συστήσει ανεκτικότητα και τακτ· γι' αυτό οι Λεγάτοι δεν έκαναν ερωτήσεις. Στο μεταξύ ο Αυτοκράτωρ Henry, ο οποίος τώρα είχε υποσχεθεί το στέμμα στον Amalric, έδωσε την ίδια υπόσχεση στον Λέοντα, με αντάλλαγμα την αναγνώριση των επικυριαρχικών δικαιωμάτων του επί της Αρμενίας. Η τελική στέψη θα γινόταν κατά την άφιξή του.

Δεν πήγε ποτέ στην Ανατολή, αλλά τον Ιανουάριο του 1198, λίγο μετά το θάνατό του, ο Καγκελάριός του, Conrad του Χιλδεσχάιμ ήρθε μαζί με τον παπικό λεγάτο, Conrad αρχιεπίσκοπο της Μάιντς, στην Sis και παρέστη σε μια μεγάλη τελετή στέψεως. Ο Αυτοκράτωρ της Ανατολής, Αλέξιος Άγγελος, ελπίζοντας να διατηρήσει κάποια επιρροή στην Κιλικία, είχε στείλει στον Λέοντα, λίγους μήνες πρωτύτερα, ένα Βασιλικό στέμμα, το οποίο έγινε δεκτό με ευγνωμοσύνη.


Ο Αρμένιος Καθολικός, Γρηγόριος Αμπιράδ, τοποθέτησε το στέμμα στο κεφάλι του Λέοντος, ενώ ο Conrad του έδωσε ένα Βασιλικό σκήπτρο. Ο Ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος της Ταρσού, ο Ιακωβίτης πατριάρχης και πρέσβεις του χαλίφη παρευρέθηκαν στην τελετή, όπως και πολλοί από την αριστοκρατία της Αντιόχειας. Ο Λέων μπορούσε να ισχυρισθεί ότι ο τίτλος του είχε αναγνωρισθεί από όλους τους υπηκόους του και τους γείτονές του.

Αυτή η μέρα υπήρξε μεγάλη για τους Αρμένιους, οι οποίοι είδαν σ' αυτή μια αναβίωση του αρχαίου Βασιλείου των Αρμενίων, και ολοκλήρωσε την ενσωμάτωση της Ρουπένιας Ηγεμονίας μέσα στον κόσμο της Φραγκικής Ανατολής. Αλλά είναι αμφίβολο αν η πολιτική του Λέοντος ήταν προς το συμφέρον των Αρμενίων ως συνόλου, γιατί ξεχώριζε τους Αρμένιους της παλιάς Μεγάλης Αρμενίας,

Ο Henry της Champagne δεν τους δέχτηκε με ευχαρίστηση. Είχε μάθει από την πείρα πόσο ανόητο είναι να προκαλεί κανείς έναν πόλεμο που δεν είναι αναγκαίος. Οι κυριότεροι σύμβουλοί του ήσαν οι Ibelin, ο πατριός της συζύγου του και οι ετεροθαλείς αδελφοί της και οι άρχοντες της Τιβεριάδος, οι προγονοί του Raymond της Τριπόλεως. Εκείνοι, πιστοί στις παραδόσεις των οικογενειών των, συνέστησαν μια συνεννόηση με τους Μωαμεθανούς και μια λεπτή διπλωματία που θα έστρεφε τους γιους και τους αδελφούς του Saladin τούς μεν εναντίον των δε. 

Η πολιτική είχε αποδειχθεί επιτυχής και η ειρήνη, ζωτική για την ανάρρωση του Χριστιανικού Βασιλείου, είχε διατηρηθεί παρά την πρόκληση του πειρατή Εμίρη της Βηρυτού, Usamah, τον οποίον ούτε ο al-Adil της Δαμασκού ούτε ο al-Aziz του Καΐρου μπορούσε να χειραγωγήσει. Η Βηρυτός και η Σιδών εξακολουθούσαν να είναι σε μωαμεθανικά χέρια και χώριζαν το Βασίλειο από την Κομητεία της Τριπόλεως. Στις αρχές του 1197, το χάσμα αυτό καλύφθηκε εν μέρει με την ανάκτηση της Jebeil. 

Η κυρία της Στεφανία de Milly, ήταν ανιψιά του Reynald της Σιδώνος και είχε τα χαρίσματά του να μπορεί να διαπραγματεύεται με τους Μωαμεθανούς. Μια μηχανορραφία με έναν Κούρδο Εμίρη της επέτρεψε ν' ανακαταλάβει την πόλη χωρίς μάχη και να την παραδώσει στο γιο της. Οι Γερμανοί είχαν έρθει αποφασισμένοι να πολεμήσουν. Χωρίς να σταματήσουν να συμβουλευθούν την κυβέρνηση στην Acre, οι πρώτοι που έφθασαν βάδισαν κατ' ευθείαν μέσα σε Μωαμεθανικό έδαφος στη Γαλιλαία. Η εισβολή ξύπνησε τους Μωαμεθανός. 

Ο al-Adil, στον οποίον ανήκε η χώρα, κάλεσε τους συγγενείς του να λησμονήσουν τις φιλονικίες των και να ενωθούν μαζί του. Μόλις είχαν περάσει τα σύνορα οι Γερμανοί τούς έφθασε η είδηση ότι ο al-Adil πλησίαζε. Η φήμη υπερέβαλε εξαιρετικά τη δύναμη του στρατού του· και, χωρίς να περιμένουν να τον συναντήσουν, οι Γερμανοί έφυγαν πανικόβλητοι προς την Acre. Οι ιππότες, στη βιασύνη τους, εγκατέλειψαν τους πεζούς. 

Φαινόταν ότι ο al-Adil θα βάδιζε χωρίς να συναντήσει αντίσταση μέσα στην Acre. Αλλά ο Henry, κατά σύσταση του Hugh της Τιβεριάδος, έσπευσε με τους ιππότες του και με όσους Ιταλούς στρατιώτες μπόρεσε να συγκεντρώσει, για να ενισχύσει τους Γερμανούς στρατιώτες του πεζικού, οι οποίοι, ανδρειότεροι από τους αρχηγούς των, ήσαν τώρα πρόθυμοι να κρατήσουν σταθερά.


Έστρεψε προς νότο και βάδισε κατά της Jaffa. Η Jaffa ήταν καλά οχυρωμένη, αλλά η φρουρά της ήταν μικρή και ο Henry δεν είχε τον τρόπο να την συμπληρώσει. Ο Amalric de Lusignan είχε κυβερνήσει την πόλη πριν να πάει στην Κύπρο. Ο Henry την προσέφερε τώρα πάλι σ' αυτόν αν θα ήθελε να την υπερασπίσει. Ήταν προτιμότερο να έχει εκεί τους Κυπρίους παρά ν' αφήσει την πόλη να πέσει στα χέρια των Μωαμεθανών ή των ανεύθυνων Γερμανών. 

Μόλις η προσφορά έφθασε σ' αυτόν, ο Amalric έστειλε έναν από τους Βαρόνους του, τον Reynald Μπαρλαί, ν' αναλάβει τη διοίκηση της Jaffa και να προβεί στις ετοιμασίες που έπρεπε για την επικείμενη πολιορκία. Αλλά ο Reynald ήταν άνθρωπος που ενδιαφερόταν μόνο για την καλοπέρασή του. Σε λίγο έφθασαν ειδήσεις στην Acre ότι περνούσε τον καιρό του σε γλέντια και δεν είχε καμιά διάθεση να προβάλει αντίσταση στον al-Adil. Γι' αυτό ο Henry συγκέντρωσε ό,τι στρατεύματα μπόρεσε στην Acre και ζήτησε από την εκεί Πιζανική παροικία να του δώσει ενισχύσεις.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1197 τα στρατεύματά του είχαν συγκεντρωθεί στην αυλή του παλατιού και ο Henry τα επιθεωρούσε από το παράθυρο μιας από τις επάνω στοές. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν στο δωμάτιο απεσταλμένοι από την Πιζανική παροικία. Ο Henry γύρισε για να τους χαιρετήσει, και κατόπιν, λησμονώντας πού βρισκόταν, έκανε πίσω μέσ' από το ανοιχτό παράθυρο. Ο μικρός του νάνος, Σκάρλετ, στεκόταν πλάι του και τον άρπαξε από τα ρούχα του για να τον συγκρατήσει. 

Αλλά ο Henry ήταν πολύ βαρύς και ο Σκάρλετ πολύ ελαφρός. Έπεσαν μαζί στο δάπεδο της αυλής και σκοτώθηκαν. Ο ξαφνικός θάνατος του Henry της Champagne προξένησε γενική θλίψη σε όλο το Βασίλειο. Ήταν πολύ δημοφιλής. Αν και άνθρωπος χωρίς εξαιρετικά φυσικά χαρίσματα, είχε κατορθώσει με το τακτ, με την επιμονή του και με τη χρησιμοποίηση καλών συμβούλων, ν' αποδειχθεί ικανός κυβερνήτης, πρόθυμος να επωφελείται από την πείρα και να μαθαίνει. Είχε παίξει χρήσιμο ρόλο στην εξασφάλιση της συνέχειας του Βασιλείου. 

Αλλά οι Βαρόνοι δεν είχαν καιρό να χάσουν σε εκδηλώσεις λύπης. Έπρεπε να βρεθεί γρήγορα νέος κυβερνήτης, γι ν' αντιμετωπίσει τον πόλεμο με τους Σαρακηνούς και τη Γερμανική Σταυροφορία και όλα τα άλλα κανονικά προβλήματα της κυβερνήσεως. Η χήρα του Henry, πριγκίπισσα Isabella, ήταν πάρα πολύ ταραγμένη από τη συμφορά που την είχε βρει, ώστε να μπορέσει ν' αναλάβει αυτή· ήταν όμως το κεντρικό πρόσωπο, ο άξονας στροφής, ως κληρονόμος της Βασιλικής γραμμής. 

Από τα παιδιά της με τον Henry ζούσαν δύο μικρά κορίτσια, η Αλίκη και η Φιλίππα. Η κόρη της από τον Conrad, Μαρία de Montferrat, γνωστή από τον τίτλο του πατέρα της ως η μαρκησία, ήταν μόλις πέντε χρονών. Ήταν φανερό ότι η Isabella έπρεπε να ξαναπαντρευτεί. Αλλά οι Βαρόνοι, ενώ αναγνώριζαν τη θέση της ως κληρονόμου, θεωρούσαν ότι ήταν δική τους αποστολή να διαλέξουν τον επόμενο σύζυγό της. Δυστυχώς δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν στον κατάλληλο υποψήφιο. Ο Hugh της Τιβεριάδος και οι φίλοι του πρότειναν τον αδελφό του Ralph. 

Η οικογένειά του, ο οίκος των Φάλκονμπεργκ de Saint Omer, ήταν ένας από τους πιο εξέχοντες του Βασιλείου. Αλλά ήταν φτωχός. Είχαν χάσει τις χώρες και τις περιουσίες των στη Γαλιλαία μετά την κατάληψή της από τους Μωαμεθανούς· και ο Ralph ήταν νεώτερος γιος. Ήταν γενικά αισθητό ότι του έλλειπε ο απαιτούμενος πλούτος και το γόητρο. Ιδιαίτερα, τα στρατιωτικά τάγματα έδειχναν αντίθεση στην υποψηφιότητά του. Ενώ οι συζητήσεις προχωρούσαν, ήρθε η είδηση ότι η Jaffa είχε πέσει χωρίς ν' αντισταθεί. Ο Δούκας της Βραβάντης είχε ξεκινήσει να πάει να τη βοηθήσει.


Τώρα γύρισε πίσω στην Acre και ανέλαβε τη διεύθυνση της κυβερνήσεως. Λίγες μέρες αργότερα, στις 20 Σεπτεμβρίου ο Conrad της Μάιντζ και οι Γερμανοί αρχηγοί ήρθαν από την Κύπρο. Ο Conrad, ως ιεράρχης της Δυτικής Αυτοκρατορίας και έμπιστος του Αυτοκράτορα και επίσης ως φίλος του νέου Πάπα Innocent III, ήταν άνθρωπος με τεράστιο κύρος. Όταν πρότεινε ότι ο θρόνος έπρεπε να προσφερθεί στον βασιλέα της Κύπρου, δεν υπήρξε αντίδραση, εκτός μόνο από τον πατριάρχη, Aymar τον Μοναχό, τον οποίο όμως ούτε ο δικός του κλήρος υποστήριζε. 

Η εκλογή φάνηκε εξαιρετική. Η πρώτη σύζυγος του Amalric, Eschiva d'Ibelin, είχε πρόσφατα πεθάνει. Ήταν ελεύθερος να παντρευτεί την Isabella. Αν και πολλοί από τους Σύρους Βαρόνους δεν μπορούσαν να λησμονήσουν ότι ήταν ένας Lusignan, αυτός είχε επιδεικτικά εγκαταλείψει κάθε κομματική πολιτική, και είχε αποδειχθεί κατά πολύ ικανότερος άνθρωπος από το νεώτερο αδελφό του Guy. Η εκλογή του άρεσε στον Πάπα, στον οποίο φάνηκε φρόνιμο να συνδυασθεί η Λατινική Ανατολή υπό έναν αρχηγό. Αλλά το κίνητρο του Καγκελαρίου Conrad είχε αλλού τη ρίζα του. 

Ο Amalric χρωστούσε το Κυπριακό του στέμμα στον Αυτοκράτορα Henry, του οποίου είχε γίνει υποτελής. Ως Βασιλεύς της Ιερουσαλήμ δεν θα μετέφερε το νέο του Βασίλειο υπό την Αυτοκρατορική επικυριαρχία; Ο ίδιος ο Amalric δίστασε για λίγο. Μόνο τον Ιανουάριο του 1198 ήρθε στην Acre. Την επομένη της αφίξεώς του παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Isabella και λίγες μέρες αργότερα, ο Πατριάρχης τους έστεψε Βασιλέα και Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ.

Η ένωση των στεμμάτων δεν επρόκειτο να είναι πλήρης όπως ο Πάπας και οι Αυτοκρατορικοί είχαν ελπίσει. Ο Amalric το είχε διευκρινίσει από την αρχή ότι τα δύο Βασίλεια θα διοικούνταν χωριστά και ότι δεν επρόκειτο να δαπανηθούν Κυπριακά χρήματα για την άμυνα των Ηπειρωτικών εδαφών. Ο ίδιος ήταν μόνο ένας προσωπικός δεσμός μεταξύ των. Η Κύπρος ήταν κληρονομικό Βασίλειο και κληρονόμος του εκεί ήταν ο γιος του Hugh. 

Στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ το κληρονομικό δικαίωμα είχε γίνει δεκτό από το δημόσιο αίσθημα, αλλά το ανώτατο δικαστήριο είχε επιφυλάξει στον εαυτό του το δικαίωμα της εκλογής στο θρόνο. Εκεί ο Amalric χρωστούσε τη θέση του στη σύζυγό του. Αν αυτός θα πέθαινε, εκείνη θα έπρεπε να ξαναπαντρευτεί, και ο νέος της σύζυγος να γίνει δεκτός ως Βασιλεύς. Και κληρονόμος της ήταν η κόρη της Μαρία de Montferrat. Έστω και αν γεννούσε γιο στον Amalric ήταν αμφίβολο αν το παιδί ενός τέταρτου γάμου θα μπορούσε να διεκδικήσει προτεραιότητα από ένα παιδί από δεύτερο γάμο. 

Αλλά τα μοναδικά παιδιά τους υπήρξαν δύο θυγατέρες, η Sibylla και η Melisende. Αν και θεωρούσε τον εαυτό του μόλις κάτι παραπάνω από αντιβασιλέα, ο Amalric υπήρξε ικανός και δραστήριος κυβερνήτης. Έπεισε το ανώτατο δικαστήριο να συνεργασθεί μαζί του σε μια αναθεώρηση του πολιτεύματος, για να καθορισθούν σαφώς τα Βασιλικά δικαιώματα. Ιδιαίτερα, απαίτησε να συμβουλευθούν τον Ralph της Τιβεριάδος, τον αντίπαλό του για το θρόνο, τον οποίον, όπως μας λένε, εκτιμούσε αλλά δεν συμπαθούσε. 

Ο Ralph φημιζόταν για τις νομικές του γνώσεις, και ήταν φυσικό να του ζητηθεί να εκδώσει το Livre au Roi, όπως ονομάστηκε η νέα έκδοση των νόμων. Αλλά ο Amalric φοβόταν ότι οι νομικές γνώσεις του Ralph μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον του. Το Μάρτιο του 1198, όταν η αυλή περνούσε μέσ' από τους δενδρόκηπους που περιέβαλλαν την Τύρο, τέσσερις Γερμανοί ιππείς κάλπασαν προς τον Βασιλέα και επέπεσαν εναντίον του.


Ο Βασιλεύς σώθηκε χωρίς σοβαρό τραυματισμό. Οι δράστες αρνήθηκαν να πουν για λογαριασμό ποιου ενεργούσαν· αλλά ο Amalric ανάγγειλε ότι ένοχος ήταν ο Ralph και τον καταδίκασε σε εξορία. Ο Ralph, όπως είχε δικαίωμα, ζήτησε να δικαστεί από τους ομότιμούς του. Ο Jean d'Ibelin, ετεροθαλής αδελφός της Βασιλίσσης, έπεισε τον Βασιλέα ότι έπρεπε να υποβάλει την υπόθεση στο ανώτατο δικαστήριο, το οποίο βρήκε ότι ο Βασιλεύς είχε ενεργήσει κακώς εξορίζοντας τον Ralph χωρίς δίκη. 

Το ζήτημα λύθηκε μόνο όταν, προφανώς χάρη στη διακριτική παρέμβαση του Jean d'Ibelin, ο ίδιος ο Ralph δήλωσε ότι επειδή είχε χάσει την εύνοια του Βασιλέως θα πήγαινε σε εκούσια εξορία, και αποσύρθηκε στην Τρίπολη. Το επεισόδιο έδειξε στους Βαρόνους ότι δεν μπορούσαν ν' αντιτάσσονται στον Βασιλέα ατιμωρητί, αλλά έδειξε και στον Βασιλέα ότι έπρεπε να συμμορφώνεται προς το πολίτευμα.

Η εξωτερική του πολιτική υπήρξε ρωμαλέα και εύκαμπτη. Τον Οκτώβριο του 1197, πριν ακόμα αποδεχτεί τον θρόνο, είχε βοηθήσει τον Henry της Βραβάντης να επωφεληθεί από τη Μωαμεθανική συγκέντρωση στη Jaffa, στέλνοντας ξαφνικά ένα εκστρατευτικό σώμα, αποτελούμενο από Γερμανούς και Βραβαντίους, υπό την ηγεσία του Henry, ν' ανακτήσει τη Σιδώνα και τη Βηρυτό. Η Σιδών είχε ήδη κατεδαφισθεί από τους Μωαμεθανούς, οι οποίοι την είχαν θεωρήσει ότι δεν μπορούσε να κρατηθεί. Όταν οι Χριστιανοί έφθασαν εκεί βρήκαν την πόλη ένα σωρό από ερείπια. 

Ο πειρατής-Εμίρης Usamah στη Βηρυτό, βρίσκοντας ότι ο al-Adil δεν του έστελνε βοήθεια, αποφάσισε να καταστρέψει την πόλη του. Αλλά άρχισε πολύ αργά. Όταν ο Henry και τα στρατεύματά του έφθασαν εκεί, βρήκαν τα τείχη κατεδαφισμένα, και μπόρεσαν να μπουν εύκολα μέσα, αλλά ο όγκος της πόλεως ήταν σχεδόν ανέπαφος και επισκευάστηκε σύντομα. Η Βηρυτός δόθηκε ως τιμάριο στον ετεροθαλή αδελφό της Βασιλίσσης, Jean d'Ibelin. Με τη Jebeil ήδη αποδοθείσα στους χριστιανούς κυρίους της, το Βασίλειο είχε και πάλι σύνορα με την κομητεία της Τριπόλεως. 

Αλλά η ακτή γύρω από τη Σιδώνα δεν είχε ακόμα πλήρως εκκαθαρισθεί από τον εχθρό, ο οποίος παρέμενε κατέχοντας τα μισά προάστια. Παίρνοντας θάρρος από τις επιτυχίες των στη Βηρυτό, οι Γερμανοί σταυροφόροι, με τον αρχιεπίσκοπο επικεφαλής των, σχεδίασαν κατόπιν να βαδίσουν κατά της Ιερουσαλήμ. Οι Σύροι βαρόνοι, οι οποίοι είχαν ελπίσει ν' αποκαταστήσουν την ειρήνη με τον al-Adil με βάση την παραχώρηση της Jaffa και τη διατήρηση της Βηρυτού, επιχείρησαν εις μάτην να τους αποτρέψουν. Το Νοέμβριο του 1197, οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Γαλιλαία και πολιόρκησαν το μεγάλο φρούριο της Toron. 

Τόσο σφοδρή ύπαρξε η πρώτη έφοδος, ώστε η Μωαμεθανική φρουρά πρότεινε να εγκαταλείψει το φρούριο με τους πεντακόσιους Χριστιανούς αιχμαλώτους μέσα στις φυλακές του, αν οι αμυνόμενοι θα εξασφάλιζαν τη ζωή τους και τα ατομικά τους υπάρχοντα. Αλλά ο Αρχιεπίσκοπος Conrad επέμεινε σε παράδοση άνευ όρων και οι Φράγκοι Βαρόνοι, θέλοντας να έχουν τη φιλία του al-Adil και φοβούμενοι ότι μια σφαγή θα προκαλούσε έναν Μωαμεθανικό Jihad, έστειλαν να ειδοποιήσουν τον σουλτάνο ότι οι Γερμανοί δεν είχαν σκοπό να χαρίσουν τη ζωή στους αμυνόμενους.

Οι Γερμανοί άρχισαν να κουράζονται και να χαλαρώνουν την προσπάθειά των. Στο μεταξύ έφθασαν ειδήσεις στην Acre ότι ο Αυτοκράτωρ Henry είχε πεθάνει το Σεπτέμβριο. Γι' αυτό το λόγο πολλοί από τους αρχηγούς ήθελαν να επιστρέψουν στον τόπο τους. Και όταν ακολούθησε άλλη είδηση για εμφύλιο πόλεμο στη Γερμανία, ο Conrad και οι συνάδελφοί του αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την πολιορκία. Στις 2 Φεβρουαρίου 1198 ο Αιγυπτιακός στρατός πλησίασε από το νότο.


Οι Γερμανοί στρατιώτες ήσαν έτοιμοι να δώσουν μάχη, όταν ξαφνικά κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Καγκελάριος και οι μεγάλοι άρχοντες είχαν φύγει. Τότε δημιουργήθηκε γενικός πανικός. Ολόκληρος ο στρατός τράπηκε σε φυγή και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν ένιωσε ασφάλεια μέσα στην Τύρο. Λίγες μέρες αργότερα άρχισε να επιβιβάζεται για την επιστροφή του στην Ευρώπη. Ολόκληρη η Σταυροφορία υπήρξε ένα φιάσκο και δεν είχε κάνει τίποτα για ν' αποκαταστήσει το Γερμανικό γόητρο. 

Ωστόσο είχε βοηθήσει στην ανάκτηση της Βηρυτού για τους Φράγκους· και άφησε ένα μόνιμο θεσμό πίσω της στην οργάνωση τον Τευτόνων Ιπποτών. Τα παλιότερα στρατιωτικά τάγματα, αν και επισήμως ήσαν διεθνή, είχαν στρατολογήσει πολύ λίγους Γερμανούς ως μέλη των. Τον καιρό της Τρίτης Σταυροφορίας, μερικοί έμποροι της Βρένης και της Λυβέκκης οργάνωσαν ένα ξενοδοχείο για Γερμανούς στην Acre στις γραμμές του Hospital του Αγίου Ιωάννου. 

Είχε αφιερωθεί στην Παναγία και φρόντιζε για την περίθαλψη των Γερμανών προσκυνητών. Η άφιξη των Γερμανικών εκστρατευτικών σωμάτων το 1197 αναπόφευκτα αύξησε τη σημασία του. Όταν ένας αριθμός από Γερμανούς ιππότες αποφάσισαν να μην επιστρέψουν αμέσως στη Γερμανία, η οργάνωση αντέγραψε το παράδειγμα του Hospital του Αγίου Ιωάννου έναν αιώνα πρωτύτερα. Ενσωμάτωσε αυτούς τους ιππότες και το 1198 αναγνωρίστηκε από τον βασιλέα και από τον Πάπα ως στρατιωτικό τάγμα. 

Ήταν πιθανόν ότι ο Καγκελάριος Conrad είχε σαφή επίγνωση ότι ένα καθαρώς Γερμανικό στρατιωτικό τάγμα θα είχε αξία στην πραγμάτωση ιμπεριαλιστικών σχεδίων και ο ίδιος υπήρξε κατά μεγάλο μέρος υπεύθυνος για την παραδοχή και αναγνώρισή του. Σε λίγο προικοδοτήθηκε με πλούσια κτήματα στη Γερμανία και άρχισε ν' αποκτά φρούρια στη Συρία. Το πρώτο του απόκτημα υπήρξε ο πύργος επάνω από την Πύλη του Αγίου Νικολάου στην Acre, που τον παραχώρησε ο Amalric υπό τον όρο να τον επιστρέψουν στη διαταγή του Βασιλέως. 

Λίγο αργότερα, αγόρασαν το φρούριο Montfort, το οποίο μετονόμασαν σε Starkenberg, επάνω στα υψώματα που δέσποζαν της Κλίμακας της Τύρου. Το Τάγμα, όπως τα τάγματα των Hospitaliers και των Knights, παρείχε στρατιώτες για την άμυνα της Φραγκικής Ανατολής αλλά δεν διευκόλυνε την κυβέρνηση του Βασιλείου. 

Μόλις έφυγαν οι Γερμανοί σταυροφόροι, ο Amalric άρχισε διαπραγματεύσεις με τον al-Adil.Την 1η Ιουλίου 1198 υπεγράφη συνθήκη που του άφηνε την κατοχή της Jaffa και στους Φράγκους την κατοχή της Jebeil και της Βηρυτού, και μοίραζε τη Σιδώνα μεταξύ των. Επρόκειτο να διαρκέσει πέντε χρόνια και οχτώ μήνες. Η τακτοποίηση αποδείχτηκε ωφέλιμη στον al-Adil, γιατί τον άφησε ελεύθερο, όταν πέθανε ο al-Aziz το Νοέμβριο, να επέμβει στην Αίγυπτο και να προσαρτήσει τα εδάφη του αποθανόντος Σουλτάνου. 

Η αύξηση της δυνάμεώς του έκανε τον Amalric να είναι όλο και περισσότερο αποφασισμένος να διατηρήσει την ειρήνη μαζί του, τοσούτω μάλλον επειδή είχαν δημιουργηθεί ανησυχίες στην Αντιόχεια. Ο Bohemund III είχε μετάσχει στην πολιορκία της Βηρυτού και στην επιστροφή του είχε σχεδιάσει να επιτεθεί κατά της Jabala και της Λαοδίκειας. Αλλά αναγκάστηκε να επιστρέψει βιαστικά. Η ευτυχής διευθέτηση με την οποία η Κιλικία και η Αντιόχεια επρόκειτο να ενωθούν στο πρόσωπο του γιου του Raymond και της Αρμένισσας συζύγου του ναυάγησε όταν ο Raymond πέθανε ξαφνικά στις αρχές του 1197.


Άφησε ένα νήπιο αγόρι, τον Raymond Rupen, ο οποίος ήταν κληρονόμος της Αντιόχειας σύμφωνα με το κληρονομικό του δικαίωμα. Αλλά ο Bohemund III πλησίαζε ήδη τα εξήντα και δεν ήταν πιθανόν να επιζήσει ώσπου να ενηλικιωθεί ο εγγονός του. Υπήρχε κάθε κίνδυνος μιας ανηλικιότητας και μιας αντιβασιλείας κυριαρχούμενης από τους Αρμένιους συγγενείς του παιδιού.

Ο Bohemund έστειλε τη χήρα Αλίκη με το μικρό γιο της στην Αρμενία, ίσως επειδή σχεδίαζε ότι θα έπρεπε να τον διαδεχθεί ένας από τους γιους της Sibylla, ίσως επειδή θεώρησε ότι θα ήσαν ασφαλέστεροι εκεί. Αυτό έγινε περίπου τον καιρό της στέψεως του Λέοντος και ο Conrad της Μάιντς, θέλοντας να εξασφαλίσει το θρόνο της Αντιόχειας για έναν από τους υποτελείς του κυρίου του, συμπληρώνοντας έτσι το έργο του στην Acre, έσπευσε από τη Sis στην Αντιόχεια όπου υποχρέωσε τον Bohemund να καλέσει τους Βαρόνους του και να τους επιβάλει να ορκιστούν να υποστηρίξουν τη διαδοχή του Raymond-Rupen.

Ο Conrad θα είχε κάνει καλύτερα αν είχε πάει στην Τρίπολη. Ο Bohemund, κόμης της Τριπόλεως, δεύτερος γιος του Bohemund III, ήταν ένας νέος με μεγάλες φιλοδοξίες και με ελάχιστους δισταγμούς, καλά ενήμερος στα νομικά και ικανός να επινοεί επιχειρήματα για να δικαιολογεί τις πλέον εγκληματικές πράξεις του. Δεν ήταν φίλος της Εκκλησίας. Είχε ήδη υποστηρίξει τους Πιζανούς, χωρίς αμφιβολία για χρήματα, σε μια φιλονικία των με τον επίσκοπο της Τριπόλεως για κάτι εδάφη. 

Και όταν ο επίσκοπος, Peter II of Angouleme, διορίστηκε πατριάρχης Αντιόχειας και διόρισε ένα διάδοχό του στην έδρα του της Τριπόλεως με αντικανονική βιασύνη, ο πάπας δέχτηκε τη δικαιολογία του ότι με ένα Ηγεμόνα σαν τον Bohemund η Εκκλησία δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει μια αργοπορία. Ο Bohemund ήταν αποφασισμένος να πάρει αυτός τη διαδοχή στην Αντιόχεια και αμέσως αρνήθηκε ν' αναγνωρίσει την εγκυρότητα του όρκου που δόθηκε υπέρ του Raymond-Rupen. Χρειαζόταν συμμάχους. 

Οι Knights, εξοργισμένοι για την κατακράτηση της Baghras από τον Λέοντα, πήγαν πρόθυμα μαζί του. Οι Hospitaliers που δεν είχαν ποτέ μεγάλη διάθεση να συνεργασθούν με τους Knights, κερδήθηκαν στην υπόθεση με εύστοχες παραχωρήσεις. Οι Γενουάτες και οι Πιζανοί δωροδοκήθηκαν με εμπορικά προνόμια. Το σπουδαιότερο, η ίδια η κοινότητα της Αντιόχειας φοβόταν τους Αρμένιους και ήταν αντίθετοι προς κάθε ενέργεια που είχαν κάνει οι Βαρόνοι. 

Κατά το τέλος του 1198, ο Bohemund της Τριπόλεως εμφανίσθηκε ξαφνικά στην Αντιόχεια, καθαίρεσε τον πατέρα του και υποχρέωσε την κοινότητα να δώσει όρκο πίστεως σ' αυτόν. Αλλά ο Λέων είχε έναν πανίσχυρο σύμμαχο, τον Πάπα Innocent III. Οποιεσδήποτε αμφιβολίες και αν είχε η Αγία Έδρα για την ειλικρίνεια της υπαγωγής της Αρμενικής Εκκλησίας υπό την Ρώμη, ο Innocent δεν ήθελε ν' αποξενώσει τους νέους του υποτελείς. 

Εγκάρδια και ευλαβή μηνύματα και αιτήματα κατέφθαναν στη Ρώμη από τον Λέοντα και τον καθολικό του, και δεν μπορούσαν ν' αγνοηθούν. Εξ αιτίας, ίσως, της αντιδράσεως της Εκκλησίας, ο νέος Bohemund επέτρεψε στον πατέρα του να επανέλθει πάλι στη θέση του στην Αντιόχεια και ο ίδιος επέστρεψε στην Τρίπολη αλλά κατά κάποιον τρόπο κατόρθωσε να συμφιλιωθεί με τον γέρο πρίγκιπα, ο οποίος έστρεφε προς το μέρος του. Στο μεταξύ οι Knights άσκησαν όλη την επιρροή που διέθεταν στη Ρώμη.


Αλλά ο Λέων έκανε πως δεν άκουγε υποδείξεις της Εκκλησίας να επιστρέψει την Baghras στο Τάγμα, επειδή γι' αυτόν η Baghras αποτελούσε χρήσιμο στρατηγικό έρεισμα αν θα ήθελε να θέσει κάποτε την Αντιόχεια υπό τον έλεγχό του. Κάλεσε τον γέρο πρίγκιπα Bohemund και τον Πατριάρχη Πέτρο να συζητήσουν το όλο ζήτημα· αλλά η αδιαλλαξία του ώθησε ακόμα και τον πατριάρχη προς το μέρος του Bohemund της Τριπόλεως. Η Εκκλησία της Αντιόχειας συντάχθηκε με την κοινότητα και με τα τάγματα για ν' αντιταχθούν στην Αρμενική διαδοχή. 

Όταν ο Bohemund III πέθανε τον Απρίλιο του 1201, ο Bohemund της Τριπόλεως δεν συνάντησε δυσκολία ν' εγκατασταθεί στην πόλη. Αλλά πολλοί από την αριστοκρατία, θυμούμενοι τον όρκο τους και φοβούμενοι τις αυταρχικές τάσεις του Bohemund, κατέφυγαν στην αυλή του Λέοντος, στη Sis. Κατά το επόμενο τέταρτο αιώνος, οι χριστιανοί της βόρειας Συρίας αναστατώθηκαν από τον πόλεμο της διαδοχής της Αντιόχειας και πολύ πριν αυτός τερματισθεί, η όλη κατάσταση στην Ανατολή είχε μεταβληθεί. 

Ήταν ευτύχημα ότι ούτε οι Σελτζούκοι ηγεμόνες της Ανατολίας ούτε οι Αγιουβίδες ήσαν σε θέση να εμπλακούν σ' έναν κατακτητικό πόλεμο εκεί. Ο θάνατος του Σελτζούκου Σουλτάνου Kilidj Arslan II είχε ακολουθηθεί από έναν μακρύ εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των γιων του. Πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια ώσπου ένας από τους νεώτερους γιους, ο Rukn ad-Din Suleiman της Tokat κατόρθωσε να συνενώσει τα οικογενειακά εδάφη. Έγινε μια Σελτζουκική επιδρομή στην Κιλικία το 1193 και πάλι το 1201, απασχολώντας τον Λέοντα την κρίσιμη στιγμή όταν ο Bohemund III ήταν ετοιμοθάνατος.

Αλλά όταν ο Rukn ad-Din είχε καιρό από τους πολέμους με τους αδελφούς του και τους παρακμάζοντες Δανισμένδες Ηγεμόνες, τον χρησιμοποιούσε για να επιτίθεται κατά της Γεωργίας, της οποίας η μεγάλη Βασίλισσα Θάμαρ φαινόταν πολύ μεγαλύτερη απειλή για το Ισλάμ από οποιονδήποτε Λατίνο ηγεμόνα. Δεν ήταν πάντοτε εύκολο να διατηρηθεί η ειρήνη. Κατά τα τέλη του 1202 μια φλαμανδική μοίρα προσορμίσθηκε στην Acre. 

Είχε πλεύσει δια μέσου του Γιβραλτάρ υπό τον Καστελάνο της Βρύγης, Ιωάννη de Nesle. Λίγες μέρες αργότερα έφθασε μια φούχτα ιππότες με πλοία από τη Μασσαλία, υπό τον επίσκοπο Walter του Autun και τον κόμη de Forez. Τους ακολούθησε μια άλλη ομάδα από Γάλλους ιππότες που έρχονταν από τη Βενετία, μεταξύ των οποίων ήσαν ο Stephen της Perche, ο Ρομπέρ de Montfort και ο Reynald II κόμης της Δαμπιέρ. 

Οι τρεις ομάδες μαζί αριθμούσαν μόνο μερικές εκατοντάδες άνδρες, μια ελάχιστη αναλογία του μεγάλου στρατού που απέπλεε τώρα από τη Δαλματία. Αλλά λίγο κατόπιν, ο Reynald του Μονμιράιγ, που είχε αφήσει αυτόν το στρατό στη Ζάρα, έφερε την είδηση ότι θα περνούσε αρκετός καιρός, πριν ολόκληρη η εκστρατευτική δύναμη εμφανισθεί προ της Συρίας, αν θα εμφανιζόταν ποτέ. Όπως όλοι οι νεοφερμένοι, οι Γάλλοι ιππότες ήσαν αποφασισμένοι να βγουν αμέσως έξω για να πολεμήσουν για το Σταυρό. 

Έμειναν κατάπληκτοι όταν ο βασιλεύς Amalric τους συνέστησε να περιμένουν με υπομονή. Ο Reynald της Δαμπιέρ έβρισε κατά πρόσωπο τον Βασιλέα ως δειλό, και, ως αυτοδιορισμένος αρχηγός, έπεισε τους ιππότες ν' αναλάβουν υπηρεσία υπό τον Bohemund της Τριπόλεως. Ξεκίνησαν για να τον συναντήσουν στην Αντιόχεια, και πέρασαν με ασφάλεια μέσ' από την κομητεία της Τριπόλεως. Αλλά η Jabala και η Λαοδίκεια εξακολουθούσαν να είναι σε Μωαμεθανικά χέρια. Ο εμίρης της Jabala ήταν ένας φιλήσυχος άνθρωπος, σε άριστες σχέσεις με τους Χριστιανούς γείτονές του.


Πρόσφερε στους ταξιδιώτες φιλοξενία αλλά τους προειδοποίησε ότι για να περάσουν με ασφάλεια τα εδάφη της Λαοδίκειας έπρεπε να έχουν διαβατήριο από τον επικυρίαρχό του az-Zahir του Χαλεπίου. Πρότεινε να γράψει ο ίδιος στο Σουλτάνο, ο οποίος θα ενέκρινε την αίτηση γιατί τον ενδιέφερε να ενταθεί ο εμφύλιος πόλεμος στην Αντιόχεια. Ο Reynald όμως και οι φίλοι του δεν ήθελαν να περιμένουν.

Συνέχισαν πέρ' από τη Λαοδίκεια, της οποίας ο εμίρης, νομίζοντας ότι έκανε το Μωαμεθανικό του καθήκον, τους παρέσυρε σε μια ενέδρα και έπιασε αιχμαλώτους πολλούς απ' αυτούς και έσφαξε τους υπόλοιπους. Στο Χαλέπι, ο γιος του Saladin az-Zahir, ανησυχούσε πάρα πολύ από τις φιλοδοξίες του θείου του al-Adil, ώστε να διακινδυνεύσει μια επιχείρηση εναντίον ξένων. Οι Αντιοχείς ήσαν ελεύθεροι να συνεχίζουν τις έριδές των χωρίς καμιά Μωαμεθανική παρέμβαση. 

Από την Acre ο Βασιλεύς Amalric παρακολουθούσε τον εμφύλιο πόλεμο στο βορρά, με αυξανόμενη ανησυχία. Οι συμπάθειές του έκλιναν μάλλον προς τον Λέοντα και τον μικρόν Raymond-Rupen παρά προς τον ταραχοποιό Bohemund, αλλά ουδέποτε επιχείρησε ενεργό επέμβαση. Η κυριότερη φροντίδα του ήταν να προλάβει την έκρηξη ενός πολέμου με τον al-Adil. Κυκλοφορούσαν φήμες για μια μεγάλη Σταυροφορία που συγκεντρωνόταν στην Ευρώπη. 

Έπρεπε να διατηρηθεί η ειρήνη ώσπου να φθάσει. Ο al-Adil, από τη δική του πλευρά δεν μπορούσε να υπολογίζει στη νομιμόφρονη υποστήριξη των ανιψιών του και των εξαδέλφων του, εκτός αν σοβαρή Χριστιανική επίθεση επρόκειτο να προκαλέσει ιερό πόλεμο. Ο ίδιος ο Amalric επέτρεπε καμιά φορά επιδρομές κατά των Μωαμεθανών. 

Όταν ένας Εμίρης εγκαταστάθηκε κοντά στη Σιδώνα και άρχισε να κάνει επιδρομές κατά των Χριστιανικών ακτών, ο δε al-Adil δεν έδωσε αποζημιώσεις, ο Amalric έστειλε για αντίποινα, πλοία να συναντήσουν και να συλλάβουν μια πλούσια Αιγυπτιακή συνοδεία που έπλεε στη Λαοδίκεια και ο ίδιος μπήκε επικεφαλής σε μια επιδρομή στη Γαλιλαία. Ο al-Adil, αν και βάδισε ως το όρος Θαβώρ, για να τον συναντήσει, αρνήθηκε να δώσει μάχη.

Ούτε αντέδρασε με βία όταν ο Χριστιανικός στόλος έπλευσε ως το Δέλτα του Νείλου και μέσα στον ποταμό πέρ' από τη Rosetta, για να λεηλατήσει τη μικρή πόλη Φούβα. Το Σεπτέμβριο του 1204 έγινε μια συνθήκη ειρήνης διαρκείας έξι ετών μεταξύ του Amalric και του al-Adil. Φαίνεται ότι η πρωτοβουλία προήλθε από τον Amalric. Αλλά και ο al-Adil, από τη δική του πλευρά, βιαζόταν να τελειώσει τον πόλεμο. 

Πιθανόν να είχε ανησυχήσει από την υπεροχή των Χριστιανών σε θαλάσσια ισχύ, αλλά ήξερε ασφαλώς ότι η Αυτοκρατορία του είχε να κερδίσει από την επανάληψη σταθερού εμπορίου με τη Συριακή ακτή. Ήταν γι' αυτό το λόγο έτοιμος όχι μόνο να εγκαταλείψει τη Βηρυτό και τη Σιδώνα τελικά στον Amalric, αλλά επίσης του παραχώρησε τη Jaffa και τη Ramleh και απλοποίησε τις διατυπώσεις για προσκυνητές που πήγαιναν στην Ιερουσαλήμ και τη Ναζαρέτ.


Για τον Amalric, που τώρα δεν μπορούσε να ελπίζει ότι θα έπαιρνε ουσιαστική βοήθεια από τη Δύση, οι όροι ήσαν εκπληκτικά καλοί. Αλλά δεν μπόρεσε ν' απολαύσει για πολύ την αύξηση του γοήτρου του. Την 1η Απριλίου 1205, ύστερ' από μια σύντομη αρρώστια που την προκάλεσε πολυφαγία, πέθανε στην Acre, μόλις είχε περάσει τα πενήντα. 

Ο Amalric II δεν υπήρξε μεγάλος Βασιλεύς, αλλά, όπως ο προκάτοχός του Henry, είχε μάθει από την πείρα μια πολιτική σοφία η οποία ήταν πολύτιμη γι' αυτό το φτωχό και αβέβαιο Βασίλειο, και το τακτοποιημένο νομικό μυαλό του όχι μόνο δημιούργησε ένα πολίτευμα για την Κύπρο, αλλά έκανε πολλά για να διασώσει τη μοναρχία στην ήπειρο. Ως άνθρωπος υπήρξε σεβαστός αλλά όχι πολύ αγαπητός. Στη νεότητά του υπήρξε ανεύθυνος και φιλόνικος και πάντοτε ερεθιζόταν από την αντίδραση. 

Αλλ' υπήρξε υπέρ αυτού το ότι ενώ μπορούσε σαφώς να προτιμήσει να παραμείνει μόνο Βασιλεύς της Κύπρου, δέχτηκε και ξεπλήρωσε πιστά τις αποστολές που το δεύτερο στέμμα του επέβαλε. Μετά το θάνατό του, τα δύο Βασίλεια χωρίστηκαν. Η Κύπρος πέρασε στο γιο του από την Eschiva d'Ibelin, Hugh Ι, ένα αγόρι έξι ετών. Η μεγαλύτερη αδελφή του παιδιού, Βουργουνδία, είχε λίγο πριν παντρευτεί τον Walter de Montbéliard, στον οποίο το ανώτατο δικαστήριο της νήσου εμπιστεύθηκε την αντιβασιλεία. 

Στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ η εξουσία πέρασε αυτομάτως στη Βασίλισσα Isabella, η οποία δεν είχε πάρα πολύ κλονισθεί από τον θάνατο του τελευταίου αυτού συζύγου για ν' αναλάβει την κυβέρνηση. Αλλά κι αυτή δεν επέζησε για πολύ. Η χρονολογία του θανάτου της, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της καλύπτεται από σκότος. Μόνη αυτή από τις κυρίες του Βασιλικού οίκου της Ιερουσαλήμ είναι μια σκιώδης μορφή από την προσωπικότητα της οποίας δεν έχει τίποτα επιζήσει. Ο γάμος της και αυτή η ύπαρξη της ήσαν υψίστης σημασίας. 

Αν είχε πολιτικές φιλοδοξίες θα ήταν μια δύναμη στη χώρα, αλλά άφηνε τον εαυτό της να περνά από τον ένα σύζυγο στον άλλον χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές της επιθυμίες. Ξέρομε ότι ήταν ωραία· αλλά πρέπει να συμπεράνουμε ότι ήταν αδύνατη και ανίσχυρη. Η Isabella άφησε πέντε θυγατέρες, τη Μαρία de Montferrat, την Αλίκη και την Philip της Champagne και τη Sibylla και τη Melisende de Lusignan. Η Μαρία, που τώρα ήταν δεκατριών ετών, ανέβηκε στο θρόνο και ο Jean d'Ibelin, άρχοντας της Βηρυτού, διορίστηκε αντιβασιλιάς. 

Είναι άγνωστο αν ορίστηκε από τη θνήσκουσα Βασίλισσα ή εξελέγη από τους Βαρόνους. Αλλά ήταν ο προφανής υποψήφιος. Ως πρεσβύτερος ετεροθαλής αδελφός της Isabella ήταν ο στενότερος αρσενικός συγγενής της μικρής Βασιλίσσης. Είχε το πλουσιότερο φέουδο στο μικρό Βασίλειο και ήταν ο ηγέτης που παραδέχονταν οι Βαρόνοι και συνδύαζε την ανδρεία και τη σοφία του πατέρα του Balian, με μια Ελληνική ευστροφία που είχε κληρονομήσει από τη μητέρα του, Μαρία Κομνηνή. 

Επί τρία χρόνια κυβέρνησε τη χώρα με τακτ και ησυχία, ανενόχλητος από Σαρακηνούς πολέμους ή από την αναταραχή μιας Σταυροφορίας. Όπως, πραγματικά, είχε προδεί ο Amalric όταν έκανε τη συνθήκη του με τον al-Adil, κανένας δυτικός ιππότης δεν ερχόταν πια με τη θέλησή του στην Παλαιστίνη. Η Σταυροφορία είχε βρει πλουσιότερο κυνηγότοπο αλλού.






(ΜΕΡΟΣ Γ')


* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Α' - ΜΕΡΟΣ Β' - ΜΕΡΟΣ Δ'




ΠΗΓΕΣ :

(1) :
http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2012/09/Rumciman-3-24grammata.com_.pdf

(2) :
http://www.e-istoria.com/87.html

(3) :
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%84_%CE%A3%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1

(4) :
http://www.24grammata.com/?p=29153

(5) :
http://www.hellenica.de/Europa/Biographia/FriedrichIBarbarossa.htmlhttp://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CE%B1%CE%BB%CE%B1%CE%BD%CF%84%CE%AF%CE%BD

(6) :
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE%BA%CF%85_%CF%84%CF%89%CE%BD_%CE%9B%CE%BF%CF%85%CE%B6%CE%B9%CE%BD%CE%B9%CE%AC%CE%BD

(7) :
http://wwk.kathimerini.gr/kath/7days/1998/11/01111998.pdf

(8) :
http://redskywarning.blogspot.gr/2010/12/blog-post_3946.html





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου