26 Ιουλ 2013

ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ 24/7/1923 (ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ - ΜΕΡΟΣ Α')


ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ 24/7/1923 ΜΕΡΟΣ Α'

ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ

Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη).


Ιστορικό

Κατάργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων.

Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, συγκεκριμένα την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.

Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.

Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή μειονοτήτων από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.

Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία και όχι η ράτσα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. 

Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στην διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα.

Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων.

Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.

Ι. ΣΥΝΘΗΚΗ ΕΙΡΗΝΗΣ

ΥΠΟΓΡΑΦΕΙΣΑ ΤΗΝ 24 ΙΟΥΛΙΟΥ 1923

Η ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ, Η ΓΑΛΛΙΑ, Η ΙΤΑΛΙΑ, Η ΙΑΠΩΝΙΑ, Η ΕΛΛΑΣ, Η ΡΟΥΜΑΝΙΑ, ΤΟ ΣΕΡΒΟ‐ΚΡΟΑΤΟ‐ΣΛΟΒΕΝΙΚΟΝ ΚΡΑΤΟΣ

αφʹ ενός

ΚΑΙ Η ΤΟYΡΚΙΑ

αφʹ ετέρου

Διαπνεόμεναι υπό του αυτού πόθου όπως τερματίσωσιν οριστικώς την εμπόλεμον κατάστασιν, ήτις από του 1914 συνετάραξε την Ανατολήν,

Μεριμνώσαι όπως αποκαταστήσωσι τας μεταξύ αυτών σχέσεις φιλίας και εμπορίου, αναγκαίας δια την χοινήν ευημερίαν των οικείων αυτών Εθνών,

Λαμβάνουσαι υπʹ όψιν ότι αι σχέσεις αύται δέον να βασίζονται επί του σεβασμού της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας των Κρατών,

Απεφάσισαν να συνομολογήσωσιν επί τούτω Συνθήκην και διώρισαν ως πληρεξουσίους αυτών:

Η ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΟΥ ΗΝΩΜΕΝΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΤΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΥΠΕΡΘΑΛΛΑΣΙΩΝ ΒΡΕΤΤΑΝΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΤΩΝ ΙΝΔΙΩΝ:Τον Εντιμότατον Sir Horace George Montagu RUMBOLD, Baronet, G.C.M.G., Ύπατον Αρμοστήν εν Κωνσταντινουπόλει∙

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ: Τον Μέραρχον Στρατηγόν x. Maurice PELLE, Πρεσβευτήν της Γαλλίας, Ύπατον Αρμοστήν της Δημοκρατίας εν Ανατολή, Ανώτερον Ταξιάρχην Τάγματος της Λεγεώνoς της Τιμής∙

Η ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟTHΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ: Τον έντιμον Μαρκήσιον Canulle GARRONI, Γερουσιαστήν του Βασιλείου, Πρεσβευτήν της Ιταλίας, Ύπατον Αρμοστήν εν Κωνσταντινουπόλει, Μεγαλόσταυρον των Ταγμάτων των Αγίων Μαυρικίου και Λαζάρου και του Στέμματος της Ιταλίας∙

Τον Κύριον Jules Cesar MONTAGNA, Έκτακτον Απεσταλμένον και Πληρεξούσιον Υπουργόν εν Αθήναις, Ταξιάρχην του Τάγματος των Αγ. Μαυρικίου και Λαζάρου, Ανώτερον Ταξιάρχην του Στέμματος της Ιταλίας∙

Η ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟTHΣ Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΩΡ ΤΗΣ ΙΑΠΩΝΙΑΣ: Τον Κύριον Kentaro OTCHIAI, Jusammi, Μέλος πρώτης τάξεως του Τάγματος του Ανατέλλοντος Ηλίου, Έκτακτον και Πληρεξούσιον Πρεσβευτήν εν Ρώμη∙

Η ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ: Τον Κύριον Ελευθέριον Κ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΝ, Πρώην Πρόεδρον του Υπουργικού Συμβουλίου, Μεγαλόσταυρον του Τάγματος του Σωτήρος∙Τον Κύριον Δημήτριον ΚΑΚΛΑΜΑΝΟΝ, Πληρεξούοιον Υπουργόν εν Λονδίνω, Ταξιάρχην του Τάγματος του Σωτήρος∙

Η ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΗΣ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ: Τον Κύριον Constanun I. DIAMANTY, Πληρεξούσιον Υπουργόν∙

Τον Κύριον Constanun CONTZESCO Πληρεξούσιον Υπουργόν∙

Η ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΣ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΣΕΡΒΩΝ, ΤΩΝ ΚΡΟΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΛΟΒΕΝΩΝ: Τον Δρα Miloutine YOVANOVITCH, Έκτακτον Απεσταλμένον και Πληρεξούσιον Υπουργόν εν Βέρνη∙

Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΘΝΟΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ: Τον ISMET Pacha, Υπουργόν επί των Εξωτερικών, Βουλευτήν Αδριανουπόλεως∙ Τον Δρα RIZA NOUR Bey Υπουργόν της Υγιεινής και Κοινωνικής Περιθάλψεως, Βουλευτήν Σινώπης∙

Τον HASSAN Bey, πρώην Υπουργόν Βουλευτήν Τραπεζούντος∙

ΟΙΤΙΝΕΣ, επιδείξαντες αλλήλοις τα πληρεξούσια αυτών έγγραφα, ευρεθέντα εν πλήρει τάξει και κατά τους απαιτούμενους τύπους, συνεφώνησαν επί των ακολούθων όρων:

ΜΕΡΟΣ Α’ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

Άρθρον 1.

Από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, η κατάστασις Ειρήνης θα αποκατασταθή οριστικώς μεταξύ της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ελλάδος, της Ρουμανίας, του Σερβο‐Κροατο‐Σλοβενικού Κράτους, αφʹ ενός, και της Τουρκίας, αφʹ ετέρου, ως και μεταξύ των οικείων υπηκόων.

Εκατέρωθεν θα υφίστανται επίσημοι σχέσεις εν ταις οικείαις δε χώραις, οι διπλωματικοί και προξενικοί πράκτορες θα απολαύωσιν υπό την επιφύλαξιν συναφθησομένων ιδιαιτέρων συμφωνιών, των καθιερωμένων προνομιών υπό των γενικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου.

ΤΜΗΜΑ Αʹ

Ι. ΕΔΑΦΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

Άρθρον 2.

Από του Ευξείνου Πόντου προς το Αιγαίον τα σύνορα της Τουρκίας ορίζονται ως έπεται:

(όρα χάρτην υπʹ αριθ. 1).

1ον Μετά της Βουλγαρίας:

Από της εκβολής του Ρέζβαγια μέχρι του Έβρου, το σημείο ενώσεως των συνόρων Τουρκίας, Βουλγαρίας και Ελλάδος:

τα νότια σύνορα της βουλγαρίας, ως είναι νυν καθωρισμένα.

2ον Μετά της Ελλάδος:

Εκείθεν μέχρι της συμβολής του Άρδα και του Έβρου:

ο ρους του Έβρου∙

Εκείθεν προς τα άνω του Άρδα μέχρι σημείο επί του ποταμού τούτου ορισθησομένου επί του εδάφους εγγύτατα προς το χωρίον Τσουρέκ‐κιοϊ:

ο ρους του Άρδα∙

Εκείθεν Νοτιοανατολικούς μέχρι σημείου επί του Έβρου εις απόστασιν ενός χιλιομέτρου προς τα κάτω του Βόσνα κιοϊ:

Γραμμή αισθητώς ευθεία αφίνουσα εν Τουρκία το χωρίον Βόσνα‐κιοϊ. Το χωρίον Τσουρέκ‐κιοϊ θα παραχωρηθή εις την Ελλάδα ή εις την Τουρκίαν, καθʹ όσον η πλειονότης του πληθυσμού ήθελεν αναγνωρισθή ελληνική ή τουρκική υπό της εν τω άρθρω 5 προβλεπομένης επιτροπής, μη συνυπολογιζομένων των μεταναστευσάντων εις το χωρίον τούτο μετά την 11 ην Οκτωβρίου 1922.

Εκείθεν μέχρι του Αιγαίου: ο ρους του Έβρου.

Άρθρον 3.

Από της Μεσογείου μέχρι της μεθορίου της Περσίας, τα σύνορα της Τουρκίας καθορίζονται ως εξής:

1ον Μετά της Συρίας;

Τα εν τω άρθρω 8 της Γαλλοτουρκικής Συμφωνίας της 20ης Οκτωβρίου 1921 καθοριζόμενα σύνορα.

2ον Μετά του Ιράκ:

Η μεταξύ Τουρκίας και Ιράκ μεθόριος θέλει καθορισθή συμβιβαστικώς μεταξύ Τουρκίας και Μεγάλης Βρεττανίας εντός προθεσμίας εννέα μηνών.

Μη επερχόμενης συμφωνίας μεταξύ των δύο Κυβερνήσεων εντός της προβλεπομένης προθεσμίας, η διαφορά θέλει άχθη ενώπιον του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών.

Αι Κυβερνήσεις Τουρκίας και Μεγάλης Βρεττανίας υποχρεούνται αμοιβαίως όπως, μέχρις ου ληφθή η επί του ζητήματος της μεθορίου απόφασις εις ουδεμίαν προβώσι στρατιωτικήν ή άλλην κίνησιν, δυναμένην να επιφέρη οιανδήποτε μεταβολήν εις την παρούσαν κατάστασιν των εδαφών, ων η οριστική τύχη θέλει εξαρτηθή εκ της αποφάσεως ταύτης.

Άρθρον 4.

Τα υπό της παρούσης Συνθήκης διαγραφόμενα σύνορα είναι κεχαραγμένα επί των συνημμένων τη παρούση Συνθήκη χαρτών υπό κλίμακα 1/1.000.000.

Εν περιπτώσει διαφοράς μεταξύ του κειμένου και του χάρτου, θέλει ισχύει το κείμενον.

Άρθρον 5.

Επιτροπή οροθετήσεως θέλει επιφορτισθή να χάραξη επί του εδάφους τα εν τω άρθρω 2 εδ. 2 περιγραφόμενα σύνορα. Η Επιτροπή αυτή θα αποτελεσθή εξ ενός αντιπροσώπου της Ελλάδος, ενός αντιπροσώπου της Τουρκίας και ενός Προέδρου εκλεγομένου υπʹ αυτών μεταξύ των υπηκόων τρίτης Δυνάμεως.

Η Επιτροπή θέλει, κατά πάσας τας περιπτώσεις, καταβάλει προσπάθειαν όπως ακόλουθη, όσον ένεστι ακριβέστερον, τους εν τη παρούση Συνθήκη ορισμούς, λαμβάνουσα υπʹ όψιν κατά το δυνατόν τα διοικητικά όρια και τα τοπικά οικονομικά συμφέροντα.

Αι αποφάσεις της Επιτροπής θα λαμβάνωνται κατά πλειοψηφίαν και θα ώσιν υποχρεωτικοί δια τα ενδιαφερόμενα Μέρη.

Αι δαπάναι της Επιτροπής θα βαρύνωσιν εξ ίσου τα ενδιαφερόμενα Μέρη.

Άρθρον 6.

Όσον αφορά εις τα καθοριζόμενα υπό του ρου ποταμού και ουχί υπό των οχθών αυτού σύνορα, οι όροι “ρους” ή “αύλαξ” ων γίνεται χρήσις εν τη παρούση Συνθήκη, σημαίνουσι δια μεν τους μη πλωτούς ποταμούς την μέσην γραμμήν αυτών ή του κυρίου αυτών βραχίονος, δια δε τους πλωτούς ποταμούς την μέσην γραμμήν της κυρίας αύλακος ναυσιπλοίας. Εν τούτοις, εναπόκειται εις την Επιτροπήν να καθορίση ειδικότερον, εάν η συνοριακή γραμμή θα ακολουθήση, εις τας ενδεχομένας αυτής μετατοπίσεις, τον ούτω προσδιορισθέντα ρουν ή την “αύλακα, ή εάν θα καθορισθή οριστικώς εκ της θέσεως του ρου ή της αύλακος κατά την έναρξιν της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.

Εκτός αντιθέτων διατάξεων της παρούσης Συνθήκης, τα θαλάσσια όρια περιλαμβάνουσι τας νήσους και νησίδια τας κειμένας εις απόστασιν μικροτέραν των τριών μιλλίων από της ακτής.

Άρθρον 7.

Τα ενδιαφερόμενα Κράτη υποχρειούνται να παρέχωσιν εις την οροθετικήν Επιτροπήν πάντα τα αναγκαία δια το έργον αυτής έγγραφα, ιδία δε επίσημα αντίγραφα των πρακτικών καθορισμού των σημερινών ή παλαιών συνόρων, πάντας τους υφισταμένους χάρτας μεγάλης κλίμακος, τα γεωδαιτικά διδόμενα, τα εκτελεσθέντα και μη δημοσιευθέντα σχεδιαγραφήματα, τας πληροφορίας περί των πλημμύρων των μεθοριακών ποταμών. Οι χάρται, τα γεωδαιτικά διδόμενα, και τα σχεδιαγραφήματα, έστω και μη δημοσιευθέντα, τα ευρισκόμενα εις την κατοχήν των τουρκικών Αρχών, δέον να παραδοθώσιν εν Κωνσταντινουπόλει εις τον Πρόεδρον της Επιτροπής εντός της βραχυτέρας προθεσμίας από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.

Τα ενδιαφερόμενα Κράτη υποχρεούνται, επί πλέον, να δώσωσι διαταγάς εις τας τοπικάς Αρχάς, όπως ανακοινώσιν εις την Επιτροπήν παν έγγραφον, ιδία σχέδια, κτηματολόγια και κτηματικά βιβλία, παρέχωσι δε, επί τη αιτήσει ταύτης, πάσαν πληροφορίαν περί της ιδιοκτησίας, των οικονομικών συνθηκών και λοιπάς χρησίμους πληροφορίας.

Άρθρον 8.

Τα ενδιαφερόμενα Κράτη υποχρεούνται να συντρέχωσι την οροθετικήν επιτροπήν είτε απʹ αυθείας, είτε δια των τοπικών Αρχών, εν παντί τω αφορώντι εις την μετακίνησιν, την κατοικίαν, τους εργάτας, τα αναγκαία προς εκπλήρωσιν της αποστολής της υλικά (πασσάλους, ορόσημα).

Ειδικώς η Οθωμανική Κυβέρνησις αναλαμβάνει την υπαχρέωσιν να παράσχη, εάν δεήση, το τεχνικό προσωπικόν, ικανόν να βοηθήση την οροθετικήν Επιτροπήν εις την εκπλήρωσιν του έργου της.

Άρθρον 9.

Τα ενδιαφερόμενα Κράτη αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν να καθιστώσι σεβαστά τα τιθέμενα υπό της Επιτροπής τριγωνομετρικά σημεία, σήματα, πασσάλους ή ορόσημα.

Άρθρον 10.

Τα ορόσημα θέλουσι τεθή εις ορατήν απʹ αλλήλων απόστασιν, θα ώσιν ηριθμημένα, η δε τοποθεσία και ο αριθμός αυτών θα σημειώνται εν χαρτογραφικώ πίνακι.

Άρθρον 11.

Τα οριστικά πρωτόκολλα οροθετήσεως, οι επισυναπτόμενοι χάρται χαι έγγραφα θα γίνωσιν εις τρία προτότυπα, ων δύο θα διαβιβασθώσιν εις τας Κυβερνήσεις των ομόρων Κρατών, το δε τρίτον εις την Κυβέρνησιν της Γαλλικής Δημοκρατίας, ήτις θέλει επιδόσει επίσημα τούτων αντίγραφα εις τας υπογραψάσας την παρούσαν Συνθήκην Δυνάμεις.

Άρθρον 12.

Η ληφθείσα απόφασις τη 13η Φεβρουαρίου 1914 υπό της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου εις εκτέλεσιν των άρθρων 5 της Συνθήκης του Λονδίνου της 17/30 Μαΐου 1913, και 15 της Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Νοεμβρίου 1913, η κοινοποιηθείσα εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τη 13 Φεβρουαρίου 1914 και αφορώσα εις την κυριαρχίαν της Ελλάδος επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου, εκτός της Ίμβρου, Τενέδου και των Λαγουσών νήσων (Μαυρυών), ιδία των νήσων Λήμνου, Σαμοθράκης, Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου και Ικαρίας, επικυρούνται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης των συναφών προς τας υπό την κυριαρχίαν της Ιταλίας διατελούσας νήσους, περί ων διαλαμβάνει το άρθρον 15. Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, αι νήσοι, αι κείμεναι εις μικροτέραν απόστασιν των τριών μιλλίων της ασιατικής ακτής, παραμένουσιν υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν.

Άρθρον 13.

Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:

1. Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τίνος έργου.

2. θα απαγορευθή εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοΐαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας.

Αντιστοίχως, η Οθωμανική Κυβέρνησις θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοΐαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων.

3. Αι ελληνικαι στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφʹ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην.

Άρθρον 14.

Αι νήσοι Ίμβρος και Τένεδος, παραμένουσαι υπό την τουρκικήν κυριαρχίαν, θα απολαύωσιν ειδικής διοικητικής οργανώσεως, αποτελούμενης εκ τοπικών στοιχείων και παρεχούσης πάσαν εγγύησιν εις τον μη μουσουλμανικόν ιθαγενή πληθυσμόν διʹ ό,τι αφορά εις την τοπικήν διοίκησιν και την προστασίαν των προσώπων και των περιουσιών.

Η διατήρησις της τάξεως θα εξασφαλίζηται εν αυταίς διʹ αστυνομίας στρατολογουμένης μεταξύ του ιθαγενούς πληθυσμού, τη φροντίδι της ως άνω προβλεπομένης τοπικής διοικήσεως υπό τα διαταγάς της οποίας θα διατελή.

Αι συνομολογηθείσαι ή συνομολογηθησόμεναι μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συμφωνίαι, αι αφορώσαι την ανταλλαγήν των Ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, δεν θα εφαρμοσθώσιν εις τους κατοίκους των νήσων Ίμβρου και Τενέδου.

Άρθρον 15.

Η Τουρκία παραιτείται υπέρ της Ιταλίας παντός δικαιώματος και τίτλου επί των κάτωθι απαριθμουμένων νήσων, τουτέστι της Αστυπάλαιας, Ρόδου, Χάλκης, Καρπάθου, Κάσσου, Τήλου, Νισύρου, Καλύμνου, Λέρου, Πάτμου, Λειψούς, Σύμης και Κω, των κατεχομένων νυν υπό της Ιταλίας και των νησίδων των εξ αυτών εξαρτωμένων, ως και της νήσου Καστελλορίζου (όρα χάρτην υπʹ αρ. 2).

Άρθρον 16.

Η Τουρκία δήλοι ότι παραιτείται παντός τίτλου και δικαιώματος πάσης φύσεως επί των εδαφών ή εν σχέσει προς τα εδάφη άτινα κείνται πέραν των προβλεπομένων υπό της παρούσης Συνθήκης ορίων, ως και επί των νήσων, εκτός

εκείνων ων η κυριαρχία έχει αναγνωρισθή αυτή δια της παρούσης Συνθήκης, της τύχης των εδαφών και των νήσων τούτων κανονισθείσης ή κανονισθησομένης μεταξύ των ενδιαφερομένων.

Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουσι τας συνομολογηθείσας ή συνομολογηθησομένας ιδιαιτέρας συμφωνίας μεταξύ της Τουρκίας και των ομόρων χωρών λόγω της γειτνιάσεως αυτών.

Άρθρον 17.

Η παραίτησις της Τουρκίας από παντός δικαιώματος και τίτλου αυτής επί της Αιγύπτου και επί του Σουδάν θεωρείται γενομένη από της 5ης Νοεμβρίου 1914.

Άρθρον 18.

Η Τουρκία απαλάσσεται πάσης υποχρεώσεως αφορώσης εις τα οθωμανικά δάνεια τα ηγγυημένα δια του αιγυπτιακού φόρου, ήτοι τα δάνεια του 1855, 1891 και 1894.

Των δια την υπηρεσίαν των τριών τούτων δανείων γενομένων υπό της Αιγύπτου ετησίων καταβολών, αποτελουσών σήμερον μέρος της υπηρεσίας του Δημοσίου Αιγυπτιακού Χρέους, η Αίγυπτος απαλλάσσεται πάσης άλλης υποχρεώσεως ως προς το Δημόσιον Οθωμανικόν Χρέος.

Άρθρον 19.

Μεταγενέστεραι συμφωνίαι, συναφθησόμεναι υπό όρους καθοριστέους μεταξύ των ενδιαφερομένων Δυνάμεων, θα διακανονίσωσι τα προκύπτοντα ζητήματα εκ της αναγνωρίσεως του Αιγυπτιακού Κράτους, εφʹ ου δεν εφαρμόζονται αϊ διατάξεις της παρούσης Συνθήκης, αϊ αφορώσαι τα αποσπασθέντα από της Τουρκίας εδάφη δυνάμει της Συνθήκης ταύτης.

Άρθρον 20.

Η Τουρκία δηλοί ότι αναγνωρίζει την προσάρτησιν της Κύπρου ανακηρυχθείσαν υπό της Βρεττανικής Κυβερνήσεως την 5ην Νοεμβρίου 1914.

Άρθρον 21.

Οι τούρκοι, οι εγκατεστημένοι εν τη νήσω Κύπρω κατά την 5ην Νοεμβρίου 1914, θα αποκτήσωσιν, εφʹ οις όροις προβλέπει ο εγχώριος νόμος, την βρεττανικήν ιθαγένειαν, αποβάλλοντες ως εκ τούτου την τουρκικήν.

Θα δύνανται, εν τούτοις, επί δύο έτη από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, να ασκήσωσι δικαίωμα επιλογής υπέρ της τουρκικής ιθαγενείας∙ εν τοιαύτη περιπτώσει, δέον να εγκαταλείψωσι την Κύπρον εντός δώδεκα μηνών, αφʹ ης ημέρας ασκήσωσι το δικαίωμα της επιλογής.

Ωσαύτως αποβάλλουσι την τουρκικήν ιθαγένειαν, οι τούρκοι υπήκοοι, οι εγκατεστημένοι εv τη νήσω Κύπρω κατά την έναρξιν της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, οίτινες κατά την εποχήν αυτήν έχουσιν αποκτήσει ή πρόκειται να αποκτήσωσι την βρεττανικήν ιθαγένειαν, συνεπεία αιτήσεως υποβληθέσης κατά τας διατάξεις της εγχωρίου νομοθεσίας.

Εννοείται ότι η Κυβέρνησις της Κύπρου θα δύναται να αρνηθή την βρεττανικήν ιθαγένειαν εις τους αποκτήσαντος, άνευ της αδείας της Τουρκικής Κυβερνήσεως, πάσαν άλλην ιθαγένειαν εκτός της τουρκικής.

Άρθρον 22.

Υπό την επιφύλαξιν των γενικών διατάξεων του άρθρου 27, η Τουρκία δηλοί ότι αναγνωρίζει την οριστικήν κατάργησιν παντός δικαιώματος ή προνομίου πάσης φύσεως, ων απήλαυεν εν Λυβύη, δυνάμει της Συνθήκης της Λωζάννης της 18ης Οκτωβρίου 1912 και των συναφών Πράξεων.

ΕΙΔΙΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρον 23.

Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναγνωρίζουσι και διακηρύττουσι την αρχήν της ελευθερίας διελεύσεως και πλου, δια θαλάσσης ή δια του αέρος, εv καιρώ ειρήνης ως και εν καιρώ πολέμου, εντός των στενών του Ελλησπόντου, της Προποντίδος και του Βοσπόρου, ως προβλέπεται εν τη ειδική Συμβάσει του καθεστώτος των Στενών τη συνομολογηθείση υπό σημερινήν ημερομηνίαν.

Η Σύμβασις αύτη θα έχη το αυτό κύρος και την αυτήν ισχύν έναντι των ώδε συμβαλλομένων Υψηλών Μερών, ως εάν περιείχετο εν τη παρούση Συνθήκη.

Άρθρον 24.

Η συνομολογηθείσα σήμερον ειδική Σύμβασις περί του καθεστώτος της εν τω άρθρω 2 της παρούσης Συνθήκης, περιγραφόμενης μεθορίου, θα έχη το αυτό κύρος και την αυτήν ισχύν έναντι των ώδε συμβαλλομένων Υψηλών Μερών, ως εάν περιείχετο εν τη παρούση Συνθήκη.

Άρθρον 25.

Η Τουρκία υποχρεούται να αναγνωρίση την πλήρη ισχύν των Συνθηκών ειρήνης και των προσθέτων Συμβάσεων, αίτινες συνωμολογήθησαν υπό των συμβαλλομένων Δυνάμεων μετά των Δυνάμεων αίτινες επολέμησαν παρά το πλευρόν της Τουρκίας, να αποδεχθή τας αποφάσεις αίτινες ελήφθησαν ή θα ληφθώσιν αναφορικώς προς τα εδάφη της τέως Γερμανικής Αυτοκρατορίας, της Αυστρίας, της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας και να αναγνωρίση τα νέα Κράτη εντός των ούτω καθορισθέντων συνόρων.

Άρθρον 26.

Η Τουρκία δηλοί από τούδε ότι αναγνωρίζει και αποδέχεται τα σύνορα της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Βουλγαρίας, της Ελλάδος, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, του Σερβο‐Κροατο‐Σλοβενικού και του Τσεχοσλοβακικού Κράτους, ως ταύτα καθορίζονται ή θέλουσι καθορισθή υπό των προβλεπομένων εν άρθρω 25 Συνθηκών ή υπό πάσης συμπληρωματικής συμβάσεως.

Άρθρον 27.

Ουδεμία πολιτική, νομοθετική ή διοικητική εξουσία ή δικαιοδοσία θέλει ασκηθή, διʹ οιονδήποτε λόγον, υπό της Κυβερνήσεως ή των Αρχών της Τουρκίας εκτός του τουρκικού εδάφους επί των υπηκόων εδάφους διατελούντος υπό την κυριαρχίαν ή το προτεκτοράτον των λοιπών Δυνάμεων των υπογραψασών την παρούσαν Συνθήκην και επί των υπηκόων εδάφους αποσπασθέντος της Τουρκίας.

Εννοείται ότι η πνευματική δικαιδοσία των θρησκευτικών μουσουλμανικών Αρχών δεν θέλει ποσώς θιγή.

Άρθρον 28.

Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη δηλούσιν ότι αποδέχονται, έκαστον το καθ* εαυτό, την πλήρη και υπό πάσαν έποψιν κατάργησιν των Διομολογήσεων εν Τουρκία.

Άρθρον 29.

Οι Μαροκηνοί υπήκοοι Γάλλοι και οι Τυνήσιοι θα υπόκεινται κατά πάντα εν Τουρκία εις το αυτό καθεστώς εις ό και οι λοιποί Γάλλοι.

Οι υπήκοοι της Λιβύης θα υπόκεινται κατά πάντα εν Τουρκία εις το αυτό καθεστώς εις ο και οι λοιποί υπήκοοι Ιταλοί.

Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν προδικάζουσι την ιθαγένειαν των εν Τουρκία εγκατεστημένων προσώπων των καταγόμενων εκ της Τύνιδας, της Λιβύης και του Μαρόκου.

Αντιστοίχως, οι τούρκοι υπήκοοι θα απολαύωσιν εν ταις χώραις, ων οι κάτοικοι επωφελούνται των διατάξεων των εδαφίων 1 και 2, του αυτού καθεστώτος του οποίου απολαύουσιν εv Γαλλία και εν Ιταλία.

Το καθεστώς εις ο θα υπάγωνται εν Τουρκία τα εκ των χωρών, ων οι κάτοικοι απολαύουσι των διατάξεων του εδαφίου 1, προερχόμενα εμπορεύματα ή τα εις τα χώρας ταύτας κατευθυνόμενα και, αντιστοίχως, το καθεστώς εις ο θα υπάγωνται εν ταις ρηθείσαις χώραις τα εκ Τουρκίας, προερχόμενα ή διʹ αυτήν προοριζόμενα εμπορεύματα, θέλει καθορισθή εκ συμφώνου μεταξύ των Κυβερνήσεων Γαλλίας και Τουρκίας.

ΤΜΗΜΑ Βʹ

ΙΘΑΓΕΝΕΙΑ

Άρθρον 30.

Οι τούρκοι υπήκοοι, οι εγκατεστημένοι εις τα εδάφη άτινα, δυνάμει των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης, αποσπώνται της Τουρκίας, καθίστανται αυτοδικαίως και κατά τους όρους της εγχωρίου νομοθεσίας υπήκοοι του Κράτους εις ο το έδαφος μεταβιβάζεται.

Άρθρον 31.

Οι άγοντες ηλικίαν άνω των 18 ετών, οίτινες αποβάλλουσι την τουρκικήν ιθαγένειαν και αποκτώσιν αυτοδικαίως νέον ιθαγένειαν δυνάμει του άρθρου 30, έχουσι δικαίωμα επιλογής υπέρ της τουρκικής ιθαγενείας επί δύο έτη από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης .

Άρθρον 32.

Οι άγοντες ηλικίαν άνω των 18 ετών, οίτινες είναι εγκατεστημένοι εις έδαφος αποσπώμενον της Τουρκίας συμφώνως προς την παρούσαν Συνθήκην και οίτινες διαφέρουσι φυλετικώς της πλειονότητας του πληθυσμού του ρηθέντος εδάφους, έχουσι δικαίωμα επί δύο έτη από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης να ασκήσωσιν επιλογήν υπέρ της ιθαγενείας ενός των Κρατών, ένθα η πλειονότης του πληθυσμού είναι της αυτής φυλής μετά του ατόμου του ασκούντος το δικαίωμα της επιλογής και υπό τον όρον της συγκαταθέσεως του Κράτους τούτου.

Άρθρον 33.

Οι ασκήσαντες το δικαίωμα της επιλογής, συμφώνως προς τας διατάξεις των άρθρων 31 και 32, οφείλουσιν, εντός των επομένων δώδεκα μηνών, να μεταφέρωσι την κατοικίαν των εις το Κράτος υπέρ ου ήσκησαν την επιλογήν.

Είναι ελεύθεροι να διατηρήσωσι την ην κέκτηνται ακίνητον περιουσίαν εν τω εδάφει του Κράτους, ένθα είχον την κατοικίαν των προ της παρʹ αυτών γενομένης επιλογής.

Δύνανται δε να αποκομίσωσι τα κινητά αυτών πάσης φύσεως, χωρίς να υποβληθώσιν ένεκα τούτου εις ουδέν εισαγωγικόν ή εξαγωγικόν τέλος ή δασμόν.

Άρθρον 34.

Υπό την επιφύλαξιν των συμφωνιών, αίτινες θα απέβαινον αναγκαίοι μεταξύ των Κυβερνήσεων των ασκουσών την εν τοις αποσπωμέναις της Τουρκίας χώραις εξουσίαν και των Κυβερνήσεων των χωρών ένθα εισίν εγκατεστημένοι, οι άγοντες ηλικίαν άνω των 18 (των τούρκοι υπήκοοι, οι καταγόμενοι εξ εδάφους αποσπώμενου της Τουρκίας δυνάμει της παρούσης Συνθήκης και εγκατεστημένοι εις το εξωτερικόν κατά την έναρξιν της ισχύος αυτής, δύνανται να ασκήσωσιν επιλογήν υπέρ της επικρατούσης εν τη χώρα εξ ης κατάγονται ιθαγενείας, εάν συνδέωνται φυλετικώς μετά της πλειονότητας του πληθυσμού της χώρας ταύτης και εάν η ασκούσα την εξουσίαν Κυβέρνησις συναινέση εις τούτο. Το δικαίωμα τούτο της επιλογής δέον να ασκηθή εντός δύο ετών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.

Άρθρον 35.

Αι συμβαλλόμεναι Δυνάμεις αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν όπως ουδέν παρεμβάλλωσι πρόσκομμα εις την άσκησιν του δικαιώματος επιλογής του προβλεπομένου υπό της παρούσης Συνθήκης ή των συνομολογηθεισών Συνθηκών Ειρήνης μετά της Γερμανίας, Αυστρίας, Βουλγαρίας ή Ουγγαρίας, ή υπό Συνθήκης συνομολογηθείσης μεταξύ των συμβαλλομένων τούτων Δυνάμεων πλην της Τουρκίας, ή μιας εξ αυτών και της Ρωσσίας, ή μεταξύ αυτών τούτων των συμβαλλομένων Δυνάμεων και επιτρεπούσης εις τους ενδιαφερομένους την απόκτησιν πάσης άλλης προσιτής αυτοίς ιθαγενείας.

Άρθρον 36.

Αι σύζυγοι ακολουθούσι την κατάστασιν των συζύγων αυτών και τα ηλικίας κάτω των 18 ετών τέκνα την των γονέων των δια παν ό,τι αφορά εις την εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Τμήματος.

ΤΜΗΜΑ Ε'

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΙΟΝΟΤΉΤΩΝ

Άρθρον 37.

Η Τουρκία αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως αι εν τοις άρθροις 38 ‐ 44 περιεχόμεναι διατάξεις αναγνωρισθώσιν ως θεμελιώδεις νόμοι, όπως ουδείς νόμος ή κανονισμός ή επίσημος τις πράξις διατελώσιν εν αντιφάσει ή εν αντιθέσει προς τας διατάξεις ταύτας και όπως ουδείς νόμος ή κανονισμός ή επίσημος τις πράξις κατισχύωσιν αυτών.

Άρθρον 38.

Η Τουρκική Κυβέρνησις αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να παρέχη εις πάντας τους κατοίκους της Τουρκίας πλήρη και απόλυτον προστασίαν της ζωής και της ελευθερίας αυτών, αδιακρίτως γεννήσεως, εθνικότητος, γλώσσης, φυλής ή θρησκείας.

Πάντες οι κάτοικοι της Τουρκίας δικαιούνται να πρεσβεύωσιν ελευθέρως, δημοσία τε και κατʹ ιδίαν, πάσαν πίστιν, θρησκείαν ή δοξασίαν ων η άσκησις δεν ήθελεν είναι ασυμβίβαστος προς την δημόσιαν τάξιν και τα χρηστά ήθη.

Αι μη μουσουλμανικαί μειονότητες θα απολαύωσιν πλήρως της ελευθερίας κυκλοφορίας και μεταναστεύσεως, υπό την επιφύλαξιν των εφαρμοζομένων, εφʹ όλου ή μέρους του εδάφους, εις άπαντας τους τούρκους υπηκόους μέτρων άτινα, ήθελον τυχόν ληφθή υπό της Τουρκικής Κυβερνήσεως χάριν της εθνικής αμύνης και της τηρήσεως της δημοσίας τάξεως.

Άρθρον 39.

Οι ανήκοντες εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας υπήκοοι τούρκοι θα απολαύωσι των αυτών αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων ων και οι μουσουλμάνοι.

Πάντες οι κάτοικοι της Τουρκίας, άνευ διακρίσεως θρησκεύματος, θα ώσιν ίσοι απέναντι του νόμου.

Η διαφορά θρησκείας, δοξασίας ή πίστεως δεν οφείλει να αποτελέση κώλυμα δι* ουδένα τούρκον υπήκοον ως προς την απόλαυσιν των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ιδία την παραδοχήν εις τας δημοσίας θέσεις, αξιώματα και τιμάς ή την εξάσκησιν των διαφόρων επαγγελμάτων και βιομηχανιών.

Ουδείς περιορισμός θέλει επιβληθή κατά της ελευθέρας χρήσεως παρά παντός τούρκου υπηκόου οιασδήποτε γλώσσης, είτε εν ταις ιδιωτικαίς ή εμπορικαίς σχέσεσιν, είτε ως προς την θρησκείαν τον τύπον και πάσης φύσεως δημοσιεύματα, είτε εν ταις δημοσίαις συναθροίσεσιν.

Παρά την ύπαρξιν της επισήμου γλώσσης, θα παρέχωνται αι προσήκουσαι ευκολίαι εις τους τούρκους υπηκόους, τους λαλούντες γλώσσαν άλλην ή την τουρκικήν, δια την προφορικήν χρήσιν της γλώσσης, αυτών ενώπιων των δικαστηρίων.

Άρθρον 40.

Οι τούρκοι υπήκοοι, οι ανήκοντες εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας, θα απολαύωσι “νομικώς” και πραγματικώς της αυτής προστασίας και των αυτών εγγυήσεων ων απολαύουσι και οι λοιποί τούρκοι υπήκοοι, θα έχωσιν ιδίως ίσον δικαίωμα να συνιστώσι, διευθύνωσι και εποπτεύωσιν, ιδίαις δαπάναις, παντός είδους, φιλανθρωπικά, θρησκευτικά ή κοινωφελή ιδρύματα, σχολεία και λοιπά εκπαιδευτήρια μετά του δικαιώματος να ποιώνται ελευθέρως εν αυτοίς χρήσιν της γλώσσης των και να τελώσιν ελευθέρως τα της θρησκείας των.

Άρθρον 41.

Εν ταις πόλεσι και περιφερείαις, ένθα διαμένει σημαντική αναλογία υπηκόων, μη μουσουλμάνων η Τουρκική Κυβέρνησις θα παρέχη ως προς την δημοσίαν εκπαίδευσιν, τας προσήκουσας ευκολίας προς εξασφάλισιν της εν τοις δημοτικοίς σχολείοις παροχής εν τη ιδία αυτών γλώσση, της διδασκαλίας εις τα τέκνα των εν λόγω τούρκων υπηκόων. Η διάταξις αύτη δεν κωλύει την Τουρκικήν Κυβέρνησιν να καταστήση υποχρεωτικήν την διδασκαλίαν της τουρκικής γλώσσης εν τοις ειρημένοις σχολείοις.

Εν ταις πόλεσι και περιφερείαις, ένθα υπάρχει σημαντική αναλογία τούρκων υπηκόων ανηκόντων εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας, θέλει εξασφαλισθή εις τας μειονότητας ταύτας δικαία συμμετοχή εις την διάθεσιν των χρηματικών ποσών, άτινα τυχόν θα εχορηγούντο εκ του δημοσίου χρήματος υπό του προϋπολογισμού του Κράτους ή των δημοτικών και λοιπών προϋπολογισμών επί εκπαιδευτικώ θρησκευτικώ ή φιλανθρωπικώ σκοπώ.

Τα ποσά ταύτα θα καταβάλλωνται εις τους αρμοδίους αντιπροσώπους των ενδιαφερομένων καθιδρυμάτων και οργανισμών.

Άρθρον 42.

Η Τουρκική Κυβέρνησις δέχεται να λάβη απέναντι των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, όσον αφορά την οικογενειακήν ή προσωπικήν αυτών κατάστασιν, πάντα τα κατάλληλα μέτρα, όπως τα ζητήματα ταύτα κανονίζωνται συμφώνως προς τα έθιμα των μειονοτήτων τούτων.

Τα μέτρα ταύτα θέλουσιν επεξεργασθή ειδικαί επίτροπαι, αποτελούμεναι εξ ίσου αριθμού αντιπροσώπων της Τουρκικής Κυβερνήσεως και μιας εκάστης των ενδιαφερομένων μειονοτήτων. Εν περιπτώσει διαφωνίας, η Τουρκική Κυβέρνησις και το Συμβούλιον της Κοινωνίας των Εθνών θέλουσι διορίσει, από κοινού, επιδιαιτητήν εκλεγόμενον μεταξύ των ευρωπαίων νομομαθών.

Η Τουρκική Κυβέρνησις υποχρεούται να παρέχη πάσαν προστασίαν εις τας εκκλησίας, συναγωγάς, νεκροταφεία και λοιπά θρησκευτικά καθιδρύματα των ειρημένων μειονοτήτων. Εις τα ευαγή καθιδρύματα ως και τα θρησκευτικά και φιλανθρωπικά καταστήματα των αυτών μειονοτήτων, των ήδη ευρισκομένων εν Τουρκία, θα παρέχηται πάσα ευκολία και άδεια, η δε Τουρκική Κυβέρνησις, προκειμένου περί ιδρύσεως νέων θρησκευτικών και φιλανθρωπικών καθιδρυμάτων, ουδεμίαν θέλει αρνηθή εκ των αναγκαίων ευκολιών, αίτινες έχουσιν εξασφαλισθή εις τα λοιπά ιδιωτικά καθιδρύματα ομοίας φύσεως.

Άρθρον 43.

Οι εις τας μη μουσουλμανικάς μειονότητας ανήκοντες τούρκοι υπήκοοι δεν θα ώσιν υποχρεωμένοι να εκτελώσι πράξεις αποτελούσας παράβασιν της πίστεως ή των θρησκευτικών των εθίμων, ούτε θα περιπίπτωσιν εις ανικανότητα τίνα αρνούμενοι να παραστώσιν ενώπιον των δικαστηρίων ή να εκτελέσωσι νόμιμόν τίνα πράξιν κατά την ημέραν της εβδομαδιαίας των αναπαύσεως.

Ουχ ήττον, η διάταξις αυτή δεν απαλάσσει τους τούρκους τούτους υπηκόους των υποχρεώσεων, αίτινες επιβάλλονται εις πάντας τους λοιπούς τούρκους υπηκόους προς τήρησιν της δημοσίας τάξεως.

Άρθρον 44.

Η Τουρκία παραδέχεται όπως αι διατάξεις των προηγουμένων άρθρων του παρόντος Τμήματος, εφʹ όσον αφορώσιν εις τους μη μουσουλμάνους υπηκόους της Τουρκίας, αποτελέσωσιν υποχρεώσεις διεθνούς συμφέροντος και τεθώσιν υπό την εγγύησιν της Κοινωνίας των Εθνών. Αι διατάξεις αύται δεν δύνανται να τροποποιηθώσιν άνευ της συγκαταθέσεως της πλειοψηφίας του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών.

Η Βρεττανική Αυτοκρατορία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ιαπωνία υποχρεούνται δια της παρούσης Συνθήκης να μη αρνηθώσι την συγκατάθεσιν αυτών εις πάσαν τροποποίησιν των ειρημένων άρθρων, ην ήθελε κατά τους νομίμους τύπους αποφασίσει η πλειοψηφία του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών.

Η Τουρκία δέχεται όπως παν Μέλος του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών έχη το δικαίωμα να επισύρη την προσοχήν του Συμβουλίου επί πάσης παραβάσεως ή κινδύνου παραβάσεως οιασδήποτε των υποχρεώσεων τούτων και όπως το Συμβούλιον δύναται να ενεργή καθʹ οιονδήποτε τρόπον και παρέχη οιασδήποτε οδηγίας κρινόμενος καταλλήλους και αποτελεσματικός εν τη περιστάσει.

Η Τουρκία δέχεται προς τούτοις όπως, εν περιπτώσει διχογνωμίας επί νομικών ή πραγματικών ζητημάτων αφορώντων τα άρθρα ταύτα, μεταξύ της Τουρκικής Κυβερνήσεως και μιας οιασδήποτε των λοιπών υπογραψασών την παρούσαν Συνθήκην Δυνάμεων ή πάσης άλλης Δυνάμεως Μέλους του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών, η τοιαύτη διχογνωμία θεωρηθή ως διεθνούς χαρακτήρας διαφορά κατά το γράμμα του άρθρου 14 του Συμφώνου της Κοινωνίας των Εθνών.

Η Τουρκική Κυβέρνησις δέχεται όπως πάσα τοιούτου είδους διαφορά, επί τη αιτήσει του ετέρου των Μερών, παραπέμπηται εις το Διαρκές Δικαστήριον Διεθνούς Δικαιοσύνης.

Η απόφασις του Διαρκούς Δικαστηρίου θα η ανέκκλητος, θα έχη δε την ισχύν και το κύρος αποφάσεως εκδοθείσης δυνάμει του άρθρου 13 του Συμφώνου

Άρθρον 45.

Τα αναγνωρισθέντα δια των διατάξεων του παρόντος Τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει αυτής ευρισκομένας μουσουλμανικάς μειονότητας.


ΜΕΡΟΣ Βʹ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

ΤΜΗΜΑ Αʹ 

ΔΗΜΟΣΙΟΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΝ ΧΡΕΟΣ

Άρθρον 46.

Το Δημόσιον Οθωμανικόν Χρέος, ως καθορίζεται εv τω συνημμένω τω παρόντι Τμήματι Πίνακι, θα κατανεμηθή, συμφώνως προς τους εν τω παρόντι Τμήματι όρους, μεταξύ της Τουρκίας, των Κρατών υπέρ των οποίων απεσπάσθησαν εδάφη εκ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνεπεία των Βαλκανικών πολέμων του 1912‐1913, των Κρατών εις τα οποία παρεχωρήθησαν αι εν τοις άρθροις 12 και 15 της παρούσης Συνθήκης αναφερόμεναι νήσοι και το εv τω τελευταίω εδαφίω του παρόντος άρθρου έδαφος και τέλος των νεωστί δημιουργηθέντων Κρατών εν τοις ασιατικοίς εδάφεσι τοις αποσπωμένοις εκ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δυνάμει της παρούσης Συνθήκης. Άπαντα τα ως είρηται Κράτη θα συμμετάσχωσι προς τούτοις, υπό τους εν τω παρόντι Τμήματι διαγραφόμενους όρους, των ετησίων υποχρεώσεων των αφορωσών εις την υπηρεσίαν του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους από των χρονολογιών των προβλεπομένων εν άρθρω 53.

Από των εν τω άρθρω 53 χρονολογιών, η Τουρκία επʹ ουδενί λόγω δύναται να θεωρηθή υπεύθυνος δια τας μερίδας συμμετοχής διʹ ων επεβαρύνθησαν τα λοιπά Κράτη.

Το έδαφος της Θράκης, όπερ κατά την 1ην Αυγούστου 1914 διετέλει υπό την οθωμανικήν κυριαρχίαν, ευρίσκεται δʹ εκτός των εν τω άρθρω 2 της παρούσης Συνθήκης διαγραφομένων ορίων της Τουρκίας, θα θεωρηθή, διʹ ό,τι αφορά την κατανομήν του δημοσίου Οθωμανικού Χρέους, ως αποσπασθέν εκ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δυνάμει της παρούσης Συνθήκης.

Άρθρον 47.

Εντός προθεσμίας τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, το Συμβούλιον του Δημοσίου Οθωμανικού χρέους οφείλει να καθορίση, επί τη οριζομένη εv τοις άρθροις 50 και 51 βάσει, το ποσόν των ετησίων χρεωλυτικών δόσεων των αναλογουσών εις τα εν τω Μέρει Αʹ του συνημμένου τω παρόντι Τμήματι Πίνακος αναφερόμενα δάνεια και επιβαρυνουσών έκαστον των ενδιαφερομένων Κρατών, να φέρη δε εις γνώσιν των Κρατών τούτων το εν λόγω ποσόν.

Τα Κράτη ταύτα δικαιούνται νʹ αποστείλωσιν εις Κωνσταντινούπολιν αντιπροσώπους, ίνα παρακολουθήσωσι τας επί τούτου εργασίας του Συμβουλίου του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους.

Το Συμβούλιον του Χρέους θα εκπλήρωση τα καθήκοντα άτινα προβλέπονται υπό του άρθρου 134 της μετά της Βουλγαρίας Συνθήκης Ειρήνης της 27ης Νοεμβρίου 1919.

Πάσαι αι τυχόν αναφυησόμεναι διαφοραί μεταξύ των ενδιαφερομένων Μερών, ως προς την εφαρμογήν των εν τω παρόντι άρθρω διατυπουμένων αρχών, θα παραπέμπωνται, εντός μηνός το βραδύτερον από της εν τω πρώτω εδαφίω προβλεπομένης κοινοποιήσεως, εις διαιτητήν, τον οποίον το Συμβούλιον της Κοινωνίας των Εθνών θέλει παρακληθή να διορίση και όστις οφείλει να αποφασίση εντός προθεσμίας τριών μηνών κατʹ ανώτατον όριον.

Αι αποδοχαί του διαιτητού θέλουσι καθορισθή υπό του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών και επιβαρύνει μετά των λοιπών εξόδων της διαιτησίας τα ενδιαφερόμενα Μέρη.

Αι αποφάσεις του διαιτητού θα ώσιν αμετάκλητοι. Η προσφυγή εις τον ειρημένον διαιτητήν δεν θα αναστέλλη την πληρωμήν των ετησίων χρεωλυτικών δόσεων.

Άρθρον 48.

Τα Κράτη, εκτός της Τουρκίας, μεταξύ των οποίων θέλει κατανεμηθή το Δημόσιον Οθωμανικόν Χρέος, ως τούτο καθορίζεται εν τω Μέρει Αʹ του συνημμένου τω παρόντι Τμήματι Πίνακος, οφείλουσιν, εντός προθεσμίας τριών μηνών από της γενησομένης κατά τας διατάξεις του άρθρου 47 κονοποιήσεως του αναλογούντος ενι εκάστω τούτων μέρους εκ των εν τω ρηθέντι άρθρω προβλεπομένων ετησίων βαρών, να παράσχωσιν εις το Συμβούλιον του Χρέους ικανάς εγγυήσεις προς εξασφάλισιν της πληρωμής του μεριδίου αυτών.

Εν η περιπτώσει αι εγγυήσεις αύται δεν ήθελον δοθή εντός της ως άνω προθεσμίας, ή εν περιπτώσει διαφωνίας ως προς το κατάλληλον των δοθεισών εγγυήσεων, πάσα Κυβέρνησις υπογράψασα την παρούσαν Συνθήκην δύναται να αναφέρηται εις το Συμβούλιον της Κοινωνίας των Εθνών.

Το Συμβούλιον της Κοινωνίας των Εθνών θα δύναται να αναθέτη εις τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς, τους υφισταμένους εν ταις χώραις, εκτός της Τουρκίας, μεταξύ των οποίων κατανέμεται το χρέος, την είσπραξιν των προσόδων αίτινες εδόθησαν ως εγγύησις. Αι αποφάσεις του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών θα ώσιν αμετάκλητοι.

Άρθρον 49.

Εντός ενός μηνός, αφʹ ης ημέρας ήθελε καθορισθή οριστικώς, συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 47, το ποσόν των ετησίων χρεωλυτικών δόσεων το αναλογούν εκάστω των ενδιαφερομένων Κρατών, θέλει συνέλθει εν Παρισίοις Επιτροπή όπως ορίση τον τρόπον της κατανομής του ονομαστικού κεφαλαίου του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους, ως τούτο καθορίζεται εν τω Μέρει Αʹ του συνημμένου τω παρόντι Τμήματι Πίνακος. Η κατανομή αύτη θέλει γίνει κατά την αυτήν αναλογία την εφαρμοσθείσαν επί της διανομής των ετησίων χρεωλυτικών δόσεων, λαμβανομένων υπʹ όψει των όρων των συμβάσεων δανείων ως και των διατάξεων του παρόντος Τμήματος.

Η εν τω 1ω εδαφίω προβλεπομένη Επιτροπή θα απαρτίζηται εξ ενός αντιπροσώπου της Τουρκικής Κυβερνήσεως, ενός αντιπροσώπου του Συμβουλίου του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους, ενός αντιπροσώπου των Δανείων, εκτός του Ηνοποιημένου και των Τουρκικών Λαχειοφόρων Ομολογιών, ως και του αντιπροσώπου, ον εν έκαστον των ενδιαφερομένων Κρατών έχει το δικαίωμα να διορίση. Παν ζήτημα, εφʹ ου η Επιτροπή δεν ήθελε καταλήξει εις συμφωνίαν, θα παραπέμπηται εις τον υπό του άρθρου 47, εδάφιον 4, προβλεπόμενον διαιτητήν.

Εν η περιπτώσει τη Τουρκία ήθελεν αποφασίσει να εκδώση νέους τίτλους εκπροσωπούντας το αναλογούν αυτή μέρος, ο καταμερισμός του κεφαλαίου του Χρέους θα γίνη εν πρώτοις, όσον αφορά την Τουρκίαν, υπό συμβουλίου αποτελουμένου εκ του αντιπροσώπου της Τουρκικής Κυβερνήσεως, του αντιπροσώπου του Συμβουλίου του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους και του αντιπροσώπου των Δανείων, εκτός του Ηνοποιημένου και των Λαχειοφόρων Τουρκικών Ομολογιών.

Οι νεωστί εκδοθέντες τίτλοι θα παραδίδωνται εις την Επιτροπήν, ήτις θα μεριμνήση περί της παραδόσεως αυτών εις τους κατόχους, υπό όρους πιστοποιούντας την απαλλαγήν της Τουρκίας ως και το δικαίωμα των κατόχων έναντι των λοιπών Κρατών άτινα επιβαρύνονται δια μέρους του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους. Οι εκδοθέντες τίτλοι, οι εκπροσωπούντες το μερίδιον εκάστου Κράτους επί του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους, θα ώσιν απηλλαγμένοι εν τοις χώραις των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών παντός δικαιώματος χαρτοσήμου ή λοιπών τελών, άτινα θα συνεπήγετο η ρηθείσα έκδοσις.

Η πληρωμή των επιβαρυνουσών έκαστον ενδιαφερόμενον Κράτος ετησίων χρεωλυτικών δόσεων δεν δύναται να αναβληθή συνεπεία των διατάξεων του παρόντος άρθρου των αφορωσών εις την κατανομήν του ονομαστικού κεφαλαίου.

Άρθρον 50.

Η κατανομή των εν τω άρθρω 47 προβλεπομένων ετησίων βαρών ως και η του ονομαστικού κεφαλαίου του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους, περί ου το άρθρον 49, θέλουσι γίνει ως εξής:

1ον Τα προ της 17ης Οκτωβρίου 1912 δάνεια και τα συναφή προς αυτά βάρη θέλουσι κατανεμηθή μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ως αύτη υφίστατο κατόπιν των Βαλκανικών πολέμων του 1912‐1913, των Βαλκανικών Κρατών υπέρ ων απεσπάσθη έδαφος εκ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνεπεία των ρηθέντων πολέμων, και των Κρατών εις ά παρεχωρήθησαν οι εν τοις άρθροις 12 και 15 της παρούσης Συνθήκης αναφερόμεναι νήσοι. Αι εδαφικαί μεταβολαί, οι επελθούσαι αφʹ ης ετέθησαν εν ισχύί οι τερματίσασαι τους πολέμους τούτους Συνθήκαι ή αϊ μεταγενέστεραι τοιαύται, θέλουσι ληφθή υπʹ όψιν.

2ον Το παραμένον εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά την πρώτην ταύτην διανομήν υπόλοιπον των δανείων και το υπόλοιπον των συναφών προς αυτά ετησίων χρεωλυτικών δόσεων, ηυξημένα δια των δανείων των συνομολογηθέντων υπό της ειρημένης Αυτοκρατορίας μεταξύ της 17ης Οκτωβρίου 1912 και της 1ης Νοεμβρίου 1914, ως και των συναφών προς ταύτα ετησίων χρεωλυτικών δόσεων, θα κατανεμηθώσι μεταξύ της Τουρκίας, των νεωστί εν Ασία δημιουργηθέντων Κρατών, υπέρ ων απεσπάσθη έδαφος εκ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δυνάμει της παρούσης Συνθήκης, και του Κράτους εις ο παρεχωρήθη το εν τω τελευταίω εδαφίω του άρθρου 46 της Συνθήκης ταύτης αναφερόμενον έδαφος.

Η κατανομή του κεφαλαίου θα γίνη διʹ έκαστον δάνειον επί του ποσού του υφισταμένου κατά την έναρξιν της ισχύος της παρούσης Συνθήκης κεφαλαίου.

Άρθρον 51.

Το ποσόν του αναλογούντος εκάστω ενδιαφερόμενω Κράτει μέρους εκ των ετησίων υποχρεώσεων του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους συνεπεία της εν τω άρθρω 50 προβλεπομένης κατανομής, θέλει καθορισθή ως εξής:

1ον Όσον αφορά εις την προβλεπομένην εν τη 1η παραγράφω του άρθρου 50 κατανομήν, θέλει εν πρώτοις καθορισθή το μέρος το βαρύνον το σύνολο των εν τοις άρθροις 12 και 15 αναφερομένων νήσων και των εκ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποσπασθέντων εδαφών συνεπεία των Βαλκανικών πολέμων. Το μέρος τούτο δέον να έχη, εν σχέσει προς το ολικόν ποσόν των διανεμητέων ετησίων χρεωλυτικών δόσεων συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 50, την αυτήν αναλογίαν ην και ο μέσος όρος των ολικών προσόδων των προαναφερομένων νήσων και εδαφών, ομού λαμβανομένων, προς τον μέσον όρον των ολικών προσόδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τα οικονομικά έτη 1910‐1911 και 1911 ‐1912, συμπεριλαμβανομένου του προϊόντος των επιβληθέντων τω 1907 προσθέτων τελωνειακών δασμών.

Το ούτω καθοριζόμενον ποσόν θέλει μετά ταύτα κατανεμηθή μεταξύ των Κρατών εις ά παρεχωρήθησαν τα εν τω προηγουμένω εδαφίω αναφερόμενα εδάφη, το δε μέρος, όπερ συνεπώς θα επιβαρύνη εν έκαστον των Κρατών τούτων, δέον να έχη, ως προς το κατανεμηθέν μεταξύ αυτών ολικόν ποσόν, την αυτήν αναλογίαν, οίαν έχει ο μέσος όρος των προσόδων του εις έκαστον Κράτος παραχωρηθέντος εδάφους προς τον μέσον όρον των ολικών προσόδων κατά τα οικονομικά έτη 1910‐1911 και 1911‐1912 του συνόλου των εδαφών, άτινα απε‐σπάσθησαν εκ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνεπεία των Βαλκανικών πολέμων, και των εν τοις άρθροις 12 και 15 αναφερομένων νήσων. Εν τω υπολογισμώ των εν τω παρόντι εδαφίω προβλεπομένων προσόδων δεν θα ληφθώσιν υπʹ όψιν αι εισπράξεις των τελωνείων.

2ον Όσον αφορά τα αποσπώμενα εκ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εδάφη δυνάμει της παρούσης Συνθήκης, συμπεριλαμβανομένου και του εδάφους εις ο αφορά το τελευταίον εδάφιον του άρθρου 46, το ποσόν του αναλογούντος εκάστω ενδιαφερομένω Κράτει μεριδίου, δέον να έχη, εν σχέσει προς το ολικόν ποσόν των ετησίων χρεωλυτικών δόσεων, των κατανιμητέων συμφώνως ταις διατάξεσι της 2ας παραγράφου του άρθρου 50, την αυτήν αναλογίαν, ην παρουσιάζει ο μέσος όρος των προσόδων του αποσπώμενου εδάφους προς τον μέσον όρον των ολικών προσόδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τα οικονομικά έτη 1910‐1911 και 1911‐1912 (συμπεριλαμβανομένου του προϊόντος των επιβληθέντων τω 1907 προσθέτων τελωνειακών δασμών), μειωμένων κατά το αναλογούν μέρος εις τα εν τη 1η παραγράφω αναφερόμενα εδάφη και τας νήσους.

Άρθρον 52.

Αι προβλεπόμεναι προκαταβολαί εν τω Μέρει Βʹ του συνημμένου τω παρόντι Τμήματι Πίνακος, θα κατανεμηθώσι μεταξύ της Τουρκίας και των εν τω άρθρω 46 αναφερομένων Κρατών, υπό τους εξής όρους:

1ον ʹΌσον αφορά εις τας προβλεπομένας εν τω πινάκι προκαταβολάς, αίτινες υφίσταντο κατά την 17ην Οκτωβρίου 1912, το ποσόν του μη καταβληθέντος κεφαλαίου, αν υπάρχη τοιούτον, κατά την έναρξιν της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, ως και οι λήξαντες τόκοι από των εν τω πρώτω εδαφίων του άρθρου 53 αναφερομένων προθεσμιών και αι γενόμεναι πληρωμαί από των προθεσμιών τούτων, θα κατανεμηθώσι συμφώνως προς τας διατάξεις της 1ης παραγράφου του άρθρου 50 και της 1ης παραγράφου του άρθρου 51.

2ον Όσον αφορά το αναλογούντα εις την Οθωμανικήν Αυτοκροτορίαν ποσά, συνεπεία της πρώτης ταύτης κατανομής, και τας προβλεπομένας εν τω πίνακι προκαταβολάς, αίτινες συνήφθησαν υπό της ειρημένης Αυτοκρατορίας μεταξύ της 17ης Οκτωβρίου 1912 και της 1ης Νοεμβρίου 1914, το ποσόν του μη καταβληθέντος κεφαλαίου, εάν τυχόν υπάρχη κατά την έναρξιν της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, ως και οι λήξαντες από της 1ης Μαρτίου 1920 τόκοι και αι γενόμεναι από της προθεσμίας ταύτης πληρωμαί, θα κατανεμηθώσι συμφώνως προς τας διατάξεις της 2ας παραγράφου του άρθρου 50 και της 2ας παραγράφου του άρθρου 51.

Το Συμβούλιον του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους οφείλει, εντός τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, να καθορίση το εκάστω των ενδιαφερομένων Κρατών αναλογούν μέρος εκ των ως είρηται προκαταβολών και να φέρη εις γνώσιν αυτών το ποσόν τούτο.

Τα ποσά, διʹ ων επεβαρύνθησαν τα λοιπά εκτός της Τουρκίας κράτη, θα καταβάλλονται υπʹ αυτών εις το Συμβούλιον του Χρέους και θα πληρώνωνται υπό του τελευταίου τούτου εις τους πιστωτάς ή θα φέρωνται υπʹ αυτού εις πίστωσιν της Τουρκικής Κυβερνήσεως μέχρι του ποσού των γενομένων πληρωμών υπό της Τουρκίας είτε λόγω τόκων, είτε λόγω καταβολών δια λογαριασμόν των ειρημένων Κρατών.

Αι εν τω προηγουμένω εδαφίω προβλεπόμεναι καταβολαί θα γίνωνται δια πέντε ίσων ετησίων δόσεων από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης. Το μέρος των πληρωμών τούτων, όπερ δέον να καταβληθή εις τους πιστωτάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα φέρη τους εν τοις συμβολαίοις των προκαταβολών συνομολογηθέντας τόκους. Το αναλογούν εις το Τουρκικόν Κράτος μέρος θα καταβληθή ατόκως.

Άρθρον 53.

Αι ετήσιαι χρεωλυτικαί δόσεις των δανείων του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους, ως τούτο καθορίζεται εν τω Μέρει Αʹ του συνημμένου τω παρόντι Τμήματι Πίνακος, αι οφειλόμεναι υπό των κρατών, υπέρ ων απεσπάσθη έδαφος εκ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνεπεία των Βαλκανικών πολέμων, θα ώσιν απαιτηταί από της ενάρξεως της ισχύος των Συνθηκών δυνάμει των οποίων μετεβιβάσθησαν τα εδάφη ταύτα εις τα ειρημένα Κράτη. ʹΌσον αφορά εις τας εν τω άρθρω 12 αναφερομένας νήσους, το χρεωλύσιον θα η απαιτητόν από της 1/14ης Νοεμβρίου 1913, όσον δʹ αφορά τας εν τω άρθρω 15 νήσους, από της 1 Της Οκτωβρίου 1912.

Αι οφειλόμεναι χρεωλυτικαί δόσεις υπό των νεωστί δημιουργηθέντων Κρατών εν τοις αποσπώμενου. της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ασιατικοίς εδάφεσι δυνάμει της παρούσης Συνθήκης και υπό του Κράτους εις ο παρεχωρήθη το εν τω τελευταίω εδαφίω του άρθρου 46 έδαφος, θα ώσιν απαιτηταί από της 1ης Μαρτίου 1920.

Άρθρον 54.

Τα εν τω Μέρει Αʹ του συνημμένου τω παρόντι Τμήματι Πίνακος απαριθμούμενα έντοκα γραμμάτια του 1911, 1912 και 1913, θέλουσι πληρωθή μετά των συμφωνηθέντων τόκων, εντός δέκα ετών εν τοις συμβολαίοις οριζομένων προς πληρωμήν προθεσμιών.

Άρθρον 55.

Τα εν τω άρθρω 46 αναφερόμενα Κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, θα καταβάλωσιν εις το Συμβουλιον του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους τας ετησίας χρεωλυτικάς δόσεις αίτινες αφορώσιν εις το Δημόσιον Οθωμανικόν Χρέος, ως τούτο καθορίζεται εν τω συνημμένω των παρόντι Τμήματι Πίνακι, και αι οποίαι, επιβαρύνουσαι αυτά και καταστάσαι απαιτηταί από των εν τω άρθρω 53 προβλεπομένων χρονολογιών, καθυστερούνται. Η πληρωμή αυτή θέλει γίνει ατόκως διʹ είκοσιν ίσων ετησίων δόσεων από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.

Το ποσόν των ετησίων χρεωλυτικών δόσεων των καταβαλλομένων υπό των λοιπών, πλην της Τουρκίας, Κρατών εις το Συμβούλιον του Χρέους, θα φέρηται υπό του Συμβουλίου τούτου, μέχρι συμπληρώσεως των υπό της Τουρκίας καταβληθέντων ποσών δια λογαριασμόν των εφημένων Κρατών, εις μείωσιν των καθυστερουμένων ποσών άτινα ήθελεν ακόμη οφείλει η Τουρκία.

Άρθρον 56.

Το Διοικητικόν Συμβουλιον του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους δεν θα περιλάβη πλέον αντιπροσώπους των γερμανών, αυστριακών και ούγγρων κατόχων.

Άρθρον 57.

Επί του εδάφους των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών, αι προθεσμίαι προσαγωγής των τοκομεριδίων των δανείων και των προκαταβολών του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους και των οθωμανικών δανείων του 1855, 1891 και 1894, των ηγγυημένων διά του φόρου της Αιγύπτου, και αι προθεσμίαι προσαγωγής των κληρωθέντων τίτλων των ειρημένων δανείων προς εξόφλησιν, θα θεωρηθώσιν ως ανασταλείσαι από της 29ης Οκτωβρίου 1914 μέχρι της λήξεως τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.

ΤΜΗΜΑ Βʹ 

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΑ

Άρθρον 58.

Η Τουρκία αφʹ ενός, και αι λοιπαί συμβαλλόμεναι Δυνάμεις (εξαιρέσει της Ελλάδος) αφʹ εταίρου, παραιτούνται αμοιβαίως πάσης χρηματικής απαιτήσεως δια τας απωλείας ή ζημίας ας η Τουρκία και αι ειρημέναι Δυνάμεις ως και οι υπήκοοι αυτών (συμπεριλαμβανομένων των νομικών προσώπων) υπέστησαν κατά την από 1ης Αυγούστου 1914 μέχρι της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης περίοδον, είτε συνεπεία πολεμικών πράξεων, είτε εκ μέτρων επιτάξεως, μεσεγγυήσεως, διαθέσεως ή δημεύσεως.

Ουχ ήττον, η προηγουμένη διάταξις δεν θίγει τας διατάξεις του Μέρους Γ (Οικονομικοί όροι) της παρούσης Συνθήκης.

Η Τουρκία παραιτείται υπέρ των λοιπών συμβαλλομένων Δυνάμεων (εξαιρέσει της Ελλάδος) παντός δικαιώματος επί των εις χρυσόν ποσών, άτινα μετεβιβάσθησαν υπό της Γερμανίας και της Αυστρίας δυνάμει του άρθρου 259 εδ. 1. της Συνθήκης Ειρήνης της 2ης Ιουνίου 1919 μετά της Γερμανίας και του άρθρου 210 εδ. 1. της Συνθήκης Ειρήνης της 10ης Σεπτεμβρίου 1919 μετά της Αυστρίας.

Ακυρούνται πάσαι αι υποχρεώσεις πληρωμής, διʹ ων έχει επιβαρυνθή το Διοικητικό Συμβούλιον του Δημοσίου Οθωμανικού Χρέους είτε δυνάμει της Συμβάσεως της 20ης Ιουνίου 1331 (3 Ιουλίου 1915) της αφορώσης εις το τουρκικόν χαρτονόμισμα της πρώτης εκδόσεως, είτε δυνάμει του επί των χαρτονομισμάτων τούτων οπισθογράφου κειμένου.

Η Τουρκία αποδέχεται επίσης να μη ζήτηση παρά της Βρεττανικής Κυβερνήσεως ή παρά των υπηκόων αυτής την απόδοσιν των πληρωθέντων ποσών δια τα πολεμικά σκάφη, άτινα παρηγγέλθησαν εν Αγγλία υπό της Οθωμανικής Κυβερνήσεως και επετάχθησαν υπό της Βρεττανικής Κυβερνήσεως κατά το 1914, παραιτουμένη πάσης εκ του λόγου τούτου απαιτήσεως.

Άρθρον 59.

Η Ελλάς αναγνωρίζει την υποχρέωσιν αυτής όπως επανορθώση τας προξενηθείσας εν Ανατολία ζημίας εκ πράξεων του ελληνικού στρατού ή της ελληνικής διοικήσεως αντιθέτων προς τους νόμους του πολέμου.

Εξ άλλου η Τουρκία, λαμβάνουσα υπʹ όψιν την οικονομικήν κατάστασιν της Ελλάδος, ως αύτη προκύπτει εκ της παρατάσεως του πολέμου και των συνεπειών αυτού, παραιτείται οριστικώς πάσης απαιτήσεως κατά της Ελληνικής Κυβερνήσεως περί επανορθώσεων.

Άρθρον 60.

Τα Κράτη, υπέρ ων απεσπάσθη ή αποσπάται έδαφος εκ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είτε συνεπεία των Βαλκανικών πολέμων, είτε δυνάμει της παρούσης Συνθήκης, θα αποκτήσωσιν άνευ ανταλλάγματος πάσαν ιδιοκτησίαν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κειμένην εν τω εδάφει τούτω.

Εννοείται ότι οι δυνάμει των Αυτοκρατορικών διαταγμάτων της 26ης Αυγούστου 1324 (8 Σεπτεμβρίου 1908) και 20ης Απριλίου 1325 (2 Μαΐου 1909) μεταβιβασθείσαι εκ του Αυτοκρατορικού Ταμείου εις το Κράτος ιδιοκτησίαι, ως και αι κατά την 30ην Οκτωβρίου 1918 διατελούσαι υπό την διαχείρισιν του Αυτοκρατορικού Ταμείου επʹ ωφελεία δημοσίας υπηρεσίας, περιλαμβάνονται μεταξύ των εν τω προηγουμένω εδαφίω αναφερομένων ιδιοκτησιών των ειρημένων Κρατών υποκαθισταμένων εις την Οθωμανικήν Κυβέρνησιν όσον αφορά τας ιδιοκτησίας ταύτας και υποχρεουμένων να σεβασθώσι τα επʹ αυτών συνεστημένα Βακούφια.

Η αναφυείσα διαφορά μεταξύ της Ελληνικής Κυβερνήσεως και της Τουρκικής ως προς τας ιδιοκτησίας τας μεταβιβασθείσας εκ του Αυτοκρατορικού Ταμείου εις το Κράτος και κειμένας εντός των περιελθόντων εις την Ελλάδα εδαφών της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είτε συνεπεία των Βαλκανικών πολέμων, είτε μεταγεστέρως, θα υποβληθή, επί τη βάσει συνομολογηθησομένου συνυποσχετικού, εις Διαιτητικόν Δικαστήρισν εν Χάγη, συμφώνως προς το συνημμένον τη Συνθήκη των Αθηνών της 1/14ης Νοεμβρίου 1913, υπʹ αριθ. 2, ειδικόν Πρωτόκολλον.

Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θέλουσι μεταβάλει την νομικήν φύσιν των επʹ ονόματι του Αυτοκρατορικού Ταμείου εγγεγραμμένων και υπό την διαχείρισιν αυτού διατελεσασών ιδιοκτησιών, των μη αναφερομένων εν τοις εδαφίοις 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρον 61.

Οι διακαιούχοι πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων, οίτινες εγένοντο δυνάμει της παρούσης Συνθήκης υπήκοοι άλλου τινός Κράτους, εκτός της Τουρκίας, ουδεμίαν θα δύνανται να ασκήσωσι, λόγω των συντάξεων τούτων, απαίτησιν κατά της Τουρκικής Κυβερνήσεως.

Άρθρον 62.

Η Τουρκία αναγνωρίζει την μεταβίβασιν πασών των πιστώσεων, ας έχουσιν εναντίον αυτής η Γερμανία, η Αυστρία, η Βουλγαρία και η Ουγγαρία συμφώνως προς το άρθρον 261 της εν Βερσαλλίαις συνομολογηθείσης τη 28η Ιουνίου 1919 Συνθήκης Ειρήνης μετά της Γερμανίας και προς τα αντίστοιχα άρθρα των Συνθηκών Ειρήνης της 10ης Σεπτεμβρίου 1919 μετά της Αυστρίας, της 27ης Νοεμβρίου 1919 μετά την Βουλγαρίας και της 4ης Ιουνίου 1920 μετά της Ουγγαρίας.

Αι λοιπαί συμβαλλόμεναι Δυνάμεις συμφωνούσιν όπως απαλλάξωσι την Τουρκίαν των επιβαρυνόντων ταύτην, εκ του λόγου τούτου, χρεών.

Αι πιστώσεις ας η Τουρκία έχει εναντίον της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Βουλγαρίας και της Ουγγαρίας μεταβιβάζονται ωσαύτως εις τας ειρημένας συμβαλλομένας Δυνάμεις.

Άρθρον 63.

Η Τουρκική Κυβέρνησις, εκ συμφώνου μετά των λοιπών συμβαλλομένων Δυνάμεων, δηλοί ότι απαλλάσσει την Γερμανικήν Κυβέρνησιν της αναληφθείσης υπʹ αυτής διαρκούντος του πολέμου υποχρεώσεως, όπως αποδέχηται γραμμάτια εκδεδομένα υπό της Τουρκικής Κυβερνήσεως, εφʹ ωρισμένη τιμή συναλλάγματος, προς πληρωμήν εξαχθησομένων εκ Γερμανίας εις Τουρκίαν εμπορευμάτων μετά τον πόλεμον

ΜΕΡΟΣ Γʹ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

Άρθρον 64.

Εν τω παρόντι Μέρει, η έκφρασις “Σύμμαχοι Δυνάμεις” δηλοί τας συμβαλλομένας Δυνάμεις, εκτός της Τουρκίας ο όρος “Σύμμαχοι υπήκοοι” περιλαμβάνει τα φυσικά πρόσωπα, τας εταιρείας, τους συνεταιρισμούς και τα ιδρύματα τα υπαγόμενα εις τας συμβαλλομένας δυνάμεις, εκτός της Τουρκίας, ή εις Κράτος ή έδαφος διατελούν υπό το προτεκτοράτον μιας των ειρημένων Δυνάμεων.

Των διατάξεων του παρόντος Μέρους, των αφορωσών εις τους “Συμμάχους υπηκόους”, θα επωφελώνται τα πρόσωπα, άτινα, μη όντα υπήκοοι των Συμμάχων Δυνάμεων, υπήχθησαν υπό των οθωμανικών Αρχών, λόγω της προστασίας ης πράγματι απήλαυον εκ μέρους των ειρημένων Δυνάμεων, εις το αυτό καθεστώς, εις ο και οι Σύμμαχοι υπήκοοι, και υπέστησαν ως εκ τούτου ζημίας.

ΤΜΗΜΑ Αʹ 

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΙ, ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ

Άρθρον 65.

Αι περιουσίαι, τα δικαιώματα και συμφέροντα, τα υφιστάμενα εισέτι και δυνάμενα να εξακριβωθώσιν επί των εδαφών άτινα παραμένουσι τουρκικά κατά την έναρξιν της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, ανήκοντα δε εις πρόσωπα άτινα ήσαν Σύμμαχοι υπήκοοι κατά την 29ην Οκτωβρίου 1914, θέλουσιν αμέσως αποδοθή εις τους δικαιούχους, εν η ευρίσκονται καταστάσει.

Αντιστοίχως αι εις τούρκους υπηκόους ανήκουσαι περιουσίαι, δικαιώματα και συμφέροντα, αι εισέτι υφιστάμεναι και δυνάμεναι να εξακριβωθώσιν επί των εδαφών των διατελούντων υπό την κυριαρχίαν ή το προτεκτοράτον των Συμμάχων Δυνάμεων κατά την 29ην Οκτωβρίου 1914, ή επί των αποσπασθέντων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εδαφών συνεπεία των Βαλκανικών πολέμων και υπαγομένων σήμερον υπό την κυριαρχίαν των ειρημένων Δυνάμεων, θέλουσι αμέσως αποδοθή εις τους δικαιούχους εις ην κατάστασιν ευρίσκονται.

Το αυτό θέλει εφαρμοσθή ως προς τας περιουσίας, δικαιώματα και συμφέροντα τας ανηκούσας εις τούρκους υπηκόους εκ των αποσπασθέντων εκ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εδαφών δυνάμει της παρούσης Συνθήκης, και αίτινες τυχόν απετέλεσαν αντικείμενον εκκαθαρίσεως ή οιουδήποτε άλλου εξαιρετικού μέτρου εκ μέρους των Αρχών των Συμμάχων Δυνάμεων.

Αι επί εδάφους αποσπωμένου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δυνάμει της παρούσης Συνθήκης κείμεναι περιουσίαι, δικαιώματα και συμφέροντα αίτινες, γενόμενοι αντικείμενον εξαιρετικού τίνος πολεμικού μέτρου εκ μέρους της Οθωμανικής Κυβερνήσεως, ευρίσκονται ήδη εις χείρας της συμβαλλόμενης Δυνάμεως της ασκούσης εξουσίαν επί του εδάφους τούτου και δύνανται να εξακριβωθώσι, θέλουσιν αποδοθή εις τον νόμιμον αυτών κύριον, εις ην κατάστασιν ευρίσκονται.

Το αυτό θέλει εφαρμοσθή ως προς τα ακίνητα, άτινα έχουσι τυχόν εκκα‐θαρισθή υπό της συμβαλλομένης Δυνάμεως της ασκούσης εξουσίαν επί του εδάφους τούτου. Πάσα άλλη διεκδίκησις μεταξύ ιδιωτών θα υποβάλληται εις τα αρμόδια τοπικά δικαστήρια.

Πάσα διαφορά σχετική προς την ταυτότητα ή την απόδοσιν των αιτουμένων περιουσιών θα υποβάλληται εις το προβλεπόμενον υπό του Τμήματος Εʹ του παρόντος Μέρους Μικτόν Διαιτητικόν Δικαστήριον.

Άρθρον 66.

Προς εκτέλεσιν των διατάξεων του άρθρου 65, εδάφια 1 και 2, τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη θα αποκαταστήσωσι, δια της ταχυτέρας διαδικασίας, τους δικαιούχους εις τας περιουσίας, δικαιώματα και συμφέροντα αυτών , ελευθέρας των βαρών ή δουλειών, αίτινες τυχόν επεβλήθησαν επί τούτων άνευ της συγκαταθέσεως των ειρημένων δικαιούχων. Η Κυβέρνησις της ενεργούσης την απόδοσιν Δυνάμεως θα μεριμνήση περί της αποζημιώσεως των τρίτων, οίτινες τυχόν απέκτησαν αμέσως ή εμμέσως δικαιώματα ένταντι της ειρημένης Κυβερνήσεως και ους θα εζημίου ή απόδοσις αύτη.

Αι δυνάμεναι να αναφυώσι διαφοραί ως προς την εν λόγω αποζημίωσιν θα υπάγονται εις την αρμοδιότητα δικαστηρίων του κοινού δικαίου.

Εν πάση άλλη περιπτώσει, απόκειται εις τους ζημιουμένους τρίτους να στραφώσι κατά του υπαιτίου, όπως αποζημιωθώσιν.

Επί τω τέλει τούτω, πάσα πράξις διαθέσεως ή άλλα εξαιρετικά μέτρα πολέμου, εις ά τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη έχουσι τυχόν προβή ως προς τας εχθρικάς περιουσίας, δικαιώματα και συμφέροντα, θα αρθώσι και ανασταλώσιν αμέσως, εφʹ όσον πρόκειται περί μήπω περατωθείσης εισέτι εκκαθαρίσεως. Οι αιτούντες ιδιοκτήται θέλουσιν ικανοποιηθή δια της αμέσου αποδόσεως των περιουσιών, δικαιωμάτων και συμφερόντων αυτών, ευθύς ως ταύτα εξακριβωθώσιν.

Εν η περιπτώσει, κατά την υπογραφήν της παρούσης Συνθήκης, αι περιουσίαι, τα δικαιώματα και συμφέροντα, ων η απόδοσις προβλέπεται υπό του άρθρου 65, έχουσι τυχόν εκαθαρισθή υπό των Αρχών μιας των Υψηλών Συμβαλλομένων Δυνάμεων, η Δύναμις αύτη θα απαλλαγή της προς απόδοσιν των ειρημένων περιουσιών, δικαιωμάτων και συμφερόντων υποχρεώσεως, δια της πληρωμής εις τον ιδιοκτήτην του προϊόντος της εκκαθαρίσεως. Εν ή περιπτώσει το εν τω Τμήματι Εʹ προβλεπόμενον Μικτόν Διαιτητικόν Δικαστήριον επί τη αιτήσει του ιδιοκτήτου, ήθελε κρίνει ότι η εκκαθάρισις δεν εγένετο υπό συνθήκας εξασφαλιζούσας την πραγματοποίησιν δικαίου τιμήματος, δύναται το δικαστήριον, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των μερών, να αύξηση το προϊόν της εκκαθαρίσεως καθʹ ό ποσόν ήθελε κρίνει δίκαιον, αι ειρημέναι περιουσίαι, δικαιώματα και συμφέροντα θα αποδοθώσιν, εάν η πληρωμή δεν συνετελέσθη εντός προθεσμίας δύο μηνών από της μετά του ιδιοκτήτου συμφωνίας ή της αποφάσεως του ως άνω Μικτού Διαιτητικού Δικαστηρίου.

Άρθρον 67.

Η Ελλάς, η Ρουμανία, το Σερβο‐Κροατο‐Σλοβενικόν Κράτος αφʹ ενός, και η Τουρκία αφʹ ετέρου, αναλαμβάνουσι την υποχρέωσιν να διευκολύνωσιν αμοιβαίως, είτε δια καταλλήλων διοικητικών μέτρων, είτε δια της παραδόσεως παντός σχετικού εγγράφου, την επί του εδάφους αυτών ανεύρεσιν και απόδοσιν των πάσης φύσεως κινητών, άτινα, αφαιρεθέντα, κατασχθέντα ή μεσεγγυηθέντα υπό των στρατευμάτων ή των διοικητικών αυτών αρχών επί του εδάφους της Τουρκίας ή αντιστοίχως επί του εδάφους της Ελλάδος, της Ρουμανίας και του Σερβο‐Κροατο‐Σλοβενικού Κράτους, ευρίσκονται ήδη επί του εδάφους τούτου.

Η ανεύρεσις και η απόδοσις θα λαβή ωσταύτως χωράν ως προς τα υπό των γερμανικών, αυστρο‐ουγγρικών ή βουλγαρικών στρατευμάτων ή διοικητικών αρχών κατασχεθέντα ή μεσεγγυηθέντα ως άνω αντικείμενα επί του εδάφους της Ελλάδος, της Ρουμανίας ή του Σερβο‐Κροατο‐Σλοβένικου Κράτους, άτινα έχουσι τυχόν παραχωρηθή εις την Τουρκίαν ή εις τους υπηκόους αυτής, ως και δια τα κατασχεθέντα ή μεσεγγυηθέντα αντικείμενα υπό των ελληνικών, ρουμανικών ή σερβικών στρατευμάτων επί του εδάφους της Τουρκίας άτινα τυχόν παρεχωρήθησαν εις την Ελλάδα, την Ρουμανίαν ή το Σερβο‐Κροατο‐Σλοβενικό Κράτος ή εις τους υπηκόους αυτών.

Αι αφορώσαι την ανεύρεσιν και απόδοσιν ταύτην αιτήσεις θα υποβληθώσιν εντός έξι μηνών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.

Άρθρον 68.

Τα χρέη, τα προκύπτοντα εκ συμβολαίων συναφθέντων εν ταις χώραις, αίτινες κατείχοντο εν Τουρκία υπό των Ελληνικών στρατευμάτων, μεταξύ των Ελληνικών Αρχών αφʹ ενός, και τούρκων υπηκόων αφʹ ετέρου, θα πληρωθώσιν υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως κατά τους εν τοις ειρημένοις συμβολαίοις προβλεπόμενους όρους.

Άρθρον 69.

Ουδείς φόρος, τέλος, ή πρόσθετον δικαίωμα ων απηλλάσσοντο οι Σύμμαχοι υπήκοοι και αι περιουσίαι αυτών, δυνάμει του καθεστώτος υφʹ ό διτέλουν κατά την 1ην Αυγούστου 1914, θέλει εισπραχθή παρά των υπηκόων τούτων ή επί των περιουσιών αυτών, έναντι χρήσεων προγενεστέρων του 1922‐1923.

Εν ή περιπτώσει εισεπράχθησαν ποσά μετά την 15ην Μαΐου 1923, έναντι των προ του 1922‐1923 χρήσεων, θέλουσι ταύτα αποδοθή εις τους δικαιούχους άμα τη ενάρξει της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.

Ουδεμία απαίτησις δύναται να εγερθή ως προς τα προ της 15ης Μαΐου 1923 εισπραχθέντα ποσά.

Άρθρον 70.

Αι επί των άρθρων 65, 66 και 69 βασιζόμεναι αιτήσεις δέον να υποβάλλωνται εις τας αρμοδίας αρχάς εντός προθεσμίας έξι μηνών, ελλείψει δε συμφωνίας, εις το Μικτόν Διαιτητικόν Διαστήριον εντός δώδεκα μηνών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.

Άρθρον 71.

Αι υπό της Βρεττανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ρουμανίας και του Σερβο‐Κροατο‐Σλοβενικού Κράτους ή των υπηκόων αυτών εγερθείσαι απαιτήσεις ή αγωγαί κατά της Οθωμανικής Κυβερνήσεως, προ της 29ης Οκτωβρίου 1914, εν σχέσει προς τας περιουσίας, τα δικαιώματα και συμφέροντα αυτών, δεν θέλουσι ποσώς θιγή εκ των διατάξεων του παρόντος Τμήματος. Το αυτό ισχύει και ως προς τας απαιτήσεις ή αγωγάς αίτινες ηγέρθησαν υπό της Οθωμανικής Κυβερνήσεως ή των υπηκόων αυτής κατά της Βρεττανικής, Γαλλικής, Ιταλικής, Ρουμανικής και Σερβο‐Κροατο‐Σλοβενικής Κυβερνήσεως ή των υπηκόων αυτών. Αι απαιτήσεις ή αγωγαί αύται θέλουσι συνεχισθή κατά της Τουρκικής Κυβερνήσεως και των αναφερομένων εν τω παρόντι άρθρω λοιπών Κυβερνήσεων υπό τους αυτούς όρους, λαμβανομένης όμως υπʹ όψει της καταργήσεως των Διομολογήσεων.

Άρθρον 72.

Αι επί εδαφών παραμενόντων τουρκικών δυνάμει της παρούσης Συνθήκης, περιουσίαι, δικαιώματα και συμφέροντα, αι ανήκουσαι εις την Γερμανίαν, την Αυστρίαν, την Ουγγαρίαν και την Βουλγαρίαν ή εις τους υπηκόους αυτών, αίτινες δε εγένοντο τυχόν αντικείμενον κατασχέσεως ή κατοχής εκ μέρους των Συμμάχων Κυβερνήσεων προ της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης ταύτης, θα παραμείνωσιν υπό την κατοχήν των τελευταίων τούτων μέχρι της συνομολογήσεως συμφωνιών μεταξύ των Κυβερνήσεων τούτων και της Γερμανικής, Αυστριακής, Ουγγρικής και Βουλγαρικής Κυβερνήσεως ή των ενδιαφερομένων υπηκόων αυτών. Εάν αι εν λόγω περιουσίαι, δικαιώματα και συμφέροντα εγένοντο αντικείμενον εκκαθαρίσεων, αι εκκαθαρίσεις αύται επικυρούνται.

Εις τα αποσπωμένα εκ της Τουρκίας εδάφη δυνάμει της παρούσης Συνθήκης, αι ασκούσαι την επʹ αυτών εξουσίαν Κυβερνήσεις, δύνανται, εντός ενός έτους από της ενάρξεως της ισχύος της Συνθήκης ταύτης, να εκκαθαρίσωσι τας ανήκουσας εις την Γερμανίαν, την Αυστρίαν, την Ουγγαρίαν και την Βουλγαρίαν, ή εις τους υπηκόους αυτών περιουσίας, δικαιώματα και συμφέροντα.

Το προϊόν των εκκαθαρίσεων, είτε αύται συνετελέσθησαν ήδη είτε μη, θέλει καταβληθή εις την Επιτροπήν των Επανορθώσεων την συστηθείσαν δυνάμει της συνομολογηθείσης Συνθήκης Ειρήνης μετά του ενδιαφερομένου Κράτους, εάν αι εκκαθαρισθείσαι περιουσίαι ανήκωσιν εις την Γερμανικήν, Αυστριακήν, Ουγγρικήν ή Βουλγαρικήν Κυβέρνησιν. θα καταβληθή δε απʹ ευθείας το προϊόν τούτο εις ιδιόκτητας, εάν αι εκκαθαρισθείσαι περιουσίαι είναι ιδιωτικαί.

Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται επί των οθωμανικών ανωνύμων εταιρειών.

Η Τουρκική Κυβέρνησις επʹ ουδενί λόγω θα είναι υπεύθυνος δια τα εν τω παρόντι άρθρω αναφερόμενα μέτρα.

ΤΜΗΜΑ Β' 

ΣΥΜΒΟΛΑΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΙ

Άρθρον 73.

Παραμένουσιν εν ισχύι, υπό την επιφύλαξιν των εν αυτοίς περιεχομένων διατάξεων ως και των όρων της παρούσης Συνθήκης, τα συμβόλαια τα υπαγόμενα εις τας κατωτέρω κατηγορίας και συναφθέντα μεταξύ μερών καταστάντων μεταγενεστέρως πολεμίων, υπό την έννοιαν του άρθρου 82, και προ της εν τω άρθρω τούτω οριζόμενης χρονολογίας:

α) Τα αναφερόμενα εις πώλησιν ακινήτων συμβόλαια και εν η έτι περιπτώσει η πώλησις δεν συνετελέσθη κανονικώς, εάν η παράδοσις έλαβε πραγματικώς χωράν προ της ημέρας καθʹ ην τα μέρη κατέστησαν πολέμιοι συμφώνως προς το άρθρον 82.

β) Αι μισθώσεις, τα μισθωτήρια συμβόλαια και προσύμφωνα μισθώσεων τα συναφθέντα μεταξύ ιδιωτών.

γ) Τα μεταξύ ιδιωτών συναφθέντα συμβόλαια τα αφορώντα εις την εκμετάλλευσιν μεταλλείων, δασών ή αγροτικών κτημάτων.

δ) Τα συμβόλαια υποθήκης και ενεχύρου.

ε) Τα συστατικά εταφειών συμβόλαια, εξαιρέσει των ομορρύθμων εταιρειών των μη αποτελουσών, κατά τον διέποντα αυτάς νόμον, προσωπικότητα διάφορον της των μελών αυτών (partnerships).

στ) Τα οιονδήποτε αντικείμενον έχοντα συμβόλαια, τα συνομολογηθέντα μεταξύ ιδιωτών ή εταιρειών και του Κράτους, των επαρχιών, των δήμων ή άλλων νομικών διοικητικών προσώπων.

ζ) Τα σχετικά προς την οικογενειακήν κατάστασην συμβόλαια.

η) Τα συμβόλαια τα αναφερόμενα εις δωρεάς ή δωρητηρίους πράξεις πάσης φύσεως. Δεν δύναται τις να επικαλεσθή το άρθρον τούτο, όπως προσδώση εις τα συμβόλαια ισχύν αλλοίαν εκείνης, ην είχον αφʹ εαυτών καθʹ ον χρόνον συνωμολογήθησαν.

Το παρόν άρθρον δεν εφαρμόζεται επί των συμβολαίων παραχωρήσεων.

Άρθρον 74.

Τα ασφαλιστικά συμβόλαια διέπονται υπό των προβλεπομένων εν τω Παραρτήματι του παρόντος Τμήματος διατάξεων.

Άρθρον 75.

Τα συμβόλαια, τα συναφθέντα μεταξύ προσώπων καταστάντων μεταγενεστέρως πολεμίων, εκτός των απαριθμουμένων εν τοις άρθροις 73 και 74 και των συμβολαίων παραχωρήσεως, θα θεωρηθώσιν ως ακυρωθέντα αφʹ ης ημέρας τα συμβαλλόμενα μέρη κατέστησαν πολέμιοι.

Ουχ ήττον, έκαστον των συμβαλλομένων μερών δύναται να απαιτήση την εκτέλεσιν του συμβολαίου εντός προθεσμίας τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, υπό τον όρον όπως καταβάλη εις τον έτερον των συμβαλλομένων, εάν συντρέχη λόγος, αποζημίωσιν ανάλογον προς την διαφοράν μεταξύ των συνθηκών του χρόνου της συνομολογήσεως του συμβολαίου και των συνθηκών του χρόνου καθʹ ον διατυπούται η απαίτησις περί διατηρήσεως αυτού εν ισχύι. Η αποζημίωσις αύτη, ελλείψει συμφωνίας μεταξύ των μερών, θέλει καθορισθή υπό του Μικτού Διαιτητικού Δικαστηρίου.

Άρθρον 76.

Επικυρούται το έγκυρον πάσης συμφωνίας επελθούσης, προ της ενάρξεως της παρούσης Συνθήκης, μεταξύ των υπηκόων των συμβαλλομένων Δυνάμεων, των συνδεομένων δια των εν τοις άρθροις 73‐75 οριζομένων συμβολαίων, αφορώσης δε ιδία εις την λύσιν, την διατήρησιν εν ισχύι, τον τρόπον της εκτελέσεως ή την τροποποίησιν των συμβολαίων τούτων, συμπεριλαμβανομένων και των συμφωνιών περί του νομίσματος εις ο γενήσεται η πληρωμή ή περί της τιμής του συναλλάγματος.

Άρθρον 77.

Παραμένουσιν εν ισχύι, υπαγόμενα εις το κοινόν δίκαιον, τα συναφθέντα μεταξύ τούρκων και συμμάχων υπηκόων συμβόλαια μετά την 30ην Οκτωβρίου 1918.

Παραμένουσιν ωσαύτως εν ισχύι, υπαγόμενα εις το κοινόν δίκαιον, τα μετά την 30ήν Οκτωβρίου 1918 και μέχρι της 16ης Μαρτίου 1920 δεόντως συνομολογηθέντα συμβόλαια μετά της Κυβερνήσεως της Κωνσταντινουπόλεως.

Παν συμβόλαιον και συμφωνία, δεόντως συναφθέντα μεταγενεστέρως της 16ης Μαρτίου 1920 μετά της Κυβερνήσεως της Κωνσταντινουπόλεως και αφορώντα εις τα υπό την πραγματικήν εξουσίαν της ρηθείσης Κυβερνήσεως παραμείναντα εδάφη, θα υποβληθώσιν εις την έγκρισιν της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως της Τουρκίας, επί τη αιτήσει των ενδιαφερομένων, υποβαλλομένη εντός τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης. Αι γενόμεναι πληρωμαί δυνάμει των συμβολαίων τούτων θα φέρωνται δεόντως εις πίστωσιν του καταβαλόντος αυτάς μέρους.

Εν η περιπτώσει δεν ήθελε δοθή η έγκρισις, το ενδιαφερόμενον μέρος θα δικαιούται, εάν συντρέχη περίπτωσις, εις αποζημίωσιν ανάλογον προς την άμεσον ζημίαν ην πραγματικώς υπέστη, καθορισθησομένην, ελλείψει φιλικού διακανονισμού, υπό του Μικτού Διαιτητικού Δικαστηρίου.

Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται προκειμένου περί παραχωρητηρίων συμβολαίων ή περί μεταβιβάσεων παραχωρήσεων.

Άρθρον 78.

Πάσα διαφορά ήδη υφισταμένη, ή δυναμένη να αναφυή προ της λήξεως της κάτωθι οριζόμενης εξαμήνου προθεσμίας, εν σχέσει προς τα συμβόλαια τα συναφθέντα μεταξύ προσώπων γενομένων μεταγενεστέρως πολεμίων, εκτός των συμβολαίων παραχωρήσεως, θα κανονίζηται υπό του Μικτού Διαιτητικού Δικαστηρίου, εξαιρέσει των διαφορών, αίτινες, συμφώνως προς τους νόμους των ουδετέρων Δυνάμεων, θα υπήγοντο εις την αρμοδιότητα των ιθαγενών δικαστηρίων των ειρημένων Δυνάμεων.

Εν τη τελευταία ταύτη περιπτώσει, αι εν λόγω διαφοραί θα κανονίζωνται υπό των ιθαγενών τούτων δικαστηρίων, αποκλειομένου του Μιχτού Διαιτητικού Δικαστηρίου. Αι αιτήσεις περί των διαφορών, αίτινες, δυνάμει του παρόντος άρθρου, υπάγονται εις την αρμοδιότητα του Μικτού Διαιτητικού Δικαστηρίου, δέον να υποβληθώσιν εις το ειρημένον Δικαστήριον εντός προθεσμίας έξι μηνών από της συστάσεως αυτού.

Παρελθούσης της προθεσμίας ταύτης, αι μη τυχόν υποβληθείσαι εις το Μικτόν Διαιτητικόν Δικαστήριον διάφοροι, θα εκδικάζωνται υπό των αρμοδίων δικαστηρίων κατά το κοινόν δίκαιον.

Αι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται, εάν άπαντα τα συμβαλλόμενα μέρη διέμενον εν τη αυτή χώρα διαρκούντος του πολέμου και ελευθέρως διέθετον εαυτούς και τας περιουσίας αυτών, ή εάν πρόκειται περί διαφοράς εφʹ ης έχει εκδοθή υπό αρμοδίου δικαστηρίου απόφασις προ της ημέρας καθʹ ην τα συμβαλλόμενα μέρη εγένοντο πολέμιοι.

Άρθρον 79.

Εν ταις χώραις των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών, και εις τας μεταξύ πολεμίων σχέσεις, οιαδήποτε προθεσμία παραγραφής, ανατροπής ή καταργήσεως της διαδικασίας, αρξαμένη είτε προ της ενάρξεως του πολέμου, είτε μεταγενεστέρως, θέλει θεωρηθή ως ανασταλείσα από της 29ης Οκτωβρίου 1914 μέχρι της εκπνεύσεως τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.

Η διάταξις αύτη εφαρμόζεται ιδίως επί των προθεσμιών προσαγωγής των τοκομεριδίων και των μερισμάτων, και των προθεσμιών προσαγωγής προς πληρωμήν των κληρωθεισών ή διʹ οιονδήποτε άλλον λόγον πληρωτέων αξιών.

Όσον αφορά την Ρουμανίαν, αι ως άνω προθεσμίαι θα θεωρηθώσιν ανασταλείσαι από της 27ης Αυγούστου 1916.

Άρθρον 80.

Εν ταις μεταξύ πολεμίων σχέσεσιν, ουδέν εμπορικόν γραμμάτιον, εκδοθέν προ του πολέμου, θεωρείται ακυρωθέν εκ μόνου του λόγου ότι κατά την διάρκειαν του πολέμου δεν προσήχθη εντός των απαιτουμένων προθεσμιών προς αποδοχήν ή προς πληρωμήν, ως ουδέ δια την μη ειδοποίησιν των εκδοτών ή των οπισθογράφων περί της μη αποδοχής ή μη πληρωμής, την έλλειψιν διαμαρτυρικού ή την μη εκπλήρωσιν οιασδήποτε διατυπώσεως.

Εάν η προθεσμία, καθʹ ην εμπορικόν γραμμάτιον έδει να προσαχθή προς αποδοχήν ή πληρωμήν, ή καθʹ ην έδει να γίνη η ειδοποίησις μερί μη αποδοχής ή μη πληρωμής προς τους εκδότας ή τους οπισθογράφους, ή να διαμαρτηρηθή το γραμμάτιον, έληξε κατά την διάρκειαν του πολέμου, ο δε οφείλων να προσαγάγη ή διαμαρτύρηση το γραμμάτιον ή να ποιήσηται την περί μη αποδοχής ή μη πληρωμής ειδοποίησιν, δεν έπραξε τούτο διαρκούντος του πολέμου, θα χορηγηθή αυτώ προθεσμία τρίμηνος, από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, όπως πρασαγάγη το γραμμάτιον, ποιήσηται την περί μη αποδοχής ή μη πληρωμής ειδοποίησιν ή σύνταξη το διαμαρτυρικόν.

Αρθρον 81.

Αι διαρκούντος του πολέμου γενόμενοι εκποιήσεις ενεχύρων και υποθηκών προ αυτού συστηθέντων διʹ ασφάλειαν χρεών καταστάντων απαιτητών, θα θεωρηθώσιν έγκυροι και εν η έτι περιπτώσει αι αναγκαίοι διατυπώσεις προς ειδοποίησιν του οφειλέτου δεν κατέστη δυνατόν να τηρηθώσιν, υπό την ρητήν επιφύλαξιν του δικαιώματος του οφειλέτου τούτου να εναγάγη τον πιστωτήν προ του Μικτού Διαιτητικού Δικαστηρίου, όπως λογοδοτήση επί ποινή αποζημιώσεως.

Έργον του Δικαστηρίου θα η να εκκαθάριση τους μεταξύ των μερών λογαριασμούς, να ελέγξη τους όρους υφʹ ους το ενεχυριασθέν ή υποθηκευθέν πράγμα επωλήθη και να επιβάλη εις τον πιστωτήν την επανόρθωσιν της ζημίας, ην τυχόν υπέστη ο οφειλέτης λόγω πωλήσεως, εάν ο πιστωτής ενήργησε κακή τη πίστει, ή αν δεν έπραξε παν το εφικτόν όπως αποφυγή την πώλησιν ή όπως αύτη συντελεσθή υπό συνθήκας εξασφαλιζούσας την επίτευξιν δικαίου τιμήματος.

Η παρούσα διάταξις θέλει εφαρμοσθή μόνον μεταξύ πολεμίων και δεν θέλει επεκταθή εις τας άνωθι αναφερόμενας πράξεις, αίτινες έλαβον τυχόν χωράν μετά την 1η Μαΐου 1923.

Άρθρον 82.

Εν τη εννοία του παρόντος Τμήματος, τα συμβαλλόμενα μέρη θα θεωρηθώσι πολέμιοι, αφʹ ης το εμπόριον κατέστη πραγματικώς αδύνατον μεταξύ αυτών ή απηγορεύθη ή κατέστη αθέμιτον δυνάμει των νόμων, διαταγμάτων, κανονισμών υφʹ ους εν των συμβαλλομένων μερών υπήγετο.

Παρά τας διατάξεις των άρθρων 73‐75, 79 και 80, θα υπαχθώσιν εις το κοινόν δίκαιον τα εν τη χώρα ενός των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών συναφθέντα συμβόλαια μεταξύ πολεμίων (συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών) ή των πρακτόρων αυτών, εάν το έδαφος τούτο ήτο εχθρικόν διʹ ένα των συμβαλλομένων, όστις, παραμείνας διαρκούντος του πολέμου εν αυτώ, ηδύνατο να διάθεση ελευθέρως εαυτόν και την περιουσίαν αυτού.

Άρθρον 83.

Αι διατάξεις του παρόντος Τμήματος δεν εφαρμόζονται μεταξύ Ιαπωνίας και Τουρκίας, και τα θέματα, εις α αι διατάξεις αύται αφορώσι, θα κανονίζωνται εν εκατέρα των χωρών τούτων συμφώνως προς την εγχώριον νομοθεσίαν.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Ι. ΑΣΦΑΛΕΙΑΙ ΖΩΗΣ

§1.

Τα ασφαλιστικά συμβόλαια ζωής, τα συναφθέντα μεταξύ ασφαλιστού και προσώπου τινός καταστάντος ακολούθως πολεμίου, δεν θεωρούνται ακυρωθέντα δια της ενάρξεως των εχθροπραξιών ή εκ του γεγονότος ότι το πρόσωπον τούτο κατέστη πολέμιος.

Παν ασφαλισθέν ποσόν, καταστάν πραγματικώς απαιτητόν κατά την διάρκειαν του πολέμου συμφώνως προς συμβόλαιον όπερ, δυνάμει του προηγουμένου εδαφίου, δεν θεωρείται ακυρωθέν, θα είναι εισπρακτέον μετά τον πόλεμον. Το ποσόν τούτο θα αυξηθή δια των τόκων προς 5% ετησίως, αφʹ ης ημέρας κατέστη απαιτητόν μέχρι της ημέρας της πληρωμής.

Εάν κατά την διάρκειαν του πολέμου το συμβόλαιον ητόνησε ένεκα της μη πληρωμής των ασφαλίστρων, ή ηκυρώθη συνεπεία της μη εκπληρώσεως των όρων αυτού, ο ασφαλισθείς ή οι αντιπρόσωποι ή δικαιοδόχοι αυτού θα έχωσι εν πάση στιγμή το δικαίωμα, επί δώδεκα μήνας από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, να απαιτήσωσι παρά του ασφαλιστού την άξιον εξαγοράς του ασφαλιστικού συμβολαίου, ην είχε τούτο καθʹ ην ημέραν ητόνησεν, ηκυρώθη, ηυξημένην δια των τόκων προς 5% ετησίως.

Οι υπήκοοι τούρκοι, ων τα προ της 29ης Οκτωβρίου 1914 ασφαλιστικά συμβόλαια ζωής ηκυρώθησαν ή υπέστησαν ελάττωσιν του κεφαλαίου προ της παρούσης Συνθήκης, λόγω μη πληρωμής των ασφαλίστρων, συμφώνως προς τας διατάξεις των συμβολαίων τούτων, δύνανται, εντός τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, και εάν ευρίσκωνται τότε εν τη ζωή, να αποκαταστήσωσι τα ασφαλιστικά των συμβόλαια διʹ ολόκληρον το ησφαλισμένον κεφάλαιον. Προς τούτο, οφείλουσιν αφʹ ου υποστώσι παρά του ιατρού της Εταφείας ιατρικήν εξέτασιν κριθησομένην υπʹ αυτής ικανοποιητικήν, να καταβάλωσι τα καθυστερούμενα ασφάλιστρα, ηυξημένα δια των συνθέτων τόκων προς 5%.

§2.

Καθορίζεται ότι, τα εις νόμισμα άλλο ή την τουρκικήν λίραν προ της 29ης Οκτωβρίου 1914 συνομολογηθέντα ασφαλιστικά συμβόλαια ζωής μεταξύ των υπαγομένων ήδη εις Σύμμαχον Δύναμιν εταιρειών και των τούρκων υπηκόων, διʹ α επληρώθησαν ασφάλιστρα προ και μετά την 18ην Νοεμβρίου 1915η και μόνον προ της χρονολογίας ταύτης, θα κανονίζωνται ως εξής:

1) Τα δικαιώματα του ασφαλιζομένου θα καθορίζωνται, συμφώνως προς τους γενικούς όρους του ασφαλιστικού συμβολαίου, δια την προ της 18ης Νοεμβρίου 1915 περίοδον, εις το δια του συμβολαίου οριζόμενον νόμισμα, ως τούτο κυκλοφορεί εν τη χώρα εξ ης προέρχεται (π.χ. παν ποσόν συμφωνηθέν εις φράγκα, εις φράγκα χρυσά ή πραγματικά φράγκα θα πληρώνηται εις γαλλικά φράγκα)∙

2) εις λίρας Τουρκίας χαρτίνας ‐της τουρκικής λίρας θεωρούμενης ως ισοτίμου προς την προπολεμικήν λίραν‐ δια την μετά την 18ην Νοεμβρίου 1915 περίοδον.

Εάν, οι τούρκοι υπήκοοι ων τα συμβόλαια συνήφθησαν εις άλλο νόμισμα ή το τουρκικόν, αποδείξωσιν ότι μετά την 18ην Νοεμβρίου 1915 εξηκολούθησαν να πληρώνωσι τα ασφάλιστρα εις το εν τοις συμβολαίοις συμφωνηθέν νόμισμα, τα συμβόλαια ταύτα θα κανονίζωνται εν τω αυτώ νομίσματι, ως τούτο κυκλοφορεί εν τη χώρα εξ ης προέρχεται, και δια την μετά την 18ην Νοεμβρίου 1915 περίοδον.

Οι τούρκοι υπήκοοι, ων τα συμβόλαια, συνομολογηθέντα προ της 29ης Οκτωβρίου 1914 εν άλλω νομίσματι ή τω τουρκικώ μετά εταιρειών υπαγομένων ήδη εις Σύμμαχον Δύναμιν, διατελούσιν ακόμη εν ισχύι, λόγω της πληρωμής των ασφαλίστρων, θα δικαιώνται, επί τρεις μήνας από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, να αποκαταστήσωσι τα ασφαλιστικά αυτών συμβόλαια διʹ ολόκληρον το κεφάλαιον εις το συμφωνηθέν εν τω συμβολαίω των νόμισμα, ως τούτο κυκλοφορεί εν τη χώρα εξ ης προέρχεται. Προς τούτο, οφείλουσι να καταβάλωσιν εις το ρηθέν νόμισμα τα λήξαντα από της 18ης Νοεμβρίου 1915 ασφάλιστρα. Αντιθέτως, τα πράγματι καταβληθέντα υπʹ αυτών ασφάλιστρα εις τουρκικάς λίρας μετά την ρηθείσαν ημερομηνίαν, θα αποδοθώσιν αυτοίς εις το αυτό νόμισμα.

§3.

Όσον αφορά τας εις τουρκικάς λίρας συνομολογηθείσας ασφαλείας, ο διακανονισμός αυτών θέλει γίνει εις τουρκικάς λίρας χαρτίνας.

§4.

Αι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 δεν θα εφαρμοσθώσιν επί των ασφαλιζομένων, οίτινες, δυνάμει ρητής συμβάσεως, ήθελον κανονίσει μετά της ασφαλιστικής εταιρείας την αποτίμησιν των ασφαλιστικών αυτών συμβολαίων και τον τρόπον της πληρωμής των ασφαλίστρων αυτών, ως ουδʹ επί εκείνων, ων τα συμβόλαια θα έχουσιν οριστικώς κανονισθή κατά την έναρξιν της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.

§5.

Εν τη εφαρμογή των προηγουμένων παραγράφων, θέλουσι θεωρηθή ως ασφαλιστικά συμβόλαια ζωής τα ασφαλιστικά συμβόλαια, άτινα, δια τον υπολογισμόν των αμοιβαίων υποχρεώσεων αμφοτέρων των συμβαλλομένων, βασίζονται επί των πιθανοτήτων της ανθρωπινής ζωής εν συνδυασμώ προς τον τόκον.

II. ΘΑΛΑΣΣΙΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΙ

§6.

Τα συμβόλαια θαλασσίας ασφαλείας, υπό την επιφύλαξιν των εν αυτοίς αναφερομένων διατάξεων, δεν θεωρούνται ακυρωθέντα εν η περιπτώσει ο κίνδυνος ήρξατο υφιστάμενος πριν ακόμη τα συμβαλλόμενα μέρη γίνωσι πολέμιοι, και εφʹ όσον δεν πρόκειται να καλυφθώσι ναυάγια προκύψαντα εκ πολεμικών πράξεων της Δυνάμεως ης ο ασφαλιστής τυγχάνει υπήκοος ή των Συμμάχων της Δυνάμεως ταύτης.

ΙΙΙ. ΑΣΦΑΛΕΙΑΙ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑΙ

§7.

Υπό την διατυπωθείσαν επιφύλαξιν εν τη προηγουμένη παραγράφω, τα ασφαλιστικά συμβόλαια εναντίον του πυρός ως και παν άλλον ασφαλιστικόν συμβόλαιον δεν θεωρούνται ακυρωθέντα.

ΤΜΗΜΑ Γʹ ΧΡΕΗ

Άρθρον 84.

Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη αναγνωρίζουσιν ότι τα δυνάμει συμβολαίων συναφθέντων προ του πολέμου απαιτητά προ αυτού ή κατά την διάρκειαν του πολέμου καταστάντα τοιαύτα χρέη, τα μη πληρωθέντα συνεπεία του πολέμου, θέλουσι διακανονισθή και πληρωθή κατά τους οριζόμενους εν τοις συμβολαίοις όρους και εις το συμφωνηθέν νόμισμα, ως τούτο κυκλοφορεί εν τη χώρα εν η εξεδόθη.

Μη θιγομένων των διατάξεων του Παραρτήματος του Βʹ Τμήματος του παρόντος Μέρους, καθορίζεται ότι οι δυνάμει συμβολαίου συναφθέντος προ του πολέμου ενεργηθησόμεναι πληρωμαί, οι εκπροσωπούσαι ποσά εισπραχθέντα, εν όλω ή εν μέρει, κατά την διάρκειαν του πολέμου, εις νόμισμα διάφορον του εν τω συμβολαίω οριζομένου, δύνανται να πραγματοποιηθώσι δια της καταβολής των πραγματικώς εισπραχθέντων ποσών, εις ο νόμισμα εισεπράχθησαν. Η διάταξις αύτη δεν θίγει τας αντιθέτους συμφωνίας αίτινες ήθελον τυχόν συναφθή συμβιβαστικώς μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών προ της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.

Άρθρον 85.

Το Δημόσιον Οβωμανικόν Χρέος παραλείπεται κοινή συμφωνία εκ του παρόντος Τμήματος και των άλλων Τμημάτων του παρόντος Μέρους (Οικονομικοί Όροι).

ΤΜΗΜΑ Δʹ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ, ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ

Άρθρον 86.

Υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων της παρούσης Συνθήκης, τα δικαιώματα της βιομηχανικής, πνευματικής ή καλλιτεχνικής ιδιοκτησίας, ως ταύτα υφίσταντο την 1ην Αυγούστου 1914 συμφώνως προς την νομοθεσίαν εκάστης των συμβαλλομένων Χωρών, θέλουσιν αποκατασταθή ή ανασυσταθή εν ταις χώραις την Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών, άμα τη ενάρξει της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, υπέρ των απολαυόντων των δικαιωμάτων τούτων καθʹ ον χρόνον ήρξατο υφισταμένη η εμπόλεμος κατάστασις ή υπέρ των δικαιοδόχων αυτών.

Ωσαύτως, τα δικαιώματα άτινα, εάν δεν ελάμβανε χωράν ο πόλεμος, θα ήτο δυνατόν να κτηθώσι κατά την διάρκειαν αυτού, συνεπεία νομίμου αιτήσεως αποσκοπούσης την προστασίαν βιομηχανικής ιδιοκτησίας ή δημοσιευθέντος πνευματικού ή καλλιτεχνικού έργου, θέλουσιν αναγνωρισθή και αποκατασταθή υπέρ των δικαιούχων από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.

Επιφυλασσομένων των δικαιωμάτων άτινα δέον να ανασυσταθώσι δυνάμει της ανωτέρω διατάξεως, πάσα πράξις (συμπεριλαμβανομένης της παραχωρήσεως αδειών) γενομένη δυνάμει των κατά τον πόλεμον ληφθέντων ειδικών μέτρων υπό της νομοθετικής, εκτελεστικής ή διοικητικής εξουσίας Συμμάχου τινός Δυνάμεως ως προς τα δικαιώματα οθωμανών υπηκόων εν τοις θέμασι της βιομηχανικής, πνευματικής ή καλλιτεχνικής ιδιοκτησίας, θα παραμείνη έγκυρος και θα εξακολούθηση έχουσα πλήρη ισχύν. Η διάταξις αύτη θέλει εφαρμοσθή mutatis mutantis εις τα υπό των τουρκικών Αρχών ληφθέντα αντίστοιχα μέτρα ως προς τα δικαιώματα υπηκόων Συμμάχου τινός Δυνάμεως.

Άρθρον 87.

Από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης θα χορηγηθή, άνευ προσθέτου επιβαρύνσεως ή προστίμου οιουδήποτε, προθεσμία τουλάχιστον ενός έτους εις τους εν τω εδάφει εκάστης των λοιπών συμβαλλομένων Δυνάμεων τούρκους υπηκόους και εις τους εν Τουρκία υπηκόους των Δυνάμεων τούτων, όπως, ενεργούντες πάσαν πράξιν, εκπληρούντες πάσαν διατύπωσιν, πληρώνοντας πάντα φόρον και εν γένει εκτελούντες πάσαν υπό των νόμων και κανονισμών εκάστου Κράτους επιβεβλημένην υποχρέωσιν, διατηρήσωσιν ή αποκτήσωσι τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας άτινα είχον ήδη αποκτήσει την 1ην Αυγούστου 1914 ή ηδύναντο να αποκτήσωσι μετʹ αυτήν, εάν δεν επήρχετο ο πόλεμος, διʹ αιτήσεως γινομένης προ ή κατά την διάρκειαν τούτου, ως και όπως αντικρούσωσι τοιαύτα δικαιώματα.

Τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας ων εξέπεσε τις συνεπεία μη εκτελέσεως πράξεως τίνος, παραλείψεως διατυπώσεως ή μη πληρωμής φόρου, θα αναβιώσωσιν, αλλʹ υπό την επιφύλαξιν ότι, ως προς τα διπλώματα και σχέδια, εκάστη Δύναμις δύναται να λαβή οία μέτρα ήθελε δικαίως κρίνει αναγκαία δια την διαφύλαξιν των δικαιωμάτων των τρίτων, οίτινες τυχόν εξεμεταλεύθησαν ή εχρησιμοποίησαν διπλώματα ή σχέδια καθʹ όν χρόνον οι δικαιούχοι διετέλουν έκπτωτοι των δικαιωμάτων των.

Η μεταξύ της 1ης Αυγούστου 1914 και της ημέρας της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης χρονική περίοδος δεν θα υπολογισθή εις την προβλεπομένην προθεσμίαν δια την έναρξιν της εκμεταλλεύσεως διπλώματος τίνος ή δια την χρήσιν βιομηχανικών ή εμπορικών σημάτων ή σχεδίων, συμφωνείται δʹ επί πλέον ότι ουδέν δίπλωμα, βιομηχανικόν ή εμπορικόν σήμα ή σχέδιον, όπερ ίσχυεν έτι την 1ην Αυγούστου 1914, θέλει ατονήσει ή ακυρωθή επί μόνω τω λόγω της μη εκμεταλλεύσεως ή της μη χρήσεως, προ της παρελεύσεως προθεσμίας, δύο ετών από τη ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης.

Άρθρον 88.

Ουδεμία δύναται να εγερθή αγωγή ουδέ διεκδίκησις, αφʹ ενός μεν υπό τούρκων υπηκόων ή προσώπων διαμενόντων ή ενασκούντων βιομηχανίαν εν Τουρκία και αφʹ ετέρου υπό υπηκόων των Συμμάχων Δυνάμεων ή προσώπων διαμενόντων ή ενασκούντων βιομηχανίαν εν ταις χώραις αυτών, ουδʹ υπό τρίτων εις ους τυχόν ούτοι είχον εκχωρήσει κατά την διάρκειαν του πολέμου τα δικαιώματα των, ένεκα γεγονότων άτινα συνέβησαν εν τη χώρα του καθʹ ου η αγωγή ή διεκδίκησης, μεταξύ του χρόνου ενάρξεως της εμπολέμου καταστάσεως και της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης και άτινα θα ηδύναντο να θεωρηθώσιν ως προσβάλλοντα δικαιώματα βιομηχανικής, πνευματικής ή καλλιτεχνικής ιδιοκτησίας, υφιστάμενα καθʹ οιανδήποτε διαρκούντος του πολέμου στιγμήν ή μέλλοντα νʹ αποκατασταθώσι συμφώνως προς το άρθρον 86.

Μεταξύ των ανωτέρω αναφερομένων γεγονότων περιλαμβάνονται η υπό των Κυβερνήσεων των Υψηλών Συμβαλλομένων Μερών ή υφʹ οιουδήποτε προσώπου δια λογαριασμόν ή τη συγκαταθέσει των Κυβερνήσεων τούτων χρήσις δικαιωμάτων βιομηχανικής, πνευματικής ή καλλιτεχνικής ιδιοκτησίας, ως και η πώλησις, η έκθεσις προς πώλησιν ή η χρησιμοποίησις προϊόντων, μηχανημάτων, ειδών ή αντικειμένων οιωνδήποτε, εις α τα εν λόγω δικαιώματα αναφέρονται.

Άρθρον 89.

Τα συμβόλαια περί αδειών εκμεταλλεύσεως δικαιωμάτων βιομηχανικής ιδιοκτησίας ή αναπαραγωγής πνευματικών ή καλλιτεχνικών έργων, άτινα συνήφθησαν προ της εμπολέμου καταστάσεως μεταξύ των υπηκόων των Συμμάχων Δυνάμεων ή των εν ταις χώραις τούτων διαμενόντων ή ενασκούντων βιομηχανίαν αφʹ ενός, και των οθωμανών υπηκόων αφʹ ετέρου, θεωρούνται διαλελυμένα από της ενάρξεως της εμπολέμου καταστάσεως μεταξύ της Τουρκίας και της Συμμάχου Δυνάμεως.

Αλλʹ εν πάση περιπτώσει ο αρχικός συμβαλλόμενος θα έχη το δικαίωμα όπως, εντός προθεσμίας έξι μηνών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, αξίωση παρά του δικαιούχου την παραχώρησιν νέας αδείας, ης οι όροι, εν περιπτώσει διαφωνίας μεταξύ αυτών, θέλουσι καθορισθή υπό του προβλεπομένου εν τω Τμήματι Εʹ του παρόντος Μέρους Μικτού Διαιτητικού Δικαστηρίου. Το δικαστήριον δύναται, αν παρίσταται ανάγκη, να ορίση τότε το ποσόν της οφειλής, όπερ θα εθεώρει δίκαιον, λόγω της χρησιμοποιήσεως των δικαιωμάτων κατά την διάρκειαν του πολέμου.

Άρθρον 90.

Οι κάτοικοι των δυνάμει της παρούσης Συνθήκης αποσπωμένων εκ της Τουρκίας εδαφών, παρά τον χωρισμόν τούτον και την εξ αυτού προκύπτουσαν αλλαγήν ιθαγενείας, θέλουσι διατηρήσει εν Τουρκία την πλήρη και ακεραίαν απόλαυσιν πάντων των δικαιωμάτων βιομηχανικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής ιδιοκτησίας, ων ήσαν δικαιούχοι, συμφώνως προς την οθωμανικήν νομοθεσίαν, κατά τον χρόνον της μεταβιβάσεως των εν λόγω εδαφών.

Τα δικαιώματα βιομηχανικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής ιδιοκτησίας, τα κατά τον χρόνον του χωρισμού ισχύοντα εν τοις αποσπωμένοις της Τουρκίας εδάφεσι δυνάμει της παρούσης Συνθήκης ή τα μέλλοντα να αποκατασταθώσιν ή ανασυσταθώσι κατʹ εφαρμογήν του άρθρου 86, θέλουσιν αναγνωρισθή υπό του Κράτους εις ο μεταβιβάζονται τα ειρημένα εδάφη και παραμείνει εν ισχύι εν αυτοίς επί χρονικόν διάστημα ορισθησόμενον συμφώνως τη οθωμανική νομοθεσία.

Άρθρον 91.

Πάσα παραχώρησις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας ή καταχώριση βιομηχανικών σημάτων, ως και πάσα καταχώρισις μεταβιβάσεως ή εκχωρήσεως διπλωμάτων ή βιομηχανικών σημάτων γενομένη νομίμως μετά την 30ήν Οκτωβρίου 1918 υπό της Οθωμανικής Αυτοκρατορικής Κυβερνήσεως εν Κωνσταντινουπόλει ή αλλαχού, θέλει υποβληθή εις την Τουρκικήν Κυβέρνησιν και καταχωρισθή επί τη αιτήσει των ενδιαφερομένων, υποβαλλομένη εντός τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης. Η καταχώρισις αυτή θέλει παραγάγει αποτελέσματα από της ημέρας της αρχικής καταχωρίσεως.

ΤΜΗΜΑ Εʹ ΜΙΚΤΟΝ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ

Άρθρον 92.

Εντός τριών μηνών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης συστηθήσεται Μικτόν Διαιτητικόν Δικαστήριον μεταξύ εκάστης των Συμμάχων Δυνάμεων, αφʹ ενός, και της Τουρκίας, αφʹ ετέρου.

Έκαστον των Δικαστηρίων τούτων θʹ αποτελήται εκ τριών μελών, ων δύο διορισθήσονται παρʹ εκάστης των ενδιαφερομένων Κυβερνήσεων, εχουσών το δικαίωμα να διορίσωσι πλείονα πρόσωπα μεταξύ των οποίων θα εκλέγωσι το καλούμενον να παρεδρεύση, κατά τας περιστάσεις, ως μέλος του Δικαστηρίου.

Ο Πρόεδρος διορισθήσεται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των δύο ενδιαφερομένων Κυβερνήσεων.

Μη επερχόμενης συμφωνίας, εντός προθεσμίας δυο μηνών από της ενάρξεως της ισχύος της παρούσης Συνθήκης, ο εν λόγω Πρόεδρος θέλει διορισθή, τη αιτήσει μιας των ενδιαφερομένων Κυβερνήσεων, υπό του Προέδρου του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης της Χάγης μεταξύ των υπηκόων Δυνάμεων, αίτινες παρέμειναν ουδέτεραι κατά τον πόλεμον.

Εάν, εντός της ειρημένης προθεσμίας των δύο μηνών, μία των ενδιαφερομένων Κυβερνήσεων δεν διορίση το μέλος όπερ οφείλει να αντιπροσώπευση αυτήν εν τω Δικαστηρίω ο διορισμός του μέλους τούτου θα γίνη υπό του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών, επί τη αιτήσει της ετέρας ενδιαφερόμενης Κυβερνήσεως.

Εν περιπτώσει θανάτου ή παραιτήσεως μέλους τινός του Δικαστηρίου ή εάν, διʹ οιονδήποτε λόγον, μέλος τι αδυνατή να εκπλήρωση τα καθήκοντα αυτού, ή αντικατάστασις αυτού γενήσεται καθʹ ον και ο διορισμός του τρόπον, της προβλεπομένης διμήνου προθεσμίας αρχομένης εν τοιαύτη περιπτώσει από της ημέρας του θανάτου, της παραιτήσεως ή της αδυναμίας δεόντως βεβαιωμένης.

Άρθρον 93.

Τα Μικτά Διαιτητικά Δικαστήρια θα εδρεύωσιν εν Κωνσταντινουπόλει. Αι ενδιαφερόμενοι Κυβερνήσεις θα έχωσι το δικαίωμα, εφʹ όσον ο αριθμός και η φύσις των υποθέσεων δικαιολογούσι τούτο, να συστήσωσι παρʹ εκάστω Δικαστηρίω εν η πλείονα συμπληρωματικά τμήματα, ων η έδρα θα δύναται να ορισθή εν παντί κριθησομένω καταλλήλω τόπω. Έκαστον των Τμημάτων τούτων θα απαρτίζεται εξ ενός Αντιπροέδρου και δύο μελών διοριζομένων κατά τα εν τω άρθρω 92, εδαφ. 2‐5, οριζόμενα.

Εκάστη Κυβέρνησις θα διορίση ένα ή πλείονας πράκτορας όπως αντιπροσωπεύωσιν αυτήν παρά τω Δικαστηρίω.

Εάν, μετά τρία έτη από της συστάσεως Μικτού τινός Διαιτητικού Δικαστηρίου ή ενός των Τμημάτων αυτού, το Δικαστήριον ή το Τμήμα τούτο δεν περαίωση τας εργασίας του, ή δε Δύναμις, εν τω εδάφει της οποίας το δικαστήριον ή το Τμήμα έχει την έδραν αυτού, αιτήσηται το τοιούτον, η έδρα θέλει μεταφερθή εκτός του εδάφους τούτου.

Άρθρον 94.

Τα δυνάμει των άρθρων 92 και 93 συνιστώμενα Μικτά Διαιτητικά Δικαστήρια θα κρίνωσι τας διαφοράς τας υπαγομένας εις την αρμοδιότητα των δυνάμει της παρούσης Συνθήκης.

Η απόφασις της πλειοψηφίας των μελών θα αποτελή την απόφασιν του Δικαστηρίου.

Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη συμφωνούσιν όπως θεωρήσωσι τας αποφάσεις των Μικτών Διαιτητικών Δικαστηρίων ως οριστικάς, καταστήσωσι δε ταύτας υποχρεωτικάς δια τους υπηκόους αυτών και εξασφαλίσωσι την εκτέλεσιν αυτών επί του εδάφους των, άμα τη περιελεύσει αυτοίς της κοινοποιήσεως των αποφάσεων, χωρίς να υπάρχη ανάγκη της διαδικασίας του exequatur.

Τα Υψηλά Συμβαλλόμενα Μέρη υποχρεούνται προσέτι όπως τα δικαστήρια και αι Αρχαί αυτών παρέχωσιν απʹ ευθείας εις τα Μικτά Διαιτητικά Δικαστήρια πάσαν δυνατήν συνδρομήν, ιδία ως προς την διαβίβασιν των κοινοποιήσεων και την συλλογήν των αποδείξεων.

Άρθρον 95.

Τα Μικτά Διαιτητικά Δικαστήρια θα καθοδηγώνται υπό της δικαιοσύνης, της ευθυδικίας και της καλής πίστεως.

ʹΕκαστον Δικαστήριον θα ορίση την γλώσσαν ης θα γίνεται χρήσις ενώπιον αυτού, διατάσσον τας αναγκαίας μεταφράσεις προς πλήρη κατανόησιν των υποθέσεων θα καθορίση δε τους κανόνας και τας προθεσμίας της ενώπιον αυτού διαδικασίας, τηρουμένων των επομένων αρχών:

1) Η διαδικασία θα επιτρέπη την υποβολήν υπομνήματος και ανθυπομνήματος μετά δικαιώματος ανταπαντήσεως υπʹ αμφοτέρων των διαδίκων. Εάν το εν των μερών αιτήσηται όπως υποβάλη απʹ ευθείας ή διʹ άλλου προφορικάς παρατηρήσεις, θα επιτραπή αυτώ το τοιούτον, υπό την επιφύλαξιν της παροχής, εν τοιαύτη περιπτώσει, του αυτού δικαιώματος και εις το έτερον μέρος.

2) Το Δικαστήριον θα έχη πάσαν εξουσίαν όπως διατάσση ερεύνας, προσαγωγήν εγγράφων, πραγματογνωμοσύνην, ενεργή αυτοψίας, αιτήται πληροφορίας, ακούη μάρτυρας και ζητή παρά των διαδίκων ή των αντιπροσώπων αυτών προφορικάς ή εγγράφους εξηγήσεις.

3) Εκτός αντιθέτου διατάξεως της παρούσης Συνθήκης, ουδεμία απαίτησις γενήσεται δεκτή μετά παρέλευσιν εξαμήνου προθεσμίας από της συστάσεως του Δικαστηρίου, ειμή κατόπιν ειδικής αδείας παρεχομένης διʹ αποφάσεως του ειρημένου Δικαστηρίου και εξαιρετικώς δικαιολογημένης λόγω αποστάσεως ή ανωτέρας βίας.

4) Το Δικαστήριον οφείλει, εκτός της περιόδου των διακοπών, αίτινες δεν θα υπερβαίνωσι τας οκτώ εν όλω εβδομάδας κατʹ έτος, να συνεδριάζη επαρκείς καθʹ εβδομάδα φοράς προς εξασφάλισιν της ταχείας διεκπεραιώσεως των υποθέσεων.

5) Αι αποφάσεις δέον να εκδίδωνται πάντοτε εντός δύο μηνών το βραδύτερον από της λήξεως της συζητήσεως, μεθʹ ην η υπόθεσις εισάγεται εις διάσκεψιν παρά τω Δικαστηρίω.

6) Η προφορική συζήτησις, οσάκις η υπόθεσις επιδέχεται τοιαύτην και, εν πάση δε περιπτώσει, η απαγγελία των αποφάσεων λαμβάνουσι χωράν εν δημοσία συνεδρία.

7) Έκαστον Μικτόν Διαιτητικόν Δικαστήριον δύναται να συνέλθη εις συνεδρίας εκτός της έδρας αυτού, εάν κρίνη τούτο σκόπιμον δια την καλήν διεξαγωγήν των υποθέσεων.

Άρθρον 96.

Αι ενδιαφερόμενοι Κυβερνήσεις θα διορίσωσιν εκ συμφώνου γενικόν Γραμματέα παρʹ εκάστω Δικαστηρίω και θα αποσπάσωσιν εκάστη παρʹ αυτώ ένα ή και πλείονας γραμματείς. Ο Γενικός Γραμματεύς και οι γραμματείς θα τελώσιν υπό τας διαταγάς του Δικαστηρίου, όπερ, τη συγκαταθέσει των ενδιαφερομένων Κυβερνήσεων, θα δύναται να προσλάβη παν πρόσωπον ούτινος η συνδρομή θα ήτο αυτώ αναγκαία.

Η Γραμματεία εκάστου Δικαστηρίου θα έχη τα γραφεία αυτής εν Κωνσταντινουπόλει. Αι ενδιαφερόμενοι Κυβερνήσεις θα δύνανται να συνιστώσιν παραρτήματα των γραφείων τούτων εις πάντα άλλον τόπον, ον ήθελαν κρίνει κατάλληλον.

ΈκαστονΔικαστήριον θα φυλάττη εν τη Γραμματεία αυτού τα αρχεία και έγγραφα των υποβληθησομένων αυτώ υποθέσεων, άμα τη λήξει δε της αποστολής του, θα κατάθεση ταύτα εν τοις αρχείοις της Κυβερνήσεως παρʹ ή είχε την έδραν αυτού. Τα αρχεία ταύτα θα είναι πάντοτε εις την διάθεσιν των ενδιαφερομένων Κυβερνήσεων.

Άρθρον 97.

Εκάστη Κυβέρνησις θα καταβάλλη τας αποδοχάς του παρʹ αυτής διοριζομένου μέλους του Μικτού Διαιτητικού Δικαστηρίου, ως επίσης παντός υπʹ αυτής διορισθησομένου πράκτορος και γραμματέως.

Αι αποδοχαί του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέως ορισθήσονται εκ συμφώνου μεταξύ των ενδιαφερομένων Κυβερνήσεων και θα πληρώνωνται, ομού μετά των κοινών του Δικαστηρίου δαπανών, υπό των δύο Κυβερνήσεων εξ ημισείας.

Άρθρον 98.

Το Παρόν Τμήμα δεν θέλει εφαρμοσθή εις τας μεταξύ Ιαπωνίας και Τουρκίας υποθέσεις τας υπαγομένας κατά την παρούσαν Συνθήκην εις την αρμοδιότητα του Μικτού Διαιτητικού Δικαστηρίου. Οι υποθέσεις αύται θα διακανονισθώσι δια συμφωνίας μεταξύ των δύο Κυβερνήσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου