1 Ιουν 2013

Ο ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΓΡΑΣ (ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ ΑΓΑΠΗΝΟΣ 1880 - 1907)


Ο ΜΕΣΣΗΝΙΟΣ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΓΡΑΣ

Οι Πρόγονοί του


Όλοι γνωρίζουμε ότι το όνομα «Τέλλος Άγρας» ήταν πολεμικό ψευδώνυμο. Οι Μακεδονομάχοι όταν πήγαιναν, μυστικά βέβαια, στην τότε Τουρκοκρατούμενη Μακεδονία, έπαιρναν ένα ψευδώνυμο, ώστε να μη γνωρίζει κανείς ότι ήσαν Έλληνες στρατιωτικοί από την ελεύθερη Ελλάδα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Σαράντος Ανδρέου Αγαπηνός. Σαράντο έλεγαν τον πατέρα της μητέρας του Ολυμπίας, που ήταν ο Σαράντος Μαλτσινιώτης από τη Λακωνία, αλλά διέμενε στο Ναύπλιο. Ο Σαράντος Αγαπηνός γεννήθηκε στα 1880 στο Ναύπλιο, επειδή ο καταγόμενος από τους Γαργαλιάνους της Μεσσηνίας πατέρας του, Ανδρέας Αντωνίου Αγαπηνός υπηρετούσε εκεί ως εφέτης. Όταν γεννήθηκε, έγραψε αμέσως τον γιό του στα Μητρώα Αρρένων της ιδιαίτερης πατρίδας του, των Γαργαλιάνων. Το ίδιο έκανε και για τα δύο άλλα τέκνα του...


Ο Σαράντος Αγαπηνός είχε δυο αδελφούς, τον Αντώνη (Τρίπολη 1877 – Σύρος Ιαν. 1923) και το Νίκο (Ναύπλιο 1890 – Beni Suef Αιγύπτου 1947). Δυστυχώς, Μητρώα Αρρένων της εποχής εκείνης δεν σώζονται στο Δήμο Γαργαλιάνων. Αυτό δεν είναι πρωτοφανές. Ο αείμνηστος Γυμνασιάρχης και Ιστοριοδίφης των Γαργαλιάνων Σωτήριος Λυριτζής φρόντισε και διέσωσε ένα μέρος του Μητρώου Αρρένων του τότε Δήμου Πλαταμώδους (περιελάμβανε τους Γαργαλιάνους και τα χωριά Φλόκα, Πύργο, Λεύκη, Τραγάνα και Μάραθο).

Ανάμεσα σε αυτά έχει διασωθεί και το Μητρώο Αρρένων των γεννηθέντων το 1880 όπου αναγράφεται δεύτερο, λόγω αλφαβητικής καταχώρησης, το όνομα Αγαπηνός Τέλλος ή Σαράντος του Ανδρέου με α/α 103. Τον μικρό Σαράντο, τον φώναζαν Τέλλο (με δύο λ), ως υποκοριστικό του Σαράντος. Ο Σαράντος Αγαπηνός είχε δυο αδελφούς, τον Αντώνη (Τρίπολη 1877 - Σύρος Ιαν. 1923) και το Νίκο (Ναύπλιο 1890 - Beni Suef Αιγύπτου 1947).

Στο διασωθέν από τον Σωτήριο Λυριτζή Μητρώο Αρρένων του Δήμου Γαργαλιάνων, δεν βρέθηκε κάτι που ν' αφορά τη γέννηση των αδελφών τού Άγρα διότι αρχίζει από το 1879 και τελειώνει το 1888.

Οι Αγαπηνοί των Γαργαλιάνων ήσαν ντόπιοι. Ο παππούς του καπετάν Άγρα, ο Αντώνιος Αγαπηνός, ήταν έφορος της επιμελητείας του Αγώνα του 1821. Ο αδελφός τού παππού του, ο Διονύσιος Αγαπηνός, ήταν οπλαρχηγός κατά την Επανάσταση. Επικεφαλής 100 Γαργαλιανιωτών έλαβε μέρος σε πολλές μάχες εναντίον των Τούρκων, όπως: στα Δερβενάκια, στην εκστρατεία των Αθηνών, στην μάχη που έγινε στην περιοχή των Παλαιών Πατρών και στην πολιορκία του Νιόκαστρου στην Πύλο. Τόσο ο παππούς τού καπετάν Άγρα, όσο και ο αδελφός τού παππού του, υπογράφουν ως δημογέροντες των Γαργαλιάνων σε πλήθος εγγράφων που βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Ο προαναφερθείς Διον. Αγαπηνός ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Ακόμη, το όνομα του Διον. Αγαπηνού το βρίσκουμε στα αρχεία της τσαρικής αστυνομίας ως συνδρομητή των Δεκεμβριστών, δηλ. των Ρώσων Επαναστατών του Δεκεμβρίου του 1825.


Η μία γιαγιά του ήταν της οικογενείας Παπατζώνη, επίσης οικογένεια ηρώων του Αγώνα της Παλιγγενεσίας, της οποίας γόνος ήταν και ο σημαντικός ποιητής μας Τ. Π. Παπατζώνης. Ο παππούς του Αντώνιος Αγαπηνός ήταν Έφορος της Επιμελητείας του Αγώνα για την περιοχή των Γαργαλιάνων. Ο αδελφός του παππού του Διονύσιος ή Νιόνιος Αγαπηνός ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Το όνομά του το βρίσκουμε ακόμη στη μαύρη λίστα της φοβερής αστυνομίας του Τσάρου, διότι μαζί με άλλους Έλληνες Επαναστάτες πατριώτες συνέδραμαν τους περίφημους Δεκεμβριστές τους Ρώσσους Επαναστάτες του Δεκεμβρίου του 1825.

Σ' ένα προικοσύμφωνο του 19ου αιώνος, φαίνεται καθαρά η Γαργαλιανιώτικη καταγωγή των Αγαπηνών. Το προικοσύμφωνο αυτό φυλάσσεται στο Υποθηκοφυλακείο Γαργαλιάνων, μαζί με άλλες 21 δικαιοπρακτικές πράξεις που αφορούν τους Αγαπηνούς και γίνεται γνωστό σήμερα χάρις στην αφειδώλευτη άδεια που μου έδωσε η Υποθηκοφύλακας Γαργαλιάνων κυρία Ιωάννα Παπαφέστα - Καλλίγερου, προκειμένου να ερευνήσω τα έγγραφα αυτά, την οποία και από τη θέση αυτή ευχαριστώ.

Ο αδελφός τού παππού τού καπετάν Άγρα, ο Διονύσιος Αγαπηνός, είχε σύζυγο την Ζωή Παναγοπούλου. Η οικία τους, που ήταν δίπλα στην οικία του παππού του Άγρα, του Αντωνίου Αγαπηνού, στην κάτω Ρούγα των Γαργαλιάνων, όπως γράφει το προικοσύμφωνο (δηλαδή, 70 m νοτιοδυτικά του Ι. Ναού του Γενεσίου της Θεοτόκου Γαργαλιάνων) έμενε μαζί τους η ανηψιά τους, Γιαννούλα Ιωάννου Διακουμοπούλου, την οποία πάντρεψαν με τον Ιωάννη Προκοπίου Κριθαρά. Φαίνεται ότι ο Διονύσιος Αγαπηνός και η σύζυγός του δεν απέκτησαν τέκνα.

Στο προικοσύμφωνο που συνετάγη το 1874, στον Γαργαλιανιώτη Συμβολαιογράφο Λάμπρο Λαμπρόπουλο, αναφέρεται ότι της δίνουν για προίκα την προαναφερθείσα οικία τους και 6 αγροτεμάχια τα οποία βρίσκονται στην κτηματική περιφέρεια Γαργαλιάνων. Μάλιστα, τα περισσότερα συνορεύουν με αντίστοιχα αγροτεμάχια του παππού του καπετάν Άγρα, του Αντωνίου Αγαπηνού.

Στο τέλος του προικοσυμφώνου αναφέρεται ότι «όλα τα μνημονευθέντα ακίνητα αποκτήθηκαν από Πατρομητρική κληρονομιά του Διονυσίου Αγαπηνού». Αυτό σημαίνει ότι οι Αγαπηνοί ήταν Γαργαλιανιώτες τουλάχιστον από τον 18ο αιώνα.


Κατά την διάρκεια της μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως ο Νιόνιος Αγαπηνός, επικεφαλής πολεμικού σώματος από 100 Γαργαλιανιώτες, λαμβάνει μέρος μαζί με το Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον Κων/νο Δεληγιάννη και τον Δημητράκη Πλαπούτα στη πολιορκία του Νιόκαστρου στην Πύλο, στην θέση των Παλαιών Πατρών, στην Εκστρατεία της Αθήνας και στα Δερβενάκια κατά του Δράμαλη, όπου επέδειξε μεγάλη γενναιότητα και ηρωισμό.

Στο συγκρότημα των κατοικιών των Αγαπηνών υπήρχε και οχυρωματικός Πύργος. Ήταν ένας από τους 6 Πύργους που υπήρχαν την εποχή της επαναστάσεως του '21 στους Γαργαλιάνους. Ο Πύργος αυτός διατηρήθηκε ως τις αρχές του 1960, ενώ το συγκρότημα των κατοικιών γκρεμίστηκε από τους ιδιοκτήτες την Κυριακή των Βαΐων του 1984 και σήμερα είναι οικόπεδο. Οι άλλοι Πύργοι ήσαν : του Αλεξόπουλου, του Λούκα, του Νικολόπουλου, του Παπαχριστοφίλου και ο μοναδικός τούρκικος Πύργος του Μουλά, του Τούρκου δηλαδή ιεροδικαστή, το ισόγειο του οποίου διατηρήθηκε μέχρι το Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2002, 30 μέτρα περίπου Βόρεια του Μητροπολιτικού Ναού Γενεσίου της Θεοτόκου Γαργαλιάνων. Ήταν ένα κτίσμα με τοίχους που είχαν μεγάλη κλίση προς το έδαφος και είχαν πάχος άνω των δύο μέτρων.

Κατά την διάρκεια της μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως ο Νιόνιος Αγαπηνός, επικεφαλής πολεμικού σώματος από 100 Γαργαλιανιώτες, λαμβάνει μέρος μαζί με το Γενναίο Κολοκοτρώνη, τον Κων/νο Δεληγιάννη και τον Δημητράκη Πλαπούτα στη πολιορκία του Νιόκαστρου στην Πύλο, στην θέση των Παλαιών Πατρών, στην Εκστρατεία της Αθήνας και στα Δερβενάκια κατά του Δράμαλη, όπου επέδειξε μεγάλη γενναιότητα και ηρωισμό.

Δεν είναι λοιπόν περίεργο, ότι τον Οκτώβριο του 1895 ο Τέλλος Αγαπηνός εισάγεται στη Σχολής των Ευελπίδων και φορά με υπερηφάνεια τη στολή του Εύελπη. Στη Σχολή διαπρέπει. Βρίσκεται ανάμεσα στους δύο καλύτερους μαθητές. Μέσα από το προσωπικό του ημερολόγιο φαίνεται η πίστη του στις ακατάλυτες αξίες που τον συνόδευσαν σε όλη του τη ζωή.


Το 1901 αποφοιτεί από τη Σχολή Ευελπίδων και τοποθετείται στη φρουρά της Αθήνας, στο 7ο Σύνταγμα. Λίγους μήνες μετά την αποφοίτησή του ζητάει από τον τότε Διάδοχο Κωνσταντίνο να μετατεθεί στα σύνορα. Έκπληκτος ο Διάδοχός τον μεταθέτει τον Φεβρουάριο του 1902 στον Τύρναβο, λέγοντάς του ότι πρώτη φορά του ζητά αξιωματικός την χάρη να τον στείλει στα σύνορα. Άλλοι του ζητούσαν να μείνουν στην Αθήνα για να κάνουν βόλτες στα καφενεία της οδού Πατησίων.

Στο συνοριακό φυλάκιο που υπηρέτησε έγινε ήρωας αρκετών επεισοδίων με τους απέναντι Τούρκους. Σε μια περίπτωση μάλιστα, πήδησε τα σύνορα και μπήκε στο Τούρκικο φυλάκιο προκειμένου να φέρει πίσω ένα όπλο Γκρας που ανήκε στον Ελληνικό Στρατό και το κρατούσαν οι Τούρκοι από τον πόλεμο του 1897. Μετά το επεισόδιο αυτό, έλεγε στους παλαιότερους αξιωματικούς συναδέλφους του για τους Τούρκους : «Απορώ, βρε αδελφέ, πώς τέτοια ζώα σας εκυνήγησαν στον πόλεμο του 1897».

Στην Πρωτοπορία του Μακεδονικού Αγώνα

Ο μικρός Σαράντης Αγαπηνός έζησε τα παιδικά του χρόνια στο Ναύπλιο. Εκεί πήγε σχολείο. Όταν τον ρωτούσαν : «Τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;», απαντούσε με σιγουριά : «Θα γίνω αξιωματικός και θα πάω στον πόλεμο». Σε ηλικία 10 ετών περίπου, χάνει τον πατέρα του από συγκοπή καρδιάς. Ήταν τότε εφέτης και υπηρετούσε στο Ναύπλιο. Ένας συγγενής του παίρνει την οικογένεια στην Αθήνα και ο μικρός Τέλλος με τους δύο αδελφούς του, τον Αντώνη και το Νίκο, συνεχίζει πλέον εκεί το σχολείο. Σε ηλικία μόλις 15 ετών τελειώνει το Γυμνάσιο και μπαίνει στη Σχολή Ευελπίδων. 

Στη Μακεδονία πήγε εθελοντικά κατόπιν επανειλημμένων δικών του προσπαθειών, ενώ οι ανώτεροί του δεν του έδιναν άδεια, λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Αναγκάστηκε να καταφύγει στη μεσολάβηση του φίλου του Μακεδονομάχου Υπολοχαγού Ν. Ρόκκα (καπετάν Κολιός). Τελικά τού έδωσαν την άδεια. Και μια νύχτα του Σεπτεμβρίου του 1906, αυτός αρχηγός με καπετάνιο τον Γεώργιο Τηλιγάδη και δώδεκα ευζώνους Ρουμελιώτες φεύγουν με ιστιοφόρο από το Τσάγεζι (το σημερινό Στόμιο) της Λάρισας για τη Μακεδονία.


Μαζί με το σώμα του Άγρα, το Γενικό Προξενείο Θεσσαλονίκης αποστέλλει στη λίμνη των Γιαννιτσών δύο ακόμα νεοσυγκροτηθέντα ελληνικά σώματα, τα σώματα του Υπολοχαγού του Πεζικού Σάρρου Κωνσταντίνου (Κάλα) και Ανθυποπλοίαρχου Δεμέστιχα Ιωάννη (Νικηφόρου) με εικοσιπέντε άνδρες ο καθένας. Πρωταρχική αποστολή των σωμάτων ήταν η απομάκρυνση των βουλγαρικών συμμοριών από τη λίμνη, οι οποίες είχαν εγκατασταθεί με ισχυρές δυνάμεις στο νοτιοδυτικό τμήμα της, έτσι ώστε να μπορεί να αποτελέσει βάση εξόρμησης και κέντρο ανεφοδιασμού των ελληνικών σωμάτων για τις περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας.

Αποβιβάζονται στις εκβολές του Λουδία νύχτα, από το ιστιοφόρο. Με μύριες προφυλάξεις φθάνουν στη Νάουσα, που ήταν το κέντρο του αγώνα της περιοχής. Έδρα και ορμητήριό του θα έχει την Λίμνη των Γιαννιτσών. Ο Άγρας ανέλαβε να εκδιώξει τους Κομιτατζήδες από τον Βάλτο.

Ο Βάλτος ήταν μία τεράστια περιοχή 100 τετραγωνικών χιλιομέτρων νότια των Γιαννιτσών. Λάσπη, πυκνοί καλαμιώνες μαζί με βούρλα και ραγάζι, ψηλό ως δύο μέτρα. Τα φυλλώματα των φυτών ήταν τόσο πυκνά που δεν έβλεπες πέρα από λίγα μέτρα. Κουνούπια, ψάρια, χέλια, αλλά και βατράχια και βδέλλες, το κάθε είδος κατά μυριάδες, αποτελούσαν τον πλούτο του βυθού. Νερόκοτες, αγριόπαπιες, αγριόχηνες και άλλα υδρόβια πουλιά έβρισκαν άσυλο στη λίμνη. Στη δασωμένη ακρολιμνιά λούφαζαν διάφορα αγρίμια, όπως αλεπούδες, κουνάβια, αγριόχοιροι και λύκοι, που κατέβαιναν ως εκεί το χειμώνα. Τις φωνές αυτών των ζώων μιμούντο οι κομιτατζήδες για να συνεννοούνται μεταξύ ξηράς και καλυβών.


Ο βούρκος ανέδιδε αναθυμιάσεις αποπνικτικές. Η ζωή μέσα στη λίμνη ήταν πραγματικό μαρτύριο. Το καλοκαίρι οι ελώδεις πυρετοί οργίαζαν. Δεν υπήρχε κάτοικος της λίμνης που να μην έχει προσβληθεί. Έτσι κάθε ατσαλένιος οργανισμός μετά από λίγους μήνες έφευγε απ’ το Βάλτο παίρνοντας στα σωθικά του τη θανατηφόρο ελονοσία και τους ρευματισμούς, που γρήγορα τον οδηγούσαν στο θάνατο ή τον κάρφωναν για πολλά χρόνια στο κρεβάτι του πόνου και της φθοράς. Γι’ αυτό κανένας Μακεδονομάχος, λένε, δεν είχε αντέξει να μείνει στη Λίμνη των Γιαννιτσών πάνω από έξι μήνες, εκτός από τον ντόπιο οπλαρχηγό, τον Καπετάν Γκόνο Γιώτα, που άντεξε μέσα εκεί όλα τα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα.

Την απέραντη αυτή λίμνη εκμεταλλεύονταν ψαράδες από τα γύρω χωριά. Πήγαιναν εκεί να κόψουν το χρήσιμο ραγάζι. Μ’ αυτό γέμιζαν στρώματα και έφτιαχναν σαμάρια για τα ζώα. Μάζευαν βδέλλες που τις πουλούσαν στο εξωτερικό, για ιατρική, τότε, χρήση, και κυνηγούσαν τις αγριόπαπιες και τα άλλα χρήσιμα ζώα της λίμνης. Επειδή όμως δεν μπορούσαν να γυρίσουν στο χωριό τους αυθημερόν, έφτιαχναν «πατώματα» μέσα στη λίμνη από δέντρα, χοντρές ρίζες από καλάμια που τα συνέδεε μεταξύ τους με δοκούς και έριχναν επάνω χώμα. 

Αργότερα, πάνω στα πατώματα έβαζαν πασσάλους και πλέκοντας το ραγάζι έφτιαχναν τοίχους και τριγωνική ή κωνική στέγη. Αυτές ήταν οι «καλύβες». Στο μέσον της καλύβας είχαν φτιάξει και εστία που έκαιγε με υδροχαρή φυτά, που έβγαζαν περισσότερο καπνό παρά φωτιά. Στις καλύβες έφταναν εύκολα με τις πλάβες, τις βάρκες δίχως καρίνα που εύκολα αναποδογύριζαν αλλά μπορούσαν να κινούνται και σε ρηχά νερά χρησιμοποιώντας το πλατσί, ένα ειδικό κουπί. Κάποτε υπήρχε και ένα δεύτερο πλατσί που το χρησιμοποιούσε ο πλαβαδόρος για τιμόνια της πλάβας. Έτσι η λίμνη έγινε και καταφύγιο κάθε κακοποιού στοιχείου, όπως ληστών, φυγοδίκων και λιποτακτών.


Οι Βούλγαροι μετά την αποτυχία της Επανάστασης του Ίλιντεν το 1903, καταδιωκόμενοι από τα τουρκικά αποσπάσματα βρήκαν καταφύγιο στη λίμνη. Έτσι σιγά σιγά εκτόπισαν τους ντόπιους ψαράδες. Όλος ο γύρω κάμπος καταδυναστευόταν από τους κομιτατζήδες αυτούς, που την ημέρα έβγαιναν και τρομοκρατούσαν τα γύρω χωριά και το βράδυ τρύπωναν στις κρυφές και απόρθητες έως τότε καλύβες τους. Έτσι, σιγά σιγά αναγκάζονταν οι δυστυχείς αυτοί Έλληνες χωριάτες να δηλώνουν υποταγή στους αδίστακτους κομιτατζήδες, γιατί διαφορετικά αντιμετώπιζαν το δολοφονικό μαχαίρι, τη φωτιά και το δυναμίτη.

Μπροστά στην κατάσταση αυτή το Προξενείο μας στη Θεσσαλονίκη αποφάσισε να δράσει μέσα στη λίμνη, στην ίδια τη φωλιά των Κομιτατζήδων. Ο Άγρας, λοιπόν, ανέλαβε να τους εκδιώξει από το Βάλτο. Προκαλώντας τους να αναμετρηθούν μαζί του, κατάφερε να καταλάβει την περίφημη Καλύβα των Βουλγάρων, γνωστή με το όνομα Κούγκα. Με την βοήθεια του ντόπιου σώματος τού καπετάν Γκόνου Γιώτα, πρόσβαλε το Ζερβοχώρι που ήταν το ορμητήριο των Κομιτατζήδων.

Στις 14 Νοεμβρίου του 1906 εξορμά για να καταλάβει την κεντρική Βουλγάρικη Καλύβα του Ζερβοχωρίου. Καθώς όμως δεν είχε επαρκή δύναμη για να προκαλέσει αντιπερισπασμό στις γειτονικές βουλγάρικες καλύβες, βρέθηκε ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά. Στην πεισματώδη σύγκρουση, οι απώλειες ήταν τρεις σύντροφοι του Άγρα νεκροί και τρεις τραυματίες, μεταξύ των οποίων ο υπαρχηγός του, Τηλιγάδης, καθώς και ο ίδιος ο Άγρας, ο οποίος τραυματίστηκε στον δεξιό ώμο και στο δεξί χέρι.

Το κέντρο του αγώνα κάλεσε τον Άγρα να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να γιατρευτεί από τα τραύματά του. Στη Θεσσαλονίκη παραμένει για λίγες μόνο ημέρες. Το μυαλό του βρίσκεται πίσω στο Βάλτο και τα παλληκάρια του. Χωρίς να έχει αποθεραπευθεί γυρίζει στη λίμνη και συνεχίζει τον αγώνα ως το Φεβρουάριο του 1907.

Οι νεκροί ήσαν ο Δημ. Μακρακιώτης από την Δωρίδα, ο Γεώργιος Θεμελής από την Καστοριά και ο Φώτης Τριζόπουλος από την Κουλακιά. Το Κέντρο του Αγώνα, τον καλεί να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη προκειμένου να γιατρευθεί από τα τραύματά του. Με δική του ευθύνη παραμένει μόνο 4 ημέρες και κατόπιν επιστρέφει πίσω στο Βάλτο και στα παλληκάρια του. 


Στις φωτογραφίες που διασώθηκαν από την εποχή εκείνη, βλέπουμε τον Άγρα με τους συντρόφους του στο Βάλτο φορώντας γάντι στο δεξί χέρι γιατί του έλειπε η ονυχοφόρος φάλαγγα από το μεσαίο δάκτυλο του δεξιού χεριού του. Αυτό το γάντι μαζί με το όπλο του, ένα μάνλιχερ, νεότατο τότε όπλο, και την ξιφολόγχη του τα έστειλαν στους συγγενείς του για ενθύμιο. Τα πήρε ο μικρός αδελφός του Νίκος που έζησε στο Benisuef της Αιγύπτου, ο οποίος και τα πέταξε στον ποταμό Νείλο όταν ο Νάσερ με δικτατορικό τρόπο εφάρμοσε ειδικά μέτρα για τους Έλληνες και τους άλλους ξένους της Αιγύπτου.

Στο Βάλτο η υγεία του έχει βλαφθεί ανεπανόρθωτα. Τον Φεβρουάριο του 1907 το Κέντρο του Αγώνα της Θεσσαλονίκης τον στέλνει στην Νάουσα, απ' όπου θα συνεχίσει την οργανωτική δουλειά. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας του δε σταμάτησε να διευθύνει τον αγώνα της περιοχής του, πολλοί αγγελιοφόροι από τα πλησιέστερα χωριά τον επισκέπτονταν, για να λάβουν εντολές και να του υποβάλλουν τις αιτήσεις και τις πληροφορίες που είχαν.

Εντούτοις, τον Απρίλιο του 1907, το Προξενείο Θεσσαλονίκης αποφάσισε να αντικαταστήσει τους αρχηγούς και τους αντάρτες, οι οποίοι είχαν δοκιμαστεί και εξαντληθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανάμεσά τους και ο Άγρας, του οποίου τα τραύματα δεν πάνε καθόλου καλά και η ελονοσία τον έχει καταστήσει πλέον φάντασμα του εαυτού του. Λίγο πριν φύγει από τα αιματοβαμμένα χώματα της αγαπημένης του Μακεδονίας θέλει να κάνει κάτι μεγάλο. Κάτι που αν πετύχει, ο Μακεδονικός Αγώνας στην περιοχή θα έληγε με νίκη κατά κράτος των ελληνικών δυνάμεων.

Ο Άγρας ήταν αρχηγός με ακατάβλητη αγωνιστική διάθεση. Παρά τον κλονισμό της υγείας του και παρά τα τραύματά του εξακολουθούσε να παραμένει στο καθήκον, αν και θα μπορούσε να ζητήσει άμεση αποχώρηση στην ελεύθερη Ελλάδα. Η πίστη του για τον αγώνα και η αγάπη του για τη Μακεδονία δεν του επέτρεπαν να προβεί σε τέτοια ενέργεια, την οποία θεωρούσε εγκατάλειψη του αγώνα…

Ο Άγρας φθάνοντας στη Μακεδονία τον Οκτώβριο του 1906 ήλθε σ' επαφή με τους ανθρώπους που το Προξενείο μας είχε επιφορτίσει να βοηθούν τους Μακεδονομάχους σε κάθε περιοχή. Έτσι και στη Νάουσα στην Επιτροπή Μακεδονικού Αγώνα συμμετείχε ένα εξέχον μέλος της τοπικής κοινωνίας. Ήταν ο βιομήχανος Ζαφείριος Λόγγος.


Ο Ζαφείριος Λόγγος διατηρούσε μεγάλο εργοστάσιο νηματουργίας στη Νάουσα με την επωνυμία : «Νηματουργία Λόγγου Κύρτση και Τουρπάλη». Παλαιότερα στο εργοστάσιό του είχε εργασθεί ο Βάννης Ζλατάν, ο Βοεβόδας τού Βουλγαρικού Κομιτάτου, ο κύριος αντίπαλος του Άγρα στη Λίμνη των Γιαννιτσών. Να σημειωθεί εδώ ότι ο Ζλατάν καταγόταν από τη Γκολέσιανη το σημερινό χωριό Λευκάδια της Νάουσας και είχε πάει σε Ελληνικό σχολείο. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον εργοδότη του Ζαφείριο Λόγγο, έβγαιναν μάλιστα μαζί για κυνήγι. Στη Νάουσα επίσης ο Άγρας γνωρίστηκε με τον Τώνη Μίγγα, έναν οικογενειάρχη από τον κύκλο των ανθρώπων τού Μακεδονικού Αγώνα. Ο Τώνης Μίγγας ήταν ράπτης γουνοποιός στο επάγγελμα. Ο Ζλατάν ήταν πελάτης του. και ο Τώνης Μίγγας του είχε ράψει μια γούνα.

Ο Βοεβόδας Ζλατάν λοιπόν, αρχηγός των κομιτατζήδων του Βάλτου, κατανικημένος από τον Άγρα, διωγμένος από αρχηγός των Βουλγαροκομητατζήδων, ζητάει από τον Ζαφείριο Λόγγο να τον φέρει σε επαφή με τον Άγρα, καθώς ήθελε, όπως έλεγε, να ενταχθεί στα ελληνικά αντάρτικα σώματα. Ο Ζαφείριος Λόγγος το αναφέρει στον Άγρα. Καθώς υπήρχαν αρκετές πληροφορίες για την πτώση του ηθικού των βουλγαρικών συμμοριών και τη διάθεση πολλών στελεχών των κομιτάτων να διακόψουν τους δεσμούς τους με αυτά και να προσχωρήσουν στον ελληνικό αγώνα, και εφόσον ο Άγρας σε λίγες μέρες θα έφευγε για την Αθήνα, θεωρεί το γεγονός μεγάλη ευκαιρία. Αν κατάφερνε να πάρει μαζί του στην Αθήνα τον Ζλατάν, η ελληνική υπόθεση θα κέρδιζε ένα ακόμη στέλεχος με μεγάλη επιρροή στα βουλγαρίζοντα χωριά του κάμπου της Νάουσας.


Το φαινόμενο δεν ήταν πρωτόγνωρο. Οι θρυλικοί μάρτυρες του Μακεδονικού Αγώνα Κώττας, καπετάν Γκόνος Γιώτας, καπετάν Νικοτσάρας και πολλοί άλλοι ήσαν μετεστραφέντες κομιτατζήδες, τους οποίους οι Βούλγαροι ονόμαζαν μετά Γραικομάνους. Πραγματοποιήθηκαν αρκετές συναντήσεις στη Νάουσα, όπου ερχόντουσαν απεσταλμένοι του Ζλατάν για να συζητήσουν. Οι συζητήσεις γίνονταν κυρίως νύχτα ή Σάββατο, την ημέρα του παζαριού, συνήθως στο σπίτι του Μίγγα. Μεταξύ των απεσταλμένων ήσαν δύο χωρικοί από το χωριό Μαρίνα, ο Μήτση Πέσιος και ο Γιώργης Γκότσης.

Μετά από αυτές τις επαφές κανονίζεται να γίνει συνάντηση των δύο αρχηγών, την 3η Ιουνίου. Στην συνάντηση παραυρίσκονται ως εγγυητές ο Ζαφείριος Λόγγος, ο Τώνης Μίγγας, καθώς και τέσσερις ακόμη οδηγοί. Όλοι είναι άοπλοι κατά τη συμφωνία. Μόνο ο Άγρας φέρει το ατομικό του περίστροφο. Στο σημείο της συμφωνίας τους περιμένει ο Ζλατάν αλλά και πλήθος από κομιτατζήδες που είναι καλά κρυμμένοι στην γύρω περιοχή. Με το κατάλληλο σύνθημα συλλαμβάνουν τον καπετάν Άγρα και τον Αντώνη Μίγγα, απελευθερώνοντας τους υπόλοιπους συνοδούς τους. Τους διαπόμπευσαν ως δήθεν αιχμάλωτους, δεμένους και ξυπόλυτους, στα χωριά της περιοχής, με σκοπό να αναπτερώσουν το ηθικό των τρομοκρατημένων οπαδών των κομιτατζήδων.


Τη νύχτα της 5ης Ιουνίου, τους απαγχόνισαν μεταξύ των χωριών Τέχοβο (Καρυδιά) και Βλάδοβο (Άγρας). Η θυσία του καπετάν Άγρα αντί να φοβίσει, αντίθετα ξεσηκώνει τους Έλληνες. Πλήθος αξιωματικών και άλλων εθελοντών ζητάει να πάει στην Μακεδονία. Θέλουν να εκδικηθούν το θάνατο του καπετάν Άγρα. Λίγες μέρες αργότερα, ο Γκιώργκη Κασάπτσε, που πρωτοστάτησε στη σύλληψη και στο βασανισμό του Άγρα, εξοντώνεται από το σώμα του καπετάν Αμύντα και ο Ζλατάν δέχεται 9 σφαίρες από το Μάνλιχερ και το Γκρά των αδελφών Τόλιου.

Ο Μακεδονικός Αγώνας και ο Βάλτος

Ολοι οι δρόμοι που συνέδεαν τη Θεσσαλονίκη με τα μεγάλα αστικά κέντρα : Γιαννιτσά, Βέροια, Νάουσα, Εδεσσα, Μοναστήρι καθώς και την Δυτ.Μακεδονία περνούσαν δίπλα από την λίμνη. Από πολύ νωρίς οι Βούλγαροι Κομιτατζήδες επισήμαναν τον στρατηγικό χαρακτήρα της περιοχής. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Ιλιντεν (20 Ιουλίου 1903) πολλά βουλγαρικά σώματα κατέφυγαν σ'αυτήν κι αφού κατέλαβαν καίρια σημεία της, έθεσαν υπό τον έλεγχό τους τα κυριότερα περάσματά της. Ο Τουρκικός στρατός της περιοχής, η δύναμη του οποίου υπολογιζόταν σε 160 περίπου τάγματα και είχε στην απόλυτη εξουσία και διοίκησή του τρία βιλαέτια (Θεσ/νίκης, Μοναστηρίου, Κοσσόβου), δεν μπόρεσε να θέσει υπό τον έλεγχό του την περιοχή της λίμνης. Απέφευγε τα ύπουλα νερά της, όπου παραμόνευαν ο βούρκος, η ελονοσία και οι κομιτατζήδες.

Ήταν ένα ανεξάρτητο κομιτατζίδικο βασίλειο στην καρδιά του βιλαετίου της Θεσσαλονίκης. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών ασχολούνταν κυρίως με το ψάρεμα και κατασκεύαζαν καλύβες, στα αβαθή, απαραίτητες για την δουλειά τους. Οι καλύβες αποτελούνταν από πάτωμα φτιαγμένο από δοκάρια, καλάμια και χώμα τοποθετημένο πανω σε πασσάλους που ήταν μπηγμένοι στο βυθό, τοίχο από πλεγμένα καλάμια, σκεπή χαμηλή καλαμένια και πρστατευτικό περιτοίχισμα από κλαδιά, πέτρες και λάσπη. Ηταν σωστά οχυρά.

Η συγκοινωνία ανάμεσά τους γινόταν με τις πλάβες, ενώ από τις "σκάλες" επικοινωνούσαν με τα γύρω χωριά. Αυτές τις καλύβες και τα πατώματα κατέλαβαν οι Βούλγαροι αφού εκτόπισαν βίαια τους ψαράδες και τις μετέτρεψαν σε οχυρά και ορμητήρια. Η βία και ο τρόμος απλώθηκαν στα γύρω χωριά, ενώ έλεγχαν όλους τους δρόμους επικοινωνίας την Κεντρική Μακεδονία.


Η κύρια δύναμή τους ήταν συγκεντρωμένη στο Ν.Δ. τμήμα της λίμνης κοντά στο Ζερβοχώρι και το Γκόλο-Σέλο (Ακρολίμνη) όπου διατηρούσαν και έξι από τις σημαντικότερες καλύβες τους, καθώς και το αρχηγείο τους, με επικεφαλής τον Βοεβόδα Αποστόλ Πέτκοφ, αρχιτρομοκράτη της περιοχής. Η συνολική δύναμή του έφτανε του 250 άντρες. Οσο καιρό δρούσαν ανενόχλητα τα βουλγαρικά σώματα, μπορούσαν να ελέγχουν αποτελεσματικά και τις περιοχές της Νάουσας, της Βέροιας και των Βοδενών (Εδεσσα).

Η στρατηγική σημασία της λίμνης εντοπίστηκε έγκαιρα και από τις Ελληνικές δυνάμεις. Το Γενικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης ήταν το πραγματικό αρχηγείο του Μακεδονικού αγώνα και το κέντρο λήψης όλων των αποφάσεων. Επικεφαλής των υπηρεσιών του σ'ολη την διάρκεια του αγώνα ήταν, ο Λάμπρος Κορομηλάς, άνθρωπος προικισμένος με σημαντικές διοικητικές, πολιτικές και διπλωματικές ικανότητες. Πλαισιωμένος από ένα εκλεκτό επιτελείο συμβούλων (Εξαδάκτυλος, Μαζανάκης, Ταβουλάρης) κατέστρωνε σχέδια, έδινε εντολές σε οπλαρχηγούς, ανεφοδίαζε με οπλισμό τα ανταρτικά σώματα, έστελνε εκπαιδευτικούς στα Ελληνικά σχολεία και γενικά επόπτευε και συντόνιζε τα πάντα.

Το αρχηγείο του αγώνα, μετέφερε σταδιακά από το φθινόπωρο του 1904 τον αγώνα στην λίμνη, στέλνοντας κρυφά πολλούς νέους και ικανούς αξιωματικούς μεταμφιεσμένους σε χωρικούς, εμπόρους και κληρικούς, με σκοπό την οργάνωσή του, καθώς και την ισχυροποίηση των Ελληνικών θέσεων. Η ιδιαιτερότητα των συνθηκών του βάλτου και το βαρύ ανθυγιεινό κλίμα, υποχρέωναν το Προξενείο να αλλάζει πολύ συχνά τους καπεταναίους των σωμάτων. Κατά την διάρκεια των τεσσάρων χρόνων (έως το 1908) πέρασαν από την περιοχή οι αξιωματικοί : Κ.Μπουκουβάλας (Πετρίλος), Μιχ. Αναγνωστάκος (Ματαπάς), Τέλλος Απαπηνός (Τέλλος Αγρας), Γ.Δεμέστιχας (Νικηφόρος) και πολλοί άλλοι, που όλοι τους συνεργάστηκαν πολύ στενά με ντόπιους αρχηγούς, με πιο σημαντικό από αυτούς τον Γκόνο Γιώτα.


Το Αγωνιστικό του «Πιστεύω»

Η μία άποψη θέλει τον καπετάν Άγρα ως Απόστολο της Βαλκανικής συνεννόησης. Λένε ότι ο καπετάν Άγρας είδε ότι οι αγώνες των Ελλήνων και των Βουλγάρων δεν κατέληγαν πουθενά και αποφάσισε να συναντήσει τους Βουλγάρους προκειμένου να συνεννοηθούν για κοινή εργασία κατά των Τούρκων. Άλλοι μάλιστα προχωρούν πιο πέρα και ονομάζουν τον Άγρα «ειρηνιστή αξιωματικό», «άγγελο της ειρήνης και της καταλλαγής».

Του βάζουν στο στόμα φράσεις όπως : «Γιατί χριστιανοί με χριστιανούς ν' ακονίζουμε εναντίον αλλήλων τα μαχαίρια; Να λύσουμε με ειρήνη τις διαφορές μας και από κοινού να εκδιώξουμε τους Τούρκους». Ακόμη πριν από πέντε χρόνια σε ιστορικοφιλολογικό περιοδικό εγράφη από πρόσωπο του Πανεπιστημιακού χώρου, ότι ο Άγρας εμφορείτο από μια «αντιπολεμική ιδεολογία». Αυτά και άλλα παρόμοια βλέπουν το φως της δημοσιότητας, ιδίως τα τελευταία χρόνια, επειδή το να είναι κάποιος ειρηνιστής σήμερα, θεωρείται πιο σπουδαίο από το ν' αγωνίζεται για την Ελευθερία της Πατρίδας του. Για να εξετάσουμε όμως τι ακριβώς συνέβη με τον καπετάν Άγρα εκείνους τους κρίσιμους μήνες που τραυματισμένος και ανήμπορος να παραμείνει πλέον στο Βάλτο των Γιαννιτσών εγκαταστάθηκε στη Νάουσα.

Στη Νάουσα που παρέμεινε νοσηλευόμενος διαπίστωσε ότι οι κομιτατζήδες των γύρω χωριών είχαν επιβάλλει έναν οικονομικό αποκλεισμό στην πόλη. Απαγόρευαν στους χωρικούς να πηγαίνουν στο παζάρι της Νάουσας, καθώς και για οικονομικές συναλλαγές, επί ποινή θανάτου. Αυτό το έκανε το Βουλγαρικό κομιτάτο για να μην επηρεάζονται οι χωρικοί από τους Έλληνες προκρίτους από τους οποίους λόγω της δημοσιονομικής και κοινωνικής δομής είχαν κάποια εξάρτηση. Έτσι οι έμποροι και οι βιομήχανοι της Νάουσας υπέφεραν και αναγκάζονταν να βρουν έναν τρόπο διευθέτησης του προβλήματος. Αυτό το κλίμα επικρατούσε στη Νάουσα και πιο πριν, από την εποχή του προηγούμενου αρχηγού, του καπετάν Ακρίτα. 


Όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του Ακρίτα, μερικοί πρόκριτοι Ναουσαίοι προσπαθούσαν να τα βρουν με τους κομιτατζήδες. Γι'αυτό ο Άγρας μιλάει χλευαστικά για τους προκρίτους αυτούς, τους οποίους στην κρυπτογραφική αλληλογραφία του με το Προξενείο αποκαλεί «λεοντόκαρδους». Ο Άγρας θέλησε να συναντήσει κάποιους από τους Βουλγαρόφρονες, γιατί και οι ίδιοι ήθελαν να επιστρέψουν στον Ελληνισμό. Σε ένα πρώτο σημείωμά του προς το κέντρο Θεσσαλονίκης με ημερομηνία 15 Μαρτίου 1907 αναφέρεται ένας πρώτος υπαινιγμός για μια συνάντηση :

«Κατόρθωσα να φέρω ενταύθα κεφαλάς «Βρομερών» (εννοεί Βουλγάρων), οι οποίοι είχαν δύο έτη να έλθωσιν. Πιστεύω αν δεν συμβεί τίποτε το έκτακτον, κάτι θα επιτύχω. Πάντως, έχουν μετανιώσει βλέποντας το άδικο και το μάταιον του αγώνος ον διεξάγουν».

Ακόμη πιο ευδιάκριτος είναι ο υπαινιγμός :

«Δεν κοιμούμαι διόλου την νύχτα, καθόσον μόνον την νύχτα έρχονται «Βρομεροί» και ομιλούμε. Τους βλέπω όλους έχοντας όρεξιν ΝΑ ΕΠΑΝΕΛΘΩΣΙΝ... Ίδωμεν».

Όπως βλέπουμε και από αυτό το σημείωμα φαίνεται καθαρά ότι οι συζητήσεις του Άγρα με τους Βουλγάρους ήταν για να επανέλθουν στον Ελληνισμό και όχι για να κάνουν κάποια συμφωνία.

Η Θυσία του

Οι επαφές και οι συνεννοήσεις προχώρησαν όπως φαίνεται με επιτυχία. Δέκα ημέρες προ της εξόδου του από τη Νάουσα, γράφει : «Κυοφορώ κάτι σπουδαίο. Πιθανόν όμως να είναι και ανεμογκαστριά». Οι υπαινιγμοί του Άγρα είναι ευκολονόητοι. Όμως, γεννάται το ερώτημα, γιατί το Προξενείο παρέβλεψε και δεν έδωσε προσοχή; Γιατί σε καμία επιστολή δε ζητάει διευκρινίσεις ή έστω γιατί δεν δίνει οδηγίες και συμβουλές; Και ενώ στις 24 Μαΐου 1907, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο Άγρας πληροφορεί το Προξενείο Θεσσαλονίκης για την αισία έκβαση τού εγχειρήματός του, ξαφνικά, στις 6 Ιουνίου του 1907, ο πρόξενός μας στη Θεσσαλονίκη Λ. Κορομηλάς αποστέλλει στην Αθήνα, στο Υπουργείο Εξωτερικών, το παρακάτω τηλεγράφημα :

«Εξωτερικόν - Απόρρητον :

Αρχηγός Άγρας Αγαπηνός επινοήσας έλθει συνεννόησιν προς Βουλγάρους οπλαρχηγούς χωρίς να ζητήσει ημετέραν άδειαν, χωρίς να ανακοινώσει πράγμα εις κανέναν εκ Ναούσης, εξήλθεν Κυριακή πρωί άοπλος μηδένα τωνοπλιτών παραλαβών, συνοδευόμενος υπό τεσσάρων κοινών Ναουσαίων και ενός Βουλγάρου, προς συνάντησιν Βουλγάρων. Τρεις ώρας δυτικώς Ναούσης παρά θέσιν Γαβράν Κάμιν, συνήντησε πρώτον απόσπασμα βλαχοποιμενικόν, είτα σώμα Βουλγάρων Ζλατάνη καί Γκεόργκι Κασάπτσε. Ούτοι επί δύο ώρες υπεκρίθησαν αισθήματα φιλίας μέχρις ου επείσθησαν ότι αρχηγός ουδέν είχε λάβει προφυλακτικόν μέτρον. Είτα συνέλαβον αυτόν και ένα, τον πιστότερον κατά κρίσιν των σύντροφον και απήγαγον. Τους άλλους απέλυσαν. Ολίγας ελπίδας έχω διασώσεως, παρ' όλα αμέσως ληφθέντα μέτρα.

Κορομηλάς.»


Η φράση του τηλεγραφήματος «επινοήσας έλθει συνεννόησιν προς Βουλγάρους», ασφαλώς υπονοεί ότι την ενέργεια αυτή επινόησε καθ' ολοκληρίαν ο Άγρας. Από τα στοιχεία όμως που αναφέρθηκαν παραπάνω προκύπτει ότι το Προξενείο γνώριζε ότι κάτι κυοφορείται. Πλην όμως, όπως αναφέρθηκε, δεν έδωσε προσοχή κι έτσι άφησε τον Άγρα να τραβήξει προς το δρόμο του μαρτυρίου του. Δύο ημέρες μετά το πρώτο τηλεγράφημα του Κορομηλά, το Υπουργείο έλαβε το παρακάτω τηλεγράφημα :

«10 Ιουνίου 1907.

Άγρας και εις οδηγός του εφονεύθησαν Πέμπτην υπό Βουλγάρων. Λεπτομερείας ταχυδρομικώς εν σημερινώ ημερολόγισ Κορομηλά.»


Το ημερολόγιο ανέφερε: 

«Την Παρασκευήν πρωί, χωρικοί εκ Τεχόβου ερχόμενοι εις Βοδενά μετά τινός χωροφύλακος, ευρον εις διασταυρώσεις οδών αγουσών εις Σαρακίνοβο - Τέχοβο - Βουλκογιάνοβο και επί δένδρου καρυδίας κρεμάμενα δύο πτώματα. Ειδοποιήθη ο Καϊμακάμης Βοδενών (Εδέσσης) όστις μετέβη επί τόπου και η ταυτότης τού Τώνη Μίγγα ανεγνωρίσθη υπό γνωριζόντων αυτόν χωρικών. Επί των πτωμάτων υπήρχεν επιγραφή εις Βουλγαρικήν. Εις μεν τον Άγραν : «Εκ Ναυπλίου γενικός αρχηγός σώματος Ναούσης συνεργαζόμενος με Τούρκους και Γκέκηδες, κατά το 85ον άρθρον του Κανονισμού τού Κομιτάτου ετιμωρήθη». Επί δε του Μίγγα : «Άντώνιος Μίγγας, Ναουσαίος». Ο καϊμακάμης και ο Γιούσμπασης ήθελαν να ταφώσιν εν Τεχόβω, τη παρακλήσει όμως προσδραμόντων χωρικών εκ Βλαδόβου και μεσολαβήσει του παρισταμένου χριστιανού αστυνόμου Άλέκου, επετράπη η μεταφορά αυτών εις Βλάδοβον όπου και ετάφησαν, ψαλείσης της νεκρωσίμου ακολουθίας και παρισταμένων όλων τών ορθοδόξων κατοίκων. Οι νεκροί εφωτογραφήθησαν. Δεν έφερον άλλας πληγάς πλήν των εκ του σχοινίου εις τον λαιμόν και εις τας χείρας. Κατά πληροφορίας των εν Βοδενοίς, ο Άγρας από ημέρας της συλλήψεώς του δεν ηθέλησεν να φάγη τίποτε.

Κορομηλάς.»


Τα λείψανα του Καπετάν Άγρα και Τώνη Μίγγα σαβανώθηκαν από τη Μαρία Πάσχου, τη Μαρία Τζόλα και τη Μαρία Μπακιρτζή οι οποίες ήσαν κάτοικοι του χωριού Βλάδοβο (Άγρας). Την Εξόδιο Ακολουθία την έψαλε ο παπα-Χρίστος, ο εφημέριος του χωριού Βλάδοβο, με ψάλτη το δάσκαλο του χωριού Κωνσταντίνο Πάσχο. Οι δυο ήρωες ετάφησαν την παραμονή της Πεντηκοστής, το Ψυχοσάββατο 9 Ιουνίου 1907, στη νότια πλευρά του περιβόλου της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου όπου βρισκόταν και το κοιμητήριο του χωριού.

Στις 18 Οκτωβρίου 1961 έγινε μετακομιδή των οστών των δύο μακεδονομάχων στον τόπο θυσίας των, όπου κατασκευάστηκε ναΰδριο και τοποθετήθηκαν σε ειδική κρύπτη εντός του ναϋδρίου αυτού. Οι τάφοι των, δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου διατηρούνται, αλλά είναι πλέον κενοτάφια.

Έτσι, τα οστά του Γαργαλιανιώτη Καπετάν Άγρα αναπαύονται στη Μακεδονική Γη μαζί με τα οστά του ντόπιου συναγωνιστή του Αντώνη Μίγγα. Και αυτό, για να δείχνουν στον αιώνα οι εθνομάρτυρες αυτοί ότι είχαν σαφή αντίληψη της ενότητας ολοκλήρου του Ελληνισμού και ότι είχαν χρέος να τρέχουν στο προσκλητήριο της πατρίδας και να χύνουν το αίμα τους για τη σωτηρία κάθε σπιθαμής ελληνικής γης όσο μακριά και αν βρισκόταν αυτή από τον τόπο καταγωγής τους.

Ο Καπετάν Άγρας στην Λαϊκή Παράδοση

Σήμερα, πάνω από εκατό χρόνια μετά, η θυσία του καπετάν Άγρα φαίνεται απίστευτη. Μπορεί να κατανοήσει κανείς τη θυσία του καπετάν Κώττα, του καπετάν Γκόνου Γιώτα, του καπετάν Νικοτσάρα. Αυτοί πολέμησαν για την ιδιαίτερη πατρίδα τους, τους τάφους των προγόνων τους, την οικογένεια τους. Μένουμε όμως εκστατικοί και κλίνουμε ευλαβώς το γόνυ προ της θυσίας του Καπετάν Τέλλου Άγρα. Κι αυτό γιατί ο μικρόσωμος σγουρομάλης και με σπινθηροβόλα μάτια Αξιωματικός, εγκατέλειψε την ήρεμη ζωή της Αθήνας και μαζί της μια λαμπρή επαγγελματική καριέρα, για ένα ιδανικό, την απελευθέρωση της Μακεδονίας και την επιστροφή στον εθνικό κορμό των παρασυρμένων από την Βουλγαρική προπαγάνδα Μακεδόνων.


Η λαϊκή παράδοση κατέγραψε το θάνατο του Τέλλου Άγρα, με πολλά τραγούδια. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο σλαβόφωνο μοιρολόι.

Βαρέθηκα να κάθομαι
στης λίμνης τα καλάμια
να πίνω το θολό νερό,
να πέφτω στα ραγάζια.
Αρρώστησα , ξαναρρώστησα
με πόνεσε η καρδιά μου'
κουνούπια ήπιαν το αίμα μου κι αβδέλλες το κορμί μου.

Βγαίνω ψηλά ψηλά θωρώ
με βλέμμα απελπισμένο'
βλέπω το γέρο Όλυμπο
στον κόσμο ξακουσμένο'
βλέπω την Πέλλα την παλιά,
τούς Άγιους Αποστόλους,
θυμούμαι τον Αλέξανδρο
στους δοξασμένους χρόνους.

Και τώρα την πατρίδα μας
θέλουν να μας την πάρουν,
οι Βούλγαροι την χώρα μας
Βουλγάρα να την κάνουν.

Εγώ δεν είμαι Βούλγαρος
να κρύβομαι, να φεύγω'
ήρθα εδώ να πολεμώ,
τη δόξα να γυρεύω.

Ανάθεμά σε, Αρχηγέ,
που μ' έστειλες παράδες
και δεν έστελνες τη μάνα μου
ν ' ανάψει τρεις λαμπάδες...

Το παραπάνω τραγούδι πολλές φορές τραγουδούσαν τα παλληκάρια του Καπετάν Άγρα.
Ένα τραγούδι που αποτυπώνει τον καημό αλλά και τα ιδανικά για τα οποία έκανε το σκληρό αγώνα.

Σε ανάμνηση του θανάτου των δύο αγωνιστών, το χωριό Τέχοβο μετονομάστηκε αργότερα σε Καρυδιά (το δέντρο απ’ όπου απαγχονίστηκαν), ενώ το χωριό Βλάδοβο, όπου ενταφιάστηκαν έξω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, είναι ο σημερινός Άγρας.

Η δράση και ο μαρτυρικός θάνατος του Καπετάν Άγρα ενέπνευσαν στην Πηνελόπη Δέλτα το γνωστό μυθιστόρημά της «Στα μυστικά του Βάλτου». (http://silgoneon5dimgeraka.gr/wpcontent/uploads/2012/01/DELTA-PHNELOPH-STA-MYSTIKA-TOY-BALTOY.pdf) Πρώτη έκδοση: Αθήναι 1937.

Φωτογραφικό Υλικό

Ο αείμνηστος Γυμνασιάρχης και Ιστοριοδίφης των Γαργαλιάνων Σωτ. Λυριτζής είχε στην κατοχή του την περίφημη αυτή φωτογραφία του Καπετάν Άγρα και του Αντώνη Μίγγα μέσα στα φέρετρα. Του την είχε παραχωρήσει η Ολυμπία Αγαπηνού, κόρη του μεγαλύτερου αδελφού του Άγρα, του Αντώνη. Τη φωτογραφία αυτή την έδωσε για δημοσίευση ο Σωτήρης Λυριτζής, στο ιστορικοφιλολογικό περιοδικό «Ιθώμη» της Καλαμάτας (Σεπτ-Δεκ 1977, τχ. 19) με αφορμή τη δημοσίευση της εργασίας του με τίτλο «Το μοιρολόι του Ζαχαρίου Παπαντωνίου για το θάνατό του». 


Ο φωτογράφος που έβγαλε τη φωτογραφία αυτή των δύο ηρώων ήταν ο Βασίλης Χαρ. Πηδώνιας, από το Μοναστήρι της Μακεδονίας (πρόκειται για τη Βίτολα που ευρίσκεται στα Σκόπια). Ο Βασίλης εργαζόταν κυρίως στην Έδεσσα. Μαζί με τον αδελφό του Τηλέμαχο, εγκαταστάθηκαν στην Έδεσσα το 1904 και εξάσκησαν το επάγγελμα του φωτογράφου. Άνοιξαν φωτογραφείο στη συνοικία Βαρόσι. Ο Τηλέμαχος εργαζόταν και στις γειτονικές πόλεις Φλώρινα και Αριδαία. Είναι γνωστό ότι υπηρέτησε ένθερμα τον Μακεδονικό Αγώνα.

Η φωτογραφία που κυκλοφόρησε και σε καρτ ποστάλ και δείχνει τον Άγρα όρθιο με το μάνλιχερ παρά πόδα και γύρω του 11 οπαδούς του. Η φωτογραφία έχει βγει μετά τις 14 Νοεμ. 1906, ημέρα της μάχης του Ζερβοχωρίου, όπου ο Άγρας έχασε την ονυχοφόρο φάλαγγα του δεξιού μεσαίου δακτύλου του και γι' αυτό φοράει στο χέρι του αυτό γάντι.

Ο 3ος από αριστερό στη φωτογραφία είναι ο υπαρχηγός του Γεώργιος Τυλιγάδης. O 6ος από αριστερά είναι ο ταμίας-διαχειριστής Ιωάννης Υψηλάντης. Αν προσέξει κανείς καλύτερα θα δει ότι στα πόδια του Άγρα βρίσκεται οκλαδόν ένα μικρό παιδί με τυφέκιο και στολή Μακεδονομάχου. Πρόκειται για τον Κωνσταντίνο (Ντιντίνη), γιο του Ναουσαίου γιατρού σπουδασμένου στη Βιέννη Μανωλούση. Στη φωτογραφία ο Κωνσταντίνος είναι ηλικίας 14 ετών. Έμεινε πολύ μικρός ορφανός από και από τους δυο γονείς του και πήγε μόνος του και εντάχθηκε στο σώμα του Άγρα. Είχε τρεις αδελφές μεγαλύτερες από αυτόν. 


Του έραψαν μάλιστα ειδική στολή πριν φύγει στο σώμα του Αγρα. Οι κακουχίες , οι άσχημες εμπειρίες και συναναστροφες στον αγώνα τον μετέτρεψαν αργότερα σε άσχημο χαρακτήρα όπου εκβίαζε και λήστευε εύπορους Ναουσαίους. Αλληλοσκοτώθηκε μετά από παρεξήγηση με μέλη της συμμορίας του. Το σπίτι του βρίσκονταν στη θέση που στεγάζεται το ΚΑΠΗ στην Πουλιάνα.

Ο πατέρας τους πέθανε το 1893 μετά από βασανιστήρια που τον υπέβαλαν οι Τούρκοι επειδή βοηθούσε Έλληνες αντάρτες. Μετά από λίγο καιρό πέθανε και η μητέρα τους.

Τι Είπαν και τι Έγραψαν για τη Θυσία του

- Μία εβδομάδα μετά τον ηρωικό θάνατο του Άγρα, δηλαδή στις 14 Ιουνίου του 1907, η εφημερίδα «Εμπρός» των Αθηνών στη σελ. 2 έγραφε:

«Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΑΓΡΑΣ. ΠΩΣ ΕΠΕΣΕΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΝΕΔΡΑΝ: Ελήφθησαν χθες ασφαλείς πληροφορίαι περί του τραγικού θανάτου του οπλαρχηγού Άγρα εν Μακεδονία. Ο Άγρας είχεν επιτύχει την συνεννόησιν μετά του Βουλγάρου αρχηγού Ζλατάν δείξαντος διαθέσεις όπως εξυπηρετήσει τον Ελληνικόν αγώνα.»


- Στα 1908, λίγους μήνες μετά τον θάνατο του Άγρα κυκλοφόρησε το «Μακεδονικόν Ημερολόγιον 1908». Σ' αυτό, ο φίλος του Άγρα, Μακεδονομάχος και αυτός, ο Κων. Μαζαράκης - Αινιάν (καπετάν Ακρίτας) γράφει νεκρολογία με τίτλο «Καπετάν Άγρας». Εκεί αναφέρει ότι ο σκοπός του Άγρα ήταν «να γυρίσει με τους Έλληνες τους κομιτατζήδες» και «να παραδώσει εις την πίστιν (του Ελληνισμού) τα δηλητηριασμένα χωριά» όπως ονομάζει τα χωριά εκείνα των οποίων οι κάτοικοι είχαν παρασυρθεί από την Εξαρχική-Βουλγαρική προπαγάνδα.

- Το 1961 κυκλοφόρησε από εκδοτικό οίκο της Θεσσαλονίκης ένα μικρό βιβλίο 60 σελίδων με τίτλο: «Περί αυθεντικής ιστορικής αληθείας δια τον θάνατον των Καπετάν Άγρα καί Αντωνίου Μίγγα». Συγγραφέας ήταν ο Ιωάννης Υψηλάντης, ταμίας και διαχειριστής του πολεμικού σώματος του καπετάν Άγρα. Ο Υψηλάντης λοιπόν, ο οποίος είχε λάβει μέρος σε όλες τις μάχες μαζί με τον Άγρα αναφέρει πως ο Βάννη Ζλατάν με τον οποίον επρόκειτο να συναντηθεί ο Άγρας είχε παύσει με απόφαση των Βουλγάρων να είναι βοεβόδας της περιοχής του Βάλτου των Γιαννιτσών επειδή ο Άγρας τον είχε επανειλημμένα κατανικήσει.

Κατά συνέπεια, δεν είχε καμμία δικαιοδοσία να κάνει συμφωνία ειρήνης με τον Άγρα.Ακόμη, ο Υψηλάντης γράφει ότι το Κέντρο του Μακεδονικού Αγώνα είχε ήδη στείλει τον αντικαταστάτη του Άγρα από την Αθήνα , που ήταν ο Λοχαγός Νικ. Δουμπιώτης γνωστός με το πολεμικό όνομα καπετάν Αμύντας. Πράγματι, ο καπετάν Αμύντας έφτασε στη Νάουσα με 70 άνδρες στις 4 Ιουνίου του 1907, δηλ. την επομένη της αναχωρήσεως του Άγρα από την ίδια πόλη για να συναντήσει τον Ζλατάν.

- Στο βιβλίο του Θεοδ. Γρ. Κανελλόπουλου «Καπετάν Άγρας» έχομε τη μαρτυρία ενός εκ των παλληκαριών τού αντάρτικού του Σώματος. Πρόκειται για τον Χρήστο Κάρτα από το χωριό Βλάδοβο το σημερινό χωριό Άγρας. Ο Χρ. Κάρτας λοιπόν μαρτυρεί σε συνέντευξή του στον Θεόδωρο Κανελλόπουλο, πως ο Άγρας, τους έλεγε πάντα για τους Βουλγάρους: «Χτυπάτε τους κερατάδες κατακέφαλα. Μην τους λυπάσθε».

- Ο Ανθυποπλοίαρχος Ιωάννης Δεμέστιχας, Μακεδονομάχος με το πολεμικό ψευδώνυμο καπετάν Νικηφόρος, συμπολεμιστής του Άγρα στο Βάλτο, είχε ανταλλάξει πολλές επιστολές με τον τραυματισμένο Άγρα, ο οποίος ευρίσκετο πλέον στη Νάουσα, ενώ ο ίδιος εξακολουθούσε να αγωνίζεται στο Βάλτο των Γιαννιτσών. Σε επιστολή του που έστειλε στο Θεόδωρο Γρ. Κανελλόπουλο στις 22 Φεβρουαρίου 1958 του γράφει ότι σε δυο επιστολές που τού έστειλε ο Άγρας εκφράζει τον ενθουσιασμό του προς τον Καπετάν-Νικηφόρο γιατί ο τελευταίος του έγραψε ότι προσέβαλαν δύο βουλγαρίζοντα χωριά, τα χωριά Μπόζετς και Κουρφάλια. Είναι δυνατόν να ενθουσιάζουν τον Άγρα επιθέσεις κατά Βουλγαριζόντων χωριών, ενώ την ίδια περίοδο ετοίμαζε συμφωνία με αυτούς;


Ακόμη, ο Καπετάν Νικηφόρος έδωσε μια συνέντευξη στις 17 Φεβρουαρίου 1958 στο σπίτι του στο Μαρούσι, ως Ναύαρχος ε.α. πια, στον αείμνηστο προαναφερθέντα συγγραφέα του βιβλίου «Καπετάν Άγρας», τον Θεόδωρο Γρ. Κανελόπουλο. Στη συνέντευξη αυτή, ο καπετάν Νικηφόρος υποστηρίζει ότι οι συγκεκριμένοι κομιτατζήδες, με επικεφαλής τον Ζλατάν, που ήθελαν να συζητήσουν με τον Άγρα, ήσαν Έλληνες από τα γύρω χωριά που μιλούσαν αυτό το σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα, αλλά είχαν παρασυρθεί από τη Βουλγαρική - εξαρχική προπαγάνδα και είχαν αποστατήσει από τον Ελληνισμό. Αυτοί οι άνθρωποι, ήθελαν να σταματήσει ο αιματηρός αγώνας με τους Έλληνες, αφού έβλεπαν ότι οι Βούλγαροι τους είχαν ξεγελάσει.

Από τη μεριά του Άγρα, αυτό δεν ήταν περίεργο ούτε πρωτάκουστο. Ως τότε, και πριν από την παρουσία του Άγρα στην Μακεδονία, πλήθος παρασυρμένων απ' τη βουργαρική-εξαρχική προπαγάνδα σλαβοφώνων κατοίκων της Μακεδονίας είχε επιστρέψει στον εθνικό κορμό. Θα απαριθμήσουμε μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Κατ' αρχάς, ο θρυλικός καπετάν Κώττας ήταν μεταστραφείς Κομιτατζής. Άλλοι γνωστοί Μακεδονομάχοι που ήσαν μεταστραφέντες κομιτατζήδες ήσαν: ο καπετάν Γκόνος Γιώτας, ο Βαγγέλης Στρεμπενιώτης, ο Αντώνης Ζώης και ο Παντελής Παπαϊωάννου ή καπετάν Γραικός ή Νικοτσάρας, σλαβόφωνος από τη Στρώμνιτσα. Την άνοιξη του 1908 προσχώρησε στην Ελληνική Οργάνωση ο κομιτατζής αρχηγός Λάζος.

Τέλος, σε μια περίπτωση, ολόκληρο ανταρτικό σώμα κομιτατζήδων προσχώρησε στην Ελληνική - Πατριαρχική πλευρά. Ήταν το σώμα του καπετάν Τσίτσου από τη Μπεσίστα και του Μπραγιάννη από το Ζίχοβο. Στις μεταστροφές πολλών πρώην εξαρχικών Βουλγαροφρόνων, όπως στην περίπτωση του κορυφαίου Μακεδονομάχου καπετάν Κώττα, σπουδαίο ρόλο έπαιξε ο μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης. Χαρακτηριστικό για τις πεποιθήσεις των σλαβοφώνων αυτών Μακεδονομάχων είναι ότι οι κομιτατζήδες τους ονόμαζαν Γραικομάνους, δηλαδή Μανιακούς Έλληνες.

Ο Άγρας και οι Τούρκοι και τα Σημειώματά του προς το Προξενείο της Θεσσαλονίκης

Ο Άγρας σε πολλές περιπτώσεις συμμάχησε με τους Τούρκους για να χτυπήσουν τους Βουλγάρους κομιτατζήδες. Ο καπετάν Άγρας είχε φιλία με τον πανίσχυρο Τούρκο της Καβάσιλας Νησίου, τον Χαλήλ μπέη. Ο Χαλήλ μπέης είχε τσιφλίκι δυτικά της λίμνης των Γιαννιτσών κοντά στη δημοσία οδό Βεροίας - Θεσσαλονίκης. Ο Χαλήλ μπέης ήταν υποστηρικτής του Ελληνικού αγώνα εναντίον των Βουλγάρων. Όταν ο Άγρας τραυματίστηκε, με τη βοήθεια του φίλου του Χαλήλ μπέη μετέβη στη Θεσσαλονίκη και μετά από λίγες ημέρες επέστρεψε στη Νάουσα μεταμφιεσμένος σε χωρικό, ξανά με τη δική του βοήθεια.

Κοντά στη λίμνη των Γιαννιτσών ήταν και το τσιφλίκι του Ραχμή μπέη, Τούρκου από σημαίνουσα οικογένεια, ο οποίος βοήθησε τους Έλληνες. Στο τσιφλίκι αυτό έγινε η συγκρότηση του ανταρτικού σώματος του καπετάν Γεωργάκη από τον Κων. Μαζαράκη.

Ο Άγρας ήταν τόσο συνδεδεμένος με τον Τούρκο τσιφλικά Χαλήλ μπέη, ώστε ο τελευταίος πολλές φορές τροφοδοτούσε τους πεινασμένους άνδρες του. Αλλά και με τον Τούρκο φρούραρχο της Βεροίας, Ασήμπεη, είχε συνεργασία ο καπετάν Άγρας. Είχε φθάσει στο σημείο να οργανώσει πολεμική επιχείρηση με τη χρήση τουρκικού πυροβολικού εναντίον των κομιτατζήδων της λίμνης. Τρεις χιλιάδες Τούρκοι είχαν πολιορκήσει τη λίμνη και έκαναν πρόταση να συνεργασθούν με τον Άγρα για την εξόντωση των Βουλγάρων.


Το ερώτημα που τίθεται τώρα, είναι το εξής : Το προξενείο μας στη Θεσσαλονίκη που ήταν η προϊσταμένη του αρχή, γνώριζε τις κινήσεις του Άγρα στη Νάουσα;

Στις 7 Ιουνίου 1997 έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη Συμπόσιο με θέμα: «Ο Μακεδονομάχος Καπετάν Άγρας (Τέλλος Αγαπηνός). 90 χρόνια από τη θυσία του απόστολου της Βαλκανικής συνεννόησης». Σ' αυτό έλαβε μέρος και ο αείμνηστος Γεώργιος Τουσίμης, Ιστορικός ερευνητής από την Έδεσσα.

Στην ανακοίνωσή του, παρουσίασε στοιχεία από το Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό, ο Άγρας μετά τον τραυματισμό του διετάχθη να πάει στη Νάουσα και να εγκατασταθεί εκεί. Στη διαταγή αυτή ο Άγρας απάντησε : «Ελάβομεν την επιστολή σας. Τα πάντα εγένοντο δεκτά». Στην αλληλογραφία του με το προξενείο χρησιμοποιεί συνθηματικές λέξεις για λόγους ασφαλείας. Επειδή καταλαβαίνει ότι δεν θα μπορεί να παρακολουθεί τα «μαθήματα του σχολείου», δηλαδή δεν θα μπορεί να λαμβάνει μέρος στις εξωτερικές επιχειρήσεις του σώματος, ζητά να τεθεί επικεφαλής 90 - 100 «μαθητών», δηλαδή οπλιτών, αν θέλουν αποτελέσματα. «Ειδεμή, γράφει προς το προξενείο, θα τρώγουμε, θα πίνουμε, και τίποτε δεν θα γίνει». Είναι αποφασισμένος να φέρει εις πέρας την αποστολή προσθέτοντας ότι: «Μια φορά που άρχισε η δουλειά, πρέπει να τελειώσει επί των ημερών μας».

Σε άλλο σημείωμά του προς το προξενείο γράφει:  

«Σχεδόν πάντες θερμαίνονται. Προπαντός δε εγώ. Παλαιοί μαθηταί μου (εννοεί τους στρατιώτες του) σας βεβαιώ ότι είναι πραγματικοί ήρωες, καθ'όσον εργάζονται με την ψυχή στα δόντια, διότι η υγεία τους κλονίστηκε στη Γενεύη (εννοεί τη λίμνη των Γιαννιτσών). Όλοι είναι με ρευματισμούς, βασανίσθηκαν πολύ στη Γενεύη και τώρα ο Θεός κι εγώ ηξεύρω πώς τους συγκρατώ». Ζητά από το προξενείο να τον αντικαταστήσουν γιατί αισθάνεται ότι δεν μπορεί να προσφέρει στον αγώνα, αυτό που πρέπει : «Φροντίσατε δια την αντικατάστασιν εμού και των λοιπών συνοδών καθόσον τίποτα άλλο δεν είμεθα ικανοί, παρά να περιμένωμεν αποκλεισμένοι εντός των οικιών της Ναούσης».

Είναι λοιπόν δυνατόν ο Άγρας από τη μια μεριά να κάνει συμφωνίες ειρήνης με τους κομιτατζήδες και από την άλλη να ζητάει επιτακτικά να αντικατασταθεί; Στην έκκλησή του αυτή για αντικατάστασή του, το Γενικό Προξενείο απαντά ότι λόγω της δυσκολίας συγκρότησης νέου σώματος που θα αντικαθιστούσε το δικό του, πρέπει να παραμείνει 1,5 με 2 μήνες ακόμη. Παρόλαυτά οργανώνει ολόκληρο το γεωγραφικό χώρο της δικαιοδοσίας του από το Ρουμλούκι και τον ορεινό χώρο των Βοδενών ως την αρχαία Καρατζόβα (Αριδαία). Για το τμήμα αυτό προορίζει τον Υπαξιωματικό Καραπάνο, τον οποίο ενισχύει με ένα μικρό βοηθητικό σώμα που κατάρτισε ο ίδιος μέσα στη Νάουσα. Ήταν «σώμα των Ιλλυριών» επειδή αποτελείτο αποκλειστικά από Αλβανούς Γκέκηδες. Το σχέδιό του ήταν να μετατρέψει την άμυνα που επικρατούσε επί του προκατόχου του σε επίθεση καθ' όλη την έκταση της δικαιοδοσίας του.


Σε όλα τα σημειώματά του προς το Προξενείο που αναφέρει τη δράση του, απαντά κάθε φορά με τη δραματική επωδό: «Είναι αδύνατον να ακολουθήσω το σώμα μου εις οιανδήποτε εργασίαν και είναι πάλιν τελείως αδύνατον να αποχωρίζομαι αυτών και να κινούνται χωρίς να είμαι και εγώ μαζί». Και συμπληρώνει: «Θεώρησα καθήκον να ομολογήσω τα άνω, καθόσον δεν μου είναι δυνατόν να προσφέρω τι και μάλιστα εις σπουδαιότερον τμήμα». 

Δεν ζητάει την αντικατάστασή του από ανησυχία για την υγεία του, την ζητάει σκεπτόμενος το συμφέρον του Αγώνα. Αυτό φαίνεται στο παρακάτω σημείωμά του : «Μη φαντασθείτε ότι δι' άλλον λόγον ζητώ να φύγω. Ο μόνος λόγος είναι ότι είμαι ανίκανος να εργασθώ, κυρίως δια λόγους υγείας. Η επί πλέον παραμονή μου επιζήμια θα είναι παρά ωφέλιμος». Επειδή η "Θερμαΐδα", δηλαδή κρυπτογραφικά το Κέντρο Θεσσαλονίκης, δεν είναι σε θέση να τον αντικαταστήσει αμέσως, τον ερωτά μήπως κουράστηκε. 

«Έλαβα την επιστολή σου», απαντά ο Άγρας στον Εξαδάκτυλο, τον λοχαγό γραφέα του Προξενείου. «Δεν εκουράσθην. Δεν έχω την αντοχή και την απαιτούμενη δύναμιν δια να εργασθώ, όπως εγώ εννοώ». Παρά την επιδείνωση της υγείας του, εξακολουθεί να εργάζεται πυρετωδώς και να προετοιμάζει το σχέδιο δράσης για την Άνοιξη του 1907, ώστε να το βρει έτοιμο και να το εφαρμόσει ο διάδοχός του. 

Θεωρεί επιτακτική ανάγκη τη γρήγορη έλευση του διαδόχου του για να τον εισαγάγει ο ίδιος στη μέθοδο εργασίας του και όπως γράφει : «Να υπάρχει μεθοδική συνέχεια της εργασίας και στρατηγικής και να μην αρχίζει ο κάθε αρχηγός από το Άλφα». Λίγες ημέρες πριν το μαρτύριό του, αναφέρει : «Έχετε πεποίθηση εις εμέ. Εάν δεν ηδυνήθην τίποτα ηρωϊκόν ή άλλο τι να κατορθώσω, ένεκα ελλείψεως ιδικής μου ή των μέσων τα οποία διέθετα, έχω το θάρρος να είπω ότι ηδυνήθην να αντιληφθώ την μέθοδον της εργασίας εν τη λίμνη και να δύναμαι σήμερον να εισαγάγω τελείως τον νέον καθηγητή (αρχηγό)». Αφού κατάρτισε και το νέο σχέδιο δράσης για την άνοιξη του 1907 δεν απέμενε παρά η έλευση του διαδόχου του για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού.

Για το συμφέρον και μόνο της εθνικής εργασίας ο ίδιος ο Άγρας επείγεται να φύγει, επειδή το κόκαλο του δεξιού μεσαίου δακτύλου του είχε σοβαρότατη φλεγμονή, άρχισε τις αποξέσεις και υπέφερε πολύ.


Η στρατιωτική του τιμή δεν του επιτρέπει να παραμένει εφησυχάζων μέσα στη Νάουσα σε εποχή εργασίας : «Δι'αυτό εντρέπομαι», ομολογεί σε μια επιστολή του, «και το θεωρώ προσβολήν». Και πιο κάτω συμπληρώνει :

«Και αν η υπηρεσία νομίσει ότι υπηρέτησα τιμίως και ευόρκως μέχρι της σήμερον και αν θέλει, είμαι πρόθυμος και πάλιν, μετά την ίασίν μου, να τεθώ υπό τας διαταγάς της».

Ο Ναουσαίος Μακεδονομάχος Ήρωας Αντώνης Μίγγας

Ο Αντώνης Μίγγας ήταν αυτοδημιούργητος Ναουσαίος "τερζής", δηλαδή γουναροποιός. Εξυπνος επιχειρηματίας είχε αποκτήσει σημαντική περιουσία. Θα μπορούσε να ασχολείται με την επέκταση της επιχείρησης του και να απολαμβάνει τα αγαθά της ευμάρειας και του πλούτου. Όμως εκείνος ήταν ιδεολόγος, αγνός και αυθόρμητος. Εργασία και περιουσία τα έβαζε πολύ χαμηλά στην αξιολόγηση της ζωής του, σε σχέση με την ελευθερία της Μακεδονίας και την ένταξη της στην Μητέρα Ελλάδα. 

Προσέφερε τεράστιες υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα, ακόμη και την ίδια του τη ζωή, κοντά στον αρχηγό του Τέλλο Αγρα. Τον ακολούθησε στον Γολγοθά του και τον συντροφεύει και μετά θάνατο ακόμη, αφού κοιμούνται μαζί σε τάφους αδελφωμένους, που τους περιβάλλει το ίδιο κιγκλίδωμα. Ο δεσμός της αγάπης, της πιστότητας και της φιλίας των δύο ανδρών έμεινε παροιμιώδης. Μόνο όσοι έχουν υψηλά ιδανικά, όπως είναι αυτά της λατρείας προς τον Θεό και της Φιλοπατρίας, μπορούν να αναπτύξουν τέτοια φιλία ανιδιοτελή και θυσιαστική μέχρι θανάτου.


Τη φιλοπατρία του Αντ. Μίγγα αποδίδουν γλαφυρά τα λόγια που είπε στον Θεόδ. Κανελόπουλο η χήρα του Ευγενία: 

" Είχαμε μανία να ιδούμε το ελληνικό' ο άντρας μου φιλούσε το όπλο. Ο Αντώνης ήταν δοσμένος εκεί, άφηνε τη δουλειά του' κι εγώ ήθελα την ελευθερία, η καρδιά μου πετούσε, ποθούσε η ψυχή μου την ελευθερία…" (αυτ. σελ. 146). 

Και η αφοσίωση του στον Αγρα φαίνεται και από τα λόγια πριν από τη θυσία τους. Όταν με την προδοσία και την ατιμία, για την οποία θα μιλήσουμε πιο κάτω, συνέλαβαν οι Βούλγαροι τον Αγρα και τα παλληκάρια του εκείνος τους ζήτησε να τα αφήσουν ελεύθερα, αφού αυτόν ήθελαν να βασανίσουν και φονεύσουν. 

Αλλά ο Μίγκας δεν το δέχθηκε, λέγοντας τα συγκινητικά αυτά λόγια: " Μαζί ήρθαμε, μαζί θα πεθάνουμε, σαν θέλει ο Θεός και όπου θα πεθάνει ο αρχηγός μου, εκεί θα πεθάνω κι εγώ". 

Ο Μίγγας γνώριζε, είχε βιώσει το νόημα της ζωής που δεν είναι άλλο από την αγάπη στον Θεό και στον άνθρωπο και ασφαλώς ενώ φαινομενικά ήταν μαρτυρικό το τέλος του, εν τούτοις ήταν μακάριο, χριστιανικό, όπως εξάλλου και του 'Αγρα.

ΔΕΝ ΘΑ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ... ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟΥΣ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ

(Κωνσταντίνος Χολέβας
Πολιτικός Ἐπιστήμων)

Ὁ Μακεδονομάχος Σαράντος Ἀγαπηνός (Καπετάν Ἄγρας)

Στίς 7 Ἰουνίου 2007 συμπληρώνονται 100 χρόνια ἀπό τόν μαρτυρικό θάνατο τοῦ Μακεδονομάχου Σαράντη Ἀγαπηνοῦ, περισσότερο γνωστοῦ μέ τό πολεμικό ψευδώνυμο Καπετάν Ἄγρας. Πρόκειται γιά τόν πρωταγωνιστή τοῦ βιβλίου "Τά Μυστικά τοῦ Βάλτου" τῆς Πηνελόπης Δέλτα, μέ τό ὁποῖο μεγάλωσαν γενιές καί γενιές. Ὁ Ἄγρας καί ὁ Ναουσαῖος συνεργάτης του Ἀντώνης Μίγγας κρεμάσθηκαν ἀπό μέλη τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου σέ μιά καρυδιά στό χωριό Βλάντοβο, σημερινό χωριό Ἄγρας κοντά στήν Ἔδεσσα. Ὁ Πελοποννήσιος Μακεδονομάχος ἦταν μόλις 27 ἐτῶν. 

Ἡ σύντομη ζωή του ὑπῆρξε ἕνας συνεχής ἀγώνας γιά τά ἰδανικά τῆς πατρίδας, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀξιοπρέπειας. Ἑκατό χρόνια μετά τήν θυσία του ἀξίζει νά τόν θυμόμαστε καί νά τόν τιμοῦμε. Καί μαζί μέ αὐτόν νά τιμοῦμε ὅλους ἐκείνους, Μακεδόνες ἤ Νοτιοελλαδίτες, στρατιωτικούς καί ἐθελοντές, διπλωμάτες καί ἱερεῖς, ἐνόπλους ἤ ἀμάχους, πού συστρατεύθηκαν στόν Πανελλήνιο Ἀγῶνα γιά τήν σωτηρία τῆς Μακεδονίας κατά τήν περίοδο 1904 -1908. Ἦταν ὁ Μακεδονικός Ἀγώνας, ἡ συντονισμένη προσπάθεια ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ Ἔθνους γιά νά μή περάσει ἡ Μακεδονία ἀπό τά χέρια τῶν Ὀθωμανῶν στά χέρια τῶν Βουλγάρων ἐθνικιστῶν . Ἦταν μία ἀπό τίς μεγαλύτερες ἐποποιίες τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ.

Ὁ Σαράντης Ἀγαπηνός γεννήθηκε στό Ναύπλιο τό 1880. Ὁ πατέρας του ὑπηρετοῦσε ἐκεῖ ὡς δικαστικός, ἀλλά ἔγραψε τό παιδί στά μητρῶα ἀρρένων τῶν Γαργαλιάνων Μεσσηνίας, ἀπ' ὅπου κατήγετο ἠ ἱστορική οἰκογένεια τῶν Ἀγαπηνῶν. Οἱ πρόγονοί του εἶχαν σπουδαία δράση κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἀναφέρεται δέ στίς πηγές τῆς ἐποχῆς ὁ ἀγωνιστής Διονύσιος Ἀγαπηνός. Ὁ μικρός Σαράντης, πού οἱ συγγενεῖς του ἀποκαλοῦσαν χαϊδευτικά Τέλλο (Σαραντέλλο), ἔχασε τόν πατέρα του καί οἱ συγγενεῖς τόν ἔφεραν στήν Ἀθήνα μαζί μέ τή μητέρα του καί ἄλλα δύο ἀδέλφια. 

Ἡ πίστη του στόν Θεό καί στήν Ἑλλάδα καί ὁ νεανικός ἐνθουσιασμός του τόν ὤθησαν νά ἐγγραφεῖ στήν Στρατιωτική Σχολή Εὐελπίδων, ἀπ 'ὅπου ἀπεφοίτησε μέ πολύ καλή ἐπίδοση. Θά μποροῦσε νά παραμείνει στήν Φρουρά τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλά ὁ ἴδιος ζήτησε ἐπιμόνως νά σταλεῖ στόν Τύρναβο, τότε μεθοριακή πόλη, δεδομένου ὅτι ἡ Μακεδονία ἦταν τουρκοκρατούμενη. Ἐκεῖ ἔλαβε πιό ζωντανά τά μηνύματα τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνος πού προετοιμαζόταν καί ἀκουσε τόν πόνο καί τήν γοερή κραυγή τῶν Ἑλλήνων Μακεδόνων πού κατεπιέζοντο ἀπό δύο δυνάστες:  Ὀθωμανούς κατακτητές καί Βουλγάρους ἐνόπλους (κομιτατζῆδες). 


Ὅταν ξεκίνησε ἡ ἀντίδραση τῶν γηγενῶν Ἑλλήνων Μακεδόνων κατά τῆς τρομοκρατίας τῶν κομιτατζήδων ἡ Ἀθήνα ἀποφάσισε νά προσφέρει διακριτικά τήν βοήθειά της. Ὅσοι ἀξιωματικοί ἤθελαν νά βοηθήσουν ἀπεστέλλοντο κρυφά μέ ψευδώνυμο καί μέ ἰδιότητα παραπλανητική γιά νά μήν κινήσουν τήν ὑποψία Τούρκων καί Βουλγάρων.

Ἕνας ἀπό τούς ἐθελοντές ἀξιωματικούς, πιστός στό παράδειγμα τοῦ ἥρωος Παύλου Μελᾶ, ἦταν καί ὁ Σαράντης Ἀγαπηνός. Ἐπισήμως κατεγράφη ὅτι ζήτησε ἄδεια ἀπό τόν Στρατό γιά νά μεταβεῖ στό ἐξωτερικό. Ὅμως ἐκεῖνος ξεκινοῦσε γιά τόν δύσκολο πόλεμο, τόν διμέτωπο ἀγῶνα. Μαζί μέ τόν λοχία Τυλιγάδη καί 12 εὐζώνους πῆγε στόν Βόλο , μετά μέ τραῖνο στήν Λάρισα, ἀπό ἐκεῖ μέ ἱππήλατη ἅμαξα στό Τσάγεζι (Στόμιο) καί μέ πλοιάριο διαπεραιώθηκε στήν Μακεδονία , στίς ἐκβολές τοῦ Λουδία. Οἱ τοπικοί σύνδεσμοι τόν μετέφεραν στή Νάουσα καί μέ ὁδηγίες τοῦ "Κέντρου Θεσσαλονίκης", δηλαδή τοῦ Προξένου Λάμπρου Κορομηλᾶ, μετέφερε τό κέντρο τῶν ἐπιχειρήσεων στόν περίφημο Βάλτο, στήν Λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν. Ἡ λίμνη αὐτή ἔχει σήμερα ἀποξηρανθεῖ. 

Ὅμως τότε ἀποτελοῦσε στρατηγικό κόμβο γιά τρεῖς λόγους. Πρῶτον, διότι βρισκόταν ἐπάνω στό πέρασμα τῶν διαδρομῶν ἀπό τήν Θεσσαλονίκη πρός τήν Δυτική Μακεδονία. Δεύτερον, διότι ἐκεῖ εἶχαν ἐγακτασταθεῖ Βούλγαροι κομιτατζῆδες μετά τήν ἐξέγερσή τους τό 1903. Καί τρίτον, διότι ἡ γεωφυσική ἰδιομορφία τῆς βαλτώδους λίμνης τήν καθιστοῦσε ἰδανική κρυψώνα γιά ἀντάρτες καί πεδίο ἀνταρτοπολέμου. Τά καλάμια, τό ραγάζι (τοπικό χόρτο), τά ἄλλα φυτά, τά κουνούπια , οἱ βδέλλες, τά ἄγρια ζῶα καί πτηνά διαμόρφωναν ἕνα κλῖμα ἐπικίνδυνο γιά τήν ὑγεία τῶν ἀνταρτῶν πού κρυβόντουσαν ἐκεῖ. 

Ὅμως ὁ Ἀγαπηνός ἔπρεπε νά πάει. Ἤδη εἶχε ἀποκτήσει τό ψευδώνυμο Τέλλος Ἄγρας καί ὅλοι πλέον οἱ συμμαχητές του τόν ἀποκαλοῦσαν Καπετάν Ἄγρα. (Καπετάνιος τότε λεγόταν ὁ ἀρχηγός ἀναταρτικοῦ σώματος). Ἐγκαταστάθηκε σέ μία καλύβα καλά ὀχυρωμένη καί μέ τίς πλάβες, τίς εἰδικές βάρκες χωρίς καρίνα, κυνηγοῦσε τούς Βουλγάρους . Μετά ἀπό μάχες κατέλαβε τήν Κούγκα, τήν μεγαλύτερη καλύβα τους. Ἔζησε στόν Βάλτο τό φθινόπωρο καί τόν χειμῶνα τοῦ 1906, ἀλλά ἀναγκάσθηκε νά φύγει λόγῳ τῆς ἑλονοσίας καί κυρίως λόγῳ σοβαροῦ τραυματισμοῦ πού ὑπέστη στό χέρι ἀπό πυροβολισμό.

Μετά ἀπό σύντομη παραμονή στήν Θεσσαλονίκη ἦλθε στή Νάουσα γιά νά ἀποθεραθευθεῖ μέ τήν βοήθεια τοῦ λαμπροῦ πατριώτη γιατροῦ Ζαφειρίου Λόγγου. Ἐκεῖ, τόν Μάιο τοῦ 1907, ἔμαθε ὅτι ὁ πρώην ἀρχηγός τῶν τοπικῶν κομιτατζήδων, ὁ βοεβόδας Ζλατάν, ζητεῖ νά τόν συνατήσει. Παρά τίς ἐπιφυλάξεις τῶν Ναουσάιων φίλων του ὁ Ἄγρας ἀποφάσισε νά ἐπιδιώξει αὐτή τήν συνάντηση μέ τήν ἐλπίδα νά ἐντάξει τόν Ζλατάν στίς δυνάμεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τήν βουλγαρική προπαγάνδα. 


Ἄλλωστε τό ἴδιο εἶχε ἐπιτύχει πρό ὀλίγων ἐτῶν ὁ Μητροπολίτης Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης μέ τόν πρώην βουλγαρίζοντα Καπετάν Κώττα, ὁ ὁποῖος θυσιάσθηκε τελικά γιά τήν Ἑλληνική ἰδέα. Δέν ὑπάρχουν ἀποδείξεις γιά τόν ἰσχυρισμό ὅτι ὁ Ἄγρας ἤθελε νά συμμαχήσει μέ τόν Ζλατάν γιά νά στραφοῦν ἐναντίον τῶν Τούρκων. Εἶναι λάθος νά ἀποδίδονται στόν ἥρωα προθέσεις πού δέν εἶχε. Ὁ ἐκπεφρασμένος στόχος του ἦταν νά φέρει τόν Ζλατάν στήν Ἀθήνα, γνωρίζοντας ὅτι πολλοί ἐντόπιοι Μακεδόνες ἀποστάτησαν ἀπό τό Πατριαρχεῖο καί ἀπό τόν Ἑλληνισμό, λόγῳ προπαγάνδας καί πιέσεων.

Ἔτσι, λοιπόν, πῆρε μαζί του μερικούς συντρόφους καί πῆγε στήν μοιραία συνάντηση. Ὁ Ζλατάν καί ὁ αἰφνιδίως ἐμφανισθείς κομιταζῆς Κασάπτσε ἄφησαν τούς ὑπόλοιπους καί συνέλαβαν τόν Ἄγρα καί τόν σλαβόφωνο Ἕλληνα Ἀντώνη Μίγγα, ἔγγαμο ράφτη ἀπό τή Νάουσα. Ἐπί ἡμέρες τούς περιέφεραν δεμένους στά χωριά, τούς διαπόμπευαν καί τούς βασάνιζαν. Τελικά τούς θανάτωσαν δι' ἀπαγχονισμοῦ στίς 7 Ἰουνίου 1907. 

Ὁ Ζλατάν πρόδωσε τήν ἐμπιστοσύνη πού τοῦ ἔδειξε ὁ Ἄγρας. Τά δύο ἑλληνόπουλα ἄφησαν τήν πνοή τους ἐκεῖ ἐπάνω στήν καρυδιά , στήν φιλόξενη καί ἱστορική γῆ τῆς Μακεδονίας. Ὁ Ἄγρας ὡς ἐθελοντής πού ἦλθε ἀπό τήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα γιά νά μεταδώσει τήν στρατιωτική ἐμπειρία του. Ὁ Μίγγας ὡς ἐντόπιος πού ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἑλληνικότητα τῆς Μακεδονίας ἔστω κι ἄν διάφορες ἱστορικές περιπέτειες τόν εἶχαν ἀναγκάσει νά χρησιμοποιεῖ ἕνα ἑλληνοσλαβικό γλωσσικό ἰδίωμα. Τάφηκαν κάι μοιρολογήθηκαν ἀπό τίς Μακεδόνισσες γυναῖκες. Ἡ νεκρώσιμος Ἀκολουθία ἐψάλη τό Ψυχοσάββατο, παραμονή τῆς Πεντηκοστῆς. Σήμερα τά λείψανά τους φυλάσσονται σέ μικρό ἐκκλησάκι - μνημεῖο ἀκριβῶς στόν τόπο τῆς θυσίας τους, κοντά στόν σιδηροδρομικό σταθμό τοῦ χωριοῦ Ἄγρας τοῦ Νομοῦ Πέλλης.

Ἡ θυσία τοῦ Σαράντη Ἀγαπηνοῦ, τοῦ Καπετάν Ἄγρα, ἐνέπνευσε πολλούς ἐθελοντές πού ἔσπευσαν νά βοηθήσουν τόν Μακεδονικό Ἀγῶνα. Ἐνέπνευσε ἐπίσης πολλούς ποιητές ὅπως τόν Ρήγα Γκόλφη, τόν Γεώργιο Σουρῆ κ.ἄ. Ἡ Πηνελόπη Δέλτα τόν ἔκανε οἰκεῖο σέ ὅλους μας μέ "Τά Μυστικά τοῦ Βάλτου", ἕνα βιβλίο πού δέν πρέπει νά λείπει ἀπό κανένα παιδικό δωμάτιο. Ὁ ἀείμνηστος Φιλόλογος Θεόδωρος Κανελλόπουλος ἀπό τά Φιλιατρά ἔγραψε μία πλήρη βιογραφία τοῦ Ἄγρα, ἡ ὁποία ἐξεδόθη τό 1958 καί ἐπανεξεδόθη συμπληρωμένη τό 2003. 

Ὁ Δῆμος Γαργαλιάνων κάθε χρόνο ὀργανώνει ἐκδηλώσεις μνήμης ὑπό τόν τίτλο "Ἀγαπήνεια", ἐνῶ ἔχει στήσει τιμητικό ἀνδριάντα τοῦ ἥρωος. Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Ἐδέσσης τιμᾶ τήν μνήμη τοῦ Ἄγρα καί τοῦ Μίγγα ἐκεῖ ἀκριβῶς πού εἶδαν γιά τελευταία φορά τό φῶς τοῦ ἥλιου. Αἰωνία τους ἡ μνήμη! Δέν θά τούς ξεχάσουμε. Δέν πρέπει νά τούς ξεχάσουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου