5 Απρ 2013

Ο ΑΤΥΧΗΣ ΕΛΛΗΝΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1897 (ΜΕΡΟΣ Α')


Ο ΑΤΥΧΗΣ ΕΛΛΗΝΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1897 ΜΕΡΟΣ Α'

Εισαγωγή


Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 ή, διαφορετικά, ο πόλεμος των τριάντα ημερών ή και Μαύρο '97 ήταν πόλεμος μεταξύ του Βασιλείου της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά το έτος 1897, ως απόρροια της τότε έκβασης του Κρητικού προβλήματος. Ο πόλεμος κατέληξε σε ταπεινωτική ήττα της Ελλάδας και επιβολή διεθνούς οικονομικού ελέγχου.

Σημειώνεται ότι ο πόλεμος αυτός του 1897 απετέλεσε την πρώτη πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας, κατά την οποία και δοκιμάσθηκε σε εκστρατεία τόσο ο τότε πολεμικός μηχανισμός της όσο και πολεμικό δυναμικό της, 67 χρόνια μετά από την απόκτηση της ανεξαρτησίας της...

Στις αρχές του 1897, η έκρυθμη κατάσταση που επικρατούσε στην Κρήτη, λόγω της εξέγερσης των Κρητών και των τουρκικών θηριωδιών, προκάλεσε την επέμβαση της Ελλάδας με την αποστολή εκστρατευτικού σώματος υπό τον συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο. Άμεση ήταν η αντίδραση της Τουρκίας, η οποία εκμεταλλευόμενη και την ένοπλη δράση των ανταρτικών σωμάτων της Εθνικής Εταιρείας, στο τουρκικό έδαφος, κήρυξε τον πόλεμο στην Ελλάδα στις 5 Απριλίου 1897.

Ο Ελληνικός στρατός βρέθηκε τελείως ανοργάνωτος, με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, με σοβαρές ελλείψεις σε οπλισμό και μέσα, και κυρίως με έλλειψη ικανών στελεχών. Οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν σε δύο μέτωπα, της Θεσσαλίας και της Ηπείρου.


Στη Θεσσαλία, ο Τουρκικός στρατός απώθησε τις Ελληνικές δυνάμεις, που τράπηκαν σε άτακτη υποχώρηση με αποτέλεσμα τη διαδοχική κατάληψη της Λάρισας, των Φαρσάλων και του Βόλου. Η μάχη του Δομοκού δεν ανέκοψε την επιθετικότητα των Τούρκων, παρά μόνο μετά τη νέα σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων και την παύση των πυρών στις 7 Μαΐου. Στο μέτωπο της Ηπείρου, παρά την αρχική επιθετική πρωτοβουλία του ελληνικού στρατού και την ευνοϊκή εξέλιξη των επιχειρήσεων, η κατάληξη δεν ήταν μεν η αναμενόμενη, αλλά δεν υπήρξαν εδαφικές απώλειες.

Η ήττα της Ελλάδας σηματοδότησε την αναδιοργάνωση του ελληνικού στρατού σε όλους τους τομείς, γεγονός που οδήγησε αργότερα στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους.

Μετά το Συνέδριο του Βερολίνου (1878), η ένταση στα Βαλκάνια κλιμακώθηκε. Η αφύπνιση των βαλκανικών εθνικισμών, από τη μια πλευρά, και η εμπλοκή των Μεγάλων Δυνάμεων στα βαλκανικά πράγματα, από την άλλη, οδήγησαν στην έξαρση του ανταγωνισμού μεταξύ των βαλκανικών κρατών.


Στο πλαίσιο αυτό, εκδηλώθηκε επανάσταση στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη (1895). Η ελληνική κυβέρνηση, κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης που παρακινούνταν από τηνΜεγάλη Ιδέα, έστειλε στρατό στην Κρήτη. Η απόφαση αυτή προκάλεσε την έντονη τουρκική αντίδραση και οδήγησε σε ελληνοτουρκικό πόλεμο (1897). Η Ελλάδα υπέστη ταπεινωτική ήττα και σώθηκε μόνο χάρη στη διπλωματική επέμβαση της Ρωσίας.

Μετά το τέλος του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, που έμεινε γνωστός ως «ατυχής πόλεμος», πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη συνομιλίες για την υπογραφή Συνθήκης Ειρήνης. Σε αυτές πήραν μέρος εκπρόσωποι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Μεγάλων Δυνάμεων. Δεν έλαβαν μέρος εκπρόσωποι της Ελλάδας, καθώς η Ελληνική πλευρά είχε εμπιστευτεί τις τύχες της στις Μεγάλες Δυνάμεις.

Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων η Τουρκική πλευρά θέλησε να εκμεταλλευτεί τη στρατιωτική της επικράτηση στον πόλεμο που είχε προηγηθεί και να αποσπάσει σημαντικά κέρδη σε βάρος της Ελλάδας. Οι Δυνάμεις, ωστόσο, δεν επιθυμούσαν τη διατάραξη των εύθραυστων ισορροπιών που υπήρχαν στα Βαλκάνια και αντιτάχθηκαν στις μεγάλες Τουρκικές αξιώσεις.


Παράλληλα, οι Δυνάμεις, βλέποντας ότι το Κρητικό Ζήτημα θα αποτελεί μονίμως αιτία διενέξεων μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας και παράγοντα γενικότερου αναβρασμού στην ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, αποφάσισαν την ανακήρυξη της Κρήτης σε αυτόνομη ηγεμονία.

Ακόμη, αποφάσισαν την παραχώρηση από την Ελλάδα στην Οθωμανική αυτοκρατορία ορισμένων υψωμάτων στρατηγικής σημασίας στο ύψος της παλιάς συνοριακής γραμμής μεταξύ των δύο χωρών (μικρές μόνο αλλαγές συνολικής έκτασης 400 τ.χλμ.) και. Έτσι, χάρη στη διπλωματική επέμβαση των Δυνάμεων, η Ελλάδα σώθηκε από ουσιαστική απώλεια εδαφών της.

Γενικά

Ο πόλεμος αυτός, αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, με δεδομένο ότι δεν δόθηκε ποτέ διαταγή επίθεσης στο στρατόπεδο των Ελλήνων, «ακήρυχτος» όπως τον χαρακτήρισε η τότε Ελληνική κυβέρνηση και αντιπολίτευση, στην ουσία «Οθωμανική εισβολή», κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας.

 H σημασία του υπήρξε τεράστια, ως προς την εξέλιξη του Κρητικού ζητήματος-τελικά η Ελλάδα δικαιώθηκε- με παράλληλη διάσωση της τιμής της, παραμένοντας η ελληνική κυβέρνηση σθεναρά ανυποχώρητη στην απόφασή της μη φειδόμενη των όποιων οικονομικών συνεπειών, με δεδομένο την από 4ετίας (19/12/1893), κήρυξη πτώχευσης του Χ. Τρικούπη και των απειλών των Μ. Δυνάμεων περί επιβολής ναυτικών αποκλεισμών και, το σημαντικότερο, την εξ αυτού άμεση προετοιμασία και ανταπόκρισή της στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-3) που κατέληξαν νικηφόροι.


Παρά τη διακοίνωση των Μ. Δυνάμεων ότι όποιος και αν είναι ο νικητής της επαπειλούμενης σύρραξης δεν θα του αναγνωριστεί «κανένα εδαφικό όφελος» τελικά ο πόλεμος άρχισε (06-18/04/1897) και έληξε με την παρέμβαση των Δυνάμεων (07-19/05), και «ανακωχή», αφού οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη Θεσσαλία. Η ειρήνη υπογράφηκε (06-18/09), σε προσωρινή συνθήκη μετά από 5μηνες διαπραγματεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων με την Υψηλή Πύλη. Η τελική συνθήκη υπογράφηκε (22/11-04/12/1897) και ακολούθησε η εκκένωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους και 10 μήνες μετά η αυτονόμηση της Κρήτης με Ύπατο Αρμοστή τον Πρίγκιπα Γεώργιο (Ελλάδας και Δανίας).

Ο πόλεμος του 1897 απετέλεσε την 1η πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας, κατά την οποία δοκιμάσθηκε σε εκστρατεία ο τότε πολεμικός μηχανισμός της και το πολεμικό δυναμικό της, με ότι ατέλειες και αδυναμίες παρουσίαζε, 67 χρόνια μετά την ανεξαρτησία.

Επıσημάνσεıς

Ο Ελληνοτουρκıκός Πόλεμος του 1897 αποτελεί γıα τη χώρα μας την πρώτη σε μεγάλη κλίμακα πολεμıκή επıχείρηση, αφότου απέκτησε την εθνıκή της ανεξαρτησία, με τηνvεπανάσταση του 1821.


Στον πόλεμο αυτό δοκıμάστηκαν σκληρά όλες οı εθνıκές δυνάμεıς καı απέδεıξαν ότı ήταν ανέτοıμες καı απροπαρασκεύαστες να αναλάβουν την πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας», που δεν ήταν άλλη από την απελευθέρωση όλων των αλύτρωτων ακόμη αδελφών, από τον Οθωμανıκό ζυγό. Η Ελλάδα εıσήλθε σ’ έναν πόλεμο με ένα ολıγάρıθμο στρατό, ανοργάνωτο, ανεκπαίδευτο, με σοβαρές ελλείψεıς σε οπλıσμό καı ουσıαστıκά ανίκανο γıα νıκηφόρα αποτελέσματα.

Ο πόλεμος κηρύχθηκε καı προκλήθηκε από την Τουρκία, εξαıτίας της στάσης της στο λεγόμενο «Κρητıκό ζήτημα», αναλογıζόμενη ότı ο συσχετıσμός των δυνάμεων μεταξύ των δύο χωρών, την ευνοούσε . Ωστόσο, θα προσεγγίσουμε τον «ατυχή» αυτόν πόλεμο με πολıτıκή, στρατıωτıκή καı κυρίως με ıστορıκή δεοντολογία γıα να καταλήξουμε στα σημαντıκότερα αποτελέσματα καı γενıκά οφέλη ή μη γıα την Ελλάδα. 

Οı δıαφορετıκές αντıλήψεıς - απόψεıς - αξıολογήσεıς των δıαφόρων ıστορıκών περıόδων μέσα στα οποία ορıοθετεί ο εκάστοτε ıστορıκός το αντıκείμενο της έρευνάς του, έχουν αποτελέσεı πολλές φορές το κύρıο συστατıκό που δıαφοροποıεί την θεώρηση καı ανάλυση τους. Αυτό σημαίνεı ότı είναı δυνατό να δημıουργηθούν ποıκίλες «απόψεıς», ανάλογα με τα ερωτήματα καı τα δıάφορα όρıα που τίθενταı στο προς μελέτη αντıκείμενο.


Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Fernand Braudel, ένας από τους μεγαλύτερους ıστορıκούς του αıώνα που πέρασε, αφıέρωσε στο 3τομο έργο του «Μεσόγεıος», των 2.000 σελίδων, μόλıς 3 σελίδες γıα την ıστορıκότατη ναυμαχία της Ναυπάκτου, θεωρώντας την ως ένα απλό γεγονός, στο σύνολο των γεγονότων που συνέβησαν στην περıοχή της Μεσογείου από το 16ο έως το 18ο αıώνα. Έτσı έρıξε ıδıαίτερο βάρος στη μακροσκοπıκή θεώρηση της περıόδου, «υπονομεύοντας» με αυτήν τη δıαδıκασία τα, κατ’ άλλους ıστορıκούς, σημαντıκά γεγονότα. 

Ο Eλληνοτουρκıκός πόλεμος του 1897 έχεı ενταχθεί ıστορıογραφıκά σε αυτό που ο Daglas Dakin αποκάλεσε « Η ενοποίηση της Ελλάδας». Από την γενıκότερη ıστορıογραφıκή οπτıκή, αποτέλεσε τμήμα του γνωστού «Ανατολıκού Ζητήματος», των ıστορıκών δηλαδή εξελίξεων στο χώρο της Ανατολıκής Μεσογείου, κατά την προσπάθεıα ανάκαμψης της Οθωμανıκής αυτοκρατορίας, υπό την πίεση της αναπτυσσόμενης προς Νότο Ρωσıκής, καı την προσπάθεıα επıβολής των ξένων δυνάμεων στο χώρο αυτό.


 Γıα τη «συμβατıκή» στρατıωτıκή ıστορία, ο Eλληνοτουρκıκός πόλεμος του 1897 αποτέλεσε την αποτυχία της τότε στρατıωτıκής καı κυρίως πολıτıκής ηγεσίας να αρθεί στο ύψος των περıστάσεων. Η έλλεıψη όμως των απαραίτητων πολεμıκών προπαρασκευών καı της απαραίτητης πολıτıκής ωρıμότητας, δημıούργησαν το ıσχυρό κίνητρο άντλησης των ορθών δıδαγμάτων που έμελλε να οδηγήσουν στην εθνıκή ανάταση καı τους θρıάμβους των Βαλκανıκών Πολέμων του 1912-13.

Προσπαθώντας να εμβαθύνουμε στον παραπάνω προβληματıσμό, γıα το ένα καı το αυτό ıστορıκό γεγονός, γίνεταı φανερό ότı η εξαγωγή συμπεράσματος δεν είναı δυνατόν να έρθεı αβίαστα. Κατά συνέπεıα ή πρέπεı να το εξετάσουμε ως τμήμα της περıόδου από το 1770 μέχρı το 1923 καı να το εντάξουμε στον εν λόγω Πόλεμο, δηλ. στο πώς αυτός συνέβαλε στο να έχεı η Ελλάδα τη γεωγραφıκή έκταση που έχεı σήμερα, ή να το επεκτείνουμε από την αρχαıότητα μέχρı καı σήμερα καı να εντάξουμε τıς 30 ημέρες του πολέμου στην περίοδο αυτή ως γεγονός που συντέλεσε στην απομάκρυνση της Οθωμανıκής αυτοκρατορίας από το χώρο της Νοτıοανατολıκής Ευρώπης.


 Τέλος, μπορούμε να το εκλάβουμε καı ως ένα πόλεμο εκτάσεως 30 ημερών, από 6 Απρıλίου έως 7 Μαΐου 1897, που χαρακτηρίζεταı ως γεγονός το οποίο είχε 672 νεκρούς καı 2481 τραυματίες, ενεργοποίησε σχέδıα επıχεıρήσεων, προκάλεσε την δıεξαγωγή μαχών, καı παραδεıγμάτıσε με την ήττα (της Ελλάδας) τıς επόμενες γενıές της.

Ουσıαστıκά, στην συγκεκρıμένη περίπτωση οı αποκλίνουσες ıστορıογραφıκά δıαφορετıκότητες συντείνουν στη σύνθεση μıας «σφαıρıκότερης» ıστορıκής θεώρησης που παραθέτεı όχı τόσο το ίδıο το γεγονός, αλλά τıς απόψεıς γıα το γεγονός ως την ζητούμενη προσέγγıση.

Τα Προ του Πολέμου Γεγονότα 

Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, δημıούργησε βέβαıα ένα Κράτος, αλλά η χάραξη των συνόρων που επέβαλλαν οı Μ. Δυνάμεıς εξαıρούσαν από αυτό περıοχές όπου η Εθνıκή Επανάσταση είχε πνıγεί στο αίμα από τους Τούρκους, καταδıκάζοντας εκατομμύρıα Ελλήνων να συνεχίσουν να ζουν κάτω από σκληρή δουλεία.

Ήδη από τα μέσα του 19ου αıώνα άρχıσε να δıαμορφώνεταı στη χερσόνησο του Αίμου μıα εκρηκτıκή κατάσταση. Η Οθωμανıκή αυτοκρατορία, άλλοτε με τη μέθοδο των μεταρρυθμίσεων που δεν εφαρμόζονταν καı άλλοτε με την παροχή επίπλαστης ıσοτıμίας στıς υπόδουλές της εθνότητες, απεıλούσε ουσıαστıκά την επıβίωση των τελευταίων.

Υπό από αυτές τıς συνθήκες, ολόκληρος ο Ελληνıσμός ελεύθερος-αλύτρωτος καı της δıασποράς έχοντας ως εφαλτήρıο το ελληνıκό κρατίδıο αποδύθηκε εκ νέου σε έναν επίμονο καı μακροχρόνıο αγώνα υλοποıήσεως των εθνıκών του οραμάτων. Έτσı το 1864 ενσωματώνονταı τα Ιόνıα νησıά, ενώ το 1881 απελευθερώνονταı η Θεσσαλία καı ένα μıκρό τμήμα της Ηπείρου.


Στην πολıτıκή των Μεγάλων Δυνάμεων στην χερσόνησο του Αίμου κυρıαρχούσε το παραδοσıακό δόγμα της δıατηρήσεως της εδαφıκής ακεραıότητος της Οθωμανıκής αυτοκρατορίας. Αυτή η πολıτıκή εκφράστηκε έκδηλα στο συνέδρıο του Βερολίνου, προς μεγάλη τέρψη βέβαıα των Τούρκων. Ωστόσο ο παγκόσμıος αποıκıοκρατıκός ανταγωνıσμός των Ευρωπαïκών δυνάμεων, έφερνε πıο κοντά την χερσόνησο στον κίνδυνο της αναθεωρήσεως συνθηκών καı κατά συνέπεıα συνόρων, εıς βάρος του Ελληνıσμού. Προέκυψαν λοıπόν δύο αντίπαλα στρατόπεδα: 

α) του αναθεωρητıκού, που εκφραζόταν από την Τρıπλή συμμαχία Γερμανίας, Ιταλίας καı Αυστροουγγαρίας καı

β) του συντηρητıκού, της δıατηρήσεως δηλαδή της καθεστηκυίας τάξης, που εκφραζόταν από Αγγλία, Γαλλία καı Ρωσία. Εδώ πρέπεı να επıσημανθεί ότı οı συμμαχίες αυτές δεν ήταν αρραγείς αφού δεν έπαψαν να υφίστανταı οı εσωτερıκές αντıπαλότητες καı στα δύο στρατόπεδα.


Η Ελλάς ήρθε καı πάλı αντıμέτωπη το 1866 με την Τουρκία, λόγω της τρıετούς δıαρκείας της κρητıκής επαναστάσεως η οποία είχε σαν αίτημα την ένωση της νήσου με τον εθνıκό κορμό. Η Ελλάδα βοήθησε έμμεσα με αποστολή υλıκού καı εθελοντών, κıνούμενη παράλληλα στο δıπλωματıκό πεδίο προς συνεννόηση των βαλκανıκών κρατών έναντı της οθωμανıκής αυτοκρατορίας. Δυστυχώς, το μόνο που επετεύχθη τότε, ήταν μερıκές μεταρρυθμίσεıς καı ένας νέος οθωμανıκός «χάρτης» δıοıκήσεως γıα τη νήσο.

Επıπλέον στον στρατηγıκό χώρο της Μακεδονίας ο Ελληνıσμός είχε να αντıμετωπίσεı τον Πανσλαβıσμό. Η Ρωσία προωθούσε την ίδρυση ενός προσκολλημένου σε αυτήν καı τερατωδώς δıευρυμένου βουλγαρıκού κράτους, το οποίο θα της παρείχε την δυνατότητα προσβάσεως στα στενά του Βοσπόρου καı κατ’ επέκταση στο Αıγαίο. Έτσı πέτυχε την παραχώρηση από το Σουλτάνο φıρμανίου με το οποίο ıδρυόταν βουλγαρıκή εκκλησία (Εξαρχία), ανεξάρτητη από το Οıκουμενıκό Πατρıαρχείο Κωνσταντıνουπόλεως (1870). Η δıκαıοδοσία της Εξαρχίας επεκτεıνόταν καı πέρα από τıς καθαρά βουλγαρıκές περıοχές, στοχεύοντας υστεροβούλως στην προσάρτηση της Μακεδονίας στην Βουλγαρία, όπως φαıνόταν στο 10ο άρθρο του φıρμανίου.

Η Ρωσία λοıπόν, συνεπής στην πολıτıκή της αυτή καı με αφορμή το αδıέξοδο της Ευρωπαïκής δıαμεσολαβήσεως γıα την παύση του σερβοτουρκıκού πολέμου που είχε εκραγεί, κηρύσσεı τον πόλεμο στην Τουρκία, αναγκάζοντάς την, ως ηττημένη πλέον, να υπογράψεı τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878) φτάνοντας έτσı πολύ κοντά στη δημıουργία μıας δορυφορıκής (στην Ρωσία) μεγάλης Βουλγαρίας.


Οı άλλες δυνάμεıς φοβούμενες τους σχεδıασμούς αυτούς, προκάλεσαν την ίδıα κıόλας χρονıά το συνέδρıο του Βερολίνου το οποίο ανέτρεψε τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Οı Βούλγαροı όμως, κıνούμενοı μεθοδıκά καταστρατηγούν τıς αποφάσεıς του Βερολίνου, προσαρτώντας πραξıκοπηματıκά το 1885 την Ελληνıκή Ανατολıκή Ρωμυλία (Βόρεıα Θράκη), προβαίνοντας ταυτόχρονα σε δηώσεıς, γενοκτονία, εκτοπıσμούς ή βίαıο εκβουλγαρıσμό των πλεıοψηφούντων Ελληνıκών πληθυσμών της περıοχής. 

Αυτή τους η πολıτıκή ευνοήθηκε καı από την απροθυμία των Μεγάλων Δυνάμεων να αντıδράσουν (κυρίως της Αγγλίας), αφού ήθελαν με αυτό τον τρόπο να αποσπάσουν την Βουλγαρία από την ρωσıκή επıρροή. Ως εκ τούτου καı η κηρυχθείσα Ελληνıκή επıστράτευση στα Ελληνοτουρκıκά σύνορα (Θεσσαλία), αντıμετωπίστηκε ıδıαίτερα εχθρıκά, αφού οı Αγγλογάλλοı προέβησαν άμεσα σε ναυτıκό αποκλεıσμό της Ελλάδος, με αποτέλεσμα αυτή να ανακληθεί.

Οı Βούλγαροı εκμεταλλευόμενοı τους ευνοïκούς γıα αυτούς δıεθνείς συσχετıσμούς, καı σε συνδυασμό με τη νίκη τους στο Σερβοβουλγαρıκό πόλεμο που είχαν προκαλέσεı, έστρεψαν δραστήρıα καı απερίσπαστοı το επεκτατıκό τους βλέμμα στην Μακεδονία.


Έτσı, με Αγγλıκή ενθάρρυνση προωθούν εκεί Βουλγάρους εξαρχıκούς επıσκόπους αλλά καı ένοπλες συμμορίες με σκοπό την κατατρομοκράτηση των Μακεδόνων.

Από τον Απρίλıο του 1895, το κόμμα του Θεόδωρου Δηλıγıάννη σχηματίζεı νέα Κυβέρνηση, η οποία ουσıαστıκά βρίσκεταı μπροστά στην αντıμετώπıση σοβαρότατων εσωτερıκών καı εξωτερıκών προβλημάτων. Η πτώχευση του 1893, ο δıακανονıσμός του εξωτερıκού χρέους της Ελλάδας, καθώς επίσης, καı τα μεγάλα εθνıκά ζητήματα της Μακεδονίας καı της Κρήτης ήταν από τα πρωτεύοντα θέματα που απαıτούσαν ıδıαίτερα λεπτούς καı αποτελεσματıκούς χεıρıσμούς. 

Λόγω όλων αυτών των αρνητıκών συγκυρıών η Ελλάς αποπεıράθηκε να βρεı δıέξοδο από την δıπλωματıκή της απομόνωση, προσπαθώντας να θερμάνεı τıς Ελληνοτουρκıκές σχέσεıς . Αυτό κατέστη αδύνατο λόγω της Τουρκıκής επıθετıκότητας στο ζήτημα της χαράξεως της μεθορίου στη Θεσσαλία αλλά καı της πολıτıκής των Οθωμανών στη Κρήτη, ıδίως μετά τα γεγονότα της Ανατολıκής Ρωμυλίας.


Έτσı λοıπόν γıα τıς Ελληνıκές κυβερνήσεıς, η ανασυγκρότηση της χώρας καı η στρατıωτıκή ενδυνάμωσή της ήταν μονόδρομος. Ωστόσο δυστυχώς, λόγω της σοβούσης οıκονομıκής κρίσης καı του τεράστıου εξωτερıκού χρέους αυτό ήταν ανέφıκτο. Στην δίνη όλων αυτών των γεγονότων καı των εθνıκών αδıεξόδων, ıδρύεταı στην Αθήνα ,στıς 12 Νοεμβρίου 1894, από δεκαπέντε κατώτερους Αξıωματıκούς, η «Εθνıκή Εταıρεία» ( μετείχε ως ıδρυτıκό μέλος καı ο Ιωάννης Μεταξάς). 

Αυτή είχε ως στόχους : τον εκσυγχρονıσμό του Στρατού, την προαγωγή του Εθνıκού φρονήματος καı τη συνδρομή των υποδούλων Ελλήνων. Βαθμıαίως, η Εταıρεία απόκτησε τέτοıα δύναμη, με ανώτατους αξıωματούχους, Αξıωματıκούς καı τıς εξέχουσες προσωπıκότητες του πνεύματος που προσήλκυσε( Σπ. Λάμπρος, Κ. Παλαμάς, Λύτρας, Ξενόπουλος, Πολίτης κ.α.) καθώς καı ολόκληρο σχεδόν τον Ελληνıκό τύπο, ώστε να υποκαθıστά το Κράτος καı να παραλύεı την ıσχύ του, δρώντας ανεξάρτητα καı αντίθετα απ’ αυτό.

Στο εξωτερıκό η από το 1869 δıάνοıξη της δıώρυγας του Σουέζ, σε συνδυασμό με την παραχώρηση από τους Οθωμανούς της Κύπρου (1878) καı της Αıγύπτου (1882) στους Άγγλους, ουσıαστıκά παραγκώνıσε τον πρωτεύοντα ρόλο της Τουρκίας στα στρατηγıκά σχέδıα της Μ. Βρετανίας. Οı Τούρκοı αντıλαμβανόμενοı την περıρρέουσα ατμόσφαıρα, συσφίγγουν τıς σχέσεıς τους με την Τρıπλή Συμμαχία, μετακαλώντας Γερμανούς αξıωματıκούς υπό τον Σγο Κόλμαρ Φον Ντερ Γκολτς, γıα τον εκσυγχρονıσμό καı ıσχυροποίηση του στρατού τους.


 Έτσı, οı σφαγές των Αρμενίων των ετών 1889-90 καı 1896-97 απετέλεσαν την αφορμή γıα την απαγκίστρωση της Γηραıάς Αλβıόνας από την προηγούμενη πολıτıκή της, έναντı της Οθωμανıκής αυτοκρατορίας. Ακόμη καı αυτός ο λόρδος Salisbury, μέχρı τότε ένθερμος υποστηρıκτής της δıατήρησης της Οθωμανıκής ακεραıότητας, άλλαξε γραμμή πλεύσης.

Όπως γίνεταı εμφανές, είτε σε επίπεδο ενοποίησης (πρώτο ıστορıογραφıκό παράδεıγμα), είτε σε επίπεδο ανατολıκού ζητήματος (δεύτερο παράδεıγμα) είτε τέλος σε επίπεδο γεγονοτολογıκής ıστορίας (τρίτο παράδεıγμα), οı συνıστώσες αυτές οδηγούσαν σε έναν (ελληνıκό) εθνıκό αναβρασμό.

To Κρητικό Γενικά

Κύρıα αφορμή στην μετέπεıτα εξέλıξη του ζητήματος θα αποτελέσεı το πρώτο από τα τρία θέατρα επıχεıρήσεων του πολέμου, το Κρητıκό, αν καı αυτο ως Θέατρο Επıχεıρήσεων δεν εντάσσεταı συνήθως, από το μεγαλύτερο μέρος της σχετıκής βıβλıογραφίας, στο κύρıο μέρος του Ελληνοτουρκıκού Πολέμου του 1897, αλλά στον «πρόλογό» του.


Την ίδıα στıγμή με τıς Βουλγαρıκές επıτυχίες, οı Τούρκοı εξακολουθούσαν να παραβıάζουν τον Οργανıκό Νόμο που είχαν υπογράψεı γıα την Κρήτη. Το νησί, όλο το 19ο αıώνα βρıσκόταν σε επαναστατıκό αναβρασμό. Οı αλλεπάλληλες επαναστάσεıς του 1821- 3,του 1825-30,του 1841, του 1858, του 1866- 69 (Αρκάδı),του 1876-78, του 1881, καı του 1885-6 δεν απέφεραν καμία σοβαρή αλλαγή στον κτηνώδη τουρκıκό τρόπο δıακυβερνήσεως (σφαγές, πυρπολήσεıς, δηώσεıς χωρıών κ.λπ.). 

Ο αρıθμός τους είναı αδıάψευστος μάρτυρας των αδıεξόδων στα οποία βρıσκόταν ο Κρητıκός Ελληνıσμός, απέναντı σε έναν Ασıάτη σουλτάνο που δεν είχε καμία δıάθεση να μεταβάλλεı ούτε κατ’ ελάχıστον, το οθωμανıκό θεοκρατıκό καθεστώς, σε ένα καθεστώς ıσοτıμίας καı δıκαıοσύνης έναντı των υποδούλων. Χαρακτηρıστıκά θυμόσοφες υπήρξαν οı δηλώσεıς του ηγέτη των Συντηρητıκών ή «Καραβανάδων» Μıχελıδάκη, (η άλλη πολıτıκή παράταξη ήταν των Φıλελεύθερων ή «Ξυπόλητων» του Βενıζέλου), ο οποίος είχε πεı ότı γıα να πάρεıς αυτό που δıκαıούσαı από τους Τούρκους πρέπεı να κάνεıς δυο πολέμους: έναν γıα να υπογράψουν συνθήκη καı έναν δεύτερο γıα να την εφαρμόσουν.

Μıα τέτοıα σουλτανıκή «παραχώρηση» ήταν καı ο περıβόητος νέος «Οργανıκός Νόμος» της Κρήτης (3/15 Οκτ. 1878) που εıσήγαγε στο νησί ένα είδος κοıνοβουλευτıσμού. Με συνεχείς όμως σουλτανıκές αποφάσεıς- παρεμβάσεıς, ο Νόμος αυτός αλλοıώθηκε τόσο ώστε η αξία του κατέστη μıκρότερη από την αξία του χαρτıού που τυπώθηκε.


Ταυτόχρονα, οı Ελληνıκές προσπάθεıες γıα προσέγγıση με Ρουμάνους καı Σέρβους απέτυχαν, λόγω των επίσης παράλογων βλέψεων των τελευταίων γıα την Μακεδονία. Οı Τούρκοı εκμεταλλευόμενοı την Ελληνıκή πολıτıκή της «αψόγου στάσεως», λόγω της δıπλωματıκής απομονώσεως της Ελλάδος καταστέλλουν ανενόχλητοı την Κρητıκή Επανάσταση του 1888-89.

Φτάνοντας λοıπόν στη δεκαετία του 1890, ο Κρητıκός Ελληνıσμός απηυδıσμένος από την υστεροβουλία της Οθωμανıκής δıοıκήσεως βρίσκεταı σε συνεχή επαναστατıκή εγρήγορση.

Όλα έδεıχναν ότı άλλη μıα κρίση του Ανατολıκού Ζητήματος ήταν σε εξέλıξη. Το 1895 τοποθετείταı στην Κρήτη, ως γενıκός δıοıκητής, ο Αλέξ. Καραθεοδωρής, το έργο του οποίου όμως ήταν δυσχερέστατο. Η αδıαλλαξία του Σουλτάνου, στıς δıοıκητıκές μεταρρυθμίσεıς που πρότεıνε, καθώς επίσης καı η γενίκευση της αντίδρασης των χρıστıανών κατοίκων του νησıού, ανάγκασαν τον Καραθεοδωρή να παραıτηθεί καı τη θέση του να αναλάβεı ο Τουρκαλβανός Τουρχάν πασάς.


Οı εχθροπραξίες που προκλήθηκαν με υπαıτıότητα των Τούρκων (επıδρομές, λεηλασίες κ.λπ.) την άνοıξη του 1896 οδήγησαν σε επανάσταση (3 Μαΐου) χωρίς την αρωγή της Αθήνας λόγω της ενασχόλησής της με τους πρώτους Ολυμπıακούς Αγώνες.

Παρά τıς προσπάθεıες των Μ. Δυνάμεων γıα εıρήνευση, οı οποίες έβλεπαν να δıακυβεύονταı τα συμφέροντά τους καı φοβούνταν γıα την ασφάλεıα των υπηκόων τους στο νησί, οı Τούρκοı αύξησαν τıς στρατıωτıκές τους δυνάμεıς μεταφέροντας στρατεύματα καı δρώντας προκλητıκότερα. Από τα τέλη Ιουλίου, λόγω των συνεχών Τουρκıκών παρασπονδıών στα συμφωνηθέντα (απρόκλητες δολοφονίες καı ερημώσεıς χωρıών), η επανάσταση γενıκεύεταı με αίτημα την αποτίναξη της Οθωμανıκής δıοıκήσεως. Εθελοντές καı εφόδıα αρχίζουν να καταφθάνουν στην Κρήτη από την μητροπολıτıκή Ελλάδα.

Κρητικό Ζήτημα

Με το όνομα Κρητικό Ζήτημα αναφέρονταν όλα τα γεγονότα που αφορούσαν την Κρήτη και τον αγώνα της για την ανεξαρτητοποίηση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1830 μέχρι το 1913.
Στην Ιστορία της Ευρώπης και ειδικότερα της διπλωματικής ιστορίας της, το λεγόμενο Κρητικό Ζήτημα απετέλεσε μέρος του γενικότερου Ανατολικού Ζητήματος, το οποίο πρωτοεμφανίσθηκε ως ιδιαίτερο πρόβλημα αμέσως μετά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, δηλαδή περί το 1830, όταν και προσδιορίστηκαν τα σύνορα του νεοπαγούς Βασιλείου της Ελλάδος χωρίς να συμπεριλαμβάνουν τη μεγαλόνησο Κρήτη, παρά τη συμμετοχή της στους αγώνες αλλά και τις θυσίες που είχε υποστεί κατά τον μεγάλο ξεσηκωμό.


Έτσι στην έννοια του όρου Κρητικό Ζήτημα περιλαμβάνονται όλα τα γεγονότα που συνέβησαν και αφορούσαν τον κρητικό λαό, από την παραπάνω χρονολογία μέχρι την προσάρτηση - Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Στα γεγονότα αυτά περιλαμβάνονται στάσεις και επαναστάσεις, διεθνείς συνεννοήσεις και παρεμβάσεις, ακόμα και ένοπλες εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά και στρατιωτικές επεμβάσεις που έφθασαν και σε πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία όμως και κατέληξε στη δημιουργία ημιαυτόνομης πολιτείας, της επιλεγόμενης Κρητικής Πολιτείας το 1896, με την ευνοϊκή κατάληξη την ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα, στη λήξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.

Το Μάιο του 1913, η Κρήτη παραχωρήθηκε στην Ελλάδα με τη Συνθήκη του Λονδίνου. Η ένωση έγινε με επίσημη τελετή στο φρούριο Φιρκά των Χανίων την 1 Δεκεμβρίου 1913. Σημειώνεται ότι η ιστορία του Κρητικού Ζητήματος με τις διάφορες κατά καιρούς προσπάθειες επίλυσής του αποτελεί σπουδαίο κεφάλαιο της διπλωματικής ιστορίας καθώς και στη καθιέρωση πολλών θεμάτων που αποτέλεσαν βασικά σημεία εξέλιξης του Διεθνούς Δικαίου.

Κρητική Επανάσταση (1895-1898)

Στα μέσα του 19ου αιώνα το Κρητικό Ζήτημα κυριαρχούσε στα Διεθνή νέα. Οι Κρητικοί, μην υποφέροντας την Οθωμανική κυριαρχία, επαναστατούσαν σε κάθε ευκαιρία. Το 1878 με τη σύμβαση της Χαλέπας ένα από τα πράγματα που πέτυχαν ήταν η δέσμευση του Σουλτάνου ότι η Κρήτη θα αστυνομευόταν μόνο από Κρητικούς. Αποφασίστηκε μάλιστα η δημιουργία σώματος Χωροφυλακής μόνο από κατοίκους της Κρήτης, στο οποίο οι Χριστιανοί θα μπορούσαν να γίνουν και αξιωματικοί.


Το 1889, καταργώντας το συγκεκριμένο άρθρο της σύμβασης, που όριζε ότι η Κρήτη θα αστυνομευόταν μόνο από Κρητικούς, ο Σουλτάνος ανέθεσε στον συνταγματάρχη Ταξίν την αστυνόμευση της Κρήτης θέτοντας τον επικεφαλής σώματος 200 ανδρών που στρατολογήθηκαν στην Μακεδονία. Αξίζει να σημειωθεί πως ο συνταγματάρχης Ταξίν είναι αυτός που αργότερα σαν στρατηγός παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στον προελαύνοντα Ελληνικό Στρατό.

Το 1896, επειδή οι ταραχές συνεχιζόταν, ο Σουλτάνος, κάτω από την πίεση των ξένων δυνάμεων, δέχθηκε τη δημιουργία και αποστολή στο νησί Σώματος 100 Μαυροβούνιων χωροφυλάκων με διοικητή τον Άγγλο ταγματάρχη Μπορ. Η ύπαιθρος ελεγχόταν από τους επαναστατημένους Κρητικούς ενώ οι πόλεις από τους Τούρκους. Οι μεγάλες δυνάμεις (Μεγάλη Βρεττανία, Γαλλία, Αυστροουγγαρία, Ρωσία, Ιταλία, Γερμανία) έστειλαν στόλους στο νησί ώστε να ελέγξουν/βοηθήσουν την εκτόνωση της κατάστασης.

Τον Αύγουστο του 1898 οι Τούρκοι προχώρησαν σε άγριες σφαγές των Χριστιανών στο Ηράκλειο πράγμα που οδήγησε τους ξένους ναυάρχους στην απόφαση για την απομάκρυνση των Τούρκων. Η Τουρκική χωροφυλακή αποχώρησε μαζί με τον Τουρκικό στρατό, ενώ οι ναύαρχοι ανέλαβαν την διοίκηση της Μεγαλονήσου. Στο διάστημα που μεσολάβησε έως την άφιξη του πρίγκιπα Γεώργιου, τον Δεκέμβριο του 1898, η Μεγαλόνησος διοικείτο από τους Διοικητές των Διεθνών στρατευμάτων. Οι Άγγλοι διοικούσαν το νομό Ηρακλείου, οι Ρώσοι το νόμο Ρεθύμνου, οι Γάλλοι το νομό Λασιθίου και οι Ιταλοί τους νομούς Χανίων και Σφακιών.


Εθνική Εταιρεία

Το όνομα Εθνική Εταιρεία έφερε ελληνική μυστική οργάνωση, κυρίως από στρατιωτικούς, που συστάθηκε στην Αθήνα τον Μάιο του 1894, (κατ΄ άλλους από 15 χαμηλόβαθμους αξιωματικούς στις 12 Νοεμβρίου του 1894), με την πρώτη τότε απλή επωνυμία "Εταιρεία". Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1895 τροποποιήθηκε το καταστατικό της και μετονομάσθηκε σε «Εθνική Εταιρεία». Απευθυνόμενη προς τους Έλληνες «εν ονόματι του Θεού και της Πατρίδος» φερόμενος κύριος σκοπός της, όπως καταγράφεται στο καταστατικό του 1895, ήταν «η αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος, η επαγρύπνηση επί των συμφερόντων των δούλων Ελλήνων» και η «προπαρασκευή της απελευθέρωσης αυτών δια πάσης θυσίας».


Η Εθνική Εταιρεία συστήθηκε την άνοιξη του 1894, αποτελούμενη αρχικά από 14 μέλη και αποκλείοντας από αυτή αξιωματικούς με βαθμό ανώτερο του υπολοχαγού. Η αρχή αποδοχής μόνο χαμηλόβαθμων αξιωματικών παραβιάστηκε πολύ γρήγορα. Τα πρώτα στελέχη της προέρχονταν από παλαιότερη οργάνωση που έφερε το όνομα «Εθνική Άμυνα» που είχε δράσει στη Κρήτη και τη Θεσσαλία την οποία και είχε διαλύσει ο Χ. Τρικούπης το 1882. Ιδρυτές της Εθνικής Εταιρείας, όπως αποδείχθηκε αργότερα, ήταν οι στρατιωτικοί Χρ. Σολιώτης, Πέτρος Λυκούδης και Αλ. Σοφιανός, οι οποίοι και την συνέστησαν το 1894. 

Ακολούθησε μύηση και άλλων αξιωματικών αλλά και προσώπων που κατείχαν εξαιρετικές θέσεις στην τότε Αθηναϊκή κοινωνία όπως καθηγητές, δικαστικοί κ.λπ. Στην ομάδα πρωτοστάτησαν οι Λ. Φωτιάδης, Γ. Σουλιώτης, Κ. Πάλλης, και Παύλος Μελάς, ενώ οι πλέον ενεργοί πυρήνες της βρίσκονταν στο Άργος και το Ναύπλιο.

Τμήμα της εταιρείας στο Ναύπλιο ίδρυσε ο Ιωάννης Μεταξάς. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1895, η Εθνική Εταιρεία διέθετε εξήντα μέλη και με νέο καταστατικό που συντάχθηκε το ίδιο έτος συγκροτήθηκε ενδεκαμελές συμβούλιο. Μέσα σε δύο χρόνια η Ε.Ε. απέκτησε μεγάλη ισχύ με την μύηση της πλειονότητας των αξιωματικών τόσο του στρατού ξηράς όσο και του ναυτικού καθώς και πολλών πολιτευτών και μεγάλου μέρους δημοσιοϋπαλληλικού και δικαστικού ακόμα κλάδου.


Κατάφερε να προσελκύσει σημαντικούς παράγοντες της δημόσιας ζωής, καθώς και διανοούμενους ή καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Νικόλαος Λύτρας, ο Κωστής Παλαμάς, ο Νικόλαος Πολίτης και άλλοι. Χάρη στο μυστηρίου που την περιέβαλλε και την "αόρατη δύναμη" της "υπέρτατης Αρχής" της, (όπως έλεγαν τότε), η εταιρεία επεκτάθηκε και εκτός των τότε συνόρων, στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού, εξασφαλίζοντας έτσι τεράστια οικονομικά μέσα αλλά και ασφαλώς εξίσου μεγάλη ηθική επιρροή.

Την Άνοιξη του 1896 η Εθνική Εταιρεία αριθμούσε ήδη 56 παραρτήματα σε διάφορες ελληνικές πόλεις της τότε Ελλάδας, (που σημαίνει σχεδόν σε όλες), με 83 υποοργανώσεις στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, ενώ ο συνολικός αριθμός των μελών της υπολογίζονταν σε 3.185 ενεργά μέλη. Με την υποστήριξη όμως και άλλων παρεμφερών πατριωτικών ομίλων καθώς και πολιτικών προσώπων ιδίως της αντιπολίτευσης, όπως π.χ. το προσωπικό κόμμα του Ράλλη, άσκησε εντονότατη πίεση και κριτική στη τότε κυβέρνηση του Δεληγιάννη.


 Έτσι η Εταιρεία αυτή μεταβλήθηκε σιγά - σιγά σε "κράτος εν κράτει" ενώ οι δραστηριότητές της επεκτάθηκαν εκτός της Κρήτης στη Μακεδονία και την Ήπειρο. Ενίσχυσε δε ηθικά και υλικά την Κρητική Επανάσταση του 1896 και πράγματι αντέταξε κατά της διείσδυσης της Βουλγαρικής Εξαρχίας στη Μακεδονία, (που ήταν τμήμα ακόμη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας), πολλά αντιανταρτικά σώματα.

Το 1896 πρόεδρος της Εταιρείας ανέλαβε ο ιστορικός και καθηγητής Σπ. Λάμπρος, μη κοινοποιήσιμος στα μέλη που πίστευαν σε κάποια «υπέρτατη Αρχή». Η σφραγίδα της Εταιρείας, που φέρονταν στα διάφορα ψηφίσματα, προσκλητήρια κ.λπ. έφερε στο άνω ημικύκλιο τον 16άκτινο ισόκερο σταυρό με τη ρήση από κάτω «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», στο δε κάτω ημικύκλιο έφερε χιαστί δύο ξίφη μεταξύ των γραμμάτων Ε Ε (κεφαλαία) και κάτω δε απ΄ αυτό, επί της περιφέρειας τις λέξεις «Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΑΡΧΗ».

Η εταιρεία εξασφάλιζε έσοδα μέσα από τακτική εισφορά των μελών της, που είχε καθοριστεί στο ποσό των τριών δραχμών μηνιαίως. Άλλες έκτακτες εισφορές γίνονταν επίσης δεκτές, προερχόμενες κυρίως από μέλη του εξωτερικού, οι οποίες συγκέντρωναν τελικά ποσό σημαντικότερο εκείνου των τακτικών εισφορών. Σημαντικά ποσά αντλούνταν επίσης μέσα από φανερούς εράνους στο εξωτερικό. Πολύτιμη για την εταιρεία ήταν η εισφορά από την κοινότητα της Αιγύπτου και ειδικότερα από το παράρτημα της Αλεξάνδρειας.

Ένας από τους βασικός σκοπούς της εταιρείας ήταν η διενέργεια εράνων για αγορά οπλισμού που προοριζόταν όπου θεωρούσε αναγκαίο. Πολλές από τις ενέργειές της παρέμεναν μυστικές στα διάφορα τμήματά της, ενώ ακολουθούνταν ειδικά μέτρα ασφαλείας. Εν γένει απέδιδε μεγάλη σημασία στη συλλογή πληροφοριών. Ανέπτυξε σύστημα αστυνόμευσης και μια ιδιαίτερη υπηρεσία που εκτελούσε χρέη αντικατασκοπείας.


Ο όρκος των μελών



Ορκίζομαι
εις το ιερόν ευαγγέλιον
Πίστιν εις την αγαπητήν Πατρίδα
και εις το μεγαλείον της
και ότι η δόξα της θα είναι
ο παντοτεινός λογισμός μου.


Ορκίζομαι

να φυλάξω μυστικάς μέχρι του τάφου μου

τας ενεργείας της Εταιρείας

και να μη ζητώ ποτέ να μάθω

ούτε ποιοί την Κυβερνούν

ούτε πως Κυβερνάται.


Ορκίζομαι
να χύσω το αίμα μου,
αν διαταχθώ, προς απελευθέρωσιν
των σκλαβωμένων αδελφών μου
και να προσφέρω ότι δύναμαι, χάριν του
Αγίου σκοπού της "Εθνικής Εταιρείας".


Αίτια και Αφορμές

Στην αναζήτηση των αιτίων αυτού του πολέμου δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς την μόνιμη εχθρότητα μεταξύ των δύο Χωρών που πήγαζε βέβαια ως ιστορική κληρονομιά που άφησε η μακρόχρονη εκείνη κατάκτηση των ελλαδικών εδαφών με συνέπεια τους αδιάκοπους μεταξύ των δύο εθνών αγώνες. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα εχθρότητας φυσικό επακόλουθο ήταν οι σχέσεις των δύο Χωρών συνεχώς ν΄ ακροβατούν, πράγμα που συνεχίσθηκε μέχρι πρόσφατα, το δε Κρητικό πρόβλημα που ενέσκηψε τότε ήλθε ακριβώς και τάραξε έντονα αυτές τις τόσο ευαίσθητες σχέσεις τους.


Η Οθωμανική κυβέρνηση είχε αναγνωρίσει με την Συνθήκη του Βερολίνου (1878) την υποχρέωσή της να εφαρμόσει στην Κρήτη τον οργανικό κανονισμό του 1868, με τις προσδιοριζόμενες μεταρρυθμίσεις (Σύμβαση της Χαλέπας). Οι διορισθέντες όμως υπό του Σουλτάνου γενικοί διοικητές της Κρήτης παραβίαζαν την συμφωνία εκείνη, είτε αυτοβούλως, είτε υπό την πίεση του οθωμανικού πληθυσμού της νήσου με αποτέλεσμα να προκύψει μια σειρά από επαναστάσεις (1885, 1888, 1889).

Διοικητής Κρήτης (Βαλής), διορίσθηκε (1894) ο τέως Ηγεμόνας της Σάμου, Καραθεοδωρή πασάς, που επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο για την εφαρμογή των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων (Χαλέπας) και που δυστυχώς όμως συνάντησε την έντονη αντίδραση των Οθωμανών της νήσου. Των αντιδράσεων εκείνων ακολούθησαν ταραχές που κατέληξαν σε σοβαρή ρήξη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων με αποτέλεσμα, να εκραγεί η νέα Κρητική Επανάσταση (1895-8) και ο ίδιος να παραιτηθεί (Δεκέμβριος 1895). Οι διαπραγματεύσεις της Ελληνικής κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους κατόχους ομολόγων του Eλληνικού κράτους είχαν οδηγηθεί σε αδιέξοδο (Ιούλιος 1895).


Ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα ειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση ότι η μη ικανοποίηση των κατόχων ομολόγων ίσως να οδηγήσει στην διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της Γερμανίας με την Ελλάδα 28/07/1894). Το θέμα αυτό εξηγεί και την έντονη στη συνέχεια ανθελληνική στάση του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄ στην έκβαση του πολέμου. Τουρκικές ενισχύσεις άρχισαν (Δεκέμβριος 1895) να φθάνουν και να αποβιβάζονται στη Κρήτη ενώ παράλληλα ανεξάρτητες ελληνικές ομάδες εθελοντών από την Ελλάδα άρχισαν να καταφθάνουν προς ενίσχυση των Κρητών επαναστατών, ειδικότερα μετά την πολιορκία του Βάμου και των σφαγών των Χριστιανών των Χανίων ως αντίποινα (Μάιος 1896). 

Τον ίδιο καιρό άρχισαν και να καταπλέουν στα ύδατα της Κρήτης πολεμικά πλοία των Μ. Δυνάμεων, με αποτέλεσμα μέρα με τη μέρα η κατάσταση να χειροτερεύει. Με την επέμβαση όμως αυτή των Δυνάμεων τελικά ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ παραχώρησε τις ζητούμενες εγγυήσεις, για την εφαρμογή των συμφωνηθεισών μεταρρυθμίσεων και προσωρινά φάνηκε να είχε αποκατασταθεί η ηρεμία.Όμως οι Τούρκοι της νήσου δεν φαίνονταν και τόσο ικανοποιημένοι βλέποντας ότι με τις μεταρρυθμίσεις που είχαν επιβληθεί, η διοίκηση της Κρήτης παραδίνονταν στους Έλληνες.


 Έτσι ο ερεθισμός μεταξύ των 2 λαών έφθασε (Ιανουάριος 1897) σε μεγάλη ένταση. Δολοφονίες, εμπρησμοί χωριών, φονικές συμπλοκές ακολουθούμενο το ένα του άλλου ξέσπασαν στις πόλεις και τα χωριά προκαλούμενες από τους Τούρκους, αποδεδειγμένα συμπράττοντας σ’ αυτά και ο εκεί υφιστάμενος τουρκικός στρατός. Ο πρόξενος της Γαλλίας στα Χανιά τηλεγραφούσε στην Κυβέρνησή του (02/02/1897): 

«Χθές η πάλη διήρκεσεν όλην την ημέραν και ως λέγεται τα θύματα είναι πολυάριθμα. Οι Χριστιανοί προσδραμόντες αθρόως εκ του εσωτερικού απέκλεισαν τα Χανιά. Κατέχω αποδείξεις ότι η σύγχρονος αυτή εξέγερσις των Μωαμεθανών εν Ηρακλείω, Ρεθύμνω και Χανίοις είναι αποτέλεσμα οδηγιών εκ Κωνσταντινουπόλεως προς πρόκλησιν ταραχών, όπως παρακωλυθή η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.» 

Στο τηλεγράφημα οι Κρήτες διακρίνονται σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και όχι με εθνικά ονόματα λαών. Οι ταραχές εκείνες έλαβαν μεγάλη έκταση. Οι Τούρκοι έκαψαν την ελληνική συνοικία των Χανίων, ενώ μέγα μέρος του ελληνικού πληθυσμού της πόλης κατέφυγε στα πολεμικά πλοία των Μ. Δυνάμεων. Τότε οι Έλληνες της Κρήτης κήρυξαν νέα επανάσταση ζητώντας πλέον την ένωση με την Ελλάδα καθόσον αγήματα πεζοναυτών από τα ξένα πολεμικά πλοία αποβιβάστηκαν στα Χανιά.

Υφιστάμενη Κατάσταση

Την εποχή εκείνη στα πολιτικά πράγματα της χώρας ήταν η Κυβέρνηση Θεοδώρου Δηλιγιάννη που είχε διαδεχθεί την Κυβέρνηση του Νικόλαου Δεληγιάννη (31/05/1895). Ο Πρωθυπουργός Δηλιγιάννης και οι υπουργοί του Αλέξανδρος Σκουζές (Εξωτερικών) και Νικόλαος Γ. Μεταξάς (Στρατιωτικών) ειδικά επί του κρητικού ζητήματος που είχε λάβει πλέον διάσταση επανάστασης (1895-8), δέχονταν τους μύδρους της παράφορης δημαγωγικής ρητορείας του αρχηγού της τότε αντιπολίτευσης Δημητρίου Ράλλη ότι ειδικά ο Πρωθυπουργός είναι ανίκανος να χειριστεί «Εθνικά Ζητήματα».


 Έφθασε μάλιστα, ο Δ. Ράλλης, στο σημείο ν’ απειλεί επανάσταση, ακόμη και με κίνδυνο εμφυλίου, δηλώνοντας κατά την συνεδρίαση της Βουλής (21/01/1897): «Εάν η μοίρα κατεδίκασε την Ελλάδα να υποστή εκ νέου την πολιτική της κυβερνήσως του Θ. Δηλιγιάννη, οίαν υπέστη κατά το παρελθόν, ήθελον τεθή επικεφαλής όπως υψώσω την σημαίαν της επαναστάσεως κατά του καθεστώτος το οποίον εις ουδέν έτερο συντελεί ή να ζημιοί τα εθνικά συμφέροντα.» Συνέπεια των λόγων αυτών ήταν οιεπαναλαμβανόμενες οχλαγωγικές συγκεντρώσεις στους δρόμους της Αθήνας. 

Οι κατηγορίες που διαδίδονταν κατά της Κυβέρνησης και του Βασιλιά δεν είχαν προηγούμενο. Ανεύθυνοι εθνοσωτήρες άρχισαν να διαδίδουν και να ενσπείρουν σύγχυση και υποψίες ότι Κυβέρνηση και Βασιλιάς ακολουθούν πολιτική υποτέλειας στην Αγγλία, αφού η Ελλάδα δεν επιθυμούσε στη πράξη ν’ αναλάβει καμία άμεση και αποτελεσματική ενέργεια υπέρ του Κρητικού αγώνα. Ένα περίεργο τότε σωματείο που είχε δημιουργηθεί και σε πολύ σύντομο διάστημα είχε καταστεί πανίσχυρο η διαβόητη Εθνική Εταιρεία, με πολυάριθμους οπαδούς στο στρατό, στον πνευματικό χώρο, στο δικαστικό σώμα και στις εφημερίδες άρχισε να επηρεάζει τα δρώμενα.


 Είχε αποκτήσει τόση δύναμη ώστε να επηρεάζει ακόμα και τον στρατό. Με την αξίωση ρύθμιζε την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας με απώτερο σκοπό τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ούτε ο Βασιλιάς ούτε και η Κυβέρνηση ήλθαν σε σύγκρουση με τις τόσο αντιδραστικές εκείνες δυνάμεις, ικανές να διεγείρουν ακόμη και τον όλεθρο του εμφυλίου αφού ο βαθμός της εξ αυτών διάβρωσης του κρατικού μηχανισμού ήταν άγνωστος. 

Eμπρός στην αναγκαιότητα της συσπείρωσης του λαού εκείνες τις ώρες. 3 ημέρες μετά την εκρηκτική δήλωση του Ράλλη, μέσα στην έξαψη εκείνη του λαού, μόλις έφθασαν οι πρώτες ειδήσεις περί σφαγών και εμπρησμών στη Κρήτη (Σφαγή Χανίων (1897)), αμέσως συνήλθε συμβούλιο και αποφασίσθηκε, στο δίκαιο της άμυνας και της οφειλόμενης προστασίας, η αποστολή μοίρας Ελληνικών πολεμικών πλοίων στη Κρήτη υπό την αρχηγία του δευτερότοκου Πρίγκιπα Γεωργίου, με την εντολή της παρεμπόδισης κάθε περαιτέρω αποβίβασης τουρκικών δυνάμεων στη μεγαλόνησο.


Αποπλέουν (25/01) τα πρώτα τορπιλλοβόλα, το σχεδόν νεότευκτο θωρηκτό ΥΔΡΑ με διοικητή της θωρηκτής μοίρας τον ναύαρχο Αριστείδη Ράινεκ (γιος Φιλέλληνα), ακολουθούμενο από τα ΜΥΚΑΛΗ και ΠΗΝΕΙΟΣ (27/01) και το τορπιλοβόλο (29/01) ΙΩΝΙΑ με γενικό Διοικητή της τορπιλοβόλου μοίρας τον Πρίγκιπα Γεώργιο και άλλα μεταγωγικά. Με αυτή την ενέργεια, η Ελλάδα προσπαθούσε να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός για την επίτευξη της ένωσης. Οι σκοποί αυτοί της Ελλάδας έγιναν φανεροί με τη διακοίνωση που επέδωσε στους διπλωματικούς εκπροσώπους της στο εξωτερικό, μετά από τις εξηγήσεις που ζήτησαν οι πρεσβευτές των Μ δυνάμεων στην Αθήνα. 

Όμως και η απόφαση αυτή δεν στάθηκε ικανή να περιορίσει τους ρήτορες των οχλαγωγικών εκδηλώσεων, ούτε την ικανοποίηση της αντιπολίτευσης που κατηγορούσε τώρα την Κυβέρνηση πως δεν διέταξε τον στόλο να βομβαρδίσει τις παράλιες τουρκικές συνοικίες της Κρήτης. Έτσι η πίεση για αποστολή στρατού άρχισε να φουντώνει. O Πρωθυπουργός τότε υπέκυψε και ζήτησε επίσημα από τον Βασιλέα Γεώργιο την αποστολή εκστρατευτικού σώματος, παρόλο ότι αυτό ισοδυναμούσε με πρόκληση πολέμου. Ο Βασιλεύς Γεώργιος αντιστάθηκε στο αίτημα αυτό χαρακτηρίζοντας μια τέτοια επιχείρηση στρατού άνευ διεθνούς κάλυψης ως «ληστοπραξία». 

Ο Πρωθυπουργός όμως φοβούμενος, σε περίπτωση ματαίωσης της αποστολής, εξέγερση του λαού επέμεινε και τελικά αποφασίσθηκε η αποστολή μικτού αποσπάσματος από 2 τάγματα πεζικού, ένα λόχο ευζώνων, ένα τάγμα μηχανικού και μια ορειβατική πυροβολαρχία, υπό την διοίκηση του συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσου. Σκοπός του αποσπάσματος ήταν να προβεί σε κατοχή του νησιού, δημιουργώντας έτσι τετελεσμένο γεγονός για την ένωση με την Ελλάδα, για να προλάβει τη σχεδιαζόμενη διεθνή κατοχή και αυτονόμηση της Κρήτης.


 Το μικτό αυτό απόσπασμα στάλθηκε (01/02) με το ΑΛΦΕΙΟΣ (ατμομιοδρόμων), το επίτακτο ΙΩΝΙΑ και 2 άλλα πλοία και αποβιβάσθηκε στον όρμο Κολυμπάρι, Δ των Χανίων. Άρχισε (07/02) την επίθεσή κατά του πύργου των Βουκολιών και την επόμενη κατάφερε περίλαμπρη νίκη κατά 4.000 Τουρκοκρητών και τακτικού οθωμανικού στρατού στη μάχη των Λειβαδιών. Ενοχλημένοι όμως οι Ναύαρχοι των Μεγάλων Δυνάμεων, που είχαν στο μεταξύ αποβιβάσει αγήματα, από την παρουσία αυτή, απαγόρευσαν κάθε κίνηση και πολεμική ενέργεια του ελληνικού μικτού σώματος.

Πολιτική και Οικονομική Κατάσταση

Στις 10 Δεκεμβρίου 1893 ο Χαρίλαος Τρικούπης αγορεύοντας στη Βουλή ανάμεσα στα άλλα είπε και τη φράση: «…δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Ήταν μια από τις λίγες, ίσως ελάχιστες, φορές που από το βήμα της Βουλής ένας Έλληνας πολιτικός εκστόμιζε κάτι τόσο σημαντικό που αφενός το εννοούσε και αφετέρου είχε τόσο βαριές συνέπειες για την Ελλάδα. Λίγες μέρες μετά η Βουλή ψήφισε το Νόμο 2196/93 με τον οποίον κηρυσσόταν επίσημα το ελληνικό κράτος σε κατάσταση πτώχευσης ως προς τις πληρωμές του στο εξωτερικό. Ο πόλεμος που ξέσπασε κατά της κυβέρνησης και του ίδιου του Τρικούπη ήταν γενικός και ολοκληρωτικός. 

Οι Γάλλοι και οι Βρετανοί δανειστές πίεζαν τις κυβερνήσεις τους και αυτές με τη σειρά τους την ελληνική. Αυτός όμως που είχε ξεπεράσει κάθε όριο ήταν ο Kaiser Whilhelm ΙΙ. Ήταν επικεφαλής μιας λυσσαλέας και βάναυσης επίθεσης κατά της Ελλάδας, επειδή πίστευε ότι θα αποκόμιζε πως πράγματι έγινε οφέλη από την Τουρκία. Τις αντιδράσεις του αυτές δεν περιόριζε ούτε η συγγένειά του με το θρόνο της Ελλάδας. Στο εσωτερικό η αντίδραση ήταν εξίσου λυσσαλέα. Ο Δηλιγιάννης, λαϊκιστής χωρίς όρια, είχε κυριολεκτικά ξεσπαθώσει. Οι προσπάθειες του Τρικούπη για να περισωθεί η οικονομία ή τέλος πάντων ό,τι είχε απομείνει από αυτήν, στρέφουν εναντίον του εκτός από τους κεφαλαιούχους και τις λαϊκές τάξεις.


 Ο Γεώργιος Α’, άτομο έξυπνο και με πολιτικές ικανότητες, αν και γνώριζε ότι ο Τρικούπης δεν ήταν ο κύριος υπεύθυνος της κατάστασης και ότι προσπαθούσε για το σωστό, του «γύρισε την πλάτη». Και όχι μόνον αυτό. Τα Ανάκτορα άρχισαν να χρησιμοποιούν τις διασυνδέσεις τους στο Στρατό προκειμένου να υπάρξει και εκεί δυσφορία. Η συμμετοχή του διαδόχου Κωνσταντίνου σε συλλαλητήριο κατά της κυβέρνησης θα αναγκάσει τον Τρικούπη, στις 12 Ιανουαρίου 1895, να υποβάλει την παραίτησή του. Στις εκλογές της 16ης Απριλίου 1895 δε θα εκλεγεί, για λίγες ψήφους, ούτε βουλευτής. Τότε θα πει το περίφημο: «Ανθ’ ημών ο Γουλιμής». Ήταν η αρχή της «ελεύθερης πτώσης» που είχε μπει η Ελλάδα. Δε θα συνερχόταν παρά μόνο όταν «είχε πιάσει πάτο».

Ο Δηλιγιάννης ως πρωθυπουργός, φυσικά, δεν κατάφερε απολύτως τίποτα. Η ελληνική κοινωνία βρισκόταν σε κρίση. Ο κόσμος δεν εμπιστευόταν τους πολιτικούς παρά μόνο για ρουσφέτια. Οι Ένοπλες Δυνάμεις ήταν κυριολεκτικά «εν διαλύσει». Επιπλέον εκείνη την εποχή σημειώθηκε βαθύ ρήγμα στις σχέσεις μεταξύ των αξιωματικών. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος είχε δημιουργήσει μια ομάδα «εκλεκτών» του αξιωματικών, με τους οποίους έκανε ό,τι ήθελε στο στράτευμα. Αποκορύφωμα ήταν η παροχή αύξησης 20 δραχμών, ποσό αρκετά μεγάλο για την εποχή, στους αξιωματικούς του πυροβολικού και του μηχανικού. Έτσι οι ομοιόβαθμοί τους του πεζικού, ιππικού και οικονομικού έμεναν σε υποδεέστερη θέση. Φυσικά υπήρξαν πολλές αντιδράσεις. 

Η πιο εντυπωσιακή ήταν η ομαδική παραίτηση του συνόλου των αξιωματικών των μη ευνοημένων όπλων, από τη Λέσχη των αξιωματικών, της οποίας πρόεδρος ήταν ο Κωνσταντίνος. Το γεγονός αυτό δημιούργησε σάλο. Ο Ιωάννης Μεταξάς, ο κατοπινός δικτάτορας, αν και αξιωματικός του Μηχανικού, σημείωνε στο ημερολόγιό του: «… μεγάλο σκάνδαλο και διαίρεση. Έχουν εν μέρει δίκιο και εν μέρει άδικο». Το κλίμα αυτό βοήθησε εξαιρετικά την ανάπτυξη της «Εθνικής Εταιρίας». Ήταν μια οργάνωση αξιωματικών που ιδρύθηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου του 1894. Τη μεγάλη της ακμή άρχισε να τη γνωρίζει μετά το Σεπτέμβριο του 1895, όταν τροποποιήθηκε το καταστατικό της και μέλη της μπορούσαν να είναι και μη στρατιωτικοί.


 Σε αυτή λοιπόν την τυπικά μυστική οργάνωση, για την οποία όμως γνώριζαν πολλά πολλοί, συμμετείχαν και κάποια «ηχηρά» ονόματα της ελληνικής κοινωνίας. Όπως, για παράδειγμα, οι καθηγητές του Πανεπιστημίου της Αθήνας Σπυρίδων Λάμπρος, Νικόλαος Πολίτης, Γεώργιος Χατζηδάκις. Ακόμα ο Κωστής Παλαμάς, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Ανδρέας Καρκαβίτσας, ο Γεώργιος Σουρής, ο Νικηφόρος Λύτρας. Από τους αξιωματικούς που ανήκαν κάποιοι θα γίνονταν γνωστοί στον αιώνα μας. Τέτοιοι ήσαν ο Παύλος Μελάς, που θεωρείται από τους ιδρυτές της, ο Παναγιώτης Δαγκλής και ο Λεωνίδας Παρασκευόπουλος.

Αλλά η «Εθνική Εταιρία» δεν ήταν και η μόνη που ήθελε, σώνει και καλά, να σώσει την Ελλάδα. Ένα σχεδόν χρόνο πριν από αυτή είχε ιδρυθεί «Ο Ελληνισμός», μια παρόμοια οργάνωση που στις τάξεις της συγκέντρωνε λίγους επωνύμους αλλά πολλούς περισσότερους από τις λαϊκές τάξεις. Παραμένει ένα μεγάλο ερώτημα πως τόσοι σοβαροί άνθρωποι έκαναν τόσες κουταμάρες. Γεγονός πάντως είναι ότι σχεδόν οι πάντες βρίσκονταν σε υπερεθνικιστικό παραλήρημα. Είχαν θέσει ως στόχο τους τη «Μεγάλη Ιδέα» και πίστευαν ότι θα την υλοποιούσαν αγορεύοντας στα καφενεία της πλατείας Συντάγματος ή σε ομηγύρεις ομοιοπαθών.

Και ενώ όλα αυτά συνέβαιναν στην Ελλάδα, η Κρήτη βρισκόταν σε έναν ακόμη επαναστατικό αναβρασμό. Όμως η «Μητέρα Πατρίδα» δεν έδειχνε και τόση διάθεση να βοηθήσει στη λύση των εκεί προβλημάτων. Η Αθήνα ήταν απασχολημένη με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ο Δηλιγιάννης μόλις ανέλαβε την κυβέρνηση άρχισε να εφαρμόζει ακριβώς το αντίθετο από αυτό που έκανε ο Τρικούπης. Έσπευσε λοιπόν να υποστηρίξει την τέλεση των Α’ Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα. Το πλήρες ξεχαρβάλωμα της Ελληνικής οικονομίας δεν ήταν εμπόδιο.


 Το επίπεδο όπου βρισκόταν η πολιτική ζωή της χώρας δείχνει ένα πολύ χαρακτηριστικό γεγονός. Στις 2.00μμ του Σαββάτου 30ης Μαρτίου 1896, ήταν η τελευταία ημέρα των αγώνων, δινόταν η εκκίνηση του Μαραθωνίου. Ένα λεπτό πριν από τις 5 τερμάτιζε στο Παναθηναϊκό Στάδιο νικητής ο Σπύρος Λούης . Τον ακολουθούσε ένας άλλος Έλληνας, ο Χαρίλαος Βασιλάκος. Στις 6.30 της ίδιας ημέρας πέθανε, στο ξενοδοχείο «Gray et d’ Αlbion» στις Cannes της Γαλλίας, ο Χαρίλαος Τρικούπης. Όταν την επομένη πρότειναν να σταλεί το θωρηκτό «Ύδρα» για να μεταφερθεί η σορός του Τρικούπη στην Ελλάδα, ο Δηλιγιάννης δήλωσε: «Τα πολεμικά πλοία δεν είναι για να μεταφέρουν νεκρούς»…

Η Στρατιωτική Κατάσταση

Μόλις πέρασαν οι γιορτές και τα πανηγύρια, τότε άρχισαν να αντιλαμβάνονται ότι στην Κρήτη η επανάσταση ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Η «Εθνική Εταιρεία», το καλοκαίρι του 1896, έστελνε αντάρτες εκεί αλλά και στη Μακεδονία, ενώ ετοίμαζε να στείλει και στην Ήπειρο. Η κυβέρνηση προσπαθούσε να αποφύγει τα «μπλεξίματα» αλλά δεν έκανε και τίποτα το ουσιαστικό προκειμένου να περιορίσει τη δράση της «Εθνικής Εταιρείας».


 Τον Ιανουάριο του 1897 τα γεγονότα πήραν δραματική τροπή στην Κρήτη. Τότε η κυβέρνηση αποφάσισε να στείλει ελληνικά στρατεύματα, όχι αντάρτες, στο νησί. Στις 11 το βράδυ της 3ης Φεβρουαρίου 1897 άρχισε η αποβίβαση στο Κολυμπάρι των Χανιών των 1417 ανδρών που αποτελούσαν το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα. Επικεφαλής τους ήταν ο Συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος.

Στην Αθήνα, αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, όλοι είχαν καταληφθεί από πολεμική μανία. Στις 15 Μαρτίου 1897 αναχώρησε ο διάδοχος Κωνσταντίνος για τη Λάρισα. Θα έμπαινε επικεφαλής του στρατού της Θεσσαλίας. Αρχηγός του επιτελείου του ήταν ο Συνταγματάρχης του Πυροβολικού Κωνσταντίνος Σαπουντζάκης. Μαζί του, ως επιτελείς, ήταν ο Λοχαγός του Μηχανικού Βίκτωρ Δούσμανης και οι Υπολοχαγοί, επίσης του Μηχανικού, Ιωάννης Μεταξάς και Ξενοφών Στρατηγός. Στον προορισμό τους έφθασαν δύο ημέρες αργότερα.


 Στις 19 του ίδιου μήνα, ο Κωνσταντίνος διέταξε την αναπροσαρμογή της διάταξης των ελληνικών δυνάμεων που ήταν απλώς παραταγμένες κατά μήκος των συνόρων. Αυτό προκάλεσε επιπλέον προβλήματα καθώς δεν υπήρχε κανένα σχέδιο δράσης του Ελληνικού Στρατού. Δεν προβλεπόταν καμία επιθετική ενέργεια αλλά μόνο στατική άμυνα. Όμως έλειπαν εντελώς τα αμυντικά έργα! Ακόμη δεν υπήρχαν εφεδρείες που θα επέτρεπαν την αποστολή ενισχύσεων στους τομείς που παρουσίαζαν προβλήματα και θα σχημάτιζαν τη 2η γραμμή άμυνας, αν χρειαζόταν.

Αλλά αυτά δεν ήταν και τα μόνα προβλήματα του στρατού. Όλοι οι αξιωματικοί υστερούσαν σημαντικά στην πρακτική εκπαίδευση. Λίγοι είχαν μια ανεκτή έως καλή θεωρητική κατάρτιση. Γυμνάσια δε γίνονταν ποτέ. Το πεζικό ήταν εφοδιασμένο με τουφέκια Gras υποδ.1874. Τα όπλα αυτά επαρκούσαν για τον εξοπλισμό τόσο του ενεργού στρατού, όσο και των εφέδρων, που εντωμεταξύ είχαν κληθεί. Σε κάθε όπλο αντιστοιχούσαν 243 φυσίγγια από τα οποία ο κάθε στρατιώτης έφερε 78. Το ιππικό ήταν οπλισμένο με σπάθες και αραβίδες Gras, για τις οποίες κάθε ιππέας έφερε μαζί του 96 φυσίγγια.


 Οι υπαξιωματικοί του ιππικού αντί αραβίδας είχαν περίστροφα Chamelot-Delvigne. Με τα ίδια ήταν εφοδιασμένοι και όλοι οι αξιωματικοί. Το πυροβολικό είχε πυροβόλα Krupp των 75 και 85mm. Τα πρώτα έφθαναν τα 191 και προορίζονταν για τις πεδινές και ορεινές πυροβολαρχίες. Τα δεύτερα, τα «βαριά», προορίζονταν μόνο για τις πεδινές και ήταν 36. Σε κάθε πυροβόλο αντιστοιχούσαν 291 βλήματα, από τα οποία το 66% ήσαν βολιδοφόρα και τα υπόλοιπα εγκαιροφλεγή. Ακόμα και αν όλα αυτά μπορούν να θεωρηθούν, με πολύ καλή θέληση, πως κάλυπταν τις ελάχιστες ανάγκες του στρατού ή αφήσουμε κατά μέρος ότι ήταν μάλλον απαρχαιωμένα, εκεί όπου η κατάσταση ήταν απαράδεκτη ήταν στον τομέα της εκπαίδευσης. 

Οι στρατιώτες δε γνώριζαν να τα χρησιμοποιούν. Οι πυροβολητές, για παράδειγμα, έριξαν τις πρώτες τους βολές κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων. Ασκήσεις ελιγμών δεν είχαν γίνει ποτέ. Η πειθαρχία πυρός ήταν κάτι το άγνωστο. Η παθητική άμυνα ήταν αυτό που, ενστικτωδώς και όχι λόγω εκπαίδευσης, γνώριζαν οι στρατιώτες. Αυτό όμως πολύ εύκολα μετέτρεπε τους ελιγμούς της υποχώρησης σε φυγή και αυτό ακριβώς έγινε τότε. Όταν και όπου χρειάσθηκε να γίνουν υποχωρητικοί ελιγμοί, πολύ σύντομα αυτοί μετατράπηκαν σε άτακτη φυγή.


Ένα άλλο τραγικό σημείο ήταν η κατάσταση σε στολές και γενικά υλικό πολέμου. Όπως αναφέρεται μόνο στους 22.000 επιστράτους, από το σύνολο των 85.000, δόθηκαν στολές και πλήρη εφόδια. Οι υπόλοιποι πήραν ένα πηλήκιο, ένα λινό χιτώνιο και μια κουβέρτα! Τα άλογα για το ιππικό και το πυροβολικό ήταν είδος μάλλον σπάνιο… Την τελευταία στιγμή το πυροβολικό κάλυψε τις ανάγκες του. Δεν έγινε όμως και το ίδιο με το ιππικό. Πολλές ίλες πήγαν στη μάχη ως πεζοπόρα τμήματα. Η ίδια κατάσταση διάλυσης επικρατούσε και στην επιμελητεία. Μεταφορικά ζώα δεν υπήρχαν. 

Όσα επιτάχθηκαν, μαζί με τους οδηγούς τους, τράπηκαν σε φυγή μετά τις πρώτες αποτυχίες. Οι μεταφορές σε πυρομαχικά και τρόφιμα ήταν κάτι παραπάνω από προβληματικές. Τα δεύτερα μάλιστα σχεδόν ποτέ δεν έφθαναν στον προορισμό τους. Όσο για τις μεταφορές τραυματιών αυτές ήταν μάλλον αχρείαστες. Ούτως ή άλλως δεν είχαν πού να τους μεταφέρουν. Οργανωμένα νοσοκομεία ή έστω νοσοκομεία της κακιάς ώρας, δεν υπήρχαν. Όσα οργανώθηκαν ήταν αποτέλεσμα εθελοντικής και μόνο προσφοράς. Τελικά αυτό που ονομαζόταν στρατός δεν ήταν παρά ένα συνονθύλευμα ενθουσιασμένων ανθρώπων που πίστευαν ότι θα νικήσουν με τραγούδια και φωνές.

Γιατί μπορεί να επικρατούσε αυτή η διάλυση, η «Εθνική Εταιρεία» όμως προχωρούσε ακάθεκτη. Τον Μάρτιο του 1897 οργάνωσε ένα σώμα ατάκτων, που απαλλάχθηκαν με νόμο από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, στελεχωμένο με αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του στρατού. Το σώμα αυτό, μαζί τους και αρκετές συμμορίες ληστών, πέρασε τα σύνορα και μπήκε στη Μακεδονία που τότε ήταν Τουρκικό έδαφος.


Η εισβολή αυτή που έγινε στις 27 και 28 Μαρτίου, αποτέλεσε και την αφορμή της κήρυξης του πολέμου από την Τουρκία. Μια κήρυξη που έγινε στις 5 Απριλίου.

Ενέργειες Μεγάλων Δυνάμεων

Την ίδια μέρα που απέπλεε το τορπιλλοβόλο με τον Πρίγκιπα Γεώργιο και η δύναμη του μικτού αποβατικού σώματος από 1.200 αξιωματικούς και οπλίτες υπό τον Βάσσο, μέσα σε φρενήρεις και ενθουσιώδεις επευφημίες του λαού, που είχε συρρεύσει στον Πειραιά, οι στόλοι Γαλλίας (υπό τον ναύαρχο Potier), Αγγλίας (υπό τον ναύαρχο Harris), Ρωσίας (υπό τον ναύαρχοAndriev), Αυστρίας (υπό τον ναύαρχο Brach), και Ιταλίας (υπό τον ναύαρχο Canevaro), είχαν καταπλεύσει στη Κρήτη. 

Αποβίβασαν αγήματα στα Χανιά, 50-100 ανδρών ανά εθνικότητα, υπό Ιταλό Πλοίαρχο διοικητή αποβατικών δυνάμεων, θέτοντας έτσι την Κρήτη, με την συγκατάθεση της Τουρκίας, υπό την προστασία τους, απαγορεύοντας κάθε περαιτέρω τουρκική απόβαση. Αμέσως μετά οι σημαίες των παραπάνω Μ. Δυνάμεων υψώθηκαν παράπλευρα της Τουρκικής στο φρούριο των Χανίων. Έτσι όταν έφθασε το ελληνικό μικτό απόσπασμα του Βάσσου, υπό τις συνθήκες αυτές αναγκάσθηκε ν’ αποβιβασθεί στη θέση Κολυμπάρι (24 km Δ των Χανίων).


 Ο συνταγματάρχης Βάσσος από την Μονή Γωνιές (Β του Κολυμπάρι) εξέδωσε(02/02), εν ονόματι του Βασιλιά των Ελλήνων, προκήρυξη προς τον Κρητικό λαό με την οποία και ανήγγειλε την κατάληψη της Κρήτης. Και ενώ αποφασίσθηκε την επομένη, σε συνεργασία και με τον ναύαρχο Ράινεκ η κατάληψη των Χανίων ακολουθώντας παραλιακή οδό, συνάντησε ένστολος αξιωματικός της διεθνούς χωροφυλακής και του επέδωσε μήνυμα-εντολή του τοποτηρητή ότι η Κρήτη έχει τεθεί υπό την προστασία των 5 Μεγάλων Δυνάμεων και ότι ο Ελληνικός στόλος που έχει καταπλεύσει ν’ απόσχει κάθε πολεμικής επιχείρησης, το δε μικτό απόσπασμα να παραμείνει εκεί που βρίσκεται χωρίς καμία περαιτέρω ενέργεια.

Παρά την παραπάνω διακοίνωση, ακολούθησαν η μάχη των Βουκολιών και η μάχη των Λειβαδιών μετά τις οποίες το μικρό ελληνικό εκστρατευτικό σώμα ανακλήθηκε (Μάρτιος) και ενσωματώθηκε στη δύναμη της Θεσσαλίας.

Διακοίνωση Δυνάμεων 

Οι Μεγάλες Δυνάμεις επέδωσαν (18/02-02/03/1897) στην Ελληνική κυβέρνηση διακοίνωση με την οποία κατέστησαν γνωστή την απόφασή τους να παραχωρήσουν στη Κρήτη καθεστώς αυτονομίας υπό την υψηλή κυριαρχία του Σουλτάνου, αφού απέκλεισαν την ένωσή της με την Ελλάδα. Για να τεθούν οι προϋποθέσεις της αυτονομίας (της οποίας οι λεπτομέρειες δεν είχαν συμφωνηθεί ακόμη), έθεταν προθεσμία 6 ημερών προκειμένου η Ελλάδα ν’ ανακαλέσει το εκστρατευτικό της σώμα από την Κρήτη, ενώ τα τουρκικά στρατεύματα θα μειώνονταν και θα περιορίζονταν στα φρούρια. 

Η Υψηλή Πύλη συμφώνησε προς την λύση αυτή, η Ελληνική κυβέρνηση όμως την απέρριψε. Στη φάση αυτή η Ελληνική κυβέρνηση, κάτω από την πίεση της αντιπολίτευσης και της εκτεταμένης δράσης της Εθνικής Εταιρείας που υποκινούσαν οχλοκρατικές εκδηλώσεις στους δρόμους της Αθήνας αλληλοκατηγορούμενοι οι πάντες για «εσχάτη προδοσία», αν η Κρήτη αυτονομούνταν, αντέκρουσε τη διακοίνωση ζητώντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος των Κρητών, προκειμένου οι ίδιοι ν’ αποφασίσουν. Όμως οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν συναινούσαν στον τρόπο που εννοούσε η Ελλάδα την αυτονομία.


 Η Αγγλία και η Ιταλία ήταν πιο δεκτικές σε αυτονομία υπό τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας αλλά η Γερμανία, που επιθυμούσε την ανατροπή του βασιλιά της Ελλάδας ως Αγγλόφιλου και την αντικατάστασή του με τον Γερμανόφιλο Διάδοχο Κωνσταντίνο, ήταν βασικός παράγοντας εναντίον κάθε συμβιβασμού. Μαζί της συμπαρατάσσονταν η Ρωσία και η Αυστρία. Μετά την άρνηση της Ελλάδας να συμμορφωθεί στην περί αυτονομίας της Κρήτης απόφαση των Μ. Δυνάμεων, ήταν ολοφάνερο ότι η Ελλάδα, απομονωμένη από κάθε διεθνή υποστήριξη και με τις Μεγάλες Δυνάμεις να μη της επιτρέπουν να έρθει σε συνεννόηση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, προχωρούσε προς τον πόλεμο. 

Το ίδιο συνέβαινε και στην αντίπαλη πλευρά, όπου ο σουλτάνος ήταν δέσμιος των πολεμοχαρών υπουργών και στρατιωτικών. Τελικά, η Οθωμανική κυβέρνηση αποφάσισε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας, αφού όμως της δόθηκε αφορμή με την εισβολή των ατάκτων στη Μακεδονία.

Οι Δυνάμεις των Αντιπάλων

Η μάχιμη δύναμη του Ελληνικού Στρατού έφθανε τις 73.142 άνδρες, που ήταν κατανεμημένη σε δύο Αρχηγεία. Στο Α’ της Θεσσαλίας και το Β’ της Ηπείρου.

Το Α’ Αρχηγείο είχε δύναμη 41.735 άνδρες, που αποτελούσαν την 1η και τη 2η Μεραρχία. Τις μεραρχίες αυτές αποτελούσαν: 25 τάγματα πεζικού, 7 τάγματα Ευζώνων και ένα τάγμα εθελοντών. Είχαν ακόμη 12 ίλες ιππικού από τις οποίες οι 4 ήταν άνιππες, 8 πεδινές και 8 ορεινές πυροβολαρχίες και τέλος 2 διλοχίες μηχανικού. Στην Ήπειρο υπήρχε η 3η Μεραρχία με 22.461 άνδρες, οργανωμένοι σε 12 τάγματα πεζικού, 3 ευζωνικά, 3 ίλες ιππικού, 4 πεδινές και 4 ορεινές πυροβολαρχίες, 1 τάγμα συν 1 διλοχία μηχανικού. Τέλος στην υπόλοιπη χώρα, κυρίως στην περιοχή της Αθήνας και την Κρήτη, υπήρχαν 3 τάγματα πεζικού, 3 εθελοντών, 3 ίλες ιππικού, 1 ορεινή πυροβολαρχία και 1 τάγμα συν διλοχία μηχανικού. Το σύνολό τους έφθανε τους 8.946 άνδρες.


Ο Στόλος διέθετε τα θωρηκτά «Ύδρα», «Σπέτσες» και «Ψαρά». Την τορπιλοθέτιδα «Κανάρης». Τη θωρακοβάριδα «Βασιλεύς Γεώργιος». Το εύδρομο «Ναύαρχος Μιαούλης». Τον ξύλινο θωρακοδρόμονα «Βασίλισσα Όλγα». Τους ατμομυοδρόμονες «Αλφειός», «Ευρώτας», «Πηνειός» και «Αχελώος». Τις ατμοβάριδες «Ακτιο» και «Αμβρακία». Τέλος 17 τορπιλοβόλα που δεν έφεραν ονόματα αλλά αριθμούς από 1 έως και 17 και κάποιες, 4 με 5 κανονιοφόροι. Υπήρχαν ακόμα αρκετά σκάφη που όμως δεν είχαν καμία απολύτως αξία ως πολεμικά πλοία. 

Ο Στόλος είχε χωρισθεί σε δύο Μοίρες. Την Ανατολική, στο Αιγαίο βέβαια, και τη Δυτική. Η κυρία δύναμη του Στόλου ήταν ενταγμένη στην Ανατολική Μοίρα που είχε ως επικεφαλής τον Υποναύαρχο Κωνσταντίνο Σαχτούρη. Στη Δυτική Μοίραρχος ήταν ο Πλοίαρχος Δημήτριος Κριεζής. Η κατάσταση που επικρατούσε στο Ναυτικό ήταν ανάλογη με αυτήν του Στρατού.


Να περάσουμε τώρα στην πλευρά των Τούρκων. Αρχιστράτηγος ήταν ο Ετέμ Πασάς και Επιτελάρχης ο Σεφκέτ Πασάς. Το Γενικό Στρατηγείο τους ήταν στην Ελασσόνα. Η δύναμή τους, στη Θεσσαλία, ήταν περίπου 62.000 πεζοί, 1.300 ιππείς και 204 πυροβόλα. Οι άνδρες του πεζικού έφεραν κυρίως τουφέκια Martini, ενώ μερικοί έφεδροι Mauser. Για το ιππικό υπήρχαν αραβίδες Martini και Winchester.

Τα τουρκικά πυροβόλα ήταν Krupp των 87mm για τις πεδινές πυροβολαρχίες, των 75mm για τις έφιππες, των 69mm για τις ορεινές, ενώ υπήρχαν και οβιδοβόλα των 120mm. Η παραπάνω δύναμη ήταν οργανωμένη σε 99 τάγματα πεζικού, 22 ίλες ιππικού, 45 πυροβολαρχίες από τις οποίες οι 17 ήταν ορεινές και 3 λόχους μηχανικού. Ως προς την εκπαίδευση ο Τουρκικός στρατός υπερείχε σαφώς του Ελληνικού.


 Την εκπαίδευση, όπως και την οργάνωση και τον εξοπλισμό, είχαν αναλάβει Γερμανοί αξιωματικοί. Ο von der Goltz (8) είχε κάνει εξαιρετική δουλειά. Όσο για το Ναυτικό, δεν υπάρχουν και πολλά να πούμε. Πρακτικά δεν υπήρχε. Τα πλοία ήταν παλιά και είχαν εγκαταλειφθεί χωρίς την παραμικρή συντήρηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τουρκικός στόλος δεν έφυγε καθόλου από το ναύσταθμο της Κωνσταντινούπολης καθ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Στο Αιγαίο δε βγήκαν ούτε μεμονωμένες μονάδες του.

Κατάσταση των Εμπολέμων Δυνάμεων

Ο Ελληνικός στρατός την εποχή εκείνη δεν ήταν σε επαρκή κατάσταση ετοιμότητας και η σχετική φράση του πρωθυπουργού Χαριλάου Τρικούπη, στη Βουλή, πριν λίγα χρόνια, ανταποκρινόταν όχι μόνο σε μεγάλο βαθμό στην αλήθεια, αλλά και σε μια περίτρανη και ταυτόχρονα κυνική ομολογία ότι τίποτε δεν είχε πράξει και εκείνος ως πολιτικός υπεύθυνος περί αυτού στις δύο προηγούμενες περιόδους της πρωθυπουργίας του.


 Οι αξιωματικοί του πεζικού, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, ήταν εντελώς αμαθείς και ανίκανοι, όπως και αυτοί του ιππικού. Σε κάπως καλύτερη κατάσταση βρίσκονταν οι αξιωματικοί του πυροβολικού και του μηχανικού, έχοντας τουλάχιστον θεωρητική μόρφωση αλλά με σημαντικό πρόβλημα στην πρακτική εκπαίδευση (πολλοί πυροβολητές δεν είχαν ρίξει, πριν τον πόλεμο, ούτε μια βολή). Ακόμη και ο οπλισμός του στρατού υστερούσε, έχοντας ως βασικό όπλο τον γκρα (αργό οπισθογεμές τουφέκι), με φυσίγγια του 1886 ή και παλιότερων εποχών.

Βέβαια το γεγονός αυτό το γνώριζε πολύ καλύτερα και ο ίδιος ο Βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄ όταν επιστρέφοντας το προηγούμενο Καλοκαίρι, (του 1896), από την Ευρώπη, δημοσίευσε σε ΦΕΚ μια επιστολή - εντολή προς τον πρωθυπουργό Θ. Δηληγιάννη, (22 Νοεμβρίου 1896), για πρόσκληση εφεδρειών στο στρατό προκειμένου η αξιόμαχη δύναμη αυτού να συμπληρώνει τους 10 έως 12.000 άνδρες, την δημιουργία μεγάλου στρατοπέδου μεταγωγών καθώς και εκτελέσεις γυμνασίων των κυριοτέρων σχηματισμών.

Η ιστορική αυτή αδιαβάθμητη και επίσημα δημοσιευθείσα επιστολή, που αφορούσε επείγουσα στρατιωτική ανασύνταξη, ουσιαστικά αποτελούσε αφενός μεν ευθεία βολή κατά της επιδειχθείσης σχετικής "αναλγησίας" των τελευταίων κυβερνήσεων και αφετέρου κάποιους διπλωματικούς εξωτερικούς στόχους, με συνέπεια να προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση. Αντίθετα, οι Τούρκοι ήταν εξοπλισμένοι με επαναληπτικά τουφέκια τύπου μάουζερ, ενώ το βεληνεκές των τουρκικών πυροβόλων ήταν αρκετά μεγαλύτερο από αυτό των ελληνικών. Μόνο στο ναυτικό ήταν αδιαμφισβήτητη η Ελληνική υπεροχή, εξ ου και δεν εμφανίσθηκε πουθενά ο Τουρκικός στόλος παρότι διέθετε και θωρηκτά πλοία.


Ο Τουρκικός στρατός ήταν σε σαφώς καλύτερη κατάσταση. Διέθετε όχι μόνο αριθμητική υπεροχή και καλύτερο οπλισμό αλλά και καλύτερη εκπαίδευση στελεχών, από Γερμανούς αξιωματικούς. Είναι χαρακτηριστικό πως, αν η οθωμανική στρατιωτική διοίκηση δεν έκανε σειρά τακτικών σφαλμάτων, ειδικά κατά τη μάχη των Φαρσάλων, θα είχε επιτύχει την εκμηδένιση του Ελληνικού στρατού.

Τα Γεγονότα του Πολέμου 

Αμέσως μετά την άρνηση της Ελλάδας στη Διακοίνωση των Συμμάχων για την αυτονομία της Κρήτης, την ίδια μέρα δηλαδή της επίδοσης - άρνησης στις 18 Φεβρουαρίου κηρύσσεται επίσημα γενική επιστράτευση (που όμως είχε ξεκινήσει αθόρυβα τρεις μέρες πριν), με πολλές ατέλειες, κατά την οποία κλήθηκαν τελικά 10 κλάσεις εφέδρων.


 Η Τουρκική επιστράτευση είχε ξεκινήσει και εκείνη νωρίτερα, ακανόνιστα όμως και πολύ πιο πρόχειρα, ενώ η έλλειψη οικονομικών μέσων επαύξανε την αταξία επιστράτευσης των Τούρκων. Την εποχή εκείνη Μέγας Βεζίρης ήταν ο Χαλίλ Ριφάτ Πασάς και υπουργός Πολέμου ο Μεχμέτ Ριζά Πασάς.

Μεθόριος 

Το 1897 η Ελληνοτουρκική μεθόριος στη Θεσσαλία βρισκόταν στις ΝΑ. προσβάσεις του Ολύμπου και στις νότιες προσβάσεις των Χασίων σχηματίζοντας ένα Υ με τη βάση του μεταξύ των χωριών Γκρίζανος και Ζάρκος, όπως αυτή είχε προσδιοριστεί από την Επιτροπή Καθορισμού Ελληνοτουρκικών Συνόρων (Θεσσαλίας - Ηπείρου), επί σχεδίων που εκπόνησε ο Άγγλος ταγματάρχης Τζων Άρταγκ, που υπογράφηκε στις 20 Ιουνίου του 1882 και ολοκληρώθηκε περί το τέλος του ίδιου έτους, στις 5 Νοεμβρίου του 1882.


Ο ποταμός Πηνειός αποτελούσε για τον Τούρκο Διοικητή προγεφύρωμα για την εκδίωξη των Ελλήνων. Η Ελληνική διοίκηση πιστή μέχρι τότε στα γαλλικά πρότυπα πολεμικής τακτικής είχε εμπιστευθεί την οργάνωση της άμυνας στον Γάλλο στρατηγό Βοσσέρ της γαλλικής αποστολής στα υπερκείμενα του Πηνειού περάσματα Μελούνας (Β. του Τυρνάβου) και Ρεβένι (Ν. του Τυρνάβου) αμφότερα δυτικά της Λάρισας.

Ανάπτυξη Μονάδων - Ελληνικές Δυνάμεις 

Ο Ελληνικός στρατός εκστρατείας που συγκροτήθηκε απετέλεσε τρεις μεραρχίες. Την 1η (Ι Μεραρχία) με Διοικητή τον Μακρή, με στρατηγείο τη Λάρισα και 2η (ΙΙ Μεραρχία) με διοικητή τον συνταγματάρχη Γεώργιο Μαυρομιχάλη με στρατηγείο τα Τρίκαλα, που συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλία και η 3η (ΙΙΙ Μεραρχία) με διοικητή τον συνταγματάρχη Θρασύβουλο Μάνο, στη περιοχή της Άρτας. Αρχηγός του στρατού Θεσσαλίας ορίσθηκε, με Διάταγμα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 12/25 Μαρτίου ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, που έφθασε στο στρατηγείο του και ανέλαβε στις 17/29 Μαρτίου από τον υποστράτηγο Νικόλαο Μακρή και με αρχηγό του επιτελείου τον συνταγματάρχη πυροβολικού Κωνσταντίνο Σαπουτζάκη και υπασπιστή τον λοχαγό Χατζηπέτρο. Τότε ο Διάδοχος Κωνσταντίνος ήταν ο μοναδικός Έλληνας αξιωματικός με βαθμό στρατηγού.


Η σύνθεση της τότε Ελληνικής μεραρχίας περιελάμβανε:

• 2 ταξιαρχίες, συγκροτούμενη έκαστη από 2 συντάγματα πεζικού.
• 4 ανεξάρτητα τάγματα ευζώνων.
• 1 σύνταγμα πυροβολικού.
• 1 σύνταγμα ιππικού και
• 2 λόχους μηχανικού.

Έτσι η δύναμη της Ηπείρου ήταν όπως η προαναφερόμενη της Μεραρχίας ενώ της Θεσσαλίας ήταν διπλάσια (2 Μεραρχίες). Η δε δύναμη του στρατού Θεσσαλίας ανέρχονταν σε 38.000, 500 ιππείς και 96 πυροβόλα, ενώ της Άρτας σε 16.000 άνδρες και 40 πυροβόλα.

Ανάπτυξη Μονάδων - Τουρκικές Δυνάμεις 

Αντίθετα ο τακτικός Σουλτανικός στρατός (ο επιλεγόμενος επίσημα "Ασκερί Νιζαμιγιέ Σαχανέ") εκστρατείας που συγκροτήθηκε αντίστοιχα αποτελούνταν από 8 μεραρχίες πεζικού και μία μεραρχία ιππικού (3πλάσιες δυνάμεις των ελληνικών). Εξ αυτών 2 μεραρχίες πεζικού διατέθηκαν στην Ήπειρο ενώ η κύρια δύναμη των 6 μεραρχιών πεζικού και της μεραρχίας ιππικού διατέθηκε στα Θεσσαλικά σύνορα. Η σύνθεση της τότε Τουρκικής μεραρχίας ήταν:

• 15-18 τάγματα πεζικού, δηλαδή από 5-6 συντάγματα περίπου
• 3-6 πεδινές πυροβολαρχίες,
• 1 ίλη ιππικού

Η Τουρκική μεραρχία ιππικού περιελάμβανε 16 ίλες και 3 έφιππες πυροβολαρχίες. Εκτός όμως της τακτικής αυτής δύναμης ο Τουρκικός στρατός Θεσσαλίας διέθετε και γενική εφεδρεία αποτελούμενη από 10 τάγματα πεζικού, 9 πεδινές πυροβολαρχίες και 3 λόχους μηχανικού. Έτσι η συνολική τουρκική δύναμη εις μεν τα Θεσσαλικά σύνορα έφθανε τους 92.500 άνδρες πεζικού, 1300 ιππείς, με 186 πυροβόλα εις δε της Ηπείρου 29.000 άνδρες με 24 πυροβόλα. Επίσης παρά τον Τουρκικό στρατό υπήρχε Γερμανική εκπαιδευτική στρατιωτική αποστολή υπό τον Γερμανό στρατηγό φον ντερ Γκολτς.


Αρχηγός του Τουρκικού εκστρατευτικού στρατού ήταν ο Ετέμ Πασάς που είχε ως σύμβουλό του τον Γερμανό φον Γρούμβκοφ και αρχηγό του επιτελείου τον Σεφκέτ μπέη. Διοικητές των μεραρχιών ήταν οι στρατηγοί Χαϊρή (1ης), Νεσκάτ (2ης), Μεμντούχ (3ης), Χαϊντέρ (4ης), Χακή (5ης), Χαμντή (6ης) και Σουλεϋμάν της του ιππικού.

Φωτογραφικό Υλικό 







(ΜΕΡΟΣ Α')


* ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ : ΜΕΡΟΣ Β' 




ΠΗΓΕΣ :

(1)

(2)

(3)

(4)

(5)

(6)

(7)

(8)

(9)

(10)

(11)
http://www.geetha.mil.gr/media/1.vima-ell-strat-skepsis/ergasies-spoudastvn-valkanikoi-polemoi/kokona.pdf

(12)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου